Quantcast
Channel: Δοκίμιο • Fractal
Viewing all articles
Browse latest Browse all 627

Συνύπαρξη Ελεγειακού και Σατυρικού Στοιχείου στα Ποιήματα: «Μικρή Ασυμφωνία εις Α Μείζον» και «Σταδιοδρομία του Καρυωτάκη και Άλλων Ποιητών της Γενιάς του ’20 – Καρυωτακισμός- Σύγκριση της Ποιητικής Έκφρασης Καρυωτάκη και Ουράνη

$
0
0
Γράφει η Μαρία Καντάνη //

 

 

Στη συλλογή Ελεγεία και Σάτιρες  της ώριμης συγγραφικής  γραφής  του Καρυωτάκη, η ποιητική φωνή μεταλλάσσεται, αποκτά νέα έκφραση. Γίνεται περισσότερο κοινωνική.[1] Αγγίζει  πτυχές της καθημερινής ζωής, ασκεί κριτική στην αστική τάξη, θίγει την αντιπαράθεση μεταξύ του φαίνεσθαι και του είναι. Στην απορία που διατυπώνει η Χριστίνα Ντουνιά σχετικά με το «Τι μεσολάβησε και η ποίηση του Καρυωτάκη, από λυρική, ελεγειακή και χαμηλόφωνη, έγινε, χωρίς να αποβάλει τη μουσική της υπόσταση, τραγική, ρεαλιστική και εντέλει ανατρεπτική»[2], η απάντηση που δίνεται επιβεβαιώνει τις παραπάνω διατυπώσεις:

 

 

 

«Η δημοσιοϋπαλληλία, η σύφιλη, τα συναισθηματικά αδιέξοδα, η σοβαρή μαθητεία του στην περιοχή της ευρωπαϊκής και της εγχώριας ποίησης είναι στοιχεία προσωπικής ιστορίας που βρίσκουν τον τρόπο να μετουσιωθούν σε ένα έργο εξαιρετικής δραστικότητας, επειδή οι ρίζες τους απλώνονται στο συγκρουσιακό ιδεολογικό υπέδαφος του καιρού του: […]»[3]

Για τον Λεοντάρη ο Καρυωτάκης θεωρήθηκε «κοινωνικός ποιητής»[4], αφού κατάφερε και «ένωσε τις άκρες των δυο τάσεων, προκαλώντας την τρομερή ηλεκτρική κένωση στο σώμα της λογοτεχνίας μας»[5] και με την αναφορά του αυτή, ίσως σκέφτονταν αυτό που εξέφρασε εναργέστερα ο Mario Vitti ότι «τα Ελεγεία είναι χαμηλόφωνα δίχως να απομακρύνονται από την παράδοση που καθιερώθηκε στην καλή ποίηση της εποχής […]αναγγέλλονται θέματα και τόνοι που θα αναπτυχθούν στις Σάτιρες».[6] Η αίσθηση της ολότητας της συλλογής αποδίδεται στην συνύπαρξη του ελεγειακού και σατιρικού στοιχείου και στον τρόπο με τον οποίο η Ελεγεία προετοιμάζει θεματικά το έδαφος[7] για τις Σάτιρες «που συμβαίνει η αναστάτωση της ποιητικής γλώσσας».[8]

Τα ποιήματα «Μικρή ασυμφωνία εις Α μείζον»[9] και «Σταδιοδρομία»[10], της τελευταίας συλλογής του Καρυωτάκη είναι σάτιρες του λεγόμενου «φιλολογικού ρεαλισμού» και διακρίνονται από έντονο λυρισμό και μετρική αρτιότητα. Ο συμφυρμός ελεγειακού και σατυρικού στοιχείου στα δύο ποιήματα εντοπίζεται στην κυριαρχία της δυσαρμονικής μουσικής κατασκευής των στίχων. Ο ιαμβικός εννεασύλλαβος, «τοὺς τρόπους, τὸ παράστημά σας,/ τὸ θελκτικὸ μειδίαμά σας» (5-6, «ΜΑ»), «τὴ σάρκα, τὸ αἷμα θὰ βάλω/ σὲ σχῆμα βιβλίου μεγάλο» (1-2, «ΣΤ») και η ζευγαρωτή ομοιοκαταληξία με την πλούσια στίξη εναλλάσσονται με εσκεμμένους παρατονισμούς μέσω της παρεμβολής τροχαϊκών «ὅσοι μοιάζουν ἀριστοκράται» (10,»ΜΑ»), και μεσοτονικών στίχων «νὰ βλέπετε μόνο στὸ πλάϊ» (8, «ΜΑ»), «θὰ γράψουν οἱ ἐφημερίδες» (4, «ΣΤ»), χασμωδιών, «πράγματα αἰώνια» (15, «ΣΤ») και συνεχών διασκελισμών, «θανάτου/ ἄθυρμα» (16-17, «ΜΑ»).  Με την παραφωνία τονίζεται η υπαρξιακή αγωνία  και το αίσθημα δυσφορίας που νιώθει ο ποιητής – υπάλληλος για την μεσοαστική πραγματικότητα στην οποία είναι αναγκασμένος να ζει τη στιγμή που ο ίδιος συγκινείται από παραστάσεις μιας ιδανικής και αυθεντικής ζωής που υπερβαίνει τις φιλοδοξίες του αστικού βίου.[11]

Εκτός αυτού, τα υπερβατικά μοτίβα και οι ευρύτεροι συμβολισμοί, που δίνουν στα ποιήματα του Καρυωτάκη έναν τόνο ελεγειακό, εμπλέκονται με τις καθημερινές παραστάσεις που αναφέρονται κυρίως στις βαθύτερες επιδιώξεις επιτυχίας και κοινωνικής καταξίωσης των μορφωμένων αστών. Στόχος του ποιητικού είναι η ειρωνεία.[12] Επομένως, η εικόνα στην «Μικρή Ασυμφωνία εις Α μείζον» της ζυγαριάς που απ’ τη μια βάζει τους μικρούς και άδοξους ποιητές κι απ’ την άλλη τους μεγαλόπρεπους «μαλακάσηδες» με το  «θελκτικό μειδίαμά τους» δίνει την  εντύπωση της γελοιογραφίας με την οποία πραγματώνεται η σάτιρα. Ο Μαλακάσης με το «monocle» γίνεται σύμβολο μιας γενιάς λογίων, όπου η φαινομενικά «περιποιημένη φάτσα με την υπεροπτική γκριμάτσα τους» (11-12, «ΜΑ»), που διψά για υστεροφημία, θα πάρει αυτό που της αναλογεί από ένα δικαστήριο το οποίο  θα δικαιώσει το «μισητό σκήνωμα» (16, «ΜΑ») του Καρυωτάκη και άλλων χαμηλόφωνων μορφών ποίησης.[13]  Από την άλλη, στη «Σταδιοδρομία», το ποιητικό υποκείμενο χρησιμοποιεί παρομοιώσεις, «Τη σάρκα , το αίμα θα βάλω/ σε σχήμα βιβλίου μεγάλο» (1-2, «ΣΤ»), για να εκφράσει τον ασφυκτικό κλοιό που τον δένει ως αντικομφορμιστή ποιητή που θρηνεί για τη μοίρα του έργο του. Έχει βάλει τη σάρκα και το αίμα του στην πένα του και ελπίζει για την αναγνώριση που θα έλθει ως ανταμοιβή. Όμως, η κατάθεση της ψυχής και του σώματος δεν φτάνει, αφού αναγκάζεται «με τη δύση του ηλίου να πηγαίνει στου Βασιλείου» (9-10, «ΣΤ»), και να αναζητά δημόσιες σχέσεις με τους λόγιους κύκλους, που θα αποτελέσουν την απαραίτητη προϋπόθεση για την επιτυχία του. Δυσφορεί λοιπόν και πλήττει ο ποιητής, που επιθυμεί «πράγματα αιώνια» (15, «ΣΤ») κι ο θρήνος του κορυφώνεται με την καταλυτική φράση: «καὶ θά ῾ναι ἡ καρδιά μου σὰ ρόδο ποὺ ἐπάτησα χάμου» (17-18, «ΣΤ»).

Εμβαθύνοντας λίγο παραπάνω στο θέμα της συνύπαρξης ελεγείας και σάτιρας στα δύο ποιήματα, αξίζει να αναφερθούμε στο ιδιαίτερο του καρυωτακικού ποιητικού λόγου. Στον δυσαρμονικό τρόπο δηλαδή, που επιλέγει να ενώσει το εξομολογητικό ύφος (τη ψυχική διάθεση, το αίσθημα απογοήτευσης και παραπόνου του αφηγούμενου προσώπου) με τις απεικονίσεις της καθημερινής ζωής υποβάλλοντας πίσω από αυτό το σκηνικό το δικό του σχόλιο, την ειρωνεία.[14] Έτσι, ο γραφειοκρατικός λόγος της Σταδιοδρομίας, που θυμίζει κολάζ με αποκόμματα εφημερίδων διανθίζεται με το φιλοσοφικό στοχασμό του πένθιμου τόνου για τα χρόνια που φεύγουν και τα άπιαστα αιώνια θηράματα που χάνονται, ενώ στην «Μικρή Ασυμφωνία εις Α μείζον»[15] λέξεις όπως, η «γκριμάτσα», το «monocle», «βροντήσω», «πλάστιγγα» συναντώνται με το «κύμβαλον αλαλάζον», «άθυρμα θανάτου», «μισητό σκήνωμα». Είναι αυτό που διατύπωσε ο Παπάζογλου:

«Στις Σάτιρες […], οι παράφωνοι γλωσσικοί ήχοι συμβάλλουν κυρίως στο να υπογραμμιστεί η πικρία της ειρωνείας, το ξέσκισμα του σαρκασμού, […]

Εκείνο που μετράει δεν είναι η λόγια, λαϊκή ή και ξενική προέλευση και μορφή του επιλεγομένου λεξιλογίου, αλλά η επιγραμματική ευγλωττία λέξεων και εκφράσεων που ξαφνιάζουν, επειδή ακριβώς αποκόβονται από τις στερεότυπες χρήσεις, όπου τις έχουμε συνηθίσει και όπου τις περιμένουμε. Λέξεις της μόδας, που ξεχωρίζουν για τη ρηχότητά τους ή τον σνομπισμό τους, γραφειοκρατικές, διοικητικές, κ.λπ. εκφράσεις που έχουν καθιερωθεί σε πάγιες σημασίες και απονεκρωθεί. […]»[16]

 

Προηγουμένως αναφερθήκαμε σε μια αλλαγή, που συντελείται στην καρυωτακική ποίηση, με το πέρασμά στη τελευταία συλλογή, Ελεγεία και Σάτιρες. Η οπτική γωνία στρέφεται πλέον στο εξωτερικό περιβάλλον, στην άρχουσα τάξη των μεγάλων και δυνατών φωνών, στην μεσοαστική τάξη των μικρών και υπάκουων μαζών και στη φωνή που μένει μετέωρη, αυτή του ανικανοποίητου ποιητή, που επιθυμεί να ζει ελεύθερα, που αρνείται να ζήσει συμβατικά και φλέγεται από μεγάλα οράματα.[17] Ο Στεργιόπουλος υποστήριξε πως η κριτική θεώρηση του ποιητή απέναντι στην κοινωνικοπολιτική πραγματικότητα της εποχής, η γενική κόπωση, ο πεσιμισμός, η μελαγχολία και η αναζήτηση της προσωπικής φωνής είναι χαρακτηριστικό μιας ολόκληρης γενιάς νέων λογοτεχνών, που έρχονται «ο ένας μετά τον άλλο, […] να ταράξουν την ορθοδοξία της παράδοσης, ανακατεύοντας τα μέτρα και τους ρυθμούς, σπάζοντας την […] λογοκρατική αντίληψη και προετοιμάζοντας έτσι […] τη μεγάλη στροφή που έμελλε ν’ ακολουθήσει».[18] Πάνω στην ίδια γραμμή κινείται και η Χριστίνα Ντουνιά:

«Μέσα σε αυτά τα καλλιτεχνικά και κοινωνικά συμφραζόμενα δημιουργήθηκε το έργο του Καρυωτάκη […]

[…] Αυτό που ονομάστηκε καρυωτακισμός ίσως τελικά να μην ήταν τίποτε άλλο από το κοινό μερίδιο των ποιητών του μεσοπολέμου στην ποίηση της υποκειμενικότητας, του πεσιμισμού, της αμφισβήτησης ή ακόμα και της άρνησης των κοινωνικών συμβάσεων, δηλαδή αυτά που εξέφρασε ο Καρυωτάκης με τη δική του ποιητική ιδιοφυία. […] η διάσταση τέχνης και κοινωνίας και ο ρόλος του ποιητή στον σύγχρονο κόσμο είναι ο ιστός πάνω στον οποίο υφαίνονται κείμενα που μιλούν για τη διάψευση, τη φθορά, την άβυσσο, το κενό, την απόγνωση και τον θάνατο, με ένα τόνο όμως περισσότερο οργισμένο και λιγότερο μελαγχολικό. Αυτή η οργή, που χρωματίζεται πότε από τον λυρισμό του ελεγείου και πότε από τον ρεαλισμό της σάτιρας διαταράσσει τη μετρική αρμονία και τη γλωσσική καθαρότητα του στίχου και δίνει το νέο ρίγος στην ποίησή του και στην ποίηση του καιρού του».[19]

Επέλεξα να δώσω δύο παραδείγματα εφαρμογής των όσων αναφέρθηκαν παραπάνω. Το πρώτο είναι το ποίημα του Σκαρίμπα «Το βαπόρι»[20] και το δεύτερο, το «Πάψετε πια…»[21] του Ουράνη. Τα ποιήματα αυτά, με τις μεταφορικές εικόνες, τις παρομοιώσεις και τους διάχυτους συμβολισμούς, χρησιμοποιούνται κυρίως ως δηλώσεις της ψυχικής συντριβής και του αδιεξόδου, που βιώνει το ποιητικό υποκείμενο. Με μια πρώτη προσέγγιση, θα λέγαμε, ότι κινούνται με μεγαλύτερη ένταση στο χώρο της ελεγείας χωρίς όμως να προσπερνάνε εντελώς τη σάτιρα. Και στα δύο ποιήματα, δεσπόζει η ρυθμική και μετρική επένδυση των στίχων με προσωπικές παρεμβάσεις, γεγονός που σηματοδοτεί τη ρήξη με τον φορμαλισμό και κατ’ επέκταση αποτελεί μορφή κριτικής και αντίδρασης απένατι στην συμβατική ζωή του μεσοαστού. Δεν συντηρούνται επομένως οι παραδοσιακές ποιητικές φόρμες αλλά ανανεώνονται. Ειδικότερα, στο «Βαπόρι» εντοπίζεται τροχαϊκό μέτρο με σταθερή πλεχτή ομοιοκαταληξία σε όλη την έκταση του ποιήματος και με άνισες συλλαβές και χασμωδίες που δίνουν την αίσθηση της διατάραξης της τάξης και  της ισορροπίας, «Την αυγή δεν τόδα! Στα νερά επροχώρει/ μια γραμμή –που τα ουράνια σμίγει-/ φιδωτή μου δείχνει πούθε το βαπόρι,/ πούθε το βαπόρι μου είχε φύγει.» (17-20, «Βαπόρι»). Από την άλλη, στο ποίημα «Πάψετε πια…» ανιχνεύεται ιαμβικό δεκαπεντασύλλαβο μέτρο με  μια ιδιόμορφη χρήση της ελεύθερης ομοιοκαταληξίας κυρίως με τη χρήση ομοιοτέλευτου, «κι ελεύτεροι, σαν άνθρωποι στη χαραυγή του κόσμου,/ τους άγνωστους να πάρουμε και τους μεγάλους δρόμους» (15-16, «Πάψετε πια…»).

Επιπροσθέτως, στο πρώτο ποίημα, η συμβολική εικόνα του βαποριού, που εμφανίζεται προσωποποιημένο μες τη νύχτα (3-7, «Το βαπόρι»), έτοιμο να πάρει κάποιον στα άγνωστα και ανεξιχνίαστα μέρη του κάτω κόσμου κινητοποιεί το «έντρομο θάρρος» (9) του ποιητικού υποκείμενου για απόδραση σε «δρόμους όξ’ από τα όρια του κόσμου» (11-12), από την αδιέξοδο καθημερινότητά του. Ο οδυρμός και η πλήξη του αφηγούμενου προσώπου κορυφώνονται με τον πένθιμο λόγο της τελευταίας στροφής: «Τώρα, πιο θλιμμένος την ψυχή μου ανοίγω,/ τραγουδεί πικρά η λύπη εντός μου:/ Αχ τι ευκαιρία πού χασα να φύγω/ όξ’ από τα όρια του κόσμου!…» (21-24). Η αδυναμία πραγμάτωσης της φυγής για τον ποιητή του χαμηλού τόνου συνεπάγεται με τη  ματαίωση της ελπίδας να αποσυρθεί από τον αδιάφορο κόσμο της καθημερινότητας στον οποίο βρίσκεται παγιδευμένος. Με το θρήνο του ασκεί έμμεση κριτική στην ανεπάρκεια του υλικού βίου και της αστικής τάξης στους κόλπους της οποίας αδυνατούν να ακμάσουν ανώτερες πνευματικές αναζητήσεις και ευαισθησίες.

Αντιθέτως, το «Πάψετε πια…» του Ουράνη εμφανίζεται πιο δραστικό από τη σιωπηλή έκφραση του «Βαποριού». Πρώτα απ’ όλα, δημιουργείται η αίσθηση της οικουμενικότητας με τη χρήση του α’ πληθυντικού. Παρ’ όλο που το αδιέξοδο εμφανίζεται κι εδώ δεδομένο, «Η τόλμη αφού μας έλειψε (και θα μας λείπει πάντα!)» (13, «Πάψτε πια..»), και η δυνατότητα δράσης και ανατροπής της ισχύουσας κατάστασης είναι ανέφικτη, «το πιο φριχτό ναυάγιο θα ήταν να σωθούμε!» (4), αυτή η συλλογική φωνή (η φωνή των ποιητών της γενιάς του ‘20) εμφανίζεται αφυπνισμένη, σαν να έχει καταλάβει το «το παίγνιο […] των άγριων των κυμάτων» (20), δηλαδή το παιχνίδι της άρχουσας τάξης που τόσο καιρό κρατούσε τα μέλη της στην επαναληπτική στασιμότητα όπως αυτή αποτυπώνεται στις τρεις πρώτες στροφές: «Πάλι να γυρίσουμε στη βαρετήν Ιθάκη, [..] Πάλι να ξέρουμε από πριν το αύριο τί θα ’ναι» (5 και 9). Η ανενεργή τόλμη για μια στιγμή αναζωπυρώνεται και η συλλογική φωνή του ποιήματος ετοιμάζεται να αποδράσει παίρνοντας «τους μεγάλους δρόμους, μ’ ανάλαφρη περπατησιά σαν του πουλιού στο χώμα και στην ψυχή» (16-18).  Και πάλι όμως το αδιέξοδο και η τραγικότητα εντείνονται με τα πλοκάμια της ηγεσίας που τραβούν τους αντικομφορμιστές  ποιητές «στα σκοτεινά τα βύθη» της θάλασσας όσο αυτοί επιχειρούν την έξοδό τους από τα συμβατικά πλαίσια ζωής. (21-24).  Η εικόνα με τα πλοκάμια της πολιτείας να απλώνονται προς τα ελεύθερα πουλιά του πνεύματος θυμίζει πολύ εικόνες γελοιογραφίας που ασκούν κοινωνική και πολιτική σάτιρα απέναντι στην υποδούλωση της ελευθερίας  και της ατομικής έκφρασης στα πλαίσια του κομφορμισμού.

Εν συνεχεία, θα επιχειρηθεί μία προσπάθεια σύγκρισης του  ποιήματος «Μικρή Ασυμφωνία εις Α μείζον» του Καρυωτάκη με το «Πάψετε πια…» του Ουράνη. Αρχικά, εστιάζουμε στις κοινές συνιστώσες μεταξύ των δύο ποιημάτων και λαμβάνοντας υπόψη όσα έχουν ήδη οριστεί στην παρούσα μελέτη.

 

 

 

 

Κατανοούμε πως  ο βασικός άξονας που ενώνει τα δύο ποιήματα είναι η ρητή δήλωση της αντιπαράθεσης του οραματιστή ανθρώπου να προσαρμοσθεί σε έναν κόσμο ηλίθιο και πληκτικό, όπως αυτόν της κοινωνίας του 1920, όπου κάθε πραγματικότητα μοιάζει αποκρουστική. Επίσης, κοινό στα ποιήματα είναι μοτίβο του αγώνα. Στο μεν ποίημα του Καρυωτάκη εκδηλώνεται ως δικαστικός αγώνας για δικαίωση, («ποιος θα βρεθεί να μας δικάσει» (2, «ΜΑ»)), ανάμεσα στους μικρούς και ασήμαντους  ποιητές  και στους μεγάλους ποιητές της φόρμας και του καθωσπρέπει λόγου, («μικρόν εμέ κι εσάς μεγάλο» (3, «ΜΑ»)), ενώ στο ποίημα του Ουράνη ο αγώνας γίνεται για την απόδραση από την περιρέουσα ασφυκτική πραγματικότητα, από τις «μίζερες τις έγνοιες μας και τις φτηνές χαρές» (6, «Πάψετε πια…»). Και τα δύο ποιήματα στηλιτεύουν την άρχουσα κοινωνική τάξη, την ψευτιά και την υποκρισία της  μέσω της τεχνικής της γελοιογραφικής απεικόνισης. Αφενός,  οι μορφωμένοι λόγιοι με τους «τρόπους, το παράστημά[…], το θελκτικό μειδίαμά» (5-6, «ΜΑ») συγχωνεύονται στο πρόσωπο του Μαλακάση με το «monocle» του (7, «ΜΑ») , αντικείμενο που δίνει την εντύπωση ενός αριστοκράτη – μορφωμένου ανθρώπου, για να τονιστεί η σημασία που έδινε ο Μαλακάσης στο φαίνεσθαι, στην εικόνα του. Γι’ αυτό και ειρωνικά αποκαλείται από τον Καρυωτάκη δυο φορές κύριος ( «κύριε, κύριε, Μαλακάση» (1 και 19, «ΜΑ»)). Αφετέρου, στο ποίημα του Ουράνη το ταξικό σύστημα που επιδιώκει την κοινωνική συμμόρφωση των μαζών σατιρίζεται ως  ένα θαλάσσιο κήτος που επιβιώνει στα έγκατα της γης και με τα πλοκάμια του ετοιμάζεται να γραπώσει όσους αποπειρώνται να δραπετεύσουν από τον έλεγχό του (20-22, «Πάψετε πια…»). Τέλος, και τα δύο ποιήματά γραμμένα σε ιαμβικό στίχο διακρίνονται για τον έντονο λυρισμό και μετρική τους αρτιότητα.[22] Οι εκφραστές τους δούλεψαν πάρα πολύ τον στίχο προσπαθώντας να συνδυάσουν περιεχόμενο και μορφή.

Όμως, οι παραπάνω συγκλίσεις δεν καθιστούν τα ποιήματα αυτά όμοια μεταξύ τους. Βασική διαφορά, που δημιουργεί χάσμα ανάμεσά τους, θεωρείται η τάση του πρώτου[23] προς το ρεαλισμό, όταν το δεύτερο[24] συνεχίζει να εμπνέεται από τον ελεγειακό τόνο με τις υπαρξιακές ανησυχίες Τί; Πάλι να γυρίσουμε στη βαρετήν Ιθάκη,/ στις μίζερες τις έγνοιες μας και τις φτηνές χαρές μας/ και στην πιστή τη σύντροφο», (5-7, «Πάψετε πια…)), την  κατάσταση της εσωτερικής συντριβής και της συνειδητοποίησης του αδιεξόδου («να μη νιώθουμε καμιά λαχτάρα ν’ ανατείλει, πάλι σαν τους ανήλιαστους καρπούς, που μαραζώνουν και πέφτουν σάπιοι κατά γης να μοιάζουν τα όνειρά μας;», (10-12)).

Αναλυτικότερα, ο Καρυωτάκης στις Σάτιρες αλλάζει έκφραση. Αντικαθιστά το αδιέξοδο και την απαισιοδοξία με την σιγουριά και την ελπίδα της προσωπικής του δικαίωσης από τον ίδιο το χρόνο («Ἄ! κύριε, κύριε Μαλακάση,/ ποιός τελευταῖος θά γελάσει;» (19-20, «ΜΑ»)). Απομακρύνεται από το πεισιθάνατο ύφος των ελεγειακών του στίχων και αντί να διατηρεί την εσωτερική έκφραση του πόνου και της αγωνίας καταφέρνει να μείνει αποστασιωποιημένος από τα συναισθηματικά δεσμά. Δείχνει να μένει ατάραχος κι απαθής από τις εξωτερικές πιεστικές καταστάσεις φτάνοντας έως τον αυτοσαρκασμό. Έτσι, ο μεγάλος ο Μαλακάσης και ο φαινομενικά μικρός Καρυωτάκης θα έρθουν σε ασυμφωνία με την τελική κρίση που θα κάνει ο χρόνος καταξιώνοντας τον ποιητή μας. Όσον αφορά τη γλώσσα, η επιτηδευμένη και οργανωμένη με μαεστρία μεταφορική γλώσσα του «Πάψετε πια…» με τα πλούσια εκφραστικά στολίδια («τη σύντροφο, που σαν ιστόν αράχνης ύφαινε την αγάπη της γύρω από τη ζωή μας;» (7-8), «σαν τους ανήλιαστους καρπούς, που μαραζώνουν και πέφτουν σάπιοι κατά γης να μοιάζουν τα όνειρά μας;» (11-12)) έρχεται σε αντιπαράθεση με το απλό, στρωτό, ανεπιτήδευτο και προφορικό ύφος της υπαλληλικής και γραφειοκρατικής γλώσσας του καρυωτακικού ποιήματος στην οποία συνυπάρχουν στοιχεία καθαρεύουσας και δημοτικής.[25] Παράλληλα, όπως η γλώσσα, έτσι και το τοπίο στο ποίημα του Ουράνη είναι μεταφορικό με αναγωγές σε μύθους (5, «Πάψετε πια..») και σε συμβολικές εικόνες που λειτουργούν ως αντικατοπτρισμός της ψυχοσύνθεσης και των εσωτερικών συγκρούσεων της ποιητικής φωνής που εκφράζει την έλλειψη αυτοελέγχου και προσωπικής έκφρασης και τη δυσκολία της να ζήσει σε ένα κόσμο που την κρατά υποδουλωμένη (14-20). Οπότε, στην περίπτωση αυτή, μιας που ο ελεγειακός τόνος είναι διάχυτος, η  ανυπόφορη πραγματικότητα αντιμετωπίζεται συμβολιστικά, μετουσιωμένη σε υπερβατικές εικόνες. Κάτι τέτοιο είναι ανύπαρκτο στο ποίημα του Καρυωτάκη. Όλα αντιμετωπίζονται με ρεαλισμό, σε πραγματικό χρόνο και τόπο, που ενισχύεται με την αποστροφή του ποιητικού υποκειμένου σε πραγματικό πρόσωπο, στον Μαλακάση και στην στερεοτυπική παρουσίαση της μορφής του.

 

 

 

 

 

 

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Βαρελάς, Λ., κ.α., Γράμματα ΙΙ. Νεοελληνική Φιλολογία (19ος και 20ός αιώνας). Νεότερη Ελληνική Λογοτεχνία (19ος και 20ός αιώνας)Εγχειρίδιο Μελέτης, ΕΑΠ, Πάτρα 2008.

Καρυωτάκης, Κ., Ελεγεία και σάτιρες, Α.Ι. Ράλλης & Σία, Αθήνα 1926.

https://anemi.lib.uoc.gr/metadata/a/b/9/metadata-219-0000001.tkl, 13/12/2020.

Λεοντάρης, Β., «Θέσεις για τον Καρυωτάκη». Κείμενα για την ποίηση, Εκδόσεις Νεφέλη, Αθήνα 2001.

Ντουνιά, Χ., Κ.Γ. Καρυωτάκης. Η αντοχή μιας αδέσποτης τέχνης, Εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα 2000.

Ντουνιά, Χ., «Η δεκαετία του 1920. Από την ποίηση της παρακμής στην κοινωνική αμφισβήτηση». Για μια ιστορία της ελληνικής λογοτεχνίας του εικοστού αιώνα. Προτάσεις ανασυγκρότησης, θέματα και ρεύματα. Πρακτικά συνεδρίου στη μνήμη του Αλέξανδρου Αργυρίου. Ρέθυμνο 20-22 Μαΐου 2011, επιμ. Αγγέλα Καστρινάκη, Αλέξης Πολίτης, Δημήτρης Τζιόβας, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης – Μουσείο Μπενάκη, Ηράκλειο 2012.

Ουράνης, Κ., Ποιήματα, επιμ. Άλκης Θρύλος, Εστία, Αθήνα 2009 (1η έκδ. 1953).

Παπάζογλου, Χ., Παρατονισμένη μουσική. Μελέτη για τον Καρυωτάκη, Κέδρος, Αθήνα 1988.

Σκαρίμπας, Γ.,  Άπαντες στίχοι 1936-1970, επιμ. Κατερίνα Κωστίου, Νεφέλη, Αθήνα 2016.

Στεργιόπουλος, Κ., «Εισαγωγή». Η ελληνική ποίηση. Ανθολογία-Γραμματολογία, τ. Γ΄, Εκδόσεις Σοκόλη Αθήνα 1990 (3η έκδ.).

Τζιόβας, Δ., «Ποιητική μνήμη ή το φάσμα του καρυωτακισμού: Εμπειρίκος, Κοντός, Γκανάς», Από τον λυρισμό στον μοντερνισμό, Νεφέλη, Αθήνα.

Vitti, Μ., Ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας, Εκδόσεις Οδυσσέας, Αθήνα 2003.

Φραντζή, Α., «Η ποιητική στην ποίηση του Κ.Γ. Καρυωτάκη». Καρυωτάκης και καρυωτακισμός (31 Ιανουαρίου και 1 Φεβρουαρίου 1997), Εταιρεία Σπουδών Νεοελληνικού Πολιτισμού και Γενικής Παιδείας (Ιδρυτής: Σχολή Μωραΐτη), Αθήνα 1998.

 

 

[ΕΞΑΜΗΝΙΑΙΑ ΕΡΓΑΣΙΑ: ΣΥΝΥΠΑΡΞΗ ΕΛΕΓΕΙΑΚΟΥ ΚΑΙ ΣΑΤΙΡΙΚΟΥ ΣΤΟΙΧΕΙΟΥ ΣΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ: «ΜΙΚΡΗ ΑΣΥΜΦΩΝΙΑ ΕΙΣ Α ΜΕΙΖΟΝ» ΚΑΙ «ΣΤΑΔΙΟΔΡΟΜΙΑ» ΤΟΥ ΚΑΡΥΩΤΑΚΗ ΚΑΙ ΑΛΛΩΝ ΠΟΙΗΤΩΝ ΤΗΣ ΓΕΝΙΑΣ ΤΟΥ ’20 – ΚΑΡΥΩΤΑΚΙΣΜΟΣ – ΣΥΓΚΡΙΣΗ ΤΗΣ ΠΟΙΗΤΙΚΗΣ ΕΚΦΡΑΣΗΣ ΚΑΡΥΩΤΑΚΗ ΚΑΙ ΟΥΡΑΝΗ]

[1] Βαρελάς, Λ., κ.α., Γράμματα ΙΙ. Νεοελληνική Φιλολογία (19ος και 20ός αιώνας). Νεότερη Ελληνική Λογοτεχνία (19ος και 20ός αιώνας)Εγχειρίδιο Μελέτης, ΕΑΠ, Πάτρα 2008, σ. 326.

[2] Χριστίνα Ντουνιά, Κ.Γ. Καρυωτάκης. Η αντοχή μιας αδέσποτης τέχνης, Εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα 2000, σσ. 33-34.

[3] Ντουνιά, ο.π., σσ. 33-34.

[4] Βύρων Λεοντάρης, «Θέσεις για τον Καρυωτάκη». Κείμενα για την ποίηση, Εκδόσεις Νεφέλη, Αθήνα 2001, σ. 22.

[5] Λεοντάρης, ο.π., σ. 20.

[6] Mario Vitti, Ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας, Εκδόσεις Οδυσσέας, Αθήνα 2003, σσ. 370-372.

[7] Δημήτρης Τζιόβας, «Ποιητική μνήμη ή το φάσμα του καρυωτακισμού: Εμπειρίκος, Κοντός, Γκανάς», Από τον λυρισμό στον μοντερνισμό, Νεφέλη, Αθήνα, σ. 96.

[8] Vitti, ο.π., σσ. 370-372.

[9] Κωνσταντίνος Καρυωτάκης, «Μικρή Ασυμφωνία εις Α μείζον». Ελεγεία και σάτιρες, Α.Ι. Ράλλης & Σία, Αθήνα 1927, σ. 73,

https://anemi.lib.uoc.gr/metadata/a/b/9/metadata-219-0000001.tkl, 13/12/2020 . (Από εδώ και στο εξής κάθε φορά που θα αναφέρομαι στη συλλογή του Καρυωτάκη και συγκεκριμένα στα ποιήματά «Μικρή Ασυμφωνία εις Α μείζον» και «Σταδιοδρομία» θα σημειώνω σε παρένθεση εντός του κειμένου μου το στίχο και το ποίημα με την συντομογραφία «ΜΑ» και «ΣΤ» αντιστοίχως)

[10] Καρυωτάκης, ο.π.,  σσ. 74-75.

[11] Βαρελάς, ο.π., σσ. 325-327 και Τζιόβας, ο.π.,  σσ. 111-113.

[12] Βαρελάς, ο.π., σ. 324.

[13] Άντεια Φραντζή, «Η ποιητική στην ποίηση του Κ.Γ. Καρυωτάκη». Καρυωτάκης και καρυωτακισμός (31 Ιανουαρίου και 1 Φεβρουαρίου 1997), Εταιρεία Σπουδών Νεοελληνικού Πολιτισμού και Γενικής Παιδείας (Ιδρυτής: Σχολή Μωραΐτη), Αθήνα 1998, σσ. 133-135.

[14] Βαρελάς, ο.π., σσ. 324-325

[15] Καρυωτάκης, ο.π.,  σ. 73.

[16] Χρήστος Παπάζογλου, Παρατονισμένη μουσική. Μελέτη για τον Καρυωτάκη, Κέδρος, Αθήνα 1988, σ . 126 και σ. 134.

[17] Τζιόβας, ο.π., σσ. 104-105.

[18] Κώστας Στεργιόπουλος, «Εισαγωγή». Η ελληνική ποίηση. Ανθολογία-Γραμματολογία, τ. Γ΄, Εκδόσεις Σοκόλη, Αθήνα 1990 (3η έκδ.), σ. 41.

[19] Χριστίνα Ντουνιά, «Η δεκαετία του 1920. Από την ποίηση της παρακμής στην κοινωνική αμφισβήτηση». Για μια ιστορία της ελληνικής λογοτεχνίας του εικοστού αιώνα. Προτάσεις ανασυγκρότησης, θέματα και ρεύματα. Πρακτικά συνεδρίου στη μνήμη του Αλέξανδρου Αργυρίου. Ρέθυμνο 20-22 Μαΐου 2011, επιμ. Αγγέλα Καστρινάκη, Αλέξης Πολίτης, Δημήτρης Τζιόβας, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης – Μουσείο Μπενάκη, Ηράκλειο 2012, 79-80.

[20] Γιάννης Σκαρίμπας, Άπαντες στίχοι 1936-1970, επιμ. Κατερίνα Κωστίου, Νεφέλη, Αθήνα 2010, σ. 32- 33. (Από εδώ και στο εξής κάθε φορά που θα αναφέρομαι στη συλλογή του Σκαρίμπα και συγκεκριμένα στο ποίημα «Το βαπόρι» θα σημειώνω σε παρένθεση εντός του κειμένου μου το στίχο και το ποίημα)

[21] Κώστας Ουράνης, Ποιήματα, επιμ. Άλκης Θρύλος, Εστία, Αθήνα 2009 (1η έκδ. 1953), σ. 141. (Από εδώ και στο εξής κάθε φορά που θα αναφέρομαι στη συλλογή του Σκαρίμπα και συγκεκριμένα στο ποίημα «Το βαπόρι» θα σημειώνω σε παρένθεση εντός του κειμένου μου το στίχο και το ποίημα)

[22] Να σημειωθεί συμπληρωματικά πως οι  ποιητές ως άξιοι τεχνίτες του λόγου, δεν αρκούνται απλά στην υιοθέτηση της δεομένης φόρμας αλλά προχωρούν σε παρεμβάσεις δηλώνοντας με τον τρόπο αυτό την προσωπική τους καλλιτεχνική ιδιοφυία

[23] Δηλαδή του ποιήματος «Μικρή Ασυμφωνία εις Α μείζον» του Καρυωτάκη. Μπορείτε να ανατρέξετε για την ανάγνωση του ποιήματος στην «Ανεμόσκαλα» του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας: https://www.greeklanguage.gr/digitalResources/literature/tools/concordance/browse.html?cnd_id=6&text_id=1059 ή αναζητείστε και κατεβάστε ολόκληρο το έργο Ελεγεία και Σάτιρες στην πρώτη του έκδοση  από την Ανέμη: https://anemi.lib.uoc.gr/metadata/a/b/9/metadata-219-0000001.tkl

[24] Εννοείται το ποίημα του Ουράνη «Πάψετε πια…», βλ. Ουράνης, Ποιήματα, σ. 141.

[25] τύποι καθαρευουσιάνικοι («άθυρμα», «ἀριστοκράται», «κύμβαλον αλαλάζον») και της δημοτικής συμπλέκονται ακόμα και με τύπους της λαϊκής αργκό («φάτσα», «γκριμάτσα») και με ξένες λέξεις που γράφονται με λατινικούς χαρακτήρες, «monocle» δημιουργώντας κωμικά αποτελέσματα στο λόγο.

 

 


Viewing all articles
Browse latest Browse all 627

Trending Articles