Quantcast
Channel: Δοκίμιο • Fractal
Viewing all articles
Browse latest Browse all 627

Δοκίμιο: “Μια τέχνη χωρίς κοινό”

$
0
0
Του Δημήτρη Παπακωνσταντίνου // *

 

 

 

    Ο μεγάλος μας ποιητής Γιώργος Σεφέρης, κατά την τελετή βράβευσής του από τη Σουηδική Ακαδημία, ευχαρίστησε την επιτροπή γιατί “δεν άφησε αυτή την ποιητική φωνή σε μια γλώσσα περιορισμένη, να πνιγεί”. Γιατί η ελληνική γλώσσα, μπορεί να ανήκει στις παλιότερες γλώσσες του κόσμου, όμως χρησιμοποιείται μόνο από τους Έλληνες, σε αντίθεση πάντα με τις μη περιορισμένες γλώσσες, όπως η αγγλική, η γερμανική ή η γαλλική που μιλιούνται από πολλά εκατομμύρια ανθρώπους σε διάφορες χώρες.

Στον εντυπωσιακό του λόγο ονομάζει την ποίηση “ανθρώπινη ανάσα” κι αυτός ο χαρακτηρισμός είναι απόλυτα επιτυχής, γιατί εκφράζει από τη μια μεριά τη ζωτική  αξία της ποίησης, κι  από την άλλη τη φυσικότητα που τη χαρακτηρίζει. “Αυτή η ανθρώπινη ανάσα κινδυνεύει να χαθεί από στέρηση αγάπης”, συμπληρώνει. Πάψαμε λοιπόν να αγαπούμε την ποίηση και γι` αυτό ψυχορραγεί. Πώς όμως έγινε αυτό; Πότε έγινε; “Ανεπαισθήτως” στρώθηκε η νεκρική της κλίνη κι ούτε δυο λόγια συμπόνιας δε βρήκαμε να πούμε οι εκατοντάδες υπηρέτες της.

Με έναν πολύ πρόχειρο υπολογισμό, χωρίς να έχω κάνει καμιά σοβαρή έρευνα, εκτιμώ πως εκδίδονται  κάθε χρόνο περίπου εξακόσιες νέες ποιητικές συλλογές. Παρόλα αυτά, θα ήταν αδύνατο να φιλοτεχνηθούν εξακόσιοι νέοι πίνακες ζωγραφικής ή να γραφτούν εξακόσιοι νέοι ψηφιακοί δίσκοι μουσικής, αν υπήρχε η βεβαιότητα πως κανείς δεν θα έδινε την παραμικρή σημασία σ` αυτά τα έργα. Η ποίηση όμως, σε πείσμα των καιρών, συνεχίζει να εκδίδεται. Από “παρεξηγημένη τέχνη” κατάντησε πια “τέχνη χωρίς κοινό”. Πάνω σε αυτή τη διαπίστωση, ακούγονται καθημερινά πολλά αιχμηρά σχόλια. Ας δούμε μαζί μερικά από τα πιο συνηθισμένα.

“Ο κάθε πικραμένος γράφει τον πόνο του και τον καημό του! Γέμισε ο τόπος ψώνια!” Τολμώ να υποθέσω πως σε κάθε εποχή γράφονται μέτρια έργα, όπως γράφονται και αριστουργήματα. Όμως εδώ η απαξίωση μοιάζει με κοφτερό μαχαίρι που στρέφεται “κατά δικαίων και αδίκων”, ενάντια στου καθενός το κορμί. Η απολυτότητα της γενίκευσης δείχνει ένα αδικαιολόγητο μένος, που δεν ξέρω πώς να το ερμηνεύσω. Υπάρχουν ασφαλή κριτήρια για να διαχωρίσουμε τα σπουδαία έργα από τα ασήμαντα; Και με ποιο τρόπο θα αποκλειστούν οι μέτριοι ή οι κακοί ποιητές από τη στιγμή που αποτελεί συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα η ελεύθερη διακίνηση ιδεών και η έκφραση μέσω εντύπων; Με τρομάζει πολύ περισσότερο μια μορφή λογοκρισίας, ακόμα κι αν μιλάμε τελείως υποθετικά, παρά η ύπαρξη μέτριων ή ασήμαντων βιβλίων.

Ένα φιλτράρισμα θα μπορούσε να γίνει από τους εκδότες. Να συμβουλεύουν τους επίδοξους ποιητές πως είναι πρώτα – πρώτα δικό τους συμφέρον το να μην τυπώνονται μέτρια βιβλία με το όνομά τους. Ας επανέλθουν αργότερα με πιο προσεγμένη και πιο ώριμη γραφή. Το πιο σημαντικό πάντως φιλτράρισμα θα μπορούσε -υποθετικά πάντα- να γίνει από τους αναγνώστες. Λέω “υποθετικά”, γιατί ελάχιστοι πια διαβάζουν.

Άλλο ένα αιχμηρό σχόλιο είναι το εξής: “Κανένας δεν καταλαβαίνει την ποίηση! Άντε τώρα να βρεις τι θέλει να πει ο ποιητής!”Το σχόλιο συνοδεύεται πάντα από τις ανάλογες χειρονομίες και γκριμάτσες που υπονοούν πως δεν έχει νόημα η ενασχόληση με την ποίηση, όπως δεν θα είχε νόημα η ενασχόληση με τα λόγια ενός τρελού. Έχουμε την αξίωση να καταλάβουμε την ποίηση και μάλιστα χωρίς την παραμικρή προσπάθεια, επειδή μεταχειρίζεται “κοινόχρηστα υλικά”, λέξεις γνωστές σε όλα τα μέλη της γλωσσικής μας κοινότητας. Αυτό που δε βάζουμε στο νου μας είναι πως η ποίηση είναι τέχνη και γι` αυτό οι λέξεις αποκτούν άλλη σημασία κι άλλη βαρύτητα, πέρα από τη συνήθη χρήση τους στην καθημερινή μας επικοινωνία.

Με αφορμή την αδυναμία κατανόησης της ποίησης από πολλούς ανθρώπους, διατυπώνονται δυο βασικές προτάσεις: α) Να γράφεται η ποίηση πιο απλά, χωρίς πολύπλοκα σχήματα και υπερρεαλιστικές εικόνες. β) Να κάνει κι ο αναγνώστης τη δική του προσπάθεια. Να κάνει τη μισή διαδρομή προς το μέρος του ποιητή κι εκείνος με τη σειρά του να προσπαθεί να γίνει πιο σαφής. Νομίζω πως η δεύτερη άποψη είναι πιο σωστή. Δε γίνεται να κατακεραυνώνουμε τους ποιητές ως “άτεχνους” κι από την άλλη μεριά εμείς οι ίδιοι να αξιώνουμε πιο εύληπτη, πιο εύπεπτη, πιο εύκολη, ποίηση. Η ποίηση δοκιμάζει τα όρια της γλώσσας κι αυτά εκτείνονται ως τα όρια του ανθρώπινου νου. Ας μην τα θέλουμε όλα δικά μας! Η ευκολία δεν παράγει τέχνη!

Ένα σχόλιο που επίσης γίνεται συχνά, αναφέρεται στο κόστος των βιβλίων: “Δεν υπάρχουν χρήματα για βιβλία!” Αυτό δεν μπορώ να το δεχτώ. Οι ποιητές, στην προσπάθειά τους να καλύψουν τα έξοδα της έκδοσης, υποχρεώνονται εκ των πραγμάτων να προσφέρουν τα βιβλία τους σε μια τιμή καθαρά συμβολική, που συχνά δεν ξεπερνά την αξία ενός πακέτου τσιγάρων. Είμαι βέβαιος ότι πολλοί από αυτούς που τα θεωρούν ακριβά δεν θα καταδέχονταν ούτε να τα ξεφυλλίσουν, ακόμα κι αν τους προσφέρονταν δωρεάν.

Το πρόβλημα με το οποίο καταπιάστηκα είναι εξαιρετικά σύνθετο. Αν είναι δύσκολο να το περιγράψει κανείς, φαντάζομαι πόσο δύσκολο θα ήταν να προτείνει λύσεις ρεαλιστικές και εφαρμόσιμες. Έλεγα κάποτε σε φίλους μου, χωρίς να το πολυσκεφτώ, πως θα ωφελούσε πολύ η εφαρμογή στα δημόσια σχολεία ενός μη υποχρεωτικού μαθήματος ποίησης, χωρίς εξετάσεις και βαθμολογίες. Βλέπω τώρα πως δεν θα μπορούσε να προχωρήσει αυτό το μέτρο. Πολλοί συνάδελφοι εκπαιδευτικοί θα το αντιμετώπιζαν σαν ένα δυσβάσταχτο βάρος στη ράχη τους και θα έσπευδαν να εναντιωθούν. Άλλωστε για τους περισσότερους φιλολόγους, “ποίηση έγραψαν μόνο οι κλασικοί, ο Ελύτης, ο Καβάφης, ο Σεφέρης, ο Ρίτσος κι ο Βρεττάκος. Οι σύγχρονοι, τζάμπα παιδεύονται!” Αρνούμαι να δεχτώ την άποψη πως η ποίηση πέθανε τη μέρα που πέθανε ο τελευταίος από τους μεγάλους ποιητές του παρελθόντος. Παρά τον σεβασμό μου προς τους γίγαντες της νεοελληνικής ποίησης, επιτρέψτε μου να διαφωνήσω.

Κλείνω το άρθρο μου εδώ, όμως ο προβληματισμός μου μόλις τώρα άρχισε. Ας δουλέψει ο καθένας μας σιωπηλά και σεμνά, ας δώσει τον καλύτερο εαυτό του, ας συνεχίσει με αιματηρές στερήσεις να πληρώνει για την έκδοση των βιβλίων του, αφού η ποίηση είναι πείνα ακόρεστη, αφού είναι  έρωτας, βαθιά ανάγκη της ψυχής μας, κι αφού μας έλαχε ο κλήρος…

 

 

 

* Ο ποιητής Δημήτρης Παπακωνσταντίνου ζει στην Κοζάνη, όπου εργάζεται ως εκπαιδευτικός Μέσης Εκπαίδευσης. Έχει γράψει μέχρι στιγμής τέσσερα βιβλία, εκ των οποίων, τρεις ποιητικές συλλογές και μια νουβέλα. Το πέμπτο του έργο βρίσκεται ήδη υπό έκδοση. Είναι η ποιητική συλλογή “Ο Μέσα Ήλιος”, αφιερωμένη εξ ολοκλήρου στην αγάπη και τον έρωτα.

 

 


Viewing all articles
Browse latest Browse all 627

Trending Articles