Του Θάνου Μαντζάνα // *
(Κριτική αποδόμηση του ακάθαρτου και βδελυρού παραλόγου **)
Πέρασε λοιπόν και η εαρινή ισημερία, μπήκε ο ανθισμένος Απρίλιος, πέρασε ακόμα και το Πάσχα αφού εφέτος ήταν τόσο νωρίς…Ομως είναι σα να μην έχει έρθει η άνοιξη, σα να μη θέλει ή μάλλον κάτι να την εμποδίζει να έρθει. Οχι κλιματολογικά, με την πιο αληθινή ίσως τελικά και από την αυτήν της φύσης, ουσιώδη και έσωθεν έννοια της. Για Ανάσταση φυσικά ούτε λόγος…Οπως όλα τα τελευταία χρόνια, κάθε χρόνο και περισσότερο έντονα.
Περπατάς στην άδεια ακόμα από τους εκδρομείς του Πάσχα πόλη, εκείνη την μαγική ώρα που ο ήλιος έχει μεν δύσει αλλά αφήνοντας πίσω του τόσο φως ώστε να μην επιτρέπει στο σκοτάδι να σκεπάσει τα πάντα. Τα περιγράμματα εμψύχων και αψύχων διαγράφονται καθαρά στο σκούρο αλλά όχι σκοτεινό φόντο της ατμόσφαιρας, μπορείς να διακρίνεις και όλες τις λεπτομέρειες. Η θερμοκρασία σχεδόν ιδανική, τέτοια ώστε ούτε να κρυώνεις μα ούτε και να ζεσταίνεσαι στο ελάχιστο. Ο αέρας φορτωμένος με ευωδιές από τα λίγα λουλούδια που επιμένουν να αναπνέουν ανάμεσα στο τσιμέντο, άνθη στα δέντρα, άγουροι ακόμα καρποί σε μερικά βιαστικά άλλα, η γη αναγεννάται και το πανηγυρίζει, θέλει να το δείξει σε όλους για να χαρούν μαζί της. Τα αρώματα της άνοιξης, τόσα πολλά και διαφορετικά, μπλέκονται μεταξύ τους και συνθέτουν ένα άλλο, την μία και μοναδική μυρωδιά της που δεν μοιάζει με καμία άλλη και καμιά από τις υπόλοιπες εποχές, ούτε καν το φθινόπωρο το οποίο στοχάζεται μόνιμα πάνω στην γλυκιά παρακμή του, δεν διαθέτει και είναι διάχυτη παντού, στον απαλό άνεμο, στο έδαφος, θα έλεγες ακόμα και κάτω από αυτό.
Ναι, η μυρωδιά αλλά και η συνολική αίσθηση της άνοιξης κυριαρχούν στο σύμπαν αυτή την στιγμή, σε τυλίγουν, σε αγκαλιάζουν τρυφερά, σε χαϊδεύουν ηδονικά, γεμίζουν τους πνεύμονες σου με την ίδια την ζωή, την ομορφιά και το ταπεινό αλλά ταυτόχρονα και ανυπέρβλητο μεγαλείο της. Ομως αυτή η δύναμη της ζωής μένει εκεί, δεν προχωρεί πιο μέσα, δεν κυκλοφορεί με το αίμα σε ολόκληρο το σώμα σου και πολύ περισσότερο δεν φτάνε στις άυλες περιοχές του είναι σου. Γιατί ακόμα πιο ψηλά από την αίσθηση της άνοιξης επικρέμαται πάνω από την πόλη, τους δρόμους, τα κτίρια, τα πάντα μια άλλη, πολύ βαριά αίσθηση. Τόσο βαριά που τα πλακώνει όλα, μαζί και εσένα τον ίδιο, σε πνίγει, δεν σε αφήνει να αναπνεύσεις. Το χειρότερο όμως είναι ότι εισχωρεί εντός σου, φτάνει πολύ βαθιά, στην ψυχή σου και την βαραίνει και αυτήν αφόρητα. Την κάνει βαρύτερη θαρρείς και από το τεράστιο εξωτερικό βάρος που ξαφνικά φαίνεται να απέκτησαν τα πάντα γύρω σου, τόσο βαριά ώστε να σε εξουθενώνει, να μην αντέχεις πλέον να σηκώσεις την ίδια σου την ύπαρξη, να νιώθεις ότι θα σωριαστείς από στιγμή σε στιγμή. Περισσότερο όμως και από την ψυχική, πνευματική και σωματική οδύνη αυτό που σε απασχολεί, βασανίζει κάθε ικμάδα του είναι σου είναι μια απορία η οποία έχει μονοπωλήσει πια την λειτουργία του μυαλού σου: Γιατί; Για ποιαν αιτία και λόγο σου συμβαίνει αυτό, πριν ακόμα αναλογιστείς αν είναι δίκαιο ή άδικο;
Καθώς όμως σκέφτεσαι επίμονα, τυραννικά αυτό και μόνο και αρχίζει σιγά – σιγά να νυχτώνει πραγματικά παρατηρείς έξαφνα ότι δεν περπατάς μόνος σου όπως πίστευες μέχρι εκείνη την στιγμή. Γύρω σου βαδίζουν και άλλοι και άλλες, προς την ίδια κατεύθυνση με εσένα, την αντίθετη, πλάγιες ή διασταυρούμενες με την δική σου. Πού ήταν όλοι και όλες τόση ώρα, γιατί δεν τους και τις έβλεπες; Την στιγμή μάλιστα που η νύχτα επέρχεται ορμητικά για να καταλάβει το τμήμα του εικοσιτετραώρου το οποίο της ανήκε δικαιωματικά παράδοξα βλέπεις όλους αυτούς τους ανθρώπους πολύ πιο καθαρά. Με έκπληξη διαπιστώνεις τότε ότι δεν είναι πέντε, δέκα ή μερικές εκατοντάδες όπως νόμιζες αρχικά αλλά χιλιάδες, εκατομμύρια. Ολοι και όλες βαδίζοντας αμίλητοι όπως και εσύ, το ίδιο μόνοι και μόνες όσο και εσύ ανεξάρτητα από το πόσοι και πόσες περπατούν δίπλα τους, ακόμα και τους αγγίζουν ή τους κρατούν από το χέρι ή τους ώμους, όλοι και όλες λίγο σκυφτοί και σκυφτές, σαν κάτι να τους βαραίνει ανυπόφορα, έξω, γύρω και μέσα τους, τόσο πολύ ώστε με δυσκολία να καταφέρνουν να μείνουν όρθιοι, να κρατηθούν στα πόδια τους. Οπως ακριβώς και εσύ…
Καταλαβαίνεις, σα να επρόκειτο για κάποιον άλλο, ότι εκείνη την στιγμή συνειδητοποιείς κάτι που ουσιαστικά ήξερες ανέκαθεν, απλά ίσως δεν μπορούσες να το δεις μέχρι τότε. Το θέαμα που αντικρίζεις, αυτοί οι αναρίθμητοι άνθρωποι, άντρες και γυναίκες, δεν είναι παρά οι λεγεώνες της νύχτας, άνθρωποι που περνούν το μεγαλύτερο διάστημα του βίου τους στο σκοτάδι και την σκιά, στο περιθώριο όχι απλά της Ιστορίας αλλά της ίδιας της ζωής. Οχι γιατί επέλεξαν να ζουν λάθρα αλλά γιατί κάτι τους έσπρωξε εκεί και δεν μπορούσαν ή δεν είχαν την δύναμη να αντισταθούν σε μιαν εξοντωτική ποινή η οποία τους επιβλήθηκε αυθαίρετα, άνευ δίκης και με βάση μη κείμενους, ανύπαρκτους νόμους. Καταδικάστηκαν ερήμην, δίχως καν να γνωρίζουν το γιατί, σε μια διαδοχή χρόνων στον καθέναν από τους οποίους στερείται η άνοιξη και η Ανάσταση, όποιαν έννοια και αν της δίνει κανείς, είναι μονίμως, διαρκώς ματαιωμένη. Τόσοι πολλοί και πολλές που έζησαν, ζουν ταυτόχρονα με εσένα μα και άλλοι και άλλες που έζησαν πολύ πριν γεννηθείς και πιθανότατα και άλλοι και άλλες οι οποίοι θα γεννηθούν όταν πια δεν θα υπάρχεις. Όμοιοι και όμοιες σου, ίδιοι και ίδιες με εσένα από κάθε πλευρά γιατί και εσύ αποδέκτης της κοινής τους καταδίκης είσαι. Θα ήταν από εθελοτυφλία μέχρι αφέλεια να μην το παραδεχτείς και αμφότερα είναι από εκείνα που απλά δεν επιτρέπεις ποτέ στον εαυτό σου.
Σαν αυτό να ήταν η αφορμή δεν μπορείς να μην σκεφτείς ότι η Ιστορία της ανθρωπότητας δεν είναι μία της βίας και του αίματος όπως λένε πολλοί. Πολύ περισσότερο και από αυτό, για την ακρίβεια και η αιτία ακόμα για αυτό, είναι η Ιστορία μιας όντως απίστευτης και ανυπολόγιστου μεγέθους ηλιθιότητας. Είναι η Ιστορία ενός όντος προικισμένου με τα δύο πολυτιμότερα δώρα που γνωρίζουμε να υπάρχουν στο σύμπαν, του εγκεφάλου του και εκείνης της μη εντόπισιμης περιοχής η οποία εκτείνεται από τις παρυφές του συνειδητού μέχρι το υποσυνείδητο και αποκαλούμε ψυχή, που σπαταλάει ή και αφήνει να πηγαίνουν εντελώς χαμένες οι σχεδόν απεριόριστες δυνατότητες τις οποίες αντίστοιχα του δίνουν καθένα από αυτά τα δύο δώρα. Το μόνο που είχε και έχει και θα έπρεπε να κάνει ήταν να αξιοποιεί αυτές τις ικανότητες και δυνατότητες προς όφελος του, για να βελτιώνει ολοένα κάθε έκφανση και επίπεδο της ζωής του αλλά πολύ απλά η πλειοψηφία των ανθρώπων δεν το κάνει. Ως γνωστόν όμως τίποτα δεν μπορεί να μένει μετέωρο εις το διηνεκές, αν μπορείς να κάνεις κάτι θετικό και δεν το πράττεις αργά ή γρήγορα καταλήγεις στο αντίθετο του, δηλαδή σε κάτι περισσότερο ή λιγότερο αρνητικό. Και φυσικά αν δεν μπορείς να ωφελήσεις τον ίδιο τον εαυτό σου είναι προφανώς αδύνατο να ωφελήσεις οποιονδήποτε άλλον. Κάπως έτσι δισεκατομμύρια άνθρωποι, χωρίς να το επιδιώκουν, χωρίς καν να το συνειδητοποιούν, βλάπτουν τους εαυτούς τους, ο ένας τον άλλο και όλοι μαζί το σύνολο που τους περιλαμβάνει και ταυτόχρονα τους υπερβαίνει, την ανθρωπότητα και, το χειρότερο όλων, όχι μόνο στην διάρκεια της ζωής τους αλλά και υποθηκεύοντας και υπονομεύοντας και εκείνες των μεταγενέστερων ανάμεσα στους οποίους μπορεί πολύ ωραία να είναι και τα παιδιά τους.
Ενας από τους κυριότερους τρόπους με τους οποίους συμβαίνει αυτό είναι διαμέσου ενός κλισέ που χρησιμοποιείται μίνιμουμ επί δύο αιώνες αλλά με την πάροδο του χρόνου ακούγεται όλο και περισσότερο σε βαθμό που να έχει φτάσει πλέον να επέχει θέση αξιώματος στην συνείδηση του μέσου ανθρώπου, του περιβόητου «δεν υπάρχουν άγγελοι ούτε διάβολοι». Οπως συμβαίνει πολύ συχνά με τα κλισέ η φαινομενικά αθώα αυτή φράση εμπεριέχει ένα πολύ μεγάλο ψέμα και ολοφάνερα μία εξοργιστικά μεγαλύτερη ανακρίβεια η οποία αγγίζει τα όρια του παραλογισμού. Η ανακρίβεια αυτή ή μάλλον το τεράστιο αυτό λάθος είναι ότι με το να εστιάσουμε στο όντως μεγαλύτερο ποσοστό ενός συνόλου μπορούμε να διαγράψουμε ή έστω να ξεχάσουμε τα μικρότερα του. Τι λέει δηλαδή στην ουσία αυτή η φράση; Ότι το μεγαλύτερο τμήμα της ανθρωπότητας δεν διακατέχεται ούτε από απολύτως θετικά ούτε απολύτως αρνητικά συναισθήματα απέναντι στους ομοίους του αλλά ισορροπεί ανάμεσα στα δύο. Δεν μπορείς να διαφωνήσεις καταρχήν με την ορθότητα αυτού του συμπεράσματος, αρκεί να σκεφτούμε ότι, όση κατανόηση και αλληλεγγύη και αν έχουμε για τους άλλους, αναπόφευκτα υπάρχουν περιστάσεις, ακόμα και της καθημερινότητας, που μόνη και απόλυτη προτεραιότητα μας γίνεται ο εαυτός μας.
Το να θεωρήσεις όμως ότι αυτή η διαπίστωση είναι ο μοναδικός κανόνας που δεν έχει εξαιρέσεις – οι οποίες άλλωστε τον επιβεβαιώνουν και με το παραπάνω και αυτό δεν είναι κλισέ αλλά αδιάψευστη αλήθεια – είναι καταφανής προσβολή της λογικής, αν όχι της κοινής νοημοσύνης και εδώ ακριβώς είναι που το λάθος μετατρέπεται σε ψέμα. Ακόμα και αν θεωρήσουμε ότι οι άγγελοι της χριστιανικής θρησκείας είναι μία ευφάνταστη διανοητική κατασκευή δεν μπορούμε να αρνηθούμε ότι έχουν υπάρξει ως ιστορικά πρόσωπα μύστες διαφόρων θρησκειών, άλλοι άνθρωποι ταγμένοι στην πνευματικότητα, φιλόσοφοι, λαμπροί επιστήμονες που με τις ανακαλύψεις τους βελτίωσαν την ζωή – ή έστω την ποιότητα της – εκατομμυρίων ανθρώπων αλλά και σε πιο πρακτικό επίπεδο εκείνοι ο οποίοι αφοσιώθηκαν σε έναν σκοπό θετικό για πολλούς άλλους ή και για το σύνολο της ανθρωπότητας, ένας καθόλου μικρός τελικά αριθμός ανθρώπων που με τις σκέψεις, τα λόγια και πολύ περισσότερο με τις πράξεις τους ωφέλησαν, σε κάποιες περιπτώσεις κυριολεκτικά ευεργέτησαν την ανθρωπότητα απλά γιατί ήθελαν να το κάνουν και όχι για να αποκομίσουν οτιδήποτε οι ίδιοι από αυτό! Τα παραδείγματα είναι τόσο άφθονα και γνωστά ώστε θεωρώ περιττό να αναφέρω έστω και ένα.
Είναι νομοτέλεια όμως πως για οτιδήποτε υπάρχει υφίσταται και το αντίθετο του. Αναγκαστικά λοιπόν πρέπει να πει κανείς εδώ το αυτονόητο αλλά και προφανές σε όλους αφού το διαπιστώνουμε καθημερινά με τις αισθήσεις μας, ότι όπως ακριβώς υπάρχουν άνθρωποι οι οποίοι θέλουν να προσφέρουν, να κάνουν καλό στους άλλους περισσότερο ακόμα ίσως και από όσο τους επιτρέπουν οι δυνάμεις τους – αυτή άλλωστε είναι και η μόνη αλλά καθοριστική διαφορά τους από την μεγάλη πλειοψηφία του είδους μας – έτσι υπάρχουν και αυτοί που πολύ απλά επιδιώκουν να κάνουν κακό, να βλάψουν λιγότερους ή περισσότερους άλλους για να αποκομίσουν κάτι ή ακόμα και μόνον επειδή ικανοποιούνται λειτουργώντας έτσι. Ευτυχώς για εμάς είναι η μικρότερη όλων μειοψηφία, αν και σε εποχές γενικευμένης κρίσης όπως η σημερινή τείνουν να αυξάνονται ή έστω περισσότεροι από αυτούς να έχουν την διάθεση και να τολμούν να εκδηλωθούν. Πάντως ακόμα και αν κανείς διαφωνεί ή δεν του αρέσει ο χαρακτηρισμός «δαίμονες» πρόκειται σίγουρα για πρόσωπα που ουδείς απλά λογικός άνθρωπος θα ήθελε να έχει οποιουδήποτε είδους σχέση μαζί τους.
Τα παραδείγματα είναι και πάλι πάρα πολλά, τόσο τα γνωστά από την Ιστορία όσο και από την καθημερινή εμπειρία όλων μας, ώστε να χρειάζεται να αναφέρω έστω και ένα. Θα εφιστήσω όμως την προσοχή στην σχέση ή μάλλον την αναλογία επωνύμων και μη αυτής της κατηγορίας. Για κάθε Τραμπ, Κιμ Γιονγκ Ουν, Ερνυογάν και Πούτιν – υφίσταται άραγε καμία ουσιαστική διαφορά του από τους προηγούμενους; – υπάρχουν πάρα πολλοί δικτατορίσκοι που ποτέ δεν κατορθώσουν να γίνουν αυτό που πραγματικά θέλουν, σατραπίσκοι οι οποίοι κρυμμένοι πίσω από τοίχους και κλειστές πόρτες ξεσπούν τα απωθημένα τους σε θεωρητικά αγαπημένες και αγαπημένους, συζύγους, παιδιά, αδέλφια, άλλους συγγενείς, φίλους, συναδέλφους και πολύ σπανιότερα σε γονείς καθώς είναι επιστημονικά διαπιστωμένο ότι στις περισσότερες τέτοιες «τοξικές» για τους άλλους περιπτώσεις οι τελευταίοι, συνειδητά ή μη, επιδεινώνουν την ήδη κακή «πρώτη ύλη», άρα είναι «σύμμαχοι». Μικρόψυχα και μικρόνοα ανθρωπάρια, παντελώς ανώριμα σε όλα τα επίπεδα πλην του βιολογικού, περιορισμένης διανοητικής και ανύπαρκτης συναισθηματική ευφυίας, κοινωνικά αναλφάβητα, ημιμαθή όταν δεν είναι αδαή ακόμα και αν έχουν τυπική μόρφωση, κινούμενα από τα χειρότερα ορμέμφυτα και τα πλέον χαμηλά ελατήρια της ανθρώπινης ύπαρξης που καταρρακώνουν την αξιοπρέπεια, σμπαραλιάζουν τον αυτοσεβασμό, θρυμματίζουν την προσωπικότητα ή και διαλύουν ολόκληρη την ζωή άλλων γιατί αυτός είναι ο μοναδικός τρόπος γα να αντλήσουν την αυτοεπιβεβαίωση τους και να πιστέψουν στην ανύπαρκτη αξία τους καθώς είναι ανίκανα να προσφέρουν οτιδήποτε σε οποιονδήποτε.
Οπως επίσης για κάθε Μαρκ Ζάκενμπεργκ που, όπως φάνηκε πλέον ξεκάθαρα μετά το πρόσφατο σκάνδαλο του Facebook σε σχέση με την εκλογή του Τραμπ, τελικά πολύ περισσότερο από τα αμύθητα χρήματα (χωρίς φυσικά να αδιαφορεί καθόλου για αυτά, άλλωστε για αυτό άρχισε να τα αποκτά σε τόσο νεαρή ηλικία) το κίνητρο του για να δημιουργήσει το απόλυτο, κυρίαρχο και παντοδύναμο εκ των social media ήταν η επιθυμία του να ελέγξει τα μυαλά, ακόμα και τις ζωές αν γίνεται, όσο το δυνατόν περισσότερων υπάρχουν πολλοί άλλοι που τα ονόματα τους δεν θα τα μάθει ποτέ κανείς εκτός ίσως από τους «φίλους» τους στο δίκτυο του πρώτου. Εξίσου με αυτόν αρρωστημένοι control freaks και κυρίως ακόρεστα διψασμένοι για εξουσία, όσο το δυνατόν περισσότερη, το είδος της τελευταίας που υπερβαίνει κατά πολύ την πολιτική καθώς δίνει σε όποιον την επιδιώκει την ικανοποίηση έστω της ψευδαίσθησης ότι κατευθύνει τη ζωή κάποιου ή κάποιων άλλων όπου και όπως θέλει αυτός, ότι εξαρτώνται τόσο από αυτόν έστω και δίχως να το γνωρίζουν ώστε κυριολεκτικά να βρίσκονται στο έλεος του. Κα βέβαια αναπληρώνοντας με την πλασματική δύναμη που θεωρούν ότι τους δίνει αυτή η εξουσία την παντελή έλλειψη αληθινής, ουσιαστικής εσωτερικής δύναμης την οποία διαθέτει κάθε στοιχειωδώς ισορροπημένος άνθρωπος…
Σε αυτό ακριβώς το σημείο φαίνεται πόσο όχι απλά επικίνδυνο αλλά πραγματικά ολέθριο έχει πλέον γίνει για τα πρόσωπα αλλά και τις σύγχρονες κοινωνίες το κλισέ που προανέφερα. Με την συνεχή επίκληση και επανάληψη του το «δεν υπάρχουν ούτε άγγελοι ούτε διάβολοι» έχει μετατραπεί σε ένα αλλόκοτο είδος επίφοβης αυτοεκπληρούμενης προφητείας. Πιο σωστά μάλλον έχει γίνει μία συλλογική αυταπάτη η οποία συνίσταται ακριβώς στο ότι τόσοι πολλοί άνθρωποι πιστεύουν πλέον ότι το ψέμα που εμπεριέχει είναι αλήθεια, δηλαδή ότι όλοι ανεξαιρέτως οι άνθρωποι βρίσκονται σε έναν «χρυσό μέσο όρο» δίχως να υπάρχουν αυτοί που είναι καλύτεροι και ούτε φυσικά εκείνοι οι οποίοι είναι χειρότεροι από αυτόν. Με την αδιάκοπή επανάληψη του κλισέ αυτή η συλλογική αυταπάτη δυστυχώς εξαπλώνεται και εμπεδώνεται όλο και περισσότερο, σε βαθμό που πια όχι απλά να επηρεάζει αλλά να αλλοιώνει για πάρα πολλούς ανθρώπους την αντίληψη τους της αντικειμενικής πραγματικότητας.
Για πολλούς και πολλές δηλαδή το να μην θέλει κάποιος να κάνει το ελάχιστο καλό σε μερικούς έστω άλλους αλλά μόνον κακό, να βλάπτει με όποιον τρόπο μπορεί, είναι κάτι…ασήμαντο, άποψη καταφανώς τόσο ανυπόστατη ώστε δεν χρειάζεται καν να επιχειρηματολογήσεις εναντίον της. Υπάρχουν όμως και αρκετοί και αρκετές που προχωρούν πολύ μακρύτερα, λέγοντας άμεσα ή έμμεσα «ε, φυσιολογικό είναι πια και το να θέλεις να βλάπτεις τους άλλους» και κάνοντας σε να θέλεις σχεδόν να φωνάξεις εξοργισμένος όχι, δεν είναι φυσιολογικό! Οτιδήποτε αποκλίνει από την συμπεριφορά της συντριπτικής πλειοψηφίας ενός συνόλου (εκτός και αν άπτεται καθαρά προσωπικών επιλογών που αφορούν αποκλειστικά στην ζωή του υποκειμένου δίχως να επηρεάζουν με οποιονδήποτε τρόπο, πόσο μάλλον αρνητικά, εκείνη οποιουδήποτε άλλου οπότε ουδείς έχει δικαίωμα ούτε καν να ασκήσει κριτική) είναι παραβατική συμπεριφορά, διαταραχή ακόμα και διαστροφή που σε σύγκριση μαζί της ακόμα και οι πιο ακραίες σεξουαλικές – κάποιες εκ των οποίων πολύ συχνά συνοδεύουν ανάλογες αποκλίσεις συμπεριφοράς – είναι…πταίσματα από ηθικής και φιλοσοφικής πλευράς αλλά πάντως όχι «φυσιολογικό».
Δεν προξενεί βέβαια έκπληξη το ότι εκείνοι που ενδιαφέρονται περισσότερο, επιδιώκουν ή και προσπαθούν ακόμα να επιβάλλουν ως φυσιολογικές ανάλογες συμπεριφορές είναι οι ίδιοι οι δράστες τους. Ομως δεν θα κάνουμε σε κανέναν τη χάρη να ισοπεδώσουμε τις διαφορές πράξεων και καταστάσεων και οι λέξεις διατηρούν το νόημα τους που δεν μπορεί να εξισωθεί διά της βίας, η ιδιοτροπία ή ακόμα και η ιδιορρυθμία δεν είναι διαστροφές και φυσικά δεν ισχύει και το αντίστροφο. Για να χρησιμοποιήσω ένα χονδροειδές ίσως παράδειγμα το να σπρώξω αυτόν που βρίσκεται πριν από εμένα στην στάση του λεωφορείου για να μπω πρώτος σε αυτό σαφώς μεν με καθιστά αγενέστατο, ακόμα και ανάγωγο αλλά τίποτα περισσότερο από αυτό. Το να σπρώξω όμως τον υπερήλικα που περιμένει πριν από εμένα, αυτός να πέσει κάτω και όχι απλά να μην αποπειραθώ καν να τον βοηθήσω να σηκωθεί αλλά σχεδόν να πατήσω επάνω του για να μπω στο λεωφορείο (αληθινό περιστατικό σημειωτέον του οποίου υπήρξα αυτόπτης μάρτυς κάποτε) με κάνει ανάξιο ακόμα και του τίτλου του ανθρώπου.
Το πλέον εξωφρενικό όμως είναι ότι ορισμένοι και ορισμένες προχωρούν ακόμα πιο πέρα και από το να δικαιολογούν τέτοιες συμπεριφορές – αλλά και τα κίνητρα τους, ας μην λησμονούμε και αυτά καθώς πιθανότατα έχουν ακόμα μεγαλύτερη σημασία από τις ίδιες – βαφτίζοντας τες φυσιολογικές. Σε μιαν ακατανόητη δηλαδή προσπάθεια «αποενοχοποίησης» των δραστών τους επιχειρούν να τις αναλύσουν (!) για να βρουν τις αιτίες τους και, όσο απίστευτο και αν φαίνεται, να ενοχοποιήσουν άλλους, το οικογενειακό περιβάλλον των τελευταίων, τον περίγυρο τους, την κοινωνία, τελικά άπαντες τους υπόλοιπους, συμπεριλαμβανομένων, αν όχι πρώτων από όλους, των ίδιων των εαυτών τους! Σε αυτό το σημείο πίλεον το θέμα αρχίζει να εμπίπτει στην αρμοδιότητα της ψυχιατρικής καθώς η προαναφερθείσα αυταπάτη φτάνει στο απόγειο της και μετατρέπεται σε μιαν απόλυτη ψευδαίσθηση, σε μιαν εικόνα της πραγματικότητας η οποία δεν έχει καμία σχέση ούτε καν με το σχήμα αυτής. Έχουμε να κάνουμε πια με ένα εφ’ όλης της ύλης σύνδρομο της Στοκχόλμης που έχει πλήρως επικαλύψει και αδρανοποιήσει την λογική με αποτέλεσμα το θύμα όχι μόνο να ταυτίζεται απόλυτα με τον θύτη αλλά και να προσφέρεται οικειοθελώς να αντάλλαξε θέσεις και ρόλους μαζί του έτσι ώστε αυτός, «καθαρός» πλέον, να μπορέσει να συνεχίσει ανενόχλητος και με ακόμα περισσότερο ζήλο να είναι ο θύτης!
Θεωρώ ότι το μοναδικό που μπορεί να αντιτάξει κανείς σε ανθρώπους οι οποίοι έχουν δυστυχώς φτάσει σε αυτό το σημείο είναι η πλέον ψυχρή και αδέκαστη λογική, όσες φορές χρειαστεί και όσο πιο απλά γίνεται. Αυτό που λέει η λογική σε αυτή την περίσταση είναι ότι – εκτός από τις περιπτώσεις πολύ βαριάς ψυχικής ασθένειας η οποία οδηγεί σε μη καταλογισμό και των οποίων η θέση είναι βέβαια σε ειδικά ιδρύματα και όχι να ζουν και να κυκλοφορούν ανάμεσα στα υγιή από αυτή την πλευρά μέλη της κοινωνίας – όλοι και όλες, δίχως καμία εξαίρεση, διαθέτουμε ελεύθερη βούληση και για αυτό έχουμε επίσης και την απόλυτη ευθύνη των επιλογών και των πράξεων μας. Οπως κάποιος που επιλέγει να αφιερώσει την ζωή του στο να βοηθά και να ωφελεί μια ομάδα άλλων ανθρώπων φέρει ο ίδιος και μόνον ακέραια την ευθύνη για αυτό άλλο τόσο την φέρει, επίσης ο ίδιος και μόνον, ένας άλλος ο οποίος κάνει με οποιονδήποτε τρόπο κακό σε μιαν ομάδα ή και έναν μόνο άνθρωπο, πρόκειται για θεμελιώδη συνθήκη των ανθρωπίνων κοινωνιών από την στιγμή ήδη που σχηματίστηκαν οι πρώτες και ως τέτοια δεν υπάρχει καν λόγος να συζητάμε για αυτήν.
Θα θυμηθώ εδώ μια φράση της αείμνηστης Μαλβίνας Κάραλη και θα κάνω μιαν αντιστοιχία του προαναφερθέντος αξιώματος με αυτήν για να γίνει στο έπακρο κατανοητό. Η Μ. Κάραλη είχε ευφυέστατα γράψει κάποτε «οι άνθρωποι χωρίζονται σε δύο κατηγορίες, αυτούς που έχουν πρόβλημα και αυτούς που είναι πρόβλημα». Η συντριπτική πλειοψηφία της ανθρωπότητας υπάγεται στην πρώτη κατηγορία, σε αυτούς που έχουν ένα και συνήθως περισσότερα προβλήματα. Την δεύτερη αποτελούν όσοι ζηλεύουν και μισούν την στοιχειώδη έστω ευζωία των άλλων τόσο ώστε να την επιβουλεύονται, αρκετές φορές να είναι ακόμα και εχθροί της ίδιας της ζωής τους. Με την επιλογή τους αυτή καθιστούν τους εαυτούς πρόβλημα, ένα από τα μεγαλύτερα, πιο σοβαρά και εντέλει χειρότερα που μπορεί να έχουν όλοι οι υπόλοιποι.
Είναι αυτά τα «προβλήματα», αυτοί οι εντός ή εκτός εισαγωγικών δαίμονες που, είτε το θέλουμε είτε όχι, υπάρχουν, ζουν και κινούνται γύρω μας άρα είναι αναπόφευκτο αργά ή γρήγορα καθένας και καθεμία μας να συναντήσει στον δρόμο του/της τουλάχιστον έναν από αυτούς, εκείνοι που υφαρπάζουν την άνοιξη, μας στερούν την έσωθεν αναγέννηση, ματαιώνουν διαρκώς και όχι μόνο την περίοδο του Πάσχα την Ανάσταση του πνεύματος μας, κλέβουν την ζωή καθενός και καθεμία μας χωριστά και όλων μαζί και δεν μας αφήνουν να την πάρουμε πίσω για να την επανεκκινήσουμε, να κάνουμε μία νέα αρχή. Το πιο βδελυρό όμως που κάνουν σε όσους για οποιονδήποτε λόγο παύουν πλέον να τους αντιστέκονται είναι ότι τους στερούν και το τελευταίο μα και ισχυρότερο έναυσμα το οποίο μπορεί να κινητοποιήσει την ήδη πολύ αποδυναμωμένη θέληση τους για ζωή, την ελπίδα.. Προσωπικά αυτό είναι εκείνο που πάνω από όλα δεν μπορώ ποτέ να τους συγχωρήσω, το να αφαιρείς από οποιονδήποτε την ελπίδα το θεωρώ έγκλημα καθοσιώσεως εναντίον ολόκληρης της ανθρωπότητας, όσο υπερβολικό και αν φαίνεται σε κάποιους.
Ομως οι λεγεώνες της νύχτας απαριθμούν ήδη πάρα πολλούς και πολλές και, ακόμα και αν είναι αδύνατο να μην προστεθούν ποτέ πια άλλοι και άλλες, μπορούμε τουλάχιστον να κάνουμε τον αριθμό τους να βαίνει μειούμενος ή έστω σταθερός και όχι αυξανόμενος. Καθώς λοιπόν στην εποχή μας παρατηρείται και αύξηση των υπανθρώπων που στέλνουν τους ανθρώπους σε αυτές είναι επιτακτικό, περισσότερο από ποτέ, να αντισταθούμε σε όσους μας μοιάζουν μεν εξωτερικά αλλά ελάχιστα ή και καθόλου εσωτερικά. Ας σηκώσουμε επιτέλους το κεφάλι, καθένας και καθεμία και όλοι μαζί και ας πούμε σε αυτά τα ανθρωπόμορφα τέρατα «φτάνει πια»! Δεν θα ανεχθούμε άλλο να μας εμποδίζουν να στεκόμαστε όρθιοι, όλοι και όλες έχουμε δικαίωμα τόσο στην ανάταση όσο και στην ανάσταση και αυτό πολύ απλά σημαίνει ότι είναι όχι μόνον επίσης δικαίωμα αλλά και χρέος μας η επ-ανάσταση εναντίον τους.
Αν επιχειρήσουν να πνίξουν την επανάσταση μας, να μας κάνουν να εξακολουθούμε να κοιτάζουμε προς τα κάτω και να μην μας αφήνουν να σταθούμε και πάλι στα πόδια μας, η μοναδική μας επιλογή πλέον θα είναι να τους…πατήσουμε κάτω. Μεταφορικά αλλά, αν χρειαστεί, ακόμα και κυριολεκτικά και το λέω αυτό αδίστακτα και παρά την ακλόνητη πεποίθηση που ανέκαθεν είχα και δεν πρόκειται να αλλάξει ποτέ, ότι η κάθε είδους βία και περισσότερο από όλες βέβαια η σωματική, αυτή που στρέφεται εναντίον μιας άλλη ζωής και μπορεί να φτάσει ως την αφαίρεση της, είναι το χειρότερο πράγμα που έχει συμβεί και μπορεί να συμβεί στην ανθρωπότητα. Για την ακρίβεια αυτή ακριβώς η πεποίθηση μου είναι που με κάνει να το λέω απολύτως ψύχραιμα, δίχως την παραμικρή φόρτιση μίσους, εκδικητικής διάθεσης ή οποιουδήποτε άλλου συναισθήματος και ούτε καν υποψία θυμού, η έλλογη οργή είναι κάτι ολότελα διαφορετικό. Το λέω γιατί γνωρίζω πολύ καλά πως όταν το πλέον πρωταρχικό ανθρώπινο ένστικτο, εκείνο τις αυτοσυντήρησης, προειδοποιήσει την λογική ότι υπάρχει πολύ σοβαρός κίνδυνος μία και μοναδική εντολή έχει και μπορεί να δώσει αυτή στο υπόλοιπο του είναι μας: Κάνε το τους πρώτος για να μην στο κάνουν! Οχι μόνο για τον εαυτό σου αλλά και στο όνομα ολόκληρης της ανθρωπότητας, υπερασπίζοντας όχι απλά την συνέχιση της ύπαρξης της αλλά και τις προαιώνιες αξίες της…
* Ο Θάνος Μαντζάνας γεννήθηκε στην Αθήνα όπου σπούδασε πολιτικές επιστήμες και κοινωνιολογία, ζει και εργάζεται. Κριτικός μουσικής σε πάρα πολλές έντυπες και ηλεκτρονικές, εξειδικευμένες και μη, εκδόσεις. Από το 1999 είναι ο κριτικός και αρθρογράφος περί μουσικών θεμάτων της εφημερίδας Αυγή ενώ γράφει επίσης στο musicpaper.gr, HuffingtonPost.gr και στο περιοδικό Ήχος. Από το 2011 ασχολείται και με την πεζογραφία, κυρίως με μεσαίας και μεγάλης έκτασης διηγήματα και ενίοτε δοκίμια.
** Ο υπότιτλος αποτελεί προφανώς αναφορά στο θεμελιώδες για την σύγχρονη φιλοσοφία σύγγραμμα του Ιμάνιουελ Καντ «Κριτική του Καθαρού Λόγου» (1781)