Του Γεωργίου Νικ. Σχορετσανίτη //
Μελετώντας και σχολιάζοντας τις μεγάλες καταστροφές και ασθένειες που έφερε ο εικοστός, προηγούμενος πια, αιώνας στην τάλαινα ανθρωπότητα, διαπιστώνουμε ενδιαφέροντα πράγματα, αλλά απολύτως τεκμηριωμένα, από κάθε πλευρά. Έτσι θα θυμηθούμε πως η περιβόητη ισπανική γρίπη που ενέσκηψε στη γη το χρονικό διάστημα 1918-1920, αποτέλεσε την μεγαλύτερη και πλέον θανάσιμη ιογενή απειλή που βίωσε ο πλανήτης από καταβολής. Γι’ αυτή γράφτηκαν αμέτρητα πράγματα, χύθηκε πολύ μελάνι σε άρθρα εφημερίδων, καθώς και σε βιβλία ιστορικά και ιατρικά, και το σπουδαιότερο καθ’ όλη τη διάρκεια του προηγούμενου αιώνα. Αλλά και στις καινούργιες μέρες που χάραξαν με τον ερχομό του εικοστού πρώτου και με αφορμή την επίσκεψη του κορωνοϊού στον πλανήτη μας, η συγγραφική δραστηριότητα δεν παρουσίασε σημεία ανάκαμψης, αφού σε τακτά χρονικά διαστήματα βλέπουν το φως της δημοσιότητας ολοένα και πιο σύγχρονες εκδόσεις με πληρέστερα και περισσότερο τεκμηριωμένα στοιχεία. Χαρακτηριστικό παράδειγμα το βιβλίο «Η μεγάλη γρίπη του 1918: Η χειρότερη επιδημία του 20ού αιώνα: Ιστορία της ισπανικής γρίπης», του Γάλλου ιστορικού Freddy Vinet, που κυκλοφόρησε και στη χώρα μας (Εκδόσεις Μεταίχμιο, 2020).
Ο Freddy Vinet είναι καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Paul-Valéry στο Μονπελιέ και υπεύθυνος για την συγγραφή κειμένων, μεταπτυχιακών εργασιών και διδακτορικών διατριβών πάνω σε θέματα διαχείρισης καταστροφών και φυσικών κινδύνων. Η τρέχουσα έρευνά του επικεντρώνεται στον αντίκτυπο που έχουν στο κοινωνικό σύνολο οι καταστροφές καθώς και στην επιδημιολογία των πάσης φύσεως καταστροφών. Διαβάζουμε λοιπόν, πως κάπου πενήντα με εκατό εκατομμύρια θάνατοι συνέβησαν σε όλο τον πλανήτη, μεταξύ των οποίων και διακόσιες χιλιάδες στη χώρα του. Αυτή η καταστροφική επιδρομή του ιού, είχε ως αποτέλεσμα την πλημμύρα των θυμάτων τα οποία αριθμητικά υπήρξαν τουλάχιστον διπλάσια από εκείνα στα χαρακώματα του Μεγάλου Πολέμου και πολύ παραπάνω απ’ όσα είχαν οι δύο παγκόσμιοι πόλεμοι, μαζί. Η επιδημία εκείνη που έμεινε γνωστή ως ‘ισπανική γρίπη’, έπληξε την ανθρωπότητα τους τελευταίους μήνες της σύγκρουσης του πρώτου παγκοσμίου πολέμου, από τον Απρίλιο του 1918 έως τον Ιούνιο του 1919, έφτασε σε κάθε ήπειρο, από την Ευρώπη έως τα πιο απομακρυσμένα νησιά του Ειρηνικού, στέλνοντας στον άλλο κόσμο το 2 έως 5% του παγκόσμιου πληθυσμού, και το χειρότερο όλων σε μεγάλο ποσοστό νεαρά άτομα. Κι όμως, ισχυρίζεται ο συγγραφέας, η πιο σημαντική πανδημία μετά από εκείνη του Μαύρου Θανάτου του 1348, η Ισπανική Γρίπη τείνει να διαγραφεί από την παγκόσμια συλλογική μνήμη. Κι’ αυτό σε μια χρονική συγκυρία όπου οι παγκόσμιες επιδημίες εξακολουθούν να αποτελούν απειλή για την ανθρωπότητα, ενώ θα έπρεπε η ανθρωπότητα να προσπαθήσει να αντλήσει διδάγματα το συγκεκριμένο γεγονός, το οποίο ακόμα και σήμερα παραμένει σημείο αναφοράς για τις επελαύνουσες, κατά καιρούς, καταστροφικές επιδημίες και πανδημίες.
* * * * *
Τα ίδια στοιχεία, όμως, έρχονται στο φως και από άλλα νέα επίσης βιβλία. «Ο Χλωμός καβαλάρης» (Pale Rider: The Spanish Flu of 1918 and How it Changed the World, 2017) της βρετανίδας δημοσιογράφου και μυθιστοριογράφου Λάουρα Σπίνεϊ (Laura Spinney, 1971- ), καταλήγει σχεδόν στα ίδια αποτελέσματα με το προηγούμενο. Η πανδημία της Ισπανικής γρίπης, μας εξηγεί η Σπίνεϊ, η οποία εξαφάνισε από προσώπου γης τόσα εκατομμύρια ανθρώπους, παρέμεινε ως τις μέρες μας κάπως ως αίνιγμα, όχι μόνο επειδή οι επιστήμονες δεν είναι ακόμη σίγουροι γιατί υπήρξε τόσο θανατηφόρα, αλλά περισσότερο επειδή είναι ένα εξαιρετικά σημαντικό παγκόσμιο γεγονός που για τόσες δεκαετίες φαίνεται να έχει λησμονηθεί σε μεγάλο βαθμό από τους περισσότερους. Προς τα τέλη του πρώτου μεγάλου πολέμου, η γρίπη αυτή εμφανίστηκε ως συγκλονιστικός και μη αναμενόμενος επισκέπτης και εξαπλώθηκε με ανησυχητική ταχύτητα μεταξύ των εξασθενημένων από τις κακουχίες στρατιωτών, όπως και των υποσιτισμένων πληθυσμών των περιοχών που ενεπλάκησαν στην σύγκρουση, με τον ένα ή άλλο τρόπο. Τα θύματά της ανέφεραν δραματικά υποκειμενικά συμπτώματα, όπως ζάλη, πυρετό, λήθαργο και απόχρεμψη αίματος, ενώ στο 2% των διαγνωσμένων περιπτώσεων, το τελικό αποτέλεσμα ήταν ο θάνατος εντός ολίγων εβδομάδων, με περισσότερο ευάλωτες δυστυχώς τις νέες ηλικίες μεταξύ είκοσι και σαράντα ετών. Όπως και τώρα, με τον κορωνοϊό, έτσι και τότε γράφει η Σπίνεϊ, η μεγαλύτερη πιθανότητα επιβίωσης ήταν όσοι κατάφεραν και απομονώθηκαν από το περιβάλλον τους. Καταγράφει με λεπτομέρεια όλη την υστερία που ξέσπασε κατά τη διάρκεια των τριών κυμάτων της μόλυνσης, με το δεύτερο να αποδεικνύεται το πιο θανατηφόρο σε όλο τον κόσμο. Υπήρξαν, αναφέρει, πανδημίες και πριν από εκείνη, σαν την ρωσική γρίπη της δεκαετίας του 1890, η οποία σκότωσε ένα εκατομμύριο ανθρώπους, αλλά τίποτα δεν συγκρίνεται με την κλίμακα της ισπανικής. «… Πρησμένα πτώματα, φραγμένα ποτάμια, οι καμπάνες δεν σταματούσαν να χτυπάνε για τους νεκρούς και ο καπνός εμπόδιζε το φως του ήλιου για μέρες καθώς οι άταφοι αποτεφρώνονταν σε τεράστιες νεκρικές πυρές…». Ο τίτλος του βιβλίου της, οφείλεται στο “Pale Horse, Pale Rider”, ένα αφροαμερικανικό σπιρίτσουαλ, όπου το όνομα του αναβάτη ήταν ‘Θάνατος’. Υπάρχουν αξιοθρήνητες ιστορίες σε κάθε σελίδα του βιβλίου, ξεκινώντας με τον Γκιγιώμ Απολλιναίρ (1880- Παρίσι, 10 Νοεμβρίου 1918) τον πασίγνωστο Γάλλο ποιητή, συγγραφέα και κριτικό, ο οποίος, αφού επέζησε από τα χαρακώματα και από τη χειρουργική επέμβαση στην οποία υποβλήθηκε για την αφαίρεση του θραύσματος από τον εγκέφαλό του όταν τραυματίστηκε από έκρηξη όλμου την ώρα που διάβαζε στα χαρακώματα, υπέκυψε λίγες εβδομάδες αργότερα από την ισπανική γρίπη στο διαμέρισμά του, στην Σεν Ζερμέν, στο Παρίσι, ακριβώς έξι μέρες πριν τελειώσει ο πρώτος μεγάλος πόλεμος.
Φάνηκε τότε ξεκάθαρα ότι οι γιατροί ενώ μπορούσαν να σώσουν τους στρατιώτες από τους τραυματισμούς που προκλήθηκαν στο πεδίο της μάχης, την ίδια στιγμή δεν είχαν πολλά να προσφέρουν στα θύματα της γρίπης. Οι μεγάλες ελπίδες για την ασπιρίνη ως φάρμακο-θαύμα που μείωνε τον πυρετό αποδείχτηκαν και εδώ αβάσιμες. Έτσι ενώ δεν μπορούσαν να αντιμετωπίσουν τη γρίπη, προσπάθησαν να περιορίσουν τουλάχιστον την περαιτέρω εξάπλωσή της. Οι χώρες προσπάθησαν να ακολουθήσουν μια πολιτική με μέτρα υγιεινής, και κλείνοντας τα σύνορά τους, κατηγορούσαν ταυτόχρονα η μία την άλλη για την προέλευση του ιού, ο οποίος έπρεπε να είχε ξεκινήσει από κάπου. Κατά τη διάρκεια των δεκαετιών, η υποψία έπεσε σε διάφορες χώρες, αλλά τίποτα δεν αποδείχτηκε βέβαιο, παρά μόνον ότι δεν προερχόταν από την Ισπανία. Καθώς το βιβλίο εξελίσσεται και σταματάς σε σημαντικές στιγμές της ιστορίας, αλλάζει την πορεία κάποιων γεγονότων για τα οποία προηγουμένως υπήρχε άλλη γνώμη. Η συγγραφέας, προχωράει σε μια συναρπαστική υπόθεση, ότι δηλαδή η ιατρική αμέλεια και ανικανότητα της Μεγάλης Βρετανίας να θέσει υπό περιορισμό τη γρίπη στην ινδική αποικία της, πιθανώς να έδρασε ως δυναμικός καταλύτης και έναυσμα για το κίνημα ανεξαρτησίας της Ινδίας. Υποστηρίζει επίσης ότι η γρίπη, προσβάλλοντας μεγάλο ποσοστό Γερμανών στρατιωτών, είχε ως αντίκτυπο να επιταχυνθεί ο ερχομός του τέλους του πρώτου παγκόσμιου πολέμου. Ένα σοβαρό μέρος του βιβλίου, αφιερώνεται στο γεγονός αν μια άλλη πανδημία είναι πιθανή, αν όχι αναπόφευκτη σαν εκείνη του 1918, με τη χρήση βιοτρομοκρατίας και την απειλή της ανθρωπότητας από νέα στελέχη του ιού.
* * * * *
Όμως, οι περισσότεροι άνθρωποι σήμερα, λένε οι παραπάνω συγγραφείς, τείνουν να παραγκωνίζουν από τη μνήμη τους την πανδημία της ισπανικής γρίπης, ενώ δεν συμβαίνει το ίδιο με τον δεύτερο, κυρίως, παγκόσμιο πόλεμο, και αρκετοί ήταν εκείνοι που διατύπωσαν το ερώτημα γιατί θυμόμαστε τόσο πολύ τους πολέμους και τους νεκρούς τους, ενώ λησμονούμε γρήγορα τις πανδημίες οι οποίες επηρέασαν δυσμενώς τις οικονομίες των κρατών και οδήγησαν στην οικονομική ανέχεια τόσους πολλούς πολίτες και για μεγάλο χρονικό διάστημα. Για κάποιους, μια πιθανή εξήγηση είναι ότι η ιστορία μιας πανδημίας για όσους επιζούν, δύσκολα γίνεται μέρος της ατομικής και συλλογικής μνήμης αφού το μόνο που βίωσαν, ήταν να μένουν έγκλειστοι στο σπίτι και βελτιώνοντας αισθητά τα μέτρα της υγιεινής τους. Απόδειξη αυτού, τα πολλά βίντεο που σπρώχνουν τους πολίτες να μένουν καθιστοί στον καναπέ του σπιτιού τους. Τα κλειστά λιμάνια, οι σιδηροδρομικοί σταθμοί και τα αεροδρόμια μπορεί τώρα να είναι σχεδόν κλειστές δομές, όμως προσωρινά, γιατί γρήγορα θα γεμίσουν και όλα θα αποτελούν ξεχασμένο παρελθόν. Άλλη μια παράμετρος στην οποία δεν δόθηκε μεγάλη προσοχή μέχρι στιγμής, είναι η τάση επιστροφής και η διαφαινόμενη νοσταλγία πολλών πολιτών που ζουν στο εξωτερικό για τον γενέθλιο τόπο. Όλοι παρακολουθήσαμε τις αέναες προσπάθειες μεγάλης μερίδας συμπολιτών μας εγκλεισμένους σε ξένα αεροδρόμια προσπαθώντας να επιστρέψουν οίκαδε, κι’ όλα αυτά σε μια περίοδο εκτεταμένης παγκοσμιοποίησης. Πολλοί ομιλούν για μεγάλη ψευδαίσθηση μοναχικότητας όλων εκείνων που μένουν στο σπίτι, ενώ άλλοι για το ακριβώς αντίθετο. Όπως και να είναι όμως, όταν όλα περάσουν, οι εμπειρίες μας θα ενωθούν με εκείνες των άλλων αφού όλοι μας, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, μοιραστήκαμε τις συζητήσεις, τις ίδιες εμπειρίες και το σπουδαιότερο τους ίδιους φόβους για την πιθανή πορεία μας προς το επέκεινα!