Γράφει η Άννα Ρω //
Η πεζογραφία που αναπτύχτηκε τη χρονική περίοδο 1920 -1940 ως διάδοχος μορφή της προηγούμενης πεζογραφικής παρουσίας από τους συγγραφείς της γενιάς του 1880, χαρακτηρίζεται αρχικά από τη σταδιακή απόσυγκόλληση της από τον προγενέστερο πεζογραφικό κόσμο και εν τέλει την εν βάθει ανανέωσή της σε άλλες φόρμες και θεματικές.
Η νέα γενιά της εποχής εκείνης καλείται να επιβιώσει δια μέσου πυρός και σιδήρου εξαιτίας του πρώτου παγκόσμιου πόλεμου. Η κατάρρευση της Μεγάλης ιδέας και η Μικρασιατική καταστροφή, διαμορφώνουν νέες ιδέες και προξενούν μια ανασύσταση στην υπάρχουσα ατμόσφαιρα του πνευματικού χώρου. Δημιουργείται ένα κίνημα νέων συγγραφέων με πρωτοφανή για την εποχή εξωστρέφεια και οραματισμό, που θέτει μέσω των έργων του ζητήματα τα οποία είναι επιστεγασμένα από με μια στέρεη βαθύτητα.
Η νέα αυτή λογοτεχνική έκφραση είναι ο παραπόταμος ενός τεράστιου σχηματισμού ποταμών που πηγάζει από τις συνέπειες του πολέμου και τροφοδοτείται από διάφορα ευρωπαϊκά ρεύματα όπως του ντανταϊσμού και του υπερρεαλισμού.
Οι συνιστώσες ενός λογοτεχνικού έργου μεταβάλλονται. Η ρεαλιστική ηθογραφία ως άξονας της ροής των θεμάτων και χάραξης των χαρακτήρων εκπίπτει, και μαζί της καταρρέει ο στενός κλοιός στα όρια του οποίου ήταν εγκλωβισμένη η ελληνική πεζογραφική παραγωγή.
Ένα έργο οφείλει να είναι εξωστρεφές και να βρίσκεται σε συνεχή αλληλεπίδραση με τα υπόλοιπα λογοτεχνικά έργα για να καταστεί ένα αληθινό έργο τέχνης, λέει ο Γιώργος Θεοτοκάς μεταξύ άλλων στο χαρακτηρισμένο πολλάκις, ως μανιφέστο της γενιάς του `30, «Ελεύθερο πνεύμα». Ένα σημαντικό δοκίμιο, στις σελίδες του οποίου, ο Γ. Θεοτοκάς σφυροκοπά την κατεστημένη θέση της πεζογραφίας, κρίνει τα υφιστάμενα ρεύματα των νεοεμφανιζόμενων λογοτεχνών και προτρέπει σε μια αφύπνιση.
Μεταφέροντας τη ρύση του Stefan Zweig, «αυτή η φτερωτή λέξη ποιητής»1 στο κείμενό του ως προμετωπίδα, επισημαίνει την ανάγκη της υπερβατικότητας από την επιφανειακή θέα του ρεαλισμού σε μια ενδοσκόπηση ψυχής που καθιστά τη γραφή ένα μέσο αποκάλυψης της ζωής.
Παρόλα αυτά η γενιά του `30 δεν πραγματοποίησε την τομή στη λογοτεχνική παράδοση με απόλυτη ταυτοποίηση ιδεών, μορφών, αναζητήσεων, προβληματισμών ούτε προσκολλήθηκε στον καθοδηγητικό ρόλο του Θεοτοκά. Η ανανέωση πραγματοποιήθηκε με ποικιλότητα και αναβάθμισε το επίπεδο της ελληνικής πεζογραφικής συγκομιδής.
Μέσα από αυτή την ανομοιογένεια αναδείχτηκαν συγγραφείς που το έργο τους έχει αφήσει βαθύ αποτύπωμα στην ελληνική λογοτεχνία.
Το διήγημα αντικαθίσταται από μεγαλύτερες φόρμες και το μυθιστόρημα γίνεται το κυριότερο πεζογραφικό είδος. Η ανθρώπινη υπόσταση έχει ατομική θέση στο κοινωνικό γίγνεσθαι και ακτινοσκοπείται έως τον «μυελό» της, οι γεωγραφικοί τόποι μετατοπίζονται από την επαρχιακή περιφέρεια προς τα αστικά τοπία, η θεματική αντλείται από τα κοινωνικά στρώματα, και το έργο των πεζογράφων στοχεύει στην ανάδειξη των προβλημάτων της εποχής τους, μέσα από τη σκοπιά και την προσέγγιση των χαρακτήρων που πλάθουν.
Η εσωτερικότητα, η διεισδυτική ματιά, οι νέες αφηγηματικές τεχνικές, η πολυεδρική πλοκή, ο μοντερνισμός, η καθιέρωση μιας ενιαίας δημοτικής γλώσσας, η ερμηνεία της κοινωνικής πραγματικότητας αλλά και οι υπαρξιακές – φιλοσοφικές αναζητήσεις είναι τα νέα χαρακτηριστικά που εισάγονται.
Βασικότεροι εκπρόσωποι των πεζογράφων της γενιάς του `30, ανεξάρτητα από την κατεύθυνση που ακολούθησαν είναι οι: Ηλίας Βενέζης, Στρατής Μυριβήλης, Κοσμάς Πολίτης, Άγγελος Τερζάκης, Γιώργος Θεοτοκάς, Μέλπω Αξιώτη, Γιάννης Σκαρίμπας, Θράσος Καστανάκης, Θανάσης Πετσάλης, Λιλίκα Νάκου, Αρκάδιος Λευκός, Μ Καραγάτσης, Γουλιέλμος Άμποτ, Τάσος Αθανασιάδης.
Αυτοί οι νεωτεριστές της ελληνικής πεζογραφίας έδωσαν σημαντικό έργο που προσθέτει τη δική του αξία στον πλούτο των ελληνικών γραμμάτων. Άφησαν μια σημαντική παρακαταθήκη στους μεταγενέστερους συγγραφείς, σχημάτισαν αντιλήψεις στη συνείδηση των αναγνωστών τους, και παρόλο που πλησιάζει το τέλος του πρώτου αιώνα από την εμφάνισή τους το έργο τους πρωτοστατεί στις ελληνικές βιβλιοθήκες και όχι μόνο.
Αντί επιλόγου:
Συγγραφέας, σου λέει ο άλλος! Που δεν είχες γράμματα από προσωπικότητες να σου λένε το ένα και τ’ άλλο, επαίνους φυσικά. Δεν είχες τα λεγόμενα “κατάλοιπα”, δεν έχεις κληρονόμους, να σε τυπώνουν μετά θάνατον. Δηλαδή φύλακες πιστοί της μνήμης σου, των θησαυρών του μυαλού σου. Και τα λοιπά. Δεν είχες τίποτα. Τι θα μπορείς να γίνεις όταν δεν θα είσαι πια άνθρωπος; Τίποτα το εγκόσμιο. Ένα μικρό μαμουνάτο στην ακρογιαλιά, απολιθωμένο, που θα το βρει τυχαία κανένα παιδί…2
Αν η Μέλπω Αξιώτη μιλούσε δια μέσου της Κάδμως ποιος είναι ο δικός μας ρόλος σήμερα;
______________
- Απόσπασμα από το δοκίμιο «Ελεύθερο πνεύμα», Σελ.42
- Απόσπασπα από το έργο «Κάδμω» της Μέλπως Αξιώτη