Γράφει ο Βαγγέλης Κοκκάρης // *
Σταυρούπολη, Ηλιούπολη, Πολίχνη. Εκεί που τώρα υψώνονται πολυκατοικίες, κάποτε εκτεινόταν τσαΐρια, δηλαδή χωράφια, τα οποία ποτίστηκαν από τον έρωτα των ανθρώπων. Αυτά ακριβώς τα χωράφια-και μάλιστα όχι μόνο των δυτικών συνοικιών-δικαιώνει η ποίηση του Ντίνου Χριστιανόπουλου.
Η πρώτη μου επαφή με την ποίηση του Χριστιανόπουλου ήταν γύρω στο γυμνάσιο/λύκειο όταν διάβασα ένα ποίημα του, το οποίο μιλούσε για έναν πυροσβέστη, αναφέροντας πως αυτοί που είναι δουλειά τους να σβήνουν τις φωτιές, ανάβουν τις μεγαλύτερες. Στα εφηβικά μου μάτια, η αμεσότητα, καθώς και η ειλικρίνεια του ποιήματος, λειτούργησαν σαν μαγνήτης. Και δεν είναι καθόλου μικρό πράγμα ένας ποιητής να τραβήξει σαν μαγνήτης την προσοχή ενός μέσου εφήβου (οι λόγοι πολλοί, γνωστοί και δυσάρεστοι).
Αυτή, λοιπόν, η αμεσότητα και η ειλικρίνεια αποτελεί στα χέρια του μεγάλου Θεσσαλονικιού ποιητή ένα υπερόπλο, το οποίο πάντα θα κερδίζει όσους και όσες τον διαβάζουν με ανοιχτή την ψυχή τους, διότι, ο Χριστιανόπουλος ποτέ του δεν φοβήθηκε, ούτε και κρύφτηκε για το οτιδήποτε. Αντίθετα, απέδειξε ότι η θεωρία μπορεί-και οφείλει-να γίνει πράξη.
Αρκεί κανείς να σκεφτεί πως μέσα σε μια συντηρητικότατη ελληνική κοινωνία μιλάει ανοιχτά για την ομοφυλοφιλία, για τις σεξουαλικές πρακτικές, για το σεξ με ένα λεξιλόγιο απόλυτα ειλικρινές, τολμηρό και ανθρώπινο, αθωώνοντας τον μηχανισμό απ’ τον οποίο συνεχίζεται η ύπαρξη του είδους μας, δηλαδή την καύλα. Μάλιστα, δεν θα πρέπει να λησμονεί κανείς πως ο τόνος για το παραπάνω ποτέ δεν πέφτει στην παγίδα της χυδαιότητας, όντας πάντα πέρα για πέρα ειλικρινής.
Επιπλέον, κάτι ακόμη που θα πρέπει να έχει κανείς υπ’ όψιν του είναι η θέση της Θεσσαλονίκης μέσα στην ποίηση του Ντίνου Χριστιανόπουλου. Συγκεκριμένα, η πόλη (με τη γεωγραφία του κατοίκου της) αποτελεί (ίσως και τη μοναδική) πρωταγωνίστρια των ποιημάτων του, καθώς λειτουργεί όχι σαν ένα απλό φόντο για τα ποιήματα, αλλά σαν ένα χωράφι που ποτίζεται από έρωτα και ποίηση. Ποτίζεται ξανά και ξανά. Ποτίζεται από το 1952 ως τις μέρες μας, για να αναχθεί σε ένα παγκόσμιο χωράφι καυλωμένων ανθρώπων, οι οποίοι επιτέλους παύουν ναι είναι Ελπίνορες, αλλά γίνονται όντα παθιασμένα.
Η δύναμη, λοιπόν, της ποίησης του Χριστιανόπουλου έγκειται στο γεγονός ότι όποιος και όποια διαβάζει τα ποιήματα του χωρίς σεμνοτυφία θα αισθανθεί και πάλι έφηβος, σαν να είναι στην αρχή της ζωής του. Και αυτό, λοιπόν, αποτελεί το όπλο με το οποίο ο Χριστιανόπουλος ήδη έχει γκρεμίσει και θα συνεχίζει για πολλά πολλά πολλά πολλά χρόνια ακόμη να γκρεμίζει κάθε είδους γυάλα, πλένοντας με νυχτερινό φως και τα πιο ειλικρινή υλικά, την ύπαρξη των καυλωμένων ανθρώπων.
Κλείνοντας, λοιπόν, συμπεραίνουμε πως πέρα από τις πολλές αναλύσεις και την αμιγώς φιλολογική μελέτη που μπορεί και θα πρέπει να γίνεται πάνω στην ποίηση του Ντίνου Χριστιανόπουλου η πλευρά εκείνη που πρώτη από όλες τον καθιστά έναν από τους μεγαλύτερους νεοέλληνες ποιητές είναι η αμεσότητα και η ειλικρίνεια του. Πράγμα που επιβεβαιώνεται και με τον πιο απλό από όλους τους τρόπους, δηλαδή με το να αναρωτηθούμε αν έχουμε ποτέ βαρεθεί διαβάζοντας έστω και ένα από τα ποιήματά του.
* Ο Βαγγέλης Κοκκάρης (Θεσ/νικη 1996) είναι απόφοιτος του τμήματος Φιλολογίας του ΑΠΘ. Ποιήματά του έχουν δημοσιευθεί ηλεκτρονικά στη Θράκα, στα Αδέσποτα, στη Bibliotheque, στο Μονόκλ, στον Χάρτη, καθώς και στο Φρέαρ.