Γράφει η Μάρθα Βασιλειάδη // *
Άννα Μαρίνα Κατσιγιάννη «Η σχεδία του λόγου. Μελέτες για την κινητικότητα των λογοτεχνικών έργων», Gutenberg, 2022
Σε κάποιον από τους αριστουργηματικούς προλόγους του σε έργα μαθητών του ο Ρολάν Μπαρτ, με τη διπλή του ιδιότητα του καθηγητή αλλά και του προσεκτικού αναγνώστη, σημειώνει (και αντιγράφω από μνήμης) ότι μερικές φορές ο κριτικός λόγος όσο και αν θωρακίζεται πίσω από στέρεες επιστημονικές βάσεις και θεωρήσεις, αφήνει να διαφανεί πίσω από τις φιλολογικές ερμηνείες, το αποτύπωμα μιας πνευματικής προσωπικότητας που αναμετριέται με τα κείμενα, τα ερμηνεύει, τα συμπαρατάσσει ή τα απομακρύνει, μοιράζοντας αλλιώς την τράπουλα κάθε φορά.[1] Αυτή η άσκηση του λόγου εκτείνεται συνήθως σε χρονικό διάστημα πολλών ετών και συχνά περιστρέφεται γύρω από θεματικές ή ζητήματα, στα οποία ο ερευνητής επιστρέφει ακατάπαυστα. Έτσι και η Σχεδία του Λόγου της Άννας Κατσιγιάννη επιστρέφοντας επίμονα στους ίδιους σταθμούς, στα ίδια φιλολογικά τοπόσημα, πέρα από μια επαρκής μελέτη, είναι και ένα ημερολόγιο καταστρώματος στη φιλολογία, ένας χάρτης όλων των διαδρομών που χαράχτηκαν με κριτική νηφαλιότητα και ευγένεια πάνω στις χώρες της θεωρίας και της ερμηνείας των κειμένων.
Χωρισμένος σε πέντε μεγάλες ενότητες ο τόμος συστεγάζει κείμενα που γράφτηκαν, το πρωιμότερο, το μακρινό 1987 για την ελληνική ποίηση του τέλους του 19ου αιώνα και των αρχών του 20ού, ενώ το πιο πρόσφατο στην κόβιντ εποχή του 2020, με θέμα την υπονόμευση της ευτοπίας και τη συγκρότηση της προσωπικής μυθολογίας μέσα από την ανίχνευση της διακαλλιτεχνικότητας και των κρυμμένων διακειμένων στο Ες-Ες-Ες-Ερ Ρωσσία του Ανδρέα Εμπειρίκου. Το κρυφό νήμα που συνδέει τα κείμενα αυτά είναι κάθε φορά μια καινούρια σύνδεση, μια απρόβλεπτη συνομιλία με τις τέχνες ή με τον ευρωπαϊκό λυρισμό, δηλαδή μια ρευστή υβριδικότητα, όπως σωστά επισημαίνεται στην εισαγωγή, η οποία «παράγεται από τη συγχορδία των τεχνών, τη συναίρεση των μορφών, την επιμειξία των ειδών αλλά [ενίοτε λειτουργεί] και ως διαίρεση […] ή μετασχηματισμός πατρίδων, τόπων και ταυτοτήτων».
Πιστή στην παράδοση της συγκριτικής φιλολογίας και στους δασκάλους της, η Άννα Κατσιγιάννη από την αρχή μοιάζει σίγουρη για τα μεθοδολογικά της εργαλεία: εκκινώντας από το αξίωμα ότι «κάθε κείμενο, όντας το ίδιο διακείμενο ενός άλλου κειμένου» μας οδηγεί να αναζητήσουμε τις πηγές και τις επιδράσεις του εκπληρώνοντας την κατά τον Μπαρτ εκδοχή του μύθου της καταγωγής, η μελετήτρια περιπλανάται διερευνητικά στην ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας, ψάχνει σε εφημερίδες και περιοδικά, φωτογραφίζοντας πάντα στο βάθος τις εκλεκτικές συγγένειες με την ευρωπαϊκή λογοτεχνία.
Με υλικό από την πλούσια μεταιχμιακή εποχή του τέλους του 19ου και των αρχών του εικοστού, είτε πρόκειται για τον Εμπειρίκο, τον Σικελιανό ή τον Παλαμά, η συγγραφέας μας ξεναγεί σε απρόσμενες διαδρομές όπου διασταυρώνεται το παλιό με το νέο, εκεί που ο ύστερος ρομαντισμός στις διαρκείς μεταλλάξεις του ασπάζεται το νεωτερικό, το ρηξικέλευθο, το καινούριο. Έτσι, στην κλασική πλέον μελέτη της για τα αποσιωπημένα πεζά ποιήματα του Καβάφη ανιχνεύεται η αμφιθυμία του αλεξανδρινού ποιητή σε σχέση με την πεζόμορφη ποίηση, αλλά ταυτόχρονα αποκαλύπτονται και τα αναγνωστικά του δάνεια από την παράδοση του Πόε ή του Μπωντλαίρ. Ή, στους αντικριστούς καθρέφτες Σικελιανού και Κλωντέλ ή του λιγότερου γνωστού Maurice de Guérin που αποτελούν από τα πιο τολμηρά και δραστικά μελετήματα της συναγωγής, διερευνώνται με συνέπεια οι συγκλίσεις και οι αποκλίσεις των Γάλλων ποιητών με τον εθνικό Σικελιανό, με οδηγό όμως πάντα την αίσθηση του ρυθμού στη διαμόρφωση της ποιητικής του.
Θα έλεγε κανείς ότι τελικά εκτός από τα δίκτυα των πιθανών ταυτίσεων ή συγγενειών που ενώνουν τις γραμμές ανάμεσα στα κείμενα, αυτό που αποτελεί κοινό παρανομαστή στη χαρτογράφησή τους, και κατ’ επέκταση στον τρόπο με τον οποίο τα κατηγοριοποιεί και τα ερμηνεύει η Άννα Κατσιγιάννη, είναι ο ρυθμός, «το φάσμα του ήχου» που διέπει τους στιχουργικούς κανόνες, το μέτρο και ό,τι, δηλαδή, ξεσκεπάζει την εσωτερική μουσική του λογοτεχνικού κειμένου με το οποίο καταπιάνεται η συγγραφέας.
Σ’ αυτή την ιδιαίτερη κατηγορία μιας οξυμένης μουσικής αντίληψης που προσλαμβάνει την κειμενική πραγματικότητα μέσα από στιχικές ενότητες και μετρικές δομές και έτσι κατασκευάζει τους άξονες της φιλολογικής της προσέγγισης, ανήκουν, από έναν άλλο δρόμο, και τα κεφάλαια της Σχεδίας του λόγου που αφορούν τις τύχες του Βάγκνερ στην Ελλάδα. Επιτρέψτε μου να επικεντρώσω την προσοχή μου στα δύο αυτά εκτενή μελετήματα.
Ο βαγκνερισμός, το μουσικοκαλλιτεχνικό και ιδεολογικοπολιτικό αυτό φαινόμενο που χωρίζει την Ευρώπη σε βαγκνερομάχους και βαγκνερολάτρεις και μεταδίδεται ραγδαία σαν επιδημία αποτελεί ίσως ένα από τα πιο ενδιαφέροντα κεφάλαια της ιστορίας των ιδεών του δυτικού κόσμου. Αυτός ο «ωραίος επίλογος για τον 19ο αιώνα» όπως σημειώνει ειρωνικά ο Κλωντέλ, αυτή η ριζοσπαστική αισθητική θεωρία που προτάσσει την υπεροχή του συνθετικού έργου (Gesamtkunstwerk) δηλαδή του έργου που παντρεύει τη μουσική με τον λόγο αλλά και τις άλλες τέχνες, διαμορφώνει δραστικά το φαντασιακό της εποχής των αρχών του αιώνα και αλλάζει για πάντα τις αναπαραστατικές τέχνες. Όταν δε η βαγκνερική πρόκληση γέρνει από τη φιλοσοφία προς τη φιλολογία, το πρόβλημα μετατρέπεται σαφώς σε μείζον γραμματολογικό ζήτημα. Ποιοι είναι οι γεννήτορες του βαγκνερισμού, ο γερμανικός ρομαντισμός ή ο γαλλικός συμβολισμός; Πώς γίνεται και κάτω από ποιους όρους η δεξίωση του Βάγκνερ στην αστικοποιημένη Ελλάδα του Γεωργίου του Α΄;

Άννα Μαρίνα Κατσιγιάννη
Στο ερώτημα αυτό η Άννα Κατσιγιάννη εστιάζοντας στους λογοτεχνικούς κύκλους της εποχής ανιχνεύει με μεθοδικότητα τους καταγωγικούς μύθους του ελληνικού βαγκνερισμού: από τη μια οι γερμανομαθείς (Μποέμ, Καμπύσης, Κ. Χατζόπουλος) συσπειρωμένοι στα πρωτοποριακά τους περιοδικά, την Τέχνη και τον Διόνυσο, υποδέχονται με ενθουσιασμό τη γερμανική λογοτεχνία και τα παράγωγά της κι από την άλλη ο οξυδερκής Ροΐδης αμφισβητεί ειρωνικά όχι μόνον «τη μουσική του μέλλοντος» αλλά και το μέλλον της μουσικής. Η φιλολογική διαμάχη που ξεσπά ανάμεσα στον αισθητή Νικόλαο Επισκοπόπουλο και τον μουσικολόγο-ποιητή Λαμπελέτ, απομονώνει ένα στιγμιότυπο που μοιάζει έλασσον στην πολιτεία των γραμμάτων μας, στην ουσία όμως μεταφέρει στα καθ’ ημάς τους κραδασμούς της βαγκνερικής πρόκλησης της Ευρώπης και ζωντανεύει με ενάργεια το κλίμα της εποχής. Η σχέση του Παλαμά με τον Γερμανό συνθέτη, έτσι όπως καθορίζεται από το περίφημο δοκίμιο του Μπωντλαίρ αποτελεί επίσης ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα της ιστορίας της πρόσληψης που φωτίζει όχι μόνον τη στενή επαφή της ελληνικής διανόησης με την Ευρώπη αλλά αποκαλύπτει ενδεχομένως και βαθύτερες εκλεκτικές συγγένειες της παλαμικής ποιητικής με την αισθητική θεωρία του Βάγκνερ («θεματικές επιρροές, ρυθμοτονική ποικιλία και μετρική πολυφωνία»). Με την ίδια μεθοδικότητα ανιχνεύεται η βαγκνερική ιδεολογία μέσα από το φίλτρο του Νίτσε στις πρωτόλειες Σπασμένες Ψυχές του Καζαντζάκη. Το έργο δομημένο μουσικά μιμείται φαινομενικά τις αρχές του συμβολιστικού θεάτρου αλλά όπως αναδεικνύεται από τη μελέτη, ο βαθύτερός του πυρήνας ξετυλίγεται σαν ένας διάλογος με την ιδεολογία της βαγκνερικής μεταρρύθμισης.
Έτσι από μια λεπτομέρεια στήνεται ένας ολόκληρος κόσμος και ξαναφτιάχνεται από την αρχή η ύφανση του κειμένου, καθώς αντικειμενικές συστοιχίες, θέματα και μοτίβα ξηλώνονται από την ανάποδη. Κλείνοντας τη Σχεδία του λόγου της Άννας Κατσιγιάννη έχει κανείς την εντύπωση ότι σε όλα αυτά τα διανοητικά ταξίδια (από τη Ρωσία του Εμπειρίκου μέχρι την τζαζ του Σκαρίμπα) εκεί όπου ο ήχος σπάει σε μέτρα και ομοιοκαταληξίες και οι γενιές διαδέχονται η μία την άλλη, εκεί που ο ρομαντισμός υποδέχεται τη νεωτερικότητα, στο κενό που δημιουργείται από το ένα κείμενο στο άλλο, από τη συσσώρευση των πληροφοριών και τα καταιγιστικά θέματα για ξετύλιγμα στο τέλος κάθε κεφαλαίου, αντικρίζει κανείς ανάγλυφη την πληρότητα ενός βίου υπό τη σκέπη της φιλολογίας, μαντεύοντας κάποτε κάτω από τις λέξεις κάτι βαθιά προσωπικό. Θυμίζει αυτό που ψιθυρίζει ο Στόουνερ, ο καθηγητής πανεπιστημίου, κεντρικός ήρωας του του ομότιτλου μυθιστορήματος του Τζον Γουίλιαμς, αντικρίζοντας την πρώτη του μελέτη: «δεν είχε την αυταπάτη ότι θα έβρισκε τον εαυτό του εκεί μέσα, στις σελίδες που είχαν αρχίσει να ξεθωριάζουν· και όμως ήξερε ότι ένα μικρό κομμάτι του εαυτού του, που με κανέναν τρόπο δεν γινόταν να το αρνηθεί, βρισκόταν εκεί και θα βρισκόταν για πάντα.»[2]
* Η Μάρθα Βασιλειάδη σπούδασε Νεοελληνική Φιλολογία στη Θεσσαλονίκη και Συγκριτική Γραμματολογία στo Πανεπιστήμιo της Σορβόννης και της Γενεύης. Είναι Επίκουρη Καθηγήτρια Νεοελληνικής Φιλολογίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.
__________________
[1] François Flahaut, La parole intermédiaire, préface Roland Barthes, Paris, Seuil, 1978.
[2] John Williams, Ο Στόουνερ, μτφ. Αθηνά Δημητριάδου, Gutenberg-Aldina, 2017, σ. 399.
The post Για τις ριψοκίνδυνες διαδρομές της Σχεδίας του λόγου της Άννας Κατσιγιάννη first appeared on Fractal.