Quantcast
Channel: Δοκίμιο • Fractal
Viewing all articles
Browse latest Browse all 627

✔Γιάννης Ρίτσος: Ο σημαντικότερος ποιητής του 20ού αιώνα

$
0
0
Γράφει η Ελένη Χωρεάνθη //

 

Πρέπει να φυλαχτούμε, κοριτσάκι,

οι άνθρωποι είναι λυπημένοι,

δε συχωράνε τη χαρά μας…

(Πρωινό άστρο)

 

 

 

Ο Γιάννης Ρίτσος είναι ένας από τους σημαντικούς Νεοέλληνες ποιητές, ο σημαντικότερος του 20ου αιώνα, κατά την εκτίμησή μου, γιατί το έργο του εκφράζει εκ βαθέων σφαιρικά και διαχρονικά την Ελλάδα, αναμφιβόλως “στρατευμένος” ποιητής. Υπηρέτησε πιστά μια συγκεκριμένη ιδεολογία, ταγμένος ως πρωτεργάτης στην “υπόθεση του ανθρώπου”. Αγωνίστηκε σε όλη του ζωή με όλες του τις δυνάμεις και τις αδυναμίες του ακόμα, διέθεσε τη ζωή και την τέχνη του για να βοηθήσει τον άνθρωπο να ζήσει ελεύθερος, αξιοπρεπής, ειρηνικά σε έναν κόσμο όπου θα βασιλεύει η αγάπη, η αδελφοσύνη και η δικαιοσύνη. Παρών σε κάθε κρίσιμη στιγμή και πάντα έτοιμος κι ολόρθος στο πλευρό των προοδευτικών δυνάμεων της πατρίδας και όλου του κόσμου, πολέμησε όπως μαρτυρούν και οι απλοί, ολοκάθαροι και κατανοητοί, αλλά τέλειοι στίχοι του,

για όλου του κόσμου το ψωμί, το φως και το τραγούδι

 

 

Ο Ρίτσος βρέθηκε πάντα στο πλευρό των αγωνιζόμενων “ελεύθερων πολιορκημένων Ελλήνων”. Πολέμησε με το λόγο, με το στίχο, με το ανυπόταχτο πνεύμα, με την αθάνατη και παντοδύναμη τέχνη της ποίησής του, με την αμετακίνητη στάση του το κακό και το άδικο, με άτρωτες λέξεις…δίχως σπαθιά και βόλια

Σήμερα, αρκετά χρόνια ύστερα από τότε που πέρασε στην άλλη διάσταση, αν κανείς σκύψει πάνω στο πολυδιάστατο έργο του με ευλάβεια, με δέος, αν το πλησιάσει πολύ, να το νιώσει, να το αφουγκραστεί, θα διαπιστώσει πως ο Γιάννης Ρίτσος, ο ποιητής της Ρωμιοσύνης, είναι ό, τι σημαντικότερο, ό, τι γενναιότερο, ωραιότερο και ευγενέστερο έχει να παρουσιάσει η Νεότερη Ελλάδα στο χώρο της τέχνης και της διανόησης γενικότερα, ό,τι περικλείνουν οι έννοιες Ελλάδα, Ελληνισμός, άνθρωπος. Η ποίησή του είναι γεμάτη Ελλάδα. Μια Ελλάδα μυθική και ιστορική, πανέμορφη. Μια Ελλάδα πονεμένη, θλιμμένη, κατατρεγμένη, τσαλαπατημένη, αλλά περήφανη, ωραία, που ξέρει να κάνει τραγούδι τον πόνο της, αγωνιζόμενη και σεβαστή.

Ο Ρίτσος δεν παίζει με τις λέξεις και τα σύμβολα. Χτίζει το έργο του με φως και νερό, με ήλιο και με χώμα ελληνικό. Με στοιχεία γήινα. Χρησιμοποιεί λέξεις και έννοιες που αντιπροσωπεύουν πράγματα χειροπιαστά, συγκεκριμένα γεγονότα και καταστάσεις, που περιέχουν και κουβαλούν Παρελθόν,το Παρόν και το Μέλλον, τον γεωγραφικό χώρο, τον λαό και το ΄Εθνος, τον πολιτισμό, τη γλώσσα, την παράδοση, τη λαϊκή σοφία, τη λατρεία, όλα τα ακατάλυτα στοιχεία που είναι η αιωνιότητα του Ελληνισμού:

 

Δω πέρα η κάθε πόρτα έχει πελεκημένο ένα όνομα

κάπου από τρεις χιλιάδες τόσα χρόνια

κάθε λιθάρι έχει ζωγραφισμένον ένα άγιο(…)

Σώπα, όπου νάναι θα σημάνουν οι καμπάνες.

Αυτό το χώμα είναι δικό τους και δικό μας(….)

Μια στρογγυλή φωνή από μαύρο γυαλί κι από άσπρο άνεμο

(…)η ίδια πανάρχαιη φωνή

 

τον ακολουθεί και τον προστάζει να τραγουδήσει όπου κι αν βρίσκεται: στον ύπνο και στην εγρήγορση, στο μπαλκόνι του σπιτιού του, στον τόπο της εξορίας, πίσω από τα κάγκελα της φυλακής, στον Άη Στράτη, στη Μακρόνησο, η φωνή της Ελλάδας από καταβολής Ελληνικού κόσμου. Όμως η ποίησή του απλώνεται και πέρα από τα σύνορα της Ελληνικής πατρίδας, ανταμώνει τον άνθρωπο σ’ όλα τα μήκη και τα πλάτη της γης, τον άνθρωπο που έχει τα ίδια όνειρα, τις ίδιες προσδοκίες, που παλεύει για το ψωμί και για το φως, που είναι η παιδεία, η μόρφωση, το ξύπνημα της συνείδησης. Η ποίησή του ανήκει στην ανθρωπότητα. Έχει προδιαγραφές διαχρονικές, έχει παγκόσμια ακτινοβολία.

Μίλησε για όλα και για πολλούς μελλοντικούς αιώνες. Μας κληροδότησε ένα μεγάλο, πολύμορφο, πολύπλευρο πολυδιάστατο και πολυσήμαντο έργο, ευλύγιστο, που αντέχει στον χρόνο, στις δοκιμασίες και στις κακουχίες. Όσο θα υπάρχει Ελλάδα και Ελληνισμός ο Ρίτσος θα ανοίγει δρόμους στις γενιές που έρχονται.

Υπήρξε συνεπής με τις ιδέες του σε όλη του τη ζωή. Αγωνίστηκε για να εδραιωθεί στον κόσμο η ειρήνη και η ελευθερία. Οι όποιες ανθρώπινες αδυναμίες του υποτάχτηκαν στην ακατάβλητη θέλησή του να υπερασπίζεται το δίκιο και την ελευθερία. Είναι η απομέσα Ελλάδα, ο πλούτος της ελληνικής οικουμένης. Η ποίησή του κουβαλάει στα φτερά των φθόγγων της τη ματωμένη μνήμη, σύμπαντα τον ελληνικό βίο και πολιτισμό, τους αρχαίους ήρωες του λόγου, είναι η ομιλούσα καρδιά και ψυχή της αιώνια αγωνιζόμενης Ελλάδας. Έζησε ” μάγουλο με μάγουλο με το θάνατο” για τούτο υμνεί τη ζωή και τις ομορφιές της. Απλώνεται παντού γιατί δεν τον χωράει η επιφάνεια του γεωγραφικού μας χώρου, είναι απέραντος, παγκόσμιος κι αστείρευτος, ακατάβλητος, ανυπέρβλητος, ένα ποιητικό μέγεθος μοναδικό, τόσο για τα πανανθρώπινα μηνύματα που περιέχει το έργο του, όσο και για την πάμπλουτη γλώσσα, που χρησιμοποιεί ως εκφραστικό του όργανο.

Στο “Πρωινό άστρο”, ένα τρυφερό, γλυκό νανούρισμα, αφιερωμένο στη μοναχοκόρη του ΄Ερη, αφήνει την καρδιά του να ξεχειλίζει από αγάπη, φως και τρυφερότητα, χωρίς να παραλείπει να επισημαίνει και τις δυσκολίες και τους κινδύνους που καιροφυλακτούν στο δρόμο της και στο δρόμο των παιδιών όλου του κόσμου, δεν έχει ψευδαισθήσεις, όσο ωραία κι αν είναι στο πρώτο αντίκρυσμά της η ζωή:

Δύσκολα χρόνια, κοριτσάκι

στην αρχή.

Τι να πεις δεν ξέρεις(…)

Κι είσαι μοναχούλι σου, κοριτσάκι

με τα ξαδερφάκια σου τα τριαντάφυλλα

και με τ’ αδερφάκια σου τ’ αστέρια(…)

Αλλά χαρά

δεν είναι πιο μεγάλη

απ’ τη χαρά να δίνεις(…)

Πρέπει να φυλαχτούμε, κοριτσάκι

οι άνθρωποι είναι λυπημένοι-δε συχωράνε τη χαρά μας.

Κοιμήσου.

Να μεγαλώσεις γρήγορα.

΄Εχεις να κάνεις πολύ δρόμο, κοριτσάκι,

κι έχεις δυο πεδιλάκια μόνο από ουρανό.

Κοιμήσου.

Είναι μακρύς

                                           μακρύς

                                                                    μακρύς ο δρόμος…

…Μονάχα το χαμόγελό σου

ένας ρόδικος κρίκος να πιαστείς.

…Κι εγώ ανασκουμπωμένος, κοριτσάκι μου,

ψωμάς του κόσμου, κοριτσάκι,

όλος πιτσιλισμένος απ’ τ’ αλεύρι των άστρων

κι απ’ το αίμα των ανθρώπων,

ζυμώνω την καρδιά μου μες στη σκάφη του ήλιου

και φτιάχνω τα φαρδιά ψωμιά του τραγουδιού μου

να μην πεινάσει ο κόσμος,

να μην πεινάσεις, κοριτσάκι.

 

Δος μου το χέρι σου κι αργήσαμε.

Μας περιμένουν απ’ ώρα, κοριτσάκι.

Περπάτα, κοριτσάκι.

 

 

Ο κόσμος έχει ανάγκη την τέχνη. Αυτή θα τον βγάλει από το βάραθρο, όπου τον έχουν καταδικασμένο να υποφέρει, τυφλός και αβοήθητος. Το τραγούδι του ποιητή είναι ένα διαφορετικό ψωμί, ζυμωμένο με ήλιο, με ιδρώτα και αίμα. Κι αυτός είναι ο προορισμός του ποιητή. Να χορτάσει ο κόσμος ψωμί, φως, τραγούδι. Πραγματικό ψωμί πρώτα. Γιατί νηστικός δεν βλέπει, δεν μπορεί να δει πιο πέρα, να ξεπεράσει τη μοίρα του. Ύστερα φως, γνώση, παιδεία, μόρφωση. Και τραγούδι, τέχνη, πολιτισμός. Ιδού η αγία Τριάδα του ποιητή της Ρωμιοσύνης: Ψωμί, φως, τραγούδι!

Μιλώντας για την ειρήνη χρησιμοποιεί πάλι λέξεις που αντιπροσωπεύουν πράγματα και αγαθά που τα έχει ανάγκη ο άνθρωπος για να ζήσει ανθρωπινά, δίκαια και με αξιοπρέπεια: το ζεστό ψωμί στο τραπέζι, ένα ποτήρι ζεστό γάλα, ένα βιβλίο μπροστά στο παιδί που ξυπνάει, ένα καλάθι γεμάτο φρούτα, το ξέγνοιαστο χαμόγελο της μάνας, τα σφιγμένα χέρια των αδερφωμένων ανθρώπων, τα λόγια της αγάπης κάτω από τα δέντρα, τη μυρωδιά του φαγητού το βράδυ. Όλα αυτά τα απλά, λιγοστά καθημερινά πράγματα είναι το περιεχόμενο της ειρηνικής ζωής. Γι’ αυτά πολεμάει ο κόσμος. Τι άλλο θέλει; Σ’ ένα ποίημα /γράμμα του στο φίλο του Ζολιό Κιουρί αφήνει να χυθεί όλη του η πίκρα για την κατάρα που δέρνει αυτόν κι όσους υποφέρουν μαζί του στις εξορίες στα ξερονήσια και στις φυλακές. Όχι γιατί ήταν εγκληματίες αλλά:

.…κάπου τρεις χιλιάδες

άνθρωποι απλοί, δουλευτάδες, γραμματιζούμενοι

άνθρωποι απλοί σαν τα δέντρα στον ήλιο

άνθρωποι που δεν έχουμε άλλο κρίμα στο λαιμό μας

εξόν μονάχα που αγπάμε όπως κι εσύ

τη λευτεριά και την ειρήνη

….κάμποσα χρόνια τώρα τριγυρνάμε

από ξερονήσι σε ξερονήσι

…κοιμηθήκαμε μάγουλο με μάγουλο με το θάνατο…

κι όλο το φταίξιμό μας ήταν που αγαπάμε

όπως κι εσύ τη λευτεριά και την ειρήνη…

Ήταν πικρό νάναι τόσο όμορφη η ζωή

και συ να πρέπει να πεθάνεις…

Ζολιό, μας κυνηγάνε στην πατρίδα μας

γιατί αγαπάμε πολύ την πατρίδα μας…

ετούτα τα σπασμένα μάρμαρα που φέγγουνε το βράδυ(…)

ετούτα δω τα χωματένια χέρια που κρατάνε την τιμή του κόσμου.

(…)Το ξέρω τα τραγούδια μου

είναι χοντροκομμένα κι απελέκητα

φοράνε χοντροπάπουτσα οι στίχοι μου

με πολλές αράδες καρφιά για ν’ αντέχουν στα κατσάβραχα

καθώς ανηφοράνε όλο το θάνατο.…

Στίχοι πικροί σαν την επάρατη εκείνη εποχή, που η μισή Ελλάδα ήταν στα ξερονήσια και πίσω από τα σίδερα. Που η ζωή του ανθρώπου δεν λογαριαζόταν. Πού σκότωνε ο αδερφός τον αδερφό. Που δεν περνούσε μέρα χωρίς το μοιρολόι της μάνας για το αδικοσκοτωμένο της παιδί. Κι ο ποιητής μετουσίωσε αυτόν τον ατελεύτητο θρήνο της Ελληνίδας, αλλά και της μάνας όλου του κόσμου στον περίφημο κι ανυπέρβλητο “Επιτάφιό” του:

Γιε μου, σπλάχνο των σπλάχνων μου, καρδούλα της καρδιάς μου

πουλάκι της φτωχειάς αυλής, ανθέ της ερημιάς μου…

Πού πέταξε τ’ αγόρι μου; Πού πήγε; Πού μ’ αφήνει

χωρίς πουλάκι το κλουβί, χωρίς νερό η κρήνη.

….Στο παραθύρι στέκοσουν κι οι δυνατές σου οι πλάτες

φράζαν ακέρια τη μπασιά, τις θάλασσες, τις τράτες.

…. Κι ήταν το παραθύρι μας η θύρα όλου του κόσμου

κι έβγαζε στον παράδεισο που τ’ άστρα ανθίζαν, φως μου…

….Νάχα τ’ αθάνατο νερό, ψυχή καινούρια νάχα,

να σούδινα, να ξύπναγες για μια στιγμή μονάχα

Ωστόσο τίποτα δεν πάει χαμένο. Από την τέφρα της βλέπει την Ελλάδα ο ποιητής της να ξαναγεννιέται. Έτσι στα “Δεκαοχτώ λιανοτράγουδα της πικρής πατρίδας”, με στίχους έντονα λυρικούς, βγαλμένους μέσα από τα βάθη της ελληνικής ψυχής και σμιλεμένους πάνω στην πέτρα τη λειασμένη από το θαλασσοδαρμό, φανερώνεται ο ποιητής που έρχεται από τα περασμένα φορτωμένος γνώση και μουσικούς ήχους, μελωδίες, ευωδιές, λαλιές πουλιών, χρώματα από θάλασσα και ουρανό, σπασμένα μάρμαρα κι αλυσίδες, κεριά και λιβάνια, θυμιάματα και σταυρούς, αγίους και μάρτυρες. Γιατί ο Γιάννης Ρίτσος προβάλλει μέσα από το έργο του και θρησκευόμενος ποιητής, όσο κι αν αυτό ξενίζει. Το θρησκευτικό του συναίσθημα, θρεμμένο με τα βιώματα της παιδικής ηλικίας, είναι διάχυτο παντού, ακόμα και στα πιο αγωνιστικά και επικαιρικά ποιήματά του. Και μέσα από τους συμβολισμούς του προβαίνουν άξαφνα λυπημένες Παναγιές, κεριά, τέμπλα, σπασμένα μάρμαρα και, επιτάφιοι θρήνοι, Μεγαλοβδόμαδα, τάματα σε αγίους και σε εκκλησιές. Είναι θρεμμένος με την ελληνική παράδοση. Συμπορεύονται σιωπηλά μέσα του ο Ιησούς με τον Απόλλωνα, όπως λέει κάπου στο “γράμμα στο Ζολιό”:

Τη νύχτα, πλάι στις ροδοδάφνες,

περπατούν ο Χριστός με τον Απόλλωνα(…)

Ο Απόλλωνας σωπαίνει.

Ο Χριστός σωπαίνει. Ο Ευρώτας κυλάει

Κυλάει το ποτάμι της ζωής μέσα του κι η ιστορία ακολουθάει το ρεύμα του ποταμού προς τον απέραντον ωκεανό της αιωνιότητας.

Ο ποιητής Γιάννης Ρίτσος ξεκίνησε ως καλλιτέχνης, χορευτής, ηθοποιός. Πέρασε από πολλά επαγγέλματα, η ζωή του υπήρξε μια ατέλειωτη περιπέτεια στα σταυροδρόμια των ιδεολογιών και των κατατρεγμών, αλλά τον ηθοποιό δεν τον αποχωρίστηκε ποτέ, ούτε τον ποιητή ούτε το ζωγράφο/ σμιλευτή της πέτρας. Ζωγράφιζε πάνω σε πέτρες μορφές μαραγκιασμένες από την αγωνία και τον πόνο, αλλά αποφασισμένες για όλα. Ασκητικές μορφές. Χάραζε τις μνήμες του σε σχήματα και με παραστάσεις. Κι αυτή η δημιουργική πλευρά του είναι σημαντική, γεμάτη ποίηση. Μέσα στα έργα, που βγήκαν από τα χέρια του, ποιητικά και εικαστικά, κινούνται συνήθως τραγικοί ήρωες, προβάλλουν σκηνές και δρώμενα, εικόνες από τον μυθικό και τον ιστορικό βίο των Ελλήνων, η αρχαία Ελλάδα, τραγικά πρόσωπα και προσωπεία. Προκειμένου να εκφράσει τη σήψη και την παρακμή διαχρονικά χρησιμοποιεί τραγικά πρόσωπα: Ισμήνη, Χρυσόθεμη, Φαίδρα, Ιφιγένεια, Ελένη, Φιλοκτήτη, Ορέστη, αλλά υμνεί και τις Μονεμβασιώτισσες και σύγχρονους αδικοσκοτωμένους νέους και νέες, αρχαίους θεούς και ήρωες, και τόπους: Μονοβασιά και Μακρονήσι κι Αη Στράτη, στήνει σκηνές άκρως υποβλητικές στην απλότητά τους:

Στη μια γωνιά στέκει ο παππούς, στην άλλη δέκα εγγόνια

και στο τραπέζι εννιά κεριά μπηγμένα στο καρβέλι.

Δυο κάρβουνα στο θυμιατό και δυο κουκιά λιβάνι

κι ένας αητός από ψηλά διαβάζει το Βαγγέλιο.

(….)Σε τούτα δω τα μάρμαρα κακιά σκουριά δεν πιάνει

μηδέ αλυσίδα στου Ρωμιού και στου αγεριού το πόδι.

Εδώ σωπαίνουν τα πουλιά, σωπαίνουν οι καμπάνες

σωπαίνει κι ο πικρός Ρωμιός μαζί με τους νεκρούς του,

για να αναστηθεί και να προβάλει μέσα από τη σιωπή ανανεωμένος, όπως ο σπόρος μέσα από τα σπλάχνα της μάνας γης, και να παλέψει για τη λευτεριά του.

Η Ελλάδα, η Ρωμιοσύνη δεν χρειάζεται θρήνους και μοιρολόγια. Το ξέρει πολύ καλά ο ποιητής, που έχει στο κορμί του την αρμύρα της εξορίας και την πικράδα της ερημιάς και της καταφρόνιας στη γενναία του ψυχή και στην καρδιά. Γι’ αυτό και τραγουδάει με σιγουριά:

Τη Ρωμιοσύνη μην την κλαις, -εκεί που πάει να σκύψει

με το σουγιά στο κόκαλο, με το λουρί στο σβέρκο,

Νάτη πετιέται από ξαρχής κι αντριεύει και θεριεύει

και καμακώνει το θεριό με το καμάκι του ήλιου.

Δεν είναι δυνατό να συμμαζέψεις σε λίγες γραμμές το μεγαλείο και την ασύγκριτη τραγική ομορφιά της ποίησης του Γιάννη Ρίτσου. Απλά αγγίζεις κάποιες πτυχές του οράματός του, ψαύεις ελάχιστα από τα ατέλειωτα μαργαριτάρια που έχει συλλέξει και μ’ αυτά έχει συνθέσει το κατορθωμένο έργο του, ένα έργο που αποτελεί εθνικό κεφάλαιο, γλωσσικό θησαυροφυλάκιο και πολύτιμη παρακαταθήκη για τους Πανέλληνες των αιώνων που έρχονται. Κι αν για κάτι βάσιμα μπορεί να καυχιέται η Ελλάδα, είναι οι ποιητές και τα μάρμαρά της. Ας είναι τούτες οι φτωχές γραμμές ελάχιστος φόρος τιμής και αγάπης στην αιώνια μνήμη του.

 

 

 


Viewing all articles
Browse latest Browse all 627

Trending Articles