Quantcast
Channel: Δοκίμιο • Fractal
Viewing all 627 articles
Browse latest View live

Η απόλυτη ομορφιά του γυναικείου προσώπου

$
0
0
Του Νίκου Τσούλια //

 

 

  Αν τεθεί το ερώτημα: ποια εικόνα από όλα τα πράγματα του Κόσμου μπορεί να αξιολογηθεί ως η πρώτη των πρώτων, η απάντηση είναι εύκολη αφού το πρόσωπο της γυναίκας είναι η κορυφαία εκδήλωση της φύσης και της ζωής. Αν ζητηθεί να διερευνηθεί ποια είναι η πηγή της Ομορφιάς στο στερέωμα της ανθρώπινης ιστορίας, η απάντηση πάλι είναι εύκολη αφού το είδωλο της γυναίκας είναι η εστία της έννοιας της Καλαισθησίας και της Ωραιότητας. Αν για κάποιο λόγο έπρεπε να διασωθεί στη σύγχρονη Κιβωτό μόνο ένα «είδος» και μια «εικόνα», μόνο το γυναικείο πρόσωπο θα μπορούσε να είναι… Μπορεί άραγε κάποιος «κλείνοντας» τα μάτια του, της ψυχής και του σώματος, να φανταστεί έναν Κόσμο χωρίς το πρόσωπο της γυναίκας;

      Το γεγονός και μόνο ότι η Τέχνη του ανθρώπου έχει υμνήσει όσο τίποτα άλλο το πορτρέτο της γυναίκας σαφώς και δεν είναι απόρροια μιας κάποιας ανδροκρατούμενης κοινωνίας, αλλά είναι νομοτελειακή εξέλιξη της απόλυτης Ομορφιάς του γυναικείου προσώπου. Άλλωστε αν για κάτι μπορούν να θεωρηθούν οι άντρες ως ευνοημένοι της τύχης, αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι έχουν «απέναντί τους» τη γοητεία του γυναικείου προσώπου, ότι γεύονται τη μοναδική αυτή γοητεία, ότι απολαμβάνουν μια αισθητική που ξεχειλίζει και εμπνέει τη ζωή τους, ότι έχουν ένα διαρκές είδωλο του έρωτα και του πάθους.

      Η Τέχνη έχει το γενέθλιο τόπο της στο είδωλο της γυναικείας προσωπομορφής. Εδώ κατοικοεδρεύει η Τέχνη σ’ όλο το διάβα της ιστορίας λαών και ανθρώπων και απλώς αποικίζει και γειτονικές περιοχές από τη διαρκή ακτινοβολία της, από την ασίγαστη ορμή της. Η Ποίηση επινοήθηκε από τον άνθρωπο για να εκφράσει «αυτή» την απόλυτη και πρώτιστη ομορφιά και μετά απλώθηκε με πάθος δημιουργώντας και άλλες, πολλές εστίες ομορφιάς, τα λουλούδια, τα φυσικά τοπία, τον ανθρώπινο στοχασμό, την απεραντοσύνη του χωροχρόνου… Γι’ αυτό και όταν θαυμάζουμε αυτές τις ομορφιές, η σκέψη μας και η καρδιά μας συμπεριλαμβάνει πάντα το είδωλο ενός προσώπου γυναίκας και γευόμαστε τις άλλες ομορφιές μόνο μέσα από την ομορφιά της γυναίκας. Μπορεί κάποιος να θαυμάζει μόνος του ένα ηλιοβασίλεμα ή ένα βροχερό μελαγχολικό απογευματάκι ή έναν καλλίγραμμο ορίζοντα βουνοκορφών ή …, και να μην ονειρεύεται μια γυναίκα; Και είναι φοβερό το εξής γεγονός. Ακόμα και αν δεν έχει κατακτημένη μια «γυναίκα – έρωτα», σ’ αυτή την περίπτωση εμφανίζεται να προσλαμβάνει και να δημιουργεί την εικόνα της χωρίς να μπορεί να ερμηνεύσει το πώς γίνεται… Και ακόμα πιο πέρα, αν δεν έχει στο μυαλό του μια «γυναίκα – έρωτα», την επινοεί ασυνείδητα και γεύεται ψευδαισθήσεις και φαντασιώσεις και ονειροπολήσεις ως θεία δωρεά!

      Αλλά το πιο σημαντικό στοιχείο στην υπόθεσή μας δεν είναι τα επιμέρους ξεχωριστά σημεία του γυναικείου προσώπου. Μπορεί τα χείλη μιας γυναίκας να κρύβουν πόθους και έρωτες, μπορεί το τριανταφυλλένιο άνοιγμά τους να υπόσχεται παραδείσους ατέλειωτους και φαντασιώσεις ταξιδεμένες, μπορεί να είναι η πηγή της μέγιστης και πρώτιστης επιθυμίας. Μπορεί το βλέμμα μιας γυναίκας να είναι «ο κόσμος όλος», να είναι ο πιο πολύτιμος θησαυρός της καρδιάς μας, να είναι «η ματιά» μέσα από την οποία βλέπουμε καθετί γύρω μας. Μπορεί ο λαιμός μιας γυναίκας να γίνει «έμμονη ιδέα» πόθων και πόθων, να συγκεντρώνει τις επιθυμίες των «επόμενων κινήσεών μας». Μπορεί το μέτωπο…, μπορούν τα δάκτυλά της…, μπορεί…

      Όμως είναι η βαθιά ενότητα όλων αυτών που συνθέτει την απόλυτη Ομορφιά του γυναικείου προσώπου, που αναδύει την απόλυτη ομορφιά της γυναίκας – του σώματος και του πνεύματος της γυναίκας, του έρωτα που μόνο μια γυναίκα μπορεί να εμπνεύσει. Γι’ αυτό δεν θα μπορούσε ποτέ να υπάρξει «θεός του έρωτα» αλλά μόνο «θεά του έρωτα». Γι’ αυτό και καθόμαστε γοητευμένοι «με τις ώρες» απέναντι από ένα γυναικείο πορτρέτο και το παγιδεύουμε με μια θαυμαστή ευκολία στον κόσμο του συναισθήματός μας και της φαντασίωσής μας και νιώθουμε μια ψυχική ευφορία που καμιά «νύχτα του χρόνου» δεν τη σκιάζει.

      Όσο υπάρχει ζωή πάνω στον όμορφο πλανήτη μας, όσο γράφεται ιστορία πάντα ένας ύμνος προς το πρόσωπο της γυναίκας θα είναι το απαύγασμα της παρουσίας μας και της αγωνίας μας και της ευτυχίας μας. Όσα και όποια μαύρα σκοτάδια μπορεί να κρύβει η σκοτεινή πλευρά της ζωής, αρκεί μόνο ένα πρόσωπο γυναίκας, ένα πρόσωπο του έρωτά σου για να φωτίζει όλο σου τον κόσμο, όλη σου την ψυχή, για να σε εμπνέει και να σε συνεπαίρνει.

      Μια εικόνα απλά και μόνο μπορεί να είναι η ζωή μας, μια εικόνα που την έχουμε μέσα στην ψυχή μας, που γεννάει τα πιο όμορφα συναισθήματά μας, που μας δωρίζει ακατάπαυστα όνειρα και πόθο, πόθο για έρωτα, πόθο για ζωή…

Nenad Mirkovich


Ποίηση είναι…

$
0
0
Του Νίκου Ρούπα // *

 

 

Η οδυνηρή αποκάλυψη ενός ψεύδους δυο βήματα μακριά απ’ την αλήθεια είναι λόγος ποίησης.

Η συγχώνευση μιας αρχαίας αβύσσου μεταξύ ουτοπίας και πραγματικού παραπέμπει σε ποίηση.

Στο χείλος του φοβερού, μα και στη σιγουριά της άπνοιας, μια σκιά μόνη κοιτά αντάμα στον ποιητή. Έτοιμος να βυθιστεί στη φρίκη, έτοιμος να λάμψει ως διάττοντας αστέρας στο στερέωμα. Άλλοτε φωνακλάς και άλλοτε μισόλογος, αναλόγως της περίστασης και του πάθους.

Τούτη η σκιά κάτω από την οποία μπορούμε να κρεμάσουμε με ασφάλεια τον επιούσιο μας, μα κι η εκκρεμότητα μιας όποιας άγνοιας σ’ απόσταση ανάσας απ’ τον χαμό ή τον σωσμό,  είναι και αυτό ποίηση.

Είναι όλα τα φοβερά ή μηδαμινά μικρά γεγονότα που ωριμάζουν μέσα στον ασκό της αβεβαιότητας πριν γίνουν έκρηξη και πυροτέχνημα που εκτινάσσει στο χάος, με απίστευτα βία.

Είναι οι φανταστικές αγάπες, τα ατέρμονα του πόθου μας, οι σκιαγραφήσεις μιας ελπίδας ίδια με τον πεταμένο σπόρο, από χρόνια, σε χέρσο τόπο και που πάει να ανθίσει!

Είναι σίγουρα ποίηση.

Η σιωπή των αυθεντικών αλανιών, οι αργόσχολοι που κατεβαίνουν αποβραδίς στις πλατείες και στα πάρκα και στερούν στα περιστέρια τα πεταμένα ψίχουλα και τ’ απομεινάρια της καλοσύνης των υπολοίπων περαστικών, είναι κι αυτό ποίηση.

Συμβαίνει να στοχάζονται πολλοί: αργόμισθοι, αργόσχολοι και πολυάσχολοι, τεμπέληδες, βαρεμένοι, πνευματιστές και γιάπηδες .…………. ο καθένας πάντα για τον δικό του λόγο. Ο στοχασμός τους είναι αυτούσιος ο σαρκασμός στην ποίηση, το ξετσίπωμα της ποιητικής ουσίας.

Η σκέψη  τους δεν ποιεί, αλλά φτιάχνει. Φτιάχνει σχέδια για το σαββατοκύριακο, φτιάχνει όνειρα για τους δύστυχους και παράδες για τους πλούσιους, φτιάχνει εκμεταλλευτές και θύματα.

Ο πραγματικός ποιητής δεν συλλογιέται, γιατί  δεν προλαβαίνει. Ρίχνεται ευθύς  κι ασυλλόγιστα στο άγριο μακελειό των φωνηέντων και των συμφώνων και με τη αντάρα του εξευγενίζει τα φαντάσματα του νου και πετά  ό,τι άσχημο περισσεύει.

Δημιουργεί λόγο, σημασία κι αφορμή, χαμό, ζωή. Ποιεί.

 

Ποίηση είναι η εμμονή του νέου ποιητή στο τίποτα. Στην αποθέωση του ελάχιστου και του μηδενικού.

  

 

Κάποτε

 

Κάποτε θα ξυπνήσουμε

χωρίς ουρανό

μια μαύρη τρύπα θα χάσκει

πάνω απ’ το κεφαλάρι μας

 

Κι ήλιος θα ‘ναι μια πληγή ανοιχτή

στα κατώφλια των σπιτιών μας

κι ο θλιβερός νεκρός μα πεινασμένος θα σέρνει

το κουφάρι του στους δρόμους, εικόνα ασάλευτη.

 

Τα δέντρα θα γενούν τον θάνατο πουλιών

κι οι θάλασσες στεγνές κηλίδες, άνυδρες.

Μέσα στους χείμαρρους της σιωπής σου

θ’ αναστενάζει ένας τυφλός, ο δραπέτης με τις χειροπέδες

 

Εκών / άκων, του Γαλέριου η ήττα θα σαλπίζει

Και εμείς θεατές στη νίκη ενός γνωστού αγνώστου

Κωνστάντιου

 

 

Νίκος Ρούπας

Αθήνα 01/02/02

 

 

Είναι η ποίηση το φιλί και το νερό και οι απίθανες μηχανές του νου που σε τραβούν μακριά από τούτα ορθάνοιχτα μάτια της ζωής, για να σου δώσουν ύπνο.

Είναι ποίηση κι η μυρωδιά των εκκλησιών που αναδίδουν κάτι από Χριστό, από κρίνους κι από πάθη. Το λίγο περισσότερο απ’ τη μπόχα των σκοτεινών συρταριών του παλιακού Δημαρχείου που χρειαζόμαστε  για να επιβεβαιώσουμε γέννηση  και θάνατο ενός εαυτού που δεν πρόλαβε καλά-καλά να δαγκώσει από τη ρόγα της ζωής.

Είναι οι νυσταγμένες γάτες της μαμάς μου που χορταίνουν την νύστα και την πείνα τους με νιαουρίστικα στιχάκια.

 

Ποίηση είναι η ανάπτυξη ενός επιφωνήματος, μιας συλλαβής!

 

Είναι ποίηση να καταφέρεις να ανατρέψεις την ηρεμία όσων τολμήσουν ή ατυχήσουν να σε διαβάσουν, και να ’σαι ο εφιάλτης εκείνων που αρκέστηκαν στο φυλλομέτρημά των αράδων σου.

Ποίηση είναι να ’σαι οι απανωτές εκρήξεις στο σώμα μιας ήμερης συνείδησης και να ’σαι το καρφί που εισβάλει οδυνηρά στον κώλο του ανόητου μικρίσκου, ή κάποιας γηραιάς αδερφής κάθε φορά που χρησιμοποιεί το χειρόγραφο που του χάρισες για ν’ ανακουφίσει τον ευαίσθητο πισινό του στα βρεγμένα και παγωμένα παγκάκια μιας πονηρής βραδινής τσάρκας στο πάρκο.

Μοναχική είναι η ποίηση.

Ποίηση είναι να….

….και με τα χέρια στις τσέπες.

 

 

Στο σκοτάδι

 

Στο σκοτάδι δεν υπάρχει ασχήμια….

Στην καρδιά μου υπάρχει αγάπη, φως!

Στο λευκό γιασεμί του Σεφέρη,

που πάντα λευκό μένει,

και που αγαπώ να αναπνέω ελεύθερα

όταν νιώθω χαρούμενος,

όταν πάλλω το κορμί μου και σύρω για χορό,

όταν δυνατά θα κλάψω,

υπάρχει αγάπη, φως!

Κι όταν πάλι η ελπίδα μου κρυφτεί,

και τα μάτια θαμπώσουν,

καθρεφτίζομαι στα αστέρια

και ανακαλύπτω, ξεγεννώ…….

Κρατώ αιώνια τούτη την εικόνα δική μου,

γιατί παύω να είμαι μόνος,

βρίσκω Την Αγάπη, βρίσκω Το Φως!

 

Νίκος Ρούπας

Μάρτιος 2002 Αθήνα

 

Βαθιά υπόκλιση ..Αυλαία.

 

Τέλος

 

 

* Ο Νίκος Ρούπας γεννημένος στην Αθήνα και με καταγωγή από την Εύβοια, είναι μουσικός. Απ’ το 2002 ασχολείται εντατικά με τη μετάφραση ελληνικών αρχαιολογικών κειμένων στην αγγλική σε συνεργασία με πολλούς Έλληνες αρχαιολόγους. Κείμενά του έχουν εκδοθεί στο Archaeology Magazine of New York, καθώς και προσωπικές του αρθρογραφίες κατά το 2011-2012. Η αγάπη του τόσο για τη γλώσσα όσο και την ιστορία αυτής αποτελούν αναπόσπαστοι παράγοντες τόσο στις ποιητικές του απόπειρες, στα πεζά, όσο και στα διηγήματά του.

 

 

Η Μαγεία της Ελληνικής γλώσσας και ο βιασμός της

$
0
0
Της Χρυσούλας Βακιρτζή //

 

 

Στο πέρασμα των αιώνων, πολλά ήταν τα μεγαλειώδη που έζησε, πέρασε η χώρα μας και μαζί της η μαγεία της ελληνικής γλώσσας. «Στην πέτρα της υπομονής, κάθισες προς το βράδυ, με του ματιού σου το μαυράδι, να δείχνει πως πονείς», γράφει ο Σεφέρης στο ποίημά του… Σ’ αυτήν την πέτρα, είτε στης γης το κοχύλι. ακόμα ακούγεται ακόμα σαν κεραυνός και μαϊστράλι  ο σοφός λόγος του Θουκυδίδη. Ο Όμηρος  σμιλεύει πάνω της  στίχους, ενώ οι Ίωνες και το κόκκινο του δειλινού ασπάζονται την επιβλητικά ματωμένη πορφύρα του Βυζαντίου… σε ώρες  που ματώνει κι αυτή ακόμα, η πέτρα της υπομονής.

 

Κάπου εκεί, παρακάτω από τη βυζαντινή πορφύρα, πάνω σ’ ένα παλιό σκονισμένο ημιφορτηγό του ’40, η Διδώ Σωτηρίου προσπαθεί να μάθει  το αλφάβητο στους φυλακισμένους κομμουνιστές της μετεμφυλιακής εποχής. Και τα καταφέρνει’ έστω με τρόπο γλωσσικά απλοϊκό, αφού οι λέξεις που τους διδάσκει έχουν μόνο ‘η’, ‘ο’, ‘εφ’, στη θέση των ‘ει’, ‘οι’, ‘ευ’ –για να μην μπερδεύονται οι ‘μαθητές’ της και παρατήσουν τα μαθήματα.

Πίσω τους, φόντος και παλίμψηστο λες από έργο μεγάλου ζωγράφου, οι Χαμένες Πατρίδες, τα Ματωμένα χώματα Σμύρνης, Θράκης, Μικράς Ασίας, μαζί με την οδύνη του ξεριζωμού, φέρνουν τον πλούτο του νέου αίματος στην Ελλάδα. Αίμα αγνό, άρρηκτα δεμένο με το εμπόριο, τις φίνες δαντέλες τις Βιέννης και την αρχιτεκτονική της Αγίας Πετρούπολης. Η Μεγάλη Ελλάδα έζησε μεγάλες αναστατώσεις, ξεσηκωμούς, αλλά και μπολιάστηκε καλά, θετικά.

Όμως, τέλος δεν έχουν των ανθρώπων τα βάσανα, όπως σοφά τονίζει ο Οδ. Ελύτης, για να προσθέσει αλλού, με τη μαγεία της ελληνικής γλώσσας να υπερτερεί και στα δικά του ποιήματα:

Μικρή πράσινη θάλασσα δεκατριώ χρονώ

Με τον άσπρο γιακά και την κορδέλα

Να μπεις απ’ το παράθυρο στη Σμύρνη

Να μου αντιγράψεις τις αντιφεγγιές στην οροφή

Από τα Κυριελέησον και τα Δόξα σοι

Και με λίγο Βοριά λίγο Λεβάντε

Κύμα το κύμα να γυρίσεις πίσω

Μικρή πράσινη θάλασσα δεκατριώ χρονώ

 

Αναπόφευκτα η γλώσσα αλλάζει, ακολουθεί ως άλλη μικρή πράσινη θάλασσα, που αντιγράφει στις όποιες αντιφεγγιές τον άνθρωπο. Στην εξέλιξη, την άνοδο, την πτώση, της ζωή, τις κραυγές και, ενίοτε, τον θάνατό του. Τη σιωπή. Ιδού ο άνθρωπος. Ιδού η πόλη του. Η φωνή του. Ο Πολιτισμός του.

 

Γιατί η φωνή του, η γλώσσα που ομιλεί, είναι ο καθρέφτης μιας συγκεκριμένης κουλτούρας λαών, φυλών, χωρών.

Παράλληλα με το τι και ποια στιγμή αντανακλάται στην καθημερινή τους εκάστοτε εποχή. Και σ’ αυτόν τον καθρέφτη, αν μπορούσαμε να δούμε να κατοπτρίζεται η ελληνική γλώσσα του σήμερα, εν έτη 2015,  θα αντικρίζαμε στοιχεία αμεσότητας, αυθορμητισμού, βιασύνης, ανατρεπτικότητας, μαζί με  αναζητήσεις, προβληματισμούς και την αμφισβήτησή της την ίδια. Θα βλέπαμε, δηλαδή, στοιχεία βίας και βίαια δοσμένα, τα οποία δεν έχουν καμία απολύτως σχέση με την αρμονία, τη μουσικότητα και τον αστείρευτο γλωσσικό της γνώριμο από αιώνες κι αιώνες ιστορικό θησαυρό. Κι αν δεν έσπασε / ράγισε το Κέρας της γλωσσικής Αμάλθειας, η μαγεία της ελληνικής γλώσσας έχει υποστεί και υπομένει τον καθημερινό, τολμώ να πω, βιασμό της.

Γιατί,  η γλώσσα δηλώνει και, ενίοτε, υπονοεί ένα σύνολο γλωσσικών φαινομένων που χαρακτηρίζουν την επικοινωνία των ανθρώπων μεταξύ τους. Αλλά, η ελληνική γλώσσα πλέον δεν αποτελεί ένα αυτοτελές γλωσσικό σύστημα. Το έχει προσπεράσει αυτό κι εξελίχθηκε σε μια «κοινωνιόλεκτος», δηλαδή ένα δομημένο λεξιλόγιο ομιλίας που αλλάζει ή διαφοροποιείται ανάλογα με τις συνθήκες επικοινωνίας και της συνείδησης μιας συγκεκριμένης κοινότητας.

Mες την υπόγεια την ταβέρνα,
μες σε καπνούς και σε βρισές
(απάνω στρίγγλιζε η λατέρνα)
όλ’ η παρέα πίναμ’ εψές·
εψές, σαν όλα τα βραδάκια,
να πάνε κάτου τα φαρμάκια.

 

Αυτούς τους στίχους άκουσα να σιγοψιθυρίζει ο Κώστας Βάρναλης κάπου εκεί στη Μεταπολίτευση, από την τότε ασπρόμαυρη τηλεόρασή μας…  Τω καιρώ εκείνω, εν μέσω πληθώρας υλικών αγαθών και ταυτόχρονα μια φτήνια ή πτώση πολλών εφέ, τύλιγε τα πάντα σαν τη χειρότερη βρισιά σε υπόγεια ταβέρνα. Έκτοτε, η γλώσσα μας βυθίζεται με ένα σάλτο μορτάλε, σε μια καινούρια… αντιγλώσσα. Χαρακτηριστικά της οποίας επιβλήθηκαν έντονα και που είναι πάνω κάτω τα εξής:

 

  •      Πολυάριθμες στερεότυπες φράσεις.
  •      Ιδιόρρυθμοι χαιρετισμοί / προσφωνήσεις.
  •      Υβρεολόγιο.
  •      Ξένες λέξεις.
  •      Συντετμημένες ή παραλλαγμένες λέξεις φράσεις.
  •      Σλόγκαν / ατάκες.
  •      Δάνειες λέξεις από τη γλώσσα των υπολογιστών, της διαφήμισης , των ΜΜΕ.
  •      Περιορισμένο λεξιλόγιο.

 

Άλλωστε, ελάχιστα σχετικά χρόνια πριν, ο συγγραφέας Νίκος Τσιφόρος υπήρξε προφητικά περιγραφικότατος για το πέρασμα της γλώσσας στην «αντιγλώσσα» (διηγήματα «Τα παλιόπαιδα τ’ ατίθασα»).

Ένα απόσπασμα:

«Το οποίον.
Μεγαλείον!
Και να γράφει στην ταμπέλα του καταστήματος «Ζαχαροπλαστείον και Γαλακτοπωλείον η Άβυσσος». Και να γράφει στα τζάμια με τεμπισίρι «Δίδονται Λουκουμάδαι, η μερίς δραχμάς 4» και «προσφέρεται Πογάτσα Πολιτική, η μερίς 4,50». Κι από μέσα στο «ταμείον» να κάθεται η κερία Κυριακούλα, αρχοντόπαχη, φρεγατίσα, το μάτι βαφέν, το χείλι άλικο και πεντόλιρο στο βραχιόλι. Και να λέγει «Κυριάκο, μαρκάρησε το ρεζόγαλον».

Ιδού τι καταγράφουν ερευνητές οι οποίοι ασχολούνται με φαινόμενα της επικοινωνίας όπως π.χ. η γλωσσική επιθετικότητα, ο διάλογος νέων-ενηλίκων και η αλλαγή γλωσσικού κώδικα. «Οι μελέτες αυτές σε διάφορες εποχές δείχνουν ότι οι Έλληνες πια χρησιμοποιούν στη διαλογική τους επικοινωνία το σύνολο των γλωσσικών πηγών της κοινότητας όπου ζουν. Επίσης, στοιχεία από τα μέσα ενημέρωσης και ψυχαγωγίας, πχ. σλόγκαν από διαφημίσεις, ατάκες από ταινίες και τραγούδια κ.ά.» Στοιχεία από τις παραπάνω πηγές συνταιριάζονται δημιουργικά στον νεανικό διάλογο, συγκροτώντας ένα «μωσαϊκό» που μεταβάλλεται ανάλογα με τις επικοινωνιακές ανάγκες της στιγμής.
Ναι, τα λατινικά και η αρχαία ελληνική εσφαλμένα δεν διδάσκονται πια στην Ελλάδα. Τη στιγμή που επιστήμη, ιατρική, φαρμακολογία και στις θεωρητικές επιστήμες  όροι και ορολογίες αυτών βασίζονται παγκοσμίως στην ελληνική γλώσσα. Ναι, τη στιγμή όπου φρασεολογία, λεξιλόγιο, τρόπος που χρησιμοποιούμε το πνεύμα στη γραμματική έχει αλλάξει άρδην με τη χρήση κινητού τηλεφώνου και ίντερνετ. Έτσι, η  καθομιλούμενη γλώσσα μας χάνει σε πολλά. Στη συγκεκριμένη πολιτισμική / γλωσσική ‘χασούρα’ ευθύνονται και οι ευαίσθητες κοινωνικοοικονομικά ομάδες, των οποίων η πλειοψηφία πήρε ή παίρνει γνώσεις και παιδεία από τον αχταρμά που επικρατεί σε διαδίκτυο, ΜΜΕ και τηλεόραση. Η  τελευταία δε, η τηλεόραση εννοώ, αντικαθιστά γονείς, γιαγιά, σχολείο ή και παραμύθι ακόμα.

Ο μαρμαρωμένος βασιλιάς ασφαλώς είναι μύθος, όμως πώς θα αναλύσει ένα παιδί του δημοτικού σχολείου το «Κυκλάμινο» του Γ. Ρίτσου; Με τι συναισθήματα, ποιες λέξεις, όταν χάνοντας η γλώσσα μας τη μαγεία της, εμείς αδυνατούμε να εκφραστούμε ως πολίτες και ως άνθρωποι;

 

Κυκλάμινο κυκλάμινο

στου βράχου τη σχισμάδα

πού βρήκες χρώματα κι ανθείς

πού μίσχο και σαλεύεις

 

Μέσα στο βράχο σύναξα

το γαίμα στάλα στάλα

μαντήλι ρόδινο έπλεξα

κι ήλιο μαζεύω τώρα

 

«μέσα το βράχο σύναξα το γαίμα στάλα στάλα…» Τι πλούτος συναισθημάτων, λέξεων και απλότητας.

 

Υγ. Το, υπό συζήτηση, παρόν δοκίμιο της συγγραφέως διαβάστηκε  σε πολλές πόλεις της Ελλάδας (και στην Κω), στα πλαίσια συζητήσεων γυναικών,  εκπροσωπώντας την πόλη της Καβάλας. Το κείμενο διαβάστηκε από τη Θεοδώρα Γλυκοπούλου.

 

Δοκίμιο: «Θέλω να δοκιμάσω μαζί σου»

$
0
0
Του Ηλία Μπαντούνα // *

 

 

Σε μένα έπεσε ο κλήρος να θυμάμαι, εικόνες, πόζες, καταστάσεις, όχι δεν ζω με το παρελθόν, δεν προσκολλώμαι σε αυτό. Λίγα τα ευχάριστα άλλωστε αν τα βάλεις στο ζύγι πάντοτε σε σχέση με συγκριμένα άτομα και στιγμές μαζί τους.

Ένα βλέμμα, ένα αμυδρό χαμόγελο, πέντε κουβέντες, σκόρπιες φράσεις, υποσχέσεις, μεγάλα λόγια, σχέδια που ποτέ δεν ολοκληρώθηκαν, όλα μαζί και χωριστά, συνθέτουν το παζλ των αναμνήσεων.

Οι αναμνήσεις, οι εμπειρίες, καθορίζουν την πορεία του ανθρώπου, την προϊστορία του που επηρεάζει τις μελλοντικές κινήσεις και συμπεριφορές, που τον κάνει πιο επιφυλακτικό ή περισσότερο «χύμα».

Όσα χιλιόμετρα τρέξεις στο κοντέρ σου, άσχετα από την απόσταση που θα διανύσεις, σε πάνε πιο μπροστά, σε αλλάζουν, σε δοκιμάζουν, σε ωριμάζουν και ας μην το συνειδητοποιείς την στιγμή εκείνη που κάνεις το δρομολόγιο.

Ακόμη και από τον καναπέ, φτάσεις ως το κρεβάτι, αρκεί να μην είσαι μόνος, αυτή η παρέα κάτι σου προσδίδει, μετρά σαν experience point, φαίνεται στα μάτια, στις κινήσεις, στο «αέρα σου», αλλά δεν αρκεί ποτέ, δεν φτάνει….

Κάθε άνθρωπος, κάθε γυναίκα (πάντα ξεχωριστή κατηγορία), επιζητά διαφορετική μεταχείριση, αποτελεί ένα ολόκληρο καινούργιο κεφάλαιο στη ζωή σου, δεν μετρά τι έζησες, πως φέρθηκες σε ανάλογη περίσταση στο πρόσφατο παρελθόν.

Θα ήταν το ιδανικό να ίσχυε κάτι τέτοιο, Άτομα που μαθαίνουν από τα λάθη, τις παραλείψεις, λάθος φράσεις που δεν πρέπει να «ξεθάψεις» ποτέ ξανά, λέξεις που θα πρέπει να διαγράψεις για πάντα από το σημειωματάριό σου, αντιδράσεις που θα πρέπει να αποφεύγεις σαν να ήταν ο χειρότερος εχθρός….

Και αυτά ακόμη αν τηρήσεις ευλαβικά, πάντα κανείς δεν εξασφαλίζει την επιτυχία σε μια νέα συναναστροφή. Ποτέ μην μένεις στα παλιά, δεν είναι απαραίτητα οδηγός για τα μελλούμενα.

Απλά μέσα από το πλήθος των συσσωρευμένων εμπειριών, προκύπτει ο εαυτός σου. Αυτόν παλεύεις να μάθεις και να συμφιλιωθείς μαζί του. Όχι τις συμπεριφορές των απέναντι.

Ουδείς ανοικτό βιβλίο, εσύ ακόμη περισσότερο. Ό,τι πιο ανεξερεύνητο και απάτητο είναι εσύ ο ίδιος. Κόμπλεξ, αντιδράσεις, συνήθειες, τρόπος γραφής και σκέψης, όλα αυτά μαζί, αναζητάς να τα μοιραστείς με κάποιον, να τα κάνει κτήμα του σαν να ήταν δικά του χαρακτηριστικά εκ φύσεως.

Το πιο απλό και το πιο δύσκολο πράγμα ταυτόχρονα…. Να ανοιχτείς να δώσεις, να γνωρίσεις, να δοκιμάσεις, αυτό το χρώμα στην καθημερινότητα που τόσο λείπει και όλοι σε παρακινούν να το προσθέσεις στο κάδρο και όλο διστάζεις και όλο το αναβάλεις και πάντοτε δεν βγαίνει η απόχρωση που είχες στο μυαλό σου σαν ιδανική.

Γιατί ούτε εσύ ο ίδιος γνωρίζεις κατά βάθος ποια είναι τα κύρια συστατικά της, ποια χρώματα πρέπει να ανακατέψεις για να βγει η κατάλληλη ή μήπως το επιθυμητό για τους πολλούς;

Και αν εσένα ταιριάζει στην ψυχοσύνθεση το γκρίζο και το μουντό γιατί να βάλεις μέσα ουράνιο τόξο και το ροζ από τα σύννεφα (;).

Απλά και μόνο για να έχεις συνεπιβάτη στην πτήση πάνω σε αυτά γνωρίζοντας απριόρι πως θα υπάρξει ανώμαλη προσγείωση γιατί την διαδρομή δεν την επέλεξες εσύ αλλά την άφησες στα χέρια κάποιας άλλης….

Το ταξίδι δικό σου, η πυξίδα επίσης, το τι θα πάρεις μαζί σου δική σου επιλογή, η παρέα προκύπτει στην πορεία, ίσως και ποτέ, αλλά η κάθε επιλογή πρέπει να εκπορεύεται από εσένα τον ίδιο, ώστε εσύ στον επίλογο να έχεις και την αποκλειστική ευθύνη.

Το που έφτασες ή που δεν οδηγήθηκες, τα λάθη, οι παραλείψεις, οι λοξοδρομήσεις, είναι ευθύνη εσένα του ίδιου, όσο εύκολο και αν είναι να τα αποδίδεις σε δύο πράσινα μάτια και ένα χαμόγελο φωτεινό που σου κάνει την νύχτα- μέρα.

Το ζητούμενο είναι με ποιο πρόσωπο θα δοκιμάσεις την διαδρομή, και πόσο σφικτά θα έχεις δέσει τη ζώνη αν και εφόσον υπάρξουν αναταράξεις στην «πτήση».

Το «δεν έχει σημασία ο προορισμός αλλά το ταξίδι» είναι πολύ κλισέ, όσο και τα «σε αγαπώ» και τα «για πάντα» που προφέρονται αβίαστα και επιβεβαιώνονται σε ελάχιστες περιπτώσεις.

Το «θέλω να δοκιμάσω μαζί σου» όμως, είναι ειλικρινές και πάντοτε συνοδεύεται από την ελπίδα ή την πεποίθηση ότι αυτή τη φορά θα αξίζει να ειπωθεί και θα βρει την ανταπόκριση που επιθυμείς, με πράξεις, όχι με λόγια.

Τα λόγια έρχονται και φεύγουν το ίδιο συχνά με την επήρεια του οινοπνεύματος που συνήθως αποτελεί πηγή έμπνευσης, κίνητρο λέξεων και προτάσεων διακοσμημένων με συναίσθημα και ανάγκη ανταλλαγής σκέψεων.

Οι πράξεις οι αληθινές, δοκιμάζονται στον χρόνο, δεν ξεθωριάζουν από αυτόν, ούτε διαβρώνονται από το αλκοόλ που θα τις ποτίσει και αυτές είναι που μένουν και μετράνε στο τέλος.

 

 

* Ο Ηλίας Μπαντούνας γεννήθηκε το 1986 στην Αθήνα. Το 2008 αποφοίτησε από το τμήμα Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών του Πανεπιστημίου Πειραιώς ενώ στην συνέχεια ασχολήθηκε με την δημοσιογραφία με μικρά διαλλείματα. Από την παιδική ηλικία έβρισκε «καταφύγιο» στην συγγραφή κειμένων μικρής έκτασης κάτι που συνεχίζει να κάνει ακόμη και σήμερα, όταν υπάρχουν τα κατάλληλα ερεθίσματα για έμπνευση.

 

Η ελληνική γραμμή ως ελληνική στάση

$
0
0
Γράφει η Διώνη Δημητριάδου //

 

«Σκόρπιες σκέψεις πάνω στην ελληνική γραμμή» του Φοίβου Ι. Πιομπίνου, Εκδόσεις του Φοίνικα

 

Ἡ Ἑλλάδα δὲν εἶναι ἕνας ὁποιοσδήποτε γεωγραφικὸς χῶρος, δὲν εἶναι ἁπλῶς μιὰ χώρα, ἕνα κράτος ἢ ἕνα ἔθνος, ἀλλὰ «ζῶσα ἐξελισσόμενη Ἰδέα».

 

Έτσι ξεκινά το πόνημά του πάνω στην ελληνική «γραμμή» ο Φοίβος Πιομπίνος θέτοντας εξ αρχής τα μεγέθη στις πραγματικές τους διαστάσεις και ονομάζοντας τις τρεις έννοιες που ορίζουν τον ελληνικό «χώρο»: ζωή, εξέλιξη, ιδέα. Η ελληνική ιδέα σε αδιάκοπη ζωή αλλά και σε διαρκή εξέλιξη. Μια σειρά από σκέψεις που περιστρέφονται γύρω από τον πυρήνα της ελληνικότητας, που είναι άρρηκτα δεμένη στη συνείδηση του συγγραφέα με το ελληνικό τοπίο. Αυτό που με τις δικές του αρχές καθορίζει -ως ιδέα- αιώνες τώρα και τη ζωή και την εξέλιξη σ’ αυτόν τον τόπο.

Το ελληνικό τοπίο απλωμένο στο σκληρό και άπλετο φως δεν συγχωρεί καμία ατέλεια, δεν εφευρίσκει σκιερά καταφύγια για να κρύψει τα ανομήματά του. Εκεί στο φως που όλα τα εξαγνίζει αλλά και όλα τα απαιτεί, προσφέρει, απαιτεί  και προσφέρεται. Γι’ αυτό οι γραμμές της γλυπτικής και της αρχιτεκτονικής είναι ξεκάθαρες και απόλυτες. Χωρίς περιττά στολίσματα. Η δωρικότητα, συνώνυμη της λιτότητας, της απλότητας αλλά και της πληρότητας συνάμα. Αυτό που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε «ελληνικό θαύμα».

 

Μόνο ἡ ἔρημος, ἡ Σαχάρα, μπορεῖ νὰ συγκριθεῖ μὲ τὸ Αἰγαῖο. Καὶ τὰ δύο εἶναι τοπία ὕψιστης ἀλήθειας˙ δὲν ἀνέχονται τὸ ψεῦδος, τὸ παραμικρὸ ξένο πρὸς αὐτὰ στοιχεῖο, δὲν σοῦ ἐπιτρέπουν τὴν ἐλαχιστότερη ὑπεκφυγή, τὴ διαφυγὴ ἀπὸ τὴν προσωπική σου ἀλήθεια. Δὲν ἐπιδέχονται καμιὰν ἀνθρώπινη ἐπέμβαση, ἀλλ’ ὅμως ἐνσωματώνουν, ἀφομοιώνουν, τελικά, τὰ πάντα.

Ἡ ἔρημος καὶ ἡ θάλασσα κυματίζουν μὲ τὸ φύσημα τοῦ ἀνέμου˙ εἶναι βυθισμένες σὲ ἀπερίγραπτη σιωπή, ἀκόμα κι ὅταν ὁ λίβας σαρώνει τοὺς ἀμμόλοφους καὶ τὰ πετρώδη ὑψίπεδα, ἀκόμα κι ὅταν βουίζει τὸ μελτέμι.

 

Αυτή τη λιτή γραμμή τη βλέπει ο Φοίβος Πιομπίνος να διαιωνίζει την παρουσία της στον ελληνικό χώρο. Δωρικότητα στον κυκλαδίτικο τύπο σπιτιού, απλές φόρμες στα ξωκλήσια του Αιγαίου και στα πετρόκτιστα σπίτια των μαστοροκαλφάδων στην Ήπειρο, εσωτερικότητα  και αυθεντική επαφή με το θεϊκό στοιχείο στη βυζαντινή αγιογραφία, που διασώζει κάτι από την αρχαϊκή μετωπικότητα των κούρων στις αυστηρές μορφές των αγίων. Οι θεοί σε όλες τις μορφές τους συνομιλούν με τους ανθρώπους αυτού του τόπου, άλλοτε παίρνοντας τα χαρακτηριστικά τους και άλλοτε, σε αυστηρότερες εποχές, επιδιώκοντας μια εσωτερική επικοινωνία μαζί τους.

Σκέφτομαι πώς μας οδηγεί το κείμενο σε μια αίσθηση συνέχειας αυτής της ελληνικής ιδέας, έτσι όπως προσεγγίζει τις ομοιότητες μέσα στους αιώνες. Σαν να βρισκόμαστε σ’ αυτό το μικρό αλωνάκι που όλα τα ενσωματώνει, όλα τα καλοδέχεται και τα μπολιάζει με την ιδιαιτερότητά του. Μορφές, τέχνες, θρησκείες, γλώσσες, όλα διαμορφώνουν το ελληνικό τοπίο και διαμορφώνονται απ’ αυτό. Σε τούτο τον τόπο δέσαν αρμονικά ο Άδωνις και ο Χριστός, ο Επιτάφιος με την ολάνθιστη Άνοιξη. Άλλωστε ο Σεφέρης, στις Δοκιμές του, δεν είχε εντοπίσει ακριβώς σ’ αυτόν τον ελληνικό χώρο την υψηλότερη μορφή Άνοιξης, μια ελληνική Μεγάλη Εβδομάδα;

Η όρχηση των αρχαίων, οι χοροί των λαϊκών παραδόσεων, όλα μια συνέχεια μορφής αλλά κυρίως ιδέας. Αλλά και οι  μουσικές, οι τρόποι των αρχαίων διασώσαν την ουσία τους στους ήχους τους βυζαντινούς, και από κει στα λαϊκά άσματα της προσφυγιάς, που μέχρι σήμερα συγκινούν φέροντας μέσα τους όλη την αίσθηση της συνέχειας. Δεν είναι η τέρψη που μετρά εδώ, θα τονίσει ο συγγραφέας, είναι η ψυχική ανάταση.

Ιδιαίτερα σημαντική θεωρείται η διατήρηση της γλώσσας, η οποία και από μόνη της θα μπορούσε να αποδείξει τη συνέχεια της ελληνικότητας.

 

Ἡ πασιφανής συνέχεια τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας μέ τήν  πρωτοφανή ἀντοχή της στο χρόνο ἒγινε ὁ συνδετικός κρίκος αἰώνων Ἑλληνισμοῦ ἀπό τήν ἀπώτατη Ἀρχαιότητα ἴσαμε τίς μέρες μας, καθώς ἐπιβίωσε μέσω τῆς δημοτικῆς μουσικῆς και τοῦ βυζαντινοῦ ἐκκλησιαστικοῦ Μέλους, διαμορφώνοντας κοινή πολιτιστική παράδοση. Αὐτή, καθώς καί ἡ κοινή πίστη, ἡ Ὀρθοδοξία, διέπλασαν μία κοινή, συλλογική συνείδηση, τή συνείδηση τῆς ἑλληνικότητας.

 

Το ελληνικό τοπίο καθοδηγεί και καθορίζει τον τρόπο που επεμβαίνοντας στη φύση ο κάτοικος αυτού του τόπου δημιουργεί τον πολιτισμό του, διαμορφώνοντας παράλληλα την αισθητική του. Η αισθητική, όμως, με τη σειρά της παρακινεί και σε έναν τρόπο ζωής και αντίληψης για τα πράγματα γύρω και μέσα του. Γιατί η αισθητική είναι σε τελευταία ανάλυση δηλωτική μιας ηθικής στάσης. Οπότε σωστά διατυπώνει ο Φοίβος Πιομπίνος:

 

Ἡ ἑλληνική στάση εἶναι κι αὐτή ἑλληνική γραμμή.

 

Φοίβος Ι. Πιομπίνος

 

Εντυπωσιάζει στο συγκεκριμένο πόνημα ο τρόπος γραφής. Πίσω από τις λέξεις διαβάζουμε τη λατρεία για το ελληνικό στοιχείο, όπου μπορεί αυτό να εντοπιστεί, παράλληλα τη βαθιά επιθυμία να δοθεί αυτό με τον πιο απλό και κατανοητό τρόπο, όπως ταιριάζει στη φύση του. Ίσως αυτό ξεχωρίζει τη γραφή του Πιομπίνου από άλλες γραφές ανάλογου θέματος. Μπορεί να ξαφνιάζει κάπου κάπου, ιδίως στο σημείο που επιχειρεί τη σύνδεση (τη μυστικιστική) της αρχαιότητας με τον βυζαντινό πολιτισμό και από κει με το σήμερα μέσα από τον συμβολισμό του δικέφαλου αετού και τη σχέση του με τα αετώματα των αρχαίων ναών. Ο αρχαίος δίπτερος ναός αναδεικνύεται έτσι σε ύψιστο σύμβολο της πνευματικότητας, η Ιδέα ενός διπολικού όντος. Ενδιαφέρουσα οπωσδήποτε η ανάγνωση αυτή ενός  κατ’ εξοχήν βυζαντινού συμβόλου, και επιτρεπτή στα πλαίσια της αναζήτησης του νήματος της συνέχειας. Όλα στην ελληνική «τοιχογραφία» μοιάζει να δένουν μεταξύ τους.

Ολοκληρώνοντας την αγαπητική γραφή του (το βιβλίο αυτό το αγαπάς) παραθέτει επιγραμματικά σχεδόν αυτά που ξεχωρίζει στο ελληνικό τοπίο, αυτά που (όλα μαζί αλλά και ξέχωρα το καθένα) δίνουν την αίσθηση της ελληνικότητας. Ξεχωρίζω εδώ κάποια απ’ αυτά τα «στοιχεία ταυτότητας»:

 

– ὁ σγουρὸς βασιλικὸς σὲ ντενεκέδες φέτας ἢ ἐλαιῶν Καλαμῶν

– τὰ γεράνια σὲ πήλινες γλάστρες

– τὸ ἁγιόκλημα καὶ τὸ γιασεμὶ στοὺς θερινοὺς κινηματογράφους

– τ’ ἁπλωμένα σέ σχοινὶ χταπόδια στὸν ἥλιο

– ἕνα ποτηράκι κεχριμπαρένια ρετσίνα κι ἕνα ἄλλο μὲ γαλακτερὸ οὖζο καὶ τὸ μεζὲ ἀπὸ μαῦρες ἐλιὲς καὶ σαρδελίτσες

– τὸ γλυκὸ τοῦ κουταλιοῦ μὲ τὸ ἀπαραίτητο ποτήρι κρύο νερὸ

– ἕνα παραθαλάσσιο κεντράκι μὲ καλαμωτὴ γιὰ σκέπαστρο καὶ καρὼ τραπεζομάντηλα, ψάθινες καρέκλες καὶ γιρλάντες ἀπὸ λαμπιόνια

– τὸ νησιώτικο λιθόστρωτο μὲ τοὺς ἀσβεστωμένους ἁρμοὺς

– οἱ ξερολιθιὲς ποὺ αὐλακώνουν ὅλες τὶς ράχες, ἀκολουθώντας τὸ ἀνάγλυφο τοῦ τοπίου

– τὸ θυμάρι, ἡ ρίγανη, τὸ δίκταμο, τὸ φασκόμηλο, τὸ φλησκούνι, τὸ μάραθο, τὸ κρίταμο, τὸ γλυκάνισο, ὁ δυόσμος, ὁ ἄνηθος, ὁ μαϊντανός, τὸ σινάπι, ἡ κάπαρη, τ’ ἀμάραντο, κάθε ἀγριοβότανο

– τὰ βαθυπράσινα κυπαρίσσια ποὺ λογχίζουν τὸν οὐρανὸ μέσ’ ἀπὸ τοὺς ἐλαιῶνες καὶ τοὺς κάμπους μὲ τὶς λεμονιές, τὶς πορτοκαλιὲς καὶ τὶς μανταρινιὲς

– ὁ κυματισμὸς τῆς στεριᾶς μὲ τὰ λοφάκια, τοὺς λόφους, τὰ πετροβούνια καὶ τὰ ὄρη, τοὺς γήλοφους, τὰ ξεροβούνια

– οἱ ἀνεμοδαρμένοι κάβοι, τὰ ὀρθολίθια, τὰ θαλασσοβράχια, οἱ βραχοσπηλιές, οἱ σκόπελοι, οἱ πλάκες, οἱ ἀμμοῦδες, οἱ ἀποχές, τὸ ἀμμοχάλικο, τὰ βότσαλα, τὰ χοχλάκια, οἱ κροκάλες

– ὁ φλοῖσβος, ὁ ζέφυρος, τὸ μελτέμι, ἡ αὔρα

 

Κι όταν φτάνει να θυμηθεί εκείνο το «ώρα μας καλή», γραμμένο με κόκκινη μπογιά στην πλώρη μιας βάρκας, έρχεται στο μυαλό ετούτο το γλαυκό τοπίο να αρμενίζει μεσοπέλαα και να στροβιλίζεται από τα γυρίσματα των καιρών. Ο Φοίβος Πιομπίνος, ακολουθώντας τα ίχνη που άφησε ο Περικλής Γιαννόπουλος (που μνημονεύεται άλλωστε στο τέλος του βιβλίου η υπέροχη «καμπύλη» που είδε εκείνος σε κάθε τι ελληνικό) μας δείχνει την ελληνική γραμμή, που αναπόφευκτα οδηγεί σε  μια ελληνική στάση για να δικαιώσει τη μοναδικότητά της. Ίσως και να μη γίνεται διαφορετικά.

 

Δοκίμιο: «Βιβλιομάνια, ιερή νόσος…»

$
0
0
Του Νίκου Τσούλια //

 

Ποτέ δεν κατάλαβα πώς και πότε ξεκίνησε στης καρδιάς μου τους κόσμους αυτή η ιερή μάνητα. Σχολικά ήταν τα πρώτα μου βιβλία, πέρασε καιρός στα χρόνια της φτώχειας μέχρι να αγοράσω τα δικά μου βιβλία – στο πανεπιστήμιο! Κι όμως η λατρεία μου γι’ αυτά είχε ανθοφορήσει, είχε καρπίσει πριν τα απολαύσω, ιδιοκτήτης ων, ως φυσικά αντικείμενα στην προσωπική μου επικράτεια. Αλλά ποιος μπορεί να εξηγήσει πώς μια ιερότητα εγκαθίσταται στην φύση του ανθρώπου; Πάντα δεν ήταν και δεν θα είναι ένα μεγάλο ερώτημα, ένα ερώτημα αιώνιο και προκλητικό, γοητευτικό και χαοτικό: το πώς το βιβλίο ρίχνει σπόρους στο έδαφος της απορίας και του ερωτήματος στην πρώιμη ηλικία;

 

Open books to a new world

 

      Άγνωστη η μια χρονική άκρη της βιβλιομάνιας, αλλά μήπως δεν είναι άγνωστη και η άλλη; Ποιος μπορεί να είναι βέβαιος ότι ο θάνατος σημαίνει και το τέλος αυτής της ιερής τρέλας˙ αφού τα διαβάσματά μας είναι αιώνια, αιώνια δεν θα είναι και η σκέψη μας και το πνεύμα μας; Αλλά και τα γραψίματά μας (της όποιας μορφής) που μένουν πίσω μας, δεν εμπεριέχουν των διαβασμάτων και των βιβλίων ίχνη και σημάδια;

      Η βιβλιομάνια έχει ριζώματα στης ψυχής τον κόσμο. Το πάθος για διάβασμα είναι ασίγαστο σε κάθε φάση της ζωής. Ανταριάζει όταν η βαρυσυννεφιά φέρνει γεγονότα χαλεπά μπροστά μας, για να μας μετασχηματίσει την ασκήμια της ζωής, για να καταλαγιάσει το φόβο της αβύσσου, για να μας μεταμορφώσει τη σκληρή πραγματικότητα. Θεριεύει και όταν η χαρά κάποιων συμβάντων μας εξακοντίζει στους ουρανούς, για να διαποτίσει κάθε πτυχή του εαυτού μας με την ιερή μέθη, για να διατηρήσει επί μακρόν το άρωμα της έκστασης, για να καλλιεργήσει τους κήπους της έμπνευσης. Γιατί όταν η ζωή μας είναι φορτωμένη με εντάσεις, η ψυχή μας επιζητεί την εικόνα του βιβλίου και επιθυμεί σφόδρα το διάβασμα; Μήπως το σύμπαν των βιβλίων είναι παράλληλο σύμπαν σε εκείνο του βιώματός μας και των αισθήσεών μας και περιστασιακές «σκουληκότρυπες» του απόλυτου δοσίματος στο διάβασμα μας οδηγούν σ’ αυτό γευόμενοι μια καινούργια κάθε φορά πραγματικότητα;

      Κάθε φορά που αγοράζω ένα καινούργιο βιβλίο η αίσθηση της ζωής μεταμορφώνεται. Είμαι σε μια αναμονή αναμέτρησης με τον εαυτό μου, να τον περπατήσω σε μονοπάτια που δεν έχει ξαναπεράσει. Όταν κρατάω ένα βιβλίο στο χέρι – όχι στην τσάντα – , το περπάτημά μου είναι διαφορετικό, είναι αλαφιασμένο, νιώθω ανάλαφρος, βέβαιος για τον εαυτό μου, τίποτα δεν μπορεί να μου αμαυρώσει την ομορφιά της ζωής. Το άγγιγμα των ακροδακτύλων μας στο εξώφυλλο του βιβλίου δεν είναι της αφής παιχνίδι, είναι ψυχανέμισμα σε έναν κόσμο που τον προ-οικονομείς κάθε στιγμή που τον περιδιαβαίνεις στις οριζόντιες γραμμές του, στην ακολουθία των λέξεών του και των προτάσεών του.

      Η εικόνα των βιβλίων στις βιβλιοθήκες, στα γραφεία και στα τραπέζια, σε κάθε γωνιά του σπιτιού μεταλλάσσει το σκηνικό της ζωής. Αφαιρέστε τα βιβλία από ένα δωμάτιό σας – γιατί από το σπίτι ολόκληρο ποτέ δεν μπορείτε να το φανταστείτε -, θα δείτε να απλώνεται μια φτώχεια πνεύματος, να έχει μεταναστεύσει μακριά η ομορφιά, θα νιώσετε κενό στην καρδιά σας, η πεζότητα θα αφανίσει τη δυνατότητα ονείρου και ο στοχασμός σας θα γίνει γκρίζος.

      Ποτέ δεν μπορούμε να βάζουμε ένα βιβλίο στο σπίτι μας, αν δεν έχουμε αποφασίσει να το βάλουμε στη ζωή μας, ακόμα και αν δεν διαβαστεί. Πώς γίνεται; Αυτό δεν λέγεται, δεν μεταβιβάζεται. Ή το κατακτάς μόνος σου ή δεν καταλαβαίνεις τίποτα περί του πάθους του διαβάσματος. Η βιβλιομάνια είναι παραλήρημα ανθρώπου ταξιδεμένου, είναι πόθος διαρκώς φουντωμένος. Γιατί τα σύνορα της βιβλιομάνιας, το διάβασμα, είναι συνάντηση πνευμάτων, είναι παραμεθόριος συναισθημάτων. Εδώ δεν υπάρχει ουδέτερη σχέση ούτε ψύχραιμη στάση. Αν δεν είσαι και δεν νιώθεις ταξιδεμένος, καλύτερα να τα παρατήσεις. Εδώ αναμετριέσαι με τον πυρήνα του εαυτού σου, με την υπαρξιακή σου αγωνία, με τη φαντασίωση που έχει εισβάλλει ορμητικά στη ζωή σου. Εδώ είσαι σε εμπόλεμη ζώνη και ο κυανόκρανος δεν έχει καμιά θέση. Γιατί το διάβασμα πάντα κάτι θέλει να ανατρέψει, τον προσωπικό σου κόσμο της προκατάληψης και της αδιαφορίας, τον κοινωνικό περίγυρό σου της ατομικότητας και του ελλείμματος σχέσεων, τη ζωή σου της απλής ύπαρξης και της υπερτροφικής βιολογικότητας.

      Η βιβλιομάνια δεν είναι χόμπι, δεν είναι παιχνίδι, δεν είναι έκφραση καθημερινότητας, γιατί το διάβασμα δεν είναι καθόλου αθώο. Δεν είναι τυπική λειτουργία ούτε απλή δραστηριότητα. Δεν είναι παίξε – γέλασε. Το διάβασμα είναι καταστροφή και δημιουργία συνάμα, και συμμετέχεις με την ίδια τη ζωή σου, παίζεις με τα υλικά του εαυτού σου, είναι ταξίδι «ιερής νόσου» χωρίς να ξέρεις προς τα πού πηγαίνεις…

Firenze, Biblioteca Riccardiana

The Spatial Elegies of Massimo Listri

 

 

 

 

Δοκίμιο: «Εργαλεία Πολέμου…»

$
0
0
Της Ευαγγελίας Τυμπλαλέξη // *

 

Ας φανταστούμε πως είμαστε ο πρώτος Άνθρωπος, ο οποίος γυμνός και πένης ανοίγει τα μάτια μετά την προσγείωσή του σ’ ένα τραχύ κι αφιλόξενο μέρος. Μετά τα δάκρυα που θ’ αναβλύσουν αυτόματα απ’ τις κόγχες ως ύστατη επίκληση στο συναίσθημα, ούτε κι ο ίδιος ξέρει ποιανού, ο περιπατών εν τη σκοτία θα βιώσει μιαν ασίγαστη ανάγκη να κατανοήσει την περιρρέουσα ατμόσφαιρα και να την εξηγήσει, ώστε να διασφαλίσει ερείσματα στους φόβους του να επιβιώσει και να πορευτεί. Όπως περνάμε απ’ τον εργάτη στον εργοδότη εγκαθιδρύοντας μία καμπύλη ενδεικτικής κατανάλωσης, ομοιοτρόπως ο Άνθρωπος εξ’ αρχής κατανόησε τα δύο άκρα μέσα στα οποία κινείται. Το εχθρικό σύμπαν απ’ τη μια κι αυτός ΜΟΝΟΣ απέναντι με μοναδικό του όπλο την ευφυία. Εδώ εκκινεί η Μυθολογία.

 

 

Πάσχω από μία ανίατη αρρώστια: τις αναμνήσεις…

Αξεπέραστη η ρήση του Μάνου Ελευθερίου, η οποία κρηπιδώνει την ενόρμηση του κυρίου Δημητράγγελλου Τόγια, του οποίου τα έργα πυροδότησαν την έμπνευση, ώστε η γραφίδα μου να προσπαθήσει να προσεταιριστεί τον χρωστήρα του. «Το ενδιαφέρον του για τον Αρχαίο Ελληνικό Πολιτισμό (Φιλοσοφία-Μυθολογία) ξεκινάει απ’ τα σχολικά μου χρόνια. Το 2010 άρχισα να αποτυπώνω σε καμβά με τη δική μου πινελιά, τις παραστάσεις Αρχαίας Ελληνικής Μυθολογίας. Το 2017 έχω ολοκληρωμένα 80 έργα, με μέρος των οποίων έχω συμμετάσχει σε ομαδικές εκθέσεις με πολύ μεγάλο ενδιαφέρον. Σκοπός του έργου μου είναι να προβάλλει την Ελληνική Μυθολογία σε πολιτιστικές, εκπαιδευτικές-σχολικές, εκδηλώσεις», διατείνεται ο ίδιος ο δημιουργός. Συνακόλουθα η πινελιά του μπορεί κάλλιστα να αναχθεί στην ανίατη ασθένεια του ανθρώπινου όντος, το οποίο παλεύει με τις αναμνήσεις του.

Ο κύριος Τόγιας είναι ερασιτέχνης. Δόκιμο σ’ αυτό το σημείο να τονιστεί η σπουδαιότητα της ερασιτεχνίας σαν όρος, του οποίου η ετυμολογική ανάλυση μας οδηγεί στη σύμπηξη δύο εννοιών ἐράω=είμαι ερωτευμένος και τέχνη=επιδεξιότητα. Ο Herbert Marcuse σε πραγματεία του αναλύει την «ιδεολογική αποτελμάτωση», όπως ευφυώς χαρακτηρίζει, η οποία απεμπολεί την αυθεντική Τέχνη για να την εισάγει σε εργαστήρια μαζικής κουλτούρας…

 

 

Όπως η σκουριά τρώει το σίδερο…

 

Τα έργα του κυρίου Τόγια φιλοτεχνούνται σε καμβά με χρώματα ακρυλικά ή λάδια και πλαισιώνονται από ξύλινες κορνίζες με την τεχνική «πρόσωπο με το έργο=σκοτία». Στην εν λόγω αναπαράσταση απεικονίζεται ο Υάκινθος κατά την αρπαγή του απ’ τον Ζέφυρο.

Για εμάς τους θνητούς ο Ζέφυρος αντιπροσωπεύει άνεμο ευνοϊκό και ζείδωρο. Στην περιοχή της Λακωνίας κοντά στη Σπάρτη, υπήρχε ένα μέρος, οι Αμύκλες, του οποίου κάτοικος ήταν ο Υάκινθος. Ο όμορφος νέος ήταν εραστής του Απόλλωνα. Σε επίδειξη δισκοβολίας του τελευταίου ο δίσκος παρεκκλίνει υπό την «καθοδήγηση» του Ζέφυρου, ο οποίος ήτο επίσης ερωτευμένος με τον όμορφο Υάκινθο. Σαν προσωποποίηση του Δυτικού ανέμου ο Ζέφυρος παρεμβάλλει στη φορά του δίσκου, ώστε να επιτευχθεί η θανάτωση του νέου. Η όψη του Ζέφυρου αντικατοπτρίζει αγέρωχη αυτοπεποίθηση σε αντιδιαστολή με τη νεανική αθωότητα του Υάκινθου.

Όπως η σκουριά τρώει το σίδερο, έτσι κι ο φθονερός κατατρώγεται απ’ το πάθος του, σύμφωνα με τον Αντισθένη, κυνικός φιλόσοφος του 4ου αιώνα π.Κ.Ε, για να ολοκληρώσουμε την ημιτελή φράση του διάτιτλου. Στο μουσκεμένο χώμα απ’ το αίμα του νέου φυτρώνει ένα άνθος, ύστερα από παραίνεση του Απόλλωνα προς μετουσίωση του ερωμένου του σε Αθάνατο. Διασώζεται τοιουτοτρόπως ή σάρκα και το αίμα σας ψήγμα θεότητας…

 

 

Η Κορωνίς, κόρη του Φλεγύα και αγαπημένη του θεού Απόλλωνα, παντρεύεται με θνητό. Ο κόρακας μεταφέρει τα θλιβερά νέα στον Θεό, γι’ αυτό και φέρει το χρώμα του μαύρου. Ο Απόλλωνας την ρίχνει στην πυρά προλαμβάνοντας τη διάσωση του εμβρύου απ’ το καιόμενο σώμα της, το οποίο συνιστούσε καρπό του έρωτά τους.

Ο Απόλλωνας και ιδιαίτερα οι ερωτικές ατασθαλίες του αποτελούν αφορμή για δημιουργία πολλών μύθων, οι οποίοι αναζητούν την ηθική τους δικαιολόγηση. Ενδυόμενοι με το γλωσσικό ιδίωμα της συναισθηματικής «ιδιοκτησίας» παραπέμπουν ενίοτε σε εμβάθυνση νομιμοποίησης πρακτικών της καθημερινότητας ή επίγνωσης του εσώτερου αδυσώπητου της ψυχής.

Το μαγνητικό πεδίο της επανάληψης…

Μετά τον Διαφωτισμό διαπιστώνεται μία στροφή προς την Αρχαία Ελληνική Σκέψη, η οποία ελκύει Ευρωπαίους υπηκόους κι ενώ ο Έλληνας τελεί ακόμη υπό τον οθωμανικό ζυγό. «Το ευρωπαϊκό  πνεύμα», ωστόσο και σύμφωνα με τον κύριο Λιαντίνη, «ακολουθώντας την ενιαία πορεία του ρομαντισμού και του κλασσικιστικού περνά κατά τον 19ο την αποκορύφωσή του και φτάνει στην αρχή του τέλους».

Στο λυκαυγές του 21ου αιώνα πόσο ελπιδοφόρο είναι για όλους εμάς, να επανέρχονται ως σαρκωτές της Ελληνικής Μυθολογίας οι ίδιοι οι απόγονοι του ελληνικού ιδεώδους και ιδιαίτερα δια μέσω του ερασιτεχνισμού, πράγμα που σημαίνει πως η ιστορική κρίση υποφώσκει στην κάθε οντότητα για να ανασκαλεύσει τις μορφές οικουμενικότητας που αναδύονται σαν αίτημα ανάγκης. Στις ημέρες μας η κρίση, πρωτίστως αξιακή-κοινωνική και δευτερευόντως οικονομική-πολιτική, λειτουργεί σαν ένστικτο τρόμου. Δόκιμη φράση για να δικαιολογήσει ίσως την μέριμνα-επιθυμία του κυρίου Τόγια προς προώθηση των έργων του σε σχολεία.  Η στειρότητα όσον αφορά στην καλλιτεχνική δημιουργία, η οποία ενασμενίζεται για άκαιρα-ανύπαρκτα πλούτη, θα μπορούσε κάλλιστα να αναζωογονηθεί και να αναδημιουργήσει τους πυλώνες του πολιτισμού, σε μία εποχή όπου τα πάντα διακυβεύονται.

Τα έργα του κυρίου Τόγια συμμετείχαν στην πρωτοβουλία «Αιγαιοπελαγίτικες Αποχρώσεις» μαζί με άλλων καλλιτεχνών. Πάρος και Σαντορίνη απήλαυσαν τα φιλοτεχνήματα στην πορεία τους ανά τους αιώνες σαν θεματική ανά των στιγμών στο Τώρα σαν αντίβαρο ιδεολογικό και αντιπρόταγμα αρωγής διαπαιδαγώγησης. Και σ’ αυτό το σημείο να διευκρινιστεί η ιδιαιτερότητα της κορνίζας των έργων του, οι οποίες απαιτούν επιπρόσθετη φιλοτέχνηση μαιάνδρων, διαφόρων σχημάτων. Ο μαίανδρος συνιστά ένα αμφιλεγόμενο σύμβολο, στο οποίο έχουν αποδοθεί πολλαπλές ερμηνείες. Μία εξ αυτών ομολογεί πως η καταγωγή του συμβόλου απ’ την Ελλάδα αφορά στην αναγωγή του Ήλιου, λόγω των διαφορετικών αντανακλάσεων του φωτός του Ζωοδότη στο έδαφος-πολίτες της ελληνικής περιοχής…

Ο αναγνώστης μπορεί να επισκεφτεί τον λογαριασμό του κυρίου Τόγια στο facebook, Dagg Toyas  https://www.facebook.com/dagg.toyas ώστε να περιηγηθεί ενδελεχώς κι ενδεχομένως να έρθει σε άμεση επικοινωνία μαζί του.

Είθε λοιπόν να υπάρχουν κι άλλες ανάλογες πρωτοβουλίες σε ατομικό ή συλλογικό επίπεδο. Κι ο αναγνώστης ας επαφεθεί στη ρήση του Πικάσο, «Η ζωγραφική δε γίνεται για να διακοσμεί διαμερίσματα. Είναι ένα εργαλείο πολέμου για να επιτίθεται, αλλά και να αμύνεται ενάντια στον εχθρό», η οποία επεξηγεί και την αρχική επιλογή του τίτλου…

 

 

 

Το γυροσκόπιο αντίληψης της Ευαγγελίας Τυμπλαλέξη οδυνάται για τα κακώς κείμενα στον Πλανήτη. Νιώθει να πάλλεται σε χώρο μαγνητικά απομονωμένο και η πυξίδα έχει χαθεί.

 

✔ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΕΙΣ ΣΤΗΝ ΠΑΡΑΔΟΣΗ –Η συμβολή της παράδοσης στη διαμόρφωση της εθνικής ταυτότητας

$
0
0
Γράφει η Νότα Χρυσίνα // *

 

 

 

Υπάρχει ένα ερώτημα που έχει πυροδοτήσει ατέλειωτες συζητήσεις, επιστημονικά συνέδρια, τηλεοπτικούς διαξιφισμούς, λογοτεχνικές διαμάχες, δοκίμια, διηγήματα αλλά και ποιήματα. Το ερώτημα αυτό αφορά τη συμβολή της παράδοσης στη διαμόρφωση της εθνικής ταυτότητας.

 

 

Χατζημιχαήλ Θεόφιλος, «Ο χαιρετισμός του Μάη» 1929

 

Το ζήτημα της εθνικής ταυτότητας τέθηκε επιτακτικά με τη δημιουργία του ελληνικού κράτους. Όπως γνωρίζουμε από την Ιστορία που διδαχτήκαμε στο σχολείο, πριν από το 1821 δεν υπήρχε σαφώς καθορισμένη η έννοια του έθνους-κράτους ανάμεσα στους Έλληνες. Το ελληνικό έθνος μέχρι τον 19ο αιώνα ήταν γεωγραφικά διασκορπισμένο σε κοινότητες στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Το ελληνικό έθνος-κράτος δημιουργήθηκε μετά την ελληνική επανάσταση του 1821, και ιδιαίτερα με το Πρωτόκολλο του Λονδίνου, το 1830. Η δημιουργία του στηρίχτηκε σε μεγάλο βαθμό στην ιδεολογία του Ρομαντισμού, βάσει της οποίας εδραιώθηκαν τα έθνη-κράτη σε ολόκληρη την Ευρώπη τον 19ο αιώνα. Κάθε έθνος στράφηκε στο παρελθόν για να ισχυροποιήσει το παρόν του ως νεοσύστατο κράτος. Το νεοσύστατο ελληνικό κράτος στηρίχθηκε και αυτό στο παρελθόν του, όπως έκαναν όλα τα ευρωπαϊκά έθνη που ακολούθησαν την ιδεολογία του Ρομαντισμού. Με την επίδραση αυτής της ιδεολογίας τα πολιτισμικά χαρακτηριστικά: γλώσσα, θρησκεία, τρόπος ζωής, έδαφος κ.ά. μετατράπηκαν σε εθνικά χαρακτηριστικά.

 

Ιδιαίτερα οι Έλληνες έπρεπε να δημιουργήσουν μία ταυτότητα του συνανήκειν αλλά και να τεκμηριώσουν την ιστορική τους συνέχεια με βάση τη φυλετική, γλωσσική και πολιτιστική συνέχεια από την αρχαιότητα. Αυτή τη συνέχεια μπόρεσαν να την τεκμηριώσουν κυρίως μέσα από τη ζωντανή παράδοση, δηλαδή τα ήθη, τα έθιμα, τα τραγούδια, τα παραμύθια και τη δημοτική γλώσσα, γραπτή και προφορική.

Η ελληνική γλώσσα και η ορθόδοξη θρησκεία ήταν τα κοινά χαρακτηριστικά όλων των πολιτών του νέου βασιλείου. Η άμεση καταγωγή της γλώσσας αυτής από την αρχαία πρόσφερε, όπως προαναφέρθηκε, ένα σταθερό σημείο αναφοράς για τον καθορισμό της ταυτότητας του νέου έθνους-κράτους. Το άλλο σταθερό σημείο για τον καθορισμό της εθνικής ταυτότητας υπήρξε η λαϊκή παράδοση.

Η λαϊκή παράδοση επανεκτιμήθηκε τον 19ο αιώνα ως εθνικός θησαυρός. Τον αιώνα αυτόν ιδρύθηκε από τον Νικόλαο Πολίτη η ελληνική λαογραφία ως επιστημονικός κλάδος. Ο Πολίτης κατέγραψε τα δημοτικά τραγούδια και στοιχεία της παράδοσης απαλλάσσοντάς τα από ξένα στοιχεία.

Η ελληνική ταυτότητα και συνέχεια στηρίχτηκε και στην επιστήμη της ιστοριογραφίας που γράφτηκε ως απάντηση στους ισχυρισμούς του Φαλμεράυερ περί καταγωγής των νεοελλήνων από Σλάβους και Αλβανούς. Αρχικά ο Ζαμπέλιος και μετά ο ιστορικός Παπαρρηγόπουλος συνέγραψαν την «εθνική ιστορία» μας συνδέοντας την αρχαιότητα με τον νεοελληνικό πολιτισμό με ενδιάμεσο σταθμό τον Μεσαίωνα (Βυζάντιο).

Η σύνδεση με το πρόσφατο παρελθόν μας το λεγόμενο βυζαντινό εστιάζει στα ήθη και έθιμα του λαού μας. Από το 1880, μαζί με την ανακάλυψη ότι η λαϊκή παράδοση είναι ο θησαυρός των αρχαίων ηθών και εθίμων που επέζησαν μέχρι τη σύγχρονη εποχή, γεννήθηκε το ενδιαφέρον για την παραδοσιακή ζωή και ιδιαίτερα για τη γλώσσα της ελληνικής υπαίθρου. Η ομιλούμενη (δημοτική) γλώσσα χαρακτηρίστηκε κιβωτός της εθνικής ταυτότητας και διεκδίκησε την άμεση καταγωγή από την αρχαία ελληνική -όπως ακριβώς την είχε διεκδικήσει και η αρχαΐζουσα. (γλωσσικό ζήτημα).

Στη δημοτική γλώσσα στηρίχτηκε ο εθνικός μας ποιητής Διονύσιος Σολωμός (επτανησιακή σχολή) και δημιούργησε ένα διακείμενο (πλαίσιο) για να εντάξει τα δικά του κείμενα. Δημιούργησε δηλαδή μια νέα παράδοση καθώς στράφηκε στο δημοτικό τραγούδι και στον «Ερωτόκριτο» που είχε γραφτεί διακόσια χρόνια νωρίτερα. Ο Σολωμός στήριξε τη γλωσσική του επιλογή και με το δοκιμιακό του έργο, το βασικότερο έργο του είναι ο γνωστός «Διάλογος».

ΣΟΦ. Η γλώσσα σου φαίνεται ‘λίγη ωφέλεια; με τη γλώσσα θα διδάξης το κάθε πράγμα· λοιπόν πρέπει να διδάξης πρώτα τες ορθές λέξες.

ΠΟΙΗΤ. Σοφολογιώτατε, τες λέξες ο συγγραφέας δεν τες διδάσκει, μάλιστα τες μαθαίνει από του λαού το στόμα· αυτό το ‘ξέρουν και τα παιδιά.

Το ελληνικό κράτος αφού ταλαιπωρήθηκε με το γλωσσικό ζήτημα τη μέση οδό του Κοραή και την αρχαΐζουσα φτάνει στην παρακμή του ρομαντικού κινήματος και στον «ξύλινο» σχεδόν λόγο. Η γενιά του 1880 αναζήτησε νέα εκφραστικά μέσα και ανανέωση της γλώσσας. Ο ποιητής Κωστής Παλαμάς υιοθέτησε τη γλώσσα του λαού και προσπάθησε να εκφράσει την ψυχή του.

Ὁ Διγενὴς κι ὁ Χάροντας

Καβάλλα πάει ὁ Χάροντας

τὸν Διγενῆ στὸν Ἅδη,

κι ἄλλους μαζί… Κλαίει, δέρνεται

τ᾿ ἀνθρώπινο κοπάδι.

Καὶ τοὺς κρατεῖ στοῦ ἀλόγου του

δεμένους στὰ καπούλια,

τῆς λεβεντιᾶς τὸν ἄνεμο,

τῆς ὀμορφιᾶς τὴν πούλια.

[…]

Το 1883 ανακοινώθηκε από τον Νικόλαο Πολίτη και το περιοδικό «Εστία» ο διαγωνισμός ελληνικού διηγήματος του οποίου η «υπόθεση θα ήταν ελληνική, δηλαδή θα συνίστατο από περιγραφές σκηνών του βίου του ελληνικού λαού».

«ο ελληνικός λαός», αναφέρεται, «είπερ και άλλος τις έχει ευγενή ήθη, έθιμα ποικίλα και τρόπους και μύθους και παραδόσεις εφ’ όλων των περιστάσεων του ιστορικού αυτού βίου· η δε ελληνική ιστορία, αρχαία και μέση και νέα γέμει σκηνών δυναμένων να παράσχωσιν υποθέσεις εις σύνταξιν καλλίστων διηγημάτων και μυθιστορημάτων».

Όλες οι αναφορές στα ιστορικά και λογοτεχνικά γεγονότα μας αποδεικνύουν ότι η παράδοση είναι μια έννοια δυναμική και πώς συνέβαλε σε συγκεκριμένη ιστορική στιγμή στη συγκρότηση της ελληνικής ταυτότητας. Άλλωστε και αργότερα, με τη λεγόμενη γενιά του ’30, η παράδοση «κλήθηκε» ξανά να συμβάλλει από μια νέα οπτική γωνία στην αντίληψη της ελληνικής ταυτότητας. Ο ρόλος της παράδοσης θα συνεχίσει να τροφοδοτεί μελέτες και διαξιφισμούς καθώς αποτελεί μια γόνιμη βάση για διάλογο και αυτό ίσως αποτελεί την σπουδαιότερη συμβολή της.

 

 

 

 

Βιβλιογραφία

  • Beaton, Roderic, Η ιδέα του έθνους στην ελληνική λογοτεχνία, Από το Βυζάντιο στη σύγχρονη Ελλάδα, επιμ. Λυδάκη Ε., μτρ. Πιπίνη Ε., Νοτιά Π., Τσάμου Σ., Πανεπιστημιακές εκδόσεις Κρήτης
  • Γιάννης Παπακώστας, Το περιοδικό Εστία και το διήγημα, Εκπαιδευτήρια Κωστέα-Γείτονα, Αθήνα 1982, 79-80.
  • Πολίτου-Μαρμαρινού Ελένη, «Ηθογραφία». Εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος-Λαρούς-Μπριτάννικα, τ. 26, Αθήνα 1984, 219-221.
  • Βουτουρής, Παντελής, Ως εις καθρέπτην … Προτάσεις και υποθέσεις για την ελληνική πεζογραφία του 19ου αιώνα, Εκδόσεις Νεφέλη, Αθήνα 1995, 259-260.

 

 

 

 

* Η Νότα Χρυσίνα είναι μεταφράστρια, πολιτισμολόγος

 


✔AΦΙΕΡΩΜΑ: Εκδοτική άνοιξη μεσ’ στο Χειμώνα: Κάθε χρόνο και καλύτερα!

$
0
0
Επιμέλεια: Ελένη Γκίκα //

 

 

Αν μη τι άλλο, αναγνωστικά, θα τους συναντήσουμε όλους αυτό τον Χειμώνα. Από τον Φλωμπέρ και την «Μαντάμ Μποβαρύ» του μέχρι την «Αγαπημένη» της Τόνι Μόρισον. Κι από τον Πολ Όστερ και τον Ντέϊβιντ Φόστερ Γουάλας μέχρι τον Αλέξανδρο Κοτζιά και τον Γιώργο Χειμωνά. Αλλά και οι γνωστοί μας, Δημήτρης Σωτάκης, Αχιλλέας Κυριακίδης, Χρήστος Οικονόμου, Ρέα Γαλανάκη, Σώτη Τριανταφύλλου, Κωνσταντίνος Τζαμιώτης, Ανδρέας Μήτσου βρίσκονται εδώ, με καινούργια δουλειά τους, επιτρέποντάς μας να ελπίζουμε: αν μη τι άλλο συγγραφικά και εκδοτικά όλα πάνε καλά! Με κόπους σίγουρα και προσπάθειες και προσωπικό αγώνα, δεν είναι εύκολο αλλ’ όμως κάτι άλλαξε, κάτι γίνεται, το βιβλίο αντιστέκεται και μας δίνει δύναμη, μας δείχνει τον δρόμο, κάτι επιτέλους δείχνει να πάει καλά!

Ας κάνουμε μια προσπάθεια να δούμε τι περιμένουμε εκδοτικά σε ελληνική και ξένη πεζογραφία, ποίηση, μελέτες, δοκίμια και ιστορία, βιογραφίες και μια κλεφτή ματιά στα υπέροχα παιδικά.

Θα επανέλθουμε, μάλλον, παραλείψαμε σίγουρα. Θα τα λέμε συχνά.

 

 

 

Ελληνική Λογοτεχνία:

 

Εκδόσεις ΠΑΤΑΚΗ:

 

Αχιλλέας Κυριακίδης «Σώμα» (νουβέλα)

«Η πιο χρωματιστή ταινία που είδα ποτέ είναι ο ασπρόμαυρος Καθρέφτης, εγώ όμως είμαι της   Θυσίας, εγώ είμαι εκείνου του θανάτου που αναβάλλεται, που ακυρώνεται γιατί ο αφέτης έσφαλε στον πυροβολισμό, εγώ είμαι εκείνης της ζωής που επιμένει, πείσμων, τούτο το σώμα θέλω να περάσει άβροχο την ερυθρά του θάλασσα, να φτάσει απέναντι με όλες τις μνήμες του άτρωτες. Το σώμα μου.

Τι θα θυμάται όταν ξεχάσω;»

Μετά την πύκνωση της πολύπαθης ελληνικής Ιστορίας στην τρισυπόστατη νουβέλα Κωμωδία (2010) και το ματωμένο σταυροδρόμι της νουβέλας 360 (2013), ο Κυριακίδης επιστρέφει με μια επίσης σύντομη νουβέλα. Η ζωή ενός ανθρώπου περιγράφεται με σταθμούς τα πάθη του σώματός του, δομείται γύρω από τις περιπέτειες της υγείας του και τα ψυχρά ιατρικά ιστορικά του, και συμβαδίζει με την εμμονική αναζήτηση μιας παράξενης και σήμερα ξεχασμένης γλώσσας στα βάθη των Βαλκανίων που ομνύει στο και υπηρετεί μόνο το σώμα και τις ανάγκες του.

Με ακρίβεια μικροχειρουργού, ο Κυριακίδης ανατέμνει το ανθρώπινο σώμα και τη σωματικότητα της γλώσσας με τα γνωστά φωνητικά του ηχοχρώματα. Η μέγιστη αφαίρεση δεν αποκλείει τη διακειμενική πυκνότητα, κι ούτε αυτή εμποδίζει το γνωστό  του – μαύρο ή όχι– χιούμορ.

 

Σώτη Τριανταφύλλου «Το τέλος του κόσμου σε αγγλικό κήπο. Zωή και θάνατος του Λούσιους Πρέσκοτ», (μυθιστόρημα)

Αυτή είναι η ιστορία του Λούσιους Πρέσκοτ, ράφτη και στρατιώτη στον αγγλικό εμφύλιο πόλεμο που πέθανε δυο φορές. Ο συγγραφέας είμαι εγώ, ο Βενέδικτος Σίλκοξ· είναι και δική μου ιστορία· το χρονικό της νιότης μου· το πώς έκαψα το κερί του χρόνου κι από τις δυο του άκρες· το πώς αρρώστησα κι έγινα πικρόχολος. Δεν περιμένω να με συμπαθήσετε· είμαι συνηθισμένος άνθρωπος· ούτε καλός, ούτε κακός· έχω αδυναμία στο κλαρέτ και στα τυχερά παιχνίδια ― γράφω αυτό το βιβλίο για να ξεπληρώσω τα χρέη μου· και για να λυτρωθώ από τα λάθη μου. Δεν μου απομένουν παρά λίγοι μήνες ζωής, άρα, σκέφτομαι, μπορώ να μην εξοφλήσω τους δανειστές μου. Όποιος έχει δύο χιτώνες, ας πουλήσει τον έναν κι ας αγοράσει αυτό το βιβλίο: έχω ανάγκη από λάβδανο και είναι ακριβό. Κι ο εκδότης, ο κύριος Α. Χ. Σίντνεϋ, πρέπει να βγάλει τουλάχιστον τα έξοδά του. Αν δεν τα βγάλει θα με καταριέται μέχρι τον άλλο κόσμο.

 

 

Κώστας Καβανόζης,  «Τυχερό» (μυθιστόρημα)

Το «Τυχερό» αφηγείται μια αληθινή, τραγική ιστορία. Το πρώτο δυστύχημα της Ολυμπιακής Αεροπορίας στις 29 Οκτωβρίου 1959 με δεκαοκτώ καταγεγραμμένα θύματα, η έλευση του Βαγγέλη και της Ευανθίας στο χωριό Τυχερό του Έβρου με την εκκένωση της Ανατολικής Θράκης το 1922, ο γιος τους Γιώργος και ο χωρισμός του από τον πατέρα εξαιτίας του Εμφυλίου, η ανοικοδόμηση από Έλληνες πολιτικούς πρόσφυγες του ουγγρικού χωριού Μπελογιάννης κι η επιστροφή τους στην πατρίδα μεταπλάθονται σε συστατικά στοιχεία της αφήγησης. «Όλα τα πρόσωπα του μυθιστορήματος υπήρξαν, όλα τα λόγια ειπώθηκαν και όλα τα γεγονότα συνέβησαν», διευκρινίζεται εξαρχής στο βιβλίο. Το «Τυχερό» εισχωρεί στην πραγματικότητα χρησιμοποιώντας ως αφηγηματικό υλικό πηγές, συμβάντα και μαρτυρίες και αναζητεί τη λογοτεχνική της διάσταση αντανακλώντας πρισματικά σημαντικές ιστορικές στιγμές του 20ου αιώνα.

 

Δημήτρης Τζιώτης,  «Ο θησαυρός των Ολυμπίων»

Η ιστορία αυτή βασίζεται σε πραγματικά γεγονότα. Η πιο ωραία ιδέα του κόσμου γεννήθηκε πριν από τέσσερις χιλιάδες, σχεδόν, χρόνια. Η καθηγήτρια Κλασικών Σπουδών του Πανεπιστημίου της Βιέννης, Ισαβέλλα Χάνσεν, ανέλαβε να παραδώσει προς το δικαστήριο την επιστημονική της γνωμοδότηση για μία υπόθεση που φαινόταν ότι έχει για πάντα ξεχαστεί. Κατά τη διάρκεια της έρευνας που διεξάγει, σε συνεργασία με τον συγγραφέα Νίκο Πατρινό, βρίσκονται μπροστά σε μία απρόσμενη εξέλιξη. Όλα τα δεδομένα αποδεικνύουν ότι δεν αναβίωσε τους ολυμπιακούς αγώνες στη σύγχρονη εποχή ο βαρόνος Πιερ ντε Κουμπερτέν. Στην προσπάθειά τους να λύσουν το αίνιγμα που κρύβεται πίσω από το πιο ισχυρό σύμβολο στον κόσμο, έρχονται αντιμέτωποι με μία συνωμοσία σιωπής. Διαπιστώνουν πως, σε αντίθεση με οποιοδήποτε άλλο ζήτημα, τα εικοσιτέσσερις χιλιάδες βιβλία που κυκλοφορούν για τους αγώνες αναφέρουν τη μία και μοναδική, γνωστή σε όλους, επίσημη εκδοχή.

Για ανεξήγητους λόγους, τα μέλη της Διεθνούς Ολυμπιακής Επιτροπής, γαλαζοαίματοι και αξιωματούχοι, οι αποκαλούμενοι «αθάνατοι» έχουν ορκιστεί να υπηρετούν μόνο τα συμφέροντά της σε κάθε χώρα και όχι τα κράτη που εκπροσωπούν. Κάποιες πανίσχυρες δυνάμεις συσκοτίζουν όλα τα στοιχεία που είναι αναγκαία για την αποκάλυψη της αλήθειας. Επτασφράγιστα μυστικά, κρυμμένα για αιώνες. Η παραβίαση των αρχών του ολυμπιακού πνεύματος είναι κατάφορη. Η πρόσβασή τους στα αρχεία και τις πηγές, ξαφνικά, απαγορεύεται. Όλες οι πόρτες είναι κλειστές.

Το μοναδικό θέσφατο που είχαν ανατρέπεται. Τι είναι Ελλάδα; Για να αποκρυπτογραφή-σουν τη σημειολογία ενός ακήρυχτου πολέμου μεταξύ ιδεών, βρίσκουν ως μοναδική διέξοδο να διαβάσουν την ιστορία ανάποδα. Το ιερό σύμβολο των ολυμπιακών αγώνων μεταφέρθηκε, υπό την ανάκρουση του ύμνου των ναζί, με προσωπική εντολή του Αδόλφου Χίτλερ. Μία λεπτή κλωστή που διατρέχει την ιστορία συνδέει την Αρχαία Ολυμπία με την Αθήνα, τη Φλωρεντία, τη Γενεύη, τη Βιέννη και το Παρίσι. Σε μία αναπάντεχη περιπέτεια αποκαλύπτουν τον καθοριστικό ρόλο τεκτονικών στοών, μυστικών αδελφοτήτων, των Πεφωτισμένων (Illuminati) και των επαναστατών που κατηγορήθηκαν ότι συνωμότησαν για να καταλύσουν την Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία.

Στη σύγκρουση, που ξεκίνησε από τα σκοτεινά χρόνια του Μεσαίωνα, φυλακίστηκαν, αφορίστηκαν και καταδικάστηκαν σε θάνατο ορισμένα από τα πιο λαμπρά μυαλά της ανθρωπότητας. Ο μεγαλύτερος κίνδυνος είναι το ανεκτίμητο αυτό μυστικό να χαθεί οριστικά. Για κάποιους, ο θησαυρός των Ολυμπίων πρέπει με κάθε κόστος να παραμείνει κρυφός. Για όσους πιστεύουν την ιστορία που γνωρίζουν μέχρι σήμερα, το βιβλίο αυτό είναι ακατάλληλο.

 

Αλεξάνδρα Κ* «Πως φιλιούνται οι αχινοί» (μυθιστόρημα)

Οκτώ και μισή, βράδυ, μήνας Ιούνιος. Έβραζαν στο Παγκράτι πενθώντας πάφα-πούφα το δικαίωμα εις το εργάζεσθαι και το φιλείν. Σαλονάκι ευάερο μα αέρας ούτε για φου. Ένα κλιματιστικό της ύστερης αρχαιότητος ανάδευε τον καπνό, παραιτημένο οιασδήποτε άλλης φιλοδοξίας. Μια βρύση κάπου στο βάθος – δεν ακουγόταν μα σίγουρα έσταζε. Ολόκληρο το Παγκράτι ήταν μια έκθεση χαλασμένων υδραυλικών εκείνο το μήνα λες κι οι βαλβίδες της περιοχής είχαν εγκαταλείψει ομοθυμαδόν την προσπάθεια. Έσταζαν και πλημμύριζαν χωρίς καμιαν εγκράτεια και δεν είχε μπει ακόμα Ιούλιος. Καύσων ο αθηναϊκός˙ αχνίζαν τα τσιμέντα μέσα-έξω μα τα νερά, νερά. Ξεχείλιζαν στα μωσαϊκά τα λεκανάκια των επειγόντων – κανείς δεν ασχολούνταν με τη βλάβη. Όλο έλεγαν “αύριο”, “να ηρεμήσω πρώτα”, κάποιοι “τον άλλο μήνα φεύγουμε”, “κανείς να το φροντίσει ;”. Η Έρση: “μόνο τη νύχτα ακούγεται, σιγά”.

Ο Διονύσιος ζει στα ψέματα με την Έρση, η Έρση ζει στα κρυφά με τον Παντά, ο Παντάς ζει σε βάρος της ποίησης και όλων των δικών του. Η Λένια προσλαμβάνει έναν καινούριο αδερφό που βρίθει ποιητικότητας. Ο Άλκης όμως έχει ήδη προσληφθεί μακριά από δω. Ένα πιάνο σκοτώνεται στην πλατεία Κάνιγγος λίγο προτού μεταναστεύσει. Ένας φαρμακοποιός αντιστέκεται στο κατεπείγον της ποίησης. Το παιδί-θαύμα Βικέντιος απογοητεύει τη μαμά και το πανελλήνιο. Η εθνική μας μούσα βουτάει στη Διδότου. Σώματα πέφτουν σωρηδόν στην άσφαλτο και το ένα μέσα στ’ άλλο. Και μια γερασμένη χελώνα παρατηρεί βουβή αυτήν την ατέλειωτη παρέλαση ανθρώπων που έχουν ήδη εξαντληθεί μα συνεχίζουν να πορεύονται για χάρη των άλλων. Ή χάρη ακριβώς σ’ εκείνους.

 

Γιάννης Γορανίτης «24»

24 στάσεις του Ηλεκτρικού Σιδηροδρόμου της Αθήνας. 24 στιγμιότυπα, 24 καρέ, όσα και σε ένα παλιό φιλμ. 24 διηγήματα που εκτυλίσσονται μέσα και έξω από τα βαγόνια και τους σταθμούς. 24 αυτοτελείς, ημιτελείς, μετέωρες και συνεχιζόμενες ιστορίες. Οι υφάνσεις τους αλλού πυκνότερεςαλλού πιο αραιές, οι πρωταγωνιστές τους ετερόκλητοι και αντιφατικοί, οι πορείες τους αν και παράλληλες σαν τις ράγες, αλλού τέμνονται και αλλού εφάπτονται. Στο φόντο, ο θόρυβος του τρένου αλλά και 24 ανώνυμες φωνές που παρεμβάλλονται διαρκώς ως άλλος Χορός του δράματος –δεν πρωταγωνιστούν όμως στις ιστορίες, μόνο ο Κορυφαίος του Χορού ξεχωρίζει στο τέλος.

Η συλλογή τοποθετείται χρονικά σε ένα από τα πρώτα καλοκαίρια της κρίσης. Είναι ένα ζεστό, φορτισμένο πρωινό και οι απεργίες έχουν παραλύσει την πόλη –τα βενζινάδικα παραμένουν κλειστά για μέρες και τα ταξί έχουν ανεβάσει χειρόφρενα. Ο συρμός γεμίζει με τακτικούς επιβάτες, αλλά και κάποιους που μπαίνουν για πρώτη φορά στο τρένο. Στα βαγόνια συνυπάρχουν εκπρόσωποι της μεσαίας τάξης με νεόπτωχους, γιατροί με άνεργους, στελέχη με μετανάστες, αλλά και άνθρωποι που επιβιβάστηκαν κατά τύχη ή δεν έχουν καν ιδέα πώς έφτασαν μέχρι εκεί.

 

Αλέξανδρος Κοτζιάς «Τα παιδιά του Κρόνου». Ένας τόμος που θα περιλαμβάνει τις 4 νουβέλες: Ιαγουάρος, Ο πυγμάχος, Η μηχανή, Το σοκάκι

Γιώργος Χειμωνάς «Άπαντα τα πεζά»

– Νίκος Γκάτσος «Όλα τα τραγούδια». Νέα, αναθεωρημένη και συμπληρωμένη έκδοση.

Αλεξάνδρα Κ* «Πως φιλιούνται οι αχινοί», (μυθιστόρημα)

 

Επανεκδόσεις:

Κλειστόν λόγω μελαγχολίας, Κώστας Μουρσελάς

Η κυρία Κούλα, Μένης Κουμανταρέας

Σαν το λίγο το νερό, Σωτήρης Δημητρίου

Το ξύλινο τοίχος, Μαρία Λαμπαδαρίδου- Πόθου

Το παρτάλι, Θεόδωρος Γρηγοριάδης

 

Εκδόσεις ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ:

 

Ρέα Γαλανάκη «Δυο γυναίκες, δυο θεές» (Νουβέλες)

Στην πρώτη νουβέλα με τίτλο Εγώ, η Αριάδνη, η βλαστική θεά της Κρήτης –και ταυτόχρονα μια νεαρή κοπέλα– φωτίζει με ανατρεπτικό φως τη σχέση της με τον Θησέα. Μόνη της, όχι όμως «εγκαταλειμμένη», αφηγείται όσα έγιναν, προβλέπει όσα θα συμβούν: Η νίκη του Θησέα δεν ήταν τυχαία, ο θάνατος του Αιγέα έχει προσχεδιαστεί, η σκιά του Μινώταυρου ακολουθεί τον φονιά του, νέοι θεοί και αντιλήψεις απειλούν να καταλύσουν την παλαιά τάξη πραγμάτων. Σ’ αυτό το κρίσιμο μεταίχμιο ακροβατεί ο λόγος της Αριάδνης για τον έρωτα, τον φόνο, την εξουσία, τη γυναίκα.

Στη δεύτερη νουβέλα, που έχει ως τίτλο «Αθηνά βοσκοπούλα» – Σπουδή στον Χαλεπά, ένα μικρό πήλινο γλυπτό του Χαλεπά, η «Αθηνά βοσκοπούλα», γίνεται ο μίτος για να ξετυλιχτεί μεγάλο μέρος από τη ζωή του σπουδαίου γλύπτη. Στο  επίκεντρο βρίσκονται οι δεκαετίες που έζησε στον Πύργο της Τήνου κάνοντας ο ίδιος τον βοσκό για να βιοπορίζεται, μετά τον μακρόχρονο εγκλεισμό του σε φρενοκομείο. Με τον οφειλόμενο σεβασμό, η συγγραφέας προσπαθεί να προσεγγίσει τις οικογενειακές και άλλες σχέσεις του, την εμμονή του στη γλυπτική παρά τις αντιξοότητες, τη χρήση του πηλού αντί του μαρμάρου, τη σχέση του με τα ζώα, τη σοφία εν τέλει του θεωρούμενου ως «τρελού» ηλικιωμένου καλλιτέχνη.

 

 

Λένα Διβάνη «Τι έμαθα περπατώντας στον κόσμο»

 

 

 

 

 

 

 

 

Κώστας Λογαράς «Τα πουλιά με το μαύρο κολάρο» (Μυθιστόρημα)

Ο Μαρίνος Τριάντης κατακρεουργεί τον 16χρονο «φίλο» του, τρόφιμο ενός οικοτροφείου. Η σχέση τους, που καταλήγει στο έγκλημα, συντελείται στις αρχές της δεκαετίας του ’80 στην Πάτρα, σε μια περίοδο πολιτικών και κοινωνικών ανακατατάξεων.

Ο Τριάντης καταδικάζεται σε ισόβια. Όταν τριάντα χρόνια αργότερα αποφυλακίζεται εν μέσω οικονομικής κρίσης, θα προσπαθήσει να ενταχθεί σε μια κοινωνία που κανέναν δε γνωρίζει και κανείς δεν τον θυμάται. Η Πάτρα είναι μια άλλη πολιτεία, διαφορετική. Αποκλεισμένος, ρημαγμένος μέσα του ο ίδιος, θα μπορέσει άραγε να σταθεί όρθιος σ’ έναν κόσμο που καταρρέει γύρω του;

Ο συγγραφέας, παράλληλα με την προσωπική ιστορία του Τριάντη, παρακολουθεί την πτωτική πορεία της χώρας τα τελευταία τριάντα χρόνια, τον εκφυλισμό των θεσμών, τον εκμαυλισμό των πολιτών. Αν ο Μαρίνος Τριάντης είναι το όργανο ενός ανεξέλεγκτου Κακού που αφαιρεί αυθαίρετα την ανθρώπινη ζωή, στο ίδιο διάστημα η αυθαιρεσία του πολιτικού κόσμου συντελεί στην διάβρωση της χώρας και στη διάχυση του Κακού πάνω στο σώμα της.

Εξαίρεση αποτελεί ο ζωγράφος Λεό. Σαγηνεμένος από το πάθος που διακρίνει στον σκοτεινό κόσμο του Μαρίνου, φιλοτεχνεί το πορτρέτο της ανθρώπινης ψυχοσύνθεσης αλλά και τα χαρακτηριστικά μιας εποχής.

 

 

Ανδρέας Μήτσου «Γκαλίνα – Η σκοτεινή οικιακή βοηθός» (Νουβέλα)

Η Γκαλίνα, μια ηλικιωμένη οικιακή βοηθός βρίσκεται σε ερωτική σχέση με τη νεαρή κυρία της. Το νεογέννητο παιδί της συντρόφου της έρχεται να μοιραστεί την αγάπη τους. Η Γκαλίνα το μισεί και επιχειρεί τη φυσική του εξόντωση με τρόπο αδιανόητο.

Απρόβλεπτα εμπλέκεται στην υπόθεση, περίεργος αστυνομικός της Ασφάλειας. Αυτός θα σώσει, εν τέλει, το βρέφος από τα νύχια της μοχθηρής γυναίκας και θα αποβεί ο φύλακας άγγελός του.

Για ετούτη την εμπλοκή του θα πληρώσει τίμημα ακριβό. Η εκδίκηση της οικιακής βοηθού θα του καταλύσει τη ζωή.

Την ίδια εκδίκηση θα υποστεί και κάποιος τυχαίος μάρτυρας της υπόθεσης. Παρόμοια τιμωρία επαπειλεί όμως και κάθε άλλον ωτακουστή αυτής της ιστορίας.

 

 

Ελένη Πριοβόλου «Η Καραμέλα» (Νουβέλα)

Η Φρόξη, από το Αφροξυλάνθη, βέρα Αθηναία από πάππου προς πάππον, είναι επίγονος μιας ιστορικής καραμελοποιίας, την οποία εξελίσσει και μετατρέπει σε προσωπικό της «ναό». Οι καραμέλες της Φρόξης είναι ιδιαίτερες. Σκληρό το εκμαγείο τους, όμως η ουσία και η δύναμή τους βρίσκεται στο εσωτερικό τους. Στο «ολύμπιο νέκταρ» που η ίδια δημιουργεί και που ανάγει την απλή επαγγελματία σε δημιουργό. «Θεό», αποκαλεί τον εαυτό της και την κοινωνία έναν απέραντο «οίκο ενοχής», που την βρίσκει αντίπαλη και εχθρική.

Στιγματισμένη η ίδια από το σκληρό πρόσωπο της ζωής, βλέπει την κοινωνία σαν απότοκο ψεύδους και ενοχής. Για τη «γλυκιά» Καραμέλα δεν υπάρχουν αθώοι αλλά μόνον ένοχοι. Έτσι μέσα σε μια παράκρουση αποφασίζει να δώσει στον εαυτό της τον ρόλο του τιμωρού…

Ένα βιβλίο για την οικογενειακή, κοινωνική και πολιτική δομή που ισορροπεί ανάμεσα στην πλήρη αντίφαση του «φαίνεσθαι» και του «είναι». Μιλάει για την υποκρισία, τη φθορά και τη διαφθορά, αλλά και τον άνθρωπο ως προϊόν και ως εξάρτημα μιας καταναλωτικής αντίληψης για τη ζωή.

 

Γιάννης Σιατίτσας «Εμφύλιοι έρωτες» (Μυθιστόρημα)

Χωριάτες, άνθρωποι απλοί και απλοϊκοί, ενώ μετέχουν στα γεγονότα, ζουν σε ένα περιθώριο όπου τα βιώνουν σαν σε παράλληλο κόσμο, μοιάζουν ανίκανοι να δημιουργήσουν ιστορία, και, μην έχοντας τι άλλο να κάνουν, επιδίδονται στην εξονυχιστική διερεύνηση του πλησίον, γίνονται καλοί ή κακοί και καθώς δεν είναι σε θέση να βάλουν όρια και φραγμούς ανάμεσά τους, συγχρωτίζονται προσπαθώντας να βρουν άκρη στον ανείπωτο και αξετύλιχτο βίο τους. Ο έρωτας γίνεται κυνήγι του τυχαίου, τόσο τυχαίου που ποτέ δεν συμβαίνει, μα κάθε μέρα χτυπά την πόρτα τους την μια σαν ανάγκη, την άλλη σαν καθήκον, πότε σαν βόλεμα, πότε σαν διέξοδος, σπάνια κεραυνοβόλος, συνήθως με προξενιό οπότε είτε πλέκεται σαν πολύτιμη δαντέλα ή υφαίνεται σαν κουρελού. Και διαιωνίζονται τα χωριά όπου «μοίρα κακιά, βούληση βάσκανη, αδυναμία ανθρώπινη, δεν στέργει να σμίξει ο καιρός με τον τόπο, απομένει ο χρόνος εκτός τόπου και εποχής να τρέχει άσκοπα, ασυνάρτητα, ανάρμοστα, ξεχαρβαλωμένα… και μόνο η ανάμνηση των εμφυλίων ερώτων κατακαθίζει μέσα μας, σκοτεινή σαν την μούργα στο λάδι, μα πάλι σαν να λαμπικάρει από πάνω ο τόπος, σαν να ξεπετάγεται η ψυχή… και ο καθένας όλο και να φεύγει πιο μακριά».

 

Αλέξης Σταμάτης «Μοτέλ Μορένα» (Μυθιστόρημα)

Ένας πενταμελής θίασος με επικεφαλής τους πρωταγωνιστές Ρομάν, σκηνοθέτη-συγγραφέα και τη σύντροφό του Θίντα, πρώην σταρ του σινεμά φτάνει στον τελευταίο σταθμό της περιοδείας του, σ’ ένα παράξενο νησί με ψηλούς βράχους αλλά και οργιώδη βλάστηση. Όσα ακολουθούν στην πραγματικότητα είναι πολύ πιο αλλόκοτα από το απόκοσμο έργο που ο θίασος θα ανεβάσει μπροστά σε ένα εντελώς ιδιόρρυθμο κοινό. Δυνάμεις υπόγειες, αρχέγονες αλλά και διαχρονικές αρχίζουν να εμφανίζονται για να αμφισβητήσουν τον ορθολογισμό ακόμη και μιας ομάδας καλλιτεχνών.

Μια όψη της πίσω πλευράς ενός πολιτισμού, που πολλοί νομίζουν ότι χάθηκε αλλά τα ίχνη του είναι ορατά σε κάθε συμπεριφορά της ανθρώπινης φύσης.

 

 

Τασούλα Τσιλιμένη «Το κουμπί (και άλλες ιστορίες)

Εικόνες ζωής που η συγγραφέας απεικονίζει χαμηλόφωνα, συχνά υπαινικτικά, με έντονο το στοιχείο του μαγικού ρεαλισμού και με ένα βλέμμα νοσταλγικό αλλά και καταγγελτικό, για όσα έγιναν και όσα δεν πρόλαβαν να γίνουν σε ένα συγκερασμό του παρόντος με τον παρελθόντα χρόνο. Η απώλεια, ως διαρκές στοιχείο, διατρέχει τα διηγήματα αυτής της συλλογής, τα οποία αποκαλύπτουν συμπεριφορές και χειρονομίες, μαρτυρούν την ομορφιά, την παρουσία των άψυχων αλλά και των ζωντανών, το όνειρο και την παιδικότητα που είναι το μεδούλι της ζωής. Τα πρόσωπα δεν απεκδύονται τους ρόλους που η ζωή τους όρισε. Κορίτσια που ασφυκτιούν στον κόσμο των ενηλίκων, ακέφαλα σώματα σπαρμένα στον Όλυμπο, μωρά που εξαφανίζονται σε πυκνές αντάρες, πρόσωπα που κοιτούν από κορνίζες ή από τον βυθό της λίμνης και απαιτούν την αλήθεια τους. Δραματοποιημένες αφηγήσεις που υφαίνουν με λεπτές αποχρώσεις και διεισδυτικό βλέμμα τα «θέλω» των διαφορετικών σε ηλικία χαρακτήρων και επιχειρούν να ισορροπήσουν τον πεζογραφικό λόγο με την ποιητικότητα των εικόνων.

 

 

Εκδόσεις ΚΕΔΡΟΣ:

 

Στρατής Τσίρκας «Νουρεντίν Μπόμπα» (επανέκδοση)

Νέα έκδοση της εμβληματικής νουβέλας του Στρατή Τσίρκα, που εκδόθηκε για πρώτη φορά το 1967. Ένας Ρωμιός βιοπαλαιστής, ξενιτεμένος τις πρώτες δεκαετίες του αιώνα μας στην εύφορη Αίγυπτο, βλέπει πώς της ρουφούν το αίμα πασάδες και ξένοι μπανκιέρηδες, όργανα και στηρίγματα κι οι δυο τους της αγγλικής κατοχής, και διηγείται με θαυμασμό τα κατορθώματα του θρυλικού Νουρεντίν Μπόμπα. Πώς, για ένα φιλότιμο, από βαρκάρης έγινε φονιάς, ληστής, πειρατής και πώς, κάτω από τη λογική των πραγμάτων, κατέληξε αντάρτης και λαϊκός ηγέτης. Πώς οι αποικιοκράτες βιάσανε τη γυναίκα του κι ανατίναξαν το χωριό του και πώς οι επαναστατημένοι φελάχοι καταργήσανε τις αρχές και περάσανε σε μια αυτοσχέδια λαϊκή αυτοδιοίκηση. Αλλά και τ’ αντίποινα του καταχτητή στάθηκαν ανάλογα: φωτιά, κουρμπάτσι και κρεμάλες.

 

Έρη Ρίτσου «Κάτι κρέμεται εκεί ψηλά»

Μια κρύα μέρα του Γενάρη, ένας πατέρας με τον μικρό του γιο βλέπουν κάτι να κρέμεται εκεί ψηλά, στην κορυφή του βουνού, κάτι να ανεμίζει απ’ τις μεγάλες κεραίες. Μια νέα κοπέλα έχασε τη ζωή της. Αυτοκτονία ή φόνος; Ένα σημείωμα που βρίσκεται στο σπίτι της κοπέλας παραπέμπει σε αυτοκτονία, δεν είναι όμως αρκετά πειστικό –για κάποιους, τουλάχιστον– ώστε να κλείσουν την υπόθεση. Η αστυνομική έρευνα ξεκινά, και διεξάγεται παράλληλα με κάποιες σπουδαίες αλλαγές στη ζωή της Μαρίας Γεωργίου, της νεαρής αστυνόμου που γνωρίσαμε στο Ο νεκρός δολοφονήθηκε.

 

Δημήτρης Σωτάκης «Ο κανίβαλος που έφαγε έναν Ρουμάνο»

Ένας άνδρας, ο οποίος διακατέχεται από μια ανεξήγητη έλξη για τη Ρουμανία, ενημερώνεται ότι στην πόλη του έχει καταφτάσει μια οικογένεια Ρουμάνων. Προσπαθεί μεθοδικά να τους προσεγγίσει και γρήγορα καταφέρνει να γίνει ένα πολύτιμο κομμάτι της ζωής τους. Όμως την ίδια στιγμή ξεκινάει ένας αγωνιώδης αγώνας έρωτα και τρέλας, επαναπροσδιορισμού ρόλων και υπαρξιακών αναζητήσεων, ποιος είναι ποιος και ποια είναι τα σκοτεινά μυστικά που κρύβονται καλά στο υποσυνείδητό μας;

 

 

 

Νίκος Φαρούπος «Εφιάλτης. Η απολογία»

Μήπως ήταν αθώος ο άνθρωπος που θεωρείται ο μεγαλύτερος προδότης στην ιστορία της Ελλάδας και του δυτικού κόσμου; Μήπως έπεσε θύμα πολιτικών σκοπιμοτήτων σε μια στημένη δίκη;

Το όνομα Εφιάλτης, που τότε σήμαινε ετυμολογικά «αυτός που πηδάει πάνω σε κάτι» ή «αυτός που πατάει σταφύλια», σήμερα είναι συνώνυμο του «προδότη» ή του «πολύ κακού ονείρου».

Αν όμως ο Εφιάλτης επιλέχτηκε για να παίξει τον ρόλο του «καθάρματος», δηλαδή να καθάρει, να εξαγνίσει από το αμάρτημα της υποταγής ή της φυγομαχίας εκείνες τις ελληνικές πόλεις που μήδισαν; Αν τελικά ο «προδότης» είναι ένα ακόμη εξιλαστήριο θύμα της Ιστορίας;

Ιδού λοιπόν η πιθανή απολογία του.

 

Βαγγέλης Ραπτόπουλος «Χάσαμε τον μπαμπά» (επανέκδοση)

Πριν από είκοσι χρόνια, ο πατέρας του Άγγελου Γεωργιάδη εγκατέλειψε τον ίδιο και τη μητέρα του, για χάρη της θείας Τίνας. Tώρα ο θάνατος του Mπαμπά θα φέρει σε επαφή τα εναπομείναντα μέλη της οικογένειας. Kαι στην κατοχή του γιου θα περιέλθει ένα τετράδιο, όπου ο πατέρας του αφηγείται την αρχική φάση του έρωτά του με τη μικρή αδελφή της μαμάς. Διαβάζοντας το χειρόγραφο, ο τριαντάχρονος Άγγελος θα οδηγηθεί σε έναν γραπτό αναστοχασμό της δικής του ζωής, που θυμίζει αυτοσχέδια ψυχοθεραπεία. Και θα αποπειραθεί να εξερευνήσει το παρελθόν, αλλά και το παρόν του, αναζητώντας τη λύτρωση. Ένα μυθιστόρημα που αναφέρεται έμμεσα στην απουσία του αρσενικού προτύπου, από τον σύγχρονο κόσμο. Σε πρώτο πλάνο, ένας νεανικός και ένας ώριμος έρωτας, με τις αποκλίσεις και τους παραλληλισμούς τους. Kαι στο βάθος, αλλού σπαρακτική κι αλλού τρυφερή και αστεία, η αφήγηση μιας αργοπορημένης ενηλικίωσης.

 

Φίλιππος Δ. Δρακονταειδής «Η πρόσοψη»

Ένα μυθιστορηματικό ταξίδι από την Οδησσό στη Σενεγάλη και στη μάχη τη Φασόντα στις όχθες του Νείλου, στα σύνορα του αγγλοαιγυπτιακού Σουδάν, από το Αϊβαλί και την Αθήνα ως το Νανσύ, την Μπραζαβίλ και τον ποταμό Κονγκό.

Στην κρίσιμη περίοδο, στο τέλος του δέκατου ένατου αιώνα και στις πρώτες δεκαετίες του εικοστού, τα ατομικά πεπρωμένα μπλέκονται με τις συλλογικές ουτοπίες: ορθόδοξοι, καθολικοί, μουσουλμάνοι, εβραίοι και άθεοι, λευκοί και μαύροι, εξερευνητές και επαναστάτες, άρχοντες, δημοκράτες και αναρχικοί, γίνονται τα υποκείμενα των κοσμογονικών αλλαγών.

Μια μυθιστορηματική εποποιία, μια τοιχογραφία του ευρωπαϊκού κόσμου που οικοδομήθηκε στα χρόνια λίγο πριν και λίγο μετά τον Μεγάλο Πόλεμο. Αυτό που σήμερα βλέπουμε είναι η πρόσοψή του. Η ανασκαφή των ερειπίων του είναι ξανακερδισμένος χρόνος.

 

Ζέτα Κουντούρη  «Λίγο πριν βρέξει»

Άνθρωποι στα όρια της αντοχής τους που παραπαίουν βασανιστικά ανάμεσα σε  εφιάλτες και φοβίες. Πόρτες κλειστές που κρύβουν σκοτεινά μυστικά, θανάτους ύποπτους, πάθη αδιέξοδα, έρωτες αδιευκρίνιστους. Τοπία θολά, όπου το νερό της βροχής δρα καταλυτικά και χαρίζει ένα είδος  λύτρωσης.

Η Ζέτα Κουντούρη για μια ακόμη φορά περιβάλλει τους ήρωές της με αγάπη και χιούμορ, διεισδύει με τρυφερότητα στις ψυχές τους, και αφήνει τον αναγνώστη να βγάλει τα δικά του συμπεράσματα για το τι είναι αλήθεια και τι ψέμα, ερώτημα το οποίο λανθάνει στις περισσότερες ιστορίες της.

 

Ζωή Βαλάση «Τρία υπέροχα αγόρια και ένα κορίτσι (και μερικοί άλλοι)»

Μια ελληνική οικογένεια περνάει τις καλοκαιρινές διακοπές στην Ανατολική Γερμανία του ’80. Παραμυθένιες συναντήσεις, περιπέτειες που μπλέκουν τον κόσμο της φαντασίας με την καθημερινότητα, απορίες κι αμφιβολίες, κουβέντες της καρδιάς,  παράξενη φύση, αλλιώτικη ζωή…

Μέσα από μια –φαινομενικά- απλοϊκή ματιά, όλο το μυστήριο και το δράμα της ξενιτιάς και ο γρίφος της «πατρίδας».

 

Νίκος Τσακνής «Οικοτροφείο παραπαίοντων παίδων»

Τα τρία αφηγήματα του Νίκου Τσακνή που συνδέονται υπόγεια μεταξύ τους μοιάζει να θέτουν ένα κοινό ερώτημα: Πόσο πλήρης μπορεί να είναι ο έρωτας, όταν δεν υπάρχει επίγνωση και κατάφαση στην έξαρση και τη διακινδύνευση, στο τραύμα και στην αβεβαιότητα, πόσο ομαλή μπορεί να είναι η ένταξη στην κοινωνία και πόσο ωφέλιμη η αναφορά στις ιδεολογίες;

Πώς να εμφανιστεί ο κόσμος για ν’ αξίζει η ζωή;

 

Γιώργος Μπουγελέκας «Ο εγγονός της Άννας»

Αθήνα, 2012: Ο Ιάκωβος, ο μικρός εγγονός της  Άννας, Εβραίας που γλίτωσε από τις θηριωδίες των Ναζί, γοητεύεται από τα συνθήματα και τις πρακτικές των σημερινών οπαδών τους. Αποφασισμένη να τον προστατεύσει, η Άννα θα του μιλήσει για την Ιστορία.

Με οδηγό τις αναμνήσεις της, μέσα από την πορεία της στις γειτονιές και στους δρόμους της Αθήνας, ξετυλίγονται  πτυχές της ιστορίας των Εβραίων στη διάρκεια της Κατοχής. Οι διώξεις τους, οι πλαστές ταυτότητές τους, η συμμετοχή τους στο ΕΑΜ, η στάση του ραβίνου Μπαρζιλάι, ο ρόλος του αρχιεπίσκοπου Δαμασκηνού, τα αρχεία της Συναγωγής, τα Δεκεμβριανά.

Το χθες συνδέεται με το σήμερα, καθώς στα χρόνια της κρίσης επιστρέφει ο εφιάλτης του νεοναζισμού. H Άννα με τις αφηγήσεις της προσφέρει στον εγγονό της μαθήματα  ζωής και ανθρωπιάς.

 

Λένα Κικίδου «Il ciclo della Calamita»

Σαν Φρανσίσκο, 1905. Μια κοπέλα κι ένα παιδί θα εγκατασταθούν σ’ ένα ερημωμένο σπίτι στην κορφή ενός λόφου. Κουβαλώντας ελάχιστα υπάρχοντα, αλλά αμέτρητα μυστικά, θα κινήσουν το ενδιαφέρον του μοναχικού τους γείτονα.

Η ροπή προς τη βία, ο κοινωνικός αποκλεισμός, ο θρησκευτικός φανατισμός κι η λογική του όχλου θα γίνουν οι κινητήριοι μοχλοί για να ξεδιπλωθεί το παρελθόν των ηρώων σε πέντε ιστορίες που διαδραματίζονται στα όρια μεγάλων φυσικών καταστροφών: στην εξάπλωση του Μαύρου Θάνατου στην Ευρώπη (1347), στη Μεγάλη Πυρκαγιά του Λονδίνου (1666), στον Μεγάλο Τυφώνα στις Ολλανδικές Αντίλλες (1780) και στη Μεγάλη Χιονοθύελλα (1888) του Κονέκτικατ.

 

Έλενα Γκιβίση «Ρήγματα»

Τα ρήγματα είναι οι εκδορές, οι τρύπες, οι σχισμές που φέρει αυτή η ενότητα που ονομάζεται ‘’εαυτός’’. Σαν να ήταν το σώμα ένα γυάλινο δοχείο που έχει ραγίσει σε πολλά σημεία, κι από τα οποία, διαχεόμαστε, χυνόμαστε, χάνουμε το κέντρο και τον πυρήνα μας, η βεβαιότητα του ψυχισμού μας διαφεύγει συνεχώς.

Τρεις γυναίκες, με διαφορετικές πορείες ζωής αλλά κοινή καταγωγή, προσπαθούν, μέσα από αυτόν τον αδιάκοπο κυματισμό των γεγονότων, των ημερών, των συναισθημάτων τους, μέσα από την κατάδυση στα προσωπικά τους ρήγματα, να ανακαλύψουν ένα κάποιο συγκροτημένο και σταθερό νόημα στη ζωή τους.

 

Αντώνης Γιαννακός «Τέσσερις βολικοί θάνατοι»

Αθήνα, 1936. Ο νεαρός Αντώνης Τζανετής διορίζεται βοηθός ιατροδικαστή. Σε σύντομο χρονικό διάστημα, τέσσερις εξέχοντας Έλληνες πολιτικοί, που πρωταγωνίστησαν στη δημόσια ζωή της χώρας τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα, πεθαίνουν υπό αβέβαιες συνθήκες. Επικρατεί πολιτική αναταραχή, ενώ συγχρόνως οι εργάτες της Θεσσαλονίκης κατεβαίνουν σε απεργία που πνίγεται στο αίμα. Στο Παλάτι οι σκευωρίες δίνουν και παίρνουν, προετοιμάζοντας την άνοδο του Ανδρέα Μεταξά στην εξουσία. Οι διώξεις κατά των κομμουνιστών αρχίζουν, ενώ στην Ευρώπη πυκνώνουν τα σύννεφα της επικείμενη ς πολεμικής σύρραξης.

Ένα μυθιστόρημα εποχής, με αύρα μυστηρίου, για τα ταραγμένα χρόνια του ελληνικού Μεσοπολέμου.

 

 

Εκδόσεις ΠΟΛΙΣ:

 

Βίβιαν Στεργίου «Μπλε υγρό» (Διηγήματα)

“Χωρίς εσένα θα με καταπιεί  το μπλε υγρό, όχι λάθος, εσύ, εσύ είσαι το μπλε υγρό, όχι λάθος, αν δεν ήσουν εσύ θα ήταν κάτι άλλο, όχι λάθος εγώ είμαι το μπλε υγρό, όχι λάθος, το μπλε υγρό είναι όλα, η ζωή είναι ένα κολλώδες μπλε υγρό”.

Ένας άντρας συναντιέται στην Κυψέλη με τη γυναίκα που κάποτε είχε ερωτευτεί. Μία εικαστικός ετοιμάζει μία έκθεση με όλα τα πράγματα που αγχώνουν τους ανθρώπους. Ο Ανδρέας γυρίζει απ’ το Παρίσι, για να ζήσει με το Βασίλη. Ο βοηθός φωτογράφου φοβάται τους ανθρώπους αλλά ερωτεύεται μία φοιτήτρια στη διακοπή ρεύματος. Ένας νέος δικηγόρος ζει με τον πατέρα του που νομίζει ότι πρωταγωνιστεί σε ριάλιτι. Ένας απολυμαντής στα ενοικιαζόμενα δωμάτια των γονιών του οδηγεί έναν άγνωστο τουρίστα σε μία κρυφή παραλία.

Γύρω τους η Αθήνα. Τους παγιδεύει στο φως της, τους κάνει να ισορροπούν, τους παρηγορεί με οικειότητα και μικρές στιγμές ευτυχίας, ενώ άλλες φορές τροφοδοτεί με δικές της εικόνες τη μελαγχολία και την αγωνία τους. Δεκαέξι μικρές, αυτοτελείς ιστορίες σαν κομμάτια πραγματικότητας. Περίεργοι και διαφορετικοί, φοβισμένοι και γεμάτοι πείσμα να ευτυχήσουν, εντελώς καθημερινοί και εντελώς τυχαίοι, οι άνθρωποι των ιστοριών είναι οι άνθρωποι γύρω μας.

 

Χρήστος Οικονόμου «Οι κόρες του ηφαιστείου» (Διηγήματα)

Οι Κόρες του Ηφαιστείου είναι ένα βιβλίο για αλαφροΐσκιωτους ανθρώπους και διπολικές καταστάσεις—φως και σκοτάδι, ποίηση και πραγματικότητα, παρελθόν και μέλλον, πράγματα θνητά και πράγματα αιώνια.  Παρεκκλίνοντας από το ρεαλιστικό πλαίσιο των προηγούμενων βιβλίων του, ο Χρήστος Οικονόμου αφηγείται ιστορίες που ακροβατούν στα διαρκώς μεταβαλλόμενα σύνορα μεταξύ του ορατού και του αθέατου κόσμου, ενώ εμπλουτίζει το υπόβαθρο της αφήγησης με πολυάριθμες διακειμενικές αναφορές—άλλοτε ευδιάκριτες, άλλοτε υπαινικτικές—που ξεκινούν από τα απόκρυφα Ευαγγέλια, τα μεσαιωνικά συναξάρια και τις λαϊκές διηγήσεις θαυμάτων και επεκτείνονται στον σύγχρονο μυθοπλαστικό και στοχαστικό λόγο.  Άξια προσοχής, επίσης, είναι η πολυπρόσωπη και πολυφωνική παρουσία των γυναικών σε όλα τα διηγήματα της συλλογής.  Οι Κόρες του Ηφαιστείου είναι ένα βιβλίο για τις γυναίκες που θέτουν σε κίνηση τα γρανάζια της ιστορίας, για τις γυναίκες που φέρνουν τη λύτρωση, ορμώμενες από την υποδόρια διαίσθηση ότι η ελπίδα ανασταίνεται πάντα τελευταία.  Οι Κόρες του Ηφαιστείου είναι ένα αναστάσιμο βιβλίο.  Δηλαδή ένα χαρμόσυνο βιβλίο.

 

Ελισάβετ Χρονοπούλου «Ο έτερος εχθρός» (Διηγήματα)

“Μπροστά η Φιλίτσα και πίσω εγώ, ανηφορίσαμε για το σπίτι. ∆εν βγάλαμε μιλιά σ’ όλο τον δρόμο γιατί ένα πράγμα μόνο ήταν να πούμε κι αυτό δεν θα το λέγαμε ποτέ ο ένας στον άλλον, ποτέ πια όσο ζούσαμε, και πράγματι, ποτέ δεν το ’παμε. Μας έφτανε που, όταν θα ξημέρωνε η μέρα και θα πηγαίναμε στον μπακάλη με το δελτίο, θα παίρναμε τρεις μερίδες ψωμί κι όχι δύο.

 Τίποτ’ άλλο δεν θυμάμαι από κει και πέρα. 

Ζήσαμε.”

Στην περίοδο της γερμανικής κατοχής στην Αθήνα,  εκτός απ’ τον ίδιο τον κατακτητή, οι ήρωες των δέκα ιστοριών, αντιμετωπίζουν κι έναν διαφορετικό εχθρό: Κάτω απ’ το κράτος της πείνας και του τρόμου   απειλείται η συλλογική ηθική υπόσταση. Βλέπουν να καταλύεται γύρω τους  ό,τι συνιστά την έννοια του “ανθρώπινου”. Βλέπουν τους γύρω ή και τον εαυτό τους να οπισθοδρομούν σε βαθμίδες πρωτογονικές.

Επιβίωσαν.

Το τίμημα της επιβίωσης το κράτησαν μέσα τους, ένα μυστικό που το βάρος του συνόδευσε την υπόλοιπη ζωή τους. Για να μπορέσουν να συνεχίσουν, άλλοι χρειάστηκε να το ξεχάσουν, άλλοι να το ξορκίσουν, άλλοι να το ανασκευάσουν.

 

Νίκος Μπακουνάκης «Ταξίδι στη Νέα Υόρκη»

Μικρές καθημερινές ιστορίες από τη Νέα Υόρκη. Άνθρωποι και μικρόκοσμοι της αμερικανικής μητρόπολης. Μια κτηνοτρόφος, ελληνικής καταγωγής, σε μπαρ του Βίλατζ. Ενας εβραίος τσαγκάρης από την Τασκένδη στην οδό Χάντσον. Ενας ιεροκήρυκας στον Αγιο Βαρθολομαίο της Λεωφόρου Παρκ. Ένας επενδυτής από το Πουέρτο Ρίκο που συστήνει σαν καλή επένδυση αγορές στου Μακρυγιάννη. Η Λόρνα, κόουτς ηθοποιών, στη Μετροπόλιταν Οπερα. Η ποιήτρια Λουίζ Γκλούκ στη Δημόσια Βιβλιοθήκη.  Κι ακόμη, τα πανεπιστήμια και η πόλη, τo freak show  ενός αγώνα ΝΒΑ, οι σινεφίλ του Μανχάταν, τα δεκανίκια της σύγχρονης τέχνης, μια καινούργια γραμμή μετρό,  πώς γίνονται landmark δημόσιες τουαλέτες… Κι άλλες πολλές ιστορίες όπου ο συγγραφέας άλλοτε παρατηρεί κι άλλοτε γίνεται ήρωας.

 

 

Εκδόσεις ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ:

Πολλά και σημαντικά βιβλία θα κυκλοφορήσουν από τις εκδόσεις ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ από τον Σεπτέμβριο έως το τέλος του έτους, μεταξύ των οποίων τα νέα μυθιστορήματα της Τατιάνας Αβέρωφ, του Χρήστου Αγγελάκου «Οι ψεύτικοι δίδυμοι», της Σοφίας Νικολαΐδου «Στο τέλος νικάω εγώ», του Κωνσταντίνου Τζαμιώτη «Ίσως την επόμενη φορά» και της Μαίρης Μαγουλά «Το πιο μακρύ ταξίδι», ανατρεπτικές ιστορίες της Άλκης Ζέη, διηγήματα του Θωμά Ψύρρα, ενώ επανεκδίδονται «Το μυθιστόρημα του Ξενοφώντα» του Τάκη Θεοδωρόπουλου, «Το ημερολόγιο ενός εξωγήινου» του Νίκου Παναγιωτόπουλου, καθώς και το βιβλίο σταθμός στην ελληνική λογοτεχνία «Η Πάπισσα Ιωάννα» του Εμμανουήλ Ροΐδη, που εξακολουθεί να γοητεύει και να «σκανδαλίζει» 150 χρόνια περίπου μετά την πρώτη του έκδοση. Φεύγοντας από τη λογοτεχνία, αρκετά βιβλία φέτος θα τραβήξουν το ενδιαφέρον μας για σκέψη και προβληματισμό, όπως το βιβλίο του Καθηγητή Γεώργιου Μπαμπινιώτη Οι πικρές αλήθειες της γλώσσας μου, μια ιστορική βιογραφία για τον Ελευθέριο Βενιζέλο από τον Ομότιμο Καθηγητή Πολιτικής Ιστορίας Θάνο Βερέμη, το βιβλίο του φυσικού και αστρονόμου Διονύση Σιμόπουλου Είμαστε αστρόσκονη, ένα βιβλίο για το άγνωστο σύμπαν και την ιστορία του, κ.ά.

 

Εκδόσεις ΙΚΑΡΟΣ:

 

Ισμήνη Καπάνταη «Αστική οικία στο Χαλάνδρι»

Η πολυγραφότατη και πολυβραβευμένη συγγραφέας, Ισμήνη Καπάνταη, εγκαινιάζει τη συνεργασία της με τον Ίκαρο εκδίδοντας ένα ανατρεπτικό αστυνομικό μυθιστόρημα με τον τίτλο Αστική οικία στο Χαλάνδρι.

 

 

 

 

Κυριάκος Μαργαρίτης «Κρόνακα»

Με το ομώνυμο έργο, ο Κυριάκος Μαργαρίτης επιχειρεί μια μυθιστορηματική ανασυγκρότηση του χρονικού ως τρόπου αφήγησης στον 21ο αιώνα.

Όλες οι ιστορίες που αγάπησα ήταν ποτάμια, θα ήθελα, όμως, αυτήν που αποφάσισα να πω, να τη δείτε σαν θάλασσα: ποιος θα την εξαντλήσει; Οπωσδήποτε όχι εγώ. Tο έχω, όμως, καημό να τη φτάσω και να μπω στο ανεξάντλητο. Αναφέρομαι στο μυστήριο του Λόγου και πάω να το τελέσω στην αυλή μιας παιδικής ηλικίας. Εκεί παρατάσσω τα κάστρα μου, με στάχτες του Άουσβιτς, άμωμα δάκρυα του Τορίνο, χώμα της Πράσινης Γραμμής, στίχους της Σιβηρίας, προσκυνήματα αθωνικά και κάτι περιπάτους στις στοές της Αθήνας. Αν δεν κάνω λάθος, ο αφρός θα λέγεται Κρόνακα, τουτέστιν Χρονικό. Τα άλλα, πιθανώς η αιωνιότητα, ελπίζω να είναι ο βυθός μου. Η έκδοση πραγματοποιείται με την ευγενική χορηγία του Κέντρου Τεχνών Κίμωνος.

 

 

Εκδόσεις ΚΡΙΤΙΚΗ:

 

Γιάννης Σκαραγκάς «Η κυρά της Ρω» (Νουβέλα)

Με αφορμή τη ζωή της Δέσποινας Αχλαδιώτη στο ακριτικό νησί της Ρω, ο Γιάννης Σκαραγκάς αφηγείται την ιστορία ενός ξεχωριστού ανθρώπου. Μέσα από μια ποιητική και βαθιά ανθρώπινη οπτική, το κείμενο εστιάζει στη μοναχική διαδρομή μιας γυναίκας που έμαθε να ζει με αναμνήσεις και σκέψεις, προσπαθώντας να δώσει νόημα στη σχέση της με τον κόσμο.

Πρόκειται για τον απολογισμό μιας ασυμβίβαστης γυναίκας που επενδύει στη ζωή ακόμα κι όταν εκείνη της επιφυλάσσει το πιο σκληρό της πρόσωπο. Είναι η φωνή του αδύναμου ανθρώπου που αναμετριέται με τις πληγές της ιστορίας και την πιθανότητα της προσωπικής χαράς. Η κυρά της Ρω ανεβοκατεβάζει μια σημαία με το βάρος της προσωπικής αποστολής, πράξη που μπορεί να μην αλλάζει τον κόσμο, τουλάχιστον όμως του δίνει νόημα. Συμβολίζει ένα κομμάτι της ελληνικής ψυχής που αντλεί δύναμη από τα ελάχιστα, και ανανεώνει τις αντοχές του μέσα από την αλήθεια και το θάρρος να την αντιμετωπίσει. Η Δέσποινα Αχλαδιώτη (1890-1982), η επονομαζόμενη «Κυρά της Ρω», υπήρξε μέλος της Αντίστασης κατά την περίοδο της Κατοχής και από το 1924 εγκαταστάθηκε στην ακριτική νησίδα Ρω, δυτικά του Καστελλόριζου, με τον άντρα της και την τυφλή μητέρα της. Επί σαράντα χρόνια (από το 1943 μέχρι και τον θάνατό της) ύψωνε την ελληνική σημαία κάθε πρωί και την κατέβαζε με τη δύση του ήλιου. Η ιστορία, που εμπνέεται από στοιχεία της ζωής της, γίνεται το πιο επίκαιρο και ουσιαστικό σύμβολο μιας χώρας που επανέρχεται στις βασικές της αρχές επαναφέροντας τον άνθρωπο στο επίκεντρό της. Ενσαρκώνει τη δύναμη του ανθρώπου και κυρίως την ελπίδα του ότι, στις μεγαλύτερες δυσκολίες, η ακεραιότητα είναι υπόθεση του καθένα μας χωριστά.

Το κείμενο θα μεταφερθεί επί σκηνής στο θέατρο Σφενδόνη τον Οκτώβριο από την ηθοποιό Φωτεινή Μπαξεβάνη (σκηνοθεσία: Κατερίνα Μπερδέκα, παραγωγή: Λυκόφως).

 

 

Αποστόλης Αρτινός «Αγαπημένη μου Lyda» (Επιστολικό μυθιστόρημα)

 Δύο αδελφές, η Μπεμπούλα και η Ροζαλίνδη (Lyda), αλληλογραφούν κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του ’30, αμέσως μετά το ξέσπασμα της παγκόσμιας οικονομικής ύφεσης που προκλήθηκε από το κραχ του 1929. Τα περισσότερα από τα γράμματα στέλνονται από την Μπεμπούλα, η οποία είχε μόλις διοριστεί δασκάλα σε ένα χωριό της Ηπείρου, προς τη Ροζαλίνδη, που την ίδια περίοδο διέμενε στην Κέρκυρα. Η χρεοκοπία της οικογένειας, η προσαρμογή στο νέο περιβάλλον, η αγωνία του βιοπορισμού, οι νεανικοί έρωτες, οι απανωτές διαψεύσεις είναι όλα όσα θέλει να μοιραστεί η πρωταγωνίστρια των επιστολών με τον πιο δικό της άνθρωπο. Τα πρόσωπα μέσα από τις λέξεις: Η Μπεμπούλα, η Lyda, ο Αντρέας, η μαμά. Οι τόποι: Το χωριό της Ηπείρου, η Κέρκυρα, η Αθήνα. Τα ρήματα που ιχνογραφούν τη λαχτάρα και τη θλίψη: «Σε φιλώ», «Γράψε μου», «Περιμένω». Μέσα από επιστολές κι ένα τετράδιο σημειώσεων, και με εφόδιο την ευαισθησία ενός αναγνώστη, ο Αποστόλης Αρτινός αναδεικνύει σε ύψιστη χειρονομία το να απευθύνεσαι σε κάποιον και διασώζει την εικόνα μιας ζωής που κινδύνευσε να βυθιστεί στη λήθη.

 

 

Νίκος Ξένιος «Το κυνήγι του βασιλιά Ματθία» Νουβέλα

 

Μοιράζοντας την αφήγηση ανάμεσα στη σύγχρονη εποχή και στον 16ο αιώνα, στο νέο του βιβλίο ο Νίκος Ξένιος στήνει ένα παραμύθι της Ουγγαρίας που διατρέχει την ιστορία της Ευρώπης. Πρωταγωνιστές, μια ομάδα μεταναστών που ξεκινούν από το Κουρδιστάν και, περνώντας από την Τουρκία, την Ελλάδα και τη Σερβία, φτάνουν στη Βουδαπέστη. Στην αφήγηση αυτού του οδοιπορικού, ο συγγραφέας προσθέτει μια δεύτερη αφήγηση από τον Μπίρκα, τον γηραιότερο και σοφότερο της ομάδας, με κεντρικό πρόσωπο την πριγκίπισσα Μερσούδα που αναγκάζεται να παντρευτεί τον βασιλιά Ματθία. Κατατρεγμένοι οι μετανάστες, κυνηγημένη και η πριγκίπισσα από τον αυταρχισμό ενός αδυσώπητου εξουσιαστή. Οι δύο ιστορίες σταδιακά αλληλοσυμπληρώνονται. Πίσω από τα πρόσωπα, τα παραμυθένια ή εκείνα που μας περιβάλλουν καθημερινά, μπορεί να κρύβεται μια ιστορία ίδια με τη δική μας. Η νουβέλα του Νίκου Ξένιου αποτελεί μια πολιτική αλληγορία για την ικανότητα προσαρμογής, για την αναγκαστική αλλαγή πλεύσης στην οποία εξωθεί ανέκαθεν τον άνθρωπο η ενστικτώδης λαχτάρα για τη ζωή και την ελευθερία.

 

 

Εκδόσεις ΚΙΧΛΗ:

 

Γιώργος Κούβας «Καρμπόν» (μυθιστόρημα, πρωτοεμφανιζόμενος συγγραφέας)

Ο Άρης Κοντός είναι ένας άτολμος, εσωστρεφής αντιήρωας. Αίφνης, ένα χτύπημα στο πίσω μέρος του αυτιού τού προκαλεί εκρηκτική ωτίτιδα. Η ακοή του οξύνεται συνεχώς. Έτσι, μαθαίνει να χρησιμοποιεί τους ήχους σαν εργαλεία, στήνει ηχοπαγίδες, απλώνει ηχονήματα, επιθυμώντας να πραγματοποιήσει ένα κρυφό του όνειρο: να κατακτήσει τις κορυφές της Τέχνης. Από εκεί θα σπάσει το φράγμα του ήχου της σιωπής και θ’ αφήσει το ταλέντο του να εκτιναχθεί. Αστικός μύθος, μαύρη κωμωδία, ή φιλοσοφικό δράμα, το «Καρμπόν» μιλά με αλληγορικό τρόπο αλλά και με χιούμορ για την ηρωική έξοδο από τη μετριότητα της καθημερινής ζωής.

 

Χριστόφορος Μηλιώνης, «Καλαμάς κι Αχέροντας» (διηγήματα – επανέκδοση· συνοδεύεται από επίμετρο)

 

Νίκος Καχτίτσης, «Η Ομορφάσχημη» (διήγημα, επίμετρο Ηλίας Γιούρης)

 

 

Εκδόσεις ΜΕΛΑΝΙ:

 

Τηλέμαχος Χυτήρης «Το ημερολόγιο μιας επιστροφής, αφηγήματα

 

Ζαφείρης Νικήτρας «Άγριος έρωτας, μικρά πεζά»

 

Δημήτρης Κανελλόπουλος «Ο θάνατος του αστρίτη και άλλες ιστορίες» (διηγήματα)

 

Μαρία Στασινοπούλου «Χαμηλή βλάστηση» (διηγήματα)

 

 

Εκδόσεις ΔΙΟΠΤΡΑ:

 

Νέος Γιάννης Ξανθούλης, με τις γνωστές κωμικοτραγικές καταστάσεις να υπερκαλύπτουν το ελληνικό στίγμα, και τον προσωρινό τίτλο «Εγώ ο Σίμος Συμεών».

Και επανέκδοση στο μυθιστόρημά του «Ο καιρός των καφέδων»

 

 

 

 

 

Εκδόσεις ΜΙΝΩΑΣ:

 

Στην κατηγορία της ελληνικής λογοτεχνίας αναμένουμε το νέο μυθιστόρημα της Σαρίτας Χαΐμ με τον τίτλο Placebo. Ο Μπίλλυ, ένας νέος 22 χρονών με πολλά «γκάζια», αχαλίνωτη δημιουργικότητα και το χαρτί του πανεπιστημίου στο χέρι, ονειρεύεται ένα μεταπτυχιακό στο εξωτερικό που θα του χαρίσει φτερά. Μέχρι να βρεθούν τα χρήματα, δουλεύει στην καφετέρια της μητέρας του, ενώ τα βράδια καταπιάνεται με τη δημιουργία ενός περιοδικού φανζίν με τον τίτλο Placebo. Στην κουρασμένη πόλη της απρόσωπης εικονικής επικοινωνίας, o Μπίλλυ αναζητά την αυτοπραγμάτωσή του. Δεν έχει σκοπό ν’ αφήσει τη ζωή να τον στριμώξει στα καλούπια της. Είναι αποφασισμένος να τη ζήσει όπως ακριβώς θέλει. Ένα σύγχρονο, μεταμοντέρνο μυθιστόρημα, που αγγίζει τους αναγνώστες με τη στρωτή γραφή του, αφηγούμενο οικείες, σύγχρονες καταστάσεις και προβληματισμούς.

 

 

Εκδόσεις ΑΝΤΙΠΟΔΕΣ:

 

Ελίζα Παναγιωτάτου «Τεχνικές κολύμβησης» (μυθιστόρημα)

Δύο φίλες μεγαλώνουν μαζί, ανακαλύπτοντας τον εαυτό τους, τα αγόρια, η μία την άλλη, χάνοντας, και ίσως ξαναβρίσκοντας την αθωότητά τους. Η Παναγιωτάτου αφηγείται, με πολύπλοκο και ευρηματικό ύφος, την ιστορία μιας παράξενης φιλίας, που ξεδιπλώνεται μέσα από παιδικά παιχνίδια, φανταστικά ζώα, αφηγήσεις γιαγιάδων και μανάδων. Η Ελίζα Παναγιωτάτου γεννήθηκε στην Αθήνα το 1984. Εργάζεται ως εκπαιδευτικός σε χώρες της Αφρικής. Προηγούμενα βιβλία της: Αυτά έγιναν χτες (Κουκούτσι 2015), (Δε) μιλάς (Ουαπίτι 2016).

 

Σοφρώνης Σοφρωνίου, μυθιστόρημα (Δεν έχουμε ακόμη οριστικό τίτλο)

 

 

 

 

Ξένη Λογοτεχνία:

 

Εκδόσεις ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ:

 

Γιουντόρα Γουέλτυ (ΗΠΑ), Το μεγάλο δίχτυ και άλλα διηγήματα, Μετάφραση: Αθηνά Δημητριάδου

Μία από τις πιο κορυφαίες φωνές στον χώρο της πεζογραφίας του εικοστού αιώνα, μία δεξιοτέχνης του διηγήματος, «παιδί» του Μαρκ Τουέιν και του Γουίλιαμ Φόκνερ, παιδί του Μισισίπι, η Γιουντόρα Γουέλτυ, παρουσιάζεται εδώ με δεκαπέντε συναρπαστικά διηγήματα, καρπό τριών δεκαετιών συστηματικής και δημιουργικής δουλειάς. Το βιβλίο με τίτλο Το μεγάλο δίχτυ και άλλα διηγήματα είναι μία επιλογή από τις τέσσερες συλλογές διηγημάτων της συγγραφέως και περιλαμβάνει σημαντικές ιστορίες – όπως Ο θάνατος ενός πλασιέ, η Χρυσή βροχή και το Από πού έρχεται η φωνή; – που σκοπό έχουν να φέρουν σε ουσιαστική επαφή το ελληνικό αναγνωστικό κοινό με μία ανεπανάληπτη πένα της αμερικανικής και της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Ως πρώτος τόμος, από τους δύο συνολικά που θα κυκλοφορήσουν, η παρούσα ελληνική έκδοση ακολουθεί την αντίστοιχη συγκεντρωτική The Collected Stories of Eudora Welty η οποία τιμήθηκε, το 1983, με το Εθνικό Βραβείο Βιβλίου των ΗΠΑ στην κατηγορία της μυθοπλασίας. Η Γιουντόρα Γουέλτυ υπήρξε μία από τις πλέον αγαπημένες συγγραφείς στις Ηνωμένες Πολιτείες στη διάρκεια της ζωής της, μια εμβληματική φυσιογνωμία του αμερικανικού Νότου. Έγραψε μυθιστορήματα, νουβέλες και δοκίμια αλλά στη λογοτεχνική μνήμη των συμπατριωτών της δεσπόζει ως μια μεγάλη κυρία της μικρής φόρμας.

 

Αλμπέρ Καμύ, Ο πρώτος άνθρωπος (μυθιστόρημα) * (Βραβείο Νόμπελ), Μετάφραση: Ρίτα Κολαΐτη

Στις 4 Ιανουαρίου 1960, ένα σπορ αυτοκίνητο ντεραπάρει στο ολισθηρό οδόστρωμα και προσκρούσει σ’ έναν πλάτανο. Ανάμεσα στα θύματα του ατυχήματος είναι και ο Αλμπέρ Καμύ, δημοσιογράφος, δοκιμιογράφος, δραματουργός, μυθιστοριογράφος, τιμημένος με το λογοτεχνικό Βραβείο Νόμπελ. Μες στα συντρίμμια, βρίσκουν έναν δερμάτινο χαρτοφύλακα. Περιέχει ένα ανολοκλήρωτο χειρόγραφο.  Αυτό το αυτοβιογραφικό σχεδίασμα, που αντλεί την έμπνευσή του από μια Αλγερία που την καίει ο ήλιος, συνοδεύεται από τις σημειώσεις του συγγραφέα, τις φράσεις-αφορισμούς που δίνουν τον τόνο, τους δισταγμούς και τις εξάρσεις του μελλοντικού βιβλίου. Ο πρώτος άνθρωπος είναι ο τελευταίος Καμύ, πάντα συγκινητικός, πάντα συναρπαστικός. «Τελικά, θα μιλήσω για κείνους που αγαπούσα», γράφει ο Αλμπέρ Καμύ σε μια σημείωση για τον Πρώτο άνθρωπο. Το σχέδιο αυτού του μυθιστορήματος, το οποίο δούλευε μέχρι την παραμονή του θανάτου του, ήταν φιλόδοξο. Ο ίδιος είχε πει κάποτε ότι οι συγγραφείς «τρέφουν την ελπίδα πως θα ξαναβρούν τα μυστικά μιας οικουμενικής τέχνης η οποία, με ταπεινότητα και μαεστρία, θα ξανάδινε επιτέλους ζωή σε ήρωες με σάρκα και διάρκεια». Έθεσε τις βάσεις αυτού που θα ήταν η αφήγηση της παιδικής ηλικίας του δικού του «πρώτου ανθρώπου». Τούτη η πρώτη γραφή έχει αυτοβιογραφικό χαρακτήρα που σίγουρα δεν θα υπήρχε στην οριστική εκδοχή του μυθιστορήματος. Αλλά ακριβώς τούτη η αυτοβιογραφική πτυχή είναι πολύτιμη σήμερα. Ο αναγνώστης, διαβάζοντας αυτές τις σελίδες, βλέπει να ξεπροβάλλουν οι ρίζες αυτού που αποτέλεσε την προσωπικότητα του Καμύ, την ευαισθησία του, τη γένεση της σκέψης του, τους λόγους της ιδεολογικής στράτευσής του. Γιατί, σε όλη του τη ζωή, ήθελε να μιλάει εξ ονόματος εκείνων στους οποίους απαγόρευαν τον λόγο.

 

Μπέρναρντ Μάλαμουντ (ΗΠΑ), Ο μάστορας (μυθιστόρημα), Μετάφραση: Κατερίνα Σχινά

Ο μάστορας (1966) είναι το πλέον γνωστό και βραβευμένο έργο του Μπέρναρντ Μάλαμουντ – ένα βιβλίο που έλκει ολοφάνερα την καταγωγή του από τη ρωσικό μυθιστόρημα και ιδιαίτερα από τα γραπτά του Ισαάκ Μπάμπελ. Η ιστορία τοποθετείται στην τσαρική περίοδο και εκτυλίσσεται στο Κίεβο του 1911, σε μια περίοδο οξυμένου αντισημιτισμού. Ο συγγραφέας παρακολουθεί τα άγχη και τις αγωνίες που ταλανίζουν έναν άνθρωπο ο οποίος βρίσκεται αίφνης αποξενωμένος από την κοινότητά του και γίνεται στόχος μιας αδιανόητης εχθρότητας. Ο πρωταγωνιστής, ο Εβραίος πολυτεχνίτης Γιακόβ Μποκ, κατηγορείται για τον βάναυσο θάνατο ενός δωδεκάχρονου παιδιού ρωσικής καταγωγής. Ο Μποκ έχει εγκαταλείψει το χωριό του για να δοκιμάσει την τύχη του στο Κίεβο∙ έχει αρνηθεί την εβραϊκή του ταυτότητα και από ένα καπρίτσιο της τύχης βρίσκεται να δουλεύει στο τουβλοποιείο ενός μέλους κάποιας αντισημιτικής οργάνωσης. Όταν το αγόρι ανακαλύπτεται σε μια σπηλιά δολοφονημένο, έχοντας χάσει όλο το αίμα του, οι Εβραίοι κατηγορούνται για τελετουργικό φόνο. Ο Μποκ συλλαμβάνεται και φυλακίζεται, αρνείται όμως να ομολογήσει ένα έγκλημα που δεν έχει διαπράξει. Ο Μποκ, που αγωνίζεται να αποδείξει την αθωότητά του μέσα σε μιαν ατμόσφαιρα ακραίου μίσους, είναι η διαχρονική μυθιστορηματική ενσάρκωση όσων βρίσκονται αντιμέτωποι με μιαν ανύπαρκτη δικαιοσύνη και έναν, τυφλωμένο από τις προκαταλήψεις, αμαθή και δεισιδαίμονα όχλο. Ο μάστορας είναι το αδιαφιλονίκητο αριστούργημα του Μπέρναρντ Μάλαμουντ. Το βιβλίο τιμήθηκε, το 1967, τόσο με το Εθνικό Βραβείο Βιβλίου των ΗΠΑ όσο και με το Βραβείο Πούλιτζερ. Εκδίδεται για πρώτη φορά στην ελληνική γλώσσα.

 

Στιγκ Ντάγκερμαν (ΣΟΥΗΔΙΑ), Το φίδι (μυθιστόρημα), Μετάφραση: Γρηγόρης Ν. Κονδύλης

O Στιγκ Ντάγκερμαν, ένας από τους επιφανέστερους συγγραφείς της Σκανδιναβίας στον εικοστό αιώνα, εμφανίστηκε στα σουηδικά γράμματα σε ηλικία 22 χρόνων, με το μυθιστόρημα Το φίδι που εκδόθηκε το 1945. Το σύνολο των κριτικών το υποδέχθηκε εμβρόντητο. «Σε κανένα ντεμπούτο Σουηδού συγγραφέα της τρέχουσας εκατονταετίας δεν συναντά κανείς τέτοια βάναυση πειστικότητα», έγραφε ο Ούλοφ Λάγκερκρανς στην ιστορική εφημερίδα «Ντάγκενς Νυχέτερ». Γραμμένο κατά τη διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, το βιβλίο εκτυλίσσεται σε μια σπασμωδικά ουδέτερη Σουηδία με το στράτευμά της σε επιφυλακή. Ο ίδιος ο συγγραφέας, κληρωτός και οπαδός του αναρχοσυνδικαλισμού, χρησιμοποιεί την καθημερινότητα στον στρατό ως ένα σκηνικό βάθους, ένα φόντο, προκειμένου να επιχειρήσει μια διερεύνηση της κοινωνικής δικαιοσύνης και της ψυχολογίας του φόβου. Με τα δικά του λόγια, που έχουν γίνει πλέον κλασικά, ο Στιγκ Ντάγκερμαν περιγράφει το πρώτο του έργο ως εξής: «Ο συγγραφέας πραγματοποιεί μια έρευνα για το πώς μια ομάδα ανθρώπων παραδίδεται στο βίαιο σφιχταγκάλιασμα του τρόμου και πώς αντιδρούν υπό το κράτος και την πίεση του τρόμου αυτού, ο καθένας ανάλογα με τη δική του ψυχοσύνθεση. Η θέση την οποία επιθυμεί να υποστηρίξει το βιβλίο είναι ότι πρωτίστως ο άνθρωπος οφείλει να παραδέχεται την αρχέγονη αγωνία – όχι να την αρνείται. Η συμβίωση με την αγωνία, με τον τρόμο, είναι ο μόνος τρόπος ζωής που μπορεί να χαρίσει στον άνθρωπο έστω κάποια μικρή δυνατότητα να έρθει σ’ επαφή με τον εαυτό του».

 

 

Τζόρτζιο Βάστα (ΙΤΑΛΙΑ), Ο χρόνος που δεν είχα (μυθιστόρημα), Μετάφραση: Άμπυ Ραΐκου

To 1978, εκείνο το annus horribilis της Δημοκρατίας, ως η αρχή και το τέλος της Ιστορίας. Oι διαβόητες Ερυθρές Ταξιαρχίες κρατούν όμηρο τον πρώην χριστιανοδημοκράτη πρωθυπουργό Άλντο Μόρο. Χιλιόμετρα μακριά από την Ρώμη, σε ένα Παλέρμο άγριο και σχεδόν προϊστορικό, τρία νεαρά αγόρια παρακολουθούν τις εξελίξεις μιας υπόθεσης που θα κατέληγε σύντομα σε τραγωδία. Όμως στα μάτια τους οι τρομοκράτες είναι οι μαχητές που ήλθαν να βγάλουν την Ιταλία από τη νάρκωσή της. Αηδιασμένα από τη ζωή και τον επαρχιωτισμό της Σικελίας, αποφασίζουν να σχηματίσουν τον δικό τους ανατρεπτικό πυρήνα. Αλλάζουν τα ονόματά τους, οργανώνουν απόπειρες, περνάνε στη δράση και προκαλούν βία και χάος, αρχικά στο σχολείο και στη συνέχεια σε όλη την τοπική κοινωνία. Δύο πράγματα αποβαίνουν καθοριστικά σε αυτό το βιβλίο: ένας μιμητισμός που θα έχει φοβερές συνέπειες και ο έρωτας για μια κοπέλα. Ο χρόνος που δεν είχα του Τζόρτζιο Βάστα, ίσως το πλέον εντυπωσιακό και απαιτητικό ντεμπούτο των τελευταίων χρόνων στην ιταλική πεζογραφία, με το οποίο ο συγγραφέας διεκδίκησε το Βραβείο Strega και απέσπασε το Βραβείο Lο Straniero, είναι ένα μυθιστόρημα πολλαπλής ενηλικίωσης. Είναι ένα έργο δυνατό και σπαρακτικό, που καταφέρνει να αποτυπώσει την αγωνία μιας ολόκληρης χώρας τη στιγμή που αυτή χάνει οριστικά την αθωότητά της, καθώς μεταβαίνει σε μια εποχή αίματος και αβεβαιότητας.

 

Ντράγκαν Βέλικιτς (ΣΕΡΒΙΑ), Ο ιχνηλάτης (μυθιστόρημα), Μετάφραση: Ισμήνη Ραντούλοβιτς

Το πλέον προσωπικό βιβλίο του Ντράγκαν Βέλικιτς είναι και το πιο επιτυχημένο μυθιστόρημα στη Σερβία εδώ και αρκετά χρόνια. Η είδηση του θανάτου της μητέρας του, βρίσκει τον συγγραφέα στο νοικιασμένο του διαμέρισμα στη Βουδαπέστη, και γίνεται η αφορμή να ανοίξει το μαύρο κουτί της μνήμης. Ο γιος αποδέχεται την κληρονομιά της μητέρας σαν ένας ιχνηλάτης του παρελθόντος, σαν αρχειοφύλακας των αναμνήσεων, ακολουθώντας την πλημμυρίδα των εικόνων που ανεβαίνει μέσα του και κατακλύζει το παρόν του. Οι αναμνήσεις στην περίπτωση του Ντράγκαν Βέλικιτς συνδέονται πάντα με τόπους, οι οποίοι με τη σειρά τους σχηματίζουν τον χάρτη μιας ανθρώπινης ζωής. Εκείνος γίνεται και πάλι το αγόρι που, νεοφερμένο από το Βελιγράδι στην Πούλα, εξερευνά τις ευωδιαστές εσωτερικές αυλές των σπιτιών και συναντά έναν γέρο ωρολογοποιό που άλλοτε επισκεύαζε τα ρολόγια του Τίτο και γνωρίζει όλες τις ιστορίες – πάντα υπό τη συνοδεία της αυστηρής κοσμοθεωρίας της μητέρας του, από την οποία απελευθερώνεται όλο και πιο πολύ με κάθε του βήμα. Το βιβλίο είναι γεμάτο συγκλονιστικές ιστορίες και χαρακτήρες, όπως η Σαλονικιά Λιζέτα Μπενεντέτι, η οποία υπήρξε πραγματικό πρόσωπο και περιπλανήθηκε στην Ευρώπη προτού καταλήξει στην Ίστρια, όπου μεγάλωσε και ο ίδιος ο συγγραφέας. Με το νέο μυθιστόρημά του ο Ντράγκαν Βέλικιτς αποτίνει έναν συγκινητικό φόρο τιμής στη μητέρα του, σε μία χώρα, σε μία εποχή και σε ανθρώπους που δεν υπάρχουν πια. Εδώ φανερώνονται όλα τα χαρακτηριστικά για τα οποία έχει γίνει διάσημος: την τέλεια αντίληψή του για την λεπτομέρεια, την γλωσσική ακρίβεια, το παραπλανητικά απλό ύφος του που, στην ουσία, είναι αβίαστο αλλά σύνθετο. Ο ιχνηλάτης είναι το αριστούργημα του Ντράγκαν Βέλικιτς και τιμήθηκε το 2015 με το Βραβείο ΝΙΝ, την κορυφαία λογοτεχνική διάκριση της Σερβίας.

 

Λέενα Κρουν (ΦΙΝΛΑΝΔΙΑ), Ταίναρο & Hotel Sapiens (δυο νουβέλες), Μετάφραση: Μαρία Μαρτζούκου

H Λέενα Κρουν είναι η επιφανέστερη πεζογράφος της Φινλανδίας. Ο τόμος περιλαμβάνει δύο σύντομα έργα της: το εμβληματικό Ταίναρο, βιβλίο που την έκανε ευρύτερα γνωστή, και το Hotel Sapiens που ανήκει στα πιο πρόσφατα έργα της. Το Ταίναρο είναι μια αλληγορική ιστορία γραμμένη σε επιστολική μορφή που ισορροπεί μεταξύ ποίησης και πεζογραφίας, ονείρου και πραγματικότητας. Ο παραλήπτης των επιστολών παραμένει ανώνυμος και δεν απαντά ποτέ. Η συντάκτρια των επιστολών βρίσκεται στο Ταίναρο, όπου έφτασε πάνω σε ένα λευκό πλοίο για κάποιο λόγο που δεν τον θυμάται πια. Νοσταλγεί το σπίτι της, συγχρόνως όμως γοητεύεται από τον καινούριο τόπο και τους παράξενους κατοίκους του. Με ξεναγό της το Σκαθάρι προσπαθεί να κατανοήσει τις συνήθειές τους. Τι είναι όμως το Hotel Sapiens; Άσυλο; Νοσοκομείο; Ερευνητικό κέντρο; Μουσείο; Είναι, σε κάθε περίπτωση, ένας περίκλειστος χώρος που είναι γεμάτος ιδιότυπους κατοίκους. Οι τελευταίοι, όπως φαίνεται, είναι φορείς μιας σπάνιας ασθένειας που ονομάζεται ανθρωπιά. Κανένας απ’ αυτούς δεν είναι εντελώς στα καλά του, τη στιγμή ακριβώς που ο γύρω κόσμος φαίνεται να οδεύει προς το τέλος του. Εκεί βρίσκονται, μεταξύ άλλων, μια οφθαλμίατρος που έχει τυφλωθεί, μια ψυχίατρος που έχει χάσει την πνευματική της ισορροπία, ένας άντρας που αλληλογραφεί με τη νεκρή του κόρη και κάποιες πραγματικά αλλόκοτες καλόγριες. Ο χώρος αυτός φυλάσσεται από μηχανές των οποίων η νοημοσύνη και η ηθική έχουν ξεπεράσει τις αντίστοιχες των δημιουργών τους.

 

Τζόναθαν Λη (ΜΕΓΑΛΗ ΒΡΕΤΑΝΙΑ), Κατάδυση (μυθιστόρημα), Μετάφραση: Μαργαρίτα Ζαχαριάδου

Τον Σεπτέμβριο του 1984, στο Ξενοδοχείο Γκραντ της παραθαλάσσιας πόλης του Μπράιτον, στην Αγγλία, τοποθετήθηκε ωρολογιακή βόμβα. Η βόμβα είχε προγραμματιστεί να εκραγεί σε είκοσι τέσσερις ημέρες, όταν στο ξενοδοχείο θα βρισκόταν η πρωθυπουργός της Μεγάλης Βρετανίας και ολόκληρο το υπουργικό της συμβούλιο. Το μυθιστόρημα Κατάδυση μάς οδηγεί στα άδυτα της παράτολμης αυτής δολοφονικής απόπειρας, μιας πράξης βίας με παγκόσμιο αντίκτυπο, πλάθοντας ταυτόχρονα ορισμένους αλησμόνητους χαρακτήρες. Η αφήγηση του Τζόναθαν Λη, όπου συνυφαίνονται με δεξιοτεχνία πραγματικά και φανταστικά γεγονότα, το κωμικό και το τραγικό, κινείται ανάμεσα στον νεαρό Νταν, μέλος του IRA, ειδικό στα εκρηκτικά, στον Μους, πρώην αθλητή και νυν υποδιευθυντή του ξενοδοχείου, και στη Φρέγια, την έφηβη κόρη του, που προσπαθεί να αποφασίσει τι θα κάνει μετά το σχολείο. Μέσα σε τέσσερις μόλις εβδομάδες, καθώς η μέρα άφιξης της πρωθυπουργού πλησιάζει, η ζωή καθενός από τους τρεις θα αλλάξει οριστικά. Τολμηρό και δυνατό, ένα βιβλίο γέλιου και οδύνης, η Κατάδυση διερευνά τις εσωτερικές συγκρούσεις, τις προτεραιότητες, την ενοχή και τη μεταμέλεια, και πάνω απ’ όλα το πώς μπορεί το άτομο να γίνει το νερό στον μύλο της ιστορίας.

 

Φιστόν Μουαντζά Μουζιλά (ΚΟΝΓΚΟ), Τραμ 83 (μυθιστόρημα), Μετάφραση: Ρίτα Κολαΐτη

Σε μια αφρικανική πόλη, που θα μπορούσε κάλλιστα να είναι η Κινσάσα ή το Λουμπούμπασι, καταφθάνουν τουρίστες κάθε γλώσσας κι εθνικότητας. Έχουν μια και μόνη επιθυμία: να πλουτίσουν εκμεταλλευόμενοι τον ορυκτό πλούτο της χώρας. Τη μέρα δουλεύουν στα ορυχεία και, μόλις σκοτεινιάσει, τρέχουν στο Τραμ 83 για να πιούν, να χορέψουν, να ξεδώσουν. Το Τραμ 83 είναι το μοναδικό νάιτ κλαμπ της πόλης, το άντρο κάθε λογής απόβλητων της κοινωνίας: πρώην παιδιά-στρατιώτες, πόρνες, περιφερόμενοι φοιτητές, ανύπαντρες μητέρες, μαθητευόμενοι μάγοι. Ο Λισιέν, επαγγελματίας συγγραφέας, που ξεγλιστράει διαρκώς από τους εκβιασμούς και τη λογοκρισία, βρίσκει καταφύγιο στην πόλη, χάρη στον νεαρό φίλο του, τον Ρέκβιεμ. Ο τελευταίος ζει κυρίως από τις κλοπές και τις απάτες ενώ ο Λισιέν το μόνο που θέλει είναι να γράφει και να ζει έντιμα. Γύρω τους περιφέρονται γκάνγκστερ και όμορφα κορίτσια, απόμαχοι ή δραπέτες, κερδοσκόποι τουρίστες και ομοσπονδιακοί πράκτορες ενός ανύπαρκτου κράτους. Πρώτο μυθιστόρημα εντυπωσιακά ποιητικό και νευρώδες, το Τραμ 83 είναι μια απίστευτη κατάδυση στη γλώσσα και στον δυναμισμό μιας αλλόκοτης χώρας, μια παραισθητική και γεμάτη χιούμορ λαίλαπα όπου σε κάθε φράση χτυπάει ο παλμός μιας αχαλίνωτης επιθυμίας για ζωή. Θα μπορούσε κάλλιστα να περιγραφεί ως μια ραψωδία ή ένα αφρικανικό ραπ μυθιστόρημα ή ένα μυθιστόρημα-παζλ πλημμυρισμένο από τους ρυθμούς της τζαζ. To βιβλίο ήταν υποψήφιο για το Διεθνές Βραβείο Booker 2016.

 

Χουάν Γκόμεθ Μπάρθενα (ΙΣΠΑΝΙΑ), Γυναίκα από μελάνι (μυθιστόρημα), Μετάφραση: Βασιλική Κνήτου

Το 1904 δύο νεαροί Περουβιανοί που προσπαθούσαν να αποκτήσουν κάποια αντίτυπα ποιητικών συλλογών υπογεγραμμένα από τον λατρεμένο τους Χουάν Ραμόν Χιμένεθ, αποφάσισαν να γράψουν στον ποιητή παριστάνοντας πως ήταν μία νεαρή κοπέλα – η Χεορχίνα Ούμπνερ. Το αποτέλεσμα αυτής της καλοστημένης λογοτεχνικής φάρσας ήταν η διατήρηση μίας μακροχρόνιας αλληλογραφίας που θα οδηγούσε τελικά τον νομπελίστα ποιητή από την Ισπανία να ερωτευτεί τη γυναίκα-φάντασμα από τη Λίμα. Βασιζόμενος σ’ αυτήν την ιστορία, ο Χουάν Γκόμεθ Μπάρθενα προτείνει μία ευφάνταστη λογοτεχνική ανάπλαση του επεισοδίου, στο πλαίσιο ενός συναρπαστικού ιστορικού μυθιστορήματος. Γινόμαστε έτσι μάρτυρες του αθώου πείσματος των μαθητευόμενων ποιητών, του Χοσέ και του Κάρλος, οι οποίοι έχοντας συνείδηση της μετριότητας των πρώτων πονημάτων τους, αποφασίζουν να δημιουργήσουν την τέλεια μούσα για τον Χουάν Ραμόν, αυτήν που θα του εμπνεύσει τα καλύτερά του ποιήματα. Ο αναγνώστης θα ταξιδέψει μαζί τους στο Περού των αρχών του 20ου αιώνα, από τις σοφίτες της επίπλαστης μποέμικης ζωής των αριστοκρατών του ως τα πορνεία των φτωχών ή την προβλήτα όπου θα πέσουν νεκροί οι πρώτοι εργάτες αγωνιστές. Και σιγά σιγά θα παρακολουθήσουμε επίσης τη γέννηση της ίδιας αυτής της μούσας, της Χεορχίνα, που θα ξυπνήσει πάθη κι από τις δύο μεριές του Ατλαντικού, μέχρι να γίνει τελικά, αυτή η Γυναίκα από μελάνι, η πραγματική πρωταγωνίστρια του μυθιστορήματος.

 

Σίλαρντ Μπόρμπεγι (ΟΥΓΓΑΡΙΑ), Οι άποροι (μυθιστόρημα), Μετάφραση: Μανουέλα Μπέρκι

Το βιβλίο αυτό προκάλεσε πρωτοφανή αίσθηση όταν κυκλοφόρησε το 2013 στην Ουγγαρία. Είναι το πρώτο (και το τελευταίο) μυθιστόρημα που έγραψε ο αναγνωρισμένος και πολυβραβευμένος ποιητής ΣίλαρντΜπόρμπεγι. Οι άποροι αποτυπώνουν την αδιανόητη ανέχεια και την επιθετική αγριότητα που βιώνει μια εν μέρει εβραϊκή οικογένεια σε μια αγροτική περιοχή στα τέλη της δεκαετίας του 1960 και στις αρχές της δεκαετίας του 1970. Σε ένα μικρό χωριό της βορειοανατολικής Ουγγαρίας, κοντά στα σύνορα με τη Ρουμανία, ένα μικρό αγόρι παρατηρεί την καθημερινή ζωή και περιγράφει τη μάχη που δίνουν οι δικοί του για να επιβιώσουν. Όπως συμβαίνει με τους περισσότερους κατοίκους, η οικογένειά του ταλανίζεται από την φτώχεια, αλλά οι συνθήκες που επικρατούν στο σπίτι του είναι ακόμη χειρότερες – οι γονείς του είναι πλέον εξοστρακισμένοι, εξαιτίας της εβραϊκής ρίζας του πατέρα του και των σχέσεων της μητέρας του με τους κουλάκους, τους εύπορους γαιοκτήμονες που υποστήριξαν το καθεστώς του Μίκλος Χόρτι πριν το ανατρέψουν οι κομμουνιστές. Με μια ατρόμητη ειλικρίνεια, με μια πηγαία ανυποκρισία που μπορεί να προκαλέσει αμηχανία στον αναγνώστη, ο συγγραφέας ενορχηστρώνει σε μια πολυφωνική αφήγηση τις επιφυλακτικές αλλά καθάριες σκέψεις ενός παιδιού, τα χοντροκομμένα αισχρόλογα του αλκοολικού πατέρα του και τις όμορφες ιστορίες από το παρελθόν των παππούδων του. Όλα αυτά μαζί διευρύνουν την εικόνα, δεν παρακολουθούμε μόνο το χρονικό μιας οικογένειας αλλά και την ιστορία της ίδιας της Ουγγαρίας, τα ποικίλα τραύματα που άφησαν πάνω στην χώρα δύο παγκόσμιοι πόλεμοι, καθώς και την αντιμετώπιση του εβραϊκού στοιχείου, τότε και σήμερα. Ο Σίλαρντ Μπόρμπεγι, αντλώντας από τις αναμνήσεις της παιδικής του ηλικίας, έγραψε ένα απίστευτα ρεαλιστικό έργο, σκληρό και ενίοτε βάναυσο. Το κείμενο όμως διαπνέεται από μια ακατάβλητη, απαστράπτουσα ελπίδα. Οι άποροι είναι το δημιουργικό αποκορύφωμα ενός ασυμβίβαστου αλλά μελαγχολικού καλλιτέχνη που αυτοκτόνησε το 2014.

 

Λιουντμίλα Ουλίτσκαγια (ΡΩΣΙΑ), Το πράσινο αντίσκηνο (μυθιστόρημα) , Μετάφραση: Σταυρούλα Αργυροπούλου

Τρεις φίλοι γίνονται αντιφρονούντες εξαιτίας της αγάπης τους για τη λογοτεχνία. Ο Ιλιά, ο Σάνια και ο Μίσα γνωρίζονται στο σχολείο όπου πέφτουν θύματα κακομεταχείρισης εκ μέρους άλλων συμμαθητών τους, πιο μεγάλων και πιο δυνατών. Και τούτο επειδή ο Ιλιά είναι άσχημος και φτωχός, ο Σάνια είναι ένας εύθραυστος μουσικός και ο Μίσα επειδή απλώς είναι Εβραίος. Η υποστήριξη που παρέχει ο φιλόλογος καθηγητής τους είναι ουσιαστική για τους τρεις φίλους, σε μια Σοβιετική Ένωση που μόλις έχει βιώσει τον θάνατο του Στάλιν και όπου ο καθένας πρέπει να τοποθετηθεί απέναντι στην εξουσία. Ο Ιλιά καταγράφει αυτά τα ταραγμένα χρόνια παίρνοντας φωτογραφίες, ενώ ο Μίσα στρέφεται στα σαμιζντάτ, τις παράνομες εκδόσεις κειμένων που το καθεστώς «εξαφανίζει» λογοκρίνοντάς τα. Και όταν ο Μίσα κατηγορηθεί για τη δράση του και οδηγηθεί σε στρατόπεδο, ο Σάνια είναι αυτός που θα ασχοληθεί με τη γυναίκα του και το παιδί του. Μέσα σε μια τεράστια τοιχογραφία που βυθίζει τον αναγνώστη στη σοβιετική τραγωδία, η Λιουντμίλα Ουλίτσκαγια επωφελείται του απαράμιλλου αφηγηματικού ταλέντου της για να μας θυμίσει τόσο το μεγαλείο των ανθρώπων που ωθούνται από το θάρρος, τα ιδανικά και τον έρωτα, όσο και τις φρικαλεότητες που εκπορεύονται από τη δειλία, την προδοσία και την πολιτική βία. Ένα μεγαλειώδες μυθιστόρημα που ακολουθεί τη μεγάλη ρωσική παράδοση, του Ντοστογιέφσκι, του Τολστόι και του Παστερνάκ.

 

Ραλφ Ρότμαν (ΓΕΡΜΑΝΙΑ), Πεθαίνοντας την άνοιξη (μυθιστόρημα), Μετάφραση: Μαρία Αγγελίδου

Απόμακρος, λιγομίλητος, συχνά πιωμένος, ο πατέρας είναι ένας δύσκολος άνθρωπος. Αλλά ο γιος του – ο αφηγητής του βιβλίου – είναι εξαιρετικά περίεργος για τις εμπειρίες που είχε εκείνος στη διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου. Αποφασίζει, λοιπόν, να του δωρίσει ένα σημειωματάριο, με σκοπό να τον ωθήσει να καταγράψει τις αναμνήσεις του. Όμως ο πατέρας πεθαίνει και το μόνο που αφήνει πίσω είναι ο σκελετός μιας ανολοκλήρωτης ιστορίας. Κατόπιν, ο γιος επιχειρεί να γεμίσει τα κενά, με ό,τι του είναι διαθέσιμο, με ό,τι μπορεί, σωστό ή λάθος. Στο Πεθαίνοντας την Άνοιξη ο Ραλφ Ρότμαν αφηγείται την ιστορία του Βάλτερ Ούρμπαν και του Φρήντριχ Καρόλι, δυο δεκαεφτάχρονων αρμεχτών από τη Βόρεια Γερμανία, που τον Φεβρουάριο του 1945 στρατολογούνται «εθελοντικά» και στέλνονται στο μέτωπο. Κι ενώ ο ένας γίνεται οδηγός στη Μονάδα Ανεφοδιασμού των SS, ο άλλος φεύγει για το μέτωπο. Λιποτακτεί, συλλαμβάνεται και καταδικάζεται. Οι δυο τους θα ξαναβρεθούν, όμως αυτό θα γίνει υπό τις πλέον τραγικές συνθήκες. Με εικόνες συγκλονιστικές αφηγείται ο Ραλφ Ρότμαν τον τελευταίο χρόνο του πολέμου στην Ουγγαρία, όταν οι γερμανοί αξιωματικοί πετούσαν χειροβομβίδες πίσω από τους στρατιώτες για να τους αναγκάσουν να προχωρήσουν στις μάχες, όταν οι άντρες στο μέτωπο επιδίδονταν σε γιορτές απελπισίας ενώ τους περίμενε ο σίγουρος θάνατος. Ο πολυβραβευμένος συγγραφέας ζωντανεύει και τις πρώτες εβδομάδες μιας ειρήνης, όπου κάποιος σαν τον Βάλτερ δεν θα μπορέσει ποτέ να βρει τη γαλήνη – κι ως την ώρα του θανάτου του θα συνεχίσει να φοβάται και να βογκάει: «Πλησιάζουν, Θεέ μου, ολοένα πλησιάζουν! Ας ήξερα ένα μέρος να κρυφτούμε…». Ένα έργο που προκάλεσε τον πλατύ ενθουσιασμό και χαρακτηρίστηκε ένα «βιβλίο ορόσημο για τη μετά-(Γκύντερ) Γκρας εποχή». Το Πεθαίνοντας την άνοιξη είναι το γερμανικό μυθιστόρημα που διαβάζεται τούτη την εποχή στις περισσότερες χώρες της Ευρώπης, ένα λογοτεχνικό κείμενο απέριττης έκφρασης, εξπρεσιονιστικής τεχνοτροπίας, καθηλωτικής δύναμης, που εντοπίζει τα θραύσματα της ομορφιάς ακόμη και μέσα στην απόγνωση.

 

Ιβάν Σέρσεν (ΚΡΟΑΤΙΑ), Φαύλος κύκλος (μυθιστόρημα), Μετάφραση: Ισμήνη Ραντούλοβιτς

Το μυθιστόρημα αφηγείται την ιστορία μιας νεαρής μετανάστριας από τη Νιγηρία, της Ουχουνόμα, η οποία, ύστερα από χρόνια περιπλάνησης στην Ευρώπη – και επειδή δεν έχει τα απαραίτητα δικαιολογητικά για νόμιμη διαμονή στην Ευρωπαϊκή Ένωση – καταλήγει σε μια φυλακή της Γερμανίας, κάπου στη Βαυαρία. Εκεί γνωρίζει γυναίκες απ’ όλο τον κόσμο και διαπιστώνει ότι, ενώ όλες τους είναι διαφορετικές, έχουν και πολλά κοινά στοιχεία. Η καθεμία από αυτές, ασχέτως καταγωγής – είτε προέρχονται από χώρες του πρώην ανατολικού μπλοκ, είτε από την πρώην Γιουγκοσλαβία ή τη Δυτική Αφρική –, κουβαλάει το βάρος των τύψεων και την πικρία της ματαίωσης τόσο λόγω της ίδιας της ύπαρξης όσο και λόγω της απώλειας της ελευθερίας και της ανθρώπινης αξιοπρέπειας. Η ηρωίδα διαπιστώνει την παντοδυναμία του τυχαίου, του απρόβλεπτου, που εγκλωβίζει τους πάντες σε μια μοίρα από την οποία δεν μπορούν με κανένα τρόπο να ξεφύγουν. Η πρωτότυπη ματιά του νεαρού Κροάτη συγγραφέα πάνω στον σύγχρονο κόσμο και τον υπόκοσμο της μετανάστευσης – από την επίσημη πολιτική και τους μηχανισμούς καταστολής μέχρι τα διάφορα παράνομα δίκτυα εκμετάλλευσης και τα μέσα μαζικής ενημέρωσης – αποτυπώνει με συγκλονιστικό τρόπο τη μιζέρια και την απόγνωση των αβοήθητων «παράνομων» θυμάτων, των διακινούμενων ανθρώπων ή απλώς των προσφύγων και των φυγάδων κάθε είδους. Η κυκλική, κλειστοφοβική αφήγηση με στοιχεία δημοσιογραφικής έρευνας, αποκαλύπτει την τύχη των μεταναστριών στη σημερινή Ευρώπη, ένα θέμα εξαιρετικά πολύπλοκο και επίπονο που αντιμετωπίζεται, σε πολλές χώρες της Ευρώπης, με επιπολαιότητα ή και υποκρισία.

 

Γιαν Σίμπελινκ (ΟΛΛΑΝΔΙΑ), Ο κήπος του Θεού (μυθιστόρημα), Μετάφραση: Ινώ Βαν Ντάικ-Μπαλτά

«Πάντα φοβόμουν να διηγηθώ ολόκληρη την ιστορία: για τον σταδιακό πλην αναπότρεπτο κατήφορο ενός μειλίχιου, πλην πονεμένου στα νιάτα του άντρα – ο οποίος βρήκε καταφύγιο στον πιο μαύρο καλβινισμό – και τον πόνο και τη στενοχώρια που προκάλεσε στο άμεσο περιβάλλον του». Ο Γιαν Σίμπελινκ έχει δημιουργήσει πλήθος χαρακτήρων στη διάρκεια της μακράς συγγραφικής του καριέρας. Ποτέ όμως δεν έφθασε τόσο κοντά στις ρίζες του όσο με το μυθιστόρημα Ο κήπος του Θεού το οποίο καθήλωσε τους αναγνώστες όταν κυκλοφόρησε στην Ολλανδία το 2005. Το βιβλίο απέσπασε το λογοτεχνικό βραβείο ΑΚΟ και έχει ξεπεράσει τα 600.000 αντίτυπα -από τις μεγαλύτερες επιτυχίες των τελευταίων ετών- και συνεχίζει να αποτελεί αντικείμενο έντονων συζητήσεων ή και συγκρούσεων. Ο συγγραφέας αφηγείται μια ιστορία θρησκευτικής μανίας στη δεκαετία του 1930 και συγχρόνως μια φοβερή σχέση πατέρα και γιου, όπου ο γονιός μετατρέπεται σταδιακά σ’ έναν σκληροπυρηνικό, ακραίο, φανατικό χριστιανό. Ο τελευταίος, ο Χανς Σίβες, σε μια αποφασιστική καμπή της ενήλικης ζωής του, βιώνει μια βαθιά μεταφυσική εμπειρία: είναι πεπεισμένος πως για μια σύντομη στιγμή βρέθηκε σε άμεση επικοινωνία με τον Θεό. Στην προσπάθειά του να δώσει νόημα στον καθημερινό του βίο και να εξασφαλίσει την πολυπόθητη αιωνιότητα, χάνει τον έλεγχο του εαυτού του και την επαφή με τους οικείους του.

 

Χουάνγκ Σοκ Γιονγκ (ΝΟΤΙΑ ΚΟΡΕΑ), Η εγκαταλειμμένη πριγκίπισσα (μυθιστόρημα), Μετάφραση: Αμαλία Τζιώτη

Το 1983, στην πόλη Τσόνγκτζιν της Βόρειας Κορέας, έρχεται στον κόσμο ένα ακόμη κορίτσι, το έβδομο συνολικά, σε μια οικογένεια που προσδοκούσε μάταια ένα αγόρι. Το μωρό εγκαταλείπεται λίγες ώρες μετά τη γέννησή του, επεμβαίνει όμως ο σκύλος του σπιτιού και, τελικά, η γιαγιά καταφέρνει να το σώσει. Η γριά δίνει στο κοριτσάκι το συμβολικό όνομα Μπάρι, παρμένο από έναν σαμανικό μύθο για μια πριγκίπισσα που είχε μεν την ίδια μοίρα αλλά ανέλαβε κατόπιν και μια κρίσιμη αποστολή: να αναζητήσει το ελιξίριο που γαληνεύει τις ψυχές των νεκρών. Η Μπάρι, που έχει κληρονομήσει τις ενορατικές ικανότητες της γιαγιάς της, δραπετεύει από μια χώρα που λιμοκτονεί και απερημώνεται. Βρίσκει καταφύγιο περνώντας αρχικά στην Κίνα και από εκεί αρχίζει ένα περιπετειώδες ταξίδι: η ηρωίδα διασχίζει τον ωκεανό με ένα φορτηγό πλοίο που έχει ως τελικό προορισμό το πολυπολιτισμικό Λονδίνο όπου, όπως πιστεύει η ίδια, θα ζήσει μια καλύτερη ζωή. Είναι όμως έτσι; Ένα βιβλίο που, μέσα από μια αρχέγονη τοπική παράδοση, μιλάει για την παγκοσμιότητα και την ταυτότητα, για την «μετανάστευση και την αρμονία», όπως έχει πει ο ίδιος ο Χουάνγκ Σοκ Γιονγκ, ο κορυφαίος μεταπολεμικός συγγραφέας της κορεατικής χερσονήσου, «δίχως αμφιβολία, ο σημαντικότερος μυθιστοριογράφος στην Ασία σήμερα» σύμφωνα με τον Ιάπωνα νομπελίστα Κενζαμπούρο Όε.

 

 

Βαλ ΜακΝτέρμιντ (ΣΚΩΤΙΑ), Το τραγούδι της Σειρήνας (μυθιστόρημα), Μετάφραση: Νίκος Α. Μάντης

Στην πόλη του Μπράντφιλντ έχουν ανακαλυφθεί τα πτώματα τεσσάρων αντρών. Το μυστήριο καλείται να αποκρυπτογραφήσει ο ειδικός ψυχολόγος Τόνι Χιλ. Όμως, ακόμα κι αυτός, ένας επαγγελματίας με μεγάλη εμπειρία από σκοτεινές υποθέσεις, έρχεται αντιμέτωπος με κάτι πρωτόγνωρο, μια φοβερή ακολουθία από σεξουαλικές δολοφονίες και αποτρόπαιους ακρωτηριασμούς. Ωστόσο, η κατάρτιση του ψυχολογικού προφίλ του συγκεκριμένου εγκληματία δεν είναι πέρα από τις δυνάμεις του Τόνι Χιλ. Και ο βασικός λόγος γι’ αυτό είναι το ίδιο του το παρελθόν, όλα όσα τον μετέτρεψαν σταδιακά στην ιδανική περίπτωση του ανθρώπου ο οποίος μπορεί να κατανοήσει σε βάθος τα κίνητρα ενός τέτοιου φονιά, με μυαλό στοιχειωμένο από εικόνες μεσαιωνικών, φριχτών βασανιστηρίων. Σε τούτη την ιστορία, πάντως, ο Τόνι Χιλ καθίσταται απρόσμενα και το ιδανικό θύμα. Ο κυνηγός τοποθετείται απέναντι στο θήραμά του σε μια θανάσιμη μάχη που διατηρεί αμείωτη την αγωνία του αναγνώστη ως την τελευταία σελίδα. Ένα καθηλωτικό, σφιχτοδεμένο, πανέξυπνα γραμμένο μυθιστόρημα από την Σκωτσέζα Βαλ ΜακΝτέρμιντ που κρατά επάξια τα αιματοβαμμένα σκήπτρα της «βασίλισσας του ψυχολογικού θρίλερ» στον αγγλόφωνο κόσμο. Το Τραγούδι της Σειρήνας, βραβευμένο με το Crime Writers’ Association GoldDagger Award 1995, συνιστά μια περιπλάνηση στο μυαλό ενός σίριαλ κίλερ δίχως προηγούμενο.

 

 

Εκδόσεις ΚΕΔΡΟΣ:

 

Ντέιβιντ Φόστερ Γουάλας, Ο χλωμός βασιλιάς (Μτφρ.: Γιώργος Κυριαζής)

Στα μάτια του νεοφερμένου εκπαιδευόμενου Ντέιβιντ Φόστερ Γουάλας οι υπάλληλοι του τοπικού παραρτήματος της Φορολογικής Υπηρεσίας φαίνονται φυσιολογικοί.  Όσο όμως βυθίζεται στην εργασιακή ρουτίνα, παρατηρώντας τους τρόπους με τους οποίους οι υπάλληλοι αντιμάχονται τη βαρεμάρα και την επαναληπτικότητά της, έρχεται σε επαφή με μια μεγάλη γκάμα ιδιαίτερων και ξεχωριστών προσωπικοτήτων. Ο Ντέιβιντ Φόστερ Γουάλας έχει καταφτάσει ακριβώς πάνω στην ώρα που κάποιες δυνάμεις εντός της υπηρεσίας συνωμοτούν για να εξαλείψουν και τα τελευταία ίχνη ανθρωπιάς και αξιοπρέπειας που έχουν απομείνει στη δουλειά…

Ο Ντέιβιντ Φόστερ Γουάλας δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει τον Χλωμό βασιλιά πριν από τον θάνατό του. Ωστόσο, το βιβλίο, αν και ημιτελές σαν τη Δίκη του Κάφκα, είναι ένα συναρπαστικό και απολαυστικό μυθιστόρημα, το ίδιο ατρόμητο, χιουμοριστικό και αυθεντικό με κάθε άλλο έργο που πρόλαβε να γράψει. Ο χλωμός βασιλιάς εξερευνεί σε βάθος οριακά ερωτήματα για το νόημα της ανθρώπινης ύπαρξης καθώς επίσης και της εργασίας, επιδιώκοντας να αναδείξει τον ηρωισμό που ενυπάρχει ακόμη και στις πλέον κοινότοπες πτυχές της καθημερινότητας. Την ίδια στιγμή παρουσιάζει ήρωες με πλούσιο εσωτερικό κόσμο, χαρακτήρες που επιβεβαιώνουν με τον καλύτερο τρόπο τη φαντασία, τη γενναιοδωρία και τις ανεπανάληπτες ικανότητες του Ντέιβιντ Φόστερ Γουάλας, ενός από τους κορυφαίους συγγραφείς της εποχής μας.  

 

Jonathan Safrab FoerΕξαιρετικά δυνατά και απίστευτα κοντά (Επανέκδοση. Μτφρ.: Ελένη Ηλιοπούλου – Επίμετρο: Μαριλένα Αστραπέλλου)

Ο εννιάχρονος Όσκαρ Σελ δεν έχει καμία σχέση με τους συνομηλίκους του. Είναι πολυτάλαντος και πολυπράγμων.  Όταν ο πατέρας του σκοτώνεται κατά την επίθεση στο Παγκόσμιο Κέντρο Εμπορίου την 11η Σεπτεμβρίου του 2001, ο Όσκαρ ξεκινάει μια περιπλάνηση στους πέντε δήμους της Νέας Υόρκης, με σκοπό να διαλευκάνει το μυστήριο που κρύβει το κλειδί που ανακαλύπτει στην ντουλάπα του πατέρα του. Μέσα από αυτή την αναζήτηση, ο Όσκαρ θα έρθει σε επαφή με διάφορους ανθρώπους και θα γνωρίσει, έστω για λίγο, τις ζωές τους. Θα εξερευνήσει επίσης το τραύμα της 11ης Σεπτεμβρίου μέσα απ’ τους βομβαρδισμούς της Δρέσδης και της ρίψης της ατομικής βόμβας στη Χιροσίμα, για να καταλήξει σ’ ένα προσωπικό ταξίδι που θα τον φέρει πιο κοντά στην ηρεμία και στη γαλήνη που τόσο πολύ αποζητά…

«Εκρηκτικό, γριφώδες, μα, πάνω από όλα, εξαιρετικά συγκινητικό. Ένα σπάνιο επίτευγμα.» – Salman Rushdie

«Αστείο, ευφυές, αναζωογονητικό.» – Esquire

«Σοβαρό, κωμικό και, παρ’ όλα αυτά, επώδυνα σπαρακτικό.» – Herald

«Έργο ιδιοφυίας. Θα σας συγκλονίσει.» – The Times

 

J.G. Ballard,  Highrise (Μτφρ.: Αποστόλης Πρίτσας)

Στο βιβλίο του, HighRise,  ο συγγραφέας-θρύλος J.G. Ballard, δημιουργός, μεταξύ άλλων των Crash και Νύχτες Κοκαΐνης, διηγείται μια τρομακτική ιστορία για τον εκτροχιασμό της καθημερινότητας των κατοίκων ενός μοντέρνου πολυώροφου κτιρίου. Πίσω από τους τοίχους ενός καλαίσθητου σαρανταώροφου ουρανοξύστη, οι ευκατάστατοι ένοικοι του είναι αποφασισμένοι να συμμετάσχουν σε ένα όργιο καταστροφής και ολέθρου· τα κοκτέιλ πάρτι καταλήγουν σε επιδρομές λεηλασίας με στόχο τους «εχθρικούς» ορόφους, και οι μέχρι πρότινος πολυτελείς εγκαταστάσεις του κτιρίου μετατρέπονται σε πεδία αναταραχών όπου κυριαρχεί το τεχνολογικό χάος.

Πρόκειται για  μια διορατική ματιά πάνω στην κατάρρευση της αστικής αφήγησης, καθώς η κοινωνική οργάνωση ολισθαίνει προς το βίαιο αντίστροφό της και οι απομονωμένοι κάτοικοι του ουρανοξύστη, ορμώμενοι από τα πρωτόγονα ένστικτά τους, δημιουργούν μια δυστοπία στην οποία κυριαρχούν οι νόμοι της ζούγκλας. Ένα από τα κορυφαία μυθιστορήματα του J.G. Ballard για πρώτη φορά μεταφρασμένο στα ελληνικά.

 

Βίνσεντ βαν Γκογκ, Επιλογή από τις επιστολές του (προσωρινός τίτλος)

(Επιλογή-Μετάφραση: Λίλα Κονομάρα – Επιστημονική επιμέλεια: Ευθυμία Ε. Μαυρομιχάλη)

Οι επιστολές του Βίνσεντ βαν Γκογκ αποτελούν ένα παράθυρο στον κόσμο του.

Καλύπτουν μια περίοδο 18 ετών (1872-1890), ξεκινούν δηλαδή όταν ο καλλιτέχνης πιάνει δουλειά στα 19 του χρόνια στο υποκατάστημα του Οίκου έργων τέχνης Γκουπίλ και Σία στη Χάγη και φτάνουν έως τον θάνατό του. Σώζονται συνολικά 819, από τις οποίες 658 απευθύνονται στον αδελφό του, 38 στους γονείς του και την αδελφή του Βιλελμίνη και οι υπόλοιπες – που μεταφράζονται για πρώτη φορά στα ελληνικά – σε καλλιτέχνες όπως ο Άντον Βαν Ράπαρντ, ο Εμίλ Μπερνάρ, ο Γκωγκέν, ο Σινιάκ και άλλοι.

Μέσα απ’ αυτές, αναδεικνύεται η στενή σχέση ανάμεσα στην προσωπική ζωή και τα διάφορα στάδια του έργου του: το ένα δεν λογίζεται χωρίς το άλλο. Αξίζει να αναρωτηθεί κανείς για παράδειγμα αν η ιδιαίτερα μεγάλη παραγωγή έργων δεν σχετίζεται με τον πληθωρικό και παράφορο χαρακτήρα του Βαν Γκογκ όπως επίσης και με την προτεσταντική του αγωγή που του δημιουργούσε ενοχές και του υπαγόρευε μονίμως να φανεί «χρήσιμος», όπως λέει και ο ίδιος.

Η τόσο ιδιαίτερη σχέση του με τη φύση δεν είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τα παιδικά του χρόνια και την μετέπειτα παραμονή του κατά διαστήματα σε μικρούς οικισμούς της Ολλανδίας; Δεν διακονεί τη ζωγραφική με ιεραποστολικό ζήλο, τον ίδιο που επέδειξε όσο ασκούσε το λειτούργημα του ιεροκήρυκα; Η ίδια απλότητα και η έλλειψη φιλοδοξίας για κοινωνική αναρρίχηση που χαρακτηρίζει την προσωπική του ζωή δεν εκδηλώνεται και στις καλλιτεχνικές του προτιμήσεις και τις αποστάσεις που παίρνει από τον επιτηδευμένο και ανούσιο κατά τη γνώμη του ακαδημαϊσμό;

«Το ύφος είναι ο άνθρωπος», είπε ο γνωστός Γάλλος φυσιοδίφης Ζωρζ-Λουί Λεκλέρκ ντε Μπυφφόν. Ο Βαν Γκογκ ζωγραφίζει όπως γράφει, γράφει όπως ζωγραφίζει. Ξεκινώντας από τη μορφή του κειμένου, παρατηρεί κανείς πως αντανακλά ήδη όλο τον πλούτο του μυαλού αλλά και τους δαίμονες αυτής της ιδιοφυΐας.

 

Γκυ Ντε Μωπασάν, Οι αυτόχειρες (Μτφρ.-Επίμετρο: Γιώργος Ξενάριος)

Στο κέντρο της χειρονομίας της αυτοχειρίας υπάρχει αυτό που βρίσκει κανείς και στην τρέλα: η διαταραχή της ταυτότητας του εγώ, η κατάλυση της ενότητάς του. Και στην περίπτωση του Μωπασάν, όπως σε πολλές άλλες, η αυτοχειρία γειτονεύει στενά με την τρέλα, την ψυχοπαθολογία. (…) Η θανατολογία του Μωπασάν πατάει με το ένα πόδι στον κόσμο που πλάθει η σκοτεινιασμένη ψυχή του και με το άλλο στο συγγραφικό του πρόγραμμα, το οποίο περιλαμβάνει την κατάδυσή του στον ζοφερό κόσμο του ανθρώπου και την καταγραφή όσων συμβαίνουν στις βαθύτερες ζώνες της ανθρώπινης συνείδησης. Με τα κείμενά του για την αυτοκτονία ο Μωπασάν πραγματώνει ένα κρίσιμο κομμάτι του αφηγηματικού του σχεδίου: αποθεώνει τον ρόλο του συγγραφέα ως ψυχολόγου και, παράλληλα, υλοποιεί τη σχεδόν ισόβια εμμονή του: τη λογοτεχνική μελέτη του θανάτου. Άλλωστε, λίγα χρόνια αργότερα, ο βίος του θα επιβεβαιώσει τραγικά τη γραφή του. (Από το επίμετρο του Γιώργου Ξενάριου)

 

Philip KerrΨεύτικο εννιάρι (Μτφρ.: Γιώργος Μαραγκός)

Τι κι αν το ποδόσφαιρο είναι παιχνίδι, δεν σημαίνει ότι πρέπει να παίζεται τίμια. Ο Σκοτ Μάνσον πρέπει να φύγει από την Αγγλία. Η σταδιοδρομία του ως προπονητή στην ποδοσφαιρική ομάδα της Λόντον Σίτι έχει τελειώσει. Δεν αντέχει πλέον να βλέπει την ομάδα να κατεβαίνει στους αγώνες χωρίς αυτόν.

Το να βρει όμως δουλειά στον γεμάτο αστέρια κόσμο του διεθνούς ποδοσφαίρου είναι πιο δύσκολο απ’ όσο φαίνεται. Μια νέα θέση που του προσφέρουν στη Σανγκάη αποδεικνύεται πως είναι μέρος μιας περίπλοκης κομπίνας. Και στη Βαρκελώνη, δεν τον προσλαμβάνουν ως προπονητή αλλά ως ντετέκτιβ. Το αστέρι της Μπαρτσελόνα έχει εξαφανιστεί και πρέπει να τον βρουν το συντομότερο δυνατόν. Ο Σκοτ έχει έναν μήνα περιθώριο για να τον εντοπίσει. Καθώς ακολουθεί τα ίχνη του ποδοσφαιριστή από το Παρίσι στην Αντίγκουα, στην πορεία συναντά διεφθαρμένους άντρες, διαβολικές γυναίκες και φτάνει κοντά στη σάπια καρδιά του υπέροχου παιχνιδιού…

 

Jane ThynneΆνθη του χειμώνα (Μτφρ.: Φίλιππος Χρυσόπουλος)

Βερολίνο, 1937. Η πόλη ακτινοβολεί αίγλη και φιλοδοξία. Όμως ο κίνδυνος παραμονεύει σε κάθε σκιά…

Το πρωί, η Κλάρα Βάιν είναι ηθοποιός στα διάσημα στούντιο της Ufa, ενώ το βράδυ μεταμορφώνεται σε μυστική πράκτορα για λογαριασμό της Βρετανικής Υπηρεσίας Πληροφοριών. Όταν μια κοπέλα βρίσκεται άγρια δολοφονημένη στον κήπο της φημισμένης Σχολής για Νύφες στο Βερολίνο, όπου νεαρές γυναίκες εκπαιδεύονται για να γίνουν σύζυγοι αξιωματικών των Ες Ες, η Κλάρα σύντομα ανακαλύπτει ότι ο φόνος συνδέεται με ένα πολύ πιο απειλητικό μυστικό.

Καθώς ο Έντουαρντ ο Όγδοος, ο οποίος έχει παραιτηθεί πρόσφατα από τον θρόνο, και η σύζυγός του, Γουόλις, ετοιμάζονται να επισκεφθούν το Βερολίνο, κι ενώ οι αδελφές Μίτφορντ μαγεύουν την κοινωνική σκηνή, η Κλάρα πρέπει να κινηθεί με άκρα μυστικότητα για να μάθει την αλήθεια και κατόπιν να τη μεταφέρει στο Λονδίνο. Το μονοπάτι που ακολουθεί είναι γεμάτο κινδύνους, και θα χρειαστεί να επιστρατεύσει όλες τις δυνάμεις της για να επιβιώσει…

«Ένα εξαιρετικά απολαυστικό βιβλίο: διαθέτει γρήγορο ρυθμό, ωραία ατμόσφαιρα και μεγάλο σασπένς.» – Mail on Sunday

«Η ατμόσφαιρα καταστολής, τρόμου και ναζιστικής ύβρεως στην προπολεμική Γερμανία περιγράφεται με γλαφυρότητα σε μια συναρπαστική και ταυτόχρονα μελαγχολική ιστορία.» – Literary Review

 

 

Εκδόσεις ΊΚΑΡΟΣ:

 

Vicente Alfonso (Μεξικό): Τα λείψανα του Αγίου Λαυρεντίου (Huesos de San Lorenzo), Μετάφραση: Μαρία Παλαιολόγου

Η αλήθεια είναι μία· οι αναγνώσεις της, άπειρες.

Έκπληκτος από τη σοβαρότητα των κατηγοριών εναντίον του ασθενή του Ρώμο Αγιάλα, ο ψυχολόγος Αλμπέρτο Αλμπόρες δέχεται να αποτελέσει μέρος μιας ομάδας που θα υπερασπιστεί την αθωότητα του νεαρού. Όσο περνά ο καιρός, η πραγματικότητα παρουσιάζει όλο και περισσότερα ανησυχητικά γεγονότα σχετικά με το παρελθόν του Ρώμο, και ο γιατρός Αλμπόρες καλείται να αποφασίσει αν οι μονόλογοί του είναι απλές φαντασιώσεις ή ομολογίες αποτρόπαιων εγκλημάτων…

Πόσα ψέματα και αλήθειες υπάρχουν στις ιστορίες που ο Ρώμο αφηγείται στον ψυχολόγο του; Κάτω από ποιες συνθήκες πέθανε η μητέρα του Ρώμο και γιατί κάποιοι προσπαθούν να σβήσουν τα ίχνη της; Είναι δυνατό να δολοφονηθεί ένας άνθρωπος σ΄ ένα μπαρ χωρίς κανείς να είναι σε θέση να επιβεβαιώσει την ταυτότητα του δράστη; Ήταν ο Ρώμο ή μήπως ο δίδυμος αδερφός του, Ρωμύλο; Γιατί ο τάφος της μητέρας των διδύμων είναι άδειος;

Οι έρευνες για την επίλυση αυτών των μυστηρίων θα ανασυνθέσουν την ιστορία της οικογένειας Αγιάλα και θα δείξουν ότι η κάθε πραγματικότητα μπορεί να έχει απεριόριστες ερμηνείες.

 

Jean Echenoz (Γαλλία): Ειδική απεσταλμένη (Envoyée spéciale), Μετάφραση: Αχιλλέας Κυριακίδης

Όλα ξεκινούν στο γραφείο πληροφοριών της Γαλλίας όπου ο γηραιός στρατηγός Μπουρζό ζητάει από τον έμπιστο συνεργάτη του, Πολ Ομπζά, να τον βοηθήσει να επιλέξει το άτομο που θα ηγηθεί της μυστικής αποστολής που προετοιμάζουν: ένα όμορφο θηλυκό, εύκολα χειραγωγήσιμο.

Η Κονστάνς, μια ελκυστική, ανήσυχη γυναίκα που λιμνάζει σε έναν αποτυχημένο γάμο με έναν ξοφλημένο μουσικό της pop, μοιάζει η ιδανική επιλογή.

Οι άνδρες του Ομπζά την απαγάγουν, τη μπλέκουν στα δίχτυα της γαλλικής γραφειοκρατίας και την εκπαιδεύουν για την ειδική αποστολή. Στόχος τους η αποσταθεροποίηση του καθεστώτος του Κιμ Γιονγκ-ουν στη Βόρεια Κορέα.

Από τις όχθες του Σηκουάνα μέχρι την ακτή της Κίτρινης Θάλασσας, κατά μήκος του ποταμού Κρεζ, τίποτα δεν μπορεί να εμποδίσει την Κονστάνς να εκπληρώσει την αποστολή της.

Απολαυστικά παράξενο και απρόβλεπτο, γεμάτο αναπάντεχες ανατροπές και συμπτώσεις, το μυθιστόρημα του Jean Echenoz Ειδική Απεσταλμένη είναι σύμφωνα με την L’Express «ένα πολύτιμο διαμάντι, μια απόλαυση για κάθε στιγμή, μια γιορτή της γαλλικής γλώσσας».

 

Hannah Kent (Αυστραλία): Οι Καλοί (The Good People), Μετάφραση: Μαρία Αγγελίδου

Η Hannah Kent μετά την μεγάλη επιτυχία που γνώρισε το λογοτεχνικό της ντεμπούτο, Έθιμα ταφής, επανέρχεται με το μυθιστόρημα Οι Καλοί.

Κομητεία του Κέρι. Ιρλανδία, 1825. Συντετριμμένη από τον θάνατο του συζύγου της, Μάρτιν, η Νόρα βρίσκεται ολομόναχη να φροντίζει τον εγγονό της Μάικαλ, ένα παιδί ανήμπορο να περπατήσει και να μιλήσει. Πού είναι ο υγιής, ευτυχισμένος εγγονός της που γνώρισε όταν η κόρη της ήταν ακόμη ζωντανή;

Η Μαίρη έρχεται να βοηθήσει τη Νόρα στο σπίτι, ενώ εξαπλώνονται σκοτεινές ιστορίες για ανεξήγητες ατυχίες, ασθένειες, και φήμες που θέλουν τον Μάικαλ να σπέρνει την κακοτυχία στην κοιλάδα.

Αποφασισμένες να απαλλαγούν από το κακό και να βοηθήσουν τον Μάικαλ, η Νόρα και η Μαίρη επιστρατεύουν την βοήθεια της Νάνσης, μιας ηλικιωμένης περιπλανώμενης γυναίκας που κατέχει τη γνώση και τα μυστήρια της παλιάς μαγείας.

Καθώς οι τρεις γυναίκες ελπίζουν να επαναφέρουν τον Μάικαλ, ο ιδιαίτερος κόσμος τους από έθιμα, πιστεύω και τελετουργίες τούς περικλείει όλο και πιο έντονα· θα οδηγηθούν σ’ ένα επικίνδυνο μονοπάτι και θα αναγκαστούν να αμφισβητήσουν όλα όσα γνωρίζουν.

Τοποθετημένο σ’ έναν χαμένο κόσμο που υπακούει στους δικούς του κανόνες, Οι Καλοί της Hannah Kent είναι ένα εντυπωσιακό μυθιστόρημα για την απόλυτη πίστη και την γεμάτη από αφοσίωση αγάπη.

 

 

George Saunders (Η.Π.Α.): Λήθη και Λίνκολν (Lincoln in the Bardo) Μετάφραση: Γιώργος – Ίκαρος Μπαμπασάκης

Πώς ζούμε και πώς αγαπάμε, όταν ξέρουμε ότι όλα αυτά που μας νοιάζουν κάποια στιγμή θα πάψουν να υπάρχουν;

Φεβρουάριος 1862. Ο Αμερικανικός Εμφύλιος μαίνεται, ενώ ο αγαπημένος εντεκάχρονος γιος του προέδρου Λίνκολν βρίσκεται βαριά άρρωστος και, παρά τις προβλέψεις για ανάρρωση, τελικά πεθαίνει. Στις 22 Φεβρουαρίου του 1862, δύο μέρες μετά τον θάνατό του, ο Γουίλι Λίνκολν κηδεύτηκε σε μαρμάρινη κρύπτη στο κοιμητήριο της Τζόρτζταουν.

Εκείνο το βράδυ, ο Αβραάμ Λίνκολν φθάνει μόνος στο νεκροταφείο, θέλοντας να περάσει χρόνο με το άψυχο σώμα του γιου του. Κατά τη διάρκεια της νύχτας, τα φαντάσματα αυτών που έφυγαν πρόσφατα από τη ζωή και αυτών που έχουν πεθάνει, από καιρό, συνυπάρχουν· μια μνημειώδης μάχη πραγματοποιείται για την ψυχή του μικρού Γουίλι.

Με έναυσμα αυτό το ιστορικό γεγονός, o George Saunders, αφηγείται μια αξέχαστη καλειδοσκοπική ιστορία για την οικογενειακή αγάπη, την απώλεια, αλλά και τις δυνάμεις του καλού και του κακού.

 

Marina Tsvietáieva (Ρωσία): Ο δικός μου Πούσκιν (Мой Пушкин), Μετάφραση: Φώτος Λαμπρινός

Στο βιβλίο της δημοφιλούς ρωσίδας ποιήτριας Μαρίνα Τσβετάγεβα (1892-1941), Ο δικός μου Πούσκιν, η συγγραφέας αναμιγνύει με εξαιρετικό ενδιαφέρον την αφήγηση, την αυτοβιογραφία, και την ποιητική πρόζα, σε μια ιδιαίτερη αναζήτηση για την ανακάλυψη της λογοτεχνίας και την ικανότητά της να μεταμορφώνει την πραγματικότητα.

Η Μαρίνα Τσβετάγεβα σκιαγραφεί τον Πούσκιν της παιδικής της ηλικίας, τις κρυφές αναγνώσεις της, τη διαδρομή αλλά και τη συνάντηση με τον κορυφαίο ποιητή.

 

 

 

Juan Gabriel Vasquez (Κολομβία): Η μορφή των λειψάνων (La forma de las ruinas), Μετάφραση: Αχιλλέας Κυριακίδης

«Οι θεωρίες συνωμοσίας είναι σαν τα αναρριχώμενα φυτά, Βάσκες: πιάνονται από οτιδήποτε για ν’ ανέβουν, και συνεχίζουν ν’ ανεβαίνουν μέχρι να τους πάρεις αυτό που τα στηρίζει.»

Το 2014, ο Κάρλος Καρβάγιο συλλαμβάνεται σ’ ένα μουσείο της Μπογκοτά για την κλοπή του υφασμάτινου κοστουμιού του Χόρχε Ελιέσερ Γκαϊτάν, του φιλελεύθερου πολιτικού ηγέτη που δολοφονήθηκε το 1948.

Ο Καρβάγιο, ανήσυχος για τα μυστήρια του παρελθόντος που τον στοιχειώνουν, αναζητά διαρκώς τα σημάδια που θα δώσουν νόημα στις αναζητήσεις του. Κανείς όμως, ούτε οι πιο στενοί του φίλοι δεν υποπτεύονται τους βαθύτερους λόγους της εμμονής του.

Τι συνδέει τις δολοφονίες του Τζον Φ. Κένεντι και του Χόρχε Ελιέσερ Γκαϊτάν, ο θάνατος του οποίου καθόρισε την ιστορία της Κολομβίας; Πώς μπορεί ένα έγκλημα που έλαβε χώρα το 1914, αυτό του αρχηγού του φιλελεύθερου κόμματος Ραφαέλ Ουρίμπε Ουρίμπε, να σημαδέψει τη ζωή ενός ανθρώπου στον 21ο αιώνα;

Για τον Καρβάγιο όλα συσχετίζονται, και δεν υπάρχουν συμπτώσεις. O Χουάν Γκαμπριέλ Βάσκες, ο συγγραφέας-αφηγητής του μυθιστορήματος, κατέχει ένα ιδιόμορφο προνόμιο: έχει στα χέρια του τα λείψανα των δύο κολομβιανών πολιτικών, και αποφασίζει να διεισδύσει στα μυστικά των πιο σκοτεινών στιγμών από το παρελθόν της Κολομβίας.

Ένα συναρπαστικό μυθιστόρημα, και μια ιδιαίτερη ιστορική αναζήτηση για τις σχέσεις που δημιουργούμε σ’ έναν κόσμο γεμάτο από πληγές και συνωμοσίες της εξουσίας.

 

Alejandro Zambra (Χιλή): Τεστ Δεξιοτήτων (Facsímil), Μετάφραση: Αχιλλέας Κυριακίδης

Αν πούμε ότι το Τεστ Δεξιοτήτων αποτελεί ένα μυθιστόρημα, θα ήταν το ίδιο παρακινδυνευμένο με το να πούμε ότι δεν είναι. Ίσως είναι καλύτερα να αναφέρουμε απλώς, ότι είναι ένα βιβλίο του Alejandro Zambra, γιατί το ύφος και τα θέματα που τον μετέτρεψαν σε μια ουσιαστική φωνή της λατινοαμερικάνικης λογοτεχνίας, ξεδιπλώνονται εδώ με τρόπο ουσιαστικό και έντονο.

Με αφορμή τη δομή της λεκτικής δοκιμασίας που εφαρμόστηκε στη Χιλή από το 1967 μέχρι το 2002 στους αιτούντες των πανεπιστημίων, ο συγγραφέας δημιουργεί ένα απροσδόκητο έργο στο οποίο οι ιστορίες συνυπάρχουν με λογοτεχνικά αποσπάσματα και γλωσσικές ασκήσεις που αποτελούν περισσότερο ηθικά προβλήματα: η ανάγκη να πούμε ψέματα για να επιβεβαιωθούμε στους άλλους· η επιθυμία να δημιουργήσουμε δεσμούς, παρά τη δυσπιστία στην αγάπη και στην οικογένεια· η δυσκολία μετακίνησης σ΄ ένα ναρκοπέδιο γεμάτο από μυστικά· η απέλπιδα πεποίθηση ότι αντί να μάθουμε να σκεφτόμαστε, εκπαιδευτήκαμε να υπακούμε και να επαναλαμβάνουμε.

 

 

Εκδόσεις ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ:

 

Στις προθήκες της ξένης πεζογραφίας οι αναγνώστες θα βρουν βιβλία σπουδαίων συγγραφέων: του κορυφαίου αμερικανούPaul Auster, του αμερικανού John Fante που επηρέασε συγγραφείς όπως ο Μπουκόβσκι και ο Κέρουακ, του σουηδούTorbjörn Säfve, του πολλά υποσχόμενου βρετανού Graeme Macrae Burnet που έκανε την έκπληξη και έφτασε μέχρι τα Booker, κ.ά.

 

 

 

 

Οι εκδόσεις ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ συνεχίζουν και εμπλουτίζουν με τέσσερις νέους τίτλους τη νέα σειρά «Μεγάλες αφηγήσεις» που επιμελείται ο συγγραφέας Δημήτρης Στεφανάκης και περιλαμβάνει αριστουργήματα της παγκόσμιας κλασικής λογοτεχνίας: Ο κλέφτης των ποδηλάτων  του Luigi BartoliniΤο βαμμένο πουλί του πολωνού Jerzy KosinskiΤο μοναστήρι της Πάρμαςτου Stendhal, το διάσημο έργο Θάνατος στη Βενετία του νομπελίστα Thomas Mann.

Στην αστυνομική λογοτεχνία χιλιάδες φανατικοί της σουηδής βασίλισσας των μπεστ σέλερ Camilla Lackberg αναμένουν τη νέα περιπέτεια της Ερίκα και του αγαπημένου της Πάτρικ· Η μάγισσα θα κυκλοφορήσει τον Σεπτέμβριο. Παράλληλα, νέα ονόματα κάνουν την εμφάνισή τους στον κατάλογό μας, όπως  ο βρετανός Daniel Cole που με τη Μαριονέτα του έχει κάνει παγκόσμιο θόρυβο, και η χαρισματική βρετανίδα Susie Steiner, ενώ πρόκειται να κυκλοφορήσουν νέα βιβλία των σουηδών Arne Dahl, Thomas Engström και Alexander Söderberg, του πολυσχιδούς σκοτσέζου Ian Rankin, της βασίλισσας του ισλανδικού crime Yrsa Sigurdardottir και του αμερικανού James Patterson, συγγραφέα πολλών εκατομμυρίων αντιτύπων παγκοσμίως.

Στον κόσμο του φανταστικού θα δούμε ένα ιδιαίτερο βιβλίο από τον συγγραφέα του «Game of Thrones» George R. R. Martin, ενώ ολοκληρώνεται η τριλογία επικής φαντασίας «Τα Χρονικά της Τσακισμένης Θάλασσας» από τον βρετανό Joe Abercrombie, πολύ σημαντικό συγγραφέα του φανταστικού της νέας γενιάς και πολύ γνωστό στους λάτρεις του είδους.

 

Εκδόσεις ΠΑΤΑΚΗ:

 

Γαλαζοαίματες κυρίες, Συγγραφέας: Τόμας Χάρντυ (Βρετανός), Μετάφραση: Μαρία Λαϊνά, Μάνια Μεζίτη

Ένα βροχερό απόγευμα στη βρετανική ύπαιθρο του 19ου αιώνα, τα μέλη της Λέσχης Φυσιολατρών και Αρχαιολατρών του φανταστικού Ουέσσεξ αδυνατούν να πραγματοποιήσουν την προ-γραμματισμένη εξόρμησή τους στη φύση εξαιτίας της κακοκαιρίας. Για να διασκεδάσουν την πλήξη τους, αποφασίζουν να διηγηθούν εντυπωσιακές ιστορίες για γαλαζοαίματες κυρίες, κόμισσες και πυργοδέσποινες. Ποιοι, άραγε, είναι περισσότερο αρμόδιοι από τους άντρες μιας λέσχης να μιλήσουν για το κάλλος, το πνεύμα, τους έρωτες, τους γάμους, τις κακοτυχίες γυναικών ευγενούς καταγωγής; Τα πάθη, οι ανάρμοστοι έρωτες, οι μυστικές γέννες ξεδιπλώνονται πλάι στην υποκρισία των συμβάσεων της αριστοκρατίας από χείλη ζυθοποιών, κληρικών, ιστορικών, γιατρών και δανδήδων. Οι Γαλαζοαίματες κυρίες του Χάρντυ ζουν σε μέγαρα, επαύλεις και πύργους. Ερωτεύονται ανάρμοστα, παντρεύονται κατώτερους, μηχανορραφούν, διχάζονται. Δεσποτικές ή υπεροπτικές ενίοτε, αλλά και ρηχές και επιπόλαιες. Με εύθραυστο ψυχισμό και ευαίσθητα νεύρα, εξαπατούν και επιστρέφουν στη συζυγική εστία, αφού η μετριοπάθεια και οι κοινωνικές συμβάσεις υπερισχύουν των επιθυμιών τους. Η βρετανική αριστοκρατία με όλες τις διαβαθμίσεις της είναι παρούσα με ραδιουργίες και οικογενειακά μυστικά. Γυναίκες νέες, δυναμικές και ταξικά ανώτερες καταφέρνουν να κινούν τα νήματα και να επιβάλλουν το δικαίω-μά τους στο λάθος. Ο Τόμας Χάρντυ, μέσω μιας λέσχης ανοιχτής προς όλες τις κοινωνικές τάξεις, θέτει με κομψό τρόπο ζητήματα όπως η κοινωνική διάρθρωση και η θέση της γυναίκας.

 

 

 

Απόγνωση, Συγγραφέας: Βλαντιμίρ Ναμπόκοφ (Ρώσος), Μετάφραση: Αύγουστος Κορτώ

Άνθρωπος αυτάρεσκος, που απολαμβάνει τις πολλές και συναρπαστικές του ιδιορρυθμίες, ο Χέρμαν Χέρμαν δε θα έπρεπε, ενδεχομένως, να αντιμετωπιστεί ιδιαιτέρως σοβαρά. Μα έπειτα από μια τυχαία συνάντηση με τον Φέλιξ, έναν άνδρα που θεωρεί σωσία του, αποκαλύπτεται μια τρομακτική «διάσχιση» στη φύση του Χέρμαν. Πεπεισμένος ότι έχει βρει το ανθρώπινο καθρέφτισμά του, ο Χέρμαν εκμεταλλεύεται την ανακάλυψη αυτή για να εξυφάνει μια δυνάμει επικερδή πλεκτάνη που οδηγεί στη μεταμφίεση, στην προδοσία και, τελικώς, στον φόνο. Ξεχειλίζοντας από ένα ασεβέστατο χιούμορ που ξαφνιάζει, και διαποτισμένο απ’ τον εγωιστικό, χλευαστικό χαρακτήρα ενός δολοφόνου που θεωρεί τον εαυτό του καλλιτέχνη, η Απόγνωσημας οδηγεί σ’ έναν παρανοϊκό κόσμο γεμάτο σωσίες και οφθαλμαπάτες, όπου τίποτα δεν είναι αυτό που φαίνεται.

 

Έτσι αρχίζει το κακό, Συγγραφέας: Χαβιερ Μαρίας, Μετάφραση: Έφη Γιαννοπούλου

Καρυδότσουφλο, Συγγραφέας: Ιαν ΜακΓιούαν, Μετάφραση: Κατερίνα Σχινά

Όταν φιλούσαμε το ψωμί, Συγγραφέας: Αλμουδένα Γκράντες, Μετάφραση: Χριστίνα Θεοδωροπούλου

Μικρή χώρα, Συγγραφέας: Γκαέλ Φαϊγ, Μετάφραση: Γιάννης Στρίγκος

 Η ιστορία της χαμένης κόρης (Η τετραλογία της Νάπολης – Βιβλίο τέταρτο), Συγγραφέας: Έλενα Φερράντε (Ιταλίδα), Μετάφραση: Δήμητρα Δότση

 

Οι δύο πρωταγωνίστριες, η Λίλα και η Έλενα, ενήλικες πια, κουβαλάνε στις πλάτες τους μια ζωή γεμάτη περιπέτειες, ανακαλύψεις, αποτυχίες και «αναγεννήσεις». Και οι δύο πάλεψαν σκληρά για να ξεφύγουν από την παιδική τους γειτονιά, αυτή τη φυλακή της συμβατικότητας, της βίας και των ακλόνητων δεσμών. Η Έλενα έχει γίνει πλέον μια καταξιωμένη συγγραφέας, άφησε πίσω της τη Νάπολη, παντρεύτηκε, απέκτησε δύο κόρες, χώρισε και τώρα επιστρέφει στην πόλη των παιδικών και εφηβικών της χρόνων κυνηγώντας τον νεανικό της έρωτα που εμφανίστηκε και πάλι στη ζωή της. Η Λίλα, που δεν έφυγε ποτέ από τη Νάπολη, διαπρέπει στον τομέα της πληροφορικής ως επιχειρηματίας, έρχεται σε ρήξη με τους ισχυρούς αδερφούς Σολάρα και είναι πλέον κοινό μυστικό πως αναλαμβάνει η ίδια τα ηνία της γειτονιάς τους. Η Λίλα και η Έλενα, δύο όψεις του ίδιου νομίσματος, συγκρούονται, ξανασμίγουν, αλλη-λοεπηρεάζονται και ανακαλύπτουν καινούριες πτυχές της προσωπικότητάς τους και της φιλίας τους, με φόντο την ιστορία της Ιταλίας αλλά και ολόκληρου του κόσμου.

Η Ιστορία της χαμένης κόρης, τέταρτο και τελευταίο βιβλίο της Τετραλογίας της Νάπο-λης, έχει αναγνωριστεί παγκοσμίως ως ένα από τα πιο σημαντικά λογοτεχνικά έργα της εποχής μας.

 

Μαίρη Συγγραφέας: Άρης Φιορέτος (Σουηδός, ελληνικής καταγωγής) Μετάφραση: Κώστας Κοσμάς

Η δικτατορία των συνταγματαρχών κηρύχτηκε όταν η Μαίρη ακόμη πήγαινε σχολείο. Τώρα πια είναι τελειόφοιτη της Αρχιτεκτονικής και φεύγει από το σπίτι των καθεστωτικών γονιών της για να ζήσει με τον Δήμο, που είναι ενεργό μέλος της αντίστασης στο καθεστώς και από τους πρωταγωνιστές της φοιτητικής εξέγερσης που ξεσπά το 1973. Λίγες ώρες πριν κορυφωθούν οι μάχες με την αστυνομία και τον στρατό, η Μαίρη μαθαίνει ότι είναι έγκυος· ο πρώτος που πρέπει να το μάθει είναι ο Δήμος. Όμως πριν καταφέρει να σπάσει τον κλοιό γύρω από το Πολυτεχνείο, τη συλλαμβάνει η Ασφάλεια. Και τότε συνειδητοποιεί ότι δεν πρέπει να πει ούτε το όνομά της…

 

Μίστερ Γκουίν / Τρεις φορές το ξημέρωμα, Συγγραφέας: Αλεσσάντρο Μπαρίκκο (Ιταλός), Μετάφραση: Άννα Παπασταύρου

Ο Τζάσπερ Γκουίν είναι συγγραφέας. Ζει στο Λονδίνο και απ’ ό,τι φαίνεται είναι ένας άντρας που αγαπάει τη ζωή. Ξαφνικά νιώθει την επιθυμία να σταματήσει. Ίσως να σταματήσει να γράφει. Δεν πρόκειται για την κρίση έμπνευσης που πλήττει συχνά τους συγγραφείς. Ο Τζάσπερ Γκουίν δείχνει πως θέλει ν’ αλλάξει οπτική, να φτάσει στο μεδούλι μιας μαγείας. Βοηθός του, συνεργός του, συμπαραστάτης του είναι μια κοπέλα που συγκεντρώνει, με οργίλη αφοσίωση, αυτό που σιγά σιγά γίνεται το μυστήριο του κυρίου Γκουίν. Ο Αλεσσάντρο Μπαρίκκο διεισδύει στις κρυφές συμμετρίες αυτού του μυστηρίου με το σίγουρο και άνετο βήμα ανθρώπου ο οποίος γνωρίζει και αγαπάει τα μονοπάτια που διατρέχει. Χειρίζεται δύο υπέροχους ήρωες που, στα μισά του μυθιστορήματος, δίνουν ο ένας στον άλλο τη σκυτάλη. Κι αν δουλειά του κυρίου Γκουίν είναι ν’ ανακατέψει την τράπουλα του μυστηρίου, η κοπέλα έχει το καθήκον να την ξαναβάλει στη σειρά, για να φτάσει τελικά σε κάτι παράτολμα και κρυστάλλινα προφανές.

 

Οι αναγνώστες του Μπρόκεν Γουίλ προτείνουν, Συγγραφέας: Καταρίνα Μπίβαλντ (Σουηδή), Μετάφραση: Μυρτώ Καλοφωλιά

Προσοχή: μόλις βάλετε τα βιβλία στη ζωή σας, μπορεί να συμβούν τα πιο απροσδόκητα πράγματα… Η Σάρα είναι είκοσι οχτώ ετών και δεν έχει φύγει ποτέ από τη Σουηδία – εκτός βέβαια στα 8 ταξίδια που κάνει διαβάζοντας (αμέτρητα) βιβλία. Όταν η ηλικιωμένη φίλη της διά αλληλογραφίας, Έιμι, την προσκαλεί να επισκεφτεί το Μπρόκεν Γουίλ στην πολιτεία της Αϊόβα, η Σά-ρα αποφασίζει πως ήρθε ο καιρός για το πρώτο της ταξίδι. Όταν όμως φτάνει εκεί, τα πράγ-ματα περιπλέκονται – η Έιμι είναι νεκρή. Βρίσκεται εντελώς μόνη, στο σπίτι μιας πεθαμένης γυναίκας, στη μέση του πουθενά – όχι ακριβώς οι διακοπές που είχε στο μυαλό της. Η Σάρα όμως ανακαλύπτει πως δεν είναι ολότελα μόνη. Διότι εκεί, σε μια πόλη τόσο τσακισμένη, που δύσκολα μπορεί να ανακτήσει ξανά τις δυνάμεις της, βρίσκονται όλοι οι άνθρωποι που γνώρισε μέσα από τα γράμματα της Έιμι: ο καψερός ο Τζορτζ, η άγρια Γκρέις, η κουμπωμένη Κάρολιν και ο προστατευόμενος της Έιμι, ο ανιψιός της, ο Τομ. Η Σάρα σύντομα συνειδητοποιεί πως το Μπρόκεν Γουίλ έχει ανάγκη απεγνωσμένα από μια περιπέτεια, μια γερή σπρωξιά και, ίσως, λίγο ειδύλλιο. Με άλλα λόγια, η πόλη αυτή χρειάζεται ένα βιβλιοπωλείο.

 

Κάτω απ’ τα ήσυχα νερά, Συγγραφέας: Βίβεκα Στεν (Σουηδή), Μετάφραση: Νίνα Μπούρη

Είναι ένα ζεστό πρωινό του Ιουλίου στο νησί Σαντχάμν, στο αρχιπέλαγος της Στοκχόλμης. Ένας άντρας βγάζει τον σκύλο του βόλτα. Ξαφνικά αντικρίζει ένα φρικιαστικό θέαμα: στην ακτή έχει ξεβραστεί το πτώμα ενός άντρα τυλιγμένο σε ένα δίχτυ. Ο αστυνομικός Τόμας Αντρεασόν από την πρωτεύουσα είναι ο πρώτος που καταφτάνει στον τόπο που ανακαλύφθηκε το πτώμα. Έχει περάσει αμέτρητα καλοκαίρια στο νησί και γνωρίζει καλά την περιοχή. Σύντομα η ταυτότητα του θύματος γίνεται γνωστή. Πρόκειται για τον Κρίστερ Μπεριγκρίεν, έναν εργένη που αγνοείται από το Πάσχα. Κανένα στοιχείο δεν υπαινίσσεται εγκληματική ενέργεια και η αστυνομία είναι έτοιμη να χαρακτηρίσει το συμβάν ατύχημα, όταν μια γυναίκα ανακαλύπτεται άγρια δολοφονημένη σε μια πανσιόν του νησιού. Αποδεικνύεται ότι είναι ξαδέλφη του Κρίστερ Μπεριγκρίεν. Η παιδική φίλη του Τόμας, η δικηγόρος Νόρα Λίντε, σπεύδει να τον βοηθήσει. Μαζί θα προσπαθήσουν να ξεδιαλύνουν αυτόν τον φαινομενικά άλυτο γρίφο και ταυτόχρονα να βγάλουν άκρη με τις μπερδεμένες προσωπικές ζωές τους.

 

Λίντα, Συγγραφέας: Λέιφ Πέρσσον (Σουηδός), Μετάφραση: Τιτίνα Σπερελάκη

Στα μισά ενός ιδιαίτερα ζεστού, για τη Σουηδία, καλοκαιριού, μια νεαρή εκπαιδευόμενη αστυνομικός δολοφονείται με άγριο τρόπο σε μια επαρχιακή σουηδική πόλη. Επειδή όλοι οι άλλοι λείπουν σε διακοπές, η υπόθεση ανατίθεται στον αστυνόμο Έβερτ Μπέκστρεμ από τη Στοκχόλμη. Εγωκεντρικός, σεξιστής, προκατειλημμένος απέναντι στους πάντες και τα πάντα, ο Μπέκστρεμ δε νοιάζεται παρά για το πορτοφόλι του, το στομάχι του, το ποτό και, δευτερευόντως, για το χρυσόψαρό του. Για να εξιχνιάσουν την υπόθεση, οι συνάδελφοί του πρέπει να παρακάμψουν τον Μπέκστρεμ, ακολουθώντας τις ισχνές ενδείξεις που απομένουν όταν οι έρευνες βαλτώνουν εξαιτίας της δικής του αδιαλλαξίας.

Το μαύρο χιούμορ, ο σαρκαστικός σχολιασμός της κατάστασης του σουηδικού δικαιικού

συστήματος και η απόλυτα αληθοφανής περιγραφή της διαδικασίας των αστυνομικών ερευνών είναι τα δυνατά χαρτιά αυτού του μυθιστορήματος, με το οποίο ο συγγραφέας μάς συστήνει τον ήρωα που ο ίδιος περιγράφει ως «κοντόχοντρο και πρωτόγονο».

 

Εκδόσεις ΚΙΧΛΗ:

 

Ράινερ Μαρία Ρίλκε,

«Οι σημειώσεις του Μάλτε Λάουριντς Μπρίγκε» (μυθιστόρημα, μετάφραση-επίμετρο: Αλέξανδρος Ίσαρης)

 

 

 

Ουίλλιαμ Φώκνερ, «Ο Αχυρώνας φλέγεται» (διήγημα, μετάφραση- επίμετρο Γιάννης Παλαβός)

Ο «Αχυρώνας φλέγεται» αποτελεί ένα από τα αρτιότερα και πλέον ανθολογημένα διηγήματα του Ουίλλιαμ Φώκνερ. Η πλοκή του αναπτύσσεται αριστοτεχνικά γύρω από το εναγώνιο δίλημμα ενός δεκάχρονου αγοριού, που υποχρεώνεται να επιλέξει ανάμεσα στην υποταγή στον βίαιο πατέρα του και στην επώδυνη χειραφέτηση. Στον πυρήνα του διηγήματος ανιχνεύεται αυτό που ο συγγραφέας όρισε, στην ομιλία του κατά την τελετή απονομής του βραβείου Νόμπελ, ως το μοναδικό θέμα για το οποίο αξίζει να γράφει κανείς: «τα προβλήματα του ανθρώπινου ψυχικού χώρου που βρίσκεται σε μάχη με τον εαυτό του». Ο «Αχυρώνας φλέγεται», εκτός από μια έξοχη ιστορία ενηλικίωσης, αποτελεί ένα από τα καλύτερα δείγματα αυτής της σύγκρουσης που διατρέχει ολόκληρο το έργο του Φώκνερ.

 

 

Εκδόσεις ΜΕΛΑΝΙ:

 

RAPHAËL JERUSALMY, Να σώσουμε τον Μότσαρτ. Το ημερολόγιο του Ότο Γ. Στάινερ, μτφρ: Αχιλλέας Κυριακίδης

LOLA LAFON, Η μικρή κομμουνίστρια που δεν χαμογελούσε ποτέ

 

 

Εκδόσεις ΜΙΝΩΑΣ:

 

Η σειρά Κλασικά Noir εμπλουτίζεται με ένα αριστουργηματικό καλιφορνέζικο νουάρ που μεταφράζεται για πρώτη φορά στα ελληνικά από τη συγγραφέα και μεταφράστρια Βάσια Τζανακάρη. Η συγγραφέας Ντόροθι Μπ. Χιουζ, εφάμιλλη και αντάξια των μεγαλύτερων ανδρικών ονομάτων του κλασικού νουάρ –Ρέιμοντ Τσάντλερ, Ντάσιελ Χάμετ, Τζέιμς Κέιν–, προηγείται χρονικά των μεγάλων συγγραφέων του Ψυχολογικού Σασπένς, όπως η Πατρίσια Χάισμιθ και ο Τζιμ Τόμσον, και επηρέασε όλη τη μεταγενέστερη γενιά γυναικών συγγραφέων του αστυνομικού μυθιστορήματος.

Η υπόθεση εκτυλίσσεται στο Λος Άντζελες μετά τον πόλεμο, όπου επικρατεί τρόμος λόγω ενός κατά συρροή δολοφόνου, ο οποίος σκοτώνει νεαρές κοπέλες. Ο βετεράνος του πολέμου Ντιξ Στιλ, που έχει εγκατασταθεί στην πόλη, συναντά έναν παλιό του φίλο, τον ντετέκτιβ Μπραμπ Νικολάι, και ενθουσιάζεται στην προοπτική να παρακολουθεί από κοντά την έκβαση της υπόθεσης. Πρωτοποριακό, αιχμηρό, γραμμένο με αμεσότητα και ευθύτητα που κόβει την ανάσα, η έκδοση του μυθιστορήματος Σ’ έναν έρημο τόπο επαναφέρει στην επικαιρότητα μια ξεχασμένη αλλά εξαιρετική συγγραφέα του σασπένς και του νουάρ.

Ένα κορυφαίο έργο στην ιστορία της παγκόσμιας λογοτεχνίας κυκλοφορεί στη σειρά της Ξένης Κλασικής Λογοτεχνίας των εκδόσεων Μίνωας. Η Έμα Μποβαρί αποτελεί μία από τις πιο αναγνωρίσιμες λογοτεχνικές ηρωίδες όλων των εποχών. Έργο διαβρωτικό και ρηξικέλευθο, με τον αιχμηρό ρεαλισμό του έφερε επανάσταση στον τρόπο γραφής της εποχής του. Ο συγγραφέας προκάλεσε σκάνδαλο με την προκλητικότητά του και την αποστασιοποιημένη απεικόνιση της ζωής των αστών της εποχής, με αποτέλεσμα να βρεθεί ενώπιον της δικαιοσύνης με την κατηγορία της ανηθικότητας. Στη δίκη που ακολούθησε ο Φλομπέρ θα αθωωθεί, αλλά ο θόρυβος που προκαλείται είναι αρκετός, καθιστώντας έκτοτε τη Μαντάμ Μποβαρί ένα από τα σημαντικότερα λογοτεχνικά έργα όλων των εποχών. Σε νέα μετάφραση από τη Βασιλική Κοκκίνου.

Μετά την μεγάλη εμπορική επιτυχία του Αλέξ (Μίνωας, 2015) ο επιθεωρητής Βεροβέν επιστρέφει ερευνώντας μια υπόθεση στην οποία απειλείται η προσωπική του ζωή. Η σύντροφός του, Ανν Φορεστιέ, αποτελεί μοναδικό μάρτυρα μιας ληστείας σε κοσμηματοπωλείο των Ηλυσίων Πεδίων. Ο ληστής, σεσημασμένος εγκληματίας, σπάνιας βιαιότητας, την αναζητά για να την εξοντώσει. Ακολουθεί ένα αμείλικτο και ξέφρενο κυνηγητό όπου οι ρόλοι ανάμεσα στον αστυνόμο και τον ληστή μπλέκονται αριστοτεχνικά. Ποιος είναι ο κυνηγός και ποιος η λεία;

O Πιερ Λεμέτρ, βραβευμένος με το βραβείο Goncourt για το μυθιστόρημα Καλή αντάμωση, εκεί ψηλά (Μίνωας, 2014) έχει καταξιωθεί ως μάστορας του σύγχρονου νουάρ και του σασπένς. Κινηματογραφική ατμόσφαιρα, κοφτή γραφή, συνεχείς ανατροπές, το Ανν έχει βραβευτεί ως το πιο σημαντικό μυθιστόρημα της χρονιάς (CWA International Dagger Award 2015).

 

 

Εκδόσεις ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ:

 

Τον Οκτώβριο οι Εκδόσεις Παπαδόπουλος υποδέχονται τη βραβευμένη με Νόμπελ Λογοτεχνίας Αμερικανή συγγραφέα Toni Morrison. Για πρώτη φορά στα ελληνικά, θα κυκλοφορήσει σε μετάφραση της Κατερίνας Σχινά ένα από τα πιο πρόσφατα μυθιστορήματά της με τίτλο Γυρισμός (Home). Η ιστορία διαδραματίζεται στην Αμερική της δεκαετίας του ’50 και κεντρικός ήρωας είναι ένας νεαρός Αφροαμερικανός που κατατάσσεται στον στρατό για να ξεφύγει από τον στενό, ασφυκτικό κόσμο της επαρχιακής πόλης του Νότου όπου μεγάλωσε, αφήνοντας πίσω του την αγαπημένη και εύθραυστη μικρή του αδελφή, τη Σι. Ο πόλεμος της Κορέας τον τραυματίζει ψυχικά και σωματικά, ωθώντας τον σε κρίσεις άλλοτε μανίας και άλλοτε κατάθλιψης. Ώσπου μαθαίνει ότι η Σι κινδυνεύει. Το Γυρισμός είναι ένα συγκινητικό μυθιστόρημα για έναν σύγχρονο Οδυσσέα που ξαναβρίσκει το κουράγιο, τον ανδρισμό του και τον τόπο του.

 

Τον Οκτώβριο θα κυκλοφορήσει το μυθιστόρημα του Ελβετού συγγραφέα και δημοσιογράφου Christian Kracht με τίτλο Οι νεκροί (Die Toten) που το 2016 απέσπασε το κρατικό βραβείο λογοτεχνίας στη χώρα του, καθώς και το βραβείο Herman Hesse στη Γερμανία. Η ιστορία ξεκινά στο Βερολίνο του 1930, όταν ο κορυφαίος Ελβετός σκηνοθέτης κινηματογράφου Έμιλ Νέγκελι δέχεται μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα πρόταση: να ταξιδέψει στην Ιαπωνία και εκεί να σκηνοθετήσει μια ταινία τόσο άρτια και σημαντική, ώστε να παγιώσει την κινηματογραφική επικυριαρχία της μελλοντικής αυτοκρατορίας του Χίτλερ. Αυτό, ωστόσο, που ελάχιστοι γνωρίζουν, είναι ότι ο Νέγκελι σκοπεύει να «απογυμνώσει το Ράιχ» με μια μνημειώδη, μοντερνιστική, αλληγορική ταινία τρόμου, ικανή να λειτουργήσει ως προειδοποίηση για την επερχόμενη φρίκη του ναζισμού. Από την άλλη πλευρά, ο Ιάπωνας υπουργός Κινηματογραφίας Μασαχίκο Αμακάσου βλέπει στο πρόσωπο του Νέγκελι τον άνθρωπο που θα καταστήσει την ιαπωνική βιομηχανία κινηματογράφου το αντίπαλο δέος του Χόλιγουντ. Μέσα σε όλα αυτά εμπλέκονται και γνωστά ιστορικά πρόσωπα όπως ο Ζίγκφριντ Κράκαουερ, η Λότε Άιζνερ, ο Άλφρεντ Χούγκενμπεργκ, ο Πούτσι Χάνφστανγκ και βεβαίως ο Τσάρλι Τσάπλιν. Φαουστικό και βαθιά διεισδυτικό, το μυθιστόρημα Οι νεκροί αναδεικνύει την εσωτερική δυναμική της τέχνης, που είναι ικανή να αντισταθεί στον αυταρχισμό και την προπαγάνδα. Τη μετάφραση από τα γερμανικά υπογράφει ο Βασίλης Τσαλής.

Οι λογοτεχνικές εκδόσεις του 2017 κλείνουν με το μυθιστόρημα της Lydia Davis Το τέλος της ιστορίας (The end of the story), το πρώτο και το μόνο μυθιστόρημα της σπουδαίας διηγηματογράφου, η οποία τιμήθηκε με το βραβείο Man Booker International το 2013. Η υπόθεση είναι απλή, αλλά ο τρόπος με τον οποίο η συγγραφέας καταφέρνει να δείξει τις περίπλοκες και διφορούμενες διαδρομές της μνήμης είναι έξοχος. Η ανώνυμη ηρωίδα του βιβλίου προσπαθεί να οργανώσει τις αναμνήσεις της από μια ερωτική της σχέση με έναν νεότερο άνδρα, σχέση που έχει τελειώσει από καιρό, και να τις χρησιμοποιήσει ως πρώτη ύλη για το μυθιστόρημα το οποίο γράφει. Με ενσυναίσθηση, χιούμορ, ειλικρίνεια, προσπαθεί να προσδιορίσει τι πραγματικά γνωρίζει για τον εαυτό της και το παρελθόν της, αλλά αρχίζει να υποπτεύεται, και ο αναγνώστης μαζί της, ότι με δεδομένη τη ρευστότητα της μνήμης, όποια ιστορία και αν ανασύρει κανείς από το παρελθόν του είναι αναπόφευκτα επινοημένη: μια μυθοπλασία. Ένα σπουδαίο μυθιστόρημα για την απώλεια, τη μοναξιά και τη δημιουργία, που θα κυκλοφορήσει σε μετάφραση της Ρίτας Κολαΐτη.

 

 

Εκδόσεις ΠΟΛΙΣ:

 

 

Ζωρζ Μπερνανός: Ημερολόγιο  ενός επαρχιακού εφημερίου, Μετάφραση: Ιωάννα Μποτουροπούλου, Επίμετρο: Σταύρος Ζουμπουλάκης

«Ο Μπερνανός είναι φιλομοναρχικός. Έτσι όπως ήταν κι ο Péguy κι όπως λίγοι μπορούν να είναι. Συνδυάζει στο πρόσωπό τους συγχρόνως την γνήσια αγάπη για τον λαό και την αποστροφή για το δημοκρατικό πολίτευμα. Πρέπει να πιστεύουμε ότι αυτά είναι δυνατόν να συμβαδίζουν. Αλλά σε κάθε περίπτωση, αυτός ο ευγενής συγγραφέας αξίζει τον σεβασμό και την ευγνωμοσύνη όλων των ελευθέρων ανθρώπων. Να σέβεσαι κάποιον, σημαίνει να τον σέβεσαι συνολικά. Και το πρώτο δείγμα αποδοχής που μπορεί κανείς να δείξει στον Μπερνανός συνίσταται στο να μην του το προσάπτει και να μπορεί ν’ αναγνωρίζει το δικαίωμά του να είναι φιλομοναρχικός. Θεωρώ πως ήταν αναγκαίο να γραφτεί αυτό σε αριστερή εφημερίδα». (Albert Camus, στην εφημερίδα AlgerRépublicain της 4ης Ιουλίου 1939)

«Ο Μπερνανός δείχνει κατ’ αρχάς μιαν ευχάριστη αμέλεια για τους «νόμους που διέπουν το μυθιστόρημα». Αρκεί να φανταστούμε πως θα είχε περιγράψει ο Zola την ενορία… Αλλά το βιβλίο κατονομάζεται ως ημερολόγιο. Τίνος; Ούτε των συγχρόνων, όπως το ημερολόγιο των αδελφών Goncourt· ούτε σαν μια παραδοσιακή ενδοσκόπηση, όπως του Amiel. Αλλά ημερολόγιο της εσωτερικής ζωής ενός ιερέα. Εκείνου του κομματιού της ζωής του που παραπέμπει στον Θεό. […]Κι όλες αυτές οι φωνές ενώνονται με μια μοναδική πραγματική φωνή: την εσωτερική του φωνή». (André Malraux, Préface du Journal d’un curé de campagne, Plon, 1974)  O γάλλος συγγραφέας Ζορζ Μπερνανός (1888-1948) είχε μια ζωή και μια καριέρα που θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν «περιπετειώδεις». Μαθητής Ιησουιτών, πτυχιούχος Νομικής και Φιλολογίας, οπαδός της Action française, ξεκίνησε ως δημοσιογράφος σε φιλοβασιλική εφημερίδα. Πολέμησε στον Α’ Παγκόσμιο πόλεμο, εμπειρία που τον σημάδεψε δια βίου· παντρεύτηκε μια απόγονο της Ζαν ντ’ Αρκ κι απέκτησε έξι παιδιά. Λόγω οικονομικών προβλημάτων αλλά και υγείας έζησε σε διάφορα μέρη στο Νότο της Γαλλίας, στη Πάλμα της Μαγιόρκας, κι αργότερα στη Βραζιλία. Το 1930, ήδη διάσημος συγγραφέας των μυθιστορημάτων Sous le soleil de Satan (1926) και  La Joie (βραβείο Femina 1929), διακόπτει τις σχέσεις του με την άκρα δεξιά κι απορρίπτει πολλές από τις πολιτικές, λογοτεχνικές και κοινωνιολογικές θέσεις του, αλλαγή που θα τον οδηγήσει σε κριτή του κομφορμισμού των καθολικών κύκλων και λίγο αργότερα σε υπερασπιστή των ισπανών αγωνιστών κατά του Φράνκο, μέσα από μια σειρά πολιτικών άρθρων. Θα επανέλθει στη λογοτεχνία με το Ημερολόγιο ενός επαρχιακού εφημερίου το 1936· θα ακολουθήσουν αρκετά μεγάλα έργα που έγραψε επηρεασμένος από τον ισπανικό εμφύλιο, (Grands Cimetières sous la lune) και τα οποία θα εκδοθούν αργότερα. Σ’ όλη τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου πολέμου βρίσκεται στην Βραζιλία, αρθρογραφώντας κατά της κυβέρνησης του Βισύ, και παίρνοντας θέση υπέρ του Ντε Γκωλ, με παράκληση του οποίου θα επιστρέψει τελικά το 1945 στη Γαλλία. Θα αρνηθεί δυο φορές το παράσημο της Λεγεώνας της Τιμής καθώς κι την είσοδό του στη Γαλλική Ακαδημία, προκειμένου να κρατήσει την ανεξαρτησία του ως συγγραφέας. Πέθανε από καρκίνο το 1948.

 

Τζία Χαϊντέρ Ραχμάν:  Υπό το φως των όσων γνωρίζουμε, Μυθιστόρημα, Μετάφραση: Ανδρέας Μιχαηλίδης

Ένα πρωινό του Σεπτέμβρη 2008, ένας τραπεζίτης του επενδυτικού τομέα, κοντά στα σαράντα, που η καριέρα του καταρρέει και ο γάμος του πνέει τα λοίσθια, δέχεται μια απροσδόκητη επίσκεψη στο διαμέρισμά του στο Δυτικό Λονδίνο. Στην ασουλούπωτη όψη ενός Νοτιοασιάτη άνδρα που κουβαλά ένα σακίδιο, ο τραπεζίτης αναγνωρίζει  τον παλιό του φίλο, μια μαθηματική ιδιοφυία που είχε εξαφανιστεί από χρόνια, κάτω από μυστηριώδεις συνθήκες. Ο φίλος του έχει επανεμφανιστεί με σκοπό να κάνει μια σειρά από εξαιρετικά ενοχλητικές εξομολογήσεις.

Το Υπό το φως των όσων γνωρίζουμε, μας ταξιδεύει απολαυστικά – από την Καμπούλ στο Λονδίνο, τη Νέα Υόρκη, το Ισλαμαμπάντ, τη Οξφόρδη και το Πρίνστον – και μας εμπλέκει σε βαθιές ενατενίσεις πάνω τα μεγάλα θέματα του έρωτα, της ενσωμάτωσης, της επιστήμης και του πολέμου. Είναι μια πανάρχαια ιστορία: η φιλία δυο ανδρών και η προδοσία του ενός από τον άλλο. Ο επισκέπτης, ένας άνδρας που μάχεται απελπισμένα να ξεφύγει από τις κακές του απαρχές, επιζητεί τη λύτρωση. Κι ο αφηγητής που ξεκινά να αφηγηθεί την ιστορία του φίλου του βρίσκεται αντιμέτωπος με τα όρια των όσων μπορεί να γνωρίζει για τον κόσμο – και τελικά για τον εαυτό του. Αντιμέτωπο με τη διάλυση κρατών και πνιγμένο από τα σύννεφα της οικονομικής κρίσης αυτό το εκπληκτικά τρυφερό μυθιστόρημα αφηγείται το χρονικό της ζωής ανθρώπων που κουβαλώντας βαριές ταξικές και πολιτιστικές καταβολές πασχίζουν να υποτάξουν το μέλλον τους.

Μ’ έναν συναρπαστικό άθλο της φαντασίας του, ο Zia Haider Rahman κατάφερε να συσσωρεύσει τις μεγάλες αναταραχές του νεαρού μας αιώνα σ’ ένα μυθιστόρημα σπάνιας δύναμης και ευαισθησίας. «Ένα παράξενο και λαμπρό μυθιστόρημα… Απορώ πως δεν εξερράγη στα χέρια μου». AMITAVA KUMAR, The New York Times Book Review

 

Ιβάν Ζαμπλονκά: Λετισιά, Μετάφραση: Χαρά Σκιαδέλλη

Τη νύχτα της 18ης προς 19η Ιανουαρίου 2011, η Λετισιά Περαί απήχθη 50 μέτρα από το σπίτι της, πριν καταλήξει μαχαιρωμένη και στραγγαλισμένη. Χρειάστηκαν βδομάδες για να βρεθεί το πτώμα της. Ήταν 18 χρονών.

Το εγκληματικό γεγονός μετατράπηκε σε κρατική υπόθεση: ο Νικολά Σαρκοζί, τότε πρόεδρος της Δημοκρατίας, επέκρινε τη δικαστική επίβλεψη του «υποτιθέμενου ενόχου», ο οποίος είχε ήδη βαρύ ποινικό μητρώο, εξωθώντας περίπου 8 000 δικαστές στους δρόμους σε εκδήλωση διαμαρτυρίας.

Ο Ivan Jablonka συνάντησε τους οικείους της κοπέλας και τους πρωταγωνιστές της δικαστικής έρευνας, παρακολούθησε τη δίκη του δολοφόνου το 2015. Μελέτησε το εγκληματικό γεγονός σαν ιστορικό αντικείμενο, και τη ζωή της Λετισιά σαν κοινωνικό γεγονός. Διότι, από την παιδική της ηλικία, η Λετισιά κακοποιήθηκε, συνήθισε να ζει μέσα στον φόβο, και τούτη η πορεία βίας ρίχνει φως στο τραγικό της τέλος και, ταυτόχρονα, σ’ ολόκληρη την κοινωνία μας: έναν κόσμο όπου οι γυναίκες γίνονται θύματα παρενοχλήσεων, ξυλοδαρμών, βιασμών, φόνων.

Βραβείο Λογοτεχνίας Εφημερίδας Le Monde

Βραβείο Medicis

 

Πιερ Ασουλίν: Γκόλεμ, Μυθιστόρημα, Μετάφραση: Μαρίζα Ντεκάστρο

Ύποπτος για τον φόνο της πρώην συζύγου του σ’ ένα μυστηριώδες αυτοκινητιστικό ατύχημα, ο Γκυστάβ Μεγέρ, διεθνώς αναγνωρισμένος γκραν μετρ στο σκάκι, βλέπει τη ζωή του να κλυδωνίζεται. Από τη μια στιγμή στην άλλη, αυτός ο μοναχικός καταλήγει καταζητούμενος, ένας φυγάδας που τον αναζητούν παντού.

Κρυμμένος πίσω από μια ψεύτικη ταυτότητα, απομονωμένος από τους δικούς του, πιάνεται στις ίδιες του τις αδυναμίες: η παράξενη χειρουργική επέμβαση στην οποία υποβλήθηκε εν αγνοία του και η οποία τον μεταμόρφωσε σε γκόλεμ και πολλαπλασίασε  τις πνευματικές του ικανότητες, η αμφίσημη σχέση του με τον φίλο που τον εγχείρισε, η διάχυτη αίσθηση σύγχυσης πως δεν είναι ο εαυτός του και πως στα μάτια της κοινωνίας μεταμορφώθηκε σε τέρας.

Του λείπει ένα κλειδί, και ξεκινάει να το βρει τριγυρνώντας στην γέρικη Ευρώπη, με δυο γυναίκες στο κατόπι του: την κόρη του Έμμα, που προσπαθεί να τον βοηθήσει, και την Νίνα, που αναλαμβάνει την αστυνομική έρευνα.

Θα καταφέρει ο Μεγέρ να το βρει την κατάλληλη στιγμή; Θα είναι αρκετά δυνατός ώστε να αντιμετωπίσει την αλήθεια που θα ανακαλύψει;

 

Μάλκομ Μακέι: Όταν η βία πλησιάζει, Νουάρ Μυθιστόρημα, Μετάφραση: Άλκηστις Τριμπέρη

Πόλεμος ξεσπάει στον υπόκοσμο της Γλασκώβης. Οι δολοφονίες του λογιστή μιας εγκληματικής οργάνωσης και του προδότη μιας άλλης προσφέρουν μια μοναδική ευκαιρία σε έναν άνθρωπο σαν τον Κάλουμ ΜακΛίν να δραπετεύσει από την εφιαλτική, γεμάτη θανάτους πλέον, ζωή του.

Δύο από τις σπουδαιότερες οργανώσεις της Γλασκώβης βρίσκονται σε έναν σιωπηλό, θανάσιμο πόλεμο. Και, όπως ξέρει κι ο επιθεωρητής Μάικλ Φίσερ, οι σημαντικότερες και πιο αιματηρές κινήσεις δεν έχουν γίνει ακόμη…

Η συνταρακτική ολοκλήρωση της βραβευμένης Τριλογίας της Γλασκώβης του Μάλκολμ Μακέι, Όταν η βία πλησιάζει, θα επαναφέρει τους αναγνώστες στον υπόκοσμο της πόλης: ένα μέρος σκοτεινών κινήτρων, επικίνδυνων συμμαχιών και αναπόφευκτης βίας…

Ένα συναρπαστικό μυθιστόρημα, απίστευτα καθηλωτικό από την πρώτη ώς την τελευταία σελίδα. Ένα ζωηρό, σαγηνευτικό πορτρέτο του υπόκοσμου της Γλασκώβης. Άλλο ένα σκωτσέζικο αστέρι της αστυνομικής λογοτεχνίας γεννήθηκε. Mark Billingham

Ο Malcolm Mackay γεννήθηκε το 1982 στην πόλη Stornoway της Σκωτίας. Το Όταν η βία πλησιάζει είναι το τρίτο βιβλίο της Τριλογίας της Γλασκώβης –που έχει ως θέμα τον υπόκοσμο της πόλης– και τιμήθηκε με το βραβείο Deanston Scottish Crime Book. Τα πρώτα δύο βιβλία της τριλογίας, Ο αναγκαίος θάνατος του Λιούις Γουίντερ (Bloody Scotland Crime Book) και Πώς ένας εκτελεστής λέει αντίο, κυκλοφορούν επίσης από τις εκδόσεις Πόλις.

 

 

Εκδόσεις ΑΝΤΙΠΟΔΕΣ:

 

Γκρεγκ Τζάκσον, Άσωτοι (διηγήματα), μτφρ. Παναγιώτης Κεχαγιάς

«Οι άνθρωποι είναι σφαίρες που έχουν φύγει από την κάννη του όπλου», δηλώνει ο αφηγητής σε μια από τις άγριες ιστορίες αναζήτησης των Άσωτων του Γκρεγκ Τζάκσον. Ένας κινηματογραφιστής φεύγει από τη Νέα Υόρκη μαζί με μια γυναίκα που μπορεί να είναι η ψυχοθεραπεύτριά του, λίγο πριν χτυπήσει η θύελλα. Μια δικηγορίνα χαμένη στο χάος του διαζυγίου της, αναζητά καταφύγιο στο εξοχικό της αλλά ανακαλύπτει ότι εκεί μένει ένα παράξενο κορίτσι. Ένας τραπεζικός βλέπει όλες του τις φιλοδοξίες να καταρρέουν, καθώς έρχεται σε επαφή με δυο παράξενες αδελφές. Μια παρέα μαζεύεται στην έρημο της Καλιφόρνιας για ένα τελευταίο όργιο μεθυσιού και ναρκωτικών, και η επίσκεψη ενός δημοσιογράφου στη Γαλλία, στο σπίτι ενός πρώην πρωταθλητή του τέννις, παίρνει μια παράδοξη, δυσοίωνη τροπή.

Άνθρωποι που προσπαθούν να ανέλθουν, αταίριαστοι με το περιβάλλον τους αλλά προνομιούχοι, οι αεικίνητοι και συγκινητικοί ήρωες του εντυπωσιακού ντεμπούτου του Τζάκσον παραδίδονται στα πάθη τους καθώς διασχίζουν τα ταραγμένα ρεύματα της ζωής τους. Αναζητούν νόημα και αυθεντικότητα σε μια ζωή που έχει διαβρωθεί από την εμμονή στον εαυτό, και στοιχειώνονται από μια πνευματική νοσταλγία. Λυρική και αδίστακτη, εγκεφαλική και σουρρεαλιστική, η πρόζα των Άσωτων χαρτογραφεί με σπάνια διαίσθηση και χάρη τις περιπλοκές της σύγχρονης ζωής, από την κωμωδία των ελαττωμάτων μας μέχρι την αυστηρή αξιοπρέπεια της εμπειρίας και τη νοσταλγία της επιστροφής στο σπίτι του πατέρα.

Μια ενδιαφέρουσα συνέντευξη του Τζάκσον στον Guardian: «Η συγγραφή ενός μυθιστορήματος μοιάζει με οικογενειακές διακοπές που δεν τελειώνουν ποτέ»:

 

Μιροσλάβ Πένκοφ, Το βουνό των πελαργών (μυθιστόρημα), μτφρ. Άκης Παπαντώνης

 

Ένας νεαρός Βούλγαρος μετανάστης επιστρέφει στην πατρίδα του ψάχνοντας τον παππού του, ο οποίος, ξαφνικά και χωρίς καμία εξήγηση, διέκοψε κάθε επικοινωνία με την οικογένεια τρία χρόνια πριν. Η αναζήτηση τον οδηγεί σε ένα χωριό στα σύνορα με την Τουρκία, πολύ κοντά στην Ελλάδα, ψηλά στην οροσειρά του Αίμου – ένα μέρος γεμάτο παγανιστικά μυστήρια και μαύρους πελαργούς που φωλιάζουν σε γιγάντιες βελανιδιές. Ένα μέρος όπου κάθε άνοιξη άντρες και γυναίκες χορεύουν ξυπόλητοι πάνω σε αναμμένα κάρβουνα αναζητώντας την αναγέννηση. Εδώ, πάνω στα βουνά, ο νεαρός ήρωας παρασύρεται από τον παππού του σε έναν λαβύρινθο. Ερωτεύεται μια Μουσουλμάνα κοπέλα που δεν μπορεί να διεκδικήσει. Τα φαντάσματα του παρελθόντος ζωντανεύουν ξανά και οι ξεχασμένες διαφορές αναζωπυρώνονται.

Το Βουνό των πελαργών είναι το πρώτο μυθιστόρημα του συγγραφέα του Ανατολικά της Δύσης.

 

Κλαρίσε Λισπέκτορ, Τα Κατά Α.Γ. Πάθη (μυθιστόρημα), μτφρ. Μάριος Χατζηπροκοπίου

 

 

 

Εκδόσεις ΚΙΧΛΗ:

 

 

Ζίγκφριντ Κρακάουερ, «Η γραφομηχανούλα» – Φρίντριχ Νίτσε, «Έξι επιστολές και ένα σημείωμα για τη γραφόσφαιρα» (πρόλογος – μετάφραση Νικήτας Σινιόσογλου)

Στη «Γραφομηχανούλα» του Ζίγκφριντ Κρακάουερ (1889-1966) ο αφηγητής ερωτεύεται τη γραφομηχανή του. Η παράδοξη σχέση τους διανύει όλα τα στάδια μιας τυπικής ερωτικής συνύπαρξης: μια τυχαία συνάντηση, ενθουσιασμός και ερωτική μανία, απομάγευση και χωρισμός. Ό,τι περιγράφει ο Κρακάουερ προσομοιάζει με την εμπειρία του Φρίντριχ Νίτσε γύρω στα 1882, όταν, έχοντας χάσει την όρασή του, έγινε για λίγο ενθουσιώδης κάτοχος μιας από τις πρώτες γραφομηχανές στην ιστορία. Σε αυτήν «χτύπησε» ποιήματα και επιστολές, όπου φανερώνεται πότε πότε ο ψυχικός εκτροχιασμός τῃ συνοδείᾳ των ανερμάτιστων πλήκτρων της μηχανής, όπως συμβαίνει και στο αφήγημα του Κρακάουερ. Ο Νίτσε έγινε ο πρώτος μεγάλος φιλόσοφος που έγραψε σε γραφομηχανή, αλλά κι ο πρώτος που επισήμανε τη γοητεία μιας ενδεχόμενης ώσμωσης διανοητή και μέσου. Οι συμπτώσεις ανάμεσα στο αφήγημα του Κρακάουερ και στην εμπειρία του Νίτσε είναι τέτοιες, ώστε συνιστάται η παράλληλη ανάγνωση των κειμένων εν είδει λογοτεχνικού παιχνιδιού.

 

Κριστιάν Μπομπέν, «Ο σχοινοβάτης» (αφήγημα, μετάφραση Φοίβος Ι. Πιομπίνος – Béatrice Connolly, επίμετρο Γιώτα Κριτσέλη)

Μέσα από ένα αφήγημα που συνδυάζει στοιχεία παραβολής και φιλοσοφικού μύθου και με πρωταγωνιστή την αινιγματική μορφή ενός ανθρώπου με το κεφάλι αλόγου, ο Κριστιάν Μπομπέν καταδεικνύει την ανεπάρκεια των βιβλίων να δώσουν απάντηση στα θεμελιώδη ζητήματα της ύπαρξης. Τι απομένει; Να ανοίξουμε τις αισθήσεις και την ψυχή μας στην ομορφιά της φύσης και του κόσμου και να επανακτήσουμε τη σοφία του απλού.

 

 

Εκδόσεις ΚΑΛΕΝΤΗ:

 

Από τις Εκδόσεις Καλέντη θα κυκλοφορήσει στην Ελλάδα σειρά βιβλίων του επιτυχημένου Ιταλού συγγραφέα αστυνομικών μυθιστορημάτων Μάρκο Μαλβάλντι, ο οποίος έχει χαρακτηριστεί ως ο «Καμιλέρι της Τοσκάνης».

Το πρώτο βιβλίο της πολυμεταφρασμένης μπεστ σέλερ σειράς ΜπαρΛούμε – Εγκλήματα στην Τοσκάνη, έχει τίτλο «Παρτίδα για Πέντε» (ακολουθεί «Il gioco delle tre carte») σε μετάφραση της Δήμητρας Δότση.

Στο ΜπαρΛούμε, σε ένα μικρό παραλιακό θέρετρο κοντά στο Λιβόρνο, ανάμεσα σε ατελείωτα φλιτζάνια εσπρέσο και ιταλικές τράπουλες, τέσσερις ογδοντάχρονοι και ο Μάσιμο, ιδιοκτήτης του μπαρ, περνούν την ώρα τους κουβεντιάζοντας, μαλώνοντας και διατυπώνοντας θεωρίες για τον φόνο μιας νεαρής κοπέλας στην πόλη τους. Οι τέσσερις παλιόφιλοι, που θυμίζουν σε πολλά τους πρωταγωνιστές της ταινίας «Οι εντιμότατοι φίλοι μου», λατρεύουν το κουτσομπολιό, τις φάρσες και τις φαρμακερές ατάκες. Με τη σκωπτική και αθυρόστομη γλώσσα τους, χαρακτηριστική της Τοσκάνης, ξεδιπλώνουν ένα ένα τα κομμάτια του εγκλήματος αναγκάζοντας τον Μάσιμο να αναλάβει τον ρόλο του ερασιτέχνη ντετέκτιβ.

Ο Μάρκο Μαλβάλντι (Πίζα, 1974) πρωτοεμφανίστηκε στην ιταλική λογοτεχνία το 2007 με το μυθιστόρημα Παρτίδα για πέντε (La briscola in cinque) και κατέκτησε το ιταλικό κοινό σαρώνοντας τις λίστες με τα ευπώλητα μέχρι και σήμερα. Η σειρά βιβλίων του Μαλβάλντι φιλοδοξεί να κερδίσει το ελληνικό αναγνωστικό κοινό της αστυνομικής λογοτεχνίας και μη, με τη συντομία των ιστοριών της, τους γρήγορους ρυθμούς και με μεγάλο ατού της το κωμικό πνεύμα της Τοσκάνης. Στην Ιταλία, επίσης, μεγάλη επιτυχία γνωρίζει η τηλεοπτική σειρά «Τα εγκλήματα του ΜπαρΛούμε», βασισμένη στην ομώνυμη σειρά βιβλίων.

 

Τα δύο αριστουργηματικά αστυνομικά μυθιστορήματα του διάσημου Φινλανδού συγγραφέα Μίκα Βάλταρι «Ποιος σκότωσε την κυρία Σκρουφ;» και «Το λάθος του επιθεωρητή Πάλμου», επανακυκλοφορούν στη σειρά Επιλεγμένα Έργα Λογοτεχνίας.

Μια ηλικιωμένη γυναίκα, η κυρία Σκρουφ, βρίσκεται νεκρή στο κρεβάτι της. Αρκετοί άνθρωποι έχουν σοβαρούς λόγους να επιθυμούν τον θάνατο της: ο πλέι μπόι ανιψιός της, που ελπίζει να την κληρονομήσει, η καταπιεσμένη ανιψιά της, που θέλει να ζήσει τη ζωή της μακριά από την τυραννική θεία της, ο γιατρός που φροντίζει την υγεία της, ο δικηγόρος που έχει αναλάβει τις υποθέσεις της, ένας τυχοδιώκτης καλλιτέχνης, μια χορεύτρια ελαφρών ηθών, ένας άνθρωπος της εκκλησίας. Την υπόθεση αναλαμβάνει ο κυνικός επιθεωρητής Πάλμου, ο οποίος, με τη βοήθεια του νεαρού και αφελούς συνεργάτη του, θα καταφέρει να λύσει το γρίφο και ν’ αποδώσει δικαιοσύνη.

Η αστυνομική νουβέλα «Ποιος σκότωσε την κυρία Σκρουφ;» φωτίζει μια άλλη πλευρά του Μίκα Βάλταρι. Το βιβλίο γνώρισε μεγάλη εκδοτική επιτυχία, ενώ ανάλογη ήταν και η απήχησή του όταν μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο. Μέσα από το κείμενο, το οποίο είναι μεταφρασμένο απευθείας από τη φινλανδική γλώσσα από τη Μαρία Μαρτζούκου, οι αναγνώστες θα απολαύσουν την πρώτη περιπέτεια του επιθεωρητή Πάλμου, ενός λογοτεχνικού χαρακτήρα που έγινε μία από τις πιο αναγνωρίσιμες μορφές της φινλανδικής λογοτεχνίας.

Το δεύτερο αστυνομικό μυθιστόρημα του Μίκα Βάλταρι «Το λάθος του επιθεωρητή Πάλμου» γνώρισε την ίδια εκδοτική επιτυχία με το πρώτο και μεταφέρθηκε κι αυτό στον κινηματογράφο.Αρχή φόρμας

Τέλος φόρμας

 

Μια φθινοπωρινή μέρα στο Ελσίνκι ένας άντρας βρίσκεται πνιγμένος στην μπανιέρα του. Πρόκειται για ατύχημα ή μήπως για δολοφονία, αφού όλοι όσοι βρίσκονται στον κοινωνικό του περίγυρο έχουν λόγους να τον μισούν; Ο επιθεωρητής Πάλμου αναλαμβάνει να διαλευκάνει την υπόθεση, με τη βοήθεια πάντοτε το νεαρού και αφελούς συνεργάτη του, που είναι και ο αφηγητής αυτής της ιστορίας.

 

Στην ίδια σειρά λογοτεχνίας θα επανακυκλοφορήσει το βιβλίο του Τομ Χολτ «Εύπολις ο κωμωδιογράφος», σε μετάφραση του Γιάννη Σπανδωνή. Με αφηγητή και κεντρικό ήρωα τον δάσκαλο της πολιτικής σάτιρας Εύπολι, ο Βρετανός συγγραφέας μελετά την αθηναϊκή δημοκρατία, τα όριά της και τα προβλήματά της. Ένα μυθιστόρημα που αναπαριστά με ευφορία την ιστορική πραγματικότητα του 5ου π.Χ. αιώνα, την εποχή που τα έργα του Αισχύλου ήταν ακόμη φρέσκα στη μνήμη, ο Σοφοκλής βρισκόταν στο απόγειο της δημιουργικότητάς του, το άστρο του Ευριπίδη είχε αρχίσει να ανατέλλει, ο Περικλής θεμελίωνε τον Παρθενώνα και τα Μεγάλα Διονύσια ήταν πολύ σημαντικός θεσμός.

Στη σειρά Επιλεγμένα Έργα Λογοτεχνίας ήδη κυκλοφορούν: «Οι δύο φίλες και η υπόθεση φαρμακείας» του Άλφρεντ Ντέμπλιν και «Εγώ είμαι ο Τζόναθαν Σκρίβενερ» του Κλοντ Χάουτον.

 

 

ΔΟΚΙΜΙΑ-ΜΕΛΕΤΕΣ:

 

Εκδόσεις ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ:

 

Ιδέες της σκληρότητας και της καλοσύνης , (Εθνικισμός, ρατσισμός, σοσιαλισμός, 1897-1922)

Στα τέλη του 19ου αιώνα εισβάλλουν και ευδοκιμούν σε μιαν ηττημένη και ταπεινωμένη Ελλάδα οι νέες ιδέες της σκληρότητας: οι αφορισμοί του Φρειδερίκου Νίτσε για τη δύναμη, τα δόγματα του κοινωνικού δαρβινισμού για το δικαίωμα του ισχυρού να υποτάσσει τους ανίσχυρους, και οι εμπνευσμένες από τον Joseph Arthur Comte de Gobineau και τον Huston Stewart Chamberlain φυλετικές και ευγονικές θεωρίες. Κατά τη διάρκεια της εικοσιπενταετίας ανάμεσα στους δύο ανυπολόγιστους σε καταστροφές πολέμους (1897-1922), κορυφώνεται το δημοτικιστικό κίνημα, αναζωπυρώνεται η Μεγάλη Ιδέα, αναβιώνει ο μεσσιανισμός, εκδηλώνεται ο εθνικός διχασμός και αναλαμβάνονται σταυροφορίες για την ανόρθωση της χώρας, την κάθαρση και την αναγέννηση τόσο της πολιτικής όσο και της πνευματικής ζωής. Πρόκειται για μια περίοδο, με άλλα λόγια, δοκιμασίας, μεγάλων αναμετρήσεων και ιδεολογιών. Το βιβλίο, εντάσσεται στο σχετικά ανεξερεύνητο, στην ελληνική βιβλιογραφία, πεδίο της ιστορίας των ιδεών και εστιάζει στις σημαντικότερες ιδεολογίες της εποχής: τον εθνικισμό, τον σοσιαλισμό, και τον ρατσισμό.

 

 

Σπύρος Τζουβέλης, Ο Καβάφης της Ιστορίας και των αισθήσεων

Στο πρώτο μέρος το τόμου αυτού γίνεται μια συνολική επισκόπηση και αποτίμηση του έργου του Καβάφη με έμφαση στα ιστορικά και διδακτικά του ποιήματα. Επισημαίνεται ότι ο ποιητής προτιμά να περιγράφει τα γεγονότα την ώρα που η τύχη παίζεται ακόμα. Εμείς γνωρίζουμε από την Ιστορία ότι το παιχνίδι έχει χαθεί κι έτσι αισθανόμαστε σαν σοφοί που ακούμε τη «μυστική βοή των πλησιαζόντων γεγονότων». Βλέπουμε το μέλλον εκείνης της εποχής που αποτελεί το παρελθόν της δικής μας.

Εξετάζεται ακόμα, για πρώτη φορά, η σχέση της ποιητικής του Καβάφη με την Ποιητική του Αριστοτέλη, ο οποίος είχε διατυπώσει το περίφημο απόφθεγμα: «Διό και φιλοσοφώτερον και σπουδαιότερον ποίησις ιστορίας εστίν». Διερευνώνται επίσης ορισμένες τεχνικές του Καβάφη (χρήση της λεπτομέρειας και ενός ενδιάμεσου αφηγητή) με τις οποίες πετυχαίνει με τρόπο θαυμαστό την ζωντανή μεταφορά μας στο παρελθόν. Αναλύονται, εξάλλου, συστηματικά τα βασικά μοτίβα γύρω από τα οποία περιστρέφονται τα περισσότερα από τα ιστορικά και διδακτικά ποιήματα του Καβάφη, υπό το φως της διακηρυγμένης τάσης του να επανέρχεται στις ίδιες περιοχές, συμπληρώνοντας ή φωτίζοντας η αποκαλύπτοντας τις αντιθέσεις στο αρχικό σχήμα.

Το δεύτερο μέρος του βιβλίου αφιερώνεται στα ερωτικής έμπνευσης ποιήματα του Καβάφη, τα λεγόμενα «αισθησιακά», που αποτελούν σοβαρό μέρος του έργου του και το συμπληρώνουν και εμπλουτίζουν με στίχους υψηλής αισθητικής αξίας. Ιδιαίτερη προσοχή δόθηκε στην προσπάθεια που κατέβαλε ο ποιητής για την εξιδανίκευση του αιρετικού έρωτα και την αναβάθμισή του σε ποιητική αξία, καθώς και στις επιρροές που δέχθηκε από την Παλατινή Ανθολογία και το Συμπόσιο του Πλάτωνα. Το μέρος τούτο περιλήφθηκε για πρώτη φορά στην αγγλική έκδοση του βιβλίου.

 

 

Γιώργος Γεωργής, Ευάγγελος Αβέρωφ – Γιώργος Σεφέρης : Η ρήξη

Η φιλία και συνεργασία του Ευάγγελου Αβέρωφ και του Γιώργου Σεφέρη δοκιμάστηκε από το τέλος του 1958 και στις αρχές του 1959 λόγω της διαφωνίας τους στις επιλογές και στην πορεία λύσης του Κυπριακού, με αποτέλεσμα τον αποκλεισμό του Γιώργου Σεφέρη, πρεσβευτή στο Λονδίνο, από τις συνομιλίες της Ζυρίχης. Οι δύο άνδρες αντάλλαξαν μερικές επιστολές και στη διένεξη επενέβησαν ο Κωνσταντίνος και η Ιωάννα Τσάτσου. Ακολούθησε μακρά περίοδος ψυχρότητας χωρίς ποτέ οι σχέσεις τους να αποκατασταθούν.

Ο Σεφέρης στην περίοδο που ο Ευάγγελος Αβέρωφ ήταν υπουργός Εξωτερικών στη κυβέρνηση Καραμανλή, υπηρέτησε αρχικά ως διευθυντής στη Δεύτερη Πολιτική Διεύθυνση του Υπουργείου Εξωτερικών το 1956-1957 και ως πρεσβευτής της Ελλάδος στο Λονδίνο από το 1957 ως το 1962. Τις εμπειρίες και τις διαφωνίες του καταγράφει στα ημερολόγιά του και στην αλληλογραφία του. Καταλογίζει λανθασμένες επιλογές και επιπολαιότητα στον Ευάγγελο Αβέρωφ ενώ εκτιμά ιδιαίτερα τον Κωνσταντίνο Καραμανλή.

 

 

Λωζάννη 1923 (Διαχρονικές προσεγγίσεις και εκτιμήσεις), Επιμέλεια: Γιώργος Γεωργής, Χρίστος Κ. Κυριακίδης, Χαράλαμπος Γ. Χαραλάμπους

Η συνθήκη της Λωζάνης υπήρξε κορυφαίο διπλωματικό γεγονός και διεθνής σύμβαση που ρύθμισε τα σύνορα και τις σχέσεις Ελλάδος –Τουρκίας και άλλων κρατών της Ανατολικής Ευρώπης και της Μέσης Ανατολής. Ουσιαστικά τερμάτισε οριστικά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και ιδιαίτερα την ελληνοτουρκική σύρραξη στη Μικρά Ασία. Παρά τις συνεχείς τουρκικές υπονομεύσεις και παραβιάσεις της Συνθήκης, χάρη στην ελληνική ανοχή και προσπάθεια παρέμενε το βασικό πλαίσιο καλής γειτονίας και συνεργασίας ανάμεσα στα δύο όμορα κράτη, που μοιράζονται χερσαία και θαλάσσια σύνορα.

Πρόκειται για έναν συλλογικό τόμο, με τη συμμετοχή έντεκα ιστορικών και πολιτικών επιστημόνων που εξετάζουν την ιστορία του Συνεδρίου της Λωζάνης, ανατέμνουν το περιεχόμενο της Συνθήκης και εξετάζουν την ισχύ, την πορεία και τις επιπτώσεις της στο χρόνο. Ο τόμος περιλαμβάνει επίσης το πλήρες κείμενο της Συνθήκης.

Γράφουν οι: Γιώργος Γεωργής, Κύπρος Γιωργαλλής, Κυριάκος Ιακωβίδης, Αντώνης Κλάψης, Μανόλης Κούμας, Βαγγέλης Κουφουδάκης, Λυκούργος Κουρκουβέλας, Ιάκωβος Μιχαηλίδης, Βασίλης Πρωτοπαπάς, Κωνσταντίνος Σβολόπουλος και Κύπρος Χρυσοστομίδης

 

 

Γιάννης Λούλης, Στις ρίζες του κακού (Πώς και γιατί εκτροχιάστηκε η Μεταπολίτευση)

 

 

Το παρελθόν στο παρόν , (Μνήμη, ιστορία και αρχαιότητα στη σύγχρονη Ελλάδα), Επιμέλεια: Νίκος Παπαδημητρίου – Άρης Αναγνωστόπουλος

Συλλογικός τόμος για την πρόσληψη και στη διαχείριση του παρελθόντος στη σύγχρονη Ελλάδα, όπου γράφουν οι: Άρης Αναγνωστόπουλος, Δάφνη Βουδούρη, Ελεάνα Γιαλούρη, Άγγελος Δεληβορριάς, Πέτρος Θέμελης, Νικόλαος Καλτσάς, Χριστίνα Κουλούρη, Αντώνης Λιάκος, Νίκος Μπελαβίλας, Νίκος Παπαδημητρίου, Δημήτρης Πλάντζος, Όλγα Σακαλή, Ελένη Στεφάνου, Αναστασία Τούρτα και Γιάννης Χαμηλάκης.

 

 

Εκδόσεις ΚΕΔΡΟΣ:

 

SØREN KIERKEGAARD, Ο κατάσκοπος του Θεού (Επιμέλεια-Μτφρ.: Κώστας Νησιώτης)

Αναφερόμενος στο ρόλο του ως συγγραφέας, ο Δανός φιλόσοφος Σαίρεν Κίρκεγκωρ γράφει: «… σε ό,τι αφορά την έννοια της ύπαρξης και την έννοια της Χριστιανοσύνης, ενεργώ σαν ένας κατάσκοπος που υπηρετεί μια ανώτερη υπηρεσία, αυτή μιας ιδέας. Δεν έχω κάτι νέο να διακηρύξω, ούτε την εξουσία να διακηρύξω∙ δεν λειτουργώ φανερά αλλά μυστικά… σαν ένας κατάσκοπος που πληροφορείται τις παρανομίες, τις απάτες και τις ύποπτες υποθέσεις, ένας που δεν παύει να παρακολουθεί, ενώ ο ίδιος βρίσκεται κάτω από την πιο αυστηρή παρακολούθηση.» Υπό τη διαλεκτική ιδιότητα του κατασκόπου, ο Κίρκεγκωρ παρατηρεί προσεκτικά το θρησκευτικό κατεστημένο της χώρας του προκειμένου να ξεκαθαρίσει την εικόνα του πραγματικού χριστιανού για τον απλό άνθρωπο, επαναπροσδιορίζοντας τις θεμελιώδεις έννοιες της εσωτερικότητας και της πίστης.

Το παρόν βιβλίο αποσκοπεί να παρουσιάσει την εξέλιξη της προσωπικότητας του φιλοσόφου-επιθεωρητή από τα νεανικά γραπτά έως τα τελευταία του ημερολόγια. Πολλά από τα κείμενα εμφανίζονται για πρώτη φορά στα Ελληνικά.

 

MAURIZIO FERRARIS, Η βλακεία είναι σοβαρή υπόθεση (Μτφρ.: Κατερίνα Γούλα)

Η βλακεία δεν πλήττει μόνο τις μάζες, οι οποίες σπεύδουν βεβαίως να παρασυρθούν σε απερίσκεπτες ακρότητες ορμώμενες από κάθε λογής αιτίες· χτυπάει απροειδοποίητα και τις ελίτ και τότε, εκλεπτυσμένη, πομπώδης και σίγουρη για τον εαυτό της, αφήνει το σημάδι της στον ρου της ιστορίας. Η βλακεία λοιπόν, το διακριτικό γνώρισμα του ανθρώπου και μόνο του ανθρώπου, είναι μείζων πολιτικός παράγοντας, μας λέει ο Μαουρίτσιο Φεράρις στο βιβλίο του Η βλακεία είναι σοβαρή υπόθεση. Όμως εκτός από ανεξέλεγκτη καταστροφική παράμετρος είναι και μια αστείρευτη πηγή ενέργειας καθώς η δημογραφική βάση της είναι πάντοτε εξασφαλισμένη. Ο συγγραφέας, βλέποντας με ανακούφιση στη βλακεία τη γελοιοποίηση της ανθρώπινης ματαιοδοξίας, την προσεγγίζει όχι μόνο ως καταστατικό έλλειμμα του ανθρώπου αλλά και ως θετικό έναυσμα για την πρόοδο της ανθρωπότητας. Προτείνει λοιπόν μια τολμηρή διαλεκτική του «βλακισμού» δομημένη μέσα από ξεκαρδιστικά παραδείγματα και μια αναπάντεχη αποκάλυψη της υποδειγματικής βλακείας που έχουν επιδείξει πολλά ιερά τέρατα της φιλοσοφικής σκέψης αλλά και της λογοτεχνικής γραφής.

 

JOHN KAY, Με τα λεφτά των άλλων (Μτφρ.: Μαρία-Αριάδνη Αλαβάνου)

Ο διακεκριμένος οικονομολόγος Τζον Κέι υποστηρίζει ότι η κερδοφορία του χρηματοπιστωτικού τομέα είναι εν μέρει απατηλή και εν μέρει οφείλεται στην ιδιοποίηση πλούτου που δημιουργείται αλλού – τα λεφτά των άλλων. Δείχνει επίσης ότι ο τομέας αυτός έχει υπερμεγεθυνθεί και αποσπαστεί από τις απλές επιχειρηματικές δραστηριότητες και την καθημερινή ζωή, έχοντας μετατραπεί σε έναν κλάδο που κυρίως συναλλάσσεται με τον εαυτό του, μιλάει μόνο μαζί του και τον κρίνει με κριτήρια που ο ίδιος έχει δημιουργήσει. Ταυτόχρονα επισημαίνει ότι ο κόσμος έχει υιοθετήσει αυτά τα κριτήρια, συνδράμοντας έτσι στην επιβίωση των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, που λόγω απληστίας και κακοδιαχείρισης έχουν επιφέρει κρίσεις και χρεωκοπίες. Στο Με τα λεφτά των άλλων, ο Τζον Κέι παρουσιάζει με το απαράμιλλο στιλ του τα λάθη και τα προβλήματα στον χρηματοπιστωτικό τομέα προτείνοντας παράλληλα λύσεις για την επόμενη μέρα.

«Θα έπρεπε να διαβαστεί από όλους όσοι ενδιαφέρονται να αποτρέψουν την επόμενη κρίση … ο συγγραφέας στηλιτεύει τα προσχήματα  του χρηματοπιστωτικού τομέα και αμφισβητεί ότι οι υψηλές ανταμοιβές του αντανακλούν την πραγματική οικονομική συμβολή του. Σπανίως θα βρει ο αναγνώστης μια σελίδα χωρίς μια αιχμηρή παρατήρηση ή έναν μεστό νοήματος αφορισμό». Economist «Γραμμένο υπέροχα και εξαιρετικά έγκυρο.» Independent

 

MICHAEL LEWIS, Flash Boys (Μτφρ.: Κατερίνα Χαλμούκου)

Στο μπεστ-σέλερ του Flash Boys, διάδοχο του εξίσου επιτυχημένου βιβλίου του Το μεγάλο σορτάρισμα, ο Μάικλ Λιούις παρουσιάζει μια μικρή ομάδα ανήσυχων μυαλών της Γουόλ Στριτ που συνειδητοποιούν ότι η χρηματιστηριακή αγορά της Αμερικής έχει κατασκευαστεί με τέτοιον τρόπο ώστε να λειτουργεί προς όφελος εκείνων που έχουν πρόσβαση σε εσωτερική πληροφόρηση. Οι άνθρωποι της ομάδας συνασπίζονται, παραιτούμενοι ακόμη και από δουλειές με επταψήφιους μισθούς, προκειμένου να διερευνήσουν και να ξεσκεπάσουν τα δόλια μέσα και τις πανούργες μεθόδους με τις οποίες η Γουόλ Στριτ παράγει ασταμάτητα κέρδη. Εάν έχετε έστω και μια στοιχειώδη επαφή με την αγορά, ακόμη κι αν διατηρείτε έναν απλό συνταξιοδοτικό λογαριασμό, τότε η ιστορία αυτή μπορεί να αφορά και εσάς.

 

FRANÇOISE DOLTOΗ περίπτωση Ντομινίκ (επανέκδοση)

Το σημαντικό αυτό έργο περιγράφει μια θεραπεία: τη θεραπεία ενός εφήβου ολότελα χαμένου σ’ έναν κόσμο χωρίς αναφορές, ιδιαίτερα στον χώρο και στον χρόνο, και που, στην ερημιά του λόγου, ψάχνει για μια συνάντηση. Μέσω αυτής επιθυμεί να επιστρέψει σε έναν κόσμο με τάξη. Η Φρανσουάζ Ντολτό σημειώνει με ακρίβεια καθετί που της λένε, τόσο οι γονείς όσο και το παιδί, συμπληρώνοντας έτσι τον φάκελο (μαζί και το πρότυπο σχέδιο) του υλικού που συνοδεύει τη σχέση της μεταβίβασης. Το θεμελιώδες έργο της επιστήμης της παιδοψυχανάλυσης.

 

 

Εκδόσεις ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ:

 

Ιστορικά, φιλοσοφικά και πολιτικά δοκίμια, καθώς και συγκλονιστικές μαρτυρίες από κορυφαίους διανοούμενους και ιστορικά πρόσωπα θα κυκλοφορήσουν στα βιβλιοπωλεία: Το βιβλίο Οκτώβρης: Η ιστορία της Ρωσικής Επανάστασης από τον πολυβραβευμένο συγγραφέα της λογοτεχνίας του φανταστικού China Miéville προσφέρει μια διαφορετική ματιά στην ιστορία της Οκτωβριανής Επανάστασης του 1917 που φέτος έχει επέτειο 100 χρόνων, ενώ το αποκαλυπτικό βιβλίο «Δεν θέλαμε να ξέρουμε»: Η γραμματέας του Γκέμπελς αποκαλύπτει των Brunhilde Pomsel και Thore D. Hansen είναι η συγκλονιστική μαρτυρία μιας γυναίκας που βρέθηκε στο κέντρο της εξουσίας της χιτλερικής Γερμανίας ως γραμματέας του Υπουργού Προπαγάνδας του Χίτλερ και αποτελεί μια προειδοποίηση για την επιστροφή των αυταρχικών καθεστώτων. Αναμένουμε ακόμα τη νέα διευρυμένη έκδοση ενός από τα σημαντικότερα έργα αναφοράς στον χώρο της πολιτικής φιλοσοφίας για τη σύγχρονη δημοκρατική κοινωνία, του Πολιτικού φιλελευθερισμού του John Rawls, όπως και το εκπαιδευτικό μανιφέστο Το δικαίωμα του παιδιού στον σεβασμό του πολωνού παιδαγωγού Janusz Korczak, που προετοίμασε τον δρόμο για τη Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Παιδιού.

 

Εκδόσεις ΠΟΛΙΣ:

 

Ιβάν Ζαμπλονκά:  Η Ιστορία είναι μια σύγχρονη λογοτεχνία, Μετάφραση: Ρίκα Μπενβενίστε

Το βιβλίο του Ιβάν Ζαμπλονκά αποτελεί πρόταση για το πώς να κάνουμε ιστορία στον 21ο αιώνα, αφήνοντας στην άκρη  ψευδή διλήμματα σχετικά με τον αμιγώς  μυθοπλαστικό ή επιστημονικό χαρακτήρα της ιστορίας. Χωρίς ποτέ να παραιτείται από τις μεθοδολογικές δεσμεύσεις της ιστορικής έρευνας, ο Ζαμπλονκά υποστηρίζει ότι η ιστορία, όπως και οι κοινωνικές επιστήμες γενικότερα, είναι συμβατές με τη λογοτεχνική δημιουργία. Το βιβλίο του φέρνει στο φως τις συνθήκες υπό τις οποίες η ιστορία μπορεί να επινοήσει νέες μορφές λόγου, κείμενα που προάγουν τις γνώσεις για το παρελθόν ευνοώντας επίσης τη βαθύτερη κατανόησή του. Μια τέτοια ιστορία ξεπερνά τη σύγχρονη ακαδημαϊκή υπερεξειδίκευση χωρίς να επιστρέφει στη στεγνή φιλολογία. Ισορροπεί με επιτυχία ανάμεσα στην αναγκαία αυστηρότητα και την επιθυμητή τόλμη, ενσωματώνοντας  στο κείμενο τον συλλογισμό και τη διαδικασία της έρευνας. Μια ιστορία που μπορεί να συγκινεί και να συναρπάζει γίνεται έτσι πρόκληση και προοπτική.

 

Κοντιγιάκ: Πραγματεία για τα ζώα, Μετάφραση: Μιχάλης Πάγκαλος

Ιδού ένα παράξενο βιβλίο. Τιτλοφορείται Πραγματεία για τα ζώα, τίτλος που παραπέμπει στο αρχαιότερο σύγγραμμα, εκείνο του Αριστοτέλη, πάνω στο ζήτημα αυτό. Η παρούσα πραγματεία δεν σχετίζεται, ωστόσο, καθόλου με το έργο του διάσημου θεμελιωτή των φυσικών επιστημών και της συστηματικής ταξινόμησης των ζώντων οργανισμών. Όποιος αναζητεί έναν οιονεί ουσιοκεντρικό περί ζώων λόγο δεν θα αποκομίσει τίποτα. Εκείνος που ζητά να γνωρίσει τον βαθμό ανάπτυξης της ζωολογίας την εποχή του Διαφωτισμού δεν θα μάθει, επίσης, τίποτα παραπάνω. Και όλα αυτά, διότι το αληθινό αντικείμενο του βιβλίου είναι η σχέση ανθρώπου και ζώου, σχέση που δεν νοείται καθ’ εαυτήν παρά στον βαθμό που μας διαφωτίζει για τη φύση του ανθρώπινου πνεύματος. Πρόκειται για έργο πολεμικής. Το έργο βάλλει, καταρχάς, εναντίον των υποστηρικτών της καρτεσιανής θεωρίας των ζώων-μηχανών και, πίσω από αυτούς, εναντίον του Μπυφόν, συγγραφέα μιας διάσημης Φυσικής ιστορίας. Πέρα όμως από τις συγκυριακές πολεμικές, οι θέσεις που υπερασπίζεται η Πραγματεία διεκδικούν μια αδιαμφισβήτητη επικαιρότητα: η επικαιρότητα αυτή δεν συνίσταται στο να μάθουμε πώς οφείλουμε να συμπεριφερόμαστε στα ζώα, πόσο μάλλον στο να διερωτηθούμε, όπως θα κάνουν οι ωφελιμιστές του 18ου αιώνα, καθώς και ορισμένοι σύγχρονοι φιλόσοφοι, αν τα ζώα έχουν δικαιώματα ή αν έχουμε υποχρεώσεις απέναντί τους. Συνίσταται, πολύ πιο καίρια, στο να αποκριθούμε στο εξής θεμελιώδες ερώτημα: Ποιο είναι το ίδιον του ανθρώπου;

Ντενί Κολέν

 

Πωλ Βαλαντιέ: Αδιάλλακτη ηθική εναντίον ηθικής ελευθερίας

Οι Επαρχιακές Επιστολές του Πασκάλ: επικαιρότητα μιας πολεμικής κατά των ιησουιτών μοναχών Μετάφραση: Θεόδωρος Κοντίδης

Η πολεμική που εξαπέλυσε ο Πασκάλ εναντίον των Ιησουιτών στις Επαρχιακές Επιστολές του παραμένει το παράδειγμα της αιώνιας αντίθεσης μεταξύ αδιάλλακτης ηθικής και ηθικής ελευθερίας, μεταξύ γιανσενισμού και καζουιστικής. Το βιβλίο θέλει να δείξει ότι η «χαλαρή ηθική» των καζουιστών, την οποία ο Πασκάλ καταδικάζει, χαρακτηρίζει στην πραγματικότητα μια στάση συνεπή με τη ζωή του πνεύματος (και του χριστιανικού Πνεύματος). Όσον αφορά την αδιάλλακτη ηθική του Πασκάλ, το βιβλίο περιγράφει τα αδιέξοδα μιας άκαμπτης ερμηνείας του χριστιανικού μηνύματος. Με αυτόν τον τρόπο, δίχως αμφιβολία, το προδίδει. Στη συνέχεια, ο Πασκάλ παραβάλλεται με μια διάνοια της καζουιστικής: τον Μπαλτασάρ Γρασιάν. Οι κανόνες αυτού του Ισπανού Ιησουίτη θεμελιώνονται πάνω στη διάκριση που έχουμε να κάνουμε μπροστά στις επιλογές μας, παραμένοντας πιστοί στις αξίες μας οι οποίες  δίνουν νόημα στη ζωή. Στο τέλος, ο συγγραφέας εξηγεί, με διάφορα παραδείγματα, πόσο αυτή η ρεαλιστική στάση μπορεί να μας βοηθήσει να αντιληφθούμε καλύτερα την κοινωνική και πολιτική μας επικαιρότητα.

Ο Πωλ Βαλαντιέ γεννήθηκε το 1933. Ιησουίτης, διδάκτωρ της θεολογίας, διδάκτωρ της φιλοσοφίας (υποστήριξε τη διατριβή του «Ο Νίτσε και η κριτική του χριστιανισμού» στο Πανεπιστήμιο της Ναντέρ, με επιβλέποντα καθηγητή τον Πωλ Ρικαίρ), είναι ομότιμος καθηγητής της πολιτικής και ηθικής φιλοσοφίας στο Centre Sèvres (Ιησουιτικές Σχολές του Παρισιού). Διετέλεσε αρχισυντάκτης του περιοδικού Études και είναι διευθυντής του περιοδικού Archives de Philosophie.

Έχει δημοσιεύσει μεταξύ άλλων τα βιβλία:

  • Essai sur la modernité : Nietzsche et Marx
  • Agir en politique
  • Nietzsche, l’Athée de rigueur
  • Éloge de la conscience
  • Machiavel et la Fragilité du politique
  • L’Anarchie des valeurs : le relativisme est-il fatal?
  • Maritain à contre-temps, Politique et valeur
  • Du spirituel en politique
  • L’intelligence de croire

 

Σταύρος  Ζουμπουλάκης:  Αρχή σοφίας και κατακόκκινα όνειρα. Πίστη και έρωτας στον Τ.Κ. Παπατσώνη

 

Η αναγνωστική μοίρα του Τ. Κ. Παπατσώνη (1895-1976) δεν ήταν, μέχρι σήμερα, αυτή που του άξιζε. Η μόνη αδικία εις βάρος του Παπατσώνη που έχει αποκατασταθεί αφορά τη θέση του στην ιστορία του νεοελληνικού ποιητικού μοντερνισμού: δεν αμφισβητείται πια από κανέναν σοβαρά ότι είναι ο πρώτος που έγραψε σε ελεύθερο στίχο. Πέραν όμως από αυτή την γραμματολογική αποκατάσταση, τίποτε άλλο δεν έχει αλλάξει στην έκδοση και τη μελέτη του έργου του. Ο λόγος της παραγνώρισης του Παπατσώνη βρίσκεται μέσα στο ίδιο το έργο του. Ο Παπατσώνης, ο κατεξοχήν θρησκευτικός ποιητής της νεοελληνική λογοτεχνίας, ήταν βαθιά πιστός χριστιανός, Καθολικής όμως παιδείας και πνευματικότητας -ποιος να τον καταλάβει λοιπόν στην Ελλάδα; Κάτι «χειρότερο»: ήταν ενωτικός και οικουμενιστής. Στην Ορθόδοξη Ελλάδα το πρώτο θεωρείται προδοσία και το δεύτερο παναίρεση. Ήταν επομένως εξαιρετικά δύσκολο ένα τέτοιο έργο να βρει κριτικούς και μελετητές να το κατανοήσουν και να το ερμηνεύσουν. Πού να βρει ο Παπατσώνης ομάδα υποστήριξης; Το βιβλίο προσπαθεί να φωτίσει δύο έργα του Παπατσώνη, την ποιητική ενότητα «Αρχή Σοφίας» από την Εκλογή Α’ (1934) και την Άσκηση στον Άθω (1963), μυστικό οδοιπορικό στο Άγιο Όρος.

 

Τόμας Μαν: Αυτός ο πόλεμος, μετάφραση: Μαργαρίτα Ζαχαριάδου, επίμετρο: Κωνσταντίνος Παπαγεωργίου

Ο Τόμας Μαν, ήδη από τη δεκαετία του ’20 κατεδίκασε τη ναζιστική βία, και αντιστάθηκε στον ναζισμό ώς το τέλος του πολέμου με πλήθος ομιλιών, συνεντεύξεων και ραδιοφωνικών εκπομπών. Το κείμενο «Αυτός ο πόλεμος» γράφτηκε το 1939, καταγγέλλει τη διαφθορά και την αδικία του ναζισμού και καλεί το γερμανικό λαό να έρθει στα λογικά του. Κείμενο αγωνιστικό, δριμύτατα επιθετικό, εντυπωσιακά οξυδερκές και προφητικό για την Ευρώπη, παραμένει επίκαιρο μέχρι σήμερα.

 

Αντώνης Χατζημωυσής: Φιλοσοφικά πορτρέτα

Η φυσιογνωμία ενός φιλοσόφου διαμορφώνεται με το έργο του. Τα πορτρέτα που προσφέρει ο Αντώνης Χατζημωυσής αποδίδουν τα χαρακτηριστικά τού κάθε φιλοσόφου μέσα από τη σκιαγράφηση των κειμένων του. Το βιβλίο διαφέρει από παραδοσιακές επισκοπήσεις της φιλοσοφίας, καθώς εστιάζει στο παρόν: όλα τα κείμενα του τόμου αφορούν ιδέες που προτείνονται, αναπτύσσονται και κρίνονται από διανοητές των ημερών μας. Η συλλογή παρουσιάζει κάποιους από τους σημαντικότερους αναλυτικούς φιλοσόφους της εποχής μας (Saul Kripke, John Mackie, Thomas Nagel, Simon Blackburn, Bernard Williams, John McDowell, J. David Velleman, Kwame Anthony Appiah, Alain de Botton), εξοικειώνοντας το μη ειδικό κοινό με την τρέχουσα συζήτηση για ζητήματα όπως η ταυτότητα, η δυνατότητα εύρεσης της αλήθειας, η σημασία της ισότητας, το πρόταγμα της αυτονομίας και η εγκυρότητα των πολιτικών, ηθικών και αισθητικών κρίσεων. Τα κείμενα του τόμου καταγράφουν τα σημεία συνάντησης, μα και τον βαθμό απόκλισης της πειραματικής προσέγγισης του συγγραφέα, με την ολοκληρωμένη κατάθεση ενός φιλοσοφικού έργου. Ο χαρακτήρας τού κάθε κεφαλαίου είναι, ως εκ τούτου, διττός: αφενός εισαγωγικός, αφετέρου απορητικός. Προσδοκία κάθε δοκιμίου είναι να ξεκλειδώσει κάποια απαιτητικά κείμενα στο ευρύ κοινό, ώστε να ανοίξει η συζήτηση για τα σύγχρονα φιλοσοφικά έργα με νέες, δημιουργικές αναγνώσεις.

Ο Αντώνης Χατζημωυσής γεννήθηκε το 1967 στην Αθήνα. Δίδαξε φιλοσοφία στο University College London, το University of Manchester και το Massachusetts Institute of Technology. Είναι Αναπληρωτής Καθηγητής Σύγχρονης Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και Τακτικός Επισκέπτης Καθηγητής στο Manchester Business School.

Έργα του: Philosophy and the Emotions (Cambridge University Press, 2003), Self-Knowledge (Oxford University Press, 2011), The Philosophy of Sartre (Routledge, 2013), Ο φόβος (Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, 2014).

 

Ξενοφών Κοντιάδης: Η σοσιαλδημοκρατία σήμερα

Ποια είναι η ιστορική διαδρομή της σοσιαλδημοκρατίας, τι περιλαμβάνει το ιδεολογικό της οπλοστάσιο, πώς διαφοροποιείται από τη φιλελεύθερη Δεξιά και τη ριζοσπαστική Αριστερά, πώς αντιλαμβάνεται σήμερα τη δημοκρατία και το κράτος πρόνοιας, ποιες είναι οι βασικές της θέσεις για την ενωμένη Ευρώπη και την παγκοσμιοποίηση, τι προτείνει για την προστασία των ατομικών και κοινωνικών δικαιωμάτων, πώς οργανώνονται στη «μετα-αντιπροσωπευτική» εποχή τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα και ποιες είναι οι κοινωνικές τους αναφορές; Αρκεί πλέον το δίπολο Αριστερά-Δεξιά για να εξηγήσει τη θέση της σοσιαλδημοκρατίας ή απαιτούνται και νέες διαιρετικές τομές για τον προσδιορισμό της ταυτότητάς της;

Τι ενώνει και τι χωρίζει τον σοσιαλφιλελευθερισμό του ευρωπαϊστή Εμανουέλ Μακρόν από τον εθνοκεντρικό κρατισμό του ευρωσκεπτικιστή Τζέρεμι Κόρμπιν, τον παραδοσιακό σοσιαλδημοκράτη Μάρτιν Σουλτς από τον κεντρώο μεταρρυθμιστή Ματέο Ρέντσι; Ποιες πολιτικές συνεργασίες κρίνονται ως «φυσιολογικές» και ποιες (πρέπει να) θεωρούνται «ανίερες»; Υπάρχουν «βέβηλες» συμμαχίες ή όλα επιτρέπονται; Πού οφείλεται η ενίσχυση των άκρων, ο κατακερματισμός της ψήφου και η γοητεία του αντισυστημικού λόγου στις ευρωπαϊκές δημοκρατίες; Ποιες είναι σήμερα οι προοπτικές ανάκαμψης του πολιτικού χώρου που αυτοπροσδιορίζεται ως ενδιάμεσος μεταξύ φιλελεύθερης Δεξιάς και ριζοσπαστικής Αριστεράς;

Η ανάδειξη της ιδεολογικής και πολιτικής ταυτότητας της σοσιαλδημοκρατίας δεν είναι μια πολυτελής θεωρητική άσκηση. Αντίθετα, αποτελεί αναγκαίο εργαλείο για την εκφορά προγραμματικού λόγου, την πολιτική δράση και την άσκηση κυβερνητικής εξουσίας. Ταυτόχρονα συνιστά έναν κρίσιμο γνώμονα στη διαδικασία λογοδοσίας προς τους πολίτες, αλλά και προς τα ίδια τα μέλη των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων.

Ξ.Κ.

Ο Ξενοφών Κοντιάδης γεννήθηκε το 1967 στη Χαϊδελβέργη. Σπούδασε νομικά στην Αθήνα και το Μόναχο. Δίδαξε από το 1998 στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης και από το 2004 στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου, όπου εκλέχθηκε το 2006 Καθηγητής και το 2010 Κοσμήτορας της Σχολής Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών. Από το 2016 είναι Καθηγητής Δημοσίου Δικαίου στο Πάντειο Πανεπιστήμιο. Πρόεδρος του Κέντρου Ευρωπαϊκού Συνταγματικού Δικαίου – Ιδρύματος Θεμιστοκλή και Δημήτρη Τσάτσου από το 2006. Μέλος του Επιστημονικού Συμβουλίου του Institute for European Constitutional Sciences (Γερμανία) και Συντονιστής της Ερευνητικής Ομάδας «Constitution-Making and Constitutional Change» της International Association of Constitutional Law. Τακτικός αρθρογράφος στον ημερήσιο Τύπο. Ασκεί δικηγορία από το 1992 στο πεδίο του διοικητικού δικαίου και του δικαίου κοινωνικής ασφάλισης. Στις εκλογές του Σεπτεμβρίου 2015 ήταν υποψήφιος στο ψηφοδέλτιο Επικρατείας της Δημοκρατικής Συμπαράταξης.

Στα βιβλία του περιλαμβάνονται: Η ανθεκτικότητα του Συντάγματος (με Α. Φωτιάδου, Σάκκουλας 2016), The Foundations and Traditions of Constitutional Amendment (επιμ. R. Albert-X. Contiades-A. Fotiadou, Hart Publishing 2017), Participatory Constitutional Change (με A. Fotiadou, Routledge 2017), Το ανορθολογικό μας Σύνταγμα (Παπαζήσης 2015), Constitutions in the Global Financial Crisis (Ashgate 2013), Engineering Constitutional Change (Routledge 2013), Ελλειμματική Δημοκρατία (Σιδέρης 2009), Δημοκρατία, Κοινωνικό Κράτος και Σύνταγμα στην ύστερη νεωτερικότητα (Παπαζήσης 2006), Verso il Costituzionalismo del Rischio (Pensa Editore 2005), Συνταγματικές εγγυήσεις και θεσμική οργάνωση του συστήματος κοινωνικής ασφάλειας (Αντ. Ν. Σάκκουλας 2004), Η αναθεώρηση του Συντάγματος (Αντ. Ν. Σάκκουλας 2000), Κράτος πρόνοιας και κοινωνικά δικαιώματα (Αντ. Ν. Σάκκουλας 1997).

www.contiades.gr

 

Θανάσης Γιαλκέτσης: Η σοφία των άλλων

Τα κείμενα του βιβλίου γράφτηκαν με αφορμή την έκδοση αξιόλογων έργων σημαντικών συγγραφέων (όπως των Μαρσέλ Γκωσέ, Ρόναλντ Ντουόρκιν, Νίκου Πουλαντζά, Αλμπέρ Καμύ, Τέρι Ίγκλετον, Ζίγμουντ Μπάουμαν, Τσβετάν Τοντορόφ, Σιμόν Βέιλ, Πιερ Ροζανβαλόν, κ.ά) που προσφέρουν ένα ισχυρό ερέθισμα για θεωρητικό και πολιτικό αναστοχασμό.

Το κοινό νήμα που διαπερνά τα κείμενα του βιβλίου είναι η αναζήτηση πνευματικών αντίδοτων στην αποθάρρυνση και τη μοιρολατρική παραίτηση μπροστά στο σύνδρομο αδυναμίας της πολιτικής, που γεννάει η βαθιά κρίση που ζούμε. Η κρίση κατέδειξε, μεταξύ άλλων, ότι δεν γνωρίζαμε και πολλά πράγματα για την πραγματική κατάσταση της οικονομίας και της κοινωνίας, ότι το μικρό απόθεμα των ιδεών μας παρουσίαζε μεγάλα και ανησυχητικά κενά.

Στο μέτρο που κλονίζουν εδραιωμένες βεβαιότητες και υποχρεώνουν σε οδυνηρές αναθεωρήσεις, οι καταστάσεις κρίσης μπορεί να ευνοήσουν το πνεύμα της κριτικής έρευνας και τη διανοητική εφευρετικότητα και καινοτομία. Ή, τουλάχιστον, μπορεί να μας βοηθήσουν να απαλλαγούμε από την αυτάρεσκη ψευδαίσθηση ότι ήδη γνωρίζουμε και κατανοούμε τον κόσμο. Σε κάθε περίπτωση, μας υποχρεώνουν να αναθεωρήσουμε πολλές παγιωμένες πεποιθήσεις, που μέχρι πρόσφατα έμοιαζε να διαθέτουν ακλόνητο κύρος. Συνειδητοποιούμε έτσι ότι επιβάλλεται να ασχοληθούμε ξανά με το δύσκολο και επίπονο έργο της κριτικής κατανόησης του κοινωνικού κόσμου, απορρίπτοντας τη συμβατική «σοφία» που μας μεταβιβάζει μια κατεστημένη αυθεντία.

Ο Θανάσης Γιαλκέτσης γεννήθηκε το 1954 στο Ξυλόκαστρο Κορινθίας, και ζει στην Αθήνα από το 1959. Είναι πτυχιούχος του Νομικού και του Πολιτικού Τμήματος της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών. Διετέλεσε υπεύθυνος της εβδομαδιαίας στήλης «Σημειωματάριο Ιδεών» στην Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία, από τον Δεκέμβριο του 1992 έως τον Δεκέμβριο του 2011. Ήταν επίσης μέλος της συντακτικής ομάδας του περιοδικού Βιβλιοθήκη της Ελευθεροτυπίας, από τον Ιούνιο του 1998 έως τον Φεβρουάριο του 2009. Σήμερα είναι τακτικός συνεργάτης της Εφημερίδας των Συντακτών.

Από τις εκδόσεις Πόλις κυκλοφορεί επίσης και το βιβλίο του Θανάση Γιαλκέτση Σημειωματάριο ιδεών.

 

Ρίκα Μπενβενίστε: Λούνα, Δοκίμιο ιστορικής βιογραφίας

Στο βιβλίο αυτό, η βιογραφία της Λούνας  ανοίγει ένα μονοπάτι για να ξανασκεφτούμε τους Εβραίους της Θεσσαλονίκης στην πόλη τους,  τη Shoah,  τη φτώχεια και  τα ανάποδα μεταπολεμικά χρόνια.  Επειδή ήταν φτωχή, αγράμματη και γυναίκα, τα ίχνη της εύκολα χάνονται ανάμεσα στους αφανείς της ιστορίας. Αρχειακά τεκμήρια, καταγεγραμμένες μαρτυρίες, φωτογραφίες και προσωπικές αναμνήσεις συναρμόζονται ως ισότιμες «πηγές» που καλούν σε ίση κριτική διάθεση. Εισβάλλουμε στον κόσμο και στη σιωπή των αφανών με λέξεις που δεν είναι δικές τους, γιατί τα λόγια τους δεν ακούστηκαν, πάρα πολλές φορές αγνοήθηκαν ή λησμονήθηκαν.  Ακολουθούμε τα ίχνη ενός βίου που δέθηκε με τις περιπέτειες του 20ου αιώνα, διατρέχοντας τους τόπους απ’ όπου πέρασε η Λούνα, εκείνους που κατοίκησε. Τα ίχνη της αναζητούνται σε κτίρια, οικοδομές, τοπία της πόλης. Οι ιστορίες που λέγονται είναι ιστορίες που δέθηκαν με αυτούς τους τόπους, με την κατοίκησή τους από τη Λούνα και από τους δικούς της.

 

 

Εκδόσεις ΠΑΤΑΚΗ:

 

Οι δαιμονισμένοι, Συγγραφέας: Αλμπερ Καμύ

 

Μαθήματα ζωής από τον Μπάιρον, Συγγραφέας: MatthewBevis(Βρετανός), Μετάφραση: Γιώργος Λαμπράκος

Ο Μπάιρον γεννήθηκε το 1788, ήταν Άγγλος ποιητής και κορυφαία μορφή του ρομαντικού κινήματος. Το τεράστιο ποιητικό του ταλέντο και η σκανδαλώδης προσωπική του ζωή τον έκαναν διάσημο σε όλη την Ευρώπη, ενώ το αριστούργημά του Δον Ζουάνέγινε το πιο ευπώλητο έργο εκείνης της περιόδου. Παραμένει σήμερα μία από τις πιο προκλητικές και σαγηνευτικές φωνές της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Στο βιβλίο αυτό θα βρείτε πολλές ιδέες του που προέρχονται από τα σημαντικότερα έργα του.

 

Πώς ο Σενέκας μού έσωσε τη ζωή., Συγγραφέας: Κλέυ Νιούμαν (Αμερικανός), Μετάφραση: Αγαθή Δημητρούκα

Ο Κλέυ Νιούμαν (Νέα Υόρκη, 1956) έπιασε πάτο πολύ νέος και ξεπέρασε τη δοκιμασία του μέσα από μια αυτοδίδακτη διαδικασία αυτογνωσίας. Στα είκοσι τέσσερά του απαρνήθηκε τις συμβουλές των ψυχιάτρων και τη βοήθεια των αντικαταθλιπτικών. Τότε ξεκίνησε ένα μοναχικό ταξίδι, το οποίο κράτησε επτά χρόνια και τον έφερε να ταξιδεύει στη Λατινική Αμερική, στην Αφρική και στην Ασία, αναζητώντας εμπειρίες που θα τον μεταμόρφωναν και χρήσιμες γνώσεις που θα έδιναν ένα καινούριο νόημα στη ζωή του.

Ειδικός στην Υπερπροσωπική Ψυχολογία, στην Αειθαλή Φιλοσοφία και στο Εννεάγραμμα, είναι καθηγητής σε διάφορα πανεπιστήμια, όπου δίνει διαλέξεις με θέμα την πνευματική ανάπτυξη. Από Αμερικανό πατέρα και Ισπανίδα μητέρα, ζει μεταξύ Ηνωμένων Πολιτειών και Ισπανίας. Το Πώς ο Σενέκας μού έσωσε τη ζωή είναι το πρώτο του βιβλίο.

 

Ικιγκάι. Τα μυστικά της Ιαπωνίας για έναν μακρό και ευτυχισμένο βίο, Συγγραφείς: Francesc Miralles, Héctor García(Ισπανοί), Μετάφραση: Αγαθή Δημητρούκα

Κατά τους Ιάπωνες, όλοι έχουμε ένα ικιγκάι, έναν λόγο ύπαρξης, αρκεί να το βρούμε για να ζούμε ευτυχισμένοι και για πολλά χρόνια. Το βιβλίο αυτό επικεντρώνεται στους κατοίκους της Οκινάουα, του νησιού με τον μακροβιότερο πληθυσμό στον κόσμο, και αναλύει για πρώτη φορά τα κλειδιά των αιωνόβιων αυτών Ιαπώνων για μια αισιόδοξη και δραστήρια ζωή, αποκαλύπτοντας το πώς τρέφονται, πώς κινούνται, πώς δουλεύουν, πώς τα πάνε μεταξύ τους και, το καλύτερα φυλαγμένο μυστικό,πώς βρίσκουν το ικιγκάι που δίνει νόημα στην ύπαρξή τους και τους κάνει να ζουν εκατό χρόνια σε απολύτως καλή φόρμα.

 

Ανίκητοι ηττημένοι. , Συγγραφέας: Γιάνης Βαρουφάκης

Τι συνέβη όταν ένας μικρός λαός αποφάσισε να αποδράσει από τη μόνιμη χρεο-δουλοπαροικία που αποκλείει κάθε ανάπτυξη; Οι «ανίκητοι ηττημένοι» είναι όλοι εκείνοι που το 2015 ξεπέρασαν τον φόβο του βαθέος κατεστημένου και στήριξαν την «ελληνική άνοιξη». Το βιβλίο του Γιάνη Βαρουφάκη ρίχνει φως στα γεγονότα που έπνιξαν την «ελληνική άνοιξη» και, έτσι, απαξίωσαν την ΕΕ οδηγώντας τη στη σταδιακή αποδόμηση (Brexit κτλ.). Όμως, παράλληλα, καταδεικνύει πως, παρά την ήττα της, η «ελληνική άνοιξη» πυροδότησε μια «ευρωπαϊκή άνοιξη» και είναι αυτή που διατηρεί ζωντανό το όραμα μιας βιώσιμης Ελλάδας εντός μιας δημοκρατικής Ευρώπης για την οποία αξίζει κανείς να μάχεται.

Αφιερωμένο σε όσους πασχίζουν για τον έντιμο, λογικό συμβιβασμό, αλλά προτιμούν να

ισοπεδωθούν παρά να καταλήξουν συμβιβασμένοι, το βιβλίο του Γιάνη Βαρουφάκη έχει τουάχιστον τρεις αναγνώσεις:

  • Χρονικό των γεγονότων του 2015, όταν οι δανειστές της χώρας ρίσκαραν την ακεραιό-τητα της Ευρώπης για να αναπαραγάγουν την άνομη εξουσία τους, επεκτείνοντας στο

διηνεκές τη γενικευμένη πτώχευση της ελληνικής κοινωνίας.

  • Εξιστόρηση ενός ακόμα επεισόδιου της ελληνικής ιστορίας, όπου η διάσπαση του εσω-τερικού μετώπου έφερε την ήττα.
  • Καταγραφή συναρπαστικών συζητήσεων με ανθρώπους που καθορίζουν τις τύχες μας,

π.χ. με τον Βόλφγκαγκ Σόιμπλε, την Κριστίν Λαγκάρντ, τον Μάριο Ντράγκι, τον Εμμα-νουέλ Μακρόν, τον Μπαρὰκ Ομπάμα. Το βιβλίο όμως έχει και άλλες πολύ ενδιαφέρουσες διαστάσεις που θα ανακαλύψει ο προσεκτικός αναγνώστης.

 

 Η αξία του Βυζαντίου, Συγγραφέας: Έιβεριλ Κάμερον (Βρετανή), Μετάφραση: Πέτρος Γεωργίου, Σειρά: Η ζωή των ιδεών

Η Έιβεριλ Κάμερον, μία από τις πλέον διακεκριμένες βυζαντινολόγους της εποχής μας, πραγ-ματεύεται μερικά από τα πιο επίμαχα ζητήματα που θέτει η χιλιετής ιστορία του Βυζαντίου, αντιμετωπίζοντας με τόλμη προβλήματα ταυτότητας, εθνικότητας και συνέχειας της γλώσσας και της θρησκευτικής πρακτικής, καθώς και διαβόητα για τη δυσκολία τους θέματα όπως η σχέση ελληνισμού και ορθοδοξίας. Μέσα από μια συγκριτική ανάλυση ερμηνειών και πολιτισμικών στάσεων αποδεικνύει τόσο την αδιαμφισβήτητη σπουδαιότητα του Βυζαντίου στον μεσαιωνικό κόσμο όσο και τη σπουδαιότητα που αυτό εξακολουθεί να έχει σήμερα.

 

Ελλάδα: Οι άγνωστοι αιώνες, Συγγραφέας: David Brewer(Βρετανός), Μετάφραση: Νίκος Γάσπαρης

O Βρετανός συγγραφέας και ιστορικός DavidBrewerαναλύει τις εξελίξεις που αφορούν τον ελληνικό χώρο, εστιάζοντας ιδιαίτερα στα χαρακτηριστικά εκείνα της οθωμανικής διοίκησης που αφορούσαν τον τρόπο ζωής των ελληνόφωνων, χριστιανών κατοίκων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Πόσο ελεύθεροι ήταν οι Έλληνες; Ήταν «υπόδουλοι» και, αν ναι, με ποια έννοια; Γιατί οι Έλληνες έχουν σχηματίσει χειρότερη εικόνα για τους Τούρκους από ό,τι για άλλους κατακτητές που εγκαταστάθηκαν σε περιοχές της Ελλάδας για ανάλογο χρονικό διάστημα, π.χ. για τους Βενετούς; Πόσο κοντά στην αλήθεια είναι διαδεδομένες αντιλήψεις σχετικά με θέματα όπως το παιδομάζωμα, οι εξισλαμισμοί, η δυσβάστακτη φορολογία, το κρυφό σχολειό, η οπισθοδρόμηση σε θέματα πνευματικά, τεχνικά κτλ.; Ποιος ήταν ο ρόλος της Ορθόδοξης Εκκλησίας την περίοδο αυτή; Σε αυτά και σε πολλά άλλα ερωτήματα δίνονται απαντήσεις βασισμένες στην σύγχρονη επιστημονική ιστορική έρευνα και ερμηνεία.

 

Εγκώμιο των μαθηματικών, Συγγραφείς: Alain Badiou, GillesHaeri (Γάλλοι), Μετάφραση: Φώτης Σιατίτσας, Υποσειρά: αληthεια

Για ποιο λόγο θα μπορούσε ένας φιλόσοφος όπως ο Alain Badiou, που υποστηρίζει ότι η φι-λοσοφία είναι πρωτίστως μια μεταφυσική της ευτυχίας, να πλέξει το εγκώμιο των μαθηματικών; Τι σχέση μπορεί να υπάρχει μεταξύ των μαθηματικών και της ευτυχίας; Σε αυτά ακριβώς τα ερωτήματα επιχειρεί να απαντήσει το βιβλίο αυτό, που αποτελεί έναν διάλογο ανάμεσα στον Badiou και στον εκδότη Gilles Haeri. Οι απόψεις που διατυπώνονται αποτελούν μια προσιτή εισαγωγή στην ουσία των μαθηματικών και βοηθούν τον αναγνώστη να κατανοήσει για ποιο λόγο η μαθηματική σκέψη έχει ασκήσει τόσο μεγάλη επίδραση στην εξέλιξη της φιλοσοφίας.

 

Κίνησις – βίος – καιρός – τέχνη – πόλις: Φαινομενολογικές προσεγγίσεις, Συγγραφέας: Γκόλφω Μαγγίνη

Στο βιβλίο αυτό η Γκόλφω Μαγγίνη επιχειρεί τη σύνθεση και αναδόμηση πέντε κεντρικών εννοιών της αρχαιοελληνικής σκέψης στο φως μεγάλων σύγχρονων φιλοσόφων που ανήκουν στο ρεύμα της φαινομενολογίας, όπως ο Μάρτιν Χάιντεγκερ, η Χάννα Άρεντ –για τους οποίους υπάρχει ήδη μεγάλο ενδιαφέρον στο ελληνικό αναγνωστικό κοινό των θεωρητικών και κοινωνικών επιστημών καθώς και της φιλοσοφίας–, ο Τσέχος φαινομενολόγος Jan Patočka και ο Γάλλος φαινομενολόγος Michel Henry, και οι δύο άγνωστοι στην Ελλάδα. Πρόκειται για ένα έργο που μπορεί να προσελκύσει ένα κοινό που ενδιαφέρεται για τη φιλοσοφία, την αρχαία ελληνική γραμματεία, τις σύγχρονες προσλήψεις της αρχαιοελληνικής σκέψης, τέλος, την πο-λιτική φιλοσοφία και θεωρία.

 

Σημασιολογία, Συγγραφέας: John Saeed (Βρετανός), Μεταφραστής: Ελεονώρα Δημελά

Αυτό το βιβλίο καλύπτει το κενό που υπάρχει στην ελληνική βιβλιογραφία σε ενημερωμένα, σύγχρονα βιβλία σημασιολογίας. Απευθύνεται κυρίως σε φοιτητές γλωσσολογίας και καλύπτει βασικά θέματα και μεθόδους, ενώ αναλύει ορισμένες από τις πιο σύγχρονες πτυχές της έρευνας. Η μετάφραση βασίζεται στην τρίτη αγγλική έκδοση, η οποία περιλαμβάνει νέες ενότητες, διευρυμένη ανάλυση της θεωρίας, πρόσθετα παραδείγματα από διάφορες γλώσσες και νέες ασκήσεις σε κάθε κεφάλαιο.

 

Όπως τα έζησα 1981-1993, Συγγραφέας: Ιωάννης Βαρβιτσιώτης

O Ι. Βαρβιτσιώτης ήταν από τα κορυφαία στελέχη της Νέας Δημοκρατίας και ένας από τους κύριους πρωταγωνιστές των τελευταίων δεκαετιών στα πολιτικά πράγματα της χώρας μας. Τα γεγονότα που εξιστορούνται στο δεύτερο μέρος της πολιτικής αυτοβιογραφίας του τοποθετούνται μεταξύ δύο κομβικών για την Ελλάδα εκλογικών αναμετρήσεων, που αμφότερες οδήγησαν σε ήττα της Νέας Δημοκρατίας και στην ανάληψη της εξουσίας από το ΠΑΣΟΚ. Η περίοδος 1981-1993 παρουσιάζεται μέσα από τα μάτια ενός ανθρώπου «όπως την έζησε» εκ του σύνεγγυς, από την πρώτη γραμμή.

Η άνοδος του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία. Οι κυβερνήσεις της «Αλλαγής» και η περίφημη «δεκαετία του 1980». Οι πολιτικές κόντρες και τα μεγάλα σκάνδαλα. Η πτώση του υπαρκτού σοσιαλισμού και οι συγκλονιστικές ανακατατάξεις που επέφερε, ιδιαίτερα στη «γειτονιά» μας. Η «δεξιά παρένθεση» της κυβέρνησης Μητσοτάκη και η νέμεση του Σκοπιανού. Και φυσικά, η επί τριάμισι συναπτά έτη θητεία του συγγραφέα στο Υπουργείο Εθνικής Άμυνας, ένα από τα κρισιμότερα υπουργεία του ελληνικού κράτους, κατά την ταραγμένη γεωπολιτικά περίοδο των αρχών της δεκαετίας του ’90. Με τη θυμοσοφία και τη νηφάλια ματιά που χαρίζει η χρονική απόσταση, ο Ι. Βαρβιτσιώτης δίνει το στίγμα μιας ολόκληρης εποχής μέσα από γνωστά αλλά και άγνωστα στο ευρύ κοινό γεγονότα, παρουσιάζοντας σε απλό ύφος τις εξελίξεις μιας σημαδιακής περιόδου, που σφράγισε εν πολλοίς τη μετέπειτα πορεία της χώρας.

 

Ευρωπαϊκή ολοκλήρωση και αντιμετώπιση της τρομοκρατίας: Θεσμικές και πολιτικές τάσεις. Διατλαντική συνεργασία, Συγγραφέας: Αθανασία Βασιλοπούλου-Αθανασοπούλου

Το βιβλίο αυτό ασχολείται με τις θεσμικές και πολιτικές τάσεις που αναπτύσσονται κατά τη διαμόρφωση και την υιοθέτηση της αντιτρομοκρατικής πολιτικής της ΕΕ υπό συνθήκες κρίσης. Πιο συγκεκριμένα, ασχολείται με τις επιδράσεις της αντιτρομοκρατικής νομοθεσίας στη διαδικασία της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης και στα ατομικά δικαιώματα. Η ανάλυση αυτή περιλαμβάνει τη μελέτη των αντίστοιχων νομοθετικών μέτρων στις ΗΠΑ, σε ένα συγκριτικό πλαίσιο. Σε ένα άλλο επίπεδο μελετώνται οι θεσμικές και πολιτικές αλληλεπιδράσεις μεταξύ ΕΕ-ΗΠΑ, που είναι αποτέλεσμα των διατλαντικών συμφωνιών ανταλλαγής πληροφοριώνγια την πρόληψη της τρομοκρατίας. Τα συμπεράσματα της ανάλυσης παρουσιάζουν ενδιαφέρον για τους εμπειρογνώμονες και διαμορφωτές πολιτικής που λαμβάνουν μέρος στις διαπραγματεύσεις στο επίπεδο της ΕΕ και της ΕΕ-ΗΠΑ. Το βιβλίο συνδυάζει επιστημονικά εδραιωμένα συμπεράσματα με εμπειρική γνώση και, επομένως, δύναται να αποβεί χρήσιμο εγχειρίδιο για τους σπουδαστές της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, προκειμένου να εξοικειωθούν με τη λογική και τις διαδικασίες διαμόρφωσης πολιτικής στο επίπεδο της ΕΕ και των σχέσεων της με τρίτες χώρες.

 

Η παράδοση υπό το πρίσμα της νεωτερικότητας. Μετανεωτερικότητα και η έννοια, του έθνους-κράτους στις λαογραφικές σπουδές, Συγγραφέας: Pertti J. Anttonen(Φινλανδός), Μετάφραση: Γιώργος Κούζας

Στην ακαδημαϊκή μελέτη των κοινωνικών πρακτικών που κρίνονται παραδοσιακές, οι ερευνητές συνηθίζουν να χρησιμοποιούν την έννοια και την ιδέα της παράδοσης ως στοιχείο νοηματοτοδότησης των πρακτικών που ερευνούν. Όμως η έννοια της παράδοσης από πού προκύπτει;

Πρόκειται για μια έννοια που δημιουργήθηκε από εκείνους που ερευνούν τις παραδόσεις ή από εκείνους των οποίων τις παραδόσεις ερευνούν οι επιστήμονες; Το βιβλίο αυτό πραγματεύεται τη σχέση μεταξύ της παράδοσης και της νεωτερικότητας στο πλαίσιο της μελέτης του λαϊκού πολιτισμού και των προφορικών παραδόσεων. Η πρώτη ενότητα εστιάζει αφενός στις έννοιες του μοντέρνου και της παράδοσης και αφετέρου στη σύλληψη της λαογραφίας και στη μελέτη της ως μιας σύγχρονης επιστήμης. Η δεύτερη ενότητα εξετάζει την πολιτική που ακολούθησε η λαογραφία σε σχέση με τον εθνικισμό και τον ρόλο που έπαιξε η λαϊκή παράδοση στη δημιουργία της ταυτότητας του έθνους-κράτους στη Φινλανδία.

 

Το λαϊκό παραμύθι ως ποίηση. Αισθητική και ανθρωπολογία, Σειρά: Νέα Λαογραφία (σε συνεργασία με το ΚΕ.ΜΕΛ.ΚΑ.), Συγγραφέας: Max Luthi (Ελβετός), Μετάφραση: Εμμανουέλα Κατρινάκη

Το βιβλίο αυτό προσεγγίζει το λαϊκό παραμύθι ως έργο τέχνης, και επομένως το ενδιαφέρον του συγγραφέα είναι στραμμένο στις αφηγήσεις καθαυτές, όχι στο πολιτισμικό ή οικονομικό τους υπόβαθρο ούτε στις ιστορικές συνθήκες στις οποίες γεννήθηκαν ούτε στην επικοινωνιακή διαδικασία, στην περφόρμανς κτλ. Τα παραμύθια λέγονταν ξανά και ξανά, όχι επειδή ήταν τόσο εύκολο να τα αφηγηθεί κανείς, αλλά επειδή άρεσαν. Μια αισθητική του παραμυθιού προτίθεται να δείξει κάποιους από τους λόγους για τους οποίους αυτές οι διηγήσεις άρεσαν και αρέσουν ακόμα. Η λογοτεχνία, ωστόσο, είναι κάτι περισσότερο από μία τέρπουσα τέχνη. Δημιουργεί εικόνες και υποβάλλει έναν ιδιαίτερο τρόπο θέασης του κόσμου και της ύπαρξης. Το βιβλίο αυτό πραγματεύεται, εκτός από τα καλλιτεχνικά χαρακτηριστικά του λαϊκού παραμυθιού, και την εικόνα του ανθρώπου που αυτό προβάλλει.

 

 

Οι 100 λέξεις της σεξουαλικότητας, Επιμέλεια: Ζακ Αντρέ(Γάλλος), Μετάφραση: Σώτη Τριανταφύλλου

Το σεξ έχει μια ιδιαιτερότητα που δε μοιράζεται με καμιά άλλη πλευρά της ζωής: μπορεί να κατακτήσει ολόκληρη τη γλώσσα, να προσδώσει σεξουαλικό περιεχόμενο σε οποιαδήποτε λέξη, σε οποιαδήποτε φράση, ακόμα κι αν η κατάσταση είναι παντελώς άσχετη με τον ερωτισμό. Έτσι, μπορεί να προκαλέσει οποιαδήποτε στιγμή γέλιο ή ντροπή. Εκτός από τις λέξεις που μοιάζουν από φωνητική άποψη και μπορούν να καταλήξουν σε σκάνδαλο, συμβαίνουν ολισθήματα, συμβαίνουν σαρδάμ: καμιά φορά, αντί να πούμε το «πέλος της μοκέτας» λέμε το «πέος της μοκέτας»… Οι λέξεις της σεξουαλικότητας είναι συχνά «σεξουαλικές λέξεις», ωμές και ενδεχομένως χυδαίες. Έτσι και σ’ αυτό το βιβλίο οι επιστημονικοί όροι διαδέχονται τους όρους της πορνογραφίας: τόσο οι μεν όσο και οι δε αναλύονται από ιστορική, κοινωνιολογική, θρησκευτική, αισθητική και ψυχαναλυτική άποψη.  Παρατίθενται σύντομα αποσπάσματα από λογοτεχνικά και επιστημονικά έργα, καθώς και λέξεις και εκφράσεις της καθημερινότητας που εικονογραφούν τη σεξουαλική μας ζωή.

 

Η επιστήμη κάτω από την ομπρέλα, Συγγραφέας: Αντρέα Τζεντίλε (Ιταλός), Μετάφραση: Σώτη Τριανταφύλλου

Πώς σχηματίζονται τα σύννεφα; Γιατί στα κοχύλια ακούγεται η θάλασσα; Πού οφείλεται το γαλάζιο του ουρανού; Γιατί το θαλασσινό νερό είναι αλμυρό; Τι κάνουμε όταν μας τσιμπήσει μέδουσα; Πώς επιπλέουν τα θεόρατα και τόσο βαριά πλοία; Αυτά και άλλα πολλά ανα-ρωτιέται ο Αντρέα Τζεντίλε, που μας δίνει συμβουλές για το κτίσιμο του τέλειου κάστρου στην άμμο και για το πώς να βρούμε το καλύτερο σημείο για να κάνουμε σέρφινγκ. Η φυσική, η χημεία, η βιολογία βρίσκονται γύρω μας και μέσα μας – και μας βοηθούν να καταλάβουμε τα βάθη του ωκεανού και τα ύψη του ουρανού. Τι περίεργο: δεν μπορούμε να πιούμε θαλασσινό νερό! Γιατί άραγε; Και, όταν βουτάμε στο νερό, βλέπουμε καλύτερα μακριά παρά κοντά… Ο Ιταλός συγγραφέας, δημοσιογράφος στο Wired.it και επιστήμονας (απόφοιτος νευροεπιστήμης και γνωστικής ψυχολογίας από το Πανεπιστήμιο της Ρώμης) μας τα εξηγεί όλα για τα κύματα, τους ανέμους, τις αμμουδιές!

 

Το σενάριο. Ουσία, δομή, ύφος και βασικές αρχές, Συγγραφέας: Robert McKee(Αμερικανός), Μετάφραση: Αντώνης Καλοκύρης

Το βιβλίο αυτό, βραβευμένο με το International Moving Image Book Award και θεωρούμενο«η βίβλος όλων των σεναριογράφων», αποκαλύπτει τις μεθόδους του ανθρώπου που θεωρεί-ται παγκοσμίως ο καλύτερος δάσκαλος συγγραφής σεναρίου. Για είκοσι περίπου χρόνια οι μαθητές του Robert McKee λαμβάνουν τις ανώτερες διακρίσεις στο Χόλλυγουντ (18 βραβεία Όσκαρ, 107 βραβεία Emmy, 19 βραβεία του Writers Guild of America, 16 βραβεία του Directors Guild of America και εκατοντάδες υποψηφιότητες). Τα σεμινάριά του περί αφηγηματικής δομής αποτελούν βασικό μάθημα για σεναριογράφους και κινηματογραφιστές, διεξάγονται σε γεμάτα αμφιθέατρα σε όλο τον κόσμο και έχουν δημιουργήσει 35.000 αποφοίτους. Με το Χόλλυγουντ να πληρώνει ποσά ρεκόρ για σπουδαίες ιστορίες –και το κοινό να απαιτεί πρωτοτυπία–, το βιβλίο αυτό είναι το όπλο που χρειάζεται ένας δημιουργός σεναρίων για να ξεπεράσει τα κλισέ της σεναριογραφίας και να δει την ιστορία του να μεταφέρεται από το χαρτί στην οθόνη.

 

Οι βασικές έννοιες του κινηματογράφου, Συγγραφέας: Susan Hayward(Βρετανή), Μετάφραση: Αλέξανδρος Σταύρακας, Ρίτα Κολαΐτη

Το βιβλίο αυτό είναι ένα πλήρες και αναλυτικό γλωσσάριο κινηματογραφικών όρων και εννοιών, το οποίο παρέχει σε φοιτητές και καθηγητές κινηματογραφικών σπουδών, καθώς και σε όσους ενδιαφέρονται για τον κινηματογράφο, ένα εργαλείο αναφοράς, παρουσιάζοντας σε πολλές περιπτώσεις τις διαφορετικές απόψεις και αντιπαραθέσεις. Παρουσιάζει επίσης ιστορικές επισκοπήσεις των κυριότερων ειδών, της φιλμικής θεωρίας και των κινηματογραφικών κινημάτων.

 

Για την σκηνοθεσία, Συγγραφέας: Ελία Καζάν (Ελληνοαμερικανός), Μετάφραση: Νίνα Μπούρη

Ο Ελία Καζάν υπήρξε ο πιο φημισμένος σκηνοθέτης του θεάτρου και του κινηματογράφου των μέσων του εικοστού αιώνα και αυτό το βιβλίο μάς παρουσιάζει τον αριστοτέχνη την ώρα της δουλειάς του. Ο Καζάν σκηνοθέτησε τα σπουδαιότερα αμερικανικά θεατρικά έργα της εποχής –των Άρθουρ Μίλλερ και Τεννεσσί Γουίλλιαμς– και εκσυγχρόνισε το θέατρο και τον κινηματογράφο με δυναμική δράση, ποιητική σκηνοθεσία και ενδελεχή νατουραλισμό. Οι επιτυχίες του στο Χόλλυγουντ και το Μπρόντγουεϊ –Λεωφορείον ο Πόθος(θέατρο και κινηματογράφος), Ήταν όλοι τους παιδιά μου, Ο θάνατος του εμποράκου, Λυσσασμένη γάτα, Το λιμάνι της αγωνίας, Ανατολικά της Εδέμ, Κουκλίτσα, Αμέρικα Αμέρικα– μαρτυρούν τη βαθιά του επίδραση στην τέχνη της σκηνοθεσίας. Οι παρατηρήσεις του γι’ αυτά και άλλα κλασικά θεατρικά έργα διαμόρφωσαν τις μετέπειτα παραγωγές τους – και εξακολουθούν να ασκούν επιρροή. Καμία άλλη σκηνοθετική επιτυχία δε συγκρίνεται με τη δική του.

Αυτό το εξαιρετικό βιβλίο, που αντλεί υλικό από τα σημειωματάρια, τις επιστολές, τις συνεντεύξεις και την αυτοβιογραφία του, αποκαλύπτει τη μέθοδο του Καζάν: τον τρόπο με τον οποίο ανακάλυπτε τον πυρήνα κάθε κειμένου και κάθε χαρακτήρα, πώς ανέλυε κάθε έργο με βάση τα βιώματά του, πώς καθόριζε τις λεπτομέρειες κάθε παραγωγής, από την επιλογή των ηθοποιών και τα κοστούμια ως τα σκηνικά και τη φωτογραφία. Επίσης, βλέπουμε πώς συνεργαζόταν με τους δραματουργούς και τους σεναριογράφους για τα κείμενα και με τους ηθοποιούς για την ερμηνεία. Το τελευταίο τμήμα του βιβλίου, «Οι ηδονές της σκηνοθεσίας» –δοκίμια που έγραψε ο Καζάν την τελευταία δεκαετία της ζωής του–, είναι απλό, προκλητικό, ειλικρινές και γεμάτο πάθος· ένας σοφός επαγγελματίας που μοιράζεται τα μυστικά της τέχνης του και μας συμβουλεύει να αναζητάμε τον εαυτό μας σε κάθε έργο, να πολεμάμε το σύστημα και ταυτόχρονα να περνάμε καλά.

 

Quantum: Ο Αϊνστάιν, ο Μπορ και η μεγάλη διαμάχη για τη φύση, της πραγματικότητας, Συγγραφέας: Manjit Kumar (Βρετανός), Μετάφραση: Μαρία Παναγιωτάτου

Για τους περισσότερους ανθρώπους η κβαντική θεωρία είναι συνώνυμη της μυστηριώδους, ανεξιχνίαστης επιστήμης. Κι όμως, για πολλά χρόνια ήταν εξίσου αινιγματική για τους ίδιους τους επιστήμονες. Σε αυτό το αριστοτεχνικά γραμμένο βιβλίο ο Manjit Kumar προσφέρει μια σημαντική και έξοχα διατυπωμένη ιστορική καταγραφή τούτης της καθοριστικής επιστημονικής επανάστασης και της αντιπαράθεσης που αναπτύχθηκε στον πυρήνα της και δίχασε τους πρωταγωνιστές της. Το Quantum τοποθετεί την επιστήμη στο γενικότερο πλαίσιο των μεγάλων ανακατατάξεων της σύγχρονης εποχής – σημαντικό θέμα για τον Kumar, όπως και η διένεξη ανάμεσα στον Αϊνστάιν και στον Μπορ σχετικά με τη φύση της πραγματικότητας και την ψυχή της επιστήμης.

 

Stalin. New biography of a dictator, Συγγραφέας: Oleg Khlevniuk, Μετάφραση: Πέτρος Γεωργίου

 

ΜΕΞΙΚΟ 86’

ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ: ΝΤΙΕΓΚΟ ΜΑΡΑΝΤΟΝΑ

 

 

Εκδόσεις ΊΚΑΡΟΣ:

 

Erik Larson (Η.Π.Α.) Βουβό κύμα (Dead wake), Μετάφραση: Κατερίνα Σχινά

Η συναρπαστική ιστορία του ναυαγίου του Lusitania.

Την 1η Μαΐου 1915, με τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο να διανύει ήδη τον δέκατο μήνα του, το Lusitania, ένα πολυτελές υπερωκεάνιο απέπλευσε από τη Νέα Υόρκη με προορισμό το Λίβερπουλ, μεταφέροντας ένα μεγάλο αριθμό επιβατών μεταξύ των οποίων πολλά παιδιά και βρέφη. Παρά το γεγονός ότι η Γερμανία είχε ανακηρύξει τις θάλασσες γύρω από τη Βρετανία ως εμπόλεμη ζώνη, οι επιβάτες του υπερωκεανίου δεν πίστευαν ότι διέτρεχαν κάποιο κίνδυνο, καθώς εδώ και έναν αιώνα τα πολιτικά πλοία είχαν κρατηθεί ασφαλή από οποιαδήποτε επίθεση. Για μήνες, τα γερμανικά υποβρύχια έσπερναν τον τρόμο στον Βόρειο Ατλαντικό, αλλά το Lusitania ήταν ένα από τα σπουδαιότερα και ταχύτερα υπερατλαντικά πλοία της εποχής, γνωστό και ως «Λαγωνικό των Θαλασσών». Η Γερμανία, ήταν αποφασισμένη να αλλάξει τους κανόνες του παιχνιδιού και ο Walther Schwieger, καπετάνιος του υποβρυχίου U-20, ήταν έτοιμος να ανταποκριθεί σε αυτό.

Ο Erik Larson στο Βουβό κύμα με τρόπο συναρπαστικό για τον αναγνώστη, εξετάζει τη βύθιση του Lusitania από το U-20 και τα γεγονότα γύρω από το ναυάγιο, και φέρνοντας στο προσκήνιο τις ζωές μιας πλειάδας επιβλητικών χαρακτήρων, ζωγραφίζει ένα μεγάλο πορτρέτο της Αμερικής κατά την προοδευτική περίοδο.

 

Εκδόσεις ΚΙΧΛΗ:

 

Αλέξης Πανσέληνος, «48 απλά μαθήματα δημιουργικής γραφής»

«Τα περισσότερα από αυτά τα “σεμινάρια” αναρτήθηκαν στο facebook στη διάρκεια του 2016-2017. Παρακινημένος από τη δυσπιστία μου για την αποτελεσματικότητα των σεμιναρίων που έχουν γίνει πια θεσμός, δυσπιστία που επιτείνει η ποιότητα μεγάλου μέρους της πρόσφατης λογοτεχνικής μας παραγωγής, σκέφτηκα να κάνω λίγο τον δικηγόρο του διαβόλου και να υποδηλώσω (κάπως κρυπτικά) τις προσωπικές μου απόψεις πάνω στο γράψιμο αλλά και στο διάβασμα. Σε κάθε περίπτωση, τα 48 αυτά “σεμινάρια” αποτελούν ένα κατά βάθος σοβαρό παιχνίδι με τη λογοτεχνία.»

 

 

Εκδόσεις ΜΙΝΩΑΣ:

 

Ο Τζάιλς Μίλτον, ιστορικός και συγγραφέας, έχει το απαράμιλλο ταλέντο να εστιάζει σε λεπτομέρειες που, σε συνδυασμό με ουσιαστική έρευνα, επιτρέπουν στο παρελθόν να ζωντανεύει μέσα από τις σελίδες των βιβλίων του.

 

Μετά τον Χαμένο Παράδεισο, μία από τις εγκυρότερες και αξιόπιστες μελέτες για την καταστροφή της Σμύρνης που έχει ξεπεράσει σε πωλήσεις τα 30.000 αντίτυπα, και τη Ρώσικη ρουλέτα, όπου καταγράφει τις απαρχές των Μυστικών Υπηρεσιών, επιστρέφει με μία από τις πιο σημαντικές αφηγήσεις και ίσως την τελευταία σπουδαία άγνωστη ιστορία του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου.

 

Το βιβλίο Ο ανορθόδοξος πόλεμος του Τσόρτσιλ καταγράφει τη συγκρότηση μιας άκρως μυστικής οργάνωσης με έδρα το Λονδίνο που είχε ως αποστολή την καταστροφή της πολεμικής μηχανής του Χίτλερ μέσα από τολμηρές επιχειρήσεις διαφθοράς. Ανάμεσά τους ο «Γοργοπόταμος», μία μέγιστης σημασίας τακτική επιχείρηση για την ανατίναξη της γέφυρας. Ενδελεχή έρευνα άγνωστου, μέχρι πρότινος, αρχειακού υλικού, πλούσιο φωτογραφικό ένθετο σε μια ιστορική αφήγηση που εκτυλίσσεται με τους καταιγιστικούς ρυθμούς κατασκοπικού μυθιστορήματος.

Ο Χουάν Πάμπλο Εσκομπάρ στο πρώτο του βιβλίο Πάμπλο Εσκομπάρ, Ο πατέρας μου (Μίνωας, 2016) περιέγραψε τη ζωή του πατέρα του αναδεικνύοντας μια τραγική αντίφαση. Ο μεγαλύτερος έμπορος ναρκωτικών όλων των εποχών ήταν άνθρωπος ακραίων αντιθέσεων. Αδίστακτος εγκληματίας που δολοφονούσε χωρίς οίκτο όποιον έμπαινε εμπόδιο στα σχέδιά του, αλλά ταυτόχρονα και ένας στοργικός πατέρας που αγαπούσε υπερβολικά την οικογένειά του.

Στο νέο βιβλίο του που θα κυκλοφορήσει από τις εκδόσεις Μίνωας, Πάμπλο Εσκομπάρ, Όσα δεν μου είπε ποτέ ο πατέρας μου, φωτίζει ακόμα πιο σκοτεινές πτυχές της ζωής του πατέρα του και μαθαίνει πράγματα που αγνοούσε, καθώς δεν του τα είχε εκμυστηρευτεί ποτέ. Για τις ανάγκες συγγραφής του βιβλίου ταξίδεψε στην Κολομβία, συνάντησε ανθρώπους του υποκόσμου, της μαφίας, αντάρτικων οργανώσεων, αυτόπτες μάρτυρες και αφηγείται εκπληκτικές ιστορίες για δολοφονίες, απαγωγές, συγκρούσεις των αντίπαλων καρτέλ, διπλούς πράκτορες και μηχανορραφίες των μυστικών υπηρεσιών.

Απαραίτητο συμπλήρωμα του πρώτου βιβλίου, αποδεικνύει ότι οι πραγματικές ιστορίες ενίοτε υπερβαίνουν τη φαντασία του πιο πετυχημένου αστυνομικού μυθιστορήματος

Στη σειρά βιβλίων για γονείς θα κυκλοφορήσει ένας πολύτιμος οδηγός για τον ύπνο του μωρού. Το βιβλίο Οδηγός ύπνου για το μωρό σας της συγγραφέως Στέφανι Μόντελ περιέχει πρακτικές συμβουλές, ειδικές τεχνικές και πλήθος πληροφοριών για τον ήρεμο ύπνο των μωρών καθόλη τη διάρκεια της νύχτας. Απαραίτητο βιβλίο για όλους τους νέους γονείς.

Αποκλειστικά από τις εκδόσεις Μίνωας κυκλοφορεί η έκδοση των Παγκόσμιων Ρεκόρ Guinness για το 2018. Αναζητήστε τα πιο παράξενα ρεκόρ και μάθετε απίστευτες πληροφορίες για μια ευρεία γκάμα κατηγοριών. Σπορ, κινηματογράφος, βιβλία, μουσική, επιστήμη και τεχνολογία, το βιβλίο Guinness World Records 2018 θα σας εισάγει σε έναν γοητευτικό κόσμο και θα διασκεδάσει ολόκληρη την οικογένεια.

Επίσης, το φθινόπωρο του 2017 ετοιμάζουμε ένα ξεχωριστό βιβλίο που συνδυάζει τη μαγειρική με την αστρολογία. Η Χριστίνα Δ. Θεοχάρη στη Γεύση των ζωδίων μάς παρουσιάζει πρωτότυπες και ψαγμένες συνταγές, tips για το τι προτιμάει ή πώς συμπεριφέρεται στην κουζίνα κάθε ζώδιο, χρήσιμες πληροφορίες για τα πιο αγαπημένα και ωφέλιμα βότανα και μπαχαρικά και πολλά άλλα θα μας ταξιδέψουν στον κόσμο των άστρων και της γεύσης! Το βιβλίο προλογίζει η γνωστή αστρολόγος Άση Μπήλιου.

 

 

 

Εκδόσεις ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ:

 

Οι Εκδόσεις Παπαδόπουλος ανακοινώνουν μια νέα σειρά βιβλίων Ιστορίας με τίτλο ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΙΣΤΟΡΙΑ. Τη διεύθυνση της σειράς έχει η Κωνσταντίνα E. Μπότσιου, αναπληρώτρια καθηγήτρια Σύγχρονης Ιστορίας και Διεθνούς Πολιτικής στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου. Η σειρά θα περιλαμβάνει έργα Ελλήνων και ξένων συγγραφέων για την ελληνική, ευρωπαϊκή και παγκόσμια Ιστορία, με διεισδυτική, αδογμάτιστη και φιλελεύθερη ματιά και με ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την επικοινωνία της Ιστορίας με σημερινούς επιστημονικούς και κοινωνικούς προβληματισμούς. Η σειρά εγκαινιάζεται με ένα θεμελιώδες έργο της ελληνικής Ιστορίας, το οποίο αποτελεί σημείο αναφοράς σε κάθε αξιόλογη μελέτη για τη μεταπολεμική Ελλάδα αλλά δεν έχει ποτέ, μέχρι σήμερα, μεταφραστεί στη γλώσσα μας.

Πρόκειται για το εμβληματικό βιβλίο Η μεταμόρφωση της Ελλάδας μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο (The Metamorphosis of Greece Since World War II) του βραβευμένου με το αμερικανικό Εθνικό Βραβείο Βιβλίου και βαθύ γνώστη της ελληνικής Ιστορίας, καθηγητή Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο του Σικάγου William H. McNeill. Προϊόν μακροχρόνιας μελέτης και παρατήρησης του McNeill πάνω στην Ελλάδα του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου και της μεταπολεμικής εποχής, το βιβλίο πρωτοεκδόθηκε στις ΗΠΑ το 1979 και έκτοτε παραμένει θεμελιώδες ανάγνωσμα για όποιον θέλει να κατανοήσει πώς και πόσο ριζικά άλλαξε η Ελλάδα από τις τεκτονικές συγκρούσεις του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, τον Εμφύλιο, την Ανασυγκρότηση, την ένταξη στο νέο διεθνές σύστημα και την οικονομική ανάπτυξη. Παράδοση και εκσυγχρονισμός, εθνικές ιδιαιτερότητες και ξένες επιδράσεις, κοινοτικές δομές και αστικοποίηση, τοπικές συμπεριφορές και ενιαία εθνικά πρότυπα αναλύονται με οξυδέρκεια και ακρίβεια που εκπλήσσει μέχρι σήμερα, τόσο ως επιστημονική πραγματεία όσο και ως μαρτυρία από πρώτο χέρι. Ο αναγνώστης βλέπει στις σελίδες του βιβλίου την Ελλάδα να μεταμορφώνεται καθώς ταξιδεύει με τον συγγραφέα σε διαφορετικούς χρόνους με μικρή απόσταση μεταξύ τους. Στη σύγκριση βλέπει μια Ελλάδα αρκετά όμοια με τη χώρα που γνώρισε, μα λίγο πίσω της στον χρόνο στέκει μια πατρίδα με εμφανώς διαφορετικά χαρακτηριστικά, που φαντάζει σαν μακρινή ανάμνηση ακόμα και για τις μεταπολεμικές γενιές, αλλά παραμένει παρούσα σήμερα σε έθιμα, μνημεία, τοπωνύμια, σε κοινωνικά αιτήματα και σε πολιτικές αποφάσεις. Το βιβλίο του McNeill προσφέρει ένα συναρπαστικό ψυχογράφημα της χώρας, εξαιρετικά επίκαιρο στις μέρες μας, όπου ο αναγνώστης αναζητεί στην Ιστορία απαντήσεις για τις αβεβαιότητες της εποχής μας. Θα κυκλοφορήσει τον Οκτώβριο του 2017 σε μετάφραση Νίκου Ρούσσου με πρόλογο του καθηγητή Πολιτικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο Yale Στάθη Καλύβα.

Μια άλλη –λιγότερο συνειδητοποιημένη– πτυχή του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου πραγματεύεται το βιβλίο Αιματοβαμμένες Χώρες: Η Ευρώπη μεταξύ Χίτλερ και Στάλιν (Bloodlands: Europe between Hitler and Stalin) του σπουδαίου ιστορικού Timothy Snyder, μαθητή και αργότερα στενού συνεργάτη του πρόωρα χαμένου Tony Judt. Μετά την κυκλοφορία του δοκιμίου Απέναντι στην Τυραννία, οι Εκδόσεις Παπαδόπουλος παρουσιάζουν την ιστορική μελέτη του καθηγητή του πανεπιστημίου του Yale, η οποία αποκαλύπτει τις προμελετημένες πολιτικές εξόντωσης που εφάρμοζαν για δεκαετίες το σοβιετικό και το ναζιστικό καθεστώς, εξολοθρεύοντας δεκατέσσερα εκατομμύρια ανθρώπους στην Κεντρική Ευρώπη, στις αχανείς πεδιάδες μεταξύ Βερολίνου και Μόσχας. Όπως σημειώνεται στην κριτική του New York Times Book Review «Ο Snyder μάς υποχρεώνει να κοιτάξουμε κατάματα το πλήρες φάσμα της καταστροφής που διέπραξε πρώτα το σταλινικό και στη συνέχεια το χιτλερικό καθεστώς». Συνδυάζοντας την εξονυχιστική έρευνα με το βαθιά ανθρώπινο ύφος, ο συγγραφέας κατορθώνει να ρίξει φως σε μία από τις πιο ερεβώδεις περιόδους της ευρωπαϊκής Ιστορίας και φανερώνει για ακόμη μία φορά τον καταστροφικό τρόπο λειτουργίας των ολοκληρωτικών καθεστώτων.

Το φθινόπωρο του 2017 θα κυκλοφορήσουν επίσης δύο ενδιαφέρουσες συλλογές κειμένων: Η πρώτη φέρει τον τίτλο Κρίση και Ακρισία: 65 κείμενα για μια ταραγμένη δεκαετία και περιλαμβάνει άρθρα του γνωστού δημοσιογράφου Πάσχου Μανδραβέλη που δημοσιεύθηκαν στην εφημερίδα Καθημερινή. Τα κείμενα του βιβλίου εστιάζουν στην πορεία και την ανάλυση της ελληνικής οικονομικής κρίσης και στις συνέπειές της στην κοινωνία. Η δεύτερη συλλογή, με τίτλο Επιχειρήματα Ελευθερίας, αποτελείται από κείμενα του αναπληρωτή καθηγητή Φιλοσοφίας Δικαίου & Θεωρίας Θεσμών Αριστείδη Χατζή και αποτελεί ουσιαστικά έναν οδηγό εφαρμογής του Φιλελευθερισμού, μέσα από τον σχολιασμό καίριων ζητημάτων της ελληνικής και διεθνούς επικαιρότητας.

 

Μετρώντας επτά τίτλους ήδη, η νέα σειρά βιβλίων αναφοράς ΜΙΚΡΕΣ ΕΙΣΑΓΩΓΕΣ συνεχίζει την ήδη επιτυχημένη πορεία της, με την κυκλοφορία νέων τίτλων που αποσκοπούν στην κάλυψη περισσότερων τομέων γνώσης, δίνοντας περιεκτικές και εμπεριστατωμένες απαντήσεις σε ερωτήματα που αφορούν ποικίλα πεδία των ενδιαφερόντων μας. Οι τίτλοι που έχουν προγραμματιστεί για κυκλοφορία από τον Οκτώβριο του 2017 ως τον Φεβρουάριο του 2018 είναι οι εξής:

Αθήνα: Οι αρχές του 21ου αιώνα Νίκος Βατόπουλος
Ζωγραφική και ιστορία (Το πρώτο μισό του 20ού αιώνα) Θάνος Βερέμης

Ηλιακές εκλάμψεις, Διαστημικός καιρός Μανώλης Γεωργούλης

Μικρασιατική Καταστροφή Ιάκωβος Μιχαηλίδης
Δύση & Ελλάδα Κωνσταντίνα Μπότσιου

Ηγεσία Δημήτρης Μπουραντάς
Τράπεζες στην κρίση Γιάννης Παπαδογιάννης
Πολιτική έρευνα & κοινή γνώμη Γιώργος Σιάκας

Ελληνικό κράτος στον 20ό αιώνα Δημήτρης Π. Σωτηρόπουλος

Συντάξεις Πλάτων Τήνιος

Τουρκία: Τα γεωπολιτικά Κωνσταντίνος Φίλης
Θεσμοί και οικονομία
Αριστείδης Χατζής
Λαϊκισμός
Άγγελος Χρυσόγελος

Στη σειρά με σημαντικά κλασικά κείμενα Μικρά Διαχρονικά, την οποία διευθύνει η Κατερίνα Σχινά, θα κυκλοφορήσει το πρώτο δοκίμιο για τη γυναικεία χειραφέτηση που εκδόθηκε ποτέ. Είναι το πρωτοποριακό δοκίμιο Υπεράσπιση των δικαιωμάτων της γυναίκας της Mary Wollstonecraft, μητέρας της Mary Shelley, φιλοσόφου και πρώιμης φεμινίστριας, στο οποίο διατυπώνεται το πρώτο συστηματικό επιχείρημα για τα πολιτικά δικαιώματα των γυναικών. Στην ίδια σειρά θα κυκλοφορήσει το αντιπολεμικό δοκίμιο του Herman Hesse H επιστροφή του Ζαρατούστρα, που εκδόθηκε μετά το πέρας του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου και καλούσε τους νέους της Γερμανίας να αποτινάξουν τον εθνικισμό και τον μιλιταρισμό ο οποίος οδήγησε την πατρίδα τους στην άβυσσο, καθώς και το πρωτοποριακό κείμενο του Charles Baudelaire Ο ζωγράφος του σύγχρονου κόσμου.

 

Εκδόσεις ΚΡΙΤΙΚΗ:

René Descartes , Τα πάθη της ψυχής

Επίμετρο: Jean Luc-Marion , Μετάφραση: Γιάννης Πρελορέντζος, Επιστημονική επιμέλεια: Δημήτρης Κοτρόγιαννος

Tα πάθη της ψυχής είναι το τελευταίο έργο του Καρτέσιου. Εδώ ο σημαντικός γάλλος στοχαστής επιχειρεί τη συστηματική θεμελίωση της ηθικής. Κατά τον Καρτέσιο, η προέλευση των παθών όσο και των αρετών είναι κοινή και έλκεται από ένα πάθος, τον θαυμασμό, ο οποίος συνιστά τρόπο συμπεριφοράς που συνδέεται με τη σκέψη. Η τελική έκφραση μιας εκτεταμένης σειράς παθών, με ποικίλους τόνους, αποχρώσεις, εντάσεις και συνθέσεις, είναι η γενναιοφροσύνη, η οποία εξαρτάται από το πάθος της εκτίμησης. Η αρχή του νήματος που ξετυλίγεται μέχρι τη μετατροπή των παθών στην αρετή της γενναιοφροσύνης δίνει το στίγμα μιας ορθολογιστικής ηθικής στάσης, εκφράζοντας την αισιοδοξία του Καρτέσιου για τη δυνατότητα επικράτησης του Λόγου στην ανθρώπινη συμπεριφορά, που ισοδυναμεί με την ορθή χρήση της ελεύθερης βούληση, πράγμα που με τη σειρά του συνιστά το υπέρτατο αγαθό και το νόημα της αυτονομίας.

Τέτα Παπαδοπούλου, Για τον Κορνήλιο Καστοριάδη: «Είμαστε υπεύθυνοι για την ιστορία μας»

Τον Δεκέμβριο του 2017 συμπληρώνονται είκοσι χρόνια από τον θάνατο του Κορνήλιου Καστοριάδη (26.12.1997). Με αφορμή αυτή την επέτειο, το βιβλίο της δημοσιογράφου Τέτας Παπαδοπούλου δίνει ερεθίσματα που εξοικειώνουν τον αναγνώστη με την πολυδιάστατη και συναρπαστική σκέψη του Καστοριάδη: τις βασικές φιλοσοφικές του ιδέες, την αντίληψή του για τη Δημοκρατία, τις θέσεις του για την κρίση των σύγχρονων δυτικών κοινωνιών. Δραματικά επίκαιρες είναι και οι επισημάνσεις του για τη σύγχρονη ελληνική κατάσταση: από την «αντιφατική και ψυχοπαθολογική σχέση μας με τον δυτικοευρωπαϊκό πολιτισμό» έως τη γνωστή και βολική επίκληση ότι ο ελληνικός λαός δεν ευθύνεται για όσα του συμβαίνουν. Ο Έλληνας στοχαστής τονίζει ότι «ο ελληνικός λαός –όπως και κάθε λαός– είναι υπεύθυνος για την ιστορία του, συνεπώς, είναι υπεύθυνος και για την κατάσταση στην οποία βρίσκεται σήμερα». Το βιβλίο αποτελείται από τρία μέρη. Στο πρώτο μέρος, περιλαμβάνονται συνεντεύξεις του Κορνήλιου Καστοριάδη στην Τέτα Παπαδοπούλου. Στο δεύτερο, ακολουθεί μια ενότητα με παρεμβάσεις και ομιλίες του. Στο τρίτο, γράφουν για εκείνον προσωπικότητες που συνδέθηκαν στενά μαζί του, όπως ο Οκτάβιο Πας, ο Πιερ Βιντάλ-Νακέ, ο Άνταμ Μίχνικ, ο Ντανιέλ Κον-Μπεντίτ.

Andrew Shorten, Σύγχρονη πολιτική θεωρία, Επιμέλεια: Δημήτρης Χαραλάμπης, Μετάφραση: Γιώργος Χρηστίδης

Στο βιβλίο παρουσιάζονται οι σημαντικότερες θέσεις και οι βασικές έννοιες της σύγχρονης πολιτικής θεωρίας. Ο συγγραφέας καλύπτει μεγάλο εύρος θεμάτων και διερευνά ερωτήματα όπως:
Ποιες μορφές οργάνωσης της πολιτικής κοινότητας στηρίζουν πιο αποτελεσματικά τη δημοκρατία;
Έχουν οι πολίτες των πλούσιων κοινωνιών καθήκον να εξαλείψουν την παγκόσμια φτώχεια;
Ποια πρόσωπα ή θεσμοί πρέπει να είναι αρμόδιοι σε θέματα ανθρωπίνων δικαιωμάτων;
Αρχικά παρουσιάζονται οι αντικρουόμενες προσεγγίσεις στα κύρια ζητήματα της πολιτικής θεωρίας και στη συνέχεια συγκρίνονται και αναλύονται εμπλουτίζοντας τη σχετική επιστημονική συζήτηση. Τα συνοδευτικά πλαίσια διαλόγου παρουσιάζουν τις επιδράσεις που έχουν στην ασκούμενη πολιτική οι διάφορες θεωρητικές προσεγγίσεις, τις οποίες έχουν αναπτύξει στοχαστές όπως οι John Rawls, Susan Okin, Isaiah Berlin, Jane Mansbridge, Will Kymlicka κ.ά.
Δίνοντας μια εμπεριστατωμένη επισκόπηση του τοπίου της σύγχρονης πολιτικής θεωρίας με τρόπο ζωντανό και συναρπαστικό, το βιβλίο θα εξοπλίσει τους φοιτητές με τα εργαλεία που χρειάζονται για την ανάλυση σύνθετων ζητημάτων, καθοριστικών του συλλογικού πολιτικού μας βίου.

Αθανάσιος Τζιμογιάννης, Ηλεκτρονική μάθηση, Θεωρητικές προσεγγίσεις και εκπαιδευτικοί σχεδιασμοί

Αξιοποιώντας την πολυετή ερευνητική και διδακτική του εμπειρία, ο συγγραφέας προτείνει την ολοκληρωμένη θεώρηση των τεχνολογικών, παιδαγωγικών και οργανωτικών παραγόντων, οι οποίοι διαμορφώνουν καλές πρακτικές σχεδιασμού και υλοποίησης προγραμμάτων ηλεκτρονικής μάθησης για τη σχολική και την ανώτατη εκπαίδευση, την επαγγελματική κατάρτιση εκπαιδευτικών και τη διά βίου μάθηση. Επιπλέον, υιοθετώντας τη φιλοσοφία της ανοικτής μάθησης και της οικοσυστημικής θεώρησης της εκπαίδευσης, προτείνει σχεδιασμούς οι οποίοι αξιοποιούν ανοικτούς και κατανεμημένους εκπαιδευτικούς πόρους, τη δικτύωση και τη συλλογική σκέψη των συμμετεχόντων, καθώς και πρακτικές κοινοτήτων μάθησης. Η θεωρητική προβληματική θεμελιώνεται στην παραδοχή ότι η ηλεκτρονική μάθηση είναι διερευνητική, συνεργατική, αυτορρυθμιζόμενη, αναδυόμενη, κατανεμημένη, ευέλικτη και πανταχού παρούσα.
Ο τόμος απευθύνεται τόσο σε έμπειρους διδάσκοντες και σχεδιαστές εκπαιδευτικών προγραμμάτων όσο και σε εκπαιδευτικούς που επιθυμούν να σχεδιάσουν τα δικά τους αυθεντικά ηλεκτρονικά μαθήματα ή προγράμματα θεμελιώνοντας τους σχεδιασμούς τους σε στέρεες παιδαγωγικές αρχές και θεωρητικά πλαίσια. Αποτελεί επίσης ένα βιβλίο αναφοράς, με πληθώρα παραδειγμάτων και βιβλιογραφικών παραπομπών, χρήσιμο σε προπτυχιακούς και μεταπτυχιακούς φοιτητές, καθώς και σε νέους ερευνητές που ενδιαφέρονται να εντάξουν τεκμηριωμένα μεθόδους ηλεκτρονικής μάθησης στις εκπαιδευτικές τους πρακτικές.

 

 

 

ΠΟΙΗΣΗ:

 

Εκδόσεις ΙΚΑΡΟΣ:

 

Γιάννης Μεταξάς: Μετά όμως, μετά…

H νέα του ποιητική συλλογή του Γιάννη Μεταξά με τρεις ζωγραφιές του Γιάννη Ψυχοπαίδη. Ο Γιάννης Μεταξάς, ομότιμος καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης, ιδρυτής τού Εργαστηρίου Πολιτικής Επικοινωνίας του Πανεπιστημίου Αθηνών και τακτικό μέλος της Ευρωπαϊκής Διακλαδικής Ακαδημίας των Επιστημών (Académie Européenne Interdisciplinaire des Sciences), έχει δημοσιεύσει πλήθος επιστημονικών βιβλίων και την ποιητική συλλογή Κατά καιρούς (Γαβριηλίδης, 2011).

 

Γιώργος Κ. Ψάλτης: Εσένα

Ο Γιώργος Κ. Ψάλτης επανέρχεται με το νέο του ποιητικό βιβλίο με τίτλο Εσένα. Έχει εκδώσει τρεις ποιητικές συλλογές στον Ίκαρο: Επιστροφή στην ενιαία χώρα (2008), Μη σκάψετε παρακαλώ εδώ είναι θαμμένος ένας σκύλος (2011),  και Παναγιές Ελένες (2014). Το θεατρικό του έργο Σπόροι παπαρούνας (Εκδόσεις Κουκούτσι, 2015) παρουσιάστηκε στο Αναλόγιο 2015 (Θέατρο Τέχνης). Συνεργάζεται με καλλιτέχνες στη δημιουργία έργων. Κείμενά του έχουν δημοσιευθεί σε λογοτεχνικά έντυπα και ιστοσελίδες.

 

Εκδόσεις ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ:

 

Ντίνος Σιώτης,  Ωροσκόπια νεκρών

Σε έναν κόσμο ρημαγμένο από τις αυταπάτες και την εικονική πραγματικότητα, η συλλογή Ωροσκόπια νεκρών είναι ένας διάλογος μεταξύ ζώντων και τεθνεώτων, όπου οι ζωντανοί λένε τα πάθη τους στους νεκρούς και οι νεκροί τα λάθη τους στους ζωντανούς. Εκτός κινδύνου ύστερα από σοβαρό τροχαίο, οι νεκροί, μέσω του ωροσκόπου τους, συνομιλούν με τη ζωή σε ένα παράλληλο με το δικό μας σύμπαν, διεκδικώντας το δικό τους μέλλον στην μετά θάνατον ζωή. Η συλλογή θέτει εκ νέου το ζήτημα της αποστολής της ποίησης: να πηγαίνει κατ’ ευθείαν στη ρίζα των πραγμάτων και της ουσίας της ζωής. Τα Ωροσκόπια νεκρών συνδυάζουν βιωμένες εμπειρίες με ζωδιακές εκμυστηρεύσεις, αναπτύσσοντας μια σειρά από ενοποιημένα ποιήματα όπου βασιλεύουν η ειρωνεία, ο ρεαλισμός, ο λυρισμός, o ρομαντισμός, ο (αυτο)σαρκασμός και η νοσταλγία που αφήνει πίσω του μέλλον, υποβάλλοντας έναν κόσμο. Εδώ έχομε ποιήματα με πικρό χιούμορ και παιγνιώδη διάθεση που, κατά τον Νάνο Βαλαωρίτη, «μας γοητεύουν και μας εξυψώνουν, ποιήματα κομψά που συναποτελούν μια ενότητα αφηγηματική με γλώσσα κοφτερή και ύφος υποδειγματικό».

 

Εκδόσεις ΚΕΔΡΟΣ:

 

ΚΩΣΤΗΣ ΠΑΛΑΜΑΣ – Ανθολογία , ανθολόγηση: Κώστας Χατζηαντωνίου

 Ανθολογία 1970 (προσωρινός τίτλος), ανθολόγηση: Βαγγέλης Χατζηβασιλείου

 ΝΤΙΝΟΣ ΣΙΩΤΗΣ – Ποιήματα 1969-1999

 

 

Εκδόσεις ΚΙΧΛΗ:

Τίτος Πατρίκιος, «Ποιήματα 1943-2012» (ποιητικά Άπαντα)

 

Εκδόσεις ΑΝΤΙΠΟΔΕΣ:

Στέργιος Μήτας, Θοδωρής Ρακόπουλος, Αντώνης Ψάλτης, Ξέρετε το τέλος (ποίηση)

Ένα ποιητικό παιχνίδι για έξι χέρια από τρεις σημαντικούς νέους ποιητές.

 

Εκδόσεις ΠΑΤΑΚΗ:

Μιλημένο νερό, Συγγραφέας: Ακριβή Κακλαμάνη

Κατέφυγε σε μύθους για πρόσχημα, έψαξε στη ζωγραφική για αποδείξεις, στους ξένους στίχους για στήριξη, έστησε ιστορίες για δύο, βρήκε φωτογραφίες για εμφάνιση, μα πάλι κάτι έλειπε. Δεν πειράζει, σκέφτηκε και συνέχισε να γράφει.

 

Εκδόσεις ΜΕΛΑΝΙ:

Μυρσίνη Γκανά «Τα πέρα μέρη»

 

 

 

ΠΑΙΔΙΚΟ ΒΙΒΛΙΟ:

 

 

Εκδόσεις ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ:

 

Η αρχή του φθινοπώρου έχει συνδυαστεί με την επιστροφή στα θρανία. Για αυτό και οι Εκδόσεις Παπαδόπουλος κυκλοφορούν το βιβλίο Το σχολείο πάει σχολείο του Adam Rex, με εικονογράφηση του Christian Robinson και σε απόδοση του Αντώνη Παπαθεοδούλου. Σε αυτή την πρωτότυπη ιστορία οι μικροί αναγνώστες θα έχουν την ευκαιρία να βιώσουν την πρώτη μέρα στο σχολείο από την πλευρά του ίδιου του σχολείου, μια και το σχολείο δεν είναι ένα απλό κτίριο, αλλά ένας χώρος με σκέψεις, συναισθήματα και αντιδράσεις. Μια υπέροχη ιστορία για τη χαρά της μάθησης και της ανακάλυψης στη διάρκεια των παιδικών χρόνων.

Ο Αντώνης Παπαθεοδούλου όμως δεν μένει μόνο στον ρόλο του μεταφραστή: πήρε στα χέρια τη δημιουργική του πένα και παρέδωσε τον έκτο τίτλο της σειράς ΜΙΚΡΑ ΤΑΞΙΔΙΑ ΜΕ ΤΗ ΦΑΝΤΑΣΙΑ ΤΟΥ ΙΟΥΛΙΟΥ ΒΕΡΝ. Το νέο βιβλίο της σειράς είναι το Πέντε εβδομάδες με το αερόστατο ή η γνώση είναι περιπέτεια το οποίο θα κυκλοφορήσει τέλος Οκτωβρίου σε εικονογράφηση της Ίριδας Σαμαρτζή. Ο βραβευμένος συγγραφέας δίνει νέα πνοή στον Δόκτορα Φέργκιουσον, ο οποίος έχει ένα παράτολμο σχέδιο: να εξερευνήσει την καρδιά της Αφρικής, παρόλο που όσοι το έχουν ήδη προσπαθήσει συνάντησαν τρομερά εμπόδια και σταμάτησαν. Ο Δόκτορ Φέργκιουσον όμως έχει την πεποίθηση πως θα ξεπεράσει τα εμπόδια ακόμα κι αν όλοι διαφωνούν μαζί του! Η σειρά βιβλίων που έχει προκαλέσει παγκόσμια αίσθηση, αφού δικαιώματα έκδοσής της έχουν πουληθεί σε χώρες όπως η Κίνα και η Ισπανία, συνεχίζεται με την πιο συναρπαστική και περιπετειώδη ιστορία!

 

Μια άλλη πετυχημένη σειρά των Εκδόσεων Παπαδόπουλος που αποκτά νέο τίτλο στις αρχές Οκτωβρίου είναι Η ΠΡΩΤΗ ΜΟΥ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ του Φίλιππου Μανδηλαρά. Αυτή τη φορά τα συνδυασμένα με δραστηριότητες ευφάνταστα στιχάκια του γνωστού συγγραφέα εξυμνούν τη θεά Αφροδίτη. Ποια ήταν η θεά της ομορφιάς και ποιες περιπέτειες έχει να μας διηγηθεί; Την έξοχη εξιστόρηση, σε ελεύθερη ομοιοκαταληξία, συμπληρώνουν ιδανικά οι μοντέρνες και χιουμοριστικές εικόνες της Ναταλίας Καπατσούλια.

 

Παραμένοντας στις σειρές βιβλίων, ακολουθεί μια «μεταγραφή» από την παιδική λογοτεχνία καθώς μετά τα μυθιστορήματα Θαύμα (Wonder) και Ο Όγκι κι εγώ (Auggie & me), θα κυκλοφορήσει το εικονογραφημένο βιβλίο Είσαι ένα θαύμα (We’re all wonders) της R.J. Palacio. Η ιστορία του Όγκι, του συνηθισμένου παιδιού με το ασυνήθιστο πρόσωπο, έχει συγκινήσει πλήθος αναγνωστών ανά τον κόσμο για αυτό και μετρά πωλήσεις που υπερβαίνουν τα 5 εκατομμύρια αντίτυπα. Αυτή τη φορά η Palacio δημιούργησε μια εικονογραφημένη περιπέτεια με πρωταγωνιστές τον Όγκι και τη σκυλίτσα του Ντέιζι, ώστε να δώσει την ευκαιρία και σε μικρότερης ηλικίας αναγνώστες να γνωρίσουν τον κόσμο του Όγκι, που νιώθει κανονικός παρόλο που οι άλλοι δεν τον βλέπουν έτσι. Μια εξαιρετική ιστορία που θα αποτελέσει την αφορμή ώστε γονείς και δάσκαλοι να μιλήσουν στα παιδιά για τη συμπόνοια, την ευγένεια και τη διαφορετικότητα. Η ιστορία του Όγκι έχει μεταφερθεί και στη μεγάλη οθόνη με πρωταγωνιστές την Julia Roberts, τον Owen Wilson και τον Jacob Tremblay. Η ταινία αναμένεται να προβληθεί στην Ελλάδα στο τέλος του 2017.

 

Στις εικονογραφημένες ιστορίες για παιδιά από 4 ετών και άνω θα προστεθεί και εκείνη του Φρεντ, ενός πολύ ξεχασιάρη ελέφαντα που για καλή του τύχη έχει φίλο ένα μαϊμουδάκι, το οποίο είναι πάντα εκεί για να του θυμίζει τι ήταν αυτό που ήθελε να κάνει! Όλα βέβαια έχουν ένα τίμημα: Θα μπορέσει ο Φρεντ να θυμηθεί τι είχε να κάνει πριν αναγκαστεί να ξεφλουδίσει ένα εκατομμύριο μπανάνες για τον φίλο του; Το Τώρα το θυμήθηκα (FRED Forgets) του Jarvis είναι το δεύτερο βιβλίο ενός πολύ ιδιαίτερου δημιουργού, ο οποίος ήταν εξαιρετικά πολυπράγμων πριν ανακαλύψει την πραγματική του κλίση, εκείνη του συγγραφέα και εικονογράφου παιδικών βιβλίων.

 

Την εκδοτική σκυτάλη από τον ελέφαντα και τη μαϊμού παίρνουν τρεις πολικές αρκούδες που βρίσκονται ξαφνικά στη μέση του ωκεανού, ταξιδεύοντας πάνω σε ένα ολοένα και πιο μικρό κομμάτι πάγου. Οι αρκούδες επισκέπτονται διάφορα νησιά στα οποία κατοικούν αγελάδες, ένα πάντα και καμηλοπαρδάλεις, αναζητώντας καταφύγιο. Παρακαλούν τα ζώα να τις δεχτούν στο νησί τους, κάθε φορά, όμως, παίρνουν αρνητική απάντηση. Στο τέλος, βρίσκουν ένα νησί ολόδικό τους. Άραγε θα δεχτούν να φιλοξενήσουν άλλα ζώα σε αυτό; Το βιβλίο Καλωσήρθατε (Welcome), σε κείμενο και εικονογράφηση του Barroux, είναι μια αστεία και συνάμα ευαίσθητη ιστορία με σπουδαία μηνύματα για την κλιματική αλλαγή και τη φιλοξενία προσφύγων.

 

Τον Οκτώβριο θα εκδοθεί μια όμορφη ιστορία με τίτλο Το λευκό λιοντάρι (The Snow Lion) του βραβευμένου συγγραφέα Jim Helmore, σε εικονογράφηση του μοναδικού Richard Jones. H μικρή ηρωίδα του βιβλίου μετακομίζει με τη μαμά της σε νέο σπίτι, ξεκινά μια απρόσμενη φιλία με ένα λευκό λιοντάρι και σύντομα γίνονται αχώριστοι! Τι γίνεται όμως όταν έρθει η στιγμή που πρέπει μόνη να ανοίξει τα φτερά της; Τότε θα χρειαστεί τη βοήθεια του λευκού λιονταριού για να ανακαλύψει το θάρρος που κρύβει μέσα της! Μια καθησυχαστική ιστορία με μια στάλα μαγείας και ένα υπέροχο μήνυμα!

 

Τον Νοέμβριο θα κυκλοφορήσει το βιβλίο της Στέλλας Μιχαηλίδου με τίτλο Πού πήγε ο παππούς; Ένα βιβλίο για τον αποχαιρετισμό, μια γλυκιά και κατευναστική ιστορία σχεδιασμένη να βοηθήσει τα παιδιά κάθε ηλικίας να συμφιλιωθούν με την απώλεια ενός αγαπημένου προσώπου. Αξίζει να σημειωθεί πως την εικονογράφηση του βιβλίου έχει αναλάβει η Ισπανή εικονογράφος Mariona Cabassa που ζει στη Βαρκελώνη και έχει εικονογραφήσει περισσότερα από 40 ισπανικά βιβλία τα οποία έχουν εκδοθεί και σε άλλες γλώσσες, όπως τα πορτογαλικά, τα γαλλικά, τα ιταλικά και τα κινεζικά.

Το εκδοτικό πρόγραμμα των εικονογραφημένων βιβλίων για το 2017 θα ολοκληρωθεί με ένα φιλόδοξο εγχείρημα που έχει ως στόχο να φέρει σε επαφή τις μικρές αναγνώστριες και τους μικρούς αναγνώστες με ισχυρά γυναικεία πρότυπα. Μέσα από τις σελίδες του βιβλίου Ιστορίες για ατρόμητα κορίτσια – 40 μοναδικές Ελληνίδες σε κείμενο της Κατερίνας Σχινά, παρουσιάζονται σύντομα και περιεκτικά ιστορίες σημαντικών Ελληνίδων από την αρχαιότητα ως τη σύγχρονη εποχή. Γυναίκες που άφησαν το δικό τους σημάδι, εντυπωσίασαν με την τόλμη τους, άσκησαν επιρροή σε διάφορους τομείς και απέδειξαν πως το φύλο τους δεν στάθηκε ποτέ εμπόδιο, ακόμα και στους πιο σκοτεινούς καιρούς. Από την Υπατία και τη Σαπφώ ως την Πηνελόπη Δέλτα, την Αμαλία Φλέμινγκ και την Ελένη Γλύκατζη Αρβελέρ, η συγγραφέας και μια ομάδα γνωστών εικονογράφων θα γνωρίσουν με απλό και γλαφυρό τρόπο στα παιδιά σαράντα σπουδαίες γυναίκες που σίγουρα θα αποτελέσουν πηγή έμπνευσης για τα μικρά κορίτσια, σε μια εποχή που προβάλλει αμφιλεγόμενα πρότυπα και διφορούμενες επιλογές.

 

Το εκδοτικό πρόγραμμα του τελευταίου τετραμήνου της χρονιάς της παιδικής-εφηβικής λογοτεχνίας εγκαινιάζει στις αρχές Οκτωβρίου η μοναδική αφήγηση του Δρ. Σταμάτη Κριμιζή Ταξίδι στο Ηλιακό μας Σύστημα. Πρόκειται για μια συναρπαστική περιπέτεια εξερεύνησης από τον Ερμή μέχρι πέρα από το όριο του Ηλιακού Συστήματος. Καθηγητής πλανητικής επιστήμης στο πανεπιστήμιο Johns Hopkins των ΗΠΑ και μέλος της Ακαδημίας Αθηνών, ο Δρ. Κριμιζής διαδραμάτισε κορυφαίο ρόλο σε ιστορικές αποστολές της NASA όπως τα Voyager 1 και 2, Galileo, Ulysses, Cassini και New Horizons. Η αφήγηση της μαγευτικής αυτής περιπέτειας μπλέκεται στο βιβλίο με την ιστορία της ζωής του ίδιου του Σταμάτη Κριμιζή, που ξεκίνησε από τον Βροντάδο της Χίου για να γίνει πρωτοπόρος της διαστημικής εξερεύνησης! Ένα βιβλίο που βασίζεται στο υλικό των παρουσιάσεων που ο συγγραφέας πραγματοποιεί ακούραστα με κέφι σε σχολεία όλης της Ελλάδας, ξεσηκώνοντας τον ενθουσιασμό των μαθητών και των δασκάλων τους που βλέπουν ζωντανά, μπροστά στα μάτια τους, πόσα μπορεί να κατακτήσει ένα παιδί από μια μικρή γωνιά της Ελλάδας, βασιζόμενο αποκλειστικά στην ακαταπόνητη προσπάθεια, στην επιμέλεια και στο μυαλό του!

Ακολουθεί η απίστευτη, αληθινή ιστορία του William Kamkwamba, ο οποίος είναι Το αγόρι που δάμασε τον άνεμο (The boy who harnessed the wind). O Kamkwamba γεννήθηκε στο Μαλάουι, σε μια χώρα όπου η μαγεία κυριαρχούσε έναντι της επιστήμης, σε έναν τόπο που μαστίζεται ακόμα και σήμερα από την ξηρασία και την πείνα. Έχοντας αναγκαστεί να εγκαταλείψει τις σπουδές του αλλά όχι το όραμά του, ο Kamkwamba σε συνεργασία με τον Bryan Mealer εξιστορεί πώς, με τη βοήθεια ενός εγχειριδίου Φυσικής που βρήκε στη δημοτική βιβλιοθήκη, μερικά παλιοσίδερα και κάποια εξαρτήματα από παρατημένα τρακτέρ και ποδήλατα, κατόρθωσε να φτιάξει έναν ανεμόμυλο, προσφέροντας με αυτόν τον τρόπο, όταν το κατόρθωμά του έγινε γνωστό, στο χωριό του και σε μερικά γειτονικά, κάτι στο οποίο έχει πρόσβαση μόνο το 2% του πληθυσμού στο Μαλάουι: καθαρό νερό και ηλεκτρισμό. Ομιλητής στον διάσημο θεσμό που παρακολουθούν νέοι σε όλο τον κόσμο, τα TEDx Talks, ο William Kamkwamba, Το αγόρι που δάμασε τον άνεμο, έγραψε μια δυνατή, αυτοβιογραφική ιστορία για το ανθρώπινο πάθος, την ευρηματικότητα και την προσφορά που θα εμπνεύσει με τον πιο εποικοδομητικό τρόπο τους εφήβους. Το βιβλίο μετέφρασε η γνωστή συγγραφέας Αργυρώ Πιπίνη.

 

Με μια ακόμη αληθινή ιστορία εμπλουτίζεται το εκδοτικό πρόγραμμα της παιδικής λογοτεχνίας με το εικονογραφημένο μυθιστόρημα Χάτσικο (Hachiko. El gos que esperava) σε μετάφραση της Κλεοπάτρας Ελαιοτριβιάρη. O Καταλανός συγγραφέας Lluís Prats και η εικονογράφος Zuzanna Celej συνθέτουν με τον πλέον αριστουργηματικό και ατμοσφαιρικό τρόπο τη διαχρονική, αληθινή ιστορία του Χάτσικο, του σκύλου που κάθε βράδυ περίμενε καρτερικά στον σιδηροδρομικό σταθμό της Σιμπούγια να υποδεχτεί τον ιδιοκτήτη του, καθηγητή Ουένο, καθώς εκείνος επέστρεφε από το πανεπιστήμιο. Η ρουτίνα αυτή συνεχίστηκε απαρέγκλιτα εννιά χρόνια μετά τον θάνατο του καθηγητή Ουένο, ως το 1935 οπότε απεβίωσε και ο Χάτσικο. Η ιστορία του Χάτσικο ενέπνευσε και συνεχίζει να εμπνέει γλύπτες, συγγραφείς, σχεδιαστές κόμικ και κινηματογραφιστές, γιατί 80 χρόνια μετά τον θάνατό του εξακολουθεί να αποτελεί ένα δυνατό σύμβολο αφοσίωσης και υπομονής. Η συγκεκριμένη έκδοση, που κατορθώνει παράλληλα να μας ταξιδέψει στο Τόκιο μιας άλλης εποχής, έλαβε τη διάκριση White Ravens 2016 καθώς και το βραβείο παιδικού μυθιστορήματος Josep M. Folch i Torres 2014.

 

Το τέλος της εκδοτικής χρονιάς σημαίνει το ξεκίνημα για μια νέα παιδική σειρά μυστηρίου με πρωταγωνιστές τον ντετέκτιβ σκύλο Αρσέν και τη βοηθό του γάτα Φαντομά. Το Μυστήριο του εξαφανισμένου παπαγάλου είναι το πρώτο βιβλίο της σειράς Αρσέν και Φαντομά: Γραφείο Ιδιωτικότατων Ερευνών που υπογράφουν ο Κυριάκος Αθανασιάδης και η Κίκα Τσιλιγγερίδου, στο οποίο οι δύο πρωταγωνιστές καλούνται να διαλευκάνουν μια υπόθεση που απειλεί την ίδια της ύπαρξη του γραφείου τους. Η έρευνα ξεκινά, δίνοντας το εναρκτήριο λάκτισμα σε μια σειρά από σπαρταριστά γεγονότα και ανατροπές.

 

 

Εκδόσεις ΊΚΑΡΟΣ:

 

Drew Daywalt & Oliver Jeffers: Η μέρα που τα κραγιόνια τα παράτησαν, (The Day the Crayons Quit), Μετάφραση: Φίλιππος Μανδηλαράς

Το μόνο που ήθελε ο καημένος ο Ντάνκαν, ήταν να ζωγραφίζει. Όταν όμως άνοιξε την κασετίνα του, βρήκε ένα σωρό γράμματα που όλα τους έλεγαν το ίδιο: τα παρατάμε! Το Μπεζ είχε κουραστεί να είναι η σκιά του Καφέ. Το Μπλε χρειαζόταν ένα διάλειμμα μετά από τόση δουλειά ενώ το Ροζ ζητούσε απλώς να χρησιμοποιηθεί. Το Πράσινο δεν είχε παράπονα αλλά ζητούσε να φιλιώσουν το Κίτρινο με το Πορτοκαλί.

Τι μπορούσε να κάνει ο Ντάνκαν; Ο πρωτοεμφανιζόμενος Drew Daywalt και ο αγαπημένος εικονογράφος Oliver Jeffers δημιουργούν μια ολοζώντανη και ευφάνταστη ιστορία που θα κάνει τα παιδιά να ξεκαρδιστούν στα γέλια και να δουν με διαφορετικό μάτι τα κραγιόνια τους…

 

Αλεξία Βερνίκου:  Μέχρι τον ουρανό και πίσω, Εικονογράφηση: Σοφία Τουλιάτου

«Μέχρι τον ουρανό και πίσω». Τόσο αγαπούσε η Έλλη τη γιαγιά της, «και τρεις κωλοτούμπες» γιατί της είχε μεγάλη αδυναμία. Μαζί, περνούσαν πάντοτε καταπληκτικά!

Η παντοτινή αγάπη δεν χάνεται ό,τι και να γίνει. Την συντηρούν και την ενδυναμώνουν οι ωραιότερες αναμνήσεις.

Μια τρυφερή, συγκινητική ιστορία για το πως οι αγαπημένοι μας παραμένουν στην καρδιά μας σαν τον πολυτιμότερο θησαυρό.

Η Αλεξία Βερνίκου, M.A. Ψυχολόγος-Οικογενειακή Ψυχοθεραπεύτρια, και η πολυβραβευμένη εικονογράφος Σοφία Τουλιάτου, δημιούργησαν ένα εξαιρετικά τρυφερό παραμύθι για την αγάπη και την απώλεια που δεν θα αφήσει ασυγκίνητο κανέναν.

 

Σειρά: Καράβια

Μαρία Αγγελίδου- Αντώνης Παπαθεοδούλου, Εικονογράφηση: Χρήστος Κούρτογλου

Οι δημιουργοί της σειράς βιβλίων «Καράβια», επανέρχονται με δύο νέους τίτλους:

  • Καράβια που έπαιξαν με τη φωτιά
  • Καράβια που ταξίδεψαν την περιέργεια

Καράβια πραγματικά και φανταστικά, της μυθολογίας και της λογοτεχνίας, της αρχαίας αλλά και πρόσφατης ιστορίας, μας καλούν να σαλπάρουμε μαζί τους σε ένα ταξίδι στο χώρο και το χρόνο, σε ένα ταξίδι όπου όλα μπορούν να ειπωθούν ως ιστορία ναυτική.

Τα δύο πρώτα βιβλία της σειράς έχουν διακριθεί από τον Κύκλο του Ελληνικού παιδικού βιβλίου, κι έχουν ενταχθεί στη διεθνή λίστα White Ravens.

 

Ιουλίτα Ηλιοπούλου-Γιώργος Κουρουπός, Εικονογράφηση: Γιάννης Κόττης

Μα πότε θα φθάσει αυτός ο Μάγος; ή Κάθε εμπόδιο για καλό

(Μουσικό παραμύθι για τα Χριστούγεννα)

Η ποιήτρια Ιουλίτα Ηλιοπούλου έγραψε και αφηγείται ένα ιδιαίτερο χριστουγεννιάτικο παραμύθι, μία νέα, ανατρεπτική εκδοχή της ιστορίας των Μάγων.

Η πρωτότυπη μουσική και τα τραγούδια του Γιώργου Κουρουπού παρακολουθούν τις αστείες, αλλά και παράξενες περιπέτειες του τέταρτου Μάγου, του Μάγου Αβασάλ, που όλο κάτι του τύχαινε, όλο κάποιον συναντούσε κι όλο καθυστερούσε να φτάσει στη φάτνη κοντά στον νιογέννητο Χριστό.

Η εικονογράφηση του βιβλίου έγινε από τον ζωγράφο Γιάννη Κόττη. Στην έκδοση περιλαμβάνεται και ένα CD με ηχογραφημένο το μουσικό παραμύθι.

 

 

Εκδόσεις ΜΙΝΩΑΣ:

 

Εξαιρετικά πλούσιο με πολλές νέες προτάσεις είναι το εκδοτικό πρόγραμμα των παιδικών βιβλίων για τα Χριστούγεννα του 2017.

Στη σειρά Γαλάζια Βιβλιοθήκη θα προστεθεί τον Σεπτέμβριο ο Ασπροδόντης του Τζακ Λόντον, μια εντυπωσιακή περιπέτεια, ένα εξαιρετικά συγκινητικό βιβλίο, ένα μεγάλο μέρος του οποίου είναι γραμμένο από τη σκοπιά του μικρού λύκου, δίνοντας έτσι τη δυνατότητα στους μικρούς αναγνώστες να εξερευνήσουν τον τρόπο με τον οποίο βλέπουν τα ζώα την άγρια φύση, αλλά και τους ανθρώπους. Ένα κλασικό βιβλίο παιδικής και νεανικής λογοτεχνίας που έχει αγαπηθεί από μικρούς και μεγάλους.

Στην κατηγορία της παιδικής λογοτεχνίας που απευθύνεται σε παιδιά 10+, η Κέλλυ Αλχανάτη-Παπούλη παρουσιάζει ένα πρωτότυπο βιβλίο με ιστορίες καθημερινής διαδικτυακής τρέλας. To Κάνε Like, με την άμεση γραφή του και τους απολαυστικούς, ρεαλιστικούς διαλόγους, αγγίζει το θέμα της ολοένα και στενότερης σχέσης των παιδιών με το διαδίκτυο.

Στην επιτυχημένη σειρά ΓΝΩΡΙΖΩ ΤΗ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ, που απευθύνεται σε παιδιά ηλικίας 3 έως 6 ετών, προστίθεται ο Δαίδαλος και ο Ίκαρος με κείμενα της γνωστής συγγραφέως παιδικών βιβλίων Ιωάννας Μπαμπέτα και του εικονογράφου Θάνου Τσίλη. Η σειρά θα συνεχίσει να εμπλουτίζεται συνεχώς με νέους τίτλους και στις επόμενες εκδοτικές περιόδους.

Στη σειρά Σύγχρονο Παραμύθι, για παιδιά ηλικίας 3+, υποδεχόμαστε από τη νηπιαγωγό Κωνσταντίνα Αρμενιάκου ένα ονειρεμένο παραμύθι (εικόνες: Αιμιλία Κονταίου). Στο βιβλίο Δε μ’ αρέσει τ’ όνομά μου ο μικρός Ζαχαρίας θέλει να αλλάξει το όνομά του γιατί… δεν του αρέσει! Τα παιδιά στο σχολείο τον κοροϊδεύουν ώσπου ο Ζαχαρίας ανακαλύπτει ότι όλα τα ονόματα έχουν το γλυκό τους μυστικό.

Το ετήσιο εκδοτικό πρόγραμμα περιλαμβάνει επίσης νέες κυκλοφορίες απίθανων βιβλίων ζωγραφικής, δραστηριοτήτων, βιβλίων με παζλ και αυτοκόλλητα, με όλους τους αγαπημένους ήρωες των παιδιών και σημαντικές αποκλειστικότητες!

 

Συγκεκριμένα για το β΄ εξάμηνο του 2017 οι εκδόσεις Μίνωας έχουν εξασφαλίσει δύο πολύ σημαντικές άδειες αποκλειστικής έκδοσης βιβλίων.

Η πρώτη αφορά τον πλέον αγαπημένο μάστορα των παιδιών: ο Μπομπ ο Μάστορας και η φανταστική παρέα του επιστρέφουν ανανεωμένοι και στον χώρο των εκδόσεων (η τηλεοπτική σειρά προβάλλεται ήδη από τη συχνότητα του Star). Από 1η Οκτωβρίου, αποκλειστικά από τις εκδόσεις Μίνωας σε συνεργασία με τη Mattel, ο καλύτερος και πιο αγαπητός μάστορας του κόσμου θα μαθαίνει στους μικρούς μας φίλους τι σημαίνουν φιλία, συνεργασία και θετική ενέργεια και θα τους κρατάει την καλύτερη συντροφιά μέσα από πολλές διασκεδαστικές κατασκευές και απίθανες περιπέτειες.

Περνώντας στη δεύτερη αποκλειστικότητά μας, τον Οκτώβριο αναμένεται να κυκλοφορήσει από τις εκδόσεις μας η ιστορία του Μικρού Πρίγκιπα ειδικά διασκευασμένη για παιδιά από τον γνωστό συγγραφέα και μεταφραστή Φίλιππο Μανδηλαρά. Θα ακολουθήσουν σύντομα περισσότερες νέες βιβλιοπροτάσεις βασισμένες στο διαχρονικό παραμύθι του Αντουάν ντε Σαιντ-Εξιπερί και στον ήρωα που έχουν αγαπήσει μικροί και μεγάλοι σε ολόκληρο τον κόσμο, κάνοντας τον Μικρό Πρίγκιπα το πιο πολυδιαβασμένο και πολυμεταφρασμένο βιβλίο παγκοσμίως!

Αποκλειστικά από τις εκδόσεις μας κυκλοφορούν, επίσης, τα βιβλία της ταινίας Εγώ ο Απαισιότατος 3 της Universal, που προβάλλεται την περίοδο αυτή στους κινηματογράφους. Η τρίτη ταινία της σειράς αποτελεί μια διασκεδαστική κινηματογραφική προσθήκη στον κόσμο των Μίνιον. Στα βιβλία αλλά και στην ταινία βλέπουμε τον γνωστό μας Γκρου να ανακαλύπτει τον μέχρι τώρα άγνωστο δίδυμο αδερφό του και να μπαίνει σε νέες περιπέτειες. Από τις περιπέτειες αυτές δεν θα μπορούσαν ασφαλώς να λείπουν τα αγαπημένα μας κίτρινα πλασματάκια, τα Μίνιον. Η ταινία έχει ήδη κλέψει τις καρδιές μικρών και μεγάλων και σημειώνει μεγάλη εισπρακτική επιτυχία!

Επίσης, τον Νοέμβριο, μαζί με την πρεμιέρα της νέας ταινίας Coco της Disney*Pixar, αναμένονται τα ομώνυμα βιβλία από τις εκδόσεις Μίνωας. Πρωταγωνιστής της επηρεασμένης από μεξικανικές παραδόσεις ταινίας είναι ο δωδεκάχρονος Μιγκέλ που λατρεύει τη μουσική και θέλει να γίνει μουσικός, αλλά αντιμετωπίζει ένα σοβαρό πρόβλημα: η οικογένειά του μισεί οτιδήποτε έχει σχέση με αυτή. Θα καταφέρει να κάνει το όνειρό του πραγματικότητα χωρίς να έρθει σε σύγκρουση με την οικογένειά του;

 

Εκδόσεις ΚΑΛΕΝΤΗ:

 

Στην παιδική λογοτεχνία θα κυκλοφορήσει το βιβλίο του Χρήστου Μπουλώτη «Ο ρακοσυλλέκτης γάτος Μπαμ-Μπουμ και το φεγγάρι» (6+), σε εικονογράφηση της Φωτεινής Στεφανίδη.

Η ζωή του γάτου Μπαμ-Μπουμ στην πλατεία είναι γεμάτη από χρώματα και από μια υπέροχη παρέα: τη ρακοσυλλέκτρια κυρία Ρίνα, που κάποτε ήταν μεγάλη ηθοποιός, τον κύριο Ευτύχιο, τον ταλαντούχο δάσκαλο που μαζεύει από τα σκουπίδια μόνο εφημερίδες και από τις λέξεις των κακών ειδήσεων φτιάχνει χαρούμενα ποιήματα, και τον φίλο του τον Νικόλα, το αγόρι με τα μπλε μάτια που μένει στην μπλε πολυκατοικία. Κάποια μέρα ο γάτος Μπαμ-Μπουμ θα συναντήσει έναν άγνωστο γάτο, που έρχεται από μακριά, γιατί στην πατρίδα του γίνεται χρόνια τώρα πόλεμος…

Η ελπίδα για ειρήνη και ευτυχία, η αναζήτηση ταυτότητας και ανθρωπιάς μέσα από την απολαυστική διήγηση του Χρήστου Μπουλώτη και τον εύγλωττο χρωστήρα της Φωτεινής Στεφανίδη.

 

«Η καρδιά του βασιλιά» (6+), της Μαριβίτας Γραμματικάκη, σε εικονογράφηση της Κατερίνας Βερούτσου και μουσική του Νίκου Ξανθούλη (σειρά: Οι περιπέτειες του Ασηλάμπα Ντελασύ).

Το τρίτο βιβλίο (με cd) της σειράς Οι περιπέτειες του Ασηλάμπα Ντελασύ, με ήρωα τον αγαθό γίγαντα που δεν έλεγε ποτέ όχι σε κανέναν. Αυτή τη φορά ο Ασηλάμπα πρέπει να βρει για λογαριασμό του βασιλιά της Ουρανοχώρας την καλύτερη γυναίκα, αυτή που έχει όλες τις χάρες, για να την παντρευτεί. Πώς θα μπορέσει ο καλόψυχος γίγαντας να πραγματοποιήσει την επιθυμία του βασιλιά και ποια θα γίνει τελικά η βασίλισσα της καρδιάς του;

Μέσα από την επιδέξια παραμυθένια αφήγηση της συγγραφέως-μουσικού Μ. Γραμματικάκη προκύπτουν η εμπιστοσύνη στα συναισθήματά μας και η αναζήτηση της αλήθειας, μακριά από ψευδαισθήσεις και την υποταγή στις αισθήσεις μας.

 

«Η κάμπια η Μαριγώ που έκοψε το -γώ» της Ελένης Πριοβόλου, σε εικονογράφηση του Χρήστου Δήμου απευθύνεται στην προσχολική-πρωτοσχολική ηλικία και μιλάει για την εκπλήρωση των ονείρων, την απόκτηση εμπειριών, τον εγωισμό και την αξία της συνύπαρξης.

Η κάμπια η Μαριγώ δεν ήθελε να βρίσκεται στον αργό συρμό που ακολουθούσαν όλες οι κάμπιες. Δεν της άρεσε καθόλου η ρουτίνα, ούτε να σέρνεται. Εκείνη ήθελε να ανέβει ψηλά, όσο πιο ψηλά μπορούσε! Έκοψε το -γώ από το όνομά της και πιο ανάλαφρη πλέον η… Μαρί και με δύο φύλλα για φτερά, πέταξε στον ουρανό, πιστεύοντας ότι θα κερδίσει τον θαυμασμό και την αγάπη. Με του ανέμου όμως τα φτερά, η πτώση είναι αναπόφευκτη…

Στην ίδια ηλικία απευθύνεται και το βιβλίο «Περιμένοντας τη βροχή» της Μαρίνας Μιχαηλίδου-Καδή, σε εικονογράφηση της Ρένιας Μεταλληνού.

Κάθε φορά που έβρεχε, οι μικρές χάρτινες βαρκούλες του Μάρκου ταξίδευαν, παίρνοντας μακριά και από μία λύπη. Όμως τώρα η βροχή έχει χαθεί… Μια μικρή βαρκούλα που έχει πάντα μαζί του τον βοηθά να θυμάται και να ελπίζει. Μπορεί όμως η πίστη ενός παιδιού να φέρει πίσω τη βροχή;

Μια ευαίσθητη ιστορία που, μέσα από το φαινόμενο της ανομβρίας, υπογραμμίζει το δυνατό συναίσθημα της απουσίας, της προσμονής και της χαράς.

 

«Το κλουβί», η ξεχωριστή ιστορία της Εύης Γεροκώστα, σε εικονογράφηση της Αιμιλίας Κονταίου, θα αγγίξει μικρούς και μεγάλους. Μέσα από ένα πρωτότυπο και αλληγορικό διαλογικό αφήγημα, η γνωστή αφηγήτρια παραμυθιών και συγγραφέας Εύη Γεροκώστα επέλεξε να μας μιλήσει για την ελευθερία, τα όνειρα και τις επιθυμίες μας, βάζοντάς μας στο παιχνίδι του απαραίτητου διαρκούς «διαλόγου» με την παιδική μας ηλικία.

 

Στη σειρά Λογοτεχνία για Νέους θα κυκλοφορήσει το αντιπολεμικό βιβλίο του Νταβίντ Σιρίσι με τίτλο «Ο Μόλσα στα ίχνη της ευτυχίας», σε μετάφραση από τα Καταλανικά του Ευρυβιάδη Σοφού. Ο ήρωας του βιβλίου και αφηγητής είναι ο Μόλσα, ένας σκύλος που είδε το σπίτι και την οικογένεια με την οποία ζούσε να καταστρέφονται. Ανάμεσα στα ερείπια ψάχνει απεγνωσμένα τα δύο παιδιά, τη Γιανίνκα και τον Μίρεκ. Φεύγει για να σωθεί, περνάει πολλές περιπέτειες και αλλάζει διάφορα αφεντικά, όμως η αίσθηση της απώλειας δεν εξαφανίζεται. Συνεχίζει να αναζητά σε κάθε μυρωδιά τους δύο αγαπημένους του φίλους…

Ο Νταβίντ Σιρίσι έχει στο συγγραφικό ενεργητικό του πολλά μυθιστορήματα για ενηλίκους και για νέους τα οποία έχουν αποσπάσει σημαντικές διακρίσεις. Το βιβλίο του «Μόλσα» (“Molsa”) κέρδισε το Βραβείο Εdebé Παιδικής Λογοτεχνίας (2013) και το Βραβείο Strega (2017) στην Ιταλία.

 

Στη σειρά Λογοτεχνία για Νέους θα κυκλοφορήσει επίσης «Το γυάλινο νησί» της Έρσης Ντουράκη-Δοξακοπούλου, μια περιπέτεια που θα λατρέψουν μικροί και μεγάλοι.

Το γυάλινο νησί είναι ένα πολύτιμο πετράδι στην αγκαλιά της θάλασσας. Εκεί όλοι και όλα είναι φτιαγμένα από λεπτό κρύσταλλο. Τόσο λεπτό και διάφανο που βλέπεις τι έχει κάποιος στο μυαλό και στην καρδιά του. Τι γίνεται όμως όταν ο ναύαρχος Τζαμάκης θα υψώσει ένα συρμάτινο φράχτη γύρω από το νησί για να προστατέψει τους κατοίκους του από τους… πειρατές;

Στη σειρά ήδη κυκλοφορούν: «Μαζί», Ελένη Πριοβόλου, «Τα παιδιά του τελευταίου θρανίου», Ιφιγένεια Μαστρογιάννη, «Ο πρίγκιπας με τα κρίνα», Ιφιγένεια Μαστρογιάννη, «Η χάρτινη αγκαλιά», Ιφιγένεια Μαστρογιάννη, «Η μαγική βιβλιοθήκη της Ιζκαμπούρ», της Μάγιας Δηληβοριά, «Ένα κορίτσι στο Άουσβιτς», Φρεντιάνο Σέσι, «Με τα μάτια του άλλου», Πάολα Καπριόλο, «Όλα από δύο», Γκουίντο Σγκάρντολι.

 

 

GRAPHIC NOVEL

 

Εκδόσεις ΙΚΑΡΟΣ:

 

Τάσος  Ζαφειριάδης- Γιάννης Παλαβός- Θανάσης Πέτρου: Γρα-Γρου

Ένα ιδιαίτερο-ατμοσφαιρικό graphic novel, ειπωμένο σαν ένα αλληγορικό παραμύθι για τα βαθύτερά μας διλήμματα. 

Στο Βέρμιο, έξω από το χωριό Καστανιά, το εστιατόριο «Γρα-Γρου» ορίζει το πέρασμα από την Κεντρική στη Δυτική Μακεδονία. Πολλοί περνούν από κεί, λίγοι όμως προσέχουν, χαμένο στην ομίχλη, ένα τοξωτό γεφύρι στην άκρη του δρόμου. Κανένας δεν ξέρει πού οδηγεί. Όσοι το βλέπουν, έχουν τον λόγο τους. Ένα πρωί μια κοπέλα φτάνει στο «Γρα-Γρου» με σκοπό να περάσει το γεφύρι. Καθώς διστάζει να το διασχίσει, ενώ περιμένει στο εστιατόριο, γνωρίζεται με τους θαμώνες και ακούει τις αφηγήσεις τους. Οι μήνες περνούν. Στο μεταξύ ο νέος δρόμος που παρακάμπτει την Καστανιά ετοιμάζεται να ανοίξει. Η ηρωίδα πρέπει να πάρει την απόφασή της.

Το graphic novel των Τάσου Ζαφειριάδη, Γιάννη Παλαβού και Θανάση Πέτρου ξετυλίγει μια ατμοσφαιρική ιστορία, όπου η παράδοση τέμνεται με το σήμερα και η ρεαλιστική αφήγηση υπονομεύεται από τις δοξασίες και τους θρύλους. Με φόντο το ομώνυμο εστιατόριο, σημείο αναφοράς για τη Βόρεια Ελλάδα επί μια ολόκληρη εποχή, το Γρα-Γρου φιλοτεχνεί μια γοητευτική πινακοθήκη χαρακτήρων λίγο πριν ο καθένας τους διαλέξει το «μεγάλο Ναι ή το μεγάλο το Όχι».

Η έκδοση συνοδεύεται από πρωτότυπη μουσική που συνέθεσε ο Μιχάλης Σιγανίδης.

 

 

Εκδόσεις ΠΑΤΑΚΗ:

 

Μαρξ, μια εικονογραφημένη βιογραφία, Συγγραφείς: CorinneMaier, AnneSimon(Γαλλίδες), Μετάφραση: Σώτη Τριανταφύλλου

ΜΕ ΛΕΝΕ ΚΑΡΛ ΜΑΡΞ. ΚΑΠΟΤΕ ΜΕ ΟΝΟΜΑΣΑΝ… ΔΙΑΒΟΛΟ! ΕΠΕΙΔΗ ΘΕΛΗΣΑ ΤΟΝ ΘΑΝΑΤΟ ΤΟΥ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΜΟΥ. Η ΑΝΘΡΩΠΟΤΗΤΑ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΘΕΙ. Από την εξαθλίωση. Από τις ανισότητες. Από την εκμετάλλευση.

Από την ανεργία. ΤΙΠΟΤΑ ΔΕΝ ΕΧΕΙ ΑΛΛΑΞΕΙ. Η ΚΡΙΣΗ ΣΑΣ ΜΟΙΑΖΕΙ ΜΕ ΤΙΣ ΚΡΙΣΕΙΣ ΠΟΥ ΕΖΗΣΑ ΕΓΩ ΣΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΜΟΥ. ΜΙΑ ΕΙΝΑΙ Η ΛΥΣΗ: Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ!

Με τη σκέψη και τη δράση του ο Καρλ Μαρξ άλλαξε τον κόσμο. Αυτή είναι η ιστορία της πολυκύμαντης ζωής του…

 

 

Φρόυντ, μια εικονογραφημένη βιογραφία, Συγγραφείς: Corinne Maier, Anne Simon (Γαλλίδες), Μετάφραση: Σώτη Τριανταφύλλου

Ονομάζομαι Σίγκμουντ Φρόυντ. Γεννήθηκα σε μια μικρή πόλη της Αυστροουγγαρίας, έζησα στη Βιέννη και πέθανα το 1939 στο Λονδίνο. Αλλά δεν είμαι πραγματικά νεκρός…

Ποιος ήταν ο Σίγκμουντ Φρόυντ; Εφηύρε την ψυχανάλυση, θέλησε να απελευθερώσει την ανθρωπότητα. Αυτή είναι η ιστορία ενός από τους πιο σημαντικούς ανθρώπους του εικοστού αιώνα

 

 

 

 

Δοκίμιο: «Ωδή στις μνήμες εξευμενίζοντας τη μνήμη»

$
0
0
Της Πέρσας Ζηκάκη // *

 

 

photo: victoria ivanova

 

Ανάμεσα στη σκοτεινιά του Ρεμπώ και στη φωτεινότητα του Γκαίτε περιφερόμαστε. Το «φως περισσότερο φως» θα μένει πάντα στις αισιόδοξες ρήσεις για να καλύπτουμε τη πραγματικότητα με νυφιάτικο πέπλο. Πώς όμως να γίνει διαφορετικά αφού ο άνθρωπος υπόκειται σε πάσης φύσεως δοκιμασίες καθημερινά; Γιατί αυτό το πέπλο κρύβει από κάτω το άλλο μας πρόσωπο, αυτό που μας συνδέει με τις μνήμες.

Πρόσωπα δικά μας, πρόσωπα οικεία, κοντινά, που υπάρχουν μέσα μας αλλά πρακτικά και ουσιαστικά δεν υπάρχουν πια, ζουν ή ξαναζούν μέσα από εμάς. Μια ανάσα να μας χωρίζει από το τώρα με το χτες, όσο μακριά ή κοντά κι αν αυτό βρίσκεται. Στροφή, αντιστροφή κι επωδός.

Με την επισημότητα του εγκωμίου και την κρυμμένη αυθεντικότητα του θρήνου αναπαράγουμε εικόνες, όχι στιγμές. Αυτές οι τελευταίες πέταξαν μαζί με τα πρόσωπα που τις ζήσαμε. Η γραφή και η καταγραφή τους όμως ξεκουράζουν τη ψυχή και την αφήνουν να εκτεθεί όπως πρέπει.

Οι απόντες πάντα θα διεκδικούν τη θέση τους και το μερίδιό τους στη ζωή μας.

Ανυποψίαστοι ζήσαμε μαζί τους, κοντά τους, όσο υπήρχαν, χωρίς να υπολογίζουμε πως έρχεται η στιγμή που νομοτελειακά ορίζεται σαν «τελευταία».

Κι αυτό το «τελευταία» είναι που ο νους δεν παλεύει, ή δεν μπορεί να το παλέψει.

Οι μνήμες όμως καιροφυλακτούν. Εμφανίζονται μόνο όταν και όπου αυτές θέλουν.

Επαναφέρουν τοπία, πρόσωπα, αντικείμενα. Φωτογραφικές μηχανές με μεγάλο αισθητήρα που εστιάζουν αλλά και «ζουμάρουν» στα ήδη καταγεγραμμένα στον εγκέφαλο ενώ ταυτόχρονα πιστοποιούν βιωμένες αλήθειες μέσα από το φακό τής πραγματικότητας. Η απόσταση συνήθως βοηθάει το φωτογράφο να απεικονίσει με το φακό του ό,τι βλέπει, ό,τι νομίζει πως

οραματίζεται, ή ό,τι τον βολεύει τελικά, προκειμένου να αποδώσει με τη δική του ματιά το πραγματικά υπάρχον.

Τις μνήμες πρέπει να τις σεβόμαστε και να τις τιμούμε όπως τους πρέπει. Μόνο τότε ανταποκρίνονται στο κάλεσμά μας και «γλυκαίνουν». Γιατί έχουν κι αυτές το δικό τους τρόπο προσέγγισης. Άλλοτε μας χαμογελούν κι άλλοτε μας αιφνιδιάζουν με το σκυθρωπό τους πρόσωπο. Είναι διπολικές οι μνήμες, αλλά όχι αχάριστες. Τους μιλάς και σου απαντούν. Έχουν τη μοναδικότητα και την αποκλειστικότητα του «αλλοτινά υπαρκτού» και μόνον έτσι καταφέρνουν να επικοινωνούν με τον άνθρωπο. Και τότε παραμερίζεται ο φόβος αναπαραγωγής της απουσίας, βλέπε απώλειας, ο οποίος και αντικαθίσταται σχεδόν αυτόματα από τη γοητεία του μυστηρίου τής ανάκλησης.

Γιατί η μνήμη σαν μονάδα έχει και μια πικρή ιδιότητα. Εξασθενεί με τα χρόνια. Το ρεζερβουάρ της χρειάζεται συνεχή και διαρκή τροφοδοσία για να μη χαθεί από το πλάνο των εγκεφαλικών μας καταγραφών. Οι πολλές μνήμες αντίθετα, την αντιμάχονται θετικά ενώ παράλληλα τη βοηθούν να παραμένει σε «υγιές» περιβάλλον.

Ψάχνοντας μέσα μας ίσως καταφέρουμε να απομονώσουμε κάποια σκοτάδια που σε όλους μας υπάρχουν, και να επιτρέψουμε στον εαυτό μας να υμνεί για ό,τι ζει αντί να θρηνεί για ό,τι έζησε, κρατώντας μόνο τις μνήμες που αναπνέουν αντί για εκείνες που μοιάζουν ν’ ασφυκτιούν αν τις κλείσουμε στο αποπνικτικό περιβάλλον τής όποιας «άσχημης» περιστασιακής ή μη ψυχολογίας μας.

 

 

* Η Πέρσα Ζηκάκη γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Αθήνα. Σπούδασε στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας γαλλική φιλολογία, ελληνική φιλολογία, (τμήμα ιστορικό αρχαιολογικό). Υπηρέτησε τη Μέση Εκπαίδευση στη Πάτρα, από όπου και συνταξιοδοτήθηκε πριν λίγα χρόνια. Το 2008 κυκλοφόρησε το πρώτο της μυθιστόρημα «Τύψεις και μαργαριτάρια». Το 2009 κυκλοφόρησε το μυθιστόρημα «Οι κληρονόμοι της σιωπής» Το 2012 το μυθιστόρημα «Πάντα κάτι θα λείπει» Το 2016 κυκλοφόρησε το τέταρτο μυθιστόρημά της «Η Τεθλασμένη».

 

 

Κάθε μέρα κι ένα «ευχαριστώ»

$
0
0
Από τη Δήμητρα Διδαγγέλου // *

 

 

“Να είσαι ευγνώμων για τα καλά και τα άσχημα στη ζωή σου. Και τα δύο σου δίδαξαν κάτι.”

Χαλίλ Γκιμπράν

 

Η ευγνωμοσύνη έχει κεντρίσει  πολλές φορές το ενδιαφέρον της επιστημονικής κοινότητας και κυρίως τα τελευταία χρόνια πληθαίνουν οι έρευνες που αποδεικνύουν τα ευεργετικά οφέλη της.

Το γενικό συμπέρασμα των ερευνών είναι πως η έκφραση της ευγνωμοσύνης μπορεί να έχει θετική επίδραση  στην ψυχή, στο πνεύμα και στο σώμα. Έμφαση έχει επίσης  δοθεί και στην κοινωνική διάστασή της, με τους επιστήμονες να διατείνονται πως όταν είμαστε ευγνώμονες ωθούμαστε να εξετάσουμε τις σχέσεις μας με τους άλλους ανθρώπους και να δούμε αν και πώς μας έχουν υποστηρίξει.

Η λέξη «ευγνωμοσύνη» προέρχεται από τη λατινική λέξη «gratia» που σημαίνει χάρη, ευγένεια. Όλα τα παράγωγα αυτής της λέξης έχουν να κάνουν με τη γενναιοδωρία, την ευγνωμοσύνη, τα δώρα, τη χαρά του δούναι και λαβείν ή απλώς του να δίνει κανείς απλόχερα χωρίς αντάλλαγμα  (Pruyser, 1976). Το αντικείμενο της ευγνωμοσύνης μπορεί να είναι κάποιο πρόσωπο ή υπαρκτό ον -όπως οι φίλοι μας, τα ζώα κ.ά. ή κάτι απρόσωπο ή άλλες μη υλικές οντότητες -όπως ο Θεός, η φύση, το σύμπαν κ.ά. (Teigen, 1997).

Η ευγνωμοσύνη έχει ειπωθεί πως είναι συναίσθημα, συμπεριφορά, ηθική αξία, συνήθεια, χαρακτηριστικό προσωπικότητας ή αντίδραση (Emmons and al., 2003) και μπορεί να εφαρμοστεί στο παρελθόν, στο παρόν και στο μέλλον.

Σύμφωνα με τον Weiner, η ευγνωμοσύνη ως συναίσθημα είναι  μια κατάσταση εξαρτώμενη από το αποτέλεσμα, η οποία προέρχεται από μια γνωστική διεργασία αποτελούμενη από δύο βήματα: την αναγνώριση του θετικού αποτελέσματος και την αναγνώριση ότι υπάρχει μια εξωτερική πηγή γι’ αυτό το αποτέλεσμα (Weiner, 1985).

Ο καθηγητής Robert Emmons, ένα από τους πιο γνωστούς ειδικούς στο θέμα της ευγνωμοσύνης, υποστηρίζει ότι η ευγνωμοσύνη μάς κάνει να εκτιμούμε την αξία των πραγμάτων -όσο μικρά ή μεγάλα κι αν είναι αυτά- και να μην τα παίρνουμε ως δεδομένα. Ο ίδιος θεωρεί πως η ευγνωμοσύνη μάς ωθεί στο να είμαστε περισσότερο ενεργοί και να εστιάζουμε στα θετικά γεγονότα, με αποτέλεσμα να πολλαπλασιάζονται οι χαρές που παίρνουμε απ’ τη ζωή. Στις πολυάριθμες έρευνές του συμμετείχαν χιλιάδες άνθρωποι όλων των ηλικιών και εν συντομία τα βασικά συμπεράσματα είναι ότι οι άνθρωποι που εξασκούν την ευγνωμοσύνη συστηματικά έχουν τα παρακάτω οφέλη:

 

Σε φυσικό επίπεδο:

-Πιο ισχυρό ανοσοποιητικό σύστημα
-Λιγότερους πόνους
-Χαμηλότερη πίεση
-Ασκούνται περισσότερο και φροντίζουν την υγεία τους
-Κοιμούνται περισσότερο και αισθάνονται πιο ξεκούραστοι όταν ξυπνούν

 

Σε ψυχολογικό επίπεδο:

-Περισσότερα θετικά συναισθήματα
-Περισσότερο αφυπνισμένοι, ζωντανοί και δραστήριοι
-Περισσότερη χαρά κι ευχαρίστηση
-Περισσότερη αισιοδοξία κι ευτυχία

 

Σε κοινωνικό επίπεδο:

-Περισσότερο εξυπηρετικοί, γενναιόδωροι και συμπονετικοί
-Περισσότερο συγχωρητικοί
-Περισσότερο εξωστρεφείς
-Λιγότερο απομονωμένοι και μοναχικοί

 

Ο Emmons αναφέρει χαρακτηριστικά ότι «περνάμε πολύ χρόνο όντας παθητικοί θεατές – παρακολουθώντας ταινίες, οθόνες υπολογιστών, αθλητικούς αγώνες –, ενώ με την ευγνωμοσύνη κινητοποιούμαστε ώστε να συμμετέχουμε περισσότερο ενεργά στη ζωή μας.»

 

Τι συμβαίνει όταν κρατάμε ημερολόγιο ευγνωμοσύνης;

Υπάρχουν πολλοί τρόποι έκφρασης της ευγνωμοσύνης, ανάμεσα στους οποίους και η καταγραφή ημερολογίου. Έχει αποδειχτεί πως όταν γράφουμε εκφράζοντας την ευγνωμοσύνη μας, τα ευεργετικά αποτελέσματα μπορεί να είναι πολλαπλάσια απ’ ό,τι αν απλά γράφαμε ή αν εκφράζαμε μόνο λεκτικά την ευγνωμοσύνη.

Οι Emmons και McCullough σε έρευνά τους ανέθεσαν σε νεαρούς ενήλικες να κρατούν ημερολόγιο για τα πράγματα για τα οποία ήταν ευγνώμονες. Σε άλλες ομάδες ανέθεσαν να κρατούν ημερολόγιο για όσα τους ενόχλησαν ή τους λόγους για τους οποίους υπερείχαν από τους άλλους. Όσοι κρατούσαν το ημερολόγιο ευγνωμοσύνης παρουσίασαν αύξηση της αποφασιστικότητάς τους, της προσοχής, του ενθουσιασμού και της ενέργειας σε σύγκριση με τις άλλες ομάδες (Emmons and McCullough, 2003).

Οι ίδιοι ερευνητές σε ξεχωριστή έρευνά τους βρήκαν ότι ενήλικες που έγραφαν έστω για μια εβδομάδα ημερολόγιο ευγνωμοσύνης είχαν επίσης ευεργετικά αποτελέσματα. Έδειξαν μεγαλύτερη αισιοδοξία, ασκούνταν περισσότερο, είχαν λιγότερες ασθένειες και πόνους (Emmons and al., 2003).

Ο Dr. Martin Seligman, ψυχολόγος στο Πανεπιστήμιο της Πενσυλβάνια και πρωτοπόρος στη μελέτη της θετικής ψυχολογίας, μελέτησε την επίδραση διαφόρων ψυχολογικών παρεμβάσεων σε ενήλικες κάνοντας σύγκριση με ανάθεση γραψίματος για της πρώιμες μνήμες (Seligman et al. 2005). Όταν η ανάθεση της εβδομάδας ήταν να γράψουν και να δώσουν προσωπικά ένα γράμμα ευγνωμοσύνης σε κάποιον που ποτέ πριν δεν είχαν ευχαριστήσει, οι συμμετέχοντες αμέσως ανέφεραν τεράστια αύξηση στα αποτελέσματα ευτυχίας. Αυτή η επίδραση ήταν πολύ μεγαλύτερη από οποιαδήποτε άλλη παρέμβαση, με τα οφέλη να διαρκούν περισσότερο από ένα μήνα.

 

Η ευγνωμοσύνη με πράξεις

Προσοχή, όμως: οι επιστήμονες τονίζουν ότι ευγνωμοσύνη δεν είναι το να συνειδητοποιεί κανείς ότι είναι καλύτερος από τους άλλους. Μερικές φορές ευχαριστούμε για όσα έχουμε κοιτάζοντας τι δεν έχουν οι άλλοι ή όταν βλέπουμε ότι είναι χειρότεροι από εμάς. Αυτό όμως δεν είναι ευγνωμοσύνη,  είναι απλά σύγκριση.

Επιπλέον, για να έχουμε θετικά αποτελέσματα από την ευγνωμοσύνη απαιτείται όχι μόνο η εκτίμηση των θετικών πλευρών μιας κατάστασης, αλλά και ένα βήμα πέρα από αυτό, το να τη δείξουμε ή να την εκφράσουμε. Θα πρέπει, δηλαδή, να προχωρήσουμε και σε πράξεις. Η ευγνωμοσύνη όχι μόνο μας ενθαρρύνει να δούμε τα δώρα που έχουμε λάβει, αλλά και να τα ανταποδώσουμε. Γι’ αυτό το λόγο, ο κοινωνιολόγος Georg Simmel την αποκάλεσε «ηθική μνήμη».

Σ’ αυτό το πλαίσιο, λοιπόν, είναι σκόπιμο ν’ αναρωτιόμαστε κάθε μέρα ποια είναι η δική μας πράξη ευγνωμοσύνης για σήμερα. Σε τελική ανάλυση, η ευγνωμοσύνη είναι στάση ζωής και θέμα οπτικής. Όπως πολύ σωστά είπε και ο Αμερικανός πολιτικός Frank Clark: «Αν κάποιος δεν είναι ευγνώμων μ’ αυτά που έχει, είναι πολύ πιθανόν να μην είναι ευγνώμων ούτε για όσα πρόκειται ν’ αποκτήσει.»

 

 

Βιβλιογραφία:

Emmons, R. McCullough, M.E. (2003). Counting blessings versus burdens: An experimental investigation of gratitude and subjective well-being in daily life. , Journal of Personality and Social Psychology, 84(2), 377-389.

Lyubomirsky, S. (2008). The how of happiness: A scientific approach to getting the life you want. New York: Penguin Press.

Pennebaker, J.W. (2004). Writing to heal: A guided journal for recovering from trauma and emotional upheaval. Oakland CA: New Harbinger Publications.

Pruyser, P. W. (1976). The minister as diagnostician: Personal problems in pastoral perspective. Philadelphia: Westminster Press.

Seligman, M., Steen, T., Park, N. & Peterson, C. (2005). Positive psychology progress: Empirical validation of interventions. American Psychologist, 60 (5), 410-421.

Teigen, K. H. (1997). Luck, envy, and gratitude: It could have been different. Scandinavian Journal of Psychology, 38, 313–323.

Weiner, B. (1985). An attributional theory of achievement motivation and emotion. Psychological Review, 92, 548–573.

 

 

* Η Δήμητρα Διδαγγέλου είναι Ψυχολόγος – Δημοσιογράφος, MSc, Ειδίκευση στη Θεραπευτική Γραφή

 

Κάρλο Μίκελστετερ (1887-1910) – Πειθώ και Ρητορική

$
0
0
Από τον Ελευθέριο Μακεδόνα // *

 

 

Πειθώ και Ρητορική. Ο βασικός άξονας της σκέψης του Κάρλο Μίκελστετερ (1887-1910) αποτελείται από τις έννοιες Πειθώ και Ρητορική (Persuasione/Rettorica), από τις οποίες προέρχεται κι ο τίτλος της διδακτορικής του διατριβής και του μοναδικού ολοκληρωμένου βιβλίου που έγραψε, το οποίο σήμερα θεωρείται ένα από τα πιο σημαντικά φιλοσοφικά έργα τού 20ού αιώνα: Πειθώ και Ρητορική.

 

Εικόνα 1: Κάρλο Μίκελστετερ

 

Η απαρχή της Ρητορικής, σύμφωνα με το Μίκελστετερ εντοπίζεται στον Πλάτωνα κι ειδικότερα, στα έργα του Φαίδρος και Πολιτεία, με τα οποία για πρώτη φορά “ο Έλληνας φιλόσοφος απέδωσε οντολογική υπόσταση στις ιδέες [concepts], εγκαθιδρύοντας έτσι, μια για πάντα, το διαχωρισμό μεταξύ γνώσης και ζωής”.[1] Με τον Αριστοτέλη, η πλατωνική αυτή παρανόηση αποκτά πανδημικές διαστάσεις, με τη δημιουργία ενός ολόκληρου συστήματος αφηρημένων ουσιαστικών και ιδεών, χωρίς καμία αντιστοίχισή τους σε απτά αντικείμενα του πραγματικού κόσμου: “Επέτρεψε [ο Αριστοτέλης] στις λέξεις να του υποβάλλουν ιδέες, μ’ άλλα λόγια, δεν ήταν [πια] η σκέψη του αυτή που προκαλούσε το γράψιμό του, αλλά το γράψιμό του που προκαλούσε τη σκέψη του”.[2]

Αυτό το χάσμα μεταξύ λέξης–πράγματος, γνώσης–ζωής, ανθρώπινης νόησης–πραγματικότητας υπέπεσε πρώιμα στην προσοχή του νεαρού κι ευφυούς Μίκελστετερ κι ανάλωσε το μεγαλύτερο μέρος της ενέργειάς του, για το σύντομο υπόλοιπο της ζωής του. Ορμώμενος από τη βασική αυτή αντίφαση, την επεξέτεινε αριστοτεχνικά στο σύνολο της κοινωνίας και της ανθρώπινης ύπαρξης.

Σε γενικές γραμμές, Ρητορική σημαίνει την υποκρισία, τη διάσταση μεταξύ λόγων και έργων, την έλλειψη αυθεντικότητας. Η Πειθώ αντιθέτως, πραγματώνεται όταν ο άνθρωπος βρίσκεται πια σε αρμονία με τον εαυτό του και τον κόσμο, έχοντας υπερβεί την ανθρώπινη συνθήκη τής διαρκούς επιθυμίας και του πόνου που αυτή συνεπάγεται. Πειθώ σημαίνει, ότι τα επιμέρους κατακερματισμένα μέρη έχουν πια ‘πεισθεί’ για την αναγκαιότητα της ενότητάς τους, – ή καλύτερα, – για την αναγκαιότητα της μη παρέκκλισής τους από την αρχική ενότητα που τα διέπει. Τότε μόνο μπορεί να χρησιμοποιηθεί για το ανθρώπινο ον ο όρος ‘ά-τομο’ [αυτό που δεν επιδέχεται περαιτέρω διαίρεση].

[βλ. Παράρτημα 5 – Παρμενίδης]

Επιθυμία. “Ώστε, ένα πράγμα είναι δικό μας, μόνον επειδή το χρειαζόμαστε, μόνο και μόνο γιατί το χρησιμοποιούμε και ποτέ δεν θα χρησιμοποιούσαμε έτσι τα πράγματα της ζωής, εάν δεν επιθυμούσαμε μόνιμα κάτι, εάν (κατείχαμε) τη ζωή μέσα μας. Λοιπόν, δεν κατέχουμε ποτέ τη ζωή, την προσμένουμε πάντα στο μέλλον, την αναζητούμε στα πράγματα που μας είναι ευχάριστα, γιατί αυτά “περιέχουν για ‘μάς το μέλλον”, παρότι και σ’ αυτό το μέλλον θα είμαστε εξίσου απογυμνωμένοι από κάθε παρόν και θα στρεφόμαστε και πάλι διψασμένα προς τα ευχάριστα πράγματα, μόνο και μόνο για να ικανοποιήσουμε την ακόρεστη πείνα μας και να μας λείπουν και πάλι τα πάντα. Κι ούτω καθεξής, μέχρις ότου ο θάνατος να μας στερήσει το σκληρό αυτό παιχνίδι, παρόλο που δεν ξέρω από τί ακριβώς μας στερεί τελικά, αφού τίποτε δεν έχουμε στην πραγματικότητα”.[3]

 

Σχήμα 1: Το ανθρώπινο αδιέξοδο κατά τον Κάρλο Μίκελστετερ

 

Ζωή σημαίνει εξ ορισμού ανάγκη.[4] Δια της επιθυμίας, ο μηχανισμός τής σκέψης προβάλλει διαρκώς ανάγκες – πραγματικές ή εικονικές – σε μία μακρινή, μελλοντική στιγμή. Γιατί, πέραν των πραγματικών – πρωτίστως βιολογικών – αναγκών μας, πρέπει να προβάλλουμε στο μέλλον και κάποιες άλλες, εικονικές κι επίπλαστες; Ίσως γιατί ο ανθρώπινος εγκέφαλος έχει την τάση να συγχέει το πραγματικό με το ιδεατό, ιδιαίτερα ο εγκέφαλος του σύγχρονου, δυτικού ανθρώπου, με την πολυπλοκότητα των κοινωνικών και ψυχολογικών δομών που έχει αναπτύξει. Ίσως γιατί κάποια στιγμή, ο homo sapiens δεν μπορούσε πλέον ν’ αρκεστεί σε μία ζωή βασισμένη αποκλειστικά και μόνο στον αέναα επαναλαμβανόμενο κύκλο ‘βιολογική ανάγκη – αναζήτηση του πράγματος που θα την ικανοποιήσει – βιολογική ανάγκη κ.ο.κ.’ και θέλησε να δημιουργήσει μέσα του μία φαινομενικά πιο μόνιμη και συμπαγή ταυτότητα, ικανή να ‘εγγυηθεί’ την ικανοποίηση όλο και πιο σύνθετων ή ‘ανώτερου’ επιπέδου ‘αναγκών’, προβεβλημένων σε ένα μακρινό, συνήθως ‘λαμπρό’, μέλλον: το Εγώ, η Συνείδηση, η persona, σύμφωνα με τον όρο του Μίκελστετερ.

Η τραγωδία τής ζωής κατά το Μίκελστετερ, έγκειται στο ότι αυτή ταυτίζεται με μία συνεχή αίσθηση ανικανοποίητου (οι δύο άνω κύκλοι τού Σχήματος 1 – ‘ΔΥΣΤΥΧΙΑ’ και ‘ΖΩΗ’).

Η – εύκολη – λύση τής αυτοχειρίας θα ήταν αφελής, σύμφωνα με το Μίκελστετερ: δίδοντας κανείς δυναμικά τέλος στο άχαρο αυτό παιχνίδι τής ζωής, ελπίζει πως θα εισέλθει επιτέλους στο πεδίο τής ‘ΕΥΤΥΧΙΑΣ’ (Σχήμα 1). Ωστόσο, ο ‘θάνατος’ αυτός πρέπει να συμβεί εν ζωή, όσο δηλαδή υπάρχει ακόμη ‘ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ’. Όχι η γεμάτη δυστυχία ανθρώπινη συνείδηση που γνωρίζουμε, αλλά μία ‘ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ’ ‘απουσίας αναγκών’ (ο κύκλος ‘ΘΑΝΑΤΟΣ’ τού Σχήματος 1 βρίσκεται ταυτόχρονα εντός του κύκλου τής ‘ΣΥΝΕΙΔΗΣΗΣ’, αλλά και της ‘ΕΥΤΥΧΙΑΣ’, υπονοώντας μία κατάσταση απουσίας αναγκών, ενόσω κανείς είναι ακόμη ζωντανός).[5]

Ο άνθρωπος που επιθυμεί το (βιολογικό) θάνατό του, συνεχίζει προφανώς ακόμη να επιθυμεί κάτι! Δεν λειτουργεί ακόμη με γνώμονα την Πειθώ – δεν είναι ένας persuaso. Ο αληθινός persuaso ζει τη ζωή που του έχει δοθεί, κάθε στιγμή, στο ενεργό παρόν, χωρίς να επιθυμεί απολύτως τίποτε – ούτε τον ίδιο του το θάνατο, – σε κανενός είδους μέλλον ή επέκεινα. Έχει αποχωρήσει ηθελημένα – εν ζωή – από το ‘παιχνίδι’ τής ζωής. Είναι ΕΛΕΥΘΕΡΟΣ και γι’ αυτό, ΕΥΤΥΧΙΣΜΕΝΟΣ.

[Για τις επιρροές Δυτικών φιλοσόφων στη σκέψη του Μίκελστετερ, σε σχέση με την επιθυμία, βλ. ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 1 – Τζάκομο Λεοπάρντι και ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 2 – Άρθουρ Σόπενχαουερ.

Για την ιδέα τού ‘εν ζωή θανάτου’, βλ. ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 3 – Σούφικη ιστορία]

Persona. Αθεράπευτα παγιδευμένος στη μέγγενη αυτού του διαρκούς ανικανοποίητου που είναι η ζωή, ο άνθρωπος εισέρχεται εν αγνοία του στο Βασίλειο του Χρόνου: “Γυρίζει γύρω από το κυνήγι των μεμονωμένων αναγκών κι έτσι, αποφεύγει διαρκώς τον εαυτό του. Δεν είναι ικανός να κατέχει [possess] τον εαυτό του, να έχει ως αποκλειστική αιτία ύπαρξής του τον εαυτό του, στο βαθμό που του είναι αναγκαίο το να αποδίδει αξία στην προσωπική του persona, η οποία προσδιορίζεται στα πράγματα και από τα πράγματα που αυτός χρειάζεται, ώστε να συνεχίσει να προχωρά. Διότι από τέτοιου είδους πράγματα είναι που ο άνθρωπος αποπροσανατολίζεται καθ’ οδόν κι εισέρχεται στο μονοπάτι τού χρόνου”.[6]

Επιθυμώ πράγματα, άρα υπάρχω. Δεν έχω σήμερα το πράγμα εκείνο που θα με έκανε πραγματικά ευτυχισμένο, αλλά μπορώ σίγουρα να το αποκτήσω σε κάποιο μέλλον, μακρινό ή κοντινό. Ή, σε ένα παρόμοιο επίπεδο: είμαι αυτό και θέλω να γίνω κάτι άλλο – καλύτερο, ανώτερο, ομορφότερο, πιο ευφυές. Πρέπει να προσπαθήσω, να ακολουθήσω μία συγκεκριμένη μέθοδο [ΠΡΟΣΠΑΘΕΙΑ] και τότε, ίσως, κάποτε στο μέλλον, να ικανοποιήσω την επιθυμία μου [ΧΡΟΝΟΣ]. Στην κίνηση αυτή έχω δημιουργήσει και παγιώσει τον Εαυτό μου, το Εγώ, που μονίμως προβάλλει επιθυμίες στο μέλλον και πασχίζει να τις εκπληρώσει [PERSONA].

 

‘Όπου υπάρχει οποιοδήποτε είδος κατοχής, εκεί πρέπει να υπάρχει και η αρχή του εαυτού’ (Τζίντου Κρισναμούρτι, Εις Εαυτόν, Καστανιώτης, Αθήνα 1998, σ. 32).

Η ψευδαισθητική μας νοητική κίνηση από ένα στερημένο πραγμάτων και πληρότητας τώρα, προς ένα πλήρες πραγμάτων ή εσωτερικών πραγματώσεων μέλλον, πάντοτε μέσω ενός κάποτε [παρελθόν/μνήμη/εμπειρία], δημιουργεί μέσα μας την κατά Μίκελστετερ persona. Η ταύτιση με πράγματα, πρόσωπα, ιδέες, είναι η τροφή της· ο χρόνος είναι η ελπίδα της, το μέτρο της κι η συνθήκη γένεσης κι ύπαρξής της: “Η απατηλή Πειθώ, σύμφωνα με την οποία [κανείς] επιθυμεί πράγματα, ως έγκυρα αυτά καθαυτά κι ενεργεί σαν να επιδιώκει ένα συγκεκριμένο τέλος κι επιβεβαιώνει τον εαυτό του ως άτομο με λόγο ύπαρξής του τον ίδιο του τον εαυτό, δεν είναι τίποτε άλλο παρά η βούληση [will] του εαυτού του στο μέλλον. Δεν βλέπει και δεν επιθυμεί τίποτε άλλο, παρά τον εαυτό του τον ίδιο”.[7]

Στην ακατάπαυστη επιθυμία του ανθρώπου, ο Μίκελστετερ διείδε τη γένεση της αυταπάτης τού χρόνου και, κατ΄ επέκταση, τού Εαυτού, της persona· και σ’ όλον αυτόν το δαιμονικό μηχανισμό, την άρνηση της Πειθούς, ή ισοδύναμα, την απαρχή τής Ρητορικής. Πρέπει κανείς να μπορεί να πεθαίνει κάθε στιγμή ως προς το ‘Εγώ’ του, εάν θέλει να ζει πραγματικά. Μόνο τότε έχει επιστρέψει στην άχρονη εκείνη κατάσταση, που ο Μίκελστετερ ονόμασε Πειθώ. Οι ομοιότητες της σκέψης του με αντίστοιχες ιδέες των Ανατολικών παραδόσεων – όπως του Βουδισμού,[8] του Σουφισμού, του Ταοϊσμού – γίνονται περισσότερο από προφανείς.

[Βλ. ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 4 – Τζίντου Κρισναμούρτι].

Ρητορική. Παρά την πρώιμη προειδοποίηση του Ηράκλειτου, ότι “Ἀνθρώποις γίνεσθαι ὁκόσα θέλουσιν οὒκ ἄμεινον” (“το καλύτερο για τους ανθρώπους δεν είναι να γίνονται όσα αυτοί θέλουν”),[9] οι άνθρωποι διαρκώς υποτάσσονται στην κατά Μίκελστετερ ‘φιλοψυχία[10] κι έτσι, δεν διαφέρουν σε τίποτε από τα ‘γουρούνια’, που “κυλιούνται μες στη λάσπη” ή από τα ‘πουλερικά’, που “[κυλιούνται] μες στη σκόνη ή μες στη στάχτη”,[11] σύμφωνα με άλλη διατύπωση του Ηράκλειτου.

Με την επικράτηση της φιλοψυχίας, ως βασικής αρχής τής ανθρώπινης συμπεριφοράς, ο άνθρωπος χάνει τη συνοχή του, ‘υγροποιείται’: “Liquescit voluptate [“Η ευχαρίστηση υγροποιεί”]”, γράφει ο Μίκελστετερ,[12] εμφανώς επηρεασμένος από τον Ηράκλειτο.[13] Η Ηρακλείτεια ‘υγρή’ ψυχή – αυτή που επιδιώκει πάση θυσία την ευχαρίστηση και την ικανοποίηση – οδηγεί νομοτελειακά στην κατά Μίκελστετερ Ρητορική: “Το ενδιαφέρον για τη ζωή θα παροτρύνει πάντοτε τους ανθρώπους να αναζητήσουν και να εξασφαλίσουν για τον εαυτό τους τις καταστάσεις εκείνες που είδαν να ζουν άλλοι, στις οποίες [θα ήθελαν] να μπορούσαν να ζήσουν κι οι ίδιοι. Και λόγω ακριβώς αυτού του ενδιαφέροντος, από την υγιή ζωή τού σώματος γεννιέται ο αισθησιακός εκφυλισμός κι η ρητορική των ευχαριστήσεων”.[14]

 

‘Αν πραγματικά αγαπώ τον εαυτό μου

δεν πρέπει να τον αγαπώ.

Αν θέλω να τον προφυλάξω

δεν πρέπει να τον προφυλάξω’ (Ζεν – η Σοφία των Κοάν, Ιάμβλιχος, Αθήνα, σ. 34).

Κι η Ρητορική δεν σταματά εδώ. Είναι πολυμήχανη. Περικλείει κάθε μορφής απόκλιση από την Υγεία και την Πειθώ (έννοιες που ο Μίκελστετερ χρησιμοποιεί ως ισοδύναμες). Αγκαλιάζει το ανθρώπινο ψέμα σε κάθε έκφανσή του, την κοινωνική υποκρισία, την απουσία αυθεντικότητας, κάθε μεγαλόστομη και κενή ουσίας εκδήλωση, την αστόχαστη υποταγή στα πάθη, κάθε μορφής συμβατικότητα και ‘συστημική’ συμπεριφορά, κάθε ηθική κι ιδεολογία, κάθε ελπίδα κι ουτοπία. Κι έτσι, “… από την αταλάντευτη δραστηριότητα του ανθρώπου που πρέπει να φέρει εις πέρας μία αποστολή, γεννιέται η φιλοδοξία τής δύναμης κι η ρητορική τής εξουσίας· από το έργο [Τέχνης] τού ανθρώπου που είχε [κάποτε] κάτι να πει, γεννιέται η επιτήδευση των ‘δημιουργών’ κι η καλλιτεχνική ρητορική· από τις λέξεις των ανθρώπων που έδειξαν στους υπόλοιπους τον ορθό δρόμο, γεννιέται η υπεροψία των διανοουμένων, όπως επίσης κι η φιλοσοφική ρητορική, με τη μικρότερη αδελφή της, την επιστημονική ρητορική…”.[15]

Με την κατίσχυση της Ρητορικής και της φιλοψυχίας οι άνθρωποι μετατρέπονται σε “ατομικιστικά κτήνη, όμοια με λιοντάρια”.[16] Κατ’ επέκταση, η κοινωνία που δημιουργούν δεν μπορεί παρά να είναι μία ‘κοινωνία κακῶν’,[17] η οποία “ανάγει σε κώδικα τον εγωισμό και την αυτοσυντήρηση των ανθρώπων και, καθώς τους βγάζει από την παγκοσμιότητα της μη-συνείδησής τους, τους απορροφά μέσα στη δουλεία που έχει κατασκευάσει γι’ αυτούς ο φόβος και, υπό την ίδια, υποκριτική [της] αιγίδα, εμφυτεύει μέσα τους τόσες και τόσες, μικρότερες ή μεγαλύτερες, συναισθηματικές ποταπότητες, τις οποίες αναλαμβάνει να κωδικοποιήσει εκείνη η διαρκώς ογκούμενη μυθοπλασία, που ακούει στο όνομα Ηθική”.[18]

Πίσω από κάθε μορφής ‘Ηθική’ – κοινωνική, θρησκευτική ή άλλη – ο Μίκελστετερ διακρίνει συστηματικά τον εγωιστή άνθρωπο, ο οποίος, στην προσπάθειά του “να νομιμοποιήσει την αυτοεκτίμησή του, δεν θα διστάσει να μετατραπεί προς στιγμήν σε φιλόσοφο, αναζητώντας ποιες πράξεις είναι σύμφωνες με το δικό του προσωπικό κριτήριο περί του καλού και ποιες όχι. – Θα εφαρμόσει [δηλαδή] το ηθικό κριτήριο στα πράγματα”.[19]

Οι λεγόμενες αξίες δε, τίποτε άλλο δεν είναι, παρά “υποσχέσεις πραγματικότητας που αντιστοιχούν στις ανάγκες”, εξηγεί ο Μίκελστετερ.[20] Αυτός που έχει απαλλαχθεί από την ανάγκη, “δεν έχει ούτε αξίες, δεν έχει πραγματικότητα, δεν έχει συνείδηση, δεν μιλά ούτε για τη ζωή ούτε για το θάνατο, αλλά πεθαίνει, χωρίς καν να το συνειδητοποιεί”.[21] “Ο θάνατος, καθώς είναι η άρνηση των αναγκών, είναι και η άρνηση της αξίας”.[22]

Καλλωπίσματα ὂρφνης. Ζώντας μία τέτοια κτηνώδη ζωή, πιασμένοι στο δίχτυ τής επιθυμίας και της επιφανειακής ευχαρίστησης, περιστρεφόμενοι γύρω από τον άξονα του Εγώ τους, “μην έχοντας τίποτε και όντας ανίκανοι να δώσουν οτιδήποτε, [οι άνθρωποι] αφήνονται να βυθιστούν σε λέξεις, με τις οποίες προσποιούνται ότι επικοινωνούν, διότι κανείς από αυτούς δεν είναι τελικά ικανός να καταστήσει τον κόσμο του, κόσμο των άλλων”.[23] Οι λέξεις είναι ένα κατάπλασμα για τον πόνο που νιώθουν οι άνθρωποι μέσα τους κι υπ’ αυτήν την έννοια, είναι κι ένα ‘πέπλο κατά του σκότους’: ‘καλλωπίσματα ὂρφνης’ – ‘στολίδια τού σκότους’.[24] Κι έτσι, η λέξη μετατρέπεται στην εύκολη αποφυγή μίας ζωής κυρίαρχης κι υπεύθυνης για τον εαυτό της, που στέκει μόνη της, χωρίς να χρειάζεται κανενός είδους δεκανίκια κι υποστυλώματα: “Θεέ, βοήθησέ με, γιατί εγώ δεν έχω το κουράγιο να βοηθήσω τον εαυτό μου”.[25]

Και εγένετο Γνώση· με πιο χαρακτηριστική περίπτωση τη λεγόμενη επιστημονική γνώση, μέσω της οποίας “συγκεκριμένες λέξεις παρεισφρέουν στη ζωή, ως σημεία [signs], που αναφέρονται σε δεδομένες σχέσεις”,[26] λέξεις τις οποίες χρησιμοποιούν οι άνθρωποι για τις καθημερινές τους ανάγκες, όπως ακριβώς τις παρέλαβαν, χωρίς να πολυκαταλαβαίνουν τί ακριβώς σημαίνουν[27].

Γιατί όμως προσκολλώμαστε τόσο πεισματικά στις λέξεις; Διότι αυτές προσφέρουν αναντίρρητα μία – έστω ψευδή – αίσθηση ψυχολογικής ασφάλειας, αλλά κι εκείνην την αίσθηση ταυτότητας, που τόσο διακαώς επιζητούμε: “… και μαζί, επαναλαμβάνουν όλοι τους, “εμείς είμαστε, εμείς είμαστε, γιατί εμείς γνωρίζουμε, γιατί μπορούμε να λέμε ο ένας στον άλλον τις λέξεις τής γνώσης, [τις λέξεις] της ελεύθερης κι απόλυτης συνείδησης”. Και μ’ αυτόν τον τρόπο, εντυπωσιάζει ο ένας τον άλλον”.[28] Κι έτσι, μέσω των λέξεων, δομεί ο καθένας τη δική του persona, πάνω σε σαθρά θεμέλια.

Και τότε είναι, που “… η Ρητορική ανθίζει στη ζωή. Οι άνθρωποι υιοθετούν μία στάση ζωής, που επίκεντρό της έχει τη Γνώση και φτιάχνουν γνώση”.[29] Είναι ακριβώς όλο αυτό το “διαβολεμένο συνονθύλευμα από ονόματα, πληροφορίες, λέξεις, αριθμούς, που συνιστά τους τόπους τής Ρητορικής”.[30]

Ωστόσο, γνώση και λέξεις δεν είναι ικανές για κάτι παραπάνω από μία απλή περιγραφή των στοιχειωδών σχέσεων του χρόνου και της αιτιότητας[31] κι αυτός που τις χρησιμοποιεί αψήφιστα, στην πραγματικότητα δεν έχει καθόλου “επικοινωνήσει την οικειότητα [intimacy], την πραγματική φύση τού αντικειμένου”, αλλά μόνο “το έχει σημάνει, με τη φαινομενικότητά του εκείνη, που το κάνει αναγνωρίσιμο από όσους το έχουν ήδη δει”.[32] Οι λέξεις επιτελούν έναν αυστηρά ‘δεικτικό’ ρόλο: είναι τα σημεία που ‘δείχνουν’ προς τα αναφερόμενα, τους ‘ιδιοσυγκρατικούς κονδύλους’ – κατά Μίκελστετερ, – από τους οποίους συγκροτείται η μνήμη μας, ώστε αυτοί να μπορούν να αναγνωρισθούν και να ‘επικοινωνηθούν’ προς τους άλλους ανθρώπους, κατά έναν τρόπο “ικανοποιητικό για τις καθημερινές χρήσεις τής ζωής’.[33] Στο νου μας έρχεται ο Fritz Mauthner: “Κι ακόμη και σήμερα, στα πιο χαμηλά της επίπεδα, η γλώσσα συνεχίζει να είναι δεικτικού χαρακτήρα. “Δώστε μου λουκάνικα”. … η γλώσσα έχει μία απλοϊκότητα λουκάνικου”.[34]

Μέχρις ότου κατακτήσει το ‘βασίλειο της σιωπής’, η λέξη θα παραμένει ένα ‘καλλώπισμα ὂρφνης’ – ένα ‘στολίδι τού σκότους’: “μία απόλυτη φαινομενικότητα, η άμεση αποτελεσματικότητα μίας λέξης, που πλέον δεν περιέχει παρά μόνον το πιο απειροελάχιστο, ασαφές ζωικό ένστικτο”.[35]

[βλ. ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 5 – Παρμενίδης]

Εμπειρικός έλεγχος της φιλοσοφίας τού Μίκελστετερ. Παντού γύρω μας, σήμερα, ο Μίκελστετερ επιβεβαιώνεται τραγικά. Εντός των ελληνικών συνόρων, με τους αμέτρητους πολιτικούς σαλτιμπάγκους, οι οποίοι δεν διστάζουν, εν μια νυκτί, να κάνουν στροφή εκατόν ογδόντα μοιρών κι από αγνοί ουμανιστές και εθνοσωτήρες, να μεταμφιεσθούν αίφνης σε πειθήνιους εκτελεστές των – αναμφίβολα, απάνθρωπων – κελευσμάτων των εκ δυσμών πολιτικών αφεντικών τους.

Στην Ευρώπη τής ‘αλληλεγγύης’ και των ‘αξιών’, αυτήν που κάποτε δίδαξε την ‘ελευθερία’, την ‘ισότητα’ και την ‘αδελφοσύνη’, την οποία έκθαμβοι παρακολουθούμε σήμερα, σε μία από τις πιο θεαματικές ιστορικά ελεύθερες πτώσεις της, σε πολιτικό, οικονομικό – και, το σημαντικότερο, – σε αξιακό επίπεδο, να ασκεί ξεδιάντροπα τη νεοαποικιακή-ιμπεριαλιστική πολιτική της, είτε με τη μορφή τού άμετρου δανεισμού περιφερειακών, παραδοσιακά υπανάπτυκτων χωρών όπως η Ελλάδα, είτε συμμετέχοντας ανοιχτά σε στρατιωτικές επεμβάσεις, από κοινού με τις συμμάχους της χώρες-αστυνόμους, τόσο εκτός του ευρωπαϊκού χώρου (Λιβύη, Συρία, Αφγανιστάν), όσο πλέον – ξεδιάντροπα – και εντός (Σερβία).

Αλλά και σε διεθνές επίπεδο: στο Ιράκ, στο Αφγανιστάν, στη Λιβύη, στη Συρία, αλλά και παλαιότερα, στη Χιλή, τη Νικαράγουα, το Ελ Σαλβαδόρ, τη Γουατεμάλα, ολόκληρη την Υποσαχάρια Αφρική κι αλλού, δεν έχουμε παρακολουθήσει τίποτε άλλο, παρά την πιο αισχρή μορφή τής κατά Μίκελστετερ Ρητορικής σε πολιτικό επίπεδο: μία πλήρη διάσταση μεταξύ φτηνών (λεκτικών) διακηρύξεων και πραγματικών (κεκαλυμμένων και βρώμικων) προθέσεων· προβαλλόμενων ‘Υψηλών Ιδανικών’ και ποταπών μικροσυμφερόντων· λόγων και πράξεων.

 

Εικόνα 2: Carlo Michelstaedter, Demone (1903?)

 

Όμως και πέραν της πολιτικής σφαίρας, στο πολύ ουσιωδέστερο ατομικό επίπεδο – αυτό που ενδιέφερε περισσότερο και τον ίδιο το Μίκελστετερ – ο σημερινός άνθρωπος βρίσκεται περισσότερο από ποτέ παραδομένος στη Ρητορική. Αυτό συμβαίνει για παράδειγμα, με τη θρησκεία του και τη Ρητορική τού πνευματικού εξαγνισμού και της ‘ηθικής’ εξύψωσης, η οποία έρχεται σε κραυγαλέα αντίθεση με την πραγματικότητα του οργανωμένου εκφοβισμού των μαζών, με στόχο την ομοιομορφοποίηση, πειθάρχηση και βίαιη ενσωμάτωσή τους, στο διεφθαρμένο ‘αξιακό’ σύστημα της ‘κοινωνίας κακῶν’, την οποία αυτή εξυπηρετεί· ή με τα σπορ και τη Ρητορική τού υγιούς σώματος, η οποία αποσκοπεί σε μία νέα εμπορευματοποίηση του ανθρώπινου σώματος και τη μετατροπή του σε ‘θέαμα’, προς τέρψιν των διψασμένων για διασκέδαση μαζών, όταν το πραγματικό γεγονός είναι η πλήρης αποξένωση του ανθρώπου από την αρχική ‘φυσική’ κατάσταση κι η ένταξή του σε μία μηχανιστική διαδικασία παραγωγής, που μόνο εκφυλίζει και καταστρέφει το βιολογικό του σώμα.

Κι η απαρίθμηση πρακτικών παραδειγμάτων, τα οποία επιβεβαιώνουν σήμερα το Μίκελστετερ, σε κάθε σφαίρα της ανθρώπινης ζωής, θα μπορούσε να συνεχισθεί επί μακρόν. Ωστόσο, ήδη θα πρέπει να έχει γίνει σαφές, το πόσο βαθιά ‘κοίταξε’ ο Μίκελστετερ μέσα του, αλλά και στον ανθρώπινο ψυχισμό γενικά· το πόσο επιτυχημένο μοντέλο περιγραφής τού ανθρώπινου προβλήματος στο σύνολό του είναι το φιλοσοφικό του  δίπολο Πειθώ Ρητορική· τέλος, θα πρέπει να έχει δοθεί και μία ικανοποιητική ενόραση, σχετικά με τα αίτια που μπορεί να  οδήγησαν στο τραγικό της τέλος, τη σύντομη ζωή τού Κάρλο Μίκελστετερ.

Κάρλο Μίκελστετερ (1887-1910). Γεννήθηκε στις 3 Ιουνίου του 1887, στην Γκορίτσια (Gorizia), μία πόλη της βορειοανατολικής Ιταλίας, στα σύνορα με τη σημερινή Σλοβενία, η οποία τότε ανήκε στην Αυστροουγγρική Αυτοκρατορία κι αριθμούσε περί τις πέντε χιλιάδες κατοίκους. Η οικογένειά του ήταν εβραϊκή, υψηλού μορφωτικού επιπέδου κι οικονομικά ανήκε στην ανώτερη αστική τάξη.

Κατά τα παιδικά του χρόνια, ήταν μάλλον εσωστρεφής, όμως με το πέρας του σχολείου, ο Κάρλο είχε ήδη διαμορφωθεί σε έναν αθλητικό και ευφυή νέο. Του άρεσε η ανάβαση σε βουνά μέχρις εξαντλήσεως, είχε πάθος για το χορό, έκανε συχνές, πολύωρες πεζοπορίες, ιδίως τις νυκτερινές ώρες, ήταν γνωστός στην τοπική κοινωνία για τις κολυμβητικές του ικανότητες (κολυμπούσε συχνά στα ορμητικά κι επικίνδυνα νερά τού ποταμού Ισόντζο). Γενικά, απολάμβανε κάθε είδους επαφή με τη φύση και τις δραστηριότητες εκείνες που το βοηθούσαν να σταματά για λίγο την υπερκινητική σκέψη του. Του άρεσε επίσης ιδιαίτερα η γυναικεία ομορφιά, όπως αποκαλύπτεται από αρκετές επιστολές του[36].

Μετά το Γυμνάσιο, γράφτηκε στη Φιλολογική Σχολή του Ινστιτούτου Ανώτερων Σπουδών τής Φλωρεντίας, όπου σπούδασε Ελληνικά και Λατινικά, μέχρι το 1909. Η παραμονή του στην Φλωρεντία ήταν γεμάτη από μελέτη – στα δεκαεννέα του, διάβαζε ήδη έργα στα Ιταλικά, Γερμανικά, Γαλλικά, Λατινικά κι Ελληνικά[37] – αλλά κι από πολλές απογοητεύσεις: επανειλημμένες απορρίψεις άρθρων του κι αποτυχημένες προσπάθειές του να συνεργαστεί με περιοδικά. Στον ερωτικό τομέα, σχετίστηκε με τη νεαρή χωρισμένη Ρωσίδα Νάντια Μπαραντέν, η οποία αυτοκτόνησε το 1907, βυθίζοντάς τον σε θλίψη, ενώ κι η επιθυμία του να αρραβωνιαστεί με την Ιταλίδα συμφοιτήτριά του Ιολάντα ντε Μπλάζι συνάντησε τη σφοδρή αντίσταση της οικογένειάς του.

Το 1909 επέστρεψε στην Γκορίτσια και ξεκίνησε να γράφει τη διατριβή του. Ο πλήρης τίτλος της ήταν Πειθώ και Ρητορική στον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη και, μετά από πυρετώδη δουλειά, την είχε ολοκληρώσει πριν το τέλος τού 1910, στις 16 Οκτωβρίου, οπότε και την απέστειλε στο Πανεπιστήμιο της Φλωρεντίας. Την επόμενη ημέρα, μετά από έναν καβγά με τη μητέρα του, η οποία του παραπονέθηκε γιατί δεν της είχε ευχηθεί χρόνια πολλά στα γενέθλιά της, ο Μίκελστετερ αυτοκτόνησε, πυροβολώντας όχι μία, αλλά δύο φορές κατά του εαυτού του, σύμφωνα με εφημερίδα τής εποχής.[38]

 

Μεταξύ δύο προσκεκλημένων σ΄ ένα γεύμα, λιγότερο δυστυχής είναι αυτός που, έχοντας καταλάβει αμέσως ότι τα προσφερόμενα πιάτα είναι μη βρώσιμα, δεν δοκιμάζει κανένα τους, ενώ ο άλλος, ενώ τα δοκιμάζει όλα κι αναγκάζεται να τα φτύσει ένα προς ένα, συνεχίζει να ζει με την όρεξη για αυτά που δεν έχει δοκιμάσει ακόμη, με τη σφοδρή επιθυμία να μην του στερήσει κανείς το δικό του μερτικό στην πλάνη και με το φόβο, ότι κάποια στιγμή θα πρέπει ν΄ αποχωρήσει κι απελπίζεται όταν τελικά τον πετάνε έξω από το απεχθές συμπόσιο (Michelstaedter, DS, σ. 79).

 

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 1: Τζάκομο Λεοπάρντι (1798-1836)

 

Εικόνα 3: Τζάκομο Λεοπάρντι (1798-1836)

 

Μία από τις βασικές ιδέες τού Λεοπάρντι, με σημαντικό αντίκτυπο στη σκέψη τού Μίκελστετερ, είναι η επίγνωση μίας θεμελιώδους αντίφασης στην ανθρώπινη κατάσταση: η βασικότερη παρόρμηση κάθε έμβιου οργανισμού είναι το ένστικτο της διατήρησής του στη ζωή, η ‘αγάπη για τη ζωή’. Ωστόσο, η ζωή τού ανθρώπου ειδικά – σε αντιδιαστολή με όλων των υπόλοιπων όντων –χαρακτηρίζεται κι από μία μόνιμη αίσθηση ανικανοποίητου, ανίας και δυσφορίας, που τον καθιστά δυστυχισμένο, κατά τέτοιον τρόπο, ώστε πολλές φορές, η λύση τής αυτοκτονίας να φαντάζει σχεδόν ως ‘συμβατή’ με τις επιταγές τής Φύσης. Ο Λεοπάρντι απορρίπτει κατηγορηματικά αυτήν τη λύση και θεωρεί την αυτοκτονία “το πιο αντίθετο στη Φύση πράγμα, που μπορεί κανείς να διανοηθεί” (Giacomo Leopardi, Zibaldone (Z), Farrar, Strauss and Giroux, New York 2013, σσ. 68, 69). Η άποψη αυτή του Λεοπάρντι, τον οποίο τόσο θαύμαζε ο Μίκελστετερ, δεν στάθηκε ικανή να αποτρέψει τον τελευταίο από το απονενοημένο διάβημα.

 

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 2: Άρθουρ Σόπενχαουερ (1788-1860)

 

Εικόνα 4: Άρθουρ Σόπενχαουερ (1788-1860)

 

Μίκελστετερ: “Ένα βάρος κρέμεται από ένα τσιγκέλι· καθώς κρέμεται υποφέρει, γιατί δεν μπορεί να πέσει: δεν μπορεί να ελευθερωθεί από το τσιγκέλι διότι είναι ένα βάρος στο βαθμό που κρέμεται˙ κι όσο κρέμεται, εξαρτάται. Θέλουμε να το ικανοποιήσουμε: το ελευθερώνουμε από την εξάρτησή του, αφήνοντάς το να φύγει, ώστε να ικανοποιήσει την πείνα του γι’ αυτό που βρίσκεται κάτω του κι αυτό πέφτει ανενόχλητα, για όσο διάστημα το ευχαριστεί να πέφτει. Αλλά, σε κανένα από τα σημεία της διαδρομής του δεν είναι χαρούμενο… Ούτε πρόκειται, οποιοδήποτε μελλοντικό σημείο να είναι τέτοιο, ώστε να το καταστήσει χαρούμενο… Διαρκώς έλκεται με μία εξίσου ισχυρή επιθυμία γι’ αυτό που βρίσκεται κάτω του κι η θέλησή του να πέσει παραμένει μέσα του άπειρη ανά πάσα στιγμή. Η ζωή του είναι ακριβώς αυτή η θέληση για ζωή” (Michelstaedter, PR, σσ. 8, 9).

Σόπενχαουερ: “Αποκαλύπτει επίσης τον εαυτό της [η βούληση] στην απλούστερη μορφή της χαμηλότερης βαθμίδας της αντικειμενικότητάς της, στη βαρύτητα, της οποίας τo διαρκή μόχθο βλέπουμε παντού γύρω μας, παρότι είναι προφανώς αδύνατο αυτή να έχει κάποιον τελικό σκοπό. […] Επομένως, ο μόχθος της ύλης μπορεί μόνο να εμποδίζεται και ποτέ να ολοκληρωθεί ή να ικανοποιηθεί. […] Αλλά αυτό ακριβώς συμβαίνει και με όλα τα φαινόμενα της βούλησης. Κάθε τέλος που μόλις έχει επιτευχθεί είναι την ίδια στιγμή κι η απαρχή μίας νέας πορείας κι ούτω καθ’ εξής, ad infinitum” (Arthur Schopenhauer, The World as Will and Representation (WWR), Vol. I, Dover Publications, Inc., New York 1969/2015, σ. 164).

Μίκελστετερ: “[ο persuaso] Μόνος μέσα στην έρημο, ζει μία μεθυστική απεραντοσύνη και βαθύτητα ζωής. Ενώ η φιλοψυχία, πάντοτε ανήσυχη για το μέλλον, επιταχύνει το χρόνο κι ανταλλάσσει το ένα κενό παρόν με το επόμενο, η σταθερότητα του ατόμου απορροφά τον άπειρο χρόνο στο παρόν και συλλαμβάνει το χρόνο” (Michelstaedter, PR, ό.π., σσ. 56-57).

Σόπενχαουερ: “Πάνω απ’ όλα, πρέπει ξεκάθαρα ν’ αναγνωρίσουμε, ότι η μορφή του φαινομένου της βούλησης κι επομένως, η μορφή της ζωής ή της πραγματικότητας, είναι αληθινά μόνο το παρόν, όχι το μέλλον ή το παρελθόν. Μέλλον και παρελθόν υπάρχουν μόνο ως ιδέα…” (WWR, ό.π., σ. 278).

 

 

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 3: “Εάν πρώτα δεν πεθάνεις (Σούφικη ιστορία)

Ήταν κάποτε ένας πλούσιος και γενναιόδωρος άνθρωπος από τη Βοχάρα. Επειδή κατείχε μία υψηλή θέση στη μυστική ιεραρχία, ήταν γνωστός κι ως ο Πρόεδρος του Κόσμου. Κάθε μέρα έδινε χρυσό σε μία κατηγορία ανθρώπων – τους άρρωστους, τις χήρες κ.ο.κ. Όμως, τίποτε δεν διδόταν σε όποιον άνοιγε το στόμα του και μιλούσε. Δεν μπορούσαν να παραμείνουν βέβαια όλοι σιωπηλοί. Κάποια μέρα, ήταν η σειρά των δικηγόρων να λάβουν το μερίδιό τους. Ένας απ’ αυτούς δεν συγκρατήθηκε κι ανέπτυξε τον πιο πλήρη δικανικό λόγο που μπορούσε ποτέ να εκφωνηθεί. Τίποτε δεν δόθηκε σ’ αυτόν. Αυτό, ωστόσο, δεν τον πτόησε. Την επόμενη μέρα, ήταν η σειρά των ανάπηρων, οπότε κι αυτός προσποιήθηκε ότι είχε τα άκρα του σπασμένα. Αλλά ο Πρόεδρος τον αναγνώρισε κι έτσι δεν πήρε πάλι τίποτε. Ξανά και ξανά προσπάθησε, φτάνοντας να μεταμφιεσθεί ακόμη και σε γυναίκα, αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Τελικά, ο δικηγόρος προσέλαβε έναν εργολάβο κηδειών και του ζήτησε να τον τυλίξει σ’ ένα σάβανο. “Μόλις έρθει ο Πρόεδρος”, του είπε, “θα υποθέσει ότι είμαι ένα πτώμα κι έτσι, ίσως ρίξει λίγα χρήματα για την κηδεία μου – κι ύστερα θα σου δώσω κι εσένα το μερτικό σου”. Έτσι κι έγινε. Ένα χρυσό νόμισμα έφυγε από το χέρι τού Προέδρου προς το σάβανο. Ο δικηγόρος το άρπαξε αμέσως, από φόβο μήπως ο εργολάβος κηδειών τον προλάβει. Τότε, απευθύνθηκε προς τον ευεργέτη του: “Μου αρνήθηκες τη γενναιοδωρία σου—δες τώρα πώς την κέρδισα!” – “Τίποτε δεν μπορείς να έχεις από ‘μένα”, απάντησε ο γενναιόδωρος άνθρωπος, “εάν πρώτα δεν πεθάνεις”.

Αυτό είναι το νόημα της απόκρυφης φράσης “Ο άνθρωπος πρέπει να πεθάνει πριν πεθάνει”. Το δώρο έρχεται μετά απ’ αυτόν το ‘θάνατο’ κι όχι πριν. Κι ακόμη κι αυτός ο ‘θάνατος’ δεν είναι δυνατόn να επιτευχθεί χωρίς βοήθεια (Bhagwan Shree Rajneesh (Osho), Until you Die – Discourses on the Sufi Way, Rajneesh Foundation, Puna (India) 1976, σ. 2).

 

 

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 4: Τζίντου Κρισναμούρτι (1895-1986)

 


   Εικόνα 5: Τζίντου Κρισναμούρτι (1895-1986)

 

– Μίκελστετερ: “Η ζωή θα ήταν [από το ρήμα Είναι], εάν ο χρόνος δεν μετέθετε διαρκώς το είναι της στην αμέσως επόμενη χρονική στιγμή. Η ζωή θα ήταν μία, ακίνητη, άμορφη, εάν μπορούσε να είναι πλήρης σε ένα μοναδικό [χρονικό] σημείο” (PR, σσ. 14, 15).

Κρισναμούρτι: “Είναι μάλλον τρομακτικό, το να συνειδητοποιεί κανείς, ότι ακριβώς η λέξη ‘ελπίδα’, περιέχει καθετί το μελλοντικό. Αυτή η κίνηση από ‘εκείνο που είναι’ σ’ ‘εκείνο που θα έπρεπε να είναι’, είναι μια ψευδαίσθηση· στην πραγματικότητα είναι, αν μπορεί κανείς να χρησιμοποιήσει τη λέξη, ένα ψέμα” (Εις εαυτόν, Καστανιώτης, Αθήνα 1998, σ. 47). “Μπορούμε να ζούμε την καθημερινή μας ζωή χωρίς την έννοια του μέλλοντος; Όχι έννοια – συγγνώμη, όχι τη λέξη έννοια – καλύτερα: Μπορεί κανείς να ζει εσωτερικά χωρίς χρόνο;” (ό.π., 65, 66).

 

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 5: Παρμενίδης ο Ελεάτης (περίπου 515-440 π.Χ.)

 

Εικόνα 6: Παρμενίδης ο Ελεάτης (περ. 515-440 π.Χ.)

 

Προς το παρόν, ο μέσος άνθρωπος αρκείται στο να θεωρεί πως ‘γνωρίζει’ τον εαυτό του και τον κόσμο, μέσω μίας απλής διαδικασίας ονοματοδοσίας: “τοῖς ὂνομ’ ἂνθρωποι κατέθεντ’ ἐπίσημον ἑκάστῳ”, γράφει ο Παρμενίδης – “κι όνομα για το καθένα θέσανε σημαδιακό” (Ευάγγελος Ν. Ρούσσος, Παρμενίδης (PAR), στιγμή, Αθήνα 2002, σσ. 46, 47).

Ωστόσο, κάθε όνομα έχει δοθεί ‘κατά δόξαν’, με βάση την προσωπική γνώμη τού καθενός, μας λέει ο Παρμενίδης κι επομένως, “των θνητών οι γνώμες είναι αναξιόπιστες” (“ἠδέ βροτῶν δόξας, ταῖς οὐκ ἔνι πίστις ἀληθής”) (ό.π., σσ. 34, 35).

Ο άνθρωπος κατασκευάζει λοιπόν τον εξωτερικό του κόσμο σύμφωνα με τις μύχιες ελπίδες κι επιθυμίες του: “Ταὐτόν δ’ ἐστί νοεῖν τε καί οὓνεκέν ἔστι νόημα” – “Ίδιο είν’ η νόησή του και τό πού ‘χει νόημα” (ό.π., σσ. 40, 41; Carlo Michelstaedter, PR, σ. 24).

Το νοούμενο, αυτό το οποίο παρατηρούμε μέσα κι έξω μας, το αντικείμενο της ‘γνώσης’ μας, δεν είναι τίποτε άλλο από την ίδια τη σκέψη μας και συνεπώς, κάτι το οποίο εμείς οι ίδιοι έχουμε κατασκευάσει, κάτι το ιδεατό και τελικά, μάλλον ανύπαρκτο: “[Ὁ θεός]… ὀνομάζεται καθ’ ἡδονήν ἑκάστου”, όπως έχει διατυπώσει την ίδια ιδέα ο Ηράκλειτος (Ρούσσος, HER, σ. 16).

Κάθε γνωσιολογική απόπειρα του ανθρώπου  – “Ξέρω ότι αυτό είναι” – αναγκαστικά υπονοεί έναν αγεφύρωτο διαχωρισμό του από το αντικείμενο που υποτίθεται πως ‘γνωρίζει’ κι ως εκ τούτου, δεν είναι τίποτε άλλο, παρά μία αυτοεπιβεβαίωση του ίδιου του ανθρώπου που ‘γνωρίζει’, της ‘περσόνας’ του, μας λέει ο Μίκελστετερ: ΡΗΤΟΡΙΚΗ!

Μα, αν η ‘περσόνα’ αυτή ήταν αληθινή, δεν θα χρειαζόταν καμία απολύτως επιβεβαίωση εφόσον, σύμφωνα με τον Παρμενίδη: “ἐόν γάρ ἐόντι πελάζει” (“το ον πράγματι συναναστρέφεται με το ον”) (PAR, σ. 40; PR, σ. 67). Για τον Παρμενίδη υπάρχει ένα μόνο Oν, το οποίο εδράζεται στον αντίποδα ακριβώς της ανθρώπινης επιθυμίας και γνώμης κι αυτή τη θεώρησή του υιοθετεί εις ολόκληρο κι ο Μίκελστετερ: μόνον οι λίγοι εκλεκτοί, αυτοί που βρίσκονται σε πλήρη συμφωνία με το Oν – άρα και με τον εαυτό τους – έχουν πραγματικά ξεφύγει από την τραγωδία τής ανθρώπινης κατάστασης: αυτοί είναι οι κατά Μίκελστετερ ‘persuasi’.

 


Σημειώσεις

[1] Carlo Michelstaedter, Appendice 2, αναφέρεται στο Daniela Bini, Carlo Michelstaedter and the Failure of Language (FL), University Press of Florida, Gainesville 1992, σσ. 5-6.

[2] Carlo Michelstaedter, Appendice 6, ό.π., 6.

[3] Carlo Michelstaedter, El Diálogo de la Salud y Otros Diálogos Filosóficos (DS) [Ο Διάλογος της Υγείας κι Άλλοι Φιλοσοφικοί Διάλογοι], Marbot Ediciones, Barcelona 2009, σ. 29).

[4] Ό.π., σ. 80.

[5] Ό.π., σσ. 80-85.

[6] Carlo Michelstaedter, Persuasion and Rhetoric (PR), Yale University Press, New Haven & London 2004, σ. 24.

[7] Ό.π., σ. 24.

[8] Σύμφωνα με την Μπίνι πάντως, το μόνο βιβλίο περί Βουδισμού που γνωρίζουμε ότι είχε διαβάσει ο Μίκελστετερ, είναι μία γερμανική έκδοση με βουδιστικά ρητά κι αφορισμούς, με τον τίτλο Indische Sprüche (Bini, FL, ό.π., σσ. 124, 125).

[9] Κώστας Αξελός, Ο Ηράκλειτος και η Φιλοσοφία, Εξάντας, Αθήνα 1974, σ. 207.

[10] Ο Angelucci δίνει τον εξής ορισμό στη φιλοψυχία: “[η] βάση τής ανθρώπινης αυτο-διαιώνισης, μέσω της ικανοποίησης πεπερασμένων αναγκών κι επομένως, μέσω μίας [διαρκώς] ανεπαρκούς αυτο-επιβεβαίωσης”. Τη συσχετίζει δε, ορθά, με τον όρο τού Schopenhauer ‘πέπλο Μάγια’ [η λέξη ‘Μάγια’, στην ινδουιστική παράδοση, σημαίνει ‘αυταπάτη’, ‘όνειρο’] (Malcolm Angelucci, Words Against Words (WAW), Troubador Publishing Ltd, Leicester 2011, σ. 54).

[11] Αξελός, Ηράκλειτος, ό.π., σ. 206.

[12] Michelstaedter, DS, ό.π., σ. 46.

[13] Μεταξύ άλλων: “Ψυχῇσιν θάνατος ὕδωρ γενέσθαι…” (“Για τις ψυχές, θάνατος νερό να γίνουν…”), “Αὔη ψυχή σοφωτάτη καί αρίστη” (“Ξερή ψυχή σοφότατη και άριστη”) (Ευάγγελος Ρούσσος, Ηράκλειτος (HER), Εκδόσεις Παπαδήμα, Αθήνα 1992, σ. 15).

[14] Michelstaedter, DS, ό.π., σ. 65.

[15] Ό.π.

[16] Carlo Michelstaedter, La Melodía del Joven Divino (MJD) [Η Μελωδία του Θεϊκού Νέου], Editorial Sexto Piso, Coyoacan (México) & Madrid 2011, σ. 52.

[17] Ό.π., σσ. 45, 46.

[18] Ό.π., σ. 51.

[19] Michelstaedter, MJD, ό.π., σ. 56.

[20] Michelstaedter, DS, ό.π., σ. 82.

[21] Michelstaedter, DS, ό.π., σ. 82.

[22] Ό.π.

[23] Michelstaedter, PR, ό.π., σ. 68.

[24] Ό.π.

[25] Ό.π.

[26] Ό.π., σ. 100.

[27] Ό.π.

[28] Ό.π., σ. 68.

[29] Ό.π., σ. 69.

[30] Ό.π., σ. 128.

[31] Ό.π., σ. 133.

[32] Ό.π., σ. 132.

[33] Ό.π., σ. 130.

[34] Fritz Mauthner, Contribuciones a una Crítica del Lenguaje, Herder, Barcelona 2001, σ. 72.

[35] Michelstaedter, PR, ό.π., σ. 137.

[36] Bini, FL, ό.π., σσ. 69-71.

[37] Bini, FL, ό.π., σ. 4.

[38] Thomas Harrison, 1910, The Emancipation of Dissonance, University of California Press, Berkeley & Los Angeles, California/London, England 1996, σ. 95.

 

 

Ελευθέριος Μακεδόνας – Σύντομο Βιογραφικό Σημείωμα

– Γεννημένος στο Τορόντο Καναδά.

Εργασία: Εθνική Τράπεζα της Ελλάδας – Πιστοδοτήσεις Επιχειρήσεων (από το 2001).

Σπουδές: Διδακτορικό Δίπλωμα στα Οικονομικά (Παν/μιο Μακεδονίας), Μεταπτυχιακό Δίπλωμα (MBA) στη Διοίκηση Επιχειρήσεων (Παν/μιο Μακεδονίας), Πτυχίο Οργάνωσης-Διοίκησης Επιχειρήσεων (Παν/μιο Μακεδονίας), Πτυχίο Ισπανικής Γλώσσας και Πολιτισμού (ΕΑΠ).

Δημοσιεύσεις στον τομέα των Οικονομικών και των Ισπανόφωνων Σπουδών, σε ακαδημαϊκά περιοδικά του εξωτερικού (ενδεικτικά: Trent University Nottingham, University of Sydney, Delaware University)

Δημοσιεύσεις σε ελληνικά περιοδικά (Athens Review of Books, ο Αναγνώστης).

 

«Ακολουθία του ανοσίου τραγογένη Σπανού του ουρίου και εξουρίου, μηνί τω αυτώ πέρυσι, εν έτει εφέτο»

$
0
0
Γράφει η Κλεοπάτρα Ζαχαροπούλου // *

 

Μια βέβηλη, σκαρμπόζικη και σκατολογική σάτιρα ή μια λοιδορία με το ένδυμα της παρωδίας

 

 

ΤΡΕΙΣ ΣΠΑΝΟΙ από την Πόλη

πέντε τρίχες είχαν όλοι

ήρθε κι ένας Τηνιακός,

πέντε τρίχες μοναχός.

 

Βρέ καλώς τον πολυγένη

Κι από πούθε κατεβαίνει;

Απ’ την Πόλη κατεβαίνω

Και στη Βενετιά πηγαίνω.

 

Πάω ν’ αγοράσω χτένια,

Γιατί μ’ έφαγαν τα γένια…

 

 

Η Ακολουθία του ανοσίου τραγογένη Σπανού του ουρίου και εξουρίου, μηνί τω αυτώ πέρυσι, εν έτει εφέτο είναι μια ξετσίπωτη σάτιρα των σπανών και έχει γραφτεί για να τραγουδιέται σαν εκκλησιαστικό τροπάριο, γι’ αυτό και λέγεται «ακολουθία». Πρόκειται για μια διαβόητη, αλλά και δημοφιλή παρωδία, ενός λόγιου βυζαντινού,  του  14/ 15ου αι. Το έργο είναι μια παρωδία λειτουργικών ακολουθιών, κοσμικών εγγράφων κι άλλων μορφών λειτουργικής γραφής. Το κείμενο πρωτοτυπώθηκε το 1553 και έκτοτε γνώρισε συνεχείς ανατυπώσεις, χωρίς διακοπή, ως το 1832 με τη μορφή του βενετσιάνικου εντύπου.

Ο Τσάκωνας μιλά για ένα έργο «αγαπητό στο πλατύ μοναστικό χώρο της Ορθόδοξης Ανατολής και για μια παρωδία συνδεδεμένη για να ψέλνεται σε στιγμές καλογερικής ευθυμίας».

Ο Κ. Κρουμπάχερ χαρακτηρίζει την Ακολουθία του Σπανού «αλλόκοτο πόνημα», «βάναυσο λίβελο», «ελεεινό έργο», «ένα από τα πιο περίεργα μνημεία της δημώδους λογοτεχνίας» και την εντάσσει στο είδος της παραϋμνογραφίας για το σκοπό της «εντελώς βαναύσου και αχρειολόγου σάτιρας», ενώ ο Eideneier χρησιμοποιεί εναλλακτικά τους χαρακτηρισμούς «δριμεία» ή «χοντρή σάτιρα», «λίβελος», «αλάνθαστη παρωδία» κ.ά.

O Σπανός είναι μια  ελευθερόστομη παρωδία της Ιερής Ακολουθίας, με στόχο την σάτιρα ενός σπανού ή κατ’ άλλους του γένους των σπανών. Οι πιθανότητες να μιλάμε για απρόσωπη σάτιρα είναι ίσες με τις αντίστοιχες της προσωπικής. Στον ανατολικό παραδοσιακό χώρο και ειδικότερα στις ελληνικές παροιμίες, στα παραμύθια και στα δημοτικά τραγούδια υπήρχε προκατάληψη και περιφρόνηση για τους σπανούς, οι οποίοι αποτελούσαν αντικείμενο έντονης απέχθειας και σκώμματος. Πρόκειται λοιπόν για μια Ακολουθία, η οποία έχει σκοπό να κοροϊδέψει τον σπανό, τον άνθρωπο δηλαδή με τα χαρακτηριστικά ευνούχου, που ως αντικείμενο σάτιρας κατέχει ιδιαίτερη θέση και στον κόσμο των βυζαντινών παροιμιών. Παρά το ότι οι ανόσιοι σπανοί σατιρίζονται και εμπαίζονται από τον  ελληνικό λαό και αποδίδονται σε αυτούς εγκληματικές διαθέσεις και πράξεις, ο   Κρουμπάχερ αδυνατεί να εξηγήσει για ποιο λόγο η διαδικασία αυτή «ντύθηκε» με τη μορφή εκκλησιαστικής ακολουθίας και γι’ αυτό πιθανολογεί πως πρέπει να αναζητήσει κανείς τα βαθύτερα κίνητρα στις σατανικές θρησκολογικές παρεκτροπές του μεσαίωνα. Βέβαια, η χρήση των ιερών μορφών για αλλότριους σκοπούς ήταν δεδομένη κατά τη βυζαντινή, μεταβυζαντινή και νεότερη περίοδο. Η παρωδία αυτή είναι έργο μοναδικό για την απίστευτη βωμολοχία και την τολμηρότητα του λεκτικού της γενικά. Εκείνο που κάνει την Ακολουθία ενοχλητικά τολμηρή είναι ότι η διαπόμπευση του σπανού συνδυάζει ιερά εκκλησιαστικά κείμενα, στιχηρά και πεζά, με μια συνεχή και χειμαρρώδη βωμολοχία επαναλαμβανόμενων κοπρολογιών.

Ο Στ. Ήμελλος χαρακτηρίζει την Ακολουθία του Σπανού «ως αστειότατη σάτιρα του 15ου  αιώνα,  στην οποία «ονειδίζεται κατά τρόπο βάναυσο ο σπανός» και επισημαίνει ότι «στη βυζαντινή σάτιρα έχουμε ακραία,  βωμολοχική γελοιοποίηση και εμπαιγμό μη αποδεκτού για το σωματικό του ελάττωμα,  που τελικά είναι ψυχικό, τύπου άνδρα».

Όπως επισημαίνει ο Κ. Θ. Δημαράς, πρόκειται για μια αισχρή παρωδία θρησκευτικών κειμένων, που στρέφει τη μνήμη μας σε μεσαιωνικές και παλαιοχριστιανικές τελετές, οι οποίες παρωδούσαν την θρησκευτική λειτουργία. Δύσκολα απομονώνει κανείς ένα κομμάτι που να μην περιέχει απαγορευτικές  βωμολοχίες.  Ούτε συγκινεί ούτε θέλγει. Ωστόσο,  προκαλεί ανεπιφύλακτο θαυμασμό για τη γλωσσοπλαστική ικανότητα του συντάκτη του και ιδίως για την αχαλίνωτη φαντασία του, η οποία προσφέρει στην αναισχυντία ένα στοιχείο μεγαλοπρέπειας. Είτε πρόκειται για προσωπική σάτιρα είτε γενικότερα για θρησκευτική παρωδία εναντίον των σπανών,  γίνεται φανερό πως έχουμε τον τύπο ενός είδους που διήκει από τα βυζαντινά χρόνια ως τα δικά μας και τιμήθηκε από μεταγενέστερους λόγιους θρησκευόμενους.

Ο Λ. Πολίτης χαρακτηρίζει τον Σπανό ως παρωδία του εκκλησιαστικού τυπικού με δραστικό και πετυχημένο χιούμορ,  αλλά και με μια ελευθεροστομία,  που ξεπερνά κάθε όριο.

Ο Γ. Κεχαγιόγλου, πάλι, χαρακτηρίζει το έργο ως ένα από τα αινιγματικότερα Νεοελληνικά Λογοτεχνικά Λαϊκά Βιβλία.

Ο Γιώργος Σεφέρης επιμένει στην ανακουφιστική λειτουργία του κωμικού και αποφεύγει την ολισθηρή αναφορά στο σατιρικό περιεχόμενο του έργου: «Η Λειτουργία του Σπανού είναι ένα κείμενο γραμμένο με μορφή δήθεν λειτουργίας,  με έναν τρόπο αρκετά σκανδαλώδη.  Με διασκεδάζει ιδιαίτερα,  γιατί δεν βλέπω αρκετά ελαφρά κωμικά έργα στη λογοτεχνία μας».

Ο Πούχνερ υποστηρίζει πως «σάτιρες όμοιες με τη λειτουργία του Σπανού παρωδούν τα ίδια τα λειτουργικά μέρει και την εκκλησιαστική ποίηση,  μετατρέποντας την υμνολογία σε υβρεολογία και τα υψηλά νοήματα σε βωμολοχία».

Το πεζογράφημα αυτό είναι μια πρόστυχη σάτιρα των σπανών και έχει γραφεί σαν παρωδία εκκλησιαστικού κανόνα ή τροπαρίου, όπως επισημαίνει ο Βουτιερίδης. Μαζί του συμφωνεί και ο Παπαϊωάννου, ο οποίος υπογραμμίζει πως πρόκειται για μία βάναυση, σύνθετη, πολύπλοκη και σκληρή σάτιρα που παρωδεί κυριολεκτικά ανελέητα το ποικίλο υμνολογικό τυπικό μιας ολόκληρης ακολουθίας και άλλα εκκλησιαστικά κείμενα.

Η σάτιρα χρησιμοποιεί την παρωδία ως όχημα για την επίτευξη των στόχων της. Ο Muecke θεωρεί την παρωδία μια τεχνική υφολογικά σηματοδοτημένης λεκτικής ειρωνείας. Άλλοι μελετητές υποστηρίζουν ότι η παρωδία ανήκει στο γένος σάτιρα και έχει διπλό σκοπό, τη γελοιοποίηση και την αναμόρφωση, εφόσον ορίζεται ως κωμική και παραμορφωμένη αναπαραγωγή ενός ύφους. Ο Jankelevitch παρατηρεί ότι «η διογκωμένη παρωδία δεν έχει οπισθοβουλίες: όντας καθαρά αρνητική, δεν υιοθετεί από το θύμα της παρά τον ρυθμό της ομιλίας, τα ρούχα ή τις γκριμάτσες, για να προκαλεί το γέλιο εις βάρος του.  Πρόκειται για ειρωνεία χονδροειδή, φαιδρή και κυνική, μια σάτιρα απροσανατόλιστη που η ηρωική και κωμική της γελωτοποιία παραμένει χωρίς σημασία. Η M. Rose συνοψίζει τις μεταμορφώσεις της παρωδίας στη μοντέρνα εποχή (μπουρλέσκο, κωμικό, γελοίο, κριτική, μίμηση, μεταμυθοπλασία «παρασιτική» και «μη αυθεντική»), στην όψιμη μοντέρνα («κωμική», «αμφισβήτηση και διαστροφή», «κριτική της πραγματικότητας», «μη αυθεντικότητα», «έλλειψη δύναμης, σκοπιμότητα», «διακειμενική ή ανοργάνωτη», «μηδενιστική», «ελάχιστη μεταμόρφωση», «αρρωστημένη») και στη μεταμοντέρνα («μεταμυθοπλαστική», «διακειμενική», «κωμική»). Μια αρκετά διαδεδομένη νέα ειδολογική διάκριση ορίζει την παρωδία ως «πνευματώδη, αισθητικά ικανοποιητική σύνθεση, σε πρόζα ή στίχο, συνήθως χωρίς κακία, στην οποία μέσα από ελεγχόμενη παραμόρφωση φθάνουν σε υπερβολή οι πιο έντονες ιδιαιτερότητες, θεματολογικές ή υφολογικές, ενός λογοτεχνικού έργου, συγγραφέα, σχολής ή γραφής, με σκοπό να επανεκτιμηθεί το πρωτότυπο».

Βασική προϋπόθεση αναγνώρισης της παρωδίας είναι η γνώση του προτύπου. Η Rose συνοψίζει κάποια σημάδια που ειδοποιούν τον αναγνώστη ότι υπάρχει ένας άλλος κώδικας ενσωματωμένος μέσα στο κείμενο που διαβάζει. Οι τρόποι, λοιπόν,  της παρωδίας είναι οι εξής:

 

  • Αλλαγή στη συνοχή του παρωδούμενου κειμένου: πρόκειται για μια σημασιολογική αλλαγή, με ή χωρίς νόημα για τον κόσμο του αναγνώστη, συχνά είναι σατιρική· αλλαγή στην κυριολεκτική και μεταφορική λειτουργία της γλώσσας· αλλαγή συντακτική κι αλλαγή στα γραμματικά χαρακτηριστικά των προτάσεων·  αλλαγή στους συσχετισμούς του παρωδούμενου κειμένου με νέα συμφραζόμενα·  αλλαγή στη γλώσσα, στο λεξιλόγιο, στο ιδιόλεκτο.
  • Ευθεία δήλωση: μπορεί να έχει τη μορφή σχολίων για το κείμενο – στόχο ή για τον συγγραφέα και τον κόσμο του.
  • Επίδραση στον αναγνώστη: εκδηλώνεται με τη μορφή σοκ ή χιούμορ που προέρχεται από τη σύγκρουση ανάμεσα στο αποτέλεσμα κι στις προσδοκίες του αναγνώστη, όσον αφορά το παρωδούμενο κείμενο.

 

   Η στάση του παρωδούντος απέναντι στο παρωδούμενο κείμενο μπορεί να χαρακτηρίζεται είτε από περιφρόνηση (περιπαικτική μίμηση) είτε από θαυμασμό (ο παρωδών τηρεί στάση θαυμασμού αλλά και κριτικής απέναντι στο μοντέλο του). Ουσιαστικό συστατικό είναι ο συνδυασμός του θαυμασμού και του κωμικού στοιχείου. Η Rose υπογραμμίζει ότι η ιστορία αποδεικνύει ότι μόνο παρωδίες γνωστών έργων και έργων που προσέθεσαν κάτι καινούριο για το παρωδούμενο κείμενο ή κριτική που ασκεί να συμβάλει στην εξέλιξη της λογοτεχνίας έχουν επιβιώσει με την πάροδο του χρόνου. Αν και συνήθως η παρωδία συνοδεύεται από κωμικό αποτέλεσμα, δεν γελοιοποιεί αναγκαστικά το πρότυπο της. Η λέξη κλειδί για την φύση της παρωδίας είναι η λέξη «αμφιθυμία», αν και ορισμένοι κριτικοί θεωρούν ότι με την αμφιθυμία συνδέονται κυρίως οι αυτοπροστατευτικές ειρωνείες. Η παρωδία ενεργοποιεί κριτικά το δεδομένο λογοτεχνικό υλικό με κωμικό αποτέλεσμα. Η σατιρική παρωδία κάνει το αντικείμενο επίθεσης μέρος της δομής της και η λειτουργία της εξαρτάται κατά πολύ από την αντίδραση του αναγνώστη. Η ενσωμάτωση του κειμένου – στόχου διατηρεί την ισορροπία εξάρτησης και ανεξαρτησίας ανάμεσα στα κείμενα. Ο χειριστής της παρωδίας πρέπει να εισδύσει στο πρότυπο του, να αφομοιώσει και να αναπαράγει τα πιο ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του χωρίς να εξομοιωθεί μ’ αυτό. Αφού, λοιπόν, η παρωδία είναι μια μορφή πνευματώδους ελεγχόμενης υπερβολής διακρίνεται από το patische. Η εργασία της μίμησης, σύμφωνα με τον Schoentjes, μπορεί να πάρει δυο κατευθύνσεις: είτε να πλησιάσει μια γραφή που ο δημιουργός του patische θαυμάζει και αντιγράφει, διότι βλέπει σ’ αυτήν μια μορφή τελειότητας, είτε να ιδιοποιηθεί μια γραφή για να δείξει τα ελαττώματα της. Η M. Rose υποστηρίζει πως «η ισσοροπία ανάμεσα στη στενή μίμηση και παράθεση και στην εκτόπιση του κειμένου – προτύπου που διακρίνει την παρωδία από άλλα όπλα της λογοτεχνικής σάτιρας συνοδεύεται από κωμικό αποτέλεσμα, που απολήγει στην εγκαθίδρυση της ασυμφωνίας μεταξύ των κειμένων. Ο Lutz Röhrich συνεισφέρει στην κριτική μια πολύ χρήσιμη παρατήρηση: η παρωδία δεν είναι αναγκαστικά ανατρεπτική· μπορεί να ανασυνθέτει και να αναδημιουργεί.

Οι βασικές λειτουργίες της παρωδίας μπορούν να οριστούν με βάση τον σκοπό του συγγραφέα και τη διαδικασία της ανάγνωσης.

 

  • Αρνητική κριτική μέσω διακωμώδησης: πρόκειται για την παλαιότερη και πιο διαδεδομένη μορφή της παρωδίας. Συχνά η παρωδία υπήρξε ένα αποτελεσματικό εργαλείο στα χέρια των νέων ποιητών για να επιτεθούν εναντίον των υπερβολών της απερχόμενης ποιητικής γενιάς. Άλλοτε, υπήρξε όπλο της σάτιρας εναντίον μεμονωμένων προσώπων.
  • Άσκηση ύφους ή παιγνιώδης ενασχόληση: πρόκειται για την παιγνιώδη διάθεση που συνήθως οδηγεί τον συγγραφέα σε κείμενα που αγαπάει και τα οποία κατά κάποιο τρόπο προσοικειώνεται. Το κείμενο πρότυπο που έχει ο εκάστοτε ποιητής λειτουργεί σαν ένα έτοιμο καλούπι όπου χύνονται νέα υλικά.
  • Ιδιοποίηση της εγκυρότητας ενός κειμένου: συχνά η παρωδία λειτουργεί μέσα από την ιδιοποίηση της εγκυρότητας του παρωδούμενου κειμένου έτσι ώστε είτε το νέο κείμενο να βρει μεγαλύτερη απήχηση στους αναγνώστες, είτε να ενδυναμωθεί το περιεχόμενο του από τη διάσταση ανάμεσα στα δυο αξιολογικά συστήματα που συνυπάρχουν στην παρωδία. Μια άλλη περίπτωση ιδιοποίησης εγκυρότητας κειμένου είναι η χρήση της παρωδίας προς επίρρωσιν του νέου μηνύματος, δίχως όμως τη διαπλοκή του κωμικού στοιχείου, καθώς δεν υπάρχει ασυμβατότητα και η αντίθεση που δημιουργείται αφορά το ίδιο επίπεδο λόγου. Η παρωδία λειτουργεί επιτατικά εντείνοντας την αντίθεση. Καθώς η σοβαρότητα του εκκλησιαστικού λόγου δημιουργεί μεγάλη αντίθεση προς το «βέβηλο» καθημερινό πνεύμα της παρωδίας, υπάρχει μακρά παράδοση παρωδιών εκκλησιαστικών κειμένων, ενώ ταυτόχρονα, η εξοικείωση των ανθρώπων με τα εκκλησιαστικά κείμενα εξασφαλίζει την αναγνωσιμότητα της παρωδίας.
  • Υπέρβαση και αναδημιουργία: η παρωδία ενδέχεται να συνιστά διάλογο με την λογοτεχνική παράδοση, όχι με στόχο την κριτική ή τον σχολιασμό, ενδοκειμενικό ή εξωκειμενικό, αλλά με στόχο την επαναδραστηριοποίηση και επανακωδικοποίηση της δεδομένης λογοτεχνικής γραφής, και φυσικά, συνιστά τότε μέρος της λογοτεχνικής γραφής.
  • Αυτοπαρωδία: η κατηγορία αυτή είναι συγγενική με την προαναφερθείσα. Η αυτοπαρωδία έχει εντονότερο αυτοαναφορικό χαρακτήρα και μπορεί είτε να συνυπάρχει με τις παραπάνω κατηγορίες της παρωδίας είτε να λειτουργεί αυτόνομα. Στόχος της αυτοπαρωδίας είναι η ίδια η συγγραφική πράξη και οι συμβάσεις της λογοτεχνίας, γεγονός που αποτέλεσε αγαπημένη πρακτική σημαντικών συγγραφέων από τον μοντερνισμό και εξής. Όπως επισημαίνει η Κ. Κωστίου, η αυτοπαρωδία είναι καρπός του μοντερνισμού. Αλλά μέσα στο πλαίσιο του μεταμοντερνισμού, καθώς δίνεται ιδιαίτερη έμφαση στη μίξη ετερογενούς υλικού γνωρίζει ακόμη μεγαλύτερη άνθιση ή τουλάχιστον ακονίζεται η κριτική ευαισθησία μας απέναντι στην παρωδία.

 

Η παρωδία διαφέρει από τη σάτιρα σε αρκετά σημεία. Η παρωδία αναφέρεται σε λέξεις, ενώ η σάτιρα σε πράγματα. Στόχος και σημεία αναφοράς της  παρωδίας είναι ένα σύστημα έκφρασης και της σάτιρας  ένα σύστημα περιεχομένου. Σύμφωνα με τη Hutcheon «η διαφορά ανάμεσα στις δύο μορφές δεν βρίσκεται τόσο στην προοπτική […], αλλά στο στόχο. Με άλλα λόγια η παρωδία δεν είναι εξωκειμενική στον σκοπό της· η σάτιρα είναι». Ο Nabokov επισημαίνει ότι «η σάτιρα είναι μάθημα, η παρωδία παιχνίδι», ενώ ο Kiremidjian υπογραμμίζει πως «ίσως η αστάθεια των βασικότερων εννοιών που αφορούν την παρωδία και την παρενδυσία δικαιολογεί την υπαγωγή της παρωδίας στη σάτιρα». Όπως παρατηρεί η Hutcheon «η παρωδία συχνά, αλλά όχι απαραίτητα, είναι κωμική αναπαράσταση ενός λογοτεχνικού κειμένου ή άλλου καλλιτεχνικού αντικειμένου, π.χ. μιας τυποποιημένης πραγματικότητας που λειτουργεί ως πρότυπο, που είναι ήδη αναπαράσταση μιας άλλης πραγματικότητας προτύπου […]. Αυτές οι παρωδιακές αναπαραστάσεις εκθέτουν τις συμβάσεις των προτύπων τους και απογυμνώνουν τα τεχνάσματά τους μέσα από τη συνύπαρξη των δυο κωδικών στο ίδιο μήνυμα. Η σάτιρα είναι κριτική αναπαράσταση, πάντα κωμική, όχι της πραγματικότητας που λειτουργεί ως πρότυπο, αλλά πραγματικών αντικειμένων, τα οποία ο δέκτης αναδομεί όπως ο πομπός του μηνύματος. Η σατιριζόμενη «αυθεντική» πραγματικότητα μπορεί να εμπεριέχει ήθη, στάσεις, τύπους, κοινωνικές δομές, προκαταλήψεις κ.ο.κ.». Η παρωδία κάνει μεταγλωσσική χρήση δεδομένης γλώσσας ως οργάνου κριτικής και τα μεταμυθοπλαστικά συμφραζόμενα που αποκτά, εν αντιθέσει με τη σάτιρα που δεν περιορίζεται στη μίμηση, ανατροπή ή παρένθεση άλλων λογοτεχνικών κειμένων, αλλά διαθέτει φάσμα ποικίλων τεχνικών. Απαραίτητη προϋπόθεση της σάτιρας είναι οι λογοτεχνικές νόρμες χωρίς αυτό να σημαίνει ότι η παρωδία δεν αφορά και άλλες μορφές τέχνης. Η παρωδία όχι μόνο δημιουργεί υπαινιγμούς για την ύπαρξη άλλου συγγραφέα, αναγνώστη, συστήματος επικοινωνίας, αλλά και άλλης σχέσης ανάμεσα στο κείμενο ή τον λόγο και τα κοινωνικά συμφραζόμενα, κατά την Rose. Η παρωδία μπορεί να ορισθεί ως μια τεχνική που ασχολείται με την επαναδραστηριοποίηση και κριτική δεδομένου γλωσσικού και λογοτεχνικού υλικού, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι η παρωδία ασχολείται μόνο με λογοτεχνικές νόρμες. Η παρωδία λειτουργεί με την αντιπαράθεση, παράλειψη, πρόθεση, συμπύκνωση και με την ασυνέχεια της σημασιολογικής και μεταφορικής λογικής του αρχικού κειμένου για να το ενεργοποιήσει ξανά. Συχνά εμπεριέχει το «θύμα» ή το αντικείμενο της επίθεσης μέσα στη δομή της και τότε επηρεάζεται από τη λογοτεχνική αξία του αντικειμένου κριτικής. Επηρεάζεται ως προς τη λογοτεχνική της αξία από το κείμενο- πρότυπο. Ως τεχνικές της παρωδίας έχουν οριστεί η καρικατούρα, η υποκατάσταση, η πρόσθεση, η αφαίρεση, η υπερβολή, η συμπύκνωση, η αντίθεση και η ασυμφωνία. Η ανατρεπτική μίμηση και παράθεση άλλων κειμένων στην παρωδία αντανακλά την οφειλή όλων των λογοτεχνικών έργων σε προγενέστερα.

Η ειρωνεία αποτελεί κρίσιμο στοιχείο για την επισήμανση του ηθικού φάσματος της παρωδίας ή της αμφιθυμίας της. Η ειρωνεία παίζει πρωτεύοντα ρόλο στη λειτουργία και της παρωδίας και της σάτιρας. Παρωδία και ειρωνεία αποτελούν επιτηδευμένες μορφές έκφρασης όσον αφορά τις απαιτήσεις που προκύπτουν από τους συγγραφείς αλλά και από τους αναγνώστες, καθώς, όπως επισημαίνει η Rose, συγχέουν τις κανονικές διαδικασίες επικοινωνίας προτείνοντας περισσότερα του ενός μηνύματα στον αναγνώστη πράγμα που μπορεί να οδηγήσει στη συγκάλυψη του πραγματικού μηνύματος, προς αποφυγή μιας άμεσης ανάγνωσης. Ο ειρωνικός συγγραφέας μπορεί να χρησιμοποιεί την παρωδία για να κρύψει το νόημα. Ωστόσο, η λεκτική ειρωνεία είναι πιο κρυπτική και πιο υποκριτική απ’ ότι η παρωδία, καθώς η ειρωνεία συνδέει δυο μηνύματα μέσα σε έναν κώδικα ενώ η παρωδία δημιουργεί δυο διαφορετικούς κώδικες εφόσον προβαίνει σε σχολιασμό του παρωδούμενου κειμένου με την δημιουργία μιας μεταγλώσσας. Η παρωδία παρουσιάζει τα λογοτεχνικά της «θύματα» μέσα από μοντάζ ενός δεδομένου λογοτεχνικού υλικού, το οποίο διαχρονικά εμπεριέχει και το κοινό του και την παράδοση του, πετυχαίνοντας έτσι μ’ έναν εσωτερικό τρόπο να δοθεί ιστορική διάσταση στη λογοτεχνική παράδοση. Η παρωδία μπορεί να είναι συγχρόνως ειρωνική και σατιρική. Η ταυτόχρονη χρήση παρωδίας και ειρωνείας δίνει τη δυνατότητα στον συγγραφέα ν’ αποκαλύπτει τις λογοτεχνικές συμβάσεις που καθορίζουν το δικό του έργο. Εύστοχα υπογραμμίζει η Hutcheon πως «η ειρωνική απόσταση που ενυπάρχει στην παρωδία κατέστησε τη μίμηση μέσο απελευθέρωσης με την έννοια ότι εξόρκισε τα προσωπικά φαντάσματα του παρελθόντος». Ο Ν. Βαγενάς παρατηρεί ότι «η ποιότητα της παρωδίας μιας παράδοσης είναι ευθέως ανάλογη όχι με την ποιότητα της σάτιράς της αλλά με την ποιότητα της σύνολης λογοτεχνίας της […]. Η σύνθεση μιας παρωδίας απαιτεί υψηλές λογοτεχνικές ικανότητες και  αυξημένη κριτική ικανότητα».

Δημιουργός της Ακολουθίας του Σπανού θεωρείται κάποιος άγνωστος Κωνσταντινουπολίτης λόγιος, ο οποίος διαθέτει γούστο,  εφευρετικότητα και αίσθηση οργάνωσης του υλικού και ο οποίος ακολουθεί την αγαπητή γραμματειακή σύμβαση της εποχής του,  να παρουσιάζεται δηλαδή ως αμαθής και αγράμματος. Εκτός από τις γλωσσικές και ρητορικές του ικανότητες αποδεικνύεται και άριστος γνώστης των λειτουργικών τυπικών και της λειτουργικής πράξης καθώς κι άλλων εγγράφων, ξορκισμών, γιατροσοφιών κ.ά. Ενδέχεται ο συγγραφέας να ήταν εκκλησιαστικός ψάλτης και κατά το Μητσάκη κληρικός ή μοναχός. Ως προς τα μέσα τις παρωδίας του, εντυπωσιάζει η αχαλίνωτη γλωσσοπλαστική φαντασία, οι ρητορικοί τρόποι, η λεξικογραφική σύνθεση, οι νεολογισμοί, τα λογοπαίγνια, η αστείρευτη έμπνευση του ανώνυμου συντάκτη της σάτιρας,  μέσα στο σεβάσμιο ένδυμα λειτουργικών μελών και εκκλησιαστικών αναγνωσμάτων. Όπως ήδη αναφέραμε, αποδεικνύεται άριστος γνώστης των λειτουργικών τυπικών και της λειτουργικής πράξης, έχοντας οπωσδήποτε ασυγκρίτα βαθύτερες σχέσεις με όλα αυτά από ένα μέσο Βυζαντινό, αν πάρουμε για παράδειγμα την παρωδία του των βυζαντινών νευμάτων. Σε αυτά προστίθεται και η ευρύτητα ενός «κοσμικού» ορίζοντα.  Αν οι γνώσεις του για τα λειτουργικά είναι από πρώτο χέρι,  γνωρίζει άλλο τόσο τα βυζαντινά έγγραφα από μέσα κι απέξω,  ακριβώς όπως και τα γιατροσόφια και τους εξορκισμούς. Η λογιότητά του, ωστόσο,  που του δίνει το δικαίωμα και τη δυνατότητα της παρώδησης τέτοιων τυπικών,  δεν τον εμποδίζει να βασίζεται σε μία πλατιά λαϊκή αίσθηση,  που του επιτρέπει να πληροί την παρωδία και με περιεχόμενο.  Χρησιμοποιεί και συμπεριλαμβάνει στο έργο του τραγούδια και στίχους, που του είναι γνωστά από τη λαϊκή παράδοση.  Είναι μεστός από τον πλούσιο θησαυρό των λαϊκών μαγικών βασκανιών και εξορκισμών, των λαϊκών τρόπων θεραπείας με τη βοήθεια του εξορκισμού κακών πνευμάτων και όλων των δαιμόνων.  Αυτό το υλικό,  όμως, δεν το χρησιμοποιεί σοβαρά για να προκαλέσει πραγματικά κακό στο σπανό,  αλλά τον κοροϊδεύει και τον σατιρίζει με τη βοήθεια της παρώδησης των στερεοτύπων. Ακριβώς όπως η επίθεση του δεν κατευθύνεται εναντίον των λειτουργικών τυπικών, όταν τα χρησιμοποιεί για το μνημόσυνο του σπανού, έτσι και τα παρωδημένα μαγικά και οι βασκανίες βρίσκονται απλώς στην υπηρεσία της γελοιοποίησης. Ο ανώνυμος κρατά διαφωτισμένη στάση απέναντι στο λαϊκό παραδοσιακό υλικό που αποθησαυρίζει. Ως προς το πνεύμα που διέπει την Ακολουθία,  εκπλήσσουν ο φανατισμός, το μένος, η εμπάθεια και το θανάσιμο μίσος του για το σπανό και το γένος του,  η επιθυμία του να τον εξευτελίσει στο έπακρο σωματικά και ηθικά, με επιθέσεις που έχουν αυξανόμενη ένταση και ποικιλία τρόπων, και τέλος να τον εξοντώσει βίαια και φρικτά, κάτι που το κάνει συμβολικά και λεκτικά. Κι αφού τον έχει «λιντσάρει» φαντασιακά, έπειτα συνεχίζει τη διαπόμπευση με την παρωδία του Επιτάφιου θρήνου του Σωτήρος Χριστού, με έναν καταιγισμό ύβρεων,  αρών και επιθέσεων ενάντια στον αντί-Χριστο και το γένος του,  που εξακολουθούν να αποτελούν απειλή για τους χριστιανούς, έστω και αν αυτοί πανηγυρίζουν για την εξάλειψη του μιάσματος με παρωδίες των αναστάσιμων ευλογηταρίων και των τροπαρίων των μακαρισμών της Λειτουργίας.

   Η Ακολουθία του σπανού είναι μία παρωδία ακολουθίας στη μνήμη αγίου. Δεν έχει σκοπό να σατιρίσει τη θρησκεία ή την Εκκλησία, μόλο που έχει τη μορφή εκκλησιαστικής ακολουθίας. Πρόκειται για μια πλήρη ακολουθία που περιλαμβάνει Εσπερινό (με στιχηρά αναγνώσματα, απόστιχα και απολυτίκιο), Όρθρο με καθίσματα, τους αναβαθμούς, τον κανόνα με το κοντάκιο, τον οίκο και το συναξάριο (αφηγείται το βίο και την πολιτεία του σπανού) και την έκτη ωδή, εξαποστειλάρια, τον πολυέλεο, εδώ μολυνέλεον, τους αίνους και έτερα τροπάρια, τα μεγαλυνάρια ή μαγαρισνάρια, δηλαδή τον Επιτάφιο θρήνο του Σπανού, τα ευλογητάρια μετά την τρίτη στάση και τον ύμνο προς τον ήλιο κρύψαντα, και μετά την απόλυση, Λειτουργία, εδώ Λιμουργία, μόνο με τα τροπάρια των μακαρισμών. Η καθαυτό λειτουργία συμπληρώνεται με ένα άσμα, το καλοφωνικόν της Τραπέζης και με μία ευχή. Ακολουθεί ένα πεζό αφηγηματικό μέρος με κάποια λεξιλογική και θεματική σχέση αλλά με απουσία του Σπανού. Περιλαμβάνει παρωδία προικοσυμφώνου και περιγραφή γαμήλιου γεύματος, βαριάς ασθένειας του γαμπρού και προσπαθειών για τη θεραπεία του με γιατροσόφια, δεήσεις, ευχές, επωδές και ξορκισμούς, ώσπου η γιατρειά έρχεται με τρόπο παράδοξο και γκροτέσκο.

Αρχικά, παρωδούνται τα στιχηρά του Εσπερινού της Κυριακής:

 

«Kύριε, εκέκραξα», «Φωνή μου προς Κύριον», «Εκ βαθέων εκέκραξά σοι» και «Αινείτε τον Κύριον».

«Kύριε, εκέκραξα πρός σέ, εισάκουσόν μου, εισάκουσόv μου, Κύριε· Κύριε, εκέκραξα προς σε, εισάκουσόv μου· πρόσχες τη φωνή της δεήσεώς μου, εν τω κεκραγέναι με πρός σε· εισάκουσόν μου, Κύριε».

«Εκ βαθέων εκέκραξά σοι, Κύριε, Κύριε, εισάκουσον της φωνής μου».

 

ως εκ βαθέων εκέκραξας του δοθήναί σοι γένειον και ουκ εισηκούσθης και αναφέρεται στο ταξίδι του σπανού στον θείο του τον τράγο, για να τον παρακαλέσει να του χαρίσει λίγα γένια.

Εν συνεχεία, ακολουθεί η παρωδία των στιχηρών τροπαρίων:

 

«Ω του παραδόξου θαύματος! η πηγή της ζωής, εν μνημείω τίθεται, και κλίμαξ προς ουρανόν, ο τάφος γίνεται, Ευφραίνου Γεθσημανή, της Θεοτόκου το άγιον τέμενος, Βοήσωμεν οι πιστοί, τον Γαβριήλ κεκτημένοι ταξίαρχον, Κεχαριτωμένη χαίρε, μετά σού ο Κύριος, ο παρέχων τω κόσμω διά σού το μέγα έλεος».

 

με την εξής μορφή:

 

«Ω του παραδόξου θαύματος, αν απαντήσης σπανόν, το μουστάκιν του κλάσε το, έκβαλε το γένιν του, και κλότσον τον ευεργέτησε, τον ουριόν τε και τον εξούριον» […].

««Ω του παραδόξου θαύματος, αν απαντήσης σπανόν, και ιδρώνη το γένιν του, χαίρε, τράγε, λέγε του, και βοθρακού αποσκέλλωμα, γραίας μέν αίγας ανακακάρωμα» […].

 

Η σατιρική επίθεση κατευθύνεται πάντα εναντίον του σπανού. Η παρωδία αποτελεί μόνο το καλούπι, όπου μέσα του χύνεται η σάτιρα. Ήδη διακρίνεται καθαρά ο χαρακτήρας της σάτιρας και της παρωδίας. Ιερά πρότυπα, υλικό καθ’ όλα πασίγνωστο, κείμενα από την ορθόδοξη Λειτουργία, τίθενται στην υπηρεσία της διακωμώδησης του σπανού.

Η τεχνική της εξύβρισης χαρακτηρίζεται από δύο στοιχεία: αφενός οι περισσότερες ύβρεις αναφέρονται σε πραγματικές ιδιότητες του σπανού, οι οποίες βέβαια παρουσιάζονται κατά υπερβολικό κι αγροίκο τρόπο κι αφετέρου χρησιμοποιούνται λέξεις και εκφράσεις,  συνήθεις για την περιγραφή ενός άντρα με πλούσια γενιά,  πάντα με ειρωνικό τρόπο.  Την τεχνική αυτή εξυπηρετούν και οι πυκνές –υβριστικές για το σπανό- αναφορές σε κατοικίδια ζώα (αγελάδα, άλογον, βουβάλιν, γαδάρα, τραγί, γουρούνι, πρόβατο κ.ά.), καθώς ο σπανός δεν αναγνωρίζεται ως γνησίως ανθρώπινο ον και έτσι πολύ συχνά προσδίδεται σ’ αυτόν ζωώδης υπόσταση.

Στο επόμενο τροπάριο, κι αφού εξυβριστεί ο σπανός ως τράγος, βάτραχος και σκελετός γριάς αίγας,  τίθεται εκ νέου στην υπηρεσία της εξύβρισης η φωνή του υβρίζοντος με το κράξας μέγα προς αυτόν βόησον. Μετά από το σύνηθες σπιθαμόστομε και μερμυγκοσφόνδυλε αρχίζει η αστείρευτη και ατέρμονη σειρά μαγγανειών και καταρών εναντίον του σπανού με το απλό: άλλας εις τα μάτια σου. Ευθύς εξαρχής, όμως, γίνεται φανερό, πως όλες οι φοβερές κατάρες επιστρατεύονται με στόχο την κοροϊδία και την παρώδηση: κόπρος στα γενιά σου.

Και ενώ προχωρούμε, όλο και περισσότερα επίθετα βρίσκουμε να χαρακτηρίζουν τον σπανό. Ο αυτοοικτιρμός καταλήγει σε αυτοϋβρισμό για έναν απόβλητο της κοινωνίας.

Χωρίς Είσοδο, Φως ιλαρόν και Προκείμενον, έπονται αμέσως τα Αναγνώσματα (51-83), παρωδημένα εδώ σε ανακλάσματα. Οι προφητείες του μυοβατράχου, του τζιντζίρου και του κώνωπος προαναγγέλουν τυπικές εξυβρίσεις και θέματα, που επανέρχονται συνεχώς.

Ακολούθως, συναντάμε το στιχηρό προσόμοιο:

 

«Ως γενναίον εν Μάρτυσιν, αθλοφόρε Γεώργιε, συνελθόντες σήμερον, ευφημούμέν σε. ότι τον δρόμον τετέλεκας, την πίστιν τετήρηκας, και εδέξω εκ Θεού, τον της νίκης σου στέφανον. όν ικέτευε, εκ φθοράς και κινδύνων λυτρωθήναι, τούς εν πίστει εκτελούντας, την αεισέβαστον μνήμην σου».

 

που ψάλλεται στις 23 Απριλίου, στη μνήμη του Αγίου ενδόξου Μεγαλομάρτυρος Γεωργίου του Τροπαιοφόρου, στο μεγάλο εσπερινό, παρωδημένο σε:

 

«Ως γελοίον σε έδειξεν, εις τον κόσμον ο κύριος, κακόν ζώον άσχημον και πανάτσαλον, και τραγογένην παράσημον, σπανόν δρεπανόραχον, κακομούσουδον σκυλίν, διαβόλου απόκομμα, και αγλάισμα της αυτού κακουργίας» […].

 

Παρατηρούμε πως το «ρεπερτόριο» των ύβρεων και των αρών διευρύνεται όλο και περισσότερο. Η πομπή του σπανού βρίσκεται στο προσκήνιο.

Σε αυτό περίπου το σημείο τελειώνει η Ακολουθία του Εσπερινού και ξεκινά αυτή του Όρθρου. Είναι σχεδόν αδιανόητο, ένας Έλληνας του 16ου αι., να μην είχε υπ’ όψιν του αυτές τις Ακολουθίες, έστω κι αν του ξέφευγαν οι λεπτομέρειες ή λόγω του αρχαΐζοντος ύφους, δεν κατανοούσε απόλυτα το κείμενο.  Ήδη από τους πρώτους κιόλας στίχους αναγνώριζε οπωσδήποτε για ποιο γνήσιο κείμενο επρόκειτο και ποια μελωδία πλαισίωνε το πλαστό κείμενο, την παρωδία.

Στον προκείμενο όρθρο (134-1200) αναφέρονται από το Προοίμιο τα Καθίσματα και ο Άμωμος, εκτελούνται όμως μόνο οι δύο Στιχουργίες στην αρχή,  και οι Αναβαθμοί.  Ο Πολυέλεος,  που κανονικά ανήκει στη θέση του Άμωμου προ των Αναβαθμών επίσης στο προοίμιο της Ακολουθίας του Όρθρου,  εμφανίζεται στο κείμενό μας μετά από τον Κανόνα (665 κ.ε.). Τα Αναστάσιμα Ευλογητάρια, που θα μπορούσαν να είχαν θέση και ανάμεσα στον πολυέλεο και στον Άμωμο, βρίσκονται μόλις στο 155κ.ε., όπου έχουν θέση και λόγο ύπαρξης,  εφόσον ακολουθούν άμεσα τον Επιτάφιο του Σπανού.

Το προοίμιο διαδέχεται ο Κανών (182-652) του πονηροτάτου σπανού, που εκτελείται πλήρως και αποτελείται από τις συνήθεις οκτώ Ωδές. Μετά την τρίτη ωδή, ως συνήθως, παρεμβάλλεται ένα κάθισμα και το κατεπλάγη Ιωσήφ. Για την τέταρτη ωδή έχουμε τον ειρμό ο καθήμενος εν δόξη, που εδώ παρωδείται ως ο καθήμενος εν σούγλα. Μετά από την έκτη ωδή προετοιμάζεται με το Κοντάκιο (311 κ.ε.) και με τον Οίκο (316 κ.ε.), το αναμενόμενο μετά την έκτη ωδή Συναξάριον. Πριν από την ενάτη ωδή βρίσκονται τα Μεγαλυνάρια. Οι ειρμοί και τα κείμενα των τροπαρίων, στα οποία βασίζεται η παρωδία το δικού μας Κανόνα, προέρχονται από τον αντίστοιχο της Κοίμησης της Θεοτόκου κατά την δεκάτη πέμπτη του Αυγούστου:

 

«Ανοίξω το στόμα μου, και πληρωθήσεται Πνεύματος, και λόγον ερεύξομαι, τη Βασιλίδι Μητρί. και οφθήσομαι, φαιδρώς πανηγυρίζων, και άσω γηθόμενος, ταύτης τα θαύματα (την κοίμησιν. την είσοδον. την σύλληψιν)».

 

Στον ίδιο αυτό ήχο εδώ διαβάζουμε :

 

«Ανοίξω το στόμα σου, και βάλω τρία δαμάσκατα, και προύνον και βάτσινον, και αγελάδας πορδήν. Και οφθήσομαι, μαδείν την σήν μουστάκαν, την αγριωμένην τε, και κοπρομούσουδον».

 

Άμεσες ταυτίσεις παρατηρούνται μόνο στις φράσεις ανοίγω το στόμα μου/σου και και οφθήσομαι, ενώ με τη βοήθεια της ίδιας μουσικής δομής αποστηθίζεται ολόκληρη η στροφή (φωνητικές αναλογίες κ.ά.). Σε ολόκληρο το τροπάριο δεν υπάρχει ούτε μια μετρική ατασθαλία. Το άγιο πρότυπο βρίσκεται στην υπηρεσία της κακολόγησης του σπανού, μέσα στα πλαίσια ενός λόγιου παιχνιδιού που ανήκει στο είδος της συμποτικής παραϋμνογραφίας.

Τη σκυτάλη παίρνει το Συναξάριον του ανοσίου Σπανού (330-539), που αποτελεί πυρήνα του όλου έργου. Στο ψαλλόμενο μέρος παραλλάσονται ορισμένα θαύματα και πράξεις από το βίο του Αγίου. Τα κυριότερα σημεία της ζωής του παρουσιάζονται, εν τούτοις, προσαρτημένα στη λειτουργία. Τoυς εισαγωγικούς στίχους του συναξαριού ακολουθούν δύο πολιτικοί δεκαπεντασύλλαβοι, ως μετρική παρωδία, από τους οποίους ο ένας δεν είναι μετρικά άμεμπτος, εφόσον λείπει μια συλλαβή. Με το κύριο μέρος, όπου περιγράφεται η καταγωγή και οι σπανοί ως είδος, συντελείται η ποθητή γενίκευση στην κοροϊδία και στην εξύβριση του γένους των σπανών. Με τη διακωμώδηση του ενός σπανού αποσκοπείται αντιπροσωπευτικά η γελοιοποίηση ολοκλήρου του γένους. Στη συνέχεια εξιστορείται η καταγωγή του συγκεκριμένου σπανού, η ζωή και η δράση του. Σε αντίθεση με τον επίλογο των πραγματικών συναξαριών, εδώ, το τέλος διαγράφεται ευτυχές. Αυτό ακριβώς αποτελεί παρωδία του θλιβερού τέλους ενός Αγίου. Στο τέλος βρίσκεται η παρότρυνση να κατονομαστούν και άλλα κατορθώματα από την πλούσια δράση του Σπανού. Ένα σημαντικό μέσο παρωδίας που εδώ χρησιμοποιείται με καταπληκτική μαεστρία είναι η τήρηση της γλώσσας της Βίβλου, αλλά και του ρητορικού ήθους των συνηθισμένων Βίων Αγίων. Η αδρή εξύβριση του Σπανού στο έμμετρο μέρος,  όπου το πρότυπο τίθεται στην υπηρεσία της γελοιοποίησης του Σπανού και αποστασιοποιείται με κάποια ανεμελιά, επιτρέπει να εισχωρήσει μια δραστική μεν αλλά πάντως λεπτότερη σάτιρα. Η παρώδηση του προτύπου στο πεζό αυτό κομμάτι είναι αναγκαστικά πιο γενική, αλλά και πιο αποτελεσματική. Το παραγέμισμα του υψηλού λειτουργικού πλαισίου με κοινότοπο και συχνά αισχρό περιεχόμενο προσδίδει στην παρωδία μια ιδιαίτερη γοητεία.

Πρότυπο για το πρώτο Εξαποστειλάριο (653-659) είναι αυτό που προέρχεται από τον Κ. Πορφυρογέννητο: τοις μαθηταίς συνέλθομεν, ενώ το πρότυπο για το δεύτερο πρέπει να αναζητηθεί στην Ακολουθία του Ακαθίστου Ύμνου:

 

«Σκιρτήσατε, χορεύσατε μετ’ ευφροσύνης άσατε. ο Γαβριήλ τη Παρθένω χαράν κομίζων επέστη, εις Ναζαρέτ νυν την πόλιν, χαράς τα ευαγγέλια. Χαίρε, Αγνή πανάμωμε, του κόσμου η προστασίαχαίρε ουράνιε θρόνε».

 

Στους στίχους 660-664, παρωδείται το συγκεκριμένο εξαποστειλάριο, το οποίο ψάλλεται μετά το τέλος της θ΄ ωδής του Κανόνα του Ακαθίστου Ύμνου, κατά την Μεγάλη Τεσσαρακοστή, ως εξής:

 

«Χορεύσατε, σκιρτήσατε, μετ’ ευφροσύνης πάντες, ότι σπανός εξέβηκε σήμερον απ’ εμπρός μας, ως θέαμα παράδοξον, και μίασμα των ανθρώπων […]».

 

Ενώ ο πολυέλεος (665-703) οφείλει το όνομά του στη φράση ότι εις τον αιώνα το έλεος αυτού, εδώ ο πολυέλεος παρωδείται ως μολυνέλεος και οφείλει την ονομασία του στη φράση ότι εις τον αιώνα ο γέλως αυτού. Η παρωδία παραμένει τόσο σφιχτά προσκολλημένη προς το πρωτότυπό της, ώστε ο συγγραφέας δεν καταφέρνει να προτείνει τίποτε άλλο από έναν αναποδογυρισμένο ψαλμό. Οι «θετικές» λέξεις του προτύπου αντικαθίσταται από ανάλογες «αρνητικές», μία τεχνική που σε κανένα άλλο σημείο του κειμένου δεν  εμφανίζεται τόσο αυστηρά διοργανωμένη.

Ακολουθούν οι Αίνοι (704-738) από τους οποίους παρωδούνται μόνο τέσσερις στίχοι και άλλα τροπάρια (739-757) κατά το ως γενναίον εν Μάρτυσιν, αθλοφόρε Γεώργιε […], που αναφέραμε και προηγουμένως. Στην Ακολουθία του Σπανού, στους στίχους 739-757, με παρόμοιο τρόπο, τα τροπάρια αφιερώνονται στον τραγογενή σπανό: ως κακούργον, πανδόλιε, ως πανούργον, πανάθλιε […], ως παμψεύτην, πανάγριε, τραγογενή, σπανούριε […].

Ο Άμωμος, εδώ Άνομος, αποτελεί πρότυπο των τροπαρίων του Επιτάφιου Θρήνου (758-1154) και παρωδεί τους στίχους του Ψαλμού 118 με συνέπεια και σωστή σειρά, αν και υπάρχουν αρκετά κενά.  Ο σκελετός της παρωδίας είναι οι στίχοι και όχι οι στροφές, όπου υβρίζεται, γελοιοποιείται κι αναθεματίζεται ο Σπανός. Η παρωδία εδώ μπορεί να χαρακτηριστεί εκτεταμένη, καθώς 77 στίχοι αποδεικνύουν το ασίγαστο πάθος του συγγραφέα για παρώδηση. Στην πρώτη στάση το μήκος των παρωδηθέντων στίχων και στροφών αντιστοιχεί με αυτό του προτύπου. Οι πρώτες δώδεκα στροφές ξεκινούν με παρώδηση του:

 

«Μακαρίζομέν σε, Θεοτόκε Αγνή, και τιμώμεν την ταφήν την τριήμερον του Υιού σου και Θεού ημών πιστώς» […].

 

με ποικίλους τρόπους:

 

«Μαγαρίζομέν σε, κλανογένη σπανέ, και τσιρλούμεν την χεσάδα πατσάδα σου, ως αντίτυπον του κώλου μας μορφήν» […].

«Μαγαρίζομέν σε, κακογένη σπανέ, και υβρίζομεν την άσχημον θέαν σου, ως αντίτυπον του δαίμονος μορφήν» […].

«Μαγαρίζομέν σε, τραγογένη σπανέ, και γελούμεν την πομπήν των γενείων σου, ως αντίτυπον γαϊδάρου την ουράν» […].

«Μαγαρίζομέν σε, κακοθύμη σπανέ, και γάρ πάντοτε κακά ενθυμήματα, λέγεις, κάμνεις, αναγκάζεις, μιαρέ» […].

 

Κάθε στίχος των στροφών που εισάγονται με το μαγαρίζομέν σε συνδέεται με την προηγούμενη στροφή με μια υβριστική φράση που καταλήγει στην κλητική σπανέ. Το πρότυπο είναι  Θεοτόκε Αγνή. Όπως και στο πρότυπο, ο τρίτος στίχος κάθε στροφής έχει ένα δεύτερο ρήμα, το οποίο εισάγεται με ένα και, και έχει αντικείμενο σε αιτιατική. Οι πρώτες τέσσερεις στροφές έχουν στον τέταρτο στίχο ένα είδος ρεφρέν ως αντίτυπον μορφήν συν μια γενική μιας υβριστικής λέξης. Από την έκτη στροφή κι έπειτα ο συγγραφέας ακολουθεί δικούς του δρόμους. Όσο προχωρά, τόσο πιο πολύ απομακρύνεται από το πρότυπο.

Με τη δέκατη τρίτη στροφή ο συγγραφέας μεταθέτει την ειρωνεία του στην πολύ γνωστή στροφή από την πρώτη στάση του Επιταφίου, η οποία ψάλλεται κατά την εκκλησιαστική ακολουθία της Μεγάλης Παρασκευής, όπου εικονίζεται ο νεκρός Ιησούς στο κουβούκλιο:

 

«Η ζωή εν τάφω κατετέθης, Χριστέ, και Αγγέλων στρατιαί εξεπλήττοντο, συγκατάβασιν δοξάζουσαι την σην» […].

 

Στην Ακολουθία του Σπανού συναντάμε την παραπάνω στροφή παρωδημένη ως:

 

«Η ζωή σου πάσα εν κακίαις πολλαίς, εν αισχροίς επιτηδεύμασι πάντοτε, ω παγκάκιστε σπανέα, πονηρέ» […].

 

Εκτός από την φράση νοεραί σε τάξεις, που παρωδείται στην αρχή της 22ης στροφής με το αι τρελαί σου πράξεις  (871) εξαντλούνται πια οι απευθείας απηχήσεις από το πρότυπο.

Η δεύτερη στάση (910-1045) έχει 26 στίχους και το μήκος των παρωδημένων στίχων και στροφών αντιστοιχεί κι εδώ με το μήκος του προτύπου (Άμωμος 73-131). Παράλληλα προς την τεχνική της παρώδησης στην πρώτη στάση, οι δέκα πρώτες στροφές της δεύτερης στάσης αναφέρονται ξεκάθαρα στην αρχή της πρώτης στροφής του Επιταφίου,

 

«Άξιόν εστί, μεγαλύνειν σε τον Ζωοδότην, τον εν τω Σταυρώ τας χείρας εκτείναντα και συντρίψαντα το κράτος του εχθρού» […].

 

επαναλαμβάνοντας συνεχώς το εισαγωγικό Άξιόν εστι. Η συνέχεια του πρωτοτύπου, μεγαλύνειν σε τον Ζωοδότην, εδώ, αντικαθίσταται με μια γενική του γερουνδίου: του υβρίζειν σε, του κλοτσίζειν σε, του γελάν σε, του κακίζειν σε, του πλανάσθαι σε, του μαδίζειν σε κ.ά.

Και στην τρίτη στάση (1047-1154), το μήκος των παρωδημένων στροφών αντιστοιχεί με το μήκος του προτύπου. Το μήκος των παρωδημένων στίχων εξομοιώθηκε κάπως με το μήκος των παρωδημένων στροφών, που είναι γενικώς συντομευμένες, και οπωσδήποτε πιο σύντομες από τους παρωδημένους στίχους των δύο προηγούμενων στάσεων. Στις πρώτες 13 στροφές παρωδείται το:

 

«Αι γενεαί πάσαι, ύμνον τη Ταφή σου, προσφέρουσι Χριστέ μου.

Επίβλεψον επί εμέ, και ελέησόν με κατά το κρίμα των αγαπώντων το όνομά σου» […].

 

ποικιλοτρόπως:

 

«Αι γενεαί πάσαι, μαγαρίζομέν σε, κακέ σπανέ, τριγένη»

«Αι γενεαί πάσαι, αφορίζομέν σε, σπανέ κατηραμένε»

«Αι γενεαί πάσαι, χέζουν σου τα γένια, κακέ σπανέ, τριγένη»

«Αι γενεαί πάσαι, κλάνουν την μουστάκαν, την σήν, αγριωμένε» […].

 

Τα υπόλοιπα μέρη αυτής της στάσης είναι διαμορφωμένα ελεύθερα και υπόκεινται μόνο στο μέτρο του προτύπου.

Τα Αναστάσιμα Ευλογητάρια (στ. 1155-1185), τα οποία ακολουθούν τον Επιτάφιο Θρήνο, παρωδούνται σε όλο τους το μήκος. Κάθε τροπάριο εισάγεται με το ψευδοποιέ σπανούριε, χέζομέν σε νύκτα και πάσα μέρα, κατά το ευλογητός, ει κύριε, δίδαξόν με τα δικαιώματά σου, ενώ το Δοξαστικόν, δόξα Πατρί και Υιώ και Αγίω Πνεύματι και νύν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων, παρωδείται σε ύβρις σπανώ τω τραγί και αγρίω κτήματι. Οι στροφές παρωδούνται πολύ προσεκτικά και έτσι παραμένουν στενά δεμένες με το κείμενο του προτύπου. Ταυτόχρονα, αναδεικνύεται η μαεστρία και οι  συγγραφικές δεξιότητες του ανώνυμου συντάκτη, που, μέσω των Ευλογηταρίων, παρωδεί με σκοπό τη γελοιοποίηση του σπανού. Τα Ευλογητάρια, μολονότι χρησιμοποιούνται «κακώς», παραμένουν σχεδόν ανέπαφα, ενώ, στον αντίποδα,  ο σπανός διασύρεται σε μεγάλο βαθμό.

Επιπροσθέτως, παρωδείται το κείμενο που αναφέρεται στη ζωοδόχο ταφή κι Ανάσταση του Κυρίου και που ψάλλεται κατά τη διάρκεια του Όρθρου του Αγίου και Μεγάλου Σαββάτου:

 

«Των αγγέλων ο δήμος κατεπλάγη ορών σε, εν νεκροίς λογισθέντα, του θανάτου δε, Σωτήρ, την ισχύν καθελόντα και σύν εαυτώ τον Αδάμ εγείραντα και εξ Άδου πάντας ελευθερώσαντα».

 

ως των γαδάρων το γένος, κατεπλάγη ορών σε, εν τη σούβλα ψημένον, αι χελώναι δε, σπανέ, μουντζογένη, τριγενή, σύν τοις βοθρακοίς εφώναζαν κλαίοντες, σφάκελά σου, τράγε, γουρουνομούσουδε.

Κάτι παρόμοιο συμβαίνει και με τα ακόλουθα: τα πρωτότυπα τι τα μύρα συμπαθώς τοις δάκρυσιν, ω μαθήτριαι, κιρνάτε; […], λίαν πρωϊ μυροφόροι έδραμον προς το μνήμά σου θρηνολογούσαι. […], μυροφόροι γυναίκες, μετά μύρων ελθούσαι προς το μνήμά σου, Σώτερ, ενηχούντο αγγέλου τρανώς προς αυτάς φθεγγομένου.  […], παρωδούνται ως τι το όρος, άγριοι, τριγυρίζετε, και γυρεύετε κ’ εσείς να φάτε; […], λίαν πρωϊ, οι σοί θείοι έδραμον, προς το μνήμα σου ονογκαρίσαι, αλλ’ επέστη προς αυτούς, εις κόρακας και είπεν.  […], βρομοφόροι γυναίκες, μετά βρόμων ελθούσαι, του μυρίσαι, σπανέ τριγένη. […].

Μετά από το Δοξαστικόν ακολουθεί ο ύμνος:

 

«Τον ήλιον, κρύψαντα τας ιδίας ακτίνας, και το καταπέτασμα του ναού, διαρραγέν τω του Σωτήρος θανάτω, ο Ιωσήφ θεασάμενος προσήλθε τω Πιλάτω και καθικετεύει λέγων. δός μοι τούτον τον ξένον, τον εκ βρέφους ως ξένον ξενωθέντα εν κόσμω. […]».

 

Το τροπάριο αυτό, που ψάλλεται κατά την έξοδο του Επιταφίου -για την περιφορά της Μεγάλης Παρασκευής- από το ναό, στην Ακολουθία του ανοσίου τραγογένη Σπανού παρωδείται. Το κωμικό της παρωδίας συνίσταται στο ότι η πρωτότυπη φράση τον ήλιον κρύψαντα έχει δώσει τη θέση της στην τον πώγωνα κρύψαντα και στο ότι αυτό που επανέρχεται στο πρότυπο  δός μοι τούτον τον ξένον, εδώ σχετίζεται με ένα σημείο του συναξαρίου του σπανού, όπου αυτός ικετεύει τον θείο του τον τράγο δός μοι  δύο, τρεις τρίχας. Το υπόλοιπο μέρος του ύμνου είναι επιχειρήματα, τα οποία χρησιμοποιεί ο σπανός, για να δικαιολογήσει τις ικεσίες του. Εδώ τελειώνει και η Ακολουθία του Όρθρου. Η μεγάλη Δοξολογία (εδώ κακολογία μεγάλη) και η Απόλυσις  απλώς αναφέρονται.

Από τη Λειτουργία (Λιμουργία, 1202-1257) μετά από τον Εσπερινό και τον Όρθρο εκτελούνται εδώ μόνο οι Μακαρισμοί (Μαγαρισμοί). Τα τροπάρια αποτελούν παρωδία των αντίστοιχων της Λειτουργίας της Κυριακής σε ήχο α΄.  Από τον ύμνο Διά βρώσεως δεν παρωδείται, όπως αναφέρεται, η πρώτη, αλλά η τρίτη στροφή: εσταυρώθης αναμάρτητε.  Η παρωδία διαφαίνεται στις πρώτες δύο στροφές στην αρχή, και στις πρώτες τρεις στο τέλος με την επωδό: εν τη βασιλεία σου ( εδώ του), που είναι και στο πρότυπο η επωδός των τεσσάρων πρώτων στροφών. Οι επόμενες τρεις στροφές συνδέονται με τον ήρεμο μόνο μετρικά, ενώ οι δυο στροφές του Δοξαστικού μας θυμίζουν το ανάλογο της λειτουργίας της Κυριακής.

Η παρωδία δεν διστάζει να δίνει και «σκηνοθετικές» οδηγίες για την εξέλιξη της λειτουργίας. Ίσως, να επρόκειτο για σύνθεση προορισμένη ακόμη και για εκτέλεση –  παράσταση μέσα σε μοναστικό, ρητορο-διδασκαλικό,  λόγιο ίδρυμα ή περιβάλλον, εφοδιασμένη με μια αξιοπρόσεχτη σύμμειξη ρυθμικού –  υμνογραφικού και πεζού λόγου και με μία δομή περίτεχνη. Οι οδηγίες σχετικά με τον ήχο υπόκεινται μάλλον στους νόμους της αστείας αντιστροφής παρά σε εντολές προς τους ψάλτες.  Επιπλέον, η παρωδία προεκτείνεται και στη μουσική του προτύπου.  Ο ανώνυμος συντάκτης, δηλαδή, παρωδεί λέξεις και ρυθμούς και χτίζει ένα δριμύ κείμενο εναντίον του σπανού.

Με το τέλος της Λιμουργίας κάνουν την εμφάνισή τους παρωδημένοι κανόνες γεύματος. Τα παρωδημένα επιτραπέζια ήθη του μοναστικού χώρου και η συνοδεία ηθικοδιδακτικής ανάγνωσης μας οδηγούν αναγκαστικά στο χώρο στο μοναστηριακού περιβάλλοντος (υπό ιδιώτου, ημών δε πάντων ακροωμένων μετά σιγής και ευλαβείας πολλής).

 

«Εις δε την τράπεζαν εσθίετε αντίδια χεσμένα και σκαταφάτα διάφορα και ανήθιν, κλανήθιν κακολογούντες τον σπανόν» […].

 

Με μια αστεία αντιστροφή κακολογείται ο Σπανός ακόμη και κατά τη διάρκεια  του γεύματος (κακολογούντες αντί «ευλογούντες»). Η νέα σειρά παρωδιών εισάγεται με την παρωδία ενός ύμνου που αποτελεί συνοδευτική μουσική κατά την ώρα του γεύματος στα μοναστήρια. Η εκλογή της σύνθεσης μιας παρωδίας νευμάτων στο σημείο αυτό είναι πολύ επιτυχής, γιατί η μοναδική φορά κατά την οποία δεν έψαλλαν στο μοναστήρι, παρά αναγίγνωσκαν ένα ηθικο-διδακτικό  κείμενο, ήταν η ώρα του γεύματος. Η παρωδία των νευμάτων συνοδεύεται από το ακόλουθο κείμενο:

 

«Α ν ανε τρα γε αν ανε τρ α γε αν α νε τρ α γε ρ ου τε ρου τε ρου τε ρε ρε  ρε ρε ρε ψεις ψεις ρι ρι ρουτε ρι ρι ρου τε α γρε α γρε α γρε κα κα κο κο τρα γε και α γριο τρ α γε ο θε ε ε ος μου μου πα πα πα τα ξη ξη ξη σε τε τε τε τε τε το το το το το τι τι τι τι ξης αμην η η ν αμην αμην» […].

 

Το πεζό μέρος που ακολουθεί (1269-1403) περιγράφει τις προκαταρκτικές διαπραγματεύσεις του γαμήλιου συμβολαίου με το προικοσύμφωνο, το γαμήλιο γεύμα και την πρώτη νύχτα του γάμου με όλα τα επακόλουθα, που παρά τις προσπάθειες και τις εκτενείς μαγικές θεραπείες από τους γιατρούς και συγγενείς μόνο με πολλές δυσκολίες μπορούν να καταπολεμηθούν και τελικά να ξεπεραστούν. Το γεγονός, ωστόσο, ότι ο σπανός δεν αναφέρεται πια ονομαστικά εξηγείται από το ότι με το μέρος αυτό έχει αλλάξει η τεχνική της παρωδίας. Αν στον ύμνο το αστείο εξαντλούνταν συχνά στην απλή παρώδηση του προτύπου, εδώ, δεν μπορεί να συνεχιστεί χωρίς πλοκή και δρώμενα.  Αν τα έμμετρα κομμάτια αποτελούσαν όλο και νέες παραγωγές ύβρεων, καταρών και επέκτασης των σκηνών του συναξαριού του σπανού,  εδώ γίνεται προσπάθεια να κατασκευαστεί ολόκληρο πυροτέχνημα εναντίον του κατά το πνεύμα και το γράμμα του προτύπου. Ο λειτουργικός τομέας έχει εγκαταλειφθεί πια, ακόμα και αν στην παρωδία των παρακλήσεων και των αναθεμάτων εξακολουθούν να χρησιμοποιούνται παραπομπές από την Αγία Γραφή. Πιο δύσκολος, ωστόσο, είναι ο καθορισμός των κινήτρων του συγγραφέα για την συγγραφή αυτού του μέρους. Το πιο πιθανόν είναι να προέρχονται απλώς και μόνο από εξημμένη όρεξη του συντάκτη να παρωδήσει όχι μόνο λειτουργικά τυπικά,  αλλά να αποδείξει την παρωδιστική του ικανότητα επεκτείνοντας την παρωδία του και σε άλλα γνωστά και συνηθισμένα κοσμικά  τυπικά. Το γεγονός ότι την προσοχή του επέσυραν από τη μία ένα τυπικό έγγραφο, όπως αυτό του προικοσυμφώνου,  από την άλλη ένα Ιατροσόφιν, που είναι οδηγίες για τη θεραπεία διαφόρων ασθενειών,  συνδέεται με το ότι,  τόσο με την απαρίθμηση των λεπτομερειών της προίκας όσο και με το πλήθος των στερεοτύπων των βασκανιών και των θεραπειών,  ανοιγόταν ένα απέραντο πεδίο «ανάποδου κόσμου»,  των αναστροφών,  διαστρεβλωμένων χρήσεων,  υβρεολογιών και καταρών κατά του σπανού. Κατ’ ανάγκην χάνεται βέβαια έτσι ένα μεγάλο μέρος του παρωδιστικού στοιχείου προς όφελος μιας φανταστικής διακωμώδησης και γελοιοποίησης του Σπανού. Η παρωδία περιορίζεται στο να προσφέρει το πλαίσιο, όπου θα συμβούν τα ακατονόμαστα κατά του Σπανού, κάτι ανάλογο με το πλαίσιο του συναξαριού, που μας προσέφερε το φανταστικό βίο και την πολιτεία του.

Τα ανθρωπογεωγραφικά στοιχεία  της Ακολουθίας, δηλαδή όσα προκύπτουν από το λεξιλόγιο και συνθέτουν την εικόνα ενός τοπίου όπου ασκούνται οργανωμένες ανθρώπινες οικονομικές και κοινωνικές δραστηριότητες, αφθονούν στο πεζό μέρος και ειδικά στο προικοσύμφωνο. Το ότι εντάσσονται σε παρωδιακό πλαίσιο ή το ότι χρησιμοποιούνται με παρωδιακό τρόπο, παιγνιωδώς, ή σε αδύνατα, προϋποθέτει την ύπαρξή τους ως πραγματικών δεδομένων στο περιβάλλον της σύνθεσης.

Τα ενδιάμεσα μεταξύ του λειτουργικού μέρους και του προικοσύμφωνου,  όπως και μεταξύ του προικοσυμφώνου και του γιατροσοφίου, που καταλήγουν σε έναν γενικό αναθεματισμό του αρρώστου, προκαλούν μια επιφανειακή και κακόγουστη εντύπωση.  Απόδειξη, πως ο σκοπός του συγγραφέα δεν ήταν να γράψει μία σωστή και συνεπή ιστορία της ζωής του Σπανού,  αλλά να την παραδώσει στο γέλωτα και στο όνειδος του κόσμου με τη βοήθεια της παρωδίας γνωστών και άλλων τυπικών.

Απαραίτητο συστατικό του γάμου -σύμφωνα με τα έθιμα της εποχής- ήταν το προικοσύμφωνο, ένα είδος συμβολαίου το οποίο καθόριζε τα περιουσιακά στοιχεία με τα οποία θα προικίζονταν οι μελλόνυμφοι από τους γονείς τους. Επρόκειτο για ένα είδος απαραβίαστου εθιμοτυπικού νόμου, που είχε νομική ισχύ σε περίπτωση που θα προέκυπτε διαφωνία. Σε γενικές γραμμές ήταν αποδεκτό από όλους και θεωρείτο περίπου αδιανόητο να παραβιαστεί. Για την εγκυρότητα του έπρεπε απαραιτήτως κατά την σύναψη του να είναι παρών – εκτός από τους συμπεθέρους – ο ιερέας της κοινότητας, ο κοινοτάρχης και κάποιος γραμματιζούμενος, συνήθως ο δάσκαλος. Κατά την διάρκεια της σύναψης του γίνονταν σκληρά παζάρια μεταξύ των συμπεθέρων, και όταν τελικά επέρχετο συμφωνία, έμπαιναν οι υπογραφές και σφραγιζόταν από τις επίσημες αρχές της κοινότητας. Το προικοσύμφωνο φυλασσόταν στα εκκλησιαστικά κιτάπια της κοινότητας ενώ ο ιερέας διαδραμάτιζε ρόλο διακανονιστή σε περίπτωση διαφωνίας ή παρερμηνείας. Σ’ αυτό καθοριζόταν με κάθε λεπτομέρεια και ακρίβεια τι θα έδινε η κάθε πλευρά στους μελλόνυμφους. Χωράφια, ζώα, δέντρα, τα προικιά της νύμφης, σεντόνια, ρούχα και οικιακά σκεύη.

Ένα συνηθισμένο προικοσύμφωνο ξεκινούσε περίπου ως εξής:

 

«Εν ονόματι της Αγίας Τριάδος» […]  ή «εις δόξαν του μεγάλου Θεού και σωτήρος ημών Ιησού Χριστού του εν Κανά τον γάμο ευλογήσαντος και το ύδωρ εις οίνον παραδόξος μεταβαλόντος συνάπτουμε εις νομίμου γάμου κοινωνίαν του…» […] ή «εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, αμήν» […].

 

Στην Ακολουθία του Σπανού η ποσότητα των στερεοτύπων ενός συνηθισμένου βυζαντινού προικοσυμφώνου διατηρείται σε γενικές γραμμές. Χωρίς τίτλο (σίγνον χειρός…) και χωρίς εισαγωγή αρχίζει το συμφωνητικό με την κατονομασία των προσώπων, που έχουν σχέση και βρέθηκαν παρόντες, καθώς και του τόπου καταγωγής τους:

 

«Ημείς, ό τε παπά-Φιλίσκος από τους Φιλίππους έτι δε και (η) κυρά Κουμμερτικίνα η Κατσικοπορδού από την Ασφάμιαν, παπαδία του, παραδίδομεν εις τον γαμβρόν ημών κύρ Λέοντα τον Κατσαρέλην από την Πέργαμον την γνήσιαν ημών και φιλτάτην θυγατέρα ονόματι Φακλάνα» […].

 

Στη θέση της συνηθισμένης ευχής των γονέων:

 

«Εν πρώτοις δίνομεν από τα φύλλα της καρδιάς μας όλην μας την ευχήν να τρισευτυχήσουν και να πολυχρονίσουν» […].

 

βρίσκουμε εδώ την ευχή του όνου: εν πρώτοις δίδομεν την ευχήν του γαϊδάρου μας. Ακολουθεί η απαρίθμηση της πραγματικής προίκας μετά δε ταύτα τα κάτωθεν γεγραμμένα […],  φράση που επανέρχεται και παρακάτω. Οι θερμές κατά τα άλλα ευχές αποτελούν και την κατάληξη του εγγράφου. Το εσχατόκολλον λείπει και αντ’ αυτού αναφέρονται τα ονόματα των εκτιμητών. Τα απαριθμούμενα αντικείμενα του προικοσυμφώνου δεν παρουσιάζουν τελειωμένη παρωδία ενός συμβολαίου προίκας.  Βεβαίως, καλύπτονται όλοι οι τομείς, απ’ όπου προέρχονται αυτά τα αντικείμενα. Ωστόσο,  τα κριτήρια για τη μεταμόρφωσή τους σε αστεία αντικείμενα δεν είναι αυτά της παρωδίας,  αλλά μιας φανταστικής υπερβολής σε συνδυασμό με τη διαμόρφωσή τους ως «αδύνατα». Τα «αδύνατα» επιτυγχάνονται με την ονομασία των μέτρων: αγκάλην αβγά καιπηγάδιν βούτυρον, με την αντίθεση (contrast), τεχνική που επιτυγχάνεται με την ασύμβατη, αλλόκοτη κι απροσδόκητη ομαδοποίηση επιθέτων και ουσιαστικών που συγκροτούν τη σάτιρα: ξυλοκροκυδίτικην σκάραν, παπυρίτικον τηγάνιν, σιμιδίου αποκρέββατον, γριβίν καβάδιν και χάσδιον άλογον, κέρινον σουβλίν, βαμπακερήν αγελάδα […], με τον ορισμό ενός αδύνατου εντοπισμού των χαρακτηριζόμενων αντικειμένων: πεπονόκηπος εις τα γνέφη,  ή με μια ανάποδη (πότε πότε χιαστή) θέση των λέξεων και μεμονωμένων ζευγαριών λέξεων: γριβίν καβάδιν και χάσδιον άλογον γίνονται γριβίν άλογον και χάσδιον καβάδιν. Με λίγα λόγια, παρακολουθούμε την παρώδηση του περιεχομένου ενός προικοσυμφώνου με αστείες υπερβολές. Ιδιαίτερα πρέπει να τονιστούν τα κύρια ονόματα που υπάρχουν στο προικοσύμφωνο. Τα πιο πολλά μιλούν από μόνα τους καθώς αποτελούν αστείες νέες συνθέσεις από άλλες γνωστές λέξεις και όπως θα δούμε παρακάτω εξυπηρετούν την τεχνική της προσβολής. Άλλα πάλι έλκουν την καταγωγή τους από γνωστά τοπωνύμια,  που κι αυτά έχουν κάποια βεβαρημένη,  δεύτερη σημασία.

Ο Σπανός, ωστόσο, έπεσε στα δίχτυα μιας μάγισσας, γνωστής ως Γιλλώ, κι από φόβο μήπως τον πνίξει αρρώστησε βαριά. Αναμφισβήτητη μαρτυρία για το ασφαλές ένστικτο του συγγραφέα μας ως προς πρόσφορο υλικό αποτελεί το ότι συμπεριλαμβάνει στην παρωδία του ένα βυζαντινό γιατροσόφι (πρακτικό φάρμακο που χρησιμοποιούσε ο κόσμος παλιότερα – αλλά ακόμη και στη σημερινή εποχή – προκειμένου να αντιμετωπίσει μικρά ή και μεγαλύτερα προβλήματα υγείας). Αυτό του προσφέρει μια αστείρευτη πηγή χοντρής κοροϊδίας του Σπανού, μιας και για ένα τέτοιο υποκείμενο δεν υπάρχει τίποτε καταλληλότερο από τα πιο απίθανα και δραστικά θεραπευτικά μέσα. Η φαντασία αφέθηκε πια τελείως ελεύθερη και η στιγμή της παρωδίας υπαναχωρεί, όπως και στο προικοσύμφωνο, μπροστά σε μία συσσώρευση των χειρότερων συνταγών. Η συνήθης δομή ενός γιατροσοφιού:

 

«Αν έχεις αυτές τις ενδείξεις, τότε πάρε αυτό το φάρμακο»

 

διακόπτεται, τη στιγμή που ο δικός μας ασθενής έχει πάντα τα ίδια συμπτώματα: αθεράπευτο σοκ της πρώτης νύχτας του γάμου του, τη στιγμή που αναγνώρισε ποια γυναίκα πήρε. Αυτό, επομένως, που παραλλάζει στο δικό μας κείμενο δεν είναι η ασθένεια, αλλά τα πρόσωπα, τα οποία φιλοδοξούν να καταπολεμήσουν την αρρώστια με κάθε είδους τσαρλατανισμούς και γιατροσόφια. Η παρωδία του γιατροσοφιού περιορίζεται στο στερεοτυπικό των οδηγιών χρήσεως:

 

«[…] και έκριναν ότι χορδιτικήν φλεβοτομίαν θέλει με λεπτότατον ξιφάριν εκ του αφεδρώνος. και να θέσουν επάνωθεν κοιλίαν λεγομένην σύσκατην ως έμπλαστρον. έπειτα λάβωσιν ανήθιν, κλανήθιν και πορδήν λεγομένην ρούφα την, ευνούχου ορχίδια διά πυρας, γραίας βιλλήθρα διά ’πιθετά και ομού πάντα ενώσωσιν και θέσωσιν επάνω εν τω αφεδρώνι ως έμπλαστρον» […].

 

Πρόκειται για τεχνικούς όρους. Το περιεχόμενο της συνταγής μας οδηγεί στη γνωστή κατηγορία των ευτράπελων συνταγών του Μεσαίωνα. Παρά τα δραστικά φάρμακα ο ασθενής μας χειροτερεύει συνεχώς. Ο συγγραφέας κάνει τώρα αυτό που θα έκανε σε μια τέτοια περίπτωση κάθε γνήσιος βυζαντινός, δηλαδή ζητά την συνδρομή του πνευματικού πατέρα, που είναι το κλειδί προς τα θεία αλλά κι ο δρόμος για τον εξορκισμό του σατανά και ενός πλήθους άλλων δαιμονικών μπιχλιμπιδιών. Εκείνος παίρνει το θυμιατήρι και διαβάζει παράκληση για το Σπανό. Η παρωδία της δέησης παίρνει τώρα για το συγγραφέα τη θέση και τη γραμμή της παρώδησης λειτουργικών τυπικών. Ο ειρμός:

 

«Έτι δεόμεθα υπέρ ελέους, ζωής, ειρήνης, υγείας, σωτηρίας, επισκέψεως, συγχωρήσεως και αφέσεως των αμαρτιών των δούλων του Θεού, [ονόματα]  και πάντων των παρακολουθούντων την αγίαν παράκλησην  ταύτην και υπέρ του συγχωρηθήναι αυτών παν πλημμέλημα εκούσιον τε και ακούσιον» […].

 

και το:

 

«Ευλογητός ο Θεός ημών, πάντοτε, νυν, και αεί, και εις τούς αιώνας των αιώνων, αμήν».

 

παρωδούνται ως:

 

«Έτι δεόμεθα υπέρ θέσεως, χέσεως, σκατοψυχήσεως και κλαμπανίας μνήμης και χώσεως, νύν και αεί και εις το κεφάλιν καής, συγκλεισθούν τά έντερά σου, αμήν» […].

 

αντίστοιχα. Οι επαφές και η στενή συγγένεια ιατρικής και δεισιδαιμονίας είναι ακόμη και στην παρωδία πολύ απτές. Το μεσαιωνικό γιατροσόφι είναι πλησιέστερο προς μία «επωδή» ή προς μια «γητεία» παρά προς ένα ιατρικό εγχειρίδιο. Στη δική μας παρωδία λαμβάνονται και τα δύο υπ’ όψιν: το ιατρικό μέρος με πλασματικές, χοντρές υπερβολές, και το μαγικό με αναποδογυρίσματα. πότε γίνονται οι ευχές κατάρες, πότε οι εξορκισμοί δεν αφορούν στα κακά πνεύματα, αλλά επανέρχονται και πετυχαίνουν τον ίδιο το σπανό,  ο οποίος έτσι την παθαίνει διπλά. Στο φινάλε του έργου οι γλωσσικές και οι ερμηνευτικές δυσκολίες φτάνουν στο αποκορύφωμά τους. Κατάρες, αναθέματα, εξορκισμοί και ξεβασκανέματα καταλήγουν συχνά σε ακατανόητες λέξεις και φράσεις. Καθοδηγητική δύναμη του μυστικιστικού τόνου που κυριαρχεί είναι πολλές φορές η δημιουργία φράσεων με λέξεις των οποίων το πρόθεμα παραλλάζει,  καθώς και οι απλές ρίμες. Αν οι στίχοι του είδους αυτού παρωδηθούν κιόλας τότε φτάνουν πια στο επίπεδο των παιδικών στιχουργημάτων ή της ανοησίας. Βασικός στόχος είναι κι εδώ η πρόκληση αστείου. Σοβαροφανής και βαθύνους μαγικός αναθεματισμός του Σπανού δεν εξάγεται από πουθενά. Κι εδώ κινούμαστε σχεδόν μόνο στον τομέα των βωμολοχιών, πότε στον σεξουαλικό τομέα. Τελικά, ο σπανός αυτοθεραπεύεται με μια εκ βαθέων εκκένωση.

Η κατάρα εξαιτίας των κακών του έργων καταδιώκει το σπανό και πέρα από το θάνατό του. Η πονηρία και η κακία του πρέπει να γίνουν γνωστές σ’ όλον τον κόσμο,  ώστε όλοι όσοι γνώρισαν τις πράξεις του να μην πάψουν να τον καταριούνται. Η εντολή αυτή δίνεται στην αρχή στο επιτύμβιο επίγραμμα του Σπανού και σε άλλους πέντε ιαμβικούς δωδεκασυλλάβους και έναν στίχο από δύο επτασύλλαβα μέρη, με την ακροστιχίδα γελώ σε, που αποτελεί και το μότο του όλου έργου. Η ημερομηνία του θανάτου του Σπανού συμπίπτει με την 35η του μηνός Μπαμπούλα του έτους 1700

και 109, πλαστή και ευτράπελη χρονολογία, όπως και όλα τα παρόμοια στοιχεία στο έργο100.

Η υπερβολή (exaggeration), ως τεχνική της ασυμφωνίας, παραμορφώνει δεδομένες αξίες και τις καθιστά γελοίες. Ο μηχανισμός της υπερβολής έγκειται στη σύγχυση των κατηγοριών της πραγματικότητας. Όλοι οι συγγραφείς, είτε υποκρινόμενοι τους ρεαλιστές, είτε αναδεικνύοντας τα παράλογα στοιχεία του κόσμου, την χρησιμοποιούν, καθώς διευκολύνει το έργο της σάτιρας, επειδή ασκεί την κριτική της μεγεθύνοντας τα αρνητικά στοιχεία, μειώνοντας τα θετικά και δημιουργώντας στερεότυπα.

Άμεση σχέση έχει το σατιρικό τέχνασμα της καρικατούρας (caricature). Τα συστατικά της στοιχεία είναι η υπεραπλούστευση, η παραμόρφωση και η υπερβολή, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι η υπερβολή δεν είναι από μόνη της αρκετή να δώσει κωμικό αποτέλεσμα. Πρέπει, επιπλέον, να δημιουργείται ένα αποτέλεσμα, το οποίο να είναι συγχρόνως «οπτικά εγκεκριμένο και βιολογικά αδύνατο», δηλαδή παράλογο. Σύμφωνα με τον Feinberg: «Στο βαθμό που η υπεραπλούστευση είναι άδικη, η καρικατούρα είναι οπωσδήποτε άδικη. Παραμορφώνει, υπερβάλλοντας και διαστρέφοντας πράγματα (πρόσωπα, ομάδες, θεσμούς) και ιδέες. Μεγεθύνοντας την υποκρισία, τον εγωισμό, την ασυνέπεια, ο σατιριστής εκθέτει στο κοινό το θύμα του και το υποβιβάζει». Η καρικατούρα είναι μια τεχνική μέσω της οποίας ένα αντικείμενο υποβαθμίζεται και απλουστεύεται. Όπως παρατηρεί ο Η. Schmidt, «σκοπός της είναι όχι η παραμόρφωση της πραγματικότητας, αλλά η αποκάλυψη της αλήθειας. Αρχικά μειώνει και απλοποιεί την πραγματικότητα με τέτοιο τρόπο, ώστε να δημιουργηθεί ένας τύπος. δηλαδή επιτρέπεται σ’ ένα ουσιαστικό χαρακτηριστικό να κυριαρχήσει σ’ όλο το πορτρέτο […]. Η καρικατούρα γελοιοποιεί ένα αντικείμενο διότι καταστρέφει την ολότητα της εμφάνισης. Η σχέση των μερών με το όλο, η αρμονία που ορίζει την ατομικότητα διαταράσσεται με την καρικατούρα, η οποία δίνει έμφαση σε κάποια χαρακτηριστικά, έξω, όμως, από την κανονική τους αναλογία […]. Η ανάγκη να διαστρέψει κανείς και να υπερβάλει μέσω της καρικατούρας απορρέει από τη συνειδητοποίηση ότι η αλήθεια δεν λάμπει μέσα από την πραγματικότητα αρκετά καθαρά».

Και στη λογοτεχνία, η καρικατούρα απομονώνει και μεγεθύνει ένα ή περισσότερα αρνητικά χαρακτηριστικά στοιχεία. Η περιγραφή που ακολουθεί γίνεται με βάση αυτό ή αυτά καταστρέφοντας την ολότητα της εμφάνισης. Πολλές φορές στην σάτιρα διαπλέκονται το γκροτέσκο και η καρικατούρα με σχέση στενής αλληλεξάρτησης. Στην Ακολουθία του Σπανού, σύμφωνα με το διαχωρισμό του Christof Martin Wieland, απαντά συχνά η «καθ’ υπερβολήν καρικατούρα» και η «καθαρώς φανταστική ή γκροτέσκα καρικατούρα», όπου υπογραμμίζεται η παραμόρφωση χωρίς να θίγεται άλλη ομοιότητα με το πρότυπο και όπου υπερισχύει κάποια κωμική φανταστική παραμόρφωση αντίστοιχα. Η δημοτικότητα του σπανού οφείλεται στο ότι είναι γελοίος εξωτερικά, καθώς τα γένια του είναι ιδιαιτέρως αραιά. Ύστερα από υπεράνθρωπες προσπάθειες θα κατορθώσει να του δωρηθούν τρία γενιά. Η εξωτερική παρά φύσιν εμφάνιση και ασχήμια (Ώ της κακής και παραξένου, και ανοσίας μορφής, της χεσμένης και άσχημης, ούριε, εξούριε, δρεπανομύτη, ξυγγόκωλε, αντζάτε κλέπτη, και ψεύτη, άθλιε. Σπανέ τριγένη και αγριότραγε, ω κακομούσουδε, και αγριομούστακε, κακήν πομπήν να ’χης εις τα μάγουλα, δαιμόνων παίγνιον […]) υποδηλώνουν, επίσης, ειδικά γνωρίσματα του χαρακτήρα του,  όπως η κακία,  η μοχθηρή πονηρία. Με  άλλα λόγια, ο σπανός παρομοιάζεται με σατανά, που με διάφορα κόλπα κοιτάζει να ιδιοποιηθεί τα αγαθά των συνανθρώπων του ή ως ο τύπος του παλιανθρώπου,  που δεν έχει το Θεό του και που χωρίς αναστολές προσπαθεί να καταστρέψει έναν αθώο. Επιπλέον, παρουσιάζεται εξαιτίας της απληστίας του και εύπιστος και κρατάει πολλές φορές το ρόλο του κακού διαβόλου. Στα παραμύθια ο Σπανός πολλές φορές, προκειμένου  να αναδειχθεί νικητής, στήνει παγίδες σε γίγαντες, που ναι μεν είναι σημαντικά ανώτεροί του αλλά πνευματικά κατώτεροί του. Έτσι, διαδραματίζει και τολμηρούς ρόλους και εμφανίζεται ως ήρωας. Όπως, επισημαίνει η Κ. Κωστίου η εκτεταμένη χρήση της παραπάνω τεχνικής στο κείμενο του Σπανού καθιστά περιττή την παράθεση παραδειγμάτων.

Σύμφωνα με τον L. Feinberg, η προσβολή (insult) -ως τεχνική της υπεροχής- και ο χλευασμός εμπεριέχουν άλλοτε το στοιχείο της υπεροχής κι άλλοτε της παράκαμψης της λογοκρισίας. Ο Freud έδειξε ότι, εφόσον η επιθετικότητα του ανθρώπου καταπιέζεται, εκτονώνεται μέσω της λεκτικής επιθετικότητας, η οποία με πλάγιο τρόπο, για να παρακάμψει τη λογοκρισία, βρίσκει τρόπο διά του εμπαιγμού να ακυρώσει τις κοινωνικές απαγορεύσεις και να ικανοποιήσει την ανθρώπινη επιθετική τάση. Η προσβολή πολύ συχνά γίνεται μέσω πλαστών ευτράπελων λέξεων και άλλων. Πιο συγκεκριμένα, αποδίδονται σ’ αυτόν οι ακόλουθοι υβριστικοί χαρακτηρισμοί: παγκάκιστος, αγριομούστακος, σπιθαρόστομος, μυρμηγκοσφόνδυλος, κακογένης, δρεπανομύτης, ξυγγόκωλος, αντζάτος  κλέπτης, άθλιος, κακομούσουδος, τριγένης, αγριότραγος, κακομούσουδος, πονηρός, επικίνδυνος, στρεβλός την διάνοιαν, δρεπανόραχος, δυσάντητος, αποτρόπαιος, κατηραμένος, πανάτσαλος, παράσημος, τρίκωλος, σκατογένης, αναχεσομούσουδος, φακλανοπορδοτσουφάτος, μιαρός, τρελός, προδότης, κακόθυμος, κοπρίτης, βρομερός, πηξομύτης, κουκουρομούστακος, κολοκυνθοκέφαλος, αβγοπίγουνος,  παμμίαρος, μέγας τραγέλαφος, χεσάτος, απόβλητος, φασάτος, φακλανάτος, τραγοσκελάτος, στρεβλός, άσπονδος, ασύνετος, τσιρλισμένος, χελωνομέτωπος, άστοργος, άνους κ.ά.. Όταν ο συνθέτης της Ακολουθίας δε χρησιμοποιεί τέτοιους άμεσους χαρακτηρισμούς για το σπανό, συντονίζει και ενορχηστρώνει, με προτροπές κυρίως προς το κοινό, ατέρμονη σειρά ομαδικών δημόσιων εκδηλώσεων περιφρόνησης και ακραίου εξευτελισμού σε μια πορεία διαπόμπευσης του ανοσίου κακούργου, ζώντος αλλά και μετά την θανάτωσή του. Αυτό επιτυγχάνεται με την πυκνότατη χρήση των εξής ρημάτων: μαγαρίζω, σκαταλείφω, τσιρλώ, χέζω, στο α΄ πληθυντικό των εγκλίσεων της οριστικής ή υποτακτικής του ενεστώτα. Προς την ίδια κατεύθυνση -αυτή της προσβολής- λειτουργούν και τα λαϊκά παιγνιώδη πλαστά ονόματα που εμφανίζονται στο δεύτερο, πεζό μέρος (Φιλίσκος, Κουμμερτικίνα Κατσικοπορδού, Λέοντας Κατσαρέλης, Φακλάνα, Μητισοράμας, Σκαπέρδα Μούντζα, Κάππαρης Μπασσαλιώτης, Ματσουκοπορδού, Τριβοκουτσούλης, Γλείφας, Σκατοδακτύλης κ.ά.). Επιπροσθέτως, η προσβολή επιτυγχάνεται με την χρήση χλευαστικών και άλλων παρομοιώσεων:

 

«[…] Και έναι σημείον, επειδή ουδέ άνδρας έναι ουδέ γυναίκα, και έχει διπλήν την φύσιν ώσπερ τα μουλάρια. Και αν πολλάκις και εβγάλη γένια, είναι ώσπερ τράγου εξ όρους. [..]. Και η κεφαλή αυτού ομοία τράγου» […].

« Τον σπανόν τον τριγένη, τον ταπεινόν, τον αντζάτον, κωλάτον και μιαρόν, ελθόντες υβρίσωμεν, την πανάσχημον θέαν του. Και γάρ ομοιάζει τράγου, και όνου ο άθλιος. Έχει και γνώμην λύκου, και δόλον αλώπεκος» […].

«Η δε είπενθεωρώ σε, ώ άνερ μου, και φαίνεταί μου, ότι ομοιάζεις σκοτεινής γωνίας, την χέζουν οι άρρωστοιομοιάζεις καταμαγαρισμένην ρύμην, την τσιρλούν τά παιδία. ομοιάζεις σκύλου μούτσουνα και αγριοτράγου πιγούνιν» […].

«Ο δε ακούσας ταύτα ωργίσθη λίαν και ήλθε του αποκτείναι αυτήν. Και τά όμματα αυτού σφόδρα επυρώθησαν, ο δε μούστακος αυτού εφάνη ώσπερ νεκρού βρουκολακιαμένου. Τους δε οφθαλμούς αυτού ανοιγόκλειεν ώσπερ όρνιθος κώλον, και το στόμα αυτού άφριζεν ως σκύλου λυσσάρου» […].

«Πάντες τον σπανόν, ώσπερ δαίμονα διώξετέ τον, και ώσπερ τραγογένην μισείτε τον, ως κατάρατον εμπτύσατε αυτόν» […].

 

Σε αρκετά σημεία του κειμένου, ακόμα,  γίνεται αναφορά στην ακαθαρσία και δυσωδία του σπανού:

 

«Επί οίκον σπανού βρόμος μέγας» […].

«[…] πορδή στο στόμα σου, λέρα στα μάτια σου» […].

«Και γάρ ο βρόμος του στόματός σου υπέρ χιλιάδας βορβόρου και κοπριάς» […].

«Εξερεύξαιντο τά χείλη σου βρόμον» […].

«Το στόμα σου ήνοιξας και είλκυσας βρόμον» […].

 

Η προδοτική φύση του σπανού επανειλημμένα προβάλλεται, τονίζεται και καταδικάζεται:

 

«Μαγαρίζομέν σε, τον προδότην σπανόν, τον κακία υπερβαίνοντα άπαντα, τον βουλόμενον ποιείν πάντα κακά» […].

«Μαγαρίζομέν σε, τον εκ μήτρας μητρός εκλεξάμενον κακίαν και πρόδοσιν, πονηρότατον, παγκάκιστον σπανόν» […].

«Αι γενεαί πάσαι, διώχνουν τον σπανέα, ως μέγαν καταδότην» […].

«Ο κλέπτης, ο παμψεύτης, σπανός ο καταδότης, σήμερον τελειούται» […].

 

Στα μεγαλυνάρια ο δημιουργός παροτρύνει:

 

«[…] και καθυβρίσατε αυτόν, τον τραγογένην, τον τρισκατάρατον, τον κλέπτην, τον επίβουλον, και πονηρόν και απάνθρωπον, τον προδότην, τον δόλιον» […].

 

Ο υπαινιγμός στον Ιούδα είναι σαφής, εφόσον απηχούνται γνωστές εκφράσεις από την ακολουθία του Όρθρου της Μεγάλης Πέμπτης:

 

«Τον άρτον λαβών εις χείρας ο προδότης, κρυφίως αυτάς εκτείνει και λαμβάνει την τιμήν του Πλάσαντος ταις οικείαις χερσί τον άνθρωπον, και αδιόρθωτος έμεινεν Ιούδας ο δούλος και δόλιος» […].

«Ιούδας ο δούλος και δόλιος, ο μαθητής και επίβουλος, ο φίλος και διάβολος» […].

 

Όπως ο Ιούδας, έτσι και ο σπανός χαρακτηρίζεται απάνθρωπος (πονηρόν και απάνθρωπον) και με διαταραγμένη νοητική κατάσταση (Αι τρελαί σου πράξεις, στρεβλός την διάνοιαν, ώ τρελέ σπανούριε κ.ά.). Παρεμφερείς διατυπώσεις συναντάμε και για τον Προδότη (Τρίβολοι και παγίδες, οδοί του τρισαθλίου, παράφρονος Ιούδα). Ακόμα και ο τρόπος θανάτωσης του σπανού:

 

«Τη αυτή ημέρα ο ανόσιος και κάκιστος σπανός βρόχω και ξίφει τελειούται και εν μνημείω κατατίθεται» […].

 

παραπέμπει άμεσα στην αυτοκτονία με απαγχονισμό του Ισκαριώτη (απελθών απήγξατο). Πιθανόν, ο μήνας κατά τον οποίο τελείται το μνημόσυνο του σπανού, ο Συκώβριος, να συσχετίζεται με τη συκιά, το δέντρο απ’ όπου κρεμάστηκε ο Ιούδας. Ακόμα και στη βυζαντινή εικονογραφία, σε εικονογραφικές παραστάσεις και σε μικρογραφίες χειρογράφων, ο Ιούδας εμφανίζεται με παρόμοιο τρόπο με το σπανό: νέος, σχεδόν αγένειος. Με το διάβολο παρομοιάζεται ο σπανός ως Ιούδας (εισήλθεν σε Σατανάς εις Ιούδαν): του διαβόλου το επιτήδευμα, δαιμόνων παίγνιον, ως αντίτυπον του δαίμονος μορφήν, δαίμονος παρομοιάζει κ.ά. Ουσιαστικά, μέσα από τις απροσδόκητες ομοιότητες κι αναλογίες του σπανού με τον Ιούδα, επιτυγχάνεται η τεχνική της υποτιμητικής σύγκρισης (disparaging comparison). Το κωμικό που απορρέει είναι μια μορφή ανατροπής. Ο ανώνυμος χρησιμοποιεί την τεχνική αυτή για να σατιρίσει τον σπανό.

Η προσωποποίηση ζώων και άλλων άψυχων αντικειμένων επανέρχεται κυρίως για να υπογραμμίσει την ποταπή θέση του σπανού:

 

«Τάδε λέγει βάτραχος ταίς χελώναις […]. Αγαλλιάσθωσαν αι χελώναι, και οι βάτραχοι χαιρέτωσαν, και οι κάνθαροι κροτήσατε χείρας, ότι έρχεται ανήρ έχων μεγάλην πατσάδα και κλανομούστακον» […].

«Όρη και βουνοί γελώσιν αυτόν, όταν ίδωσιν την παράσημον αυτού μορφήν. Μυίες, χορεύσατε και σκιρτήσατε. Ψύλλοι, αγαλλιάσθε και κροτήσατες χείρας» […].

«Λύκοι γάρ κακοί, τά οστά σου, μιαρέ, μοιράσουν» […].

«Των γαδάρων το γένος, κατεπλάγη ορών σε, εν τη σούβλα ψημένον, αι χελώναι δε, σπανέ, μουντζογένη, τριγένη, σύν τοίς βοθρακοίς, εφώναζαν κλαίοντες, σφάκελά σου, τράγε, γουρουνομούσουδε» […].

 

Η γελοιοποίηση εκφράζεται μέσα από την τεχνική της αναγωγής στο παράλογο, το οποίο βασίζεται στη γενική αρχή πως ό,τι είναι μικρό αξίζει την περιφρόνηση. Παρουσιάζει ποικίλους τόνους και απευθύνεται σε κοινό που θεωρείται απρόσβλητο από τις αδυναμίες και τους παραλογισμούς των ανθρώπων. Η γελοιοποίηση του σπανού συνδέθηκε με «τα ανίερα και μιαρά κείμενα του μεσαίωνα, αλλά και της νεότερης εποχής, που ανήκουν στον ανατριχιαστικό τομέα του Σατανισμού και Σαδισμού». Ο Κρουμπάχερ θεώρησε το έργο κάτι σαν «μαύρη λειτουργία»,  αλλά στο κείμενο δεν έχουμε καμία ένδειξη για κάτι τέτοιο.  Η «μαύρη λειτουργία» έχει σκοπό τη μαγεία γενικά και τη μαύρη ερωτική μαγεία ειδικότερα,  ενώ εδώ πρόκειται για έναν απλό,  έστω και χοντροκομμένο,  ονειδισμό του σπανού.

«Το αν η τάση που παρατηρείται στο όλο έργο, ο  διατυμπανισμός δηλαδή των κακών πράξεών του σπανού,  σε συνδυασμό με την εξύβρισή του,  ο αναθεματισμός του,  ακόμη κι η χρήση μαγικών μέσων,  ενισχύει την άποψη ότι πρόκειται για μία φαντασία ή για ένα γνήσιο αίσθημα μίσους απέναντι σε αυτόν τον ορισμένο σπανό,  αυτό», υποστηρίζει ο  Eideneier, «δεν μπορεί να απαντηθεί οριστικά.  Μάλλον πρέπει να έπαιξαν και τα δύο στοιχεία κάποιον ρόλο,  αν λάβουμε υπόψη μας την εκτενή,  λεπτή και καλά μελετημένη παρωδία:  Χωρίς προσωπική ζημιά που προκλήθηκε από κάποιον ορισμένο σπανό, δεν εξηγείται η δριμύτητα της σάτιρας. Χωρίς την υπερβολική πραγμάτευση μιας μάλλον ασήμαντης αφορμής και χωρίς το κέφι να εξαντληθούν όλα τα περιθώρια της έκφρασης της φαντασίας δεν εξηγείται η ποιότητα και η έκταση της παρωδίας». Ωστόσο, όπως ο ίδιος επισημαίνει, δεν αποκλείεται να αντιπροσωπεύει τους πολλούς. Δεν αποκλείεται, το αρχικά ορισμένο πρόσωπο,  εναντίον του οποίου γίνεται η επίθεση, να ξεχάστηκε και σύντομα,  ενώ το έργο είχε γίνει ήδη πολύ αγαπητό. Η πανταχού παρουσία, η επικαιρότητα και η γενική κακία των σπανών, που μπορεί να αντιμετωπισθεί μόνο με τη γελοιοποίηση από μέρους όλων των ανθρώπων, είναι σκοπός που έχει τεθεί πάντως ευθύς εξ αρχής.  Αλλά η παραδοσιακή και στις ελληνικές παροιμίες και στα παραμύθια μαρτυρημένη απέχθεια προς τους σπανούς δεν ήταν με κανέναν τρόπο ο κύριος λόγος του συγγραφέα για τη συγγραφή του εκτενέστατου λίβελου σε μορφή παρωδίας. Οι λόγοι για μια πιο γενική γελοιοποίηση των σπανών μπορεί να υπήρχαν ανέκαθεν στο ανατολικό πολιτιστικό χώρο, αλλά η αφορμή για μια τέτοια σάτιρα,  μόνο σε έναν ορισμένο σπανό είναι δυνατόν να αναζητηθεί. Ο Eideneier θεωρεί ότι στην ακροστιχίδα «γελώ σε» του βυζαντινού επιγράμματος στο τέλος του βενετσιάνικου εντύπου «ο ίδιος ο συγγραφέας προδίδει τη βασική του πρόθεση και τον αστείο χαρακτήρα του έργου του», πρόθεση που είναι «η χοντρή μεν, αλλά τελείως ακίνδυνη κατά τα άλλα γελοιοποίηση του Σπανού». Το επίγραμμα που παραθέτει ο Λεγγράν, δίνει την αίσθηση ότι αποκρύπτει την πραγματική έννοια της ακολουθίας, «υπό την προσωπίδα αθώας σατύρας».

Ο H. Schmidt υποστηρίζει πως «ο μηχανισμός του γκροτέσκου, όπως και της καρικατούρας, είναι παράλογος, διότι σκόπιμα παρεκκλίνει από τη δεδομένη νόρμα ή ακόμη την καταστρέφει για να προκαλέσει σοκ ή αβεβαιότητα. Αυτό το καταφέρνει μέσα από την αντιπαράθεση τελείως άσχετων μεταξύ τους αντικειμένων, υποχρεώνοντας τον παρατηρητή να κάνει συσχετισμό ξένο προς τις σταθερές με τις οποίες είναι εξοικειωμένος». Έτσι, ο παρατηρητής χάνει την αίσθηση των αναλογιών και της λογικής ισορροπίας. Πλέον, ο όρος γκροτέσκο, που υποτάσσεται στον ευρύτερο όρο παραμόρφωση,  αναφέρεται σε κάτι τόσο υπερβολικό, που δεν μπορεί να γίνει πιστευτό. Η αντίδραση του αναγνώστη απέναντι στο γκροτέσκο κυμαίνεται μεταξύ του τρόμου και του γέλιου. Στην διαδικασία του γκροτέσκου ενυπάρχει ένα παιχνίδι με την πραγματικότητα. Η βασική του τεχνική είναι να τονίσει τα ασήμαντα στοιχεία και να αποσιωπά τα σημαντικά. Μέχρι το τέλος του 18ου αι. το γκροτέσκο ήταν συνώνυμο του αφύσικου, του παράξενου και του παραμορφωτικού, ενώ αργότερα ο Bakhtin διακρίνει τη μοντέρνα και τη ρεαλιστική του κατεύθυνση, η οποία συνδέεται με την παράδοση του ρεαλισμού και της λαϊκής κουλτούρας και αντανακλά την επίδραση του καρναβαλιού. Εύλογα, λοιπόν, συμπεραίνουμε πως στην Ακολουθία του Σπανού, απαντά ο γκροτέσκος ρεαλισμός, που προκαλεί  το λαϊκό γέλιο και την καρναβαλική διάθεση.

Ο ανώνυμος συντάκτης ελαχιστοποιεί ή καλύτερα μηδενίζει τις καλές ιδιότητες του σπανού και μεγιστοποιεί τις κακές. Απομονώνει μοναδικές στιγμές και συμβάντα και τα κάνει να φαίνονται κανόνας. Η ιδιότητα αυτή της σάτιρας είναι πολύ κοντά με την τεχνική της αναγωγής στο παράλογο (reductio absurdum) κατά την οποία ο σατιριστής μεγιστοποιεί ένα αρνητικό στοιχείο κάποιου χαρακτήρα (εδώ το σπανό και την εξωτερική του εμφάνιση) αποκλείοντας όλα τ’ άλλα και δημιουργεί ένα στερεότυπο.

Θα ήταν ίσως πιο ακριβές να χαρακτηριστεί το έργο λοιδορία. Η λοιδορία ανήκει στις πιο πρώιμες μορφές σάτιρας και στηρίζεται αποκλειστικά στην υπερβολή. Δεν χρησιμοποιεί ποτέ την απόκρυψη και συχνά γίνεται δύσκολο είδος, καθώς η διαχωριστική  γραμμή ανάμεσα στην εξολοθρευτική κριτική και στην παθολογική εκτόνωση δεν διακρίνεται πάντα εύκολα από τον αναγνώστη. Εξάλλου, η ευθύτητα που τη διακρίνει, καθώς και η έλλειψη χιούμορ, οδηγούν κάποιους μελετητές να μην τη θεωρούν μορφή σάτιρας.  Άλλοι την ονομάζουν «γείτονα της σάτιρας» και τη διακρίνουν από αυτήν ως προς τον σκοπό, αφού η σάτιρα θέλει να καταστρέψει ή να νουθετήσει, ενώ η λοιδορία να ψυχαγωγήσει. Από την άλλη μεριά, όσοι ενστερνίζονται τις παλαιότερες θεωρίες και ταξινομούν τη λοιδορία μέσα στη σάτιρα, υποστηρίζουν πως η λοιδορία χρειάζεται κομψότητα μορφής για να αναδείξει το μεγαλείο του περιεχομένου της και να κρύψει την προσβολή. Στην περίπτωση του Σπανού,  η κομψότητα της μορφής και ο ρυθμικός πεζός λόγος της εκκλησιαστικής γραφής είναι οι ασφαλέστερες προϋποθέσεις ανάδειξης του περιεχομένου και ίσως και αισθητικής καταξίωσης.

Έχει υποστηριχθεί από διάφορους μελετητές ότι στο πρόσωπο του σπανού σατιρίζεται ο Άγιος Ιωάννης Χρυσόστομος. Ο  Legrand, υπέθετε ότι ο λόγος της δημιουργίας του μύθου αυτού είναι ότι στη βυζαντινή αγιογραφία ο Χρυσόστομος παριστάνεται ως νέος, ολιγογένης, σχεδόν αγένειος. Σύμφωνα με τον Κ. Κρουμπάχερ η άποψη αυτή είναι εντελώς αστήρικτη, αθεμελίωτη και αβέβαιη. Ίσως πιο πιθανό να είναι πως ακολούθησε το πνεύμα της εποχής. Η λειτουργία του Ιωάννη είναι λειτουργία με τη στενή σημασία της λέξης, ένα τυπικό δηλαδή λειτουργίας και όχι ακολουθίας στη μνήμη κάποιου Αγίου. Αν ωστόσο, ίσχυε κάτι τέτοιο, τότε σίγουρα ο σπανός θα αποτελούσε σατιρικό προσωπείο του Ι. Χρυσόστομου. Αλλά και η άποψη του Heisenberg, να θεωρηθεί ο σπανός απόγονος του Μίμου,  φαίνεται λανθασμένη. Η χρήση του προσωπείου (mask-persona) είναι ένα από τα αγαπημένα τεχνάσματα της σάτιρας και συγχρόνως η μεγάλη ελευθερία του συγγραφέα, αφού ως άλλο πρόσωπο μπορεί να εκφράσει όποια άποψη θέλει αψηφώντας την εξωτερική λογοκρισία. Στην προκειμένη περίπτωση, η «μάσκα» είναι κυρίως η εκκλησιαστική γραφή των πρώτων τμημάτων του Σπανού, η οποία λειτουργεί προς επίταση της γελοιοποίησης, εφόσον η αντίθεση που προκύπτει ανάμεσα στην αυστηρότητα της μορφής και στο ελευθεριάζον περιεχόμενο είναι μια από τις σημαντικότερες τεχνικές της ανατροπής.

Στο κείμενο σπάνια απαντά ειρωνική διατύπωση. Όταν αυτό συμβαίνει, η ειρωνεία αποκωδικοποιείται εύκολα και το κωμικό αποτέλεσμα είναι αδύναμο:

 

«Η δε ήρξατο λέγειν, ότι συ μεν, ω άνερ μου, όταν ώδευες του ευρείν τον σον θείον εις το ευεργετήσαι σοι γένειον εις τιμήν του σου προσώπου, Αιθίοπες τινες ενθάδε αφίκοντο φέροντες κοπριλίδα πολύτιμον, και εξ αυτών επριάμην ταύτην την εξαίσιον και εύοσμον μυρωδίαν του μυρίσαι την σην πανάσχημον θέαν και κλανομούστακον γενειάδα και την σκατωμένην σου όψιν» […].

 

Η αποκάλυψη (unmasking), με κάποιο τέχνασμα, των μειονεκτημάτων, αδυναμιών και γενικότερα των αρνητικών ιδιοτήτων και πράξεων ενός ατόμου, μειώνει την αξιοπρέπειά του και προκαλεί γέλιο. Η ευχαρίστηση στηρίζεται στη συνείδηση του ανθρώπου ότι είναι ατελής. Μια μορφή αποκάλυψης είναι η ακούσια αυτοέκθεση, το ακούσιο φανέρωμα μιας αδυναμίας κάποιου που προσπαθεί να την κρύψει.

 

«Ουαί μοι τω αθλίω, τω εκ κοιλίας μητρός αστοχημένω, και εξ ανθρώπων αφωρισμένω, οίμοι τον γελώμενον υπό πάντων, και χλευαζόμενον, υπό γυναικών και παιδίων. Και πάσα γαρ φύσις ανθρώπων ονειδίζει με, και παν γένος δαιμόνων καθυβρίζειι με. Και διά τούτο ουαί μοι τω παναθλίω και ταλαιπώρω, της κακής ημέρας το γέννημα» […].

 

Ο σπανός είναι εκ κοιλίας μητρός αστοχημένος, κακότυχος και συφοριασμένος. Αυτήν ή παρόμοιες εκφράσεις τις βάζει κάποτε ο ποιητής στο στόμα του λοιδορούμενου προσώπου, όταν τον παρουσιάζει να θρηνεί για την τύχη και τα παθήματά του.

 

«Φεύ τον δυσειδή και πανάσχημον, τον εκ κοιλίας μητρός αστοχημένον» […].

 

Οι μικροατυχίες (small misfortunes) είναι ένα άλλο τέχνασμα υπεροχής, ιδιαίτερα διαδεδομένο. Όλες οι μικροατυχίες εκφράζουν την ανικανότητα του θύματος να προσαρμοστεί στις καταστάσεις, και άρα δυσκαμψία που προκαλεί γέλιο. Ο σπανός καταβάλει υπεράνθρωπες προσπάθειες προκειμένου να αποκτήσει τελικά τρία γένια. Έπειτα, μαθαίνει πως η γυναίκα που πήρε για σύζυγό του είναι μια μάγισσα και από φόβο μήπως τον πνίξει αρρωσταίνει βαριά (Φοβηθείς ούν ο γαμπρός μήπως πνίξη αυτόν, έπεσεν εν δεινή ασθενεία και μεγίστη).

Επιπλέον, ο ανώνυμος συντάκτης του Σπανού για να παρατείνει το ευτράπελο κλίμα χρησιμοποιεί αφενός αρκετές πλαστές ευτράπελες λέξεις -από τις οποίες πολλές χρησιμοποιούνται άπαξ- όπως άγκανος (από τη μαγική τυπολογία), ανακάρωμα, ανάκλασμα, αναχεσομούσουδος, αναχεσομύτης, αναχεσοφυσοπορδαλήθρα, βάνταλα, βουρλοκάρβουνον, βρομοφόρος, δημηγέρτης, εξάγκανος, εξεσκατίστρια, επικακκασμός, καταμαγαρισμένος, κατουρλοποδία, κατσικοπορδού, κλαδοφυλλαδόφυλλα, κλανηθέλαιον, κλανήθιν, κλανομοσχίζω, κλανομουστάκης, κλάνταλα, Λείχεμας, Μαλανάρα, Ματσουκοπορδού, Μητισοράμας, μυοβάτραχος, ξυλοκροκυδίτικος, πρόχεσον, σκαταλείφω, σκαταπλώνω, σκατάραχον, σκαταφάτα, σκατέλαιον, σκατογένης, σπανότης, τυροκόζουμον, φακλάνα, φασάτος, φάσκατας, φατέλαιον, φατσιρλέας, φυσαμέλαιον, χελωνομέτωπος, χεσάδα, χεσάτος  κ.ά. και αφετέρου αρκετές παρωδημένες: βρομοφόρες (μυροφόρες), δαμάσκατα (δαμάσκηνα), λιμουργία (λειτουργία), μαγαρισνάρια (μεγαλυνάρια), Μαυράγγελος (Αρχάγγελος), σκατολογώ (ευλογώ), σκατοψύχησις (συγχώρησις) κ.ά.

Το χιούμορ με γκροτέσκα στοιχεία, που προκύπτει όταν καταστρέφεται η δεδομένη νόρμα του λειτουργικού κειμένου, δημιουργεί σοκ ή παρωδία σκηνών φρίκης που υπηρετούν δραστικά την πολεμική εναντίον του σπανού:

 

«Τι το όρος, άγριοι, τριγυρίζετε, και γυρεύετε κ’ εσείς να φάτε; Από ύψους κρά κράζοντες κόρακες, μαύροι κ’ έλεγον τοις κακοίς όρνιοις· Ίδετε υμείς, του τράγου τά κόκκαλα, και γνώτε καλά, ως φαγώθη ο άθλιος»  […].

 

Αναπόσπαστο μέρος της τεχνικής της παρωδίας είναι τα λογοπαίγνια, το παιχνίδι δηλαδή με λέξεις πολλαπλών σημασιών ή με λέξεις διαφορετικής σημασίας, αλλά ομόηχες (η θέα ως θέατρον, εχάρη χαράν μεγάλην, κρημνούς και κρεμνίσματα, ίνα καθαρθή το ανθρώπινον, εξ ανθρώπων, ύβρεις και άρας, και κατάρας, βρομοφόροι γυναίκες, μετά βρόμων κ.ά.).

 

Η Ακολουθία του Σπανού ανήκει σε μια μεγάλη κατηγορία ποιημάτων ή σύμμικτων μορφικά κειμένων με πρότυπα λειτουργικά κείμενα, που φαίνεται να αφθονούν στη βυζαντινή λογοτεχνία αλλά και αργότερα. Εντάσσεται σε μια πλούσια και αειθαλή σατιρική παραϋμνογραφική παράδοση αιώνων, που δημιουργήθηκε και άνθισε στο χώρο της Εκκλησίας και συντηρήθηκε από τα μέλη της, κληρικούς και φιλεκκλησίους λαϊκούς, έως σήμερα. Πρόκειται, λοιπόν, για το πλέον βωμολοχικό κείμενο της μεσαιωνικής δημώδους γραμματείας, για το μόνο που συσσωρεύει δείγματα από την αρχέγονη και πολύκλωνη λαϊκή βωμολοχική παράδοση του μεσαιωνικού και νέου ελληνισμού, ανανεούμενη διαρκώς και μεταλλασσόμενη, αλλά σκοτεινή και αδιερεύνητη ακόμη, με αρχαϊκά, συχνά, νοήματα και μυστική ιερή λειτουργικότητα, το μόνο «μνημείο» της παράδοσης αυτής που βρήκε το δρόμο προς το γραπτό και μάλιστα έντυπο λόγο, μια τόσο πρώιμη εποχή. Το γεγονός αυτό γίνεται εντονότερα αξιοπερίεργο, αφού το κείμενο εμφανίζεται με τη μορφή παρωδίας εκκλησιαστικής ακολουθίας. Με άλλα λόγια, είναι έργο που δεν διαβάζεται, αλλά κατά το μέγιστο μέρος του ψάλλεται ή απαγγέλλεται με τον τρόπο ιερών λειτουργικών κειμένων της Εκκλησίας. Ως προς το περιεχόμενό του είναι έργο βίαιο και σκληρό με κεντρικό θέμα το θάνατο, κείμενο άγριο κάτω από το μανδύα της κωμικής παρωδίας και της σάτιρας, χοντροκομμένης συχνά κι ανελέητης με στόχο έναν σπανό ή ολόκληρο το γένος των σπανών.

Έχοντας ως υπόβαθρο ή φόντο του ένα πολυσύνθετο πλέγμα κοινωνικών και λαϊκών προκαταλήψεων της εποχής εναντίον των αγένειων αρσενικών, και μια ακμαία προηγούμενη «παιγνιώδη – παρωδιακή»  βυζαντινή παράδοση, το κείμενο προχωρεί  όχι μόνο σε «αθώα» αστειάκια ή, έστω, στην κακότροπη γελοιοποίηση, αλλά και σε έναν γεμάτο εμπάθεια και μίσος, σωματικό και ηθικό εξευτελισμό, και σε λεκτική εξόντωση ενός αποδιοπομπαίου τράγου. Όπλο, η πολύ ευλύγιστη και δεξιοτεχνική παρωδία, προϋπόθεση η καλή γνώση του παρωδούμενου τυπικού από τους αναγνώστες,  και η ψυχολογική δεκτικότητά τους να δεχθούν με υποκριτική ή αμαρτωλή συγκατάθεση τη στηλίτευση και διακωμώδηση του «διαφορετικού» και του «αλλότριου».

Στον Σπανό, η επίθεση είναι τόσο απροκάλυπτη, οι κατάρες κι εξορκισμοί τόσο έντονοι, που ασφαλώς βρισκόμαστε έξω από την αδιαμφισβήτητη περιοχή της σάτιρας. Στον Σπανό υπερισχύει ο εμπαικτικός και ψυχαγωγικός, σε αντίθεση με τον διδακτικό χαρακτήρα της σάτιρας της σύγχρονής του εποχής.  Ο λυτρωτικός ρόλος της υπέρβασης των ορίων της αξιοπρέπειας μέσω της σκακολογίας και της αισχρολογίας εν γένει είχε κάνει το υστερο-βυζαντινό αυτό μπέστ- σέλλερ να κυκλοφορεί ακόμη και μυστικά από χέρι σε χέρι ανάμεσα σε ιδιώτες και κληρικούς.

Αν και  η μεγάλη έκταση του κειμένου σε συνδυασμό με τις στερεότυπες επαναλήψεις θα μπορούσαν να αποδυναμώσουν αισθητικά το κείμενο, ωστόσο, η επιδέξια χρήση της παρωδίας και της χυμώδους και ευρηματικής δημώδους γλώσσας το σώζει. Ο ανώνυμος συντάκτης σοκάρει τον αναγνώστη μέσω ποικίλων τεχνικών έκπληξης, που λειτουργούν ως ανθυπνωτικό φάρμακο και κρατούν το ενδιαφέρον του αναγνώστη αμείωτο και το μυαλό του σε εγρήγορση.

Σάτιρα και παρωδία συμβαδίζουν και αποτελούν μία ιδανική ενότητα. Σε ολόκληρο το έργο δε θα βρει κανείς ούτε μια φράση που να μην αναφέρεται στους σπανούς, αλλά και καμία φράση που να μη βρίσκεται στο ύφος ενός αποδεδειγμένου και, διά της παρωδίας, αντεστραμμένου τυπικού. Και η σάτιρα και η παρωδία τέθηκαν στην υπηρεσία μίας αποτελεσματικής και κωμικής γελοιοποίησης του σπανού από τον συγγραφέα, συνειδητά και με τέχνη. Χωρίς την αμφίεση της σάτιρας και μόνο με το ένδυμα των παρωδημένων λειτουργικών και των άλλων τυπικών, το έργο θα κατέληγε σε μία χοντροκομμένη και ανιαρή εξύβριση του σπανού.  Και χωρίς το σατιρικό καταποντισμό του σπανού θα είχαμε να κάνουμε με μια ατελείωτη και κενή σπίλωση των ιερών και οσίων. Για το συγγραφέα τόσο η σάτιρα όσο και η παρωδία αποτέλεσαν το μέσο προς την επίτευξη του σκοπού του,  δηλαδή τη γελοιοποίηση του σπανού. Φυσικά, για το σημερινό αναγνώστη του έργου η γελοιοποίηση του σπανού χάνει σε σημασία μπροστά στην εκτίμηση του έργου ως παρωδίας, όπως και για τις μετά τη συγγραφή γενεές, όπου το πρόσωπο του πραγματικού σπανού, στο οποίο ενδεχομένως απευθυνόταν η σάτιρα,  δεν ενδιέφερε κανέναν πια, ενώ οι παρωδίες γνωστών κειμένων της εποχής κρατούσαν το ενδιαφέρον αμείωτο και αποτέλεσαν παράδειγμα για μίμηση.

Το κείμενο μπορεί να θεωρηθεί βωμολοχικό αλλά σε καμία περίπτωση ασεβές, βέβηλο, σκανδαλώδες, ανατρεπτικό, ή ακόμη αντιθρησκευτικό και ειδικότερα αντιεκκλησιαστικό ή αντικληρικό. Στην Ακολουθία δεν συναντούμε βλασφημίες κατά του θείου.

Παρωδώντας τη φόρμα και το ύφος των λειτουργικών κειμένων, η Ακολουθία του σπανού αποτελεί μια σάτιρα που με κύριο όπλο την αθυροστομία και τη χοντροκομμένη χυδαιολογία αποσκοπεί στη διαπόμπευση ενός συγκεκριμένου πλην ανώνυμου σπανογένειου. Παρ’ όλο που γνώρισε ιδιαίτερη επιτυχία ως λαϊκό ανάγνωσμα, από την πρώτη γνωστή έντυπη μορφή του (γύρω στα 1553) ως τις αρχές του 19ου αιώνα (1832), η φιλολογική έρευνα απαξίωσε κατ’ αρχάς να ασχοληθεί σοβαρά με το υστεροβυζαντινό αυτό κείμενο (14ος-15ος αιώνας). Μιας πλήρους κριτικής έκδοσης αξιώθηκε η Ακολουθία μόλις πριν από 20 περίπου χρόνια, από τον H. Eideneier.

Η θεωρία της πρόσληψης έγκειται στο πώς το εκάστοτε λογοτεχνικό κοινό αντιλαμβάνεται το λογοτεχνικό γίγνεσθαι, τα προϊόντα της λογοτεχνικής παραγωγής. Η έννοια της υποδοχής, της οικειοποίησης ενός έργου διαφέρει ανά άτομα κι εποχές. Η λογοτεχνία λαμβάνει θέση αισθητικής εμπειρίας μέσα στην παραγωγική διαδικασία της κοινωνίας κι αποτελεί μέρος μιας έντονης επικοινωνιακής διαδικασίας. Η πρόσληψη ενεργοποιεί την κριτική ικανότητα του αναγνώστη κι εκείνος δίδει ποικίλες ερμηνευτικές εκδοχές από διάφορες οπτικές γωνίες, καθώς τίποτα στην τέχνη δεν νοηματοδοτείται με μια μονάχα ερμηνευτική προσέγγιση. Ο δημιουργός συνθέτει το έργο του έχοντας στο μυαλό του τον ορίζοντα της προσδοκίας, ενώ το κοινό – παραλήπτης διαβάζει, επεξεργάζεται ξεκλειδώνει κι αξιολογεί τα δημιουργήματα με βάση τον ορίζοντα της εμπειρίας του (φόντο οι εκάστοτε αισθητικές, κοινωνικές, αναγνωστικές, πολιτισμικές συνθήκες). Αυτόματα, από εποχή σε εποχή διαφοροποιείται και το είδος της υποδοχής, καθώς το κάθε έργο επενεργεί διαφορετικά σε κάθε αναγνώστη.  Για παράδειγμα, οι γνώσεις του κοινού του 16ου αι. σχετικά με την εκκλησιαστική λειτουργία ήταν αυτονόητες και βαθιές. Στον αντίποδα, στην σύγχρονη εποχή, οι γνώσεις αυτές προϋποθέτουν μια υψηλή ενασχόληση με τη λειτουργική πράξη, που μόνο σε κύκλους ιεροψαλτών, κληρικών ή θρησκευόμενων ανθρώπων, είναι δυνατό να συναντηθούν. Εύλογη απόρροια αποτελεί το γεγονός ότι πλέον το κείμενο χάνει δυστυχώς πολλά από την παρωδιστική του γοητεία, ενώ στη σύγχρονή του εποχή, αυτό το αθυρόστομο πεζό λιβελογράφημα αποτελούσε ένα είδος  υστεροβυζαντινού best seller, καθώς «προσέκρουσε» σε ένα διαφωτισμένο κοινό που δεν δίσταζε να το «γλεντήσει» ελεύθερα, έστω κι αν η χρήση των αγίων κειμένων του ήταν συνειδητή. Η παραϋμνογραφία, στην παράδοση της οποίας ανήκε η Ακολουθία, είναι αποτέλεσμα της βαθειάς θρησκευτικότητας και της μεγάλης εξοικείωσης του μεσαιωνικού ανθρώπου με τη λειτουργική πράξη. Η σατιρική αιχμή, σύμφωνα με τον Κρουμπάχερ, με τα χρόνια μειώνεται, ατονεί και μένει η παρωδία. Από τα τέλη του 19ου αιώνα, τον προσληπτικό ορίζοντα άρχισαν να τον κατακλύζουν, και εν μέρει να τον θολώνουν, ποικίλες υφολογικές θεωρίες για το γραμματειακό είδος και τους στόχους του έργου. Πέρα από τις ιστορικο-φιλολογικές προσπάθειες ιχνηλάτησης της αρχικής πρόθεσης, κάποιοι το είδαν ως προϊόν ανευλάβειας, σατανισμού, μαύρης μαγείας και σαδισμού, γενικευτικής και διαχρονικής σάτιρας κατά των σπανών. Αλλά όλα αυτά μάλλον πλουτίζουν, παρά συρρικνώνουν την εικόνα που είχε το έργο και τη σημασία του.

 

 

* Η Κλεοπάτρα Ζαχαροπούλου είναι πτυχιούχος Φιλολογίας και πρωτεύσασα του Πανεπιστημίου Πατρών, κάτοχος Μεταπτυχιακού Διπλώματος με τίτλο «Σύγχρονες προσεγγίσεις στη γλώσσα και στα κείμενα» και Πιστοποιητικού Συμπληρωματικής Εκπαίδευσης του Εθνικού Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών με θέμα  «Μαθησιακές δυσκολίες – δυσλεξία». Η πτυχιακής της εργασία «Ζητήματα ποιητικής και ιδεολογίας στο έργο του Ηλία Βενέζη και της Αιολικής Σχολής» βρίσκεται στο ΕΛΙΑ και η διπλωματική της διατριβή «Μακεδονικές Ημέρες: η διαμόρφωση του νεωτερικού λόγου στην πρωτεύουσα του βορρά και οι μεσοπολεμικές πνευματικές αναζητήσεις» στο http://nemertes.lis.upatras.gr. Το 2010 ταξινόμησε μαζί με την Άννα Κατσιγιάννη το αρχείο της Νένης Ευθυμιάδη. Έκτοτε εργάζεται ως εκπαιδευτικός στην ιδιωτική εκπαίδευση, ενώ παράλληλα αρθρογραφεί σε εφημερίδες και εκπαιδευτικά portal.

 

 

Στέλιος Λύτρας…για τον πρώτο εαρινό μήνα των ερώτων

$
0
0
Του Απόστολου Θηβαίου // *

 

 

Σε κάθε στροφή αντικρίζω την γοητεία μιας αρχής. Η ποίηση γίνεται ιδίωμα, ένας του κόσμου κάποιος τρόπος, ένα σύμπαν, για τώρα και για πάντα. Αχαλίνωτοι, με την αιθέρια φιλοδοξία τους, οι απελπισμένοι αιχμάλωτοι γυρνούν τον κόσμο με μια ταυτότητα στα δόντια, με μια αγωνία. Αυτοί που με τρόπο ιδιωτικό γνωρίζουν και μιλούν για το πώς και το γιατί αυτού του κόσμου, με μάσκες, με σκουπίδια και διαδήματα, με θρόνους και σπαράγματα στήνουν το άρρητο. Αυτοί, αντίκρισαν λέει, σ’ ένα καλοκαίρι το περιδέραιο των νησιών, διάφανο, από ζωή και από όραμα φτιαγμένο. Η γλυκιά πεποίθηση των εγχόρδων και η προσευχή του κόσμου. Όλοι ανεξαιρέτως οι έρωτες μπορούσαν να ξαναζήσουν λέει, μέσα απ’ τα ποιήματα. Μας τ’ αφιερώνουν όσοι πέρασαν και περνούν φλεγόμενοι μέσα απ’ τις σάρκες της νύχτας, σπασμένοι από το πάθος που καίει τη ζωή, μάρτυρες.

Σήμερα είδα τους ανεμόμυλους να ξεχωρίζουν μέσα απ’ τα βουνά της Αρκαδίας. Πελώριοι και ειρηνικοί. Σκέφτηκα πόσο τους αδίκησε ο παράξενος ιδαλγός της Ανδαλουσίας. Γη των ταύρων και του θανάτου, σμιλευμένη απ’ το χαρμάνι της μοίρας. Όλα ποντάρονται βλέπεις στην καρδιά που χτυπά μες στα πράγματα και μες στους ανθρώπους. Και έτσι πρόσωπα του παράδοξου, όπως ο Δον Κιχώτης και ένα σωρό άλλοι πλανεμένοι από πολιτείες του ήλιου κατάλαβα πως μπορούν και γίνονται τραγούδια στο στόμα των λαών. Είναι τ’ αμετάφραστο που νοτίζει τα πράγματα μ’ ευτυχία και δόξα.

Έπειτα, σώπασαν μαζί όλα τα καλοκαίρια. Σαν πένθιμο άγημα, όλα τα όργανα πέρασαν στην αιωνιότητα. Τ’ ακλόνητα νιάτα, τα ολόχρυσα πνευστά μες στον ήλιο, σαν περιστέρια των ζωγράφων, η αίγλη της ζωής που όλα τα σκόρπισε. Είναι τόσα που κάνουν τη φωτογραφία να γίνεται τραγούδι. και των πλανεμένων ο λυγμός με τ’ όνειρο.

Αυτή η μικρή εισαγωγή είναι όλο και όλο ό, τι μπόρεσα να συλλέξω απ’ τον ουρανό του Στέλιου Λύτρα. Ό, τι χωρά ετούτο το απόγευμα από τη φωνή του. Λησμονημένος, αθησαύριστος μες στους καιρούς της ηλεκτρονικής επεξεργασίας. Ένας απ’ τους φυγάδες της σημερινής εποχής, ο Λύτρας, κατά κόσμον Στυλιανός Πούλος, μοιάζει με κάποιον που κατόρθωσε να γλιτώσει απ’ το σάρωμα της εποχής. Γι’ αυτό και οι Τοξότες του και η Ιουλιέτα παραμένουν μυστικοί, κρυμμένοι στις ψεύτικες βιβλιοθήκες της ξέφρενης παρακμής. Μυθολογίες ενός άλλου καιρού, συναρπαστικοί τζόκεϋ των ονείρων, βαλμένοι σε κάθε εποχή, όμως πάντα ηρωικοί και θαρραλέοι όπως αρμόζει.

Να πως μ’ αυτό τ’ απόσταγμα, κράμα πολλών βαθμών, μπορεί ν’ αρθρωθεί η αισθητική μοναξιά ποιητών όπως ο Λύτρας. Δεν είναι ο Ελπήνορας που του ‘φταιξε η μοίρα του, το ίδιο εκείνο, απερίσκεπτο βήμα στο κενό πάντα θα γινόταν. Δεν είναι οι πρώτοι μήνες του καλοκαιριού που βρήκαν επιτέλους παρηγοριά στην άφθαρτη μουσική των κοχυλιών όταν θ’ απομείνουν μόνα. Πρόκειται για τα φωνήεντα μιας άλλης ευκαιρίας, μιας άλλης ζωής αφοσιωμένης στ’ όνειρο, στ’ αντίδοτο της λογικής και των βιβλίων, στην ευδοκία της αγάπης και του χρόνου που ‘ναι σύμμαχος, τόπος και χρόνος του έρωτα.

Ο παλμός του χτυπά εκεί που δεν υπάρχει άκρη. Εκεί που ζει μαραμένο το δάκρυ της πέρδικας όταν κλαίει το ταίρι της. Ο Λύτρας καλπάζει μες στις εποχές, ένας Δημήτρης μέσα απ’ τα χώματα κάθε άνοιξη. Με το πένθος της ζωής που νιώθει τον εαυτό της, ανάμεσα στους καθρέφτες και τ’ ανοιχτά στάδια, με την ελπίδα του ορατού όπως το τραγούδησε ο Νίκος Καρούζος. Η Αντιόχεια, η Αίγυπτος, τα θλιμμένα βλέφαρα της Μαριγκάιλα που κανείς δεν νιώθει την καταγωγή της. Τα σύμβολα του ποιητή τόσα όσα και ο κόσμος. Πλάι στους στίχους του, στην ρωγμή αυτής της ακμής που διαγράφει φλεγόμενη την τροχιά της, νιάτα μονάχα και μουσική, το χορτάρι, τ’ αστέρι, το

Λασίθι, η άβυσσος. Ψηφίδες από θρόνους, πίνακες υγροί κατεστραμμένοι, προικισμένοι με τη δόξα και τη φθορά ενός αντάτζιο. Συντρίμμια του ιδεατού και ο κόσμος του έρωτα. Το σύμπαν του Λύτρα δεν φέρει κλειδιά και κώδικες. Θέλει μονάχα σώμα και ροπές ξέφρενες των μεγάλων και των ανατολικών.

Βρέστη, Αθήνα, Ίος, Σαντορίνη, Σίκινος, τη Υπερμάχω, παλιά Mercedes που τρέχει μες στον ίλιγγο σαν πάντα, Θεοδώρα, Ρωξάνη, Μαρία των Μεδίκων, Ανδρομάχη. Είναι τόσες οι συντεταγμένες της ποίησης του Στέλιου Λύτρα. Μην ψάξεις, μην γυρέψεις τις κριτικές για να νιώσεις πώς μετριέται το πολύ της ύπαρξης. Θα νιώσεις αμήχανος και μια γλυκιά ηδονή θα κατακτήσει τα μάτια σου. Κάτι σαν ριψοκίνδυνο φεγγάρι και κάτι που δεν λέγεται, που δεν προφέρεται θα σε σημαδέψει. Είναι όσα κατοικούν τα νησιά, των ανθρώπων το τραγούδια όταν προσφέρονται οι σπονδές στους έρωτες, οι τραγωδίες και τα καλοκαίρια στη μέγγενη του ήλιου, στη δόξα της δεύτερης δεκαετίας. Ο όλεθρος και η καταστροφή. Αν δεν υπήρξε ποιητής ο Στέλιος Λύτρας θα ‘ταν ζωγράφος. Και θα ‘φτανε μια θρυλική επιφάνεια, σε μια αποθήκη έξω απ’ την πόλη, στο δρόμο για τα Φλεγραία Πεδία, για να χαραχτεί μια για πάντα ο κόσμος που σαν φήμη πλημμύρισε το έργο του. Το τέλος και η αρχή μιας ολόκληρης εποχής, προτού εκείνη έρθει. Τα μάκιντος τώρα καταδιώκουν τη ζωή μας, οι Ιουλιέτες άντεξαν και με τον καιρό γαλήνεψαν και ίσως φτιάξουν τη ζωή τους με κάποιον άλλο. Με χίλιες γλώσσες μας σημάδεψε και ξέφυγε ο ποιητής ήδη απ’ το μακρινό πια 1993. Ο ίδιος εισέφερε στους μύθους την προστιθέμενη αξία του.

Το τέλος αυτού του καλοκαιριού σφραγίζω με δυο λέξεις του ποιητή.

Και όταν το θαμπό της βλέμμα, εκεί, στη μυστική ακτή της Πάτμου απελπισμένο περιπλανήθηκε μες στο ασάλευτο φως, συνάντησε, με μια ανεξιχνίαστη γαλήνη, σαν πέρα απ’ τον τρόμο, σαν πέρα απ’ το θάνατο, καρφωμένα ανάμεσα στα χαλίκια, τα τελευταία δόρατα των βαρβάρων.

 

 

* Ο Απόστολος Θηβαίος γεννήθηκε στην Αθήνα το 1980. Απασχολείται στον τραπεζικό τομέα. Κείμενά του δημοσιεύονται σε ηλεκτρονικά και έντυπα περιοδικά. Γυρεύει εναγωνίως κάτι απ’ τη φωνή του.

 

 

«Το πρωτοφανές σύγγραμμα του Ιάκωβου Πιτσιπιού: Ο πίθηκος Ξούθ ή Τα ήθη του αιώνος και η ποιητική της ανατροπής»

$
0
0
Γράφει η Κλεοπάτρα Ζαχαροπούλου // *

 

 

Ο λόγιος συγγραφέας Ιάκωβος Πιτσιπιός ή Πιτζιπιός (Χίος, 1802-1869) υπήρξε μια πολυσχιδής, ανήσυχη, μεγαλομανής, ιδιόρρυθμη και εριστική προσωπικότητα. Εργάστηκε ως εκδότης των περιοδικών Ο Φανός της Μεσογείου (Αθήνα, 1844), Αποθήκη των Ωφελίμων και Τερπνών Γνώσεων (Ερμούπολη, 1847-1848 και Κωνσταντινούπολη, 1849) και La Revue d’ Orient (Λονδίνο, 1861). Επιπροσθέτως, υπήρξε συγγραφέας των σχολικών εγχειριδίων Η λογική γραμματική της ελληνικής γλώσσης διά τους πρωτοπείρους παίδας (Οδησσός, 1834), Χρηστομάθεια γαλλική προς χρήσιν της ελληνικής νεολαίας (Ερμούπολη, 1839), φυλλαδίων που είτε υπηρετούσαν (1835-1860) είτε πολεμούσαν την καθολική προπαγάνδα (1860 κ.έ.), κ.ά. Διεκδικώντας μαζί με τους αδερφούς Σούτσους και τον Γρ. Παλαιολόγο τα πρωτεία στη συγγραφή ελληνικού μυθιστορήματος, δημοσίευσε το Η ορφανή της Χίου ή Ο θρίαμβος της αρετής (Ερμούπολη, 1839) και  το ημιτελές Ο πίθηκος Ξούθ ή Τα ήθη του αιώνος (Ερμούπολη, Απρίλιος-Οκτώβριος 1848), με την ακόλουθη υποσημείωση: «Επειδή και το σύγγραμμα τούτο θέλει τυπωθή υπό του συγγραφέως εις ιδιαίτερον βιβλίον, απαγορεύεται πάσα μετατύπωσις αυτού». Ωστόσο, η έκδοσή του διακόπηκε μαζί με εκείνη της Αποθήκης των Ωφελίμων και Τερπνών Γνώσεων, όπου δημοσιευόταν σε συνέχειες, και παρέμενε άγνωστο έως πρόσφατα.

Ο Πίθηκος Ξούθ ξεχωρίζει από τα άλλα μυθιστορήματα της περιόδου 1830-1850 στο ότι δεν χρησιμοποιεί ως πυξίδα, σκελετό ή πρόσχημα της πλοκής μία ερωτική σχέση. Πρόκειται για ένα αινιγματικό και σύνθετο έργο με φιλοσοφικό υπόστρωμα, για μια αλληγορία που πρέπει να αποκρυπτογραφηθεί, για μια πολιτική, κοινωνική και προσωπική σάτιρα κάτω από τον ασφαλή μυθιστορηματικό μανδύα. Σκοπός του συγκεκριμένου έργου είναι να καυτηριάσει, να στιγματίσει και να γελοιοποιήσει τα κολάσιμα ήθη και τις συνήθειες του αιώνα. Ο Πιτσιπιός διαμορφώνει το σατιρικό του οπλοστάσιο βασιζόμενος στον κύκλο του Κοραή, με τον οποίο και είχε γαλουχηθεί.

Ο πίθηκος Ξούθ θεωρείται το πρώτο νεοελληνικό πεζογράφημα του φανταστικού. Η εισβολή του υπερφυσικού στο καθημερινό και η συλλειτουργία δύο διαφορετικών επιπέδων πραγματικότητας, καθώς τίθενται στην υπηρεσία των ρεαλιστικών επιδιώξεων, μας επιτρέπουν να το εντάξουμε σ’ αυτό που πλέον αποκαλούμε φανταστικό ρεαλισμό. Όπως επισημαίνει η Π. Αποστολή, στο κείμενο του Πιτσιπιού, το φανταστικό, που προσδιορίζει τη μυθοπλασιακή φυσιογνωμία του κειμένου, συνδυάζεται με τη ρεαλιστική περιγραφή, ρέποντας συχνά προς το γκροτέσκο, σε μια αρκετά πρωτότυπη σάτιρα ηθών. Κάτι ανάλογο φαίνεται να υποστηρίζει και ο Δ. Τζιόβας, ο οποίος φρονεί πως στον Πίθηκο Ξούθ γίνεται εμφανής μια προσπάθεια συναίρεσης της φαντασίας και της ιστορικής πραγματικότητας, του ρομαντισμού με το ρεαλισμό, του εθνικού με το ευρωπαϊκό, του τοπικού με το συμπαντικό. Σύμφωνα πάλι με τον Ν. Βαγενά, στο έργο εμπεριέχεται το στοιχείο της αποφυγής της απόδρασης στην ιστορία και ένας έντονος συγγραφικός ρεαλισμός, που, παρά την απεικόνιση της σύγχρονης πραγματικότητας, φτάνει έως τη σάτιρα.

Ο Πίθηκος Ξουθ μπορεί να συνοδεύεται από τον χαρακτηρισμό «σύγγραμμα πρωτοφανές», ωστόσο, υπακούει στην παράδοση του πικαρικού μυθιστορήματος, που, ως πεζογραφικό είδος με έντονα σατιρικά στοιχεία, εμφανίστηκε κατά τον 16ο αιώνα στην Ισπανία. Σύμφωνα με την Π. Αποστολή, ο πικαρικός μύθος αφορά την ιστορία ενός picaro, ενός περιθωριακού ατόμου καταδιωκόμενου από την τύχη, ο οποίος αγωνίζεται με την εξυπνάδα του και την προσαρμοστικότητα του να συντηρηθεί, περιπλανώμενος σε κατεξοχήν διεφθαρμένα και εχθρικά περιβάλλοντα και σε έναν κόσμο χαώδη, όπου άλλοτε διαδραματίζει το ρόλο του θύματος και άλλοτε εκείνον του θύτη. Πρόκειται για έναν αντιήρωα, για ένα νεαρό άτομο χαμηλής κοινωνικής θέσης και αμφιβόλου καταγωγής, ορφανό, είτε κυριολεκτικά, είτε από ανάγκη, είτε από επιλογή, για ένα μικρό χρονικό διάστημα ή για πάντα, που προσπαθεί μόνο του να τα βγάλει πέρα στη ζωή. Πολύ συχνά εμφανίζεται ως πολυτεχνίτης και ερημοσπίτης. Κατά τη διάρκεια των περιπλανήσεών πέφτει θύμα πονηρών και κακόβουλων ανθρώπων, εξαιτίας της απειρίας και της ευπιστίας του, γίνεται υπηρέτης πολλών αφεντάδων, οδηγείται σε απατεωνιές, μυείται στον κόσμο της απάτης, επιδίδεται σε αλλεπάλληλες εναλλαγές ρόλων και προσωπείων και εν τέλει μεταμορφώνεται. Όπως επισημαίνει ο M. Vitti, η εντυπωσιακή, ευρηματική, πνευματώδης και σατιρική γραφή του Πιτσιπιού προσαρμόζεται στα picaresque γνωρίσματα του ήρωα.  Επιπροσθέτως, η πλοκή του Πίθηκου Ξουθ κατά επεισόδια, όπως και αυτή του πικαρικού μυθιστορήματος, προσφέρει άπειρες δυνατότητες ανοίγοντας τις πόρτες στο φανταστικό, το απίθανο, το αλλόκοτο αλλά και το ατελεύτητο. Επιπλέον, το picaresque συνδυάζει τον μιμητικό με τον διδακτικό τύπο, αφού ασχολείται με το άμεσο παρόν με ειρωνική ή σατιρική διάθεση, αλλά και με ηθικοδιδακτικούς σκοπούς.

Ο Πίθηκος Ξούθ μοιάζει με ηθική αλληγορία που στηρίζεται στη μεταμόρφωση ή τη μεταμφίεση, δεδομένο που μας παραπέμπει σε συναρτήσεις με το ρωμαϊκό κωμικό μυθιστόρημα. Ο Πιτσιπιός ακολούθησε ιδιαιτέρως τη γραμμή που χάραξαν Οι Μεταμορφώσεις του Απουλήιου, οι οποίες μιμούνται σε μεγάλο βαθμό το έργο Λούκιος ή Όνος του Λουκιανού.

Το θέμα της μεταμόρφωσης στην κοινωνία στηρίζεται στο δυϊσμό σώματος και συνείδησης, που υπονομεύει την ακεραιότητα του ατόμου, θέτει ερωτήματα σχετικά με την ανθρώπινη οντότητα και προϋποθέτει έναν κόσμο ασταθή κι ευμετάβολο.  Ο κύριος συμβολισμός της μεταμόρφωσης είναι η κατάπτωση του ανθρώπου στη ζωώδη κατάσταση και ο κολασμός της. Συνήθως, ο μεταμορφούμενος παίρνει τη μορφή εκείνου του ζώου που κουβαλάει μέσα του. Η μεταμόρφωση σε πίθηκο συμβολίζει την αλλοίωση της ανθρώπινης συνείδησης ή την εικόνα του ανθρώπου του «πωρωμένου» από απάνθρωπα πάθη, όπως η κακεντρέχεια και η ακολασία. Το μοτίβο της μεταμόρφωσης του ανθρώπου σε ζώο, σύμφωνα τον Bakhtin, έχει άμεση σχέση με τον πικαρικό μύθο, καθώς κατανοεί κανείς τη ζωή στην ολότητά της, μέσα από κρίσιμες στιγμές, που σηματοδοτούν τη μετάβαση του ανθρώπου από αυτό που ήταν κάποτε σε αυτό που είναι τώρα. Σύμφωνα με τον Ν. Βαγενά, η μεταμόρφωση στον αρχαίο κόσμο είχε θετική χροιά, ενώ στον χριστιανικό αρνητική, καθώς αποτέλεσε όργανο αποτρόπαιων διαβολικών σχεδίων. Η απώλεια της ανθρώπινης υπόστασης σηματοδοτεί την τιμωρία για κάποιο σοβαρό αμάρτημα ή ακόμη για κάποιο τερατώδες έγκλημα. Ωστόσο, όλη αυτή η πορεία οδηγεί στην επάνοδο στην ανθρώπινη μορφή και στην ανακάλυψη του εαυτού του μεταμορφωμένου, στην αυτογνωσία του μέσω της αποκάλυψης του θείου. Το σώμα στον Πίθηκο Ξούθ φαίνεται να τιμωρείται, ώστε ο πρωταγωνιστής να επανέλθει στον ηθικό δρόμο και να ανακτήσει τη λαλιά του, αν και καθ’ όλη τη διάρκεια της μεταμόρφωσής του διατηρεί τις νοητικές του ικανότητες. Το σώμα εδώ πληρώνει για τις αμαρτίες της ψυχής, όντας το σήμα και ο καθρέφτης της.

Οι αφηγήσεις μεταμόρφωσης ευνοούν τη συναίρεση ρεαλιστικού σκηνικού και φανταστικής δράσης ή το συνδυασμό της αυτοβιογραφικής εξομολόγησης με την εξωτερική παρατήρηση και την κοινωνική κριτική. Στον Πίθηκο Ξούθ η μεταμόρφωση είναι σταδιακή και συμπίπτει με την περιπλάνηση του ήρωα, που τον φέρνει εκτός των συνόρων της κοινωνίας. Μεταμορφούμενος και  πρωταγωνιστής είναι ο περιβόητος Πρώσος εβραϊκής καταγωγής περιηγητής του ελληνικού χώρου J. L. S. Bartholdy, ο συγγραφέας του βιβλίου Κομμάτια για την καλύτερη γνωριμία της σημερινής Ελλάδας (1805). Ο Bartholdy έπειτα από διάφορες φανταστικές τυχοδιωκτικές περιπέτειες και μια δολοφονία ενός ανθρώπου που τον είχε ευεργετήσει, τιμωρείται από τον Θεό να ζήσει -έως ότου εξιλεωθεί- σε πίθηκο. Έτσι, λοιπόν, αιχμαλωτίζεται και περιφέρεται ως υπηρέτης από τόπο σε τόπο κι από αφεντικό σε αφεντικό, μέχρι να συνειδητοποιήσει τα σφάλματά του και να επανέλθει στην ανθρώπινη μορφή. Τελευταίος ιδιοκτήτης του είναι ο Καλλίστρατος Ευγενίδης, τυπικό δείγμα ανερχόμενου νέου στην Αθήνα της δεκαετίας του 1840. Το κείμενο σταματά με την επάνοδο του Bartholdy στη μορφή του ανθρώπου και με την απόφαση του εξιλεωμένου και σωφρονισμένου πλέον εγκληματία να φανεί στο εξής ωφέλιμος στην κοινωνία και να παραμείνει στην Αθήνα για να τελειώσει τις μέρες του δίπλα στον Ευγενίδη.

Από τις διασυνδέσεις του με τη νεοελληνική λογοτεχνική παράδοση το έργο συνομιλεί με τον Ερμήλο του Μ. Περδικάρη και τον Ζωγράφο του Γρ. Παλαιολόγου. Το μοτίβο της μεταμόρφωσης χρησιμοποιούν ακόμα οι Λεσάζ, Μπαλζάκ, Κάφκα, Μπουλγκάρωφ, Αστούριας, κ.ά.

 

 

Τεχνικές σάτιρας

 

Η τεχνική της ασυμφωνίας

 (The Technique of Incogruity)

 

Σύμφωνα με την κριτική, η ασυμφωνία μεταξύ μιας έννοιας κι ενός πραγματικού αντικειμένου, το οποίο υποτίθεται πως αυτή αναπαριστά, ενδέχεται να προκαλεί γέλιο, τρόμο, σοκ ή αηδία. Η τεχνική αυτή ενδέχεται να πάρει τις ακόλουθες μορφές:

 

Α. Υπερβολή

(Exaggeration)

 

Στόχος της υπερβολής είναι η παραμόρφωση και η γελοιοποίηση δεδομένων αξιών. Ο μηχανισμός αυτός έγκειται στη σύγχυση των κατηγοριών της πραγματικότητας. Μια συνηθισμένη μορφή υπερβολής είναι η φαρσοκωμωδία. Οι περισσότεροι  συγγραφείς χρησιμοποιούν την υπερβολή είτε υποκρινόμενοι τους ρεαλιστές, είτε αναδεικνύοντας τα παράλογα στοιχεία του κόσμου. Η υπερβολή διευκολύνει το έργο της σάτιρας, καθώς ασκεί την κριτική της μεγεθύνοντας τα αρνητικά στοιχεία και μειώνοντας τα θετικά. Πρόκειται για το πυρηνικό χαρακτηριστικό των σατιρικών τεχνασμάτων της λοιδορίας, της αναγωγής στο παράλογο και της καρικατούρας.

 

α. Λοιδορία

(Invective)

 

Η λοιδορία θεωρείται μια από τις πρωιμότερες μορφές της σάτιρας και στηρίζεται αποκλειστικά στην υπερβολή. Η λοιδορία προσδιορίζεται δύσκολα, καθώς η διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στην εξολοθρευτική κριτική και στη γκρίνια δεν διακρίνεται πάντα εύκολα εκ μέρους του αναγνώστη. Το σατιρικό αυτό τέχνασμα χρειάζεται κομψότητα μορφής και εμπίπτει στις συμβάσεις που διέπουν τη λογοτεχνία.

Στο ακόλουθο απόσπασμα, ο Bartholdy χρησιμοποιεί τη λοιδορία για να περιγράψει τη Φιλιππίνα, τη σύζυγο του σωτήρα του Ροφέρου, ο οποίος πλήρωσε αντ’ αυτού τα χρέη του και τον έβγαλε από τη φυλακή:

 

«[…] αλλ’ η τύχη, εν ω εξ ενός βοηθούσα όλας αυτού τας επιχειρήσεις κατέστησεν αυτόν κύριον μεγάλου πλούτου, εξ ετέρου έχυσεν εντός του ποτηρίου της ζωής αυτού το πικρότερον φάρμακον· διότι η σύζυγος του ανδρός τούτου Φιλιππίνα ήταν εκ των καταχθονίων εκείνων Ερινύων, τας οποίας κατά καιρούς ο άδης εξερεύγεται επί της γης υπό την γυναικείαν μορφήν προς όνειδος και εξύβρισιν του ωραίου φύλου· επειδή η γυνή αύτη ούσα φύσεως μοχθηράς και διεστραμμένης, ασεβής περί τα θεία, καταχθόνιος υποκρίτρια, αισχρά ψευδολόγος, αναίσχυντος συκοφάντις, ασελγής, οργίλος, παράφρων, απάνθρωπος και στερημένη παντός αισθήματος τιμής και φιλοτιμίας, και ποτέ μεν ρυπαρά φιλάργυρος, ποτέ δε απονενοημένη άσωτος, ηδύναντο να θεωρηθή άνευ υπερβολής η καταστρεπτική μάστιξ της ησυχίας, η ανίατος πληγή της ευαισθήτου καρδίας και ο ζωντανός θάνατος του άλλως ευδαίμονος συζύγου αυτής· πάσα κακία ενεφώλευεν εις την μιαράν αυτής ψυχήν· πάν έγκλημα και πάν κακούργον μέσον ενομίζετο υπό της Φιλιππίνης πρόσφορον προς κατόρθωσιν των αισχρών αυτής παραφορών […]. Και ο μεν δυστυχής Ροφέρδος […] επροσπάθει αείποτε να καλύπτη και ν’ αποκρύπτη από τον κόσμο την δυστυχίαν αυτού […]. Οι δε φίλοι αυτού, συμβουλεύσαντες πολλάκις ν’ απομακρυνθή της τοιαύτης γυναικός και πάντοτε παρακουσθέντες, κατήντησαν να περιφρονήσωσιν αυτόν, ονομάζοντες μωρόν και αναίσθητον».

 

Στο Κεφάλαιο ΙA΄, η Πλουμού εμμέσως κατηγορεί την κυράτσα της Σουλτανίτσα και τη μητέρα αυτής για διπλοπροσωπία. Όπως χαρακτηριστικά ισχυρίζεται:

 

«Εσείς όλην την ώρα τονέ μασκαρεύετενε [τον Καλλίστρατο] και τονε βάζετενε στο καλαμάκι μαζί με την τσάτσα σας, και τονε κάμνετε μπαρμπακίνα και τον απεφτόνονε και τονε λέτενε χωριάτη και ξιππασμένο και ανόητο, και πως μοιάζει τη μαϊμού του, κι ύστερα ευτύς πούρτη, γινούστενε κι οι δυό αλλοιώτικες και του κάμνετε τόσες τσιριμόνιες, και του λέτενε πως χανούστενε απέ την αγάπη του, και πως δα α δεν το νε δήτενε, δεν τρώτενε, και τόσα άλλα πράματα, και… […]».

 

Στο Κεφάλαιο ΙΒ΄, η Σουλτανίτσα εξαπατά τον Καλλίστρατο με τον δήθεν παράφορο έρωτά της προς το πρόσωπό του κι ενώ εκείνος φεύγει προκειμένου να υλοποιήσει την υπόσχεσή του, να της αγοράσει δηλαδή ένα κίτρινο φόρεμα όμοιο με της βασίλισσας, εκείνη:

 

«[…] ερρίφθη επί του σκίμποδος και ξεκαρδιζόμενη υπό του γέλωτος έκραζε κατ’ επανάληψιν, “εμβήκεν εις τον σάκκον ο ανόητος·”».

 

β. Αναγωγή στο παράλογο

(Reductio ad absurdum)

 

H αναγωγή στο παράλογο είναι μια από τις πιο ακραίες μορφές του μηχανισμού της υπερβολής. Εδώ, ο σατιριστής μεγιστοποιεί ένα αρνητικό στοιχείο κάποιου χαρακτήρα και αποκλείοντας όλα τα υπόλοιπα δημιουργεί ένα στερεότυπο. Η τεχνική αυτή λειτουργεί ποικιλοτρόπως. Συχνά, το αποτέλεσμα αυτής είναι ένας τελείως παράλογος ή γελοίος συλλογισμός.

Στο Κεφάλαιο Β΄, αφού κατέστη γνωστή στον Βαρθόλδυ η κριτική του Κοραή, σύμφωνα με την οποία το σύγγραμμά του χαρακτηρίζεται ως «τυφλόν, ανόητον, ηλίθιον και μωρόν», τον επισκέπτεται προκειμένου να του δοθούν οι απαραίτητες εξηγήσεις. Ωστόσο, φθάνοντας στην οικία αυτού παρατηρεί κάτι που μεταστρέφει τις άγριες διαθέσεις, με τις οποίες είχε καταφθάσει:

 

«Όπισθεν του γέροντος Κοραή εκάθητο γράφων ενώπιον μικράς τινος τραπέζης εικοσιπενταετής περίπου νέος, του οποίου η υπερήφανος και σοβαρά φυσιογνωμία, το γιγαντιαίον σώμα, η μεγάλη κεφαλή και οι νευρώδεις βραχίονες μ’ έπεισαν ότι βεβαίως είναι εις των απογόνων του μυθολογουμένου Ηρακλέους· ότε δε κατά πρώτον τυχηρώς παρετήρησα αυτόν, είδον ανεβοκαταβάζοντα οργίλως τας δασείας αυτού οφρύς και εξακοντίζοντα μανιώδη πυρώδη βλέμματα κατ’ εμού, τα οποία εσταμάτησαν σχεδόν την κυκλοφορίαν του αίματός μου και μ’ επροξένησαν τοσούτον τρόμον, ώστε τα γόνατά μου ήρχισαν να κλονίζωνται· διότι ενεθυμήθην Γάλλον τινά αυτόπτην της ελληνικής επαναστάσεως διηγούμενον ότι τα ελληνικά στρατεύματα δεν επρομηθεύοντο ζωοτροφίας, επειδή οι Έλληνες έτρωγαν Τούρκους, τους οποίους κατέπινον ζωντανούς, ως ποτέ ο Κρόνος τα ίδια αυτού τέκνα· και άνευ λοιπόν της προτάσεως ταύτης του Κοραή, η θέα του νέου τούτου με είχεν ήδη καταπείσει αρκούντως ότι αληθώς ο λόγος είναι το καταλληλότερον μέσον προς συζήτησιν πάσης διαφοράς, και μάλιστα όταν ο αντίδικος είναι μεν ασθενής γέρων, έχει όμως όπισθεν αυτού γραφέα καταγόμενον εκ του γένους του Ηρακλεόυς […]. Απήντησα λοιπόν ότι το καθήκον της τιμής με υπαγορεύει να μην επιμείνω εις την περί μονομαχίας πρότασίν μου μετά γέροντος ασθενούς και ότι δέχομαι την πρότασιν της δια λόγου συζητήσεως […]».

 

Στο Κεφάλαιο ΙΓ΄, στη διάρκεια διπλωματικού γεύματος στο σπίτι του προξένου της Ελλάδας, ο Ξούθ αναγνωρίζει στο πρόσωπο μιας γηραιάς επισκέπτριας την κομητέσσα Αβενδρότη και αναστατώνεται σε τέτοιο βαθμό που πέφτει βαριά άρρωστος στο κρεβάτι. Κατόπιν, καλούνται διάφοροι γιατροί, εκ των οποίων ένας, ο Καλαθούνας, διατυπώνει έναν εντελώς παράλογο συλλογισμό σχετικά με την ίαση του πίθηκου:

 

«[…] “ ο πυρετός θεραπεύεται δι’ ενός μυριοστημορίου της σταγόνος του εν τη δεκάτη τρίτη θέσει του κιβωτίου μου αριθ. 322 υγρού, το οποίον θέλετε διαλύσει εις τεσσαράκοντα οκάδας ύδατος και ποτίζει τον ασθενή επί τεσσαράκοντα ημέρας […]”· […] και ανοίξας το επί της τραπέζης κιβώτιον, ευρήκε την […] μικράν φιάλην, την οποίαν ανοίξας μετά μεγάλης προσοχής, έλαβεν εξ αυτής διά της άκρας λεπτού κονδυλίου μέρος τι μιας σταγόνος του υγρού, και θέσας εις κύμβην (φλυτζάνη) προσέφερεν εις τον Λιγαρίδην λέγων: “Προσέξατε, ώστε η εις τεσσαράκοντα μέρη διαίρεσις του ύδατος να γίνη ακριβής, άλλως δεν υπάρχει ελπίς σωτηρίας διά τον πάσχοντα […]”»

 

γ. Καρικατούρα

(Caricature)

 

Τα συστατικά στοιχεία της καρικατούρας είναι η υπεραπλούστευση, η παραμόρφωση και η υπερβολή, χωρίς αυτό να σημαίνει πως η τελευταία δεν είναι από μόνη της αρκετή να δώσει κωμικό αποτέλεσμα. Επιπροσθέτως, πρέπει να δημιουργείται ένα «οπτικά εγκεκριμένο και βιολογικά αδύνατο», δηλαδή παράλογο αποτέλεσμα. Σύμφωνα με τον Feinberg, «στο βαθμό που η υπεραπλούστευση είναι άδικη, η καρικατούρα είναι οπωσδήποτε άδικη. Παραμορφώνει, υπερβάλλοντας και διαστρέφοντας πράγματα και ιδέες. Μεγεθύνοντας την υποκρισία, τον εγωισμό, την ασυνέπεια, ο σατιριστής εκθέτει στο κοινό το θύμα του και το υποβιβάζει». Η καρικατούρα είναι μια τεχνική μέσω της οποίας ένα αντικείμενο υποβαθμίζεται και απλουστεύεται. Όπως παρατηρεί ο Η. Schmidt, «σκοπός της είναι […] η αποκάλυψη της αλήθειας. Αρχικά μειώνει και απλοποιεί την πραγματικότητα με τέτοιο τρόπο, ώστε να δημιουργηθεί ένας τύπος. δηλαδή επιτρέπεται σ’ ένα ουσιαστικό χαρακτηριστικό να κυριαρχήσει σ’ όλο το πορτρέτο […]. Η καρικατούρα γελοιοποιεί ένα αντικείμενο διότι καταστρέφει την ολότητα της εμφάνισης. Η σχέση των μερών με το όλο, η αρμονία που ορίζει την ατομικότητα διαταράσσεται με την καρικατούρα, η οποία δίνει έμφαση σε κάποια χαρακτηριστικά, έξω, όμως, από την κανονική τους αναλογία […]. Η ανάγκη να διαστρέψει κανείς και να υπερβάλει μέσω της καρικατούρας απορρέει από τη συνειδητοποίηση ότι η αλήθεια δεν λάμπει μέσα από την πραγματικότητα αρκετά καθαρά». Και στη λογοτεχνία, η καρικατούρα απομονώνει και μεγεθύνει ένα ή περισσότερα αρνητικά χαρακτηριστικά στοιχεία. Η περιγραφή που ακολουθεί γίνεται με βάση αυτό ή αυτά καταστρέφοντας την ολότητα της εμφάνισης. Πολλές φορές στη σάτιρα διαπλέκονται το γκροτέσκο και η καρικατούρα με σχέση στενής αλληλεξάρτησης. Ενίοτε, η καρικατούρα δημιουργείται από την αναφορά και μόνο σε ένα φυσικό χαρακτηριστικό, το οποίο απομονώνεται και κυριαρχεί στο όλο πορτρέτο.

Στο Κεφάλαιο Α΄, ο αφηγητής δίνει την περιγραφή του πίθηκου Ξούθ επιμένοντας στα εξής σημεία:

 

«[…] ο πίθηκος Ξουθ προς τοις άλλοις ενεδύετο μακρόν φόρεμα, εφόρει πέδιλα, και έφερεν είδος πίλου επί της κακοεσχηματισμένης αυτού κεφαλής· αύτη δε και η ρυπαρά και δασύτριχος μορφή του προσώπου αυτού, αι τε μαλλώδεις και εις οξείς όνυχας απολήγουσαι αυτού χείρες και η παντελής έλλειψις του λόγου ήσαν σχεδόν τα κυριώτερα χαρακτηριστικά […]».

 

Στο παρακάτω παράθεμα, ο αφηγητής περιγράφει τον επιστάτη με βάση τη διογκωμένη κοιλιά του. Έπειτα από αυτήν την περιγραφή, η αναφορά στον επιστάτη γίνεται μέσω αυτού του χαρακτηριστικού, ως ένα είδος μετωνυμίας, και όχι μέσω του ονόματός του:

 

«Μετά δε τας συνήθεις πρωινάς φιλοφρονήσεις, η Βιλλελμίνη κράξασα τον υπηρέτην διέταξεν αυτόν να φωνάξη τον επιστάτην της οικίας αυτής· ούτος δε εξελθών επανήλθεν μετά τινος καθ’ όλας τας διαστάσεις εξογκωμένου προγάστορος, προς τον οποίον η Βιλλελμίνη δεικνύουσά με, “η ευγενιά του”, είπεν, “είναι ο αδελφός μου ιππότης Βαρθόλδυς, του οποίου τας διαταγάς θέλεις ακούει ως μόνου ενταύθα κυρίου”, και ούτος μεν χαιρετήσας με μετά βαθυτάτης υποκλίσεως ανεχώρησεν […]».

 

Στο κεφάλαιο ΣΤ΄, το τεραστίων διαστάσεων φάσμα του Ροφέρου καταδιώκει τον Ξούθ, μετά τη διάπραξη της φοβερής δολοφονίας:

 

«[…] και ιδού πάλιν το τρομερόν φάσμα του Ροφέρου, έχον ύψος διπλάσιον του υψηλότερου κωδωνοστασίου και εκτείνον επ’ εμέ το εν τη σκελετώδει αυτού χειρί αιματοσταγές εγχειρίδιον…».

 

Β. Μετριοπαθής διατύπωση

(Understatement)

 

Η μορφή αυτή της τεχνικής της ασυμφωνίας μπορεί να ορισθεί ως το αντίστροφο της υπερβολής.

Στο ακόλουθο απόσπασμα ο περιβόητος Πρώσος εβραϊκής καταγωγής περιηγητής του ελληνικού χώρου Βαρθόλδυ, μιλώντας για το βιβλίο του Κομμάτια για την καλύτερη γνωριμία της σημερινής Ελλάδας, παρά τις επιδοκιμαστικές κριτικές που δέχτηκε, υιοθετεί μια πιο μετριοπαθή στάση:

 

«Το ρηθέν σύγγραμμά μου εθαυμάσθη και εχειροκροτήθη υφ’ όλων των μεγάλων σοφών και διπλωματών της Ευρώπης, πλην ολίγων τινών φρονίμων […]· αν δε και ο επαινών με κόσμος μη γνωρίζων τα κατ’ εμέ και το σύγγραμμά μου, ηδύνατο να κρίνη, όπως συνήθως κρίνει, αλλ’ εγώ γνωρίζων τόσον τας πηγάς, όθεν ηντλήθησαν τα εν αυτώ ιστορούμενα, όσον και τα εν Σμύρνη συμβάντα μου, εγώ, λέγω, ώφειλον γενόμενος φρονιμώτερος να μετριοπαθώ οπωσούν·».

 

Γ. Αντίθεση

(Contrast)

 

Η αντίθεση είναι μια ακόμη συνηθισμένη τεχνική όχι μόνο της σάτιρας, αλλά και της ειρωνείας και της κωμωδίας. Υπάρχουν ποικίλοι τρόποι να χρησιμοποιήσει κανείς αυτή τη μορφή: ασυμφωνία μεταξύ ύφους και θέματος, εισαγωγή άσχετου υλικού μέσα σε σοβαρή διατύπωση, παρεμβολή κωμικών επεισοδίων σε τραγωδία, ανάμιξη επίσημης γλώσσας σε αργκό, κ.ά.

Μια ακόμα διαδεδομένη υποκατηγορία είναι αυτή της ασύμβατης ομαδοποίησης, του ασυνάρτητου κατάλογου, της συμπλοκής αντιφατικών, απροσδόκητων κι αλλόκοτων όρων, η οποία  λειτουργεί σύμφωνα με τον Ροΐδη ως «ανθυπνωτικόν φάρμακον», προκαλεί σοκάρισμα και κρατά εν εγρηγόρσει τον αναγνώστη.

Στο Κεφάλαιο Α΄, διαβάζουμε πως επάνω στην μαρμαροσκέπαστη τράπεζα και μέσα στο αναλόγιο συνυπήρχαν ποικίλης ύλης και σκοπού αντικείμενα:

 

«Ο θάλαμος του πρωινού καλλωπισμού του Καλλιστράτου ήτον επίσης κομψός και ωραίος· τέσσαρες υπερμεγέθεις καθρέπται εστόλιζον τους τέσσαρας τοίχους αυτού· έμπροσθεν δε εκάστου καθρέπτου ίστατο μεγάλη τετράπλευρος μαρμαροσκέπαστος τράπεζα, επί της οποίας ίσταντο αναμίξ αγάλματα της Παφίας Θεάς, του Πανός, του Πριάπου, της Αρτέμιδος και άλλων θεοτήτων της αρχαιότητος, διάφορα είδη νευροσπάστων εξ αργίλου, παριστώντων πιθήκους, γαλάς, κύνας, γελωτοποιά σχήματα νάνων και άλλα τοιαύτα, αγγεία πλήρη ανθών και πλήθος ληκύθων πεπληρωμένων εκ των ευωδεστέρων αρωμάτων της Γαλλίας και Ιταλίας.

[…] κατά δε το μέσον του θαλάμου υψούτο είδός τι αναλογίου ενώπιον του οποίου ενίπτετο και εκαλλωπίζετο ο Καλλίστρατος. Αι δε διάφοροι θέσεις του αναλογίου τούτου περιείχον διάφορα ψαλίδια, απόμακτρα, κτένια, βελονίδας, ωτογλυφίδας, ονυχορίνας, λαβίδας, δοχεία, πινάκια, σάπωνας, οξείδια, οδοντοκόνεις, πίτυρα, πηλούς, μυρέλαια και επί πάσι μικρόν τετράγωνον προσκεφάλαιον εκ χρυσοϋφάντου μεταξοχνόου υφάσματος ερυθρού χρώματος, επί του οποίου έκειντο σταυροειδώς τεθειμένα δύο πεπαλαιωμένα ξυράφια […]».

 

Πιο κάτω, στο κεφάλαιο ΙΓ΄, ο ευυπόληπτος γιατρός της Αλεξάνδρειας, Ιταλός στο γένος, Φυσίχας διατείνεται πως:

 

« […] “εγώ δεν είμαι ιατρός των πιθήκων· γνωρίζω να θεραπεύω μόνον καμήλους, όνους, τα κυνάρια των δεσποινών και τους ευγενείς της Αλεξανδρείας· όσον δε αφορά τους ίππους, τους πιθήκους και τας κυρίας, ταύτα υπάγονται υπό την ιατρικήν δικαιοδοσίαν του συντεχνίτου και φίλου μου Ξυλοκαϊκα […]”».

 

Μια άλλη μορφή της αντίθεσης είναι αυτή της ανάμιξης διαφορετικών υφολογικών επιπέδων ή της συμπαράθεσης εκ διαμέτρου αντίθετων καταστάσεων.

Στο ακόλουθο χωρίο, ο Bartholdy έχει πέσει θύμα εξαπάτησης και κλοπής, έχει καταστραφεί, κινδυνεύει και γεμάτος αγωνία απευθύνεται με υβριστικό τρόπο στον υπηρέτη, ο οποίος ατάραχος και τηρώντας τους τύπους τον πληροφορεί για τα τεκταινόμενα, ενώ, αδιαφορώντας για την κατάστασή του, του υπενθυμίζει ότι το γεύμα του, για το οποίο ξόδεψε πολλά χρήματα, είναι έτοιμο. Η αντίθεση εδώ λειτουργεί σε θεματικό και σε υφολογικό επίπεδο και διαπλέκεται με άλλες τεχνικές ειρωνείας:

 

«[…] “πώς”, έκραξα, “αυθάδη! η οικία αύτη δεν ανήκει εις την Κομητέσσαν Αβενδρότη; και διατί λοιπόν δεν με είπες τούτο από χθες; Πού είναι τα δύο κιβώτιά μου…” – “Κύριε Ιππότα”, επανέλαβεν αταράχως ο προγάστωρ εκείνος επιστάτης, ή ξενοδόχος, “παρακαλώ να είσθε μετριώτερος εις τας εκφράσεις υμών· διότι ομιλείτε προς πολίτην Γάλλον, έχοντα την τιμήν να υπηρετήση την πατρίδα ως ενωματάρχης του δεκάτου ογδόου τάγματος της εθνικής φρουράς επί των λαμπρών ημερών του αυτοκράτορος. Εγώ είμαι ξενοδόχος· η κυρία εκείνη ήλθε χθες μετά της αμάξης και του υμετέρου υπηρέτου και ενοικίασεν εν ονομάτι υμών, του κυρίου Ιππότου Βαρθόλδυ, το οίκημα τούτο· μετ’ ολίγον ήλθατε και υμείς μετ’ αυτών· σήμερον δε το πρωί με εκράξατε και ενώπιον όλων τούτων των υπηρετών μου, επεκυρώσατε τους λόγους της υμετέρας αδελφής, κηρυχθέντες ως μόνος κύριος ενταύθα· ανεγνώρισα λοιπόν και αναγνωρίζω υμάς μετά βαθυτάτης υποκλίσεως ως τοιούτον, μέχρις ου πληρώσαντές με αναχωρήσητε· δεν ήτο δε χρέος μου ούτε να είπω προς υμάς από ποίας ώρας ήλθε και ενοικίασεν η υμετέρα αυταδέλφη το οίκημά μου, διότι οφείλετε να γνωρίζητε τούτο μάλλον υμείς ή εγώ, ούτε να φυλάττω τα υμέτερα κιβώτια· και περιπλέον δεν συνεθίζω να ομιλώ περί πραγμάτων, περί των οποίων δεν ερωτώμαι· εγώ μάλιστα, όστις γνωρίζω καλώς εκ πείρας ότι υμείς οι μεγιστάνες απαιτείτε παρ’ ημών των ξενοδόχων και λοιπών ιδιωτών να είμεθα βραχυλόγοι και συνεσταλμένοι ενώπιον υμών· και όστις καυχώμαι ότι κατέχω εντελώς το προτέρημα τούτο· εν τοσούτω, κύριε Ιππότα, το γεύμα περιμένει τας υμετέρας διαταγάς, και είναι αμαρτία γεύμα, δια το οποίον εξωδεύθησαν τέσσαρες χιλιάδες φράγκων, να φαγωθή παρά καιρόν· τούτο μάλιστα με δυσαρεστεί μεγάλως, διότι παραβλάπτεται η φήμη των εξαιρέτων φαγητών του ξενοδοχείου μου” […]».

 

Δ. Υποτιμητική σύγκριση

(Disparaging Comparison)

 

Η τεχνική της ασυμφωνίας ενίοτε παίρνει τη μορφή της υποτιμητικής σύγκρισης. Πρόκειται για σχέσεις ασυμφωνίας, οι οποίες εκφράζονται μέσα από απροσδόκητες ομοιότητες, αναλογίες ή μεταφορές. Η κωμική σύγκριση αποτελεί μορφή ανατροπής.

Στο παρακάτω απόσπασμα, ο αφηγητής, μέσω αυτής της τεχνικής, σατιρίζει τον ήρωα του μυθιστορήματος:

 

«Αλλ’ αφού είπομεν τοσαύτα περί του πιθήκου Ξούθ, ήθελεν είσθαι άδικον να μην είπωμέν τι και περί της καταγωγής του ευγενεστάτου αυτού δεσπότου, μάλιστα εν ω το γενεαλογικόν δένδρον του Καλλιστράτου Ευγενίδου δεν είναι ούτε υψηλότερον, ούτε μάλλον πολύκλωνον παρά το του πιθήκου Ξούθ· διότι ο πατήρ αυτού, αγωγιάτης εκ Τραπεζούντος, ωνομάζετο απλώς Γιάννης αγωγιάτης Τραπεζούντιος […]».

 

Στο Κεφάλαιο Β΄, μετά τον παραλληλισμό Ευρωπαίων και Ελλήνων, στον οποίο προβαίνει ο γέρων Κοραής, είναι προφανές ότι:

 

«[…] ημείς οι Ευρωπαίοι, και τοι απολαμβάνοντες προ αιώνων τας εθνικάς ημών ελευθερίας, και τοι προοδεύσαντες εις παν είδος μαθήσεως, αλλά κατά μεν τας ηθικάς και κοινωνικάς αρετάς δεν είμεθα καλύτεροι των Ελλήνων, ο δε κοινός λαός της Ευρώπης έχει πολύ περισσοτέρας και μωροτέρας προλήψεις και δεισιδαιμονίας ή οι σημερινοί Έλληνες· και ότι επί τέλους αληθώς πολλοί των περιηγουμένων την Ελλάδα Ευρωπαίων, λαμβάνοντες ως μόνους οδηγούς τα πάθη άλλων, απομιμούνται […], αντιγράφουσι τας εκθέσεις προγενεστέρων περιηγητών, τας οποίας δημοσιεύοντες ως ιδίας, καθίστανται γελοίοι πιθηκισταί, ή λυμεώνες αγύρται των φώτων».

 

Σε κάποιες άλλες περιπτώσεις, η τεχνική αυτή παίρνει τη μορφή της ασύμβατης υποτιμητικής παρομοίωσης.

Στο Κεφάλαιο ΙΑ΄, σε μια συζήτηση περί γυναικείας φιλοκαλίας που έχει η Πλουμού με την κυράτσα της Σουλτανίτσα δεν διστάζει να διατυπώσει το εξής:

 

«[…] μα πάλ’ εκείνες οι κακομοίρες δεν έχουνε το μπούστο, που, μα την Παναγιά τη Σπηλιώτισσα, σα σας το νε βάζω, μου χρειάζεται να τραβώ με περισσότερη δύναμη παρά του μπάρμπα μου του Γιάννη σα σφίγγη τη μεσιά του γαδάρου του».

 

Κι ενώ ο διάλογος ανάμεσα στις δύο γυναίκες προχωρά και η Σουλτανίτσα ρωτά την Πλουμού γιατί δεν την ξύπνησε νωρίτερα, εκείνη απαντά πως:

 

 « – Γιατ’ ήμπα τρεις φορές μεσ’ στην κάμερά σας, μα ρουχαλίζετενε σαν άγγελος».

 

Παρακάτω, κατηγορεί την αφεντικιά της και τη μητέρα της πως αποκαλούν τον Καλλίστρατο:

 

«[…] χωριάτη και ξιππασμένο και ανόητο, και πως μοιάζει τη μαϊμού του […]».

 

Στο κεφάλαιο ΙΖ΄, όπου ο Ξούθ είναι βαριά άρρωστος και οι γιατροί διαφωνούν περί του πρακτέου:

 

«[…] ο θάλαμος ωμοίαζε μάλλον καπηλείον μεθυσμένων ναυτών ή θάλαμον ασθενούς περιστοιχισμένου υπό εξευγενισμένων μαθητών της θείας επιστήμης […]».

 

Ε. Επιγραμματική διατύπωση

(Epigram)

 

Η μηχανική αυτή μορφή σάτιρας μπορεί να παραχθεί με διάφορους τρόπους, όπως:

 

α. Διαστρέβλωση στερεοτύπου

(Cliché Twisting)

 

Η τεχνική αυτή αφορά στη διαστρέβλωση κλασικών τύπων, στερεοτυπικών αντιλήψεων, εκφράσεων, κ.ά.

Στο Κεφάλαιο Θ΄, ο φίλος και δικηγόρος του Λιγαρίδη, Πηγαδοστομίδης, τον συμβουλεύει να παντρευτεί τη Χιώτισσα ξαδέρφη του Ελβίρα, για να μην χάσει την κληρονομιά του θείου του Μαλουκάτου, ισχυριζόμενος πως:

 

«[…] όσον δε περί της απαγορεύσεως των μεταξύ συγγενών γάμων, τα τοιαύτα παρετήρουν οι πρόγονοι ημών· αλλά τώρα ταύτα δεν είναι πλέον του συρμού, μάλιστα όταν μεσολαβή χρηματικόν συμφέρον».

 

Στο πρωτοφανές αυτό σύγγραμμα, αποδομείται η στερεοτυπική κλασική εικόνα του γιατρού ως «επίγειου» Θεού. Οι γιατροί που εμφανίζονται δεν δύνανται να διαγνώσουν και να παράσχουν την κατάλληλη ιατροφαρμακευτική αγωγή για την περίθαλψη και ίαση του πίθηκου Ξούθ. Ο ιατρός  Φυσίχας αδυνατεί να αποφασίσει από τι πάσχει ο μεταμορφωμένος σε πίθηκο Βαρθόλδυς και κατ’ επέκταση να του προτείνει κάποια αγωγή:

 

«[…] φαίνεται πάσχετε στομαχίτην, ή κρυολόγημα, ή αιμορροΐδας, ή νεύρα, ή πονοκέφαλον, ή γαστρίτην, ή διάρροιαν· όθεν είμαι γνώμης αμέσως να κάμητε άφθονον αφαίμαξιν, εάν δε η αφαίμαξις δεν ωφελήση, να δώσω εις υμάς αμέσως δυνατόν καθάρσιον, εάν δε το καθάρσιον δεν ενεργήση, να πάρητε κινίνον, εάν δε τούτο δεν θεραπεύση το πάθος, ετοιμάζω αύριον το πρωί γλυκαντικόν ρόφημα εξ όλων των γνωστών και αγνώστων χόρτων, εκ του οποίου θέλετε πίνει ανά εν μέγα ποτήριον καθ’ έκαστον τέταρτον της ώρας, και εάν και δια του μέσου τούτου δεν επιτύχωμεν να πνίξωμεν τον σφοδρόν τούτον πυρετόν, να εισέλθητε αμέσως εις ψυχρόν λουτρόν και να επιθέσητε σιναπισμούς περί τον τράχηλον και κανθαρίδας περί τα σφυρά των ποδών, εάν δε και ταύτα δεν…”».

 

Ο γιατρός Καλαθούνας, που πρεσβεύει την υπεροχή της ομοιοπαθητικής επιστήμης, εξισώνει τις αρρώστιες των ζώων με εκείνες των ανθρώπων, απορρίπτει τη μέθοδο της εξέτασης του ασθενούς και  διαγιγνώσκει την αιτία της αρρώστιας του Ξούθ εξ αποστάσεως:

 

« – “διότι επειδή αι ασθένειαι επέρχονται ομοίως και εις τα ζώα ως και εις τους ανθρώπους, και τα όμοια τοις ομοίοις θεραπεύονται, η ομοιοπαθητική ημών επιστήμη ουδεμίαν διάκρισιν κάμνει μεταξύ ζώων και ανθρώπων ως προς τον τρόπον θεραπείας αυτών, ούτε κατά την ουσίαν, ούτε κατά τον τύπον”·

– “δεν ευαρεστείσθε, εξοχώτατε”, είπεν ο Λιγαρίδης, “να μεταβήτε εις τον θάλαμον του ασθενούς δια να παρατηρήσετε αυτόν;”·

– “είναι αδιάφορον”, επανέλαβεν ο Καλαθούνας, “είπατέ μοι μόνον τι πάσχει;”

– “σφοδρόν πυρετόν”, επανέλαβεν ο Λιγαρίδης.

– “Αρκεί τούτο”, είπεν ο ομοιοπαθητικός ιατρός […]».

 

Κάτι ανάλογο συμβαίνει και με τους γιατρούς που επεσκέφθησαν τον Ξούθ, ενώ υποτροπίασε στην Αγγλία:

 

«[…] οι δεσπόται μου είχον προσκαλέσει αλληλοδιαδόχως πολλούς Ιπποκράτας της πρωτευούσης της Αγγλίας, αλλ’ όλοι ούτοι δια διαφόρων υψηλών και πολυμαθεστάτων συλλογισμών εσυμπέρανον σοφώς και απέδειξαν εναργώς ότι είμαι ασθενής και ότι πάσχω υπό πυρετού ή σπληνός ή γαστροεντερίτιδος ή εγκεφαλίτου· ότι η ασθένειά μου προήρχετο εκ κρυολογήματος, ή εκ της εξάψεως του αίματος, ή εκ του στομάχου, ή εκ της μεταβολής του κλίματος, ή, τέλος, εξ αγνώστου τινος αιτίας […]».

 

Στην επιγραμματική διατύπωση εντάσσονται κι άλλοι τρόποι, όπως ο σατιρικός ορισμός (satirical definition), το κυνικό πνεύμα (cynical wit) και το παράδοξο (paradox), παραδείγματα των οποίων δεν κατάφερα να εντοπίσω στο  συγκεκριμένο έργο.

 

Η τεχνική της έκπληξης

(The Technique of Surprise)

 

Η τεχνική αυτή της σάτιρας μπορεί να λάβει τις εξής τρεις μορφές: απροσδόκητη εντιμότητα (unexpected honesty), απροσδόκητη λογική (unexpected logic) και απροσδόκητο γεγονός (unexpected event), ένα παράδειγμα του οποίου παρατίθεται ακολούθως.

 

Απροσδόκητο γεγονός ή δραματική ειρωνεία

(Unexpected Event)

 

Ορίζεται ως διαδοχή γεγονότων αντίθετη από την αναμενόμενη και προσδοκώμενη. Για να χαρακτηριστεί μια σατιρική κατάσταση απροσδόκητο γεγονός, το θύμα της σάτιρας πρέπει να ευθύνεται για την αντίθετη έκβαση των πραγμάτων, καθώς με τις πράξεις του προκάλεσε την τύχη του.

Στο Κεφάλαιο Α΄, ο Ξούθ αυτοσυστήνεται ως ο πίθηκος θαλαμηπόλος του Ευγενίδη, που εν τη απουσία του κυρίου του προσπάθησε ματαίως να προβεί σε μια πράξη εξανθρωπισμού και εξευρωπαϊσμού. Εκμεταλλευόμενος την ευκαιρία, προσπαθεί  να χρησιμοποιήσει τα αμύθητης ιστορικής αξίας ξυράφια εκείνου, αλλά ξαφνικά, ο Ευγενίδης επιστρέφει. Ο Ξούθ σε καμία περίπτωση δεν περίμενε πως θα συλλαμβανόταν επ’ αυτοφώρω από το αφεντικό του και πως θα ξυλοκοπιόταν γι’ αυτήν του την πράξη. Από φόβο για τον ενδεχόμενο θάνατό του ανακτά την ικανότητα του λόγου:

 

«Αλλά μίαν ημέραν, εξελθόντος του Καλλιστράτου, ο θαλαμηπόλος Ξούθ μείνας μόνος εις τον θάλαμον του κυρίου αυτού συνέλαβεν […] την ιδέαν του να ξυρίση και αυτός το πρόσωπον αυτού […]. Αλλ’ […] δεν ηδύνατο να προχωρήση ουδόλως εις την εργασίαν ταύτην· κρατήσας λοιπόν το εν ξυράφιον εις τους οδόντας αυτού, ηθέλησε να δοκιμάση δια του ετέρου.

Αλλ’ ενώ ο Ξούθ στενοχωρούμενος διά την αποτυχίαν έτριβε δια του δευτέρου ξυραφίου το μέτωπον αυτού, ανοίγει αίφνης η θύρα του θαλάμου και ο αντίκρυ καθρέπτης δεικνύει εις τον πίθηκον τον εισερχόμενον αυτού δεσπότην· η δε θέα του Καλλιστράτου ενέπνευσε τοσούτον φόβον εις τον πίθηκον, ώστε νεκρωθείς σχεδόν αφήκε να πέσωσι κατά γης αμφότερα τα ξυράφια, των οποίων τα θρύμματα διεσκορπίσθησαν επί του εδάφους.

Ο Καλλίστρατος κυριεύεται υπό φρικώδους μανίας βλέπων κατακερματισμένον τον πολύτιμον αυτού θησαυρόν· […] Εις την ορμήν του πάθους αυτού αρπάζει εκ του ποδός τον πίθηκον και περιστρέφων μανιωδώς αυτόν εις τον αέρα […] κτυπά αυτόν κατά γης, τον καταπατεί δια των ποδών αυτού, και το χρυσοϋφαντον ωμόλινον, βεβαμμένον εις το αίμα του πιθήκου, εμπεριδέεται εις τους πόδας του Καλλιστράτου και καταξεσχίζεται εις μύρια κομμάτια. Η αναξιοπάθεια του θαυμασίου τούτου καλλιτεχνήματος της ωραίας Σουλτανίτσας ερεθίζει έτι μάλλον τον εξημμένον θυμόν του Καλλιστράτου, ως εκκαίει την πυρκαϊάν το επιχεόμενον εις αυτήν έλαιον, και ενώ ο πίθηκος καθημαγμένος εσύρετο προς τινα γωνίαν του θαλάμου, ο Καλλίστρατος αρπάζει βαρείαν ράβδον και αρχίζει να παίη εκ νέου τον δυστυχή Ξούθ. […]

[…] αλλά μόλις ο Καλλίστρατος είχε σύρει το ξίφος, ο Ξούθ εγερθείς και στάς όρθιος επί των ποδών αυτού “στάσου”, λέγει προς αυτόν, “άφρων και μωρέ νέε! Ως δούλόν σου ηδύνασο να με μαστιγώσης κατά την φαντασίαν σου, αν και πέραν του δέοντος· αλλά δεν σοί είναι επιτετραμμένον περισσότερον, ούτε δύνασαι να εξουδενώσης την ύπαρξίν μου”.

Η έκπληξις του Καλλιστράτου, ακούσαντος τον πίθηκον να λαλή ως άνθρωπος, απελίθωσεν όλας αυτού τας δυνάμεις […]· “Πώς”, λέγει, “συ ζώον άλογον και αναίσθητον, στερημένον λογικού και φωνής, ηδυνήθης να ομιλήσης κατά ταύτην την στιγμήν;”».

 

Στο σύντομο και μεταβατικό Κεφάλαιο Δ΄, ο Ξούθ βρίσκεται απελπισμένος και αδίκως κλεισμένος στη φυλακή, καθώς έπεσε θύμα της απάτης της γερμανίδας Κομητέσσας Αβενδρότης. Εκεί, αναπάντεχα, εμφανίζεται σαν άγγελος εξ ουρανού ένας άγνωστος ξένος, ο οποίος αυτοσυστήνεται ως πατρικός φίλος και συμπολίτης του και εξαγοράζει την οφειλή του:

 

«“κύριε Βαρθόλδυ” […] “είμαι πατρικός σου φίλος και συμπολίτης, αποκαταστημένος πρό πολλών ετών εν Παρισίοις· πληροφορηθείς δε κατ’ αυτάς τα δυσάρεστα περιστατικά τα οποία σε ηκολούθησαν, έσπευσα εις βοήθειαν σου φέρων μετ’ εμού και τον ξενοδόχον σου, προς τον οποίον επλήρωσα το κατά την αποκοπήν της αστυνομίας χρέος σου, ούτος δε θέλει σε εγχειρίσει της πληρωμής την απόδειξιν· ών λοιπόν ελεύθερος εκ ταύτης της στιγμής, θέλεις με ακολουθήσει εις την οικίαν μου, όπου δύνασαι να έχης παρ’ εμοί όλας τας αναγκαίας αναπαύσεις”».

 

Στο Κεφάλαιο Ι΄, αφού ο Βαρθόλδυς έχει μεταμορφωθεί σε πίθηκο εξαιτίας του άδικου φόνου του σωτήρα του Ροφέρου, ο Μαλουκάτος γράφει στον ανιψιό του Λιγαρίδη, τότε αφεντικού του Ξούθ, να μεταβεί στη Σμύρνη για να κάνουν μαζί μια περιήγηση στις κυριότερες πόλεις πριν εγκατασταθεί στην Αθήνα. Εκεί:

 

«[…] ο δε γέρων Μαλουκάτος, άμα ιδών με, είπεν ότι ήτο περιττόν το να τρέφη τις ζώον άχρηστον εις τον κοινωνικόν βίον, και επρόβαλε πολλάκις εις τον Λιγαρίδην να με δωρήση εις τον Πασάν της Σμύρνης. Η πρότασις αύτη με κατέπληξε, διότι εγνώριζον ότι ο Πασάς ούτος είχε και άλλα άγρια θηρία, η μετά των οποίων συμβίωσις δεν με ήτο πολύ ευάρεστος».

 

Λίγο πιο κάτω κι ενώ ο Ξούθ βρίσκεται στην Αλεξάνδρεια, στο σπίτι του προξένου της Ελλάδας, στη διάρκεια ενός διπλωματικού γεύματος, τον δείχνει στη σύζυγο του ανηψιού του, στο πρόσωπο της οποίας αναγνωρίζει, με μεγάλη έκπληξη, την δήθεν ομοπάτρια αδελφή του, Κομητέσσα Αβενδρότη:

 

«[…] η Αγγλίς […] εγερθείσα δε ήλθε και εκάθησε πλησίον μου και επαναλαμβάνουσα “τι ωραίον ζώον!”, εψηλάφει κολακευτικώς τον πώγωνα και τας χείρας μου […]. Αν δε και αι τοιαύται αηδείς φιλοφρονήσεις της γραίας κόλακος με δυσηρέστουν υπερβαλλόντως, αλλ’ η δυσαρέσκειά μου μετεβλήθη εις έκπληξιν, ότε ανεγνώρισα επί του δακτύλου αυτής δακτυλίδιον εκ πολυτίμου αρχαιολογικού λίθου, το οποίον είχον αγοράσει εν Σμύρνη και το οποίον εφύλαττον εντός του ενός εκ των δύο κιβωτίων, τα οποία με είχον δολίως υπεξαιρεθή εν Παρισίοις εκ του ξενοδοχείου του επί των λαμπρών ημερών του Ναπολέοντος προγάστορος ενωματάρχου της εθνοφυλακής […].

[…] Μετά θάμβους ητένισα τους οφθαλμούς μου προς το πρόσωπον της δυσειδούς, γραίας, και η έκστασίς μου μετεβλήθη εις φρίκην, ότε παρατηρήσας μετά προσοχής την φυσιογνωμίαν αυτής ανεγνώρισα εις τα υπό της φθοράς του χρόνου σεσαθρωμένα χαρακτηριστικά του γραϊδίου την μορφήν της βδελυράς ψευδωνύμου αδελφής μου, της λεγομένης Κομητέσσης Αβενδρότη, της απατεώνος εκείνης γυναικός, ήτις με είχε ληστεύσει εν Παρισίοις και ήτις υπήρξε κατά μέγα μέρος η πρωταίτιος των μετά ταύτα συμφορών μου!… […]».

 

 Η τεχνική της υποκρισίας

(The Technique of Pretence)

 

Η υποκρισία αποτελεί μια ακόμα τεχνική της σάτιρας. Ο χειριστής της σάτιρας υποκρίνεται ότι μιλάει για κάτι διαφορετικό από αυτό για το οποίο μιλάει στην πραγματικότητα ή ότι είναι αφελής και δεν καταλαβαίνει τις επιπτώσεις των λεγομένων του. Η τεχνική αυτή μπορεί να λάβει τις κατωτέρω μορφές: λεκτική ειρωνεία, παρωδία, παρενδυσία και εξαπάτηση (disguise and deception), προσωπείο (mask-persona), σύμβολο (symbol) ή σατιρική αλληγορία (satiric allegory). Στον Πίθηκο Ξούθ υπάρχουν πολυάριθμα παραδείγματα από τις δυο παρακάτω κυρίως μορφές:

 

Α. Παρενδυσία και εξαπάτηση

(Disguise and Deception)

 

Όπως επισημαίνει η Μ. Μικέ, μεταμφίεση είναι η υποκατάσταση, η επικάλυψη μιας ταυτότητας, οπότε ένας χαρακτήρας υποδύεται δύο ή και περισσότερους ρόλους. Ωστόσο, κάτω από την επιφάνεια, σημασία, εξαπάτηση ή την εύθραυστη ισορροπία των δύο ή και περισσοτέρων ρόλων εγείρονται πολύπλοκες έννοιες της ταυτότητας. Η σχέση αυτών των εννοιών ενδέχεται να είναι ειρωνική ή και σατιρική.

Στον Πίθηκο Ξούθ , η τεχνική της μεταμφίεσης χρησιμοποιείται πολύ αποτελεσματικά, με πιο σύνθετο τρόπο, για τη σάτιρα του ήρωα Καλλίστρατου Ευγενίδη κι άλλων:

 

«[…] η αίθουσα, ή θάλαμος της υποδοχής, περιείχε γαλλικά ανακλιντήρια εκ μεταξοχνόων υφασμάτων, αμερικανικάς αιώρας, αγγλικούς καθρέπτας, μαροκηνούς τάπητας, και κατά μέσον μεγάλην στρογγύλην τράπεζαν εξ ωραίου μαρμάρου της εν Ιταλία Καρράρας, επί του κέντρου της οποίας ίστατο ως πυραμίς ολόχρυσος περσική καπνοσύριγξ εκ κιναϊκού λευκαργίλου· περί δε το ανατολικόν τούτο μαυσωλείον έκειντο διάφορα χρυσοδεμένα βιβλία εις κιναϊκήν, σανσκριτικήν, μογγολικήν, και βιρμανικήν γλώσσαν, προς ανάγνωσιν και διασκέδασιν των παρευρισκομένων φίλων εις τας εσπερινάς συναναστροφάς του Καλλιστράτου· απέναντι δε της θύρας της αιθούσης εκρέματο μεγάλη εικών, έχουσα ύψος μεν πέντε πηχών, πλάτος δε περίπου επτά, παριστώσα διά ζωηροτάτων χρωμάτων άνδρα υψηλού αναστήματος, φέροντα πλατυτάτην φουστανέλαν, επί δε των ώμων χρυσάς ευρωπαϊκάς επωμίδας αρχιστρατήγου και έχοντα το στήθος κεκαλυμένον υπό πλήθους ευρωπαίκών παρασήμων· ο παριστώμενος ούτος ήρως εις μεν την δεξιάν χείρα εκράτει ρομφαίαν, δι’ ης εφαίνετο θερίζων τους προ των ποδών αυτού κειμένους Οθωμανούς, δια δε της αριστεράς εφαίνετο στηρίζων επί τινος φρουρίου την κυανόλευκον ελληνικήν σημαίαν· κάτωθεν δε της εικόνος υπήρχε γεγραμμένη χρυσοίς γράμμασιν η εξής επιγραφή: Ο ήρως πατήρ μου ανυψών την ελληνικήν σημαίαν επί του φρουρίου των Θερμοπυλών, κατά διαταγήν της Α. Μ. του Βασιλέως της Ελλάδος, τω πρώτω έτει και μηνί της ελληνικής επαναστάσεως. Παρά δε την εικόνα ταύτην εκρέματο άλλη μικροτέρα παριστώσα ευγενή κυρίαν ενδεδυμένην λαμπρά ευρωπαϊκά φορέματα, ανακεκλιμένην επί χρυσοϋφάντου θρόνου, κρατούσαν βιβλίον εις την χείρα και αναγινώσκουσαν μετά προσοχής· κάτωθεν δε της εικόνος ταύτης εφαίνετο η επιγραφή: Η εκ της αυτοκρατορικής οικογενείας Κωνσταντίνου του Πορφυρογεννήτου καταγομένη μήτηρ μου, αναγινώσκουσα την υπό της εξαδέλφης αυτής Δουκίσσης Αμπραντές ιστορίαν του Ναπολέοντος».

 

Στο κατωτέρω απόσπασμα, η συμπεριφορά του ήρωα αποτελεί μια μεταμφίεση, ένα εξωτερικό περίβλημα που καθίσταται κωμικό, καθώς αποδεικνύεται ασύμβατο προς το περιεχόμενό του:

 

«[…] μεταξύ δε των ωραίων ερμαρίων του σπουδαστηρίου τούτου υπήρχε μάλιστα εν, το οποίον ο Καλλίστρατος είχεν αγοράσει εις Παρισίους κατά τινα δημοπρασίαν χρεωκοπήσαντός τινος εμπόρου, κατεσκευασμένον εκ λευκού εβένου και φέρον μεγάλην κεχρυσωμένην επιγραφήν, κρατουμένην υπό δύο αναγλύφων παριστώντων, του μεν τον κερδώον Ερμήν, του δε τον Ποσειδώνα και λέγουσαν Ιδιαίτερα συμφέροντα και λογαριασμοί· υπό δε την επιγραφήν ταύτην ο Καλλίστρατος επρόσθεσε Καλλιστράτου Ευγενίδου αγωνιστού και τραπεζίτου αγαθή τύχη, και προσδιώρισε το ωραιότατον τούτο ερμάριον δια τα συγγράμματα της υψηλής διπλωματίας, τα οποία είχε παραγγείλει εις διαφόρους βιβλιοπώλας της Νέας Γεφύρας των Παρισίων· αλλ’ επειδή αι μεν θήκαι του πολυτίμου ερμαρίου ήσαν χαμηλαί, τα δε ρηθέντα συγγράμματα σταλέντα εις Αθήνας πριν να προφθάση η επιστολή του Καλλιστράτου, δι’ ης έπεμπε τον έξαμον του ύψους των παραγγελθέντων βιβλίων, τα συγγράμματα, λέγομεν, ταύτα ήσαν τα μεν εις φύλλον, τα δε εις μέγα τέταρτον, τα δε διαφόρων μεγεθών, ο Καλλίστρατος εξοικονόμησεν ευστόχως την δυσκολίαν ταύτην, κόψας δι’ επιτηδείου τεχνίτου το εξέχον μέρος των βιβλίων και ισομετρήσας αυτά κατά το εμβαδόν των θέσεων του πολυτίμου ερμαρίου· τα δε αποκοπέντα εκ των βιβλίων τούτων τεμάχια συνέλεξεν εις έτερον επίσης κομψόν ερμάριον, επιθέσας την επιγραφήν Λείψανα αρχαιοτήτων, πέριξ δε του αρχαιολογικού τούτου ερμαρίου, εκρέμαντο επί του τοίχου διάφορα άλλα αρχαιολογικά, πολύτιμα πράγματα φέροντα την επιγραφήν Τα ομματοϋάλια του Ομήρου, Η ταμβακοθήκη του Σωκράτους, Αι επωμίδες του Φωκίωνος, Η καπνοσύριγξ του Πεισιστράτου, Τα υποδήματα του Διογένους, και άλλα πολλά τοιαύτα, αγορασθέντα υπό του χάριν του συρμού φιλαρχαιολόγου Καλλιστράτου κατά την εις την Ευρώπην διατριβήν αυτού».

 

Στο Κεφάλαιο Γ΄, η Κομητέσσα Αβενδρότη αποκαλύπτει στον πρωταγωνιστή ότι είναι κόρη του πατέρα του, όταν αυτός ηράσθη, αφού χήρευσε, φτωχή νέα, ονόματι Καρολίνα, την οποία νυμφεύθηκε μυστικά στα 1796, χωρίς να κοινοποιήσει το γάμο. Η γυναίκα αυτή, επικαλύπτοντας την πραγματική της ταυτότητα και υποδυόμενη την ομοπάτρια αδελφή του Βαρθόλδυ, τον εξαπατά και εξαφανίζεται, αφήνοντάς του να πληρώσει όλα τα έξοδα στα οποία τον είχε παρασύρει:

 

«“Αλλ’ όμως”, επανέλαβεν η χήρα Αβενδρότη, “θέλεις εκπλαγή, κύριε Βαρθόλδυ, όταν μάθης μετά ποίας ομιλείς, και ποίος στενός βαθμός συγγενείας ενώνει ημάς· διότι ο κοινός ημών πατήρ, χηρεύσας προ πολλών ετών, ως γνωρίζεις, εκ της πρώτης αυτού συζύγου, της μητρός σου, ηράσθη πτωχής τινος νέας Καρολίνας ονομαζομένης, την οποίαν και ενυμφεύθη μυστικώς κατά το 1796, νομίζων ότι ήθελε ταπεινώσει τον κοινωνικόν αυτού βαθμόν δημοσιεύων τον γάμον τούτον· εγώ δε είμαι το μόνον τέκνον του δεύτερου τούτου γάμου, επειδή η μήτηρ μου Καρολίνα απέθανεν εκ της θλίψεως αυτής εξ μήνας μετά την γέννησίν μου, βλέπουσα ότι ο πατήρ ημών επέμενεν εις το να φυλάττη μυστικόν τον μεταξύ αυτών γάμον. Και ίσως μεν η τοιαύτη διαγωγή αυτού είναι συγχωρητέα […]· αλλ’ η μετά ταύτα παραμέλησις της ιδίας αυτού θυγατρός μετείχεν ικανής σκληρότητος· διότι παραδούς με μετά τον θάνατον της μητρός μου εις χωρικήν τινα γυναίκα […], εφρόντιζε μεν περί τε της διατροφής και ανατροφής μου και ήρχετο συνεχώς να με επισκεφθή εις την πενιχράν κατοικίαν μου, αλλ’ ουδεμίαν περί εμού έλαβε πρόνοιαν εις την διαθήκην αυτού, διό και μετά τον θάνατον του πατρός ημών έμεινα παντή έρημος και απροστάτευτος […]· μετά δε δύο περίπου έτη ευγενής τις κυρία, άτεκνος, με παρέλαβεν υπό την προστασίαν αυτής και μετακομίσασά με εις Βιέννην, όπου κατώκει, με κατέστησεν επισήμως ιδίαν αυτής θυγατέρα, αποθανούσα δε κατά το έτος 1815 με άφηκε μόνην κληρονόμον της μεγάλης αυτής περιουσίας· […] Είμαι λοιπόν, φίλτατε αδελφέ, η ομοπάτριος αδελφή σου Βιλλελμίνη Βαρθόλδυ!… […] η δε ευχαρίστησις την οποίαν ήδη αισθάνομαι, με φαίνεται πολυτιμοτέρα του απείρου και αχρήστου πλούτου, του οποίου η προστάτις μου και ο μακαρίτης σύζυγός μου με άφηκαν κυρίαν” […].

Ταύτα λέγουσα έπεσεν επί τον τράχηλόν μου και με περιπτύσσετο καταβρέχουσά με δια των τρυφερών αυτής δακρύων […].

[…] “αδελφέ”, με λέγει, “ο Θεός ηθέλησε να με αφήση χήραν εις τοιαύτην νέαν ηλικίαν, και προς τούτοις να συναφαιρέση απ’ εμού σχεδόν ταυτοχρόνως και την μόνην επί γης παρηγορίαν μου, τον μονογενή υιόν μου, αφήσας με μόνον άπειρα και ανωφελή πλούτη, των οποίων η κατοχή μέχρι ταύτης της στιγμής μάλλον ηύξανεν ή επαρηγόρει την μελαγχολίαν μου […]· αλλ’ ήδη ότε η θεία πρόνοια, ευσπλαγχνισθείσα φαίνεται την μοναξιάν μου, με ηξίωσε ν’ απολαύσω τον αγαπητόν αδελφόν μου, επιθυμώ να μείνωμεν αχώριστοι δια παντός! Ναι!… φίλτατε αδελφέ, εις το εξής θέλει συζώμεν, και εάν η πενιχρά αύτη οικία μου, εις την οποίαν κατοικώ προ δύο ήδη ετών δεν σε αρέσκη, δύνασαι ν’ αγοράσης την λαμπροτέραν των Παρισίων, ή όπου αλλού έχεις ευχαρίστησιν· έχω χρηματικήν περιουσίαν δέκα εκατομμυρίων φράγκων, της οποίας είσαι ο απόλυτος κύριος και δύνασαι να μεταχειρισθής κατά την αρέσκειάν σου”».

 

Σε κάποιο άλλο σημείο του έργου και ενώ το φάσμα του Ροφέρου τον κυνηγά, προκειμένου να γλιτώσει, αποφασίζει να διαμείνει στην έρημο υπακούοντας στη φωνή που τον εξορίζει από την κοινωνία, μην μπορώντας να ζήσει ως άνθρωπος ή να επανακτήσει το λόγο του μέχρις ότου εξιλεωθεί. Εκεί πέρασε επτά ολόκληρα έτη, τα ρούχα του έλιωσαν, το δέρμα του σκλήρυνε και μαύρισε, τα χαρακτηριστικά του αλλοιώθηκαν. Ωστόσο, κάποια μέρα παγιδεύτηκε κι αιχμαλωτίστηκε από κυνηγούς, οι οποίοι τον πούλησαν ως πίθηκο σε νεαρό Γάλλο, ο οποίος, αναχωρώντας για την Αγγλία, τον παραχώρησε στο φίλο του Αναξαγόρα Λιγαρίδη. Ζώντας κοντά του συνειδητοποίησε πως:

 

«Έχων δε σταθεράν απόφασιν να υποκριθώ όσον το δυνατόν τον πίθηκον, υπό του οποίου την μορφήν εννόησα ότι με ήτο πεπρωμένον να εκπλύνω το έγκλημά μου, επροσποιούμην όλα τα ιδιώματα του ζώου τούτου, παρατηρών μάλιστα να δεικνύω όσον το δυνατόν ολιγωτέραν δεξιότητα, δια να ενοχλώμαι ολιγώτερον υπό της φορτικής περιεργείας του δεσπότου μου και των ανοήτων αστεϊσμών σχετικοτάτου τινός αυτού φίλου […]».

 

Αλλού, ο φίλος και δικηγόρος του αλαζονικού Λιγαρίδη, επιστήθιου φίλου του Καλλίστρατου, Πηγαδοστομίδης, τον συμβουλεύει να υποδυθεί τον σφόδρα ερωτευμένο με  τη Χιώτισσα ξαδέλφη του Ελβίρα προκειμένου να την νυμφευθεί και να κληρονομήσει την περιουσία του Χίου θείου του Μαλουκάτου:

 

«[…] προσποιήθητι ότι συνέλαβες έρωτα προς αυτήν, και μεταχειριζόμενος όλα τα συνήθη μέσα των ερωτολήπτων, θέλεις δυνηθή να ελκύσης την καρδίαν της νέας, και εξαπατήσας να νυμφευθής αυτήν και τότε εξασφαλίζεις την κληρονομίαν του θείου σου Μαλουκάτου […]».

 

Στο Κεφάλαιο ΙΑ΄, η Σουλτανίτσα προσποιείται ενώπιον του Καλλίστρατου τον κεραυνοβόλο έρωτά της γι’ αυτόν, σε μια προσπάθεια εξαπάτησής του, προκειμένου να τον κάνει να της αγοράσει ένα κίτρινο φόρεμα όμοιο με εκείνο της βασίλισσας:

 

«[…] η καρδιά μου! Ήτις δια πρώτην φοράν ησθάνθη τα φλογερά βέλη του έρωτος εξ αιτίας σου· […] το μόνον εράσμιον πράγμα της ζωής μου, το όνομά σου […]· και επειδή η μεγαλυτέρα μου ευχαρίστησις είναι να θυσιάσω το παν δια το όνομά σου, απεφάσισα, δια να αποστομώσω τας κακάς γλώσσας των φθονερών ημών εχθρών, να υποθηκεύσω την οικίαν, την οποίαν ο μακαρίτης πατήρ μου με αφήκεν ως μόνην μου προίκα, και λαβούσα δέκα χιλιάδας δραχμών να φέρω εκ Παρισίων εν κίτρινον φόρεμα απαράλλακτος εκείνου, το οποίον προχθές η βασίλισσα εφόρει κατά τον χορόν, καθώς και τα λοιπά αναγκαία εις λαμπράν ενδυμασίαν, αξίαν του ονόματος εκείνου τον οποίον η καρδιά μου λατρεύει.

Ταύτα ειπούσα η Σουλτανίτσα και ρίψασα βλέμμα φλογερόν μετά στεναγμών επί του Καλλιστράτου, έλαβε το λευκόν αυτής μανδήλιον και προσεποιήθη ότι εσπόγγιζε τα δάκρυα».

 

Β. Προσωπείο

(Mask-Persona)

 

Η χρήση του προσωπείου είναι ένα από τα αγαπημένα τεχνάσματα της σάτιρας και συγχρόνως η μεγάλη ελευθερία του συγγραφέα, αφού ως άλλο πρόσωπο μπορεί να εκφράσει όποια άποψη θέλει αψηφώντας την εξωτερική λογοκρισία. Η έννοια του προσωπείου έχει απασχολήσει την κριτική. Κάποιοι μελετητές πιστεύουν πως πρόκειται για έναν τρόπο μεταμφίεσης και κάλυψης του συγγραφέα, κάποιοι όχι· άλλοι θεωρούν το προσωπείο τρόπο έκφρασης, άλλοι τρόπο απόκρυψης· πως το προσωπείο ταυτίζεται ή διαφοροποιείται από τον συγγραφέα, πως είναι μια καλλιτεχνική επινόηση με στόχο τη δημιουργία απόστασης ανάμεσα στον δημιουργό, το έργο και τον αναγνώστη, πως το προσωπείο είναι ο ίδιος ο συγγραφέας που απευθύνει το λόγο ή ο αφηγητής, κ.ο.κ. Όπως και να έχει, πρόκειται για έναν εξαιρετικά χρήσιμο όρο που συνδέεται άμεσα με την ειρωνεία. Η δυσκολία του προσδιορισμού της φύσης και της χρήσης του, καθώς και η ενίοτε σκοτεινή σχέση του με τον συγγραφέα έχουν προκαλέσει αρκετές διχοστασίες μεταξύ των θεωρητικών. Το θέμα του προσωπείου συνδέεται με εκείνο των χαρακτήρων και κατά τον W. Stafford, το προσωπείο είναι το μέσο που σώζει τους χαρακτήρες. Το μεγάλο πλεονέκτημα για τον συγγραφέα που το χρησιμοποιεί είναι πως μέσω αυτού δύναται να εκφράσει τον εαυτό του, χωρίς να χρειάζεται απολύτως να έχει την ευθύνη για όσα λέει.

   Στον Πίθηκο Ξούθ, σύμφωνα με την Γ. Φαρίνου-Μαλαματάρη, οι περισσότεροι χαρακτήρες δεν έχουν καθορισμένες ταυτότητες, αλλά προσπαθούν να δημιουργήσουν τους εαυτούς τους «κατά μίμησιν» κάποιων «πρωτοτύπων». Οι περισσότεροι, εκτός από τον Μαλουκάτο και την Πλουμού, έχουν χαλκεύσει με τέτοιον τρόπο τους εαυτούς τους ώστε να ετεροκαθορίζονται σε σχέση με κάποιο πρότυπο. Οι χαρακτήρες αυτοί είναι τέκνα ανθρώπων που πλούτισαν τυχαία ή άδικα, μεγάλωσαν στο εξωτερικό, έλαβαν μια επιφανειακή κοσμική παιδεία, αφομοίωσαν τα κακά της Ευρώπης και όσοι επέστρεψαν στην Ελλάδα περνούν τον καιρό τους επιδεικνύοντας τον πλούτο τους και τα ευρωπαϊκά ήθη, ξοδεύοντας τα χρήματά τους χωρίς να κάνουν παραγωγικές επενδύσεις και φιλοδοξώντας να παίξουν ηγετικό ρόλο στην πολιτική. Ο Πιτσιπιός πιστεύει πως η ομάδα αυτή αφενός καταφεύγει στους αρχαίους και ονοματίζεται με αρχαία ονόματα κι επίθετα για να δημιουργήσει ρίζες και αφετέρου προσπαθεί να ευθυγραμμιστεί με το ευρωπαϊκό μοντέλο της αριστοκρατικής τάξης (ενδυμασία, επίπλωση, συλλογές, καθημερινή ζωή, συνήθειες, ερωτικές σχέσεις). Ωστόσο, η υπερβολική προσπάθεια εξαρχαϊσμού από τη μία και εξευρωπαϊσμού από την άλλη δηλώνουν την έλλειψη αυθεντικότητας, η οποία στην πρώτη περίπτωση καταλήγει στο γελοίο και στη δεύτερη στην ανηθικότητα. Ο καθρέφτης, μπροστά στον οποίο οι ήρωες περνούν αρκετές ώρες, λειτουργεί στο μυθιστόρημα ως μοτίβο της διαφοράς μεταξύ του πρωτοτύπου και του ειδώλου, μεταξύ του είναι και του φαίνεσθαι, του γνήσιου και της απομίμησης, της ελληνικότητας και του πιθηκισμού.  Κατά την Μ. Σέρβου, η διήγηση εστιάζεται σε πρόσωπα-μάσκες των οποίων ο βίος και η πολιτεία σατιρίζεται.

Στο πρόσωπο του Καλλίστρατου Ευγενίδη σκιαγραφείται το στέλεχος του γαλλικού κόμματος Δημήτριος Χρηστίδης, υπαρχηγός του γαλλικού κόμματος τα χρόνια της απουσίας του Ιωάννη Κωλέττη. Ο Χρηστίδης πρωταγωνιστεί στον πολιτικό στίβο ως υπουργός εσωτερικών και ευνοούμενος της γαλλικής κυβέρνησης το διάστημα 1841-1843. Το Καλλίστρατος παραπέμπει στον Αθηναίο πολιτικό του 4ου αι., που κατηγορήθηκε για προδοσία και συναρτάται με την κατηγορία που αποδόθηκε στον Χρηστίδη για πολιτικό καιροσκοπισμό και προδοσία των αρχών του με αντάλλαγμα προσωπικά οφέλη.

Το προσωπείο του Βαρθόλδυ δεν κρύβει μόνο κάποιον που μεταμορφώθηκε σε πίθηκο, αλλά και κάποιον που στα μάτια του ανήκε στον ιδεολογικό χώρο του νεοελληνικού Διαφωτισμού, που, άσκησε οξύτατη κριτική στον σκοταδισμό της ορθόδοξης Εκκλησίας και του κλήρου της· κάποιον διακεκριμένο μαθητή του Βάμβα στη σχολή της Χίου ή κάποιον άξιο εμπιστοσύνης δάσκαλο, ο οποίος το 1848 ενδύεται αυτό το προσωπείο προκειμένου να αποκηρύξει ένα άβολο παρελθόν.

Το προσωπείο της κομητέσσας Βιλλελμίνης Αβενδρότη αποκαλύπτει την Βιερία Δρομοκαΐτη, πρώην κυρία του Πιτσιπιού. Η ταύτιση διευκολύνεται από τον αναγραμματισμό του ονόματός της και συσχετίζεται με εκείνο της νέας Βιολάντης του κεφαλαίου της Περιήγησης, αφού παραπέμπει σε μια από τις όψεις του προσωπείου, αυτό της νέας γυναίκας, της οποίας το παρελθόν δίνει λαβή για υπαινιγμούς.

Η μυθιστορηματική περιγραφή του Αναξαγόρα Λιγαρίδη μας οδηγεί στον Νικόλαο Αϊβαζίδη, φιλελεύθερο ανταποκριτή της εφημερίδας Αθηνά στην Πόλη (1840). Το ψευδώνυμο Αναξαγόρας παραπέμπει στον φιλόσοφο της Ιωνικής σχολής του 5ου αιώνα που κατηγορήθηκε και δικάστηκε για ασέβεια, ενώ το Λιγαρίδης στον Χιώτη αρνησίθρησκο δάσκαλο Παΐσιο Λιγαρίδη, που εγκατέλειψε την ορθόδοξη πίστη για να γίνει απολογητής της Παπικής Εκκλησίας.

Κάτω από το προσωπείο του γραμματέα του Καλλίστρατου Μαρκεζοδελατουρναμπρόσσα, ευγενούς Γάλλου, διαφαίνεται ο Αλέξανδρος Ρίζος Ραγκαβής. Η μεταγραφή του ονόματος στα γαλλικά παραπέμπει στο παρατσούκλι Κεμπάπης που αποδόθηκε σε έναν κλάδο της οικογένειας των Σούτσων, με το οποίο ο Ραγκαβής συγγένευε.

Στα πρόσωπα των αφεντικών του Ξούθ, ο Πιτσιπιός σκιαγραφεί τον πολιτικό, πρώτο Έλληνα πρέσβη στην Πόλη (1834-1838) και διαπραγματευτή της Ελληνοτουρκικής Συνθήκης του 1840, Κωνσταντίνο Ζωγράφο και τον δικηγόρο και πολιτικό αφοσιωμένο στον Κωλέττη Κλεομένη Οικονόμου.

Η έγνοια του Πιτσιπιού για προσεκτική συγκάλυψη των πραγματικών ονομάτων των προσώπων διαμορφώνει έναν λόγο ερμητικό, γεμάτο υπαινιγμούς, ειρωνικές αιχμές, που επιτρέπει να διοχετευτούν ανώδυνα οι πιο τολμηρές προσβολές, ύβρεις και καταγγελίες, χωρίς να διατρέξει ο συγγραφέας τον κίνδυνο της δίωξης.

 

Η τεχνική της υπεροχής

(The Technique of Superiority)

 

Πολλοί είναι εκείνοι οι κριτικοί που υποστηρίζουν πως το γέλιο προκαλείται από την αίσθηση που έχει κάποιος ότι υπερέχει απέναντι σ’ αυτόν που του προκαλεί το γέλιο. Η τεχνική της υπεροχής μπορεί να εμφανιστεί ως εξής: μικροατυχίες (small misfortunes), αποκάλυψη (unmasking), άγνοια (ignorance), κοινότοπος χαρακτήρας (banal) ή προσβολή (insult). Ας εξετάσουμε λίγα παραδείγματα από τον Πίθηκο Ξούθ:

 

Α. Μικροατυχίες

(Small Misfortunes)

 

Οι μικροατυχίες συνιστούν ένα πολύ διαδεδομένο τέχνασμα. Όλες οι μικροατυχίες εκφράζουν την ανικανότητα του θύματος να προσαρμοστεί στις καταστάσεις και κατ’ επέκταση δυσκαμψία, η οποία προκαλεί γέλιο. Σύμφωνα με τις ψυχαναλυτικές θεωρίες, η υποτίμηση των άλλων μέσα από τις μικροατυχίες τους ικανοποιεί τις σαδιστικές τάσεις του ανθρώπου.

Ζώντας εξόριστος στην έρημο ο Βαρθόλδυς παγιδεύεται κι αιχμαλωτίζεται από κυνηγούς ως θύραμα. Η σκηνή αυτή του μικροατύχημα προκαλεί το γέλιο στον αναγνώστη της αφήγησης:

 

«[…] έλαβον το έν και καθήσας εδοκίμασα να φορέσω αυτό, αλλ’ άμα εισάξας τον πόδα μου ησθάνθην ότι ούτος εβυθίσθη εις γλοιώδη τινά ύλην, εφ’ ης και προσεκολλήθη· και εν ω εκπλαγείς εζήτουν ν’ αποσπάσω του ποδός το υπόδημα, ακούω αίφνης κρότον πολλών βημάτων και συγχρόνως βλέπω επιπεσόντας κατ’ εμού πολλούς κυνηγούς μετά μαχαίρων και πυροβόλων κραυγάζοντας “συνελήφθη! συνελήφθη! προσοχή! προσοχή!”· το πρώτον αυτόματον κίνημα το οποίον έκαμα, είτε εκ του φόβου προς τα πυροβόλα είτε και εκ της αιφνιδίου κραυγής των κυνηγών, υπήρξε να εγερθώ δια να φύγω, αλλ’ ολισθήσας έπεσα ύπτιος και συγχρόνως δέκα περίπου κυνηγοί φθάσαντες με συνέλαβον. Και πρώτον μεν περικόψαντες μετά προσοχής εξέβαλον του ποδός μου το υπόδημα, το οποίον, ως εννόησα εξ ων προς αλλήλους έλεγον, ήτον είδος παγίδος, δι’ ης οι κάτοικοι των μερών τούτων θηρεύουσι τους πιθήκους, ακολούθως ήθελον να δέσωσι τας χείρας και τους πόδας μου δι’ αλύσων, αλλά βλέποντες την αταραξίαν μου ηυχαριστήθησαν μόνον να μου περιβάλωσιν εις τον τράχηλον σιδηρούν κρίκον εξηρτημένον από μακράς αλύσου, διά της οποίας με έσυρον· εγώ δε εβάδιζον μηχανικώς και μετ’ απαθούς τινος αναισθησίας».

 

Τα αποσπάσματα που ακολουθούν αποτελούν τυπικές σκηνές γελοιοποίησης του εραστού Καλλιστράτου ενώπιον της ωραίας Σουλτανίτσας:

 

«Ο δε Καλλίστρατος, εγερθείς μετά σπουδής και λυγίσας το σώμα δια να χαιρετήση χαριέντως την εξερχομένην Σουλτανίτσαν, ώθησε δια του αγκώνος τον επί της τραπέζης αποτεθειμένον πίλον αυτού, ο δε πίλος αντωθήσας το εν μέσω αυτής ιστάμενον πλήρες ανθέων κρυστάλλινον αγγείον, τούτο μεν ανατρέψας συνέτριψε, τα δε εν αυτώ άνθη μετά του ύδατος εσκόρπισεν κατά της τραπέζης και κατά του τάπητος του εδάφους· και ο μεν Καλλίστρατος, αφήσας ημιτελή τον χαιρετισμόν, έτρεχε κατόπι του δια πάσης της αιθούσης κυλιομένου πίλου […]».

 

Κι ακόμα:

 

«Αλλ’ ο Καλλίστρατος, γονατίσας ενώπιον της Σουλτανίτσας και λαβών την χείρα αυτής εντός των δύο αυτού χειρών και σφίγγων μεθ’ όσης είχε δυνάμεως, έκραξε: “δεν θέλω εγερθή εντεύθεν, εάν, σκληρά, δεν συγκατανεύσης εις την αίτησίν μου ταύτην”.

Η Σουλτανίτσα, και τοι διατεθειμένη να παρεκτείνη την σκηνήν ταύτην, αλλ’ αισθανομένη την χείρα αυτής σφοδρώς πιεζομένην μεταξύ των στιβαρών παλαμών του Τραπεζουντίου εραστού, έκραξεν “ω!… δέχομαι ό,τι θέλεις”, και ο Καλλίστρατος ασπασθείς την εκ της συνθλίψεως παρ’ ολίγον συντριβείσαν χείρα της ερωμένης αυτού ηγέρθη όρθιος· αλλ’ η ιπποτική ευκινησία, δι’ ης ανετινάχθη, έγινεν αίτιος να διασπασθώσι τα υπότονα (sous-pieds) των περισκελίδων αυτού, το οποίον ιδών ο Καλλίστρατος, “Ιδέ, σκληρά”, ανέκραξε, “πόσον με κατήντησε σκαιόν ο προς σε σφοδρός έρως μου”».

 

Β. Αποκάλυψη

(Unmasking)

 

Η αποκάλυψη, με κάποιο τέχνασμα, των μειονεκτημάτων, αδυναμιών και γενικότερα των αρνητικών ιδιοτήτων και πράξεων ενός ατόμου, μειώνει την αξιοπρέπειά του και προκαλεί γέλιο. Η ευχαρίστηση στηρίζεται στη συνείδηση του ανθρώπου ότι είναι ατελής. Μια μορφή αποκάλυψης είναι η ακούσια αυτοέκθεση, το ακούσιο φανέρωμα μιας αδυναμίας κάποιου που προσπαθεί να την κρύψει.

Από το Κεφάλαιο Β΄ κι εξής, ο Ξούθ, αφού εξασφαλίζει εκ μέρους του Καλλίστρατου την απαραίτητη «στωικήν απάθειαν και πυθαγόρειον εχεμυθίαν», του αποκαλύπτει την αδυναμία του, την πραγματική ταυτότητα που κρύβεται πίσω από τη μορφή του πιθήκου, στην οποία έχει μεταμορφωθεί εξαιτίας του ανόσιου εγκλήματος που διέπραξε:

 

“Εγεννήθην εις το Βερολίνον πρωτεύουσαν της Προυσίας· ονομάζομαι Βαρθόλδυς, και είμαι αυτός εκείνος ο εις τα προλεγόμενα του Κοραή αναφερόμενος Γερμανός περιηγητής, ο πικρός των Ελλήνων κατήγορος, συγγραφεύς του κατά το 1805 εκδοθέντος συγγράμματος, επιγραφομένου Αποσπάσματα προς ακριβεστέραν γνώσιν της σημερινής Ελλάδος […]”».

 

Ο Βαρθόλδυς συνεχίζει αποκαλύπτοντάς του τις περιπέτειές του, ότι κληρονόμησε από τον πατέρα του μεγάλη περιουσία, την οποία ξόδεψε ταξιδεύοντας στην Τεργέστη και στη Σμύρνη, όπου διέμεινε στην οικία του διερμηνέα του Αυστριακού πρόξενου, η οικογένεια του οποίου του απέσπασε όλα του τα χρήματα κι αφού εξάντλησε τους πόρους του, επέστρεψε στην πατρίδα του, όπου και τύπωσε το σύγγραμμά του.

Παρακάτω, στο Κεφάλαιο Γ΄, ο προγάστωρ επιστάτης αποκαλύπτει στον Βαρθόλδυ πως η γερμανίδα κομητέσσα Αβενδρότη δεν είναι η κάτοχος της οικίας, στην οποία διέμενε, καθώς:

 

«[…] την οικίαν ταύτην έχω τακτικώς ηγορασμένην εγώ αυτός ενώπιον δύο συμβολαιογράφων […]· ενοικίασα δε από χθες προς υμάς τα επί της πλευράς ταύτης οκτώ δωμάτια μετά των επίπλων αυτών προς 300 φράγκα την ημέραν, δια να κατοικήσητε μετά της εκλαμπροτάτης υμών αυταδέλφης».

 

Ο προγάστωρ ρίχνει φως στο μυστήριο της εξαφάνισής της και ο Βαρθόλδυς αντιλαμβάνεται πως γι’ ακόμη μια φορά έχει εξαπατηθεί και πως η γυναίκα αυτή δεν ήταν παρά μια ψεύτρα και απατεώνισσα, μια θεατρίνα στις οποίας τα δίχτυα πιάστηκε, εξαιτίας της ευκολοπιστίας του.

 

Γ.  Προσβολή

(Insult)

 

Σύμφωνα με τον L. Feinberg, η προσβολή και ο χλευασμός εμπεριέχουν άλλοτε το στοιχείο της υπεροχής κι άλλοτε της παράκαμψης της λογοκρισίας. Ο Freud έδειξε ότι, εφόσον η επιθετικότητα του ανθρώπου καταπιέζεται, εκτονώνεται μέσω της λεκτικής επιθετικότητας, η οποία με πλάγιο τρόπο, για να παρακάμψει τη λογοκρισία, βρίσκει τρόπο διά του εμπαιγμού να ακυρώσει τις κοινωνικές απαγορεύσεις και να ικανοποιήσει την ανθρώπινη επιθετική τάση.

Στο Κεφάλαιο Γ΄, αγανακτισμένος ο Βαρθόλδυς που γι’ ακόμα μια φορά έχει εξαπατηθεί από το γυναικείο φύλο και συνειδητοποιώντας ότι έχει χάσει όλο του το βιός πέφτοντας θύμα απάτης της Βιλλελμίνης επιτίθεται λεκτικά στον προγάστορα:

 

«“Εις τον διάβολον”, έκραξα “και συ και το γεύμα σου και η φήμη των φαγητών του ξενοδοχείου σου”».

 

Σε κάποιο άλλο σημείο του έργου, η ωραία Σουλτανίτσα προσβάλει την Πλουμού λέγοντάς της πως:

 

« – Φθάνει πλέον· αηδίασα, Πλουμού!… μ’ έρχεται υστερικόν όταν ακούω τας ανοησίας σου […]».

 

Από τα παραπάνω γίνεται σαφές πως οι διαχωριστικό νήμα ανάμεσα στις διάφορες τεχνικές της σάτιρας είναι πολύ λεπτό και επομένως η διαδικασία διάκρισής τους αρκετά δύσκολη. Εύκολα μπορεί κανείς να διαπιστώσει πως κάποια από τα παραθέματα αποτελούν κράμα δύο ή περισσοτέρων τεχνικών, που πολλές φορές μάλιστα διακρίνονται από αρκετή δόση ειρωνείας. Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο μερικοί μελετητές αρκούνται σε αδρές κατηγοριοποιήσεις της σάτιρας, που συγκροτούν το οπλοστάσιό της: νοθευμένο χιούμορ, γελοιοποίηση, ειρωνεία, σαρκασμός, κυνισμός και σαρδόνιο γέλιο. Ενδεικτικά αναφέρω κάποια παραδείγματα.

Στο Κεφάλαιο ΙΑ΄, ο Πιτσιπιός, μέσα από μια εγκιβωτισμένη αφήγηση που εξιστορεί η Σουλτανίτσα, κριτικάρει την κοσμική φιλοκαλία και γελοιοποιεί τη δουλική μίμηση του συρμού:

 

«- Λοιπόν, Πλουμού, κυρία τις εν Παρισίοις ηγάπα πολύ τον συρμόν, και εσκουφώνετο καθ’ ημέραν κατά την εφημερίδα· ο δε σύζυγος αυτής, μην υποφέρων τα υπέρογκα έξοδα, ηθέλησε να σωφρονίση την γυναίκα […]. Παρεκάλεσε λοιπόν τον συντάκτην της εφημερίδος του συρμού να γράψη ότι ο τελευταίος συρμός είναι να βάλλωσιν επί του σκουφώματος αντί ανθέων μέγα ρέπανον· η δε κυρία αύτη, αναγνούσα τούτο και μέλλουσα να παρευρεθή κατ’ εκείνην την εσπέραν εις λαμπρόν τινα χορόν, έβαλεν όρθιον επί του σκουφώματος αυτής το μεγαλύτερον ρέπανον το οποίον ηδυνήθη να προμηθευθή· όλος ο κόσμος εγέλα, αλλ’ η κυρία αύτη είχε δίκαιον, διότι ανέγνωσε τον συρμόν τούτον εις την εφημερίδα […]».

 

Λίγο παρακάτω, στο Κεφάλαιο ΙΣΤ΄, όπου παρατηρείται μια έμμεση κριτική του περιηγητισμού, ο γέρων Μαλουκάτος απευθυνόμενος στον Λιγαρίδη αναρωτιέται αν:

 

«Υπάρχει γελοιοδεστέρα μωρία ή το να μη γνωρίζης ότι η λεγομένη βελόνη της Κλεοπάτρας είναι λίθινος οβελίσκος ζυγίζων πολλάς χιλιάδας οκάδων, αλλά να θαρρής ότι είναι βελόνη δι’ ης αι γυναίκες ράπτουσιν;».

 

Στο Κεφάλαιο Θ΄, ο Πηγαδοστομίδης συμβουλεύει τον Λιγαρίδη να βγάλει από τη μέση την Ελβίρα προκειμένου να κατοχυρώσει την περιουσία του θείου του Μαλουκάτου:

 

«Ο Λιγαρίδης αφήκεν εκπληκτικήν φωνήν, και μετά τινων λεπτών σιωπήν, “ω!” έκραξε στενάζων, “δεν δύναμαι να πράξω τούτο! η συνείδησίς μου θέλει με ελέγχει αιωνίως!”».

 

Η απάντηση αυτή προκαλεί την ακόλουθη αντίδραση:

 

«“Αι!” απήντησε μετά σαρδονίου γέλωτος ο Πηγαδοστομίδης· “τι κάμνουσιν αι προλήψεις!… φοβείσαι φαίνεται την αμαρτίαν;”».

 

Τεχνικές ειρωνείας

 

Λεκτική ειρωνεία

 

Η λεκτική ειρωνεία πραγματώνεται μέσω μιας κλίμακας τεχνικών, στις οποίες συμπεριλαμβάνονται οι εξής: απρόσωπη ειρωνεία (impersonal irony), αυτοϋποτιμητική ειρωνεία (self-disparaging irony), αθώα ειρωνεία (ingénue irony) και δραματοποιημένη ειρωνεία (dramatized irony). Ας πάρουμε, όμως, τα πράγματα από την αρχή αντλώντας συγκεκριμένα παραδείγματα από το εν λόγω έργο του Πιτσιπιού.

 

Α. Απρόσωπη ειρωνεία

(Impersonal Irony)

 

Η απρόσωπη ειρωνεία έγκειται στο τι λέγεται και όχι στον χαρακτήρα του ανθρώπου που εκφωνεί κάτι.  Οι τεχνικές που ανήκουν σε αυτήν την κατηγορία είναι πολυάριθμες και ταξινομούνται πολύ δύσκολα, καθώς οι μεταξύ τους διαφορές είναι πολύ λεπτές. Ενδεικτικά αναφέρω τις εξής: κατηγορία μέσω επαίνου (praising in order to blame), έπαινος μέσω κατηγορίας (blaiming in order to praise), υποκριτική συμφωνία με το θύμα (pretended agreement with the victim), υποκριτική συμβουλή ή ενθάρρυνση του θύματος (pretended advice or encouragement to the victim), ρητορική ερώτηση (the rhetorical question), υποκριτική αμφιβολία (pretended doubt), υποκριτικό σφάλμα ή άγνοια (pretended error or ignorance), υπονοούμενο και υπαινιγμός (innuendo and insinuation), ειρωνεία μέσω αναλογίας (irony by analogy), αμφισημία (ambiguity), υποκριτική παράλειψη αποδοκιμασίας (pretended omission of censure), υποκριτική επίθεση κατά του αντιπάλου του θύματος (pretended attack upon the victim’s opponent), υποκριτική υποστήριξη του θύματος (pretended defense of the victim), παραπλανητική παρουσίαση ή εσφαλμένη επιχειρηματολογία (misrepresentation, or false statement), εσωτερική αντίφαση (internal contradiction), εσφαλμένος συλλογισμός (fallacious reasoning), υφολογικά σηματοδοτημένη ειρωνεία (stylistically signaled irony), υποτονισμός ή μετριοπαθής διατύπωση (understatement), υπερτονισμός ή μεγαλοποίηση (overstatement) ή ειρωνική έκθεση (irony displayed). Σε αυτό το σημείο αξίζει να σημειωθεί πως ορισμένες από αυτές τις τεχνικές μπορούν να πάρουν ποικίλες μορφές. Ας δούμε, πιο αναλυτικά μερικές υποκατηγορίες της απρόσωπης ειρωνείας:

 

  1. Κατηγορία μέσω επαίνου

(Praising in order to blame)

 

Η τεχνική αυτή μπορεί να πάρει διάφορες μορφές: έπαινος για τις ικανότητες που απουσιάζουν ή για κακές ιδιότητες ή για απουσία ικανοτήτων ή ακόμη απρόσφορος ή άσχετος έπαινος.

Μια παραλλαγή της ίδιας τεχνικής χρησιμοποιεί και ο Πιτσιπιός στο ακόλουθο χωρίο, που περιγράφει την οικία του Καλλίστρατου Ευγενίδη:

 

«Διάφοροι δε άλλαι πλουσίως περικεχρυσωμέναι εικόνες, παριστώσαι τα καταπληκτικώτερα συμβάντα της ιστορίας της Χαλιμάς και τους λαμπροτέρους άθλους του Δονκισότου, εκάλυπτον τους δια των τριών χρωμάτων της γαλλικής σημαίας χρωματισμένους τοίχους της αιθούσης· διότι ο νέος, το λέγομεν εν παρόδω, ηγάπα πολύ τους Γάλλους, κυρίως δια το πολυχρώματον αυτών».

 

  1. Ρητορική ερώτηση

he rhetorical question)

 

Πρόκειται για ένα ευρέως γνωστό τέχνασμα που χρησιμοποιείται στη λογοτεχνία και συχνά συνυφαίνεται με ειρωνική διάθεση.

Στο παρακάτω χωρίο η Πλουμού απευθυνόμενη προς την κυράτσα της Σουλτανίτσα την προτρέπει να μην είναι «τόσον μυγιόγκιχτη» κι αναρωτιέται:

 

«[…] μπρος τα κάλλη τα’ είν’ ο πόνος; […]».

 

  1. Υποκριτικό σφάλμα ή άγνοια

(Pretended error or ignorance)

 

Οι τεχνικές που βασίζονται στην υποκρισία μοιάζουν μεταξύ τους και παραπέμπουν στην έννοια του ψεύδους, όπως την αναλύει ο Jankélévitch και την συσχετίζει με την ειρωνεία. Όπως χαρακτηριστικά επισημαίνει, ο ψεύτης κι ο είρωνας είναι κι οι δυο ψευδολόγοι, που δεν πέφτουν σε αμηχανία και διατηρούν τον έλεγχο των αντιλογιών.

Στο Κεφάλαιο Θ΄, ο Λιγαρίδης μένει εμβρόντητος όταν παρατηρεί πως στο λαιμό της η Χιώτισσα Ελβίρα, την οποία γνώρισε στη Νέα Υόρκη όπου και σπούδαζε, έφερε την εικόνα του πατέρα της, την οποία ταυτοποίησε στο πρόσωπο του θείου του Μαλουκάτου. Ωστόσο, όταν ερωτήθη από τον ζωγράφο Ιωνά αν αναγνωρίζει το πρόσωπο αυτό, εκείνος δεν αποκάλυψε τίποτα, αλλά αντίθετα υποκρίθηκε ότι δεν γνώριζε, για να μην χάσει την κληρονομιά του θείου του:

 

«[…] αλλ’ οποία υπήρξεν η έκπληξίς μου, ότε ανεγνώρισα εις την εικόνα ταύτην την φυσιογνωμίαν του θείου μου Μαλουκάτου, και επομένως εσυμπέρανα ότι η λεγομένη Ελβίρα είναι η Μαριέτα, μονογενής αυτού θυγάτηρ και εξαδέλφη μου, αιχμαλωτισθείσα τω όντι κατά την καταστροφήν της Χίου εν ηλικία δέκα μηνών μετά της τροφού αυτής. Μείνας ως κεραυνοβολημένος ολίγον έλειψε να προδοθώ υπό της αιφνιδίου ταύτης εκπλήξεως μου· αλλ’ όμως περιστείλας την ταραχήν μου υπεκρίθην ότι παρατηρώ μετά προσοχής την εικόνα και αποδόσας αυτήν προς την λεγομένην Ελβίραν, “δεν ενθυμούμαι”, είπον, μετά βεβιασμένης αδιαφορίας, “ότι είδον ποτέ επί ζωής μου τοιαύτην φυσιογνωμίαν” […]· εάν δε τώρα μάθη ότι η Μαριέτα ζη, εγώ θέλω στερηθή της λαμπράς κληρονομιάς του θείου μου!».

 

  1. Υποκριτική επίθεση κατά του αντιπάλου του θύματος

(Pretended attack upon the victims opponent)

 

Η υποκριτική επίθεση κατά του αντιπάλου του θύματος αποτελεί επίσης τεχνική της απρόσωπης ειρωνείας και είναι παρεμφερής με εκείνη του επαίνου μέσω κατηγορίας.

Στο Κεφάλαιο Β΄, ο Βαρθόλδυς επιδιώκει να συναντήσει τον Κοραή, καθώς χαρακτηρίζει το σύγγραμμά του ως «τυφλόν, ανόητον, ηλίθιον και μωρόν», τον επισκέπτεται προκειμένου να του δοθούν οι απαραίτητες εξηγήσεις:

 

«Πνέων οργήν και εκδίκησιν έτρεξα την επαύριον πρωί διά να μάθω που κατοικεί ο αυθάδης ούτος Γραικύλος, όστις απετόλμα να εξυβρίζη τοιουτοτρόπως το σοφόν τούτο σύγγραμμά μου, καθώς και να εξομοιοί τα εξευγενισμένα της πεφωτισμένης Ευρώπης έθνη προς τους αμαθείς και βαρβάρους λαούς της Ανατολής […]·

“Τι αγαπάτε, Κύριε;” […]

“[…] ήλθα μόνον να ζητήσω παρά σου επίσημον ικανοποίησιν δια τας κατ’ εμού αναιδείς ύβρεις σου.” […] “Είμαι” […] “ο περιηγητής Βαρθόλδυς […]”.

Ο γέρων δεν εταράχθη μεν ουδόλως ακούσας το όνομά μου, ρίψας όμως επ’ εμού ζωηρά βλέμματα, εκφράζοντα μάλλον περιφρονητικόν τινα οίκτον ή αγανάκτησιν, “και ποίαν τινά ικανοποίησιν επιθυμείτε, κύριε Βαρθόλδυ, παρ’ εμού”, με είπεν υπομειδιών.

“Την διά του πυροβόλου ή του ξίφους· με είναι αδιάφορον· είμαι γυμνασμένος εις όλα γενικώς τα είδη μονομαχίας” […]».

 

  1. Παραπλανητική παρουσίαση ή εσφαλμένη επιχειρηματολογία

(Misrepresentation, or false statement)

 

Στην ίδια μορφή της λεκτικής ειρωνείας, ανήκει και η τεχνική της παραπλανητικής παρουσίασης ή της εσφαλμένης επιχειρηματολογίας. Ο είρωνας υποστηρίζει κάτι που, κατά κοινή ομολογία, θεωρείται ψευδές ή αρνείται κάτι που είναι κοινώς αποδεκτό.

Στο Κεφάλαιο Α΄, βασικό σημείο αναφοράς αποτελεί ο αλαζονικός μιμητισμός του «περινούστατου» και κληρονόμου σημαντικής περιουσίας νέου Καλλίστρατου, ο οποίος περιγράφεται ως το «βαρόμετρον του δυτικού συρμού». Η περιγραφή της καθημερινής ζωής του αποδίδει την τρυφηλότητα και τον ξιπασμό των νεόπλουτων της ελληνικής πρωτεύουσας και τον γελοίο μιμητισμό καθετί ευρωπαϊκού. Στο ακόλουθο χωρίο, σύμφωνα με την Κ. Κωστίου, το θύμα της ειρωνείας παρουσιάζεται ψευδώς θετικά μέσω «ευρωπαϊκών» και κοσμικών αρετών ξένων στην κοινή αντίληψη:

 

«Ο Καλλίστρατος λοιπόν εκπαιδευθείς εις την πεφωτισμένην Ευρώπην, έχων πλήρες κάλλους, ευγενείας και ηρωισμού όνομα και εξοδεύων αφθόνως τα χρήματα του μακαρίτου πατρός αυτού Γιάννη, εισήχθη λίαν ευκόλως και αμέσως εις όλας τας συναναστροφάς των Αθηνών, παρευρίσκετο εις όλους τους χορούς της αυλής και προσεκαλείτο εις όλα τα διπλωματικά γεύματα των υπουργών και ξένων πρέσβεων· όλοι δε οι μεγάλοι πολιτικοί της πρωτευούσης (και μάλιστα οι Ευρωπαίοι) εθαύμαζον εκάστοτε την μεγάλην αυτού αγχίνοιαν, τας υψηλάς γνώσεις και την ευγενή συμπεριφοράν, και προσέθεσαν εις το σχοινοτενές όνομα του Καλλιστράτου την προσηγορίαν le genie Grec, ο περινούστατος Έλλην· και αληθώς δεν υπήρχεν έθιμον, ή συρμός ευρωπαϊκός, τον οποίον ο Καλλίστρατος να μην εμιμείτο αμέσως, και μάλιστα να μη φέρη εις το άκρον της τελειότητος […]».

 

  1. Εσωτερική αντίφαση

(Internal contradiction)

 

Μια ακόμα τεχνική της απρόσωπης ειρωνείας είναι η εσωτερική αντίφαση. Όταν ο είρωνας αδυνατεί να στηριχθεί στις γνώσεις του αναγνώστη, τότε μπορεί να του δώσει, μέσα από μια ενδοκειμενική αντίφαση, στοιχεία για την αποκάλυψη του αληθινού νοήματος.

Στο απόσπασμα που ακολουθεί και πάλι από το Κεφάλαιο Α΄ ο είρωνας υπονομεύει το θύμα του:

 

«Ο Κώλιας λοιπόν του Γιάννη αγωγιάτου Τραπεζουντίου κατά την εν τη πεφωτισμένη Ευρώπη περιήγησιν αυτού ενόμισε κατάλληλον να μεταβάλη επί το ευγενικώτερον το μεν Κώλιας εις το Καλλίστρατος, το δε Γιάννης εις το Ευγενίδης, το δε αγωγιάτου εις το αγωνιστού, και το Τραπεζούντιος εις το Τραπεζίτης· και ούτως εσφυρηλάτησε θαυμασίως το ωραίον αυτού όνομα, Καλλίστρατος Ευγενίδης Αγωνιστής και Τραπεζίτης· υπό δε το όνομα τούτο υπήρχε γνωστός εις όλον τον εντός και εκτός του κράτους κόσμον, και υπό τούτο το όνομα εξύμνουν οι εφημεριδογράφοι της πρωτευούσης τας πατρογονικάς σπανίας αυτού αρετάς, οσάκις επλήρωνεν ανά 30 λεπτά τον στίχον εις μετρητά, και τακτικώς την εξαμηνιαίαν αυτού συνδρομήν».

 

  1. Εσφαλμένος συλλογισμός

(Fallacious reasoning)

 

Σ’ αυτήν την μορφή απρόσωπης ειρωνείας, ο είρωνας μπορεί ν’ αποκαλύψει πως αυτό που λέει δεν είναι αυτό που εννοεί, μέσα από έναν θεληματικά λανθασμένο συλλογισμό ή αφορισμό, όπως στο χωρίο που έπεται, όπου ο Πηγαδοστομίδης ισχυρίζεται πως:

 

«[…] η συνείδησις, φίλε Λιγαρίδη, είναι αδυναμία των μικρονόων ψυχών, αι δε αμαρτίαι, ως σε είπα πολλάκις, είναι ιδέαι. […]».

 

  1. Υφολογικά σηματοδοτημένη ειρωνεία

(Stylistically signaled irony)

 

Στην ίδια μορφή ειρωνείας ανήκει και η τεχνική της υφολογικά σηματοδοτημένης ειρωνείας, η οποία δύναται να πάρει τις ακόλουθες μορφές: ειρωνικός τρόπος (the ironical manner), υφολογική τοποθέτηση (stylistic placing), ψευδοηρωικό (mock heroic), μπουρλέσκο (< burla) και παρενδυσία (travesty).

 

α. Ειρωνικός τρόπος

he ironical manner)

 

Ο ειρωνικός τρόπος χαρακτηρίζεται από πομπώδες ή επιτηδευμένο λεξιλόγιο ή ακόμα από λαϊκό ιδιόλεκτο ή προφορά.

Στο Κεφάλαιο Α΄, ο Πιτσιπιός ψέγει τη δυτικομανία του νεοπαγούς ελληνικού κράτους και διακωμωδεί τη δουλική μίμηση του συρμού. Αποδίδοντας στον Καλλίστρατο το προσωνύμιο le genie Grec εκτοξεύει προς αυτόν βέλη ειρωνείας:

 

«[…] όλοι δε οι μεγάλοι πολιτικοί της πρωτευούσης […] εθαύμαζον εκάστοτε την μεγάλην αυτού αγχίνοιαν, τας υψηλάς γνώσεις και την ευγενή συμπεριφοράν, και προσέθεσαν εις το σχοινοτενές όνομα του Καλλιστράτου την προσηγορίαν le genie Grec, ο περινούστατος Έλλην […]».

 

Στο παρακάτω απόσπασμα του Πίθηκου Ξούθ, το επιτηδευμένο λεξιλόγιο σε συνδυασμό με το εξελληνισμένο όνομα του γραμματέα και την περιγραφή μιας τελετουργίας που προσιδιάζει σε σοβαρότερες ενασχολήσεις από αυτές του ήρωα, συνιστούν ένα καλό παράδειγμα ειρωνικού τρόπου:

 

«Μετά δε το γεύμα ο Καλλίστρατος, αφού συνδιελέγετο ολίγον μετά των φίλων αυτού, μετέβαινεν εις το σπουδαστήριον, όπου εξαπλούμενος επί σκίμπορδος και καπνίζων μακράν πίπαν ηκροάζετο τον γραμματέα αυτού Μαρκεζοδελατουρναμπρόσσαν (Marquis de la Tourne-broche) ευγενή Γάλλον, όστις ιστάμενος όρθιος ενώπιον του Καλλιστράτου, ήρχιζε την ανάγνωσιν όλων των δημοσίων και ιδιωτικών εγγράφων και επιστολών […]».

 

Στο Κεφάλαιο ΙΓ΄, όπου ο Ξούθ βρίσκεται βαριά άρρωστος στο κρεβάτι, ο γιατρός  Καλαθούνας, διέγνωσε πως ο πυρετός θεραπεύεται «δι’ ενός μυριοστημορίου της σταγόνος του εν τη δεκάτη τρίτη θέσει του κιβωτίου μου αριθ. 322 υγρού», την οποία:

 

«[…] θέσας εις κύμβην (φλυτζάνη) προσέφερεν εις τον Λιγαρίδην λέγων: “Προσέξατε, ώστε η εις τεσσαράκοντα μέρη διαίρεσις του ύδατος να γίνη ακριβής, άλλως δεν υπάρχει ελπίς σωτηρίας διά τον πάσχοντα […]”».

 

Συχνά, η χρήση τοπικού ιδιολέκτου δημιουργεί μια μορφή γλωσσικής ετερότητας, η οποία λειτουργεί σατιρικά ή ειρωνικά.

Αντιπροσωπευτικό δείγμα ειρωνικού τρόπου αποτελεί ο διάλογος ανάμεσα στη Χιώτισσα υπηρέτρια Πλουμού και την Κωνσταντινοπολίτισσα αριστοκράτισσα Σουλτανίτσα, ο οποίος διαγράφει τις αντίστοιχες γλωσσικές και κοινωνικές αντιθέσεις της εποχής. Ο Πιτσιπιός κριτικάρει τη νεόπλουτη αθηναϊκή κοινωνία και τον ευρωπαϊκό περιηγητισμό.

 

«- Κιαράτσα! η μαδόνα μου μ’ έστειλενε να δω αν εξυπνήσετενε κι α θέτενε να σας χτενίσω.

– Σε είπα, Πλουμού, να μη μεταχειρίζεσαι ποτέ, και μάλιστα όταν ομιλής προς εμέ, το βαρβαρικόν τούτο επίθετον κυράτσα. Κυράτσες εις την Κωνσταντινούπολιν λέγουν τας Ψωμαθιανάς· σε είπα να με λέγης κυρίαν.

– Έλα, Χριστέ και Παναγιά! εγώ σας είπα ψωματάρα; πού πίνω νερό στ’ όνομά σας!

– Δεν σε είπα τούτο! αλλά σε είπα ό,τι και άλλοτε, δηλαδή να μάθης να ομιλής ορθώς.

– Εγώ πάντα τα λέγω ορτά και κοφτά· μα ε ξέρω να τα πω περί δια γραμμάτου, εν το ζάρανε στη Χίο να πηγαίνουν στο σκολειό

– Καλά λέγουσιν ότι όλαι αι Χίαι είσθε ανόητοι.

– Όγεσκε δα να σας χαρώ! μπορεί να μην έχωμεν τον ίδιο νου με σας, μα δεν είμεσθεν ανόητες. Να δήτενε στον τόπον μου στη Χιό της κοπελούδες, σα βγαίνουνε φαντίνες, θα χάσετενε το νου σας!… Πόσα πράματα ξέρουνε! είναι καλές νοικοκιουρές, βγάζουνε σιμιδάλι, ανοίγουνε κρούστα και πλέκουνε μιάν κάρτσα την ημέρα.

– Και ψιμμυθίζονται ως μορμολύκεια.

– Τίκκε;

– Δηλαδή αλείφονται σουλουμάν και κοκκινάδι, ώστε προξενούσιν αηδίαν».

 

β. Ψευδοηρωικό

(Mock heroic)

 

Το ψευδοηρωικό είναι ακόμα μια μορφή υφολογικά σηματοδοτημένης ειρωνείας, που ανήκει στην τεχνική της απρόσωπης ειρωνείας. Το σατιρικό ψευδοηρωικό παρουσιάζει ένα ταπεινό θέμα με γλώσσα που προσιδιάζει σε μεγαλειώδη ή επιβλητικά θέματα. Η ασυμφωνία ανάμεσα στο θέμα και στο ύφος υπογραμμίζει την ευτέλεια του πρώτου. Μερικές φορές πρόθεση του ψευδοηρωικού μπορεί να είναι το παιχνίδι, άλλοτε η έκφραση συμπάθειας ή ακόμη η αυτοπροστασία.

Το ακόλουθο απόσπασμα από το Κεφάλαιο Α΄ του Πίθηκου Ξούθ συνιστά ενδεικτικό παράδειγμα αυτής της μορφής της υφολογικά σηματοδοτημένης ειρωνείας:

 

«Ο ημερούσιος βίος του Καλλιστράτου υπήρχεν επίσης αυστηρώς κανονισμένος κατά την συνήθειαν των ευγενών της δύσεως νέων· εγειρόμενος της κλίνης περί τας εννέα προ μεσημβρίας παρουσιάζετο ενώπιον της εν τη αιθούση εικόνος του πατρός αυτού, επακολουθήσης αυτόν πάσης της εαυτού θεραπείας, ης προηγείτο ο πίθηκος Ξουθ, και ησπάζετο μετά κατανύξεως την πατρικήν χείρα· ακολούθως δε ο πίθηκος Ξούθ και οι λοιποί υπηρέται, γονατίζοντες ενώπιον της εικόνος και διασταυρούντες τας χείρας, ησπάζοντο μετ’ ευλαβείας τον πόδα του πρωταγωνιστού ήρωος της Ελλάδος· είτα δε μετεφέροντο και έπραττον τα αυτά και ενώπιον της εικόνος της ενδόξου απογόνου των Πορφυρογεννήτων· μετά δε την εθιμοταξίαν ταύτην, οι μεν λοιποί υπηρέται απήρχοντο μετά σιωπής έκαστος εις τα έργα αυτού, ο δε Καλλίστρατος μετά του θαλαμηπόλου Ξούθ μόνου εισήρχετο εις το καλλωπιστήριον, όπου αφού εξυρίζετο δια των περιφήμων ξυραφίων του μεγάλου Αλεξάνδρου, ενίπτετο, εκαθάριζεν επιμελώς τους όνυχας, έτριβε τους οδόντας, και απέσπα δι’ αργυράς λαβίδος τινάς τρίχας εκ του μετώπου και των μυκτήρων αυτού, και ήλειφε την κεφαλήν διά μύρων και άλλων διαφόρων αρωματικών. Καθ’ όλην δε την εργασίαν ταύτην, παρατεινομένην πολλάκις μέχρι μεσημβρίας, ο πίθηκος Ξουθ ίστατο γονυπετής κρατών εις τας χείρας και προσφέρων εκάστοτε μετά σιωπής εις τον ευγενή αυτού δεσπότην το αναγκαιούν απόμακτρον ή μύρον· μετά δε το τέλος της εργασίας ταύτης ο Καλλίστρατοςμεταβαίνων εις το εστιατόριον έκαμνε το υπ’ αυτού ονομαζόμενον αποκαλλωπιστήριον πρόγευμα και μετά ταύτα καταβαίνων της οικίας εισήρχετο εις την λαμπράν αυτού άμαξαν, επί της οποίας ήσαν εζωγραφισμένα τα οικογενειακά παράσημα, έχων όπισθεν της αμάξης δύο υπηρέτας, εξ ων ο μεν έφερε στολήν λοχαγού της φάλαγγος, ο δε χτυσοϋφαντον ευρωπαϊκού υπηρέτου στολήν, και απήρχετο προς επίσκεψιν εκάστου των υπουργών και ευρωπαϊκών πρέσβεων. Αφού δε διεπραγματεύετο εκεί όλα τα μεγάλα πολιτικά συμφέροντα της ημέρας, διευθύνετο προς το τέλος της οδού του Αιόλου, όπου κατώκει μετά της ευγενούς αυτής οικογενείας η ωραία Σουλτανίτσα, βασίλισσα της καρδιάς του Καλλιστράτου· διαμένων δ’ εκεί μέχρι της τετάρτης μετά μεσημβρίαν διηγείτο προς αυτήν όσα ωμίλησε μετά των υπουργών και ξένων πρέσβεων, και συσκεπτόμενος και λαμβάνων τας οδηγίας αυτής περί του μεγάλου μέλλοντος της Ελλάδος, επέστρεφεν εις την οικίαν αυτού, όπου εισερχόμενος εις το καλλωπιστήριον έκαμνε τον ονομαζόμενον καλλωπισμόν του γεύματος, και μετά ταύτα εγευμάτιζε μετά των φίλων αυτού, εάν δεν ήτο προσκεκλημένος παρά τινι ευρωπαϊκω πρέσβει».

 

γ. Μπουρλέσκο

 

Μια από τις εκδοχές της υφολογικά σηματοδοτημένης ειρωνείας είναι και η επική μεταμφίεση ή διαφορετικά το μπουρλέσκο. Με τον όρο αυτό, ο Muecke προσδιορίζει το αντίθετο του ψευδοηρωικού, δηλαδή το ευτελές ύφος που συνδέεται με ένα υψηλό θύμα. Το μπουρλέσκο βρίσκεται σε στενή σχέση με την παρωδία. Ωστόσο, οι προϋποθέσεις αναγνώρισης και αποκωδικοποίησης του μπουρλέσκου απαιτούν λόγιο κοινό.

 

«[…] στοιχηματίσας δε ποτε ο ρηθείς λόρδος κατά τον Αύγουστον μήνα μετά τινος Κόμητος εκ των φίλων αυτού, ότι εις τας 28 του Νοεμβρίου μηνός δεν θέλει βρέξει εις Λονδίνον και ψευσθείς της ελπίδος, διότι δι’ όλης εκείνης της ημέρας έπεσε ραγδαία βροχή, ο λόρδος μη καταδεχόμενος να φανη ότι ενικήθη πληρώνων προς τον Κόμητα τας δέκα λίρας, τας οποίας είχον προσδιορίσει ως πρόστιμον του στοιχήματος, απηγχονίσθη την νύκτα αφ’ ενός των στύλων της κλίνης αυτού […]».

 

δ. Παρενδυσία

ravesty)

 

Η παρενδυσία είναι μια μορφή παρωδίας μπουρλέσκο, μια σκόπιμα, δηλαδή,  ανάρμοστη μίμηση υψηλού ύφους ή συμπεριφοράς. Όπως και το μπουρλέσκο, συχνά δεν έχει ειρωνικό σκοπό, αλλά απλώς διασκεδάζει ή, ίσως με κάποια κακεντρέχεια, ανατρέπει, ή και τα δύο.

Στο ακόλουθο απόσπασμα, η ηρωίδα μιμείται καθ’ υπερβολήν τους υψηλούς τόνους της αυθεντικής ερωτικής συμπεριφοράς με στόχο την εξαπάτηση του Καλλιστράτου, στον οποίο και απευθύνεται, ενώ εκείνος την έχει επισκεφθεί στην οικία της:

 

«Αί! όταν η ευαίσθητος γυνή αφοσιωθή εις εκείνον, τον οποίον άπαξ η καρδία αυτής έτυχε να εκλέξη, νομίζει ευτυχίαν όσας δι’ αυτόν δοκιμάζη θλίψεις και δυστυχίας· η πείνα, η δίψα, αι τρικυμίαι, το πυρ και ο σίδηρος δεν δύνανται να κλονίσωσι την αμετάτρεπτον αυτής σταθερότητα· το να γίνη θύμα του ειλικρινούς αυτής έρωτος, προξενεί εις αυτήν αγαλλίασιν· ο θάνατος είναι δι’ αυτήν χαρά, διότι φέρει μεθ’ εαυτής την ιδέαν του υπ’ αυτής λατρευομένου ειδώλου· αί! Καλλίστρατε, δια να αισθανθή τις αληθώς τον έρωτα, πρέπει να είναι γυνή! μόναι ημείς αι γυναίκες εγεννήθημεν προς τούτο· τινές μάλιστα εξ ημών, και κατ’ αυτόν ακόμη τον αιώνα της διαφθοράς και ιδιοτελείας είναι, φαίνεται, προωρισμέναι, ως εγώ, δια να δείξωσιν ότι επλάσθημεν ως τύπος και υπογραμμός της ειλικρινούς αφοσιώσεως και των τρυφερωτέρων αισθημάτων αφιλοκερδούς έρωτος· τοιαύτη υπήρξα αφ’ ότου σε είδον, και όλα ταύτα τα δεινά έλαβον προ οφθαλμών, εξ ότου η καρδία μου με ηνάγκασε να σε λατρεύω· η καρδία μου! Ήτις διά πρώτην φοράν ησθάνθη τα φλογερά βέλη του έρωτος εξ αιτίας σου […]».

 

  1. Υποτονισμός ή μετριοπαθής διατύπωση

(Understatement)

 

Στην απρόσωπη ειρωνεία ανήκει και η τεχνική του υποτονισμού ή της μετριοπαθούς διατύπωσης, την οποία ο Jankélévitch ονομάζει λιτότητα και μπορεί να λάβει τις εξής δύο μορφές: άρνηση του αντιθέτου και αντικατάσταση ενός μεγίστου ή υπερθετικού με το ελάχιστο.

Παραθέτω ενδεικτικά ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα άρνησης του αντιθέτου από το Κεφάλαιο ΙΑ΄, όπου η υπηρέτρια Πλουμού απευθυνόμενη στην Σουλτανίτσα της λέει:

 

«- Έχετε δίκιο κιαράτσα… κυρία… γιατί καμμιά φορά μερικές το παραξηλώνουνε και βγαίνουνε εις τον κάτω γιαλό, σαν οι μουτσουναριές στον Παρθένη· μα και σεις δα οι φραγκομαθημένες πολίτισσες δε βάζετενε χίλια πράματα; να μπη κανένας στην κάμερά σας φύρνετ’ ο νους του…… λάδια, αλείμματα, νερά πράσινα και κόκκινα, αμουλάκια, γυαλάκια, μπουρνιδάκια, θαρρείς πως είναι του Δομίνικου η σπετσαρία. Είν’ αλήθεια πως τα δικά σας μυρίζουνε, μα και τα δικά τους δε βρωμούνε […]».

 

  1. Υπερτονισμός, μεγαλοποίηση

(Overstatement)

 

Σύμφωνα με την κριτική, ο υπερτονισμός, η μεγαλοποίηση ή η υπερβολή είναι απαραίτητο συστατικό της παρωδίας, εφόσον μια απλώς ακριβής μίμηση του ύφους δεν θα είχε ειρωνικό αποτέλεσμα. Ωστόσο, κάτι τέτοιο δεν περιορίζει την έννοια της ειρωνείας και συχνά καταλήγει σε φάρσα. Χαρακτηριστικό της γνώρισμα είναι ο υπέρμετρος ενθουσιασμός εκ μέρους του αφηγητή.

Στο απόσπασμα που ακολουθεί περιγράφεται η επάνοδος του Καλλίστρατου Ευγενίδη το 1844 στην Αθήνα, έπειτα από περιηγήσεις ανά την Ευρώπη και η υπερβολική ευρωπαϊκή ειδωλολατρία της μεταεπαναστατικής Αθήνας. Εύκολα μπορεί κανείς να ανιχνεύσει την κοινόχρηστη αυτή τεχνική της απρόσωπης ειρωνείας:

 

«Ο Καλλίστρατος Ευγενίδης, αγωνιστής και τραπεζίτης, ενομίζετο ο πλουσιώτερος, ευφυέστερος, πολυμαθέστερος και ευγενέστερος νέος των Αθηνών· επιστρέψας κατά το έτος 1844 εκ των ανά πάσαν την πεφωτισμένην Ευρώπην σπουδαίων και μακρών αυτού περιηγήσεων, όπου είχε διδαχθή εν βραχει διαστήματι χρόνου όλα τα φιλολογικά, φιλοσοφικά, επιστημονικά, και πολιτικά μαθήματα, τας ωραίας τέχνας και πολλάς παλαιάς και νέας γλώσσας, κατώκει εν τη πρωτευούση της Ελλάδος […], περιμένων την άφευκτον ευκαιρίαν του να δυνηθή να ωφελήση διά των υψηλών γνώσεων, των εξόχων αρετών και της μεγάλης αυτού πείρας την πατρίδα, το έθνος, την ανατολήν και δύσιν και όλην την οικουμένην […].

[…] οι ράπται, οι υποδηματοποιοί, οι κουρείς, οι μυρεψοί, οι πιλοποιοί, και αι πλύστραι των Αθηνών ίσταντο αείποτε εκατέρωθεν της οδού, οσάκις το βαρόμετρον τούτο του δυτικού συρμού διέβαινε, δια να παρατηρήσωσιν αυτόν από κεφαλής μέχρι ποδών, να περιεργασθώσι και μυρισθώσι, και ούτω να κανονίσωσι πάσας τας πράξεις και επιχειρήσεις αυτών· διά κοινής γνωμοδοτήσεως διωρίσθη προστάτης του θεάτρου, πρόεδρος της φιλαρμονικής εταιρίας, έφορος της λέσχης, ρυθμιστής του Ιπποδρομίου, κανονιστής των δημοσίων εορτών και γενικός κοσμήτωρ και εισηγητής όλων των χορών της πρωτευούσης· και δικαίως ήθελεν ομοιώσει τις τον Καλλίστρατον προς ηθικόν βορβοροφάγον […]».

 

Στο Κεφάλαιο Ε΄, ο σωτήρας του Βαρθόλδυ Κάρολος Ροφέρος παρουσιάζεται ως εξής:

 

«Και η μεν φύσις είχε προικίσει τον άνδρα τούτον δια μεγάλων ηθικών προτερημάτων· διότι η γενναιότης, η φιλανθρωπία, η επιείκια, η χρηστότης των ηθών, η ευσέβεια, ο ορθός νους, και όλαι αι λοιπαί ηθικαί αρεταί του λογικού ανθρώπου διεκρίνοντο καθαρώς εις μέγαν βαθμόν τελειότητος εφ’ όλων των πράξεων […]».

 

Πιο κάτω, στο Κεφάλαιο Θ΄, η εικόνα του γέροντα Μαλουκάτου, θείου του Αναξαγόρα Λιγαρίδη, δίνεται ως εξής:

 

«[…] ο γέρων Μαλουκάτος […] ήτον άνθρωπος θεοσεβής, τίμιος, δίκαιος, φιλάνθρωπος, ευπροσήγορος και μεγαλοπρεπής, και, το σπανιώτερον μεταξύ των σημερινών Ελλήνων, αληθής και καθαρός Έλλην, χωρίς να πρεσβεύη, κατά τον εις Ελλάδα επικρατήσαντα ολέθριον και μωρόν πολιτικόν συρμόν, τα συμφέροντα ταύτης ή εκείνης της ξένης δυνάμεως. Η μόνη ίσως αδυναμία, την οποίαν ηδύνατό τις να παρατηρήση επί του ανθρώπου τούτου, ήτον η μεγάλη αυτού υπόληψις και σέβας εις τα παλαιά ήθη, έθιμα και αρχαίον πολίτευμα της πατρίδος αυτού Χίου. Και τοι δε εστερημένος συστηματικής παιδείας και των νεωτέρων ευρωπαϊκών γνώσεων, αλλ’ έχων εκ φύσεως υγιά νουν και ορθήν κρίσιν, ηδύνατο να θεωρηθή ως ο νουνεχέστερος και σοφώτερος άνθρωπος».

 

Η Πολίτισσα ερωμένη του Καλλίστρατου, Σουλτανίτσα, επί μια ολόκληρη δεκαετία κυριαρχεί στη κοσμική ζωή της πρωτεύουσας, όπως διαβάζουμε στο Κεφάλαιο ΙΑ΄:

 

«Η Σουλτανίτσα λοιπόν, καταντήσασα η στρόφιγξ της ελληνικής διπλωματίας, το βαρόμετρον της ευνοίας των εν τοις πράγμασι, και το κέντρον του κοινωνικού κύκλου των Αθηνών εθεωρείτο δικαίως ως συγκεντρώσασα εν εαυτή τας τρεις μεγάλας δυνάμεις των Μοιρών της μυθολογίας· η δε Αυλή, υπείκουσα εις την ακαταμάχητον φοράν του πολιτικού τούτου συρμού, εκούσα άκουσα συγκατέταξε την ωραίαν Σουλτανίτσαν εις τον αριθμόν των εκλεκτών δεσποινών, αίτινες προσεκαλούντο εις τους εν τοις ανακτόροις χορούς».

 

Στο ίδιο Κεφάλαιο, η Σουλτανίτσα δείχνει στην υπηρέτριά της Πλουμού μια φωτογραφία της κυρίας Λαφάρζαν, η οποία βρίσκεται στην εφημερίδα του συρμού, προκειμένου να την χτενίσει ομοιοτρόπως. Παρακάτω, μιλώντας γι’ αυτήν αναφέρει:

 

«[…] η κυρία αύτη, γεννηθείσα εν Παρισίοις εξ ευγενών γονέων, είχε λάβει την καλυτέραν ανατροφήν του συρμού· εγνώριζεν την μουσικήν, εχόρευε κάλλιστα, εχειροκρότει χαριέντως εις το θέατρον, ωμίλει γλαφυρώς περί παντός πράγματος, ενεδύετο φιλοκάλως και είχεν αναγνώσει όλα τα μυθιστορήματα από του Βαλτερσκόττου μέχρι της Σάνδης […]».

 

Στην τελευταία σελίδα του πρωτοφανούς τούτου συγγράμματος, ο Ξούθ ζητά άδεια από το αφεντικό του να υπάγει στη Σύρο, η οποία παρουσιάζεται ως:

 

«[…] η μάλλον πεπολιτισμένη πόλις της Ελλάδος […]».

 

  1. Ειρωνική έκθεση

(Irony displayed)

 

Στην περίπτωση της ειρωνικής έκθεσης, η οποία αποτελεί επίσης τεχνική της απρόσωπης ειρωνείας, ο είρωνας παρουσιάζει την κατάσταση παραλείποντας τις λεπτομέρειες που την διαφοροποιούν ή την αποδυναμώνουν, ώστε να φανούν καθαρά οι ασυμβατότητες.

Στο ακόλουθο χωρίο, το οποίο αφορά στην ωραία Σουλτανίστα, ο είρωνας χρησιμοποιεί αυτήν την τεχνική σε συνδυασμό με άλλες που την στηρίζουν και συνάμα την επικαλύπτουν:

 

«Ζώσα δε από δέκα περίπου ετών εν τη πρωτευούση της Ελλάδος υπό το σεμνόν της χηρείας όνομα, είχεν ελκύσει προς εαυτήν την γενικήν προσοχήν των κατοίκων των Αθηνών και συγκινήσει δια των εξόχων αυτής προτερημάτων και γοητευτικών θελγήτρων τας ευαισθήτους ψυχάς πολλών εκ των μεγάλων ανδρών και ενδόξων ηρώων της νεωτέρας Ελλάδος. Βεβαιούσι μάλιστα ότι υπό των τρυφερών αισθημάτων του ωραίου τούτου πλάσματος ηλεκτριζόμεναι αι πατριωτικαί κεφαλαί των πρωταγωνιστών της τελευταίας εν Αθήναις μεταπολιτεύσεως, ύψωσαν το ελληνικόν έθνος εις τον κολοφώνα της σημερινής αυτού τελειότητος, ευδαιμονίας και δόξης, και ότι από της εποχής ταύτης τα διατάγματα των διορισμών των πλείστων υπαλλήλων του κράτους εγράφοντο επί των γονάτων και καθ’ υπαγόρευσιν της αξιεράστου ταύτης δεσποινής».

 

Β. Αθώα ειρωνεία

(Ingénue Irony)

 

Στην περίπτωση της αθώας ειρωνείας, η οποία επίσης ανήκει στην κατηγορία της λεκτικής ειρωνεία, ο είρωνας αποσύρεται εν μέρει και παρουσιάζει επί σκηνής κάποιον αθώο ή αφελή, ο οποίος λειτουργεί ως φερέφωνό του και βλέπει ό,τι δεν μπορούν να δουν οι έξυπνοι. Τις περισσότερες φορές πρόκειται για χρήση προσωπείου ή για χαρακτήρες των οποίων η διαφορετική οπτική έρχεται σε αντίθεση με τη συνηθισμένη θεώρηση της πραγματικότητας. Σύμφωνα με τον Muecke, η αποτελεσματικότητα αυτού του είδους της ειρωνείας οφείλεται στην οικονομία των μέσων: κοινή λογική ή ακόμη αθωότητα ή άγνοια αρκούν για να δει κανείς μέσα από τις διαπλοκές της υποκρισίας και της εκλογίκευσης ή να διαπεράσει τα προστατευτικά πέπλα της σύμβασης και των συνηθισμένων ιδεών. Ο είρωνας δεν χρειάζεται να αναπτύξει όλες τις δυνάμεις του. Αυτή η τεχνική βρίσκεται πολύ κοντά σ’ εκείνη της δραματοποιημένης ειρωνείας.

Στο απόσπασμα που ακολουθεί, η οπτική της αφελούς υπηρέτριας Πλουμούς υπογραμμίζει την ειρωνική ένταση, καθώς αντιτίθεται στην οπτική της διεφθαρμένης κυρίας της Σουλτανίτσας:

 

«[…] παρατήρησον εις την εικόνα ταύτην της εφημερίδος τον νέον τρόπον του κτενίσματος της κεφαλής δια να με κάμης τας χωρίστρας· είναι του τελευταίου συρμού των Παρισίων κατά την κυρίαν Λαφάρζαν (Lafarge).

– Ουγού όμορφη πούν’ η έρημη! Αμμέ γιατί φορεί μαύρα; Ο πάγες της απέθανενε;

– Όχι, αλλ’ η κυρία αύτη, γεννηθείσα εν Παρισίοις εξ ευγενών γονέων, είχε λάβει την καλυτέραν ανατροφήν του συρμού· εγνώριζεν την μουσικήν, εχόρευε κάλλιστα, εχειροκρότει χαριέντως εις το θέατρον, ωμίλει γλαφυρώς περί παντός πράγματος, ενεδύετο φιλοκάλως και είχεν αναγνώσει όλα τα μυθιστορήματα από του Βαλτερσκόττου μέχρι της Σάνδης, τα οποία, αναπτερώσαντα την φυσικήν αυτής φαντασίαν, έκαμον να ελπίζη δικαίως ότι ταχέως έμελλε να γίνη σύζυγος κόμητός τινος υπουργού της οικονομίας, ή πρέσβεως εν Τουρκία· αλλά μείνασα ορφανή και πτωχή μετά τον θάνατον των γονέων αυτής, δια ν’ αποκατασταθή ανεξάρτητος, ηναγκάσθη να συζευχθή εις γάμον μετά τινος εργαστηριάρχου σιδηρουργού, Λαφάρζου ονομαζομένου· επειδή δε ούτος και οι συγγενείς αυτού, όντες άνθρωποι χυδαίοι και χωρίς ανατροφής, ωμίλουν πάντοτε περί εμπορίου και της οικιακής οικονομίας, η δε ευγενής αύτη κυρία, φύσει ευαίσθητος και μη δυναμένη να συμμορφωθή μετά τοιούτων ποταπών ανθρώπων, ευφυής δε και μεγαλοπράγμων, κατ’ αρχάς μεν κατέπεισε τον σύζυγον αυτής και έγραψε διαθήκην, δι’ ης άφηνεν αυτήν μόνην κληρονόμον· ακολούθως δε, αποθανόντος του Λαφάρζου, τα δικαστήρια κατεδίκασαν εις δια βίου δεσμά την ευγενή ταύτην κυρίαν, ως φαρμακεύσασαν τον σύζυγον αυτής· αλλ’ ο ευγενής τρόπος, δι’ ου η σύζυγος του Λαφάρζου υπερασπίσθη, και η κατά την δίκην επιδειχθείσα έξοχος αυτής ανατροφή, εγοήτευσαν επί τοσούτον τας ευαισθήτους των Γάλλων καρίας, ώστε ευθύς μετά την καταδίκην αυτής εδόθη το όνομα της Λαφάρζης εις όλα τα αριστουργήματα του συρμού της εποχής.

– Καλ’ είντα μου λέτενε; Κιαμέ σαν ήτανε τέτοια παράλυτη, είντα της ελιμπιστήκετενε κι εκείνοι και σεις, και θέτενε να μάμενετε και την σκουφωσιά της […]».

 

 

Στο έργο του Πιτσιπιού, η μεγαλοαστική οικία του νεαρού Καλλίστρατου Ευγενίδη, υπηρέτης του οποίου είναι ο επονομαζόμενος πίθηκος Ξούθ, μετατρέπεται σε μηχανή του χρόνου και παράλληλα σε μια αρένα, όπου τα ήθη του αιώνος και ο φλύαρος μιμητισμός τους αναμετριούνται με την αναζήτηση της αυθεντικότητας.

Θεωρώ πως η συγκεκριμένη ευτράπελη μυθιστορία δεν αποτελεί μονάχα ένα κωμικό χρονικό των περιπετειών του περιπλανώμενου και μεταμορφωμένου σε πίθηκο Βαρθόλδυ, ο οποίος ποζάρει σαν άλλος Οδυσσέας ή Αινείας, αλλά κάτι πολύ παραπάνω. Ο Πίθηκος Ξούθ δεν αποσκοπεί αποκλειστικά στην τέρψη και την ευχαρίστηση του αναγνωστικού κοινού της συγκαιρινής του εποχής, αλλά αντιθέτως αναδεικνύει τη γνήσια σατιρική φλέβα του δημιουργού του. Μέσα από τη σατιρική σπονδύλωση του φανταστικού αυτού πεζογραφήματος και την ευφυή αλληγορική μεταμόρφωση του Bartholdy σε ουραγκοτάγκο και την αθηναϊκή συμβίωσή του με τον Καλλίστρατο, ο βίος και η πολιτεία του οποίου δεν διαφέρουν από τον βίο και την πολιτεία ενός πιθήκου, ο Ιάκωβος Πιτσιπιός κατορθώνει να στηλιτεύσει τα κακώς κείμενα της εποχής, να καυτηριάζει τα κολάσιμα ιδιωτικά και δημόσια ήθη του αιώνα, τη σπουδαιοφάνεια, την αλαζονεία, την αγυρτεία, τη ματαιοδοξία, τη φιλοχρηματία, την τρυφηλότητα, τη γυναικεία φιλοκαλία, το νεοπλουτισμό και το μετα-επαναστατικό χαμαιλεοντισμό των ανθρώπων. Επιπροσθέτως, ο Πιτσιπιός διακωμωδεί τη δουλική μίμηση του συρμού, εκτοξεύει αιχμές για την τάση του εξευγενισμού και της βραχύχρονης ευρωπαϊκής παιδείας, ψέγει τη δυτικομανία και τη ξενομανία του νεοπαγούς ελληνικού κράτους των πρώτων οθωμανικών χρόνων αφενός και την προγονοπληξία αφετέρου, το φαινόμενο του «υπερευρωπαϊσμού κι «υπερελληνισμού αντιστοίχως, την ελληνική αλλά ταυτόχρονα και ευρωπαϊκή φενάκη που ταλανίζουν το νεοσυσταθέν τότε ελληνικό κράτος, τον κοινωνικό αριβισμό και τον «συβαριτικό βίο», υπογραμμίζει τη διάσταση ανάμεσα στο «είναι» και στο «φαίνεσθαι», σατιρίζει το σύνδρομο του περιηγητισμού και τη μόδα της συγγραφής ταξιδιωτικών εντυπώσεων που αντιγράφουν τυποποιημένα πρότυπα, χωρίς να υπάρχει ουσιαστική γνώση του τόπου που απεικονίζουν, και με αυτοσκοπό την γνωστοποίηση του συγγραφέα τους και τέλος τις αξιώσεις της νεοσύστατης αστικής αθηναϊκής τάξης, που καταδεικνύουν τον «πιθηκισμό» που χαρακτηρίζει τη μετα-επαναστατική ελληνική κοινωνία και τον δυτικό κόσμο.

Σ’ ολόκληρη την αφήγηση εκτοξεύονται σατιρικά βέλη, με ειρωνικές αιχμές, προς όλες τις κατευθύνσεις. Η ιδιοφυής αφηγηματική τεχνική, η αλληγορική διατύπωση, η συγκάλυψη των πραγματικών ονομάτων, οι κρυπτωνυμίες, τα παραπλανητικά ψευδώνυμα, η παραχάραξη τοπονυμιών και χρονολογήσεων, η χρήση προσωπείων, το σατιρικό πνεύμα και η απροκάλυπτη ειρωνική διάθεση διαμορφώνουν έναν ερμητικό και γεμάτο υπαινιγμούς λόγο, που επιτρέπει να διοχετευτούν ανώδυνα και χωρίς τον κίνδυνο της λογοκρισίας οι όποιες τολμηρές προσβολές, ύβρεις, πλεκτάνες, καταγγελίες, όλα εν γένει τα ασθενή σημεία της συγκαιρινής κοινωνίας του Πιτσιπιού.

Η θεωρία της πρόσληψης έγκειται στο πώς το εκάστοτε λογοτεχνικό κοινό αντιλαμβάνεται το λογοτεχνικό γίγνεσθαι, τα προϊόντα δηλαδή της λογοτεχνικής παραγωγής. Η έννοια της υποδοχής, της οικειοποίησης ενός έργου, διαφέρει ανά άτομα κι εποχές. Η λογοτεχνία λαμβάνει θέση αισθητικής εμπειρίας μέσα στην παραγωγική διαδικασία της κοινωνίας, ενώ ταυτόχρονα αποτελεί μέρος μιας έντονης επικοινωνιακής διαδικασίας. Η πρόσληψη ενεργοποιεί την κριτική ικανότητα του αναγνώστη, ο οποίος δίνει ποικίλες ερμηνευτικές εκδοχές, από διάφορες οπτικές γωνίες, καθώς τίποτα στην τέχνη δεν νοηματοδοτείται με μια μονάχα ερμηνευτική προσέγγιση. Ο δημιουργός συνθέτει το έργο του έχοντας στο μυαλό του τον ορίζοντα της προσδοκίας, ενώ  το κοινό – παραλήπτης διαβάζει, επεξεργάζεται, ξεκλειδώνει κι αξιολογεί τα δημιουργήματα με βάση τον ορίζοντα της εμπειρίας του (αισθητικές, κοινωνικές, αναγνωστικές, πολιτισμικές συνθήκες). Ο ορίζοντας των προσδοκιών αποτελεί το μεθοδολογικό κέντρο της θεωρίας του Jauss και ορίζεται ως σύστημα, δίκτυο ή πλέγμα προσδοκιών, μέσα από το οποίο ο αναγνώστης προσεγγίζει κάθε λογοτεχνικό έργο. Αυτόματα, από εποχή σε εποχή, το είδος της υποδοχής διαφοροποιείται, καθώς το κάθε έργο επενεργεί διαφορετικά σε κάθε αναγνώστη.  Έτσι, λοιπόν, το πρώτο αναγνωστικό κοινό κατέχοντας το συγκαιρινό με τη δημοσίευση του έργου συγκείμενο, τα κοινωνικά δηλαδή και πολιτικά συμφραζόμενα, τον κώδικα της εποχής, αντιλαμβανόταν πλήρως το στόχο του Πίθηκου Ξουθ και αποκωδικοποιούσε το κείμενο λέξη προς λέξη.

 

 

* Η Κλεοπάτρα Ζαχαροπούλου είναι πτυχιούχος Φιλολογίας και πρωτεύσασα του Πανεπιστημίου Πατρών, κάτοχος Μεταπτυχιακού Διπλώματος με τίτλο «Σύγχρονες προσεγγίσεις στη γλώσσα και στα κείμενα» και Πιστοποιητικού Συμπληρωματικής Εκπαίδευσης του Εθνικού Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών με θέμα  «Μαθησιακές δυσκολίες – δυσλεξία». Η πτυχιακής της εργασία «Ζητήματα ποιητικής και ιδεολογίας στο έργο του Ηλία Βενέζη και της Αιολικής Σχολής» βρίσκεται στο ΕΛΙΑ και η διπλωματική της διατριβή «Μακεδονικές Ημέρες: η διαμόρφωση του νεωτερικού λόγου στην πρωτεύουσα του βορρά και οι μεσοπολεμικές πνευματικές αναζητήσεις» στο http://nemertes.lis.upatras.gr. Το 2010 ταξινόμησε μαζί με την Άννα Κατσιγιάννη το αρχείο της Νένης Ευθυμιάδη. Έκτοτε εργάζεται ως εκπαιδευτικός στην ιδιωτική εκπαίδευση, ενώ παράλληλα αρθρογραφεί σε εφημερίδες και εκπαιδευτικά portal.

 


Σταχυολογώντας κοινωνιολογικές ιμπρεσιονιστικές θεωρίες και βιογραφικά ρινίσματα του Γκέοργκ Ζίμμελ

$
0
0
Του Γεωργίου Νικ. Σχορετσανίτη //

 

Georg Simmel. «Μητροπολιτική αίσθηση. Οι μεγαλουπόλεις και η διαμόρφωση της συνείδησης, και Κοινωνιολογία των αισθήσεων.»  Εισαγωγή Philippe Simay. Μετάφραση: Ιωάννα Μεϊτάνη. Εκδόσεις Άγρα, 2017

 

Μεταξύ των πολλών δοκιμίων  του Γκέοργκ Ζίμμελ, περιλαμβάνονται και ετούτα τα δύο που βρίσκονται στο μικρό βιβλιαράκι των εκδόσεων Άγρα. ‘Οι μεγαλουπόλεις και η διαμόρφωση της συνείδησης’, και η ‘Κοινωνιολογία των αισθήσεων’. Μέσα σ’ αυτά ο γερμανός κοινωνιολόγος, εξετάζει την επίδραση που έχει η καθημερινή λειτουργική διαδικασία της μεγαλούπολης στον ψυχισμό των κατοίκων της. Είναι λοιπόν προφανές ότι για τον συγγραφέα του δοκιμίου, μικρή σημασία έχει η μεγαλούπολη αυτή καθ’ εαυτή, αλλά οι ζώντες οργανισμοί που δραστηριοποιούνται σε αυτή.  Η ραγδαία και συνεχής δραστηριότητα και η εναλλαγή εσωτερικών και εξωτερικών ερεθισμάτων, ευθύνονται σε μεγάλο βαθμό, μας λέει ο Ζίμμελ,  για την τελική διαμόρφωση του ψυχολογικού υπόβαθρου και του ειδικού χαρακτήρα του ατόμου της πόλης, ο οποίος σημειωτέον είναι διαφορετικός σε σημαντικό βαθμό από εκείνον της κωμόπολης ή του χωριού, όπου  ρυθμίζονται περισσότερο από το θυμικό και τις συναισθηματικές σχέσεις των μελών της κοινότητας. Στη μεγαλούπολη λέει ο Ζίμμελ, ο άνθρωπος  ‘… δημιουργεί ένα προστατευτικό όργανο απέναντι στο περιβάλλον του, που απειλεί να τον ξεριζώσει με τους χειμάρρους  και τις αντινομίες του: δεν αντιδρά με το θυμικό, αλλά ουσιαστικά με τη νόησή του…’.

Ταυτόχρονα επιμένει στην αποστασιοποίηση των σχέσεων των μελών στις πόλεις, όπου η διακίνηση του χρήματος οδηγεί στο απρόσωπο των σχέσεων μεταξύ τους. Κι ακόμα, η οικονομία του χρήματος ‘γεμίζει ουσιαστικά την ημέρα τόσο πολλών ανθρώπων με υπολογισμούς, αριθμητικούς προσδιορισμούς’, με αποτέλεσμα στο τέλος την έκπτωση, ή καλύτερα την μετατροπή, των ποιοτικών αξιών σε ποσοτικές! Το χρήμα, μας λέει, γίνεται ΄…κοινός παρονομαστής όλων των αξιών, γίνεται ο πιο τρομακτικός ισοπεδωτής, κατατρώει δίχως σωτηρία τον πυρήνα των πραγμάτων, την ιδιαιτερότητά τους, την ειδική αξία τους, τη μοναδικότητά τους’.  Όλα τα παραπάνω  οδηγούν μαθηματικά στην    εμφάνιση της επιφυλακτικότητας των ανθρώπων απέναντι στους συνανθρώπους τους και τη δημιουργία ψυχρότητας και αδιαφορίας, κάτι που φαίνεται περίεργο στα μάτια του κατοίκου του χωριού και της κωμόπολης. Η επιφυλακτικότητα, στο τέλος καταλήγει να είναι άκρως απαραίτητη για την επιβίωση, σαν ένας τρόπος διατήρησης της ψυχικής και φυσικής απόστασης μεταξύ των ατόμων. Το κρίσιμο ίσως σημείο που εστιάζει το ενδιαφέρον του ο Ζίμμελ, είναι το γεγονός ότι η ζωή στην μεγάλη πόλη, όπως έχει διαμορφωθεί στις μέρες μας, και φυσικά σε μικρότερο βαθμό στις δικές του μέρες, είναι ότι αντί να αγωνιστεί ο άνθρωπος με τη φύση για την απόκτηση της καθημερινής του τροφής και ικανοποίηση των αναγκών του, για μια απαραίτητη δηλαδή πηγή εσόδων, επιδίδεται σε έναν αγώνα με κάποιον άλλο άνθρωπο!  Τον ελάχιστα γνωστό διπλανό του, ή έναν παντελώς άγνωστο.

Στο δεύτερο μέρος του βιβλίου, την ‘Κοινωνιολογία των αισθήσεων’, ο Γκέοργκ Ζίμμελ, αναφέρεται στον βασικό και αμφίδρομο ρόλο που παίζουν οι αισθήσεις για την κοινή ζωή των ανθρώπων μέσα στην πόλη. Έτσι από πολλές απόψεις, ετούτο το κείμενο θα μπορούσε να θεωρηθεί ως προέκταση ή καλύτερα συνέχεια του πρώτου δοκιμίου, ‘Οι μεγαλουπόλεις και η διαμόρφωση της συνείδησης’. Αλλά όμως η έρευνα εδώ έχει σαφώς νέες κοινωνιολογικές προεκτάσεις που αφορούν τις αισθήσεις και το ρόλο τους στις σχέσεις των ανθρώπων μέσα στην μεγαλούπολη, τουτέστιν την κοινωνική λειτουργία των αισθήσεων. Και πιο αναλυτικά, ο ρόλος που παίζει η όραση, η ακοή, η ομιλία και η όσφρηση στη σφαίρα των δημοσίων συναναστροφών. Αναγνωρίζει την όραση ως την κορωνίδα των αισθήσεων, γιατί χωρίς αυτή δεν θα μπορούσε να επιτελεστεί ουσιαστική κοινωνικοποίηση, ειδικά μέσα στις μεγαλουπόλεις, όπου ‘… η αντίληψή μας του άλλου ατόμου διαμορφώνεται  από στιγμιαίες οπτικές εντυπώσεις που καθιστούν αμήχανη και δυσχερή την εμπειρία του να απευθύνουμε το λόγο σε αγνώστους…’. Οι πληροφορίες που παρέχονται μέσω της ακοής και του λόγου είναι απλώς συμπληρωματικές εκείνων που μεταβιβάζονται μέσα από την όραση. Αλλά αυτή η τελευταία συναισθηματική ένωση, όμως, καταλήγει ο Ζίμμελ, δεν είναι άμοιρη περαιτέρω αποτελεσμάτων.  Με τα μάτια δεν μπορούμε να πάρουμε, λέει, χωρίς ταυτόχρονα να δώσουμε! Συνυφασμένο με την αίσθηση της όρασης, είναι και η έννοια του προσωπείου. Το πρόσωπο, ως όργανο έκφρασης, ‘… δεν δρα όπως το χέρι, το πόδι, όπως το σώμα όλο, δεν είναι ποτέ φορέας της εσωτερικής ή της εξωτερικευμένης συμπεριφοράς του ανθρώπου, αλλά απλώς την διηγείται…’.

Αναλύει σε βάθος τις αρκετά διαφορετικές σχέσεις του ματιού και του αυτιού προς τα αντικείμενά τους,  τις διαφορετικές κοινωνιολογικές σχέσεις που δημιουργούν στα άτομα των οποίων οι ενώσεις βασίζονται στην μία ή την άλλη αίσθηση. Όσον αφορά τώρα για τις άλλες, τις κατώτερες αισθήσεις, αυτές υστερούν σε κοινωνιολογική σημασία από την όραση και την ακοή, κάτι που δεν έχει εφαρμογή όμως στην περίπτωση της όσφρησης. Ειδικά για την τελευταία, μας αναλύει, ότι συχνά έχει σοβαρές συνέπειες στην κοινωνιολογική σχέση δύο φυλών οι οποίες έτυχε να ζουν στην ίδια επικράτεια. ‘…Η υποδοχή των νέγρων στην υψηλή κοινωνία της Βόρειας Αμερικής αποκλείεται και μόνο από τη σωματική αύρα που αναδίδει ο νέγρος. Συχνά αποδίδεται σε αυτή την αιτία η επανειλημμένη σκοτεινή αμοιβαία αποστροφή Εβραίων και γερμανικών φυλών…’.

Παρ’ όλα αυτά, θέλει να πιστεύει, ότι με την εκλέπτυνση του πολιτισμού μας, μάλλον θα βαίνει μειούμενη η αντιληπτική οξύτητα όλων των αισθήσεων, ενώ σε αντίθεση θα αυξάνεται η έκφραση της ευαρέσκειας και της απαρέσκειας που εκείνες προκαλούν. Για τον Γερμανό κοινωνιολόγο, η ζωή μέσα στη μεγαλούπολη θα συνεπάγεται μια ολοένα και περισσότερο επιλεκτική χρήση των αισθήσεων. Η εκτενής και λίαν κατατοπιστική εισαγωγή του Philippe Simay, που βρίσκεται στην αρχή του βιβλίου, διαφωτίζει κάποιες πτυχές του κειμένου, ξένες στον αδαή αναγνώστη που δεν έχει έρθει σε επαφή ξανά με το έργο του γερμανού κοινωνιολόγου.

 

Ο κοινωνιολόγος, φιλόσοφος και κριτικός, Γκέοργκ Ζίμμελ (Georg Simmel, 1858-1918) γεννήθηκε την 1η Μαρτίου του 1858 στην καρδιά του Βερολίνου, στη γωνία των δρόμων  Friedrichstrasse και Leipzigerstrasse. Το συγκεκριμένο μέρος για όποιον δεν γνωρίζει, αντιστοιχεί για πολλούς με την τοποθεσία στην πλατεία Times στη Νέα Υόρκη, ένα μέρος που ταίριαζε κυριολεκτικά με τη ζωή του η οποία βρέθηκε στη διασταύρωση πολλών κινημάτων και  έζησε και επηρεάστηκε  έντονα από τα πολιτιστικά ρεύματα των εποχών του. Ήταν, με άλλα λόγια, ένας σύγχρονος αστικός άνδρας, χωρίς ρίζες, όμως, στην παραδοσιακή λαϊκή κουλτούρα της χώρας του. Έτσι δεν είναι τυχαίο που απ’ την αρχή τα βιβλία του χαρακτηρίστηκαν και πήραν τον τίτλο ‘έξυπνων μεν, αλλά με γεύση μητρόπολης’. Ταυτόχρονα, βρισκόταν κοντά, αλλά και μακρiά, ένας εν δυνάμει συνεχώς περιπλανώμενος, κι’ ας μην είχε κουνήσει απ’ τη θέση του για ένα χρονικό διάστημα, ένας από τους σημαντικότερους θεωρητικούς που ήρθαν στο προσκήνιο της γερμανικής φιλοσοφίας και των κοινωνικών επιστημών στο γύρισμα του αιώνα.

Ο Γκέοργκ Ζίμμελ ήταν ο νεότερος από τα επτά παιδιά. Ο πατέρας του, ένας επιτυχημένος  εβραίος  επιχειρηματίας, είχε ασπαστεί το Χριστιανισμό και πέθανε ενόσω ο Γκέοργκ ήταν ακόμα νέος. Ένας φίλος της οικογένειας, ο ιδιοκτήτης ενός μουσικού εκδοτικού οίκου, διορίστηκε τότε κηδεμόνας του μικρού αγοριού. Οι σχέσεις του Γκέοργκ Ζίμμελ με την αυταρχική μητέρα του ήταν μάλλον απόμακρες και ο ίδιος φαινόταν σαν να μην είχε οικογενειακές ρίζες, ένα ασφαλές δηλαδή περιβάλλον, μια βάση, ενώ την ίδια στιγμή μια αίσθηση περιθωριοποίησης και ανασφάλειας φάνηκε στο χαρακτήρα του  νεαρού Γκέοργκ. Μετά την αποφοίτησή του από το Γυμνάσιο, σπούδασε ιστορία και φιλοσοφία στο Πανεπιστήμιο του Βερολίνου με μερικούς από τους πιο σπουδαίους ακαδημαϊκούς της εποχής, όπως οι ιστορικοί Mommsen, Treitschke, Sybel και Droysen,  οι φιλόσοφοι Harms και Zeller, ο ιστορικός τέχνης Hermann Grimm,    οι  ανθρωπολόγοι Lazarus και Steinthal  και ο ψυχολόγος Bastian, και βεβαίως αρκετοί ακόμα πέρα απ’ τους αναφερόμενους.

 

Georg Simmel

 

Μέχρι τη στιγμή που έλαβε το διδακτορικό του στη φιλοσοφία, το 1881, (η διατριβή του είχε τίτλο ‘Das Wesen der Materie nach Kants physischer Monadologie’) ο Ζίμμελ  ήταν εξοικειωμένος με ένα ευρύ πεδίο γνώσεων γύρω από την ιστορία της φιλοσοφίας, της ψυχολογίας και των κοινωνικών  επιστημών. Οι γνώσεις του αυτές σημάδεψαν με έντονο τρόπο  ολόκληρη την μετέπειτα σταδιοδρομία του. Βαθιά συνδεδεμένος με το πνευματικό περιβάλλον της γενέτειράς του, του Βερολίνου, τόσο εντός όσο και εκτός του πανεπιστημίου, ο Ζίμμελ δεν ακολούθησε το παράδειγμα των περισσότερων Γερμανών ακαδημαϊκών ανδρών που συνήθως μετακινούνταν από το ένα πανεπιστήμιο στο άλλο, τόσο κατά τη διάρκεια των σπουδών τους όσο και μετά. Αντ’ αυτού, εκείνος αποφάσισε να μείνει στο Πανεπιστήμιο του Βερολίνου, όπου έγινε Privatdozent, κάτι περίπου σαν άμισθος υφηγητής, το 1885. Τα μαθήματα που παρέδινε εκεί,  κυμαίνονταν από τη λογική και την ιστορία της φιλοσοφίας, ως την ηθική, κοινωνική ψυχολογία, και κοινωνιολογία. Ακόμα δίδαξε Καντ, Σοπενχάουερ, Δαρβίνο και Νίτσε, μεταξύ των πολλών άλλων. Συχνά, κατά τη διάρκεια του ακαδημαϊκού έτους, προχωρούσε σε εξερεύνηση των νέων τάσεων στην μεταφυσική κοινωνιολογία. Υπήρξε πολύ δημοφιλής λέκτορας και οι διαλέξεις του σύντομα έγιναν σπουδαία πνευματικά γεγονότα, όχι μόνο για τους μαθητές του αλλά και για ολόκληρη την πολιτιστική ελίτ του Βερολίνου. Ωστόσο, η ακαδημαϊκή του καριέρα αποδείχτηκε ατυχής, μάλλον  τραγική θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε, άφοβα.

Για δεκαπέντε χρόνια, ο Ζίμμελ  παρέμεινε Privatdozent. Το 1901, όταν ήταν σαράντα τριών ετών, οι ακαδημαϊκές αρχές τελικά συναίνεσαν να του χορηγηθεί  ο βαθμός του Ausserordentlicher καθηγητού, κάτι σαν έκτακτου καθηγητού, ενός καθαρά τιμητικού τίτλου που  δεν του επέτρεπε όμως  να πάρει μέρος στις υποθέσεις της ακαδημαϊκής κοινότητας και απέτυχε να του αφαιρέσει το μακροχρόνιο στίγμα του αουτσάιντερ στο Πανεπιστήμιο. Την εποχή εκείνη ο Ζίμμελ ήταν ένας άνθρωπος του οποίου η φήμη είχε εξαπλωθεί και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, καθώς και στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής. Ήταν ήδη ο συγγραφέας έξι βιβλίων και περισσότερων από εβδομήντα άρθρων, πολλά από τα οποία είχαν μεταφραστεί στα αγγλικά, γαλλικά, ιταλικά, πολωνικά, και ρωσικά. Ωστόσο, κάθε φορά που ο Ζίμμελ προσπαθούσε να κερδίσει μια ακαδημαϊκή προαγωγή, η αίτησή του για περίεργο λόγο απορριπτόταν. Κάθε φορά που μια ανώτερη θέση προκηρυσσόταν σ’ ένα από τα γερμανικά πανεπιστήμια, ο Ζίμμελ κατέθετε εκ νέου τα απαιτούμενα δικαιολογητικά γι’ αυτή. Αν και στις αιτήσεις και στα πιστοποιητικά του υπήρχαν συστατικές επιστολές πολλών από τους κορυφαίους μελετητές και ανθρώπους της εποχής του,  το τελικό αποτέλεσμα ήταν η αποτυχία. Παρ’ όλες τις απογοητεύσεις όμως που έλαβε από την ακαδημαϊκή κοινότητα, θα ήταν λάθος να τον δούμε και να τον αντιμετωπίσουμε ως ένα πικραμένο αουτσάιντερ, γιατί συνέχιζε να διαδραματίζει ενεργό ρόλο στην πνευματική και πολιτιστική ζωή της πρωτεύουσας της Γερμανίας, του Βερολίνου, με συνεχή συμμετοχή σε διάφορους πολιτιστικούς κύκλους. Παρακολουθούσε τις συνεδριάσεις των φιλοσόφων και κοινωνιολόγων και ήταν συνιδρυτής, με τους Weber και Toennies, της Γερμανικής Εταιρείας Κοινωνιολογίας. Έκανε πολλούς φίλους στον κόσμο των τεχνών και των γραμμάτων. Χαρακτηριστικά υπήρξε στενός φίλος των δύο κορυφαίων ποιητών της Γερμανίας, των Ράινερ Μαρία Ρίλκε και Στέφαν Τζορτζ, ενώ τακτικά συνομιλούσε με καλλιτέχνες, κριτικούς τέχνης, δημοσιογράφους και συγγραφείς. Άνθρωπος της πόλης του, συχνά βρισκόταν στη διασταύρωση πολλών πνευματικών κύκλων, αλλά και απολάμβανε ταυτόχρονα την ελευθερία από τους όποιους περιορισμούς αυτής της  θέσης. Εδώ όμως πρέπει να τονίσουμε ότι η όποια αίσθηση άνεσης από την οποία διακρινόταν, ενισχυόταν από το γεγονός ότι ήταν απαλλαγμένος από οικονομικές ανησυχίες, αφού ο  κηδεμόνας του, είχε φροντίσει να του αφήσει μια σεβαστή περιουσία, έτσι ώστε δεν  τον βασάνιζαν οικονομικά προβλήματα, όπως τόσους Privatdozent και έκτακτους καθηγητές στο γερμανικό πανεπιστήμιο πριν τον πόλεμο. Στα χρόνια του Βερολίνου, ο Ζίμμελ και η σύζυγός του Γερτρούδη, την οποία είχε παντρευτεί το 1890, ζούσαν μια αρκετά άνετη ζωή. Η σύζυγός του ήταν φιλόσοφος και με το ψευδώνυμο Marie-Luise Enckendorf, δημοσίευε κείμενα πάνω σε ποικίλα θέματα, όπως η φιλοσοφία της θρησκείας και της σεξουαλικότητας. Το σπιτικό τους είχε γίνει κέντρο για συγκεντρώσεις και συζητήσεις ανάλογων θεμάτων, και παρά το γεγονός ότι ο Ζίμμελ βίωσε πολλάκις την άρνηση των ακαδημαϊκών επιτροπών επιλογής προσωπικού, απολάμβανε εν τούτοις την υποστήριξη και τη φιλία πολλών επιφανών ακαδημαϊκών ανδρών. Ο κοινωνιολόγος, πολιτικός και οικονομολόγος,  Μαξιμίλιαν Μαξ Βέμπερ (1864-1920), ο φιλόσοφος Χάινριχ Ρίκερτ (1863-1936), ο Έντμουντ Χούσερλ (1859-1938) και ο Αδόλφος φον Χάρνακ (1851-1930) σε επανειλημμένη βάση προσπάθησαν να του δείξουν με τον τρόπο τους την ακαδημαϊκή αναγνώριση που τόσο περίτρανα άξιζε. Όταν παρέδιδε μαθήματα, στην εξέδρα, ήταν σαν ένα είδος βιρτουόζου μιλώντας με απότομες χειρονομίες και στριφογυρίσματα, σταματώντας δραματικά και στη συνέχεια απελευθερώνοντας και εκστομίζοντας ένα χείμαρρο εκθαμβωτικών προσωπικών ιδεών και απόψεων. Εν όψει της τεράστιας επιτυχίας του Ζίμμελ ως λέκτορα, θα πρέπει να ήταν ιδιαίτερα ενοχλητικό για αυτόν, όταν τελικά κατάφερε τον πολυπόθητο ακαδημαϊκό στόχο του, να γίνει δηλαδή τακτικός   καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Στρασβούργου, ουσιαστικά στερήθηκε της ευκαιρίας να διδάξει στους φοιτητές του. Έφτασε στο Στρασβούργο, ένα επαρχιακό πανεπιστήμιο στα σύνορα μεταξύ Γερμανίας και Γαλλίας, το 1914, λίγο πριν όλες οι τακτικές δραστηριότητες του πανεπιστημίου διακοπούν από το ξέσπασμα του πρώτου παγκοσμίου πολέμου. Οι περισσότερες αίθουσες διδασκαλίας μετατράπηκαν τότε σε στρατιωτικά νοσοκομεία περίθαλψης τραυματιών. Η τελευταία του προσπάθεια να εξασφαλίσει μια πανεπιστημιακή έδρα στη Χαϊδελβέργη, σε δύο κενές θέσεις που δημιουργήθηκαν το 1915,  αποδείχτηκε ανεπιτυχής, όπως και οι προηγούμενες προσπάθειες. Λίγο πριν από το τέλος του πολέμου, στις 28 Σεπτεμβρίου 1918, ο Γκέοργκ Ζίμμελ πέθανε από καρκίνο του ήπατος.

Σε αντίθεση με όλους τους άλλους κοινωνιολόγους που αναφέρθηκαν παραπάνω,  το  ενδιαφέρον του Γκέοργκ Ζίμμελ για  την τρέχουσα επικαιρότητα και τα κοινωνικά και πολιτικά ζητήματα, ήταν γενικώς ελάχιστη. Περιστασιακά σχολίαζε άρθρα εφημερίδων για τα καθημερινά θέματα, όπως για παράδειγμα,  την κοινωνική ιατρική και τη θέση των γυναικών στην κοινωνία, αλλά χωρίς να επεμβαίνει ή αναλίσκεται περισσότερο. Υπάρχει, όμως, μια σημαντική εξαίρεση, εδώ! Με το ξέσπασμα του πολέμου, ρίχτηκε στον πόλεμο προπαγάνδας με πάθος και πρωτόγνωρη ένταση. ‘Αγαπώ τη Γερμανία’, έγραφε και θέλω να ζήσει και ‘ας πάνε στην κόλαση όλα όσα αφορούν τον πολιτισμό, την ηθική, την ιστορία, ή ο Θεός ξέρει τι άλλο’. Μερικά από τα γραπτά του, εν καιρώ πολέμου, είναι αρκετά επώδυνα για να τα διαβάσει κάποιος σήμερα, γιατί αποπνέουν ένα είδος υπερπατριωτισμού τόσο ξένου με την ανεξάρτητη προηγούμενη στάση στη ζωή του. Καθ’ όλη την καριέρα του, τα συναισθήματά του είχαν καταφέρει να διατηρηθούν σε μια απόσταση από τα συμβάντα, με ψυχρό  ορθολογισμό, αλλά  κατά τα τελευταία χρόνια της ζωής του, υπέκυψε στην επιθυμία για μεγαλύτερη εγγύτητα, επικοινωνία και επαφή με την κοινωνία.

Ο Ζίμμελ, ήταν παραγωγικός συγγραφέας. Περισσότερα από διακόσια άρθρα του εμφανίστηκαν σε περιοδικά και εφημερίδες κατά τη διάρκεια της ζωής του, και πολλά άλλα δημοσιεύθηκαν μετά θάνατον. Έγραψε δεκαπέντε σημαντικά έργα στους τομείς της φιλοσοφίας, της ηθικής, της κοινωνιολογίας και της πολιτιστικής κριτικής, και ακόμα άλλα πέντε ή έξι λιγότερο σημαντικά.  Μετά την διατριβή του, η πρώτη του δημοσίευση, με τίτλο ‘Über sociale Differenzierung’ (1890), ήταν αφιερωμένη στα κοινωνιολογικά προβλήματα, αλλά για μια σειρά ετών στη συνέχεια, δημοσίευσε κυρίως στον τομέα της ηθικής και φιλοσοφίας της ιστορίας, επιστρέφοντας στην κοινωνιολογία μόνο σε μεταγενέστερη χρονολογία. Τα δύο σημαντικά πρώιμα έργα του, τα ‘Προβλήματα της Φιλοσοφίας της Ιστορίας’ και οι δύο τόμοι στην ‘Εισαγωγή στην Επιστήμη της Ηθικής’, δημοσιεύθηκαν στα 1892-1893. Το 1900, ακολούθησε η ‘Φιλοσοφία του χρήματος’ (Philosophie des Geldes), ένα βιβλίο στο μεταίχμιο μεταξύ της φιλοσοφίας και της κοινωνιολογίας.  Μετά από κάποια κείμενα για τη θρησκεία, τον Καντ, τον Γκαίτε, τον Νίτσε και τον Σοπενχάουερ, ο Ζίμμελ προχώρησε στην σημαντική κοινωνιολογική εργασία του, την ‘Κοινωνιολογία’, το 1908.  Μεγάλο μέρος του περιεχομένου του, όμως, είχε ήδη δημοσιευθεί προηγουμένως σε άρθρα εφημερίδων. Ακολούθως στράφηκε μακρiά από κοινωνιολογικά ερωτήματα για σχεδόν μια δεκαετία, αλλά επέστρεψε με τον μικρό τόμο που δημοσιεύθηκε το 1917, τα ‘Βασικά ζητήματα   της Κοινωνιολογίας’. Τα άλλα βιβλία του, κατά την τελευταία περίοδο της ζωής του, ασχολούνταν με την πολιτιστική κριτική (Philosophisch Kultur, 1911), με κριτική λογοτεχνίας και τέχνης, (‘Γκαίτε’, 1913, και ‘Ρέμπραντ’, 1916), και με την ‘Ιστορία της Φιλοσοφίας’ (Hauptprobleme der Philosophie, 1910). Στην  τελευταία δημοσίευση του, ‘Άποψη για τη ζωή’ (Lebensanschauung, 1918), παραθέτει την φιλοσοφία που είχε εκπονήσει προς το τέλος της ζωής του για θέματα που τον απασχολούσαν φαίνεται έντονα.

Επειδή δεν ήταν σε θέση να αναπτύξει ένα συνεπές κοινωνιολογικό ή φιλοσοφικό σύστημα, δεν πρέπει να αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι ο Ζίμμελ δεν κατάφερε να δημιουργήσει δική του ‘σχολή’  ή να αφήσει  μαθητές πίσω του. Με τη συνηθισμένη του διαύγεια και αυτοσυνείδηση, σημείωσε τα  συναισθήματά του στο ημερολόγιο λίγο πριν από το αίσθημα του θανάτου του: ‘Ξέρω ότι θα πεθάνω χωρίς πνευματικούς κληρονόμους, όπως θα έπρεπε. Η  κληρονομιά μου θα είναι, τρόπον τινά σε μετρητά, θα διανεμηθούν σε πολλούς κληρονόμους…’.

Όπως και πράγματι έγινε! Μεταξύ των Αμερικανών κοινωνιολόγων που επηρεάστηκαν από τον Ζίμμελ, ήταν αναμφισβήτητα ο Ρόμπερτ Παρκ (Robert Park, 1864-1944). Όποιος διαβάσει το έργο του τελευταίου, δεν μπορεί να παραβλέψει τη βαθιά επίδραση που άσκησε πάνω του ο Ζίμμελ. Αλλά και πολλοί ευρωπαίοι επηρεάστηκαν αρκετά από τα κείμενά του. Σε αυτούς περιλαμβάνονται οι μαρξιστές φιλόσοφοι Γκέοργκ Λούκατς και Έρνστ Μπλοχ, ο φιλόσοφος και κοινωνιολόγος Μαξ Σέλερ, και αρκετοί ακόμα φιλόσοφοι, οι οποίοι αισθάνονται κυριολεκτικά ευγνωμοσύνη γι’ αυτόν, για τους δικούς τους ο καθένας λόγους!

 

 

Η αριστουργηματική Λίμνη του Alphonse de Lamartine και η μεταφραστική της τύχη στα ελληνικά γράμματα

$
0
0
Γράφει η Κλεοπάτρα Ζαχαροπούλου // *

 

Alphonse de Lamartine

 

Le lac

 

Ainsi, toujours poussés vers de nouveaux rivages,
Dans la nuit éternelle emportés sans retour,
Ne pourrons-nous jamais sur l’océan des âges
Jeter l’ancre un seul jour ?

Ô lac ! l’année à peine a fini sa carrière,
Et près des flots chéris qu’elle devait revoir,
Regarde ! je viens seul m’asseoir sur cette pierre
Où tu la vis s’asseoir !

Tu mugissais ainsi sous ces roches profondes ;
Ainsi tu te brisais sur leurs flancs déchirés ;
Ainsi le vent jetait l’écume de tes ondes
Sur ses pieds adorés.

Un soir, t’en souvient-il ? nous voguions en silence ;
On n’entendait au loin, sur l’onde et sous les cieux,
Que le bruit des rameurs qui frappaient en cadence
Tes flots harmonieux.

Tout à coup des accents inconnus à la terre
Du rivage charmé frappèrent les échos,
Le flot fut attentif, et la voix qui m’est chère
Laissa tomber ces mots :

 

« Ô temps, suspends ton vol ! et vous, heures propices,
Suspendez votre cours !
Laissez-nous savourer les rapides délices
Des plus beaux de nos jours !

« Assez de malheureux ici-bas vous implorent ;
Coulez, coulez pour eux ;
Prenez avec leurs jours les soins qui les dévorent ;
Oubliez les heureux.

« Mais je demande en vain quelques moments encore,
Le temps m’échappe et fuit ;
Je dis à cette nuit : « Sois plus lente » ; et l’aurore
Va dissiper la nuit.

« Aimons donc, aimons donc ! de l’heure fugitive,
Hâtons-nous, jouissons !
L’homme n’a point de port, le temps n’a point de rive ;
Il coule, et nous passons ! »

Temps jaloux, se peut-il que ces moments d’ivresse,
Où l’amour à longs flots nous verse le bonheur,
S’envolent loin de nous de la même vitesse
Que les jours de malheur ?

Hé quoi ! n’en pourrons-nous fixer au moins la trace ?
Quoi ! passés pour jamais ? quoi ! tout entiers perdus ?
Ce temps qui les donna, ce temps qui les efface,
Ne nous les rendra plus ?

Éternité, néant, passé, sombres abîmes,
Que faites-vous des jours que vous engloutissez ?
Parlez : nous rendrez vous ces extases sublimes
Que vous nous ravissez ?
Ô lac ! rochers muets ! grottes ! forêt obscure !
Vous que le temps épargne ou qu’il peut rajeunir,
Gardez de cette nuit, gardez, belle nature,
Au moins le souvenir !Qu’il soit dans ton repos, qu’il soit dans tes orages,
Beau lac, et dans l’aspect de tes riants coteaux,
Et dans ces noirs sapins, et dans ces rocs sauvages
Qui pendent sur tes eaux !Qu’il soit dans le zéphyr qui frémit et qui passe,
Dans les bruits de tes bords par tes bords répétés,
Dans l’astre au front d’argent qui blanchit ta surface
De ses molles clartés !Que le vent qui gémit, le roseau qui soupire,
Que les parfums légers de ton air embaumé,
Que tout ce qu’on entend, l’on voit et l’on respire,
Tout dise : « Ils ont aimé ! »Alphonse de Lamartine

 

Ελάχιστοι ξένοι ποιητές έγιναν ευρύτατα γνωστοί στους ελληνικούς μεταφραστικούς κύκλους όσο ο Alphonse de Lamartine (1790-1869). Το άστρο του μεσουρανούσε στη Γαλλία, τη στιγμή που στην ελληνική πρωτεύουσα είχε αρχίσει να επιβάλλεται με βήμα γοργό ο πεισιθάνατος ρομαντισμός. Ο Lamartine υπήρξε σπουδαίος ποιητής και πεζογράφος, ένας από τους κορυφαίους κι επιφανέστερους εκπροσώπους του γαλλικού ρομαντισμού, με διεθνή αναγνώριση και ακτινοβολία.

Στις 13 Μαρτίου του 1820 δημοσιεύτηκε η κατά τον Κ. Θ. Δημαρά αιθέρια ποιητική συλλογή ditations poétiques,  μια σειρά ποιημάτων υψίστου λυρισμού και μουσικότητας, η οποία αποτελεί ορόσημο και σφραγίζει την έναρξη της γαλλικής ρομαντικής ποίησης. Όπως επισημαίνει ο κριτικός Sainte-Beuve, οι ελεγείες αυτές προξένησαν αξέχαστη εντύπωση στη συγκαιρινή τους εποχή καθώς με τη δύναμη και τη νέα πνοή τους συνετέλεσαν στο μετασχηματισμό της γαλλικής ποίησης. Ουσιαστικά, πρόκειται για το μανιφέστο του γαλλικού ποιητικού ρομαντισμού, όπου ο Lamartine εξέφρασε πρώτος την πεμπτουσία του, την αρρώστια του αιώνα και την ενδοσκοπική μελαγχολία, που ενίοτε φτάνει στο όριο της καταλυτικής απόγνωσης.

Η συλλογή αυτή αποτελεί τον καρπό του συγκλονισμού του ποιητή από τον άτυχο έρωτά του για την θανάσιμα άρρωστη Julie Charles, την οποία γνώρισε το1816, στη λουτρόπολη του  Aix-les-Bains, στις όχθες της λίμνης του Bourget. Ο κριτικός Λανσόν έγραφε πως «κάθε στοχασμός είναι ένας στεναγμός», πως κάθε λέξη κρύβει κι ένα συγκινησιακό φορτίο που μεταδίδει τη μελαγχολία της προσωπικής του δοκιμασίας. Πράγματι, ο Lamartine θεωρούσε την ποίηση ενσάρκωση των πιο απόκρυφων παθών της καρδιάς, ένα είδος προσωπικής κι ανακουφιστικής κάθαρσης, συγκινησιακή διάχυση κι εκχείλιση δυνατών εμπειριών, γι’ αυτό και προβληματιζόταν για το αν θα έβρισκε τα κατάλληλα λόγια προκειμένου να  εκφράσει το ποίημα που υπήρχε στην ψυχή του. Όπως ισχυριζόταν ο ίδιος, «τα πιο γλυκά τραγούδια μιλούν για τις πιο πικρές μας σκέψεις».

Η δημοσίευση των Μελετών στέφθηκε με πρωτοφανή και μυθική για την εποχή επιτυχία, αφού, όπως επισημαίνει ο Κ. Θ. Δημαράς, έως τα τέλη του ίδιου έτους γνώρισαν επτά επανεκδόσεις, οι οποίες οφείλονταν στη μεγάλη αξία της λαμαρτινικής ποίησης αφενός κι αφετέρου στην ωριμότητα και τη προδιάθεση του κοινού να κατανοήσει και να θαυμάσει το έργο του. Η δόξα του Γάλλου ρομαντικού δεν περιορίστηκε στα στενά γεωγραφικά όρια της πατρίδας του, αλλά όπως τονίζει ο Αλ. Βυζάντιος:

 

« […] η τρυφερά αισθηματική η δακρυόεσσα ποίησις του Λαμαρτίνου εύρε πανταχού μιμητάς και θαυμαστάς, και αι αρμονικαί στροφαί της Λίμνης εβαυκάλισαν την σύγχρονον γενεάν. Αι Μελέται μετεφράσθησαν εις πάσας σχεδόν τας γλώσσας […]. Εν Ελλάδι μόνον μέχρι προ μικρού η ανάγνωσις του εξόχου τούτου προϊόντος του Γαλλικού Παρνασσού ην απόλαυσις ανέφικτος δια τους μη ευτυχήσαντας να εκμάθωσι την γλώσσαν του Ρακίνα. Είναι αληθές ότι ο Λαμαρτίνος εξήσκησε μεγίστην επί της μορφώσεως της νεωτέρας Ελληνικής ποιήσεως επιρροήν, ότι αντηχήσεις τινές κατά το μάλλον και ήττον επιτυχείς της αρμονίας εκείνου ανευρίσκονται εις πάντας σχεδόν τους περί τα τέλη της επαναστάσεως αναφανέντας ποιητάς και ότι εις τους στίχους του ποιητού της Κιθάρας ιδίως αναφαίνονται νωπαί και ζωηραί […] εντυπώσεις. Αλλ’ ενώ πολλοί εμιμούντο τον Λαμαρτίνον, ουδείς τον μετέφραζεν».

 

Το 1864 ο Άγγελος Βλάχος επέλεξε και δημοσίευσε στην Αθήνα είκοσι εννέα ποιήματα από την ανωτέρω συλλογή, την οποία ο Παλαμάς θεωρεί χαρακτηριστικό δείγμα της γόνιμης επίδρασης που άσκησε ο Lamartine στα νεοελληνικά γράμματα.

Στη συλλογή συμπεριλαμβάνεται και «Η λίμνη», καθαρώς ρομαντικό ποίημα, που χαρακτηρίζεται από την ευγένεια της ιδέας και την αρμονία της εκφράσεως του. «Η λίμνη» δύναται να θεωρηθεί ως ένα από τα αριστουργήματα του γαλλικού ρομαντισμού, καθώς πολύ νωρίς έγινε δημοφιλέστατο και γνώρισε τις περισσότερες μεταφράσεις σε διάφορες ευρωπαϊκές γλώσσες. Στην Ελλάδα το ποίημα είχε τεραστία απήχηση, ενώ βρήκε πρόθυμους μεταφραστές μεταξύ των γνωστότερων ποιητών της συγκαιρινής εποχής του, αλλά και μεταγενεστέρων.

Το θέμα του ποιήματος συνδέεται άμεσα με την προσωπική εμπειρία του ποιητή, ο οποίος κατορθώνει να εκφράσει την φιλοσοφική του ανησυχία περί της ανθρώπινης μοίρας, του πρόσκαιρου, παροδικού και εφήμερου χαρακτήρα της επίγειας ευτυχίας.  Στο συγκεκριμένο ποίημα, η φύση υπάρχει ως μια ανεξάρτητη οντότητα προς όφελος του ποιητή προσφέροντάς του ένα κατάλληλο σκηνικό για το δράμα της αγάπης του. Η λίμνη καθίσταται ερέθισμα και συνεργός στην ανάκληση της παρουσίας της Julie, γίνεται υποδοχέας και δεξιώνεται το λόγο του ποιητή, αποτελεί έμπιστο φίλο και μάρτυρα της προσωπικής του εμπειρίας, καθρέφτη και αντανάκλαση των συναισθημάτων του, φύλακα και εγγυητή της ανάμνησης. Ο Lamartine προσπαθεί να ξεπεράσει τη μοναξιά που νιώθει και την ιδέα του τελικού αφανισμού, με την πίστη σε μια υπεργήινη πραγματικότητα, που διαταράσσεται από εκρήξεις απελπισίας. Ο ποιητής εισάγει το θέμα της επικοινωνίας με τη φύση και χρησιμοποιεί αυτή ως σύμβολο της ανθρώπινης ζωής και του εσωτερικού κόσμου, που έρχεται αντιμέτωπη με την αιωνιότητα και τη φθορά του χρόνου και του θανάτου.

Το πάζλ της ποιητικής παραγωγής του Γάλλου ρομαντικού συμπληρώνουν οι συλλογές Nouvelles méditations poétiques (1823), Harmonies poétiques et religieuses (1830), Souvenirs, impressions, pensées et paysages, pendant un voyage en Orient (1835), Jocelyn (1836), Recueillements poétiques (1839), τα πεζογραφήματα Graziella (1877), Héloïse et Abélard (1859), Antoniella (1876), κ.ά. Ο Γ. Π. Σαββίδης στο σχεδίασμά του για ένα χρονολόγιο στη Νέα Εστία συγκεντρώνει έναν αρκετά ικανοποιητικό αριθμό σπαραγματικών λαμαρτινικών μεταφράσεων που προηγούνταν της δημοσιεύσεως των Ποιητικών Μελετών. Ενδεικτικά αναφέρω τα: Αρμονίες ποιητικές και θρησκευτικές (1830), Ζοσλέν (1836), Η πτώση ενός άγγελου (1838), Ποιητικές κατανύξεις (1839), Ο θάνατος του Σωκράτους (1841), Ραφαήλ (1850), Ελοϊζα και Αβελάρδος (1859), Ρεγγίνα (1862), κ.ά. Εύκολα διαπιστώνει κανείς τη σχεδόν ταυτόχρονη δημοσίευση των κειμένων-πηγή και κειμένων-στόχων, γεγονός που αναδεικνύει την εκτίμηση της γραμματείας μας για το έργο του. Ο Παλαμάς διακρίνει πέντε φάσεις στην πρόσληψη του Γάλλου ρομαντικού στην χώρα μας:

 

  • τον ποιητή Της λίμνης, των ditations poétiques, τον «ψάλτη της Ελίβρας»
  • τον ποιητή που συμμετέχει στην Επανάσταση του 1830, αγωνίζεται κατά της απολυταρχίας και εκφράζει τα φιλελληνικά του αισθήματα στην «Invocation pour les Grecs»
  • τον φιλότουρκο συγγραφέα της Ιστορίας της Τουρκίας, που ύμνησε τις αρετές των Τούρκων και έγραψε πως η ναυμαχία του Ναυαρίνου και η απελευθέρωση της Ελλάδας υπήρξε μεγάλο πολιτικό σφάλμα
  • τον πολιτικό ηγέτη του 1848
  • τον ποιητή που έπεσε από τον θρόνο του πρώτου ύψους και που λησμονημένος έζησε στην ανέχεια.

 

Ελληνικές μεταφράσεις της λαμαρτινικής Λίμνης

 

Μετάφραση Άγγελου Βλάχου

 

 

Ο Άγγελος Βλάχος (1838-1920) υπήρξε σπουδαίος ποιητής και πεζογράφος, συνεργάτης σημαντικών περιοδικών εντύπων, κριτικός, θεατρικός συγγραφέας-δραματουργός, λεξικογράφος και διαμεσολαβητής της πρόσληψης αρκετών ξένων συγγραφέων στα ελληνικά γράμματα, καθώς αρεσκόταν στο να τους συστήνει στη χώρα δέκτη. Το ποιητικό του έργο εγγράφεται στο κλίμα του φθίνοντος αθηναϊκού ρομαντισμού, που επιζητά την προσγείωση στην πραγματικότητα, με προεξάρχοντα στοιχεία την κλασσική θεματογραφία, αλλά και τον ιδιαίτερα χαμηλό τόνο, όπως πιστοποιούν οι συλλογές Ηώς, Ώραι, Φειδίας και Περικλής, Στίχοι, Εκ των ενόντων, Αηδών και Ιόν, και Λυρικά ποιήματα. Το πεζογραφικό του έργο συγκεντρώνεται σε δύο τόμους Αναλέκτων, ενώ το υπόλοιπο μοιράζεται ανάμεσα στο διήγημα-αφήγημα, στο χρονογράφημα και στην παιδική λογοτεχνία. Η πιο σημαντική προσφορά του συνίσταται στις ενδογλωσσικές μεταφράσεις έργων του αρχαίου ελληνικού δράματος και στις διαγλωσσικές μεταφράσεις έργων του παγκόσμιου θεάτρου και της ευρωπαϊκής λογοτεχνίας, κυρίως από αγγλικά, γαλλικά και γερμανικά (Sand, Séjour, Greisigger, Goethe, Schiller, Tasso, Pichat, Graux, Heine, Byron, Burger, κ.ά.). Μέσα από τις συμμετοχές του στους ποιητικούς διαγωνισμούς δείχνει να συμπαρατάσσεται με τις αντι-ρομαντικές εκδηλώσεις της δεκαετίας του 1860 και να συμφιλιώνεται πλήρως με τις επιταγές του Οικονόμειου μεταφραστικού αγώνος.

Της συλλογής Λαμαρτίνου ποιητικαί μελέται, μεταφρασθείσαι κατ’ εκλογήν εμμέτρως υπό Αγγέλου Βλάχου προτάσσεται πρόλογος, ο οποίος φανερώνει την ανάγκη των μεταφραστών της εποχής να αιτιολογούν τα εκάστοτε πονήματά τους. Σύμφωνα με τον Τούρυ, τα σχόλια και οι στρατηγικές των μεταφραστών που περιγράφονται εκτενώς στα προλογικά σημειώματα που συχνά πλαισιώνουν τις μεταφράσεις πρέπει να αντιμετωπίζονται με επιφυλακτικότητα, καθώς ενδέχεται να είναι μεροληπτικά. Πολύ συχνά, ωστόσο, αποτελούν πηγή εκτεταμένης πληροφόρησης, σημαντικό δείκτη των μεταφραστικών πρακτικών κι ενδείξεις μεταφραστικών θεωρητικών απόψεων που υιοθετήθηκαν στο παρελθόν. Όπως χαρακτηριστικά επισημαίνει ο ίδιος ο Βλάχος:

 

   «Η προκειμένη μετάφρασις των ωραιοτέρων λαμαρτινικών Μελετών, δυναμένων αναμφισβητήτως να ταχθώσι μεταξύ των αξιολογωτέρων προϊόντων του νεωτέρου γαλλικού Παρνασσού, δεν αποτελεί εσκεμμένον και καθ’ ωρισμένον εκ προοιμίου σχέδιον συντελεσθέν έργον. Ούτε διάγραμμα ούτε σκοπός προετάθη […]».

 

Ο Βλάχος επέλεξε να μεταφράσει στον ελεύθερό του χρόνο μερικά από τα αθάνατα αριστουργηματικά λαμαρτινικά έργα της συλλογής, «τας κατ’ εμήν ιδέας καλλιτέρας και πρωτοτυποτέρας των Μελετών του <γ>άλλου λυρικού, συμποσουμένας εις τα δύο τρίτα περίπου του όλου», όπως τονίζει, αποκλείοντας τις πολιτικές ωδές και τα ποιήματα μονότονου φιλοσοφικού σκεπτικισμού, τα οποία αποτελούσαν ανώφελα και κουραστικά αναγνώσματα στην εποχή του. Ο ίδιος υπογραμμίζει πως «ηναγκάσθην εξ’ υπαρχής να μεταφράσω, άλλα δε εις επαισθήτας να υποβάλω αλλοιώσεις, και άλλα να αποκλείσω εντελώς τον περίβολον της ελληνικής δημοσιότητος».

Στον πρόλογο της Ηώς ισχυρίζεται πως αποκλειστικός αυτοσκοπός του ήταν η σύνθεση στίχων. Ουσιαστική ώθηση στη συμμετοχή των στιχουργημάτων του σε συγκαιρινούς του ποιητικούς διαγωνισμούς ήταν η επ’ αυτοφώρω σύλληψή του από το φιλικό του περιβάλλον να συνθέτει στιχουργήματα. Χαρακτηριστικά επισημαίνει:

 

   «Αι μεταφράσεις […] εγένοντο εις πραγματικάς ώρας σχολής και ανέσεως, άνευ ουδεμιάς προηγουμένης εκλογής, άνευ ουδενός προκειμένου σκοπού συστηματικής ξένων ποιήσεων μεταφράσεως· ανεγίνωσκον εις γλυκείας ρέμβης στιγμάς ξένον τινά ποιητήν, … εμαγευόμην εκ του κάλλους των ιδεών του, εκ του ύψους της διανοίας του, εκ της τρυφερότητος των αισθημάτων του, εκ του μελιρρύτου της στιχουργίας του, και προσεπάθουν κατόπιν εγωιστικώς να πολιτογραφήσω το αριστούργημα εκείνο […]· δεν έχω την αξίωσιν ότι δύναμαι να δώσω εις τους μη δυναμένους ν’ αναγνώσωσι τα πρωτότυπα αναγνώστας μου ακριβή εικόνα, οιονεί κατόπτρου αντανάκλασιν […] καθότι […] το να θέλη τις να εννοήση ποιητήν τινά, εις μετάφρασιν αυτόν αναγινώσκων, είνε το αυτό ως αν τις ήθελε να διακρίνη τα ποικίλματα ωραίου κεντήματος, εκ του αναστρόφου αυτό παρατηρών· ταύτα πάντα τα γνωρίζω, και παρακαλώ επίσης τον αναγνώστην να τα γνωρίζη όταν αναγνώση τας μεταφράσεις μου […]».

 

Η μεταφραστική δραστηριότητα του Βλάχου απέβλεπε, όπως υπογραμμίζει, «προς ιδίαν εμαυτού ψυχαγωγίαν», γι’ αυτό και ο ίδιος εκλιπαρούσε «της κρίσεως αυτού την ευμένειαν». Όπως ισχυρίζεται στον πρόλογο των Μελετών:

 

«Μεταξύ δύο συστημάτων μεταφράσεως έχει την εκλογήν ο ξένον τι λυρικόν ποίημα εις την πάτριον αυτού γλώσσαν μεταφέρων. Ο το πρώτον αυτών αιρούμενος προσπαθεί, αν δύναται, να παρακολουθήση πιστώς τον ξένον ποιητήν, κατά στίχον, κατά λέξιν ει δυνατόν, και παραδεχόμενος ότι η ποιητική έννοια μιας στροφής αποτελείται εκ των κατά μέρος εννοιών εκάστου των στίχων των, αρκείται κατορθών πιστήν μετάφρασιν των καθ’ έκαστα εννοιών ή απλώς μόνον και λέξεων, αποδεχόμενος ενδομύχως ότι επέτυχε και την στροφήν ολόκληρον να μεταφράση πιστώς· εννοείται όμως ότι ο τοσούτον θρησκευτικώς εις τας λέξεις του πρωτοτύπου προσαρτώμενος μεταφραστής αναγκάζεται πολλάκις να θυσιάση εις της υπερβαλλούσης αυτού ευλαβείας τον βωμόν την ιδιάζουσαν της πατρίου γλώσσης χροιάν, πολλαχού δε και την καλλίτεχνον του στίχου του διαμόρφωσιν, μη κερδαίνων εν τούτοις πάντοτε ό,τι προσεδόκα, το πιστόν δηλονότι της μεταφράσεως· καθότι πιθανώτατον είνε εν τοιαύτη περιπτώσει, ν’ ανταποκρίνεται μεν η μετάφρασις του πιστότατα κατά στίχον προς το πρωτότυπον, αλλ’ όμως ν’ απέχη σπουδαίως αυτού κατά την εν συνόλω εννοιαν της στροφής. Το σύστημα τούτο […] απέρριψα εκ προοιμίων. Το εθεώρησα ως ομοιάζον προς την ιουδαϊκήν των νόμων ερμηνείαν […] και θυσίαζον εις την εξωτερικήν του στίχου μορφήν την εσωτερικήν του ποιήματος έννοιαν. Δεν ηθέλησα όμως, δια τούτο, να μεταπέσω εις το εντελώς αντίθετον, ν’ ασπαστώ την πλήρη και ανυπότακτον ελευθερίαν, την αχαλίνωτον δηλαδή ακολασίαν της μεταφράσεως, εφ ης συνήθως επιπλέουσι τα οικτρά ναυάγια των εννοιών του πρωτοτύπου».

 

Ο μεταφραστής  συνεχίζει παραθέτοντας τη μέθοδο που ακολούθησε στην εργασία του, έναν μέσο όρο μεταξύ της πιστής και κατά γράμμα παρακολουθήσεως του κειμένου και της ελεύθερης παράφρασης:

 

   «Εβάδισα την μέσην οδόν, πιστός εις την έννοιαν κ’ ελεύθερος εις την εξωτερικήν αυτής διατύπωσιν διαμείνας, και φρονών ότι τότε μόνον αποδίδει πιστώς ο μεταφραστής τον πρωτότυπον ποιητήν, οσάκις περικαθαιρών τας εννοίας αυτού του στιχουργικού και ομοιοκαταληκτικού κόσμου, […] εξευρίσκει την καθαράν και αδιάστροφον έννοιαν, ην είχεν εκείνος εν νω πριν ή την υποτάξη εις της εξωτερικής διατυπώσεως τας απαιτήσεις, και ταύτην διαμορφοί ελευθέρως κατά το πάτριον ιδίωμα· […] ουδαμού, ουδ’ επ’ ελάχιστον, παρέβλεψα του πρωτοτύπου μου τας εννοίας».

 

Οι σκέψεις αυτές του Βλάχου καταγράφονται με παρόμοιο τρόπο και στον πρόλογο της Ηώς:

 

   «[…] σύστημα είχον κατά τας μεταφράσεις ταύτας πάντοτε να μη απομακρύνωμαι, καθόσον η στιχουργία επέτρεπε τούτο, της εννοίας του ποιητού, ον μετέφραζα, και δύναμαι πραγματικώς να ειπώ ότι αι πλείσται των δημοσιευμένων σήμερον μεταφράσεων εισί πισταί, και τινες μάλιστα σχεδόν κατά λέξιν συμφωνούσαι μετά του πρωτοτύπου κειμένου […]. Αι του Λαμαρτίνου […] μεταφράσεις, αι εις στροφάς διηρημέναι, εγένοντο κατά στίχους ανταποκρινομένους προς τους των πρωτοτύπων».

 

Ο Βλάχος αμέσως μετά τον πρόλογό του αφιερώνει μια ωδή στον ποιητή Λαμαρτίνο, η οποία φανερώνει τον υπέρμετρο θαυμασμό του προς το μέγα διδάσκαλο. Επειδή το ποίημα είναι χαρακτηριστικό της διαθέσεως του Βλάχου, αλλά και άλλων ρομαντικών της Σχολής των Αθηνών, παραθέτω μερικές από τις πλέον χαρακτηριστικές του στροφές:

 

Α΄

Ήμην αθώον και μικρόν, αμέριμνον παιδίον,
την γλώσσαν σου την μαγικήν εψέλλιζον εισέτι,
οπότε εις τους στίχους σου, Αλφόνσε, ενθουσίων,
και ήσαν αι «Μελέται» σου η πρώτη μου μελέτη.

Σ’ εμάντευ’ η καρδιά μου, ο νους μου αν δεν ήρκει,
με εβαυκάλουν σιγαλά τα μαγικά σου χείλη,
κ΄ η Μούσα σου, επίχαρις και μειδιώσα Κίρκη,
ως μυθολόγου γέροντος διήγησις μ’ εκήλει.

Εστέναζες κ΄ εστέναζον, εθρήνουν αν εθρήνεις,
αν εβλασφήμεις και εμού το στόμα εβλασφήμει,
και κλαίων μόλις άθφονον το δάκρυ μου εκίνεις, […]

Β΄

Μ’ εκοίμων οι γλυκείς σου στίχοι
ως βαυκαλήματος ωδή,
κ΄ έναυλον έτι το ηδύ
άσμα σου ήχει. […]

Εις κόσμον μ’ έφερες ωραίον,
εις την αγκάλην των νεφών,
κ΄ εκεί, εις έκστασιν τρυφών,
κ΄ εις φώτα πλέων,

σε ησθανόμην Λαμαρτίνε,
εκ της χειρός να με κρατής,
και να μοι λέγης: ποιητής
γενού και μείνε.

Και ηκουόμην κατ’ ονείρους
ψελλίζων και παραλαλών
των στίχων σου των υψηλών
στροφάς απείρως.

Γ΄

Ήσαν ώραι τερπναί και ωραίαι εκείναι·
ποιητής ήσο συ κι εγώ νεανίας,
αετός συ τα νέφη πέραν τολμητίας,
κ΄ εγώ έκθαμβος παις θεωρών, Λαμαρτίνε. […]

Δ΄

Πλην… τας χορδάς συνέθραυσε της μαγικής σου λύρας
ο σάλος ο πολιτικός,
και έγινες ιστορικός,
συ, ψάλτης της Ελβίρας!

Και μερολήπτην κάλαμον εις χείρας σου λαμβάνων,
συ, ο ερώτων αοιδός,
έγινες έθνους υμνωδός,
δημίων και τυράννων.

Και ύμνησες, πώς ύμνησες! Των Τούρκων την αγέλην,
κ΄ ήκουσε σε, χριστιανόν,
να ψάλλης των Οθωμανών
τας αρετάς ο Έλλην!

Ω! λήθ’ εις τας σελίδας σου, και συ λησμόνησέ τας,
και μείν’ ο πρώην ποιητής,
ο της Γρασιέλλας εραστής,
ο γράψας τας «Μελέτας».

Ελθέ να σ’ αγαπήσωμεν και να μας αγαπήσης,
αφού και συ ο ποιητής
τον οίκτον ήδη επαιτείς,
κ΄ ημείς αυτόν επίσης!

Ε΄

Μη λυπού, αν εράνου τον δίσκον,
Λαμαρτίνε, επαίτης προτείνεις,
αν πτωχός αποθάνης της πείνης,
μη κατάραν ειπής αποθνήσκων! […]

ΣΤ΄

Δέξαι οβολόν μου ένα εις τον δίσκον σου ν’ αφήσω,
χήρα και εγώ πτωχή·
Ό,τι έλαβε να δώση εις τον δωρητήν οπίσω,
η ευγνώμων μου ψυχή.

Να σοι προσφωνήσω άφες, ό,τι έγραψες συ μόνος,
σε με σε αυτόν κοσμών,
ως του πλάστου δώρα φέρει ο ικέτης ευγνωμόνως
εις του πλάστου τον βωμόν. […]

 

Ο Βλάχος καταλήγει με τις ακόλουθες σκέψεις:

 

«Ως προς τους ολίγους […], προς τον Λαμαρτίνον απευθυνόμενους στίχους μου, περιττόν νομίζω οιονδήποτε σχόλιον· άμα συλλάβων την ιδέαν να δημοσιεύσω την μετάφρασιν των Μελετών και αρχίσας να διαμορφώ αυτήν επί το συστηματικώτερον, συνέλαβον συγχρόνως και την ιδέαν να προσφέρω το έργον μου εις τον ένδοξον, αλλ’ ατυχή ποιητήν των. Ίσως πολλοί δεν αγαπώσι τον Λαμαρτίνον, διότι εφάνη επ’ εσχάτων, μη αγαπών την Ελλάδα, διότι γράψας ιστορίαν των Τούρκων, ελησμόνησε την των Ελλήνων, διότι ανέγνωσε φοβερόν διά το μέλλον ημών: τ ε τ έ λ ε σ τ α ι επί των ηκρωτηριασμένων λειψάνων της παλαιάς ελληνικής ευκλείας· εγώ τον αγαπώ, διότι έγραψε τας Μελέτας».

 

Η μετάφρασή του χαιρετίστηκε ως φιλολογικό γεγονός και γνώρισε σπάνια επιτυχία. Όπως χαρακτηριστικά διαβάζουμε στην Χρυσαλλίδα, «η αναχείρας έμμετρος μετάφρασις του Κ. Α. Βλάχου είναι λίαν επιτυχής και περί το λεκτικόν και περί το μέτρον». Αν και αυτό το εγχείρημα ενέπνευσε και να ανέθρεψε τους συγκαιρινούς του ποιητές, ωστόσο, συστηνόμενος ο Λαμαρτίνος μέσα από τους στίχους και τη γλώσσα του Βλάχου έπαψε να θεωρείται ανακαινιστής και αναβαπτιστής της γαλλικής ποιητικής τέχνης. Κάτι τέτοιο, ωστόσο, δεν αίρει τη σημαντική προσφορά του διαμεσολαβητή, ο οποίος συνετέλεσε στη μύηση του ελληνικού λογοτεχνικού κοινού με το λαμαρτινικό έργο.

  

Το ζήτημα της αναμετάφρασης

 

Μια από τις κυριότερες στιγμές του στοχασμού επί της χρονικότητας του μεταφράζειν είναι η διάκριση ανάμεσα στο χωρό-χρονο της πρώτης μετάφρασης και των αναμεταφράσεων που ακολουθούν. Με τον όρο αναμετάφραση εννοούμε τη μετάφραση ενός κειμένου-πηγή, το οποίο έχει ήδη διεισδύσει μεταφρασμένο στην εκάστοτε γραμματεία άφιξης. Η αναμετάφραση αποτελεί ενδιαφέρουσα περίπτωση, καθώς υποδηλώνει το ατελές και το ανολοκλήρωτο μιας μεταφραστικής προσπάθειας. Ενώ το κείμενο-πηγή παραμένει ες αεί νέο, το κείμενο στόχος ή διαφορετικά το μετάφρασμα γερνά. Κάθε μετάφραση που συντελείται μετά την «πρώτη μεταφραστική εκδοχή», που θεωρείται δοκιμή, ατελής, άτεχνη, «τυφλή και διστακτική» και ποτέ μεγάλη μετάφραση, αποκαλείται αναμετάφραση. Συνήθως, η πιο ολοκληρωμένη μετάφραση, στην οποία κυριαρχεί γλωσσικός, κειμενικός και νοηματικός πλούτος, λαμβάνει χώρα από την πρώτη αναμετάφραση κι εξής. Η υψηλή μετάφραση είναι διπλά δευτερογενής: σε σχέση με το πρωτότυπο και σε σχέση με την πρώτη μετάφραση. Η αναμετάφραση, σύμφωνα με τον Berman, γίνεται υπέρ του πρωτοτύπου και αναδύεται μέσα από την ανάγκη περιορισμού της πρωτογενούς αστοχίας (υπέρβαση και τελειοποίηση των πρώτων μεταφράσεων). Ο αναμεταφραστής οφείλει να λαμβάνει υπ’ όψιν του εκτός από το κείμενο πηγή, την πρώτη μετάφραση ή τις πιθανές αναμεταφράσεις, τις προγενέστερες γλωσσικές, νοηματικές, υφολογικές και μετρικές προσεγγίσεις, καθώς επίσης και τις πρωτοβουλίες του εκάστοτε διαμεσολαβητή. Τα κίνητρα των αναμεταφράσεων ποικίλουν και ενδέχεται να συνδέονται με λόγους θαυμασμού, λαγνείας, λογοτεχνικής έλξης και συμπάθειας, ή ακόμα με ιστορικές συγκυρίες, πνευματικές επιταγές, ή τάσεις ανανέωσης και τόνωσης. Ο Goethe παρουσιάζει τρεις μεταφραστικούς τρόπους – εποχές της μετάφρασης:

 

  • Ενδοστιχική ή παραστιχική μετάφραση (εποχή ενότητας): Πρόκειται για πιστή μεταφορά του πρωτοτύπου λέξη προς λέξη, που αποσκοπεί στο να δώσει μια γενική ιδέα του κειμένου-αφετηρία στη γλώσσα του μεταφραστή, χωρίς να έχει λογοτεχνικές αξιώσεις. Με άλλα λόγια, μιλάμε για τη στιγμή της οικειοποίησης κάτι ανοίκειου, όπου βαρύνουσα σημασία δεν έχει τόσο η μορφή, όσο το περιεχόμενο. Η μετάφραση αυτή είναι ατελής ή κατά τον Schiller αφελής· δεν έχει συνείδηση και καμία απαίτηση από τον εαυτό της.
  • Ελεύθερη ή διασκευαστική ή παρωδιακή μετάφραση (εποχή διχασμού): Προσαρμόζει το κείμενο-πηγή στη γλώσσα, στη λογοτεχνία και στην κουλτούρα του μεταφραστή. Ουσιαστικά, πρόκειται για τη στιγμή της ανοικείωσης του οικείου, της ιδιοποίησης του ξένου. Η μετάφραση αποκτά συνείδηση του εαυτού της και της διαφοράς της από το κείμενο-αφετηρία. Αρχίζει να αγωνίζεται και να αγωνιά. Πλέον δίνεται ιδιαίτερη έμφαση στη μορφή, στην καλλιέπεια και η μετάφραση αποκτά καλλιτεχνικές αξιώσεις.
  • Κατά γράμμα ή επεξεργασμένη διάστιχη μετάφραση (εποχή ολότητας): Αναπαράγει τις πολιτισμικές, κειμενικές και λοιπές «ιδιαιτερότητες» του πρωτοτύπου. Η εποχή αυτή μοιάζει με επιστροφή στην πρώτη, μόνο που περιέχει μέσα της και το πέρασμα από τη δεύτερη. Αποτέλεσμα είναι η παραγωγή ενός τρίτου όρου, που αποτελεί προϊόν του πρωτοτύπου και της λογοτεχνίας που μεταφράζει. Ο μεταφραστής επινοεί λύσεις, συγχωνεύει στοιχεία της γλώσσας και κουλτούρας παραγωγού και δέκτη και πρωτοτυπεί παράγοντας κάτι νέο που ίσως προκαλεί αντιδράσεις.

 

Το τριαδικό σχήμα του Goethe αντιστοιχεί στη διαλεκτική του γερμανικού Ιδεαλισμού, σύμφωνα με την οποία κάθε ξεκίνημα είναι αδέξιο. Η στιγμή της μετάφρασης δεν αποτελεί δουλική μίμηση του πρωτοτύπου· αντανακλά τον αγώνα μιας ατελούς, ανεπαρκούς κι άπειρης φιλολογίας με κάποια ώριμη κι ολοκληρωμένη. Με αυτόν τον τρόπο, η νεαρά φιλολογία αναμετράται με τον ίδιο της τον εαυτό κι αποκτά συνείδηση αυτού.

 

Οι αναμεταφράσεις της Λίμνης

 

Αναμετάφραση Σπυρίδωνος Ν. Βασιλειάδη

 

 

Τη μετάφραση του Βλάχου ακολουθεί εκείνη του θεατρικού συγγραφέα, πεζογράφου και κριτικού, Σπυρίδωνα Βασιλειάδη (1845-1874), ο οποίος χαρακτηρίζεται από τον Παλαμά ως λαμαρτινοπαθής και λαμαρτινολάτρης. Ως συγγραφέας υπήρξε ιδιαίτερα πληθωρικός, καθώς δημοσίευσε τις συλλογές Εικόνες και κύματα, Έπεα πτερόεντα και Παντοίαι ποιήσεις, ενώ έγραψε και διηγήματα, χρονογραφήματα, λόγους, κριτικά κείμενα, δράματα, κ.ά. Οι ποιητικές του συλλογές κερδίζουν επαίνους (Βουτσιναίος, 1873) και εύφημες μνείες στους ποιητικούς διαγωνισμούς. Ο Βασιλειάδης είναι ένας από τους τελευταίους εκπροσώπους των αρχαϊστών ρομαντικών ποιητών της Α΄ Αθηναϊκής Σχολής με βασικές επιρροές από τον Hugo και τον Lamartine. Σύμφωνα με τον Κ. Θ. Δημαρά, ο τελευταίος υπήρξε ο μεγάλος ποιητής του Βασιλειάδη:

 

«Συ είσαι, Λαμαρτίνε,

και είναι παραδείσιαι οι στίχοι σου μυρσίναι.

Εγήρασεν, εγήρασεν ο κόσμος, Λαμαρτίνε,

και ήδη κ’ εις τους έρωτας τον τάφον διαβλέπει.

Εγήρασεν, απηύδησεν… και η φωνή σου είναι

του κύκνου επιθάνατα και μοσχοβόλα έπη».

 

Υποθέτουμε πως τα ειλικρινή αισθήματα θαυμασμού που έτρεφε για τον Lamartine τον έκαναν να ενσωματώσει στη συλλογή Παντοίαι ποιήσεις το κατεξοχήν λαμαρτινικό αριστούργημα, Τη λίμνη, η  μετάφραση της οποίας χρονολογείται στα 1870.

 

Αναμετάφραση Ιωάννη Καρασούτσα

 

 

Τη σκυτάλη παίρνει  το 1872 ο ποιητής της Παλαιάς Αθηναϊκής Σχολής, αυστηρός καθαρευουσιάνος αλλά και ένθερμος οπαδός και κήρυκας των δημοκρατικών ιδεών, Ιωάννης Καρασούτσας (1824-1873), ο οποίος συνετέλεσε με τη σειρά του στην πρόσληψη και διάδοση του λαμαρτινικού έργου στην Ελλάδα. Η ποίησή του χαρακτηρίζεται από λυρισμό, μελωδικότητα και ευαισθησία, λεπτότητα των αποχρώσεων και αρμονία των στίχων, ενώ είναι αξιοσημείωτη η πρωτοτυπία και η συχνά εμφανιζόμενη υψηλή ποιότητα των ποιητικών του εικόνων, παρά το πλήθος των «προγραμματικών» στοιχείων που περιέχει σχεδόν ολόκληρο το έργο του (Λύρα, Μούσα θηλάζουσα, Εωθιναί μελωδίαι, Βάρβιτος, κ.ά.). Και ο Καρασούτσας συμμετείχε στους ποιητικούς διαγωνισμούς του Πανεπιστημίου Αθηνών και μάλιστα επαινέθηκε τρεις φορές. Επιπλέον, υπήρξε αξιόλογος μεταφραστής από τα γαλλικά και τα αγγλικά (Hugo, Lamartine, Racine, Byron, κ.ά.).

 

Αναμετάφραση Ε.

 

 

Το 1877 στο μηνιαίο περιοδικό Ζακύνθιος Ανθώνας, που εκδιδόταν τῃ προθύμῳ συνδρομή διαφόρων λογίων (1874-1878), δημοσιεύεται μετάφρασις του ποιήματος Η Λίμνη, με το αρχικώνυμο «Ε.». Σύμφωνα με την Κ. Κωστίου, στο περιοδικό υπάρχουν πέντε εγγραφές με την υπογραφή «Ε.», την οποία μέσω μιας άλλης πηγής ταυτοποιεί στο όνομα του Ελισαβέτιου Ματρινέγκου (1832-1885), ήσσονος λυρικού ποιητού της Επτανησιακής Σχολής, μεταφραστού, στιχουργού και μουσουργού. Στηριζόμενοι στη ζακυνθινή καταγωγή του ποιητή, στο γεγονός ότι εμφανίστηκε στα γράμματα σε έντυπα της Ζακύνθου δημοσιεύοντας ανώνυμα διάφορα ποιήματά του και στην αναφορά της Ευγ. Κεφαλληναίου περί ανωνύμων εκ μέρους του δημοσιεύσεων στο ίδιο περιοδικό την ίδια χρονική περίοδο, μπορούμε να υιοθετήσουμε την παραπάνω πληροφορία. Ο Μαρτινέγκος εξέδωσε αρκετά έργα όπως: Ο Αλαμάνος, Ελισάβετ Μουτζάν-Μαρτινέγκου. Αυτοβιογραφία, Οι τρεις καλλιτέχναι. Ήτοι το ιδανικόν, Κυρά-Φροσύνη, κ.ά. Επιπροσθέτως, μετέφρασε ποιήματα των Byron, Giusti, Lamartine, Manzoni, Petrarca, Regaldi, κ.ά.

 

Αναμετάφραση Αριστοτέλους Βαλαωρίτου

 

 

Ακολουθεί η μετάφραση του Αριστοτέλους Βαλαωρίτου (1824-1879), η οποία φιλοτεχνήθηκε στα 1878 και δημοσιεύτηκε στη συλλογή Μνημόσυνα και έτερα ποιήματα. Όπως επισημαίνει ο Παλαμάς, ο Λαμαρτίνος «εκβαλαωρίζεται» στην παράφραση του Βαλαωρίτη. Ο ρωμαλέος πατριδολάτρης και Λευκαδίτης βάρδος, με τη μετάφραση του περίφημου ρομαντικού ποιήματος Η Λίμνη του Λαμαρτίνου χάρισε στη νεοελληνική λογοτεχνία ένα πραγματικό διαμάντι. Η κριτική επεσήμανε πως η προσπάθεια αυτή αποτελεί ολοκληρωμένη μεταγραφή των ιδεών του κειμένου-πηγή, καθώς αντανακλά τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα της πρωτότυπης σύνθεσης και δεν προδίδει το κείμενο-πηγή. Η μετάφραση θεωρήθηκε μια από τις επιτυχέστερες του ίδιου του Βαλαωρίτη, καθώς μετάγγισε πιστά το νόημα και το πνεύμα του πρωτοτύπου.

 

Μεταφραστικά Συμπεράσματα

 

   Σύμφωνα με τις αρχές των ποιητικών διαγωνισμών, οι σημαντικότερες προϋποθέσεις για τη δόκιμη μεταφραστική πράξη αφορούν στα εφόδια του μεταφραστή, τη γλωσσομάθεια, τον φιλολογικό οπλισμό, την πολιτισμική ενημέρωση, την κριτική και ερμηνευτική ικανότητα, την καλλιτεχνική προδιάθεση, κ.ά. Η εις βάθος γνώση της γλώσσας-πηγής, η χρήση άλλων μεταφράσεων, καθώς επίσης και η ενδελεχής γνώση της γλώσσας-στόχου θεωρούνται απαραίτητα στοιχεία κάθε μεταφραστικής προσέγγισης. Ο μεταφραστής όφειλε να γνωρίζει το σύνολο του έργου του συγγραφέα που μετέφραζε, την εποχή, τη χώρα, τον πολιτισμό, την ιδεολογία, τα ήθη, τις νοοτροπίες, τις συνήθειες, τα φιλολογικά συμφραζόμενα και τους ιστορικούς όρους.

Μια αντιβολή του κειμένου-αφετηρία και των κειμένων-στόχων σε μακροεπίπεδο μας επιτρέπει να εξαγάγουμε συμπεράσματα σχετικά με τον τίτλο, τη διαίρεση-δόμηση και την εσωτερική αφηγηματική δομή του πρωτοτύπου, ενώ σε μικροεπίπεδο για το λεξιλογικό επίπεδο, τα γραμματικά και συντακτικά πρότυπα, τις μετρικές δομές, τη ρίμα, τις τεχνικές, κ.ά.

Η απόδοση της Λίμνης είναι πλήρης κι όχι αποσπασματική. Όπως εύκολα μπορεί να παρατηρήσει κανείς, και οι πέντε, μεταφράζοντας ομοιοτρόπως τον τίτλο του κειμένου-αφετηρία, αποδίδουν έμμετρα το γαλλικό ποίημα ακολουθώντας τις επιταγές της εποχής, που αναγνώριζαν το προβάδισμα της έμμετρης απόδοσης, σε ισάριθμο αριθμό στροφικών ενοτήτων (16) και στίχων (4) με το πρωτότυπο. Ο Βεργωτής φρονούσε πως η μετάφραση από έμμετρο σε έμμετρο λόγο ήταν πολύ δυσχερές έργο, καθώς ο λόγος έπρεπε να βρίσκεται στην ανώτατη ένταση του, να εποπτεύει ως «άγρυπνος διευθυντής» και να θερμαίνεται από το αίσθημα.

Η προβλεπόμενη γλώσσα, σύμφωνα με τις αρχές των ποιητικών διαγωνισμών ήταν η καθαρεύουσα, χωρίς ρητή απαγόρευση της «λαλουμένης». Γενικότερη επιδίωξη υπήρξε η αποφυγή της μη «άσκοπης ανάμειξης τύπων της καθαρεύουσας και της δημοτικής». Συγκρίνοντας κανείς τις μεταφραστικές παραλλαγές θα μπορούσε να εξαγάγει σημαντικά συμπεράσματα για τη γλώσσα της εποχής. Αν και ο Βλάχος τόνισε την ανάγκη για χρήση της δημοτικής γλώσσας, η απόδοση της τρίχρονης μεταφραστικής του ενασχόλησης έγινε σε άκρατη και «αλύγιστη» καθαρεύουσα. Σύμφωνα με τον Βυζάντιο, «η γλώσσα είναι πανταχού ακριβής, εικονική», χωρίς  ωστόσο, ο Βλάχος να κατορθώνει να ελευθερωθεί από τη σχολαστική διατύπωση των Αθηναίων καθαρολόγων. Οι προσεγγίσεις των Βασιλειάδη και Καρασούτσα μιμούνται σε μεγάλο βαθμό τις μεταφραστικές στρατηγικές και το γλωσσικό όργανο του Βλάχου, τροποποιώντας το μετάφρασμά του. Η απόδοση του Βασιλειάδη βρίθει αρχαϊσμών, γεγονός που λειτούργησε ως ανασχετικός παράγοντας για τη φυσιολογική ανάπτυξη μιας ποίησης που στηρίζεται σχεδόν αποκλειστικά στο συναίσθημα. Η μετάφραση του Καρασούτσα ξεπερνώντας την απλή καθαρεύουσα και ρέποντας προς τον αρχαϊσμό δεν κατόρθωσε να σημειώσει μεγαλύτερη επιτυχία από εκείνη του Βασιλειάδη. Ο Μαρτινέγκος αποδίδει το γαλλικό ποίημα σε μια πιο απλοποιημένη λεκτική μορφή, στη δημοτική, που αφενός αντικατοπτρίζει το επτανησιακό πνευματικό κλίμα και αφετέρου ανταποκρίνεται πλήρως στη γραμμή του Ανθώνα, όπου δημοσιεύονταν «ποιήσεις εις την καθαράν δημοτικήν γεγραμμέναι γλώσσαν», προκειμένου να καταστούν κτήμα του λαού. Ο Βαλαωρίτης υμνεί σε μια δημοτική γλώσσα γεμάτη ηρωική και ρομαντική έξαρση. Στο έργο του ενώνεται η γλωσσική δημοτικιστική παράδοση της Επτανησιακής Σχολής με τον στόμφο και τη ρητορεία της Παλαιάς Αθηναϊκής, ενώ ανιχνεύεται η επίδραση του γαλλικού ρομαντισμού και του δημοτικού τραγουδιού. Η μεταφραστική του προσέγγιση επιβάλει μια άλλη γλωσσική μορφή, καθώς αποδίδει τη λαμαρτινική Λίμνη σε μια γλώσσα γεμάτη ηρωική και ρομαντική έξαρση, όπου «η λέξη υπάρχει αυτόνομη και κυριαρχεί στρογγυλή, ογκωμένη, ροδοκόκκινη, απάρθενη, πρωτόβλαστη, πρωτόδρεπτη, πρωτόγραφτη, περισσή». Σύμφωνα με τον Κ. Παλαμά, μόνο όσοι αγνοούν την ελληνική γλώσσα σε όλες της τις εκφραστικές αποχρώσεις ή όσων το γλωσσικό αισθητήριο παρέμενε αδρανές αδυνατούν να συναισθανθούν την τεράστια διαφορά μεταξύ Της λίμνης του Καρασούτσα και εκείνης του Βαλαωρίτη. Ο Ροΐδης έβρισκε την παράφραση του Βαλαωρίτη «ωραίαν, πρό πάντων πιστήν ως σκύλον εις το πρωτότυπον». Ο Ρήγας Γκόλφης, στο άρθρο του «Ο Ψυχάρης για το Λαμαρτίνο και το Βαλαωρίτη», έγραφε πως μεταφράστηκε στη δημοτική μας γλώσσα η ξακουστή μετάφραση Της λίμνης από έναν λαμπρό ποιητή της νέας Ελλάδας, ενώ ο Ψυχάρης δεν έβρισκε τη μετάφραση αντάξια του πρωτοτύπου. Πιστεύω πως ένας από τους πλέον προφανής λόγους που συνετέλεσαν στην γενική αποδοχή της υπεροχής της βαλαωριτικής μετάφρασης ήταν η επιλογή της δημοτικής για την απόδοση του γαλλικού ποιήματος. Η μετάφραση του Βαλαωρίτη φιλοτεχνήθηκε σε μια γλώσσα που παρουσιάζει αποκλίσεις, με τη χρήση απλούστερων γραμματικών τύπων και λέξεων της δημοτικής, γεγονός που επηρέασε τη μουσικότητα του ποιητικού λόγου κι την αισθητική απόλαυση του ποιήματος.

Αν και κατά γενική ομολογία στις μεταφραστικές απόπειρες του Βλάχου αναβιώνουν αρχαία μέτρα, εδώ επιλέγει το ιαμβικό δεκαπεντασύλλαβο μέτρο, με εναλλασσόμενα μέτρα ως εν τῳ πρωτοτύπῳ. Σύμφωνα με τον Βυζάντιο, η στιχουργία είναι «σχεδόν γλυκεία και αβίαστος, τα αισθήματα αληθή και τρυφερά». Και ο Βασιλειάδης υιοθετεί τον δεκαπεντασύλλαβο, με κάποιες εναλλαγές, ενώ η στιχουργία του Καρασούτσα είναι γλυκύτατη και ρέουσα. Η απόδοση του Μαρτινέγκου χωλαίνει μετρικά και παρουσιάζει αδυναμίες. Τέλος, θα μπορούσε κανείς να συμπεράνει πως η μεταφραστική ματιά του Βαλαωρίτη επέδειξε σεβασμό στο ρυθμό του πρωτοτύπου και φιλοτεχνήθηκε στον προσφιλή του δεκαπεντασύλλαβο, αποδίδοντας με μεγαλύτερη ζωηρότητα και συγκίνηση τη σκέψη και τα αισθήματα του Λαμαρτίνου.

Η ρίμα αποτελεί βασικό μορφολογικό κι εκφραστικό γνώρισμα όλων των μεταφράσεων. Όπως και στο πρωτότυπο, ο πρώτος στίχος ομοιοκαταληκτεί με τον τρίτο και ο δεύτερος με τον τέταρτο (πλεκτή ομοιοκαταληξία).

Σχετικά με το θέμα της στίξης, και οι πέντε μεταφράσεις αποκλίνουν από εκείνη του πρωτοτύπου. Οι αποκλίσεις αυτές (ελλείψεις, προσθήκες και αντικαταστάσεις) αλλοιώνουν τους ιδιαίτερους λεπτούς χρωματισμούς του γαλλικού κειμένου-πηγή.

Στις ανωτέρω μεταφραστικές προσεγγίσεις -και ιδιαιτέρως στις τέσσερεις πρώτες-θα μπορούσε κανείς να ανιχνεύσει αρκετές από τις κατά τον Βerman παραμορφωτικές τάσεις. Όπως επισημαίνει, κάθε μετάφραση έχει την τάση να διογκώνει τη σύνολη μάζα του πρωτοτύπου, χωρίς να αυξάνει την ευγλωττία ή τη σημαινότητά του. Εδώ, οι επιμηκύνσεις, οι προσθήκες λεκτικών στοιχείων και η παρουσία στίχων που δεν ανιχνεύονται στο πρωτότυπο μάλλον ζωντανεύουν την εικόνα, εξυπηρετούν την πομπώδη στιχουργία, το μέτρο, το χρώμα και το ρυθμό του μεταφράσματος. Ωστόσο, οι πλατειασμοί συχνά αλλοιώνουν την ένταση του πρωτοτύπου και σε καμία περίπτωση δεν δικαιολογούνται από μεταφραστές με επαρκή γνώση της γαλλικής. Συνακόλουθοι στη μεταφραστική αυτή μέθοδο είναι επαναλήψεις και παρηχήσεις που αποτελούν χαρακτηριστικό γνώρισμα της ποιητικής τεχνοτροπίας της εποχής για τη δημιουργία ισχυρών εντυπώσεων, υπερβολές στα εκφραστικά μέσα που είναι στοιχεία ξένα προς τη μεταφραστική δεοντολογία, ποιοτικές εκπτώσεις με αντικαταστάσεις όρων που δεν έχουν ούτε τον ηχητικό ούτε τον σημαίνοντα πλούτο του πρωτοτύπου, ποσοτικές εκπτώσεις που πλήττουν τον λεκτικό ιστό του έργου, καταστροφή των συστηματισμών, ακυρολεξίες, μεταθέσεις φράσεων ή στίχων σε θέση διαφορετική από την αρχική στο πρωτότυπο για λόγους μετρικούς, διατυπώσεις εσφαλμένης ή ανεπιτυχούς απόδοσης ορισμένων σημείων, υποτονικότητα, χρήση διακοσμητικών επιθέτων, κ.ά.

 

 

Η λίμνη συγκίνησε όσο λίγα ποιήματα όχι μόνο τη ρομαντική κοινωνία των Αθηνών, αλλά και μεταγενέστερες γενιές. Ο Lamartine μεσουράνησε στην Αθήνα του 1864-1884, ενώ παράλληλα το έργο του συνάντησε αρκετούς θαυμαστές και μιμητές. Των ανωτέρω μεταφράσεων ακολούθησαν κι άλλες. Ενδεικτικά, αναφέρω εκείνη του ποιητή και παραγωγικότατου μεταφραστή Γ. Σημηριώτη (1878-1964), σε δημοτική γλώσσα και ολιγοσύλλαβο μέτρο το 1940 που δίδει στο ποίημα μια νέα πνοή κι εκείνη του κριτικού, ποιητή, πεζογράφου και μεταφραστή Κλ. Παράσχου (1894-1964), που φιλοτεχνήθηκε στη δημοτική και δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στο περιοδικό Νέα Εστία το 1962. Και αυτό το ποίημα είναι γραμμένο σε δεκαπεντασύλλαβο, με τον τελευταίο όμως στίχο στις περισσότερες στροφές οκτασύλλαβο. Σε αντίθεση με τη μελωδικότητα της μετάφρασης του Βαλαωρίτη, εδώ ο ρυθμός διακόπτεται σε πολλά σημεία από παρατονισμούς, χασμωδίες και διασκελισμούς. Ποιήματα του Γάλλου ρομαντικού μετέφρασαν πολλοί ακόμα από την κατά τον Παλαμά «λαμαρτινολάτριδα γενιά», όπως οι Α. & Η. Καλαμογδάρτης, Ι. Σκυλίτσης, Κ. Πωπ, Στ. Βάλβη, Δ. Κοντογιάννης, Π. Χ. Ζητρίδης, κ.ά.

 

 

 

* Η Κλεοπάτρα Ζαχαροπούλου είναι πτυχιούχος Φιλολογίας και πρωτεύσασα του Πανεπιστημίου Πατρών, κάτοχος Μεταπτυχιακού Διπλώματος με τίτλο «Σύγχρονες προσεγγίσεις στη γλώσσα και στα κείμενα» και Πιστοποιητικού Συμπληρωματικής Εκπαίδευσης του Εθνικού Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών με θέμα  «Μαθησιακές δυσκολίες – δυσλεξία». Η πτυχιακής της εργασία «Ζητήματα ποιητικής και ιδεολογίας στο έργο του Ηλία Βενέζη και της Αιολικής Σχολής» βρίσκεται στο ΕΛΙΑ και η διπλωματική της διατριβή «Μακεδονικές Ημέρες: η διαμόρφωση του νεωτερικού λόγου στην πρωτεύουσα του βορρά και οι μεσοπολεμικές πνευματικές αναζητήσεις» στο http://nemertes.lis.upatras.gr. Το 2010 ταξινόμησε μαζί με την Άννα Κατσιγιάννη το αρχείο της Νένης Ευθυμιάδη. Έκτοτε εργάζεται ως εκπαιδευτικός στην ιδιωτική εκπαίδευση, ενώ παράλληλα αρθρογραφεί σε εφημερίδες και εκπαιδευτικά portal.

 

Δοκίμιο: «Είμαι βιβλιοπαρμένος!»

$
0
0
Του Νίκου Τσούλια //

 

Matthew’s Island

 

 

      Δεν ξέρω αν πρόκειται γι’ αυτό που λένε για τις ελλείψεις των φοβερών επιθυμιών της παιδικής ηλικίας που γίνονται εμμονές σ’ όλη μας τη ζωή, για νευρώσεις, ψυχώσεις…

      Η αλήθεια η δική μου είναι ότι πράγματι κυνηγούσα καθετί που είχε πάνω γράμματα – γιατί δεν είχαμε βιβλία σ’ εκείνους τους καιρούς της φτώχειας – σκισμένη εφημερίδα τυλιγμένη με ψώνια από το μπακάλικο ή από τα ψώνια του δάσκαλου που την παίρναμε για να την πετάξουμε εμείς που μέναμε έξω από το χωριό ή ακόμα χρησιμοποιημένη από τον πλανόδιο ψαρά που μύριζε σαρδέλα ή κάθε κουτί συσκευασίας με γράμματα, που είχε τελειώσει την αποστολή του και κάπου βρισκόταν πεταμένο.

      Είχα όμως κι άλλη αλήθεια δική μου˙ αγαπούσα τα γράμματα και το διάβασμα και το γράψιμο με ένα διαολεμένο πάθος. Όπου έβρισκα χώμα ή μισοξεραμένη λάσπη έγραφα σκέψεις και σχέδια, όνειρα που τα ανακάτευα με περιστατικά της καθημερινής ζωής φαινομενικά για να μπερδέψω όποιον έβρισκε τις ασυναρτησίες μου αλλά ουσιαστικά για να ζευγαρώνω την πραγματικότητα με τη φαντασία μου και να τις συμφιλιώνω, γιατί έτσι θεωρούσα ότι βάδιζα πιο καλά στο δρόμο των ονείρων μου και των φαντασιώσεών μου.

      Διάβαζα τα σχολικά βιβλία των μεγαλύτερων τάξεων και βρισκόμουνα πάντα μπροστά από τη διδασκαλία της δασκάλας και του δάσκαλου. Περίμενα πώς και πώς να πάω στο Γυμνάσιο, γιατί είχα μάθει ότι είχε πολλά βιβλία και όχι τα λιγοστά του Δημοτικού. Κι ονειρευόμουνα (και μπορώ να ισχυριστώ ότι το όνειρο αυτό μου έχει μείνει ακόμα με την όψη του ονείρου!) ξανά και ξανά κάθε βράδυ (και δυσκολευόμουνα να κοιμηθώ) το εξής. Θα είμαι πρώτος μαθητής και στο Γυμνάσιο που θα είναι παιδιά από πολλά Δημοτικά Σχολεία όλης της περιοχής, θα είμαι και σημαιοφόρος, όπως με έλεγαν στο χωριό μου; Και έκανα όνειρα στο όνειρό μου και τα μετέτρεπα σε σχεδιασμούς και σε υπολογισμούς: αν είμαι πρώτος και στο Γυμνάσιο, γιατί να μην καταφέρω στη συνέχεια να μπω στο πανεπιστήμιο;

      Και δώστου διάβασμα και ξανά διάβασμα. Ακόμα και όταν έσκαβα στο αμπέλι ή στη σταφίδα μόνος μου, έβαζα ένα βιβλίο πάνω στο κλίμα – με προσοχή μήπως κάνω ζημιά στο κλήμα με τα μικρά βλαστάρια και με τους πρόδρομους καρπούς – και έριχνα τις ματιές μου στο ανοιγμένο βιβλίο. Μιλούσαν τότε στο χωριό μου για «πετροβολημένους», για ανθρώπους που τους είχαν σημαδέψει κάποια ξωτικά και σκεπτόμουνα που και που μήπως το παρακάνω και πάω και εγώ προς τα …εκεί. Σα μεγάλωσα πιο πολύ, άκουσα που έλεγαν ότι τα πολλά γράμματα πειράζουν το μυαλό και ανησύχησα.

      Αλλά εγώ δεν ένιωθα ότι ήμουνα πειραγμένος, ότι ήμουνα  ίσως λίγο αλλοπαρμένος και πολύ ταξιδεμένος. Έκανα παρέα με όλα τα παιδιά – άλλωστε με κυνηγούσαν και για τις λύσεις στα προβλήματα της Αριθμητικής – αγαπούσα και έπαιζα μπάλα, αν και έτρωγα ξύλο από τους γονείς μου, γιατί άφηνα πάντα κάποια δουλειά για να βρεθώ στο πανηγύρι του ποδοσφαίρου. Έλεγα μέσα μου ότι ο αλλοπαρμένος δεν έχει έλεγχο του εαυτού του, είναι το μυαλό του από εδώ και απ’ εκεί, ενώ εμένα το μυαλό μου είναι μόνο στο διάβασμα, στα βιβλία και στο γράψιμο. Για βιβλιοπαρμένο δεν είχα ακούσει ότι υπήρχε και επομένως δεν είναι κάτι κακό…

      Το είχα καταλάβει από μικρός ότι το παράκανα με το διάβασμα, αλλά δεν το κυνηγούσα μόνο και μόνο για να γίνω «σπουδαίος και τρανός», όπως έλεγαν στο καφενείο οι μεγάλοι για τους σπουδαγμένους. Υπήρχε και κάτι άλλο. Ένιωθα όμορφα όταν διάβαζα και επειδή δεν ήξερα τότε τι είναι ευτυχία, θεωρούσα ότι ήμουνα ευτυχισμένος, γιατί ένιωθα να πετάω στα σύννεφα – και τελικά ακόμα και τώρα ταυτίζω το διάβασμα με μια όψη της ευτυχίας και έτσι δεν παρουσίασα ποτέ κανένα κενό στην κοσμοθεωρία μου.

      Έφτασα στο σημείο ακόμα και τώρα να μαζεύω βιβλία, όταν τα βλέπω παρατημένα σε κανένα παγκάκι ή δίπλα από κάδο ανακύκλωσης! Και έχω βρει σπουδαία βιβλία, ιδίως στην περιοχή του Κολωνακίου, τα οποία θυμάμαι και πού ακριβώς τα έχω βρει σαν να επρόκειτο για ζήτημα σπουδαίο. Σκεπτόμουνα βέβαια και τι θα σκέπτονται οι περαστικοί που θα με βλέπουν, αλλά είχα έτοιμη την απάντηση στον εαυτό μου και γι’ αυτό το πρόβλημα. Αφού ήμουνα τόσο καλοντυμένος – πάντα μου άρεσε αυτό το …σπορ -, ποιος θα μπορούσε να με περάσει για ρακοσυλλέκτη; Καμιά οικονομική κρίση δεν μου άγγιξε τη σχέση μου με τα βιβλία ούτε την αγορά τους ούτε πολύ περισσότερο το διάβασμά τους.

      Και τώρα εδώ και χρόνια πλημμυρισμένος από χιλιάδες βιβλία, βιβλία αγορασμένα, δωρισμένα από φίλους εκδότες, μαζεμένα από χώρες και χώρες του Κόσμου ταξιδεύω το ίδιο ταξίδι των παιδικών μου χρόνων χαρίζοντας τώρα όπου μπορώ βιβλία – η αλήθεια είναι γιατί ότι όλοι ακόμα και οι πιο απίθανοι διαθέσιμοι χώροι μου έχουν γεμίσει – και θυμάμαι που δίνω κάθε φορά τα συγκεκριμένα βιβλία. Κάθε πράξη μου με τα βιβλία – και όχι μόνο το διάβασμα – εγχαράσσεται όχι στη μήτρα της σκληρής μνήμης αλλά στον βαθύτερο πυρήνα της συνείδησής μου. Είπα και ομολόγησα ότι είμαι βιβλιοπαρμένος…

Degas – Man Reading

 

 

https://thelongvictorian.files.wordpress.com/2016/04/5c3cf746cc07e33360fb9f377bb87f95.jpg

 

 

Ένα χρήσιμο και πρωτοποριακό έργο με σοβαρές αδυναμίες

$
0
0
Γράφει ο Ειρηναίος Μαράκης // *

 

Παναγιώτης Μανιάτης, «Η Ποίηση στην Οκτωβριανή Επανάσταση», εκδ. Δίαυλος (2014)

 

Το βιβλίο «Η Ποίηση στην Οκτωβριανή Επανάσταση» του Παναγιώτη Μανιάτη που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Δίαυλος (2014) είναι ένα πολύ σημαντικό εγχειρίδιο που με συνοπτικό τρόπο μας παρουσιάζει την εξέλιξη της ποίησης στη Ρωσία στα τέλη του 19ου αιώνα και στις αρχές του 20ου , με την πλούσια και απαραίτητη παράθεση διάφορων παραδειγμάτων σχετικά με τις ποικίλες ποιητικές σχολές, τεχνικές και ρεύματα της περιόδου πριν και κυρίως μετά το ξέσπασμα της Οκτωβριανής Επανάστασης. Το μεγαλύτερο μάλιστα κεφάλαιο του βιβλίου εστιάζει κυρίως στην ποίηση της επαναστατικής περιόδου, με την εξαντλητική παρουσίαση των Ρώσων ποιητών, λογοτεχνών και γενικότερα των διανοούμενων που στάθηκαν είτε χωρίς προκατάληψη, είτε ως συνοδοιπόροι στο πλευρό της επαναστατημένης εργατικής τάξης και της αγροτιάς ενάντια στο τσαρικό, φεουδαρχικό καθεστώς και στην ανερχόμενη αστική τάξη της χώρας. Από αυτή την άποψη και με δεδομένη την έλλειψη αντίστοιχων βιβλίων στα ελληνικά το βιβλίο αποτελεί ένα χρήσιμο, όσο και πρωτοποριακό έργο αλλά με σοβαρές αδυναμίες.

   «Η Μεγάλη Οκτωβριανή Σοσιαλιστική Επανάσταση», όπως πολύ σωστά σημειώνει ο συγγραφέας στην εισαγωγή του βιβλίου του, «ως το μεγαλύτερο γεγονός στον 20ο αιώνα, εγκαινίασε μια νέα εποχή όχι μόνο στον τομέα της πολιτικής και της οικονομίας, αλλά και στον τομέα του πολιτισμού», εγκαινιάζοντας νέες ιδέες και καταρρίπτοντας την κυρίαρχη κοινωνική αντίληψη στα ζητήματα της τέχνης, της πολιτικής, του σεξουαλικού προσανατολισμού και των ανθρώπινων δικαιωμάτων , που η πολιτισμένη αλλά βαθύτατα καπιταλιστική Δύση έκανε χρόνια να ανακαλύψει αλλά και τότε όχι με την αρτιότητα και την πληρότητα των πρωτοπόρων της Οκτωβριανής Επανάστασης. Αυτή η πραγματικότητα είναι κάτι παραπάνω από εμφανής στο βιβλίο του Παναγιώτη Μανιάτη που με σοβαρή μελέτη και έρευνα καταφέρνει να αναδείξει το θέμα αξιοποιώντας μεταφράσεις σοβιετικών ποιημάτων που ανακάλυψε έπειτα από έρευνα στις ελληνικές κομμουνιστικές, αριστερές και προοδευτικές εκδόσεις εφαρμόζοντας μάλιστα μια πολύ ενδιαφέρουσα μέθοδο (την ονομάζει σοσιαλφουτουριστική οπτική), απαραίτητη για να μην παρουσιαστεί η ρώσικη/σοβιετική ποίηση στο νεότερο κοινό ως κάτι το παλιό ή το ξεπερασμένο, επιχειρώντας χρήσιμες διορθώσεις ποιημάτων από τις δεκαετίες του ’20 και του ’30 από το πολυτονικό σύστημα στο μονοτονικό και χρησιμοποιώντας την σημερινή ορθογραφία. Παρατηρούμε εδώ και μάλιστα με ιδιαίτερη χαρά, πως ο Παναγιώτης Μανιάτης ότι όχι μόνο επιχείρησε την συγγραφή ενός έργου για την ρώσικη ποίηση απλώς για να υπάρξει στα ράφια των βιβλιοπωλείων ή στους κινηματικούς χώρου αλλά ότι την αντιμετώπισε και με τον σεβασμό που της αξίζει – αυτό είναι ακόμα ένα από τα προτερήματα του βιβλίου.

Οι καλύτερες σελίδες του βιβλίου αναφέρονται στην προεπαναστατική περίοδο αλλά και στο ξέσπασμα της Οκτωβριανής Επανάστασης, όπου χωρίς μπερδέματα και αναστολές εκτυλίσσεται η ποιητική και καλλιτεχνική εποποιία της ρώσικης εργατικής τάξης και της αγροτιάς, των καλλιτεχνών που πρώτα έπιασαν το τουφέκι και την κόκκινη σημαία κι ύστερα το χαρτί για να γράψουν, όπου με τις πάμπολλες επιρροές τους από το προηγούμενο κοινωνικό περιβάλλον, με τις γόνιμες αμφισβητήσεις τους, ύμνησαν και τραγούδησαν τις τομές που εγκαινιάζονταν μέσα στην ρώσικη κοινωνία της εποχής. Ο συγγραφέας με ψύχραιμο βλέμμα ανιστορεί την προϊστορία της ρώσικης ποίησης με τον συμβολισμό να κυριαρχεί πάνω στην ποιητική έκφραση, με την θρησκεία που επηρέαζε αντιλήψεις και συμπεριφορές αλλά και τα καλλιτεχνικά κινήματα που στρατεύθηκαν στην υπόθεση της Επανάστασης ή που δημιουργήθηκαν ακριβώς για να υπηρετήσουν το νέο κοινωνικό όραμα. Όπως έχει δηλώσει ο συγγραφέας σε σχετική συνέντευξη στον Θεοχάρη Παπαδόπουλο και στο περιοδικό Βακχικόν:

«Οι σπουδαιότεροι ποιητές, μέσα από διαφορετικούς δρόμους ο καθένας, τάχθηκαν με την Οκτωβριανή Επανάσταση που την εννοώ όχι απλά σαν ημερομηνία γκρεμίσματος του τσαρισμού, αλλά σαν την γενέθλια ημερομηνία του μπολσεβίκικου οράματος. Έτσι εκτός από την τριάδα των κομμουνιστών Μαγιακόφσκι, Μπεζιμένσκι, Μπέντνι, έχουμε την τριάδα των συμβολιστών Μπέλι, Μπλοκ, Μπριούσοφ. Οι δεύτεροι μάλιστα υπήρξαν απ’ τους καλύτερους ποιητικούς εκπροσώπους ενός ρεύματος του οποίου η πλειονότητα δεν είδε θετικά την επανάσταση, και αρκετοί απ’ αυτούς μετανάστευσαν δίχως να δώσουν κάποιο σημαντικό έργο. Αρνητικά τοποθετήθηκαν και οι ακμεϊστές, με γνωστούς εκπροσώπους την Αχμάτοβα και τον Μαντελστάμ, θετικά την είδαν όμως οι φουτουριστές με σημαντικούς εκπροσώπους τους Χλέμπνικοφ και Καμένσκι. Ακόμα, την επανάσταση αυθόρμητα παρά συνειδητά, με «αγροτική παρέκκλιση», όπως έλεγε ο ίδιος, τη δέχτηκε και ο Γεσένιν που υπήρξε δημοφιλής την εποχή εκείνη».

 

 

 

Αδυναμίες

 

Είναι όμως και ένα βιβλίο με σοβαρές αδυναμίες, που όμως δεν στερούν τίποτα από την αναγνωστική απόλαυση που προκαλεί μεταξύ άλλων το βιβλίο και που ο κάθε αναγνώστης πρέπει να προσέξει ότι οι αδυναμίες έχουν να κάνουν μόνο με τον τρόπο που διαβάζει ο συγγραφέας την εξέλιξη της πολιτικής κατάστασης στη Σοβιετική Ρωσία από το 1928 κι αργότερα όπου εγκαινιάστηκε η πολιτική των πεντάχρονων πλάνων. Η μεγαλύτερη αδυναμία του βιβλίου είναι ότι ενώ αφιερώνει ένα ολόκληρο, και πολύ σωστά, κεφάλαιο στον ποιητή Βλάντιμιρ Μαγιακόφσκι , φαίνεται ότι εκφράζει μια αμηχανία για την περίπτωση του ποιητή χωρίς τελικά να εμβαθύνει τόσο στην ποιητική ταυτότητα του δημιουργού, όσο και στα γεγονότα γύρω από τον θάνατο του. Αλλά σοβαρότερη αδυναμία του βιβλίου είναι η απουσία της οποιαδήποτε διάκρισης πριν και μετά την εφαρμογή των πεντάχρονων πλάνων στη χώρα αλλά η επιμονή ότι εκείνη την περίοδο ενδυναμώθηκε και ενισχύθηκε η ανάπτυξη της σοβιετικής κουλτούρας ενώ ισχύει το αντίθετο.

Να πούμε σε αυτό εδώ το σημείο ότι η σοβιετική κουλτούρα μετά από την περίοδο της ΝΕΠ δεν ήταν μια εργατική, επαναστατική κουλτούρα υπό διαμόρφωση (που πρέπει να έχουμε ξεκάθαρο ότι ακόμα κι ο όρος εργατική κουλτούρα και όλα τα παρόμοια του τύπου προλεταριακή λογοτεχνία είναι λανθασμένα καθώς εκφράζουν τη διάθεση μονιμότητας μίας κατάστασης ενώ η ίδια η ύπαρξη του εργατικού κράτους αν και αναγκαία πρέπει να είναι αποκλειστικά πρόσκαιρη, προορίζεται δηλαδή να αυτοδιαλυθεί μέσα στην κομμουνιστική, αταξική κοινωνία – όπως και το επαναστατικό κόμμα άλλωστε μετά την εκπλήρωση του στόχου του) αλλά ήταν η κουλτούρα, η πνευματική βάση που έκφρασε την παλινόρθωσης της αστικής τάξης στη Σοβιετική Ρωσία.

Η έκφραση των πολύ σοβαρών υλικών αλλαγών που πραγματοποιήθηκαν με την ήττα της μπολσεβίκικης Επανάστασης στη Γερμανία και με τον περιορισμό της σε μία μόνο χώρα οδήγησε σε αυτή την οπισθοδρόμηση και στην έκφραση, μπορούμε να πούμε, μίας νέας μεταφυσικής, που υμνούσε την σοβιετική γη όχι ως εκείνο τον χώρο όπου πραγματοποιούνται σαρωτικές, κοινωνικοπολιτικές ανατροπές αλλά ως εκείνο τον χώρο που ο εργάτης ακολουθεί τις νόρμες της παραγωγής εξιδανικεύοντας την εργασία με τρόπο ανάλογο που έχουμε παρατηρήσει στα καπιταλιστικά κράτη. Εδώ είναι όμως που συναντάμε ένα πολύ ιδιαίτερο αλλά απόλυτα εξηγήσιμο παράδοξο: την ύπαρξη επαναστατικών ή έστω αγωνιστικών, ποιημάτων που κρατώντας κάτι από την επαναστατική παράδοση των προηγούμενων χρόνων και της σύγκρουσης με το τσαρικό καθεστώς καταλήγουν να αποδέχονται ως νομοτέλεια την γέννηση του νέου καθεστώτος.

Τέλος, πρέπει ο αναγνώστης να έχει πολύ καθαρό, ότι ο κεντρικός έλεγχος του Κόμματος πάνω στην τέχνη και τα πολυποίκιλα κινήματα της εποχής, ο περιορισμός των επιτευγμάτων της Ρωσικής Πρωτοπορίας και η υποταγή τους στα συμφέροντα της ανερχόμενης γραφειοκρατίας (ενός πολιτεύματος που μόνο επιφανειακή σχέση είχε πια με την Οκτωβριανή Σοσιαλιστική Επανάσταση και που ο Τόνι Κλιφ περιέγραψε πολύ επιτυχημένα στα χρόνια που ακολούθησαν ως κρατικό καπιταλισμό) και το Δόγμα του Σοσιαλιστικού Ρεαλισμού αποδεικνύουν με πολύ σοβαρό τρόπο τις αλλαγές που είχαν συντελεστεί στην ρωσική κοινωνία που όμως δεν ήταν αυτές που επιθυμούσε η εργατική τάξη και η αγροτιά της χώρας. Παρόμοιες αλλαγές συναντάμε και σε άλλα ζητήματα, όπως στα ζητήματα του φύλου και της οικογένειας που έπρεπε να υπηρετούν τα νέα δεδομένα…

Με λίγα λόγια το βιβλίο του Παναγιώτη Μανιάτη αποδεικνύεται ως ένας πολύ χρήσιμος οδηγός για την άγνωστη ρώσικη ποίηση της προεπαναστατικής και επαναστατικής Ρωσίας καθώς και την περιόδου της καπιταλιστικής παλινόρθωσης που χρειάζεται να το διαβάσουμε (και να το προτείνουμε σε όσους περισσότερους αναγνώστες μπορούμε) αλλά με κριτικό βλέμμα και άποψη.

 

 

* Ο Ειρηναίος Μαράκης γεννήθηκε στα Χανιά το 1986. Συμμετέχει με ποιήματα του στα συλλογικά έργα “Μια εικόνα… χίλιες λέξεις (e-book)“ και “Τρενογραφίες“ (e-book)“ των εκδόσεων “τοβιβλίο.net“. ενώ ποιήματα του έχουν δημοσιευτεί σε διάφορες λογοτεχνικές σελίδες. Άρθρα του για πολιτικά και πολιτιστικά ζητήματα δημοσιεύονται στην εφημερίδα Αγώνας της Κρήτης ενώ αρθρογραφεί στο διαδικτυακό πολιτικό και πολιτιστικό περιοδικό Ατέχνως.

 

 

Εισαγωγή στη βουδιστική φιλοσοφία

$
0
0
Γράφει η Ασημίνα Ξηρογιάννη //

 

Joan Duncan Oliver «Καφές με τον Βούδα», Μετάφραση: Έφη Πυρπάσου, εκδ. Πατάκη, 200, σελ. 166

 

Πως θα ήταν να μπορούσες  να συνομιλήσεις με τον ίδιο το Βούδα; Nα συνομιλήσεις σε κλίμα χαλαρό αλλά ουσιαστικό και να του αποσπάσεις όσες απαντήσεις μπορείς; Mέσα από την κουβέντα αυτή  και στην οποία φαντασία και πραγματικότητα συμπλέουν μαθαίνουμε πολλά βιογραφικά στοιχεία που αφορούν στο Βούδα καθώς και  στοιχεία για τη διδασκαλία και την πνευματική του κατεύθυνση. Υποθετικές οι ατάκες, αλλά παράλληλα άκρως διαφωτιστικές. Δίνουν στίγμα. Ενδιαφέρουν! Στην αρχή του βιβλίου η κατατοπιστική εισαγωγή της τραγουδίστριας, τραγουδοποιού, περφόρμερ και ακτιβίστριας Άννυ Λένοξ. Σημειώνει μεταξύ άλλων χαρακτηριστικά: «Η βουδιστική φιλοσοφία μπορεί να εμπνεύσει στον καθένα από μας αισιοδοξία, θυμίζοντάς μας απλά να παίρνουμε μια ανάσα, να ζούμε χαλαρά μέρα τη μέρα, λεπτό το λεπτό…» Ακολουθεί μια  σύντομη βιογραφία του Βούδα (563-483π.χ) και μετά μπαίνουμε στο κυρίως σώμα του βιβλίου με τις ερωτήσεις και τις απαντήσεις που ερεθίζουν, αφυπνίζουν, προβληματίζουν, ξεβολεύουν.

Έξυπνο βιβλίο από την Joan Duncan Oliver που το λειτουργικό του σχήμα βοηθά να το παίρνεις μαζί σου και να ανατρέχεις σε αυτό κάθε στιγμή.

Η ανατομία του ανθρώπινου πόνου και η συμφιλίωση με αυτόν, η ανατομία της επιθυμίας, οι τέσσερις ευγενείς Αλήθειες, ο Διαλογισμός ως στάση ζωής, αυτά και άλλα αποτελούν μερικά από τα θέματα της συζήτησης. Κάτι που επαναλαμβάνεται συχνά μέσα στο βιβλίο και ηχεί στ αυτιά μας σαν ρεφρέν είναι το εξής: «Από τη στιγμή που συνειδητοποιείς ότι τίποτα δεν διαρκεί για πάντα, μπορείς να εκτιμήσεις βαθύτερα τα πράγματα όπως είναι, χωρίς να ελπίζεις ούτε να αγωνιάς για το τι μπορεί να συμβεί ή να μη συμβεί στο μέλλον.» Και παρακάτω: «Η παροδικότητα μας μαθαίνει πόσο ανόητο είναι να προσκολλώμεθα σε μια ιδέα.»Τι σημαίνει άραγε «ανυπαρξία εαυτού»; Περνούν όλοι από την μεταμψύχωση; H σαμσάρα τι είναι; Αν κανείς εφαρμόσει τις δέκα τελειώσεις (γενναιοδωρία, ηθικότητα, αυταπάρνηση, σοφία, επιμονή, υπομονή, ειλικρίνεια, αποφασιστικότητα, καλή διάθεση και ψυχική γαλήνη), πώς θα είναι η ζωή του; Οι αρετές και οι θετικές πράξεις οδηγούν στη χαρά, ενώ οι αρνητικές πράξεις οδηγούν στον πόνο. Η απληστία, ο θυμός, η άγνοια γεννούν το αρνητικό κάρμα! Ο άνθρωπος έχει πάντα την επιλογή να διαλέξει πώς θέλει τη ζωή του να τη διαμορφώσει! Και μπορεί να το κάνει έχοντας πάντα στη σκέψη του ότι κάθε τι που κάνει έχει αντίκτυπο.

Μπορεί η επιθυμία να μας οδηγήσει στην αληθινή ευτυχία; Σύμφωνα με τον Βούδα μπορεί! Αν και η παγίδα  καιροφυλακτεί. Ακολουθώντας κανείς τις επιθυμίες του χάνει το σημαντικό, παύει να ενδιαφέρεται για την αφύπνισή του. Αλλά γίνεται κανείς να πάψει να έχει επιθυμίες πηγαίνοντας αντίθετα στη φύση του; H επιθυμία είναι ίσως μέρος της πνευματικής αναζήτησης του ανθρώπου και δύσκολο έως ανέφικτο να αποδομηθεί. Η επιθυμία  μπορεί να είναι επικίνδυνη, αλλά πάντα είναι απαραίτητη να υπάρχει!

 

Joan Duncan Oliver

 

Ένα άλλο σημαντικό κεφάλαιο είναι οι τύψεις και η λειτουργία τους. Οι τύψεις δεν πάνε μαζί με την ευτυχία, θολώνουν το μυαλό. Διαβρώνουν την ποιότητα του ανθρώπου, του βάζουν εμπόδιο στην εξέλιξη και τη δημιουργία. Θέλει εξάσκηση για να απαλλαγείς από αυτές, αλλά αξίζει τον κόπο, αφού η ζωή σου θα γίνει πιο διαυγής! Ακόμα η αγάπη του εαυτού πρέπει να εξισορροπείται από την αγάπη για τους άλλους. Η ευγενική αγάπη φέρνει την ψυχική  ισορροπία, απαραίτητη για να πορευθεί κανείς σε έναν σκληρό και αντιφατικό κόσμο!

Ο Βούδας, ο «Αφυπνισμένος», ένας από τους μεγαλύτερους πνευματικούς ηγέτες του κόσμου, προτείνει φιλοσοφία στην ουσία, που αν κανείς την ακολουθήσει, δίνεται η υπόσχεση μιας ουσιαστικής ζωής, καθαρής και απαλλαγμένης από κάθετι περιττό, τοξικό ή ψυχοφθόρο. Καταβύθιση στον εαυτό, αλλά και πορεία προς την ανάταση, την αυτογνωσία, το Φως!

Η ζωή δεν παύει ποτέ να μας διδάσκει μέσω του ξαφνιάσματος, της ανατροπής, της διάψευσης! Και είναι πάντα σημαντικές οι σκέψεις που κάνουμε για ό,τι μας συμβαίνει.

Το βιβλίο είναι μια σύνοψη, μια εισαγωγή στη Βουδιστική φιλοσοφία και δίνει το έναυσμα να ερευνήσει κανείς βαθύτερα, εφόσον κρίνει ότι όλα αυτά τον αφορούν.

 

Viewing all 627 articles
Browse latest View live