Quantcast
Channel: Δοκίμιο • Fractal
Viewing all articles
Browse latest Browse all 627

Ο Αριστοτέλης ως βιολόγος

$
0
0
Γράφει ο Παναγιώτης Τσιαμούρας // *

 

Armand Marie Leroi, “Η λιμνοθάλασσα. Πώς ο Αριστοτέλης επινόησε την επιστήμη”, μετάφραση: Αιμιλία-Αλεξάνδρα Κρητικού & Έμιλυ Κρητικού, πρόλογος-επιμέλεια: Στασινός Σταυριανέας, Θεσσαλονίκη, Ροπή, 2018, σ. XVI+560.

 

 «Από παραθέματα τα οποία είχα δει, είχα σε μεγάλη υπόληψη την αξία του Αριστοτέλη, όμως δεν είχα την παραμικρή ιδέα τού πόσο σπουδαίος άνδρας ήταν. Ο Λινναίος και ο Κιβιέ υπήρξαν οι δύο θεοί μου, αν και με αρκετά διαφορετικό τρόπο ο καθένας, όμως δεν ήταν παρά μαθητούδια σε σχέση με τον σπουδαίο Αριστοτέλη»,

από επιστολή του Κάρολου Δαρβίνου στον Γουίλιαμ Ογκλ, σ. 314.

 

Ι. Το corpus των αριστοτελικών κειμένων που πραγματεύονται βιολογικά-ζωολογικά ζητήματα αποτελείται κυρίως από το Περί ψυχής και τα Των περί τα ζώα ιστοριών, Περί ζώων μορίων, Περί πορείας ζώων, Περί ζώων κινήσεως, Περί ζώων γενέσεως – μολονότι και σε άλλα έργα του φιλοσόφου απαντούν παρατηρήσεις για τα ζώα και τον τρόπο ζωής τους, όπως, για παράδειγμα, στα Περί μακροβιότητος και βραχυβιότητος και Περί νεότητος και γήρως και ζωής και θανάτου. Το Περί ψυχής θα μπορούσε να ιδωθεί ως ένα είδος γενικότερης εισαγωγής, καθώς καταπιάνεται με την ουσία της ψυχής που θεωρείται η ζωτική αρχή κάθε οργανισμού, τυπική, κινητική αιτία. Δεν επιχειρείται τόσο να δοθεί ένας ορισμός της ψυχής όσο να κατανοηθεί η λειτουργία της στα διάφορα πλάσματα. Το Περί τα ζώα ιστοριών αποτελεί μια καταγραφή των κυριότερων φαινομένων της ζωικής ζωής εντός ενός πλαισίου που θα μπορούσαμε να αποκαλέσουμε ταυτοχρόνως συγκριτικής μορφολογίας, φυσιολογίας και ηθολογίας. Απεναντίας το Περί ζώων μορίων πραγματεύεται μόνο τη μορφολογία, εστιάζοντας την προσοχή στις λειτουργίες των επιμέρους ζωικών μερών που εξετάζονται κάθε φορά. Παρομοίως το Περί ζώων γενέσεως αναπτύσσει λεπτομερώς τις λειτουργίες που αφορούν την αναπαραγωγή των έμβιων, ενώ τα Περί πορείας ζώων και Περί ζώων κινήσεως πραγματεύονται τους διάφορους τρόπους κίνησης των ζώων, όπως εξάλλου φανερώνουν και οι τίτλοι.

Από τα προηγούμενα έργα το Περί τα ζώα ιστοριών συνιστά τον κορμό από τον οποίον διακλαδίζονται οι αριστοτελικές πραγματείες που αφορούν επιμέρους τομείς της ανατομίας-φυσιολογίας των έμβιων όντων. Για την ακρίβεια, το Περί τα ζώα ιστοριών είναι το πρώτο ζωολογικό έργο του Αριστοτέλη και το πρώτο έργο ολόκληρης της δυτικής επιστήμης όπου η ζωολογία λαμβάνει μια επιστημονική δομή, προσφέροντας έτσι την ευκαιρία να παρακολουθήσουμε την κρίσιμη στιγμή της γένεσης μιας επιστήμης: της μετάβασης από μια κληρονομιά εννοιών και πληροφοριών εμπειρικά οργανωμένων στη μεθοδική, συγκριτική, κριτική οργάνωση αυτής της ίδιας κληρονομιάς.

 

ΙΙ. Η λιμνοθάλασσα. Πώς ο Αριστοτέλης επινόησε την επιστήμη του Αρμάν Μαρί Λερουά (Armand Marie Leroi), καθηγητή εξελικτικής αναπτυξιακής βιολογίας στο Imperial College του Λονδίνου, αποτελεί μια μοναδική ευκαιρία, ώστε το ευρύτερο κοινό να γνωρίσει το βιολογικό-ζωολογικό έργο του Σταγειρίτη, το οποίο δυστυχώς βρίσκεται στη σκιά των περισσότερο γνωστών αμιγώς φιλοσοφικών κειμένων του.

Η λιμνοθάλασσα του τίτλου είναι η λιμνοθάλασσα της Καλλονής στη Λέσβο, ο τόπος όπου ο Αριστοτέλης (περί το 345 π.Χ., αλλά σε κάθε περίπτωση το διάστημα 347-343) μελέτησε και εξερεύνησε τα μυστήρια του φυσικού κόσμου: ταξινόμησε τα ζώα, προχώρησε στην ανατομή τους, παρατήρησε τη συμπεριφορά τους, κατέγραψε τον τρόπο με τον οποίον ζουν, τρέφονται, αναπαράγονται και μεγαλώνουν. Τα δυο χρόνια που ο φιλόσοφος έζησε στο νησί θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ως «ο μήνας του μέλιτος της ζωή του» (σ. 36). Η Λέσβος και η λιμνοθάλασσα στην Πύρρα υπήρξαν για τον Αριστοτέλη «ό,τι το Τσιμποράσο για τον Χούμπολντ, το αρχιπέλαγος Μαλάι για τον Γουάλας, ο Αμαζόνιος για τον Μπέιτς και το δάσος Μπέρκσαϊρ για τον Χάμιλτον. Ό,τι ήταν το τροπικό Ατλαντικό δάσος της Βραζιλίας, οι γυμνές πάμπας της Παταγονίας, οι μαύροι ηφαιστειογενείς βράχοι των Γκαλαπάγκος και ένα χωράφι στο Κεντ για τον Δαρβίνο» (σ. 429).

Εκεί η συστηματική έρευνα της έμβιας φύσης θα τον οδηγήσει στην επινόηση της επιστήμης της βιολογίας. Όπως σημειώνει σχετικά ο συγγραφέας: «Ο Αριστοτέλης ήταν ένα διανοητικά παμφάγο, λάτρης πληροφοριών και ιδεών. Το αντικείμενο όμως που αγαπούσε περισσότερο ήταν η βιολογία. Στα έργα του γεννιέται η “έρευνα της φύσης”, γιατί καταπιάνεται με την περιγραφή και την εξήγηση των φυτών και των ζώων, που, με όλη την ποικιλομορφία τους, γεμίζουν τον κόσμο μας. Προφανώς, κάποιοι φιλόσοφοι και γιατροί είχαν φλερτάρει με τη βιολογία πριν από αυτόν. Αλλά ο Αριστοτέλης αφιέρωσε μεγάλο μέρος της ζωής του σε αυτή. Ήταν ο πρώτος που το έκανε. Χαρτογράφησε την επικράτεια. Επινόησε τη συγκεκριμένη επιστήμη. Θα μπορούσε να πει κανείς ότι επινόησε την ίδια την επιστήμη» (σ. 8).

Σε σχέση με τον Πλάτωνα, ο Αριστοτέλης απελευθέρωσε τη γνώση από το μυθικό υπόστρωμά της, γύρισε την πλάτη στον ιδεαλισμό του δασκάλου του και είδε τον κόσμο, τον δικό μας κόσμο, για αυτό που είναι: ένα όμορφο πράγμα, άξιο μελέτης καθαυτό. Τον προσέγγισε με την ταπεινοφροσύνη και τη σοβαρότητα που του άξιζε, για τούτο και χρήζει ιδιαίτερης μνείας ένα περίεργο χωρίο του Περί ζώων μορίων, όπου ο Σταγειρίτης μάς προτρέπει να μη νιώθουμε παιδική αποστροφή ή απέχθεια για κανένα από τα έμβια πλάσματα, ακόμη και τα πιο ταπεινά, καθώς σε όλες τις φυσικές πραγματικότητες υπάρχει κάτι το θαυμαστό και κάτι το όμορφο: «δεν πρέπει, σαν τα παιδιά, να σιχαινόμαστε την εξέταση των κατώτερων ζώων. Γιατί σε όλα τα φυσικά όντα ενυπάρχει κάτι θαυμαστό… “Ακόμη και εδώ υπάρχουν θεοί”» (645a, σσ. 11, 389).

H φιλοσοφία του Αριστοτέλη θα αγκαλιάσει τη βρομιά, το αίμα, τη σάρκα, την ανάπτυξη, τη συνουσία, την αναπαραγωγή, τον θάνατο και τη φθορά – την καθημερινή εμπειρία του αγρότη και του ιχθυοπώλη (σ. 46). Ο ίδιος ενδιαφέρεται για οτιδήποτε αφορά τα ζωικά είδη. Μιλά για την αναπαραγωγή της ψείρας, τις συνήθειες ζευγαρώματος των ερωδιών, τις αχαλίνωτες σεξουαλικές ορέξεις των κοριτσιών, το στομάχι των σαλιγκαριών, την ευαισθησία των σπόγγων, τα πτερύγια της φώκιας, τους ήχους των τζιτζικιών, την καταστροφικότητα του αστερία, την κωφότητα του κωφού, τον τυμπανισμό των ελεφάντων και τη δομή της ανθρώπινης καρδιάς (σ. 47). «Ο Αριστοτέλης όχι μόνο παρήγαγε ένα νέο εξηγητικό σύστημα, αλλά επιπλέον το εφάρμοσε. Οι προκάτοχοί του έβλεπαν τον κόσμο όπως αυτός φαινόταν από τον Όλυμπο. Απλωνόταν μακριά από αυτούς, θολός λόγω απόστασης ή εντελώς δυσδιάκριτος από την ομίχλη και τις εικασίες σχετικά με αυτά που δεν μπορούσαν να δουν. Ο Αριστοτέλης, ωστόσο, κατέβηκε στην παραλία. Παρατήρησε, εφάρμοσε τα αίτια στις παρατηρήσεις του και τα συνδύασε στα βιβλία του που αποτελούν τη Μεγάλη Ενότητα της Ζωολογίας του… Μόλις τα ολοκλήρωσε, η ύλη, η μορφή, ο σκοπός και η τύχη δεν ήταν πια παιχνίδια της θεωρησιακής φιλοσοφίας, αλλά ένα ερευνητικό πρόγραμμα» (σσ. 103-104).

Δεν θα μπορούσαμε να πούμε ότι στην αρχαιότητα εδραιώθηκε ποτέ πριν μια πραγματική και με την κυριολεκτική σημασία της λέξης βιολογική γνώση, αυτόνομη και κωδικοποιημένη, η οποία να αναπτύχθηκε εκκινώντας από ένα σύνολο κοινά αποδεκτών παραδόσεων και ερευνητικών συμβάσεων, οι οποίες στον χρόνο παγιώθηκαν εντός μιας επιστημονικής κοινότητας που αναγνωριζόταν ως τέτοια. Αν εξαιρέσουμε τον Αριστοτέλη, δεν θα μπορούσαμε να μιλήσουμε για μια αρχαιοελληνική «βιολογία» με τη στενή σημασία της έννοιας, δίχως τούτο να υπαινίσσεται πως δεν υπήρχαν άλλες μορφές βιολογικής γνώσης πριν και μετά από αυτόν. Δεν είναι μόνο ότι ακόμη και στα ομηρικά έπη απαντούν μορφές στοιχειώδους ζωολογικής γνώσης· λεπτομερέστερες και πιο συστηματικές αναφορές μπορούμε να διακρίνουμε στα φυσιολογικά-ιατρικά κείμενα, στα έργα που αφορούν το κυνήγι και το ψάρεμα, σε τεχνικά κείμενα της ζωοτεχνίας, της γεωργίας, της κτηνοτροφίας και της κτηνιατρικής, σε παραδοξογραφικά έργα, σε πραγματείες φυσικής ιστορίας κλπ. Ωστόσο είναι αδιαμφισβήτητο πως με τον Αριστοτέλη συντελείται ένα ποιοτικό άλμα και κυρίως τίθενται οι προϋποθέσεις για τη διάκριση μεταξύ παραδοσιακής ιατρικής (εμπειρική πρακτική) και γενικής βιολογίας (θεωρία).

Για πρώτη φορά με τον Αριστοτέλη η προσοχή της φιλοσοφικής-επιστημονικής γνώσης στρέφεται στο ζώο –σ’ όλα τα ζώα, από τον δρυοκολάπτη και τα οστρακόδερμα μέχρι τον αχινό και φυσικά τον άνθρωπο– και το καθιστά αντικείμενο άξιο παρατήρησης, μελέτης και θεωρίας, το μετατοπίζει στο επίπεδο του επιστημονικού συγγράμματος, κάτι που όσοι ασχολούνταν επαγγελματικά με τα ζώα (οι κυνηγοί, οι ψαράδες, οι κτηνοτρόφοι, οι κρεοπώλες, οι ίδιοι οι θυσιαστές) δεν θα μπορούσαν ποτέ να πράξουν· ούτε εξάλλου και έπραξαν. Ωστόσο θα πρέπει να υπογραμμίσουμε πως ένα από τα πιο καινοτόμα στοιχεία των ζωολογικών-βιολογιών πραγματειών του Αριστοτέλη –κάτι που είναι περισσότερο εμφανές στο Περί τα ζώα ιστοριών– έγκειται στην αναγνώριση της ανάγκης να διευρυνθούν οι παραδοσιακές και περισσότερο λαμπρές πηγές γνώσης, να δώσει φωνή σε έναν κόσμο τον οποίο μέχρι τότε οι επιστήμονες και οι φιλόσοφοι δεν θεωρούσαν άξιο προσοχής (τον κόσμο των εμπειρικών-πρακτικών τεχνών), υιοθετώντας σε μεγάλο βαθμό τη γλώσσα και την ορολογία ψαράδων, κτηνοτρόφων κ.ά. Σε τούτο θα πρέπει ασφαλώς να συνέβαλε η εγκατάλειψη της ακαδημαϊκής Αθήνας και η μακρόχρονη παραμονή του μεταξύ των νησιωτών που ασχολούνταν κυρίως με την κτηνοτροφία και το ψάρεμα. Έτσι ο Αριστοτέλης κατέστησε τα ζώα ορατά στη γνώση ως προς τη μορφολογία τους, την ταξινόμησή τους, την ηθολογία τους και οι πραγματείες του αντιπροσωπεύουν έναν άνευ προηγουμένου άτλαντα του κόσμου των ζώων σε ολόκληρο τον αρχαίο κόσμο.

Αλλά ο Λερουά είναι πολύ προσεκτικός στο να μυθοποιήσει τον Αριστοτέλη, απεναντίας μάλιστα, επειδή φροντίζει να υπογραμμίσει τις αδυναμίες και τα κενά των γνώσεών του («όσο επιφυλακτικός κι αν ήταν, ο Αριστοτέλης δεν μπορούσε να εμποδίσει τους μονόκερους να τρυπώσουν στα βιβλία του… η πιο αινιγματική πτυχή της εξωτικής ζωολογίας του είναι το πώς καταφέρνει να συνδυάζει ακρίβεια στη γνώση με βαθιά άγνοια», σ. 57· «Το υπόλοιπο τμήμα της ζωολογίας του Αριστοτέλη για τα εξωτικά είδη είναι εξίσου αλλοπρόσαλλο», σ. 58· «η συναγωγή συμπερασμάτων εξηγεί μερικές από τις ανακρίβειες που αφθονούν στην αφήγησή του για τα εσωτερικά έργα», σ. 69· «έχει την εκνευριστική συνήθεια να αντιφάσκει όσον αφορά επουσιώδη ζητήματα, λες και είχε ξεχάσει τι είχε γράψει νωρίτερα», σ. 110, υποσ. 26· σημειώνει τις εσφαλμένες απόψεις του Αριστοτέλη για τα χέλια, σσ. 258-259), που ασφαλώς είχαν να κάνουν και με τις δυνατότητες της εποχής, τις διάφορες συγκρούσεις μεταξύ θεωρίας και πρακτικής (σσ. 396-397), τους περιορισμούς που θέτει το αριστοτελικό μεταφυσικό αξιολογικό «σύστημα» στη γεωμετρία των ζώων (άνω-κάτω, έμπροσθεν-όπισθεν, αριστερόν-δεξιόν, σσ. 347-351), μας προσφέρει έναν Αριστοτέλη στα μέτρα του ανθρώπινου και απολύτως απτό: «Πράγματι, δεν μοιάζει πιθανό ο Αριστοτέλης να είδε κάποιο από τα εξωτικά είδη που περιγράφει. Πολύ απλά, οι αφηγήσεις του για την ανατομία και τις συνήθειές τους στερούνται της συνεκτικότητας, της λεπτομέρειας και της ακρίβειας που θα αναμέναμε εάν τα είχε δει – στοιχεία τα οποία συναντούμε όταν καταγράφει την ανατομία, ας πούμε, της σουπιάς» (σ. 61). Έτσι θα φροντίσει να δώσει στον Σταγειρίτη τη θέση που πραγματικά τού αξίζει: «Πολλοί ζωολόγοι εγκωμίασαν τον Αριστοτέλη, διότι τον αντιμετώπισαν ως έναν από αυτούς. Μερικοί, μέσα στον ενθουσιασμό τους, αγνόησαν τα ελαττώματά του· του απέδωσαν ως φιλοφρόνηση τη δική τους οξυδέρκεια και εμμονή για την ακρίβεια. Ωστόσο, η αξιολόγηση ενός μελετητή και ζωολόγου μού φαίνεται ιδιαίτερα όμορφη και δίκαιη: “Θεωρώ, λοιπόν, ότι όσον αφορά τη βιολογία ο Αριστοτέλης έκανε σχεδόν ό,τι έκανε και ο Μπόιλ, ξεπερνώντας μια παρόμοια παράδοση· και εδώ πρόκειται να εντοπίσουμε μία από τις σπουδαιότερες συνεισφορές του. Υπήρχε πλούτος γνώσεων φυσικής ιστορίας πριν από την εποχή του· αλλά ανήκε στον γεωργό, τον κυνηγό και τον ψαρά – με κάτι να απομένει για τον μαθητή, τον αργόσχολο και τον ποιητή. Αλλά ο Αριστοτέλης μετέτρεψε τον πλούτο αυτό σε επιστήμη και γι’ αυτό κέρδισε μια θέση στη Φιλοσοφία”» (σ. 82).

Σε αντίθεση με ό,τι ενδεχομένως αφήνει να εννοηθεί η κυρίαρχη εντύπωση που έχουμε για τον Αριστοτέλη, ως συγγραφέα δημοφιλών συγγραμμάτων όπως τα Πολιτικά, τα Ηθικά Νικομάχεια ή η Ποιητική, καθώς τα βιολογικά έργα του δεν γνωρίζουν την «επιτυχία» των προηγούμενων, δεν θα πρέπει ποτέ να ξεχνάμε ότι από το σωζόμενο έργο του η βιολογία καταλαμβάνει σχεδόν το ένα τρίτο. Δεδομένου ότι η βιολογία είναι για τον Αριστοτέλη η καρδιά της μελέτης του φυσικού κόσμου και στο πεδίο αυτό μπορούμε να τον παρακολουθήσουμε με αναλυτικό και εξαντλητικό τρόπο να εργάζεται ως επιστήμονας, η βιολογία είναι το κατεξοχήν πεδίο για να καταλάβουμε με ποιο τρόπο δομείται η αριστοτελική επιστήμη. Αν μάλιστα ληφθεί υπόψη ότι η αριστοτελική επιστήμη καθορίζει τη φύση και την ιστορία της δυτικής επιστήμης, η επινόηση της αριστοτελικής επιστήμης μέσω της βιολογίας είναι η επινόηση της δυτικής επιστήμης – με ό,τι αυτό συνεπάγεται.

Καμία άλλη επιστήμη ή εν γένει κανένας τομέας της σκέψης του Σταγειρίτη δεν μας δίνει τον πλούτο των πληροφοριών που παίρνουμε από τα βιολογικά του έργα σε σχέση με το πώς αντιλαμβάνεται τη δυνατότητα, τη θεμελίωση και την παρουσίαση της επιστημονικής γνώσης. Έτσι η βιολογία έχει να μας διδάξει πολλά για τη θεωρία αλλά και για την πρακτική του στην επιστήμη, και γενικότερα για τη θεωρία του για τη γνώση. Επιπροσθέτως τα έμβια συνιστούν το κατεξοχήν παράδειγμα του Αριστοτέλη για τη μεταφυσική και την οντολογία του. Η έρευνά του ως βιολόγου διαμόρφωσε σε μεγάλο βαθμό τις οντολογικές του απόψεις. Όπως εύστοχα παρατηρεί ο συγγραφέας, «οι εξηγήσεις του εισχωρούν στη φιλοσοφία του. Υπό μία έννοια η φιλοσοφία του είναι βιολογία – δηλαδή, επινόησε την οντολογία και τη γνωσιοθεωρία του απλώς και μόνο για να εξηγήσει τη λειτουργία των ζώων. Αν ρωτούσατε τον Αριστοτέλη: τι υπάρχει, ουσιωδώς;… θα έδειχνε μια σουπιά και θα έλεγε “αυτό”» (σ. 9). Ακόμη και η ηθικοπολιτική φιλοσοφία του φαίνεται να είναι επηρεασμένη από την ενασχόλησή του με τη βιολογία. Γιατί η βιολογία περιλαμβάνει την εξέταση ορισμένων χαρακτηριστικών των έμβιων όντων (σε σχέση με τον τρόπο διαβίωσής τους, τις πρακτικές ικανότητες και τις ικανότητες διαχείρισης της συμβίωσης και της επικοινωνίας τους) που καθιστούν προφανές ότι οι σφαίρες της βιολογίας και της πρακτικής φιλοσοφίας αλληλεπικαλύπτονται, καθώς και ότι υφίσταται μια συνέχεια μεταξύ των άλλων έμβιων ειδών και του ανθρώπου (σ. XV).

Όλα τα προηγούμενα συνηγορούν στο να αντιληφθούμε πόσο σημαντικά είναι τα βιολογικά κείμενα του Αριστοτέλη και πώς οι διάφορες επιμέρους πτυχές του έργου του συνδέονται μεταξύ τους, για να δημιουργήσουν ένα οικοδόμημα –ή, αν θέλετε, μια εγκυκλοπαίδεια– ακριβώς χάρη σε αυτά τα κείμενα: «Όποιες και αν είναι οι ατέλειες και οι αντιφάσεις του, παρέχει ένα σύστημα απίστευτης πληρότητας. Σε μεγάλο βαθμό αυτό οφείλεται στη βιολογία. Από όλα τα πράγματα στον κόσμο που μπορεί να μελέτησε, στα οποία μπορεί να αφιέρωσε τη ζωή του, ο Αριστοτέλης κατέστησε τα έμβια όντα το αντικείμενο που άξιζε περισσότερο από όλα την προσοχή του. Σχεδόν όλα τα υπόλοιπα –η μεταφυσική του, το σύστημα των αιτιακών εξηγήσεων, η φυσική, η χημεία, η μετεωρολογία, η κοσμολογία, η πολιτική, η ηθική, ακόμα και η ποιητική του– φέρουν το σημάδι αυτής της απόφασης» (σ. 398).

Ο Λερουά καταπιάνεται με όλα σχεδόν τα ζητήματα που πραγματεύτηκε ο Σταγειρίτης στα βιολογικά κείμενά του, παρουσιάζει τα λιγότερο ή περισσότερο πειστικά επιχειρήματά του και τις αντικειμενικές δυσκολίες που είχε να αντιμετωπίσει η έρευνα της εποχής. Ο αναγνώστης θα βρει κεφάλαια που πραγματεύονται, μεταξύ πολλών άλλων:

 

  • τους τρόπους αναπαραγωγής ζώων όπως οι σκαντζόχοιροι, οι αρκούδες και οι καμήλες·
  • το ροχαλητό του δελφινιού και την ψυχή της σουπιάς·
  • τη μύτη του Σωκράτη·
  • το φύλο των χελιών και τα αναπαραγωγικά όργανα ζωοτόκων και ωοτόκων·
  • τον γυναικείο οργασμό·
  • την κοιλάδα των προβάτων, τα παχύουρα πρόβατα, τις κατσίκες με τα μακριά αφτιά και τα βοοειδή με τις καμπούρες·
  • τον ενθουσιασμό του Αριστοτέλη για τις μέλισσες, «“η γέννηση των μελισσών είναι μεγάλο αίνιγμα” αναφέρει, αλλά πρόκειται για το είδος αινίγματος που αγαπά» (σ. 283, επίσης XCVIII)·
  • τις έρευνες του Θεόφραστου και του δασκάλου του για τις συκιές·
  • το οντολογικό πρόβλημα με τους σπόγγους, «το πρόβλημά του έγκειται στο ότι δεν είναι βέβαιος εάν πρόκειται για ζώα ή φυτά» (σ. 309)·
  • την αριστοτελική τελεολογία και τον δαρβινικό προσαρμοτισμό (σσ. 311-313)·
  • τον πιννοφύλακα και την πίν(ν)α ( σ. 366)·
  • τα «τέρατα» και τις τερατολογικές παραμορφώσεις (σ. 333)·
  • τον φαλλοκεντρισμό του Αριστοτέλη, «μπορεί κανείς να το επιβεβαιώσει, αν εξετάσει τις διαφορές μεταξύ των φύλων. Τα αρσενικά είναι εν γένει πιο θαρραλέα και πιο πιστά απ’ ό,τι τα θηλυκά, αλλά λιγότερο συμπονετικά, ανειλικρινή, ξεδιάντροπα, ζηλόφθονα και καταθλιπτικά. Εάν καρφώσουμε μια θηλυκή σουπιά με μια τρίαινα, αναφέρει ο Αριστοτέλης, το αρσενικό προσκολλάται με ηρωικό τρόπο γύρω από το θηλυκό για να βοηθήσει τη σύντροφό του· εάν χτυπηθεί το αρσενικό, το θηλυκό απλώς την κοπανάει. Το ίδιο συμβαίνει και στην περίπτωση των ανθρώπων, ίσως με πιο χαρακτηριστικό τρόπο. Φαίνεται ότι ο Αριστοτέλης δεν εκτιμά ιδιαίτερα τον γυναικείο χαρακτήρα, ότι πιστεύει πως οι γυναίκες είναι λιγότερο τέλειες από τους άνδρες. Στην πραγματικότητα, η διατύπωση είναι μάλλον κομψή, διότι στο Περί ζώων γενέσεως αναφέρει ότι τα θηλυκά είναι “άγονα”, “αδύναμα”, “παραμορφωμένα”, ακόμα και “τερατόμορφα”» (σσ 348-349)·
  • τον αλτρουισμό του καρχαρία (σσ. 367-368)·
  • συνταγές για στρείδια·
  • το στενό της Πύρρας και το Απολιθωμένο Δάσος·
  • τον τρόπο με τον οποίο επιχειρείται η σύνδεση των φιλοσοφικών αντιλήψεων (για παράδειγμα, η τελεολογία) με τις βιολογικές μελέτες και δεν χωρεί αμφιβολία ότι έχουμε να κάνουμε με μια πολύ καλή και αποδοτική παρουσίαση των θέσεων του φιλοσόφου-επιστήμονα Αριστοτέλη.

 

Δεν παραλείπονται κάποιες «περίεργες» για την εποχή μας απόψεις του Αριστοτέλη, όπως ότι «οι θηλυκές πέρδικες μπορούν να “συλλάβουν” απλώς μυρίζοντας τα αρσενικά στον αέρα. Φαίνεται παράλογο, αλλά όντως το αναφέρει – και μάλιστα δύο φορές» (σ. 213) ή εκείνη σύμφωνα με την οποία «το χρώμα των φλεβών κάτω από τη γλώσσα του κριαριού οδηγεί στην πρόβλεψη του χρώματος των απογόνων του» (σ. 237, υποσ. 88).

Ο Λερουά καταφέρνει να καταστήσει προσιτά ακόμη και ζητήματα που παρουσιάζουν τις γνωστές δυσκολίες ανάλογων επιστημονικών μελετών και απαλύνει κάπως το ενίοτε στρυφνό και ασαφή χαρακτήρα των αριστοτελικών κειμένων. Πολύ ορθά σημειώνει τη σχέση του δασκάλου (Αριστοτέλη) και του μαθητή (Θεόφραστος) στο ζήτημα της ενδοειδικής/υποειδικής κληρονομημένης ποικιλομορφίας (LXXI), αλλά είναι γνωστό ότι ο δεύτερος και σε άλλα σημεία, όπως εκείνο της σχέσης του ανθρώπου με τα ζώα, ακολούθησε διαφορετικούς δρόμους. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει το κεφάλαιο που πραγματεύεται την «ουράνια βιολογία» του Αριστοτέλη («Ο κόσμος», σσ. 345-390), δηλαδή τη θεώρηση του σύμπαντος ως έμβιας ολότητας («Ο Αριστοτέλης μοιάζει να επικαλείται την αρχή της υποθετικής αναγκαιότητας από τη ζωολογία του, σύμφωνα με την οποία τα χαρακτηριστικά ενός ζωντανού ζώου είναι έτσι σχεδιασμένα ώστε να ταιριάζουν μεταξύ τους, εφαρμόζοντάς τη στο σύμπαν ως όλον», σ. 381), την οποία αγκαλιάζει το θεϊκό στοιχείο: η λειτουργία του κόσμου εξαρτάται από τους θεούς-ουράνιες σφαίρες (σ. 385) ή τα «κινούντα ακίνητα» (σ. 386), δείχνοντας έτσι πως «η αριστοτελική φυσική θεωρία, κοσμολογία και θεολογία εξελίσσονται και διαπλέκονται αξεδιάλυτα» (σ. 386). Με άλλα λόγια η ανάλυση και η εξήγηση του φυσικού κόσμου και των φυσικών ειδών καθοδηγούν τον Αριστοτέλη και στις μεταφυσικές του έρευνες: κινείται από αυτό που βρίσκεται πλησιέστερα στην ανθρώπινη εμπειρία, τον φυσικό κόσμο και τα είδη εντός του, προς αυτό που είναι πιο δυσδιάκριτο και μακρινό, το θεϊκό στοιχείο. Η βιολογία είναι με έναν τρόπο, θα λέγαμε, προπαιδεία για τη μεταφυσική και τη θεολογία.

Ο συγγραφέας υπογραμμίζει επίσης ένα από τα κυριότερα χαρακτηριστικά των βιολογικών-επιστημονικών εργασιών του Αριστοτέλη: «Η αριστοτελική επιστήμη δεν είναι ποσοτική. Είναι βέβαιο πως δεν είναι ούτε αποκλειστικά ποιοτική, διότι συχνά χρησιμοποιεί όρους όπως “μεγάλο και μικρό”, “περισσότερο ή λιγότερο”, “τις περισσότερες φορές”. Μπορεί, επίσης, να μιλά συγκρατημένα για ποσοτικές σχέσεις, όπως οι διαβαθμίσεις του σωματικού μεγέθους. Εντούτοις, σπανίως παραθέτει αυτό που οι σύγχρονοι επιστήμονες αγαπούν και χρειάζονται: αριθμούς. Το κάνει, όμως, όταν περιγράφει τις βιοϊστορίες διάφορων πτηνών και θηλαστικών» (σ. 289).

O Λερουά εκθέτει τις ιστορικές προϋποθέσεις, φωτίζει την προσωπικότητα του Σταγειρίτη και ακολουθεί τα βήματα που οδήγησαν στην επινόηση της επιστήμης. Ωστόσο δεν πρόκειται ούτε για κάθετη ρήξη ούτε για παρθενογένεση ούτε για ασυνέχεια με την παράδοση, και αυτό φροντίζει να το επισημάνει επανειλημμένως ο συγγραφέας, κυρίως στα σημεία όπου πραγματεύεται τον διάλογο του Αριστοτέλη με τη φιλοσοφική και επιστημονική σκέψη που προηγήθηκε, με την πρώιμη ελληνική φιλοσοφία, την ιατρική παράδοση, τον Πλάτωνα, τους σοφιστές. Ο Αριστοτέλης, αν και στέκεται κατά το πλείστον κριτικά απέναντί τους, χτίζει τη φιλοσοφία και την επιστήμη με υλικό των προγενέστερων και έτσι συμπυκνώνει την αρχαία ελληνική σκέψη συνολικά. Παραθέτει και αναλύει τις απόψεις όσων προηγήθηκαν, διακρίνει τι έχει ειπωθεί σωστά και τι εσφαλμένα, και διαγιγνώσκει ποια είναι τα αδιέξοδα στα οποία η δική του θεωρία πρέπει να δώσει απαντήσεις. Όπως παρατηρεί στον πρόλογο της ελληνικής έκδοσης ο Στασινός Σταυριανέας, «ο ίδιος ο Αριστοτέλης είναι σε μεγάλο βαθμό εκείνος που συνθέτει την αφήγηση της εξέλιξης αυτής της παράδοσης. Και αυτό γιατί στις περισσότερες πραγματείες του προτάσσει μια ιστορία των βασικών ερωτημάτων που η παράδοση αφήνει ανοιχτά και αναπάντητα, ενώ ταυτόχρονα αξιολογεί τις διαφορετικές απαντήσεις που έχουν δοθεί από τους προγενέστερους για να καταλήξει στα αδιέξοδα της θεώρησής τους, δηλαδή σε κάποια αινίγματα ή, με τον όρο του Αριστοτέλη, απορίες, που μένουν ανεπίλυτα, αινίγματα τα οποία μια θεωρία θα πρέπει να απαντά ικανοποιητικά. Στο βιβλίο του ο Λερουά εκθέτει και περιγράφει με λεπτομέρεια τις απορίες που παραλαμβάνει ο Αριστοτέλης από τους προγενέστερους [Εμπεδοκλής, Δημόκριτος, Ιπποκράτης, ιατρική σχολή της Κνίδου κ.ά.] και δείχνει πώς η ανάγκη απάντησής τους συμβάλλει στην ανάδυση της αριστοτελικής επιστήμης. Ο αναγνώστης, λοιπόν, έχει να μάθει πολλά από το βιβλίο αυτό και για τις δυο πλευρές της τομής, και ουσιαστικά για την αρχαία ελληνική σκέψη στο σύνολό της» (σ. ΧΙΙΙ). Από την άλλη ο Λερουά θα συνδέσει τη σκέψη του Αριστοτέλη με την πορεία που θα ακολουθήσει στη συνέχεια και με τα πορίσματα της νεότερης βιολογικής επιστήμης (Λινναίος, Δαρβίνος, Κιβιέ, Μένταγουορ κ.ά.), θα καταπιαστεί με την υποδοχή της αριστοτελικής σκέψης όσο και με τις σημερινές επιστημονικές εξηγήσεις στα ερωτήματα και στα θέματα που πρώτος ο Αριστοτέλης αναγνώρισε και εξέθεσε. Έτσι το βιβλίο θα κεντρίσει και αναγνώστες που τα ενδιαφέροντα ή το κίνητρό τους αφορούν την ίδια την ιστορία, τη φιλοσοφία και τη μεθοδολογία της επιστήμης, τη διαμόρφωση των επιστημονικών και των φιλοσοφικών ερωτημάτων ανά τους αιώνες, και όχι ειδικά ή αποκλειστικά την αρχαία σκέψη (σ. XIV). Πρόκειται ομολογουμένως για ένα πυκνό σε περιεχόμενο και πολυεπίπεδο έργο που κινείται ταυτοχρόνως σε διαφορετικές κατευθύνσεις και ποικίλα επιστημονικά-ερευνητικά πεδία.

 

Armand Marie Leroi

 

ΙΙΙ. Ωστόσο υφίσταται μια πτυχή των έργων του Αριστοτέλη που πραγματεύονται τα ζώα η οποία ίσως δεν έχει αναδειχθεί όσο θα έπρεπε από τον Λερουά, μολονότι σε κάποιο βαθμό έρχεται στο προσκήνιο στο κεφάλαιο «Κόσμος». Πρόκειται για τη σχέση μεταξύ των ανθρώπινων και των υπόλοιπων ζώων η οποία στην αριστοτελική προοπτική είναι ιεραρχική, αν και όχι με τόσο απόλυτο τρόπο, όπως συνήθως παρουσιάζεται. Αυτή η αντίληψη άσκησε μεγάλη επιρροή σε μεταγενέστερους στοχαστές και ορισμένες απόψεις του Σταγειρίτη αποτελούν το κόκκινο πανί για τους αντιειδιστές και γενικότερα για όσους αγωνίζονται για τα δικαιώματα των ζώων· σε αντίθεση με ό,τι συμβαίνει με τον Θεόφραστο, ο οποίος αποτελεί σημείο αναφοράς για το κίνημα υπέρ των ζώων – δίχως να λησμονήσουμε τον απτό κίνδυνο ενός αυθαίρετου αναχρονισμού που υποβόσκει σε μια ανάλογη ερμηνευτική γραμμή. Αν θα ήταν δόκιμο να μιλήσουμε για «περιορισμό», αυτός ενδεχομένως να οφείλεται στο ίδιο το επιστημονικό πεδίο ενδιαφέροντος του συγγραφέα που είναι πρωτίστως η βιολογία και όχι τόσο η ζωοανθρωπολογία ή η ζωική ψυχολογία – μολονότι τα διάφορα πεδία δεν είναι τόσο μακρινά το ένα από το άλλο. Εντούτοις αναμφίβολα ο Αριστοτέλης είναι εκείνος που έθεσε τις βάσεις για ό,τι θα μπορούσαμε να αποκαλέσουμε «συστηματική ζωοψυχολογία» του αρχαίου κόσμου (βλ. τα βιβλία Η και Θ του Περί τα ζώα ιστοριών).

Δεδομένου ότι πρόκειται για ένα ζήτημα που χρήζει ιδιαίτερης και βαθύτερης πραγμάτευσης η οποία ξεφεύγει από το πλαίσιο της παρούσας παρουσίασης, εδώ θα αρκεστούμε να επισημάνουμε ορισμένα σημεία της αριστοτελικής αντίληψης για τη σχέση μεταξύ ανθρώπου και των υπόλοιπων ζώων.

Προφανώς θα έπρεπε να ειπωθούν πολλά για τις ανατομίες του Αριστοτέλη σε βάρος των ζώων, για τη μανία του για ταξινομήσεις («είναι ένας πραγματιστής της ταξινόμησης», σ. 129), για το γεγονός ότι τα θεωρεί μέσα για την εκπλήρωση των ανθρώπινών σκοπών, για μια έλλειψη ευαισθησίας ανάλογης εκείνης που απαντά, για παράδειγμα, στον Θεόφραστο – είναι ενδεικτικό ότι ορισμένοι μελετητές αποδίδουν εξ ολοκλήρου στον τελευταίο το υλικό των βιβλίων Η και Θ του Περί τα ζώα ιστοριών.

Ο Αριστοτέλης λοιπόν ταξινομεί και για να ταξινομήσει δεν διστάζει να πραγματοποιήσει ανατομές. Η ζωοτομία αναδεικνύεται σε μία από τις θεμελιώδεις και πιο καινοτόμες όψεις της βιολογικής γνώσης του Σταγειρίτη, η οποία έμελλε να επηρεάσει καθοριστικά τη μεταγενέστερη επιστημονική σκέψη (όπως, για παράδειγμα, την ιατρική), καθιστώντας παρωχημένο το σύνολο των παραδοσιακών γνώσεων που αφορούσαν το ανθρώπινο και το ζωικό σώμα. Δίχως την αριστοτελική ανατομία πιθανότατα να μην υπήρχε η περίφημη αλεξανδρινή ιατρική σχολή του Ηρόφιλου και του Ερασίστρατου· και δίχως τις σχέσεις μεταξύ οργάνων και λειτουργιών που αυτή η πρακτική κυριολεκτικά απογύμνωνε, ίσως να μην υπήρχε ούτε εκείνη η αντίληψη του σώματος ως θαυμαστού τεκμηρίου της τελεολογικής τελειότητας της φύσης, η οποία από τον ίδιο τον Αριστοτέλη μέχρι τον Γαληνό θα αποτελούσε το πολιτισμικό έμβλημα της αρχαίας βιολογίας: «Φαίνεται ότι πραγματοποίησε ανατομή, στην πραγματικότητα ζωοτομία, στον χαμαιλέοντα, αυτό το όμορφο και φιλικό πλάσμα που εξακολουθεί να ζει στους ελαιώνες της Σάμου» (σ. 53)· «Προφανώς έχει πραγματοποιήσει ανατομή σε χερσαία χελώνα. Βύθισε το μαχαίρι του τουλάχιστον σε μία χελώνα ενώ ήταν ακόμη ζωντανή, γιατί αναφέρει επίσης ότι αν αποκόψουμε την καρδιά της και στη συνέχεια τοποθετήσουμε ξανά το όστρακό της στη θέση του, αυτή θα συνεχίσει να κουνά τα πόδια της. Ο Αριστοτέλης δεν έχει κατοικίδια: έχει δείγματα. Πραγματοποίησε ζωοτομή με έναν ενθουσιασμό που δεν είναι πια της μόδας. “Αφού έχει ανοιχθεί σε ολόκληρο το μήκος του σώματός του, ο χαμαιλέοντας συνεχίζει να αναπνέει για μεγάλο χρονικό διάστημα”. Και τα έντομα φαίνεται ότι είναι ικανά να επιβιώνουν παραδόξως για αρκετή ώρα όταν τα κόψουμε στη μέση (μοιάζει να υποθέτει, αναμφίβολα ορθώς, πως οι αναγνώστες του γνωρίζουν ότι οι κότες, οι κατσίκες, τα σκυλιά και οι άνθρωποι δεν ζουν αρκετά χωρίς καρδιά). Όλα αυτά μοιάζουν μάλλον κτηνώδη, αλλά ο Αριστοτέλης έχει στοχαστεί προσεκτικά αυτές τις παρατηρήσεις, διότι όταν πραγματοποιεί ζωοτομή αναζητά την έδρα της ψυχής» (σσ. 188-189), μόνο που αυτή η αναζήτηση στοίχιζε ζωές συγκεκριμένων συγγενικών μας πλασμάτων, που σε κάθε περίπτωση ο Αριστοτέλης στην κλίμακα της φύσης τοποθετούσε σε κατώτερη θέση σε σχέση με τον έλλογο άνθρωπο: «Ο Αριστοτέλης χωρίζει την ψυχή στις λειτουργίες της. Η ψυχή όλων των έμβιων όντων διαθέτει ένα θρεπτικό μέρος υπεύθυνο για τη θρέψη –την τροφήν– και οτιδήποτε σχετικό με αυτή, αλλά μόνο η ψυχή των ζώων (και των ανθρώπων) περιλαμβάνει ένα αισθητικό μέρος που ελέγχει την αντίληψη, την όρεξη και τη μετακίνηση (θεωρεί ότι τα φυτά δεν αισθάνονται το περιβάλλον τους ούτε μπορούν να αποκριθούν σε αυτό). Η ανθρώπινη ψυχή έχει επιπλέον και ένα έλλογο μέρος. Αυτά τα υπομέρη της ψυχής είναι συστατικά ενός μεγαλύτερου όλου· είναι υποσυστήματα της ψυχής tout court» (σ. 183).

Ο Αριστοτέλης θέλει να μελετήσει και να κατανοήσει τα έμβια όντα. Και, για να το πετύχει, «πρέπει να τα κατατεμαχίζουμε, μέχρι τα μικρότερα κομμάτια από τα οποία αποτελούνται. Αλλά αφού κάνουμε κάτι τέτοιο, πρέπει να επανασυνδέουμε τα μέρη τους, γιατί μόνο τότε κατανοούμε πραγματικά πώς λειτουργούν» (σ. 200). Αλλά τα έμβια που διαμελίζουμε δεν είναι μηχανές, για να μπορούμε στη συνέχεια να τα επανασυνδέσουμε… Μήπως τελικά ήταν πάρα πολύ υψηλό το τίμημα που έπρεπε να πληρώσουν τα υπόλοιπα ζώα στον βωμό της ανθρώπινης περιέργειας ή «γνώσης;

Επιπροσθέτως είναι δύσκολο να προσπεραστεί ό,τι ο Μάριο Βετζέτι αποκάλεσε «η αμφίσημη ευφυΐα» της αριστοτελικής προσέγγισης του ζώου: αν από τη μια τα ζώα «απελευθερώθηκαν» από τη μυθική θεώρησή τους και παραδόθηκαν ορατά πλέον στο βλέμμα της επιστημονικής γνώσης, από την άλλη ο Αριστοτέλης εκμηδένισε την αυτονομία τους, «υποβιβάζοντάς» τα σε τεκμήρια-«δείγματα» των ανατομικών-φυσιολογικών μελετών. Η θεμελίωση της επιστημονικής ζωολογίας στην ανατομία του ζωικού πτώματος συνεπαγόταν σε μεγάλο βαθμό τον εξοβελισμό από το πεδίο της των γνώσεων που αφορούσαν το ζωντανό ζώο, τη συμπεριφορά του, την ψυχολογία του. Από την άποψη αυτήν η αριστοτελική επιστήμη συνδεόταν με την ανθρωπολογία και την ηθική, με τη συγγένεια που αυτές επέβαλλαν μεταξύ ζώου και δούλου, λόγω της κοινής ψυχικής αποστέρησης και με το γεγονός ότι αμφότεροι τίθενται στην υπηρεσία του ανθρώπου: δεν συνιστούν παρά μέσα για την εκπλήρωση των δικών του σκοπών, σύμφωνα με όσα υποστηρίζονται στα Πολιτικά, σε καταφανή αντίθεση με τη ζωολογική θεωρία, από την οπτική της οποίας κάθε έμβιο είδος δεν έχει άλλο σκοπό παρά την αναπαραγωγή του και κάθε μορφή ζωής είναι κατάλληλη για το είδος ζωής που διάγει και για το ενδιαίτημα εντός του οποίου τη διάγει.

Για τον Αριστοτέλη, ο οποίος οικοδομούσε τον στοχασμό του στην αντίθεση μεταξύ διανοητικής ζωής και ζωικής (φυτικής και αισθητικής) ζωής, η υπόθεση κάποιας μορφής «συμβίωσης» και «κοινότητας» με τα ζώα και τους δούλους θα ισοδυναμούσε με υποβιβασμό του ανθρώπινου, με την απώλεια της υπεροχής του και του ανώτερου προορισμού του. Επιπροσθέτως η εξομοίωση ζώου και δούλου θεμελιώνεται στην κατηγορηματική διαπίστωση πως αμφότεροι «δεν έχουν δικαίωμα ούτε στην ευτυχία ούτε στην ελευθερία» (Πολιτικά, Γ΄, 1280a).

Στην πυραμίδα της φύσης, μολονότι ο Αριστοτέλης είναι διατεθειμένος να παραχωρήσει στο ζώο ορισμένες ικανότητες ή άλλες γνώσεις χρήσιμες για την επιβίωσή του και κάποιον συναισθηματικό κόσμο, αυτά στην καλύτερη περίπτωση μπορούν να το υψώσουν μέχρι το επίπεδο του νάνου (νανώδες), του μικρού παιδιού, δηλαδή το ζώο ως «αιώνιο παιδί» («νάνοι γάρ εἰσι τὰ παιδία πάντα») (βλ. Περί ζώων μορίων, Δ΄, 10, 686b και Των περί τα ζώα ιστοριών, Η΄, 1, 588a.). Το ζώο-παιδί επιτρέπει στον Αριστοτέλη και στους περιπατητικούς ένα ικανοποιητικό πέρασμα μεταξύ ανθρώπου και ζώου, αλλά η ανωτερότητα του ανθρώπινου ζώου σε καμία περίπτωση δεν αμφισβητείται: αυτό καταλαμβάνει το υψηλότερο σκαλί μιας κλίμακας συνέχειας η οποία επιτρέπει –χάρη στη μεσολάβηση της εικόνας του μικρού παιδιού– μια σύγκριση της ζωικής ψυχολογίας εντός ενός πλαισίου σχετικά ομοιογενών αξιών. Αν με τον τρόπο αυτόν και το ανθρώπινο ζώο αισθάνεται λιγότερο μόνο στον μεγάλο άτλαντα του φυσικού κόσμου –καθώς στη φύση δεν φαίνεται να υπάρχει κάποια λύση της συνέχειας– στο ζώο –είτε ως δούλος είτε ως νάνος είτε ως μικρό παιδί– δεν απομένει παρά μια κατώτερη βαθμίδα στη scala naturae.

IV. Η ελληνική έκδοση της Λιμνοθάλασσας είναι κάτι παραπάνω από αξιέπαινη. Δεν είναι μόνο ότι η μετάφραση (Αιμιλία-Αλεξάνδρα Κρητικού και Έμιλυ Κρητικού) αποδίδει με τον καλύτερο τρόπο το οδοιπορικό του Αρμάν Μαρί Λερουά στα χνάρια του Σταγειρίτη, αλλά κατορθώνει επίσης να καταστήσει οικεία και θέματα που ίσως θεωρούνται αμιγώς επιστημονικά, και μάλιστα με τρόπο εύληπτο για το σύγχρονο αναγνωστικό κοινό. Έτσι η βιολογία αποδεικνύεται μια σπουδαία ευκαιρία για να επισκεφτούμε τον βίο και την πνευματική ανάπτυξη του Αριστοτέλη, να μοιραστούμε τους τόπους όπου έδρασε και δίδαξε, να τον φανταστούμε να διαβιεί σε ένα περιβάλλον και να το περιεργάζεται, να διερωτάται, να προτείνει και να δοκιμάζει μεθόδους μελέτης. Με δύο λόγια, βρισκόμαστε μπροστά σε έναν «ζωντανό Αριστοτέλη» και τούτο είναι ασφαλώς σε μεγάλο βαθμό επίτευγμα του συγγραφέα, αλλά και των μεταφραστριών, καθώς ένας άπειρος και βιαστικός μεταφραστής μπορεί να καταστρέψει ακόμη και το ποιητικότερο των ποιημάτων! Εδώ όμως ο συγγραφέας και ο εκδότης ευτύχησαν και ο αναγνώστης δεν βρίσκεται αντιμέτωπος με ένα ακόμη στεγνό επιστημονικό σύγγραμμα, αλλά με ένα αφήγημα που έχει τις αρετές ενός καλού μυθιστορήματος, μιας ζωντανής βιογραφίας και ενός ταξιδιωτικού οδοιπορικού. Επιπροσθέτως το βιβλίο, εκτός από βιβλιογραφία και σημειώσεις, περιέχει πλήθος επεξηγηματικών σχεδίων, χάρτες, φωτογραφίες, γλωσσάρια και παραρτήματα που καθιστούν ακόμη πιο εποικοδομητική την ανάγνωση. Θα μπορούσαμε να αρκεστούμε στα συγχαρητήρια, αν και αυτό μάλλον θα περιόριζε την αξία της έκδοσης. Σε κάθε περίπτωση ο Έλληνας αναγνώστης διαθέτει πλέον τον καλύτερο οδηγό που θα μπορούσε ποτέ να έχει, ώστε να πλησιάσει και να γνωρίσει τα βιολογικά-ζωολογικά κείμενα του Αριστοτέλη.

 

 

* O Παναγιώτης Τσιαμούρας είναι διδάκτωρ Φιλοσοφίας Πανεπιστημίου Ιωαννίνων. Από τις εκδόσεις Κυαναυγή κυκλοφορεί το βιβλίο του Για μια φιλοσοφία της ζωότητας. Aπό το ανοιχτό στην απελευθέρωση των ζώων (2021).

 

 

 

The post Ο Αριστοτέλης ως βιολόγος first appeared on Fractal.


Viewing all articles
Browse latest Browse all 627

Trending Articles