Γράφει ο Παναγιώτης Τσιαμούρας // *
Στις μέρες μας μεγάλη μερίδα των αντιειδιστών1 κοπιάζει να νομιμοποιήσει τις θέσεις τους υπέρ των δικαιωμάτων, της ηθικής θεώρησης ή της απελευθέρωσης των ζώων στον εντοπισμό και στην αναγνώριση ιδιοτήτων κοινών σε ανθρώπινα και μη ανθρώπινα ζώα, στο όνομα των οποίων στη συνέχεια θα ήθελαν να εδραιώσουν την αντιειδιστική οπτική τους και να της δώσουν βαρύτητα και εγκυρότητα. Σε σημαντικό βαθμό ο αντιειδισμός αυτής της μορφής αντιμετωπίζει με ευσπλαχνία, ευγένεια και έλεος τα μη ανθρώπινα ζώα· λίγο πολύ όπως αντιμετωπίζουμε τα ανθρώπινα πλάσματα: με δυο λόγια υποστηρίζεται πως ένα πλάσμα είναι άξιο ηθικής θεώρησης μόνο στον βαθμό που μας μοιάζει. Τίθενται όμως ερωτήματα όπως: Και με τα υπόλοιπα πλάσματα τι γίνεται; Πώς θα πρέπει να αντιμετωπίζονται όλα εκείνα τα όντα που είχαν την «ατυχία» να μη μοιράζονται μαζί μας κάποιες ιδιότητες, έναν σχετικά υψηλό βαθμό συγγένειας;
Για να αντιληφθούμε την πολυπλοκότητα του ζητήματος, θα πρέπει να θυμίσουμε ότι το όριο μεταξύ ανθρώπινης φύσης και ζωικής φύσης ούτε ξεκάθαρο είναι ούτε αδιαπέραστο, αλλά ιστορικό, στον βαθμό που το ανθρώπινο βλέμμα υποχρεώθηκε και υποχρεώνεται διαρκώς να μετατοπίζει αυτό το όριο, προκειμένου να νομιμοποιείται ο ανθρωποκεντρικός πυρήνας του. Έτσι ο Ολλανδός επιστημολόγος και ανθρωπολόγος Ρέιμοντ Κόρμπι στο The Metaphysics of Apes: Negotiating the Animal-Human Boundary2 δείχνει ότι το επιστημολογικό παράδειγμα που θεμελιώνεται πάνω στη λογική της διαβάθμισης («περισσότερο/λιγότερο») ή της κατοχής (ναι/όχι, κατέχει/δεν κατέχει) είναι ανθρωποκεντρικό μέχρι τις πιο μύχιες πτυχές του. Περιγράφει μάλιστα τον τρόπο με τον οποίον η ευρωπαϊκή και η βορειοαμερικανική κουλτούρα αντιμετώπισε μια εξαιρετικής σημασίας πολιτισμική κρίση, η οποία σε αδρές γραμμές γνώρισε τρεις φάσεις: η πρώτη ξεκίνησε το 1760, όταν η αποικιοκρατική επέκταση μας οδήγησε να συναντήσουμε τους ανθρωποειδείς πιθήκους, η δεύτερη το 1860 με τα ευρήματα των πιθηκοειδών προγόνων μας και η τρίτη το 1960, όταν θα αρχίσουν να φωτίζονται ολοένα και περισσότερο η συμπεριφορά και τα διανοητικά γνωρίσματα των ανθρωπόμορφων πιθήκων, κάτι που προηγουμένως θεωρούνταν ίδιον αποκλειστικώς του ανθρώπου. Κάθε φορά ετίθετο εν αμφιβόλω η αδιαπερατότητα του ορίου που θα μας χώριζε και θα μας διέκρινε από τους πιθήκους: εκείνη η ζώνη, εκείνες οι αφηγήσεις, που δημιουργούσε ο πολιτισμός μας, προκειμένου να διασφαλιστούν η μοναδικότητα και η «αξιοπρέπεια» του ανθρώπου, αποδεικνύονταν τελικά λιγότερο σταθερές από ό,τι είχε εκτιμηθεί αρχικώς. Για την υπεράσπιση της «εξαιρετικότητας» και της «υπεροχής» του είδους μας δεν αρκούσε πλέον μια ασθενής και πιο ευέλικτη ερμηνεία του ορίου, αλλά απαιτούνταν μια συνεχής μετατόπισή του, μια ακατάπαυστη εργασία ενίσχυσής του, ώστε αυτά τα ενοχλητικά όντα να μένουν συνεχώς εκτός του πλαισίου ένταξης του ανθρώπινου.
Εν ολίγοις η ανθρώπινη «μοναδικότητα» –όπως την αντιλαμβάνεται κυρίως η δυτική κοσμοαντίληψη– χρειάστηκε να λογαριαστεί πολύ συχνά με τις εκάστοτε επιστημονικές ανακαλύψεις σχετικά με την πολυπλοκότητα της ζωής των άλλων, μη ανθρώπινων, πλασμάτων με συνέπεια ό,τι παλαιότερα θεωρούνταν ένα οριστικό, απόλυτο και ανυπέρβλητο διαχωριστικό όριο μεταξύ των ανθρώπων –της «κορυφής» της εξέλιξης– και των άλλων πλασμάτων να μετατοπίζεται διαρκώς, ώστε αυτή η «μοναδικότητα» να διαφυλάσσεται πάση θυσία. Κάθε φορά που το όριο έδειχνε να κλονίζεται, λόγω της προόδου των επιστημονικών γνώσεων ή για κάποια άλλη αιτία (π.χ., ηθική), η στρατηγική έπρεπε να αλλάξει, το όριο να τεθεί με τη σειρά του σε νέα διαπραγμάτευση, τροποποιώντας τα κριτήρια που υιοθετούνταν, προκειμένου να διαιωνιστεί αυτός ο κάθετος αποκλεισμός-εγκλεισμός: όταν, για παράδειγμα, ανακαλύφθηκαν ζώα με εγκεφάλους μεγαλύτερους (καθώς μέχρι το σημείο εκείνο, σύμφωνα με την επικρατούσα άποψη, μεγαλύτερος εγκέφαλος σήμαινε καλύτερος και καλύτερος σήμαινε εξυπνότερος) του ανθρώπινου, όπως συμβαίνει με τους ελέφαντες και τις φάλαινες, το κριτήριο των διαστάσεων του εγκεφάλου αντικαταστάθηκε από εκείνο της σχέσης/αναλογίας μεταξύ των διαστάσεων του εγκεφάλου και των διαστάσεων του σώματος, μόνο που δυστυχώς και ως προς το κριτήριο αυτό διάφορα μικρά ζώα υπερτερούν του ανθρώπου. Ο ανθρωποκεντρισμός προέβλεπε πως μόνον ο άνθρωπος κατέχει τη γλώσσα και την ικανότητα να χρησιμοποιεί σύμβολα· όταν όμως οι ανθρωπόμορφοι πίθηκοι εκδήλωσαν την ίδια ικανότητα στον χειρισμό συμβόλων, το κριτήριο της γλώσσας τροποποιήθηκε, υποστηρίζοντας ότι αυτοί δεν είναι σε θέση να τα οργανώσουν συντακτικά· άλλοτε πάλι επικαλεστήκαμε το «αποκλειστικό» προνόμιο της κουλτούρας, άλλοτε τον «ενδιάθετο λόγο», άλλοτε την αφαιρετική ικανότητα, άλλοτε τη δεξιότητα να κατασκευάζουμε εργαλεία με άλλα εργαλεία, άλλοτε την αυτοσυνείδηση και πάει λέγοντας. Αλλά κάθε φορά το αποτέλεσμα ήταν το ίδιο: η υποχρεωτική και αναπόφευκτη μετατόπιση του ορίου, ο επαναπροσδιορισμός της αμυντικής στρατηγικής μας, ο καθορισμός ακόμη πιο περιορισμένων και περιοριστικών κριτηρίων για τη διάσωση της «ξεχωριστής», μοναδικής φύσης μας, της ανθρωπομορφικής ιδεοληψίας μας. Τα γεγονότα, τα εμπειρικά δεδομένα, τα επιστημονικά πορίσματα τροποποιούνταν ή ερμηνεύονταν κάθε φορά βάσει των κυρίαρχων μεταφυσικών, πολιτισμικών, ιδεολογικών, θρησκευτικών αξιών, προκειμένου να μην τεθούν υπό αίρεση το ειδικό ανθρώπινο κύρος, η ξεχωριστή ανθρώπινη αυθεντία, η ειδική ανθρώπινη εξουσία και το παραδοσιακό ιεραρχικό παράδειγμα: ακόμη και αν –σε κάποιο βαθμό– αναγνωρίζουμε τη ζωική φύση μας, ακόμη και αν αποδεχόμαστε την «καταγωγή μας από τους πιθήκους», ο άνθρωπος πρέπει πάση θυσία να παραμείνει η κορυφή της εξελικτικής διαδικασίας· θα πρέπει να υπάρχει εκείνη η ασυνέχεια, εκείνη η τομή, που θα μας επιτρέψει να βρεθούμε στην κορυφή του πολιτισμού και της εξέλιξης· εκείνο το ποιοτικό άλμα που θα μας απελευθερώσει από το κοινό ζωικό βιολογικό υπόστρωμα, από τα ζωώδη σωματικά ένστικτα και από ένα ανησυχητικό υποσυνείδητο – ή τουλάχιστον θα μας βοηθήσει να τα δαμάσουμε.
Μόνο που σήμερα πλέον όχι μόνο το όριο μεταξύ ανθρώπων και πρωτευόντων φαίνεται να ξεθωριάζει και να αποδεικνύεται σαθρό, αλλά οι σύγχρονες έρευνες αναδεικνύουν την ποικιλία των γνωστικών και άλλων ικανοτήτων που χαρακτηρίζει όλα τα είδη, υποχρεώνοντάς μας να ξαναδούμε στο σύνολό τους τους όρους της σύγκρισης. Ωστόσο και πάλι τίθεται το ερώτημα: Τι γίνεται με εκείνα τα πλάσματα τα οποία στα μάτια μας φαντάζουν σχεδόν «εξωγήινα», αφού δεν είμαστε σε θέση να τα γνωρίσουμε, όπως για παράδειγμα τα φυτά;3 Γιατί δεν πρέπει να μας διαφεύγει πως ακόμη και αν σταματήσουμε και απενεργοποιήσουμε για λίγο την ανθρωπογενετική-ανθρωπολογική μηχανή, παναπεί εκείνο το πλέγμα υλικών και συμβολικών μηχανισμών που δημιουργούν το «ζώο» εντός και εκτός του ανθρώπου, από τη στιγμή που οι όροι πάνω στους οποίους αυτή κατασκευάστηκε και οι προϋποθέσεις υπό τις οποίες λειτουργεί συνεχίζουν να υφίστανται απαράλλαχτοι, η πρωτοκαθεδρία του ανθρώπινου επί του ζωικού δεν θα αργήσει να επιβεβαιωθεί σε ένα άλλο επίπεδο δίχως αυτή ποτέ να σταματά.4
Θα πρέπει να αναλογιστούμε σε ποιο βαθμό, οι παλιές κατηγορίες, οι παλιές έννοιες, τα παλιά πολιτικά και φιλοσοφικά εργαλεία είναι σε θέση να μας βοηθήσουν να προσεγγίσουμε και να κατανοήσουμε τον πολύχρωμο και ποικιλόμορφο κόσμο των «ζώων» δίχως τα βαρίδια του ανθρωποκεντρισμού· να εξετάσουμε αν μπορούμε «πραγματικά να σκεφτούμε τα υπόλοιπα όντα ως τέτοια», αν υπάρχει δηλαδή ένας φιλοσοφικός ή επιστημονικός στοχασμός ικανός να κατανοήσει τον πληθυντικό αριθμό μορφών-ζωής των όντων που μας περιβάλλουν και που σχηματικά συνηθίζουμε να αποκαλούμε «ζώα». Δεν είναι επωφελές να προσεγγίζουμε και να αντιμετωπίζουμε το ζήτημα των ζώων με όρους δανεισμένους από την παραδοσιακή φιλοσοφική σκέψη, καθώς η συνάντηση με ετερότητες τόσο διαφορετικές ξεγυμνώνει αυτή την παράδοση, αποκαλύπτοντας τους περιορισμούς και τα αδύνατα σημεία της τρέχουσας φιλοσοφικής γλώσσας σχετικά με τα άλλα ζώα. Αν είναι αλήθεια ότι οι παραδοσιακά κυρίαρχες μορφές ηθικής θεωρίας, θεωρίας των δικαιωμάτων των ζώων, της μέριμνας κλπ. δεν παραχωρούν στα ζώα κάποια θέση εντός της σφαίρας ηθικής θεώρησης, είναι εξίσου προφανές ότι και οι αναδυόμενες θεωρίες της ηθικής, μολονότι φαίνεται να επιφυλάσσουν στα ζώα μια καλύτερη μοίρα, όντας περισσότερο ανοιχτές, περιληπτικές, φιλόξενες και δεκτικές, ωστόσο προβαίνουν σε άλλου είδους αποκλεισμούς, εξίσου ολέθριους, στον βαθμό που όποιος τάσσεται υπέρ των δικαιωμάτων των ζώων, για να μπορέσει να συνομιλήσει με τις κυρίαρχες ηθικές θεωρίες, είναι υποχρεωμένος να δομήσει την ηθική επιχειρηματολογία του ακολουθώντας τις δικές τους κατηγορίες και τις δικές τους παραδοχές (για παράδειγμα, ηθικός πράττων και ηθικός πάσχων, αμοιβαιότητα, ο εαυτός και ο άλλος και πάει λέγοντας). Ωστόσο το μεγαλύτερο μέρος αυτών των κατηγοριών γεννήθηκε και γεννιέται στο πλαίσιο έντονα ανθρωποκεντρικών λόγων και πολύ δύσκολα μπορούν να χρησιμοποιηθούν υπέρ των ζώων, ει μη μόνο προβαίνοντας σε μια ανθρωπομορφική –αποικιοκρατικού τύπου– προσέγγιση η οποία καταλύει την όποια ειδοποιό διαφορά του σώματος του άλλου.
Όλοι αυτοί οι περιορισμοί αποδεικνύουν την ύπαρξη ενός πλέγματος σχεδόν αόρατων δεσμών και ορίων που οδηγούν την ηθική και την πολιτική των ζώων σε προδιαγεγραμμένες κατευθύνσεις. Φαίνεται ότι ο κύριος στόχος των θεωρητικών υπέρ των ζώων συνίσταται στο να δείξουν ότι αυτή ή εκείνη κλασική ηθική θεωρία είναι σε θέση να εντάξει στο πεδίο της θεώρησής της τα ζώα και εν συνεχεία να αποδεχτούν το ηθικό αυτό πλαίσιο, προκειμένου να θεμελιώσουν επιχειρήματα που θα παραχωρούν στα τελευταία μία ασφαλή και πλήρως αναγνωρισμένη θέση εντός της δικαιικής και πολιτικής σφαίρας. Στον χώρο της ηθικής των ζώων και των άλλων προοδευτικών πολιτικών κινημάτων αυτός ο τρόπος σκέψης είναι τόσο κοινός και τόσο διαδεδομένος ώστε ελάχιστοι αμφισβητούν τις υπόρρητες προκείμενες. Κι όμως δεν μπορούμε να μην αναρωτηθούμε: Αυτός ο τρόπος προσέγγισης είναι ο ορθότερος και ο δικαιότερος για τα ίδια τα ζώα; Δεν (ανα)παράγονται με τον τρόπο αυτόν νέες μορφές αποκλεισμού και νέες ιεραρχίες; Κατά πόσο είναι πρόσφορο και γόνιμο να χρησιμοποιούμε παλιά εννοιολογικά εργαλεία για καινοφανή ζητήματα; Είναι αυτές οι έννοιες κατάλληλες για μια νέα ηθική-πολιτική πράξη και σκέψη; Μπορούμε και πρέπει να βασιστούμε αποκλειστικά στον κοινό νου και σε επιστημονικά δεδομένα ως προς τη σημασία και το νόημα του «ανθρώπινου» και του «ζωικού»;
Ο Ζακ Ντεριντά είχε επισημάνει ότι η επίκληση ενός ανθρωπιστικού και ανθρωποκεντρικού ηθικού και δικαιικού συστήματος, η αναπαραγωγή και η επέκταση στα ζώα μιας έννοιας του δικαιώματος που είναι εκείνη των δικαιωμάτων του ανθρώπου, προκειμένου να υποστηρίξουμε τα δικαιώματα των ζώων, συνιστά μια «καταστροφική αντίφαση», αφού στη βάση εκείνης της έννοιας βρίσκεται μια συγκεκριμένη αντίληψη του ανθρώπινου υποκειμένου, της μετακαρτεσιανής ανθρώπινης υποκειμενικότητας.5 Με άλλα λόγια ηχεί τουλάχιστον ειρωνικό οι θεωρητικοί των δικαιωμάτων των ζώων και όσοι παλεύουν για την απελευθέρωσή τους να προσφεύγουν στα κλασικά ανθρωπιστικά και ανθρωποκεντρικά κριτήρια,
για να επιχειρηματολογήσουν υπέρ της αναγνώρισης ορισμένων δικαιωμάτων στα ζώα ή με σκοπό να τα προστατεύσουν από τον πόνο που βιώνουν, γιατί είναι ακριβώς αυτά τα κριτήρια που ιστορικά χρησιμοποιήθηκαν, για να νομιμοποιηθεί η βία σε βάρος τους. Θα ανέμενε κανείς οι ζηλωτές της ηθικής θεώρησης των ζώων να είχαν ως κύριο έργο τους την κριτική ανάλυση των ιεραρχικών και αποκλειστικών τάσεων της κλασικής ηθικής θεωρίας, προκειμένου να αναπτύξουν μια εντελώς διαφορετική αντίληψη της ηθικής· στο όνομα μιας ριζικά διαφορετικής ηθικής να απέρριπταν συλλήβδην διαχωριστικές γραμμές, διαβαθμίσεις, επιμέρους αποκλεισμούς, κάθε ιεραρχικό ερμηνευτικό σχήμα, αντί να θεωρούν απλούστατα ότι αυτές οι γραμμές διάκρισης είναι άδικες και αρκεί να χαραχθούν εκ νέου με δικαιότερο, πιο «ορθό» και πιο ικανοποιητικό τρόπο. Εξού και δεν θα πρέπει να παραβλέπεται ότι πολλοί από αυτούς, όταν μιλούν για ένταξη των ζώων στην ηθική θεώρηση, δεν αναφέρονται σε όλα τα ζώα, αλλά μόνο σε ορισμένα από αυτά. Μια τέτοια προσέγγιση είναι εντελώς εσφαλμένη και δεν θα πρέπει να θεωρείται δεδομένος μονόδρομος, ως εάν να αντιπροσώπευε τον μοναδικό λογικό τρόπο να συνεχίσουμε τον φιλοσοφικό διάλογο σχετικά με το ηθικό καθεστώς των ζώων. Με τον τρόπο αυτόν ο προοδευτικός και απελευθερωτικός στοχασμός αναφορικά με τα ζώα πολλές φορές ολισθαίνει δίχως να το αντιλαμβάνεται στην παγίδα και στα στεγανά της παραδοσιακής φιλοσοφικής σκέψης που φιλοδοξούσε να υπερβεί, γιατί δεν υπάρχει κανείς λόγος ώστε να δεχτούμε εκ των προτέρων ότι η ηθική πρέπει να αναπτυχθεί ακολουθώντας μια ανθρωπιστική και ανθρωποκεντρική κατεύθυνση ή ότι αρκεί να διευρύνουμε τα όρια του ανθρωπιστικού απελευθερωτικού λόγου, ώστε να συμπεριλάβουμε ομάδες μέχρι σήμερα αποκλεισμένες, μεταξύ αυτών και τα ζώα.
Είναι ενδεικτικό ότι πολλοί θεωρητικοί των δικαιωμάτων των ζώων αντί να αμφισβητούν τον μεταφυσικό χαρακτήρα πολλών εννοιών της δυτικής σκέψης, όπως η υποκειμενικότητα, η αυτοσυνείδηση, η γλώσσα κ.ά. και την ιδέα του ανθρώπου που οικοδομήθηκε πάνω σε αυτές επιχειρούν την αφομοίωση των ζώων στο παραδοσιακό παράδειγμα του ανθρώπινου. Έτσι υποστηρίζουν πως και τα ζώα κατέχουν όλες εκείνες τις ικανότητες που συνηθίζουμε να αρνούμαστε ότι έχουν (συνείδηση, αυτοσυνείδηση, πολιτισμό κλπ.) και ότι στην πραγματικότητα είναι πλήρη υποκείμενα. Δεν χωράει αμφιβολία ότι πολλά ζώα κατέχουν «ανώτερες» γνωστικές ικανότητες, τις οποίες για την ώρα ούτε φανταζόμαστε. Υπάρχουν όμως άπειρες άλλες μορφές ζωής οι οποίες δεν εντάσσονται σήμερα –ή να μην ενταχθούν ποτέ– σε αυτή την κατηγορία, ενδεχομένως και γιατί τα δικά μας επιστημολογικά και επιστημονικά εργαλεία αδυνατούν να τα κατανοήσουν ή γιατί αντιστέκονται σε κάθε απόπειρα ανθρωπομορφικής υπαγωγής – οι «εξωγήινοι οργανισμοί» για τους οποίους έγινε λόγος παραπάνω. Είναι προφανές επομένως ότι πολλά ζώα δεν πρόκειται ποτέ να ικανοποιήσουν τα κριτήρια και τις προϋποθέσεις που θέτουμε και να μη δείξουν ποτέ μια ιδιαίτερη υποκειμενική μορφή ζωής – αλλά αυτό μπορεί να ισχύει και για πολλούς ανθρώπους. Ωστόσο, όταν παραχωρούμε ένα προνομιακό ηθικό καθεστώς σε ένα ιδιαίτερο είδος υποκειμενικής ζωής, οι συνέπειες αυτής της λογικής είναι αναπόφευκτες: οι υπάρξεις που στερούνται ανάλογης υποκειμενικότητας τοποθετούνται σε ένα κατώτερο ηθικό στάτους ή αποκλείονται εντελώς από αυτό. Αυτή η λογική όπως και οι συνέπειές της (ιεραρχικές, αποκλειστικές κλπ.) είναι της ίδιας φύσης με τα σχεδόν αόρατα δεσμά που διαμόρφωσαν τις κυρίαρχες θεωρίες σχετικά με την ηθική των ζώων, εξού και είναι απαραίτητο να αναπτύξουμε εναλλακτικές θεωρίες όσον αφορά τις σχέσεις μεταξύ των ανθρώπινων και των υπόλοιπων πλασμάτων. Το γεγονός ότι ο παραδοσιακός ηθικός και δικαιικός λόγος γεννιέται εντός του ανθρωποκεντρικού και μεταφυσικού ορίζοντα, ο οποίος με τη σειρά του θεμελιώνεται στην εξαιρετικότητα του ανθρώπου, πέρα από το ότι καταδεικνύει την έλλειψη φαντασίας πολλών θεωρητικών της ηθικής των ζώων, μας κάνει να πιστεύουμε ότι η στρατηγική που κυριαρχεί σήμερα και η οποία αποσκοπεί όχι στην αμφισβήτηση αυτής της παράδοσης, αλλά στη μεταρρύθμισή της, όσο και αν βραχυπρόθεσμα μπορεί να βελτιώσει την κατάσταση ορισμένων ειδών, είναι καταδικασμένη να βαλτώσει και σε καμία περίπτωση να μην οδηγήσει στα προσδοκώμενα αποτελέσματα. Θα πρέπει να κατευθύνουμε τη σκέψη μας προς την εξεύρεση νέων τρόπων διατύπωσης του ζητήματος των ζώων και επίλυσής του. Όχι ότι πρόκειται για έργο εύκολο…, γιατί δεν είναι πολλές οι ενδείξεις που θα μπορούσαν να μας κάνουν να πιστέψουμε ότι οι κυρίαρχες αντιλήψεις επιδέχονται μεταρρυθμίσεις και ριζοσπαστικοποιήσεις τέτοιες που να οδηγήσουν στην άμεση ηθική θεώρηση των πλασμάτων που τοποθετούνται πολύ πέρα από τον άνθρωπο.
Κάθε φορά που αναλαμβάνουμε να σκεφτούμε εκ νέου τον τρόπο με τον οποίον χαράχθηκε –και εξακολουθεί διαρκώς να χαράσσεται– το σύνορο που χωρίζει το ανθρώπινο από το ζωικό, είναι απαραίτητο να λογαριαζόμαστε με το γεγονός ότι η δυτική φιλοσοφία, από τις απαρχές της κιόλας στην αρχαιοελληνική σκέψη, δομήθηκε πάνω σε μία ιεραρχική αντίληψη της διάκρισης ανθρώπου/ζώου και συγκροτήθηκε ως ένα ηθικό και πολιτικό σύστημα ουσιωδώς και απαραμείωτα ανθρωποκεντρικό. H ανθρώπινη προοπτική όχι μόνο υιοθετήθηκε δίχως την ελάχιστη κριτική σκέψη, αλλά το διακύβευμα ολόκληρης της φιλοσοφικής διερώτησης υποτάχθηκε πάντα κυρίως, αν όχι αποκλειστικώς, στα ανθρώπινα συμφέροντα. Είναι ευνόητο ότι, για να σημειωθεί μια αληθινή στροφή στη διάκριση ανθρώπινο/ζωικό, η φιλοσοφία δεν μπορεί να συνεχίζει να ακολουθεί ατάραχη τον δρόμο που έχει ακολουθήσει έως σήμερα, σαν να μη συνέβη τίποτε. Αν επιθυμεί να είναι ήσυχη με τη συνείδησή της, δεν μπορεί πλέον να εδράζεται στο επιχείρημα ότι οι ανθρώπινες προοπτικές και τα ανθρώπινα συμφέροντα συνιστούν τον κύριο locus της σκέψης: η σημερινή φιλοσοφία είναι υποχρεωμένη να αναγνωρίσει ότι βρίσκεται ενώπιον συγκεκριμένων ζώων, γεγονός που αντιπροσωπεύει μια σαφή ανατροπή του κλασικού φιλοσοφικού βλέμματος.
Εκείνο που η φιλοσοφία παλεύει να αποκρούσει ή προσποιείται πως δεν υπάρχει είναι το απλό γεγονός πως αγνοούμε τόσο τι πραγματικά είναι τα ζώα όσο και τι μπορούν να κάνουν ή θα μπορούσαν να γίνουν. Υπάρχει αναμφίβολα ένας αναγωγιστικός τρόπος προσέγγισης τόσο των ανθρώπινων όσο και των άλλων ζώων. Ένας αναγωγιστικός και περιοριστικός διαχωρισμός που συνεπάγεται μία ομογενοποίηση η οποία διαγράφει τις μυριάδες διαφορές και την ποικιλομορφία που απαντούν ένθεν κακείθεν του ορίου. Όταν σκεφτόμαστε το «ανθρώπινο» ως έναν ενοποιημένο και παγιωμένο οντολογικό τύπο, τείνουμε εκ των πραγμάτων να εξομαλύνουμε ή και να διαγράφουμε τις διαφορές μεταξύ των ανθρώπινων όντων, ούτε είμαστε σε θέση να διακρίνουμε την εντυπωσιακή ποικιλομορφία και τη ρευστότητα που υπάρχει μεταξύ τους. Μας διαφεύγει ότι κάθε ανθρώπινο ον είναι μοναδικό και δεν αντιπροσωπεύει μια απλούστευση του «Ανθρώπου», καθώς τουναντίον συνιστά μία αναδυόμενη ύπαρξη η οποία συγκροτείται στο εσωτερικό και μέσω ενός ευρύτατου πεδίου δυνάμεων, σχέσεων, ερωτήσεων και απαντήσεων κλπ. Με παρεμφερή αναγωγιστικό τρόπο προσεγγίζουμε και τα ζώα, από τη στιγμή που ομαδοποιούμε όλα τα άτομα και όλα τα ζωικά είδη στη γενική κατηγορία «Ζώο». Στην περίπτωση αυτή παραβλέπουμε: α) ότι δεν υπάρχει καμία απλή ουσία την οποία να μοιράζονται τα υπόλοιπα πλάσματα και που να συνδέει μεταξύ τους τον απίστευτα μεγάλο αριθμό ζωικών ειδών που κατοικούν (σ)τον κόσμο· β) ότι υπάρχει μία αξιοσημείωτη ποικιλομορφία ακόμη και μεταξύ ζωικών ατόμων που ανήκουν στο ίδιο είδος και γ) ότι στο πλαίσιο των δυναμικών σχέσεων που αναπτύσσονται μεταξύ ατόμων διαφορετικών ζωικών ειδών παρατηρούνται μεγάλη αλληλεπίδραση, ρευστότητα και διαειδικά κατωφλιακά συμβάντα. Με άλλα λόγια εκείνο που επιθυμούμε να αποτελεί οδοδείκτη στην πραγμάτευση του ζητήματος των ετεροτήτων είναι πως οφείλουμε να μη χάνουμε από τα μάτια μας το γεγονός πως ό,τι αποκαλούμε «ζώο» στην πραγματικότητα δεν υπάρχει, πως η λέξη «ζώο» είναι μονάχα μία λέξη, μία γλωσσική οντότητα, η οποία στην πραγματικότητα δεν δηλώνει τίποτα, αφού είναι αδύνατον να καθρεφτίσει ένα έμψυχο στην απτότητά του. Ο πληθυντικός «τα ζώα», ενώ φιλοδοξεί να πει πολλά, δεν λέει απολύτως τίποτε, καθώς δεν συνιστά παρά μια γλωσσική αφαίρεση, ένα φετίχ, που ομαδοποιεί ενικότητες τόσο ξεχωριστές μεταξύ τους, και τόσο μακρινή η μία από την άλλη, δημιουργώντας την εντύπωση ότι υφίσταται ένα σύνορο ανάμεσα στα ανθρώπινα όντα, από τη μια, και όλες τις υπόλοιπες υπάρξεις, από την άλλη, ενώ απεναντίας είναι εμφανές πως υπάρχουν λιγότερα συγγενικά στοιχεία μεταξύ ενός γορίλλα και μιας αράχνης από ό,τι μεταξύ ενός ανθρώπινου πλάσματος και ενός γορίλλα. Έχοντας επινοήσει όμως μία λέξη η οποία ομαδοποιεί όλα τα ζώα –και επιλέγοντας να χρησιμοποιούμε κυρίως αυτή και όχι τη λέξη που θα χαρακτήριζε κάθε ξεχωριστό είδος ή καλύτερα κάθε ενικότητα– καταλήγουμε να αντιλαμβανόμαστε με ακόμη μεγαλύτερη ένταση το διαχωριστικό σύνορο μεταξύ των ανθρώπινων και των άλλων ειδών, και επομένως να υψώνουμε ολοένα περισσότερο το φράγμα που θέλουμε να μας χωρίζει από αυτά.
Τα «ζώα» δεν υπάρχουν, γιατί δεν υπάρχει, και ούτε έχει κάποιο νόημα να υπάρχει, μία και μοναδική απέραντη κατηγορία η οποία θα έπρεπε να συμπεριλαμβάνει όλα τα έμψυχα εκτός από το ανθρώπινο: επινοήσαμε ένα τεράστιο και χαώδες τσουβάλι μες στο οποίο βρίσκουμε σκουλήκια και φάλαινες, έντομα και άλογα, κότες και χιμπατζήδες, όπου συνθλίβονται η άπειρη ποικιλία και η πολλαπλότητα των έμβιων όντων, παραβιάζοντας κάθε είδος πιθανής σχέσης με τη ζωή και τον κόσμο των μη ανθρώπινων ζώων. Κι όμως είναι, ο δικός τους, ένας κόσμος πολλαπλός και άπειρος, εκτεταμένος και πολύπλοκος· συχνά σκοπίμως άγνωστος. Ο τρόπος με τον οποίον προσεγγίζουμε τα ζώα και τη ζωότητα χωλαίνει, εξαιτίας της στερεότυπης εικόνας που έχουμε για αυτά, και η οποία χωρίζει τα έμβια σε ένα «εμείς/εκείνα» που δεν αφήνει χώρο ούτε επιτρέπει τη δυνατότητα για μια αληθινή και αυθεντική κατανόηση του άλλου. Ή μάλλον, για να είμαστε ακριβέστεροι, δεν επιτρέπει ούτε τη δυνατότητα το ζώο να γίνει αντιληπτό ως άλλο(ς).
Είναι προφανές ότι μια ανάλογη αντίληψη έχει ως αποτέλεσμα να ενισχύεται περαιτέρω ο ανθρωποκεντρισμός μας και να οδηγούμαστε σε συμπεριφορές και καταστάσεις βίας σε βάρος των ζώων, ενώ θα έπρεπε να συνειδητοποιήσουμε πως κάθε είδος είναι μοναδικό με τον δικό του τρόπο και πως ό,τι μας συνδέει είναι το βιολογικό σώμα μας. Καθίσταται ολοένα και πιο ξεκάθαρο ότι η επιστήμη και η φιλοσοφία από μόνες τους –και όπως παραδοσιακά γίνονται αντιληπτές– είναι ανίκανες να μας προσφέρουν μια εξαντλητική περιγραφή της ζωότητας –τόσο εξαιτίας της ανθρωποκεντρικής προέλευσής τους όσο και γιατί δεν είναι σε θέση να υλοποιήσουν εκείνη τη γλωσσική και εννοιολογική επανάσταση που απαιτείται, για να κατανοηθεί πλήρως ό,τι αφορά τη ζωική ζωή– και συνεπώς έχουμε ανάγκη από μια καινοφανή σκέψη, από νέες γλώσσες, από νέα έργα τέχνης, από νέες ιστορίες ακόμη και από νέες επιστήμες και νέες φιλοσοφίες, που θα κινούνται προς μια κατεύθυνση διαφορετική των παραδοσιακών επιστημολογικών εργαλείων τα οποία μάλλον φυλάκιζαν τον κόσμο, παρά τον κατανοούσαν.
Οι απόπειρες που παρατηρήθηκαν ιστορικά –από την αρχαία «φιλοζωία», εκείνη του Πλουτάρχου και του Πορφύριου,6 μέχρι τον αντιειδισμό «πρώτης γενιάς», εκείνον του Πίτερ Σίνγκερ και του Τομ Ρίγκαν (Tom Regan)7– επιχειρούσαν να επανακαθορίσουν το ζώο, προκειμένου να κλείσει το ζήτημα της ηθικής θεώρησης ορισμένων ζώων, με μια σειρά συγκεκριμένων κριτηρίων (νοημοσύνη, γλωσσική επικοινωνία, αφαιρετική σκέψη κλπ.), αφήνοντας άθικτο το οντολογικό στάτους των ανθρώπων· με άλλα λόγια αποδέχονταν τις προϋποθέσεις της δυτικής μεταφυσικής και πάσχιζαν να βρουν ανθρώπινα (γνωστικά, συναισθηματικά, ψυχολογικά) χαρακτηριστικά τουλάχιστον σε κάποια ζώα, ώστε να τα εντάξουν στην ηθική θεώρηση, μετατρέποντάς τα σε «ατελή ανθρωποειδή». Έτσι αποδείχθηκαν όχι μόνο προβληματικές ή ατελέσφορες, αλλά και άχρηστες, αν όχι εντέλει εξίσου επικίνδυνες με όσες προσδοκούσαν να ακυρώσουν. Γιατί κάθε φορά υποχρεωθήκαμε να ξανανοίξουμε τη συζήτηση μεταρρυθμίζοντας τις πρακτικές μας, ώστε να τις καταστήσουμε ηθικές. Τα ερωτήματα που αφορούν έννοιες όπως «πρόσωπο», «άλλος», «ετερότητα» είναι αδύνατον να απαντηθούν οριστικά, καθώς κάθε φορά βρισκόμαστε υποχρεωμένοι να διευρύνουμε τα όριά τους, ώστε να συμπεριλάβουν πλάσματα τα οποία μέχρι πρόσφατα ήταν αποκλεισμένα από κάθε ηθική θεώρηση.
Εκείνο που σήμερα χρειαζόμαστε περισσότερο –από οικολογική, φιλοσοφική και πολιτική σκοπιά– ίσως να μην είναι τόσο να θεωρούμε ότι τα ζώα είναι όντα όμοια με τα ανθρώπινα, να τους αναγνωρίσουμε την ίδια ηθική υπόσταση που επιφυλάσσουμε στα ανθρώπινα όντα και άρα να εγκαινιάσουμε μία ακόμη στενή και περιοριστική συναισθηματική ηθική. Το σημαντικό δεν είναι να μειωθούν οι διαφορές ανάμεσα σε άνθρωπο και ζώο ή να επιχειρήσουμε να εξαλείψουμε την ανεξιχνίαστη και αβυσσαλέα γραμμή οριοθέτησης μεταξύ ανθρώπου και ζώου: η ζωή στον κόσμο χαρακτηρίζεται από μια απίστευτή βιολογική ποικιλία, κάθε είδος έχει τα εντελώς δικά του ιδιαίτερα γνωρίσματα βάσει των οποίων θα μπορούσε δυνάμει να θεωρηθεί ανώτερο όλων των άλλων. Για παράδειγμα, ο μιμητισμός ορισμένων ζώων είναι αναμφίβολα «ανώτερος» από τη δική μας γύμνια ενώπιον της φύσης· οι αισθητηριακές ικανότητες μιας νυχτερίδας είναι ανώτερες εκείνες ενός σκύλου· η οξύτατη όραση ενός γερακιού είναι ανώτερη εκείνης του ανθρώπου· η λογική ικανότητα του ανθρώπου είναι ανώτερη της ακρίδας, αλλά ο πρώτος μάλλον δεν μπορεί να συναγωνιστεί τη δεύτερη, όταν πρόκειται για πηδήματα· τα βραδύπορα μπορούν να επιβιώσουν σε περιβάλλοντα που θα σκότωναν οποιοδήποτε άλλο ζώο· η ικανότητα προσανατολισμού των αποδημητικών πουλιών παραμένει πυκνό μυστήριο κλπ.8
Υπό αυτή την ευρύτερη οπτική, όπου τα μη ανθρώπινα ζώα εξετάζονται και αξιολογούνται για τη μοναδικότητά τους, για τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τους, στο πλαίσιο της οποίας απορρίπτονται και ακυρώνονται εντελώς η μηχανοκρατική οπτική της ύλης και της ζωής, όπως επίσης η μαθηματικοποιημένη πολλαπλότητα που είναι εσωτερική στην κοινωνία μας, τα ζώα έχουν το ίδιο βαθύ οντολογικό στάτους με εμάς, είναι όλα διαποτισμένα από την ίδια ζωή που βρίσκεται εντός μας, όλα νιώθουν μέσα τους εκείνη την πληρότητα ζωής που κατακλύζει και εμάς, και πέρα από τη βιολογική ύλη που μας ενώνει είναι σώματα, ευάλωτα και τρωτά σώματα με την επιθυμία να ζήσουν, να αναπτύξουν σχέσεις και δυνατότητες, με τον δικό του ιδιαίτερο τρόπο το καθένα.
Τα ζώα πιθανότατα δεν χρειάζονται τη δική μας ευσπλαχνική ηθική. Μια ηθική αυτής της μορφής υπαινίσσεται μια ανεπαίσθητη, αλλά πάντα παρούσα ιεραρχία, σύμφωνα με την οποία ο «Άνθρωπος», χάρη στις αναλυτικές και συναισθηματικές ικανότητές του μπορεί να «ταπεινωθεί» και να θεωρήσει τα ζώα ισάξιά του, αγαπώντας τα όπως αγαπά τους ομοίους του, αντιμετωπίζοντάς τα όπως μεταχειρίζεται τους συνανθρώπους του. Δεν είναι όμως αυτός ένας καμουφλαρισμένος ειδισμός; Δεν νομιμοποιούμε ίσως με την επικίνδυνη μάσκα της ευσπλαχνίας έναν εξίσου επικίνδυνο ανθρωποκεντρισμό; Όσο ο κεντρικός άξονας της υπόθεσης των ζώων θα παραμένει ο άνθρωπος, θα είναι προβληματικός και αμφίσημος ο τρόπος με τον οποίον προσεγγίσουμε το ζήτημα των άλλων πλασμάτων, και άρα ποτέ δεν πρόκειται να εξαλειφθεί η πραγματική ειδιστική προβληματικότητα. Όσο θα συνεχίσουμε να μιλάμε για είδη και όχι για ζωή, όσο θα εξακολουθούμε να μιλάμε για ανθρώπινη ευσπλαχνία προς ορισμένα μη ανθρώπινα ζώα και όχι για ύπαρξη, όσο σε κάθε μας παρέμβαση σχετικά με το ζώο θα «φροντίζουμε» να παρεισφρέουν η λέξη «άνθρωπος» και οι κατηγορίες-ταξινομήσεις που αυτός επινόησε, το εγχείρημά μας είναι καταδικασμένο να αποτύχει και ο ειδισμός στην πραγματικότητα όχι μόνο δεν αναιρείται, αλλά εξακολουθεί να δρα υπογείως και δολίως, αυξάνοντας ακόμη περισσότερο την ασυγκράτητη βούληση για δύναμη που εδώ και χιλιετίες μας χαρακτηρίζει.
Θα ήταν προτιμότερο να σταματήσουμε να μιλάμε για μη ανθρώπινα ζώα και για ανθρώπους, και να διευρύνουμε τον φιλοσοφικό ορίζοντά μας προς τη ζωή, τις άπειρες εκφάνσεις της και την ομορφιά της ύπαρξης. Αν θα πρέπει να αποφεύγουμε να τρώμε το «αρνάκι γάλακτος», αυτό δεν θα πρέπει να οφείλεται τόσο στο γεγονός ότι μας προκαλεί τρυφερότητα ή οίκο, αλλά πρωτίστως γιατί αμφότεροι είμαστε εκφράσεις της ίδιας ζωής, διαποτισμένοι από την ίδια επιθυμία να ζήσουμε. Δεν θα πρέπει να αναζητούμε κοινές ιδιότητες ανάμεσα σ’ εμάς και σε αυτό, τέτοιες που θα μας επιτρέπουν να το σεβόμαστε: ακόμη κι αν δεν υπήρχε κάποιο κοινό στοιχείο –υπόθεση παράλογη, γιατί μας συνδέουν η βιολογική φύση και η βαθιά ύπαρξη–, δεν θα πρέπει να φονεύουμε εκείνη τη μορφή ζωής, δεν θα πρέπει να την ενοχλούμε ή να την εκμεταλλευόμαστε, αλλά να τη σεβόμαστε με όλο μας το είναι και να προσπαθούμε με κάθε τρόπο να τη διατηρήσουμε στη ζωή.
Η επιθυμία να θέλουμε πάση θυσία να επιβάλουμε μια ανθρώπινη ηθική σε μη ανθρώπινες υπάρξεις αποτελεί μια μορφή κυριαρχίας και ανθρωποκεντρισμού. Ο αντιειδισμός μας θα πρέπει επομένως να ξεκινά λαμβάνοντας υπόψη τη ζωή στη γενική της έκφραση, όπως προβάλλει σε κάθε ύπαρξη. Αν πάλι κάποιος θέλει οπωσδήποτε να δώσει ένα όνομα σε αυτή την οπτική και να την αποκαλέσει υλοζωισμό, παμψυχισμό, βιταλισμό κλπ., αυτό ελάχιστη σημασία έχει· αλλά μόνο βάσει αυτής μπορεί να οικοδομηθεί μια φιλοσοφική αντίληψη απελευθερωμένη από κάθε ηθική προκατάληψη, από κάθε μορφή εκμετάλλευσης και κυριαρχίας. Σήμερα είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε πως όχι μόνο –σε πείσμα του Καρτέσιου– τα ζώα δεν είναι μηχανές άνευ σκέψης και ψυχικού κόσμου, αλλά και στα φυτά υπάρχει κάτι που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί «ψυχή», όσο απροσπέλαστη και ακατανόητη κι αν παραμένει για τα δικά μας επιστημονικά μέσα και κριτήρια. Αν τώρα η κυρίαρχη δογματική εκδοχή ενός απλουστευτικού ορθολογισμού δεν μπορεί να συλλάβει μια ζωή πέραν εκείνης του ανθρώπου και εξακολουθεί να ερμηνεύει τη φυσική πραγματικότητα με τα δικά της άκαμπτα σχήματα, πανικόβλητη και μόνο στη σκέψη μιας ενδεχόμενης πνευματικότητας, αυτό αποτελεί μάλλον δικό της πρόβλημα κι όχι του φυσικού κόσμου.
To ζητούμενο δεν είναι να ισοπεδώσουμε τη ζωή και με επιπολαιότητα να σεβόμαστε μονάχα όσο ζώα «μας μοιάζουν», αλλά να υπογραμμίσουμε το λαμπρό μεγαλείο και την ποικιλία του κόσμου, να είμαστε σε θέση να εκτιμούμε τα ατομικά χαρακτηριστικά, να τα αναδεικνύουμε, να εκπλησσόμαστε μπροστά στον θαυμαστό κόσμο της φύσης, να τον αγαπάμε και να τον σεβόμαστε, όχι γιατί σ’ αυτόν βρίσκουμε ποιος ξέρει ποια γνωρίσματα κοινά με τα δικά μας (όπως, για παράδειγμα, αν άλλες υπάρξεις έχουν ή όχι νοημοσύνη, εγκέφαλο και πάει λέγοντας· με όλες εκείνες τις διακρίσεις σε προνομιούχες και κατώτερες ομάδες που υποκρύπτει η λογική «περισσότερο/λιγότερο», «έχουν/δεν έχουν»), αλλά γιατί πορευόμαστε, ο καθένας με τον δικό του βηματισμό, στον ίδιο δρόμο της ζωής και της ύπαρξης.
Ας αμφισβητήσουμε επομένως αυτό το προπύργιο του ειδισμού: την επιλεκτική ηθική θεώρηση των ζώων, βάσει του βαθμού συγγένειας που μας συνδέει. Ας αρχίσουμε να θεωρούμε πραγματικά το ανθρώπινο και μη ανθρώπινο ζώο ως πρόσωπα της φύσης και ίσως μόνο έτσι θα μπορέσουμε να εγκαταλείψουμε την ανθρωποκεντρική, ειδιστική και ανθρωπόμορφη προοπτική της ζωής.
Με δυο λόγια το ζητούμενο δεν είναι η επιλογή αυτής ή της άλλης ανθρωπολογικής μηχανής, δηλαδή η αναζήτηση ενός δικαιότερου συνόρου όπου θα χαραχθεί η γραμμή της ηθικής και δικαιικής θεώρησης της ζωής των άλλων πλασμάτων, αλλά το οριστικό σταμάτημα της ανθρωποποιητικής μηχανής και των νόμων που την παράγουν· οφείλουμε να σκεφτούμε και να εφαρμόσουμε στην πράξη μια ηθική δίχως κάποιο απριόρι περιεχόμενο, ένα είδος ηθικού αγνωστικισμού που δεν θα περιορίζεται να αναγνωρίζει ποιος έχει ή δεν έχει ηθική αξία και πρόσωπο, αλλά που θα εκτίθεται δίχως προκαταλήψεις και απριόρι στο απρόβλεπτο και στο άγνωστο των συναντήσεων και που θα είναι σε θέση να παράγει εναλλακτικούς τρόπους συνάντησης και συνύπαρξης με τις ετερότητες. Αν δεν δεχτούμε έναν γενναιόδωρο ηθικό αγνωστικισμό, αν δηλαδή απορρίψουμε εκ των προτέρων κάθε συνάντηση με «πρόσωπα» που είναι σε θέση να «διακόψουν» και να «εκτροχιάσουν» τον εγωισμό μας και να μας ωθήσουν στην ανάληψη ευθύνης, θα βρεθούμε αναγκασμένοι να επαναλαμβάνουμε τα λάθη του παρελθόντος, δημιουργώντας όλες εκείνες τις συνθήκες που καθιστούν εφικτές τις χειρότερες και πιο επώδυνες αυθαιρεσίες σε βάρος πλασμάτων που αποκλείστηκαν από την ακτίνα δράσης της ηθικής θεώρησης και της μέριμνας. Γιατί το σημαντικότερο και κρισιμότερο πρόβλημα της πλειονότητας των ηθικών θεωριών και πρακτικών είναι ότι δέχονται ως προϋπόθεση ότι πρέπει να υπάρχει ένα εντός και ένα εκτός της ηθικής θεώρησης. Ότι υπάρχουν ή θα πρέπει να υπάρχουν χαρακτηριστικά γνωρίσματα ένταξης σε μία ομάδα ή ότι θα πρέπει να θεσπίζονται πρακτικές που να ενισχύουν την ένταξη και την ενσωμάτωση, προκειμένου να επιτυγχάνεται η μέγιστη δυνατή ευτυχία των μελών της.9 Ο τύπος της ηθικής που εδώ προτάσσεται είναι εκείνος μιας ισότιμης και οικουμενικής θεώρησης, η οποία αποδίδει στον «άλλον», οποιαδήποτε μορφή και αν έχει αυτός, το «εσύ», τον θεωρεί ισότιμο μέλος του συμβάντος της συνάντησης-σχέσης, ικανό να ανοίξει νέους ορίζοντες στο «εγώ», να το ρευστοποιήσει και συνεπώς να το αναγκάσει να μεταμορφωθεί. Για την «ισότιμη οικουμενική θεώρηση», που δεν αποκλείει καμιά μορφή ζωής, κάθε ον έχει λόγο ύπαρξης, κάθε ον έχει το δικαίωμα στην ύπαρξη, κάθε ον αποτελεί ευκαιρία μεταμόρφωσης, κάθε ον έχει το «δικό του πρόσωπο».
(2021).
* O Παναγιώτης Τσιαμούρας είναι διδάκτωρ Φιλοσοφίας Πανεπιστημίου Ιωαννίνων. Από τις εκδόσεις Κυαναυγή κυκλοφορεί το βιβλίο του “Για μια φιλοσοφία της ζωότητας. Aπό το ανοιχτό στην απελευθέρωση των ζώων”
_______________
- 1 Σε γενικές γραμμές με τον όρο «ειδισμός» ή «σπισισμός» (speciesism) εννοείται η «αδικαιολόγητη άνιση θεώρηση ή μεταχείριση όσων δεν κατατάσσονται σε ένα ή περισσότερα συγκεκριμένα είδη για λόγους που δεν αφορούν τις ικανότητες που έχουν ως άτομα, αλλά αποκλειστικά βάσει της ιδιότητάς τους ως μελών ενός είδους». Με δυο λόγια, ειδισμός είναι η προκατάληψη, η μεροληπτική διάκριση σε βάρος των μη ανθρώπινων ζώων με την ταυτόχρονη αποδοχή της ανθρώπινης ανωτερότητας· η εκχώρηση διαφορετικών αξιών, δικαιωμάτων ή προσοχής σε άτομα, αποκλειστικά και μόνο με βάση την ιδιότητα του είδους και την ένταξή τους σε αυτό. Ο όρος πρωτοχρησιμοποιήθηκε στις αρχές της δεκαετίας του 1970 από τον Βρετανό ψυχολόγο Ρίτσαρντ Ράιντερ (Richard D. Ryder) και καθιερώθηκε στο έργο του Πίτερ Σίνγκερ (Peter Singer) Animal Liberation: A New Ethics for our Treatment of Animals (1975· Η απελευθέρωση των ζώων, μτφρ. Σταύρος Καραγεωργάκης, Αντιγόνη, 2010). Κατά τον Σίνγκερ, για τον οποίο ο ειδισμός είναι το αντίστοιχο του ρατσισμού και του σεξισμού, «ο ειδισμός είναι μια μορφή προκατάληψης υπέρ των συμφερόντων των μελών του ιδίου είδους και εναντίον των μελών των άλλων ειδών» (Η απελευθέρωση των ζώων, ό.π., σ. 16). Ωστόσο ο όρος αποτελεί αντικείμενο συζήτησης ως προς το ακριβές περιεχόμενο, τα όρια και το εννοιολογικό πλαίσιό του, βλ. Oscar Horta, Τι είναι σπισισμός, μτφρ. Γιώργος Καφφέζας, Κυαναυγή, 2019.
- 2 Raymond Corbey, The Metaphysics of Apes: Negotiating the Animal-Human Boundary, Cambridge University Press, 2005.
- 3 Βλ., για παράδειγμα, «Τα φυτά είναι “εξωγήινοι οργανισμοί” για τον άνθρωπο, δύσκολα θα μπορούσαμε να μιλήσουμε τη “γλώσσα”” τους», όπως τονίζει ο φυτικός νευροβιολόγος Στέφανο Μανκούζο σε συνέντευξή του στην Εφσυν, «Τα φυτά επικοινωνούν, θυμούνται και δεν ανταγωνίζονται», 18-19 Δεκεμβρίου 2021.
- 4 Για την έννοια της ανθρωπολογικής μηχανής, βλ. Giorgio Agamben, Το ανοιχτό. Ο άνθρωπος και το ζώο, μτφρ.-επίμ. Παναγιώτης Τσιαμούρας, Κυαναυγή, 2021.
- 5 Βλ. «Βία κατά των ζώων», στο Jacques Derrida & Elisabeth Roudinesco, Συνομιλίες για το αύριο, επιμ. Άρης Στυλιανού, μτφ. Τάσος Μπέτζελος, Μεταίχμιο, 2005, σσ. 149-180.
- 6 O αναγνώστης μπορεί να βρει τα σημαντικότερα κείμενα του Πλουτάρχου αναφορικά με την ψυχή και τη νοημοσύνη των ζώων στο Ηθικά, Τόμος 25: «Πότερον ὕδωρ ἣ πῦρ χρησιμώτερον», «Πότερα των ζώων φρονιμώτερα, τα χερσαία ή τα ένυδρα», «Περί του τα άλογα λόγῳ χρήσθαι», «Περί σαρκοφαγίας», μτφ. Φιλολογική ομάδα Κάκτου, επιμ. Βασίλειος Γ. Μανδηλαράς, Κάκτος, 1996. Όσον αφορά τον Πορφύριο, δικαιολογημένα το Περὶ ἀποχῆς ἐμψύχων (εισ.-μτφρ.-σημ. Νίκος Μιχ. Νικολίτσης, Ευτοπία, 2020) θεωρείται ένα είδος «φιλοζωικού»-«χορτοφαγικού» μανιφέστου της αρχαιότητας.
- 7 Βλ. Tom Regan, «Η υπόθεση των δικαιωμάτων των ζώων», στο Σταύρος Καραγεωργάκης (επιμ.), Ζώα και ηθική, μτφ. Κώστας Αλεξίου, Φανή Αραμπατζίδου, Σταύρος Καραγεωργάκης, Ελίζα Κολοβού, Κωστής Κουράκης, Αντιγόνη, 2012, σσ. 57-74.
- 8 Πάνε σχεδόν δύο αιώνες από τότε που ο Γκούσταβ Τέοντορ Φέχνερ (Gustav Theodor Fechner) σε μια πραγματεία του για την «ψυχή των φυτών» παρατηρούσε πόσο εσφαλμένο είναι να μετερχόμαστε κριτήρια, αρχές, έννοιες κ.ά., προκειμένου να προσεγγίσουμε υπάρξεις που διαφέρουν ριζικά μεταξύ τους. Ακόμη και οι απόπειρες ιεραρχικής διαβάθμισης σε κάποια κλίμακα, άρα να διακρίνουμε ποσοτικές διαφορές βάσει της λογικής «περισσότερο/λιγότερο», ενδέχεται να λειτουργούν παραπλανητικά και να οδηγούν σε λάθος συμπεράσματα, Gustav Theodor Fechner, Nanna oder über das Seelenleben der Pflanzen, Leopold Voß, 1848.
- 9 Περιττεύει να επισημάνουμε ότι προϋποθέσεις όπως οι προηγούμενες συχνά χρησιμοποιήθηκαν με σκοπό να δικαιολογηθούν οι μεγαλύτερες βαναυσότητες ακόμη και σε βάρος ανθρώπινων ομάδων («βάρβαροι», δούλοι, γυναίκες, αυτόχθονες πληθυσμοί, «λαθρομετανάστες» κ.ά.).
The post ☆ Ο αντιειδισμός ως οικουμενική ηθική σεβασμού και μέριμνας της ζωής first appeared on Fractal.