Γράφει η Κλεοπάτρα Ζαχαροπούλου // *
«Ποτέ άλλοτε οι στέγες των σπιτιών των ανθρώπων δεν ήταν τόσο κοντά η μια στην άλλη όσο είναι σήμερα,
και ποτέ άλλοτε οι καρδιές των ανθρώπων δεν ήταν τόσο μακριά η μια από την άλλη, όσο είναι σήμερα…»
Ο Ίταλο Καλβίνο (1923 – 1985) θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους Ιταλούς λογοτέχνες του 20ου αιώνα. Με πικρή και πονεμένη λυρική φλέβα ξεκίνησε τη συγγραφή διηγημάτων «Μαρκοβάλντο» το 1952, αλλά ήρθαν στο φως της δημοσιότητας το 1963 στο Τορίνο με τον τίτλο «Μαρκοβάλντο ή Οι εποχές στην πόλη». Πρόκειται για είκοσι σύγχρονα παραμύθια με κλασική αφηγηματική δομή, τα οποία εντάσσονται στον κύκλο των τεσσάρων εποχών.
Πρωταγωνιστής είναι ο Μαρκοβάλντο, ένας απλός ανθρωπάκος, η κεφαλή μιας πολυμελούς οικογένειας, η ενσάρκωση μιας σειράς αθώων φτωχοδιαβόλων. Ο Μαρκοβάλντο είναι ένας βιοπαλαιστής αχθοφόρος, ένας εξόριστος μέσα σε μία βιομηχανική μητρόπολη που δεν προσδιορίζεται. Είναι ένας μετανάστης, αν και δεν δηλώνεται ρητά, ένας αιχμάλωτος σ’ έναν ανοίκειο κι αφιλόξενο κόσμο απ’ όπου αδυνατεί να αποδράσει. Τα μάτια του είναι άμαθα στην τυποποιημένη ζωή της υδροκέφαλης τσιμεντούπολης.
Ο Μαρκοβάλντο γνωρίζοντας τη διαλεκτική και συμπληρωματική σχέση του ανθρώπου με τη φύση, προσπαθεί να διατηρήσει μαζί της τον ομφάλιο λώρο. Νοσταλγεί στο γκρίζο και σκοτεινό πλαίσιο της πόλης το απροσδιόριστο φυσικό αλλού και αποπειράται αενάως να ανιχνεύσει τα εκεί εναπομείναντα γήινα σημάδια του φυτικού και ζωικού βασιλείου. Στο «Παραθέριση στο παγκάκι» ο Μαρκοβάλντο εύχεται να μπορούσε να ξυπνήσει μια μέρα με το τραγούδι των πουλιών κι όχι με την ορχήστρα των οξέων και διαπεραστικών ήχων της πόλης και να αντικρίσει μόνο φύλλα και απέραντο ουρανό. Ονειρεύεται να κοιμηθεί υπό το φυσικό σκοτάδι της νύχτας, στη σιγαλιά του ανοιχτού χώρου. Επειδή το τεχνητό φως των κλειστών παραθυρόφυλλων, που χαράζεται από τα φανάρια των αυτοκινήτων και τους φωτεινούς σηματοδότες, δεν επιτρέπει στον ήρωα να ηρεμήσει, αποφασίζει να αποδράσει στη δροσιά και την ησυχία της πλατείας. Θα ξάπλωνε στο παγκάκι, θα απολάμβανε τα δοκάρια του φιλόξενου ξύλου, θα έκλεινε τα μάτια κάτω από τ’ αστέρια και θα παραδιδόταν σ’ έναν ύπνο που θα γιάτρευε τις πληγές της ημέρας. Ωστόσο, ο έντονος καβγάς ενός ζευγαριού, το κίβδηλο φεγγαρένιο φως του παλλόμενου σηματοδότη, οι νυχτερινοί εργαζόμενοι και τα μεταφορικά μέσα ανατρέπουν τον ορίζοντα προσδοκιών της απόλυτης φυσικής γαλήνης. Τότε αποφασίζει να ανοίξει τη βάνα του νερού, προκειμένου να ακούσει το φλύαρο και υπόκωφο κελάηδημα των παφλασμών του νερού και να αισθανθεί στην κορυφή ενός καταρράχτη.
Η βάσανος δεν τελειώνει εδώ. Για να λυτρωθεί από τη δυσωδία των απορριμμάτων, καταφεύγει στη μυρωδιά που αναβλύζει το χώμα και τα υγρά χόρτα. Στο «Δημοτικό περιστέρι» ο Μαρκοβάλντο ακολουθεί τόσο εκστασιασμένος τη διαδρομή κάποιων μεταναστευτικών πουλιών μέσα από την πόλη που φτάνει στο σημείο να προκαλέσει τροχαίο ατύχημα. «Στην πόλη που χάθηκε στο χιόνι» αναγκαζόμενος να ανοίξει το δρόμο για να φτάσει στη δουλεία του αισθάνεται πιο ελεύθερος από ποτέ. Νιώθει το χιόνι φιλικό, ως ένα στοιχείο που σβήνει το πέτρινο κλουβί, όπου ήταν φυλακισμένη η ζωή του. Όλοι οι θόρυβοι μετατρέπονται σε θροΐσματα. Μάλιστα, έχει την ψευδαίσθηση πως έχει χαθεί σε μια διαφορετική πόλη ή πως θα μπορούσε να φτιάξει μια ουτοπική πόλη από το μηδέν. Μετά από έναν ξαφνικό ανεμοστρόβιλο, το χιόνι στριφογύρισε σαν χιονοθύελλα, ο ουρανός το ρούφηξε και ο Μαρκοβάλντο προσγειώθηκε ανώμαλα στην πραγματικότητα. Στον «Καθαρό αέρα» ο ήρωας πηγαίνει τα παιδιά του βόλτα στους λόφους για να αναπνεύσουν καθαρό οξυγόνο. Ο ίδιος νομίζει πως βγάζει για λίγο από πάνω του τη μυρωδιά της μούχλας. Στεναχωριέται που πρέπει να εγκαταλείψει αυτό το ειδυλλιακό τοπίο και να επιστρέψει στο θαμπό της πόλης και σκέφτεται πως θα μπορούσε να ζήσει εκεί με την οικογένειά του τρισευτυχισμένος. Στο «Ταξίδι με τις αγελάδες» ακούει μέσα στον ύπνο του το πέρασμα των κοπαδιών των αγελάδων μέσα από την πόλη με κατεύθυνση τα θερινά βοσκοτόπια. Τρέχει στο παράθυρο να αντικρίσει το θέαμα, ενώ συνάμα μεθά από τη μυρωδιά του άχυρου και του αγριολούλουδου. Εκείνες προχωρούν απορροφημένες στον κόσμο τους χωρίς να τις αγγίζει η πόλη. Στη «Λάθος στάση» διαβάζουμε πως ο Μαρκοβάλτο λατρεύει τον κινηματογράφο, γιατί του επιτρέπει να αγκαλιάσει τους πιο πλατείς φυσικούς ορίζοντες. Μετά το πέρας της ταινίας συνεχίζει να ζει μέσα στα τοπία όπου διεισδύει ο φακός, αλλά η πόλη τον επαναφέρει στη ξέθωρη θλίψη. Ωστόσο, εκείνο το βράδυ ένα ευεργετικό πέπλο ομίχλης τυλίγει την πόλη, περιβάλλει τα πράγματα και τους ήχους, μεταβάλλει τις αποστάσεις και ο Μαρκοβάλντο νιώθει προφυλαγμένος από κάθε εξωτερική αίσθηση. Στο «Η βροχή και τα φύλλα» ο πρωταγωνιστής φροντίζει ένα ασθενικό φυτό εσωτερικού χώρου. Η εικόνα του εναρμονίζεται πλήρως με τη δυστυχία του, γι’ αυτό εξουσιάζει κάθε του σκέψη. Μόλις ξεκινά η βροχή βγάζει το άμαθο στον καθαρό αέρα και στα φυσικά φαινόμενα φυτό έξω. Ο Μαρκοβάλντο στραμμένος με τη μύτη στον ουρανό απολαμβάνει τη μυρωδιά της βροχής και στο μυαλό του έρχονται ακαθόριστες αναμνήσεις. Στο «Όλη η πόλη δική του» ο ήρωας απολαμβάνει την “ομορφιά” της άδειας πόλης του Δεκαπενταυγούστου. Διασχίζει διαγώνια τους δρόμους, περνά με κόκκινο τις διαβάσεις και το απολαμβάνει. Βλέπει τα πάντα με έναν διαφορετικό τρόπο: τους έρημους δρόμους σαν χαράδρες ή κοίτες ξεραμένων ποταμών, τα σπίτια σαν απόκρημνα βουνά ή βράχους στην ακρογιαλιά. Το τσουχτερό κρύο του χειμώνα γίνεται αφορμή προς αναζήτηση καυσόξυλων στο «Δάσος στην εθνική οδό». Τα παιδιά του Μαρκοβάλντο γεννημένα και μεγαλωμένα στην πόλη δεν είχαν δει ούτε τη σκιά των δέντρων. Η εξόρμηση πέρα από τα αστικά όρια τα αναζωογονεί.
Σε κάποια διηγήματα, όμως, η φύση παρουσιάζεται ως τιμωρός, γιατί η σχέση του Μαρκοβάλντο μαζί της παρομοιάζεται παραμορφωμένη. Στο «Μανιτάρια στην πόλη», αισθάνεται πως η ζωή του νοηματοδοτείται, όταν στην καρδιά της πόλης ανακαλύπτει τον κρυμμένο θησαυρό. Τότε τον κυριεύει το αίσθημα του ανήκειν, μια καχυποψία για τον συνάνθρωπο, ένας ζηλότυπος και δύσπιστος φόβος. Τελικά, αν και μοιράζεται “γενναιόδωρα” το μυστικό, καταλήγει στο νοσοκομείο λόγω τροφικής δηλητηρίασης. Στη «Σφηκοθεραπεία» παρουσιάζεται η άλλη όψη του Ιανού – Μαρκοβάλντο, ο οποίος προσπαθεί να υποτάξει τη φύση προς ίδιον όφελος. Μετατρέπει το σπίτι του σε ιατρείο ίασης ρευματισμών μέσω της ομοιοπαθητικής μεθόδου του τσιμπήματος των σφηκών, μα ένα σμήνος εισβάλει ως μετενσάρκωση της θείας δίκης και ο ήρωας καταλήγει στο νοσοκομείο πρησμένος, αγνώριστος και αδύναμος να αντιδράσει στις κατάρες των ασθενών του. Στο «Δηλητηριώδες κουνέλι» κλέβει το πειραματόζωο από το εργαστήριο του γιατρού του, το οποίο έφερε το μικρόβιο μιας τρομερής μεταδοτικής ασθένειας. Ο φτωχός και πεινασμένος Μαρκοβάλντο λιγουρεύεται το νόστιμο κρέας του, αλλά τα παιδιά του αποφασίζουν να το αφήσουν ελεύθερο περιφρουρώντας τα δικαιώματά του. Ολόκληρη η πόλη στήνει παγίδες, σ’ ένα ζώο που είχε γεννηθεί στην αιχμαλωσία και ο πόθος του για ελευθερία δεν είχε ορίζοντες. Κι ενώ όλοι προσπαθούσαν να το προσελκύσουν με τροφή, το ίδιο γνώριζε πως η δοκιμή συνεπαγόταν κάτι το μυστηριώδες κι επώδυνο. Επειδή, όμως, πεινούσε, αποφάσισε να αφεθεί στο παιχνίδι των ανθρώπων. Τελικά, ο Μαρκοβάλντο και ολόκληρη η οικογένειά του μπαίνουν σε καραντίνα μετά από μια σειρά δοκιμαστικών εμβολιασμών.
Στο «Πού είναι ο γαλάζιος ποταμός» κύρια μέριμνα του πρωταγωνιστή καθίσταται η προάσπιση του οίκου από απειλητικές τροφές, πλαστικοποιημένα φαγητά, προϊόντα με δόσεις εντομοκτόνων, συνθετικά κρεατικά. Όπως χαρακτηριστικά υποστηρίζει ο Μαρκοβάλντο, θέλει να προστατέψει την οικογένειά του από επίβουλα χέρια κερδοσκόπων. Με μεγάλο κόπο ανακαλύπτει το λημέρι των ψαριών, τον παράδεισο του κάθε ψαρά. Τη στιγμή που έχει ψαρέψει τις πέστροφες ενημερώνεται πως το ποτάμι έχει δηλητηριαστεί από το εργοστάσιο χρωμάτων και αποχωρεί νιώθοντας ευγνωμοσύνη προς τον άνθρωπο που τον ενημέρωσε. Αναμφισβήτητα, ο συγγραφέας καταγγέλλει την εξέλιξη της βιοτεχνολογίας και εξαπολύει δριμύ πολεμική προς τα νοθευμένα τρόφιμα. Επισημαίνει το ενδεχόμενο της γενετικής μόλυνσης, η οποία θα προκαλέσει αλλοιώσεις και μεταλλάξεις σε όλα τα είδη, θα ανατρέψει την υφιστάμενη οικολογική ισορροπία και θα πυροδοτήσει ανεξέλεγκτες και αλυσιδωτές αντιδράσεις στη λειτουργία του οικοσυστήματος.
Μέσα απ’ όλα αυτά συνειδητοποιεί κανείς πως ο Μακροβάλντο προσπαθεί να επαναπροσδιορίσει τη σχέση του ανθρώπου όχι μόνο με το περιβάλλον, αλλά και με τον εαυτό. Η επίλυση αυτής της δυσαρμονίας είναι ένα δύσκολο εγχείρημα. Ο Καλβίνο δεν καταδικάζει επιφανειακά το απάνθρωπο του βιομηχανικού πολιτισμού, αλλά ασκεί αυστηρή κριτική στον χαμένο παράδεισο και στον αυθεντικό Άνθρωπο διαπιστώνοντας πως η επιστροφή προς τα πίσω είναι μια πλάνη. Πράγματι, η ασφυκτική ζωή της μεγαλούπολης σμίλευσε ένα νέο ήθος, εκείνο του ανθρώπου της μεγάλης πολιτείας. Η σύγχρονη τσιμεντούπολη αποτελείται όχι μόνο από ένα άλλο ποσόν, αλλά και από ένα άλλο ποιόν ανθρώπων. Εδώ ακριβώς πηγάζει η εξανδραποδιστική διάβρωση, αυτή που αλλοιώνει την κοινωνική φύση του ατόμου. Σημείο αφετηρίας, αλλά και τελικής κατάληξης των ανθρώπων στα συγκαιρινά αστικά κέντρα είναι το υπερτροφικό τους εγώ, το οποίο θυσιάζει το συλλογικό συμφέρον στο βωμό του ατομικού κι αδυνατεί να συλλάβει το μακρυγιαννικό εμείς. Ειδικότερα, στη μεγάλη πόλη, η ζωή είναι ένα μηχανικό σύνολο, που χαρακτηρίζεται από τον αχαλίνωτο εγωτισμό. Η ισοπεδωτική αγελαία νοοτροπία της, σε συνδυασμό με το φόβο, που εμπνέει η ανωνυμία της συγκατοίκησης στην πολυκατοικία, οδηγούν στον καβουκισμό, στην εσωστρέφεια και στην καταβαράθρωση των κοινωνικών αρετών. Το άτομο αποξενώνεται από την κοινωνία, κάνει ένα μακροβούτι στην απελπισία μιας μονότονης φθοροποιούς μελαγχολίας, ιδιωτεύει και αυτοπεριθωριοποιείται. Μέσα στην ανθρωποπλημμύρα έχασε ο άνθρωπος τον άνθρωπο και ο καθένας απορροφάται στα δικά του προβλήματα, στις δικές του έγνοιες και ανησυχίες.
Η επιχείρηση συμβολίζει τη συγκαιρινή εμπορευματοποιημένη ζωή. Η πόλη της χρησιμοθηρίας και του υλικού ευδαιμονισμού καταβροχθίζει το ζωτικό χώρο ανθρώπων και ζώων. Μπορεί να βηματίζει στους ιλιγγιώδεις ρυθμούς της τεχνολογικής επανάστασης και της υπερεξειδίκευσης, αλλά ταυτόχρονα προωθεί τον ηθικό αμοραλισμό. Οι αξίες καθίστανται αντικείμενο αγοραπωλησίας και τα πάντα αξιολογούνται με όρους παραγωγής και κατανάλωσης. Η σύγχρονη κοινωνία αποτελείται από άτομα, μικρά σωματίδια αποξενωμένα το ένα από το άλλο, που όμως είναι το ένα ενωμένο με το άλλο με ατομικά συμφέροντα και με την ανάγκη να χρησιμοποιεί το ένα το άλλο. Η έννοια της ύπαρξης εξισώνεται μ’ εκείνη του ψυχρού υπολογισμού. Κάθε πρόσωπο γίνεται κατανοητό με όρους ενός συγκεκριμένου ρόλου και μιας παρεχόμενης υπηρεσίας. Η πόλη μπορεί να ανταποκρίνεται στον ορίζοντα προσδοκιών του «ζην», μα όχι σ΄ εκείνον του «ευ ζην». Οι ειρωνικοί και κωμικομελαγχολικοί μύθοι του Καλβίνο τοποθετούνται στα όρια της κοινωνιολογικής λογοτεχνίας. Στο «Τα παιδιά του Αϊ – Βασίλη» ο Καλβίνο διατυπώνει την άποψη πως τα Χριστούγεννα είναι η καλύτερη εποχή για τον βιομηχανικό κι εμπορικό κόσμο. Ανταποκρινόμενος στο εργασιακό του καθήκον ο Μαρκοβάλντο μεταμφιέζεται σε Αϊ – Βασίλη των Δημοσίων κι όχι των Ανθρωπίνων Σχέσεων μοιράζοντας δώρα στην πόλη της αφθονίας.
Το στοιχείο της διαφήμισης και του αθέμιτου εξουθενωτικού ανταγωνισμού της γιγαντοαφίσας και των φωτεινών επιγραφών συμπληρώνουν το πάζλ της σύγχρονης μεγαλούπολης («Σελήνη και Gnac»). Η ρεκλάμα υποβιβάζει τον άνθρωπο σε μηχανή κατανάλωσης και τον μετατρέπει σε εύκολο θύμα της απληστίας του κεφαλαίου. Ο άνθρωπος επιδίδεται στο χιμαιρικό κυνήγι της πλασματικής ύλης, γίνεται υπήκοος επουσιωδών επιθυμιών. Η ικανοποίηση αυτών λαμβάνει λερναιακή μορφή και δημιουργεί το αίσθημα του ανικανοποίητου, του κενού. Ο καταναλωτής μοιάζει με τις μυθικές Δαναΐδες που ήταν υποχρεωμένες να γεμίζουν ένα πιθάρι χωρίς πυθμένα. Η ανθρώπινη ελευθερία συρρικνώνεται, μετατρέπεται σε φενάκη. Συμβολική εικόνα αυτής της κατάστασης είναι η περιπλάνηση του απένταρου Μαρκοβάλντο στο super market. Κατά βάθος ο ήρωας αυτός πάσχει από σύμπλεγμα κατωτερότητας και φθονεί όσους έχουν τη δύναμη να καταναλώνουν. Συνάμα η υλοφροσύνη οδηγεί στην πνευματική αφαίμαξη και στην εμπλοκή σ’ έναν φαύλο κύκλο παρανοϊκής σπατάλης και οικονομικής απίσχανσης.
Πέρα από τα παραμυθικά στοιχεία, το αληθινό νόημα εξάγεται από τον αποδέκτη της αφήγησης στο λευκό χαρτί που εκτείνεται κάτω από τα τυπογραφικά στοιχεία. Αναμφισβήτητα το βλέμμα του συγγραφέα είναι διαπεραστικό και απευθύνει κάλεσμα προβληματισμού.
* Η Κλεοπάτρα Ζαχαροπούλου είναι πτυχιούχος Φιλολογίας και πρωτεύσασα του Πανεπιστημίου Πατρών, κάτοχος Μεταπτυχιακού Διπλώματος με τίτλο «Σύγχρονες προσεγγίσεις στη γλώσσα και στα κείμενα» και Πιστοποιητικού Συμπληρωματικής Εκπαίδευσης του Εθνικού Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών με θέμα «Μαθησιακές δυσκολίες – δυσλεξία». Η πτυχιακής της εργασία «Ζητήματα ποιητικής και ιδεολογίας στο έργο του Ηλία Βενέζη και της Αιολικής Σχολής» βρίσκεται στο ΕΛΙΑ και η διπλωματική της διατριβή «Μακεδονικές Ημέρες: η διαμόρφωση του νεωτερικού λόγου στην πρωτεύουσα του βορρά και οι μεσοπολεμικές πνευματικές αναζητήσεις» στο http://nemertes.lis.upatras.gr. Το 2010 ταξινόμησε μαζί με την Άννα Κατσιγιάννη το αρχείο της Νένης Ευθυμιάδη. Έκτοτε εργάζεται ως εκπαιδευτικός στην ιδιωτική εκπαίδευση, ενώ παράλληλα αρθρογραφεί σε εφημερίδες και εκπαιδευτικά portal.