Της Χρυσούλας Βακιρτζή // *
Από την εποχή την εποχή όπου, η αστυφυλία στην Ελλάδα έπαιρνε διαστάσεις τέτοιες όπως αυτής της πάνδημης αρρώστιας και εξανάγκαζε (ως «ηθελημένη» επιλογή) των κατοίκων της επαρχίας μας, σε σημείο να ξεπουλιούνται όσο όσο τα χωράφια που καλλιεργούσαν καπνό και ελιές, δίνοντας τη θέση σ’ ένα άλλο εμπόρευμα -αυτό του σταφυλιού / σταφίδας, η κοινωνία μας άλλαξε ριζικά. Πολλοί υπήρξαν που προτίμησαν να ζουν στις αστικές πόλεις, μεταφέροντας την κλειστή επαρχιακή νοοτροπία και τον φονικό τρόπο σκέψης. Δηλαδή, όπως λειτουργούσαν οι κλειστές οικογένειες στα χωριά, όπου η γιαγιά, συνήθως αναλφάβητη, αντικαθιστούσε γονείς και δάσκαλο ή και δημοτικό εξατάξιο σχολείο, άρχισε ένα δυσεπίλυτο προβλήματα για τον ελληνικό σύγχρονο ιστό στον οποίο βασίζεται η ζωή του μέσου έλληνα σήμερα, Κυρίως της Ελληνίδας γυναίκας.
Στα μέσα του 1950, αλλά και στις αρχές του ‘60 αρχίζει, ουσιαστικά, η εθνική μας μοναξιά. Όλοι μας (παιδιά, οικογένειες, μητέρες που βγαίνουν πλέον στην αγορά εργασίας, πολιτικοί που στρέφονται στο δυτικότροπο τρόπο αντίληψης, ζωής), θέτουν τα θεμέλια της μοναχικής ζωής για τον άνθρωπο. Έτσι, αρχίζει σταδιακά να διαλύεται ο θεσμός της οικογένειας, όπως χαρακτήριζε τη χώρα ως τότε, Ναι μεν, έγινε ένα μεγάλο βήμα βιομηχανικής εξέλιξης, ωστόσο το παιδί, δυστυχώς το κάθε παιδί, στερείται την οικογενειακή ή τη μητρική απλόχερη αγάπη / φροντίδα και μεγαλώνει μόνο του σχεδόν.
Τα παντρεμένα ζευγάρια πια αρκούνται σε ένα ή δυο παιδιά, ενώ ο θεσμός του μονογονεϊκού γάμου κυριαρχεί και τα διαζύγια διαρκώς αυξάνονται. Σε αντίθεση με τη Βρετανία, τις εξελιγμένες χώρες της Ευρώπης, η Ελλάδα δεν κρατάει της παραδόσεις της, θρησκευτικές κι αυτές από την αρχαιότητα. Σ’ αυτό το θέμα, να αποφεύγουμε, να αρνιόμαστε παραδόσεις, θεσμούς, στενούς δεσμούς, το επέβαλε η δικτατορία του Παπαδόπουλου, αλλά και όσοι προτίμησαν την αστυφυλία, ξεχνώντας πεισματικά τις ρίζες τους. Από τότε αρχίζει δραματικά να μειώνεται ο πληθυσμός μας, να αυξάνονται οι ενδοοικογενειακές συγκρούσεις, σε σημείο να καταλήγουν οι ηλικιωμένοι πρόωρα σε ιδρύματα / γηροκομεία, εφόσον όλοι βάζουν σε προτεραιότητα την επαγγελματική καριέρα, τον βιοπορισμό Κι αυτό, ίσως, για να έχουν οι οικογένειες τους υλικά πλούτη, πολλές και άχρηστες σπουδές των παιδιών τους.
Εδώ να σημειώσουμε πόσο δεινοπάθησε / δεινοπαθεί η λεγόμενη «γενιά του σάντουιτς». Αυτή η γενιά δημιούργησε οικογένεια κοντά σε γονείς, με αποτέλεσμα όλοι να ανέχονται όλους και όλοι να χάνουν την ιδιωτικότητά τους, επωμιζόμενοι ο ένας τα προβλήματα του άλλου, τις ιδιοτροπίες σε καθημερινή βάση. Κι αυτό σήμερα δύσκολα μπορεί κανείς να αντέξει πρακτικά και σε ψυχολογικό επίπεδο.
Αν και οι ειδικοί κρούουν σήμα κινδύνου, το πρόβλημα της υπογεννητικότητας παραμένει. Δυστυχώς. Γιατί η Δημοκρατία μας λειτουργεί για το σήμερα, για το εδώ και τώρα. Σχεδιάζει μόνο το σήμερα, χωρίς να αντιλαμβάνεται αντιλήψεις, στόχους τους οποίους θέτει το αύριο, το μέλλον άμεσα και μακρόπνοα. Σύμφωνα με τον πανεπιστημιακό καθηγητή Θεσσαλίας, Βύρωνα Κοτζαμάνη, το δημογραφικό πρόβλημα / υπογεννητικότητα είναι το πρώτο που μαστίζει τη χώρα. Κι άλλου η Ήρα Πουλούπουλου τονίζει την παντελή έλλειψη προγραμματισμού για την αύξηση του πληθυσμού.
Την έλλειψη οικογενειακού προγραμματισμού εισπράττει πρώτη η Ελληνίδα γυναίκα, εφόσον ούτε στο σχολείο ούτε από την οικογένεια της δεν διδάσκεται για το σεξ, τη γυναικεία φύση της, τον σωστό τρόπο απόκτησης των παιδιών της. Από την άλλη, ο άνδρας του σήμερα έχει πελαγώσει μια που καλείται να λειτουργεί με δυο ρόλους: αυτούς του πατέρα και της μητέρας, αφότου η γυναίκα και ο άνδρας λειτουργούν πια και με τους δυο ρόλους. Σίγουρα αυτό φέρνει ένα μπέρδεμα στις σχέσεις των δυο φύλων, προκαλώντας συχνά αμφισημία στη συμπεριφορά τους.
Το δόγμα ‘του σοκ’, που επιβλήθηκε και στη χώρα μας, γνωστό από το βιβλίο της Ναόμι Κλαιν, κατάργησε τις κρατικές εταιρίες, συνεταιρισμούς, ιδιωτικοποιώντας τα πάντα. Εδώ πρέπει να τονιστεί ο ρόλος της εκκλησίας, όπου απαιτεί να γεννά πολλά παιδιά το ζευγάρι, άσχετα αν δεν μπορεί να τα μεγαλώσει, να τα γαλουχήσει σωστά. Άσχετα αν οι πολύτεκνοι φτάνουν στην πενία και εξευτελίζονται στους δρόμους, ζητώντας από το κράτος επιδόματα.
Άρα, σε εποχές μετακινήσεις πληθυσμών, η Ελλάδα οφείλει να αποβάλει, επιτέλους, όσα μειονεκτικά συναισθήματα, κλειστές νοοτροπίες και να συμπορευθεί με Συστήματα, κουλτούρες, οικονομικές στρατηγικές, αξιοποιώντας νησιά και ακριτικές περιοχές οι οποίες έχουν ερημώσει. Και, ιδίως, οι γενιές και οι ταξικές διαφορές να εξομαλυνθούν, με τη συνεργασία κράτους – πολίτη – παιδείας
*[Με το κείμενο της αυτό η Χρυσούλα Βακιρτζή εκπροσώπησε σε Συνέδριο της Ένωσης Γυναικών Ελλάδας την πόλη της στις 8/6/2019. Το κείμενο διαβάστηκε από την πρόεδρο Θεοδώρα Γλυκοπούλου]