Του Στάθη Κομνηνού //
Σημείωση : το κείμενο που ακολουθεί αποτελεί μικρό απόσπασμα από μεγάλη μελέτη μου στον συνθέτη Πέτρο Φιλανθίδη που συνοδεύεται από φιλοσοφικές θεωρήσεις επί διαφόρων θεμάτων. Μέρος της έχει δημοσιευθεί στο https://www.academia.edu/12368343/%85_bateau_ivre_ . Διατηρώ αθησαύριστο και ανέκδοτο αυτόγραφο του συνθέτη (η φωτογραφία που ενθέτω στο κείμενο δείχνει την πρώτη σελίδα της συνθέσεως και έχει χρονολογία σύνθεσης 1906) και με αφορμή αυτή την κτήση (…) προέκυψαν τα ακόλουθα και άλλα επ’ αυτού γραφόμενα.
Πολλά σημεία του κειμένου αυτονομούνται ώστε να διευκολύνεται ο στοχασμός επί επιμέρους (…) ζητημάτων (…). Αυτός και ο λόγος της σημερινής αποσπασματικής δημοσίευσης. Παρακαλώ το κείμενο που ακολουθεί να αντιμετωπιστεί αναγνωστικά ως … ροή μέθης που δεν λογαριάζει οιαδήποτε νόρμα, ευταξία ή καλλωπισμό. Πολιτεύεται γαρ στον Παρνασσό ξεμαλλιασμένο και, όντας πρώτα απ’ όλα ΣΩΜΑ, σφύζει από αίμα και μύες και εκζητεί μόνο ζωή και όχι γραφίδα και χαρτί… Άλλο που η μοίρα το τάζει ηγεμονικά σε μια κόλλα χαρτί και σε μαύρα στοιχεία που αποκρύπτουν το αίμα που προϋπήρχε στις φλέβες… Σ’ αυτό κρύβεται ένας εξαναγκασμός. Δεν θα τον ορίσω τώρα. Ούτε θα υποδείξω εντοπισμό του… Μολαταύτα θα έλεγα ότι ο Απόλλωνάς του μετασχηματίζεται σε Διόνυσο ο ίδιος. Να κάτι που δεν σκέφτηκε ίσως ο Νίτσε βάζοντας ένα ζεύγος αντί για έναν… μονοθεϊστικό Ιανό να δηλώσει καταστάσεις…
Το κείμενο σύρεται από το Θεό του. Ζωγρείται. Ζαγρέας γαρ εκείνος. Δεν ορίζει τον εαυτό του ή τουλάχιστον το προσπαθεί. Ζει στο φανερούμενο και αποπειράται να μιλήσει γι αυτό. Η αποκάλυψη είναι το ενδιαίτημά του. Τουλάχιστον αυτήν ποθεί. Ό,τι θεωρεί πως βλέπει, αυτό και καταγράφει. Αηδιάζει αν υποψιασθεί ότι μιλά από τη θέση μιας ιδιωτείας. Ελάχιστα ατομικά στοιχεία, απαραίτητα για την περιπολία στον… Παρνασσό.., τίθενται για να διευκολύνουν τη θέα σε κάτι ΠΕΡΑΝ της ατομικότητος. Δηλαδή η έκθεση μιας ιστορίας γίγνεται με σκοπό την υπεριστορία ή τουλάχιστον τη διαχρονία εν κόσμω.
Αν ήμουν πιστότερος στο δομικά ΑΓΡΑΦΟΝ της ζωής καμία λέξη από τις παρακάτω δεν θα είχε γραφτεί, το κείμενο δεν θα υπήρχε, η μέθη θα είχε εξαντληθεί εντός του φορέα της και πιθανόν έτσι, κατά πως υποτονθορύζει η λογική…, η ζωή να είχε καταπιεί τον εαυτό της δίχως να αφήνει σημάδι και ίχνος κανένα. Αυτή η απιστία, η προδοσία, όμως, στο ΑΓΡΑΦΟΝ βγάζει σε κοινοτική γιορτή και πανηγύρι όπου βρίθει το συνουσιάζεσθαι εν χαρά ή ασχημονεί, εν τέλει, στην ιερότητα μιας απόλυτης κοσμικής σιωπής που θα άρμοζε στο μέγεθος, στην τάξη και στην δομή του κόσμου ;… Ας είναι. Ευοίν ευάν !
ΣΤΑΘΗΣ ΚΟΜΝΗΝΟΣ
Άλλα από τα κείμενα για τα οποία ήδη έκανα λόγο είχαν κάποτε δημοσιευθεί σε περιοδικά κυρίως και τώρα πια θα είναι δυσεύρετα νομίζω. Άλλα είναι παντελώς αδημοσίευτα και κλεισμένα στα συρτάρια μου για χρόνια, τελώντας σε παντελή άπνοια. Σχεδόν, μάλιστα, μισολιωμένα. Αυτό το αδιάφορο θάψιμο είναι κάτι που με χαρακτηρίζει νομίζω. Με αφήνει έκθετο κι απροστάτευτο. Κυρίως δίχως μετοχές. Δίχως πονταρίσματα. Μού κόβει τους κάβους των προσδοκιών και με κάνει περισσότερο θάλασσα ή πλεούμενο παρά σάρκα. Με αφήνει να παραμένω παιδί. Να παίζω και να εγκαταλείπω στο τέλος τα παιχνίδια προς άγρα νέων αθυρμάτων για την πάντα διατακτική αύριο. Τόσο που κάποτε να νιώθω τύψεις σχεδόν για το άκομψο τής εγκατάλειψης. Ουσιαστικά, αν το καλοσκεφτώ, είμαι περισσότερο ερέθισμα παρά σχεδίασμα. Περισσότερο εκσπερμάτιση παρά προφύλαξη. Περισσότερο αυτάρκεια ή αυτοτέλεια παρά περιφορά και σουρτούκεμα. Περισσότερο ατερμάτιστος παρά κεφαλ[αι]οποιημένος. Αν δεν λαθεύω, η ΓΡΑΦΗ πρέπει να αρέσκεται σε τέτοιες συμπεριφορές. Σε τέτοιες στάσεις. Αισθάνομαι πως αντιπαθεί τους τοκιστές. Όσο για τους τοκογλύφους που την περιτριγυρίζουν και δείχνουν να την αλώνουν, δεν το συζητώ…σφαλώς, όποιος παρακολουθεί κάπως τις δημοσιεύσεις μου τον τελευταίο καιρό, συγκεκριμένα τον τελευταίο μήνα περίπου, θα έχει ήδη παρατηρήσει πως αφορούν σε παλαιότερα κείμενά μου. Αυτό συμβαίνει διότι άνοιξα, για προσωπικούς μου και …ιστορικούς λόγους, ένα μέρος τού αρχείου μου, απ’ όπου ξεπήδησαν αρκετά αδημοσίευτα κείμενα. Ομολογώ, μ’ έχει καταλάβει, τον τελευταίο καιρό ένα είδος παράξενης ταχυπαλμίας που δεν ξέρω που να αποδώσω. Νιώθω πως τρέχω ακόμη κι αλυσοδεμένος ! Και μάλιστα κατοστάρι !… Ελπίζω, μια και όσο να ’ναι αρκούντως δυσανασχετώ, να τελειώσει αυτό το στάδιο γρήγορα και να ξαναγυρίσω στην γνώριμή μου υπόγεια κατάσταση τής ψιλοβελονιάς που τόσο αγαπούσε ο Επίκουρος και οι τής Θηβαϊδας και τόσο θεραπευτικά θωπεύει το βελούδινο χέρι τής άροσης.
Το υλικό που υπάρχει είναι όντως μεγάλο. Και αν αφιερωνόμουν αποκλειστικά στην επεξεργασία και δημοσίευσή του θα έπρεπε να μην γράψω νέο κείμενο για τα επόμενα 2 χρόνια τουλάχιστον. Αισθάνομαι πως το οφείλω στον εαυτό μου και ακόμη περισσότερο στα ίδια τα θαμμένα μου κείμενα. Ωστόσο, δεν θα τους αφιερωθώ αποκλειστικά. Ελπίζω να διακονώ παραλλήλως και τα παλαιά και τα νέα, αν ζήσω, για τα επόμενα πέντε-δέκα χρόνια. Άλλωστε, και να θέλω να τηρήσω αποκλειστικότητες δεν μπορώ. Η ΓΡΑΦΗ είναι Κυρά κι αυτή προστάζει για το πού, πότε Το κείμενο, όμως, που δημοσιεύω σήμερα δεν είναι δικό μου ! Με αφορά μεν. Αφορά στην προσωπική μου ζωή, στα ενδιαφέροντά μου και στις ενασχολήσεις μου και κυρίως στην… ιστορία μου, ωστόσο δεν μού ανήκει. Είναι τού μουσικού ΠΕΤΡΟΥ ΦΙΛΑΝΘΙΔΗ. Και πρόκειται για μια ιδιόγραφη σύνθεσή του που βρίσκεται αποθησαυρισμένη στο συρτάρι μου. Τουλάχιστον για μια δεκαπενταετία. Ο λόγος που σήμερα προβαίνω στη δημοσίευση αυτής τής ιδιόγραφης σύνθεσης ενός πολύ σημαντικού συνθέτη, είναι, πλην των όσων προανέφερα, ο φόβος τής απώλειας τού χειρογράφου. Γι αυτόν ακριβώς το λόγο κάνω έκκληση σε κάθε λάτρη των Μουσών να με βοηθήσει, παρέχοντας, ουσιαστικά, βοήθεια στη διάσωση των αυτογράφων τού συνθέτη και, κατ’ επέκταση, διαφυλάσσοντας τη μουσική μας κληρονομιά. Εννοώ πως αναζητώ τον πλέον πρόσφορο κι εύστοχο τρόπο διαφύλαξης τού χειρογράφου και προσκαλώ οιονδήποτε γνωρίζει ποιος θα ήταν αυτός ή έχει, τελοσπάντων, κάποιες γόνιμες κι ενδιαφέρουσες ιδέες να έλθει σ’ επαφή μαζί μου ή να διαδώσει την αγωνία μου σε όσο το δυνατόν μεγαλύτερο κύκλο μπορεί. Φυσικά, θα το έπραττα και μόνος μου δίχως να βάζω σε κόπο κανέναν. Όμως, ο χρόνος για τη ΓΡΑΦΗ αποτελεί κύριο πιάτο και όπως φάνηκε από τα παραπάνω μού λείπει απελπιστικά. Πιθανόν, αν αφεθώ, γι ακόμη μια φορά…, μόνος, τότε να κάνουμε λόγο για το ίδιο θέμα τής διάσωσης τού χειρογράφου μετά άλλα δεκαπέντε έτη… Η ΓΡΑΦΗ, ξέρετε, σού υπενθυμίζει ολημερίς πως είσαι εκπρόθεσμος, σχεδόν ληγμένος ! Κι αυτό είναι κάτι που κατατρώει σπλάχνα. Η Γραφή ; Ίσως μέσα στη λέξη να κρύβονται οι ακριβέστερες άλλες όπως : η ζωή, το πυρ, η επιθυμία, η λύσσα, ο καταιγισμός, η πλημμύρα, το ανεπαρκές, τα φτερά, ο καρδιακός παλμός… Όλα τους εν ησυχία, εν τέλει. Ησυχία βρασμού.
Μόνον αυτά ; Όχι. Η ΓΡΑΦΗ έχει το προσόν να σε τραβά όπου εκείνη θέλει. Όχι όπου θέλεις εσύ. Δήθεν κάτοχος κάποιας σαφούς πρόθεσης, ενός υπερφυούς οράματος, τής εντέλειας κάποιου υπέροχου σχεδίου. Η κλήση γίνεται για να προσπαθήσεις, και να καταφέρεις ίσως, να αφεθείς. Να βγεις εκτός υπολογισμού. Να παίξεις, ας πούμε, … κβαντικά. Δηλαδή, υπάρχοντας διπλός και τρίδιπλος πάνω σε έναν άξονα και στον ίδιο χρόνο. Ισορροπώντας στην ανισορροπία. Μέσα στον ρειμάνειο γεωμετρικό κόσμο τής Γραφής. Εννοώ πως από τη μια ισορροπείς πάνω στη σύλληψή «σου» και από την άλλη εκτρέπεσαι, ανισορροπείς, στην απομάκρυνση απ’ αυτήν τη σύλληψη στους χώρους εκείνους που η λειτουργία τής ΓΡΑΦΗΣ έχει αποφασίσει να ορίσει. Κάποτε, μάλιστα, όπως έγραφα παλαιότερα σε μια σημείωσή μου, είναι ακριβώς η αντίθετη κίνηση (παντός είδους και προπαντός πάντοτε σωματικώς…) προς τη δηλωμένη συγγραφική επιθυμία που σε κάνει να καταφέρνεις να χτυπάς διάνα το στόχο. Μάλιστα, διάνα…ανύποπτα ουσιαστικά. Δηλαδή, μη μπορώντας καλά–καλά να τη δεις, να την προσδιορίσεις, να την ξέρεις. Μια «διάνα» που σε έσχατη ανάλυση δεν φαίνεται ! Ίσως είναι τελικά το ΓΕΓΟΝΟΣ ενός θέματος που το νυστέρι τής ΓΡΑΦΗΣ ορίζει με τρόπους απροσδόκητους στον γράφοντα. Καθώς δεν γίνεται να ξεφλουδίζουμε μόνοι μας τα γεγονότα. Τα ξεφλουδίζει η γραφική εκτροπή για μας και από εμάς. Εν τέλει δεν ορίζεις. Ορίζεσαι. Υπακούς σε κάθε είδους… σφήνα τής ΓΡΑΦΗΣ. Ειδικά σε τέτοιες συνθήκες… ταχυπαλμίας. Ταχυπαλμίας ; Είναι αυτή η σωστή λέξη ; Πιθανόν. Ωστόσο, προσφυής και η λέξη… βροχή. Ναι, βρέχει. Και μάλιστα καταρρακτωδώς. Και για να ακριβολογήσω, έβρεχε συνεχώς καταρρακτωδώς απ’ ό,τι θυμάμαι. Ίσως το ίδιο να συμβεί και στο μέλλον. Πάντως το παρόν αντιγράφει πιστά την παρελθοντική καταρρακτώδη υδατόπτωση. «Βροχή, βροχή ταξιδεύει πάνω απ’ τα κεφάλια μας», έλεγε ο Tranströmer στο ποίημά του «Σχέδιο του 1844», βροχή που επελαύνει πάνω στα κεφάλια μας παραφράζω εγώ, κι ο δικός μας ο Ελύτης «…και χορταίνεις χορταίνεις χορταίνεις βροχή». Και λόγω βροχής η πρόκληση τής ταχυπαλμίας να ανταποκριθείς στην πρόσκληση να γίνεις μουσκίδι. Και δεν αποφεύγω, έτσι, να σκεφτώ : μια ιδιότητα τής βροχής πρέπει να είναι ότι ανεβάζει την …πίεση, ότι προκαλεί ταχυπαλμία.
Βροχή ; Μα δεν εννοώ άλλο από όλα αυτά τα κύματα ιδεών, πόθων, ενασχολήσεων, πεδίων, ενδιαφερόντων, συναντήσεων, γνωριμιών, που απ’ όσο θυμάμαι τον εαυτό μου με τραβούν διαμελίζοντάς με, ως πάντοτε οφείλει να πράττει η ΓΡΑΦΗ, στα τέσσερα σημεία τού ορίζοντα. Εξ ου και η… ταχυπαλμία. Αφού, πόσον ορίζοντα να προφτάσει να γευθεί κανείς ; Πόσον να προλάβει ; Πόσο πιστός να φανεί σε κάθε σημείο του ; Πόσες κουρές να κάνει ομνύοντας στις μοναδικότητες που ορίζει το σταυρικό σχήμα του ; Βρέχει. Βρέχει πολύ. Τουλάχιστον για μένα. Και δεν συνηθίζω να κρατώ αλεξίβροχο. Αφήστε που φορώ, μονοφόρι, ένα κοντομάνικο κι αυτό φθαρμένο. Μουσκεμένος μέχρι το κόκκαλο. Παπί.
Κοιτώ το αυτόγραφο τού Πέτρου Φιλανθίδη. Από απόσταση πια. Απόσταση από την αλλοτινή Πράξη, το αλλοτινό Σώμα, την τοτινή ιδέα, τον αλλοτινό πόθο, την παλαιά αφοσίωση. Έχω περίεργα ξεμακρύνει πια. Η γειτονιά σου που την ξαναβλέπεις γυρνώντας από πολύχρονη ξενιτιά. Το πρόσωπο τής ερωμένης σου μετά από ακαταμέτρητο χρόνο απουσίας. Το χώμα που πάνω του στήνονταν τα παιδικά σου θαύματα και τώρα μια αστική χωροταξία τα εκμεταλλεύεται. Είπαμε : η ΓΡΑΦΗ (ας μην ξεχνούμε τις προαναφερθείσες συνδηλώσεις…) τραβά, σύρει, διαμελίζει, ωθεί σε κύλισμα… Και ο Γραφιάς είναι Γραφιάς αν υπάρχει εθισμένος στις βαλίτσες, όπως ο Ακριθάκης. Σε αλυσίδες, μάλιστα, βαλιτσών και σ’ όλα τα δυνατά χρώματα και τις αποχρώσεις τους. Με προτιμητέο περισσότερο το ερυθρό.
Αφιέρωσα στη μουσική σπουδή μια δεκαετία μου. Στη μουσικολογική έρευνα, τα ασθματικά μεσοδιαστήματα μεταξύ των κατακλυσμιαίων βροχοπτώσεων. Κοιτώ τώρα το ανασυρμένο αυτόγραφο, και πάνω του διακρίνω θλίψεις μου, αποτυχίες, νύχτες μου έμφλογες, δρόμους αποφασισμένους, λογιών ασφυξίες θανάτου, ανεπίστροφες βουλήσεις, που σε μια στιγμή ακυρώθηκαν με το φλοίσβισμα άλλων ονείρων. Πού βρίσκονται όλα αυτά ; Πού πήγαν ; Πώς έτυχε να τα ξανασυναντώ, πάνω στην ιδιόγραφη αυτή μουσική σύνθεση από τον παλιό και προσφιλή μου συνθέτη ; Γιατί οφείλω τώρα να συνομιλήσω μαζί τους ; Γιατί, προπαντός, πρέπει μέσω ενός χειρογράφου, που σηματοδοτεί για μένα μια προσωπική απομάκρυνσή μου, να κάνω λόγο για τη ΓΡΑΦΗ; Τι σόι μυστήρια είναι τούτα ; Πώς συντελείται η άμπωτη και η παλίρροια των γεγονότων, τής ζωής, των ΑΡΜΟΝΙΩΝ τού βίου μας ; Πόσο περισσότερο θολά μπορούν να γίνουν τα σημεία των εγκαταλείψεων, των θανάτων, των διαδρομών ; Γιατί όλοι αυτοί οι μυστηριώδεις κύκλοι που κλείνουν και ξανακλείνουν για να ξανανοίξουν κλεινόμενοι κι ελεύθεροι ; Γιατί και πώς έλαχε σε μένα η ενοχλητική (;), διακεκριμένη (;), αγχωτική (;) μοίρα να πέσει στα χέρια μου το καρδιογράφημα τής Πράξης ενός ανθρώπου, που έστω και γνώριμός μου, έχω πολλά χρόνια και να τον σκεφτώ καν ; Στα χέρια… Και τι είναι χέρια ; Εκμαγεία ; Ένας απρόβλεπτος κίνδυνος ; Ο κίνδυνος ; Αποδημητικά πουλιά ; Σβηστά καντήλια ; Αρχειοθέτες κυμάτων ; Συσσωρευτές Αυγούστων ; Πρόσωπα συμπαθητικά και μυστηριώδεις ταυτότητες ; Διαλαλητές γυμνοί ; Φιλοχρήματοι που περιφέρονται σ’ αρχιερατικές αυλές ; Απλοί προδότες ; Ακάλυπτοι εξομολογούμενοι ; Ναυλωμένα καράβια από την τύρβη ; Πολλά. Πάρα πολλά. Και εν τέλει πρέπει να έχει δίκιο η Αγ. Γραφή όταν δηλώνει πως «φοβερόν το εμπεσείν εις χείρας…». Ναι, κυρίως αυτό : ένας φοβερός κίνδυνος.
Μπαίνω, αναγκαστικά, μολαταύτα, σε σκέψεις. Άλλωστε, κάθε συμβάν προς τα εκεί ωθεί. Για εκεί ρέπει. Αυτό υποσημαίνει. Αυτό διεκδικεί να μας κάνει να συλλογιστούμε : το ευρύτερο που φιλοξενείται στην αγκαλιά των σχετικών μεγεθών. Το ασάλευτο μέσα στη ροή. Το ακύμαντο μέσα στην πελαγοδρομία. Άρα, με αφορμή την εύρεση τού χειρογράφου, τι να σημαίνει πίπτειν ; Ακόμη περισσότερο, τι να σημαίνει πίπτειν εις χείρας ; Αφού, δεν είναι ίδια και θα ’ταν ολίσθημα να τα ταυτίσει κανείς. Τι σημαίνει ευρίσκειν ; Τι σημαίνει δεσμός ; Τι είδους δεσμός είναι αυτός μεταξύ τού πίπτειν εις χείρας και τού ευρίσκειν ; Γιατί συνδέθηκα πια με τέτοιους δεσμούς με τον Πέτρο Φιλανθίδη ; Ποιος… ντετερμινισμός οδήγησε τα βήματά μου στην ανακάλυψη ενός αποξεχασμένου χειρογράφου–πειστηρίου τού ανθρώπινου είναι ; Βρέθηκα στο μέρος τής λησμονιάς που το ζέσταινε, το κλώσαγε, σκοπεύοντας άλλα πράγματα και εξήλθα μ’ αυτό στα χέρια. Που δεκαπέντε χρόνια αργότερα έμελλε να χρησιμοποιηθεί για να συντελεσθεί ένα Γεγονός Γραφής, μια σκέψη, ένα αίσθημα, ένα απόσχισμα φωτός ! Τα γραπτά, ως φαίνεται, ξέρουν να περιμένουν. Είναι οι μύστες των αναμονών. Αφού είναι προφανές πως από τη μεριά τού χειρογράφου προκύπτουν δύο περίοδοι αναμονών : η μια απ’ όταν η ΓΡΑΦΗ ξεχύθηκε πυρίκαυστη πάνω στο λευκό χαρτί και το χάραξε το 1906 έως ότου έπεσε το σμιλεμένο αυτό χαρτί στα χέρια μου το 1999 περίπου. Η δεύτερη αναμονή : όλο το από τότε χρονικό διάστημα μέχρι σήμερα. Με την επιπρόσθετη, όμως, και βάναυση κακοπάθειά του στα χρόνια μεταξύ 2010 έως τον Δεκέμβριο τού 2014, όταν για πολλοστή φορά έμπαινα στην ταλαιπωρία μιας ακόμη μετακόμισης και οδηγούσα στην αναγκαστική ομότροπη ταλαιπωρία και το ίδιο το χειρόγραφο ! Οφείλω να πω, ειδικά γι αυτή τη δεύτερη αναμονή, ότι η προσμονή και η υπομονή τού χειρογράφου και τής ανθρώπινης ενέργειας που πάνω του δεξιωνόταν, δεν ήταν μόνο ιώβεια και εκπληκτική, αλλά και συντελείτο κάτω από τις πλέον άθλιες συνθήκες. Τις πλέον αντίξοες. Τις πλέον αχάριστες. Κυριολεκτικά. Δεν τις περιγράφω εδώ, αν και θα άξιζε γι αυτή τούτη τη δύναμη που κρύβει η διάθεση να αποτυπωθείς. Ας επιστρατεύσει όμως τη φαντασία του ο αναγνώστης και ας πολλαπλασιάσει το χείριστο με τον πολλαπλασιαστή τής αρεσκείας του. Εν τούτοις το χειρόγραφο ήταν μονίμως εκεί. Για να γεννηθεί τώρα η ερώτηση : Μήπως για να γίνω εγώ εδώ ; Μα επιτέλους, τι σόι μυστήρια είναι τούτα ;
Προφανώς, εκτός από μύστες είναι και πεισματάρικα τα χειρόγραφα, σκληραγωγημένοι αθλητές, παντός καιρού οντότητες και ευπροσάρμοστες στο περι–βάλλον υπάρξεις. Κι έτσι, είναι ολοφάνερο απ’ αυτό το παράδειγμα πως η ενέργεια τού ανθρωπίνου είναι αρνείται να υποταχθεί, να υποκύψει, να συνθηκολογήσει, συμπαρασύροντας σ’ αυτή της τη μοίρα και την ίδια την ύλη, που πάνω στο πανάγιο άρμα της κάποτε φιλοξενήθηκε. Και η ενέργεια αυτή μπορεί, υπό μία έννοια και θέαση, υπό μια προσανατολισμένη παρατήρηση, να λεχθεί, να ορισθεί, ως γραφική. Ο άνθρωπος είναι γράφειν/γράφεσθαι. Γενικώς. Πολυτρόπως. Και αφού το γράφειν φανερώνεται ανυπότακτο, βούλεται την ανυποταξία στη φθορά, όπως οι μοίρες των χειρογράφων συμμαρτυρούν, θα πρέπει, συνεπώς, το ΓΡΑΦΕΙΝ να σημαίνει ένα πράγμα : απόλυτο αίτημα αθανασίας. Κι αν όντως έτσι έχουν τα πράγματα, τότε το συμπέρασμα είναι ένα : η ριζική ανθρώπινη επιθυμία, που δηλώνεται για μια ακόμη φορά τώρα με τον τρόπο τού γράφειν, είναι η αθανασία. Κι αν αυτό είναι το υπόρρητο αίτημα τής Γραφής, τότε κάθε υποστολή αυτού τού αιτήματος μέσω μιας πλαστογραφημένης και ψευδεπίγραφης ταπεινοφροσύνης και… φυσικότητας, που αρέσκεται στη μείωση των μεγεθών εξαιτίας τού πυγμαίου αναστήματός της, συνιστά μια μικροαστική και αστική παραχάραξη. Άλλωστε είναι γενικά γνωστοί οι δύο αυτοί διαβόητοι παραχαράκτες. Κοντολογίς, αν έτσι έχουν τα πράγματα, τότε προκύπτει πως το δημιουργείν είναι το ανθρώπινο είναι. Ως φαίνεται, η διάθεση να είσαι διαθέσιμος, η διάθεση στη διαθεσιμότητα, που παραπάνω θίξαμε, σε ανταμείβει με άνοιγμα, διεύρυνση, σκέψεις, αισθήσεις και εγκυρότερες θεάσεις τής πραγματικότητας, που σε άλλη περίπτωση θα διάβαινες δίπλα της ως γνωστός ενδεχομένως, όμως όχι ως μέτοχος. Ως παράλληλη ευθεία, όχι όμως τεμνόμενη.
Ας αποδεχτούμε λοιπόν την πρόσκληση για το συμπόσιο με τη διάθεση να πιούμε όσο περισσότερο κρασί γίνεται. Διατυπώσαμε τρεις ερωτήσεις. Για το πίπτειν (με την επιπρόσθετη εξειδίκευση τού πίπτειν εις χείρας), το ευρίσκειν, και το δεσμό. Ας αναρωτηθούμε ακόρεστα, λοιπόν, μεθοκοπώντας με στοχασμό : το ευρίσκειν υποδηλώνει το αποκαλύπτεσθαι και πιθανόν λιγότερο το αποκαλύπτειν ; Και σε ποιο βαθμό μπορούμε να μιλήσουμε για ταύτιση των δύο όρων : ευρίσκειν/αποκαλύπτειν ; Εννοώ, δηλαδή, πως η ανακάλυψη δεν είναι άλλο από μια συνεπής αιτιοκρατία που δομήθηκε πάνω και με τα βήματα των επιλογών και των δρόμων μας ή κάτι που απροσδόκητα σε καταφθάνει δίχως κάτι να προλειαίνει το έδαφος ; Μπορούν να υπάρξουν σαφώς κεχωρισμένα αυτά ; Είναι ρεαλιστική η θέαση που τα απαιτεί διακριτά ; Πάλι, μήπως το πραγματικό ΓΕΓΟΝΟΣ είναι μια σύμμιξις των δύο ; Ουσιαστικά, έχουμε να κάνουμε με μιαν απρόβλεπτη αιτιακή αλυσίδα (οι εθισμένοι στη φιλοσοφία κατανοούν σε τι αναφέρομαι) ή με μιαν ιδιότυπη ποιητική νομοτέλεια ; Πόσο και τι είδους παρεκκλίνειν από την …λογική πορεία μπορεί να δικαιολογήσει η εμφάνεια ενός αποκαλύπτεσθαι ; Πόσος και τι είδους προκαθορισμός μπορεί να δικαιολογηθεί από ένα αιτιοκρατικό ευρίσκειν ; Ο κόσμος, τελικά, και οτιδήποτε άλλο (…) ανακαλύπτεται ή αποκαλύπτεται ; Συλλογίζομαι πως σε έσχατη ανάλυση το γεγονός τού ευρίσκειν είναι ένα γεγονός παραφοράς, μανικότητας. Οι άξονές του είναι άκρως ενδιαφέροντες : από τη μια ο βιασμός. Ναι, ο βιασμός. Καθότι κάθε εύρεση και κάθε ευρεθέν μάς δεσμεύει, μάς απολιθώνει, μάς μονοπωλεί, μάς εκτρέπει από τους προεπιλεγμένους μας δρόμους και μάς βιάζει με την παρουσία του, με αυτό τούτο το γεγονός τής συνάντησης. Άλλωστε, οι συναντήσεις έχουν εκ φύσεως ένα χαρακτήρα βιασμού. Δεν αφήνεται αλώβητο και ανεπηρέαστο το υποκείμενο. Υφίσταται αλλοίωση. Παντός είδους. Όπως παντός είδους, εννοώ καλός και κακός, είναι και ο βιασμός. Και αν έτσι, τότε κείται πέραν ίσως τής ηθικής το γεγονός του. Αν στοχαστεί νηφαλιότερα κανείς θα αντιληφθεί πως το ευρίσκειν τι ή το υφίστασθαι-Αποκάλυψη (είτε με μικρό είτε κεφαλαίο άλφα…) ουσιαστικά σημαίνει πως είμαστε τα υποκείμενα που υφίστανται βιασμό, και βέβαια που με τη σειρά τους βιάζουν (καθότι είμαστε ενεργούντα, δρώντα πρόσωπα, με βούληση και… «ελευθερία» στάσεων), αφού άλλωστε τα αγαθά –η βασιλεία των ουρανών π.χ.– βιάζονται και αρπάζονται/κατακτούνται. Αλλότριες δυνάμεις ασκούνται πάνω μας με την πρόθεση να μάς εκτρέψουν. Να παραμορφώσουν, να αλλοιώσουν, να αλλάξουν την πορεία μας. Ένα πολύ ενδεικτικό παράδειγμα τού τι εννοώ είναι η σκηνή από την εξαιρετική ταινία 21 Γραμμάρια τού Guillermo Arriaga που ο καρδιοπαθής Πωλ εξομολογείται τον έρωτά του στην κυριολεκτικά χαροκαμένη Κριστίνα. Ο ολότελα βίαιος (εξ ου και ο βιασμός) χαρακτήρας τής Αποκάλυψης φαίνεται, μεταξύ άλλων, στα λόγια τής Κριστίνας : «Δεν μπορείς να εμφανίζεσαι ξαφνικά…και να …λες. Δεν μπορείς !» (η παχυγραφία και πλαγιογράφηση δικές μου). Φυσικά, καμία Αποκάλυψη και κανένα Ευρίσκειν δεν μπορεί να συγκρατηθεί. Αυτή, άλλωστε, είναι και η ΤΑΞΗ τού κόσμου. Η Τάξη των συναντήσεων, διασταυρώσεων, αλληλεπιδράσεων, αλληλοεισχωρήσεων, αφού ο κόσμος είναι δομημένος στη ΣΧΕΣΗ και η σχέση συντελείεται, ενεργείται, μεταξύ προσωπικών υποκειμένων. Το Ευρίσκειν-Αποκαλύπτειν αδιαφορεί τόσο για την επίδρασή του πάνω στον δέκτη του, μια και οφείλει να δηλωθεί, να φανεί, να επιπέσει, να αλλοιώσει, όσο και για την μέχρι τη στιγμή τής Αποκάλυψης κατάστασή του, την οποία αντιπαρέρχεται επιδεικτικά. Ο πολεμικός (ο οποίος μάλιστα παρουσιάζεται υπό τα κατηγορήματα τού πατρικού, γεννητορικού) ηρακλείτειος λόγος και ο, υπό μία συνάδουσα μ’ αυτά οπτική, εμπεδόκλειος λόγος τού Νείκους (που κάλλιστα θα μπορούσε να μάς οδηγήσουν σε αναστοχασμό τής θεώρησης αυτών των ενορμήσεων, με βάση τη «φυσικότητα» τού βιασμού…) μπορεί στον ορίζοντα που θέτουν οι παραπάνω σκέψεις να προσλάβει έναν πιο βαθύ ίσως χαρακτήρα, οπωσδήποτε όμως κάπως πιο συγκεκριμένο. Φυσικά, η οπτική που ενδιαφέρει εδώ είναι αυτή τού ενός σκέλους τής δυάδας τού Ακραγαντίνου, – τού Νείκους δηλαδή. Ο Εμπεδοκλής θεωρώ πως πλαντάζει περισσότερο από τον παρμενίδειο ενισμό παρά από τον ηρακλείτειο πλουραλισμό, αν τελικά μπορεί να προσγραφεί αυτός ο όρος στην ηρακλείτεια φιλοσοφία. Ο Ακραγαντίνος νιώθει να κόβονται ευκαιρίες πραγμάτωσης μες στη μονάδα, ευκαιρίες που ήδη έχει βιώσει και καλούν να τις ονοματίσει. Μολαταύτα, και για να είμαστε ακριβείς, όταν ο Εφέσιος ομιλεί περί τής πατρότητος πάντων και ονομάζει φυσικό τους πατέρα τον πόλεμο, είναι σχεδόν τόσο μονιστής όσο και οποιοσδήποτε οπαδός τού πλέον αυστηρού μονοθεϊσμού. Ωστόσο, θεωρώ πως ακόμη και το αρμονικό και φιλόξενο μεταβολών και εύφορων καταστροφών εμπεδόκλειο ζεύγος δεν είναι ο έσχατος λόγος περί πραγματικότητας. Κρίνω πως και τα δύο, η φιλότητα και το νείκος, δηλαδή στα καθ’ ημάς η συγγραφική (ή άλλη…) εξακολούθηση ενός δρόμου και η παρέκκλιση απ’ αυτόν, προβάλλονται πάνω σε ένα πιο βαθύ επίπεδο, σε μιαν άλλην αρχή. Εκείνη τής θεοείκελης ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ που αφορά στην τελείωση, ολοκλήρωση, σωτηρία τού όντος. Στο σώον αυτού. Κι εδώ εμπλέκεται το ζήτημα τής βουλήσεως. Εννοώ πως με φόντο την Ελευθερία, που άλλο δεν σημαίνει από ουσιαστική αναστολή, αποσάθρωση, αφλογιστία κάποιου σκέλους τής δυάδας ή ακόμη και των δύο (!), αναιρείται η απολυταρχική νομοτέλεια τού εμπεδόκλειου ζεύγους, η καταναγκαστικότητά του αν θέλετε, και προβάλλει η αίρεση, το αιρείσθαι, η δύναμη κάποιου που θέλει να μην ακολουθήσει την ευκαιρία των αποδομήσεων (Νείκους) ή να μη θελήσει την επίσης ευκαιρία των αναδομήσεων (Φιλότης) και να ενεργήσει αντίθετα από τη νομοτέλεια του ζεύγους, αποδεικνύοντας το ανενεργό και εκμηδενισμένο. Εννοώ πως η απόφασή μου να μπω στην περιπέτεια τής συγγραφής τού Φιλανθίδη, τη στιγμή που πορεύομαι σε άλλους συγγραφικούς δρόμους και παρεκκλίνω για χάρη του, δεν μπορεί να θεωρηθεί άφευκτα καταναγκαστική. Κι αν έτσι, τότε προκύπτουν δυο τινά : 1ον πως η Ελευθερία (όση και όπως αν θεωρηθεί…) είναι ουσιαστικά αυτή που διακρατεί το εμπεδόκλειο ζεύγος και τις προσωκρατικές αρμονίες και 2ον πως ο βιασμός ενέχει, στην περίπτωση αυτή, και θέλω να το τονίσω αυτό στις εξηλιθιωμένες μέρες που ζούμε, την άνεση τής συγκατάθεσης, δηλαδή ουσιαστικά ακυρώνεται από την προθετικότητα και τη διάθεση. Έτσι δεν σύρομαι δέσμιος να υπακούσω τα προσωκρατικά ζεύγη, όσο ΦΥΣΙΚΑ κι αν είναι (που βεβαίως είναι…), αλλά παρεμβαίνω δραστικά αναλαμβάνοντας εξ ολοκλήρου την ευθύνη για την απόρριψη των ευκαιριών, των ταξιδιών που αποκλίνουν, των οδικών παρεκκλίσεων και τής ζωοποιού ευκαιρίας για ΕΞΟΔΟ που όλα αυτά δείχνουν να προσφέρουν. Εννοώ, με άλλα λόγια, πως εν τέλει τα παντός είδους κείμενα, τα ευρισκόμενα πτώματα, που κείνται μονίμως επί κάτινος (ύλης και στη συνέχεια επί τινος αχθοφόρου αυτών…), είναι αφορμές εκτροπών από τη λογής συγγραφική πρόθεση (ας θυμηθούμε πως οντολογικώς ο άνθρωπος είναι συγγραφή, είναι (συγ)γράφειν…) για χάρη και δόξα τής ίδιας τής ζωής, δηλαδή τής Ελευθερίας. Και αν αληθεύουν, συνταυτιζόμενα, συσσωματούμενα, με τη Ζωή-Ελευθερία, τότε αυτό μπορεί να αποδειχθεί από το πόσο δεξιωτές αντινομίας είναι. Από το πόσο είναι προδότες των τίτλων τους. Από το πόσο απροκαθόριστα ολισθαίνουν από τους αρχικούς σχεδιασμούς. Δηλαδή, από το πόσο ΑΝΟΙΚΤΑ είναι εν τέλει, καθώς ΑΝΟΙΧΤΟΣ και μόνον είναι ο ισοκράτης τους : η Ζωή-Ελευθερία. Εκεί, στην λελογισμένη εκτροπή – ιδού μια περικαλλής σχοινοβασία–, αποβαίνουν αληθινά ζώντα ! Τα κείμενα δεν γράφονται κυρίως κατά σχεδιασμό και πρόθεση. Γράφονται κυρίως κατά εκτροπή και ολίσθημα. Αφού άλλωστε αυτές είναι οι πραγματικές τους αιτίες. Ακόμη περισσότερο που έχουν ως γενέθλια χώρα τους τη αφετηριακή εκτροπή που χαρίζει μια Εύρεση. Ο Φιλανθίδης εξελίσσεται σε φιλοσοφικό δοκίμιο, άσχετα από την αρχική συγγραφική πρόθεση τής απλής φιλολογικής παρουσίασης ενός χειρογράφου, διότι το γονιδιακό του υλικό ΕΙΝΑΙ η εκτροπή που χαρίστηκε με την Εύρεση των αυτογράφων. Ο καλός ταξιδιώτης ΠΑΝΤΑ δεν έχει σαφή, αμετακίνητο και προκαθορισμένο προορισμό. Να μια ασκούριαστη αλήθεια.
Από την οπτική αυτή τού βιασμού, τού παρεμβατισμού, τής ριζικής βιαιότητας τού Ευρίσκειν-Αποκαλύπτειν δεν απομακρύνεται ούτε κεραία ο ευαγγελικός λόγος, που μοιάζει όχι μόνο να συνηγορεί με τους προσωκρατικούς και να τους συνεχίζει, αλλά και να καθιερώνει, μ’ όλη τη σημασία τής λέξης, το γεγονός αυτό, υπόρρητα δηλώνοντας το φόντο Ελευθερίας για το οποίο μόλις κάναμε λόγο. Μάλιστα, είναι και αυτός που θα δώσει τη συνέχεια στη μελέτη μας αναφορικά με την έκθεση των προφανών (φαινομενολογικώς) άλλων αξόνων τού Αποκαλύπτεσθαι-Ευρίσκειν. Είναι συχνή η εξής ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ που περιγράφουν τα Ευαγγέλια και συγκεκριμένα ο συνοπτικός Ματθαίος : «Πάλιν ομοία εστίν η βασιλεία των ουρανών θησαυρώ κεκρυμμένω εν τω αγρώ, ον ευρών άνθρωπος έκρυψε, και από τής χαράς αυτού υπάγει και πάντα όσα έχει πωλεί και αγοράζει τον αγρόν εκείνον.» (βλ. Ματθ. ιγ΄ 44), φυσικά οι πλαγιογραφήσεις δικές μου. Τα ευρήματα, ως φαίνεται, βιάζουν τους ευρετές τους !
Εδώ, στην ευαγγελική αυτή περικοπή, υπάρχουν κυριολεκτικά τα πάντα. Με πληρότητα. Τόση, που λίγο να βλέπει κανείς κατανοεί πως η θέαση είναι πληρέστερη, συνθετότερη και εκρηκτικότερη από εκείνη των δυο Τιτάνων προσωκρατικών.
Α) Το Επέκεινα, που ωστόσο φανερώνεται, ενεργείται, και σχετίζεται με την ενθαδικότητα και δεν είναι καισαρικά αποκομμένο απ’ αυτήν. Άρα, έχουμε, με την ευαγγελική αυτή εισβολή, ΔΥΟ, τουλάχιστον, κόσμους, ΔΥΟ διαστάσεις, σχεδόν δηλαδή μια ενδεχομενική κβαντική Πραγματικότητα, που απομακρύνεται δρομαία από μονιστικές αντιλήψεις. Θεωρώ δε, πως αυτό ακριβώς ήταν το στένεμα που ένιωθε ο Εμπεδοκλής από τους οντολογικούς μονισμούς, όταν θέλησε και επεδίωξε να στήσει τις δυαρχικές κοσμολογικές/οντολογικές του θεάσεις. Μάλιστα, αν θα μπορούσε να ειπωθεί το επίθετο εγκοσμιοκρατικός για εκείνες τις πολεμικές και βίαιες φιλοσοφικές θεάσεις των Ηράκλειτου-Εμπεδοκλή σχετικά με το κοσμικό φαινόμενο, εδώ έχουμε μια θέαση που τραβά στα άκρα και εμπλέκει την Υπερβατικότητα σ’ αυτό τούτο το γεγονός τού βιασμού. Το αρχικό ρήμα με το οποίο εισάγεται ουσιαστικά ο ευαγγελικός εξεικονισμός είναι το «ωμοιώθη»(που, άλλωστε, λίγο παραπάνω το διατυπώνει σαφώς ο ευαγγελιστής, βλ. ιγ΄24), αφού «ομοία εστίν…». Το ρήμα αυτό είναι κυριολεκτικά θησαυρός. Όχι μόνο διασώζει μέσα του το Γεγονός τής Τέχνης, φτάνει απλά να θυμηθούμε τις αρχαιοελληνικές απόψεις περί μιμήσεως ως τρόπου τού ενεργείν τής Τέχνης, αλλά απομακρύνει τις απολυτοποιημένες εκείνες θεωρήσεις που θα παρείχαν ένα σκληρυμένο και δύσκαμπτο οντολογικό μοντέλο, εισαγάγοντας την σωτήρια εκείνη (κοσμολογική-οντολογική-ανθρωπολογική και εν τέλει σωτηριώδη…) απόσταση τού ωσεί, τού ΣΑΝ, του… παραπλησίου (όρος δύσχρηστος χριστολογικά που ο Παύλος μετέρχεται), που είναι ίσως κάθε ομοίωση. Δηλαδή, και επεκτείνοντας το κείμενο, είναι-σαν …να βιάζουμε και να μάς βιάζουν, να βρίσκουμε, να μάς βρίσκουν. Χωρίς μ’ αυτό, ωστόσο, να υποδηλώνω ή να υποδηλώνεται ακόμη περισσότερο από το ίδιο το ευαγγελικό κείμενο κάποιος δοκητισμός, άπαγε, στον ρεαλισμό των γεγονότων και τής πραγματικότητας, ούτε και κάποιος… σαβελιανισμός στις προσωπικές υποστάσεις των όντων. Η γλώσσα είναι και οφείλει τελικά να είναι παραβολική, αλληγορική. Η Πραγματικότητα ανασαίνει, δεν ασφυκτιά σε μονολιθικότητες. Γι αυτό, όλη η φόρτιση, αρνητική και θετική, που ενδεχομένως να υπήρχε από το ολίσθημα να ταυτιστούν τα σημαίνοντα με τα σημαινόμενα, αποφορτίζεται έξοχα και προπαντός δημιουργικά. Με άλλα λόγια, υπάρχει πιθανότατα μια άλλη γλώσσα (μια γλώσσα… «αγγέλων»..) για μια άλλη άλεκτη, προς το παρόν, Πραγματικότητα, που εμείς ωστόσο δεν χρησιμοποιούμε και αντ’ αυτής επιστρατεύουμε τους όρους βιασμός, εύρεση, αποκάλυψη και ούτω καθεξής για να περι-γράψουμε την διπλή Πραγματικότητα, ενθάδε και επέκεινα.
Β) Το τυχαίο, απροσδόκητο και απροϋπόθετο τού ευρίσκειν-αποκαλύπτειν (χωρίς να αποσιωπώ τη μέση και παθητική φωνή των ρημάτων…). Εδώ υπεμφαίνεται το εγγενώς εξωτερικό τής Εύρεσης-Αποκάλυψης, ό,τι συνηθίζουμε να αποκαλούμε Αντικειμενικό. Δηλαδή, ότι σε έσχατη ανάλυση το ΕΥΡΙΣΚΕΙΝ δεν ορίζεται από τις προθέσεις τού υποκειμένου για να συμβεί, όμως εξαρτάται από τη ΔΙΑΘΕΣΙΜΟΤΗΤΑ του σε ανατροπές, που έτσι κι αλλιώς υπαινίσσονται οι Αποκαλύψεις-Ευρέσεις. Ο προβληματισμός μας ίσαμε τώρα έχει σταθεί στο σημείο αυτό. Δεν μπορώ να κάνω λόγο όμως για ντετερμινισμό ή τυχαιότητα, για σαφή αιτιακή αλυσίδα ή για ολοκληρωτική μη προβλεψιμότητα τού γεγονότος τής Εύρεσης-Αποκάλυψης. Έθεσα, παραπάνω, ερωτήματα. Που από μόνο τους υποδηλώνουν θεάσεις τού κοσμικού γίγνεσθαι. Δεν μπορώ, ωστόσο, να είμαι ακόμη βέβαιος αν… προσκαλούμε με τις προσωπικές μας ενέργειες τις Αποκαλύψεις-Ευρέσεις ή αν εκείνες μάς προσκαλούν. Αν εγώ, δηλαδή, προσκαλώ το χειρόγραφο Φιλανθίδη με τη σπουδή μου τής ελληνικής μουσικής και την εμφάνισή μου σε συγκεκριμένο χώρο που τυγχάνει να βρίσκεται κι αυτό ή αν, άσχετα μ’ αυτήν τη σπουδή και την εμφάνισή μου σε ειδικό χώρο, το χειρόγραφο θα περιερχόταν άφευκτα στα χέρια μου. Λέω, με άλλα λόγια, πως κανείς, ούτε και το ευαγγελικό κείμενο, μπήκε στον κόπο να μάς εξηγήσει τί γύρευε εκείνος ο άνθρωπος στον αγρό, γιατί και πώς είχε πάει εκεί και τι ζητούσε σε ξένα, κυριολεκτικά, χωράφια. Μήπως, μεταξύ άλλων, δηλώνεται πως η Εύρεση-Αποκάλυψη επισυμβαίνει αποκλειστικά επί τού αλλοτρίου ; Πάντως, η βούλησή του, παράνομη κι ένθερμη ως φαίνεται, περί τού σκάπτειν και η διάθεσή του για εκπλήξεις προλειαίνουν τα Γεγονότα των Αποκαλύψεων και ενισχύουν αιτιοκρατικές αντιλήψεις και αποτιμήσεις. Και κάνω λόγο περί παρανομίας, διότι ο αγρός δεν τού ανήκει (τον αποκτά μετά, έχοντας προηγουμένως κάνει βίαια εκστατικές ενέργειες και κινήσεις), όμως αυτός ΔΕΝ ΔΙΣΤΑΖΕΙ (είναι απ’ όλες τις πλευρές, ως βλέπουμε, ανήθικη και ανηθικολογική η κατάσταση τού Ευρίσκειν-Αποκαλύπτειν), ακολουθώντας τον πόθο του, να μπει σε πολυειδείς περιπέτειες (και με τον νόμο και με την ανεξέλεγκτη έκπληξη…) και να κατευθυνθεί εκεί που νομίζει πως κάτι μπορεί ίσως να βρεθεί, περιφρονώντας κάθε κοινωνική σύμβαση. Άλλωστε, αυτός ο αντικονφορμισμός είναι μια τακτική επωδός στα Ευαγγέλια, που τη δεξιώνονται φιλόστοργα και από την οποία φρόντισε επιμελώς, κάποτε, να απαλλαγεί έντεχνα το εκκλησιαστικό σώμα.
Γ) Το παθείν, που φαίνεται να υφίσταται το ευρετικό υποκείμενο. Όπως εγώ παράτησα συγκεκριμένη συγγραφική εργασία αυτόν τον καιρό για να αχθοφορήσω το χειρόγραφο Φιλανθίδη, μπήκα δηλαδή σε μια περιπέτεια απ’ την οποία παθαίνω (όπως πάντα συμβαίνει με τις αχθοφορίες) κουράζομαι, επιφορτίζομαι κλπ, πετώντας από το παράθυρο, έστω και προσωρινά, άλλες μου επιθυμίες ή υποχρεώσεις, έτσι και ο ανώνυμος ευαγγελικός σκαφτιάς (μια που δεν νομίζω να βρισκόταν σε κοινή θέα ο θησαυρός!) ή ο καταπατητής και διερευνητής (στην περίπτωση που δεν ήταν κάτω από το χώμα ο θησαυρός, αλλά σε κάποιο μέρος επί τής επιφάνειας τού εδάφους) τού ξένου αγρού (όλη η εδώ τοπολογία είναι μια έμμεση κοσμολογική-ανθρωπολογική-οντολογική αναφορά), απεμπολεί κάθε σταθερότητα και ιδιοκτησία, κάθε οικοδομή και τακτοποίησή του, που στο παρελθόν είχε καταφέρει, παθαίνοντας τώρα μεταβολή, υφιστάμενος τι, συρόμενος-αγώμενος προς τι, προκειμένου να χειρισθεί το ίδιο το γεγονός τής Αποκάλυψης και το Προϊόν της, το εκάστοτε εύρημά της δηλαδή, που ο ρόλος του είναι να λειτουργεί ως άλλοθι, κυριολεκτικά. Γι αυτό και το αλλού τού παρόντος μου κειμένου. Ο γόνιμος εξοστρακισμός του. Η …αποκλίνουσα συμπεριφορά του.
Δ) Η πριν την Αποκάλυψη-Εύρεση κατάστασή του, η οποία παθαίνει, εν τω άμα τής Αποκάλυψης-Εύρεσης, αλλοιώσεις και ενδεχομένως πλήττεται (βίαια, βάναυσα…). Πολλές φορές θανάσιμα, ανεπιστρεπτί. Είναι σαφές μ’ αυτό πως όποιος επιθυμεί Αποκαλύψεις και Ευρέσεις θα πρέπει να δεχθεί, παράλληλα, και τις αλλοιώσεις τής κατάστασης στην οποία ευρίσκεται στο εκάστοτε νυν. Φυσικά, όσοι πιστοί και… σθεναροί προσέλθετε. Αφού, ως προκύπτει από το κείμενο, κάθε συμβατική, κομφορμιστική συμπεριφορά, η οποία αρέσκεται σε σταθερότητες, κεφαλαιοποιήσεις, αποταμιεύσεις, επισωρεύσεις, και νευρωτικές εγκολπώσεις, αποκηρύσσεται σιωπηρά. Πρέπει να έχεις διάθεση δολοφονική των κεκτημένων για να αξιωθείς Ευρέσεις και να απολαύσεις Αποκαλύψεις και να ανοίξεις πανιά στο πλοίο εκτροπής που αυτές οι δυο διαφεντεύουν. Η απαρέγκλιτες πορείες κηρύσσονται μιζέρια και η σφαγή προαπαιτούμενο για ούριο άνεμο.
Ε) Η νυν εκστατική κατάσταση, η κατάσταση αλλοφρονισμού, που προκαλεί το Ευρίσκειν-Αποκαλύπτειν : «…από τής χαράς αυτού…». Αυτή η παράμετρος, μολονότι διονυσιακού χαρακτήρα, δεν ανήλθε καν στο νου των δυο προσωκρατικών Τιτάνων. Εννοώ πως πέρα από τη σύμμιξη ή τη ριζική αντινομία των πόλων τού κοσμικού φαινομένου, αν δεχτούμε φυσικά πως τέτοια υφίσταται οντολογικά, δεν συμπεριελήφθη πρώτον η κατηγορία τής έκστασης και τής αντιμετάθεσης και αλληλοπεριχώρησης των αντινομικών πόλων, με φόντο πάντα τη σωτηριολογία. Για να γίνω πιο διευκρινιστικός : δεν δηλώνεται πόσο Ευρίσκειν εαυτόν, δηλαδή Φιλότητα, εντοπίζουμε όταν χάνουμε (δηλαδή Νείκος, δηλαδή Φιλότητα στο Νείκος και αντιστρόφως), όταν απορρίπτουμε (με συγκεκριμένο τρόπο και σε συγκεκριμένο χρόνο) εαυτόν και πόση απώλεια όταν τον κρατούμε δέσμιο σε έναν απόλυτου χαρακτήρα υποκειμενικό εγκλεισμό, που συχνά χαρακτηρίζουμε εύρεση ή αυτοπραγμάτωση. Τι χάνω και πόσο χάνομαι, δηλαδή, όταν εκτρέπομαι από την υποκειμενικότητα των «συγγραφικών» μου επιλογών στο κείμενο-(βίαιη)συνάντηση Φιλανθίδη. Αυτό δεν μπορεί να βρει, για μια ακόμη φορά, καλύτερη αρχετυπική έκφραση και εξεικονισμό από το ευαγγελικό (προτρεπτικό !…) λόγιο : «ο ευρών την ψυχήν αυτού απολέσει αυτήν, και ο απολέσας την ψυχήν αυτού [ένεκεν εμού] ευρήσει αυτήν» (βλ. Ματθ. ι΄39). Η κληροδοσία κατατέθηκε λοιπόν. Οι ανδρείοι των Ευρετικών Απωλειών ας προσέλθουν και οι δειλοί των Απολλύμενων Ευρέσεων ας προέλθουν. Ακόλουθος τής ευαγγελικής προτροπής, την ίδια κάνω κι εγώ σήμερα προς κάθε αληθινά επίδοξο συγγραφέα. Αφήνω, για τώρα, ασχολίαστη τη θεμελιώδη κατηγορία ΕΝΕΚΕΝ, που εκ φύσεως υπάρχει και οφείλει να υπάρχει τόσο σε κάθε Εύρεση όσο και σε ΚΑΘΕ Απώλεια, λέγοντας όμως μόνο πως δεν μπορούν αυτές να συμβαίνουν χωρίς εσχατολογικό ή τελεολογικό βάθος. Αυτό, δηλαδή, που κεντρίζει τη ΒΟΥΛΗΣΗ να επιλέξει τις πορείες που θα ακολουθήσει προς τη μια ή την άλλην κατεύθυνση, την κατεύθυνση απωλείας-εύρεσης, είναι ΠΑΝΤΑ ένα ένεκεν. Στην προκειμένη «φιλολογική» μας περίπτωση το ένεκεν είναι, πέρα από την επιθυμία βεβαίως διάσωσης τής δημιουργικής ενέργειας τού Φιλανθίδη, η επιθυμία τής παντοειδούς Απώλειας προσωπικού προσανατολισμού και δρόμου ένεκεν τού καθόλα ευσεβούς ονείρου μιάς όποιας αποκαλυπτικής Έκπληξης. Το παρόν γραφόμενο κείμενο, ΑΣΧΕΤΑ τής όποιας αξίας του, είναι μια ζώσα ΑΠΟΔΕΙΞΗ τόσο τής ύπαρξης αυτών των εκπλήξεων όσο και τής άφευκτης πραγμάτωσής τους δια τής οδού τής απωλείας και ακόμη τής ακεραίωσης τού δοσμένου προσωπικού χαρακτήρα που δεν υφίσταται ουσιαστικά απώλεια, για την οποία θα κάνουμε λόγο λίγο παρακάτω. Κοντολογίς, πιστεύω πως όποιος επιθυμεί να εισέλθει ειλικρινά στην πυριφλεγή διαδικασία τού γράφειν/γράφεσθαι, οφείλει όχι μόνο να γνωρίζει πως η ΓΡΑΦΗ επέρχεται μετά από συνειδητές απώλειες των συνειδητών μας προθέσεων, που συμβαίνουν άσχετα με τη βούλησή μας, αλλά και να επιδιώκει συνειδητά αυτές τις απώλειες αφήνοντας τες ελεύθερες να τον επισκεφθούν, αφού δηλώνει βουλητικά διαθέσιμος στην εκτροπή, ή αν θέλετε ακριβέστερα στη συνάντηση τής πλέον κατάδικής του μοίρας, τού πλέον προσωπικού του προσανατολισμού, που συμβαίνει πλειστάκις να μάς είναι άδηλος και άγνωστος κι ωστόσο να βαδίζουμε πάνω του χωρίς ακόμη όμως περιλαμπή φωτισμό, τον οποίο θα πρέπει να αναμένουμε έξωθεν. Ιδού η συνηγορία στα ανωτέρω τής ακόλουθης ευαγγελικής περικοπής : «…ιδόντες δε τον αστέρα εχάρησαν χαράν μεγάλην σφόδρα» (βλ. Ματθ. β΄10), όπου τονίζω ολότελα εμφατικά εκείνο το σφόδρα, που δικαιολογεί το άνευ ορίων που αυτοδικαίως δηλώνεται με την αληθή εκστατικότητα. Οι Μάγοι είναι οδεύοντες-επί-σκοπού, ωστόσο εισέτι πλανώμενοι. Μόνο με την έξωθεν Αποκάλυψη-Εύρεση συναντούν τον πόθο τους. Αρκεί να είναι διαθέσιμοι να υπακούσουν, να σταθμίσουν, και κυρίως να ΠΕΙΣΘΟΥΝ. Φυσικά, για να μπει κανείς στη διαδικασία εκτροπής, να μπει στην περιπέτεια να βουληθεί να χαθεί, θα πρέπει ως εχέφρων και με (αυτο)κριτική διάθεση κινούμενος να έχει κεφάλαιο (όπως οι Μάγοι) να διαθέσει, να χάσει, να εκτρέψει. Δεν γίνεται να διατεθείς προς απώλεια προσφέροντας έναν κενό εαυτό. Έναν εαυτό που δεν θα έχει ήδη χαράξει πορεία και δεν θα έχει αποκτήσει, από τις επισταθμίες αυτής τής πορείας, «καλές πραμάτειες». Όχι πως αυτό δεν συμβαίνει και πως είναι κάτι ανήθικο ή και ανόητο να διαθέσεις το κενό προς απώλεια. Και συμβαίνει και γίνεται και τίποτε δεν αποκλείει να σε δεχθεί το …σύστημα Ευρεσαπώλειας και να βγεις μάλιστα και κεφαλαιούχος. Αφού, άλλωστε, πλείστες είναι στην παγκόσμια λογοτεχνία και ιστορία οι περιπτώσεις ακαλλιέργητων Ευρέσεων με αρχετυπική για εμάς, ακόμη μια φορά, την ακόλουθη ευαγγελική, προς επίρρωση των ανωτέρω, στους «άσχετους» ποιμένες, οι οποίοι δεν όδευαν-προς για να δυνηθούν να εκτραπούν, αλλά «βρίσκονταν» ασχέτως και αμερίμνως : «…ευαγγελίζομαι υμίν χαράν μεγάλην…» (βλ. Λουκ. β΄10). Είναι προφανές πως οι Ποιμένες δεν είναι οδεύοντες-επί-σκοπού αλλά ευρισκόμενοι-εν-στάση. Όμως, αυτό που θέλω να τονίσω είναι πως με μια τέτοια «παραβατική» κίνηση δεν εκπληρώνονται οι όροι τού παιχνιδιού, με άκρως πιθανή έτσι την παντελή αφλογιστία τους. Οφείλεις να έχεις για να χάσεις, για να χαθείς. Και μ’ αυτό ήδη υποδηλώνω πως η απώλεια μπορεί, ουσιαστικά, να είναι ένας, κατά το μάλλον ή ήττον, ευφημισμός, ή ένα απλό έστω λέξημα, αφού είναι ήδη ενταγμένη, ως θεωρία και πράξη, στον τρόπο σου πρόσληψης τού κόσμου και συνεπώς, μη χάνοντας κάτι από τον τρόπο αυτόν, ακολουθείς με συνέπεια την κοσμοθεώρησή σου. Με άλλα λόγια, δεν νοιάζεσαι που χάνεις ή έχασες, ούτε ιδρώνει και τόσο τ΄ αυτάκι σου και, συνεπώς, δεν μπορεί να γίνει λόγος για το πιθανό …άλγος που δήθεν αναπόδραστα επιφέρουν οι απώλειες. Που στο κάτω-κάτω μπορεί να είναι και ανακουφιστικές και επουλωτικές. Θέλω να πω πως κάτι, εν τέλει, μέσα σου κρατιέται ανώλεθρο, μη απολλύμενο, που σού δημιουργεί αίσθημα Ειρήνης, ανοικτής αυτάρκειας, απαρασάλευτης σταθερότητας, μονιμότητας ακόμη (!) τού γεγονότος τής Εύρεσης, όπως υπεμφαίνει, άλλωστε, η ευαγγελική εντολή. Μιλώ για ένα γεγονός ΠΙΣΤΗΣ πως Ο,ΤΙ συμβαίνει διατηρεί το δοσμένο μας Προσωπικό χαρακτήρα ολόκληρο, πλήρη, ακεραιωμένο, σώο, και το καλωσορίζουμε αλήτικα διαθέσιμοι στη δεξίωσή του. Δεν επεκτείνομαι περισσότερο. Οι σιγουριές δεν γράφονται. Ούτε διδάσκονται. Ούτε και περιγράφονται. Απλά και μόνο βιώνονται και είναι δοσμένες. Φυσικά. Όποιος δεν τις έχει ή δεν τις βλέπει καλύτερα να αυτοεξετασθεί με νηφαλιότητα και απροκατάληπτα. Θα τού εμφανισθούν εν τω άμα. Θα τού δηλωθούν σάρκινα οικείες.