Γράφει η Ευαγγελία Τυμπλαλέξη //
Η Μοναξιά λοιπόν και οι πολλές έδρες της να διαφιλονικούν εκάστη την Υπεροχή της.
Ο μύθος της γέννησης του Ωρίωνα είναι αντιπροσωπευτικός. Οι Θεοί στην Αρχαιότητα αποφάσιζαν συχνά να ενδύονται τον μανδύα του Θνητού προς διερεύνηση του προστατευόμενου τους. Σ’ έναν ανάλογο περίπατό οι Δίας και Ποσειδώνας ανάμεσα στο ανθρωποπλήθος στην περιοχή της Βοιωτίας, συνάντησαν τον Υριέα, ο οποίος ήταν μόνος στη ζωή, αφού είχε χάσει τη συμβία και τέκνα δεν είχε αποκτήσει. Εις ένδειξη φιλοξενίας περιποιήθηκε με προθυμία τους Θεούς, χωρίς να γνωρίζει την αθάνατη υπόστασή τους, εξομολογούμενος ταυτοχρόνως την λύπη του για τις ώρες μοναξιάς που βίωνε. Οι Θεοί εις ένδειξη της ευσπλαχνίας τους, άφησαν έξω απ’ το κατώφλι του ένας βρέφος, το οποίο θα έμελλε να κρατήσει συντροφιά στον μοναχικό υπερήλικα. Πρόκειται για τον Ωρίωνα, ο οποίος ίανε τα τραυματικά ελκώματα στο σώμα της Μοναξιάς.
Το Μοναχικό πλήθος…
Όταν προσεδαφίστηκε ο Άνθρωπος στον Κόσμο, το πρώτο που βίωσε ήταν η συνειδησιακή οδύνη μπροστά στη Μοίρα, η οποία ξεδίπλωνε στα ματωμένα πόδια του την εμπράγματη ερημία. Πέρα απ’ το συλλογικό ως επιβίωση κι ανάπτυξη δια μέσω της χρήσης του έλλογου, είχε να αντιμετωπίσει και το ατομικό του Πεπρωμένο, το οποίο του υπενθύμιζαν στο κάθε του βήμα κουφάρια σε σήψη και σμήνη όρνεων σε γεύμα θυέστειο. Σ’ αυτό το σημείο ακριβώς είναι που ασυνείδητα επινόησε τον τρόμο της μοναχικότητας, ο οποίος απέληγε σε ένταξή του σε συλλογικότητα.
Η ανατολή του 21ου αιώνα δηλώνει με βεβαιότητα περισσή την αναγωγή της συλλογικότητας σε διογκούμενο γραφειοκρατικό κλοιό, μέσα στον οποίο οικοδομούνται διάφορες σχέσεις, οι οποίες ευρωσταίνουν μεν τον ακράτητο ενθουσιασμό δεσμεύουν δε γραμμικά σε μία στειρότητα ομογενοποίησης.
Οι κοινωνικές δομές επιτάσσουν όλο και περισσότερη υποταγή και το άτομο παλεύει στην κυριολεξία για την ψυχική του ισορροπία, κείμενη σε μαζική παραγωγή-πιεστικό εργασιακό περιβάλλον-αναξιόπιστη έκφραση. Για ν’ ανταποκριθεί, αναπτύσσει το υπέρ-Εγώ του ως «πράκτορα της Κοινωνίας μέσα στο μυαλό», όπως ευφυέστατα αναφέρει ο Κρίστοφερ Λας. Ο χρόνος συνιστά τη δαμόκλειο σπάθη πάνω απ’ το κάθε του βήμα, τα οποία όλα χάνονται στα γρανάζια ορθολογικών προτύπων συμπεριφοράς. Στην πνευματική του προσπάθεια αναζητά καταφύγιο σε φτερούγες Ιδεολογιών θρησκευτικού-φιλοσοφικού-πολιτικού περιεχομένου, οι οποίες προπαγανδίζουν απελευθέρωση των συναισθημάτων σαν άνθιση τροπικής βλάστησης. Η προσωπική αναβάθμιση γίνεται ωστόσο ολοένα και πιο δυσεκπλήρωτη και οι προσωπικές σχέσεις επισφαλείς, αφού το άτομο επιδεικνύει ναρκισσιστικές αντιδράσεις κι αναλώνεται σε παιχνίδια απόρριψης-αποδοχής, οι Επιστήμες αναλύουν στοιχεία ελκυστικά προς ανάγνωση αλλά μυθικά προς εφαρμογή. Οι συλλογικότητες δεν καταλήγουν παρά σε συνεκτικές μορφές ελέγχου, ακόμη και το χαμόγελο χειραγωγείται, ακόμη κι οι εσώτεροι βασανισμοί διάγουν την αυτοβιογραφία τους με τρόπο αινιγματικό μα ποτέ λυτρωτικό.
Ο Μοναχικός Δημιουργός…
Στο παγκόσμιο στερέωμα της Λογοτεχνίας πλείστα κείμενα έχουν κατατεθεί πραγματευόμενα το δυσπρόσιτο έλασμα της Μοναξιάς. «Λείχω με την πένα μου» την εν λόγω θεματική δεν μπορεί παρά να σημαίνει ακροβασία σε διελκυστίνδα αφ’ ενός ενδοστρεφούς ανησυχίας κι αφ’ ετέρου εξωστρεφούς δυσαρέσκειας. Όταν η Τέχνη αναδύεται σαν μια μικρή επιχείρηση, της οποίας οι ιδρυτές καιροφυλακτούν την ευκαιρία κέρδους εστιάζοντας στις Δημόσιες Σχέσεις, η περιστροφική της κίνηση τείνει μεν σε εμπορευματοποίηση κι επιτυγχάνει, αναλίσκεται δε σε ατέρμονη συνάφεια, αφού δεν δύναται να απογειώσει αισθητά τον τελετουργικό χορό της.
Ο Μοναχικός Δημιουργός αποδεσμεύεται απ’ τις συνηθισμένες κι αναγκαίες συνθήκες της καθημερινότητας και ρίχνεται στην αναζήτηση του ασύνορου δια μέσω γνωσιολογικού απομονωτισμού. Με πλήρη επίγνωση του αφανισμού του κι έχοντας παραγκωνίσει της Ανάγκης το αδήριτο σθένος, δεν γράφει επικαλούμενος τη συμπόνοια του αναγνωστικού κοινού αλλά με προοπτική να τιθασεύσει το χρέος της προπέτειάς του, να αντιστρατευτεί τη νοσταλγία, να εγκαθιδρύσει την αλλοτριωμένη του εικόνα.
Ο Μοναχικός Δημιουργός είναι ο Μάνφρεντ του Λόρδου Μπάιρον, ο οποίος επιλέγει την επώνυμη κατάθεση των ταλανισμών του όχι προς θήρευση μάταιης διασημότητας ή γνωστοποίησης του ονόματός του αλλά προς αποκαθήλωση της Σκιάς του, όταν ψάχνει το ταίρι του ανάμεσα σε μετεωρίτες και γκρεμνούς∙ το ταίρι που μόνος του κοίμισε «…στ’ αθόρυβα κλωνάρια». Επιζητά τη μοναχικότητα και τον αποκλεισμό. Αφιερώνει τα πονήματά του σε ζωντανές υπάρξεις, συνήθως αντικείμενα πόθου, απαλλαγμένος από εγωιστικές αναδιπλώσεις ή απομιμητική κρυψίνοια κι ανεξάρτητα με την θετική έκβαση ή την ετυμηγορία του αποτελέσματος.
Ο Μοναχικός Δημιουργός ως φύση ατίθαση δεν υπόκειται σε εκπαίδευση, μυείται στην εισηγμένη αυτό-πειθαρχία του για να επουλώσει την αποστέρηση της ίδιας του της κατοχής. Απόμακρος-τυπικός-αγέρωχος-ψυχρός ταξινομεί αυθαίρετα τον εαυτό του στο αμπάρι ενός σαπιοκάραβου, τη στιγμή που όλοι τον θωρούν στο ψηλό κατάρτι. Θα μπορούσαμε σε αδρές γραμμές να πούμε ότι μάχεται να δώσει απάντηση στην αρχέγονη καταγωγή του, μετατρέποντας τα μειονεκτήματά του σε δεξιότητες. Όπως οι καλλιεργητές της γης, σκάβει κι αυτός τη μηχανιστική πορεία της ζήσης. Ένα δέντρο που εκκρίνει ουσίες περιμάχητες, μια βάρκα που πλέει ακυβέρνητη στο τελικό ελλιμένισμά της.
Ο Μοναχικός Αναγνώστης…
Κάθε που ένας Ποιητής δημοσιεύει κείμενά του διανύει περίοδο ανάρρωσης. Μετά θα ’λεγες από περίοδο αντιμετώπισης μ’ ασθένεια βαριά κι ίσως ανίατη.
Ένας δάσκαλός μου είχε πει πως απ’ τη στιγμή που δημοσιεύονται τα γραπτά παύουν να είναι δικά μας, διότι αποκτούν άλλες-ευρύτερες σημασίες σύμφωνα με τις ανάγκες-το γνωστικό υπόβαθρο-τη συναισθηματική δομή-την οπτική προσέγγιση του αναγνώστη. Είχα θυμώσει πολύ στο πρώτο άκουσμα αυτής της ρήσης. Κι όταν άρχισα να δημοσιεύω ένιωθα δηωμένη, σαν τάφος υπό βίαιη σύληση και τυμβωρύχοι ήταν σαφώς οι δυνητικοί αναγνώστες!
Πράγματι το πόνημα μετά τη διανομή του ταξιδεύει με αγαθότητα ανύποπτη μη επιθυμώντας να χειροδικήσει ούτε με τη Γνώση, ούτε με την πιθανή απονομή του. Αν θα διαβάσουν ή αν θα κλείσουν στο συρτάρι το περιεχόμενο του βιβλίου κανείς δεν το εγγυάται.
Ο Μοναχικός Αναγνώστης θα χαϊδέψει τρυφερά το εξώφυλλο, θα μυρίσει την οσμή του χαρτιού, θα καταδυθεί στη θάλασσα των λέξεων ποντίζοντας τη θρασύτητά του και ψυχανεμιζόμενος τη δαιμονική προϋπάντηση του βυθού θα ανελκύσει τα δυναμικά του αποθέματα απ’ το ναυάγιο.
Ο Μοναχικός Αναγνώστης δεν καθιστά τη νόησή του υπό την καθοδήγηση του αντικειμενοποιημένου συστήματος αναπαραγωγής μετασχηματισμένων μορφών ιεραρχίας, που προσφέρει η Εκπαίδευση. Απεκδύεται τη σχολική αξιοσύνη του, κατάσχει τον θεμελιωμένο καταμερισμό κυρίαρχων-κυριαρχημένων για να κολυμπήσει στην αταξία. Σαν άνθρωπος αρχαϊκός που γνωρίζει πως όποια συνιστώσα βλαστογένεσης οδηγεί στην κοινή συνισταμένη του Θανάτου.
Ο Μοναχικός Αναγνώστης περιγράφει με πληθώρα λεπτομερειών την ασταθή του θέση απέναντι στο κομισθέν απ’ την πλοήγηση ανάμεσα στις ρύμες των σελίδων, αναρωτιέται-ανθίζει-φυλλοροεί μόνος στην τελευταία σελίδα. Και κοιμάται βάζοντας το βιβλίο κάτω απ’ το μαξιλάρι, επειδή είναι γι’ αυτόν ξεκάθαρο, όπως και για τον Μοναχικό Ποιητή, πως «Ύπνω και Θανάτω διδυμάοσιν» σύμφωνα με τον Πατέρα της Ποίησης Όμηρο.
Τόσο ο Μοναχικός Δημιουργός όσο κι Μοναχικός Αναγνώστης παρουσιάζονται ως αυτόκλητοι εξερευνητές του Κήπου των βασανιστηρίων…