Quantcast
Channel: Δοκίμιο • Fractal
Viewing all articles
Browse latest Browse all 627

Οι γυναικείες αντιδράσεις και διεκδικήσεις έρχονται από πολύ παλιά!

$
0
0
Του Γεωργίου Νικ. Σχορετσανίτη //

 

 

Τζαν Λορέντσο Μπερνίνι, Ο βιασμός της Περσεφόνης, 1621 (Πινακοθήκη Μποργκέζε, Ρώμη).

 

 

Ειδικά στα τελευταία δύο χρόνια γίναμε μάρτυρες, και στη χώρα μας,  πολλών περιπτώσεων κακοποίησης γυναικών από άντρες. Συχνά πυκνά έρχονται στη δημοσιότητα διάφορες λεπτομέρειες της παραπάνω κατάστασης από τα γνωστά μέσα επικοινωνίας με αποτέλεσμα να ενεργοποιείται κάθε φορά και η δικαιοσύνη προς αυτή την κατεύθυνση. Όμως για έναν υποψιασμένο ερευνητή της ιστορίας, τίποτα δεν είναι καινούργιο και πρωτόγνωρο, ούτε από τη μια ούτε από την άλλη πλευρά των δύο φύλων.

 

Οι αντιδράσεις και ανάλογες φυλετικές διεκδικήσεις από την πλευρά των γυναικών πάντα υπήρχαν αλλά απλώς δεν έρχονταν στην δημοσιότητα και στην επικαιρότητα για διάφορους κάθε φορά λόγους, σε βαθμό μάλιστα που πολλοί αναρωτούνται αν οι γυναίκες κάποτε είχαν περισσότερη δύναμη απ’ ότι νομίζαμε έως τώρα απέναντι στο ισχυρό φύλο, όπως είθισται διαχρονικά αυτό να αποκαλείται! Αρκετοί ερευνητές, ειδικά από τον ακαδημαϊκό χώρο, προσπάθησαν να ρίξουν φως στις σχέσεις των δύο φύλων τους τελευταίους αιώνες όπως αυτές ίσχυαν στην Ευρώπη. Αρωγός της συγκεκριμένης προσπάθειας γι’ αυτούς έχουν υπάρξει και αποδειχτεί αρκούντως πολύτιμα βιβλία, κείμενα από τις δικαστικές υπηρεσίες καθώς και ορισμένα εκκλησιαστικά αρχεία όπως αυτά έχουν καταγραφεί και διασωθεί στην Αγγλία, την Ελβετία και τη Γερμανία.

 

Σεμπαστιάνο Ρίτσι, Ο βιασμός των Σαβίνων γυναικών (1702-3).

 

H Σουζάνα Λίπσκομπ (Suzannah Lipscomb) έχει γράψει ένα εξαιρετικό βιβλίο για τις σχέσεις των δύο φύλων στη Γαλλία στα τέλη του 16ου αιώνα, χρησιμοποιώντας τα αρχεία των προτεσταντικών κονσιστόριο (consistorium), ιδίως εκείνα της πόλης Νιμ (Τίτλος: Suzannah Lipscomb, The Voices of Nîmes: Women, Sex, and Marriage in Reformation Languedoc. Oxford and New York: Oxford University Press, 2019). Για τη Δυτική Εκκλησία ο όρος ‘κονσιστόριο’ παρέπεμπε σε συνάθροιση εκκλησιαστικών προσώπων, ένα εκκλησιαστικό στην ουσία συμβούλιο, το οποίο αποσκοπούσε στην απονομή δικαιοσύνης ή στη διεκπεραίωση κάποιας συγκεκριμένης κοινωνικής υπόθεσης. Η Νιμ, πόλη της νότιας Γαλλίας, έως το 2016 αποτελούσε τμήμα του Λανγκντόκ – Ρουσιγιόν, με σημαντική ιστορία και πολλά ρωμαϊκά μνημεία, περισσότερο γνωστή σήμερα από τον λογοτέχνη Αλφόνς Ντωντέ, από τον γιατρό και επιχειρηματία Λουί Περιέ, δημιουργό του ομώνυμου εμφιαλωμένου νερού και τον Ζαν Νικό που εισήγαγε τον καπνό στην Γαλλία και από τον οποίο έλαβε το όνομά της η δημοφιλής νικοτίνη. Η επιλογή της εν λόγω βρεττανίδας, ιστορικού και τηλεπαρουσιάστριας, για τη Νιμ υπαγορεύτηκε από το απλό γεγονός, ότι  τα αρχεία εκείνης της πόλης είναι τα πιο πλήρη και με αγθονία από πικάντικες λεπτομέρειες πιο πολύ από οποιαδήποτε άλλη γαλλική κοινότητα, αποτελούμενα από δεκαοκτώ ογκώδεις τόμους που καλύπτουν την περίοδο από το 1559 έως το 1685, εκτός κάποιου μικρού χρονικού κενού. Το κονσιστόριο  εκείνη την περίοδο λειτουργούσε όχι μόνο ως διοικητικό όργανο της εκκλησίας, αλλά και ως δικαστήριο ηθών, τιμωρώντας τις παραβάσεις και στις πιο σοβαρές περιπτώσεις παραπέμποντας τους ενόχους στις πολιτικές αρχές. Με τα  αρχεία του κονσιστορίου ασχολήθηκαν και άλλοι παλιότερα και εκπονήθηκαν κάποιες διδακτορικές διατριβές, αν και δεν ασχολήθηκαν επισταμένως σε θέματα φύλου.

H Σουζάνα Λίπσκομπ επέλεξε να εστιάσει τη μελέτη της στην περίοδο πριν από το 1615, χρησιμοποιώντας επίσης τα αρχεία κονσιστορίου και κάποιων άλλων γαλλικών πόλεων. Το βιβλίο ‘Οι φωνές της Νιµ’, αποτελείται από µια εισαγωγή, ένα συμπέρασμα και επτά κεφάλαια. Στην εισαγωγή συζητούνται θεωρητικά θέματα και γίνεται σύντομη επισκόπηση της βιβλιογραφίας. Στα επόμενα κεφάλαια γίνεται μια επισκόπηση της Νιμ, της ιστορίας και της γεωγραφίας της. Διαθέτει ορισμένες ενότητες σχετικά με την ιστορία του Προτεσταντισμού στην περιοχή και τους θρησκευτικούς πολέμους και βεβαίως για το κονσιστόριο και τις εσωτερικές του διαδικασίες. Φυσικά το κυρίως σώμα του βιβλίου της είναι, εκτός από τη θρησκεία,  οι κοινωνικές σχέσεις, ο έρωτας και ο γάμος, το σεξ και οι συζυγικές διαφωνίες και προστριβές. Η Σουζάνα Λίπσκομπ καταλήγει στο συμπέρασμα ότι, παρά τις ενδείξεις για προτεσταντικό πάθος, οι απλές γυναίκες ήταν πεισματικά ανεξάρτητες και δεν πίστευαν εύκολα  όσα τους έλεγε το κονσιστόριο. Η Νιμ του δέκατου έκτου αιώνα ήταν μια μικρή πόλη. Τα σπίτια είχαν πίσω αυλές, οπότε υπήρχε κάποιος διαθέσιμος χώρος για να συναντιούνται μεταξύ τους, και δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι ανάμεσα τις γυναίκες υπήρχε διάχυτο και άφθονο το κουτσομπολιό, οι διαφωνίες και μερικές φορές ακόμη και  σωματική βία. Τα αρχεία υποστηρίζουν πως οι σεξουαλικές προσβολές ήταν συνηθισμένες ανάμεσά τους με αποτέλεσμα περαιτέρω προβλήματα στις σχέσεις τους.  Έτσι, για παράδειγμα, τον Μάιο του 1582 η σύζυγος του Ονορά Κανύ επιτέθηκε στη μέση του δρόμου και γρονθοκόπησε μέχρι αιμορραγίας την δόνα Κοντέρκ, επειδή μόλις είχε ανακαλύψει τον σύζυγό της με την ανιψιά της Κοντέρκ. Σε όλους τους διαπληκτισμούς και τις επιθέσεις όπου ενεπλάκησαν οι γυναίκες, οι άντρες ήταν οι κυρίως υπεύθυνοι. Παρ’ όλο που η συγγραφέας ανακάλυψε κάπου σαράντα μία διαφορετικές προσβολές στα αρχεία που εξερεύνησε, ο χαρακτηρισμός ‘putain’, δηλαδή πόρνη, ήταν η πλέον συχνή και εύστοχη προσβολή. Σε γενικές γραμμές, λέει, λίγες γυναίκες συμβούλευαν τις άλλες να είναι πράες και υποταγμένες στους συζύγους τους, αλλά παράλληλα επέκριναν όσες προχωρούσαν ή ανακαλύπτονταν σε μοιχεία, όπως φυσικά και τους άνδρες μοιχούς. Όσον αφορά τον γάμο, η Λίπσκομπ υποστηρίζει ότι οι γυναίκες είχαν σημαντική επιδεξιότητα και δυνατότητα να επιλέγουν οι ίδιες τους συζύγους τους. Διαπίστωσε επίσης ότι οι προίκες στη Νιμ, ήταν γενικώς χαμηλές, γεγονός που υποδηλώνει ότι ο γονικός έλεγχος στους γάμους των θυγατέρων τους ήταν σχετικά περιορισμένος. Το κονσιστόριο ήταν, στην πλειονότητα των περιπτώσεων, πρόθυμο να δεχτεί ότι οι νεαρές γυναίκες άνω των είκοσι πέντε ετών και οι νεαροί άνδρες άνω των τριάντα ετών δεν χρειάζονταν συναίνεση, ακόμα αν οι γονείς τους δεν ήταν παρόντες ή βρίσκονταν μακριά. Σε γενικές γραμμές, το κονσιστόριο έβλεπε τον γάμο ως συμβόλαιο και αν είχε συναφθεί, μπορεί μεν να επιθυμούσε  να δει την εκπλήρωσή του, αλλά το  γεγονός αυτό δεν εμπόδιζε τους άνδρες ή τις γυναίκες από το να προσπαθούν να ξεφύγουν από αρραβώνες που δεν ήθελαν πλέον να δουν, για κάποιο λόγο, να καταλήξουν σε γάμο. Η λέξη-κλειδί που χρησιμοποιούσαν οι άνθρωποι στη Νιμ του δέκατου έκτου αιώνα για να επικρίνουν τη σεξουαλική συμπεριφορά των άλλων ήταν ‘paillardise’ (ανήθικος) από τη λέξη για το ‘άχυρο’ ή ότι ‘κυλιέμαι στα άχυρα’. Η λέξη είχε έντονα αρνητική χροιά, αλλά οι περισσότερες γυναίκες μάλλον θα προτιμούσαν να τις αποκαλούν ‘paillarde’ παρά ‘putain’, τουτέστιν ανήθικες, αλλά όχι πόρνες. Στο κεφάλαιο που αναφέρεται στο σεξ, παρατηρούμε πως το κονσιστόριο ασχολούταν αρκετά συχνά με αυτό το ζήτημα. Όπως έχουν συμπεράνει και άλλες μελέτες, η Λίπσκομπ διαπιστώνει ότι πολλά ζευγάρια φαίνεται να μην αισθάνονταν ενοχές για το προγαμιαίο σεξ, ιδίως αν αυτό συνέβαινε αφού το ζευγάρι είχε καταλήξει πρώτα σε συμφωνία ότι θα παντρευόταν. Η δεσποινίς ντε Καμπανιάν δικαιολόγησε την απόκτηση ενός παιδιού μόλις τέσσερις μήνες μετά το γάμο της λέγοντας ότι εκείνη και ο σύζυγός της ήταν αρραβωνιασμένοι για δύο χρόνια, πράγμα που παραπέμπει στην άποψη πως η  συγκατοίκηση των αρραβωνιασμένων ζευγαριών φαίνεται επίσης να ήταν ευρέως αποδεκτή στην κοινωνία της εποχής. Δεν είναι περίεργο επίσης που το κονσιστόριο ήταν καχύποπτο όταν άνδρες και γυναίκες ήταν μόνοι τους, ιδίως όταν οι πόρτες ήταν κλειστές. Αλλά σε μια εποχή όπου πολλές νεαρές γυναίκες εργάζονταν ως υπηρέτριες στα σπίτια πλουσιότερων ανθρώπων, άνδρες και γυναίκες-υπηρέτριες βρίσκονταν αρκετά συχνά μαζί σε απομονωμένα δωμάτια. Το κονσιστόριο άκουσε και απασχολήθηκε με  πολλές από αυτές τις περιπτώσεις κυρίων ή νεαρών συγγενών κυρίων που έκαναν σεξ με τις υπηρέτριες, στην πλειονότητα των περιπτώσεων χωρίς συναίνεση, που παραπέμπει πιθανότατα σε βιασμούς. Όμως, το κονσιστόριο δεν το έβλεπε συνήθως έτσι, και ούτε ακόμη και οι εμπλεκόμενες γυναίκες δεν χρησιμοποιούσαν εύκολα τη λέξη αυτή, ότι δηλαδή έπεσαν θύματα βιασμού. Οι φτωχές υπηρέτριες πάντως, θα ήταν πολύ δύσκολο να αρνηθούν τις απαράδεκτες απαιτήσεις των εργοδοτών τους, με κλασσικό παράδειγμα ότι τρεις από τις υπηρέτριες του Πιερ Γκρανιέ, έμειναν  έγκυες.

Η Σουζάνα Λίπσκομπ παραθέτει περίπου μια σελίδα στο βιβλίο της με τη μαρτυρία της Μαργκερίτ Μπρυσέ,  η οποία κατέθεσε ότι ο κύριός της, Αντουάν Μπονέ, την είχε ρίξει κάτω και τη βίασε. Η Μπρυσέ κατάφερε και  άντεξε τα ερωτήματα και την αυστηρή ανάκριση του Μπονέ που προσπαθούσε να ξεφύγει  μπροστά στο κονσιστόριο, ο οποίος τύχαινε να είναι γνωστός στην κοινωνία  και εξέχων προτεστάντης. Το σεξ αποτελεί επίσης βασικό θέμα και στο  κεφάλαιο, ‘Οι δοκιμασίες του γάμου’, το οποίο περιλαμβάνει εκτός από μια εκτενή ενότητα για τη μοιχεία και μια συζήτηση για την περιβόητη ενδοοικογενειακή βία. Σύμφωνα με την Λίπσκομπ, οι γυναίκες παραπονιούνταν ότι οι σύζυγοι τις χτυπούσαν, ενώ οι άνδρες αντίθετα παραπονιούνταν ότι οι γυναίκες τους δεν τους υπάκουαν. Τόσο οι σύζυγοι όσο και οι γυναίκες κατηγορούσαν οι μεν τους δε ότι κοιμόντουσαν με άλλους. Υπήρχαν άφθονες αποδείξεις γι’ αυτό, παρά τις συνήθεις αρνήσεις. Για παράδειγμα, ο Ζακ ντε λα Φαρέλ, ένας γιατρός, οδηγήθηκε πολλές φορές ενώπιον του κονσιστορίου σε μια περίοδο τεσσάρων ετών για συχνές συνευρέσεις με μια άλλη γυναίκα, σχέση την οποία αρνήθηκε επανειλημμένα, προτού τελικά συλληφθεί επ’ αυτοφώρω στο κρεβάτι μαζί της. Ενίοτε, οι σύζυγοι έλεγαν ακόμη ότι οι γυναίκες τους ήταν εκείνες που τούς χτυπούσαν, αλλά ο κύριος και τελικός στόχος του κονσιστορίου ήταν γενικώς να αποκαταστήσει την αρμονία στο νοικοκυριό. Ενώ όμως το κονσιστόριο αποδοκίμαζε τη βία, η αντίδρασή του στη συζυγική βία δεν ήταν ιδιαίτερα ισχυρή και η όποια πίεση προς τους συζύγους είχε περισσότερο τη φύση της δημόσιας επίκρισης.

Μια από τις βασικές θέσεις του βιβλίου είναι ότι οι καθημερινές γυναίκες μπορούσαν να ασκήσουν κάποια μορφή εξουσίας, επειδή το κονσιστόριο, σε σύγκριση με τα άλλα γαλλικά δικαστήρια που είχαν την δικαιοδοσία σε υποθέσεις γάμου και ηθικής, ήταν ιδιαίτερα προσιτό. Συνεδρίαζε σε τακτά χρονικά διαστήματα, συζητούσε πολλές υποθέσεις και δεν επέβαλε ούτε απαιτούσε αμοιβή στους προσφεύγοντες και προσφεύγουσες. Πολλές γυναίκες εκεί διαμαρτύρονταν, διηγούνταν δημόσια τις προσωπικές τους ιστορίες, δημιουργούσαν προβλήματα και γενικώς ήταν υπολογίσιμες δυνάμεις στην κοινωνία. Σίγουρα, όμως, πολλοί άντρες τους φερόντουσαν πολύ άσχημα και δυστυχώς πολλές κακοποιημένες σύζυγοι δεν έτυχαν δίκαιης αποζημίωσης, αλλά δεν πρέπει πάλι να παραβλέπεται το γεγονός πως οι γυναίκες στη Νιμ του 16ου αιώνα δεν ήταν καθόλου παθητικές ή υπάκουες. Σύμφωνα με την συγγραφέα, οι γυναίκες δεν ήταν απλώς υποκείμενα της πατριαρχίας, αλλά πολλές φορές συνωμότησαν μαζί με αυτή για να βρουν το δίκιό τους, βοηθώντας το κονσιστόριο στην αστυνόμευση της ηθικής και τη συμμόρφωση όλων, όσο ήταν εφικτό βέβαια,  στις παραδοσιακές επιταγές.

Βεβαίως, ακόμα και σε ρητά πατριαρχικές κοινωνίες η θέση των γυναικών διέφερε, και σε ορισμένες οι γυναίκες είχαν υψηλότερη θέση και μεγαλύτερη ελευθερία από ότι σε άλλες, αλλά από την άλλη μεριά δεν ήταν όλες οι κοινωνίες εξ’ ίσου πατριαρχικές. Παρά τους πραγματικούς περιορισμούς που αντιμετώπιζαν οι γυναίκες στην Αγγλία, για παράδειγμα, ορισμένες κατέληγαν να κληρονομούν σημαντικά περιουσιακά στοιχεία από τους συζύγους τους, αφού οι σύζυγοι αποτελούσαν την κύρια πηγή εισοδήματός τους. Από την άλλη πλευρά, οι γυναίκες φαίνεται ότι είχαν σημαντική δυνατότητα να επιλέγουν τους συζύγους τους, γεγονός που θα έπρεπε να θέτει σε μειονεκτική θέση τους  αυταρχικούς άνδρες. Οι περισσότερες γυναίκες που έζησαν κατά καιρούς στη μακραίωνα ιστορία δεν άφησαν ίχνη της ύπαρξής τους στα αρχεία της τελευταίας. Οι γυναίκες, ειδικότερα, του δέκατου έκτου και δέκατου έβδομου αιώνα που ανήκαν στα μεσαία και κατώτερα κοινωνικά στρώματα δεν άφησαν επιστολές ή ημερολόγια στα οποία να εκφράζουν αυτά που αισθάνονταν ή σκέφτονταν. Τα ποινικά δικαστήρια και οι δικαστές κρατούσαν ελάχιστα στοιχεία των μαρτυριών τους και δεν ήταν γνωστό ότι σώζονται λεπτομερή αρχεία των εκκλησιαστικών δικαστηρίων για τη γαλλική Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία μεταξύ 1540 και 1667. Η μελέτη ετούτη, όμως, μας επιτρέπει να αποκτήσουμε πρόσβαση στην καθημερινή ζωή των απλών γυναικών από την ομιλία, τη συμπεριφορά, μέχρι  και τη στάση τους απέναντι στον έρωτα, την πίστη και το γάμο, καθώς και τη φιλία και το σεξ. Οι γυναίκες εμφανίζονταν συχνά ενώπιον του κονσιστορίου, επειδή μία από τις κύριες λειτουργίες της ηθικής πειθαρχίας ήταν το θέμα της σεξουαλικότητας και οι γυναίκες θεωρούνταν κατά κύριο λόγο υπεύθυνες για τη σεξουαλική αμαρτία. Οι γυναίκες φυσικά έμαθαν γρήγορα πώς να εκμεταλλεύονται το κονσιστόριο προς όφελός τους. Κατήγγελλαν όσους τις κακοποιούσαν και χρησιμοποίησαν το κονσιστόριο για να αναγκάσουν τους άνδρες να τιμήσουν τις υποσχέσεις τους. Το βιβλίο από αυτή την άποψη, αποτελεί ένα ευανάγνωστο ταξίδι στη ζωή των γυναικών στη νότια Γαλλία κατά τη διάρκεια μιας περιόδου κοινωνικών αλλαγών και θρησκευτικών αναταραχών, μία περίοδος όπου οι γυναίκες παρουσιάζονται  λιγότερο πονηρές και πιο άμεσες και αποφασισμένες για τις προσωπικές τους ανάγκες.

 

 

 

 

The post Οι γυναικείες αντιδράσεις και διεκδικήσεις έρχονται από πολύ παλιά! first appeared on Fractal.


Viewing all articles
Browse latest Browse all 627

Trending Articles