Γράφει ο Αγησίλαος Κ. Αλιγιζάκης //
Νάσος Βαγενάς «Ο Ποιητής και ο Χορευτής. Μια εξέταση της ποιητικής και της ποίησης του Σεφέρη», εκδόσεις Κέδρος, 101979.
Αν και έχουν περάσει σχεδόν 40 χρόνια από την πρώτη έκδοση το πόνημα του Νάσου Βαγενά, στη δεκάτη πλέον επανέκδοσή του, διατηρεί την πρωταρχική του αξία και φρεσκάδα αποτελώντας ένα κλασικό βοήθημα στη μελέτη, ερμηνεία και κατανόηση της Ποιητικής του Σεφέρη. Η προσέγγιση γίνεται με τέσσερα μεγάλα κεφάλαια, στα οποία παρουσιάζεται η Ποιητική του θεωρία μέσα από το συγγραφικό και ποιητικό του έργο.
Ο συγγραφέας στο πρώτο κεφάλαιο οριοθετεί την νεοελληνική ποιητική θεωρία με την Ποιητική του Κωστή Παλαμά, η οποία αφορά τον 19ο αιώνα και τις αρχές του 20ου και φτάνει μέχρι την πρωτότυπη και ρηξικέλευθη Ποιητική του Σεφέρη που πρωτοεμφανίζεται στα μέσα της δεκαετίας του 1930. Η Ποιητική του Παλαμά εκκινεί με την ποίηση του Διονύσιου Σολωμού «Πρέπει πρώτα με δύναμιν να συλλάβει ο νους κι έπειτα η καρδιά θερμά να αισθανθεί ότι ο νους εσυνέλαβεν» και καταλήγει στον Βάρναλη. Σύμφωνα με αυτή, στην ποιητική δημιουργία ο λόγος υπερισχύει των αισθήσεων και είναι προφανές ότι επηρεάζεται από τους Γερμανούς Ιδεαλιστές και την θεωρία περί αισθητικής του Καντ, η οποία υποστηρίζει την αυτονομία της Τέχνης και την αυθυπαρξία του αισθητικού φαινομένου με δική του νομοτέλεια.
Ο Σεφέρης είναι ο πρώτος Έλληνας ποιητής που διαφοροποιείται από αυτή τη θεωρία μετά το 1932, καθώς θεωρεί ότι η λογική έχει υποδεέστερο ρόλο, ενώ πρωτεύοντα έχει η ευαισθησία (η σύζευξη συναισθηματικών και διανοητικών στοιχείων). Η δική του Ποιητική δανείζεται από τον Πωλ Βαλερύ τις παρομοιώσεις της πρόζας με τη βάδιση και της ποίησης με το χορό και υποστηρίζει ότι «στην πρόζα κάθε βήμα καταναλίσκεται μόλις τελειώσει» και έχει συγκεκριμένο σκοπό, όπως η βάδιση. «Στην ποίηση το προηγούμενο βήμα δε χάνεται ποτέ μέσα στο επόμενο, απεναντίας μένει καρφωμένο στη μνήμη ως το τέλος και ακέραιο μέσα στο σύνολο του ποιήματος». Η ποίηση είναι «ένας δραστικότερος τρόπος για τη μετάδοση του συναισθήματος». Επίσης, μια άλλη σημαντική διαφορά είναι ότι «η μονάδα στην ποίηση είναι η λέξη, ενώ στην πρόζα είναι η φράση».
Χαρακτηριστικό παράδειγμα το ποίημα Νιζίνσκι, στο οποίο ο Σεφέρης χρησιμοποιεί την πρωτοποριακή χορογραφία του διάσημου Ρώσου χορευτή μπαλέτου των αρχών του 20ου αιώνα Νιζίνσκι πάνω στην καινούργια ασύμμετρη αρμονία της μουσικής η Ιεροτελεστία της Άνοιξης του Στραβίνσκι. Όπως είναι γνωστό, ο Νιζίνσκι ξανάδωσε στην χορευτική κίνηση την απλή χειρονομία χρησιμοποιώντας δυο παραμέτρους, την λιτότητα και την ακρίβεια, τις ίδιες ακριβώς αρετές που προτιμά ο νομπελίστας ποιητής για να εκφραστεί. Επίσης, αντικαθιστά την κίνηση με την διάνοια και τη χειρονομία με το συναίσθημα.
Εδώ ο Βαγενάς θέτει το μείζων ερώτημα, τι είναι ποίηση; Ο ορισμός της ποίησης για τον Σεφέρη είναι η φράση του Richards «η ποίηση είναι η υπέρτατη μορφή της συγκινησιακής χρήσης της γλώσσας». Η ποιητική δημιουργία είναι η έκφραση της ευαισθησίας του ποιητή με τη χρήση της γλώσσας και του στίχου («ποιητικό ρήμα» κατά τον Σεφέρη). Η αρμονική ισορροπία αυτών των δυο στοιχείων φαίνεται στην ποίηση του Κορνάρου και του Μπωντλέρ.
Σημαντική για την ποιητική δημιουργία είναι και η σεφέρια ανθρώπινη ψυχολογική συγκρότηση του ανθρώπου, η οποία «ανακαλύπτει» την παρουσία μιας επιφανειακής προσωπικότητας και μια εν τω βάθει, καθώς και τον δυισμό της ανθρώπινης ψυχής που έχει ένα ατομικό και ένα συλλογικό υποσυνείδητο. Η Τέχνη πηγάζει από την εν τω βάθει προσωπικότητα, ενώ η γλώσσα της ποίησης επιτρέπει την «συνάντηση» της ατομικής με τη συλλογική ψυχή. Αυτό εξηγεί και την αγάπη του Σεφέρη για τη δημοτική ποίηση, τον Μακρυγιάννη, δηλαδή τους τρόπους και τους ανθρώπους που εκφράζουν το συλλογικό υποσυνείδητο.

Νάσος Βαγενάς
Αξιοσημείωτη είναι και η ερμηνεία της ποιητικής εμπειρίας με βάση τον αριστοτέλειο ορισμό της τραγωδίας: «Μίμησις πράξεως[…]δι’ ελέου και φόβου περαίνουσα την των τοιούτων παθημάτων κάθαρσιν», ο οποίος σύμφωνα με τον Σεφέρη περιλαμβάνει ολόκληρη την ποίηση. Το «έλεος» είναι η προσκόλληση στην προηγούμενη της ποιητικής μας εμπειρίας ψυχικής κατάστασης και ο «φόβος» η έλξη που μας τραβά έξω από αυτήν, «ο σκοτεινός δρόμος». Η «κάθαρση» είναι η ισορροπία αυτών των δυνάμεων, η οποία οδηγεί στην κορύφωση της ποιητικής εμπειρίας.
Προχωρώντας την Ποιητική του ο Σεφέρης -με βάση την θεωρία της τέχνης του Βαλερύ- πιστεύει ότι όταν ολοκληρωθεί ένα έργο τέχνης αποκτά τη δική του οντότητα και ανεξαρτησία σε σχέση με τον δημιουργό του, ενώ ταυτόχρονα αναπτύσσει μια αμοιβαία σχέση με τον δέκτη (αναγνώστη). Επίσης, ο χρόνος ανάγνωσης του ποιήματος σε σχέση με τον χρόνο διατήρησης και αναπαραγωγής στη μνήμη του αναγνώστη δεν είναι ταυτόχρονος, καθώς ο δεύτερος είναι απεριόριστος.
Στα επόμενα δυο κεφάλαια του βιβλίου ο Βαγενάς εξετάζει τις επιρροές των Βαλερύ, Έλιοτ, Σικελιανού και Καβάφη στην ποίηση του Σεφέρη. Με τρόπο μεθοδικό παρουσιάζει την αρχική προσκόλληση και στη συνέχεια απομάκρυνση από τον γαλλικό συμβολισμό του Βαλερύ, καθώς και την αφομοίωση και πλήρη γονιμοποίηση του αγγλοσαξωνικού μοντερνισμού του Έλιοτ. Με τον τρόπο αυτό, ο Έλληνας ποιητής περνά από τη μουσικότητα, την αφαιρετικότητα και τον ιμπρεσιονισμό του συμβολισμού του 19ου αιώνα στην «μυθική μέθοδο» και τη διακειμενικότητα του μοντερνισμού, ο οποίος εκφράζει την καθημερινή αγχωτική ζωή της μεγαλούπολης του 20ου αιώνα.
Εδώ ο συγγραφέας τονίζει και την ενασχόληση του Σεφέρη με την ελληνική γλώσσα, η οποία φαίνεται στην ανθολογία δοκιμίων «Δοκιμές» και ειδικότερα στον αγώνα του για την κατάκτηση της γλώσσας, όπως έκαναν και οι τρείς κορυφαίοι Έλληνες ποιητές που δεν ήξεραν καλά ελληνικά, δηλαδή ο Σολωμός, ο Κάλβος και ο Καβάφης.
Ο Βαγενάς εμβαθύνει και στο θέμα της ελληνικότητας του Σεφέρη, ο οποίος υποστηρίζει ότι η λογοτεχνική κληρονομιά του Έλληνα ποιητή είναι τρισδιάστατη με στοιχεία από την ευρωπαϊκή, την αρχαιοελληνική και την ελληνική δημοτική (αυτή ξεκινά από τα ευαγγέλια) παράδοση. Την έννοια της ελληνικότητας συνδέει και με τον Σικελιανό, ο οποίος με την ποίησή του αναγεννά την ελληνική παράδοση. Όσον αφορά τον Καβάφη ο Σεφέρης εντοπίζει ομοιότητες με τον ‘Έλιοτ, ενώ ο Βαγενάς βρίσκει κοινά σημεία στην ποίηση του Σεφέρη και του Καβάφη («Βασιλιάς Της Ασίνης» και το «Ωραίο φθινοπωρινό πρωί»).
Στο τέταρτο και τελευταίο κεφάλαιο εξετάζεται η σχέση του ποιήματος «Κίχλη» με την ελληνική και την ευρωπαϊκή λογοτεχνική παράδοση, καθώς εδώ συνυπάρχουν ο Όμηρος, ο Ησίοδος, ο Αισχύλος, ο Σοφοκλής, ο Πλάτων, ο Δάντης, ο Μπωντλέρ, ο Λαφόργκ, ο Έλιοτ, ο Πάουντ, ο Κορνάρος, ο Κάλβος, ο Σικελιανός και ο Καβάφης,
Συνοψίζοντας θα λέγαμε ότι η Ποιητική του Σεφέρη είναι ακόμα μια κορυφαία συνεισφορά του νομπελίστα ποιητή στην νεοελληνική λογοτεχνία, η οποία σε συνάρτηση με τη συμβολή του στην διαμόρφωση της σύγχρονης ελληνικής γλώσσας σφραγίζουν ανεξίτηλα την μελλοντική ελληνική λογοτεχνική δημιουργία.