Γράφει ο Αντώνης Χαριστός //
[Υπερρεαλιστική Ομάδα Θεσσαλονίκης]
Έχουμε αναφερθεί σε προηγούμενο άρθρο σχετικά με τους εξ επαγγέλματος λογοτέχνες. Για τον διακριτό ρόλο τον οποίο οφείλει να υπηρετεί ο λογοτέχνης στρατευμένος όχι σε ιδεολογικοπολιτικές διακλαδώσεις αλλά στον ίδιο το ρόλο του, αυτό καθεαυτό, ως βασικού πνευματικού παράγοντα απ’ τον οποίο εξαρτάται ο πολιτισμός του λόγου και της γλώσσας. Δεν θα πρέπει να εκληφθεί ως υπερβολή η εν λόγω προσέγγιση. Αντίθετα, εν τοις πράγμασι, ως μη εξουσιοδοτημένος φορέας του εποικοδομήματος στον προσδιορισμό της κοινωνικής ταυτότητας ο λογοτέχνης σμιλεύει την παράδοση, το χώρο και τον χρόνο, τη μνήμη και τις εμπειρίες, βιωμένες ή μεταφερμένες ως προφορική αλήθεια (συμπλέοντας μεταξύ εθίμου και μύθου) καθώς και την κριτική αναφορά στο παρόν και το μέλλον οικοδομώντας γέφυρες επικοινωνίας με το παρελθόν σε μία νοητά αδιάκοπη διεργασία συνεχειών πολυεπίπεδων μεταβολών και εναλλαγών, συγκρατώντας ωστόσο την οπτική εντός των πλαισίων ενός δεδομένου σκελετού οι εξωτερικές, (επιφανειακοί μετασχηματισμοί), δεσμεύσεις του οποίου, προσαρμοσμένες στην εκάστοτε εποχή αναγκών και προτεραιοτήτων, δεν αλλοιώνουν ούτε επενεργούν στην ουσία αυτού. Σε αυτό το πλαίσιο αναγνωρίζεται ο διακριτός ρόλος του λογοτέχνη όταν στρατευμένα στον ορίζοντα κατασκευής μίας νέας ανθρωποκεντρικής πραγματικότητας θέτει εαυτόν στην υπηρεσία του λόγου και της γλώσσης μετατρέποντας τα συνθετικά υλικά του παρόντος σε πυρίκαυστο κριτική των κακώς κειμένων που υπονομεύουν την ανθρώπινη αξιοπρέπεια ενώ συνάμα αντι-προτείνουν μία νέου τύπου οπτική θέασης των πραγμάτων υπερβαίνοντας τα κανονιστικά πλαίσια αποδοχής και αναγνώρισης αυτών.
Σε αυτό το σημείο υπεισέρχεται ο παράγοντας «ελευθερία έκφρασης». Στη νομική της μορφή η τελευταία δύναται να ανταποκριθεί στις επιβεβλημένες ανάγκες του ατόμου εντός του κοινωνικού σώματος όπως συμμετέχει ενεργά, μέσα από τους θεσμοθετημένους φορείς παραγωγής κυρίαρχου αφηγηματικού λόγου, στην αναπαραγωγή, μετάδοση και μετασχηματισμό της ανθρώπινης ανάγκης για επικοινωνία. Στη μορφή κατά την οποία επικυρώνεται φαινομενικά οικοδομεί τις απαραίτητες προϋποθέσεις ολοκληρωτικής ανάπτυξης του δρώντος υποκειμένου στα φανερά ή αθέατα όρια και πλαίσια του κοινωνικού όλου. Σε οποιαδήποτε μορφή κοινωνικής πραγματικότητας, υπό οποιονδήποτε μανδύα κι αν αυτή προβάλλεται, μέσω συναίνεσης ή επιβολής, η «ελευθερία της έκφρασης» προσαρμόζεται και είτε απαντά εξ ολοκλήρου στα θεσμικά πρότυπα αυτής είτε αναζητά εναλλακτικές διόδους μέσω των οποίων υπερβαίνει τα δεδομένα όπως διαμορφώσει τις δικές της αποκρίσεις λόγου και αποτύπωσης αυτού. Η «ελευθερία έκφρασης» όπως εδώ περιγράφεται απέχει παρασάγγας από την έννοια και την ταυτότητα της λογοτεχνίας. Εάν η τελευταία συνδέονταν αποκλειστικά με το νομικό πρόσωπο αυτής τότε θα είχε αυτό-καταργηθεί η ορολογία του λογοτέχνη καθώς δεν θα ήτο θεμιτή η παρέμβαση του διακριτά στα κοινωνικά δρώμενα και τον δημόσιο διάλογο όντας υποκαταστημένος από την αφηρημένη έννοια της «κοινωνίας πολιτών». Σε αυτή την ιδιάζουσα περίπτωση η «ελευθερία έκφρασης» δεν είναι τίποτα περισσότερο από μία κοινή πρακτική σύνθεσης των πολυεπίπεδων διεργασιών εντός του κοινωνικού σώματος επί της οποίας τα συμβαλλόμενα μέρη αναλαμβάνουν συνειδητά ή ασυνείδητα να μεταδώσουν τα κυοφορούμενα δεδομένα της πραγματικότητας όπως η τελευταία προωθείται και όχι όπως η υποκειμενική πρόσληψη την αναγνωρίζει και την ερμηνεύει. Με άλλα λόγια, είναι η συλλογική αντίληψη του κυρίαρχου λόγου που γνωστοποιεί την βιωμένη εμπειρία ως πραγματικότητα στα ενεργά μέλη του κοινωνικού οργανισμού και όχι το αντίστροφο.
Η αντίστροφη πορεία αφορά την υποκειμενική ερμηνεία της σχηματοποιημένης πραγματικότητας στον υπό διαρκή κατασκευή μικρόκοσμο των ανθρωπίνων πεπραγμένων. Επομένως, σε αυτή την περίπτωση, η «ελευθερία έκφρασης» δεν νοείται παρά ως μία φαινομενική ανεξαρτησία επιλογών οι οποίες μορφοποιούνται σε λόγο προκειμένου να επιβεβαιώσει το δρων υποκείμενο την αυτοτελή του παρουσία στα πεπραγμένα μίας προκαθορισμένης, ωστόσο, διεργασίας καθ’ όσον το θεσμικό πλαίσιο μέσω των κοινωνικών ρόλων μετασχηματίζει διαρκώς τα πρότυπα αποδοχής ώστε οι μικρόκοσμοι της «κοινωνίας των πολιτών» στην αφηρημένη της εκδοχή να αυτο-υπονομεύονται στην αδυναμία υλοποίησης των βαθύτερων επιθυμιών έως ότου επιστρέψουν στην προηγούμενη θέση, αυτή του κυρίαρχου αφηγηματικού λόγου στα επάλληλα επίπεδα των καθημερινών σκηνικών αλληλεπίδρασης στους μηχανισμούς εξουσίας (οικονομικής φύσεως κατά κύριο λόγο). Επομένως, σε καμία των περιπτώσεων η «ελευθερία έκφρασης» δεν σχετίζεται με τη λογοτεχνία. Είναι η πρώτη και αναγκαία ύλη μίας ψευδαίσθησης μαζικής συμμετοχής στον εθελούσιο παιχνίδι των συνειδήσεων ως ταύτιση του λόγου με την κοινωνική βάση αναπαραγωγής αυτού.
Εκείνο το οποίο αποτρέπει τον λογοτέχνη και κατ’ επέκταση τη λογοτεχνία από την μαζικοποιημένη αντιγραφή μίας ψυχαγωγικής εθελοντικής εργασίας η οποία αποκτά μέρισμα αξίας στα εμπορικά συμπλέγματα εκδοτικών οίκων και διαφημιστικών οργανισμών, δεν είναι η αναγνώριση της «ελευθερίας έκφρασης» (γιατί σε αυτή την περίπτωση μετερχόμαστε το πεδίο αναφοράς του κυρίαρχου αφηγηματικού λόγου ως προμετωπίδα μίας ατομικής ανάγκης εξωτερίκευσης όλων όσων εμπειρικά προσλαμβάνουμε στις καθημερινές συνδιαλλαγές) αλλά η αναγνώριση του «συντεταγμένου λόγου» ως κατ’ επαγγέλματος συγκρότηση της ταυτότητας και του ιδιαίτερου περιεχομένου του όρου «λογοτεχνία». Η τελευταία ευνουχίζεται στην διελκυστίνδα μίας διμέτωπης αντιπαράθεσης. Από τη μία πλευρά, εμφανίζεται ως «ελευθερία έκφρασης» νομικά κατοχυρωμένης και προέκταση αυτής η διασκεδαστική ενασχόληση στον «ελεύθερο χρόνο» του υποκειμένου. Και από την άλλη πλευρά, αποκτά μορφή και ουσιαστικό αντίκρισμα όταν αποκτήσει την επίσημη σφραγίδα των εκδοτικών οίκων εμπορευόμενοι εκείνοι τον παραγόμενο πνευματικό κάματο με όρους υποτέλειας και οικονομικής συνδιαλλαγής. Στην «ελεύθερη» (βλ. ασύδοτη και αδυσώπητη οικονομία) ο «λογοτέχνης» αυτο-προτάσσεται ως εμπόρευμα άνευ αξίας παρά μόνο ως χείρα πειραματικών αξιώσεων απ’ τους εμπόρους της αγοράς, μιας αγοράς βιβλίου η οποία συνδέει την εμπορικότητα με την επιφανειακή πρόσληψη της έκθεσης τόσο του ατόμου όσο και των χαρακτηριστικών αυτού στο ευμετάβλητο και εν πολλοίς κατασκευασμένο/κατευθυνόμενο αναγνωστικό κοινό. Επρόκειτο για την διαστολή των οικονομικών επιφανειών στην αυτοπροβολή της πνευματικής εργασίας. Είναι μία σχέση μονομερούς εκμετάλλευσης την οποία ενισχύουν συγκεκριμένοι φορείς του κοινωνικού οργανισμού όντας σε αγαστή συνεργασία με την επίδειξη χαρακτήρων και προσλαμβάνουσας επιβράβευσης μίας ματαιότητας φιλοδοξιών. Οι τελευταίες δεν λογίζεται ως φυσικό προϊόν του ανθρώπου αλλά ως επιτελούσα δύναμη ελέγχου επί των κανόνων επιφανειακής επιβίωσης.
Ο «λόγος και η ελεύθερη έκφραση αυτού» πρέπει να διαιρεθούν και να αποκολληθούν οριστικά από το σώμα της κοινωνικής ζωής. Στην αυτονόμησή του πρώτου και την αποστροφή της δεύτερης εντοπίζεται η απάντηση στην ολική αποσύνθεση της λογοτεχνίας όχι ως τέχνης του λόγου αλλά ως επαγγελματικής αναδιάταξης των εκπεφρασμένων αληθειών στη νοηματοδότηση των νέων προτύπων κοινωνικής συνεργασίας. Με άλλα λόγια, λογοτέχνης δεν είναι αυτός που απλώς εκφράζεται ελεύθερα. Λογοτέχνης ορίζεται ο πνευματικός άνθρωπος ο οποίος αφιερώνει συστηματικά χώρο και χρόνο για την μορφοποίηση καίριων ζητημάτων της πραγματικότητας σε λόγο εναλλακτικό (κριτική, ειρωνεία, αποδόμηση) μέσα απ’ τον οποίο δεν καταγγέλλει αλλά προτείνει, δεν κατεδαφίζει αλλά οικοδομεί τη νέου τύπου πραγματικότητα. Συνάμα, επαναξιολογεί το παρελθόν όχι στους ακαδημαϊκούς φορείς μίας κατευθυνόμενης ανάγνωσης του ιστορικού χρόνου αλλά εξετάζοντας και διευρύνοντας πρόσωπα, έργα και εποχές σε μία ανάληψη ευθύνης άνευ ιδεολογικών αποχρώσεων. Ο λογοτέχνης οφείλει να χαράξει αποστάσεις από το παρόν των κοινωνικών διαδικασιών και των ιδεολογικών συμφερόντων. Στην αυτονόμηση του ρόλου του θέτει ως επίκεντρο την αδιαπραγμάτευτη αξία του ανθρώπου ως μοναδικά υπεύθυνου για την πορεία των πραγμάτων. Επομένως, προτού αναλάβει την ανατομία της ανθρώπινης παρουσίας στα έργα του οφείλει να αναμετρηθεί με τον κυρίαρχο λόγο των προτύπων της κοινωνικής ανάγνωσης και των προεκτάσεων αυτών. Συντεταγμένος λόγος, στρατευμένη τέχνη στον ανθρώπινο παράγοντα με φόρμα εγγραφής την αυτονομία απ’ τα επίσημα προβεβλημένα μέσα «ελεύθερης έκφρασης», ο λογοτέχνης αναλαμβάνει την διεκδίκηση της αποστολής του. Την αναγνώρισή του ως εξ επαγγέλματος πολιτιστικού φορέα. Φορέα ο οποίος οφείλει να αναγνωρίζεται εκ των προτέρων για την παρουσία του στο δημόσιο λόγο στη βάση του ρόλου του και όχι των εκδοτικών κύκλων προβολής και διαφήμισης.
Σε αυτή την προβολή του συντεταγμένου και στρατευμένου λόγου ο λογοτέχνης επαναξιολογεί τη χρήση της γλώσσας ως μετασχηματιστικό παράγοντα σύνθεσης και αποσύνθεσης της νέας πραγματικότητας. Η εν λόγω πραγματικότητα επιδέχεται πειραματισμούς, μεταβολές και επαναλήψεις επιβεβαιωμένων προτύπων του παρελθόντος προσαρμοσμένων στις επιτακτικές ανάγκες του παρόντος χρόνου. Δεν απομυθοποιείται ωστόσο σε σχήματα δογματικών αναφορών. Αντίθετα, ο λογοτέχνης έχοντας υπερβεί το επίπεδο της «ελεύθερης έκφρασης» εμβαθύνει και καθοδηγεί το «λόγο» νέου τύπου στην επιμήκυνση των όρων κατασκευής της πρότυπης δομής ενδεδειγμένων αληθειών. Οι τελευταίες αναγνωρίζονται ως χάρτης προόδου και όχι ως παραδεδεγμένες μονομερείς συνθήκες ανάδειξης του εκάστοτε έργου. Με άλλα λόγια, το τρίπτυχο γλώσσα-εικόνα-θεματική μετατρέπονται σε ενιαίο λόγο κατευθυνόμενο απ’ τους στόχους των κατευθυντήριων αρχών τις οποίες οφείλει η λογοτεχνική ταυτότητα να υπηρετεί. Είναι η πορεία των πραγμάτων τέτοια στην οποία ο λογοτέχνης αναμετράται διαρκώς και αδιαλείπτως με την κοινωνική αφομοίωση και την αλλοτρίωση των εξωτερικών συνθέσεων μίας κεκαλυμμένης άρνησης. Για το λόγο αυτό, το βασικό του πλεονέκτημα η αυτονόμηση της γλώσσας και της εικονοποιίας επιτρέπει την αντιμετώπιση της διαπάλης ανάμεσα στην κοινωνική καταξίωση των ρόλων από τη μία πλευρά και την ολοκληρωτική αποξένωση του δρώντος υποκειμένου από την φύση των επιθυμιών του στην άλλη πλευρά. Μία εξέλιξη η οποία προκύπτει ως αναπόσπαστο τμήμα της αυτογνωσίας του δημιουργού έναντι του πνευματικού του έργου.
Αυτού του είδους η απόπειρα αυτογνωσίας ως εδραιωμένης κατάστασης υποκειμενικής ταυτοποίησης στόχων και μέσων ερμηνεύεται ως λογοτεχνία με τη γλώσσα να αποτελεί τον βασικό συντελεστή θεμελίωσης της νέας οπτικής των πραγμάτων.