Γράφει ο Άκης Καρατζογιάννης //
Πηγή: The Complete Poems of Cavafy, translated by Rae Dalven, with an introduction by W.H. Auden, The Hogardth Press LTD., London, 1961.
Πηγή ποιημάτων Καβάφη: Κ.Π. Καβάφης, Άπαντα τα δημοσιευμένα ποιήματα, με αναλυτικό φιλολοφικό ιστορικό και αισθητικό σχολιασμό από τους Ρένο, Ήρκο και Στάντη Αποστολίδη, Τα Νέα Ελληνικά, Αθήνα, 2012.
Από τότε που ο αείμνηστος καθηγητής R.M. Dawkins μου έμαθε την ποίηση του Κ.Π. Καβάφη, εδώ και πάνω από τριάντα χρόνια, ο Καβάφης επηρεάζει τη γραφή μου ανελλιπώς. Μπορώ δηλαδή να σκεφτώ ποιήματά μου που, αν δεν τον ήξερα, σίγουρα θα τα ’χα γράψει πολύ διαφορετικά, ή μπορεί και να μην τα ’χα γράψει κάν. Ωστόσο, νέα ελληνικά δεν ξέρω γρυ, κι έτσι τον Καβάφη τον έχω διαβάσει μόνο σε αγγλικές και γαλλικές μεταφράσεις.
Αυτό, τώρα, με μπερδεύει, και με κλονίζει κιόλας λίγο. Όπως όλοι, νομίζω, όσοι γράφουν ποίηση, πίστευα κι εγώ ανέκαθεν πως η ειδοποιός διαφορά ποίησης και πρόζας έγκειται στ’ ότι η πρόζα μεταφράζεται σε άλλη γλώσσα ενώ η ποίηση όχι.
Εφόσον όμως γίνεται να επιδράσει στην ποίησή σου ένα έργο που μπορείς να διαβάσεις μόνο μεταφρασμένο, η πεποίθηση αυτή θα πρέπει να μετριαστεί.
Στην ποίηση, αναμφίβολα, άλλα στοιχεία μπορούν να διαχωριστούν απ’ την πρωτότυπη λεκτική έκφραση, και άλλα όχι. Είναι προφανές, για παράδειγμα, ότι ένας συνειρμός προερχόμενος από ομόηχες λέξεις περιορίζεται στη γλώσσα των λέξεων αυτών. Μόνο στα γερμανικά το Welt ομοιοκαταληκτεί με το Geld, και μόνο στ’ αγλλικά είν’ εφικτό το λογοπαίγνιο του Hilaire Belloc: «When I am dead, I hope it may be said: / ‘His sins were scarlet, but his books were read.’»[1] Ένας ποιητής που περισσότερο «τραγουδάει» παρά «μιλάει», όπως οι αμιγώς λυρικοί, σπάνια μεταφράζεται – και πάλι, άν. Το «νόημα» ενός τραγουδιού του Campion είναι άρρηκτα δεμένο με τους ήχους και τους ρυθμούς των λέξεων που μεταχειρίζεται. Δε θα ’ταν απίθανο ένας όντως δίγλωσσος ποιητής να έγραφε το ίδιο –όπως θα πίστευε εκείνος– ποίημα σε δύο γλώσσες αλλ’ αν κάποιος μετέφραζε κατά λέξη το καθένα στη γλώσσα του άλλου να μη μπορούσε κανένας να διακρίνει τη σύνδεσή τους.
Από την άλλη, οι ποιητικές φόρμες και τεχνικές γίνονται αντιληπτές και ξέχωρα απ’ τα ποιήματα καθαυτά. Δεν είν’ ανάγκη να ξέρω ουαλλικά για να ενθουσιαστώ με τη δυνατότητα να εφαρμόσω σε αγγλικό στίχο τις εσωτερικές ομοιοκαταληξίες και παρηχήσεις απ’ τις οποίες βρίθουν τα ουαλλικά ποιήματα. Πολύ πιθανό να διαπίστωνα πως είναι μεν αδύνατο να μεταφερθούν αυτούσιες στ’ αγγλικά, ωστόσο, με κάποιες τροποποιήσεις, μπορεί και να πετύχαινα νέα κι ενδιαφέροντα εκφραστικά επιτεύγματα.
Ένα άλλο ποιητικό στοιχείο που συχνά επιβιώνει στη μετάφραση είναι τα σχήματα λόγου όπως οι παρομοιώσεις κι οι μεταφορές, διότι προέρχονται όχι απ’ τις γλωσσικές συνήθειες ενός τόπου, αλλ’ από αισθητήριες εμπειρίες κοινές σε όλους.
Δε χρειάζεται να διαβάσω στα ελληνικά τον Πίνδαρο για να εκτιμήσω το πόσο όμορφα και ικανά εγκωμιάζει το νησί της Δήλου: «motionless miracle of the / wide earth, which mortals call Delos, but the / blessed on Olympus, the far-shining star of / dark-blue earth.»[2]
Όταν, πάλι, προκύπτουν δυσκολίες στη μετάφραση εικόνων, συνήθως οφείλονται στο ότι, λόγω των λεκτικών πόρων της νέας γλώσσας, απαιτούνται περισσότερες λέξεις για να εκφραστεί το νόημα με σαφήνεια∙ τόσες, που η δύναμη του πρωτοτύπου χάνεται. Έτσι, ο στίχος του Σαίξπηρ «the hearts that spanielled me at heels» δε μπορεί ν’ αποδοθεί στα γαλλικά χωρίς η μεταφορά να μετατραπεί σε μια λιγότερο εύστοχη παρομοίωση.
Παρ’ όλ’ αυτά, κανένα απ’ τα μεταφράσιμα ποιητικά στοιχεία που ανέφερα δε συναντάται στον Καβάφη. Με τον ελεύθερο χαλαρό ιαμβικό στίχο που συνήθως χρησιμοποιεί είμαστε ήδη εξοικειωμένοι. Η μεγαλύτερη όμως πρωτοτυπία του ύφους του, η σύμμειξη –τόσο στο λεξιλόγιο όσο και στη σύνταξη– δημοτικής και καθαρεύουσας, δε μεταφράζεται. Στην Αγγλία δεν υπάρχει τίποτε αντίστοιχο με τη διαμάχη δημοτικής-καθαρεύουσας, μια διαμάχη που ξεσήκωσε μεγάλα πάθη, και στη λογοτεχνία και στην πολιτική. Εμείς έχουμε μόνο την επίσημη αγγλική απ’ τη μία, και τα τοπικά ιδιώματα απ’ την άλλη, άρα είν’ αδύνατο αυτό το υφολογικό εφέ ν’ αναπαραχθεί από ένα μεταφραστή ή να χρησιμεύσει σ’ έναν Άγγλο ποιητή.
Ούτε μπορεί κανείς να μιλήσει για σχήματα λόγου στον Καβάφη, αφού δε χρησιμοποιεί ποτέ τεχνικές όπως παρομοιώσεις και μεταφορές: είτε πρόκειται για εικόνα, για περιστατικό, για συναίσθημα, κάθε του αράδα είναι σκέτη περιγραφή, χωρίς γαρνιτούρα.
Και τι είναι λοιπόν αυτό, στα ποιήματα του Καβάφη, που επιβιώνει στη μετάφραση και συναρπάζει; Θα μπορούσα μόνο –ανεπαρκέστατα– να πω: μια χροιά φωνής, ένας προσωπικός λόγος. Έχω διαβάσει μεταφράσεις Καβάφη από πολλά διαφορετικά χέρια, όμως ήταν κάθε φορά φως-φανάρι ότι επρόκειτο για ποίημα του Καβάφη – κανένας άλλος δε θα μπορούσε να τα ’χε γράψει. Όποιο του ποίημα και να διαβάσω, νιώθω: «εδώ φανερώνεται ένα πρόσωπο με μια κοσμοαντίληψη μοναδική». Το να μεταφράζεται ο αυτοαποκαλυπτικός λόγος μού φαίνεται πολύ παράξενο, επείσθην όμως ότι γίνεται. Έχω φτάσει στο συμπέρασμα πως μόνο ένα πράγμα χαρακτηρίζει όλα –μηδενός εξαιρουμένου– τα ανθρώπινα όντα: η μοναδικότητα. Ένα χαρακτηριστικό, απ’ την άλλη, που μπορεί να βρεθεί κοινό σε δύο άτομα, όπως τα κόκκινα μαλλιά ή η αγγλική γλώσσα, προϋποθέτει την ύπαρξη άλλων ατομικών ιδιοτήτων, που αποκλείουν αυτή την ταξινόμηση. Στο βαθμό, συνεπώς, που ένα ποίημα αποτελεί προϊόν ενός συγκεκριμένου πολιτισμού, δύσκολα μεταφράζεται στους όρους ενός διαφορετικού πολιτισμού∙ στο βαθμό όμως που συνιστά έκφραση ενός μοναδικού ανθρώπινου όντος, είν’ εξίσου εύκολο –ή εξίσου δύσκολο– να το εκτιμήσει ένα πρόσωπο είτε από ένα ξένο είτε απ’ το ίδιο πολιτισμικό σύνολο με τον ποιητή.
Αν όμως το σημαντικότερο στοιχείο της ποίησης του Καβάφη είναι η μοναδική χροιά της φωνής του, τότε ο κριτικός δεν έχει τίποτα να πει, αφού η κριτική μόνο συγκρίσεις μπορεί να κάνει. Μια μοναδική χροιά φωνής δε γίνεται να την περιγράψεις, μόνο να τη μιμηθείς: δηλαδή ή να την παρωδήσεις, ή να την παραθέσεις.
Γράφοντας λοιπόν κανείς εισαγωγή στο έργο του Καβάφη, βρίσκεται στην αμήχανη θέση να ξέρει πως ό,τι γράφει ενδιαφέρει μόνο όσους δεν τον έχουν ακόμα διαβάσει. Μόλις διαβάσουν τα ποιήματα θα ξεχάσουν την εισαγωγή, όπως άμα κάνεις έναν καινούργιο φίλο σ’ ένα πάρτι ξεχνάς ποιος σας σύστησε.
Τα βασικά θέματα του Καβάφη είναι τρία: έρωτας, τέχνη και πολιτική με την πρωταρχική έννοια των Ελλήνων.
Ο Καβάφης ήταν ομοφυλόφιλος, πράγμα που τα ερωτικά του ποιήματα δεν προσπαθούν να συγκαλύψουν. Τα ποιήματα των ανθρώπων, όπως κι οι πράξεις τους, δεν απαλλάσσονται από επικρίσεις ηθικής φύσως∙ το ηθικό κριτήριο όμως διαφέρει. Το ποίημα οφείλει, μεταξύ άλλων, να πει την αλήθεια και μόνο την αλήθεια. Αψευδής μάρτυρας είν’ εκείνος που καταθέτει το αληθές –κατά το μέτρο των δυνατοτήτων του–, ώστε το δικαστήριο (ή ο αναγνώστης) να βρίσκεται σε πλεονεκτικότερη θέση για να κρίνει την υπόθεση δίκαια∙ αναξιόπιστος μάρτυρας είν’ εκείνος που λέει μισές αλήθειες η κατάφωρα ψέματα – η ετυμηγορία ωστόσο δεν εναπόκειται στο μάρτυρα. (Στις τέχνες, φυσικά, πρέπει να διαχωρίζουμε το ψέμα απ’ το φαντασιοκόπημα, που δεν αναμένεται απ’ το κοινό να το πιστέψει. Ο φαντασιόπληκτος προδίδεται, είτε από ένα βλεφάρισμα, είτε από ένα υπερβολικό poker face – ο εκ γεννετής ψεύτης δείχνει πάντα απόλυτα φυσικός.)
Ως μάρτυρας, ο Καβάφης είν’ εξαιρετικά ειλικρινής. Ποτέ δε λογοκρίνει, ούτε εξωραΐζει, ούτε χασκογελάει. Ο ερωτικός κόσμος που απεικονίζει είναι των λιγόζων σχέσεων και της αρπαχτής. Ο έρωτας εκεί σπάνια είναι κάτι παραπάνω από σαρκικό πάθος, και όταν υπάρχουν τρυφερά αισθήματα είναι σχεδόν πάντα μονόπλευρα. Παράλληλα, αρνείται να προσποιηθεί πως οι αναμνήσεις στιγμών σαρκικής ηδονής είναι δυσάρεστες ή έχουν καταστραφεί από ενοχές. Συμβαίνει να νιώθει κανείς ενοχές για κάποια σχέση του (ίσως το άλλο πρόσωπο του φέρθηκε άσχημα, ή του προκάλεσε δυστυχία), ωστόσο κανένας δε μπορεί, ασχέτως ηθικών πεποιθήσεων, να μετανιώνει ειλικρινά για την ηδονή που βίωσε. Το μόνο που ενδεχομένως θα ’χε να προσάψει κανείς στον Καβάφη συμπεριλαβάνει όλους τους ποιητές: ότι ίσως δεν εκτιμά απόλυτα την εξαιρετικά καλή του μοίρα, το χάρισμά του δηλαδή να μετουσιώνει σε πολύτιμη ποίηση εμπειρίες οι οποίες, για όσους δε διαθέτουν τη δική του δύναμη, μπορεί να είν’ ασήμαντες, ή ακόμη και βλαβερές. Οι πηγές της ποίησης βρίσκονται, καθώς το λέει ο Γέητς, στο άθλιο παλιατζίδικο της καρδιάς, κι ο Καβάφης αυτό το δίνει ανάγλυφα μ’ ένα ανέκδοτο:
Ἡ ἐκπλήρωσις τῆς ἔκνομής των ἡδονῆς
ἔγινεν. Ἀπ’ τὸ στρῶμα σηκωθῆκαν,
καὶ βιαστικὰ ντύνονται χωρὶς νὰ μιλοῦν.
Βγαίνουνε χωριστά, κρυφὰ ἀπ’ τὸ σπίτι∙ καὶ καθὼς
βαδίζουνε κάπως ἀνήσυχα στὸν δρόμο, μοιάζει
σὰν νὰ ὑποψιάζονται ποὺ κάτι ἐπάνω των προδίδει
σὲ τί εἴδους κλίνην ἔπεσαν πρὸ ὀλίγου.
Πλὴν τοῦ τεχνίτου πῶς ἐκέρδισε ἡ ζωή.
Αὔριο, μεθαύριο, ἢ μετὰ χρόνια θὰ γραφοῦν
οἱ στίχ’ οἱ δυνατοὶ ποὺ ἐδῶ ἦταν ἡ ἀρχή των.
(Ἡ ἀρχή των)[3]
Τι μέλλον όμως (δε γίνεται να μην αναρωτηθούμε) επιφυλάσσεται στο ταίρι του τεχνίτου;
Απέναντι στο ποιητικό λειτούργημα, ο Καβάφης τηρεί στάση αριστοκράτη. Οι ποιητές του δεν αξιώνουν δόξα και τιμές, και δε θεωρούν εαυτούς δημόσια πρόσωπα υψηλού κύρους, παρά μάλλον πολίτες μιας μικρής δημοκρατίας όπου ο καθένας κρίνεται απ’ τους ομοτέχνους του, με κριτήρια άκρως αυστηρά. Ο νέος ποιητής Ευμένης έχει αποθαρρυνθεί γιατί τώρα δυο χρόνια που πασχίζει, ένα ειδύλλιο μονάχα κατάφερε να γράψει. Ο Θεόκριτος τον παρηγορεί έτσι:
Κι ἂν εἶσαι στὸ σκαλὶ τὸ πρῶτο, πρέπει
νάσαι ὑπερήφανος κ’ εὐτυχισμένος.
Ἐδῶ ποὺ ἔφθασες, λίγο δὲν εἶναι∙
τόσο ποὺ ἔκαμες – μεγάλη δόξα! []
Εἰς τὸ σκαλὶ γιὰ νὰ πατήσεις τοῦτο
πρέπει μὲ τὸ δικαίωμά σου νάσαι
πολίτης εἰς τῶν Ἰδεῶν τὴν Πόλη.
Καὶ δύσκολο στὴν Πόλη ἐκείνην εἶναι
καὶ σπάνιο νὰ σὲ πολιτογραφήσουν.
Στὴν Ἀγορά της βρίσκεις νομοθέτας
ποὺ δὲν γελᾶ κανένας τυχοδιώκτης… []
(Τὸ πρῶτο σκαλί)[4]
Οι ποιητές του γράφουν γιατί απολαμβάνουν το γράψιμο και για να προσφέρουν αισθητική τέρψη, χωρίς όμως ποτέ να μεγαλοποιούν τη σημασία της.
Οἱ ἐλαφροὶ ἂς μὲ λέγουν ἐλαφρόν.
Στὰ σοβαρὰ πράγματα ἤμουν πάντοτε
ἐπιμελέστατος. Καὶ θὰ ἐπιμείνω,
ὅτι κανεὶς καλύτερά μου δὲν γνωρίζει
Πατέρας ἢ Γραφάς, ἢ τοὺς Κανόνας τῶν Συνόδων.
Εἰς κάθε ἀμφιβολίαν του ὁ Βοτανειάτης,
εἰς κάθε δυσκολίαν στὰ ἐκκλησιαστικά,
ἐμένα συμβουλεύονταν, ἐμένα πρῶτον.
Ἀλλὰ ἐξόριστος ἐδῶ (νὰ ὄψεται ἡ κακεντρεχὴς
Εἰρήνη Δούκαινα), καὶ δεινῶς ἀνιῶν,
οὐδόλως ἄτοπον εἶναι νὰ διασκεδάζω
ἐξάστιχα κι ὀκτάστιχα ποιῶν –
νὰ διασκεδάζω μὲ μυθολογήματα
Ἑρμοῦ, καὶ Ἀπόλλωνος, καὶ Διονύσου,
ἢ ἡρώων τῆς Θεσσαλίας καὶ τῆς Πελοποννήσου∙
καὶ νὰ συνθέτω ἰάμβους ὀρθοτάτους,
ὅπως –θὰ μ’ ἐπιτρέψετε νὰ πῶ– οἱ λόγιοι
τῆς Κωνσταντινουπόλεως δὲν ξέρουν νὰ συνθέσουν.
Αὐτὴ ἡ ὀρθότης, πιθανόν, εἶν’ ἡ αἰτία τῆς μομφῆς.
(Βυζαντινὸς ἄρχων, ἐξόριστος, στιχουγῶν)[5]
Το ενδιαφέρον του Καβάφη κεντρίζουν τα κωμικά συνεπακόλουθα της έμμεσης σχέσης των ποιητών με τον κόσμο. Εκεί που ο άνθρωπος της δράσης απαιτεί την παρουσία άλλων εδώ και τώρα, αφού χωρίς κοινό δε δύναται να δράσει, ο ποιητής κατασκευάζει το ποίημα του απομονωμένος. Θέλει, είν’ η αλήθεια, κοινό για το έργο του, αλλά δε χρειάζεται να σχετίζεται μαζί του προσωπικά∙ το προσδοκόμενο κοινό του, μάλιστα, αποτελείται από μέλλουσες γενεές: θα εμφανιστεί μόνο μετά το θάνατό του. Την ώρα που γράφει, συνεπώς, πρέπει ν’ αποδιώχνει κάθε σκέψη για τον εαυτό του και για τους άλλους, για ν’ αφοσιώνεται στο έργο του. Παρ’ όλ’ αυτά, ο ποιητής δεν είναι ούτε μηχάνημα παραγωγής στίχων – είν’ έν’ ανθρώπινο πλάσμα σαν όλα τ’ άλλα: ζει σε μια κοινωνία μιας συγκεκριμένης εποχής, κι επηρεάζεται από τις έγνοιες και τα σκαμπανεβάσματά της. Ο Καππαδόκης ποιητής Φερνάζης συνθέτει ένα επικό ποίημα για τον Δαρείο, και προσπαθεί να φανταστεί τι αισθήματα και κίνητρα ώθησαν τον Δαρείο να δράσει όπως έδρασε. Άξαφνα ο υπηρέτης του τον διακόπτει για να του πει πως άρχισε ο πόλεμος με τους Ρωμαίους:
Ἀδημονεῖ ὁ Φερνάζης… Ἀτυχία!
Ἐκεῖ ποὺ τὸ εἶχε θετικὸ μὲ τὸν Δαρεῖο
ν’ ἀναδειχθεῖ, καὶ τοὺς ἐπικριτάς του,
τοὺς φθονερούς, τελειωτικὰ ν’ ἀποστομώσει!..
Τί ἀναβολή, τί ἀναβολὴ στὰ σχέδιά του!..
Καὶ νάταν μόνο ἀναβολή, πάλι καλά.
Ἀλλὰ νὰ δοῦμε ἂν ἔχουμε κι ἀσφάλεια
στὴν Ἀμισό. Δὲν εἶναι πολιτεία ἐκτάκτως ὀχυρή.
Εἶναι φρικτότατοι ἐχθροὶ οἱ Ρωμαῖοι.
Μποροῦμε νὰ τὰ βγάλουμε μ’ αὐτούς,
οἱ Καππαδόκες;.. Γένεται ποτέ;..
Εἶναι νὰ μετρηθοῦμε τώρα μὲ τὲς λεγεῶνες;..
Θεοὶ μεγάλοι, τῆς Ἀσίας προστάται, βοηθήστε μας!..
Ὅμως, μὲς σ’ ὅλη του τὴν ταραχὴ καὶ τὸ κακό,
ἐπίμονα κι ἡ ποιητικὴ ἰδέα πάει κ’ ἔρχεται:
…Τὸ πιθανώτερο εἶναι, βέβαια, ὑπεροψίαν καὶ μέθην…
Ὑπεροψίαν καὶ μέθην θὰ εἶχεν ὁ Δαρεῖος!..
(Δαρεῖος)[6]
Τα ποιήματα του Καβάφη, πέραν όσων πραγματεύονται προσωπικά του βιώματα, σπάνια διαδραματίζονται στην εποχή του. Κάποια σχετίζονται με την αρχαιοελληνική ιστορία, κάνα δυο άλλα με την πτώση της Ρώμης, όμως οι αγαπημένες του ιστορικές περίοδοι είναι δύο: η εποχή των ελληνικών βασιλείων που ιδρύθηκαν απ’ τους Ρωμαίους μετά την κατάρρευση της αυτοκρατορίας του Μεγάλου Αλεξάνδρου, και η περίοδος του Κωνσταντίνου και των διαδόχων του, όταν ο Χριστιανισμός νίκησε τον παγανισμό κι έγινε επίσημη θρησκεία.
Στα πλαίσια αυτών των περιόδων, δίνει σειρά περισταστικών και πορτρέτων. Ο πανελλήνιος κόσμος του είναι πολιτικά αποδυναμωμένος, και γι’ αυτό η πολιτική εκεί αντιμετωπίζεται μ’ έναν εύθυμο κυνισμό. Κατά την επίσημη εκδοχή, τα επιμέρους βασίλεια είναι αυτοδύναμα, όμως όλοι ξέρουνε πως οι κυρίαρχοι είν’ ανδρείκελα της Ρώμης. Τα κρίσιμα για τους Ρωμαίους γεγονότα, όπως η Ναυμαχία του Ακτίου, δε σημαίνουν τίποτα για κείνους. Αφού θα υπακούν όπως και νάχει, γιατί να νοιάζονται για τ’ όνομα του αφέντη τους;
Οἱ εἰδήσεις γιὰ τὴν ἔκβαση τῆς ναυμαχίας, στὸ Ἄκτιον,
ἦσαν βεβαίως ἀπροσδόκητες.
Ἀλλὰ δὲν εἶναι ἀνάγκη νὰ συντάξουμε νέον ἔγγραφον –
τ’ ὄνομα μόνον ν’ ἀλλαχθεῖ… Ἀντίς, ἐκεῖ
στὶς τελευταῖες γραμμές: λυτρώσας τοὺς Ρωμαίους
ἀπ’ τὸν ὀλέθριον Ὀκτάβιον,
τὸν δίκην παρωδίας Καίσαρα,
τώρα θὰ βάλουμε: λυτρώσας τοὺς Ρωμαίους
ἀπ’ τὸν ὀλέθριον Ἀντώνιον –
ὅλο τὸ κείμενον ταιριάζει ὡραῖα[.]
(Ἐν δήμῳ τῆς Μικρᾶς Ἀσίας)[7]
Μερικοί άλλοι, όπως ο Δημήτριος Σωτήρ, ονειρεύονται να γίνει πάλι κράτος δυνατό η πατρίδα τους, αλλ’ αναγκάζονται να συνειδητοποιήσουν ότι τ’ όνειρο είναι μάταιο:
Ὑπέφερε, πικραίνονταν στὴν Ρώμη
σὰν ἔνιωθε στὲς ὁμιλίες τῶν φίλων του,
τῆς νεολαίας τῶν μεγάλων οἴκων,
μὲς σ’ ὅλην τὴν λεπτότητα καὶ τὴν εὐγένεια
ποὺ ἔδειχναν σ’ αὐτόν –τοῦ βασιλέως
Σελεύκου Φιλοπάτορος τὸν ὑιό–
σὰν ἔνιωθε ποὺ ὅμως πάντα ὑπῆρχε μιὰ κρυφὴ
ὀλιγωρία γιὰ τὲς δυναστεῖες τὲς ἑλληνίζουσες∙
ποὺ ξέπεσαν, ποὺ γιὰ τὰ σοβαρὰ ἔργα δὲν εἶναι –
γιὰ τῶν λαῶν τὴν ἀρχηγία πολὺ ἀκατάλληλες…
Τραβιοῦνταν μόνος του, κι ἀγανακτοῦσε, κι ὤμνυε
ποὺ ὅπως τὰ θαρροῦν διόλου δὲν θάναι∙
ἰδοὺ ποὺ ἔχει θέλησιν αὐτός∙
θ’ ἀγωνισθεῖ, θὰ κάμει, θ’ ἀνυψώσει!..
Ἀκρεῖ νὰ βρεῖ ἕναν τρόπο στὴν Ἀνατολὴ νὰ φθάσει,
νὰ κατορθώσει νὰ ξεφύγει ἀπὸ τὴν Ἰταλία – []
Ἆ, στὴν Συρία μονάχα νὰ βρεθεῖ!..
Ἔτσι μικρὸς ἀπ’ τὴν πατρίδα ἔφυγε
ποὺ ἀμυδρῶς θυμοῦνταν τὴν μορφή της∙
μὰ μὲς στὴν σκέψη του τὴν μελετοῦσε πάντα
σὰν κάτι ἱερό, ποὺ προσκυνῶντας τὸ πλησιάζεις –
σὰν ὀπτασία τόπου ὡραίου, σὰν ὅραμα
ἑλληνικῶν πόλεων καὶ λιμένων…
Καὶ τώρα;..
Τώρα ἀπελπισία καὶ καημός!..
Εἴχανε δίκιο τὰ παιδιὰ στὴ Ρώμη∙
δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ βασταχθοῦν οἱ δυναστεῖες
ποὺ ἔβγαλε ἡ Κατάκτησις τῶν Μακεδόνων…
Ἀδιάφορον – ἐπάσχισεν αὐτός!
Ὅσο μποροῦσεν ἀγωνίσθηκε!
Καὶ μὲς στὴν μαύρη ἀπογοήτευσή του,
ἕνα μονάχα λογαριάζει πιά
μὲ ὑπερηφάνειαν: πού, κ’ ἐν τῇ ἀποτυχίᾳ του,
τὴν ἴδιαν ἀκτάβλητην ἀνδρεία στὸν κόσμο δείχνει.
Τ’ ἄλλα – ἦσαν ὄνειρα καὶ ματαιοπονίες.
Αὐτὴ ἡ Συρία – σχεδὸν δὲν μοιάζει σὰν πατρίς του.
Αὐτὴ εἶν’ ἡ χώρα τοῦ Ἡρακλείδη καὶ τοῦ Βάλα!..
[Δημητρίου Σωτῆρος (162-150 π.Χ.)]
Όπως βλέπουμε δω, ο Καβάφης συγκαταλέγεται στους ελάχιστους ποιητές που μπορούν να γράψουν πατριωτικό ποίημα χωρίς να ξευτιλιστούν. Στις περισσότερες ποιητικές εκφράσεις πατριωτισμού, αδυνατεί κανείς να ξεχωρίσει μία εκ των υψηλοτέρων ανθρωπίνων αρετών απ’ το χειρότερο ανθρώπινο ελάττωμα: τον συλλογικό εγωισμό.
Η αρετή του πατριωτισμού εξυμνείται με σημαίες και με ταμπούρλα από έθνη που βρίσκονται στη διαδικασία κατάκτησης άλλων, π.χ. απ’ τους Ρωμαίους τον 1ο π.Χ. αιώνα, τους Γάλλους στα 1790, τους Άγγλους τον 19ο αι. και τους Γερμανούς το πρώτο μισό του 20ού. Γιά τέτοιους λαούς, η αγάπη της χώρας τους συνεπάγεται άρνηση των δικαιωμάτων των υπολοίπων λαών, των Γαλατών, των Ιταλών, των Ινδιάνων, των Πολωνών – έτσι αγαπάνε την πατρίδα τους. Πλην όταν ένα έθνος δεν είν’ ενεργά επιθετικό, αλλ’ έχει πάντως πλούτο, ισχύ και κύρος, η γνησιότητα των πατριωτικών αισθημάτων παραμένει αμφίβολη: Θα επιβιώσει άραγε αυτό το αίσθημα αν το έθνος φτωχύνει κι αποδυναμωθεί πολιτικά, κι αν επιπλέον ύστερα αντιληφθεί πως η πτώση του είναι οριστική, ότι η πρότερη δόξα του έχει χαθεί ανεπιστρεπτί; Στην εποχή μας, σ’ όποια χώρα κι αν ανήκει κανείς, το μέλλον είν’ αβέβαιο τόσο, που όλοι μας ερχόμαστε αντιμέτωποι μ’ αυτό το ερώτημα, κι έτσι τα ποιήματα του Καβάφη γίνονται πιο επίκαιρα απ’ ό,τι μοιάζουνε σε πρώτη ανάγνωση.
Στον πανελλήνιο καβαφικό κόσμο, υπάρχει ένα μεγάλο αγαθό αγάπης και πίστης, που η ήττα δεν το στέρησε: η ελληνική γλώσσα. Την υιοθέτησαν ακόμα κι άνθρωποι που δεν την είχαν μητρική τους, κι έγινε πλουσιότερη με τ’ ότι αναγκάστηκε να προσδεχθεί ευαισθησίες άλλες απ’ της Αττικής.
Ἡ ἐπιγραφή, ὡς σύνηθες, ἑλληνικά∙
ὄχι ὑπερβολική, ὄχι πομπώδης
–μὴν τὰ παρεξηγήσει ὁ ἀνθύπατος,
ποὺ ὅλο σκαλίζει καὶ μηνᾶ στὴν Ρώμη–, []
Προπάντων σὲ συστήνω νὰ κοιτάξεις
(Σιθάσπη, πρὸς θεοῦ, νὰ μὴ λησμονηθεῖ!)
μετὰ τὸ Βασιλεύς, καὶ τὸ Σωτήρ,
νὰ χαραχθεῖ μὲ γράμματα κομψά: Φιλέλλην…
Καὶ τώρα μὴ μὲ ἀρχίζεις εὐφυολογίες,
τά «Ποῦ οἱ Ἕλληνες;» καί «Ποῦ τὰ ἑλληνικὰ
πίσω ἀπ’ τὸν Ζάγρο ἐδῶ, ἀπὸ τὰ Φράατα πέρα».
Τόσοι καὶ τόσοι βαρβαρότεροί μας ἄλλοι
ἀφοῦ τὸ γράφουν, θὰ τὸ γράψουμε κ’ ἐμεῖς.
Καί, τέλος, μὴ ξεχνᾶς, ποὺ ἐνίοτε
μᾶς ἔρχοντ’ ἀπὸ τὴν Συρία σοφισταί,
καὶ στιχοπλόκοι, κι ἄλλοι ματαιόσπουδοι…
Ὥστε ἀνελλήνιστοι δὲν εἴμεθα, θαρρῶ.
(Φιλέλλην)
Στα ποιήματά του για τη σχέση χριστιανών και ειδωλολάτρων τον καιρό του Κωνσταντίνου, ο Καβάφης δεν τάσσεται υπέρ κανενός. Ο παγανισμός των Ρωμαίων είχε κοσμικό χαρακτήρα υπό την έννοια ότι αποσκοπούσε, μέσω των τελετουργιών, στη διασφάλιση της ευημερίας και της ειρήνης της πολιτείας και των πολιτών. Ο Χριστιανισμός, αν και δε μισεί υποχρεωτικά τον κόσμο τούτο, επέμενε ανέκαθεν πως το πρωταρχικό του ενδιαφέρον είναι αλλού στραμμένο∙ ποτέ δεν ισχυρίστηκε ότι θα εξασφάλιζε επίγεια ευημερία στους πιστούς, και πάντα καταδίκαζε την εμμονή με την επιτυχία ως αμάρτημα.
Γιά όσον καιρό η λατρεία του αυτοκράτορα ως θεού επεβάλλετο διά νόμου σε όλους τους πολίτες, η προσχώρηση στον Χριστιανισμό αποτελούσε έγκλημα. Κατά συνέπεια, οι χριστιανοί των πρώτων τεσσάρων αιώνων μ.Χ., αν και υπόκειντο κι εκείνοι, όπως όλοι, στους πειρασμούς της Σαρκός και του Διαβόλου, είχαν απαλλαχθεί από τον πειρασμό του Κόσμου. Μπορούσε μεν όποιος ήθελε ν’ αλλαξοπιστήσει και να γίνει ένας άψογος λεχρίτης, μα ήταν αδύνατο να προσχωρήσεις στον Χριστιανισμό παραμένοντας καθωσπρέπει κύριος.
Μετά όμως απ’ τον Κωνσταντίνο, εκείνοι με τις περισσότερες πιθανότητες να σταδιοδρομήσουν στον κόσμο ήταν οι χριστιανοί, ενώ οι παγανιστές, παρότι δε διώκονταν, χλευάζονταν από την κοινωνία.
Σ’ ένα ποίημα του Καβάφη, ο γιος ενός παγανιστή ιερέα έχει ασπαστεί τον Χριστιανισμό:
Ἰησοῦ Χριστέ, τὰ παραγγέλματα
τῆς ἱεροτάτης ἐκκλησίας σου νὰ τηρῶ
εἰς κάθε πράξιν μου, εἰς κάθε λόγον,
εἰς κάθε σκέψη εἶν’ ἡ προσπάθεια μου
ἡ καθημερινή. Κι ὅσους σὲ ἀρνοῦνται
τοὺς ἀποστρέφομαι. Ἀλλὰ τώρα θρηνῶ∙
ὀδύρομαι, Χριστέ, γιὰ τὸν πατέρα μου
μ’ ὅλο ποὺ ἤτανε –φρικτὸν εἰπεῖν–
στὸ ἐπικατάρατον Σεράπιον ἱερεύς.
(Ἱερεὺς τοῦ Σεραπίου)
Σ’ ένα άλλο ποίημα, ο αυτοκράτορας Ιουαλιανός πηγαίνει στην Αντιόχεια κηρύττοντας τη νεοπαγανιστική θρησκεία που ίδρυσε ο ίδιος. Για τους πολίτες όμως της Αντιοχείας, ο Χριστιανισμός έχει ήδη γίνει η συμβατική τους θρησκεία, την οποία διατηρούν χωρίς να την αφήνουν με κανέναν τρόπο να διαπλέκεται με τις διασκεδάσεις τους, κι απλώς τον παίρνουν στο ψιλό, βλέποντάς τον σαν έναν ντεμοντέ γεροπουριτανό:
Ἦτανε δυνατὸν ποτὲ ν’ ἀπαρνηθοῦν
τὴν ἔμορφή τους διαβίωση, τὴν ποικιλία
τῶν καθημερινῶν τους διασκεδάσεων, τὸ λαμπρό τους
θέατρον[!]
Νὰ τ’ ἀρνηθοῦν αὐτά, γιὰ νὰ προσέξουν κιόλας τί;
Τὲς περὶ τῶν ψευδῶν θεῶν ἀερολογίες του,
τὲς ἀνιαρὲς περιαυτολογίες,
τὴν παιδαριώδη του θεατροφοβία,
τὴν ἄχαρι σεμνοτυφία του, τὰ γελοῖα του γένια;
Ἆ, βέβαια προτιμούσανε τὸ Χῖ,
ἆ, βέβαια προτιμούσανε τὸ Κάππα∙ ἐκατὸ φορές!
(Ὁ Ἰουλιανὸς καὶ οἱ Ἀντιοχεῖς)
Ελπίζω τ’ αποσπάσματα αυτά να έδωσαν μια ιδέα για τη χροιά της φωνής του Καβάφη και την κοσμοαντίληψή του. Αν σε κάποιον δεν αρέσει, δε νομίζω ότι μπορεί κανείς να λογοφέρει μαζί του. Εφόσον η γλώσσα αποτελεί δημιούργημα ενός κοινωνικού συνόλου κι όχι ενός ατόμου, τα κριτήρια με τα οποία μπορεί να κριθεί είναι, λίγο-πολύ, αντικειμενικά. Έτσι, όταν διαβάζει κανείς ένα ποίημα στη μητρική του γλώσσα, μπορεί η μεν ευαισθησία να μην του ταιριάζει, αλλά να ’ναι παρ’ όλ’ αυτά υποχρεωμένος να το θαυμάσει ως λεκτικό σύνολο. Όταν όμως κανείς διαβάζει μετάφραση, μόνο την ευαισθησία προσλαμβάνει, και είτε του αρέσει, είτε όχι. Εμένα συμβαίνει να μ’ αρέσει του Καβάφη, και μάλιστα πολύ.
____________________
[1] Κατά λέξη μετάφραση: «Όταν θα έχω πεθάνει, ελπίζω πως ίσως θα πουν: / “Οι αμαρτίες του ήταν άλικες, μα τα βιβλία του διαβάζονταν.”» Λογοπαίγνιο με τις ομόηχες λέξεις read–red. Παρότι γράφει «τα βιβλία του διαβάζονταν» ακούγεται συγχρόνως: «τα βιβλία του ήταν κόκκινα».
[2] Προσόδια, 87. Μετάφραση Παναγή Λεκατσά: «αξεσάλευτο πια της απλόχωρης θάμασμα γης, οι λιγόημεροι ανθρώποι / που σε κράζουνε Δήλο, κι οι αθάνατοι μέσα στον Όλυμπο της γαλαζόμαυρης γης αλαργόλαμπρο αστέρι». Μετάφραση Κώστα Τοπούζη: «της μεγάλης της γης / ασάλευτο θαύμα, που οι θνητοί / σε δοξάζουνε Δήλο και οι θεοί οι μακάριοι / της εύφορης γης περίοπτο άστρο».
[3] The fulfillment of their deviate, sensual delight / is done. They rose from the mattress, / and they dress hurriedly without speaking. / They leave the house separately, furtively, and as / they walk somewhat uneasily on the street, it seems / as if they suspect that something about them betrays / into what kind of bed they fell a little while back. // But how the life of the artist has gained. / Tomorrow, the next day, years later, the vigorous verses / will be composed that had their beginning here. (“Their Beginning”)
[4] And if you are on the first step, / you ought to be proud and pleased. / Coming as far as this is not little, / what you have achieved is great glory… / To set your foot upon this step / you must rightfully be a citizen / of the city of ideas. / And in that city is hard / and rare to be naturalized. / In her market place you find Lawmakers / whom no adventurer can dupe… (“The First Step”)
[5] Let the flippant call me flippant. / In serious matters I have always been / most diligent. And I will insist that no one is more familiar than I / with Fathers or Scriptures, or the Synodical Canons. / In each of his doubts, / in each difficulty concerning such matters, / Botaneiatis consulted me, me first of all. / But exiled here (may the malevolent Irene Doukaina / suffer for it), and dreadfully bored, / it is not at all peculiar that I amuse myself / composing sestets and octets– / that I amuse myself with mytholocial tales / of Hermes, Apollo, and Dionysus, / or the heroes of Thessaly and the Peloponnese; / and that I compose impeccable iambics, / such as–permit me to say–Constantinople’s men of letters cannot compose. / This very accuracy, probably, is the cause of their censure. (“A Byzantine Noble in Exile Writing Verses”)
[6] Phernazis is impatient. How unfortunate! / At a time when he was positive that with his “Darius” / he would distinguish himself, and shut forever / the mouths of his critics, the envious ones. / What a delay, what a delay to his plans. // But if it were ony a delay, it would still be all right. / But let us see if we have any security at all / in Amisus. It is not a very well-fortified city. / The Romans are the most horrible enemies. / Can we get the best of them, we / Cappadocians? Is that ever possible? / Can we measure ourselves in a time like this against legions? / Mighty Gods, protectors of Asia, help us – // Yet amid all his agitation and the trouble, / the poetic idea persistently comes and goes – / The most probabe, surely, is arrogance and drunkenness; / Darius must have felt arrogance and drunkenness. (“Darius”)
[7] The news of the outcome of the naval battle, at Actium, / was most certainly unexpected. / But there is no need to compose a new address. / Only the name needs to be changed. There, in the last / lines, instead of “Having liberated the Romans / from the ruinous Octavious, / that parody, as it were, of Caesar,” / now we will put, “Having liberated the Romans / from the ruinous Antony”. / The whole text fits in beautifully. (“In a Township of Asia Minor”)
The post ☆ W.H. Auden. Εισαγωγή σε αγγλική έκδοση απάντων Καβάφη first appeared on Fractal.