Του Βάιου Κουτριντζέ // *
Υπάρχει μία κατηγορία μυθιστορημάτων που μπορούν να χαρακτηριστούν «συμπληρωματικά», διότι καθένα απ’ αυτά ολοκληρώνει την ιστορία κάποιου προϋπάρχοντος λογοτεχνικού έργου. Τα δύο αυτά μυθιστορήματα, το αρχικό και το συμπληρωματικό, αποτελούν εξ αντικειμένου ένα «λογοτεχνικό ζεύγος». Πρόκειται για μια ειδική περίπτωση αφηγημάτων του έντεχνου γραπτού λόγου με τα οποία θα ’πρεπε κάποια στιγμή ν’ ασχοληθεί η Ιστορία της Λογοτεχνίας, εμβαθύνοντας στους λόγους και στις πτυχές του φαινομένου, έστω και υπό μορφήν καταγραφής και καταλογογράφησης.
Φυσικά δεν αναφέρομαι στα μυθιστορήματα που γράφουν τμηματικά πολλοί συγγραφείς αλληλοδιαδόχως, σαν το πολύ γνωστό «Μυθιστόρημα των Τεσσάρων», των Ηλία Βενέζη-Μ. Καραγάτση-Στράτη Μυριβήλη-Άγγελου Τερζάκη, που άνοιξε το δρόμο και σ’ άλλους μιμητές1. Εκεί το βιβλίο είναι ένα και ο ιδιαίτερος τρόπος γραφής προσυμφωνημένος. Ο Β συγγραφέας παίρνει τη γραφίδα απ’ τον Α και συνεχίζει το γράψιμο, για να την παραδώσει στον Γ, κ.ο.κ..
Διακρίνουμε δύο υποπεριπτώσεις: Στην πρώτη, η συνέχιση ενός έργου είναι αναγκαία, διότι, για τον άλφα ή το βήτα λόγο, η ιστορία έμεινε στη μέση. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η Ιλιάδα του Ομήρου που δεν ολοκληρώνει το μύθο της άλωσης της Τροίας και ο αναγνώστης πρέπει να διαβάσει την «Αινειάδα» του Βιργιλίου ή τ’ αποσπάσματα από τα έργα του ομηρικού ή επικού κύκλου (κύκλια έπη) που σώζονται.
Στη δεύτερη, το έργο είναι μεν ανολοκλήρωτο, αλλά δημιουργείται η εντύπωση στον αναγνώστη ότι αυτό έγινε επίτηδες από το συγγραφέα για να κάνει πιο ενδιαφέρουσα την διήγηση, επιτρέποντάς του να γράψει τον επίλογο με τη δική του φαντασία. Αυτό το τέχνασμα συνηθίζεται στα μυθιστορήματα, όπου τίποτε δεν υπακούει σε κανόνες, η δράση διακόπτεται ξαφνικά, χωρίς να λυθεί κανένα πρόβλημα2 , το τέλος είναι ένα μη – τέλος που αφήνει άναυδο τον αναγνώστη, ο οποίος πρέπει να επιλύσει από μόνος του το μυστήριο και ν’ ακολουθήσει τον ήρωα έξω από την ιστορία, πιθανόν στον πραγματικό κόσμο, όπως στις ατελείωτες3 αστυνομικές ιστορίες του Πολ Όστερ.
Δεν έχουν όμως όλες οι λειψές ιστορίες συνέχεια σε έργα άλλων συγγραφέων. Αλλοίμονο αν είχανε! Συνεπώς, το βασικό στοιχείο που θα πρέπει να διερευνηθεί είναι το «γιατί», γιατί κάποιοι προβαίνουν σ’ αυτήν την ενέργεια; Προκειμένου όμως να επιτευχθεί αυτό πρέπει προηγουμένως να βρεθεί ένας ικανός αριθμός ζευγών, για να εντοπιστούν οι κοινοί λόγοι.
Εδώ, χαρακτηριστικό παράδειγμα «ζεύγους» είναι η μυθιστορία του Ε.Α. Πόε: «Η αφήγηση του Άρθουρ Γκόρντον Πυμ απ΄ το Ναντάκετ» και το έργο του Ιουλίου Βερν: «Η σφίγγα των πάγων».
Λέγοντας «ζεύγος» το μυαλό του καθενός φαντάζεται μια αμφιμονοσήμαντη έλξη ή σχέση, όπως αυτή προκύπτει από την ανάκληση στη μνήμη γνωστών στερεότυπων της ζωής. Δύο σώματα (π.χ. δύο άνθρωποι), δύο αντικείμενα (π.χ. δύο «δίδυμοι» ήλιοι) που εξαρτώνται στενά το ένα από το άλλο και που η απομάκρυνση κάποιου εξ αυτών δημιουργεί προβλήματα ύπαρξης ή άλλης μορφής και στα δυο, προσωρινής φύσης – ενίοτε και μόνιμης.
Ένα «λογοτεχνικό ζεύγος» βιβλίων, όμως, είναι κάτι το εντελώς διαφορετικό, διότι το ένα εκ των δύο, το παλαιότερο, μπορεί να υφίσταται αυθύπαρκτο εσαεί, με τις όποιες αδυναμίες ή προτερήματα κι αν έχει, χωρίς την ανάγκη του νεότερου, ακόμα κι αν το τελευταίο εξαφανιστεί δια παντός. Το «συμπληρωματικό» βιβλίο μπορεί να υφίσταται ανεξάρτητο, αλλά η ανάγνωσή του καθιστά πάντα αναγκαία την πρότερη ανάγνωση του αρχικού.
Τι συμβαίνει λοιπόν στην πράξη; Ένας συγγραφέας αναλαμβάνει, με δική του πρωτοβουλία, να συνεχίσει κάποιο πεζογράφημα συγγραφέα που δε βρίσκεται στη ζωή, με το δικό του ύφος, τη δική του θεώρηση του κόσμου, τα δικά του, γενικά, «πιστεύω». Ο συγγραφέας, δηλαδή, του δεύτερου βιβλίου στην καλύτερη των περιπτώσεων ενθουσιασμένος από την πλοκή της ιστορίας του συναδέλφου του, προσφέρεται να τη συνεχίσει, επειδή τη θεώρησε ημιτελή ή επειδή όντως είναι ατελείωτη. Ένα παράδειγμα για να γίνω πιο κατανοητός. Όλοι γνωρίζουμε ότι τα τελευταία μυθιστορήματα των Μ. Καραγάτση, το «10», και του Α. Καμύ, «Ο πρώτος άνθρωπος» είναι ατελεύτητα, διότι οι συγγραφείς απεβίωσαν καθ’ ον χρόνον τα έγραφαν. Αν κάποιοι συγγραφείς επιχειρούσαν τη συνέχιση των μυθιστοριών αυτών, τα λογοτεχνικά τολμήματα θ’ ανήκαν στην κατηγορία των «λογοτεχνικών ζευγών». Τα δύο παραδείγματα δεν αναφέρθηκαν τυχαία, αλλά για να καταστεί αντιληπτό πόσο δύσκολο είναι να συγγράψει κάποιος το τέλος μιας σταματημένης ιστορίας, όταν ο συγγραφέας της είναι ένας Καμύ ή ένας Καραγάτσης.
Η πρακτική αυτή, που ευτυχώς δεν είναι ο κανόνας, ενέχει και θετικά και αρνητικά στοιχεία, γεννά δε και πλείστα ερωτήματα.
Η αναγκαιότητα γραφής του ακόλουθου έργου είναι αμφισβητήσιμη, εξαιτίας του ότι είναι ανέφικτη η εξασφάλιση της άδειας του συγγραφέα του πρώτου βιβλίου. Η εξασφάλιση της άδειας των κληρονόμων του θανόντος ή του εκδότη, φυσικά δεν υποκαθιστά τη συναίνεση του αρχικού δημιουργού, απλά επιλύει το νομικό κομμάτι του εγχειρήματος.
Έτσι, κι υπ’ αυτό το πρίσμα ιδωμένη, όσο καλόπιστη κι αν είναι η πράξη του δεύτερου συγγραφέα, πάντα θα καθιστά επιφυλακτικό τον αναγνώστη για τις προθέσεις του. Αντιμετωπίζοντας με καθαρά ερευνητική διάθεση το τόλμημα, δεχόμαστε ότι η ενέργεια των δεύτερων έχει μόνο αγαθές προθέσεις.
Αυτό όμως που δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί είναι σύμπλευση ως προς τον τρόπο γραφής και το ύφος των δύο συγγραφέων. Η διαφορά θα είναι ολοφάνερη, ίσως μάλιστα και να ξενίζει και, όπως θα δούμε παρακάτω, είναι κάτι που θα προσέξει με το πρώτο ο αναγνώστης και θα αξιολογήσει αρνητικά το αποτέλεσμα.
Τα εγχειρήματα αυτά μοιάζουν με τις προσπάθειες των επίγονων των Morris και Goscinny που συνεχίζουν να γράφουν και να σχεδιάζουν τις περιπέτειες του γνωστότατου ήρωα των κόμικς Λούκυ Λουκ με αμφιλεγόμενα αποτελέσματα.
Υπάρχει όμως και κάτι που γίνεται άμεσα αντιληπτό από τον αναγνώστη: η απομείωση της μαγείας που προκαλούσε η ατελεύτητη γραφή της πρωτότυπης ιστορίας και η οποία διαλύθηκε με την ολοκλήρωση του μύθου. Κοντολογίς, το έργο δορυφόρος μπορεί να ζημιώνει το αυτόφωτο έργο ρίχνοντας μια σκιά επάνω του. Οι επίδοξοι λοιπόν συνεχιστές θα πρέπει να λαμβάνουν σοβαρά υπ’ όψη τους το ζήτημα της φθοράς που ενδεχομένως να προκαλούν στο έργο του οποίου ευελπιστούν να ζωντανέψουν τους ήρωές του.
Οι συγγραφείς, φυσικά, δεν επιδιώκουν κάτι τέτοιο, απεναντίας με τη δική τους προσπάθεια αναδεικνύουν έτι περαιτέρω τα πρωταρχικά μυθιστορήματα, πιθανόν δε κάποια εξ αυτών να τ’ ανασύρουν από την αφάνεια, αν τα ’χει σκεπάσει η σκόνη του χρόνου.
Παρατηρείται, επομένως, το καταπληκτικό γεγονός: ένα βιβλίο να επηρεάζει το συγγραφικό γίγνεσθαι και συγχρόνως να επωφελείται απ’ αυτό, όντας το ίδιο παθητικός δέκτης ερήμην του δημιουργού του, πράγμα που το καθιερώνει πλέον ως μνημειώδες και διαχρονικό έργο.
Έχω την αίσθηση πως οι όποιοι συγγραφείς τέλος πάντων κατέφυγαν σ’ αυτό το λογοτεχνικό επινόημα, των συνεχόμενων μυθιστορημάτων, υπάκουσαν σε μια εσώτατη παρόρμηση αισθανόμενοι την ανάγκη ν’ απαντήσουν στο εναγώνιο ερώτημα που όλα τα παιδικά χείλη έχουν προφέρει άπειρες φορές ακούγοντας απ’ τη γιαγιά (ή μαμά) τους ένα παραμύθι: «Και μετά, γιαγιά, τι έγινε;». Γιατί ας μην ξεχνάμε ότι οι συγγραφείς μυθιστορημάτων είναι ενδόμυχα παραμυθάδες και λειτουργούν με τους κανόνες γραφής των παραμυθιών.
Έχω υπόψη μου δύο τέτοια ζεύγη, ένα στην ελληνική Γραμματεία και το δεύτερο στην ξένη μυθιστοριογραφία.
Πρόκειται για τα έργα:
- «Η Έρση» του Γεωργίου Δροσίνη και «Το μυθιστόρημα της κυρίας Έρσης» του Γ.Π.Πεντζίκη.
- «Η αφήγηση του Άρθουρ Γκόρντον Πυμ απ΄ το Ναντάκετ» Ε.Α. Πόε και «Η σφίγγα των πάγων» του Ιουλίου Βερν.
*
Το ένα και μοναδικό μυθιστόρημα του Έντγκαρ Άλλαν Πόε με τίτλο «Η αφήγηση του Άρθουρ Γκόρντον Πυμ απ΄ το Ναντάκετ»4 συγκεντρώνει πλείστα παράξενα και παράδοξα στοιχεία. Οι κριτικοί ακόμη δεν έχουν συμφωνήσει αν το έργο είναι τελειωμένο ή όχι.5 Η κριτική ανακάλυψε συμβολισμούς που μήτε το ευφάνταστο μυαλό του Πόε δε θα σκαρφιζόταν, ο αναγνώστης όμως, ο βασικός κριτής, κι όχι μόνο ο ανυποψίαστος, αντιλαμβάνεται πως το έργο τελειώνει απότομα. Ψάχνει, λοιπόν, στις τελευταίες αράδες ν’ αποκρυπτογραφήσει τις λέξεις του συγγραφέα μήπως και δει κάποιο φως πίσω απ’ τη λευκή κουρτίνα που αντικρίζουν οι δύο διασωθέντες Πυμ και Πέτερς. Σύμφωνα με τους κανόνες της συγγραφικής τέχνης δεν πρέπει να μένουν ανεξήγητα σημεία στον αναγνώστη, ούτε να μένει ατελεύτητη μια ιστορία. Βέβαια οι κανόνες είναι για να παραβιάζονται κι ένα μυστήριο ενδεχομένως να είναι καλύτερο από ’να ρεαλιστικό τέλος. Ποια είναι η αινιγματική μορφή, πού οδηγεί ο καταρράκτης και πώς σώθηκαν οι δύο ήρωες και γύρισαν στην Αμερική; Τα ερωτήματα αυτά δεν απαντήθηκαν ποτέ και θα ταλαιπωρούν τους ιστορικούς της λογοτεχνίας. Μήπως όμως αυτός να ήταν ο στόχος του συγγραφέα;
Ο Ιούλιος Βερν γοητευμένος απ’ τη διήγηση αποφασίζει να γράψει τη συνέχεια του μυθιστορήματος και να διαλευκάνει το μυστήριο. Οι απαντήσεις που έδωσε ο Βερν μέσ’ απ’ το μυθιστόρημά του «Η σφίγγα των πάγων»6 είναι αρκετά πειστικές και η διήγηση απολαυστική. Εν τούτοις, σε καμία περίπτωση το έργο του δεν αγγίζει τη μαγεία της ιστορίας του Πόε. Μία ρεαλιστική πλοκή ως απάντηση στην υπέροχη φανταστική δομή του μυθιστορήματος του Πόε! Αυτό ωστόσο που προκαλεί δυσμενή εντύπωση είναι ότι ο Βερν αντιμετωπίζει μειωτικά τον Πόε. Λέει λοιπόν: Αυτό που είναι σίγουρο, είναι πως κανείς ποτέ δεν είχε δει στα βιβλία του άλλο πράγμα εκτός από μια καλπάζουσα φαντασία… (Κεφάλαιο 5, σελ. 111). Επίσης : Σαν αφετηρία μου πήρα ένα από τα πιο παράξενα έργα του Έντγκαρ Πόε: Οι περιπέτειες του Γκόρντον Πιμ που δεν χρειάζεται να το έχει διαβάσει κανείς. (Πρόλογος, σελ.6).
Έχω αντίθετη άποψη, το έργο του Βερν διαβάζεται μόνον όταν κανείς έχει μελετήσει το μυθιστόρημα του Πόε και ότι χωρίς την «Αφήγηση του Άρθουρ Γκόρντον Πυμ απ΄το Ναντάκετ» δε θα υπήρχε «Η σφίγγα των πάγων».
Ο Charles Noel Martin είναι καταπέλτης στον Πρόλογο της «Σφίγγας των πάγων»:
… πρέπει να ομολογήσω πως αυτό το μυθιστόρημα είναι μακριά, πολύ μακριά από το να εντυπωσιάζει αυτόν που τον διαβάζει,…
…είναι μια περιπέτεια χωρίς συγκινήσεις και εξάρσεις, ψυχρή όπως οι πάγοι της Ανταρκτικής, όπου εκτυλίσσεται η υπόθεση.
Το παράδοξο νησί με τις σπηλιές… έχουν «εξαφανιστεί σε ένα σεισμό». Σου έρχεται να βάλεις τις φωνές γι’ αυτό το σκάνδαλο.
Ο Ιούλιος Βερν κατά την άποψή μου απέτυχε να γράψει ένα τουλάχιστον ισάξιο έργο με αυτό του Πόε. Συνέβη εκείνο που επισήμανα προηγουμένως: το ύφος του Βερν είναι διαφορετικό εκείνου του Πόε και το αναγνωστικό κοινό το κατάλαβε. Γι’ αυτό η «Σφίγγα των πάγων» δεν είχε μεγάλη επιτυχία. 7
______________
- «Το παιχνίδι των τεσσάρων», Καστανιώτης 1998, συγγρ.: . Κ. Μουρσελάς-Γ. Σκούρτης-Αντ. Σουρούνης-Π. Τατσόπουλος.
- Δες την κριτική της Νίκης Κώτσιου, για την τριλογία του Πολ Όστερ, στο διαδικτυακό λογοτεχνικό περιοδικό «ο αναγνώστης», με τίτλο: «Η Νέα Υόρκη του Πολ Όστερ».
- Για το «ατέλειωτο μυθιστόρημα» δες: «Το σύγχρονο μυθιστόρημα» του Στέλιου Ξεφλούδα, Ίκαρος 1955, σ. 47.
- στην Ελλάδα: Υάκινθος, 1979.
- Δες Σημείωση στη σ. 275 του βιβλίου της υποσ. 4
- στην Ελλάδα: Ζαχαρόπουλος, 1997.
- Charles Noel Martin : Η Σφίγγα των πάγων δεν είχε καθόλου την επιτυχία που ο ίδιος ο Ιούλιος Βερν ευχόταν στο γράμμα του.
* Ο Βάιος Κουτριντζές ζει και δραστηριοποιείται στη Λάρισα. Έργα του: «Γυμνό σχέδιο» 2016, μυθιστόρημα λογοτεχνικού μυστηρίου | «Ο τελευταίος αριθμός» 2017, κοινωνικο-μαθηματικό μυθιστόρημα | «Γεωμετρική σχέση» 2019, κοινωνικο-μαθηματικό μυθιστόρημα | «Ο κύκλος των κόμιξ» 2019-δοκίμιο εκτός εμπορίου | «Η γυναίκα του συγγραφέα», μυθιστόρημα ερωτικού μυστηρίου (τυπώνεται).