Του Γεωργίου Νικ. Σχορετσανίτη //
Τα επεισόδια που έλαβαν χώρα τον προηγούμενο χρόνο σε διάφορες ευένδοτες περιοχές του Έβρου, όταν η τουρκική κυβέρνηση χρησιμοποίησε μεγάλες ομάδες μεταναστών ώστε να διασπάσει βιαίως το συνοριακό όριο των δύο χωρών με απώτερο σκοπό την επιβολή των δικών του απαράδεκτων και αρκούντως φιλόδοξων αξιώσεων σε Έλληνες και Ευρωπαίους, οδήγησαν την ελληνική πολιτεία σε μια σειρά χωματουργικών εργασιών και τσιμεντόστρωσης, καθώς και στη δημιουργία, στη συνέχεια, φράχτη από ισχυρό και υψηλό μεταλλικό κιγκλίδωμα με χάλυβα σε ικανή απόσταση κάποιων δεκάδων χιλιομέτρων, όπως και να ενισχύσει κάποια ήδη προϋπάρχοντα εμπόδια έτσι ώστε οι παράνομοι μετανάστες εξ’ ανατολών να αποθαρρύνονται από την προσπάθεια διέλευσης και με τη σειρά τους οι πολίτες των παραμεθορίων περιοχών του Νομού Έβρου να αισθάνονται περισσότερο ασφαλείς.
Η όλη κατάσταση προσομοιάζει αρκετά με όσα είχαμε δει σε διάφορα ευαίσθητα μέρη του κόσμου με προεξάρχον εκείνο στα σύνορα της Πολιτείας της Αριζόνας με το Μεξικό που διέρχεται και από την πολύπαθη και πολλαπλώς μοιρασμένη συνοριακή πόλη Νογκάλες. Ο συγκεκριμένος αποτρεπτικός φράχτης έχει ήδη καταλάβει σημαντική θέση όχι μόνο στη συλλογική μνήμη της αμερικανικής πολιτικής, αλλά και της κουλτούρας και κυρίως των τεχνών της περιοχής. Η κατάσταση βέβαια δεν εντοπίζεται μόνο εκεί, αλλά και σε μεγάλο μήκος των συνόρων ΗΠΑ-Μεξικού, όπου ικανός αριθμός καλλιτεχνών βρήκε την ευκαιρία να εμπνευσθεί και χρησιμοποιώντας μια ποικιλία μορφών τέχνης. Οι συγκεκριμένοι καλλιτέχνες εργάστηκαν όλοι με θέρμη ώστε να ενθαρρύνουν το ευρύ κοινό να προβληματιστεί σχετικά με τα κοινωνικά προβλήματα που προκαλούνται από την ύπαρξη των συνόρων. Μεταξύ των πιο αξιοσημείωτων ζητημάτων που αποσκοπούσε να εξερευνήσει και να παρουσιάσει αυτή η τέχνη είναι η διακρατική μετανάστευση, καθώς και η χρήση κυβερνητικής δύναμης, όπως η συνοριακή περιπολία των ΗΠΑ, για τη δημιουργία απρόσιτων και απροσπέλαστων συνόρων. Την όλη κατάσταση, ενθυμούμαστε, προσπάθησε να ενισχύσει και ο απελθών πρόεδρος των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ με διάφορους τρόπους. Εκτός από τους καλλιτέχνες, ζωγράφους, φωτογράφους και όλους γενικώς τους εμπλεκόμενους με παραπλήσιες ασχολίες, κινηματογράφο, βίντεο, ντοκιμαντέρ, η λογοτεχνία με τη σειρά της δεν έμεινε αδιάφορη κι’ ούτε άργησε να κάνει την εμφάνισή της. Οι συγγραφείς άλλωστε απολαμβάνουν να θέτουν ερωτήσεις με τον δικό τους τρόπο και κυρίως μέσω των κύριων χαρακτήρων τους και στη συνέχεια να τις αφήνουν σταδιακά να δρουν εμφανώς και υποδορίως στα κοινωνικά στρώματα. Η έννοια των συνόρων είναι ιδιαιτέρως ενδιαφέρουσα για τους συγγραφείς, λόγω του περιορισμού μετακίνησης ανόμοιων πολιτισμικά ανθρώπων μεταξύ διαφορετικών τοποθεσιών και των αλληλοεπιδράσεων που ακολούθως λαμβάνουν χώρα. Τι κι’ αν υποστήριζε κάποτε, πολύ μακρυά στο παρελθόν, ο Οράτιος, εκείνος ο κορυφαίος Ρωμαίος λυρικός ποιητής, πως ‘Caelum non animum mutant qui trans mare currunt’, ότι δηλαδή ταξιδεύοντας ο άνθρωπος αλλάζει τον ουρανό πάνω απ’ τα κεφάλια του, αλλά όχι την ψυχή του; Η σύγχρονη πραγματικότητα θέλει και προσπαθεί να τον διαψεύσει! Οι τωρινοί μετανάστες και ταξιδευτές είναι λιγότερο νιχιλιστές απ’ εκείνον! Ίσως εμπιστεύονται περισσότερο τον Αυστροεβραίο Μάρτιν Μπούμπερ όταν ισχυριζόταν πως όλες οι μετακινήσεις και τα ταξίδια έχουν κάποιους μυστικούς και καλά κρυμμένους προορισμούς τους οποίους ο μετακινούμενος δεν γνωρίζει κι’ έτσι εμφανίζεται έμπλεος περιέργειας και ελπιδοφόρας αναμονής.
Στον ‘Μαύρο Λόφο’ του (Εκδόσεις Χατζηνικολή, 1990), στην όμορφη αυτή και μελαγχολική ιστορία, ο Μπρους Τσάτουιν, χρησιμοποιώντας έξυπνα τον συμβολισμό, σκιαγραφεί τη ζωή των δίδυμων αδελφών σε μια αγροικία όπου το ένα από τα παράθυρα έβλεπε πάνω από τα καταπράσινα λιβάδια της Αγγλίας, ενώ το άλλο πίσω προς την Ουαλία, πέρα από μια συστάδα αγριόπευκων, στο Μαύρο Λόφο, σε μια σκάλα που οδηγούσε σε κάποια σύνορα. Μεγάλο μέρος του βιβλίου εστιάζεται στην πίστη, την αφοσίωση και την εμπιστοσύνη, ειδικά όταν κάνει την εμφάνισή του εκεί ο υπεύθυνος αξιωματικός για τη στρατολόγηση, αναζητώντας νέους της Ουαλίας για να τους αποστείλει σε διαφορετικό είδος συνόρων, εκεί στα μέτωπα της Γαλλίας. Ο Ρόμπερτ Γκρέιβς (Robert Graves, 1895-1985) γεννημένος στο Γουίμπλεντον του Λονδίνου, γνωστός ως ποιητής, πεζογράφος, κριτικός και μελετητής των κλασσικών γραμμάτων, δημοσίευσε πάνω από εκατόν είκοσι τόμους σε μια σειρά διαφορετικών θεμάτων, αλλά κι’ ένα βιβλίο με απομνημονεύματα του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, με τίτλο ‘Αποχαιρετισμός σε όλα αυτά’ (εκδ. Κάκτος, 1999). Με το ξέσπασμα του πολέμου κατετάγη στο Σύνταγμα των Ουαλών Τυφεκιοφόρων, αλλά τραυματίστηκε σοβαρά το 1916. Ενώ υπηρετούσε εκεί, γνωρίστηκε και δημιούργησε ξεχωριστή φιλία με τον συνάδελφό του, ποιητή Ζίγκφριντ Σασούν. Οι εμπειρίες του γύρω από τη φρίκη του πολέμου, άσκησαν βαθιά επίδραση πάνω του και έτσι προχώρησε στη δημοσίευση του πρώτου τόμου των ποιημάτων του, το 1916. Σε ένα απόσπασμα στο προαναφερόμενο βιβλίο (Goodbye To All That, 1929), ένας αξιωματικός στοιχηματίζει με έναν άλλο αξιωματικό, επίσης, ότι τα χαρακώματα της πρώτης γραμμής δεν θα αλλάξουν περισσότερο από ένα μίλι τα επόμενα δύο χρόνια. Φυσικά εδώ συζητούσαν για άλλα είδους σύνορα και περιορισμούς μετακίνησης.
Στο ‘Τραίνο της Σταμπούλ’ του Γκράχαμ Γκρην (Οριάν Εξπρές, εκδ. Νεφέλη 1987, για την ελληνική γλώσσα) μια ομάδα ταξιδιωτών διασχίζει με μεγάλη ταχύτητα σύνορα και χώρες, αλλά εμφιλοχωρεί στις καρδιές όλων διάχυτη ένταση, υποψία και αντισημιτισμός, με αποτέλεσμα η διαδρομή να εξελίσσεται σε άκρως δυσάρεστη κατάσταση. Στην εν λόγω ομάδα υπάρχει και κάποιος που αμφισβητεί έντονα την έννοια των συνόρων, φωνάζοντας σε άλλον πόσο παρωχημένος παρουσιάζεται στα μάτια όλων αναφερόμενος στα σύνορα και τον πατριωτισμό! Βρισκόμασταν βέβαια στη Ευρώπη στα μέσα της δεκαετίας του 1930 και ο κόσμος εντός ολίγου επρόκειτο να δει και να βιώσει κατάσαρκα το απόλυτο σκοτεινό πρόσωπο όλων αυτών των δύσκολων εννοιών. Στον ‘Κόσμο του χθες’ (εκδ. Printa, 2006), ο Στέφαν Τσβάιχ αγγίζει με τη δική του ευαίσθητη γραφή την μυστηριώδη έννοια των συνόρων. Πως μπορούν, έλεγε, οι άνθρωποι από τη μια μεριά των συνόρων να καπνίζουν αμέριμνα την πίπα τους, να διαβάζουν εφημερίδες, να ψαρεύουν, την ίδια στιγμή που στην άλλη πλευρά, ακριβώς δίπλα, να μαίνεται ο πόλεμος. Τη στιγμή που διέσχιζα τα σύνορα, έγραφε στο αυτοβιογραφικό του βιβλίο, σκεφτόμουν ήδη διαφορετικά, πιο ελεύθερα και πιο ενεργά. Όπως ο Τόμας Μαν και ο Χέρμαν Έσσε και πολλοί άλλοι, ήταν κι’ αυτός ένας από τους γερμανόφωνους συγγραφείς που διέφυγαν από τον ναζισμό. Το 1934, συγκεκριμένα, μετά την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία, κατέφυγε αρχικά στην Αυστρία, κατόπιν στην Αγγλία και αργότερα στις Ηνωμένες Πολιτείες, το 1940. Αλλά και εκεί δεν έμεινε πολύ γιατί σύντομα κατευθύνθηκε στη Βραζιλία, όπου στις 23 Φεβρουαρίου 1942 ο ίδιος και η Λόττε, η δεύτερη σύζυγός του, αυτοκτόνησαν απελπισμένοι για το μέλλον της Ευρώπης και του πολιτισμού της. Μια ημέρα πριν, η αυτοβιογραφία δακτυλογραφημένη από την Λόττε, είχε ευτυχώς αποσταλεί στον εκδότη του. Στο ‘Πέρασμα’ του Κόρμακ ΜακΚάρθυ (εκδ. Καστανιώτη, 2003), ένας νεαρός κατευθύνεται νότια με άλογο και με έναν τραυματισμένο λύκο, διασχίζοντας την συνοριακή γραμμή με το Μεξικό. Το βιβλίο αποτελεί μυθιστόρημα ενηλικίωσης που εξελίσσεται στα σύνορα μεταξύ των νοτιοδυτικών Ηνωμένων Πολιτειών και του Μεξικού, πριν και κατά τη διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου και επικεντρώνεται στη ζωή του πρωταγωνιστή. Η ιστορία, ένα μελαγχολικό στην ουσία μυθιστόρημα, αφηγείται τα τρία ταξίδια που έγιναν από την Πολιτεία του Νέου Μεξικού των ΗΠΑ προς το Μεξικό, μια ρεαλιστική απεικόνιση καταδικασμένων εκ των προτέρων αναζητήσεων ενός πάμφτωχου ήρωα.
Στο ‘Χουάρες-Το εργαστήριο του μέλλοντός μας’ (Juárez: The Laboratory of our Future, 1998) ο Τσαρλς Μπάουντεν, αναφέρεται στους φράχτες που χτίζονται μεταξύ των πλουσίων και των φτωχών, ειδικότερα στην περιοχή του Μεξικού. Το βιβλίο αμφισβητεί την περιρρέουσα προπαγάνδα και τις πραγματικότητες της διαπλεκόμενης σχέσης μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών και του Μεξικού, εστιάζοντας περισσότερο στην στενότερη σχέση μεταξύ των παραμεθόριων πόλεων του Ελ Πάσο και της Χουάρες. Η Σιουδάδ Χουάρες είναι πόλη στην πολιτεία Τσιουάουα του Μεξικού που βρίσκεται στα σύνορα της χώρας με τις ΗΠΑ, πάνω στον Ρίο Γκράντε και απέναντι από το Ελ Πάσο του Τέξας. Το κείμενό του, αποκαλύπτει βάναυσες εικόνες με θέματα της μετανάστευσης, των συμμοριών, της διαφθοράς, της διακίνησης ναρκωτικών και της φτώχειας, αποκαλύπτοντας έτσι ένα πολύ διαφορετικό και ασυμβίβαστο Μεξικό απ’ ότι γενικώς απεικονίζεται στον τύπο και περιγράφεται από τις κυβερνήσεις των Ηνωμένων Πολιτειών και του Μεξικού. Ενώ ο συγγραφέας παρουσιάζει μια καθηλωτική έρευνα για την πόλη Χουάρες και τους κατοίκους της, στην εισαγωγή του βιβλίου ο γνωστός συγγραφέας Νόαμ Τσόμσκι, μάς προσφέρει μια ουσιώδη κριτική για την ‘Συμφωνία Ελεύθερου Εμπορίου Βόρειας Αμερικής’ (NAFTA), υπαινισσόμενος την ακυρωτική της επίδραση στη δημοκρατία και στα δικαιώματα τόσο των εργαζομένων όσο και των καταναλωτών και την έξυπνη και καίριας σημασίας στρατηγική της για την προστασία, στην πραγματικότητα, των πλούσιων και των ισχυρών, και τη διατήρηση όλων των άλλων στην πρότερη θέση τους. Στον επίλογο, ο Ουρουγουανός συγγραφέας Εδουάρδο Γκαλεάνο, αναρωτιέται αν και κατά πόσο πρέπει ο Τρίτος Κόσμος να φιλοδοξεί πραγματικά να ομοιάσει περισσότερο με τον Πρώτο Κόσμο. Να σημειώσουμε με την ευκαιρία ότι η έννοια του Πρώτου Κόσμου δημιουργήθηκε στην διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, και περιελάμβανε όλες εκείνες τις χώρες που ανήκαν στο στρατόπεδο των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ, και φυσικά βρίσκονταν απέναντι από την τότε πανίσχυρη στρατιωτικά Σοβιετική Ένωση. Η δική του προοπτική στις σύγχρονες σχέσεις μεταξύ Βόρειας και Νότιας Αμερικής αποκαλύπτει πώς η σχέση μεταξύ της πόλης Χουάρες και του Ελ Πάσο μπορεί να χρησιμεύσει ως σύμβολο των γενικότερων σχέσεων ΗΠΑ-Λατινικής Αμερικής και καταδεικνύει την καταστροφική πολιτική και στάση των Ηνωμένων Πολιτειών για τα ανθρώπινα δικαιώματα και το περιβάλλον νότια των μεταξύ τους συνόρων. Στα ‘Σημάδια πριν το τέλος του κόσμου’ του Γιούρι Ερέρα (Εκδόσεις Καστανιώτη, 2018), στην ίδια παραμεθόρια περιοχή βρίσκεται η νεαρή Μακίνα, η πρωταγωνίστρια του μυστικιστικού μυθιστορήματος του Ερέρα, η οποία έχει τη δύναμη να επιβιώνει μέσα στον βίαιο κόσμο των ανδρών. Βρίσκοντας τον εαυτό της ανάμεσα σε ανθρώπους των σκληρών ναρκωτικών, κινείται μεταξύ διαφορετικών κόσμων, όχι μόνο εκείνων του Μεξικού και των ΗΠΑ, αλλά μεταξύ διαφορετικών καταστάσεων και τρόπου σκέψεως και συμπεριφέρεσθαι. Η ρήση του Οράτιου επανέρχεται εν προκειμένω με δραματικό τόνο. Είχε άραγε δίκιο, ή όχι όταν αναφερόταν στην απαισιόδοξη και δυσοίωνη αναφορά του για το ταξίδι;
Όμως ετούτο το σημείωμα δεν θα μπορούσε να κλείσει αν δεν γινόταν αναφορά και στο περίεργο βιβλίο ‘Το αρχείο των χαμένων παιδιών’ (Εκδόσεις Μεταίχμιο, 2019) της νεαρής μεξικανής συγγραφέως Βαλέρια Λουϊζέλι (Valeria Luiselli, Πόλις του Μεξικού, 1983- ). Το μυθιστόρημα ξεκινάει με μια αναχώρηση, ένα οικογενειακό οδικό ταξίδι από τη Νέα Υόρκη με κατεύθυνση την αγροτική και ερημική Αριζόνα, από έναν σύζυγο, μια σύζυγο και δύο παιδιά τους, αλλά από διαφορετικούς γάμους. Ωστόσο, καθώς ξεκινούν το ταξίδι τους σε ολόκληρο το μήκος της πλατιάς αμερικανικής ηπείρου, υπάρχει μια αίσθηση ότι αυτή η αγάπη, και κατ’ επέκταση η ζωή τους μαζί ως οικογένεια, είναι απίθανο να παραμείνει ως έχει επί μακρόν. Το ταξίδι είναι από μια άποψη μετεγκατάσταση, τουλάχιστον στην περίπτωση του άντρα και του αγοριού. Εκείνη, προτιμούσε να πάνε στο Τέξας, την Πολιτεία με το μεγαλύτερο αριθμό κέντρων κράτησης για παιδιά-μετανάστες, ένα θέμα με ιδιαίτερο ενδιαφέρον γι’ αυτή. Τις εβδομάδες που προηγούνται της αναχώρησής τους, η σύζυγος γνωρίζει μια μετανάστρια χωρίς νόμιμα χαρτιά, τη Μανουέλα, την οποία βοηθά στη μετάφραση κάποιων δικαιολογητικών, από τα ισπανικά στα αγγλικά, ώστε να διευκολυνθεί περισσότερο στην επαγγελματική της σχέση με δικηγόρο για την απελευθέρωση των δύο θυγατέρων της, ηλικίας οκτώ και δέκα ετών, που διέσχισαν τα νότια σύνορα και σύμφωνα με πληροφορίες βρίσκονται σε κέντρο κράτησης στο έδαφος των ΗΠΑ. Στη διαδρομή το ραδιόφωνο του αυτοκινήτου αναφέρεται συνεχώς σε οικογένειες τα μικρά παιδιά των οποίων στερούνται το δικαίωμα να ζήσουν με τους συγγενείς τους οι οποίοι βρίσκονταν, ήδη, με κάποιο τρόπο, στις ΗΠΑ. Η οικογενειακή, ψυχολογική και γενικότερη κατάσταση της Μανουέλας οδηγεί τη σύζυγο να συλλάβει στο νου της ένα νέο έργο που θα τεκμηριώνει τις εμπειρίες των «χαμένων παιδιών», παιδιά που υποβάλλονται σε επικίνδυνα πολυποίκιλα ταξίδια για να ξανασυνδεθούν με την οικογένειά τους στις Ηνωμένες Πολιτείες, αλλά που δεν το κατορθώνουν ποτέ επειδή πεθαίνουν στο δρόμο ή στέλνονται, αφού συλληφθούν, πίσω στη χώρα γέννησής τους. Αυτό είναι σε γενικές γραμμές το αφηγηματικό και γεωγραφικό υπόβαθρο πάνω στο οποίο η μεξικανή συγγραφέας ξεδιπλώνει το νέο της μυθιστόρημα, ένα συναρπαστικό, όμορφα αρθρωτό κείμενο που αποτελεί στην ουσία μια βαθιά, συγκινητική και πολύ προσγειωμένη εργασία στο πολυσύνθετο πρόβλημα της μετανάστευσης και της εξορίας. «Οι ιστορίες είναι ένας τρόπος να αφαιρεί κανείς το μέλλον από το παρελθόν, ο μόνος τρόπος να βρεις καθαρή γνώση», λέει η σύζυγος κάπου μέσα στο μυθιστόρημα και ο σύζυγος, «…Μόνο κάποιοι άνθρωποι αποκτούν κανονικούς τάφους… γιατί οι περισσότερες ζωές δεν έχουν καμία αξία. Οι περισσότερες ζωές σβήνονται, χάνονται ρουφηγμένες από τον σκουπιδοφάγο που αποκαλούμε ιστορία», αναφερόμενος στο νεκροταφείο των χαμένων Απάτσι, την ίδια στιγμή που η σύζυγός του σκεπτόταν τις χαμένες ζωές των παιδιών που δεν κατάφεραν να ενωθούν με τις οικογένειές τους.
Οι στοιχειωμένες ιστορίες των συγγραφέων για τους εκτοπισμένους που μετανάστευσαν είτε με βία είτε τυχαία, δίνουν την εντύπωση ότι τα ίχνη της παρουσίας τους εξακολουθούν να κατοικούν πάνω στη γη μέσω του αντίλαλου, και ότι αυτοί οι ήχοι είναι μια ανάμνηση της ύπαρξής τους, ένα παρελθόν το οποίο αναμένει να ανακτηθεί, με κάποιο τρόπο. Στα λογοτεχνικά ταξίδια των μεταναστών κυριαρχούν τα αδιέξοδα, η εγκατάλειψη, το αίσθημα της αποξένωσης, η αναζήτηση του εαυτού μέσα στο χρόνο, με υπόβαθρο και φόντο συνοριακές γραμμές στις οποίες ξεδιπλώνεται η σύγχρονη συμπεριφορά απέναντι στους μετανάστες και βεβαίως στις όποιες ανεξέλεγκτες μετακινήσεις πληθυσμών.
The post Μετακινήσεις και μεταναστεύσεις με τα μάτια των λογοτεχνών first appeared on Fractal.