Quantcast
Channel: Δοκίμιο • Fractal
Viewing all articles
Browse latest Browse all 627

✔Ποιητές της Αμερικής: Έντγκαρ Λη Μάστερς

$
0
0
Του Μάνου Κουνουγάκη // *

 

 

 

Βιογραφία

 

Ο Ένγκαρ Λη Μάστερς (Edgar Lee Masters) υπήρξε ποιητής, πεζογράφος και βιογράφος. Το σημαντικότερο έργο του θεωρείται η Ανθολογία του Σπουν Ρίβερ (Spoon River Anthology), μια συλλογή ποιημάτων που είχε τεράστιο αντίκτυπο στις Η.Π.Α.

Ήταν γιος του δικηγόρου Hardin Wallace Masters και της Emma Dexter. Γεννήθηκε στo Garnett του Κάνσας τον Αύγουστο του 1868. Τα παιδικά του χρόνια τα πέρασε στο Ιλινόι, αρχικά στο Petersburg, κοντά στους τόπους όπου έζησε ο Αβραάμ Λίνκολν, και αργότερα στο Lewiston όπου ο πατέρας του διετέλεσε μάλιστα και δήμαρχος της πόλης. Οι αναμνήσεις του από εκείνα τα μέρη χρησιμοποιήθηκαν αργότερα στη συγγραφή της Ανθολογίας του Σπουν Ρίβερ.

Μετά το τέλος των μαθητικών του χρόνων παρακολούθησε το προπαρασκευαστικό έτος εισαγωγής στο Knox College με σκοπό να μελετήσει τους κλασσικούς. Οι γονείς του, ωστόσο, τον έπεισαν να εγκαταλείψει τις σπουδές του και να αφοσιωθεί στη μελέτη της νομικής επιστήμης στο γραφείο του πατέρα του. Ταυτόχρονα δημοσίευσε για πρώτη φορά λογοτεχνικά κείμενα  σε περιοδικά και εφημερίδες της εποχής. Ο πατέρας του όμως ήταν αρνητικός απέναντι στις λογοτεχνικές φιλοδοξίες του νεαρού Έντγκαρ. Οι μεταξύ τους εντάσεις έκαναν τον Μάστερς να μετακομίσει στο Σικάγο το 1891. Εκεί άρχισε να εργάζεται ως δικηγόρος δύο χρόνια αργότερα.

Στο Σικάγο ο Μάστερς συνάντησε πολλούς από τους συγγραφείς και διανοητές που θα έπαιζαν σημαντικό ρόλο στην Αναγέννηση του Σικάγο, το λογοτεχνικό κίνημα που έκανε την πόλη ένα από τα λογοτεχνικό κέντρα των Η.Π.Α. Επίσης συνεργάστηκε με τη Harriet Monroe, επιμελήτρια του Poetry: A Magazine of Verse, ενός σημαντικού περιοδικού της εποχής. Ταυτόχρονα άρχισε να εκδίδει ποιήματά του, κυρίως με το ψευδώνυμο Dexter Wallace. Το 1898 παντρεύτηκε τη Helen Jenkins με την οποία έκανε τρία παιδιά. Από το 1903 ως το 1908 δούλεψε στο δικηγορικό γραφείο του Clarence Darrow αναλαμβάνοντας την υπεράσπιση των φτωχών. Παρά την έντονη επαγγελματική δραστηριότητα εκείνης της περιόδου συνέχισε το γράψιμο. Τα λογοτεχνικά του έργα παρέμειναν ωστόσο άγνωστα στο ευρύ κοινό μέχρι το 1915 όταν και εκδόθηκε η Ανθολογία του Σπουν Ρίβερ.

Ο Μάστερς άρχισε τη συγγραφή της το 1914 ως μία σειρά ποιημάτων σε ελεύθερο στοίχο για τα παιδικά του χρόνια στο Ιλινόι, τα οποία δημοσίευε στη Reedys Mirror του Σαιντ Λούις με το ψευδώνυμο Webster Ford. Πηγή της έμπνευσής του ήταν ένα αντίτυπο επιλεγμένων επιγραμμάτων της Ελληνικής Ανθολογίας του J.W. Mackail όπου διάβασε μικρά επιτάφια ποιήματα, γραμμένα από το 700 π.Χ. ως το 1000 μ.Χ. Η Ανθολογία του Σπουν Ρίβερ είναι μια συλλογή διακοσίων σαράντα τριών επιτάφιων ποιημάτων. Πρωταγωνιστές της είναι οι νεκροί κάτοικοι της φανταστικής πόλης του Σπουν Ρίβερ, θαμμένοι στο νεκροταφείο της πόλης. Αν και νεκροί, συνεχίζουν να έχουν τα ίδια πάθη, όνειρα και ανάγκες που είχαν όσο ζούσαν. Σε αυτά τα ποιήματα ο Μάστερς παρουσίασε τις διαφορετικές κατηγορίες ανθρώπων της αμερικάνικης υπαίθρου όπως βλάκες, μέθυσους, μορφωμένους και ήρωες. Οι σκέψεις των νεκρών ηρώων του σόκαραν τους αναγνώστες καθώς έδειχναν πως ακόμα και στην εξιδανικευμένη αμερικάνικη ύπαιθρο υπήρχαν περιπτώσεις διαφθοράς, απληστίας, ανάρμοστης σεξουαλικής συμπεριφοράς και μοχθηρίας. Τα ποιήματα, ωστόσο, παράλληλα πρόβαλαν και τις παραδοσιακές αξίες της υπαίθρου όπως την αγάπη για τη φύση και τον ηρωισμό. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον είχαν επίσης τα θέματα που έμμεσα άγγιζαν τα ποιήματα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η μετατροπή της αμερικάνικης αγροτικής κοινωνίας σε αστική. Η Ανθολογία του Σπουν Ρίβερ έγινε δεχτή κυρίως με ενθουσιασμό από τους λογοτεχνικούς κύκλους της εποχής. Χάρισε στο Μάστερς φήμη ενώ του έδωσε τη δυνατότητα να γνωριστεί με σπουδαίους ποιητές και συγγραφείς όπως οι Amy Lowell, Ezra Pound και John Reed.

 

 

Μετά τη μεγάλη επιτυχία της Ανθολογίας του Σπουν Ρίβερ ο Μάστερς συνέχισε αδιάκοπα το γράψιμο. Μέχρι το θάνατό του έγραψε πάνω από είκοσι ποιητικές συλλογές όπως οι The Great Valley (1916), Toward the Gulf (1918) και The Open Sea (1921). Σε αρκετές μάλιστα πειραματίστηκε με τη γραφή του. Για παράδειγμα, στις Domesday Book (1920) και The Fate of the Jury (1929) έγραψε ποιήματα εμπνευσμένα από τις αίθουσες των δικαστηρίων και τους δραματικούς μονολόγους του Robert Browning. Επίσης ποτέ δεν σταμάτησε να υμνεί τους τόπους και τα τοπία των παιδικών του χρόνων. Χαρακτηριστικά παραδείγματα τα Illinois Poems (1941) και Along the Illinois (1942). Ωστόσο, αν και τα περισσότερα έργα του έγιναν δεχτά με θετικά σχόλια, κανένα δεν κατάφερε να φτάσει σε αξία την Ανθολογία του Σπουν Ρίβερ. Ούτε καν το Νέο Σπουν Ρίβερ που έγραψε το 1925.

Εκτός από ποιητής, ο Μάστερς υπήρξε πεζογράφος, βιογράφος και ιστορικός. Κάποια από τα πιο γνωστά του μυθιστορήματα είναι τα Mitch Miller (1920), Skeeters Kirby (1923) και Kit O’Brien (1927). Έγραψε συνολικά πέντε βιογραφίες. Η πρώτη ήταν για το δικηγόρο Levy Mayer ενώ ακολούθησε το Lincoln the Man, μια από τις ελάχιστες βιογραφίες που παρουσιάζουν αρνητικά τον Αβραάμ Λίνκολν. Στη συνέχεια επικεντρώθηκε σε λογοτέχνες γράφοντας για τους Walt Whitman, Vachel Lindsay και Mark Twain. Επίσης έγραψε δυο βιβλία τα οποία μπορούν να θεωρηθούν ιστορικά: τα The Tale of Chicago (1932) και The Sangamon (1943). Το πρώτο αναφέρεται στην πόλη του Σικάγο και το δεύτερο στην περιοχή στην οποία κυλάει το ομώνυμο ποτάμι του Ιλινόι, στην οποία έζησε κάποτε ο Αβραάμ Λίνκολν.

Αν και μετά την Ανθολογία του Σπουν Ρίβερ ο Μάστερς είχε καταξιωθεί ως λογοτέχνης δε μπόρεσε να απολαύσει όσο ήθελε την επιτυχία του. Μια ασθένεια τον ανάγκασε να απέχει από τη δικηγορία για μεγάλο διάστημα κάνοντας τον να χάσει πολλούς από τους πελάτες τους. Επίσης το 1923 ο τύπος αναφέρθηκε εκτενώς στο διαζύγιο του με τη Jenkins δυσφημώντας τον και καταστρέφοντας τη δικηγορική του σταδιοδρομία στο Σικάγο. Έτσι μετακόμισε στην Νέα Υόρκη όπου συνέχισε να ασκεί το επάγγελμα του δικηγόρου παρά το γεγονός ότι κύρια πλέον βιοποριστική του ενασχόληση ήταν η λογοτεχνία. Το 1925 εξέδωσε τα Selected Poems ενώ ένα χρόνο αργότερα παντρεύτηκε την κατά τριάντα χρόνια μικρότερή του, καθηγήτρια αγγλικής λογοτεχνίας, Ellen Coyne. Οι συχνές μεταθέσεις της τον ανάγκασαν είτε να την ακολουθεί στη Πενσυλβανία και τη Βόρεια Καρολίνα είτε να μένει στο διάσημο ξενοδοχείο Chelsea Hotel της Νέας Υόρκης όπου σύχναζαν καλλιτέχνες και λογοτέχνες. Εκείνα τα χρόνια αφοσιώθηκε αποκλειστικά στη συγγραφή ενώ το 1936, ένα χρόνο μετά το διαζύγιο του με την Coyne, έγραψε την αυτοβιογραφία του Across Spoon River: An Autobiography, στην οποία αναφέρθηκε στα παιδικά του χρόνια και τη ζωή του ως το 1917.

Από το 1940 και μετά έλαβε αρκετά βραβεία όπως το μετάλλιο της Poetry Society of America, το Shelley Memorial Award και την υποτροφία της Ακαδημίας Αμερικανών Ποιητών. Τα τελευταία του χρόνια τα έζησε σε ένα γεροκομείο της Πενσυλβανία. Εκείνη την περίοδο συμφιλιώθηκε με την Coyne, η οποία τον φρόντισε ως το τέλος της ζωής του. Πέθανε το 1950, σε ηλικία 81 ετών, και θάφτηκε στο Petersburg, αφήνοντας πίσω του πλούσιο λογοτεχνικό έργο και ένα από τα σημαντικότερα βιβλία ποίησης της Αμερικής.

 

Μεταφράσεις Ποιημάτων

Από την “Ανθολογία του Σπουν Ρίβερ”

 

 

Αν Ράτλιτζ

 

Από μένα, την ανάξια και άγνωστη,

δονήσεις αθάνατης μουσικής:

«Κακία για κανένα, φιλανθρωπία για όλους.»[1]

Από μένα η συγχώρεση από μυριάδες προς μυριάδες.

Και τ’ αγαθοεργό πρόσωπο ενός έθνους

που λάμπει από δικαιοσύνη και αλήθεια.

Είμαι η Αν Ράτλιτζ, αυτή που κοιμάται κάτω από τούτα τ’ αγριόχορτα,

στη ζωή πολυαγαπημένη του Αβραάμ Λίνκολν,

νυμφευμένη μαζί του, όχι με γάμο,

αλλά με χωρισμό.

Άνθιζε για πάντα, ω Δημοκρατία,

από το χώμα στο στήθος μου.

 

***

 

Γιατρός Χιλ

 

Διάβαινα τους δρόμους, πάνω κάτω,

εδώ κι εκεί, μέρα και νύχτα,

φροντίζοντας όλο το βράδυ άρρωστους φτωχούς.

Ξέρεις γιατί;

Η γυναίκα μου με μισούσε, ο γιος μου πήγε κατά διαβόλου.

Κι έτσι στράφηκα στους ανθρώπους, προσφέροντάς την αγάπη μου.

Τόσο όμορφο να βλέπεις τα πλήθη στο χορτάρι τη μέρα της κηδείας μου,

να τους ακούς να ψιθυρίζουν την αγάπη και τη λύπη τους.

Αλλά,  ω Θεέ μου, η ψυχή μου ρίγησε, ελάχιστα ικανή

να βαστάξει τη νέα της ζωή,

όταν είδα την Έμ Στάντον πίσω από τη δρυ,

κοντά στον τάφο,

να κρύβει το πρόσωπό της και τη θλίψη της.

 

***

 

Τζον  Χόρας Μπούρλεσον

 

Κέρδισα το βραβείο δοκιμίου στο σχολείο

εδώ στο χωριό

και δημοσίευσα, πριν γίνω εικοσιπέντε, μυθιστόρημα.

Πήγα στην πόλη για θέματα και να πλουτίσω τη τέχνη μου·

εκεί παντρεύτηκα την κόρη του τραπεζίτη,

και αργότερα έγινα πρόεδρος της τράπεζας-

πάντα γυρεύοντας λίγο ελεύθερο χρόνο

για να γράψω ένα επικό μυθιστόρημα για τον πόλεμο.

Στο μεταξύ στάθηκα φίλος των σπουδαίων, εραστής των γραμμάτων,

οικοδεσπότης του Μάθιου Άρνολντ και του Έμερσον.

Ομιλητής μετά τα δείπνα, συγγραφέας δοκιμίων

για τοπικές λέσχες. Στο τέλος μ’ έφεραν εδώ-

στους τόπους των παιδικών μου χρόνων-

και στο Σικάγο ούτε μια μικρή επιγραφή

για να κρατήσει ζωντανό το όνομά μου.

Πόσο σπουδαίο είναι να γράψεις τον απλό τούτο στίχο:

«Κύλα μακριά, βαθύ και μαυρογάλαζε Ωκεανέ, κύλα![2]»

 

***

 

 

[1] Απόσπασμα από την ομιλία του Αβραάμ Λίνκολν κατά τη διάρκεια της ορκωμοσίας του στη δεύτερη θητεία του ως Πρόεδρος των Η.Π.Α.

[2] Στίχος του Λόρδου Βύρωνα από Το Προσκύνημα του Τσάιλντ Χάρολντ.

 

 

_______

* Ο Μάνος Κουνουγάκης γεννήθηκε στο Ηράκλειο το 1985. Σπούδασε Αγγλική Φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και συνέχισε με μεταπτυχιακές σπουδές στη Λογοτεχνία των Ηνωμένων Πολιτειών στο Πανεπιστήμιο του Έσσεξ. Ασχολείται με τη θεατρική γραφή, την ποίηση και τη μετάφραση. Τα θεατρικά του έργα δημοσιεύονται ελεύθερα στην ιστοσελίδα kounougakis.gr

 

 


Viewing all articles
Browse latest Browse all 627

Latest Images

Trending Articles