Γράφει ο Άκης Καρατζογιάννης // *
Image may be NSFW.
Clik here to view.Παντελής Μπουκάλας «Όταν το ρήμα γίνεται όνομα», εκδ. Άγρα
Τα δημοτικά μας τραγούδια! Τι ποιητικό μεγαλείο, τι τόλμη και τι αγνότητα, τι αρχοντιά, τι κομψότητα, τι χιούμορ και τι τραγικότητα θ’ ανακαλύπταμε σ’ αυτά αν δεν τα περιφρονούσαμε αφ’ υψηλού ως τάχα παρωχημένα, βλάχικα και κατώτερα. Τραγουδήθηκαν κι αγαπήθηκαν απ’ το λαό και σμιλεύτηκαν στο στόμα τού λαού με ασύγκριτη μαεστρία και τεχνική, που λίγοι στη γλώσσα μας έχουνε κατορθώσει. Τα δημοτικά τραγούδια ε ί ν α ι ποίηση, δεν είν’ απλώς στίχοι για να τραγουδιούνται με κλαρίνα και να χορεύει ο κοσμάκης· είναι και ποιήματα που διαβάζονται σιωπηλά και προκαλούν μυσταγωγία· ποιήματ’ αντάξια (κ’ ίσως ανώτερα) κείνων του Σολωμού (που τι θάγραφε στα ελληνικά αν δεν τάχε μελετήσει;), του Ελύτη, του Κάλβου…
Ποιος ευαίσθητος άνθρωπος δεν συγκινείται ως τα σήμερα απ’ τη μάνα που αναγκάζει το νεκρό της γιο να κάνει το σύγνεφ’ άλογο και τ’ άστρο χαλινάρι για να της φέρει την Αρετή της απ’ τα ξένα και να πεθάνουνε μαζί αγκαλιασμένες; Ποιος ποιητής συνέλαβε τη σκύλα μάνα που κρασί κερνάει τον Τσαμαδό, φαρμάκι το παιδί της; Ποιος ετόλμησε να γράψει για την καλόγρια (!) πούχει όμορφον υγιόν, όμορφο παλληκάρι και του λέει έλα, παιδί μ’, να παίξουμε της νύχτας τα παιγνίδια; Ποιος στίχος περιγράφει με τόση λεπτότητα το συναίσθημα ενός άδολου κλεφτόπουλου που βλέπει για πρώτη του φορά βυζί (sic): Είδα τον ήλιο πόλαμψε κ’ έφεξε το φεγγάρι; Πού αλλού σώζεται τέτοια παλληκαριά σαν του Διγενή όταν παλεύει με τον Χάροντα στα μαρμαρένι’ αλώνια, κι όθε χτυπάει ο Διγενής το γαίμ’ αυλάκι κάνει, / κι όθε χτυπάει ο Χάροντας, το γαίμα τράφο κάνει;
Πολλοί ποιητές και πολλοί λόγιοι (με επικεφαλής τον Κόντε) εξετίμησαν κι αξιοποίησαν το δημοτικό τραγούδι και το κρατήσανε ζωντανό μέχρι σήμερα. Κι όσο κι αν φαίνεται πως σιγά-σιγά ξεψυχάει, υπάρχουν ακόμα άνθρωποι μ’ ενδιαφέρον ζωηρότατο που θέλουν να το μεταδώσουν και σε άλλους. Σ’ αυτούς ανήκει ο Παντελής Μπουκάλας, ποιητής, επιφυλλιδογράφος, κριτικός και μεταφραστής. «Πιάνω γραφή να γράψω…» τιτλοφορείται η νέα σειρά των εκδόσεων Άγρα. Τι να γράψει; «Δοκίμια για το δημοτικό τραγούδι». Το πρώτο δοκίμιο του κ. Μπουκάλα (κι όσα έπονται δικά του θάναι), που κυκλοφόρησε πρόσφατα, τιτλοφορείται «Όταν το ρήμα γίνεται όνομα – Η “Αγαπώ” και το σφρίγος της ποιητικής γλώσσας των τραγουδιών».
Ο τίτλος, βέβαια, δεν είν’ αντιπροσωπευτικός· το βιβλίο είναι πολύ περισσότερα. Ήδη απ’ την εισαγωγή τίθενται θέματα όπως ο αριθμός και οι παραλλαγές των δημοτικών τραγουδιών. Αλλ’ ακόμα και στο κύριο μέρος τού βιβλίου εξετάζονται κι άλλα ζητήματα· ένα πολύ ενδιαφέρον είναι τα γραμματικά λάθη στην ποίηση – η χρήση του επιθήματος -θεν, για παράδειγμα (ανέκαθεν, παιδιόθεν, ολούθε κ.ο.κ.) και τα επίθετα συγκριτικού βαθμού συνοδευόμενα απ’ το επίρρημα πιο (πιο καλύτερα, πιο βαθύτερα κ.ο.κ.). Ο κ. Μπουκάλας -με μια εντυπωσιακή φιλολογική κατάρτιση- πηγαίνει ως τον Όμηρο, τον Ησίοδο, τον Πίνδαρο αποδεικνύοντας πως στην ποίηση απ’ ανέκαθεν (που γράφει κι ο Ελύτης) γινόντουσαν τέτοια «λάθη». Παραδόξως παραλείπονται, ωστόσο, τα πολυσυζητημένα «λάθη» του Καβάφη (επέστρεφε [προστακτική], γυρνάμενες…), τα οποία έχουν τη σημασία τους, καθότι η γλώσσα τού Αλεξανδρινού πόρρω απέχει απ’ τα δημοτικά τραγούδια (μολονότι πολύ καλά τα γνώριζε, όπως φαίνεται και στο εν λόγω βιβλίο).
Αξιοσημείωτο (και ενδεικτικό τής ευρύτητας των δοκιμίων) είναι και το κεφάλαιο «Παρηχητικές δεισιδαιμονίες», όπου μαθαίνουμε ότι ορισμένες δεισιδαιμονίες «παράγονται εκ λογοπαιγνίων. Π.χ. το Σάββατον δεν πρέπει να κόβει κανείς φόρεμα διά να μη το βάλει σάβανον» (Ν.Γ. Πολίτης)!
Διαβάζουμε, ακόμα, πολλά αποσπάσματα απ’ τη δημοτική μας ποίηση, τα οποία λειτουργούν, μεταξύ άλλων, ως ευχάριστο κι ωφέλιμο «διάλειμμα» απ’ την ανάγνωση της μελέτης. Ο κ. Μπουκάλας μάλιστα χρησιμοποιεί τραγούδια σχεδόν άγνωστα, ή και τελείως άγνωστα, αποθησαυρισμένα απ’ ανθρώπους που τα άκουγαν ή/και τα τραγούδαγαν, τ’ αποστήθισαν, και τάγραψαν για να τα παραχωρήσουν στον συγγραφέα. Υπάρχουν ακόμα κι όμορφα αποσπάσματα απ’ τη νεοελληνική λόγια ποίηση κι απ’ την αρχαία ελληνική (μεταφρασμένα, βέβαια), τα οποία παραβάλλονται με δημοτικά τραγούδια.
Clik here to view.

Παντελής Μπουκάλας
Πέραν τούτων, σ’ όλο το βιβλίο -ιδίως στα πρώτα μέρη και στις 135 (!) σελίδες των υποσημειώσεων- ο κ. Μπουκάλας πηγαίνει τον αναγνώστη σε μια δαψιλή πνευματική ευωχία με εκλεκτούς συνδαιτυμόνες: τον αξεπέραστο λαογράφο Νικόλαο Πολίτη, τον Αδαμάντιο Κοραή (που ποιος τονε θυμάται; ποιος ξέρει τη μεγάλη του συμβολή;), τον Γιάννη Αποστολάκη (οξυδερκής κριτικός και φιλόλογος – ξεχασμένος κι αυτός), τον κορυφαίο γλωσσολόγο μας Γεώργιο Χατζηδάκι, τον Μανόλη Τριανταφυλλίδη, τον Τέλλο Άγρα, τον Ροΐδη, τον Παλαμά κ.ά. Τι μεγάλη ευχαρίστηση και πόσο γόνιμο να συζητάς, να συνδιαλέγεσαι με τους σοφούς δασκάλους τού παρελθόντος, ν’ ακούς τις -ενίοτε αντίθετες!- απόψεις τους, απολαμβάνοντας, συν τοις άλλοις, θαυμάσια ελληνικά σε πολλές διαφορετικές πτυχές: τη χυμώδη δημοτική τού Άγρα, τη δημοτικίζουσα καθαρεύουσα του Κοραή, τη λογοτεχνική και «μαλλιαρή» δημοτική τού Παλαμά, τη βαριά και σκωπτική καθαρεύουσα του Ροΐδη…
Ο κ. Μπουκάλας έχει μια αρετή ιδιαίτερα ακριβοθώρητη στις μέρες μας: προτιμά να διαβάζει απ’ το να γράφει. Και ακριβώς γι’ αυτό όποτε παρεμβάλλονται δικά του λόγια είναι λόγια ουσιώδη. «Να πω ιστορίες, αυτό θέλω» λέει στην εισαγωγή του, και το βιβλίο φανερώνει του λόγου το αληθές. Πλην ό,τι εξιστορείται διανθίζεται με άφθονες γνώμες και σχόλια σημαντικών μελετητών, λογίων και ποιητών, κάνοντας το βιβλίο συναρπαστικό, ενώ συγχρόνως όλα είναι φιλολογικά τεκμηριωμένα. Ο συγγραφέας αξίζει δε συγχαρητήρια για την παρρησία που επιδεικνύει (αποκοτιά, θα λέγαν μερικοί), προειδοποιώντας σε ορισμένα σημεία για υπερβολές που γράφονται ακόμα κι από κραταιούς πνευματικούς (Παλαμά, λ.χ.). Και στην εποχή που οι μισοί προσκυνούν είδωλα κ’ οι άλλοι μισοί δήθεν τα καταλύουν, η ψύχραιμη και ουσιώδης κριτική στους «μεγάλους» είναι αναγκαία.
Μολαταύτα, θα μπορούσε κανείς να καταλογίσει και στον κ. Μπουκάλα ορισμένες υπερβολές, όταν διατείνεται, για παράδειγμα, πως η άπαξ λέξη μελαγχώνω είναι «απολύτως αναγκαία κι αναντικατάστατη» (θα μπορούσε να γίνει κάλλιστα μαραζώνω [ο ίδιος την αναφέρει εύστοχα], διατηρώντας και την ομοιοκαταληξία και το μέτρο – θ’ άλλαζε τίποτα;) ή ότι το καθημερνιάζω είναι «ζηλευτό για την καθαρότητά του» (ενώ ο αναγνώστης πρέπει να κοντοσταθεί για να καταλάβει πως όταν ο ποιητής λέει «σου πρέπουσι τα κόκκινα και καθημέρνιασέ τα» εννοεί «να τα φοράς κάθε μέρα»). Κατά τ’ άλλα, η λεξιπλασία στο δημοτικό τραγούδι είναι πράγματι ενδιαφέρουσα κ’ υπάρχουν αστραφτερές λέξεις (έτσι τις αποκαλεί ο συγγραφέας), όπως νυχτοβοσκώ, λυγοβεργάω, που προκύπτουν από γνήσια ποιητική έμπνευση.
Περιέργεια προκαλεί, επίσης, ο ισχυρισμός τού κ. Μπουκάλα πως το Ιστορικό Λεξικό τής Ακαδημίας έχει ένα και μοναδικό τόμο που εκδόθηκε πριν από 86 χρόνια, και πως, αν συνεχιστεί, «θα υπάρξει οπωσδήποτε λήμμα γυναικίζω» (σελ. 179). Στην πραγματικότητα, το Ιστορικό Λεξικό τής Ακαδημίας αριθμεί έξι τόμους, και ήδη στον πέμπτο (εκδοθέντα το 1989) υπάρχει λήμμα γυναικίζω (σελ. 279-280).
Τέτοιες παρωνυχίδες, βέβαια, δεν πρέπει επ’ ουδενί λόγω ν’ αποτρέψουν την ανάγνωση του βιβλίου, ενώ θα δυσκολευτεί πολύ κανείς να πιάσει αδιάβαστο τον συγγραφέα σ’ άλλο σημείο (ο γράφων, πάντως, διαβάζοντας ολόκληρο το βιβλίο διεξοδικά δεν τα κατάφερε). Πρόκειται για έργο άξιο, που απευθύνεται σ’ όσους αγαπούν τη δημοτική μας ποίηση -την καλή ποίηση γενικότερα- και τη γλώσσα μας. Φαίνετ’ ακριβό (22€ τιμή εκδότη), μα δεν είναι αν αναλογιστεί κανείς το περιεχόμενό του (και την ωραία τυπογραφία τής Άγρας). Πιο απλά: τ’ αξίζει τα λεφτά του.
* Ο Άκης Καρατζογιάννης είναι 20 χρονών κ’ έχει σπουδάσει δημοσιογραφία. Στην εφηβεία του δημοσίευε κριτικές δίσκων σε ιστοσελίδες. Πλέον ασχολείται με τη λογοτεχνία -κυρίως με την αγγλόφωνη ποίηση- και γράφει κριτικές βιβλίων.