Quantcast
Channel: Δοκίμιο • Fractal
Viewing all articles
Browse latest Browse all 627

Tempus Verum

$
0
0
Γράφει ο Απόστολος Θηβαίος //

 

Σημείωμα για το δοκίμιο «Συμβολή στην θεωρία του Νηστικού Αρκουδιού» του Γιάννη Αθανασιάδη από τις εκδόσεις Βακχικόν

 

Έβενος, φίλντισι, μαργαριτάρια

Της άλλοτε Τύρου

Γιάννης Αθανασιάδης

«Εννέα Ένδεκα»

 

Ο συγγραφέας Γιάννης Αθανασιάδης δεν χρειάζεται τις συστάσεις αυτού εδώ του αδέξιου πονήματος. Μονάχα εντυπώσεις μπορεί να αφήσει ένα τέτοιο σημείωμα,, για τον επιστήμονα, τον καθηγητή, τον κοινωνικά ενεργό κύριο Αθανασιάδη. Γεννημένος στην Θεσσαλονίκη του Χριστιανόπουλου, του Τσίζεκ, του Παπασπύρου, του Ιωάννου, του Βαφόπουλου, οπλίστηκε με γνώσεις και εμπειρίες από τις πολυετείς σπουδές του. Και όμως ετούτη η ξεχωριστή προσωπικότητα, παρά το κύρος και τις περγαμηνές που κέρδισε καθ΄όλη την διάρκεια της επιστημονικής και επαγγελματικής της πορείας ουδόλως απώλεσε τους δεσμούς με τον τόπο και τις σημάνσεις του. Ενεργός με όρους κοινωνικής προσφοράς σήμερα υποστηρίζει σθεναρά δράσεις που φιλοδοξούν να καταστήσουν περισσότερο εξωστρεφή μια μάλλον, παροπλισμένη, ελληνική περιφέρεια. Στο βιογραφικό του δεσπόζει η Φλώρινα στην οποία ο σημαντικός νομικός και καθηγητής αφιερώνει σήμερα όλες του τις δυνάμεις προκειμένου αυτή η υπέροχη πολιτεία του ελληνικού βορά να βρει μια θέση στην πολιτισμική πραγματικότητα της ολοκαίνουριας χιλιετίας. Η περίπτωση του Γιάννη Αθανασιάδη δείχνει τον δρόμο της προσφοράς, της ιδιωτικής πρωτοβουλίας που τόσο μέμφεται η εποχή μας, κρατικοδίαιτη μέχρι πρότινος, υποχρεωμένη να γυρέψει μες στην απρόσμενη ορφάνια της έναν άλλον τρόπο για να γράψει ίσως κάποτε, καινούριες, χρυσές σελίδες. Κανείς δεν το γνωρίζει μα δεν μπορεί παρά να λογαριαστεί ως εγγύηση η ενασχόληση ανθρώπων όπως ο κύριος Αθανασιάδης με τον σύγχρονο, ελληνικό πολιτισμό και τις ανεξερεύνητες, πληθωρικές πτυχές του. Ο χρόνος θα αναδείξει την προσφορά τέτοιων ανθρώπων που επιλέγουν να στηρίξουν την προσπάθεια ενός ολόκληρου λαού να επαναπροσδιορίσει την αισθητική και το βάδισμά του.

Μια ματιά στις σελίδες της Συμβολής στην Θεωρία του Νηστικού Αρκουδιού που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Βακχικόν αρκεί για να αναγνωρίσει κανείς τους όρους και τις συνθήκες της ύστερης, νεοελληνικής εποποιίας που σήμερα με τα ρετάλια της παρελαύνει σε έρημους δρόμους, κερδίζοντας επιτέλους εκείνο που της άξιζε. Μα πριν την λήθη, η μαρτυρία και το χρονικό με την γραφίδα μιας ευφάνταστης ιστορίας, ενός εν κρυπτώ δοκιμίου που δεν θα μας τρομάξει με τις παραδοχές του, θρυλικά αναγνωριστικά της εθνικής μας ταυτότητας και τίποτε λιγότερο. Καταμεσής του θεάτρου που πασχίζει να χαλιναγωγήσει την ιστορία αυτού εδώ του τόπου, ο κύριος Αθανασιάδης ορθώνει τις σκαλωσιές του δικού μας, οικείου κόσμου. Πλασμένο με αιφνίδια μετέωρα, μπολιασμένο με ιδεολογίες, με την αίσθηση της επαρχιακής μεγαλούπολης που αφθονεί σε ποικιλία και ιδεολογίες το θεατρικό σύμπαν του Γιάννη Αθανασιάδη δεν αφήνει τίποτε ασχολίαστο. Ανάβει τον λυχνοστάτη που κάποτε τραγούδησε ο καθηγητής Δ. Λιαντίνης και φωτίζει μοναδικά τις ζωές μας. Το φως ανάβει και το είδωλο στον καθρέφτη φέγγει, σφραγίδα του εαυτού του και τίποτε.

[…Στο βάθος του καθρέφτη η πλατεία και το πλήθος με τα ακριβά κασμίρια και τα ευρωπαϊκά υφάσματά του. Θα΄ταν σαββατόβραδο αλλιώς δεν θα ερμηνεύονταν εκείνες οι στάρλετ που διασχίζουν αργά την αίθουσα, κλέβοντας βλέμματα και φλας φωτογραφικά. Σε λίγο η παράσταση θα αρχίσει, τα φώτα θα χαμηλώσουν, οι χορωδίες θα ανοιγοκλείσουν τα στόματά τους δίχως τίποτε να λένε. Κυρίως επειδή παρά τις φιλότιμες προσπάθειες της σκηνοθετικής ομάδας ήταν αδύνατο να βρεθεί η μελωδία της εποχής. Πρώτο κουδούνισμα, δεύτερο κουδούνισμα, περισσότερη σιωπή, τρίτο κουδούνισμα και όλοι κρατούν τις ανάσες τους. Η αυλαία ανοίγει και όλα μυρίζουν θάνατο. Το θέατρο, οι ηθοποιοί, τα σκηνικά, οι υποθέσεις και οι βεβαιότητες. Το πρόγραμμα το γράφει ξεκάθαρα. «Ο πρωταγωνιστής, η γυναίκα του, ο γιος του, η κόρη του, ο υπάλληλος του γραφείου κηδειών, η δημοσιογράφος παρουσιάστρια, η υπάλληλος του εκδοτικού οίκου, το γκαρσόν, η υπάλληλος του ταξιδιωτικού γραφείου, ο αφηγητής.» Αυτός ο τελευταίος φορά φέσι και γουρουνοτσάρουχα, οι πιέτες της φουστανέλας του μετρούν ένα προς ένα τα χρόνια της σκλαβιάς, εκείνα που πέρασαν μα και εκείνα που περνούν σήμερα, τώρα, ετούτη την στιγμή από τους διαδρόμους του επιβλητικού θεάτρου.  Οι τελευταίοι θεατές εισβάλλουν τρομαγμένοι στην πλατεία, γυρεύουν τις θέσεις τους, φωνάζουν και εξεγείρονται επειδή εκεί έξω λιμνάζουν ακόμη τα απόνερα μιας μεταεποχής, ενός καιρού που κουβαλά τις φριχτές επιπτώσεις μιας πιστωτικής, δανειοληπτικής και οικονομικής κρίσης. Οι θεατές έχουν πια όλοι τους καθίσει, έξω η πόλη αλλάζει ονόματα και μεταφράσεις, παλιώνει, θυμώνει, ασθμαίνει, επιχωματώνει τα αγάλματά της και προχωρά μες στην ιστορία που της αναλογεί. Στο φόντο της σκηνής μια ζωγραφιά με πράγματα ακαθόριστα δεσπόζει, τίποτε λιγότερο. Το όνομα της δημιουργού βρίσκεται στα χείλη όλων ανεξαιρέτως των θεατών. Νανά Winter Γεωργιάδου και ένα σωρό σύμβολα και όνειρα αφήνουν μια χαραμάδα για να ταξιδέψει ο νους των θεατών που διαθέτουν σκοτωμένη φαντασία και λογαριάζουν πως τους αναλογεί λίγη αιωνιότητα. Όλοι τους προσμένουν το διάλειμμα , μα δεν το παραδέχονται. Παρακολουθούν την παράσταση, κοιτούν με ενδιαφέρον την διάσημη παρουσιάστρια που δεν μπορεί να γεράσει με τίποτε. Μετά από χρόνια αυτό το πλαστικό κορίτσι θα το περισυλλέξουν σε κάποια παραλία τα παιδιά του αιώνα, λέγοντας με στόμφο πως το πλαστικό δεν διαλύεται, πως μπορεί να συναγωνιστεί τους αιώνες δίχως προσπάθεια. Και τώρα η πολυπόθητη ώρα. Τα νηστικά αρκούδια που χτυπήθηκαν πριν από δεκαετίες στο φτερό τους από τον κεραυνό και τώρα σέρνονται στην γη, ποντάρουν ουρλιάζοντας στην γιγαντιαία ρουλέτα που έχει στήσει η εταιρεία παραγωγής για να γεμίσει τον αδειανό χρόνο του διαλείμματος. 18 κόκκινο, 21 μαύρο, «μην παίζεις με τις επαναστάσεις, μπορεί κάποιος να θυμηθεί», «το παιχνίδι είναι στημένο», το πλήθος εξοργίζεται, κάποιος σκοτώνεται, οι άνθρωποι του γραφείου κηδειών σπεύδουν με χάλκινα και παπιγιόν από χαλασμένο χρώμα, από εκείνα που σφίγγουν στον λαιμό με το λάστιχο, κουβαλούν την λαϊκή αρτίστα που πιάνει ένα ντο και γίνεται χαλασμός. Οι στάρλετ χορεύουν πρόστυχα πάνω στις καρέκλες, τα κορίτσια από τις Καρυές που έχουν μεταφερθεί με διώροφα πούλμαν πιάνουν το τσιφτετέλι, άλλοι συνεχίζουν να ποντάρουν. Μάρτυς μου ο θεός πως εκεί και τότε πραγματώνεται αυτό το ποιητικό και απροσμέτρητο, la donna e mobile.  Αυτός ο κόσμος φαντάζει με ένα κρυμμένο σύμπαν μες στους φωταγωγούς των νεοελληνικών μεγάρων που εδώ και αλλού συγκρατούν με όλη τους την θέληση την θλίψη του κόσμου που παλιώνει, που χάνεται και επανέρχεται σαν άγρια αρρώστια με την άμπωτη και την παλίρροια του νου μας. Ο πρωταγωνιστής βρίσκει την ευκαιρία να φροντίσει τον σκηνικό διάκοσμο που άφησαν μισοτελειωμένο τα συνεργεία. Βλέπετε, αν χάσεις το ποντάρισμα κανείς δεν σου εγγυάται πως στην επόμενη γύρα θα κερδίσεις. Και έτσι ο πρωταγωνιστής σκάβει τον «λαξευτό, θαλαμωτό, κιβωτιόσχημο τάφο», ένα φρέαρ για την ακρίβεια με περίοπτη θέση, με αντοχή στον χρόνο και μνημειώδεις διαστάσεις. Είναι περισσότερο από αυτό που του ζητήθηκε αλλά δεν θα μπορούσε να μεριμνήσει για κάτι λιγότερο από έναν τύμβο. Στο μεταξύ τραγουδά τα λαϊκά και συνοδεύει εκείνη την άμοιρη την Κλυταιμνήστρα που κρατά μια κακή απομίμηση πολυτελούς τσάντας. Οι δυο τους σκάβουν και τραγουδούνε, τραγουδούνε και σκάβουν, αποκαλύπτοντας διαρκώς και άλλα στρώματα μια ύστερης μεταβυζαντινής περιόδου που κρύβει με σιγουριά όλα τα μυστικά. Ίσως εδώ να κρύβεται η κιβωτός του Γιώργου Ιωάννου, με όλα τα τιμαλφή στο εσωτερικό της. Ίσως εδώ κρύβονται κουβάδες με λίρες που θα μπορούσαν να ενσαρκώσουν το υλικό μιας καινούριας επένδυσης, κάνοντας κομμάτια τον ελεύθερο ανταγωνισμό. Αυτός ο τελευταίος φαντάζει σαν κάποιος να διαθέτει μια παράφορη ασυλία κόντρα στους νόμους, έχοντας την ευκαιρία να κάνει όσα περνούν από το χέρι του για να πετύχει. Ο πρωταγωνιστής βουτά στον λάκκο του, όλοι χειροκροτούν τώρα, κάποιος αναρωτιέται γιατί ο σκηνοθέτης δεν εισήγαγε το αποτεφρωτήριο, ωστόσο αυτός ο κάποιος με το σιβυλλικό και ευρωπαϊκό όνομα Γουλιέλμος, λησμονά κάθε μέρα πως η παράδοση είναι το αναμμένο καντήλι στην παλάμη του καινούριου καιρού. Θα μπορούσα να πω και άλλα και άλλα μα τότε τι νόημα θα είχε; Άλλωστε το νηστικό αρκούδι δεν χορεύει ποτέ και για να μπορέσει μια ιστορία να διεκδικήσει τις δάφνες της πρόσκαιρης δόξας της θα πρέπει πάρει μπρος το αιώνιο σύστημα. Οι στάρλετ να αγοράσουν διαμάντια, τα στρας να λάμψουν, οι ήρωες να γίνουν αγάλματα, η Θεσσαλονίκη να ντυθεί το κακόγουστο βερνιγιόν, διδασκαλίες της Αθήνας. Το βιβλίο του Γιάννη Αθανασιάδη να ξεφυλλίσει τις σελίδες του σαν όνειρο…]

 

Ιωάννης Αθανασιάδης

 

Κάθε σελίδα από την καινούρια έκδοση του Βακχικόν διαθέτει μια αφορμή για ένα μυθιστόρημα, για μια αφήγηση προικισμένη με το πρόσημο της νέας, ελληνικής πραγματικότητας. Κάθε σελίδα διαθέτει το σπάνιο χάρισμα μιας ευφυίας που μπορεί να συγκριθεί μονάχα με το συναπάντημα της ίδιας της ομορφιάς. Κάθε σελίδα διαθέτει σκόρπιες αναφορές σε όρους επιστημονικούς που ωστόσο παραμένουν προσιτοί, καθώς το χιούμορ του κυρίου Αθανασιάδη κατορθώνει να αναλύσει διαφορικά την διαχρονική, ελληνική νύχτα. Οι εκδόσεις Βακχικόν φέρνουν στα ράφια των βιβλιοπωλείων ένα αληθινά ξεχωριστό βιβλίο, γραμμένο με το σπάνιο αισθητήριο ενός ανθρώπου που γνώρισε σε βάθος τους μηχανισμούς αυτού του καινούριου, παλιού, ελληνικού κόσμου. Το δοκίμιο του Γιάννη Αθανασιάδη που εκτείνεται από τα όρια του θεάτρου ως τα βάθη της συλλογικής μας συνείδησης διαθέτει μια ιδέα από την ταραχή του βυθού που ταλανίζει τον νεοέλληνα. Μιλά για ερημίτες στολισμένους από χέρι μαρμάρινο, κάνει λόγο για τούτο εδώ τον χρόνο τον πραγματικό, μα και έναν άλλον φανταστικό και παράλογο που κρύβει εντός του όλα τα κλειδιά. Πόλεις δίχως ήχο δικό τους, δίχως μουσικές και φαντασίες, ποτισμένες από τις σύγχρονες λογικές του κέρδους, πολιτείες που ψωνίζουν χαρούμενα από τις καλύτερες, ευρωπαϊκές μπουτίκ. Αμερικάνικες μάρκες, γαλλικές και γερμανικές, αλήθειες παστεριωμένες που ανακυκλώνονται, χρόνια που μιλούν στις καρδιές μας δίχως τίποτε να λένε. Ο Χρήστος Βακαλόπουλος, χρόνια πριν έκανε λόγο για χαμένους πολιτισμούς. Για ευκαιρίες χαμένες που στερεώθηκαν στην φόρμα ενός πολιτισμού, ποτέ στην ουσία του.

Ο Γιάννης Αθανασιάδης και οι εκδόσεις Βακχικόν βρίσκουν τον ωραιότερο τρόπο για να αποχαιρετήσουν μια νεκρή σαιζόν που είτε το θέλουμε, είτε το πιστεύουμε, είτε όχι πήρε τέλος. Η διαφορά της Συμβολής στην Θεωρία του Νηστικού Αρκουδιού έγκειται ακριβώς στον ιδιοφυή, ποιητικό τρόπο με τον οποίο φέγγει στον καθρέφτη το πεπρωμένο ενός λαού θύματος που διαθέτει αδειανές τις στέρνες του και αρέσκεται στο κολασμένο, κωμικοτραγικό χάος της λυρικής του καταστροφής, στον πιο κατάλληλο χρόνο. Διακόσια χρόνια μετά, σε ένα τέλος απροσδόκητο.

 

 

The post Tempus Verum first appeared on Fractal.


Viewing all articles
Browse latest Browse all 627

Trending Articles