Γράφει ο Χρήστος Ντικμπασάνης // *
Ο πατέρας Δημήτριος Ντικμπασάνης, στου οποίου τα συγγράμματα Η ΣΙΝΑΪΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ και ΠΑΠΥΡΟΙ ΤΟΥ ΣΙΝΑ στηρίχθηκα περισσότερο για την αρτιότερη τεκμηρίωση και ολοκλήρωση αυτού του άρθρου μου, διετέλεσε βιβλιοφύλακας της Ιερής Μονής Σινά από 19/9/1978 έως και την 31η Δεκεμβρίου 1989. Κατά τη διάρκεια της εντεκάχρονης διακονίας του στη Σιναϊτική Βιβλιοθήκη προσπάθησε να οργανώσει αυτή, όσο μπορούσε πιο συστηματικά. Για τον σκοπό αυτόν συνεργάστηκε με τον διευθυντή της Εθνικής Βιβλιοθήκης της Ελλάδας κ. Π. Νικολόπουλο, καθώς και με τους υπεύθυνους υπαλλήλους των τμημάτων χειρογράφων, εισαγωγής και ταξινόμησης εντύπων και του τμήματος συντήρησης χειρογράφων. Παρακολούθησε μαθήματα παλαιογραφίας και βιβλιοθηκονομίας στην Αθήνα, συντήρησης χειρογράφων και ιδιαιτέρως των παπύρων στη Βιέννη και επισκέφθηκε την Εθνική Βιβλιοθήκη της Βιέννης και όλα τα εργαστήριά της, την Βιβλιοθήκη του Βατικανού και τα εργαστήρια φωτογράφησης και συντήρησης χειρογράφων, την βιβλιοθήκη του Δυτικού Βερολίνου και το εργαστήριο συντήρησης και αποκατάστασης χειρογράφων, καθώς και το Ινστιτούτο παθολογίας του βιβλίου στη Ρώμη, την βιβλιοθήκη και το εργαστήριο συντήρησης χειρογράφων της μονής Κρυπτοφέρης (Grotta Ferrata).
Με την βοήθεια των κατά καιρούς συνεργατών του, κατέγραψε όλα σχεδόν τα παλαιά και σπάνια έντυπα της Σιναϊτικής Βιβλιοθήκης άρχισε την ταξινόμηση των νεοεισαχθέντων εντύπων εκδόσεων και περιοδικών, καταλογογράφησε τα έως την εποχή του ακαταλογογράφητα ελληνικά σιναϊτικά χειρόγραφα και συνεργάστηκε με τους ειδικούς επιστήμονες, τους οποίους προσκάλεσε η Ιερή Μονή Σινά για την καταλογογράφηση των νεοευρεθέντων χειρογράφων. Όλως ιδιαιτέρως προσπάθησε να κάνει την Σιναϊτική Βιβλιοθήκη προσιτή στους ειδικούς επιστήμονες και ευχάριστο τόπο πνευματικής εργασίας. Ο πατέρας Δημήτριος εκτέλεσε χρέη επιτρόπου στο μετόχι της Ιερής Μονής του Σινά στα Ιωάννινα. Σήμερα είναι Μητροπολίτης Αργυροκάστρου στην Αλβανία. Είναι ο συγγραφέας μερικών άκρως αξιόλογων και διαφωτιστικών βιβλίων σχετικών με την ιστορία και την συντήρηση των κωδίκων, των χειρογράφων και των παπύρων του Σινά.
Από τον πατέρα Δημήτριο, λοιπόν, πληροφορούμαι, ότι ο ιδρυτής της Ιερής Μονής της Αγίας Αικατερίνης, ο αυτοκράτορας Ιουστινιανός, όπως γράφει και ο ιστορικός Προκόπιος, όταν τελείωσε η ανοικοδόμηση, έστειλε πολλά δώρα στους πατέρες της μονής, μεταξύ των οποίων και μεγάλο αριθμό χειρογράφων βιβλίων. Ανάμεσα σε αυτά θα πρέπει κατά πάσα πιθανότητα να βρισκόταν και ο περίφημος κώδικας της Αγίας Γραφής, ο γνωστός Σιναϊτικός κώδικας, ο οποίος με την περιπέτειά του συντάραξε όλο τον επιστημονικό κόσμο στο τέλος του 19ου αιώνα.
Ο κώδικας αυτός θεωρείται έργο του δεύτερου μισού του 4ου αιώνα και προερχόταν από το αντιγραφικό εργαστήριο του Ευσεβίου, επισκόπου Καισαρείας της Παλαιστίνης. Ο κώδικας αυτός μαζί με άλλους 24 πανομοιότυπους κώδικες γράφτηκαν μετά από εντολή του Μ. Κωνσταντίνου και απεστάλησαν στην Κωνσταντινούπολη προκειμένου να καλύψουν τις λειτουργικές ανάγκες του ναού της Αγίας Σοφίας.
Για ένα πνευματικό ίδρυμα, όπως ήταν η ιερή μονή του Σινά και με τέτοιο σκοπό, το να διαφυλάξει, δηλαδή, ανόθευτη την ορθόδοξη πίστη στο χώρο της Ανατολής, δικαιολογούταν η απόσπαση αυτού του πολύτιμου κώδικα από το ναό της Αγίας Σοφίας και η αποστολή του στο νέο κέντρο της Ορθοδοξίας, στο θεοβάδιστο όρος Σινά.
Το έργο του αυτοκράτορα Ιουστινιανού συνέχισαν και άλλοι αυτοκράτορες της βυζαντινής αυτοκρατορίας. Μετά την πτώση της αυτοκρατορίας το παράδειγμα των βυζαντινών αυτοκρατόρων ακολούθησαν και οι ηγεμόνες της Μολδοβλαχίας επί τουρκοκρατίας, οι οποίοι φάνηκαν γενναιόδωροι απέναντι στην ιερή μονή Σινά και στην Σιναϊτική βιβλιοθήκη. Σήμερα από τους πολυτελείς κώδικες της Σιναϊτικής βιβλιοθήκης αρκετοί υπήρξαν δώρα μεγάλων αυτοκρατόρων του Βυζαντίου.
Ο Ελληνικός Σιναϊτικός Κώδικας 204, ο οποίος περιέχει ευαγγελικά αναγνώσματα όλου του έτους, είναι γνωστός ως Ευαγγέλιο του αυτοκράτορα Θεοδοσίου (715-717 μ.Χ.). Αν και οι ειδικοί επιστήμονες διαφωνούν ως προς την χρονολογία και το όνομα του αυτοκράτορα –λένε ότι είναι του 10ου αιώνα, ωστόσο φαίνεται πως και οι μοναχοί έχουν το δίκιο τους, γιατί οι μινιατούρες που εμπεριέχονται στο Ευαγγέλιο καταλαμβάνουν όλες τις πρώτες σελίδες . Το γεγονός είναι, λοιπόν, ότι αυτές προστέθηκαν αργότερα και εδώ έγκειται και το πρόβλημα. Πάντως δεν διαφωνεί κανείς, ότι ο κώδικας αυτός είναι αυτοκρατορικό δώρο.
Ο Ελληνικός Σιναϊτικός Κώδικας 207 πιστεύεται επίσης ότι είναι αυτοκρατορικό δώρο. Περιέχει τα ευαγγελικά αναγνώσματα όλου του έτους, είναι κατασκευασμένος από άριστης ποιότητας μεμβράνη, όπως και ο προηγούμενος, και γράφτηκε τον 12ο αιώνα. Η στάχωσή του είναι νεότερη και μεταλλική, έργο Γεωργιανών τεχνιτών του 17ου αιώνα και αφιέρωμα του ιερομονάχου Ιωακείμ του Κρητός.
Επίσης ο Ελληνικός περγαμηνός Σιναϊτικός Κώδικας 208, με ευαγγελικά αναγνώσματα όλου του έτους, κοσμημένος με μια σπουδαία μικρογραφία στην αρχή, γράφτηκε περίπου στο τέλος του 11ου ή στις αρχές του 12ου αιώνα, ήρθε και αυτός από την Κωνσταντινούπολη, δώρο του «ιερού παλατίου» προς την ιερή μονή του Σινά. Αργότερα, κατά τον 16ο αιώνα, ο βοεβόδας της Μολδοβλαχίας Ιωάννης-Αλέξανδρος Β΄ Mircea δώρισε τη μεταλλική στάχωση, η οποία έγινε από Έλληνες τεχνίτες σε εργαστήριο της Βλαχίας.
Ο ιστορικός Κ. Άμαντος πιστεύει, ότι και άλλοι βυζαντινοί αυτοκράτορες υπήρξαν ευεργέτες και δωρητές της μονής της Αγίας Αικατερίνης του Σινά και ιδιαιτέρως της Σιναϊτικής βιβλιοθήκης, όπως ο αυτοκράτορας της Νικαίας Ιωάννης Βατάτζης (1222-1254 μ.Χ.) και αυτοκράτορες της Κωνσταντινούπολης, όπως ο Μιχαήλ Παλαιολόγος (1259-1282 μ.Χ.), ιδιαιτέρως δε οι Κομνηνοί (1081-1185 μ.Χ.).
Δεν ήταν όμως μόνο οι κοσμικοί άρχοντες, που πρόσφεραν τα δώρα τους στη Σιναϊτική βιβλιοθήκη. Τα ονόματα πολλών εκκλησιαστικών ανδρών, δωρητών και ευεργετών της μονής του θεοβάδιστου όρους, παλαιών και νεωτέρων, αναγιγνώσκονται στο κειμηλιακό θησαυροφυλάκιο του Σινά.
Οι πατριάρχες του οικουμενικού θρόνου της Κωνσταντινούπολης, αλλά και οι αρχηγοί των άλλων πατριαρχείων φάνηκαν γενναιόδωροι προς την ιερή μονή του Σινά.
Στη Σιναϊτική βιβλιοθήκη βρίσκουμε σήμερα πολλά αντίγραφα, αλλά και πρωτότυπα, διαφόρων επιστολών και χειρογράφων κωδίκων, που ανήκουν σε μεγάλες μορφές του Αποστολικού θρόνου της Κωνσταντινούπολης, όπως του αγίου Φιλοθέου του Κοκκίνου (1353-1376), του πρώτου μετά την άλωση οικουμενικού πατριάρχη Γενναδίου του Σχολαρίου «(1454-1456) και όλως ιδιαιτέρως του οικουμενικού πατριάρχη Κωνσταντίου του Α΄ (1830-1834), του από Σιναίου.
Επίσης άλλοι μεγάλοι εκκλησιαστικοί άνδρες δωρητές χειρογράφων είναι ο πατριάρχης Αλεξανδρείας Ιωακείμ (1487-1567), ο Ιεροσολύμων Νεκτάριος (1661-1669), ο λόγιος επίσκοπος Κυθήρων Μάξιμος Μαργούνιος (1549-1602), ο μητροπολίτης Καρπάθου Δανιήλ (1746-1780).
Βέβαια για την συγκρότηση της Σιναϊτικής βιβλιοθήκης δεν συνετέλεσαν μόνο οι αυτοκρατορικές, ή οι πατριαρχικές, ή οι επισκοπικές δωρεές. Όλοι όσοι ασχολήθηκαν με την ιστορία της ιερής μονής του Σινά επισημαίνουν, ότι βάση της συλλογής των χειρογράφων Σιναϊτικών κωδίκων αποτέλεσαν τα έργα των ασκητών και λοιπών πατέρων της Σιναϊτικής ερήμου και του μοναστηριού της Αγίας Αικατερίνης στο Σινά.
Ήδη από τον 4ο αιώνα, ένας επίσημος κάτοικος της Κωνσταντινούπολης, πρώην έπαρχος αυτής και ύστερα κάτοικος της ερήμου του Σινά, ο όσιος Νείλος ο Σιναϊτης ήρθε στο ιερό όρος και αγωνίστηκε για την αυτοκάθαρσή του και παράλληλα συνέγραψε πλήθος ασκητικών λόγων και επιστολών, όπου εναποθήκευσε την προσωπική του ασκητική εμπειρία και την ορθόδοξη πίστη του. Αντίγραφα των έργων του οσίου Νείλου υπάρχουν αρκετά στη βιβλιοθήκη του Σινά.
Τον 5ο και 6ο αιώνα δύο άλλοι ασκητές, οι οποίοι έζησαν στην παραθαλάσσια περιοχή της λαύρας της Ραϊθώ στη Σιναϊτική χερσόνησο, άφησαν σπουδαία συγγράμματα, αντίγραφα των οποίων σώζονται έως σήμερα στη Σιναϊτική βιβλιοθήκη. Πρόκειται για τον όσιο Νίκωνα της Ραϊθώ, ο οποίος συνέγραψε έργο με τον τίτλο Πανδέκτης, καθώς και για τον πρεσβύτερο της Ραϊθώ Θεόδωρο, ο οποίος άφησε το έργο Προπαρασκευή.
Κατά το χρονικό διάστημα του 6ου-7ου αιώνα πέρασαν από το Σινά και ονομάστηκαν Σιναϊται οι Αναστάσιοι. Άλλοι από αυτούς είναι γνωστοί ως αρχιεπίσκοποι του Σινά και αργότερα ως πατριάρχες Αντιοχείας, άλλοι δε ως απλοί μοναχοί και ασκητές, οι οποίοι διακρίθηκαν για τους αγώνες τους εναντίον των αιρετικών της περιοχής Συρίας, Αιγύπτου και Σινά. Με το όνομα Αναστάσιος Σιναϊτης υπάρχουν πολλά χειρόγραφα κείμενα, όπως ΔΙΗΓΗΣΕΙΣ ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΣΙΝΑ ΠΑΤΕΡΩΝ, ΟΔΗΓΟΣ κ.ά.
Την πρώτη θέση όμως στην προσφορά των Σιναϊτών πατέρων, όχι μόνο στην συγκρότηση της συλλογής των Σιναϊτικών κωδίκων, αλλά και γενικότερα στην πνευματική ζωή, άσκηση και θεωρία, κατέχει ο μεγάλος και λαμπρός αστέρας του πνευματικού Σιναϊτικού στερεώματος, ο όσιος Ιωάννης, ο αποκαλούμενος για την πολλή του σοφία «σχολαστικός» και για την συγγραφή του περίφημου έργου Η ΚΛΙΜΑΞ ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΥ ονομαζόμενος «Ιωάννης της Κλίμακος».
Ο όσιος Ιωάννης μόνασε στο Σινά κατά τον 7ο αιώνα. Ενώ ακόμη ζούσε, η φήμη της σοφίας και της πνευματικότητάς του είχε περάσει τα σύνορα του Σινά. Έτσι ο ηγούμενος της λαύρας της Ραϊθώ, ο οποίος λεγόταν και αυτός Ιωάννης, του ζήτησε με επιστολή του έγγραφες οδηγίες για την καθοδήγηση των μοναχών της ερήμου της Ραϊθώ. Με την αφορμή αυτήν ο όσιος Ιωάννης ο Σιναϊτης συνέγραψε την ΚΛΙΜΑΚΑ, της οποίας αρχαία αντίγραφα του 8ου αιώνα απόκεινται έως σήμερα στην Σιναϊτική βιβλιοθήκη.
Σπουδαία είναι και η συμβολή των «κτητόρων» πολλών κωδίκων, αυτών δηλαδή που είτε από αγορά είτε από κληρονομιά απόκτησαν χειρόγραφα, τα οποία στη συνέχεια δώρισαν στην ιερή μονή του Σινά. Πολλοί, με την καταγεγραμμένη αφιέρωσή τους σε κάποια σελίδα των κωδίκων, τους οποίους αφήνουν στο μοναστήρι, καθιστούν υπεύθυνους διάφορα άτομα ή τους κληρονόμους τους για την τυχόν μη αποστολή των εν λόγω κωδίκων στο Σινά ή την αφαίρεση αυτών από την Σιναϊτική βιβλιοθήκη.
Άλλοι πάλι, με πολλούς κόπους και έξοδα γίνονται ιδιοκτήτες, «κτήτορες» κάποιων κωδίκων, τους οποίους «μετά θάνατον» αφιερώνουν στο Σινά για την «ψυχική σωτηρία» τους.
Ασφαλώς στους «κτήτορες» και στη συνέχεια δωρητές κωδίκων στην Σιναϊτική βιβλιοθήκη δεν ανήκουν μόνο σιναϊτες μοναχοί, αλλά και πολλοί άλλοι φίλοι και προσκυνητές του θεοβαδίστου όρους Σινά.
Επίσης η συμβολή των κατά καιρούς αρχιεπισκόπων της ιερής και αυτόνομης Αρχιεπισκοπής Σινά, Φαράν και Ραϊθώ δεν είναι ασήμαντη. Πολλοί από τους αρχιεπισκόπους υπήρξαν οι ίδιοι γραφείς και αντιγραφείς χειρογράφων κωδίκων, όπως ο αρχιεπίσκοπος Γερμανός τον 12ο αιώνα, ή ο αρχιεπίσκοπος Αρσένιος τον 13ο αιώνα. Άλλοι πάλι, επιστρέφοντας από μακριά περιοδεία για να «ζητιανέψουν» για το μοναστήρι, έφεραν μαζί τους εκτός όλων των άλλων και βιβλία, χειρόγραφα και έντυπα, με τα οποία εμπλούτιζαν τα ράφια της βιβλιοθήκης του Σινά. Άλλοι από τους αρχιεπισκόπους του Σινά, για να ασφαλίσουν αυτά από τους αναγνώστες, οι οποίοι μετά την ανάγνωση συνήθως «λησμονούσαν» να τα επιστρέψουν, θύμιζαν σε αυτούς το καθήκον της επιστροφής με διάφορους τρόπους.
Έχουμε πολλά παραδείγματα αρχιεπισκόπων του Σινά, οι οποίοι ενδιαφέρθηκαν για την συγκρότηση της Σιναϊτικής βιβλιοθήκης, όπως ο Ιωάσαφ ο Ρόδιος (1617-1660), ο Ιωαννίκιος ο Α΄ ο Πελοποννήσιος (1671-1702), ο διάδοχος του ο Κοσμάς ο Βυζάντιος (1702-1708), ο Αθανάσιος ο Γ΄, καταγόμενος από την Νάουσα της Μακεδονίας, ο επικαλούμενος και «Βερροιεύς» (1708-1720), ο Ιωαννίκιος ο Β΄, ο Λέσβιος (1721-1728), ο καταγόμενος από την Κρήτη Νικηφόρος Μαρθάλης, ο Γλυκής (1729-1747), ο επίσης κρητικός Κύριλλος ο Β΄ (1759-1790), ο Δωρόθεος Β΄, ο Βυζάντιος (1794-1797). Με το ξημέρωμα του 19ου αιώνα τον αρχιεπισκοπικό θρόνο του Σινά καταλαμβάνει η μεγάλη μορφή του Κωνσταντίου του Βυζαντίου (1804-1859), ο οποίος κατόπιν διετέλεσε και οικουμενικός πατριάρχης (1830-1834), διατηρώντας συγχρόνως και το θρόνο της αρχιεπισκοπής Σινά, Φαράν και Ραϊθώ.
Οι αρχιεπίσκοποι του 20ου αιώνα εργάστηκαν για την συγκέντρωση κυρίως εντύπων βιβλίων, καθώς και για την διαφύλαξη των Σιναϊτικών κωδίκων. Αν και δεν είχαν τις απαραίτητες γνώσεις, που απαιτούσε η εποχή τους, εντούτοις έδειξαν ιδιαίτερο ζήλο για την αξιοποίηση των πνευματικών θησαυρών του μοναστηριού του Σινά. Αναμφίβολα είχαν ν’αντιμετωπίσουν πολλά προβλήματα, προερχόμενα κυρίως από το λεγόμενο επιστημονικό κόσμο, ύστερα μάλιστα και από την κλοπή του αρχαιότερου κώδικα της μονής, του περίφημου Σιναϊτικού Κώδικα. Χάρη όμως στην δραστηριότητα και την διπλωματία που επέδειξαν, έχουμε σήμερα μία καλά οργανωμένη βιβλιοθήκη, τόσο των χειρογράφων όσο και των εντύπων.
Αυτοί οι αρχιεπίσκοποι είναι κατά σειρά οι εξής: ο Πορφύριος ο Β΄ (1904-1926), ο Πορφύριος ο Γ΄ (1926-1968), ο οποίος ανοικοδόμησε τη ΝΔ πτέρυγα της ιερής μονής Σινά, όπου το 1950 μεταφέρθηκαν όλοι σχεδόν οι Σιναϊτικοί κώδικες που βρίσκονταν μέσα στο μοναστήρι, καθώς και όλα σχεδόν τα παλαιά και νέα έντυπα βιβλία. Αυτά τοποθετήθηκαν κατά το δυνατόν με μία ταξινομική σειρά. Επίσης επί της εποχής του πωλήθηκε από τη Ρωσία στην Αγγλία ο κλεμμένος από τον C. Tischendorf Σιναϊτικός Κώδικας. Ο Πορφύριος ο Γ΄ αγωνίστηκε για την επαναφορά του εν λόγω κώδικα στη Σιναϊτική βιβλιοθήκη, αλλά, δυστυχώς, δεν κατόρθωσε τίποτα.
Διάδοχός του Πορφυρίου Γ΄ ήταν ο Γρηγόριος Β΄ (1969-1973). Με τις προσωπικές του ενέργειες δωρίθηκαν πολλά νέα βιβλία από διαφόρους οργανισμούς και συγγραφείς, εκδότες κ.ά. στην Σιναϊτική βιβλιοθήκη.
Τέλος, επί του σημερινού αρχιεπισκόπου Δαμιανού (1973-), με τον οποίο είχα την τύχη να ταξιδέψω από το μετόχι της μονής του Σινά στο Κάιρο στην ίδια τη μονή και είχα μαζί του μια εποικοδομητική και γεμάτη πληροφορίες συζήτηση, βρέθηκαν στο ΒΑ τείχος του φρουρίου του μοναστηριού ο χώρος της παλαιάς βιβλιοθήκης και από αυτόν συγκεντρώθηκε ένας μεγάλος αριθμός χειρογράφων, κυρίως φύλλων και σπαραγμάτων, τα οποία καλύπτουν πολλά από τα κενά των Σιναϊτικών κωδίκων της παλαιάς λεγόμενης συλλογής. Με προσωπικές του ενέργειες κλήθηκαν ειδικοί επιστήμονες, οι οποίοι προέβησαν στον καθαρισμό, την αποσυρρίκνωση, την συντήρηση και την καταλογογράφηση όλων των νεοευρεθέντων χειρογράφων και οργανώθηκαν τα διάφορα εργαστήρια της αναδιοργανωμένης βιβλιοθήκης. Επιπλέον, ο αρχιεπίσκοπος Δαμιανός με εγκύκλιό του προς συγγραφείς, εκδότες και διάφορους δημοσίους και ιδιωτικούς οργανισμούς της Ελλάδας, συγκέντρωσε μεγάλο αριθμό νέων εντύπων βιβλίων, τα οποία πλούτισαν την Σιναϊτική βιβλιοθήκη.
* Ο Χρήστος Ντικμπασάνης είναι ποιητής- συγγραφέας και μελετητής των θρησκειών