Γράφει ο Ευάγγελος Ι. Τζάνος // *
Γαμήλιες συμπεριφορές
1. Το διήγημα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη (Σκιάθος 1851 – Σκιάθος 1911) «Ο γάμος του Καραχμέτη» δημοσιεύτηκε μετά τον θάνατό του. Εδώ, μέσα από τις ποικίλες συμπεριφορές, εξετάζεται η πρόσληψη της ευθύγραμμης εν Χριστώ Ιστορίας στην ιστορία των προσώπων του διηγήματος, η πιθανή ένταξη του βίου τους σε εδάφια της βιβλικής αφήγησης, καθώς και η ορθόδοξη οντολογία του προσώπου. Αν και κάποιες από τις παρατηρήσεις έχουν ήδη διατυπωθεί από άλλους, όπως θα φανεί παρακάτω, ο Παπαδιαμάντης, (οι προτάσεις που ακολουθούν σε καθαρεύουσα με εισαγωγικά είναι δικές του, εκτός αν κατονομάζονται αλλιώς), έχει την πρόθεση να μιλήσει για ακόμη μία «αγία του»· η Σεραϊνώ επιλέγει ελεύθερα τη θυσία και την αγάπη ως τον τρόπο ύπαρξής της ανάμεσα σε ένα ενάντιο περιβάλλον. Προεκτείνοντας τη στάση της, καθώς και τη θέση του Παπαδιαμάντη, καταλυτικός στέκεται ο ρόλος της θεολογίας της απελευθέρωσης, η οποία συνδυάζει την αγάπη κατά το πρότυπο της σταυρικής θυσίας με την κατανόηση και την αντίδραση στον πόνο, δηλαδή τη ρομφαία, της Μητέρας του Θεού.
2. Στο διήγημα που μας απασχολεί, ο πρώτος προεστώς του χωριού είναι ο ισχυρογνώμων Κουμπής Νικολάου. Είναι το μέλος που στη συνάθροιση των προεστώτων επιβάλλει τη γνώμη του κάθε φορά. Ενδεικτική της ισχυρογνωμοσύνης του είναι η απαγόρευση που έχει επιβάλλει στην τοπική κοινωνία στην κατανάλωση καφέ, προϊόν που μόλις έφερε (στο νησί) ο έμπορος προεστώς Αλεξανδράκης Λογοθέτης. «Δὲν ἦτο εὔκολος νεωτεριστὴς εἰς ὅλα τ’ ἄλλα – μόνον εἰς τὸν γάμον ἤθελεν, ὄχι νὰ νεωτερίσῃ, ἀλλὰ νὰ πραξικοπήσῃ καὶ δώσῃ κακὸν παράδειγμα», γράφει για τον Κουμπή ο Παπαδιαμάντης. Κρατώντας τη λεπτομέρεια αυτή, θα μπορούσε ο νους κάποιου να μεταφερθεί στην περίπτωση του βασιλιά της Αγγλίας Ερρίκου Η΄ (Γκρήνουιτς 1491 – Λονδίνο 1547). Με τη διαφορά ότι εκείνος πρόβαλε ως δικαιολογία έναν άρρενα διάδοχο. Όπως είναι γνωστό, το διαζύγιό του είχε ως αποτέλεσμα τον διαχωρισμό της αγγλικής Εκκλησίας από τον Ρωμαιοκαθολικισμό, αλλά και πάλι, αυτό αποτελεί μόνο το εμφανές σημείο των σχεδίων του. Εξετάζοντας και τους περιβόητους βυζαντινούς γάμους, στεκόμαστε στον άτυχο Ρωμανό Γ΄ Αργυρό (1028-1034)· για να γίνει αυτοκράτορας, η πρώτη σύζυγός του, η ενάρετη, όπως λέγεται, Ελένη, πείστηκε να αποσυρθεί σε μοναστήρι.
Ύστερα από δεκαπέντε χρόνια γάμου, και ενώ κοντεύει τα πενήντα, ο Κουμπής Νικολάου αποφασίζει να χωρίσει τη γυναίκα του, τη Σεραϊνώ, επειδή είναι στείρα, και να στεφανωθεί την τριαντάχρονη Λελούδα. Προηγουμένως απέκλεισε τη λύση της μοιχείας ενστερνιζόμενος το ρητό: «Τίμιος ὁ γάμος ἐν πᾶσι καὶ ἡ κοίτη ἀμίαντος· πόρνους δὲ καὶ μοιχοὺς κρινεῖ ὁ Θεός», (Εβρ 13:4). Μετά απέκλεισε τη λύση της υιοθεσίας, φοβούμενος την κατάρα των αποκληρωμένων ανιψιών του. Τέλος, απέκλεισε τη λύση να μοιράσει την περιουσία του κατά την ευαγγελική ρήση: «Εἰ θέλεις τέλειος εἶναι, ὕπαγε πώλησόν σου τὰ ὑπάρχοντα καὶ δὸς πτωχοῖς», (Μτ 19:21).
Ο Κουμπής Νικολάου δεν γνωρίζει πολλά ρητά από τη Βίβλο, θεωρεί ότι με την παραπάνω φράση για τους πτωχούς, ο Χριστός αναφέρεται στους καλόγερους, οι οποίοι «περιμένουν πότε νὰ πωλήσῃ ἄλλος τὰ ὑπάρχοντά του, ἢ καὶ νὰ τοὺς τὰ χαρίσῃ διὰ νὰ ἔχουν νὰ τρῶνε, ἀλλὰ καὶ διεκδικοῦν λυσσωδῶς τὰ κτήματα τῆς μονῆς, διὰ νὰ τρώῃ ὀρφοὺς καὶ γουρουνόπουλα ὁ Δεσπότης, ὁ Πίτροπος, ὁ Βοΐβοντας, ὁ γραμματικὸς καὶ τόσοι ἄλλοι». Ο Κουμπής Νικολάου είναι παλαιός γνώριμος του Καπετάν Αχμέτ Πασά, γι’ αυτό ο γάμος με τη Λελούδα γίνεται κρυφά στη φρεγάτα του μια Παρασκευή στα τέλη Ιουνίου – ο στόλος του Καπετάν Αχμέτ έχει αγκυροβολήσει στο νησί για τριάντα έξι ώρες. Μετά τον γάμο, οι συγχωριανοί του δίνουν στον Κουμπή το επώνυμο Καραχμέτης, αυτό θα φέρουν έκτοτε οι γόνοι του.
Η Σεραϊνώ, σαράντα χρόνων, είναι «απλή ψυχή», απονήρευτη. Αναφέρουμε δύο περιπτώσεις της αγαθότητάς της. Η πρώτη περίπτωση: όταν η Σεραϊνώ ζητεί από τον Κουμπή να παραμείνει στο σπίτι του και να αναθρέψει τα παιδιά του. Η δεύτερη: όταν, αν και υποψιάστηκε τον γάμο του Κουμπή, συμμορφώθηκε με την παραγγελία του, δηλαδή να πάει μαζί με τη Λελούδα να ανάψει τα καντήλια του ναΐσκου του αγίου Προκοπίου, την προπαραμονή της μνήμης του. Στην πρώτη περίπτωση, ο Κουμπής είναι ο πρώτος που αναγνωρίζει την αγιότητά της: «Καλά, ὁ Θεὸς σὲ φωτίζει νὰ φέρνεσαι ἔτσι, ἁγία ψυχή, εἶπε, μὴ δυνάμενος νὰ κρατήσῃ, ὁ σκληρός, τὴν συγκίνησίν του», της λέει.
Η Σεραϊνώ πάνω απ’ όλα, πιστεύει ότι η γυναίκα πρέπει να σέβεται τον άνδρα της: «Ἡ δὲ γυνὴ ἵνα φοβῆται τὸν ἄνδρα», (Εφ 5:33). Την υποταγή του θηλυκού στο αρσενικό τη βλέπει και στη φύση, συγκεκριμένα στα ζώα, απαριθμώντας μια σειρά από παραδείγματα. Της αρέσει να βαπτίζει βρέφη και το κάνει συχνά. Την ώρα της απαγωγής της Λελούδας φωνάζει: «Ἄχ! Θέ μου, Ἁι-Προκόπη μου», ωστόσο, όταν πρόκειται να αντιμιλήσει στον σύζυγό της, μαθαίνοντας την απόφασή του να φέρει τη Λελούδα στο σπίτι για γυναίκα του, ψελλίζει αδύναμη: «Νά ’ρθῇ; ποῦ νά ’ρθῇ; Σὲ καλό σου, Κουμπή». Για να κρύψει στη γειτονιά το φέρσιμο του συζύγου της, απολογιέται στη θέση του, και, παρακούοντας την εντολή, αναγκάζεται να πει ένα ψέμα σε μια γειτόνισσά της, ότι, δηλαδή, η Λελούδα δεν επέστρεψε μαζί της από τον «Άγιο Προκόπιο» όχι λόγω της τέλεσης του γάμου, αλλά επειδή έμεινε στην αγρυπνία της «Αγίας Κυριακής».
Η Σεραϊνώ έχει προδιαγράψει τη στάση της προς τον πρώην σύζυγό της. Όταν θα ακούσει τους κανονιοβολισμούς, θα καταλάβει: «Στερεωμένοι, καλορρίζικοι, ἐψιθύρισε, σχεδὸν ἄνευ πικρίας. Μὲ γυιούς, Κουμπή». Το ίδιο θα πει αργότερα και σε κείνον. Τη Λελούδα θα την υποδεχτεί στο σπίτι αναλόγως: «Σχωρεμένη καὶ βλοημένη νά ’σαι, εἶπεν ἐν ἐγκαρτερήσει» και σχεδόν ένα χρόνο μετά, Κυριακή των Βαΐων, αναλαμβάνει εκείνη να απολογηθεί για το λάθος της Λελούδας, όταν η νεαρή σύζυγος μπερδεύει τα πουκάμισα του άντρα της: «Ἔλεος, Κουμπή, ἔλεος! Δὲν τὸ ἤθελεν ἡ καημένη. Λάθος ἔκαμε, ἐπάνω στὴ βία της, στὴ σαστιμάρα της. Δὲν ἐπῆρε ἀκόμα τὰ χούια σου, τὰ συστήματά σου, Κουμπή. Σχώρεσέ την γιὰ πρώτη φορά, Κουμπή μου, σχώρεσέ την. Ἔλεος, Κουμπή μου, ἔλεος!»
Κατά την ανακομιδή των λειψάνων της Σεραϊνώς «λεπτὸν θεσπέσιον ἄρωμα ὡς βασιλικοῦ, μόσχου καὶ ρόδου ἅμα» ευωδίαζαν τα κόκαλά της, επιβεβαιώνοντας την αγιότητα του προσώπου της. Στη συμπεριφορά της διακρίνουμε τη θυσία του Χριστού, καθώς και τη συγχώρεσή του. Η Σεραϊνώ θυσιάζεται για τον Κουμπή και τη Λελούδα, τους δίνει μέσω των πράξεών της την αγάπη της, ενώ, παράλληλα, τους έχει συγχωρέσει για την αδικία που έχει υποστεί. Βέβαια, από την πλευρά της θεολογίας της απελευθέρωσης, δεν είναι αρκετή η παρατήρηση της οδύνης των άλλων, ταυτόχρονα είναι απαραίτητη και η διαμαρτυρία ώστε να μεταβληθούν οι συνθήκες που οδηγούν στη θυσία. Υπό το πρίσμα αυτό, διαμαρτυρία δεν σημαίνει μη αποδοχή της πραγματικότητας, αντίθετα διακρίνει τον θύτη από το άξιο συμπόνιας θύμα. Κατ’ επέκταση, με τη συμπόνια υποδηλώνεται ένας δεσμός μεταξύ του θύματος και του συμπάσχοντα, δηλαδή ενώ ο πρώτος οδηγείται στον «Γολγοθά» του, ο δεύτερος, εν προκειμένω ο αναγνώστης, αισθάνεται μια ρομφαία να τον διατρυπά.
Αν και ο Κουμπής διαθέτει εκκλησιαστική υπόσταση, (Βάπτισμα), δεν βιώνει την εσχατολογική της διάσταση. Με άλλα λόγια, βιώνει αυτό που είναι και όχι αυτό που θα είναι, ενώ η Σεραϊνώ, από την πλευρά της, επιθυμεί να δώσει στη βιολογική της φύση αιώνια ζωή, δίνοντας στην αγάπη προς τον πρώην σύζυγό της καθολικό χαρακτήρα, δηλαδή την έκφραση στο πρόσωπό του ολόκληρης της φύσης.

A.Παπαδιαμάντης
3. Με εξαίρεση τη Σεραϊνώ και τον παπα-Σταμέλο, τα πρόσωπα του διηγήματος αφενός δεν φαίνεται να βιώνουν την ευθύγραμμη και σκόπιμη ροή του χρόνου, αφετέρου το γεγονός – Χριστός δεν αποτελεί γι’ αυτούς το υποκείμενο της θεολογίας τους, δηλαδή δεν το αποδέχονται ως το κέντρο σύνολης της Ιστορίας, από την αρχή της μέχρι το τέλος της. Επιπλέον, δεν ενδιαφέρονται να απαντήσουν στο ερώτημα «ποιος είμαι», αλλά απαντάνε στο ερώτημα «τι είμαι», με βάση εκτός θεολογίας παράγοντες, λόγου χάριν ψυχολογικούς ή πολιτισμικούς.
Εντούτοις, σύμφωνα με την πατερική γραμματεία, ο δρόμος για να συντονιστεί ο άνθρωπος οντολογικά με τον Θεό είναι η αγάπη, που είναι και ο τρόπος ύπαρξης του Θεού. Όπως ο Θεός επιλέγει την αγάπη, δηλαδή την κοινωνία, έτσι και ο άνθρωπος την επιλέγει ως τον τρόπο ύπαρξής του, γευόμενος την ελευθερία του Θεού, απελευθερωμένος από τους περιορισμούς της κτιστότητας. Με τη σειρά τους, η κατάφαση του προσώπου και η ιερότητά του μεγεθύνονται μέσα από την αυταπάρνηση.
Από τα υπόλοιπα πρόσωπα του διηγήματος, η Λελούδα, υποταγμένη στην ουσία της, δίχως ατομικότητα, είναι γειτόνισσα του Κουμπή, «μόλις τριάντα χρόνων ἴσως – ωραία, ροδόπλαστος, σεμνή, ταπεινή, πτωχὴ καὶ ἄμεμπτος, ἀπροστάτευτη καὶ πεντάρφανη». Από συγγενείς, έχει μόνο ένα θείο, αλλά αυτός είναι ανίκανος να τη στηρίξει οικονομικά. Μολονότι διατηρεί την προίκα της, δεν ελπίζει ότι θα παντρευτεί. Στο διήγημα εντοπίζονται δύο σημάδια της πίστης της: α) Πηγαίνοντας στον ναΐσκο του αγίου Προκοπίου παίρνει μαζί της ψωμί κι ελιές, επειδή είναι ημέρα Παρασκευή, β) Την ώρα της απαγωγής της φωνάζει: «Ἄχ! Παναγία μου!» Κατόπιν, κατά τη μεταφορά της στη φρεγάτα, είναι ανίκανη να αντιδράσει: είναι «ὠχρά, τρέμουσα, λιπόθυμος καὶ σχεδὸν νεκρά, καὶ ζῶσα ὡς ἐν ὀνείρῳ» και δεν μπορεί να δοκιμάσει τα κεράσματα του γραμματέα του Καπετάν Αχμέτ Πασά. Το ίδιο ανήμπορη είναι στην τελετή. Δεν μπορεί να νεύσει ότι δέχεται τον Κουμπή για σύζυγο, νιώθει σαν να πηγαίνει για σφαγή. Στο σημείο αυτό ο Παπαδιαμάντης μας εκπλήσσει γι’ άλλη μια φορά: Αφού η Λελούδα δεν δύναται, «ὁ σύντεκνος ὄπισθεν τοῦ ζεύγους ὤθησε τὴν κεφαλὴν τῆς νύφης». Συναφές είναι και το κωμικό επεισόδιο μεταξύ του παπα-Σταμέλου και του Φαναριώτη γραμματέα, στην προσπάθειά του, αν και αποτυχημένη, να αποφύγει ο ιερέας το μυστήριο του γάμου, πρώτα ψιθυρίζει τις ευχές της ανομβρίας και μετά την ακολουθία στους ετοιμοθάνατους! Ξημερώματα Σαββάτου, στη μία, όταν φτάνει νεόνυμφη στο σπίτι του Κουμπή, η Λελούδα ζητεί συγχώρεση από τη Σεραϊνώ.
Ο Κουμπής επιλέγει τον παπα-Σταμέλο για τον γάμο, θα τον στεφανώσει είτε με δωροδοκία είτε με τη φοβέρα του Καπετάν Αχμέτ Πασά. Για να τον καταφέρει να τον πάρει στη φρεγάτα, του λέει ψέματα, ότι τάχα ο Πασάς έχει διατάξει να γίνει αγιασμός, αφού ανάμεσα στο πλήρωμα υπάρχουν και χριστιανοί, και ότι ο δήθεν άρρωστος –από μελαγχολία – λοστρόμος έχει ανάγκη να του διαβάσουν περικοπές του Ευαγγελίου. Επιπλέον, ο Κουμπής διαβεβαιώνει τον παπα-Σταμέλο ότι ο Αχμέτ Πασάς «σέβεται τὰ θεῖα, κ’ ἐπικαλεῖται τὸν Ἁι-Γεώργη, τὸν Ἁι-Δημήτρη, καὶ τὴν Μεριὲμ-Ἀνὰ (τὴν Παναγίαν)», και τον απειλεί ότι αν δεν εκτελεστεί η επιθυμία του, θα θυμώσει μαζί του. Ο παπα-Σταμέλος, μολονότι με διάφορα τεχνάσματα προσπαθεί να το αποφύγει, εξαναγκάζεται να τελέσει το μυστήριο. Όμως δεν διστάζει να θέσει και τον δικό του όρο: δεν πείθεται να διαβάσει την ακολουθία του αρραβώνα και του στεφανώματος και συμβιβάζεται να διαβαστεί ο Δίγαμος.
Η συμπεριφορά του Φαναριώτη γραμματέα του Καπετάν Αχμέτ Πασά μοιάζει μ’ αυτή του Κουμπή: τα έχει καλά με τους αγάδες. Όταν έπεσε σε δυσμένεια από την οικογένεια κάποιου Μ. στην Πόλη, ζήτησε την προστασία του Πασά και κείνος, αφού τον υποχρέωσε να αλλάξει το όνομά του, τον πήρε στη δούλεψή του. Έκτοτε, ο Φαναριώτης αφοσιώνεται στον αφέντη του, μάλιστα γίνεται ο αντιπρόσωπός του στον γάμο που τελείται στη δική του καμπίνα. Εκεί ο γραμματέας έχει σε περίοπτη θέση μια εικόνα με την Παναγία και τον Χριστό βρέφος και από κάτω μια εικόνα με τον άγιο Νικόλαο. Για να ευχαριστήσει τον αφέντη του, ο Φαναριώτης είναι αυτός που αναλαμβάνει τις διαπραγματεύσεις με τον παπα-Σταμέλο και πολλά από τα διαδικαστικά, ώσπου εντέλει πραγματοποιεί την αποστολή του.
4. Από τα παραπάνω φάνηκε ο τρόπος ύπαρξης των προσώπων στο διήγημα του Παπαδιαμάντη και έγινε κατανοητή η σημασία της Ιστορίας στον βίο τους. Αναλύοντας τη συμπεριφορά των χαρακτήρων, ιδίως του Κουμπή και της πρώτης συζύγου του, της Σεραΐνας, έγινε μνεία στην αποδοχή ή την άρνηση της Ιστορίας, στην ερμηνεία του βίου τους με πρότυπο τη βιβλική αφήγηση και στην ορθόδοξη οντολογία του προσώπου, όπως αυτή διατυπώνεται ήδη από την εποχή των πατερικών κειμένων. Από το διήγημα φάνηκε ότι η Σεραϊνώ βαδίζει στα χνάρια της θυσίας του Χριστού, επιλέγοντας ως τρόπο ύπαρξής της την αγάπη. Έγινε αναφορά στη θεολογία της απελευθέρωσης βάσει της οποίας δεν είναι αρκετή η παρατήρηση και μόνο του πόνου των άλλων ανθρώπων, αλλά απαιτείται και η διαμαρτυρία για την αποκατάσταση της αδικίας. Αυτό δεν σημαίνει ότι ακυρώνεται η σταυρική θυσία του Χριστού, αλλά ότι ταυτόχρονα κατανοείται ο πόνος της Μητέρας του Θεού με την προσμονή της ανάστασης.
Η οδύνη και η συγχώρεση δια της έμπρακτης αγάπης από την πλευρά της Σεραΐνας, έρχονται σε αντίθεση με τις αντιλήψεις του Κουμπή, ο οποίος, αποδομώντας τη μοναδικότητα του προσώπου, θεωρεί ως προορισμό του ανθρώπου τη βιολογική συνέχεια και εξέλιξη. Σημαντική είναι η λεπτομέρεια ότι η γυναίκα πρέπει να σέβεται τον άνδρα της, αυτή γίνεται άλλοθι στον Κουμπή ώστε να επιβάλλει την άποψή του αδιάκριτα, υποχρεώνει τη Σεραϊνώ σε υποταγή και καθιστά τη Λελούδα μηχανή αναπαραγωγής. Η Σεραϊνώ, ακόμη μία αγία του Παπαδιαμάντη στα όρια της κοσμοκαλόγριας, πιστεύει ότι το γεγονός – Χριστός αποτελεί το κεντρικό σημείο σύνολης της Ιστορίας, από την αρχή μέχρι το τέλος της, και δεν διστάζει να το βιώσει.
* Ο Ευάγγελος Ι. Τζάνος εκδίδει βιβλία πεζογραφίας με εξαίρεση το τελευταίο με τον τίτλο «Γεράσιμος Βώκος. Η ζωή και το έργο του. Η βιβλιογραφία του (1886–2020)». Στο Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο εκπόνησε τη Μεταπτυχιακή Διπλωματική Εργασία με θέμα: «Η Αγία Γραφή και η μαρτυρία της Ορθοδοξίας στο συγγραφικό έργο του Φώτη Κόντογλου».
The post Γαμήλιες συμπεριφορές first appeared on Fractal.