Γράφει η Νάνσυ Κοντονίκου //
Πόσο αλήθεια λοιπόν η ζωή παίζει τα δικά της παιχνίδια, έχει πάντα τον τρόπο να μιλεί βαθιά στις καρδιές των ανθρώπων χωρίς περιστροφές. Να συνδέει τα γεγονότα με έναν τρόπο τόσο σπαρακτικό και τόσο άμεσο. Θυμάμαι τις ιστορίες του παππού μου, ιστορίες πραγματικές της κατοχικής Ελλάδας, που βρήκαν και αυτές τον τρόπο τους να αφήσουν τα δικά τους σημάδια μνήμης. Οι ιστορίες του παππού ήταν ιστορίες επιβίωσης με το δικό τους χρώμα μέσα στο ατελείωτο άσπρο μαύρο της περιόδου εκείνης. Και να που ήρθε μια από αυτές στο μυαλό μου… ήταν αυτή με ένα ιταλικό καμιόνι φορτωμένο με πατάτες σταματημένο στην πλατεία του χωριού και τους δυο Ιταλούς στρατιώτες, έναν οδηγό και έναν συνοδηγό. Νεαρό αγόρι τότε αποφασίζει να παίξει το πιο άχαρο ρόλο με το πιο έξυπνο τρόπο. Το σχέδιο φαίνεται να είχε στηθεί καλά, η πείνα είχε τσακίσει κάθε όριο αντοχής, δεν υπήρχαν άλλα περιθώρια. Ξυπόλυτος με σκισμένα ρούχα από τις στερήσεις και πρόσωπο μουτζουρωμένο με κάρβουνο για να μην αναγνωρίζεται, πετάγεται ξαφνικά εμπρός τους. Βγάζει από την τσέπη του ένα αυτοσχέδιο τσιγάρο και μέσα από το ρόλο του τρελού με περίεργες ακανόνιστες κινήσεις προσπαθεί να ανάψει το τσιγάρο από τα μπροστινά φώτα του καμιονιού! Οι Ιταλοί στρατιώτες γελούν στις περίεργες κινήσεις του πιστεύοντας πως το ξυπόλητο αγόρι με το μουτζουρωμένο πρόσωπο από το κάρβουνο δεν είναι καλά. Ο νεαρότερος συνεργάτης του έχει όλο το χρόνο να αποσπάσει μια αξιοσέβαστη ποσότητα από τις πατάτες που ήταν φορτωμένες στο καμιόνι. Οι Ιταλοί στρατιώτες δεν έχουν καταλάβει πως το υποτιθέμενο τρελό αγόρι έχει κλέψει την παράσταση για να κερδίσει την πείνα. Καθώς ο ίδιος σιγουρεύεται ότι ο νεαρότερος συνεργάτης του αποχωρεί τρέχει προς την αντίθετη κατεύθυνση για να μην τον προδώσει. Το καμιόνι αναχωρεί και κανείς δεν κατάλαβε τα δυο αγόρια. Και καθώς η ιστορία τελειώνει έτσι αναίμακτα έκανα πάντα με την ίδια παιδική αφέλεια δυο ερωτήσεις : «τι απέγιναν οι στρατιώτες παππούλη;», «ε.. τώρα» έλεγε ο παππούς «θα έχουν φύγει από την ζωή», «…και το καμιόνι;» Εκεί άλλαζε κουβέντα, μα έβρισκε το θάρρος και απαντούσε «παλιό αυτοκίνητο, μάλλον δεν θα υπάρχουν πια…» Δεν είμαι σίγουρη αν το πίστευε και τι έκρυβε μέσα του. Τώρα σχεδόν 100 χρόνια μετά, κάμποσα από τα ιταλικά καμιόνια της εποχής εκείνης, το ένα πίσω από το άλλο, σαν τα φαντάσματα ενός μακρόβιου κακού παρελθόντος, μεταφέρουν τους χιλιάδες νεκρούς, θύματα μιας τραγικής και απρόσμενης παγκόσμιας πανδημίας που σάρωσε δυστυχώς την γείτονα χώρα. Αποσβολωμένη κοιτώ την εικόνα αυτή από την τηλεόραση και δεν μπορώ να πιστέψω πως πιθανόν μπροστά σε ένα από αυτά ο παππούς μου νίκησε με τον πιο παιδικό και θαρραλέο τρόπο μια στιγμή επιβίωσης. Είχα έναν παππού που θα θυμάμαι για πάντα που όσο και αν προσπάθησε να ξορκίσει μια από τις πιο δύσκολες περιόδους της ελληνικής σύγχρονης ιστορίας, τελικά δεν τα κατάφερε. Ίσως να το ήξερε μέσα του σίγουρα δεν το έδειχνε. Τώρα καταλαβαίνω την αμήχανη στάση του κάθε φορά που ρωτούσα για το καμιόνι. Ήταν μόνο ο χρόνος που σαν σπίθα πέρασε μέσα από το μυαλό των δυο νεαρών αγοριών αποκαλύπτοντας σήμερα πως η ζωή βαστούσε την μνήμη της μέσα στην ιστορία.
Προσεγγίζοντας την ετοιμολογία της λέξεως «φασισμός» ο όρος fasces σημαίνει τους ραβδούχους στο ρωμαϊκό κράτος. Στη Ρώμη οι ραβδούχοι ήταν λειτουργοί της πολιτείας με αρμοδιότητα την εκτέλεση των κρατικών αποφάσεων. Το χαρακτηριστικό τους έμβλημα ήταν μια δέσμη ράβδων από ξύλο ιτιάς και στην κορυφή της δέσμης ένα τσεκούρι. Η δέσμη (fascio) συμβόλιζε την κρατική δύναμη επιβολής γι’ αυτό και χρησιμοποιήθηκε για το χαρακτηρισμό του επικείμενου πολιτικού συστήματος της σύγχρονης εποχής, το φασισμό. Το αξιοσημείωτο με το όρο αυτό είναι ότι αποτέλεσε ένα κοινωνικό και πολιτικό σύστημα το οποίο γεννήθηκε από μια βραχύβια θεωρητική προεργασία «με σκοπό την ανόρθωση και την αποκατάσταση του κύρους του κράτους.» (ΑΝΟΝ, 1972) Από το 1922 έως 1943 η Ευρώπη συγκλονίζεται από τον Ιταλικό Φασισμό, ένα κίνημα το οποίο έσυρε χιλιάδες νεκρούς στο διάβα του, κίνημα το οποίο «δίδαξε» την βία στην μορφή που την επιθυμούσε και όρισε τα γεγονότα έτσι όπως υπαγόρευσε «η αθώα αυτοπεποίθηση και η πίστη στην διαρκή πρόοδο της ανθρωπότητας […](καθώς) η πραγματικότητα προέβαλε ανησυχητική (και) απειλητική.» (βλέπε Carr) Όμως δεν πρόκειται να σταθούμε σήμερα ιστορικά στην επικείμενη περίοδο αλλά να αποκαλύψουμε τα χαμένα κομμάτια της ιστορίας μέσα από τα μάτια του σύγχρονου ιστορικού ερευνητή που επιθυμεί να ανασύρει τα γεγονότα με προοδευτικό βαθμό (progressive manner) μέσα στην αντίληψη μας.
Ένα από τα βασικά και σημαντικά ερωτήματα αναγεννιέται και αναδύεται μέσα από μια πλανητική χαλασμονή. Το ερώτημα «Τι είναι ιστορία;» του Edward Hallet Carr (Carr, 1961) αποτελεί μια από τις μεγαλύτερες προκλήσεις της ίδιας της επιστήμης. Τι είναι αυτό που το ανακινεί; Γιατί το ενθυμούμαστε πάντα μετά από μια κρίση ή κρίσιμα γεγονότα; Τι είναι αυτό που μας μουδιάζει πιο πολύ; Γιατί ριγούμε όταν ακούμε την ιστορία; Είναι άραγε η υποχρέωση στο παρελθόν; Το περιεχόμενο του ιστορικού γεγονότος έχει αρχίσει δειλά – δειλά να ενδιαφέρει σήμερα περισσότερο τους ιστορικούς και τους αναγνώστες της ιστορίας. Η ιστορία βασισμένη στην αφήγηση των γεγονότων, τις πληθώρας των ημερομηνιών και των προσωπικοτήτων δεν φαίνεται να είναι πλέον αρκετή. Σήμερα αναδύονται νέα ερευνητικά πορίσματα από πολλούς σύγχρονους ιστορικούς που τολμούν να βάλουν το δάκτυλο υπό τον τύπο των ήλων. Ο ιστορικός ως πρόσωπο παραποιείται ή έχει παραποιηθεί στο μυαλό των περισσότερων αναγνωστών, όταν η ιστορία αποθεώνεται. Είμαστε άραγε ικανοποιημένοι ως αναγνώστες με μια συμβατική ιστορία; Η συμβατική ιστορία αναφέρει χαρακτηριστικά ο Pirantello η ιστορία των γεγονότων, μια ιστορία «σαν άδειο σακί δεν μπορεί να «σταθεί όρθια» παρά μόνο αν το γεμίσεις με κάτι.» (see Carr) Ο γλωσσολόγος και λογοτέχνης Tighe αναγνωρίζει μια ασυνέχεια (μέσα στην ιστορία) η οποία άλλοτε αντιφατική άλλοτε διφορούμενη δεν αποδίδει με ευκρίνεια τα γραφόμενα. Οι αντιγραφείς χειρογράφων, οι χρονικογράφοι, επιστολογράφοι και κωδικογράφοι φαίνεται πως καθόρισαν μέσα από τα βάθη των αιώνων όχι μόνο το περιεχόμενο αλλά ίσως και την ίδια την ιστορία. Η συνεχής αντιγραφή από πάπυρο σε πάπυρο και από περγαμηνή σε περγαμηνή δεν άφησαν και πολλά περιθώρια αντικειμενικότητας – σίγουρα κάτι παραλείπετε ή συντέμνεται με τέτοιο τρόπο ώστε να χάνονται ουσιώδη στοιχεία προς αξιολόγηση. Κάποιοι έχουν προεπιλέξει τι είναι αυτό που μας παραδίδεται. Ερχόμαστε λοιπόν μπροστά σε ένα μεγάλο ζήτημα γνωστό στην διεθνή ακαδημαϊκή γλώσσα με τους όρους «representation» δηλαδή της αναπαράστασης, του τρόπου που η ιστορία αναπαριστάται στο σήμερα, στο σύγχρονο κόσμο, στο τώρα χρόνο, ο τρόπος που γνωρίζουμε την ιστορία και ο τρόπος του πως οφείλουμε τελικά να γνωρίζουμε την ιστορία και «misrepresentation» της συρραφής των γεγονότων με σχετική αντίληψη αυτής και συντηρητικής σαφήνειας ή της κακής αναπαράστασης ή εν τέλει τη παραχάραξη της. Η αντίληψη μας οδηγείται μέσα από διλήμματα. Μια συμβατική αναπαράσταση ή απλή συρραφή των γεγονότων; Έχει τελικά η ιστορία παραχαραχτεί ή όχι; Ο τρόμος της παραχάραξης μας οδηγεί σε μια άλλη παραχάραξη, στην παραχάραξη του χρόνου, της αμνησίας, σε ένα μούδιασμα, σε μια ψευδαίσθηση, ότι έχουμε και ζούμε την ιστορία κοιτώντας την από την κλειδαρότρυπα της νόησης μας.
Οι απαντήσεις στα άνωθεν ερωτήματα συνοψίζονται στο ερώτημα του Leopold von Ranke το 1830 – wie es eigentlich gewesen δηλαδή του «πως ακριβώς έγιναν τα πράγματα» – το οποίο αν και μοιάζει ως πολύ γενικό αφορά τον τρόπο με τον οποίο βλέπουμε την ιστορία. Μα την ιστορία σίγουρα οι άνθρωποι στο σύνολο τους δεν μπορούν να την δουν με την ίδια οξυδέρκεια με την οποία την βλέπει ο σύγχρονος ιστορικός ερευνητής ούτε όμως και στο σύνολο τους οι άνθρωποι μπορούν να έχουν τόσο μια καθαρή εκτίμηση για την ιστορία όσο και μια καθαρή ψυχαυγή να φέρουν την ιστορία εμπρός τους. Είναι σαν οι φακοί των ματιών τους να αντιδρούν μόνο σε ηθικοπλαστικούς ρυθμούς συχνοτήτων στο «πως ακριβώς έγιναν τα πράγματα» αντί του βάρους που φέρει η ίδια η επιστήμη της ιστορίας. Εδώ ο Carr κάνει μια πολύ σημαντική παρατήρηση «η εμπειρική θεωρεία της γνώσης προϋποθέτει τον πλήρη διαχωρισμό του υποκειμένου και του αντικειμένου. Τα γεγονότα όπως και οι εντυπώσεις έχουν εξωτερική προέλευση, ανεξάρτητη από την συνείδηση του παρατηρούντος υποκειμένου. Η διαδικασία της πρόσληψης είναι παθητική έχοντας έρθει σε επαφή με τα γεγονότα το υποκείμενο ενεργεί εν συνεχεία ανάλογα.» (Carr, 1961) Μήπως όμως αυτό αποτελεί μια «κινούμενη άμμο» αρκετά επικίνδυνη για να φέρει την ανθρωπότητα σε μια αισθητή σύγχυση; Ο Carr μας εξηγεί «σύμφωνα με την άποψη του κοινού νου υπάρχουν ορισμένα βασικά γεγονότα που είναι τα ίδια για όλους τους ιστορικούς και που αποτελούν κατά κάποιο τρόπο την ραχοκοκαλιά της ιστορίας (δηλαδή) η μάχη του Χέιστινγκς έγινε το 1066 μ.Χ και (σαφώς δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία για αυτό.)» (Carr, 1961) Και συνεχίζει «το να επαινεί κανείς τον ιστορικό για την ακρίβεια του είναι σαν να επαινεί τον αρχιτέκτονα (για την σωστή ξυλεία και το σωστό μπετόν) σε ένα κτίριο […] (έτσι λοιπόν) τα λεγόμενα βασικά γεγονότα που είναι κοινά για όλους τους ιστορικούς ανήκουν κατά κανόνα στην κατηγορία των «πρώτων υλών» του ιστορικού μάλλον παρά της ίδιας της ιστορίας.» (Carr, 1961) Το ερώτημα «τι είναι ιστορικό γεγονός» αναδύεται στην επιφάνεια και αναβαθμίζει περισσότερο το ερώτημα «τι είναι ιστορία» ενεργοποιώντας ουσιωδέστερα την λειτουργία της ιστορίας μέσα στο γίγνεσθαι.
Ο 19ος αιώνας ήταν πράγματι ένας αιώνας ο οποίος κυριάρχησε μέσα από την επανάσταση του συναισθήματος αναδεικνύοντας την ευθραυστότητα των πραγμάτων αλλά και το μέγεθος. Κυριάρχησε επίσης και η ίδια η φαντασία η οποία αν και ιδιαιτέρως επιζήμια για πολλούς σύγχρονους ερευνητές της ιστορίας ανέδειξε τα γεγονότα – ένας αιώνας των γεγονότων, ένας αιώνας του θριάμβου, ένας αιώνας μιας ιδεοληπτικής συνθετότητας του τί και του πώς μέσα από μια πληθώρα ιδεών και αντιλήψεων.
Η ιστορία και πόσο μάλλον η ανάγκη καταγραφής της δημιούργησε το αίτημα μιας άμεσης καταγραφής καθώς μετά από την ανακάλυψη της τυπογραφίας η σκυτάλη της εκβιομηχάνισης επέτρεψε η ιστορία να τρέξει πιο γρήγορα επάνω στο χαρτί. Πως όμως μέσα από τις τόσες ανακαλύψεις μπορούμε να είμαστε σίγουροι πως η ιστορία ακολούθησε το σωστό δρόμο; Χαρακτηριστικά τα λόγια του Φρειδερίκου Ένγκελς σε μια επιστολή του στον φίλο του Ντάνιελσον «η ιστορία είναι ίσως η πιο σκληρή απ’ όλες τις θεές. Οδηγεί το θριαμβικό άρμα της πάνω από σωρούς πτωμάτων, όχι μόνον σε περιόδους πολέμου αλλά και «ειρηνικής» οικονομικής ανάπτυξης. Και εμείς, άνδρες και γυναίκες, είμαστε δυστυχώς τόσο ανόητοι, ώστε δεν έχουμε το κουράγιο να επιδιώξουμε την αυθεντική πρόοδο παρά μόνον αν κεντριστούμε από συμφορές που δείχνουν να ξεπερνούν κάθε όριο.» (see Carr) Η ιστορία έγινε ξαφνικά θρίαμβος; Θεοποιήθηκε; Το κάθε γεγονός βιώνεται θριαμβευτικά προς ικανοποίηση της ανθρωπότητας που δείχνει να έχει ξεγλιστρήσει από το φόβο των συνεχών πολέμων. Μήπως η εκβιομηχάνιση ορίζει τώρα το ιστορικό γεγονός με ένα διαφορετικό τρόπο; Η ιστορία δεν κατανοήθηκε όπως θα έπρεπε δηλαδή ως επιστήμη με αποτέλεσμα «το βάρος (να τεθεί) υπέρ της λατρείας των γεγονότων.» (see Carr) Είναι όμως αυτό μια διαστρέβλωση; Παραχάραξη; Η αποκάλυψη της ιστορίας στο μεγαλύτερο μέρος της και με την μεγαλύτερη καθαρή ευκρίνεια που οφείλει να διακρίνει αυτήν σίγουρα δεν πραγματώνεται μέσω μιας ρομαντικής στάσης στα πράγματα. Οδηγούμαστε σε γενικολογίες όπως «η άντληση διδαγμάτων από την ιστορία» που στην πραγματικότητα φανερώνουν πως δεν επιθυμούμε να μάθουμε κάτι. Θρύλοι, περιστατικά, τύραννοι, πόνος και αλλά πολλά. Οι Parsons & Shils έχουν αποκαλέσει την επιστήμη (της ιστορίας) «επιλεκτικό σύστημα γνωστικών προσανατολισμών προς την πραγματικότητα.» (see Carr) Πως άραγε θα μπορέσει να απελευθερωθεί η ιστορία από τα γύψινα καλούπια της και πόσο μάλιστα να εμπλουτιστεί «χωρίς να εμφιλοχωρεί το στοιχείο της ερμηνείας»; Είναι άραγε η ψευδαίσθηση που έχουμε για αρκετά ιστορικά γεγονότα γοητευτική; Για παράδειγμα ο Bury John Bagnell αναφέρει ότι «η αρχαία και η ρωμαϊκή ιστορία βρίθουν κενών.» (see Carr) Παρά ταύτα ο Carr δηλώνει το 1961 πως «όλοι γνωρίζουμε πόσο η αρχαία Ελλάδα επηρέασε τη Ρώμη. Δεν είμαι όμως βέβαιος αν υπάρχει κάποιος ιστορικός που έχει προσπαθήσει να αναλύσει τι ακριβώς διδάχτηκαν οι Ρωμαίοι – ή πίστευαν οι ίδιοι ότι διδάχτηκαν – από την ιστορία της Ελλάδας.» (see Carr) Είναι τα διάφορα κομμάτια του πάζλ που λείπουν από την ιστορία; Ο Carr συνεχίζει «αν η εικόνα που έχουμε για την αρχαία Ελλάδα του 5ου αιώνα π.Χ είναι ελλιπής αυτό δεν οφείλεται κυρίως στο ότι κάποια από τα κομμάτια έχουν χαθεί, όσο στο ότι πρόκειται για εικόνα διαμορφωμένη από μια μικρή ομάδα ανθρώπων που ζούσαν στην Αθήνα της εποχής εκείνης. Γνωρίζουμε πολλά για το πώς έβλεπε την Ελλάδα τον 5ο αιώνα π.χ ένας Αθηναίος πολίτης, αλλά σχεδόν τίποτα για το πώς την έβλεπε ένας Σπαρτιάτης, ένας Θηβαίος, ένας Κορίνθιος – και πόσο μάλλον ένας Πέρσης, ένας δούλος ή ένας μέτοικος που κατοικούσε στην Αθήνα. Η εικόνα που έχουμε είναι προεπιλεγμένη και προκαθορισμένη. […] (πολλά) έχουν καταδικαστεί στη λήθη […] το χέρι των αντιγραφέων χειρογράφων και των χρονικογράφων του παρελθόντος έχει καθορίσει αμετάκλητα την εικόνα μας για το παρελθόν.» ( Carr, 1961 ) Για την ακρίβεια με αυτό το τρόπο η ιστορία κορνιζάρει ή περιβάλλει (is framing) το γεγονός αντί να το «κοσκινίζει» με σκοπό να μπορέσει ο ιστορικός να διακρίνει την άγνοια που τον τυφλώνει. Η άγνοια συνεχίζει ο Carr είναι ένας πραγματικός πειρασμός για τον ιστορικό. Τι γίνεται όμως όταν ο ιστορικός συνεχίζει να είναι σε άγνοια;
Η γεγονοτολογία μπορεί να καταστεί πολύ επικίνδυνη μετατρέποντας το ιστορικό γεγονός σε φετίχ, σε κλειδωμένο αμπάρι και δεν απέχει και πολύ η πλήρη μετατροπή της σε γεγονοτοπληξία που δεν απαντά σε καμία των περιπτώσεων στο ερώτημα που πάντα μας θέτει ο Carr ως ερευνητής ιστορικός «τι είναι ιστορία»; Τα γεγονότα σαφή εργαλεία στα χέρια του ιστορικού οφείλουν να αναγεννηθούν, να βρουν τα ζωτικά τους σημεία, να σύρουν στην επιφάνεια τους πειρασμούς χωρίς να παρακάμπτουν τα ρήγματα που δημιουργούν οι τυχαίες συρραφές εύλογα και απόλυτα δικαιολογημένες. Τι είναι αυτό λοιπόν που παράγει η ιστορία μέσα από μια πλειάδα προσώπων και γεγονότων, ένα corpus γνώσεων, με τελικό προορισμό την βιογραφία μεγάλων προσωπικοτήτων. Κάπως όμως λίγο ή πολύ έτσι μάθαμε όλοι να εκτιμούμε την ιστορία. Καταιγιστικός και καυστικότατος ο Sigmund Freud κάνει την μεγάλη εξομολόγηση «είναι εύκολο να υποθέσουμε ότι μόνο μια μειοψηφία αναγνωρίζει τους εν λόγω μεγάλους άνδρες, ενώ η μεγάλη πλειοψηφία δεν θέλει να ξέρει τίποτα γι’ αυτούς.» (Freud, 1930) Ο Acton δικαιώνεται μέσα από τον Freud υποστηρίζοντας ότι «η καλή βιογραφία είναι κακή ιστορία» (see Carr) Είναι άραγε αυτή η κακή ιστορία που κάνει τον άνθρωπο ανιστορικό ή ανιστόρητο; Μεταξύ των δυο εννοιών ακροβατούν οι περισσότεροι από εμάς σήμερα. Είναι αυτή η ιστορία που τελικά οδηγεί στην «μαζική εξόντωση των ιστορικών προσωπικοτήτων»; Και η εξόντωση αυτή δεν είναι δύσκολο να επέλθει όταν ο ιστορικός δεν μπορεί να δώσει προτεραιότητα στην αντικειμενικότητα των γεγονότων προτιμώντας τρόπον τινά μια «εξωιστορική αντικειμενικότητα των δικών του αξιών» τότε δυστυχώς επισημαίνει ο Carr ο ιστορικός «θα γράψει ιστορία που θα είναι συρραφή γεγονότων χωρίς νόημα (στην καλύτερη περίπτωση) ή ιστορία προπαγάνδα ή ιστορία μυθοπλασία στην οποία τα γεγονότα θα χρησιμοποιούνται για διακοσμητικούς σκοπούς.» (Carr,1961) Γιατί όμως φαίνεται επιθυμούμε μια ιστορία μέσα από μια υποσυνείδητη φαντασιοκοπία;
Τα αποτυπώματα του ο 19ος αιώνας αφήνει απροκάλυπτα μέσα στην νόηση μας. Η ζωή ως τότε ήταν αποτέλεσμα «μίμησης». Ο Αριστοτέλης περιγράφει τη μίμηση (mimesis) ως ένα θεμελιώδες ένστικτο και ως ένα μη αναγώγιμο γεγονός της ανθρώπινης φύσης. Για τους Έλληνες ο Tighe μας λέει πως αυτή η λέξη έχει εφαρμογή στις τέχνες αλλά και στην γραφή με ένα πλατύ εύρος νοημάτων. Η λέξη μίμησης αποδίδεται στην λατινική με τον όρο representation (representare). Η αναπαράσταση είναι πολύ κοντά στην μίμηση έχει μια μακρά παρουσία στην φιλοσοφία, ιστοριογραφία και άλλες επιστήμες. Όταν η ζωή έπαψε να αποτελεί αναπαραγωγή του εμπειρικού κόσμου – να αναπαριστάται – τότε η ανθρωπότητα θεώρησε πως «ένα ξέσπασμα των συγκινήσεων και των παθών, (θα άλλαζε τον κόσμο) και η δύναμη και το βάθος αυτών των παθών (θα είναι ακριβώς αυτό που δίνει στην ιστορία) το πραγματικό της νόημα και την πραγματική της αξία. (see Cassirer) Αυτός ήταν ο 19ος αιώνας ο οποίος έδωσε να εννοηθεί πως η ζωή ολόκληρη ανήκει σε μια πολύ διαφορετική σφαίρα αντίληψης με μια πληθώρα ερμηνειών να κατακλύζουν το κάθε θέμα. Ήταν αυτό μια μορφή μύησης η οποία προσέθετε τόσο στον ίδιο τον ιστορικό όσο και στις ερμηνείες που αυθαίρετα κατέκλυζαν το πεδίο ολόκληρου του status quo στην Ευρώπη. Ο ιστορικός δεν θα μπορούσε να βρίσκεται έξω στον όχλο των αμύητων, άλλωστε πως θα έγραφε ιστορία που θα συνάρπαζε. Ο Powicke αναφέρει χαρακτηριστικά «Η επιθυμία για ερμηνεία της ιστορίας έχει τόσο βαθιές ρίζες ώστε αν δεν διαθέτουμε συγκροτημένη άποψη για το παρελθόν ωθούμαστε είτε στο μυστικισμό είτε στον κυνισμό. (see Carr) Ο μυστικισμός προϋποθέτει ο άνθρωπος να λάβει μέρος σε κάποιου τύπου τελετουργία ενώ ο κυνισμός απαιτεί αυτόν να είναι απών. Και στις δυο περιπτώσεις η ιστορία δεν αποτελεί «εμπειρία του καθημερινού βίου» βρίσκεται σε μια λάθος τροχιά όπου τα συναισθήματα και οι αντιλήψεις του δεν έχουν προορισμό. Κάποτε ο ιστορικός μπορεί να θεωρούσε πως προορισμός της ιστορίας είναι να διεγείρει και να προκαλεί τις συγκινήσεις μας, να αποθεώνει το ιστορικό γεγονός γιατί – λανθασμένα βέβαια – μόνο αυτό το δικαιώνει. Πόσο βλαπτική μπορεί να γίνει η θέση του ιστορικού ωθούμενου από μια μυστικιστική ή κυνική συγγραφική προδιάθεση; Μπορεί να αποτελεί αυτό μια ηδονιστική δογματολογία που παραχαράζει την ιστορία και την καταδικάζει σε αιώνια πλάνη; Γίνεται σαφώς η συγγραφική διαδικασία της ιστορίας ένας αυτοσκοπός της ίδιας της απόλαυσης; Ίσως να μην είναι αρκετό να παραδεχτεί κανείς πως η ιστορία αποκτά πολλά νοήματα κάτω από αυτές τις συνθήκες κάνοντας την κάθε αντικειμενική τοποθέτηση μη – υπολήψιμη. Υπάρχει εδώ ένα ψεγάδι «αν η ηδονή θεωρηθεί ο κοινός παρονομαστής αυτό που πραγματικά μετράει είναι ο βαθμός, όχι το είδος της ηδονής […] ο άνθρωπος ο οποίος φροντίζει μόνο για την απόλαυση της ζωής δεν ρωτάει αν οι ιδέες προέρχονται από την νόηση ή από τις αισθήσεις, αλλά μόνο πόσο μεγάλη και πόσο έντονη ηδονή θα δώσουν για το μέγιστο δυνατό διάστημα.» (Cassirer & Kant in Cassirer, 1979) Ο Carr πολύ σωστά τοποθετείται «σε γενικές γραμμές, η ιστορία καταγράφει αυτά που έκαναν οι άνθρωποι και όχι αυτά που δεν κατάφεραν να κάνουν από αυτή την άποψη, η ιστορία είναι αναπόφευκτα εξιστόρηση επιτυχιών.» (see Carr) Αν η επιτυχία είναι συνυφασμένη με τη θεοποίηση της ίδιας της πράξης τόσο πολύ ώστε να χάνει το νόημα της και οι ιστορικές προσωπικότητες να εξοντώνονται με μιας τότε και η απλοϊκότητα με την οποία χαρακτηρίζεται το ιστορικό γεγονός είναι πράγματι το αποτέλεσμα μια ηδονιστικής δογματολογίας. Η απλοϊκότητα με την οποία αντιμετωπίζεται η ιστορία δίνει την απάντηση για την στασιμότητα ο αναγνώστης να διακρίνει το ιστορικό γεγονός. Πως χρησιμοποιούμε την λέξη «αλήθεια» αναρωτιέται ο Carr είναι λέξη που συνδέεται τόσο με τον κόσμο των γεγονότων όσο και με το κόσμο των αξιών, περιλαμβάνοντας στοιχεία και από τους δυο. Υπάρχει ένα βασικό χαρακτηριστικό στην προσωπικότητα του ιστορικού το οποίο δεν γίνεται ορατό πάντα, η σύνεση. Και η αλήθεια πορεύεται πάντα μαζί με την σύνεση ή δε άλλως «όταν προκρίνεται η απόλαυση εις βάρος της σύνεσης (τότε) η τιμωρία δεν θα αργήσει να έρθει.» (Freud, 1930)
Στο ερώτημα του Carr και πάλι «Τι είναι ιστορία;» ερώτημα ουσιώδες, με νόημα και καθόλου περιττό πια ο ίδιος υπογραμμίζει ότι «οριστική ιστορία δεν μπορούμε να έχουμε στην γενιά μας μπορούμε όμως να απαλλαγούμε από την συμβατική ιστορία. […] Το γιατί του ιστορικού – και ευρύτερα του σύγχρονου ερευνητή – είναι η μελέτη της ιστορίας (που) σημαίνει μελέτη των αιτιών.» (see Carr) Ο ιστορικός επεκτείνοντας και βαθαίνοντας τις έρευνες του, σωρεύει όλο και περισσότερες απαντήσεις στο ερώτημα «γιατί». (see Carr) Αυτό τον βοηθά να αναπτύξει μια θεμιτή περιέργεια καθώς η ιστορία απλώνεται εμπρός του ως χαλί μπορεί τότε να εντοπίσει τα συρραμμένα κομμάτια που μέχρι πρότινος είχαν ρίχτει στο καλάθι των αχρείων!!! Έτσι, ο σύγχρονος ιστορικός οφείλει να καλλιεργήσει «την ικανότητα να υπερβαίνει την περιορισμένη ορατότητα της θέσης (που του προσάπτει η ίδια η ιστορία) και να προβάλει το όραμα του στο μέλλον. […] Ενός μέλλοντος που οφείλει να έρθει σε ρήξη με την φύση – με τον χρόνο – που προκαλείται από την αφύπνιση της συνείδησης.» (see Carr)
Ιστορία που γράφεται για τις προσωπικότητες εκ του ασφαλούς είναι ιστορία κακή όπως προείπαμε και πιο πάνω. Ο Carr και πάλι «η Ιστορία αποκτά νόημα και αντικειμενικότητα μόνον όταν υπάρχει σκεπτική σχέση μεταξύ του παρελθόντος και του μέλλοντος.» Με άλλα λόγια ο Carr μας οδηγεί να καταλάβουμε πως «κύριο καθήκον του ιστορικού δεν είναι επομένως να καταγράφει, άλλα να αξιολογηθεί αν δεν αξιολογηθεί πως θα μπορέσει να ξέρει τι αξίζει να καταγραφεί και τι όχι» (Carr, 1961 ) Γι αυτό ο ιστορικός ερευνητής διαφέρει καθώς καθήκον του είναι η ανασύνθεση του παρελθόντος, η δυνατότητα του να δει σαν σε γυαλί τηλεόρασης να εκτυλίσσονται εμπρός του τα γεγονότα που μελετά.
Με την εφαρμογή των νέων μεθοδολογιών έρευνας (contemporary research methodologies ) «ο σύγχρονος ιστορικός ερευνητής γνωρίζει πως πρώτον τα γεγονότα της ιστορίας δεν φτάνουν ποτέ σε εμάς «καθαρά» […] αφού πάντοτε διαθλώνται για να εγερθούν και πάλι μπροστά μας.» (see Carr) Η μάχη της Σαλαμίνας, ο Πελοποννησιακός πόλεμος, η μάχη στο Μαραθώνα, η Γαλλική Επανάσταση, η Επανάσταση του 1821, ο Α΄ και Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος αποτελούν παρελθοντικά ιστορικά γεγονότα. Η μάχη της πένας με το χαρτί αποτελεί για τον ιστορικό ερευνητή μια νέα πρόκληση για την αναβάθμιση του ιστορικού γεγονότος. «Η ακρίβεια είναι καθήκον όχι (απλή) αρετή» δηλώνει χαρακτηριστικά o Housman. Και ο Carr συμπληρώνει «η ακρίβεια είναι αναγκαία συνθήκη αλλά όχι και ουσιώδης λειτουργία» (see Carr) Ακριβείς μπορεί να είναι ο ιστορικός ακόμα και όταν συρράβει τα γεγονότα μέσα στην συμβατικότητα του παραδίδοντας ένα πολύ μικρό κομμάτι της ιστορίας στην αντίληψη μας. Το ουσιώδες όμως είναι να μπορούμε να εντάξουμε αυτό το γεγονός στο εύρος που του αναλογεί αναδεικνύοντας τα ιστορικά σημεία που αναδεικνύουν το ίδιο το γεγονός ως ιστορικό. Αυτή η διαδικασία χρειάζεται μια διεύρυνση των οριζόντων του που θα του επιτρέπει να δει την ιστορία «όσο πιο βαθιά γίνεται στην αμφίδρομη αυτή σχέση και διαδικασία. […] Η ανασύνθεση του παρελθόντος στο μυαλό του ιστορικού εξαρτάται […] (από την) ανάπλαση στο μυαλό του ιστορικού της σκέψης εκείνης της οποίας την ιστορία αυτός μελετά.» (see Carr)
Η ιστορία επαναλαμβάνεται θα υποστηρίξουν πολλοί όμως «ίσως να κάνουν λάθος όπως έκαναν οι προηγούμενες γενιές, αλλά πρέπει λέει ο Foss να υπομνησθεί ότι […] η ιστορία δεν επαναλαμβάνεται σχεδόν ποτέ (μεταξύ ανθρώπων με ιστορική συνείδηση)». (Foss cited in Thompson, (-) & Carr, 1961) Αυτό που επαναλαμβάνεται είναι τα ίδια λάθη μέσα στην ιστορία.
Η ιστορία δεν πρέπει να εμφανίζεται ως απλός περίπατος… (Carr, 1961)
Ενδεικτική Βιβλιογραφία // Παραπομπές:
Carr, E H (1961) Τι είναι Ιστορία; Εκδόσεις Πατάκη (για την ελληνική έκδοση μτφ Ανδρέας Παππάς 2015)
Cassirer, E (1979) Symbol, Myth and Culture: Essay and Lectures of Ernst Cassirer 1935 – 1945 Yale University Pr. (για την ελληνική έκδοση μτφ Γεράσιμος Λυκιαρδόπουλος, 1994)
Freud, S (1930) Η Δυσφορία μέσα στο Πολιτισμό Εκδόσεις Πλέθρων (για την ελληνική έκδοση μτφ Βασίλης Πατσογιάννης 2013)
Tighe, C (2014) Writing the World. London KUP
Harari, Y N (2015) Sapiens: Μια σύντομη ιστορία του ανθρώπου. Εκδόσεις Αλεξάνδρεια
Παγκόσμια Εγκυκλοπαίδεια 2002, τόμοι 17 & 20, Αθήνα 1972.
Thompson, R (-) Η Ιστορία της Ψυχολογίας Εκδόσεις Κάλβος
Gombrich, E H (2018) Μικρή ιστορία του κόσμου Εκδόσεις Πατάκης
The post Μνήμη και Ιστορία : «…και το καμιόνι; Σαν σπίθα πέρασε μέσα από το μυαλό.» first appeared on Fractal.