Γράφει η Χρυσούλα Βακιρτζή // *
Στο βιβλίο του Γρηγορίου Ξενόπουλου «Πλούσιοι και Φτωχοί» μπορώ να πω με σιγουριά ότι δικαίως χαρακτηρίζεται ο, κλασικός πλέον, συγγραφέας εισηγητής της αστικής πεζογραφίας, αφού αναφέρεται με ευστοχία στο αστικό περιβάλλον της Ζακύνθου, στις συνήθειες, τα ήθη, τις αντιλήψεις των ανθρώπων της αστικής τάξης των αρχών του 20ου αιώνα. Ο συγγραφέας θίγει ζητήματα τη τότε κοινωνικής ανισότητας και προσπαθεί να απαντήσει σε ένα φλέγον ερώτημα: αν γεννιέται κάποιος πλούσιος ή φτωχός και αν αυτό το χαρακτηριστικό μπορεί να διαχωρίσει τους ανθρώπους σε δύο ράτσες.
Το βιβλίο έχει ως κέντρο τη φιλία του Πώπου Δαγάτορα με το γείτονά του Αντώνη Ρουκάλη και με φόντο τη Ζάκυνθο αρχικά και την Αθήνα στη συνέχεια συγκρίνεται ο διαφορετικός τρόπος σκέψης των δύο νέων και παρουσιάζεται η εξέλιξη της κοινωνικής θέσης του καθενός.
Οι μόνες πληροφορίες που παίρνουμε, από το ίδιο βιβλίο, για τον άντρα είναι ότι τα βάρη του γάμου τα σήκωνε αποκλειστικά και μόνο αυτός. Αυτός είχε την υποχρέωση να συντηρεί τη σύζυγό του, ανάλογα με την κοινωνική της θέση, και να μεγαλώνει με ανάλογο τρόπο και πάλι τα παιδιά του, σε αντίθεση με την γυναίκα, η οποία δεν εργάζεται, αλλά παραμένει με την οικογένειά της, ώσπου να παντρευτεί. Σύνηθες φαινόμενο ήταν και η απασχόλησή της με την τέχνη. Στο βιβλίο μάλιστα βλέπουμε την Κλεμεντίνα, βασική ηρωίδα των «Πλούσιων και φτωχών», να παίζει πιάνο. Ακόμα ο θεσμός της προικοδότησης των θυγατέρων ήταν πολύ σημαντικό. Η προίκα της γυναίκας αποτελούσε τη συνεισφορά της στον
οικογενειακό προϋπολογισμό και μια ελάφρυνση του συζύγου από τα οικονομικά βάρη της οικογένειας. Στο σημείο αυτό πρέπει να τονίσουμε ότι η απροίκιστη ήταν κοινωνικά κατώτερη και δύσκολα βρισκόταν γαμπρός να τη ζητήσει σε γάμο.
Αν πάρουμε όμως παράδειγμα από μυθολογία, θρησκείες, η πρακτική πλευρά ζωής και κοινωνικών προτύπων, όπως η βιβλική μορφή τον Νικόδημο, που σ’ όλη του τη ζωή φοβόταν για την κοινωνική του θέση, αυτές, ζώντας έτσι κι αλλιώς στο περιθώριο της κοινωνίας, συναντούμε μια ειδοποιό διαφορά. Αυτήν των Μυροφόρων γυναικών. Μια που η μυροφόρες δεν νοιάζονται για το τι θα πει ο κόσμος, αν και τρομάζουν στο μέγεθος της αποστολής που τους ανατίθεται. Και εδώ η λογική κρατάει τους μαθητές του Ιησού κρυμμένους στο πατάρι, το πάθος οδηγεί τις γυναίκες στον τάφο του Ιησού / Εσταυρωμένου Συναισθήματος, με άλλα λόγια.
Παρατηρώντας τα χαρακτηριστικά των πρωταγωνιστών των δύο άνω ιστοριών, μπορούν να προκύψουν ενδιαφέροντα συμπεράσματα.. Στον παλιό κόσμο κυριαρχεί ο φόβος, ο μίζερος υπολογισμός. Η κοινωνία είναι λογικοκρατικά δομημένη με αυστηρή ιεραρχία, στην οποία ο καθένας έχει το ρόλο του. Μόνον κάποιες παράτολμες ενέργειες διαφοροποιούν κάπου κάπου το σκηνικό. Εδώ κυριαρχεί η ανάσταση, το συναίσθημα, η παρόρμηση. Οι κοινωνικές δομές ανατρέπονται, οι ρόλοι αλλάζουν, οι ανισότητες εξαφανίζονται. Οι γυναίκες περνούν από το περιθώριο στο προσκήνιο και αναλαμβάνουν πρωταγωνιστικό ρόλο. Κι εδώ αρχίζουν οι διακρίσεις.
Σύμφωνα με την ψυχολόγο Melissa Lott, o όρος που περιέχει τρία ανεξάρτητα, αλλά και σχετικά μεταξύ τους στοιχεία που είναι η προκατάληψη, τα στερεότυπα και η συμπεριφορά διάκρισης. Η προκατάληψη αναφέρεται στις αρνητικές στάσεις και περιλαμβάνει αισθήματα εχθρικότητας και δυσαρέσκειας προς αυτές. Τα στερεότυπα είναι καλά μαθημένες, ευρέως διαμορφωμένες, κοινωνικά έγκυρες γενικές πεποιθήσεις σχετικά με τις γυναίκες. Τα στερεότυπα ενισχύουν, συμπληρώνουν ή δικαιολογούν τις προκαταλήψεις και συχνά προϋποθέτουν μια κατωτερότητα των γυναικών. Η συμπεριφορά διάκρισης αφορά καλυμμένες συμπεριφορές που έχουν ως στόχο τον διαχωρισμό των γυναικών μέσα από τον αποκλεισμό, την αποφυγή ή την απομάκρυνση.
Στις δυτικές κοινωνίες οι γυναίκες δεν λιθοβολούνται μέχρι θανάτου αλλά είναι αντιμέτωπες με ένα σεξισμό που δυστυχώς θα μπορούσαμε να πούμε ότι χειροτερεύει.
Τα σεξιστικά σχόλια και συμπεριφορές, η υποτίμηση και η διάκριση που βιώνουν κυρίως οι γυναίκες πολιτικοί μόνο και μόνο επειδή είναι γυναίκες, αποτελούν συνήθη φαινόμενα που επιβεβαιώνουν το μέγεθος του προβλήματος.
Οι γυναίκες μπορούν να ψηφίσουν αρκεί να μη λένε πολλά, να εργάζονται χωρίς όμως να ξεχνάνε να είναι πάνω από όλα καλές νοικοκυρές και μητέρες, να φοράνε ότι θέλουν αρκεί να μην παραπονεθούν μετά για οποιαδήποτε παρενόχληση αφού «τα θέλαν και τα έπαθαν» και φυσικά να βγάζουν αρκετά χρήματα αρκεί να μην είναι περισσότερα από αυτά που βγάζει ο άντρας τους.
Στις 8 Μαρτίου, Παγκόσμια Ημέρα της Γυναίκας, η Eurostat ανακοίνωσε ότι οι γυναίκες στη Ε.Ε. βγάζουν κατά μέσο όρο 16% λιγότερα χρήματα από τους άντρες. Η Ελλάδα είναι το μοναδικό κράτος – μέλος που δεν έχει δώσει κανένα στοιχείο από το 2010.
Τον Ιανουάριο του 2015 ο τότε αναπληρωτής υπουργός Κοινωνικής Ασφάλισης Δημήτρης Στρατούλης δήλωσε ότι τα τελευταία πέντε χρόνια έχουν αυξηθεί οι διακρίσεις σε βάρος των γυναικών σε ότι αφορά στα εργασιακά τους δικαιώματα, τους μισθούς τους αλλά και την επαγγελματική τους ανέλιξη. Το 65% της μερικής απασχόλησης στην Ελλάδα αφορά μάλιστα αποκλειστικά γυναίκες εργαζόμενες.
Και σήμερα μία γυναίκα που δεν έχει παντρευτεί, θεωρείται γεροντοκόρη σε αντίθεση με έναν άντρα που θεωρείται εργένης. Αν το σκεφτούμε αυτό λίγο θα διαπιστώσουμε ότι πρόκειται για δύο λέξεις με τελείως διαφορετική συναισθηματική χροιά, που όμως περιγράφουν μία ίδια κατάσταση. Η γεροντοκόρη παραπέμπει σε κάτι αρνητικό (είναι η κακιά, γκρινιάρα, γρουσούζα και ανέραστη γυναίκα), σε αντίθεση με τον εργένη, που τις περισσότερες φορές φέρει πάνω του κάποια γοητεία.
Στις μεγάλες πόλεις της Ελλάδας σήμερα (όπως πχ στην Αθήνα, ή την Θεσσαλονίκη) η χωρισμένη γυναίκα, πόσο μάλλον η ανύπαντρη μητέρα έχουν αρχίσει να μην υφίστανται τον κοινωνικό ρατσισμό στο βαθμό που γινόταν τα παλαιότερα χρόνια, σε μικρότερες πόλεις και στα χωριά δεν ισχύει κάτι τέτοιο. Η κοινωνική κριτική και ο στιγματισμός τους είναι κάτι το οποίο δύσκολα μπορούν να αποβάλουν από πάνω τους. Εδώ να αναφέρουμε ότι τα φαινόμενα του σεξισμού στην ελληνική επαρχία είναι ακόμα πολύ πιο έντονα από ότι στις μεγαλουπόλεις. Η γυναίκα συνήθως προσδιορίζεται μέσα από το σύζυγο της (πχ. η γυναίκα του γιατρού), ενώ η όποια προσπάθεια χειραφέτησής της είναι εξαιρετικά δύσκολη, ακόμα και κατακριτέα.
Είναι ξεκάθαρο πως τα ΜΜΕ έχουν βάλει το χεράκι τους στην αναπαραγωγή των ανισοτήτων μεταξύ αντρών και γυναικών και το πως αντί να αποδομούν, συντηρούν τα στερεότυπα και τις έκφυλες στερεοτυπικές ταυτότητες, τροφοδοτώντας την έλλειψη σεβασμού και συνάμα προβάλλοντας τον σεξισμό σαν κάτι εντελώς φυσιολογικό και δίνοντας έτσι το ΟΚ για μια αντιμετώπιση του «δεν έγινε και τίποτα». Αρκεί μόνο να δεις μια πανελίστρια σε μία πρωινή εκπομπή ή μία διαφήμιση ή και απλώς να ανοίξεις μια εφημερίδα ή ένα περιοδικό.
Η γλώσσα μας επίσης είναι δομημένη πάνω στη επιβολή του αντρικού στο γυναικείο φύλο. Υπάρχουν ορισμένες βρισιές που χρησιμοποιούν συγκεκριμένα σημεία του γυναικείου σώματος, ή προσβάλλουν την γυναικεία σεξουαλικότητα ή αναπαράγουν την ανωτερότητα του αντρικού φύλου και την υποταγή του γυναικείου. Κάτι ανάλογο ισχύει και στη καθημερινότητά μας αναφορικά με τον τρόπο που οι άντρες φλερτάρουν ή «δείχνουν τον θαυμασμό τους» στο γυναικείο φύλο. Να αναφέρουμε επίσης ότι η κοινωνία μας θεωρεί «αποδεκτό» ένας άντρας να μιλάει άσχημα, ενώ κατακρίνει μία γυναίκα που μιλάει με έναν αντίστοιχο τρόπο.
Παρατηρούμε λοιπόν ότι για να πάψει η ελληνική κοινωνία να είναι μία πατριαρχική, σεξιστική κοινωνία των διακρίσεων, έχει πολλή δουλειά να γίνει. Το ελληνικό Κοινοβούλιο, ο εργασιακός χώρος, ο τρόπος που μιλάμε, η ελληνική οικογένεια, η καθημερινότητα, συμπεριφορές στο δρόμο, σε ένα μπαρ και πολλά άλλα παραδείγματα επιβεβαιώνουν αυτή την δυσκολία. Οι γυναίκες σήμερα προσπαθούν σκληρά να καταπολεμήσουν αυτά τα στερεότυπα, τις προκαταλήψεις και τις συμπεριφορές διάκρισης. Στον δρόμο για την επίτευξη της ισότητας μεταξύ των δύο φύλων ωστόσο υπάρχουν πολλά πράγματα τα οποία πρέπει ακόμη να γίνουν.
Άρα, εφόσον η λογική, η οποία λειτουργεί με αρχετυπικά στερεότυπα, αντιδρά / αντιστέκεται, θεωρώντας «εχθρό» ό,τι εγείρει, είναι φορέας συναισθήματος και συνεπώς ανατρέπει ή δεν συμβαδίζει με τα αρχετυπικά κεκτημένα. Οπότε, τα γηρατειά, το φύλο, η φυλή, η αρρώστια, πλούτος, φτώχεια, μετανάστευση, μετακινήσεις πληθυσμών, αλλά και κάθε τι που δεν εναρμονίζεται στον αρχετυπικό / στερεοτυπικό μας γαλαξία, πυροδοτεί διακρίσεις, φόβο, εσωστρέφεια, κλειστές κοινωνίες, ρατσισμό.
Κλείνοντας, ας προσθέσουμε ότι, μετά την Άνοιξη της Πράγας, τον Μάη του ’69, η γυναικεία χειραφέτηση, υιοθέτησε, τολμώ να πω, μια νεοπατριαρχική κοινωνία –στην προσπάθειά της και αυτή, να προστατεύσει νεοαποκτηθέντα αρχετυπικά δικά της στερεότυπα Με ίσως πιο σκληρές διακρίσεις για τον σύγχρονο άνθρωπο, μια που η λογική –η εκάστοτε λογική- πάντα αντιπαλεύεται με το, πάντα κατακριτέο συναίσθημα ως φορέας ανατροπών / φόβου για το διαφορετικού – διάκρισης, επομένως.
Τα μνημόνια μάς πήγαν πολύ πίσω και επανέφεραν συμπεριφορές σκοταδισμού, ίντριγκας, μαζί με το νόμο της σιωπής που χαρακτήριζε τις κλειστές κοινωνίες παλαιών εποχών. Με αποτέλεσμα να υποχωρήσουν οι νόμοι, να εκμηδενιστεί το κράτος πρόνοιας και να πληγούν οι ευπαθείς ομάδες, Δυστυχώς, από την εποχή της αστυφιλίας, εντάχθηκαν στην ελληνική κοινωνία και αγοραστικό κοινό ομάδες Ελλήνων πολιτών που δεν είχαν την απαιτούμενη παιδεία / καλλιέργεια / γνώση για να ενταχθούν ομαλά στο κοινωνικό γίγνεσθαι κι ούτε καν στο δικαίωμα ψήφου καλά καλά.
Ακούγεται ίσως σκληρό, όμως οι «αγράμματες κοινωνικά» ομάδες πολιτών και μέσα στην άγνοια / φοβική νοοτροπία τους, έγιναν αιτία κι εκφραστές ακροδεξιών ιδεών. Συνεπώς, να αυξηθεί ο ρατσισμός, με την Ελλάδα να καταφεύγει σε μνημόνια επί μνημονίων, για να καλυφθει -πρωτίστως- η ανευθυνότητα, απαιτητικότητα και αγοραστική μανία των άνω συγκεκριμένων ομάδων. Κι αυτό οφείλουν να το λάβουν σοβαρά υπόψη τους οι πολιτικές ηγεσίες, καθώς και όσοι έχουν επιρροή στα κέντρα λήψης αποφάσεων του τόπου μας. Ας μη μας τρομάζει άλλο το να ωριμάσουμε, να γίνουμε ένας συνειδητοποιημένος κατ’ ουσία λαός. Η γραφικότητα δεν μας αξίζει κι ούτε την αντέχει άλλο ο τόπος μας.
Μάιος, 2017
Το, υπό ανάγνωση και συζήτηση, κοινωνικό κείμενο της Χρυσούλας Βακιρτζή, διαβάστηκε σε συναντήσεις της Ένωσης Γυναικών Ελλάδας. Διαβάστηκε από τη Θεοδώρα Γλυκοπούλου σε πολλές πόλεις της Ελλάδας, στην Κω, αλλά και στην Καβάλα, όπου έγινε το Πανελλήνιο Συνέδριο (Φθινόπωρο 2017).
* Η Χρυσούλα Βακιρτζή είναι συγγραφέας, δημοσιογράφος, βιβλιοκριτικός. Γεννήθηκε στην Καβάλα. Σπούδασε Αγγλικά, Δημοσιογραφία, Δημόσιες Σχέσεις και Ψυχολογία. Κάτοχος πτυχίου Ψυχολογίας ceac εγκεκριμένο από το υπουργείο Παιδείας της Ισπανίας, είναι Επίτιμο Μέλος της ΕΛΨΕ. Έχει γράψει εννέα ποιητικές συλλογές και μια σειρά διηγημάτων.