Του Γεωργίου Νικ. Σχορετσανίτη //
Έντουαρντ Νιούχαουζ (1911-2002)
Κατά κοινή παραδοχή, ο σύγχρονος κόσμος μας είναι σε μεγάλο βαθμό εξαρτώμενος από πολλές και καθοριστικές μεταβλητές, μια από τις οποίες είναι και η κατάσταση της διεθνούς οικονομίας. Έτσι, όταν το χρηματιστήριο της Αμερικής κατρακύλησε πάλι στα 2008, κάποια πράγματα έδειχναν ότι ξαναέπαιρναν την κατιούσα για πολλούς πολίτες και κοινωνίες, μέσα στους οποίους περιλαμβάνονταν αναγκαστικά και οι συγγραφείς. Αν οδεύσουμε χρονικά λίγο προς τα πίσω, θα θυμηθούμε πως εκείνο το σημαδιακό χρηματιστηριακό κραχ που ξεκίνησε στις 24 Οκτωβρίου του 1929, έναν αιώνα πριν, έδωσε το έναυσμα για μια παγκόσμια οικονομική δυσπραγία, μια δυσάρεστη κατάσταση που διήρκεσε από ένα μέχρι και δέκα χρόνια σε διάφορες χώρες του κόσμου. Επρόκειτο για τη μεγαλύτερη οικονομική ύφεση της σύγχρονης ιστορίας, η οποία χρησιμοποιείται ακόμα και σήμερα ως κλασσικό παράδειγμα και ταυτοχρόνως ως μέτρο σύγκρισης για το πόσο οδυνηρή μπορεί να αποδειχτεί για τις διάφορες κοινωνικές ομάδες μια τέτοιου μεγέθους οικονομική λαίλαπα. Ενδιαφέρον, όμως, είναι από ιστορικής σκοπιάς το γεγονός ότι το τέλος της κρίσης στις ΗΠΑ ταυτίστηκε με την άνοδο στην εξουσία κάποιων χωρών δημαγωγών και εθνικιστών ηγετών, καθώς και το έναυσμα της πολεμικής οικονομίας του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου, γύρω στο 1939.
Το 1932, γράφτηκε στην Αμερική ένα μυθιστόρημα με τίτλο ‘Δεν μπορείς να κοιμηθείς εδώ’ (You Can’t Sleep Here), από έναν εικοσάχρονο Ούγγρο μετανάστη, με το όνομα Έντουαρντ Νιούχαουζ. Το βιβλίο του αφηγείται την ιστορία ενός νεαρού δημοσιογράφου εφημερίδας που απολύθηκε κατά τις πρώτες μέρες της Μεγάλης Ύφεσης και ο οποίος αναγκάζεται να κοιμάται σε μια αυτοσχέδια πρόχειρη σκηνή κατά μήκος του Ανατολικού ποταμού (East River) και να κάνει ντους σε χώρους της Δημόσιας Βιβλιοθήκης της Νέας Υόρκης. Ο κύριος χαρακτήρας του μυθιστορήματος παρατηρεί και αναγνωρίζει την αξία του Κομμουνιστικού Κόμματος ως μέσο για να βοηθήσει όσους έχασαν τη δουλειά τους λόγω των συνθηκών και αγωνίζονται εναγωνίως να βρουν στοιχειώδη ποσότητα τροφής και κάποια ασφαλή στέγη για ύπνο.
Ο Έντουαρντ Νιούχαουζ (Edward Newhouse, 1911-2002) ήταν διηγηματογράφος που ανήκε στο προσωπικό του ‘The New Yorker’. Γεννήθηκε στην Ουγγαρία και ήταν παντρεμένος με την Ντόροθι Ντιλέι (Dorothy DeLay, 1917-2002). Έγραψε μερικά προλεταριακά μυθιστορήματα την δεκαετία του 1930 και πολλές σύντομες ιστορίες σχετικά με τη ζωή όπως αυτή διαμορφωνόταν στο ευρύτερο περιβάλλον του και δουλεύοντας σχεδόν τριάντα χρόνια για λογαριασμό του New Yorker. Συνάμα, υπήρξε φίλος με πολλούς από τους λογοτεχνικούς γίγαντες του εικοστού αιώνα. Τα γραπτά του, από το 1929- 1965, ήταν χρήσιμα τόσο για την κατανόηση της ριζοσπαστικής νοοτροπίας όσο και ως παράδειγμα της ύστερης εκδήλωσης του αμερικανικού λογοτεχνικού ρεαλισμού. Αποσύρθηκε από μια εντυπωσιακή, για πολλούς λόγους, λογοτεχνική καριέρα το 1965. Στη δεκαετία του ’30, ο Έντουαρντ Νιούχαουζ γράφοντας ένα ‘αριστερό’ στην ουσία μυθιστόρημα, το προαναφερόμενο ‘You Can’t Sleep Here’, οδήγησε ορισμένους κριτικούς να τον χαιρετίσει ως τον ‘προλεταριακό Χέμινγουεϊ’! Δύο χρόνια αργότερα, η ιστορία του για έναν κομμουνιστή (This Is Your Day), καθιέρωσε ακόμα περισσότερο την ικανότητά του και την κλίση του στην απαιτητική συγγραφή. Υπήρξε στενός συνεργάτης και στο ‘New Masses’ (1912-1948), ένα αμερικανικό μαρξιστικό περιοδικό συνδεδεμένο με το Κομμουνιστικό Κόμμα των ΗΠΑ, αλλά ταυτόχρονα ήταν απασχολημένος με τη συγγραφή διηγημάτων για τον New Yorker, όπως ήδη είπαμε.
Στο μυθιστόρημα ‘Το κοίλο του κύματος’ (The Hollow of the Wave, 1950), ο συγγραφέας έχει ξεπεράσει τη γραμμή του κόμματος, αλλά φαίνεται να έχει χάσει την κατεύθυνσή του στην μυθιστοριογραφία. Ο Νηλ Μίλερ, ο ήρωας και ο αφηγητής του, είναι ένας κυνικός πρώην πλανόδιος και άστεγος που εργάζεται σε εκδοτικό οίκο της Νέας Υόρκης, με απώτερο σκοπό να εξοικονομήσει χίλια δολάρια και να φύγει μακρυά με ένα πλοίο. Ο Λάρι, ο εκδότης, είναι ένας σοβαρός, αξιοπρεπής, καλόβουλος νεαρός εκατομμυριούχος που θέλει να εκδώσει καλά βιβλία, αλλά λόγω του χαρακτήρα του, τού επιβάλλεται πλήρως το αριστερών πολιτικών αποκλίσεων προσωπικό του. Σχεδόν όλοι οι κύριοι χαρακτήρες είναι απελπιστικά νευρωτικοί, δεν έχουν στόχους στη ζωή τους, ούτε μέσα στην οικογένειά τους. Οι άνδρες αδυνατούν να κρατήσουν τις γυναίκες τους και αυτές να παραμείνουν πιστές στους συζύγους τους. Όταν τόσο ο Νηλ όσο και ο Λάρι επιστρατευτούν λόγω του πολέμου, αμφότεροι βρίσκουν στον πόλεμο κάτι να πιστέψουν για πρώτη φορά! Αργότερα, ο Νηλ μένει στις τάξεις του στρατού λόγω ελλείψεως άλλων ενδιαφερόντων, ενώ ο Λάρι βλέπει τον εκδοτικό του οίκο να ελέγχεται πλήρως από τους κομμουνιστές, με εμφανή απόγνωση. Το βιβλίο τελειώνει με την ερώτηση του Λάρι: ‘Τι κάνουμε εδώ, εσύ και εγώ;’. Το μυθιστόρημα ‘Το κοίλο του κύματος’ στην ουσία αποτυγχάνει να εξηγήσει το κοινωνικό δίλημμα των περιπλανώμενων χαρακτήρων του και δεν μπορεί να φωτίσει τις πηγές της ατομικής τους απόγνωσης.
Στο μυθιστόρημα, ‘Δεν μπορείς να κοιμηθείς εδώ’ (You Can’t Sleep Here), ο δημοσιογράφος βαδίζει πάνω κάτω στις άκρες του Σέντραλ Παρκ με την ανατολή του ήλιου, ελπίζοντας να ρίξει μια πρώτη και γρήγορη ματιά στις αγγελίες που αναζητούσαν εργάτες, πριν από χιλιάδες άλλους, επίσης, άνεργους. Μια ήρεμη απόγνωση μαζί με κάποια υφέρπουσα αποδοχή της δημιουργηθείσας κατάστασης διαπερνούσε κάθε γραμμή της ιστορίας αυτής του Έντουαρντ Νιούχαουζ. Η ανεργία στις ΗΠΑ την ώρα που ο Νιούχαουζ έγραφε το μυθιστόρημά του, έφτανε στο 25%, η οικονομική καταστροφή οδηγούσε σε ένα άνευ προηγουμένου κλείσιμο εκατοντάδων περιοδικών και εφημερίδων, ενώ την ίδια στιγμή και οι προϋπολογισμοί των βιβλιοθηκών για αγορές βιβλίων μειώνονταν σε μηδενικά σχεδόν επίπεδα. Όπως είναι ευνόητο, με αυτή την υψηλή ανεργία, οι εργοδότες είχαν την ευχέρεια και την ευκαιρία να χειραγωγούν τους εργαζόμενους με περισσή ευκολία στην διαπραγμάτευση των γνωστών συνθηκών που τους αφορούσαν. Έξω από τα γραφεία ευρέσεως εργασίας υπήρχαν ουρές ανδρών που φορώντας κοστούμια περίμεναν κάποιες καλύτερες στιγμές στην εργασιακή τους ανέχεια. Στο ‘Δεν μπορείς να κοιμηθείς εδώ’, ο νεαρός ήρωας του μυθιστορήματος αγωνίζεται να ζήσει αποκλειστικά ως συγγραφέας. Η ιστορία ακούγεται αστεία, αλλά η κατάσταση δεν ήταν καθόλου τέτοια, έγραφε ο Έντουαρντ Νιούχαουζ, καθώς ο ήρωάς του έχει τελειώσει μια άλλη ιστορία που δεν μπορεί όμως να την δει δημοσιευμένη και φυσικά με έναν τρόπο επικερδή.
Όμως να πούμε, με την ευκαιρία, πως και στην οικονομική κρίση της τελευταίας δεκαετίας του εικοστού πρώτου αιώνα, πολλοί συγγραφείς βρέθηκαν στην ίδια κατάσταση με τότε, και πολλές θέσεις που διαφημίζονταν ήταν σε μεγάλο βαθμό αναξιόπιστες, δεν είχαν καμία σχέση με το γράψιμο και το χειρότερο ήταν μερικής απασχόλησης προσφέροντας στους ενδιαφερόμενους σημαντικά μειωμένες αμοιβές. Πολλοί χαρακτήρισαν όλους αυτούς τους συγγραφείς ‘γενιά κρίσης’. Στις ΗΠΑ, οι θέσεις εργασίας σε εφημερίδες και περιοδικά που καταργήθηκαν ποτέ δεν αντικαταστάθηκαν, ενώ οι περισσότερες βιβλιοθήκες μείωσαν τον προϋπολογισμό τους ήδη από το 2011, δραστικά. Το βιβλίο του Έντουαρντ Νιούχαουζ, που γράφτηκε τόσα δεκαετίες πριν, στην μακρυνή δεκαετία του 1930, φάνταζε τώρα δραματικά σύγχρονο και επίκαιρο!
Το 1938, ένα βιβλίο με το όνομα ‘New York Panorama’ κατέγραψε επίσης παρόμοιες καταστάσεις που συνέβησαν κατά τη διάρκεια της Μεγάλης Ύφεσης, με πολλούς συγγραφείς να φτάνουν στα όρια της λιμοκτονίας. Η πολύξερη ιστορία βέβαια συνεχίζοντας, λέει πως ο Χένρι Φορντ μέσα σε εκείνη την οικονομική συγκυρία κατάφερε και έχτισε μια δυναμική αυτοκρατορία αυτοκινήτων στην πλάτη ενός μη συνδικαλισμένου εργατικού δυναμικού. Οι συγγραφείς δεν είχαν επίσης όραμα, και χωρίς αυτό οι άνθρωποι, ισχυρίζεται η εν λόγω επιστήμη, χάνονται! Ο Έντουαρντ Νιούχαουζ βρήκε επιτέλους δουλειά, το καλοκαίρι του 1933. Ένα περιοδικό με τίτλο ‘The New Masses’ ανέθεσε στον νεαρό ρεπόρτερ να γράψει διάφορες ιστορίες. Το εν λόγω περιοδικό κυκλοφόρησε για πρώτη φορά το 1926, μέχρι το 1948, και ήταν μια πρώιμη διέξοδος για ριζοσπάστες συγγραφείς και εργαζόμενους συνδικαλιστές. Μέσα απ’ αυτό, εκείνη την εποχή, αναδύθηκαν μερικές από τις πιο διάσημες φωνές που γνώρισε ο κόσμος αργότερα, συμπεριλαμβανομένων των Άπτον Σίνκλερ (Upton Sinclair, 1878-1968), Ρίτσαρντ Ράιτ (Richard Wright, 1908-1960) και Λάνγκστον Χιουζ (Langston Hughes, 1902-1967). Ενώ το περιοδικό ξεκίνησε ως μηνιαίο, αργότερα έγινε εβδομαδιαίο κατά τη διάρκεια της ύφεσης, σε μια φιλόδοξη προσπάθεια να προσεγγίσει τη νέα γενιά. Για μια πρώτη εξωτερική ανάθεση, το περιοδικό έστειλε τον Νιούχαουζ στα άθλια και καταχθόνια βάθη του ξενοδοχείου Commodore για να καλύψει μια απεργία εργαζομένων. Εκείνη την εποχή, το πολυτελές ξενοδοχείο ήταν το μεγαλύτερο στη γειτονιά του Γκραντ Σέντραλ, με προσωπικό που δούλευε σε ένα υπόγειο συγκρότημα σε βάθος πέντε ορόφων, με τον υπόγειο σιδηρόδρομο δίπλα στα κεφάλια τους. Οι ιδιοκτήτες εγκατέστησαν ένα τεράστιο σύστημα κλιματισμού, ένα σύγχρονο θαύμα που ψύχραινε τα δάπεδα πάνω από το έδαφος. Ωστόσο, στα έγκατα του ξενοδοχείου, το σύστημα ψύξης εκτόξευε θανατηφόρα αέρια κατευθείαν στο μη αεριζόμενο συγκρότημα των πλυντηρίων. Εκεί ο Έντουαρντ Νιούχαουζ, είδε και κατέγραψε πολλά δυσάρεστα συμβάντα μετά από εισπνοή αναθυμιάσεων σε εργαζόμενους οι οποίοι κέρδιζαν πολύ λίγα δολάρια ημερησίως. Στις απεργίες που ακολούθησαν, ο Έντουαρντ Νιούχαουζ ήταν και πάλι παρών, κατέγραφε τα γεγονότα, καθώς και την συμπεριφορά των αστυνομικών του ξενοδοχείου στους εργαζόμενους, πολλές φορές μάλιστα με τις ανάλογες ηχογραφήσεις. Ήταν, στην ουσία, ένας νέος συγγραφέας που βρήκε την οργισμένη του φωνή σε μια πραγματικά δύσκολη εποχή. Παράλληλα, άρχισε να εργάζεται και στην εφημερίδα ‘The Daily Worker’, ένα έντυπο που εκδιδόταν στη Νέα Υόρκη από το Κομμουνιστικό Κόμμα των ΗΠΑ, φτάνοντας έτσι σε ένα ανεκτό εισόδημα. Η ‘The Daily Worker’ ιδρύθηκε, να υπενθυμίσουμε, από Αμερικανούς Κομμουνιστές στο Σικάγο, αλλά το 1927 οι συντάκτες μετέφεραν την έδρα στη Νέα Υόρκη. Όμως, όπως έλεγε αργότερα, το μεγαλύτερο μέρος της δραστηριότητας του Νιούχαουζ στο κομμουνιστικό κίνημα είχε κατά βάση λογοτεχνική χροιά.
Μέσα σε ένα χρόνο, οι απεργίες στη Νέα Υόρκη είχαν εξαπλωθεί σε αγρότες, στα εργοστάσια και μάλιστα ήταν έτοιμοι να απεργήσουν και οι περισσότεροι υπάλληλοι των διαφόρων υπηρεσιών και γραφείων. Τον Ιούνιο του 1934, ο Νιούχαουζ προσχώρησε σε μια ομάδα εργαζομένων και σε μια από τις πρώτες απεργίες της εκδοτικής βιομηχανίας, ενώ στρατοπέδευσαν στη γωνία της Τέταρτης Λεωφόρου και 27ης Οδού, για την απόλυση ενός λογιστή που ήταν μέλος της Ένωσης των Εργαζομένων των Γραφείων. Η συνέχεια υπήρξε αρκούντως καταλυτική. Κι’ άλλοι υπάλληλοι βγήκαν στα πεζοδρόμια, δημιουργώντας μια αναπάντεχη δημόσια σκηνή σε αυτή την πολυσύχναστη γειτονιά. Οι απεργοί είχαν έναν μακρύ κατάλογο απαιτήσεων, μερικές από τις οποίες συγκρίνονται με αρκετές στοιχειώδεις σημερινές. Σε αυτές περιλαμβάνονταν περιληπτικά: Κάθε κατάχρηση, ύβρις, κακοποίηση και τυραννία εκ μέρους των εργοδοτών πρέπει να σταματήσει. Πρέπει να επιτρέπεται στους εργαζόμενους να κάνουν χρήση επαρκούς ηλεκτρικού φωτός. Άμεση εγκατάσταση ηλεκτρικών ανεμιστήρων σε περίπτωση που ο καιρός είναι ζεστός. Οι εργαζόμενοι που βρίσκονται σε αναρρωτική άδεια για περίοδο έως δέκα ημερών πρέπει να λαμβάνουν πλήρη αμοιβή. Καμία απόλυση χωρίς προειδοποίηση δύο εβδομάδων ή αποζημίωση μιας εβδομάδας. Οι εργαζόμενοι που απασχολούνται από την εταιρεία για ένα έτος ή περισσότερο πρέπει να δικαιούνται και να λαμβάνουν διακοπές δύο εβδομάδων. Αρχικά υπήρξαν οι αναμενόμενες αντιδράσεις από μέρους των εργοδοτών, αλλά η συμμετοχή σε αυτή και ικανού αριθμού συγγραφέων διευκόλυνε κάπως τα πράγματα. Ένα πλήθος διαδηλωτών μπλόκαρε την κίνηση της Τέταρτης Λεωφόρου και προσέλκυσε σμήνη δημοσιογράφων, αλλά πολλοί συγγραφείς συνελήφθησαν.
* * * * *
Ο ποιητής και μυθιστοριογράφος Μάξγουελ Μποντενχάιμ (Maxwell Bodenheim, 1892–1954) περιέγραψε την κατάσταση που βίωνε εκείνη η περιοχή γύρω από την Πλατεία Μάντισον, στη διασταύρωση της Πέμπτης λεωφόρου και της Μπρόντγουεϊ, την γνωστή τότε γειτονιά των εκδοτών, στο μυθιστορηματικό του βιβλίο, ‘Slow Vision’ (1933). Η αστυνομία έστειλε τους συγγραφείς και τους συντάκτες που συνελάμβανε για δύο ώρες στη φυλακή, τραγουδώντας τον Εθνικό Ύμνο των ΗΠΑ, στα κελιά πριν προσαχθούν στο δικαστήριο από το οποίο τελικά αθωώθηκαν με το σκεπτικό ότι είχαν απλώς καταλάβει ειρηνικά το οδόστρωμα.
Ο Μάξγουελ Μποντενχάιμ, στα 1935, ανάμεσα σε απεργούς συγγραφείς.
Το μυθιστόρημα του Μάξγουελ Μπόντενχαϊμ ‘Αργό όραμα’ (Slow Vision) σκιαγραφεί ένα νεαρό ζευγάρι μέσων Αμερικανών που παρασύρθηκε από τους εργατικούς αγώνες και αναγκάστηκε σε οδυνηρή διαβίωση, περιγράφοντας την σταδιακή αποδοχή των εργατικών συνδικάτων από τους πρωταγωνιστές και τις ψυχολογικές, φιλοσοφικές και πολιτικές δοκιμασίες που οδήγησαν σε κάποιες συμπαθείς σχέσεις με τον σοσιαλισμό και τον κομμουνισμό. Έτσι εγκαινιάζεται το ‘αργό όραμά’ τους, μια υποβόσκουσα κατανόηση των εκδηλώσεων των αριστερών κινημάτων με ιδιαίτερη σημασία για το κλίμα των πρώτων δεκαετιών του καινούργιου αιώνα που διάγουμε σήμερα. Οι εκδόσεις εκείνες των βιβλίων του Μπόντενχαϊμ, δεκατρία μυθιστορήματα και εννέα συλλογές με στίχους, φυσικά είναι εξαντλημένες και δυσεύρετες. Ορισμένα βιβλία αναβίωσαν στα τέλη της δεκαετίας του 1940 έως τα μέσα της δεκαετίας του 1950 ως φτηνά αντίτυπα, αφού ο Μπόντενχαϊμ είχε χάσει τα δικαιώματα του έργου του.
Για να επανέλθουμε στα γεγονότα εκείνης της εποχής, την επόμενη μέρα, η διαμαρτυρία διογκώθηκε, με καινούργιους διαδηλωτές να συλλαμβάνονται, έως ότου άρχισαν οι διαπραγματεύσεις μεταξύ της εταιρείας και της Ένωσης Εργαζομένων των Γραφείων (Office Workers Union). Όλοι γνώριζαν τότε ότι η εποχή της Ύφεσης δικαιολογούσε μαζικές απολύσεις και κάθε είδους καταχρήσεις στο χώρο εργασίας. Ως απόδειξη της εξουσίας των εργοδοτών, μόνο το μισό προσωπικό της μικρής εταιρείας Macaulay είχε απεργήσει, τη στιγμή που το άλλο μισό συνέχισε να εργάζεται κανονικά. Η εταιρεία προσέλαβε γρήγορα προσωρινούς εργαζόμενους από την πλημμύρα των ανέργων για να γεμίσει τις κενές θέσεις των απεργών. Κάτι ανάλογο βέβαια έγινε και κατά την οικονομική κρίση της πρώτης δεκαετίας του εικοστού πρώτου αιώνα, όπως είπαμε και παραπάνω, η οποία σημάδεψε πολλούς εργαζόμενους συγγραφείς που ανήκαν σε μια άτυχη γενιά που βρισκόταν συμπιεσμένη μεταξύ της ξέφρενης τεχνολογικής αλλαγής και της οικονομικής κατάρρευσης, δεδομένου ότι μικρό μόνον ποσοστό των εργαζομένων είχαν υποστήριξη συνδικαλιστικών οργανώσεων, νομική προστασία και δικαιώματα στο χώρο της εργασίας.
Τον Σεπτέμβριο του 1934, ο πρόεδρος της εταιρείας Macaulay απέλυσε τρεις ηγέτες συνδικάτων που εργάζονταν στον εκδοτικό του οίκο, πυροδοτώντας ακόμη μεγαλύτερο κύμα διαμαρτυριών. Ο Έντουαρντ Νιούχαουζ συμμετείχε στις σχετικές διαδηλώσεις και πάλι. Το τηλεγράφημα της επιτροπής απεργίας στάλθηκε απευθείας στον Πρόεδρο Ρούσβελτ, όπου τού ζητούσαν θερμά να τους βοηθήσει και να επιβάλλει την εγγύησή του στους εργαζόμενους της χώρας. Μέσα σε λίγες μέρες, άλλοι συγγραφείς ζήτησαν μποϊκοτάζ του συγκεκριμένου εκδότη. Ο γνωστός μυθιστοριογράφος Τζον Ντος Πάσος (John Dos Passos, 1896-1970), με τη σειρά του, πήρε ενεργό μέρος στην όλη υπόθεση, εκφράζοντας την υποστήριξή του από το Λος Άντζελες, μαζί με δεκατρείς άλλους συγγραφείς, προτρέποντας όλους να διακόψουν τις σχέσεις με την συγκεκριμένη εταιρεία έως ότου αποκατασταθούν οι σχετικές της δραστηριότητες και συμπεριφορές. Σε όλους αυτούς προστέθηκαν σύντομα και υπάλληλοι άλλων γνωστών εκδοτικών οργανισμών της πόλεως. Φυσικά η διαμάχη συνεχίστηκε με κέρδη εκατέρωθεν, αλλά τώρα οι συγγραφείς γνώριζαν καλά ότι μπορούσαν να αντισταθούν σε ικανό βαθμό στις ακραίες συμπεριφορές των εργοδοτών τους. Στο ‘New Masses’ επικρατούσε ενθουσιασμός, αφού όλα αυτά ήταν η πρώτη απεργία στην ιστορία των εκδοτικών επιχειρήσεων και οι ιθύνοντες άρχισαν να επενδύουν στις απεργίες, προσλαμβάνοντας τον Έντουαρντ Νιούχαουζ για να ανταποκριθούν στην κάλυψη των γεγονότων της αναταραχής στη Νέα Υόρκη.
Κάπως παράλληλα, βέβαια, βάδιζε και η σχετική λογοτεχνία. Ο Τζόζεφ Φρίμαν (Joseph Freeman, 1897-1965) συγγραφέας και εκδότης του περιοδικού ‘New Masses’, επαίνεσε το μυθιστόρημα του Νιούχαουζ ‘You Can’t Sleep Here’ για την εστίασή του στους ‘ανειδίκευτους’ διανοούμενους, όπως τους αποκάλεσε, καθώς και σε όλους τους δημοσιογράφους εφημερίδων και τους άλλους μισθοσυντήρητους σκλάβους των καπιταλιστικών τεχνών και γραμμάτων.
Καταυλισμοί στη μέση του Σέντραλ Παρκ.
Ο Νιούχαουζ κατασκήνωσε ανάμεσα στο άνεργο προλεταριάτο σε μια από τις παραγκουπόλεις που δημιουργήθηκαν στις όχθες του Ανατολικού ποταμού (East River), μια από τις πολλές ‘πόλεις σκηνών’ που διασκορπίστηκαν γύρω από την πόλη της Νέας Υόρκης, πρόχειροι καταυλισμοί που πήραν το όνομά τους (Hooverville) από τον αμερικανό Πρόεδρο Χέρμπερτ Χούβερ, λόγω των ατυχών οικονομικών του επιλογών στην οικονομική συντριβή του 1929. Οι άστεγοι έπαιρναν νερό από πυροσβεστικούς κρουνούς και το μετέφεραν στις σκηνές τους χρησιμοποιώντας γλάστρες, κάδους και κουβάδες. Τα καυσόξυλα ήταν το συνηθισμένο νόμισμα μέσα στη μεγαλύτερη πόλη των Ηνωμένων Πολιτειών, όπου ήταν συχνή η θέα αντρών να σπρώχνουν παιδικά καροτσάκια γεμάτα καυσόξυλα πουλώντας τα και κερδίζοντας κάπου μισό δολάριο την ημέρα. Εκεί πάντως εκτός από τους ανθρώπους που δραστηριοποιούνταν στις εκδοτικές επιχειρήσεις, βρίσκονταν επίσης άστεγοι βετεράνοι ηθοποιοί, καθώς και εργαζόμενοι κάθε κλάδου. Σύμφωνα με μια έρευνα των Τάιμς της Νέας Υόρκης, στις παραγκουπόλεις εκείνες ζούσαν κάπου δύο χιλιάδες άστεγοι. Αυτές οι εφιαλτικές καλύβες ξεπήδησαν εκείνο το χειμώνα σε όλη τη Νέα Υόρκη. Ο Νιούχαουζ στο ‘You Can’t Sleep Here’, έγραψε για όλους αυτούς τους άντρες και τον κόσμο που τους ώθησε στο περιθώριο. Ο κύριος πρωταγωνιστής του βιβλίου του, παρέμεινε περήφανος και επέλεγε να μην δεχτεί φιλανθρωπία από τη φίλη του, επιλέγοντας να κοιμάται σε μια παραγκούπολη παρά να καταφύγει στον περιποιημένο και άνετο κόσμο της.
Στην αποκορύφωση του μυθιστορήματος, ο άστεγος δημοσιογράφος εφημερίδων απορρίπτει μια δουλειά περιοδικών για να μπορεί να στέκεται δίπλα στους καταληψίες στην παραγκούπολη του Ανατολικού ποταμού (East River), ερχόμενος αντιμέτωπος με τα αστυνομικά όργανα ενώ υπερασπιζόταν εκείνες τις πρόχειρες κατασκευές. Αλλά ο Νιούχαουζ, μέσα στη μυθοπλασία του, έφερε στο προσκήνιο τον τρόπο με τον οποίο η κυβέρνηση εκκαθάρισε εκείνες τις κατασκευές γύρω από το Μανχάταν, το έτος 1933. Οι Τάιμς της Νέας Υόρκης, έγραψαν για την επίθεση της Πολιτείας, πως δεν υπήρξε εξέγερση, ούτε αντίσταση. Οι κατασκηνωτές κάθονταν στην άκρη της αποβάθρας και κοίταζαν, με μια αξιολύπητη μελαγχολία τις εργασίες κατεδάφισης των σκηνών τους. Οι άντρες φόρτωσαν τα παπλώματα και τα πράγματα τους σε καρότσια και κατευθύνονταν στο πουθενά… Στο μυθιστόρημα του Νιούχαουζ, ωστόσο, οι άστεγοι αρνούνται να φύγουν από τις καλύβες που έχουν στήσει, κι’ έτσι επεμβαίνει στους χώρους τους η αστυνομία σπάζοντας τις ξύλινες κατασκευές και πετώντας μέσα δακρυγόνα.
Ο Νιούχαουζ, αποδόμησε τον κόσμο γύρω του, δρομολογώντας τη δική του σταδιοδρομία και ξαναγράφοντας την προσωπική του πορεία καθώς συμμετείχε σε σημαντικά ιστορικά γεγονότα. Αλλά ταυτόχρονα υπήρξε μέρος ενός μεγαλύτερου λογοτεχνικού κινήματος, αφού πριν από τη Μεγάλη Ύφεση, ο Εβραίος και ισόβια κομμουνιστής λογοτέχνης και κριτικός Μάικλ Γκόλντ (Mike Gold, 1894-1967) κάλεσε τους συγγραφείς στο ‘The New Masses’ να προχωρήσουν στην παραγωγή ενός νέου είδους μυθοπλασίας, μια ιδέα που την χαρακτήρισε «προλεταριακή λογοτεχνία». Το ημιαυτοβιογραφικό του μυθιστόρημα ‘Εβραίοι χωρίς χρήματα’ (1930) έγινε, σημειωτέον, εκδοτικό μπεστ σέλερ.
Στο ‘The Radical Novel in the United States’ ο λογοτέχνης Walter Rideout απαρίθμησε εβδομήντα τέτοια μυθιστορήματα που δημοσιεύθηκαν στο χρονικό διάστημα μεταξύ 1930 και 1939. Σχεδόν όλα αυτά τα μυθιστορήματα έχουν ξεχαστεί σήμερα, αλλά στο βιβλίο του Rideout αναφέρονται μυθιστορήματα των Χένρυ Ροθ (Henry Roth, 1906-1995), Ζοζεφίν Χερμπστ (Josephine Herbst, 1892-1969), Τζέιμς Φάρρελ (James Farrell, 1904-1979) και Ρίτσαρντ Ράιτ (Richard Wright, 1908-1960). Για μερικά χρόνια κατά τη διάρκεια της Μεγάλης Ύφεσης, το ‘You Can’t Sleep Here’ του Νιούχαουζ, έγινε πάντως ένα από τα πιο γνωστά παραδείγματα του είδους της συγκεκριμένης εκείνης ‘προλεταριακής λογοτεχνίας’!
The post ✔ Ο Έντουαρντ Νιούχαουζ τω καιρώ εκείνω! first appeared on Fractal.