Επιμέλεια: Κωνσταντίνος Μούσσας //
[Από ομιλία του στην Πανελλήνια Ένωση Λογοτεχνών στο πλαίσιο εκδήλωσης για τον Νίκο Καζαντζάκη (2017 έτος Καζαντζάκη)]
Προλογικό σημείωμα.
Σε ομιλία* για τον μεγάλο Κρητικό συγγραφέα, στην εκδήλωση της Πανελλήνιας Ένωσης Λογοτεχνών στις 10/10/2017 με αφορμή την ανακήρυξη του 2017 σε έτος Νίκου Καζαντζάκη ο Σαράντος Καργάκος περιγράφει με τρόπο χαρακτηριστικά γλαφυρό και πηγαίο πρόσωπα και γεγονότα της εποχής και μας μεταφέρει μέσα από δύσβατα και απόκρημνα μονοπάτια στον συναρπαστικό λογοτεχνικό κόσμο του Νίκου Καζαντζάκη. Με την κοφτερή ματιά του ιστορικού μελετητή και τον φλογερό ως και ανατρεπτικό λόγο του πολύπειρου διδασκάλου, μας βοηθά να κατανοήσουμε τη στάση ζωής του συγγραφέα της «Οδύσσειας» και την ταύτησή του με τους διαχρονικούς ήρωες των βιβλίων του.
Από την Γαλάτεια-πρώτη σύζυγο του Καζαντζάκη, τον Μάρκο Αυγέρη, την Έλλη Αλεξίου, τον Σικελιανό και τον Σπύρο Μελά, παρακολουθούμε μια ολόκληρη εποχή, τους πρωταγωνιστές, τα πάθη, τις συγκρούσεις, τα πολιτικά και κοινωνικά δεδομένα ου έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στις επιλογές, τις προτεραιότητες και τελικά τις θέσεις του οικουμενικού κρητικού. Νίτσε, Μπερξόν, Βούδας κι από την άλλη ο γαιώδης Ζορμπάς. Η συνεχής αναζήτηση κι η δίψα για την αλήθεια, είναι χαρακτηριστικά πασίγνωστα του Καζαντζάκη, που όμως φωτίζονται με ένα πιο διαπεραστικό φως από τον Καργάκο, που επιδέξια ιχνηλατεί χρόνο με τον χρόνο, και βιβλίο με το βιβλίο τον σπουδαίο δημιουργό, χωρίς να τον αποθεώνει ή να τον συκοφαντεί.
Σε αυτήν την τόσο ζωντανή ομιλία-όπως άλλωστε σχεδόν όλες του Καργάκου- ακούσαμε άγνωστα ή έστω λιγότερο γνωστά γεγονότα και ιστορικές μαρτυρίες για τον Καζαντζάκη, με τρόπο ισορροπημένο κι όχι ετεροβαρή. Ο Καργάκος δεν δηλώνει θαυμαστής του, αλλά αναγνωρίζει και εξάρει την μοναδική εργατικότητα και αφοσίωσή του στη μελέτη και συγγραφή. Δέχεται ο Σπαρτιάτης δάσκαλος και ιστορικός αυτό το ασύγκριτο προτέρημα του Καζαντζάκη το οποίο κατάφερε να εξυψώσει στο έπακρο.
Ομιλία Καργάκου
Ίσως σας προκαλέσω εντύπωση-για να μην πως έκπληξη- αν σας πω ότι πριν γνωρίσω το έργο του Νίκου Καζαντζάκη είχα γνωρίσει την σύζυγό του και τον δεύτερο άντρα της Γαλάτειας, τον γιατρό, ποιητή και επιφανή κριτικό Μάρκο Αυγέρη. Είχα την τύχη από μικρός χάρη στα πρώιμα πνευματικά μου ενδιαφέροντα, κυρίως όμως χάρη στην οικογενειακή γνωριμία με τον Γιάννη Ρίτσο( η μητέρα του ήταν από το Γύθειο) να κινούμαι πολύ ενωρίς στους κοινωνικούς κύκλους της τότε ακμάζουσας πνευματικής Αριστεράς. Όπως καταλαβαίνετε, όσα άκουσα από το ζεύγος Γαλάτειας και Μάρκου Αυγέρη, κυρίως όμως όσα διάβασα στο βιβλίο της Γαλάτειας για τον συγγραφέα του “Καπετάν Μιχάλη” και του “Αλέξη Ζορμπά” δεν ήταν θετικά. Θα έλεγα πως ήταν απογυμνωτικά για τον άνθρωπο και τον συγγραφέα. Ο Μάρκος Αυγέρης, που λόγω της αυστηρότητας του και της προσηλώσεως στον σοσιαλιστικό ρεαλισμό, είχε ονομασθεί “Ζντάνωφ της Αριστεράς”, σ’ ένα άρθρο του νομίζω το 1954 στην εφημερίδα Αυγή έκανε μνεία του διάσημου συγγραφέα Σώμερσετ που σε ένα ταξίδι του στη μεγαλόνησο είχε ερωτήσει κάποιους Κρητικούς αν τους ικανοποιεί η εικόνα που δίνει γι’ αυτούς στα βιβλία του ο Ν.Καζαντζάκης. Και αφού το συμπέρασμα ήταν μισοαρνητικό, ο Αυγέρης έβγαλε ένα μισοαρνητικό συμπέρασμα για τον μεγάλο Κρητικό συγγραφέα.
Ευτυχώς που λόγω των σκληρών τότε συνθηκών είχα μάθει από μικρός να σκέφτομαι με το δικό μου μυαλό. Δεν επηρεάσθηκα από τις επικρίσεις ούτε από την παγκόσμια δόξα που στεφάνωνε τον Ν.Κ
Παρότι στο σχολείο μας απαγορεύονταν κάθε νύξη γι’ αυτόν, στρώθηκα στη μελέτη των έργων του και μέχρι να τελειώσω το εξατάξιο τότε γυμνάσιο είχα μελετήσει όλα τα έργα του-πλην των θεατρικών-μη εξαιρουμένης και της πολύστιχης Οδύσσειας (33.333 δεκαπεντασύλλαβοι στίχοι).Θυμάμαι τους έντονους καβγάδες με δυο συμμαθητές μου όταν διάβαζαν λιβελλικά άρθρα του Σπ.Μελά κατά του συγγραφέα της ασκητικής. Όταν πέθανε ο Καζαντζάκης είχα μόλις δυο μήνες πριν εισαχθεί στη φιλοσοφική σχολή. Βρισκόμαστε στο μικρό αύλιο χώρο του Καποδιστριακού ανάκατα πρωτοετής της φιλοσοφικής και θεολογικής σχολής. Τότε έπεσε σαν βόμβα η είδηση ότι πέθανε ο Καζαντζάκης. Στην αρχή επικράτησε βουβαμάρα, μετά ένα μουρμουρητό και ακολούθως αναταραχή. Ακούστηκε η λέξη Ιούδας. Μετά ήλθαν οι αντεγκλήσεις. Τότε πήρα για πρώτη φορά σε δημόσιο χώρο τον λόγο και απευθυνόμενος στους συσπουδαστές μου ξεκίνησα την ομιλία μου με τα ακόλουθα λόγια:
«Συνάδελφοι, βρισκόμαστε στον Ναό του πνεύματος και στο Ναό αυτό χωράνε όλοι οι λειτουργοί του πνεύματος. Χωράει και ο Νίκος Καζαντζάκης. Δικαίωμα του καθενός να διαφωνεί ή να συμφωνεί με τον συγγραφέα του Καπετάν Μιχάλη, να του αρέσει ή να μην του αρέσει ο τρόπος γραφής του. Είναι όμως βλασφημία κατά της πνευματικής λειτουργίας κάθε μορφή αναθέματος. Η Ελλάς είναι χώρα μικρή και δεν την συμφέρει να κατεδαφίζει αναστήματα που τη λαμπρύνουν σε όλη τη γη».
Περιττό να σας πω ότι η ομιλία μου αυτή μπήκε στον διογκωμένο ήδη φάκελό μου και την βρήκα εκεί γι’ αυτό τη θυμάμαι-όταν μετά την πτώση της δικτατορίας φρόντισα αμέσως να τον αγοράσω πριν καεί μαζί με χιλιάδες για να μην αποκαλυφθεί ποτέ το χαφιεδολόι που μάστιζε τη ζωή μας.
Και φοβάμαι ότι μαζί με τους λοιπούς φακέλους ίσως κάηκε και ο φάκελος του Νίκου Καζαντζάκη, που αν κάποτε ανοιγόταν θα βρώμαγε η χώρα από την μπόχα της ρουφιανιάς. Κρατώ ακόμη στη μνήμη μου το ιχνογράφημα ενός θρησκευτικού περιοδικού που έδειχνε την κηδεία του Καζαντζάκη:
Μπροστά πήγαινε ο Σατανάς με μακριά ουρά και πίσω του αρχιερείς και ιερείς, πολιτικοί παράγοντες της Κρήτης που όλοι κρατούσαν στα χέρια του ένα αμαρτωλό βιβλίο του Καζαντζάκη, ήταν αυτοί που συμμετείχαν στην κηδεία.
Και για να κλείσω τις προσωπικές μου αναμνήσεις σε σχέση με τον Καζαντζάκη θα σας διηγηθώ και το ακόλουθο περιστατικό: βρισκόμουν στο τέλος των σπουδών μου. Λίγα μαθήματα μου έμεναν για να πάρω πτυχίο. Ανάμεσα τους και το μάθημα της Νεοελληνικής φιλολογίας.. Καθηγητής ο Γιώργος Ζώρας που έδειχνε εμμονή στη διδασκαλία της πρώτης Αθηναϊκής Σχολής (Σούτσος, Ραγκαβής, Παράσχος και λοιποί) και στα πρώτα μορφώματα της Επτανησιακής Σχολής.
Είχα δυσφορία γιατί από τις παραδόσεις του έλειπε παντελώς τόσο η νεότερη όσο και η νεωτερική λογοτεχνία μας. Και τη δυσφορία αυτή εξέφρασα και κατά την εξέταση, οπότε ο κος καθηγητής κάπως εκνευρισμένος με ερώτησε: «Και τι θα θέλατε να σας εξετάσω; Μήπως Καζαντζάκη;» Δεν έχω αντίρρηση του αποκρίθηκα. «Τότε πείτε μου πόσους στίχους έχει η Οδύσσεια και ποιο το περιεχόμενό τους.
Αφού έδωσα τον ακριβή αριθμό των στίχων προχώρησα στην ανάλυση του περιεχομένου ότι ο Οδυσσέας αντίγραφο του Καζαντζάκη ήταν μια αχόρταγη. Παρόλο που έφθασε στην Ιθάκη η ψυχή του δεν είχε χορτάσει. Γι’ αυτό αφού συγκέντρωσε ένα τσούρμο από αχόρταγες ψυχές, ρίχτηκε σε μια νέα θαλασσινή περιπέτεια που θα τον έφερνε στο χάος. Μέσα στις αχόρταγες αυτές ψυχές είναι και κάποιος Πέτρακας. Δεν είναι πλάσμα της δικής του ποιητικής φαντασίας. Είναι πεζοποιητική δημιουργία ενός αδικοχαμένου στο άνθος της ζωής του Μανιάτη ποιητή του Σπήλιου Πασσαγιάννη. Με το έργο αυτό -πάλη του ήρωα με τον ταύρο- ο Πασσαγιάννης προηγήθηκε του Λόρκα κατά τρεις δεκαετίες. Ο Ζώρας -κι αυτό προς τιμήν του- όχι μόνο δεν με διέκοψε -αλλά με άφησε να κάνω μια μικρή πεντάλεπτη διάλεξη. Θυμάμαι -και το θυμάμαι καλά διότι αργότερα ως καθηγητής το επανέλαβα συχνά-ότι έκλεισα την εξέταση μου λέγοντας ότι στη λογοτεχνία μας υπάρχουν τρεις Ιθάκες σύμβολα: αυτή του Ομήρου όπου η Ιθάκη είναι αφετηρία και τέρμα, αυτή του Καβάφη όπου η Ιθάκη είναι μόνο προσδοκώμενο τέρμα, ή αφετηρία απροσδιόριστη κα αυτή του Καζαντζάκη, όπου η Ιθάκη είναι μόνο αφετηρία, το τέρμα άγνωστο μάλλον το χάος προς το οποίο πορεύεται η αχόρταγη οικουμένη. Ο Ζώρας- και αυτό πάλι προς τιμή του- με ετίμησε με τον βαθμό 9, λέγοντάς μου ότι θα μου έβαζε 10, αν ήμουν ολιγότερο οξύς. Του αποκ΄ριθηκα ότι αδυνατώ γιατί σαν τον Πέτρακα, είμαι παιδί του Ταϋγέτου.
Με τον Ταΰγετο είχε δεθεί στενά και ο Καζαντζάκης. Εκεί στην πίσω Μάνη, στην Στούπα του τέως Δήμου Καρδαμύλης και στη θέση Πραστοβά, θέλησε μεταξύ Αυγούστου του 1916 και Σεπτεμβρίου 1917 να γίνει ένας δεύτερος Σερπιέρης που ανέστησε το Λαύριο.

Νίκος Καζαντζάκης
Εκεί στην Πραστοβά ανέλαβε την εκμετάλλευση ενός παλιού μεταλλίου λιγνίτη. Πρωτομάστορα έβαλε έναν οδυσσειακό τύπο τον Γιώργη Ζορμπά που τον είχε γνωρίσει την προηγούμενη χρονιά στα μεταλλεία του Μαντέμ -Λάκου πάνω στο Στρατώνι της Χαλκιδικής τότε που επί 40 ημέρες μαζί με τον Σικελιανό είχαν διαμείνει στο Άγιο Όρος. Ο Γιώργος Ζορμπάς έγινε ο διάσημος ήρωας του καζαντζακικού μυθιστορήματος «Βίος και πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά». Το όνομα του Ζορμπά, λοιπόν δεν πάτησε ποτέ στην Κρήτη. Δεν έχει αξία το να πω εγώ το τι ήταν ο εν λόγω Ζορμπάς, σημασία έχει το να πω εγώ το τι ήταν λόγω Ζορμπάς, σημασία έχει το να πω το τι πίστευε γι’ αυτόν ο Καζαντζάκης. Στον πρόλογο του Βίου γράφει :
«Στη ζωή μου οι πιο μεγάλοι μου ευεργέτες στάθηκαν τα ταξίδια και τα ονείρατα. Από τους ανθρώπους, ζωντανούς και πεθαμένους πολύ λίγοι βοήθησαν τον αγώνα μου. Όμως αν ήθελα να ξεχωρίσω ποιοι άνθρωποι αφήκαν βαθύτερα τ’ αχνάρια τους στην ψυχή μου, ίσως να ξεχώριζα τρεις τέσσερις. Τον Όμηρο, τον Μπέρξονα, τον Νίτσε και τον Ζορμπά. Ο πρώτος στάθηκε το γαληνό, κατάφωτο μάτι-σαν τον δίσκο του ήλιου ο=που φωτίζει με απολυτρωτικιά λάμψη τα πάντα, ο Μπέρξονας με αλάφρωσε από άλυτες φιλοσοφικές αγωνίες που με τυραννούσαν στα πρώτα νιάτα, ο Νίτσε με πλούτισε με καινούργιες αγωνίες και μ’ έμαθε να μετουσιώνω τη δυστυχία, την πίκρα, την αβεβαιότητα σε περηφάνια κι ο Ζορμπάς μ’ έμαθε ν’ αγαπώ τη ζωή και να μη φοβάμαι το Θάνατο. Αν ήταν στον κόσμο να διαλέξω έναν ψυχικό οδηγό, «γκουρού» όπως λένε οι Ιντοί (Ινδοί), «Γέροντα» όπως λένε οι καλόγεροι στο Άγιονόρος, σίγουρα θα διάλεγα τον Ζορμπά».
Σε άλλα του βιβλία βέβαια ο Καζαντζάκης διαλέγει ή μάλλον κι άλλους γκουρού μη εξαιρουμένου και του Βούδα, του Αγίου Φραγκίσκου κ.α Όπως είχα γάψει παλαιότερα στο περιοδικό «Ευθύνη», ο Καζαντζάκης είχε πνευματικού-λογοτεχνική στόφα θηλυκή.
Ήθελε σπέρμα να γονιμοποιηθεί. Γι’ αυτό ταξίδεψε και διάβαζε πολύ. Και ρούφαγε πνευματικά ό,τι διάβαζε το κούρσευε κυριολεκτικά: η πιο διάσημη φράση του Καζαντζάκη είναι αυτή που έχει γραφτεί στον τάφο του: «Δεν ελπίζω τίποτα, δεν φοβάμαι τίποτα. Είμαι ελεύθερος» Η φράση αυτή είναι πνευματικό απόσταγμα του Κύπριου στωικού φιλοσόφου, του Δημώνακτος, που όταν κάποιος τον ρώτησε, ποια είναι η βασική προϋπόθεση της ελευθερίας ο Δημώναξ αποκρίθηκε ότι ως ευδαιμονία θεωρεί τον ελεύθερο. Και όταν ο άλλος παρατήρησε ότι ελεύθεροι είναι πολλοί, τότε ο Δημώναξ συμπλήρωσε: «Αλλ’ εκείνον είναι (ελεύθερον) νομίζω τον μήτε ελπίζοντα τι, μήτε δεδιότα» (Λουκιανός: Βίος Δημώνακτος, 38,26) Δηλαδή εκείνος νομίζω ότι είναι ελεύθερος που δεν ελπίζει σε τίποτα και δεν φοβάται τίποτα».
Κάπως έτσι και ο Καζαντζάκης. Σήκωσε τεράστια βάρη, τόλμησε να πει πράγματα όχι συμπαθή και να ζήσει έναν περιπλανώμενο βίο. Αυτό ήταν άλλωστε που τον συνέδεσε με τον λογοτεχνικό εκφραστή της αλητογραφίας, τον κεφαλονιτο-ρουμάνο συγγραφέα Παναϊτ Ιστράτι. Υπήρξε ευτύχημα για τον Καζαντζάκη που έζησε ένα μεγάλο μέρος της ζωής του εκτός Ελλάδος και ειδικά το τελευταίο, όταν τον στεφάνωσε η παγκόσμια δόξα, ενώ στην Ελλάδα ποικίλοι κύκλοι λογοτεχνικοί, κριτικοί, θρησκευτικοί, δημοσιογραφικοί έκαναν το παν να του μαδήσουν τούτο το στεφάνι.
3
Μπορεί να του στέρησαν το βραβείο Νόμπελ, αλλά όπως έχει ειπωθεί τα βραβεία είναι για αυτούς που τα έχουν ανάγκη. Δεν θα πω ότι υπήρξα θαυμαστής του Καζαντζάκη. Αλλά σεμνύνομαι ότι υπήρξα υπερασπιστής των έργων του σε μια εποχή που τα έργα αυτά βρίσκονταν υπό ένα καθεστώς πνευματικού αναθέματος.
Αυτό που εκτιμώ στην περίπτωση του ανθρώπου Καζαντζάκη-και αυτό προβάλω ως παράδειγμα στους νέους -είναι τούτο: Ύψωσε στη νιοστή τα προσόντα που του χάρισε η φύση χάρη στην πρωτοφανή εργατικότητά του. Άλλοι με πλουσιότερο ταλέντο έμεινα χαμηλά επειδή δεν εργάστηκαν σκληρά, επειδή δεν είχαν στενή επαφή με το βιβλίο και τη γραφή.
Η Έλλη Αλεξίου αδερφή της πρώτης γυναίκας του Νίκου Καζαντζάκη, της Γαλάτειας, στην πλήρη ωριμότητά της έγραψε ένα βιβλίο για τον πρώην γαμπρό της που είχε τίτλο : «Ήθελε να γίνει μεγάλος» Ο Καζαντζάκης ήταν μεγάλος κατά την έννοια που πολλοί είναι μεγάλοι αλλά δεν υποβάλλονται σε μόχθους, στερήσεις, θυσίες για να αναδείξουν αυτό το στοιχείο της μεγαλοσύνης. Ο Καζαντζάκης μόχθησε όσο κανείς άλλος συγγραφέας της εποχής του.
Έγινε ένας κουρσάρος του πνεύματος. Ταξίδεψε σε όλο τον κόσμο, γνώρισε επιφανή πρόσωπα της πολιτικής και του πολιτισμού, έμαθε ξένες γλώσσες, γερά αρχαία ελληνικά, διάβαζε όλη την παλιά και νέα λογοτεχνία, εισχώρησε στα πιο πυκνά δώματα της φιλοσοφίας Δύσης και Ανατολής και έγραψε όσο κανείς άλλος τη δική του εποχή.
Και μόνο οι επιστολές του και οι ανταποκρίσεις του καλύπτουν τα ράφια μια βιβλιοθήκης. Υπηρέτησε την ποίηση, το θέατρο , τη δημοσιογραφία, το μυθιστόρημα, τις ταξιδιωτικές περιγραφές το φιλοσοφικό δοκίμιο. Ήταν ένας δεκαθλητής του πνεύματος.
Και τέλος στάθηκε τυχερός που βρήκε στο πρόσωπο του Κίμωνα Φράιερ ένα μεταφραστή, που χάρη στα υπέροχα αγγλικά του άπλωσε την ανάγνωση του Καζαντζάκη σε όλη τη γη. Ο «Καπετάν Μιχάλης» εκπρόσωπος ενός απελπισμένου ηρωισμού (να πολεμάς ακόμη κι όταν ξέρεις πως θα πεθάνεις) έγινε παγκόσμιο σύμβολο πάλης για την ελευθερία.
Σαράντος Καργάκος
* (Ο Σαράντος Καργάκος μου ταχυδρόμησε το χειρόγραφο της ομιλίας του, μετά από παράκλησή μου, υλικό που πλέον αποτελεί μέρος του πολύτιμου αρχείου της Πανελλήνιας Ένωσης Λογοτεχνών).