Γράφει η Κλεοπάτρα Ζαχαροπούλου // *
Διαβάστε το Α’ μέρος >>
![]()
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β΄
Β.1. Η ωρίμανση της λογοτεχνίας της Θεσσαλονίκης και ο εσωτερικός μονόλογος
Ο Παναγιώτης Σωτηρίου χαρακτηρίζει το διάστημα 1933-1935 «περίοδο ενηλικίωσης» της θεσσαλονικιώτικης λογοτεχνίας. Το γεωγραφικό στίγμα της πόλης, το ιστορικό-κοινωνικό πλαίσιο, η έλλειψη προγενέστερης λογοτεχνικής παρακαταθήκης, ο αέρας διεθνισμού, η επίδραση των ευρωπαϊκών τάσεων, ο κοσμοπολιτισμός, ο πλουραλισμός, το περιορισμένο αναγνωστικό κοινό, το ισχυρό αίσθημα αποκλεισμού από το γίγνεσθαι, λόγω της καθυστερημένης ενσωμάτωσης στον εθνικό κορμό και της συγκέντρωσης εξουσίας στην πρωτεύουσα, ευνόησαν την εμφάνιση και δράση των Θεσσαλονικέων εταίρων πεζογράφων. Η Θεσσαλονίκη ανακάλυψε μόνη «το δικό της ανάστημα» και αισθάνθηκε το συγκαιρινό «ρίγος στο ιδιάζον εσώψυχό της». Οι περισσότεροι μελετητές κάνουν λόγο για ένα «αυτόνομο» και «ακτινοβόλο» κέντρο του βορρά, που παρουσίασε ένα μήνυμα συγχρονισμένο στις εξελίξεις της εποχής.
Είναι κοινά αποδεκτό πως οι μεσοπολεμικοί πεζογράφοι καταστρατηγούν τις παραδοσιακές νόρμες και τις ηθογραφικές επιταγές, συντονίζονται με ρηξικέλευθα ευρωπαϊκά ρεύματα και πως χαράζουν νέα μονοπάτια. Παράλληλα, απομονώνονται στα μύχια μέρη του εαυτού τους, σε σημείο που παρατηρείται έξαρση της ατομικότητας και τάση προς ενδοσκόπηση της άδυτης ψυχής.
Συγκεκριμένα, η ιδιόμορφη εσωτερική γραφή των Θεσσαλονικέων μεσοπολεμικών πεζογράφων εξέφραζε μια στάση ζωής, ένα σύστημα σχέσεων του ανθρώπου με το περιβάλλον του. Ο Αλέξανδρος Αργυρίου υποστήριξε πως η ροπή προς τον εσωτερικό βίο κεφαλαιοποιήθηκε στην ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας ως «εσωτερικός μονόλογος». Η ενδοστρέφεια έλαβε διαστάσεις «ανίχνευσης πάνω στο υπαρκτό», με εύλογη συνέπεια οι Θεσσαλονικείς να διεκδικούν «αρμοδιότητα στο δούλεμα λογοτεχνικών μορφών, που ισοδυναμούσαν με παραλλαγές εσωτερικού μονολόγου». Το βλέμμα προς τα έσω, ομολογουμένως, αποτελεί «έργο και κτήμα» τους, γεγονός που ανέδειξε την πόλη τους σε «κοιτίδα» του είδους. Η πεζογραφία τους, κατά τον Νίκο Παππά, παρουσιάζει «αισθητική ομοιογένεια» και αποπνέει μια «αύρα» ηρεμίας.
Ο πεζός λόγος κυριαρχεί στο περιοδικό. Οι πεζογράφοι, που επανδρώνουν το, κατά τον Τόλη Καζαντζή, «φέουδο» των Μακεδονικών Ημερών, αποκλίνουν από το αφηγηματικό αστικό μυθιστόρημα και εισάγουν τους πρωτοποριακούς εκφραστικούς τόνους της ιδιοτυπίας και της ανανέωσης του ευρωπαϊκού μεσοπολέμου. Οι παραδοσιακοί εκφραστικοί τρόποι ανοικείωναν τους Θεσσαλονικείς και δεν απέδιδαν με πληρότητα και πειστικότητα την εσωτερική περιπέτεια. Σύμφωνα με τον Παναγιώτης Σωτηρίου, οι Θεσσαλονικείς λογοτέχνες, λόγω της ευρωπαϊκής παιδείας και του «κλίματος ψυχής», απέκτησαν ενδοσκοπικό προσανατολισμό, ανάλογο μ’ εκείνον των Marcel Proust, Jame Joyce, Virginia Woolf. Κάπως έτσι, εισήχθη ο εσωτερικός μονόλογος, στα ελληνικά δρώμενα, με τον υποτυπώδη μύθο, τις παραλλαγές του προσωπικού χρόνου και τις ανακατατάξεις της μνήμης, που κληροδότησε μια παράδοση εσωτερικότητας στους μεταγενέστερους. Οι εταίροι του κύκλου των Μακεδονικών Ημερών υπήρξαν, κατά τον Τριαντάφυλλο Η. Κωτόπουλο, «μέτοχοι μιας δίχως σύνορα πεζογραφικής παράδοσης και πράξης», γι’ αυτό και ο Αναστάσης Βιστωνίτης μιλά για «μετάσταση της ευρωπαϊκής μεσοπολεμικής πεζογραφίας στην αποικία του βορρά». Κατά τον Περικλή Σφυρίδη, οι συνεργάτες του περιοδικού καλλιέργησαν τη συνειρμική γραφή και τη συνειδησιακή ροή, «μπολιάζοντας το νεωτερικό και το εσωστρεφές ευρωπαϊκό πνεύμα του μεσοπολέμου στον κορμό της βυζαντινής μυστικιστικής παράδοσης της πόλης», δημιουργώντας ο καθένας το προσωπικό του ύφος. Η ιδρυτική ομάδα προσπάθησε να ανιχνεύσει και να καταγράψει κάποιες πτυχές της δαιδαλώδους ανθρώπινης ψυχής, φτάνοντας κάποτε σε «καταλυτικές εντάσεις ή εγκεφαλικές χρήσεις του λόγου», όπως σημείωνε ο Τάσος Κόρφης. Έτσι, παρουσίασαν μια πεζογραφία διαφορετικής οπτικής γωνίας, με «πεδίο δράσης», κατά τον Τόλη Καζαντζή, «τον απέραντο εσωτερικό άνθρωπο». Σύμφωνα με τον Γιώργο Ξεινό, η ιδιόμορφη αυτή πεζογραφία χαρακτηρίζεται «από την ενδελεχή παρατήρηση του κόσμου, την απομόνωση των ουσιαστικών αντικρισμάτων του, την επίμονη επεξεργασία τους στο συνειδητό υποκείμενο των συγγραφέων και την απερίφραστη διατύπωση του αποτελέσματος, όπως προκύπτει από την αποκωδικοποίηση των εσωτερικών διαδικασιών που προκαλούν τα εξωτερικά ερεθίσματα». Αν και οι πεζογράφοι της, κατά Τριαντάφυλλο Η. Κωτόπουλο, «πλειάδας» των Μακεδονικών Ημερών προσανατολίστηκαν σταθερά στη μοντερνίζουσα πρωτοποριακή ευρωπαϊκή πεζογραφία, τα πεζά τους κείμενα δεν αποτελούν δουλικές μιμήσεις των Ευρωπαίων ομολόγων, αλλά κείμενα με δημιουργικές επιρροές, που συνέβαλαν στην ανανέωση και διαμόρφωση της σύγχρονης πεζογραφίας. Παρ’ όλη την ετερογένεια των κειμένων, μπορεί κανείς να ανιχνεύσει κοινούς τόπους. Η θεματική τους κινείται στα «χαοτικά μονοπάτια της εσωτερικής ανθρώπινης ζωής», την οποία και πριμοδοτεί, όπως τονίζει η Μαίρη Μικέ.
Στα χρόνια 1932-1933, λοιπόν, από τις σελίδες των Μακεδονικών Ημερών, διεξάγεται για πρώτη φορά σε ελληνικό έδαφος ένας διάλογος σχετικά με τον εσωτερικό μονόλογο, με κύριους συνομιλητές τους Λάζαρο Πηνιάτογλου, Αντρέα Καραντώνη και Δημήτριο Μεντζέλο, ο οποίος και διαμόρφωσε την εικόνα του βασικού χαρακτηριστικού γνωρίσματος της εκκολαπτόμενης «Σχολής της Θεσσαλονίκης».
Ειδικότερα, η συζήτηση ξεκινά το 1932, με αφορμή τη βιβλιοκρισία του Α. Καραντώνη στη στήλη «Σημειώματα» για την Εσωτερική συμφωνία του Στέλιου Ξεφλούδα. Στη συζήτηση εμπλέκονται, με επιστολές τους, οι Λ. Πηνιάτογλου και Δ. Μεντζέλος. Ο Α. Καραντώνης, χωρίς να εξετάζει τα γενεσιουργά αίτια και την προέλευση του είδους, μιλά για τον «οδυνηρό, σκοτεινό και ακατεύναστο εσωτερικό κόσμο» του Στ. Ξεφλούδα, ο οποίος ξετυλίγεται στα μάτια του αναγνώστη ως «μια ατέρμονη κινηματογραφική ταινία μιας παράξενης, μα συνάμα, ευαίσθητης ψυχής». Έτσι, ο Α. Καραντώνης ορίζει τον εσωτερικό μονόλογο ως «ομαδική και αναλυτική έκφραση ψυχής, ως ρομάντζο δίχως πλοκή, περιπέτειες, πρόσωπα, εξωτερικές κατευθύνσεις και θέσεις» και συνεχίζει ισχυριζόμενος πως το είδος αυτό ταυτίζεται με την «αυτοψυχοβιογραφία και αυτοανάλυση», που «όσο εύκολο κι αν φαίνεται, τόσο δύσκολα προσεγγίζει τον σκοπό του∙ παγιδεύει τους απλοϊκούς, που μην έχοντας να νικήσουν τ’ αρχιτεκτονικά εμπόδια και τις άλλες δυσκολίες του κλασικού ρομάντζου, νομίζουν πως, αν παρατάξουν σειρές φράσεων αναλυτικών και ψυχογραφικών, δημιουργούν Τέχνη». Ωστόσο, ο Στ. Ξεφλούδας με τη μουσικότητα, υποβλητικότητα, ρυθμική ενάργεια, ψυχολογική οξυδέρκεια και εκφραστική του δύναμη αναδεικνύεται στην Ελλάδα «μοναδικός χειριστής και πραγματοποιός» του νέου είδους.
Ο καλύτερα πληροφορημένος για την ξένη λογοτεχνική επικαιρότητα, Λάζαρος Πηνιάτογλου, γράφει από την Αθήνα, με αφορμή το «βαθυστόχαστο όσο και δίκαιο σημείωμα» του Αντρέα Καραντώνη, για το βιβλίο του Στέλιου Ξεφλούδα. Όπως και ο Α. Καραντώνης, επικροτεί τις αρετές του Στ. Ξεφλούδα και την ταξινόμηση της Εσωτερικής Συμφωνίας σ’ αυτό το είδος. Ωστόσο, διαφωνεί με την απόπειρα καθορισμού της ιστορικής εξέλιξης του είδους, κρίνοντάς την ανεπαρκή και ακατάλληλη. Η παρανόηση του Α. Καραντώνη έγκειται στο ότι ανάγει κάθε έργο «αυτοψυχοβιογραφίας» σε εσωτερικό μονόλογο. Επιπλέον, σημειώνει πως το νέο είδος δεν διαδέχεται και δεν αντικαθιστά το κλασικό μυθιστόρημα στη λογοτεχνική ιεραρχία. Ο Λ. Πηνιάτογλου προτιμά την περιδιάβαση στην ευρωπαϊκή λογοτεχνία, ενώ παράλληλα υπογραμμίζει τη σχέση εσωτερικού μονολόγου – υπερρεαλιστικού κινήματος. Παρά το γεγονός ότι ο Λ. Πηνιάτογλου συγκλίνει σε αρκετά σημεία με τον Πέτρο Σπανδωνίδη ως προς τον εσωτερικό μονόλογο, ωστόσο, ο δύστροπος χαρακτήρας του τελευταίου θα τον συγχύσει, με αποτέλεσμα τη διαγραφή του από τη λίστα των συνεργατών.
Στο επόμενο τεύχος των Μακεδονικών Ημερών, ο Α. Καραντώνης απαντά με νέο γράμμα στη «σοφή» επιστολή του Λ. Πηνιάτογλου, ο οποίος προσπάθησε να αποκαταστήσει κάποιες ανακρίβειες. Αν και επιδοκιμάζει την ορθή προσέγγισή του αναφορικά με τη γένεση και την εξέλιξη του είδους, ωστόσο, ισχυρίζεται πως ο Λ. Πηνιάτογλου, σε κάποια σημεία, είναι «άδικος». Αρχικά, επαναπροσδιορίζει το είδος, ως «φυσική εξέλιξη του κλασικού ρομάντζου, ως μια αφαίρεση, ειδίκευση και περιορισμό του». Στη συνέχεια, υποστηρίζει πως δεν ήταν πρόθεσή του να δώσει μια «τεχνική περιγραφή», γι’ αυτό και δεν αντιλαμβάνεται την παρατήρηση του συνομιλητή του. Έπειτα, ο Α. Καραντώνης αποδοκιμάζει την κρίση του Λ. Πηνιάτογλου πως η Εσωτερική Συμφωνία είναι το «μόνο αξιοθαύμαστο» συγκαιρινό τους έργο αφενός κι αφετέρου διαφωνεί με την κρίση πως ο Γιώργος Θεοτοκάς δεν είναι «απαράμιλλος χειριστής» του είδους. Άμεσα, τον κατηγορεί για υποκειμενικότητα και «αυθαίρετα γούστα», ωστόσο, τον ευχαριστεί για την πολύτιμη αναδρομή του στις πραγματικές πηγές του είδους, που γι’ αυτόν παρέμεναν ανεξερεύνητες, αναγνωρίζοντας παράλληλα την ανεπάρκειά του.
Το γράμμα του Αντρέα Καραντώνη ακολουθεί εκείνο του Δημήτριου Μεντζέλου, ο οποίος αναφέρεται υποτιμητικά στον πρόχειρο ορισμό του πρώτου. Ο Δ. Μεντζέλος αρνείται την ένταξη του Γιώργου Θεοτοκά στο είδος και ισχυρίζεται, πως ο Α. Καραντώνης δεν έχει αντιληφθεί τη φύση του εσωτερικού μονολόγου. Επιπλέον, διατηρεί κάποιες επιφυλάξεις σχετικά με στοιχεία γένεσης, πατρότητας και χρονολογικής εξέλιξης και προτείνει να μπουν στην άκρη οι δογματισμοί και να αρχίσει έρευνα, προκειμένου να κλείσει κάπως «συμβιβαστικά» τη διαμάχη. Στο μεθεπόμενο τεύχος του περιοδικού επισημαίνει πως και ο Θράσος Καστανάκης εφαρμόζει, στο Η φυλή των ανθρώπων, τεχνικές του είδους, προκειμένου να «ανασύρει απόκρυφες και συγκεχυμένες σκέψεις των υποκειμένων». Χαρακτηρίζει τον εσωτερικό μονόλογο άλλοτε «είδος» και άλλοτε «τεχνικό μέσο».
Σύμφωνα με την Μαίρη Μικέ, ο διάλογος αναπτύσσεται σε ήρεμους τόνους, χωρίς οξύτητες, ακρότητες και εντάσεις. Συνοψίζοντας κανείς τα κύρια σημεία της συζήτησης θα έλεγε πως λογοτεχνικά πρότυπα του είδους αποτελούν οι Eduard Dujardin και James Joyce, πως το «λογοτεχνικό» ή «φιλολογικό» ή «είδος πεζού λόγου» ή η «συγχώνευση ποίησης και πρόζας», δηλαδή ο εσωτερικός μονόλογος, συνδέεται με ποικίλες μορφές της ευρωπαϊκής λογοτεχνίας και τέλος πως στην ελληνική πνευματική σκηνή εκπροσωπείται από τους Ίωνα Δραγούμη, Στέλιο Ξεφλούδα, Γιώργο Θεοτοκά και Θράσο Καστανάκη.
Πιστός στην υπόσχεσή του ο Δημήτρης Μεντζέλος, τον επόμενο χρόνο, δημοσιεύει από τις σελίδες του Κύκλου μια νέα μελέτη, προκειμένου να λύσει τον «κόμπο των παρεξηγήσεων και των κακοερμηνειών». Υποστηρίζει πως οι παραπάνω μελετητές δεν ανέτρεξαν στις ρίζες του είδους, αλλά ξεκίνησαν in medias res. Επισημαίνει πως, γενικά, ο εσωτερικός μονόλογος είναι «το αέναο και υπόκωφο μουρμούρισμα, που ποτέ δεν παύει να κυλά στο βάθος του εσωτερικού εγώ και που συχνά γίνεται τόσο έντονο που καταντά εκνευριστικό». Εν συνεχεία, ορίζει το είδος ως «άδολη διοχέτευση, στο χαρτί, της σκέψης τη στιγμή που βρίσκεται στο στάδιο του σχηματισμού, ως μια άμεση επικοινωνία του εξωτερικού κόσμου προς τον εσωτερικό, χωρίς τη μεσολάβηση συγκρίσεων προς ιδέες» και συνεχίζει ισχυριζόμενος πως το κύριο γνώρισμά του έγκειται «στο πώς παρουσιάζει ανάγλυφη την κίνηση της τοποθέτησης των εξωτερικών εντυπώσεων στην εσωτερική περιοχή, ενώ αυτή βρίσκεται εν εξελίξει. Η αξία του εσωτερικού μονολόγου εξαρτάται τόσο από την απτή ικανότητα αυτοπαρακολούθησης της πορείας της σκέψης στο βάθος του εξωτερικού κόσμου του συγγραφέα, όσο και από την απτή έκταση και το ύψος του κόσμου αυτού». Απαντώντας στον Αντρέα Καραντώνη, επισημαίνει πως δεν είναι εφικτό να ανακηρυχθεί ο εσωτερικός μονόλογος ως «ιδιαίτερο λογοτεχνικό δημιούργημα» που αντικαθιστά το ρομάντζο.
Η φιλοξενία μιας τέτοιας διαμάχης στο περιοδικό γίνεται κατανοητή αν αναλογισθεί κανείς τον σκοπό των συνεργατών, που δεν ήταν άλλος από το να αποτελέσουν οι Μακεδονικές Ημέρες το σημείο επαφής με τη «σύγχρονη σκέψη». Έκτοτε, οι συζητήσεις και οι αναφορές πυκνώνουν. Ο όρος «εσωτερικός μονόλογος» χρησιμοποιείται σε κριτικά σημειώματα, βιβλιοκρισίες, σχόλια και προσεγγίζεται ως «ποιητική πρόζα, συνειρμική πεζογραφία, διάλογος του ανθρώπου με την ψυχή του και προσδένεται στο ονειρικό στοιχείο, στις ψυχικές εικόνες, στο εσωτερικό τοπίο, στο όνειρο», όπως χαρακτηριστικά σημειώνει η Δήμητρα Μπεχλικούδη. Ο Σταυράκιος Κοσμάς, το 1935, δημοσιεύει άρθρα σχετιζόμενα με την ιστορική εξέλιξη του είδους. Το 1958, ο Πέτρος Σπανδωνίδης τονίζει πως εσωτερικός μονόλογος προηγείται του οργανωμένου λόγου, είναι «αφιλτράριστη» κάθε ορθολογικού ελέγχου. Ουσιαστικά, είναι ένας «ενδόμυχος, κινηματογραφικός, ασχημάτιστος, ακαθόριστος, αταχτοποίητος, αυθόρμητος, ατέρμονος, τεθλασμένος λόγος». Το 1966, ο Κώστας Στεργιόπουλος κωδικοποιεί μερικά από τα βασικά γνωρίσματα του «εκλεκτικού και δυσπρόσιτου» για τον αμύητο αναγνώστη είδους, «του οδοιπορικού αυτού στο μέσα χώρο, στην αδιάκοπη μελωδία των ρευστών καταστάσεων και ψυχολογικών διακυμάνσεων της εσωτερικής ζωής»: αναλυτικός στοχασμός, αυτοσυγκέντρωση, ενδοσκόπηση, εξομολόγηση, κατάργηση της τρέχουσας σημασίας του χρόνου, του μύθου. Το 1987, οι Μαίρη Μικέ – Λένα Γκανά αναφέρουν πως πρόκειται για «εισαγωγή στην εσώτερη ζωή και στις ενδόμυχες σκέψεις, σε γενετική μορφή, ενός ήρωα, δίχως επεξηγηματικές ή σχολιαστικές παρεκβάσεις», γραμματικο-συντακτικές δομές και νήματα, φίλτρα λογικής επεξεργασίας. Ο Τόλης Καζαντζής κάνει λόγο για «πεζογραφικό alter ego του υπερρεαλιστικού κινήματος». Ακόμα, ορίζει το είδος ως «έκφραση των εσώτατων και πιο αυθόρμητων, ασχημάτιστων σκέψεων του ατόμου, εκείνων που διαμορφώνονται εν αγνοία της συνείδησης, η οποία τακτοποιεί». Έτσι, δικαιολογείται η ύπαρξη «αξεκαθάριστων και παράσιτων σκέψεων, παρεμβάσεων, αναμνήσεων και προαισθημάτων, ενός ελλειπτικού, συνοπτικού, συνειρμικού, ακατάληπτου λόγου». Όλα τα στοιχεία μεταβαίνουν από το φως της πραγματικότητας στο σκοτάδι του υποσυνείδητου («υπαρξιακή φάση κατάδυσης»), με στόχο την αποκάλυψη και αποκάθαρση του πραγματικού εγώ, μέσα από εσωτερικές διεργασίες και στη συνέχεια την απόδοση στην κοινωνία αυτού του αναγεννημένου, αναμορφωμένου, αναθεωρημένου, ειλικρινούς εγώ («κοινωνική φάση ανάδυσης»). Με άλλα λόγια, το είδος αυτό επιδιώκει, μέσα από μία αέναη πορεία, την «αυτο-αποκάλυψη και αυτοκάθαρση». Ο Τόλης Καζαντζής φρονεί πως οι πεζογράφοι των Μακεδονικών Ημερών δεν καταφέρνουν να ολοκληρώσουν ούτε τη φάση της κατάδυσης, καθώς αυτή χαρακτηρίζεται από μια εσωτερική ροή, η οποία «φτάνοντας στο όνειρο ή στο στοχασμό μ’ ένα λόγο άκρως επιμελημένο, παραμένει στάσιμη». Στόχο της «αναχώρησης» προς τα έσω αποτελεί η φυγή και η απόδραση από την αμείλικτη πραγματικότητα, ως μηχανισμός άμυνας του εγώ. Μάλιστα, η επάνοδος, η ανάδυση, έχει χαρακτήρα ανώμαλης και αναγκαστικής προσγείωσης. Βέβαια, τα όσα αναφέρουμε εδώ δεν ισχύουν στην περίπτωση του Νίκου Γαβριήλ Πεντζίκη.
Β.2. «Σχολή Θεσσαλονίκης»
Η τάση προς την εσωτερικότητα οδηγεί στη σύλληψη και παραγωγή νέων έργων εσωτερικών αναταραχών, τα οποία παρουσιάζουν κοινά χαρακτηριστικά, με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί η εντύπωση μιας νέας εξευρωπαϊσμένης «Σχολής» πεζογραφίας. Πιο συγκεκριμένα, η συσπείρωση, ο δυναμισμός των λογοτεχνών γύρω από τον κύκλο του «κομψού» και «σοβαρού» περιοδικού και η καλλιέργεια του εσωτερικού μονολόγου ώθησαν στη διεξαγωγή ενός ατέρμονου διάλογου, με θέμα την ύπαρξη ή μη της αποκαλούμενης ως «Σχολής Θεσσαλονίκης». Εκείνος που υποκίνησε τη συζήτηση ήταν ο «εφευρέτης» του όρου, Τέλλος Άγρας, ο οποίος μίλησε για λογοτεχνικό κύκλο, τον οποίο αποτελούσαν λίγοι σε ποσότητα, αλλά εκλεκτοί σε ποιότητα λογοτέχνες. Σύμφωνα με τον Τ. Άγρα, η συντροφιά αυτή σχημάτισε μια «Σχολή», «με ποιητικό ύφος και υποκειμενική μορφή, που αγωνιούσε να αποκαλύψει το πνευματικό και ψυχικό εγώ του συγγραφέα». Έκτοτε, οι συζητήσεις για τη συστέγαση των Θεσσαλονικέων λογοτεχνών υπό τον όρο «Σχολή» διαδέχονταν η μια μετά την άλλη.
Στο σύνολό τους, οι μελετητές απορρίπτουν κατηγορηματικά την ύπαρξή της, μιλούν για «αστεία επιμονή, επιπόλαιη και αναπόδεικτη εικασία» και διαμαρτύρονται. Αντίθετα, κάνουν λόγο για «κλίμα ψυχής», «κοινή ατμόσφαιρα», για ένα «κάτι» ιδιαίτερο, «για μια ιδιάζουσα απόχρωση». Θεωρούν πως οι πεζογράφοι των Μακεδονικών Ημερών σχημάτισαν μια «τοπική ομάδα» ή «τοπογραφική Σχολή» ή «ψευδο-Σχολή». Ο όρος είναι «συμβατικός», «συμπτωματικός», «ισοπεδωτικός» και «εκμηδενιστικός» και παρά τα κοινά ενδιαφέροντα, τις επιδράσεις και αποσκευές των δημιουργών, δεν μπορούμε να τους εντάξουμε υπό κοινή σκέπη, καθώς η κάθε μονάδα της συντροφιάς αποτελούσε ξεχωριστή περίπτωση, ως προς τη γραφή, το ύφος, τη στάση ζωής, τις αισθητικές επιλογές και επιδράσεις. Για να αποδώσει κανείς έναν τέτοιο χαρακτηρισμό, πρέπει να υπάρχουν κοινές αισθητικές ή ιδεολογικές αντιλήψεις ή πίστη σ’ ένα καλλιτεχνικό πρότυπο. Η εντύπωση της ύπαρξης της «Σχολής» έγκειται στο γεγονός ότι οι Θεσσαλονικείς χρησιμοποίησαν πρωτοποριακά εργαλεία. Το κίνητρο όσων καλλιέργησαν τον μύθο αυτό ήταν η προβολή της εντοπιότητας και η τάση αυτονόμησης της πεζογραφίας. Υπό αυτήν την οπτική δεν στοιχειοθετείται «Σχολή».
Εξάλλου και τα μέλη της συντροφιάς αρνήθηκαν να στεγαστούν υπό αυτόν τον όρο. Ο Αλκιβιάδης Γιαννόπουλος σε ομιλία του (1963) υποστηρίζει πως «ο θρύλος για την ιδιομορφία της “Σχολής” διαδόθηκε ευρύτατα, πολεμήθηκε, σχολιάστηκε, μα δεν έγινε ευπρόσδεκτος. Υπήρχε, δεν υπήρχε το δεδομένο είναι ότι το ιδιαίτερο, πρωτάκουστο και άξιο απορίας θέμα δεν ήταν απλή σύμπτωση». Λίγα χρόνια μετά, προσθέτει πως τα στελέχη του περιοδικού δεν είχαν την πρόθεση να δημιουργήσουν «Σχολή», ούτε να θεμελιώσουν μια ορισμένη μορφή λόγου. Και συνεχίζει: «Όλοι ακολούθησαν την προσωπική ιδιομορφία και έμπνευση» και η επιτυχία τους οφειλόταν τόσο στη ρήξη με τα καθιερωμένα, όσο και στη σύμπλευση προς την αλλαγή. Ο Γιώργος Δέλιος υποστήριξε πως για τέτοιους χαρακτηρισμούς απαραίτητη προϋπόθεση είναι η ύπαρξη κοινού αισθητικού κινήματος. Πίστευε πως σημειώθηκε «μια στροφή προς τα έσω» και πως ο κύκλος του περιοδικού προσέφερε «κάτι το άλλο, το νέο, το άγνωστο και το αδοκίμαστο». Το 1972, επεσήμανε πως αρχικά η τάση εσωστροφής χαρακτηρίστηκε ως «Σχολή», αλλά ο όρος ήταν μάλλον άτοπος. Ο ίδιος προτιμά να χρησιμοποιεί φράσεις, όπως «ιδιαιτερότητα, κλίμα, εσωτερική διάθεση». Χαρακτηριστικά έγραφε στον Κώστα Στεργιόπουλο:
«Αναπτυχθήκαμε στον ίδιο χώρο και ξεκινήσαμε από αφετηρίες αισθητικές που παρουσίαζαν ίσως κάποιες συγγένειες. Ο καθένας από τότε τράβηξε το δρόμο του, στηριγμένος στις δικές του και μόνο δυνάμεις. Να μιλήσω κ’ εγώ για “εσωτερικό μονόλογο”; Κι’ αυτό συνήθεια έγινε. Τι είναι κι’ ως πού φτάνει ο εσωτερικός μονόλογος;».
Σε συζήτηση, το 1973, στη Θεσσαλονίκη, ο Στέλιος Ξεφλούδας τόνισε πως μπορούμε να μιλάμε μόνο για «τάση ανανέωσης της πεζογραφίας, για μια ομάδα ή για γενιά, που κατάφερε να συντονίσει τη λογοτεχνία με τις επιταγές της εποχής και ν’ αποκτήσει πνευματικό υπόστρωμα».
Ωστόσο, μια μικρή μερίδα μελετητών μιλούν κατηγορηματικά, βιαστικά και κάπως επιπόλαια για ύπαρξη πρωτοποριακής λογοτεχνικής «Σχολής», που «οσφράνθηκε τα νέα ρεύματα, καρποφόρησε και ακτινοβόλησε» και αυτό αποτελεί για τους Μακεδόνες έναν τιμητικό τίτλο. Ως βασικά χαρακτηριστικά γνωρίσματά της δέχονται την στοχαστική εσωστρέφεια, τον θρησκευτικό μυστικισμό, τη θανατολογία, τον αισθηματισμό, την ανάδειξη της βορινής τοπιογραφίας, την στροφή στην ουσία, την οικονομία στην έκφραση, τον αυτοπροσδιορισμό, την απόρριψη του ορθολογισμού και τον ιδιαίτερο ψυχισμό.
Προσωπικά, θα συμφωνήσω με τα όσα ισχυρίζεται ο Τόλης Καζαντζής, ο οποίος μιλά για «σύμπηξη» μιας ομάδας, που τοποθέτησε τα πρώτα θεμέλια για τη δημιουργία ενός γηγενούς λογοτεχνικού στίγματος, που αποσαφηνίζεται μεταγενέστερα. Η «προς τα έσω όδευση» γίνεται με διαφορετικές αιτίες, ενώ ταυτόχρονα οι αισθητικές προτιμήσεις ποικίλλουν. Δέχεται πως το περιοδικό δημιούργησε μια «Σχολή λογοτεχνικού ήθους», κάτι που συνεπαγόταν πολύπλευρη και συστηματική λογοτεχνική μόρφωση, συγγραφική επιμέλεια, αναζήτηση της αναγνώρισης, τήρηση των κανόνων δεοντολογίας, ενασχόληση με τη λογοτεχνική λειτουργία. Αδίκως ο όρος παρεξηγήθηκε και μεταφράστηκε σε λογοτεχνική Σχολή, η οποία δεν αφορά παρά «μια βολική μονοκονδυλιά, που περικλείει τους πάντες, με τρόπο εντελώς ακατανόητο, αν όχι και ανόητο». Οι Θεσσαλονικείς έμειναν στην «επίφαση» του εσωτερικού μονολόγου, στα εκφραστικά μέσα και επέλεξαν δικούς τους στόχους.
Εύκολα, λοιπόν, διαπιστώνει κανείς πως ο όρος «Σχολή Θεσσαλονίκης» προκάλεσε σύγχυση στους μελετητές και προσλήφθηκε ποικιλοτρόπως, όχι μόνο μέσα στη διαχρονία, αλλά και στη συγχρονία. Οι αντιφατικές απόψεις διαδέχονταν η μια την άλλη σ’ έναν πολυδαίδαλο λαβύρινθο ετερόκλητων κρίσεων.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ΄
Γ.1. Άνθιση της Μεσοπολεμικής Εγωτικής Πεζογραφίας
Ας εξετάσουμε, όμως εκ του σύνεγγυς τους ίδιους τους πεζογράφους-συνεργάτες των Μακεδονικών Ημερών. Ξεχωριστή θέση κατέχει ο Αλκιβιάδης Γιαννόπουλος. Όπως ο ίδιος ομολογεί, ο κύκλος του «εκλεκτού» περιοδικού «αφουγκράζεται πληρέστερα την αντίληψή του για την τέχνη του γραπτού λόγου». Στις Μακεδονικές Ημέρες δημοσιεύονται σχεδόν όλα τα, κατά γενική ομολογία, «ιδιόρρυθμα» και «εκκεντρικά» πρωτοποριακά διηγήματά του από τις συλλογές Κεφάλια στη σειρά και Η ηρωική περιπέτεια, είτε μέσω της πλήρους υπογραφής του, είτε μέσω του εξελληνισμένου βραχύγραφου ψευδωνύμου Αλκ Γιαν, είτε με τα αρχικά Α. Γ. Ενδεικτικά αναφέρω κάποιους από τους τίτλους: «Κεφάλια στη σειρά», «Χρονικά του Ψελλού», «Η Ηρωική περιπέτεια», «Ταξίδι στα Κήθυρα», «Εγώ και η αιθέρια μορφή», «Ένας μηχανικός άνθρωπος», «Οι πελαργοί», «Φανταστική ιστορία», «Μέδουσες», «Στίχοι του Χ.Χ.Χ.», «Ο φίλος μου Άμλετ», κ.ά. Τα διηγήματα αυτά, κατά τον Αντρέα Καραντώνη, «πιραντελικά» στη διάθεση και τη μορφή τους, «πιστοποιούν τη φρεσκάδα, την ευλυγισία και τη δροσιά» της συγγραφικής του πένας, τη μοντέρνα υφή, την οξύτατη παρατήρηση, τη στοχαστική και φιλοσοφημένη διάσταση. Tο νόημα των διηγημάτων του συμπυκνώνεται στο ασταθές, εφήμερο και μεταβλητό της ανθρώπινης ψυχής. Σύμφωνα με τον Πέτρο Χάρη, ο Αλκ. Γιαννόπουλος επιθυμεί να γράψει «ψυχολογικό διήγημα». Επιδιώκει το απροσδόκητο, το αλλόκοτο, το απόκρυφο, το παρεξηγημένο, διαγράφοντας τη δική του πορεία. Περισσότερο σκέπτεται, παρά αισθάνεται. Το «Κεφάλια στη σειρά» βρίσκεται ανάμεσα στο διήγημα και το αισθητικό δοκίμιο. Ο Αλκ. Γιαννόπουλος έρχεται σε ρήξη με το παρελθόν και οδεύει στη «διαμόρφωση μιας συγκρατημένης φιλοσοφικής σκέψης, μέσα σε νεωτερικούς τρόπους έκφρασης και δράσης», όσο κι αν ακούγεται αντιφατικό. Απομακρύνεται από τις κλασικές αφηγηματικές μανιέρες και γι’ αυτό θεωρείται η κατ’ εξοχήν προδρομική μορφή του εκσυγχρονισμού του νεοελληνικού διηγήματος. Ο Κώστας Στεργιόπουλος διστάζει να ενσωματώσει τον Αλκιβιάδη Γιαννόπουλο ολοκληρωτικά στο είδος του εσωτερικού μονόλογου. Η «απροσποίητη» ζωηρότητα, η διανοητική ανησυχία, η εκφραστική καινοτομία, η αντιρρεαλιστική γραφή, η προσωπική, ανοίκεια, «μαιανδρική», υπαινικτική και πρωτότυπη έκφραση, η κυριαρχία του αφηγητή απέναντι στο αφηγηματικό υλικό, η αποσπασματική, κατακερματισμένη ανάπτυξη του μύθου, η άμεση, «ευκίνητη» κι «εκρηκτική» αφήγηση, η «ευλύγιστη», «άστατη», «εφευρετική» φαντασία, ο γνήσιος λυρισμός των συγκρατημένων τόνων, ο πρωταγωνιστικός ρόλος του ονείρου, το κυνήγι της χίμαιρας, η δηκτική ειρωνεία, ο πικρός σαρκασμός, το χιούμορ, η περιπαικτική διάθεση, η υπογράμμιση του γελοίου, η «διολίσθηση» στην περιοχή της φάρσας, η ανατροπή, η αυτο-αναφορικότητα, είναι μερικά μόνο χαρακτηριστικά γνωρίσματα που του έχουν αποδώσει οι μελετητές. Η προσωπική του συμβολή συνίσταται στο ότι «μορφοποίησε πεζογραφικά διαθέσεις, ανησυχίες και συγκινήσεις της εκλεπτυσμένης του ευαισθησίας». Ο Αλκ. Γιαννόπουλος διείσδυσε κάτω από την επιφάνεια των πραγμάτων, πίσω από τα «τοιχώματα μιας ψυχής, που ταλαιπωρείται και δοκιμάζεται ολοένα» από τα άλυτα προβλήματα της συγκαιρινής του μηχανικής ζωής. Με τις ευαίσθητες κεραίες του, αποδίδει «το ανάλαφρο άγγιγμα των πραγμάτων, τα ερμητικά σκιρτήματα και τις ενδόμυχες εφέσεις της ψυχής, αλλά και αναμνήσεις, βιωμένες μνήμες». Όπως χαρακτηριστικά γράφει ο Ι. Μ. Παναγιωτόπουλος, οι ιστορίες του ξετυλίγονται «sotto voce, άνετα, συμπαθητικά, ευγενικά, σαν αναδόματα μιας ψυχής, που κατέχει τον τρόπο να αισθάνεται και να στοχάζεται». Το έργο του Αλκ. Γιαννόπουλου, κατά τον Στέλιο Ξεφλούδα, ξεχωρίζει, καθώς κινείται σε μια ιδιόρρυθμη, φανταστική, ανεξάντλητη και ασύλληπτη ατμόσφαιρα. Τα πάντα πραγματοποιούνται και μεταμορφώνονται σύμφωνα με τη διάθεσή του. Πιο συγκεκριμένα, ο Αιμίλιος Χουρμούζιος αποκάλεσε το «Κεφάλια στη σειρά» ως «φωτεινή αφετηρία» αναγέννησης του διηγήματος. Κατά τον Γιώργο Βαφόπουλο, αποδεικνύουν ότι το ελληνικό διήγημα δεν είχε εξαντλήσει τις εξελικτικές του δυνατότητες. Η «Ηρωική περιπέτεια», από την άλλη, είναι ένα βιβλίο ωριμότητας, μια σειρά διηγημάτων ή συλλογή «παιχνιδισμάτων», που αποτελεί έκφραση καλλιεργημένου ψυχικού κόσμου, με προσωπικό τόνο, «ισομετρία» στη σύλληψη και συνειρμικό τρόπο γραφής. Τα διηγήματα ξαφνιάζουν και δίνουν την εντύπωση της εκζήτησης και του κυνηγιού της πρωτοπορίας. Η «Ηρωική περιπέτεια» αποτελεί την έκθεση των στιγμών της επιστροφής από τη μεγάλη περιπέτεια του πολέμου, στον αρχικό τόπο της αναχώρησης. Το έργο βιώθηκε στο περιθώριο των πολεμικών επιχειρήσεων. Ο Γιώργος Βαφόπουλος σημειώνει χαρακτηριστικά πως ο δημιουργός περνά από «το ονειροπόλημα για το βιβλίο στο βιβλίο ονειροπολήματος» και η εξέλιξη της γραφής του προς κάτι το παράξενο και «εναέριο». Τα κύρια θέματα της συλλογής αυτής, σύμφωνα με τον Πέτρο Σπανδωνίδη, είναι «το ρευστό και κρυσταλλωμένο της ανθρώπινης ψυχής, το σταματημένο και το ασταμάτητο, το πραγματικό και το ονειρικό, η φυγή και η επιστροφή, η εσωτερική και εξωτερική ζωή». Τα πρόσωπα της συλλογής χαρακτηρίζονται ως «αινιγματικά». Σύμφωνα με τον Γιώργο Βαφόπουλο, o «Mηχανικός άνθρωπος» αποτελεί «ομολογία πίστεως προς ό,τι βαθύτερο και θείο έχει ο άνθρωπος», προς την ανθρώπινη ψυχή και πνεύμα, που ρυθμίζουν τη ζωή και αποτελούν «αιώνια πηγή χαράς και ευδαιμονίας». Ο Αλκιβιάδης Γιαννόπουλος δίνει μια καθαρά συμβολική προβολή του μύθου. Η «Φανταστική ιστορία», πάλι, προσομοιάζει με σχέδιο μυθιστορήματος. Οι «Πελαργοί» εκφράζουν μια συμβολική προσπάθεια του ανθρώπου για αναβίωση του παρελθόντος και δικαίωσης αυτού, ενώ, κατά τον Πέτρο Σπανδωνίδη, το κείμενο μοιάζει με απάντηση Στο φως του λευκού αγγέλου. Στον Αλκ. Γιαννόπουλο, το ψυχογράφημα δεν είναι ποτέ στομφώδες, καθώς προχωρά με εικόνες. Στα «Χρονικά του Ψελλού», ο ήρωας, ένας ρομαντικός ποιητής, χαμένος σε μια παράλογη επιφυλλίδα, συγκρίνεται με έναν ακροβάτη. Το ύφος είναι χιουμοριστικό, στο πλαίσιο της πιραντελικής αποδοχής της tragedia buffa. Όπως προσθέτει ο Jean-Luc Chiappone, «ο Γιαννόπουλος δημιουργεί ένα ντεκόρ εύκολα αναγνωρίσιμο στο διήγημα εξομολογήσεων». Ο αφηγηματικός προσανατολισμός μπορεί να δίνεται με μια φυσιολογική μορφή σύντομης συναλλαγής, αλλά ο συγγραφέας βρίσκει τρόπους να παρεμβάλει τα τεχνάσματά του. Με μια πρώτη ματιά, το θέμα του «Ταξιδιού στα Κύθηρα» είναι η συνοδεία της γυναίκας και του εραστή της, από τον απατημένο σύζυγο, σε μια κρουαζιέρα, προκειμένου να επισφραγίσει τη φυγή τους. Κι όμως, το ενδιαφέρον του κειμένου έγκειται στο φθόνο, με την ανάλυση της συμπεριφοράς ενός ήρωα, που δεν έχει τίποτα το κοινό με τον παθητικό απατημένο του Κώστα Κεφαλά στο «Η σαύρα». «Ο φίλος μου Άμλετ» ανήκει στα αυτοβιογραφικά διηγήματα και στην ουσία είναι ένας μονόλογος, που καταλήγει στην ομολογία ενός «ανύποπτου» παρελθόντος. Στο «Εγώ και η αιθέρια μορφή», ο Aλκ. Γιαννόπουλος μιλά για τη γυναικεία φύση. Η θεματική του στη «Γιαπωνέζικη Μάσκα» σχετικά με το γυναικείο, «αιώνιο ιδανικό», που καταδικάζει τον άνθρωπο να κυνηγά μια χίμαιρα, αποτελεί μια αντίθεση ανάμεσα στο όνειρο και την προβληματική πραγματικότητα. Στο «Στίχοι του Χ.Χ.Χ.» ο ήρωας προσπαθεί απεγνωσμένα να εκδώσει κάτι και ονειρεύεται ότι καταλαμβάνει μόνος του τη βιτρίνα ενός βιβλιοπωλείου. Εν κατακλείδι, ο Αλκιβιάδης Γιαννόπουλος μέσα από τις σελίδες του περιοδικού επιχείρησε να ανανεώσει την κατεστημένη παράδοση του διηγήματος, «στήνοντας με αξεπέραστη τεχνική, ένα δικό του διανοητικό και εγκεφαλικό παιχνίδι». Ο Πέτρος Σπανδωνίδης κάνει λόγο για τον καλύτερο μεταπολεμικό διηγηματογράφο. Κατά τον Τόλη Καζαντζή, το περιοδικό διαδραμάτισε δεσμευτικό και καθοριστικό ρόλο στην εξέλιξη της προσωπικότητάς του, ενώ σύμφωνα με την Αγλαΐα Κεχαγιά-Λυπουρλή, η συμμετοχή του σ’ αυτό υπήρξε «πολύτιμη και ισορροπιστική» για τη φυσιογνωμία του. Ωστόσο, οι προσλαμβάνουσες του μέσου αναγνώστη αδυνατούν να αντιληφθούν τα προτερήματα μιας τέτοιου είδους πένας. Ο αναγνώστης διαβάζοντας δείγματα γραφής του πρέπει να βρίσκεται σε αδιάκοπη πνευματική εγρήγορση.
Εξίσου σπουδαίο ρόλο, διαδραμάτισε και ο Στέλιος Ξεφλούδας ή αλλιώς Σ. Ξ., ο οποίος παρέχει στις Μακεδονικές Ημέρες αξιόλογα πεζά του κείμενα («Απ’ την Ετουάλ στον Καρτιέ Λατέν», «Ταξίδι», «Σημειώσεις απ’ την Αίγυπτο», «Απ’ τη Νεάπολη στη Ρώμη», «Θυμάμαι Δωροθέα»), αρκετά από τα οποία προέρχονται από το λυρικό μυθιστόρημα Στο φως του λευκού αγγέλου. Τα πεζογραφήματα αυτά αναδεικνύουν το χώρο της μοντερνίζουσας πεζογραφίας. Κινούμενος σε μια μουσική και συνάμα ερωτική ατμόσφαιρα, αναλύεται σε μια εκ βαθέων εξομολόγηση, σ’ έναν «χειμαρρώδη, αλλά σταχτωπό μονόλογο, σχήματος ρευστού και τόνου χαμηλού». Η προβολή του εσωτερικού κόσμου καθιστά την αφήγηση θολή, κάτι που θυμίζει «παραμιλητό σε όνειρο». Η θεματική παραμένει ανύπαρκτη. Κατά τον Πέτρο Σπανδωνίδη, ο Στ. Ξεφλούδας αντιλαμβανόταν τη πεζογραφία ως ένα πνευματικό χώρο, του οποίου «η ροή δίνει στο έργο μια μουσική αύρα». Τα πεζά του διακρίνονται για τη στοχαστική παρακολούθηση των κινήσεων της ψυχής, την αέναη ροή των εσωτερικών διεργασιών, το «φευγαλέο άρωμα», το ατελείωτο μυστήριο, τη θλίψη, το μελαγχολικό, διεισδυτικό, ρευστό, χαμηλό τόνο, το σκεπτικισμό, τη σχετικότητα. Το έργο του, κατά τον Κώστα Μ. Προύση, συνίσταται στον «εσωτερικό μονόλογο μιας αισθαντικής ψυχής, που τη δέρνει η αγωνία του άγνωστου, η αμφιβολία, μα και η έφεση για μια εναρμόνιση του εσωτερικού κόσμου με μια πραγματικότητα ονειρική». Έτσι, ο αναγνώστης έρχεται αντιμέτωπος με την ουσία και τα γνωρίσματα της άπιαστης, αιώνιας, και ακαθόριστης ψυχής. Ο Στ. Ξεφλούδας μιλώντας για την Εσωτερική Συμφωνία, το δίχως γεγονότα και υπόθεση βιβλίο, συμπυκνώνει το νόημα της πεζογραφίας του:
«Έκφραση του εσωτερικού κόσμου, των εσωτερικών καταστάσεων που περνούν μέσα μας σα μια μουσική που διαλύεται στο άπειρο. – Εσωτερικός μονόλογος, μουσική λογοτεχνία, μαγική λογοτεχνία. – Φυγή, αγωνία, ανησυχία, ανικανοποίηση, ανάλυση της ψυχής ως την αποσύνθεση, ατέλειωτες περιπλανήσεις μέσα στον εαυτό μας. – Πουθενά γεγονότα, υπόθεση. Απόσπαση και απομάκρυνση των προσώπων του απ’ την πραγματικότητα. Σ’ όλα τα αντικείμενα μια μορφή ανάλογη με τη διάθεση της ψυχής μας. Αδιάκοπη σύγχυση της ζωής και του ονείρου. Αποκάλυψη της αδιαπέραστης νύχτας της ψυχής μας, μια μουσική συμφωνία […]. Τα γεγονότα μαντεύονται στην προέκτασή τους. Έλλειψη πλαστικότητος, σχήματος, γεωμετρίας. Όλα ρευστά, φευγαλέα, κάπως γκρίζα […]. Απουσία τέλους […]. Μουσικό μυστήριο […]. Τίποτε δε φαίνεται όπως είναι. Η πολλαπλότητα, η απειρότητα του ανθρώπου, το ασύλληπτο, το απροσδιόριστο, το ακαθόριστο, το ρευστό, το εναλλασσόμενο της ζωής. – Λατρεία της έκτασης. – Αγάπη για τον άνθρωπο, για τον πόνο του ανθρώπου. – Ούτε η λογική, ούτε οι αισθήσεις μπορούν να συλλάβουν τον κόσμο. Ο στοχασμός […]. Μεταφυσική αγωνία. Αισθητική, φιλοσοφική, ηθική στάση. Όλα αυτά μ’ ένα λυρικό στοχασμό. – Τραγικότητα μπροστά στο ανέφικτο. – Αγωνία της ψυχής μπροστά στο άπειρο, αγωνία του πνεύματος μπροστά στο άπειρο. – Μια τραγική πορεία χωρίς τέλος κι όμως μια αίσθηση του κόσμου έντονη, μια αγάπη του κόσμου».
O Στέλιος Ξεφλούδας, κατά τον Πέτρο Χάρη, «διχάζει τον εαυτό του και γίνεται συνοδός του στους περιπάτους της ψυχής». Κοιτάζει μέσα του και αυτοαναλύεται. Στο φως του λευκού αγγέλου υμνεί την αγάπη. Αληθινό ανθρώπινο αίσθημα, ψυχική ανάταση, παγανιστική διάθεση, πολιτισμένο ύφος, πνευματική ευγένεια, διανοητική εξύψωση, άψογο αρχιτεκτονικό σχέδιο, αρμονική έκφραση, είναι μερικά μόνο χαρακτηριστικά του έργου. Κατά τον Κώστα Μ. Προύση, πρόκειται για μια «λαμπρή πρόζα, που μέσα της καίει ο αγνός λυρισμός μιας ποιητικής ψυχής και τη φωτίζει η μεστωμένη σκέψη ενός πολιτισμένου ανθρώπου». Οι πρωταγωνιστές είναι ένας συγγραφέας και η αναγνώστριά του, τους οποίους ενώνει η γοητεία των βιβλίων. Στα λυρικά του βιβλία, όπως αυτό, παρατηρείται μια σύζευξη των φωνών των προσώπων. Ο Στ. Ξεφλούδας θεωρήθηκε από την κριτική ως ο πρώτος «εισαγωγέας» και «μεταφυτευτής» στη χώρα μας, του ρεύματος της μεταφοράς του έξω κόσμου στον έσω. Ο Τόλης Καζαντζής φρονεί πως η απονομή του τίτλου αυτού υπήρξε βιαστική και λανθασμένη. Σε συζήτηση που διεξήχθη το 1973 στη Θεσσαλονίκη, ο Στέλιος Ξεφλούδας δεν δέχτηκε τον κατά τ’ άλλα τιμητικό τίτλο, φρονώντας πως υπήρχαν προγενέστερα κείμενα, στα οποία θα μπορούσε κανείς να εντοπίσει αποσπάσματα εσωτερικού μονολόγου, γι’ αυτό και στο σημείο αυτό θα διαφωνήσω με τον Jean-Luc Chiaponne, ο οποίος λίγο-πολύ ισχυρίζεται πως ο ίδιος ο δημιουργός αποδεχόταν με φιλαρέσκεια τις τιμητικές διακρίσεις. Ο Στ. Ξεφλούδας δήλωνε πως είχε βαρεθεί να αναμασούν όλοι την ίδια καραμέλα και να του προσάπτουν ετικέτες. Με τη στάση που υιοθέτησε έδειχνε αφενός την ενόχλησή του και αφετέρου μια «αίσθηση αποποίησης πάσας ευθύνης που το έργο του ανήκει σε μια κατηγορία που άλλοι διάλεξαν για εκείνον». Ο Δημήτρης Νικολαρεΐζης τονίζει πως από το έργο απουσιάζει η κυριότερη «δεξαμενή» του εσωτερικού μονολόγου, δηλαδή το ασυνείδητο. Η Μαίρη Μικέ, πάλι, ορίζει σύντομα το νέο είδος ως «οριακή σύνθεση σκηνικής αφήγησης», μορφικά χαρακτηριστικά της οποίας είναι η αποσπασματικότητα, η έλλειψη συνοχής, η αυθαίρετη συνταγματική και παραδειγματική διαδοχή στοιχείων, η απουσία ορθολογικού ελέγχου και γλωσσικής οργάνωσης, προκειμένου να αποδείξει πως τα κείμενα του Στ. Ξεφλούδα απομακρύνονται αισθητά από τα τυπικά δείγματα του είδους και συνεχίζει:
«Στην περίπτωση του Ξεφλούδα, ενδοσκοπήσεις και αυτοαναλύσεις, σημειώσεις σε μορφή προσωπικού ημερολογίου, χωρίς πλοκή και χωρίς διαγραφές χαρακτήρων, με έντονους μετασυμβιβαστικούς απόηχους, που έχουν δεχτεί το φιλτράρισμα της λογικής έχουν, μεταξύ των άλλων, ως αποτέλεσμα “η αγωνία της ψυχής” να ονοματίζεται απλώς και να μη γίνεται πράξη μέσα από τη γραφή, “η τελευταία αποκαλύπτει την απόσταση από το βίωμα και στερείται της δυνατότητας να αποδώσει τη χειμαρρώδη συνειδησιακή κατάσταση του ήρωα στη μετωπική σύγκρουσή του με την πραγματικότητα που τον περιβάλλει”».
Και ο εμψυχωτής των Μακεδονικών Ημερών θα παραδεχτεί ότι στον Στ. Ξεφλούδα δεν υπάρχει εσωτερικός μονόλογος, με την έννοια μιας καθαρής αφιλτράριστης έκφρασης προσωπικών σκέψεων και ψυχικών διαθέσεων. Ωστόσο, πολλοί είναι εκείνοι που δεν συμφωνούν. Το 1932, ο Αντρέας Καραντώνης δημοσιεύει άρθρο με τίτλο, «Στέλιος Ξεφλούδας: Εσωτερική Συμφωνία», όπου βεβαιώνει ότι ο «κ. Ξεφλούδας είναι στην Ελλάδα ο μόνος που χειρίζεται» το είδος. Θεωρώ πως η σύγχυση ανάμεσα στους μελετητές έγκειται στο ότι ο Στ. Ξεφλούδας έδωσε πρώτος απ’ όλους το παράδειγμα μιας «αυτό-επεξεργασίας», μιας ψυχικής αυτοανάλυσης.
Και ο Γιώργος Δέλιος αποτελούσε μια ξεχωριστή περίπτωση. Ευαίσθητος συγγραφέας του εσωτερικού χώρου, του ψυχικού παλμού και πρωτεργάτης του μοντερνιστικού μυθιστορήματος, συμμετείχε με δημοσιεύσεις του, από το πρώτο ως το έκτο χρόνο της κυκλοφορίας του περιοδικού. Μάλιστα, η πρώτη υπολογίσιμη εμφάνισή του εντοπίζεται στις Μακεδονικές Ημέρες. Σύμφωνα με τον Τέλλο Άγρα,
«Ο κ. Δέλιος υπήρξε […] εδαφικώτερος από τον κ. Ξεφλούδα. Αυτός προσπαθεί να πατήση το έδαφος που πατούμε, κι’ αντί να λικνίζεται μέσα στην απόκοσμη φαντασία των ξένων τόπων πολεμά να προεκτείνη τον κάθε τόπο […] μέσα στη σφαίρα του φανταστικού∙ πασχίζει να συνδιαλλάξη την ψυχικήν έκφραση με τ’ οποιοδήποτε περιβάλλον. Είναι ταπεινώτερος κι’ αντικειμενικότερος […]. Η αποκάλυψη του ψυχικού κόσμου δεν είναι πάντα απαισιόδοξη και μελαγχολική […]. Ο κ. Δέλιος χαίρεται με τον ψυχικό του κόσμο, κι’ απολαμβάνει τη φαντασία, που είναι ανακατεμμένη μαζί την πραγματικότητα, με απόλαυση και με ηδονή».
Ο Γ. Δέλιος φανερώνει με τρυφερότητα κι ευαισθησία τα πιο μύχια δράματα της ανθρώπινης ψυχής, τη μυστικοπαθή και δυσδιάκριτη κίνησή της, με μια ονειρική διάθεση. Ο δημιουργός μετασχηματίζει, χωρίς ακρότητες, τον μύθο και καταγράφει τις πολύπλοκες διακυμάνσεις των προσώπων. Όπως επισημαίνει, από τους ήρωες και τους εναγώνια ζωγραφισμένους χαρακτήρες, προτιμά τα είδωλα που κινούνται πίσω από την «άχνα του ονείρου». Στο μυθιστόρημα Οι άνθρωποι, που νοσταλγούν, του οποίου αρκετά αποσπάσματα δημοσιεύει στο περιοδικό, η αφήγηση απομακρύνεται από τις παραδοσιακές φόρμες. Στο έργο του συγκερνά τον ασπόνδυλο μύθο με την έντονη δράση. Ο Γιώργος Δέλιος παρουσιάζεται ως μια ευαίσθητη και ρομαντική ψυχή, ως ένας «μουσικός πεζογράφος των αποχρώσεων». Σύμφωνα με τον Πέτρο Χάρη, αποφεύγει να έρθει σε επαφή με την πραγματικότητα. Μεριμνά για το πώς θα «σκαρώσει καλογραμμένες φράσεις, γεμάτες αξιώσεις, που, ωστόσο, δεν παραπέμπουν σε διανοητική περισυλλογή. Ο Κώστας Μ. Προύσης σημειώνει πως παρ’ όλο που το έργο παρουσιάζει αοριστία στο σχεδίασμα και στη σύλληψη των εικόνων, ωστόσο, παρασύρει ευχάριστα τον αναγνώστη στα νοσταλγικά όνειρα των χωρίς περίγραμμα προσώπων. Κατά τον Πέτρο Σπανδωνίδη, ο Γ. Δέλιος δίνει «φευγαλέες διαθέσεις, που κινούνται και σαλεύουν στο μεταξύ μιας αναπόλησης, μιας ρέμβης, που πλημμυρίζει τη συνείδησή μας και μας αναγκάζει ν’ ακολουθήσουμε τις εικόνες». Στο εν λόγω μυθιστόρημα προβάλλεται ένας έρωτας «αστρικός» και μια «ρομαντικού ποιού ερωτική ευδαιμονία». Η ζωή περνά με στιγμές «ανώφελες, ανιδιοτελείς, ριπτασμένες, μέσα σε πρωτογνώριστες ευαισθησίες προσωπικής πηγής». Εμβόλιμος στοχασμός, άτακτος συνειρμός, ανικανοποίητο, έλλειψη τόλμης και αποφασιστικότητας, αδρανής εσωτερική απασχόληση, ονειρική ατμόσφαιρα, διάλυση του εξωτερικού κόσμου, αποτύπωση των γεγονότων στον εσωτερικό «απύθμενο» κόσμο, οριοθέτηση χώρων σιωπής, αναμνησιολογία, συνιστούν σταθερούς άξονες, γύρω από τους οποίους στρέφεται η προβληματική του Γ. Δέλιου. Παρ’ όλο που απουσιάζει η αρμονία, από άποψη ύφους το έργο υπερέχει. Στα αποσπάσματα, πάλι, από το Στα ίχνη του άγνωστου θεού, το οποίο είναι διανθισμένο με ονειροπολήσεις και διαλογισμούς, ο Γ. Δέλιος αναδεικνύει τις παρωχημένες αναζητήσεις των χαρακτήρων. Το κεντρικό θέμα των διηγημάτων είναι ο χωρισμός χωρίς δραματικές εξάρσεις και ρήξη δύο εραστών μέσα στον παροξυσμό του πάθους. Γράφοντας ο Γιώργος Θέμελης για το έργο αυτό επισημαίνει την αναντίρρητη γοητεία του βιβλίου, τη ροή του λόγου, τον ποιητικό ελιγμό, τη μυθοπλαστική ικανότητα, την ψυχογραφική κριτική και τη δεξιοτεχνία του δημιουργού. Όπως διατυπώνει, παντού υπάρχει κάτι το «εσκεμμένο, το κριτικό αντίκρισμα των πραγμάτων». Ο Γιώργος Δέλιος μεταχειρίζεται το μύθο ως αφορμή για να παρουσιάσει τις εσωτερικές περιπέτειες των προσώπων. Και στα δύο έργα, εκείνο που αποτελεί τη βαθύτερη υφή είναι η ψυχική τοποθέτηση του ανθρώπου μέσα στη ρευστή ποιότητα της συγκαιρινής κοινωνίας και το ερωτικό πρόβλημα, όπως απαντιέται σε ανθρώπους καλλιεργημένους. Μέσα από ασύμπτωτα πεδία και μεταβαλλόμενες εικόνες μνήμης, αναδύεται η αδυναμία των χαρακτήρων να εκφράσουν τον ψυχικό τους βίο. Στο «Η ζωή που παίζει κρυφτό», ο Γ. Δέλιος νοσταλγεί την παλιά πόλη των παιδικών του χρόνων. Αποκομμένος από τους «πατριαρχικούς» καιρούς και κινούμενος στο μεταίχμιο της «μετάνοιας» για το παρελθόν και του ενθουσιασμού για αλλαγή, θα «ζωγραφίσει» τη Θεσσαλονίκη, θα δημιουργήσει ένα μοντέρνο θαύμα, όπου «η αιώνια γοητεία της μελαγχολίας αναμιγνύεται με τη μαγεία των αστικών θεαμάτων». Έτσι, η περιπλάνηση στο «Αναζητώντας τη στιγμή» καταλήγει σε μια παραμυθένια περιγραφή. Ο Γ. Δέλιος προβαίνει σε μια εξονυχιστική ανάγνωση του τοπίου. Στα μυθιστορήματά του, η ομιχλώδης ατμόσφαιρα αποτελεί τέχνασμα αφαίρεσης του προσώπου από τον εξωτερικό κόσμο. Ο ήρωας του «Ενδόμυχου οράματος» έρχεται αντιμέτωπος με το ακαθόριστο και αβέβαιο παρόν, «όπως το φως του ηλιοβασιλέματος», προκειμένου να ταξινομήσει τις σκέψεις του, αποστρεφόμενος την ελκυστική θέα. Έκδηλη είναι η τάση φυγής και αναδίπλωσης στο εγώ, όταν δύει ο ήλιος. Στο διήγημα «Ανανέωση», αποφεύγοντας εσκεμμένα την παντογνωσία, προσφέρει μια γκάμα μονολόγων. Οι ρεμβασμοί και τα ονειροπολήματα της ηρωίδας εισάγονται με μια διακριτική φράση του αφηγητή, του οποίου η φωνή γίνεται ένα με την προσωπική φαντασία του παιδιού. Η εκμηδένιση της απόστασης αφηγητή – πρωταγωνιστή φανερώνει επίδραση από την πεζογραφία της Katherine Mansfield, αγαπητή στον μεταφραστή της Γ. Δέλιο, χωρίς, ωστόσο, να υπάρχει ακριβής μίμηση του ύφους και του σεναρίου. Επιπλέον, η πεζογραφία του δανείζεται από τον Marcel Proust τη ροπή προς την «κοσμικότητα», τον προβληματισμό και την «αργόσχολη» ζωή, την εσωτερική πάλη, τις μεταπτώσεις και τις «κατακρημνίσεις στον εσωτερικό λαβύρινθο», ενώ την ρευστότητα, την έφεση προς το ποιητικό και την ονειροπόληση, από την Virginia Woolf. Η συνεισφορά του στην πεζογραφία των Μακεδονικών Ημερών στηρίζεται στη λεπτολογία και στην επινόηση ενός νέου είδους μυθιστορήματος. Γιώργος Δέλιος και Στέλιος Ξεφλούδας παρουσιάζουν μια «αδελφότητα» στη μέθοδο εργασίας. Και οι δύο συνθέτουν κομμάτια φανταστικών ιστοριών, που στηρίζονται σε παιχνίδια φωνών και οραμάτων, δίχως ύπαρξη συγκεκριμένου πλάνου.
Σύμφωνα με τον Τέλλο Άγρα, η έντονη και δραματική εσωτερική ζωή αποτελούν κοινό τόπο Γιώργου Δέλιου και Νίκου Γαβριήλ Πεντζίκη. Ο Ν. Γ. Πεντζίκης, αριστοτέχνης λεπτότητας στην καλλιτεχνική αντίληψη, φύση ερευνητική, εφευρετική, ανικανοποίητη, εμφανίζεται κατά το τρίτο έτος της κυκλοφορίας του περιοδικού, με το ψευδώνυμο Σταυράκιος Κοσμάς, δημοσιεύοντας μικρά αυτοτελή πεζά κείμενα («Άνοιξη», «Το αγκάλιασμα», «Το άνοιγμα ενός δρόμου», «Απ’ το σημειωματάριό μου», «Περιπλάνηση»), ενώ αργότερα, με το πραγματικό του όνομα, αλλάζει έκφραση και οικειοποιείται το ασυνάρτητο ύφος του Eduard Dujardin και δημοσιεύει μεγαλύτερα σε έκταση, όπως τα «Η ψυχική ιστορία του Αλεξάνδρου Γρηγορίου», «Ο θάνατος και η κηδεία», κ.ά. Κάποια απ’ αυτά εντάσσονται στο αφήγημα Ο πεθαμένος και η ανάσταση. Ο N. Γ. Πεντζίκης δίνει προτεραιότητα στο συναίσθημα έναντι του πνευματώδους, γράφει «φαντασίᾳ», χωρίς σεναριογραφία, ενώ παράλληλα προσπαθεί να εξαγνίσει τη λογοτεχνία. Η «Άνοιξη» και «Το άνοιγμα ενός δρόμου» αποτελούν αντίκτυπο, στη συνείδηση μιας έφηβης και μιας ηλικιωμένης, γεγονότων ελαφρώς δραματικών, αλλά που τις αναστατώνουν: την άφιξη μιας εποχής συνδεδεμένης με μια καινούργια ζωή ή την καταστροφή ενός σπιτιού, κάτι το οποίο σηματοδοτεί και το τέλος μιας εποχής. «Το αγκάλιασμα» και το «Απ’ το σημειωματάριό μου» προβάλλουν μορφές απλών ανθρώπων, φτωχών και ενάρετων, τις οποίες ο συγγραφέας δίνει ως παράδειγμα προς μίμηση. Αυτά εισάγουν τον θεματικό κύκλο του θανάτου, μέσα από την περιγραφή μιας ταφής. Στην «Περιπλάνηση», ο «τρεμάμενος» μονόλογος προκαλεί μια αλληλουχία αισθητών συναισθηματικών δονήσεων. Στο «Θάνατος και Ανάσταση», κυριαρχεί ένα θέμα, που εξελίσσεται από τη θανάσιμη απαισιοδοξία στην προοπτική της λύτρωσης. Στο «Η ψυχική ιστορία του Αλεξάνδρου Γρηγορίου», η κρίση από την οποία περνά το άτομο ορίζεται μέσα από μια πορεία από ένα κοιμητήριο σε μια ακτή. «Ο Θάνατος και η Κηδεία», τέλος, παρουσιάζεται ως ένα απόσπασμα του Ο Θάνατος και η Ανάσταση. Αντιστοιχεί στις σελίδες για την εγκιβωτισμένη αυτοκτονία του ήρωα του μυθιστορήματος μέσα στο μυθιστόρημα και για τους συλλογισμούς του δημιουργού περί ανάστασης. Παρ’ όλο που ο Ν. Γ. Πεντζίκης δεν ήταν συγγραφέας εσωτερικού μονολόγου, ανέλαβε το μεγαλύτερο χρέος απέναντι στον Eduard Dujardin. Μετά τη μετάφραση του Οι δάφνες κόπηκαν, δε θέλησε να αναπαράγει μια τεχνική, η οποία τον ενδιέφερε λίγο, αλλά να οικειοποιηθεί ένα ύφος, που θα τον βοηθούσε να μελετήσει τη ζωή και τον κόσμο, στην πραγματική τους διάσταση, καταγράφοντάς τα ως άλλος σεισμογράφος. Η μέθοδος έκθεσης και η διάρθρωση του υλικού, μαρτυρούν, κατά τον Mario Vitti, μια υπολανθάνουσα αμφισβήτηση του μυθιστορηματικού είδους. Ο Ν. Γ. Πεντζίκης παραδίδεται στην αυθαιρεσία της συνειρμικής σύνθεσης και υπενθυμίζει συνεχώς τις σχέσεις του με το υλικό του. Ο πεζογράφος προκαλούσε πάντοτε αναστάτωση, λόγω του ιδιωματικού εσωτερικού του μονόλογου, του ασυνάρτητου ειρμού και της καταστρατήγησης κάθε αφηγηματικής λογικής και συντακτικής αλληλουχίας. Σύμφωνα με τον Περικλή Σφυρίδη, περισσότερο απ’ όλους, εξέφρασε τη «Μητέρα Θεσσαλονίκη», μ’ ένα πεζογραφικό αμάλγαμα, που συνταιριάζει μια μοντέρνα γραφή και μια συντηρητική ιδεολογία. Όπως επισημαίνει και ο Πέτρος Σπανδωνίδης, χαρακτηριστικό του πεζογραφικού του ύφους είναι η ασυνέχεια, «αντανάκλαση» από τις υπερρεαλιστικές επιδιώξεις του εσωτερικού μονολόγου του James Joyce, κάτι που «συνύφανε με την πόλη, το μυστικισμό του Βυζαντίου, την οξυδερκή κοσμική παρατήρηση και τη χριστιανική συντηρητική παράδοση της Ορθοδοξίας». Σύμφωνα με τον Γιώργο Δέλιο, ο Ν. Γ. Πεντζίκης είναι
«ένα δάσος τροπικό, με μοναδικό αρχιτέκτονα τη δίψα της γνώσης, της παρατήρησης, της μνήμης. Ένα αρχιτεκτόνημα κυριαρχημένο από μια πίστη με ό,τι βαθύτερο εκφράζει το πνευματικό και ψυχικό του είναι. Τον διαβάζεις, τον ακούς και δεν δύνασαι να προβλέψεις τι μέλλει γενέσθαι, καθώς ακροάται τον συνειρμικό του στοχασμό. Κέντρο έρευνας αποτελεί ο ίδιος του ο εαυτός, ο ψυχικός και διανοητικός του κόσμος. Ως άλλος απομονωμένος συναξαριστής που αυτοσκοπείται, αυτοβεβαιώνεται σε μορφή εσωτερικού μονολόγου, συντρίβει, αποσυνθέτει, κατακερματίζει και θρυμματίζει το εγώ του».
Τέλος, ο Γ. Π. Σαββίδης θεωρεί πως ο Ν. Γ. Πεντζίκης διερεύνησε με τους πιο τολμηρούς και συστηματικούς πειραματισμούς την ενδοστρέφειά του, ενώ ο Γιώργος Δ. Παγανός κάνει λόγο για έναν «sui generis» καλλιτέχνη, κατεξοχήν «πραγματιστή, γήινο, ιδιότυπο, αισθησιακό, αντινομικό και πληθωρικό». Παρ’ όλο που ασπάστηκε τις τεχνικές των Ευρωπαίων ομολόγων του, εξελίχθηκε σε ρηξικέλευθο και γόνιμο «μεταφυτευτή» τους, χαράσσοντας δική του τροχιά.
Συμπερασματικά, οι πεζογράφοι αυτοί ταξίδεψαν στην Ευρώπη, μελέτησαν και προσανατολίστηκαν στην ευρωπαϊκή σκέψη, φιλολογία, φιλοσοφία και τέχνη, άντλησαν από την ίδια «τράπεζα» και από το ίδιο «μπαούλο», «ηλεκτρίστηκαν» από τα ξένα ρηξικέλευθα ρεύματα και τον κοσμοπολιτισμό, δεν υποδουλώθηκαν στα κυρίαρχα λογοτεχνικά «κυκλώματα», διέθεταν κλασική παιδεία, διακρίνονταν για τη στέρεη φιλολογική κατάρτισή τους, τις κοινές πνευματικές τους αγάπες, το γνήσιο ενδιαφέρον τους για τα καλλιτεχνικά δρώμενα, την κριτική τους έφεση, τη γλωσσομάθεια, τα κοινά πρότυπα, την έγκαιρη και έγκυρη ενημέρωσή τους για τα τεκταινόμενα. Όλοι τους, το δεδομένο χρονικό διάστημα ζούσαν στη Θεσσαλονίκη, «εμβολιάστηκαν» σ’ αυτήν, ενώνονταν με εκλεκτικούς δεσμούς συγγένειας και θυσιάζονταν για την έκδοση του περιοδικού. Οι άνθρωποι αυτοί στάθηκαν οι, κατά κάποιον τρόπο, «αγωγοί» του εσωτερικού μονολόγου στη νεοελληνική πνευματική σκηνή. Οι συνεργάτες των Μακεδονικών Ημερών υποστήριξαν τον μοντερνισμό, αξιοποιώντας γόνιμα το δυτικοευρωπαϊκό υπόδειγμα του είδους, όπου η πλοκή αφανίζεται, η σημασία του απτού ανατρέπεται και κυριαρχεί η αποσπασματική και παλίνδρομη αντίληψη των πραγμάτων, η συνειρμική έκφραση της υποκειμενικής εντύπωσης. Σύμφωνα με τον Τόλη Καζαντζή, όλοι τους προσέφεραν «τον κύριο όγκο των μετοχών τους», στη λογοτεχνική ανάπτυξη του τόπου, δημιουργώντας αυτό που συμβατικά αποκαλείται «Σχολή Θεσσαλονίκης». Στο πλαίσιο της κυκλοφορίας του περιοδικού, εκκολάπτονταν και έψαχναν στα τυφλά να βρουν μια έκφραση του εαυτού τους, αλλά ταυτόχρονα και το σφυγμό της πόλης. Αφού απελευθερώθηκαν από τις παραδοσιακές μανιέρες, αποσύρθηκαν στους δρόμους της ενδοσκόπησης και «δόμησαν» ένα μυθιστόρημα υποβλητικού κλίματος. Τα κριτικά και θεωρητικά κείμενα του περιοδικού προπαγανδίζουν εμφατικά αυτήν την ανάγκη καλλιέργειας του μυθιστορήματος. Έτσι, ο εσωτερικός μονόλογος εμφανίζεται ως το «προνομιακό» μέσο έκφρασης του πεζογράφου. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι η απόπειρα ανανέωσης της γραφής του ελληνικού μυθιστορήματος συμπίπτει με την είσοδο του ευρωπαϊκού στην Ελλάδα. Το 1958 ο Τάκης Σινόπουλος θεωρούσε πως το μυθιστόρημα που καλλιέργησαν οι Μακεδονικές Ημέρες ήταν «μια πράξη ενέργειας και συμμετοχής». Πρόκειται, όπως τονίζει, για μια πεζογραφία «συνείδησης» και όχι «φαντασίας». Θεωρεί πως οι Αλκιβιάδης Γιαννόπουλος, Στέλιος Ξεφλούδας και Νίκος Γαβριήλ Πεντζίκης υπήρξαν ευαίσθητοι δέκτες υποσυνείδητων κυμάνσεων ή συνειδησιακών καταστάσεων. Ειδικότερα, κατά τον Π. Δ. Μαστροδημήτρη, στον Στ. Ξεφλούδα, μέσω του βλέμματος υποδεικνύονται δυσδιάκριτες όψεις του εξωτερικού κόσμου, ενώ ταυτόχρονα «σπουδάζεται» ο εσωτερικός κόσμος των άλλων. Στον Αλκ. Γιαννόπουλο, υφίσταται το συγκεκριμένο σε επίπεδο σκηνικού, το οποίο εντάσσεται στην ατμόσφαιρα του αβέβαιου και υποβλητικού, με μια έντεχνη εκφραστική, όπου «η διαύγεια υπηρετεί τη διείσδυση στο αφανές και την εκλογίκευση του απροσδόκητου». Ο Γιώργος Δέλιος, από την άλλη, παρακολουθεί πρόσωπα και καταστάσεις μέσα από μια «λυρικά στοχαστική γραφή ανθρωπιστικής προδιάθεσης και πολιτισμένου τόνου». Τέλος, για τον Ν. Γ. Πεντζίκη η συνειρμική γραφή αποτέλεσε πρόσφορο τρόπο έκφρασης πνευματικών προδιαθέσεων και προτεραιοτήτων του, όπως η «υπερ-ορθολογική ορθόδοξη οντολογία» και η συναφής «εμπειρική – μυστική επικοινωνία» με τον κόσμο. Έτσι, στην πεζογραφία του κυριαρχεί η μείξη του αισθητού με το υπεραισθητό. Μολονότι ο Ν. Γ. Πεντζίκης αφομοίωσε την τεχνική του Eduard Dujardin, δεν τη χρησιμοποίησε περισσότερο από τον Στ. Ξεφλούδα. Ο Γ. Δέλιος την απέφυγε, ενώ ο Αλκ. Γιαννόπουλος την περιόρισε στον παρένθετο λόγο.
Θα ήταν, όμως, άδικο να μην γίνει αναφορά στους υπόλοιπους πεζογράφους – συνεργάτες των Μακεδονικών Ημερών. Το 1932, ο Πέτρος Σπανδωνίδης δημοσιεύει μικρά διηγήματα παραδοσιακής τεχνικής, όπως τα «Αποκριάτικος κόσμος» και «Μακρυά απ’ τους ανθρώπους», το «Η Ναυσικά, η Ναυσικά!», κ.ά. Στο «Ηλιοτρόπιο», ισχυρίζεται πως «δημιουργώ» σημαίνει σκοπεύω «να γίνω κάτι άλλο, πάντα κάτι άλλο». Σ’ αυτή τη διαδοχή ονειροπολημάτων και διαλογισμών, όπου το λουλούδι συμβολίζει τον ευαίσθητο στις εναλλαγές του φωτός συγγραφέα, η φαντασία κυριαρχεί. Στο «Αναμνήσεις του Μελένικου», υιοθετεί τεχνικές γραφής που απελευθερώνουν την εκφραστικότητά του και κάνουν το κείμενο να «λάμψει». Πρόκειται για ένα διήγημα αυτοβιογραφικής μορφής, δηλαδή για μια πράξη γνωριμίας της εσωτερικής ζωής. Σ’ αυτό το διήγημα αμφισβητείται φανερά η γραμμικότητα και το ύφος της ελληνικής ηθογραφίας. Επίσης, με το ψευδώνυμο Τιτ-Μπίτς, ανακοινώνει το πεζογράφημα «Σταγόνες ζωής», όπου μας αφήνει να μαντέψουμε την εσωτερική ζωή ενός φτωχού, χάριν ενός αφηγηματοποιημένου μονόλογου. Τα λογοτεχνικά κείμενα του Πέτρου Σπανδωνίδη προσομοιάζουν με διπλό στοχασμό ανάμεσα στο διονυσιακό και το απολλώνιο στοιχείο. Στα έργα του εύκολα διαπιστώνει κανείς έναν τόνο ονειροπολήματος, την έλλειψη προκαθορισμένων τύπων και μια αίσθηση αποσύνθεσης του αφηγήματος. Τέλος, στο «Αβέβαια πράγματα» γίνεται αισθητή η ομιχλώδης ατμόσφαιρα της Θεσσαλονίκης. Πάντως, η πεζογραφική παρουσία του Π. Σπανδωνίδη στις Μακεδονικές Ημέρες απογοητεύει, αν αναλογισθεί κανείς την κριτική δεινότητά του. Οι δημιουργίες του χαρακτηρίζονται ως «βαριά σατιρικές».
Ένας «χυμός νεανικότητας» γεμίζει τα εξομολογητικά διηγήματα του Βενιαμίν Βάσου Βασιλείου, ο οποίος δε συμμετέχει ενεργά στην περιπέτεια της πρωτοπορίας, ωστόσο, επιδεικνύει πρώιμο επαγγελματισμό. Τα πράγματα λαμβάνουν ονειρικές και ρομαντικές διαστάσεις. Στο «Ο τρίτος», ένας φοιτητής αρνείται την εύκολη κατάκτηση, μένει προσκολλημένος στην ιερή εικόνα της γυναίκας, με αποτέλεσμα να αισθάνεται μια βαθιά και ανικανοποίητη επιθυμία. Ο Β. Βασιλείου, λάτρης των ψυχολογικών δραμάτων, στο αυτοβιογραφικό διήγημα, με θέμα ένα έγκλημα πάθους, «Ο οδηγός του τραμ», αναλώνεται σε μελοδραματικές εξάρσεις. Το «Εννέα Φορές» είναι μια «φαντασμαγορία». Ένας άνδρας βλέπει να εμφανίζονται είδωλα, τα οποία έχουν τα χαρακτηριστικά του σε διάφορες ηλικίες της ζωής του και τον πιέζουν να ομολογήσει την ανικανότητά του να αγαπήσει μια γυναίκα. Στη «Λήδα», ιστορία γεμάτη όνειρα, ο Βάσος Βασιλείου αφηγείται ευφυέστατα την άρνηση ενός πλούσιου χωρικού, χαμένου σε μια μεγαλούπολη, να παντρευτεί. Το ομιχλώδες σκηνικό τοποθετεί τα πράγματα σ’ έναν «αμφίβολο κόσμο». Εδώ, όπως και στο «Ο Τρίτος», υπάρχει αντιστοιχία μεταξύ της στιγμής της άρνησης της ερωτικής κατάκτησης και της μουντής μέρας. Ο μελαγχολικός ουρανός και η άτονη εικόνα του τοπίου έρχονται σε αντίθεση με τη λαμπερή σκηνογραφία του Γιώργου Δέλιου. Είναι σχεδόν βέβαιο ότι ο Β. Βασιλείου δανείστηκε τα «μετεωρολογικά στοιχεία» από τον δάσκαλό του Πέτρο Ωρολογά. Παρ’ όλο που τα θέματα των διηγημάτων είναι αλληλένδετα, το ύφος εξελίσσεται ακολουθώντας τον γενικό προσανατολισμό του περιοδικού, ενώ η αφήγηση προσφεύγει στο φανταστικό.
Από τη γενικότερη μεταφυσική κατεύθυνση των συνεργατών του περιοδικού ξεχωρίζουμε ακόμα δύο περιπτώσεις. O ρεαλιστής Αρκάδιος Λευκός μπορεί να μην επενδύει στο περιοδικό και να δημοσιεύει μόνο ένα σύντομο διήγημα, στωικού λόγου, με τίτλο «Μοίρα», ωστόσο, γίνεται ιδιαίτερη μνεία στην ατημέλητη ντοστογιεφσκική νουβέλα Κρίσις, τυπικό δείγμα εσωτερικού μονολόγου, ανατάσεων και «κατολισθήσεων». Οι μελετητές μιλούν για «παράξενη παραφωνία», για έναν ασύγκριτο ρεαλιστή, που, όμως, χαρακτηρίζεται από μια τάση αέναης διαμαρτυρίας, ξένης και ανοίκειας μέσα στην ατμόσφαιρα της Θεσσαλονίκης. Αυθορμητισμός, επαναστατικότητα, καυστικό χιούμορ, φιλοσοφικός σαρκασμός, πυρετική και πολεμόχαρη διάθεση, είναι μερικά μόνο από τα χαρακτηριστικά του. Ξεχωριστή είναι και η περίπτωση της Ιρσίμ, ψευδωνύμου της Σ. Μαξίμου, η οποία γράφει ρεαλιστικά διηγήματα παρμένα από τα μετόπισθεν του Α΄ Παγκοσμίου. Συγκεκριμένα, στις Μακεδονικές Ημέρες δημοσιεύει το «Τότε, στον πόλεμο», όπου μιλώντας για την παιδική ηλικία και τον πόλεμο μεταφέρει την εμπειρία της. Στο φιλειρηνικό αυτό διήγημα, μια μητέρα αφηγείται στα παιδιά της τον Μακεδονικό Πόλεμο.
Ο λαϊκιστής Κυριάκος Χατζηδάκις, με το ψευδώνυμο Χρήστος Λεβάντας, δημοσιεύει τέσσερα κοινωνικά διηγήματα, με τίτλους «Αντίθεση», «Δέκα κορίτσια σε μια στενή πάροδο», «Ο άνθρωπος των διαπυλίων» και «Το παληό ρωλόϊ». Τα δύο τελευταία αφορούν ιστορίες ανέργων, αφηγημένες με υποκειμενικό τρόπο. Ο Αλέξανδρος Αργυρίου θεωρεί πως το «Δέκα κορίτσια σε μια στενή πάροδο» δεν εντάσσεται στις απόψεις του περιοδικού σχετικά με την πεζογραφία. Η ανάγνωση αυτών πιστοποιεί τα συμπεράσματα του Κώστα Παπαγεωργίου, για το ότι ο αφηγηματικός φακός του Χρ. Λεβάντα είναι προσηλωμένος στην ανάδυση παθών, συναισθημάτων, συγκινήσεων και αγωνιών της ανθρωπογεωγραφίας του μόχθου και της βιοπάλης.
Στο διήγημα του Γιώργου Θέμελη, «Πελαγία», η αφήγηση εστιάζεται στις συνειδησιακές κινήσεις του πρωταγωνιστή. Ο εσωτερικός μονόλογος δεν είναι παρά ένα τέχνασμα αποκάλυψης της εσωτερικής ζωής. Ο αφηγητής, με διακριτικότητα, εξιστορεί ονειροπόλες ψυχικές καταστάσεις ρέμβης και επιστροφής στους προϊστορικούς χρόνους μιας πρωτόγονης γης. Μάλιστα, έχει ειπωθεί πως ο Γ. Θέμελης, με την «άγρια» έκφραση του ενδόμυχου, ανανέωσε την ελληνική πρόζα.
Επιπροσθέτως, εκτός των όσων ήδη αναφέρθηκαν, ο Κώστας Κεφαλάς δημοσιεύει δύο διηγήματά του στις Μακεδονικές Ημέρες («Το κουνάδι», «Η σαύρα»), τα οποία αργότερα συμπεριλαμβάνει στον τόμο Απ’ τις δύο πλευρές του Αιγαίου. Σ’ αυτά διακρίνει κανείς ένα λεπτό χιούμορ. «Κάθε στιγμή, κάθε σκέψη είναι ένα τέλος και μια αρχή για εσωτερικά ταξίδια» στο αλληγορικό διήγημα «Μέσα σ’ ένα δάσος» του Βασίλειου Τατάκη. Ο Κώστας Κόκκινος δημοσιεύει παρωδίες, περιγραφές και ελεγείες, ενώ διηγήματα οι Ειρήνη Σπανδωνίδη («Το μειδίαμα της κυρά Λενιώς», μελέτη ηθών), Μαρία Τουσλατζή (τη μελέτη τοπικών ηθών «Ο κάμπος», την κοινωνική ιστορία «Μελαγχολία»), Μιχάλης Χαννούσης (πεζογραφήματα «Από τον Άνθρωπό μου»), κ.ά.
Οι κορυφαίοι συγγραφείς της γενιάς του ’30 προσφέρουν λίγα, κάπως ασήμαντα, διηγήματα. Ο Άγγελος Τερζάκης ανακοινώνει το συμβολικό, «Το Κεφάλι του Ολοφέρνη», ο Θανάσης Πετσάλης το κοσμοπολίτικο, «Λεπτομέρεια», ενώ παράλληλα δημοσιεύονται απλές ταξιδιωτικές σημειώσεις από το σημειωματάριο του Γιώργου Θεοτοκά στο «Σκίτσο της Ρώμης» και μια μελέτη ηθών του Γρηγόριου Ξενόπουλου, με τίτλο «Οι Βιτοπούλες». Στην ίδια κατηγορία εντάσσονται οι αλληλογράφοι από το εξωτερικό (Πολύμνια Λάσκαρη: το φεμινιστικό διήγημα «Συνεργάτες» και «Διονύσια», Γιώργος Παρασκευαΐδης: τη σατιρική μελέτη ηθών «Μετανάστες»), που στέλνουν πνευματικά διηγήματα, χωρίς πρωτοτυπία. Ωστόσο, κάποια εντύπωση προκαλούν τα βουκολικά διηγήματα του Στέφανου Δάφνη («Ανεμότρατες», «Άντρας»), ο «Γυρισμός στο χωριό» του Αργή Κόρακα, οι αναπολήσεις της Μαρίας Ταρσούλη («Χειμωνιάτικες ώρες»), το εξωτικό ινδικό παραμύθι του Διομήδη Καβαφάκη («Η θυσία του Νάλα»), κ.ά.
Γενικά, οι συνεργασίες που αφορούν τον πεζό λόγο είναι πολυάριθμες. Ο Λάζαρος Πηνιάτογλου γράφοντας για το ελληνικό μυθιστόρημα τότε επεσήμαινε πως η Ελλάδα βρισκόταν είκοσι χρόνια πίσω από την πνευματική ζωή της Ευρώπης. Όπως τόνιζε, το μοναδικό είδος πρόζας που ευδοκίμησε ήταν το διήγημα. Ο Τηλέμαχος Αλαβέρας σημείωνε πως στη Θεσσαλονίκη, καλλιεργήθηκε ένα ιδιαίτερο είδος διηγήματος, το οποίο «ανδρώθηκε» και εξελίχθηκε, έτσι ώστε με την πάροδο του χρόνου να κατέχει περίοπτη θέση μέσα στον κορμό της νεοελληνικής διηγηματογραφίας. Οι διηγηματογράφοι του βορρά, από ιστορική, γεωγραφική και ψυχολογική άποψη, έχουν αντίληψη του χώρου και της περιρρέουσας ατμόσφαιρας. Στο σύνολο των πεζών κειμένων, η αφηγηματική συνοχή και η ρεαλιστική πλοκή διασπώνται και η γύρω πραγματικότητα αντανακλάται ρευστά και υποκειμενικά. Ο παντογνώστης αφηγητής παραχωρεί τη θέση του στον ήρωα-αφηγητή με υποκειμενική οπτική γωνία. Οι Θεσσαλονικείς ασχολήθηκαν πότε με θέματα ηθικά και πότε με συναισθηματικά, δίνοντας προτεραιότητα στο θέμα της ερωτικής ψευδαίσθησης, το οποίο ταιριάζει με τα παιχνίδια της φαντασίας, το όνειρο και τη νοσταλγία. Η επεξεργασία του φαντασιακού στοιχείου, του μη πραγματικού, πιστοποιεί την πρωτοπορία τους. Η στάση υπέρ ενός «αστικού» διηγήματος, που καταλήγει να είναι ένα διήγημα επικεντρωμένο στα πρόσωπα, με σύνθετες και «χαοτικές» σκέψεις, επηρέασε την πεζογραφία των Μακεδονικών Ημερών. Ο Στέλιος Ξεφλούδας θεωρούσε πως ο διηγηματογράφος του Μεσοπολέμου προσπαθούσε να συλλάβει και να εκφράσει μια «υπέρτατη» στιγμή, όπου «όλη η δυναμικότητα ενός χαρακτήρα ή μιας κατάστασης μεταβάλλεται σε πράξη».
Γ.2. Περιδιάβαση στο ποιητικό εργαστήρι των Μακεδονικών Ημερών
Κατά τον Νίκο Παππά, στα χρόνια άνθισης του περιοδικού, η ποίηση ήταν ένα «αραιό και άτονο φαινόμενο» στη Θεσσαλονίκη. Kατά τον Πάνο Θασίτη βρισκόταν ακόμα στον «προθάλαμο», στα «σπάργανά» της και προσπαθούσε να ανιχνεύσει νέους δρόμους και να διαμορφώσει νόρμες. Κάτι αντίστοιχο διατύπωνε το 1935 και ο Στέλιος Ξεφλούδας ισχυριζόμενος πως η ποίηση βρισκόταν σε παρακμή, καθώς δεν εξέφραζε τις συγκινήσεις του συγκαιρινού της ανθρώπου. Πίστευε πως το αληθινό έργο ήταν το αυτοτελές, το απροσχημάτιστο, εκείνο που δημιουργούσε ξεχωριστές αρχές, ιδιαίτερο κόσμο και εκείνο που είχε διανοητικό υπόστρωμα. Μιλώντας κάπως ετεροχρονισμένα ο Γιώργος Θέμελης για τους σύγχρονους με το περιοδικό ποιητές, υπογράμμιζε πως στη Θεσσαλονίκη απουσίαζε η κεντρική ηγετική μορφή, το ισχυρό ποιητικό δυναμικό και η τεχνοτροπία, χωρίς αυτό να συνεπάγεται πως ο όποιος λυρισμός παρέμενε αδιάφορος.
Οι Μακεδονικές Ημέρες προσκαλούν νέα ποιητικά ταλέντα προσφέροντάς τους ταυτόχρονα βήμα έκφρασης. Έτσι, στις σελίδες του περιοδικού ανακοινώνονται αρκετές ποιητικές συνθέσεις, οι οποίες αποτελούν πρωτόλεια. Όπως τονίζουν οι μελετητές, δεν πρόκειται παρά για «δειλές αναψηλαφήσεις, ψηφίδες ενός ποιητικού στίγματος και προβληματισμού», που ορίζεται και διοχετεύεται με μεγαλύτερη σαφήνεια και ακρίβεια στα μεταπολεμικά χρόνια. Από άποψη ποσοτική, η ποίηση κατέχει μάλλον την τρίτη θέση στο σύνολο της ύλης που απαρτίζει το περιοδικό. Με το είδος αυτό του ποιητικού λόγου ασχολούνται κατεξοχήν οι Τέλλος Άγρας, Χάρης Αλεξίου, Στέφανος Αμάραντος, Τάκης Βαρβιτσιώτης, Ρούλα Βαρέλλα, Βάσος Βασιλείου, Γιώργος Βαφόπουλος, Δημήτρης Γαλάνης, Πέτρος Γνευτός, Αιμιλία & Στέφανος Δάφνης, Βασίλης Δεδούσης, Μηνάς Δημάκης, Κώστας Δρακόπουλος, Οδυσσέας Ελύτης, Χρυσάνθη Ζιτσαία, Γιώργος Θέμελης, Αντρέας Καραντώνης, Ζωή Καρέλλη, Κώστας Κόκκινος, Γιώργος Κοτζιούλας, Γιάννης Κούσουλας, Απόστολος Μαγγανάρης, Ηρακλής Μαλώσης, Σοφία Μαυροειδή-Παπαδάκη Ρίτα Ν. Μπούμη-Παππά, Φώτης Πασχαλινός, Τάκης Παπατσώνης, Νίκος Παππάς, Μαρία Ράλλη, Θαλής Ρητορίδης, Γιώργος Σαραντάρης, Άγγελος Σημηριώτης, Γιάννης Σκαρίμπας, Όλγα Σολωμού, Γιάννης Σόμπολος, Πάνος Σπάλας, Ανθούλα Σταθοπούλου – Βαφοπούλου, Γιώργος Ξ. Στογιαννίδης, Νίκος Τζούρος, Ηλίας Ι. Τουρνάς, Μαρία Τουσλατζή, Γιάννης Φλιάσιος, κ.ά.
Όταν ο Γιώργος Θ. Βαφόπουλος δημοσιεύει το ποίημα «Ορχήστρα» στις Μακεδονικές Ημέρες καθίσταται πασιφανής η «πεπαλαιωμένη» ποιητική αντίληψη στην οποία κινείται, κάτι που στη συνέχεια ανατρέπεται. Κατά τον Πέτρο Σπανδωνίδη, τα πρώτα «σπέρματα» ποίησης, που δεν προκαλούν όνειδος, ανήκουν στην ποιητική του συλλογή Προσφορά, όπου ανιχνεύει κανείς πλούσια «κοιτάσματα προσωπικού δράματος», που ωστόσο, υπερβαίνουν τους κλειστούς ατομικούς ορίζοντες και, κατά την Μαίρη Μικέ, «ενδύονται» χαρακτηριστικά ενός «πανανθρώπινου πόνου». Ο Γιώργος Βαφόπουλος, με αφορμή τον πρόωρο θάνατο της γυναίκας του Ανθούλας Σταθοπούλου, γράφει ελευθερόστιχα ποιήματα, με μελετημένη χρήση μικτής γλώσσας, «υψιπετούς», γεμάτα απροσδόκητες και υποβλητικές εικόνες, στα οποία υμνεί και ταυτόχρονα θρηνεί. Η τελετουργική του γλώσσα «αναδύει ανάγλυφα το τραύμα της απώλειας». Αναπάντητα ερωτηματικά, νοσταλγία, μοναξιά, αδιέξοδο. Το οδυνηρό γεγονός τον συγκλόνισε οντολογικά, τον «γονάτισε», τον συνέθλιψε, τον καταρράκωσε, σφράγισε την ζωή και την ποίησή του. Έκτοτε, η πένα του χαρακτηριζόταν για τον πένθιμο, μυστηριακό, μελαγχολικό κι απαισιόδοξο τόνο της. Κατά τον Δημήτρη Τσάκωνα, το «βέβηλο» πρόσωπο του θανάτου «αγρυπνά» πίσω από την ποίησή του, ενώ κατά τον Ι. Μ. Παναγιωτόπουλο, οι συχνές επισκέψεις αυτού στην «ατελεύτητα αυτοτιμωρούμενη ενδοσκόπηση της τραυματισμένης ψυχής» του δημιουργού, παρήγαγαν «την υπευθυνότητα ενός πληγωμένου, αλλά ευγενικού πνεύματος, που πηγάζει από βάθη λαβυρινθώδη και απλώνεται προς τους άλλους, για να επιστρέψει στο άβατό της». Σύμφωνα με τον Κώστα Προύση, η Προσφορά είναι ένας οδυρμός σπαρακτικός και βαθιά ανθρώπινος. Το μαρτύριο που συγκλονίζει τον ποιητή αποτελεί «απροσποίητη εκδήλωση» της μεγάλης του αγάπης. Ο Γιώργος Βαφόπουλος «περιζώνει» τον αναγνώστη με ένα «αχνό άρωμα που ξεχύνεται από το ιερό θυμιατήρι της ψυχής ενός βαθιά πονεμένου ανθρώπου και συγκλονίζει με τον κατάβαθα άγριο σάλαγο της φθοράς του ανθρώπου από το Χάρο». Ο βαθύς ελεγειακός τόνος, το στοχαστικό σύμβολο, η οξεία μεταφορά, η δυνατή σκέψη, το «ατίθασο» αίσθημα, η «αποπνευματωμένη» ατμόσφαιρα του μεγάλου πόνου, καθιστούν την Προσφορά μια «τραγική φωνή ανθρώπινου σπαραγμού» στον κόσμο της Τέχνης. Ειδικότερα, σε ανώνυμο κριτικό σημείωμα των Μακεδονικών Ημερών διαβάζουμε πως η βιβλική σύνθεση «Το πλέγμα», εις μνήμην, «είναι η πιο κοντινή στην αίσθηση της απώλειας της αγαπημένης μορφής». Κραυγή απελπισίας, σπαραχτική οδύνη του αιώνιου χωρισμού, «ποεδικοί» απόηχοι, διάχυτη και ελεύθερη από κλασικά δεσμά έκφραση και απουσία περιγεγραμμένων μορφών, χαρακτηρίζουν το ποίημα. Στις Μακεδονικές Ημέρες, επιπροσθέτως, δημοσιεύονται «Το πέρασμα», το οποίο διακρίνεται για το «ήρεμο» ύφος του, την διεισδυτική ματιά του συνθέτη του και τον οραματικό τόνο, το «Ρόδο», όπου η καρδιά του συγγραφέα κλείνεται ερμητικά στον εαυτό της, αφού δεν έχει να ελπίζει σε κάτι και «Το Καλεντάρι», οι στίχοι του οποίου αποπνέουν κάποια απλότητα, ευαισθησία, ειλικρίνεια, γαλήνη, έναν πόνο και μια θρησκευτική ατμόσφαιρα. Ο Γιώργος Βαφόπουλος έσπασε τα σχήματα της παράδοσης και προχώρησε σε μια γενναία ανανέωση, τόσο σε επίπεδο περιεχομένου, όσο και σε επίπεδο μορφής, με «μεστότερο διανοητικό οπλισμό, πληρέστερη κατάκτηση τεχνικής και τόνο εσωτερικότητας». Κάπως έτσι, κατά τον Ντίνο Χριστιανόπουλο, αρχίζει η μοντέρνα ποίηση στη Θεσσαλονίκη. Το μοντέρνο στοιχείο αποτελεί προσωπικό επίτευγμα του ποιητή, μίγμα από αρχαία αναπαιστικά μέτρα, καθαρεύουσα και βυζαντινές υμνογραφικές απηχήσεις. Η ερωτική μέθεξη, ο θάνατος, το πεπρωμένο χαρακτηρίζουν τις συνθέσεις του. Όπως επισημαίνει ο ίδιος ο Γ. Βαφόπουλος σε γράμμα του, τα παλιά εκφραστικά μέσα δεν ήταν ικανά να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις του: «Είχα ανακαλύψει, χωρίς τη μεσολάβηση του ταχυδρομείου, τους νέους εκφραστικούς τρόπους». Οι συνθέσεις του πιστοποιούν μια νέα αντίληψη της τέχνης. Κατά τον Πέτρο Σπανδωνίδη, ο Γ. Βαφόπουλος «γίνεται ποιητής συμβολικός της μεταβατικής εποχής προς το συμβολισμό: ενώ προσπαθεί να σκορπίση το αίσθημά του σε άχνα ποιητική και σε μουσικό κραδασμό, από το άλλο μέρος, επιμένει να κατέχεται από τη λαιρεύσιμη μορφή, την οποίαν όμως τώρα έχει μεταβάλει σε σύμβολο». Ο Πέτρος Σπανδωνίδης μιλά για έναν Σαλονικιό ποιητή με αξιώσεις, ενώ ο Κώστας Στεργιόπουλος για τον πρώτο Μακεδόνα, που έσπασε «το φράγμα του Ολύμπου» και έγινε γνωστός στην πρωτεύουσα.
Αισθητή είναι και η ποιητική παρουσία του Γιώργου Θέμελη στις προπολεμικές Μακεδονικές Ημέρες. Πιο συγκεκριμένα, είναι ο δημιουργός αρκετών ποιητικών συνθέσεων, όπως «Ορχήστρα», «Ω πνεύμα! Ω πνεύμα!», «Δοξαστικό», «Το φτεροκάραβο», «Ορφικό», «Ερημιά», «Σονάτα», «Ο έκπτωτος άγγελος», «Το τραγούδι της Ήβης», «Mea culpa», «Δεσμώτες», «Μόνωση», «Ψυχή», «Ο τυφλός που ανέβλεψε», «Ο Σταυρωμένος», «Ο Νάρκισσος», «Εσωτερική Συμφωνία», αφιερωμένη στον Στέλιο Ξεφλούδα, κ.ά. Κατά τον Αλέξανδρο Αργυρίου, το ποίημα «Μόνωση», παρά τον ελεύθερο στίχο, δεν ξεφεύγει από τον παραδοσιακό λόγο, ενώ το ποίημα «Ψυχή» δεν είναι άξιο προσοχής. Όπως υπογραμμίζει η Μαίρη Μικέ, καμία από τις συνθέσεις αυτές δεν συμπεριλήφθηκε στις μετέπειτα συλλογές του∙ μοιάζει να τα απαρνήθηκε. Μάλιστα, ο Κώστας Στεργιόπουλος θεωρεί πως η εν γένει παρουσία του στο περιοδικό θεωρείται «προϊστορία». Τα σιωπηρώς αποκηρυγμένα ποιήματά του δεν προαναγγέλλουν τη μετέπειτα εξέλιξη και μοιάζουν σαν να γράφτηκαν από κάποιον άλλο. Συχνά, ο δημιουργός συνοδεύει τα ποιήματά του με moto από τους Διονύσιο Σολωμό, Κωστή Παλαμά, Οβίδιο, κ.ά. Ο Γιώργος Θέμελης «τραγουδά» τη θλίψη, τη μοναξιά, το τέλος, την αποξένωση, την απομόνωση, την απώλεια, την έκπτωση, τον πόνο, τη νοσταλγία, το ερωτικό πάθος, με ευρηματική καλλιτεχνική φαντασία. Είναι αξιοσημείωτο το γεγονός ότι η «Ορχήστρα» αποτελεί την πρώτη, μετά το προγραμματικό σημείωμα, συνεργασία, που ανακοινώνεται στο περιοδικό. Κατά τον Γιώργο Βαφόπουλο, το 1932, ο Γ. Θέμελης «πάλευε με το δαίμονα της τέλειας μορφής, αγωνιζόταν να σπάσει τα παλαμικά του βράχια». Ο Πέτρος Σπανδωνίδης τονίζει πως, ενώ αρχικά ο Γ. Θέμελης φανερώθηκε ως ποιητής του «λυρικού περισσολόγου ρητορισμού», έγραψε έμμετρες θρησκευτικές και ερωτικές συνθέσεις. Παρ’ όλο που τα πρώτα του άσματα χαρακτηρίζονται από μια νεανική ευγλωττία, από τα τέλη του 1935, αλλάζει πλεύση, εξαιτίας της ανακάλυψης της υπαρξιακής και «ερμητικής» ποίησης του Γιώργου Σαραντάρη. Το γεγονός αυτό, ανατρέπει ριζικά την αντίληψη του Γ. Θέμελη περί λυρισμού. «Δεν την καταλαβαίνω», γράφει, «αλλά ομολογώ ότι αυτή η ποίηση μου αρέσει». Τα επόμενα χρόνια καταπιάνεται με τη σύνθεση πρόζας σ’ ένα λιτό ύφος. Η «βουτιά» σ’ αυτό που ο συγγραφέας αποκαλεί «ενδόμυχη σκοτεινιά μου» παίρνει τη μορφή αυτόματης γραφής. Η ταχύτητα της ένωσης των φράσεων και των νοητικών παραστάσεων θυμίζει έντονα τις προγραμματικές δηλώσεις του André Breton στο Μανιφέστο του Υπερρεαλισμού. Εσωτερικός μονόλογος για τον Γιώργο Θέμελη σημαίνει «σωτηριολογική έξαρση, αγωνία χωρίς λύτρωση, θεία χάρη». Έτσι, η ένταξή του στη συντροφιά των Μακεδονικών Ημερών ήταν ταυτόσημη με την αλλαγή της μοίρας του. Είχε συντελεσθεί ο συντονισμός του «μήκους κύματος» ανάμεσα σ’ έναν ευαίσθητο δέκτη και τον πομπό των νέων καιρών. Η ποιητική ευαισθησία του οξύνθηκε, καθώς επηρεάστηκε από το μετασυμβολιστικό πνεύμα της Ευρώπης και τα κείμενα των James Joyce και T. S. Eliot.
Πόλο έλξης αποτέλεσε το περιοδικό και για τον Αλκιβιάδη Γιαννόπουλο, ο οποίος εντυπωσιάστηκε από την ποιότητα των Μακεδονικών Ημερών, σε σημείο που πίστεψε πως βρήκε τον κατάλληλο χώρο έκφρασης. Και στο σημείο αυτό συντελείται η πρώτη εμφάνισή του στα ελληνικά γράμματα, με μια σύνθεση, που τιτλοφορείται «Σονέτ<τ>ο με απώτερο σκοπό». Επιπροσθέτως, ο Αλκιβιάδης Γιαννόπουλος δημοσιεύει ακόμα μια ποιητική σύνθεση, με τίτλο «Εκλεκτική Αθανασία».
Η πρόωρα χαμένη, Ανθούλα Σταθοπούλου-Βαφοπούλου, πρόλαβε να δημοσιεύσει μόνο τρεις ποιητικές συνθέσεις, με τίτλους «Εντάφιο», «Εκ βαθέων» και «Μπορεί». Eν ζωή τύπωσε μια μόνο ποιητική συλλογή, τις Νύχτες αγρύπνιας, που, κατά τον Δέλιο, βρίσκονταν σε αρμονία με το χαρακτήρα της. Στο «Εντάφιο», σύμφωνα με τον Γιώργο Θέμελη, «το δοξαστικό τροπάρι της ομορφιάς της ζωής αναβλύζει από τον τάφο». Στιχουργική μαεστρία, τεχνική αρτιότητα, ποικιλία ρυθμών, ορμητικός στίχος, ώριμη, συγκινητική και άψογη σε φόρμα και τεχνική, έκφραση, χαρακτηρίζουν τις συνθέσεις της. Στα ποιήματα αυτού του «πληθωρικού αυτοδίδακτου ταλέντου», είναι φανερή η ερωτική λαχτάρα, το πάθος, ο πόνος της αρρώστιας, η αγωνία για τον επερχόμενο θάνατο, ο τραγικός λυρισμός, η δίψα για τη χαρά της ζωής, η νοσταλγία, η αίσθηση του ταξιδιού, η θάλασσα, η αναμονή, η λήθη. Ωστόσο, πουθενά δεν κυριαρχεί ο «πυρετός της σάρκας». Σύμφωνα με τον Απόστολο Μαγγανάρη, η Ανθούλα Σταθοπούλου έγραψε «πεσιμιστική ποίηση, που αντιδιαστελλόταν στην συμπυκνωμένη εγκεφαλική ριμολογία παλαιοτέρων ποιητών». Η Ανθ. Σταθοπούλου «αντλούσε τροφή και μεθούσε» από την ίδια της τη φθορά. Είχε μετουσιώσει τη ζωή της σε ποίηση, η οποία με τη σειρά της είχε τη σφραγίδα της μοίρας της. Ο Γιώργος Θέμελης κάνει λόγο για ένα φαινόμενο αυθορμητισμού, ανικανοποίητου ερωτισμού, «ζωικής δύναμης και δαιμονικής αντοχής», για μια «τιτανική ψυχή», που αυτούσια προεκτείνεται στις συνθέσεις της. Θεωρεί πως το τραγούδι της «ανάβλυζε από τα ενδόμυχα βάθη της». Ο Πέτρος Σπανδωνίδης φρονεί πως πρόκειται για την πρώτη ποιήτρια της Μακεδονίας, ενώ οι Γιώργος Δέλιος και Γιώργος Θέμελης μιλούν για μια ξεχωριστή μορφή και για μια αξιόλογη παρουσία στη γυναικεία ποίηση των Μακεδονικών γραμμάτων.
Η Χρυσάνθη Ζιτσαία, ψευδώνυμο της Χρυσάνθης Οικονομίδου, ανακοίνωσε τρεις παραδοσιακές ποιητικές συνθέσεις κατά το δεύτερο και τρίτο έτος, με τίτλους «Σκίτσα», «Ένα τραγούδι» και «Κάποιο τέλος». Παράλληλα, δημοσιεύει δύο συλλογές, τους Θλιμμένους σκοπούς και τις Χίμαιρες, όπου έφτασε στην πληρέστερη έκφραση της ποιητικής της φυσιογνωμίας. Τα χρόνια αυτά η ποίησή της μένει ένας «ευαίσθητος παλμός» μπροστά στα πράγματα. Πηγή της ποιητικής της έμπνευσης αποτελεί η ίδια η λαχτάρα για έκφραση, «η διαποτισμένη από λυρικό χυμό ζωής για τα ανθρώπινα ιδανικά, για χαμένες υπάρξεις, που αναβλύζουν άσβεστη οδύνη». Έρωτας και ζωή συνυφαίνονται με το θάνατο.
Ακόμα, οι συνεργασίες του Γιάννη Σκαρίμπα δεν μας αφήνουν αδιάφορους. Συνολικά, δημοσιεύονται τέσσερις ποιητικές συνθέσεις («Φαντασία», «Lacrimae Hominis», «Βιολέττα», «Το Λίζα Μπράουν»). Ο Αλέξανδρος Αργυρίου αναρωτιέται, αν το ποίημα «Φαντασία» είναι παραδοσιακό ή μοντέρνο και καταλήγει πως πρόκειται για ποίηση σε παραδοσιακές φόρμες, η οποία «ασφυκτιώντας κάτω από τα δεσμά της τις υπερβαίνει, μέσα από μια έκφραση, που η ελλειπτικότητά της παγιδεύει την κατεστημένη σωφροσύνη». Επιπλέον, το στοιχείο του απρόοπτου είναι παρόν. Σύμφωνα με την Κατερίνα Κωστίου, ο Σκαρίμπας είναι ένας ιδιότυπος συγγραφέας, αταξινόμητος στην ουσία, όπου, κάτω από το παραδοσιακό ντύμα της στιχουργικής του, σφραγίζει τις συνθέσεις του σ’ έναν τόνο νεωτερικό και πρωτότυπο.
Ο χαμηλόφωνος, λυρικός, ερωτικός, με συμβολιστικές καταβολές, ποιητής, Γιώργος Ξ. Στογιαννίδης, πραγματοποιεί τη δεύτερη εμφάνισή του στα ελληνικά πνευματικά δρώμενα το 1932, με τη δημοσίευση ενός παραδοσιακού ποιήματος, εμπνευσμένου από το κλίμα του μεσοπολέμου, με τίτλο «Νοσταλγία», στη στήλη «Οι Νέοι» του περιοδικού Μακεδονικές Ημέρες. Είναι γεγονός πως αρχικά ο Γ. Ξ. Στογιαννίδης «ταξίδευε σ’ ένα χαμένο γοητευτικό κόσμο», όπως χαρακτηριστικά επισημαίνει ο Δημήτρης Τσάκωνας.
Ο Νίκος Δ. Παππάς δημοσιεύει επτά ποιητικές συνθέσεις, με τίτλους «Η ομιλία του Δον Κιχώτη», «Προς φίλον», «Ο τάφος της Λαϊδος», «Κατευόδιο», «Αυτοκτονία δωδεκαετούς νέου», «Αναχωρήσεις πλοίων», αφιερωμένο στον Στέλιο Ξεφλούδα και «Ελληνική Άνοιξη», αφιερωμένο αντίστοιχα στον Άγγελο Σικελιανό. Το ποίημα του Ν. Παππά, «Αυτοκτονία δωδεκαετούς νέου», κατά τον Δημήτρη Τσάκωνα, δημιουργεί μια οικειότητα με την ιδέα του θανάτου και το κλίμα του καρυωτακισμού, ενώ το «Αναχωρήσεις πλοίων», κατά τον Αλέξανδρο Αργυρίου, είναι μια ατελής προσπάθεια μοντερνιστικής γραφής.
Η σύζυγός του Ρίτα Μπούμη-Παππά ανακοινώνει τέσσερις ποιητικές συνθέσεις («Τι θαυμάζω», «Η μητέρα του ανάπηρου», «Πέρασες ξαφνικά», «Αγαπώ»). Τα ποιήματα αυτά προβάλλουν μια ευαισθησία «ακονισμένη, πληγωμένη και αρρωστημένη από το βάναυσο άγγιγμα της ζωής», μια διάθεση ρέμβης, περισυλλογής, εσωτερικότητας.
Όπως χαρακτηριστικά επισημαίνει ο Γιώργος Θ. Βαφόπουλος, τη στιγμή που η διεύθυνση έφτασε στα χέρια του, το περιοδικό βρισκόταν σε «μισολιπόθυμη» κατάσταση. Τότε που το «άστρο» του είχε αρχίσει να «δύει», ο Οδυσσέας Ελύτης, με επιστολή του, ρωτούσε τον Γ. Βαφόπουλο, αν οι Μακεδονικές Ημέρες ήταν πρόθυμες να δημοσιεύσουν μια σειρά σουρρεαλιστικών ποιητικών του συνθέσεων. Στη Νέα Εστία διαβάζουμε πως στο «άξιο» περιοδικό, ο Οδ. Ελύτης στέλνει μερικά από τα πρώτα του ποιήματα, τα οποία αποτελούσαν ταυτόχρονα «ένα σκίρτημα κι ένα ξάφνιασμα». Αν και πρωτόλεια, ήταν καλά «ζυγισμένα» και υπολογισμένα ως την τελευταία τους λεπτομέρεια («Επτά νυχτερινά επτάστιχα», «Παράθυρα προς την Πέμπτη Εποχή», «Αιθρίες», «Η συναυλία των γιακύνθων»). Οι υπερρεαλιστικές καταβολές του δημιουργού τους πιστοποιούνται και από τα moto που συνοδεύουν τις συνθέσεις του, παρμένα από τον Αndré Breton. Λίγα χρόνια αργότερα, ο Οδ. Ελύτης, με επιστολή του στη Νέα Εστία, ισχυριζόταν πως οι Μορφές, ενώ εκείνος απουσίαζε, έγραψαν χαρακτηριστικά:
«Κάποτε […] τύπωναν οι Μακεδονικές Ημέρες ποιήματά μου. Αλλά την τελευταία στιγμή, και πριν η πλάκα μπει στο πιεστήριο, ξέφυγε από τα χέρια του τυπογράφου, οι στίχοι ανακατώθηκαν, συμμαζώχτηκαν όπως-όπως, και μπήκαν έτσι πριν προλάβει να σώσει την κατάσταση ο διορθωτής.
Φαίνεται λοιπόν ότι εγώ… δεν κατάλαβα τίποτε. Ούτε διαμαρτυρήθηκα όπως περίμεναν, ούτε αργότερα όταν πήγα στη Θεσσαλονίκη είπα τίποτε, απεναντίας μάλιστα όταν ερωτήθηκα δήλωσα ότι δεν κατάλαβα τη διαφορά».
Ο Οδ. Ελύτης αποδίδει περιφρονητικούς χαρακτηρισμούς στο εν λόγω περιοδικό. Πιο συγκεκριμένα, μιλά για «κακοήθεια, μικρότητα και κουτσομπολίστικες τάσεις». Τον επόμενο μήνα, ο Βασίλης Δεδούσης γράφει πως πηγή της πληροφορίας περί αλλοίωσης του περιεχομένου, ήταν ο Γιώργος Βαφόπουλος, ο οποίος μπορούσε, κιόλας, να το επιβεβαιώσει. Από τα όσα ισχυρίζεται ο Οδ. Ελύτης, συμπεραίνει, πως στη Θεσσαλονίκη του έγινε όντως νύξη για την τυπογραφική ανωμαλία. Στη συνέχεια, μάλιστα, προχωρά σε μια αντιβολή των χειρογράφων και των τυπωμένων σελίδων στις Μακεδονικές Ημέρες και διαπιστώνει αρκετές διαφορές. Γενικά, η σουρεαλιστική γραφή γίνεται αποδεκτή μ’ ένα «καλωσόρισμα λίγο υπεροπτικό» εκ μέρους του Σπανδωνίδη, ο οποίος αμφισβήτησε την επιτυχία του Α. Breton, συγκρίνοντάς τον από τη μια με τη λεκτική ροή του εσωτερικού μονολόγου και από μια άλλη με την «κλινική» γλώσσα του φροϋδισμού, η μόνη που επιτρέπει μια «απόλυτα ειλικρινή έκφραση του υποσυνείδητου».
Η ποίηση του Γιώργου Σαραντάρη, σε σύντομες ποιητικές φόρμες, φανερώνει αυθορμητισμό και λιτότητα. Ο Γιώργος Θέμελης, αντίθετα, κάνει λόγο για ποίηση «εμβάθυνσης στο πνευματικό υπόστρωμα των πραγμάτων». Η αγάπη του δημιουργού για τη φύση και ο μυστικισμός του είναι ορατά και στο ποίημα «Από την άμμο».
Η Ζωή Καρέλλη, ψευδώνυμο της Χρυσούλα Αργυριάδου, ποιήτρια των ουσιών, του αστόλιστου ύφους και του απολογητικού λόγου, με ανήσυχη και θερμή συνείδηση, «υποστασιακή εσωτερικότητα και δραματική συστροφή», δημοσιεύει στο περιοδικό πέντε ποιητικές συνθέσεις, με τίτλους «Φατεπουρσικρί», «Πεπρωμένον», «Δυϊσμός», «Τύψις» και «Ρυθμός». Ωστόσο, η υπαρξιακή ποίηση της Ζ. Καρέλλη διοχετεύτηκε σε μεταπολεμικές οδούς. Τα ποιήματά της, στις Μακεδονικές Ημέρες, δεν είναι παρά πρωτόλεια.
Η «κελτική υψιπετής» ποίηση του Τάκη Βαρβιτσιώτη κορυφώνει το πνεύμα του ποιητικού πυρήνα του περιοδικού. Αρχικά, ο ποιητής εμφανίζεται στη στήλη «Οι Νέοι», δημοσιεύοντας τις συνθέσεις «Μελαγχολία» και «Απομεσήμερο». Κατά το πέμπτο και έκτο χρόνο ανακοινώνει τρεις ποιητικές συνθέσεις, με τίτλους «Στοχασμός», «Άνοιξη» και «Διάθεση». Ο Πάνος Θασίτης επισημαίνει την εξοικείωσή του με τον «μαλλαρμεϊκό αισθητισμό» και την επίδραση που άσκησε αυτός στην επιμέλεια της φόρμας. Ποιητής «εκλεκτικός και λεπταίσθητος», γαλουχημένος, κατά τον Κώστα Στεργιόπουλο, με τον γαλλικό συμβολισμό, την καθαρή ποίηση και τα νεότερα ρεύματα, δέχτηκε την επίδρασή τους, για να τα αφομοιώσει και να τα προσαρμόσει στα ελληνικά ποιητικά δεδομένα. Ο Βασίλειος Τατάκης, πάλι, θεωρεί πως το περιοδικό στάθηκε «θερμή εστία», όπου ο Βαρβιτσιώτης ανακάλυψε τον εαυτό του.
«Σε πείσμα της ποίησης», όπως τονίζει ο ίδιος ο Πέτρος Σπανδωνίδης, δημοσιεύει μια ιδιόμορφη ποιητική σύνθεση, που τιτλοφορείται «Σαλονίκη! Σαλονίκη!», γεγονός που πιστοποιεί το ταλέντο του και σ’ αυτό το είδος. Ο Γιώργος Βαλέτας προλογίζει το δημοτικώτερο ποίημα του Γιώργου Βιζυηνού («Οι στίχοι στο φρενοκομείο») και ανακοινώνει ανέκδοτα και μη ποιήματά του από ένα χειρόγραφο του ιδίου. Στις Μακεδονικές Ημέρες φιλοξενούνται και δύο ποιητικές συνθέσεις του Αιμίλιου Ριάδη, με τίτλους «Απ’ το πέρασμα των δυο αγαπημένων» και «Απ’ τα τραγούδια της Φιρμαθούλας», τα οποία είχαν μείνει αλησμόνητα στον Τέλλο Άγρα. Η πρόωρα χαμένη ευγενική και ωραία ψυχή του Χάρη Αλεξίου δεν πρόλαβε να δώσει καθαρό δείγμα γραφής με τις συνθέσεις που ανακοίνωσε («Απογοήτευση», «Προσέγγιση», «Συμβουλή», «Μια τέτοια νύχτα…», «Προσμονή», «Φθινόπωρο», «Μονάχα ξέρω», «Βουνίσιο», «Γλυκειά η ζωή»). Επιπλέον, δημοσιεύει την ποιητική σύνθεση «Ο Χάρος είναι», με εμφανή παραπομπή στο μοτίβο του Χάροντα καβαλάρη που βγαίνει προς αναζήτηση υποψήφιων θυμάτων. Οι συνθέσεις αυτές του Χ. Αλεξίου, απλές, αυθόρμητες, «πονεμένες», είναι οι περισσότερες σταλμένες από το Σανατόριο του Ασβεστοχωρίου. Ιδιαίτερη εντύπωση προκαλεί μια σύντομη ποιητική φόρμα, στο έκτο έτος της κυκλοφορίας του περιοδικού, με τίτλο «Επιτύμβιο», την οποία υπογράφει ο συγγραφέας της Ιστορίας ενός αιχμαλώτου, Στρατής Δούκας. Στο τελευταίο προπολεμικό έτος των Μακεδονικών Ημερών εμφανίζεται και ο Άνθος Φιλητάς [= Άνθος Χατζηάνιμος], με την «Αποσύνθεση της γαλήνης», η οποία εντάσσεται στη συλλογή Σύννεφα και την οποία πλαισιώνει σημείωμα του Απ. Πέτρου. Παρά την εκζήτηση, ο Αλέξανδρος Αργυρίου θεωρεί πως στη συλλογή μπορεί κανείς να διακρίνει αξιοσημείωτα προσόντα. Αξίζει να σημειωθεί πως την πρώτη του εμφάνιση στα νέα ελληνικά γράμματα κάνει και ο Βάσος Βασιλείου, μέσα από τις σελίδες του περιοδικού, δημοσιεύοντας τα: «Το παιδάκι», «Η πέτρα του Κααβά», «Εκ βαθέων», «Στο λιμάνι». Δημιουργήματά τους ανακοινώνουν ακόμα οι Γιώργος Κοτζιούλας («Παραθερισμός»), Απόστολος Μαγγανάρης («Η λύσις»), Αντρέας Καραντώνης («Ρεμβασμός», «Προσφορά»), Tέλλος Άγρας («Ήρθες, γλυκό παιδί…», «Δίπτυχο», «Πουλάκι αποβροχάρικο», «Αντίκρυ στον κήπο»), Νίκος Καζαντζάκης («Εις εαυτόν»), Στέφανος Δάφνης («Υφαντουργελιον Η Ελπίς Α. Ε.», «Τρίπτυχο»), Αιμιλία Δάφνη («Μισόϋπνη», «Το φόρεμα της μητέρας»), Τάκης Παπατσώνης («Σειρήνες και ανάγκη»), Νίκος Προεστόπουλος («Ο θρήνος»), Σοφία Μαυροειδή-Παπαδάκη («Ηγησώ»), Μπάμπης Νίντας («Νοσταλγός»), Κλέων Παράσχος («Χωρισμός»), κ.ά.
Είναι προφανές πως η ποίηση που φιλοξενείται στις Μακεδονικές Ημέρες αντικατοπτρίζει απόλυτα την γενικότερη αμήχανη εικόνα της έως το 1940. Απαισιοδοξία, δυσφορία, μελαγχολική διάθεση, νοσταλγικές αναπολήσεις, θλίψη, πένθιμη και πεσιμιστική ατμόσφαιρα, κοπετοί και οδυρμοί για απώλειες προσφιλών προσώπων, καθώς και τάσεις φυγής και απομόνωσης από την πνιγηρή πραγματικότητα είναι μερικά μόνο γνωρίσματά της. Η ποίηση στο σύνολό της εξακολουθεί να καρκινοβατεί στο πλαίσιο του παραδεδομένου στίχου. Κάποιοι δημιουργοί, ωστόσο, προσπαθούν ν’ απαγκιστρωθούν από τις παραδοσιακές μετρικές φόρμες επιδιώκοντας μια γενναία ανανέωση σε επίπεδο περιεχομένου και μορφής. Στις σελίδες του περιοδικού εμφανίζονται τα πρώτα δείγματα απελευθέρωσης του στίχου από μετρικές δεσμεύσεις. Ο λόγος αποκτά απλότητα και πυκνότητα, ο τόνος είναι πιο εσωτερικός, ενώ απουσιάζουν οι προκαθορισμένες μορφές. Παρ’ όλο που οι πρώτες διστακτικές πρωτοβουλίες είναι ορατές, παραμένουν σε στάδιο πειραματικό, καθώς ολοκληρώνονται στις επόμενες δεκαετίες.
Ολοκληρώνοντας την περιδιάβαση στο ποιητικό εργαστήρι είναι παράλογο να μην αναφερθεί πως με αφορμή το βιβλίο του Αντρέα Καραντώνη, για την ποίηση του Γιώργου Σεφέρη, η συζήτηση για την καθαρή ποίηση μεταφέρθηκε, με πρωτοβουλία του Πέτρου Σπανδωνίδη, στις Μακεδονικές Ημέρες. Θεωρεί πως καμία τεχνοτροπία δεν υπερέχει και δεν είναι περισσότερο προχωρημένης μορφής εν συγκρίσει με κάποια άλλη, παρά μόνο όταν πραγματοποιεί ανώτερα έργα∙ πως «καμμία τέχνη δεν υπάρχει καθ’ εαυτήν, καθαρή, και μονάχα στην εμπλοκή της με τις ιδιότητες άλλων τεχνών και πως στην ισορροπία των ιδιοτήτων αυτών κείται το νόημα της τέχνης∙ πως η καθαρή ποίηση είναι ένας μύθος, καθώς η πεμπτουσία της συμπίπτει με τη μουσικότητα». Ο Π. Σπανδωνίδης, με τις αδέξιες παρεμβάσεις του, απάλλαξε τον Α. Καραντώνη από την κατηγορία του φερέφωνου του Γ. Σεφέρη, όχι όμως και τον Γ. Σεφέρη, από την ετικέτα της καθαρής ποίησης. Όπως τονίζει, η καθαρή τέχνη είναι «προϊόν φιλοσοφικής αφαιρέσεως» και κατά συνέπεια, με το να περιγράφει κανείς τη λυρική ποίηση ως καθαρή, ουσιαστικά, υπογραμμίζει την «κατάπτωσή» της. Στο επόμενο τεύχος των Μακεδονικών Ημερών, ο Α. Καραντώνης απαντά στον Π. Σπανδωνίδη. Όπως επισημαίνει, ο τελευταίος τοποθετεί το θέμα σε «αφελή» βάση, καθώς ελέγχει την εσωτερική αξία της poésie pure, «με απόλυτα θεωρητική προοπτική και δεν αντικρίζει το εσωτερικό της νόημα». Στο Η καθαρή ποίηση και εμείς οικειοποιείται τη σκέψη του Henri Brémond, σύμφωνα με τον οποίο εκείνη ορίζεται ως
«αυτό που ξεπερνά την κοινή έννοια, το παρόν μυστήριο της μουσικής των λέξεων, απαλλαγμένο από τις ατέλειες της ευγλωττίας, φέρνοντας το κοντά με το νόημα της τέχνης, αδιάσπαστο από την έκφραση, στην ποίηση του Σολωμού, βεβαιώνοντας ότι το σύγχρονο πνεύμα, όπως ενσαρκώνεται από τον Σεφέρη αναθεωρεί, κρίνει, ελέγχει, πετάει τα σκάρτα, με δυο λόγια, καθαρίζει την παράδοση για να εξάγει την πρωτοπορία».
Ο Πέτρος Σπανδωνίδης, αντίθετα από τον Αντρέα Καραντώνη, αντιλαμβάνεται την καθαρή ποίηση ως ξεχωριστή τεχνοτροπία. Την ορίζει ως μια «γενική κατάσταση μέσα στην κοινή σημασία της ως τότε παραδεδεγμένης ποίησης, μια αναπροσαρμογή της κοινωνικής ποίησης σε <ω>ρισμένα μεταφυσικά στοιχεία, που επαληθεύουν αυτά μόνα την αξία της, αν υπάρχη». Η καθαρή ποίηση αντιμετωπίζεται ως ένα «μυστηριώδες υγρό, που διαπερνά τις λέξεις» και γι’ αυτό απέχει πολύ από τον όρο τεχνοτροπία. Δέχεται πως η μουσικότητα είναι το «καθαρό απόσταγμα» της ποιητικότητας. Για τον Π. Σπανδωνίδη, επομένως, το είδος εκλαμβάνεται ως κάτι το a priori αποφασισμένο, το υπολογισμένο και πως ο ποιητής δεν είναι εκείνος που κατακτά το νόημα της τέχνης, όπως επίσης και ότι η ποίηση είναι «πάθος» για τον άνθρωπο.
Γ.3. Νεοελληνικός κριτικός λόγος στις Μακεδονικές Ημέρες
Στις Μακεδονικές Ημέρες η συστηματική λογοτεχνική κριτική διαδραματίζει καθοριστικό ρόλο, απ’ όποια στήλη κι αν συντελείται. Οι μεσοπολεμικοί Θεσσαλονικείς κριτικοί, κατά τον Αλέξανδρος Αργυρίου, δουλεύουν με λογικά και όχι συναισθηματικά κριτήρια. Δύσκολα ανιχνεύει κανείς κοινούς τόπους και αντιλήψεις. Το γεγονός αυτό οφείλεται είτε στο ότι μερικοί είναι Αθηναίοι και γράφουν συμπτωματικά στις Μακεδονικές Ημέρες είτε στο ότι οι ντόπιοι δεν αναγνωρίζουν πως η ιδιόμορφη πνευματική τους παραγωγή σχετίζεται άμεσα με την τοπογραφία. Όπως επισημαίνει, τουλάχιστον στην αφετηρία του, το περιοδικό είχε την πρόθεση να εξετάσει την πνευματική ζωή ως τμήμα της ευρωπαϊκής, παρά ως αντίποδα της αθηναϊκής. Κύριοι συνεργάτες στις κριτικές στήλες είναι οι Πέτρος Σπανδωνίδης, Στέλιος Ξεφλούδας, Γιώργος Δέλιος, Γιώργος Θέμελης, Αλκιβιάδης Γιαννόπουλος, Γιώργος Βαφόπουλος, Βασίλειος Τατάκης, Βάσος Βασιλείου, Ηλίας Ζιώγας, Πολύμνια Λάσκαρη και Κωνσταντίνος Γεωργούλης. Τα κριτικά τους κείμενα είναι ενδεικτικά των ιδεολογικών και αισθητικών τους αντιλήψεων και θα μπορούσε κανείς να υποστηρίξει πως διαδραματίζουν μεσολαβητικό ρόλο ανάμεσα στον πομπό και δέκτη της αφήγησης.
Ο Πέτρος Σπανδωνίδης ή Τιτ-Μπιτς έγραψε συστηματικά διαισθητική κριτική βιβλίου, βιβλιοπαρουσιάσεις, μικρά δοκίμια, λογοτεχνικές μελέτες και αναλύσεις, άρθρα και στοχασμούς, όπως θα δούμε αναλυτικά παρακάτω. Πνεύμα «ευκίνητο» και «ευμετάβλητο», εργάζεται με τον «οπλισμό» της φιλολογικής του παιδείας, κάποτε «λησμονώντας τα συστήματά της στο όνομα ενός ελευθεριάζοντος πνεύματος». Τα κριτικά του σημειώματα, πυκνά και οξυδερκή, αφορούν ένα διόλου ευκαταφρόνητο ποσοστό της ύλης του περιοδικού. Προσωπικός κι αντιφατικός στις κρίσεις και τις εκτιμήσεις του, με έντονα υποκειμενικές ευαίσθητες κεραίες, μαχητικός, αυταρχικός, δογματικός, στοχαστικός, διορατικός, αναλυτικός, συνθετικός, συστηματικός, τολμηρός, ενίοτε εριστικός, επιφυλακτικός, με σπάνια κριτική συνείδηση, από τις πιο «αδρές» του νεοελληνικού κριτικού λόγου, οργανώνοντας το υλικό του με λογική συνέπεια και αλληλουχία, υπερασπίστηκε θερμά και ανεπιφύλακτα τον εκσυγχρονισμό της Τέχνης. Ο Αλέξανδρος Αργυρίου θεωρεί ότι στις Μακεδονικές Ημέρες, η κριτική του ιδιοφυία φανερωνόταν σε όλο το πλάτος της. Με τις καίριες παρατηρήσεις του «απογυμνώνει τα έργα από τους εξωτερικούς τους φλοιούς, αναζητώντας τα εσωτερικά τους νεύρα, τους πυρήνες που τα προκαλούν κι ύστερα, με διανοητική ρώμη, τα ανασυνθέτει». Έτσι, υπηρέτησε την κριτική «με την αφιλοκέρδεια ενός μύστη και την αποκλειστικότητα ενός ασκητή». Πρέσβευε πως η έρευνα του εκάστοτε λογοτεχνικού έργου βρισκόταν πάντα σ’ ένα «διαρκές γίγνεσθαι». Όπως ο ίδιος υποστήριζε, από το 1938, «είσδυσε από το αβέβαιο στην ουσία και στη μορφή, στο αντι-κλασικό, στο αντι-ρασιοναλιστικό, στο μαγικό πνεύμα του εσωτερισμού». Τον ικανοποιούσε η ατμοσφαιρική λογοτεχνία, το ρευστό, φευγαλέο, άπιαστο, μουσικό, ροϊκό, ονειρικό. Χαρακτηριστικά επεσήμαινε:
«Η πνευματική δημιουργική μου δράση δεν είναι προγραμματισμός -δημιουργία εκτελούμενη πάνω σ’ ένα μακροχρόνιο σχέδιο- είναι αποτέλεσμα. Σεισμικό αποτέλεσμα εκτάκτων στιγμών της ζωής μου, αντιδράσεις βαθειές, που δηλώνουν όλον τον κίνδυνο της ψυχής μου να ζήσει ή να πεθάνει. Όσα γράφω, τα ζω πρώτα δυνατά κ’ έπειτα δίνω πνευματική προέκταση στα βιώματά μου. Κάθε εκδήλωσή μου συνδέεται αναπόσπαστα με τις εσωτερικές μου περιπέτειες. Δεν είμαι διψασμένος για γνώση, αλλά διψασμένος για εκδήλωση. Όχι ένας σοφός, ένας professeur de sagesse, αλλά ένας δημιουργός που διαλύει αυτά, που αντικρ<ύ>ζει ή αισθάνεται, για να τα ανασυνθέσει. Πριν το 1943 η εσωτερική μου ζωή ήταν μάλλον ήρεμη […]. Η αεικίνητη ψυχική ζωή μου ηρεμούσε πνευματοποιημένη στη μουσική του εσωτερισμού, τον οποίο χαιρόμουν και ευαγγελιζόμουν».
Για τον Πέτρο Σπανδωνίδη, η λογοτεχνική κριτική αποτελεί «πολυσήμαντο φανέρωμα», πνευματική επιστήμη, δημιουργία και εργασία «κοινής ωφέλειας». Κατά τον Γιώργο Δέλιο, «ύψωσε το λειτούργημα της κριτικής σε τιμητικό για την Ελλάδα, λόγω της καθαρότητας των σκέψεων, της λεπταισθησίας και της κριτικής του διείσδυσης» αφενός κι αφετέρου εξαιτίας της διεύρυνσης των γνωστικο-πνευματικών οριζόντων του αναγνωστικού κοινού, έπειτα από προσωπική «βουτιά» σε περιοχές ανεκμετάλλευτες και πρωτοφανέρωτες. Το προσωπικό και απαλλαγμένο από τους ρητορικούς «μαιάνδρους» ύφος του το διακρίνει ένας «νευρώδης και μαχητικός παλμός». Ο Αλκιβιάδης Γιαννόπουλος κάνει λόγο για έναν ξεχωριστό κριτικό και μελετητή, που έδωσε μια εντελώς ιδιόρρυθμη, αλλά και «φωτισμένη» τροπή, στην έρευνα και το στοχασμό, γύρω από τη νεοελληνική λογοτεχνία και τις πηγές της. Όπως επισημαίνει, ο «πρωτοπόρος» Πέτρος Σπανδωνίδης πίστευε απόλυτα στην δυνατότητα «αυγής» της Θεσσαλονίκης. «Δεν την αναζητούσε ψηλαφητά ούτε παθητικά, την οραματιζόταν, την ήθελε και ήταν ταγμένος να την προϋπαντήσει». Διακρινόταν για την ενστικτώδη ειλικρίνειά του, την ευθιξία, διαύγεια, το συγχρονισμένο παλμό, τον στέρεα συγκροτημένο λογισμό και την αδιάκοπη επαφή του με την ξένη παραγωγή. Σε τιμητική εκδήλωση, ο Στέλιος Ξεφλούδας ισχυρίζεται πως:
«Ο Σπανδωνίδης μόχθησε να δώσει τη συνείδηση του νεώτερου ποιητικού λόγου, να υποστηρίξει την ανάγκη μιας μεγαλύτερης ουσιαστικότητας στη λογοτεχνία μας που για χρόνια έμενε περι<ω>ρισμένη στην ανεκδοτογραφική και χαρακτηρογραφική πεζογραφία ή σε μια καλλιλογία και να μας βεβαιώσει ότι η ολοκληρωμένη κριτική δεν είναι απλή και αυθόρμητη οξυδέρκεια σαν εντυπωσιογραφία που απορρέει από το αντίκρ<υ>σμα <ω>ρισμένου λογοτεχνήματος, αλλά και ακτινοβολία βαθιών εσωτερικών διεργασιών του κριτικού και τελικά ένας φωτισμός συνειδήσεων στον τομέα της ελεύθερης δοκιμιακής σκέψης ή της τεχνικής […]. Μυαλό τυραννισμένο, ευαίσθητος και απροσωπόληπτος, πριν απ’ όλα βαθιά μελετημένος και πλατιά κατατοπισμένος στις δημιουργικές αντιλήψεις της εποχής με τα μάτια ανοιχτά μπροστά στις κατευθύνσεις του νεώτερου κόσμου διατηρούσε πάντα τη φρεσκάδα και την αυθορμησία των παρθενικών πνευμάτων∙ η σκέψη του δεν δεσμευόταν από θεωρίες και σχολές. Ούτε η πνευματική του αναπνοή ρυθμιζόταν από τυχαίες και ανεύθυνες εμπνεύσεις, ούτε πάλι ήταν ένας βιβλιακός. Κάθε φορά πλουτισμένος από την πείρα τη βιβλιακή χρησιμοποιούσε τα θησαυρίσματά του σαν τροφή για μια ενδογενή προβολή και αύξηση. Έτσι, η συμβολή του στη σύγχρονη κριτική σκέψη ν’ αποκτήσει πλάτος και βάθος, να απελευθερωθεί από προκαταλήψεις και σχολές, να επισημάνει, να εκτιμήσει και να αξιολογήσει τις ανανεωτικές προσπάθειες της λογοτεχνίας μας, στάθηκε από τις πιο σημαντικές. Διατηρώντας στενή επαφή τα πιο αξιόλογα και τολμηρά επιτεύγματα του ευρωπαϊκού πνεύματος, ζητώντας να γνωρίσει τα πρωτοποριακά κινήματα της παγκόσμιας λογοτεχνίας, ανανεώνοντας αδιάκοπα την πείρα του, πλαταίνοντας τα όρια της δημιουργικότητάς του, δίνοντας καθολικότητα στη σκέψη του, μίλησε με βαθιά κατανόηση, παρατηρητικότητα και διεισδυτική οξύτητα για τους συγγραφείς και τα έργα τους, με ιδιαίτερη αγάπη γι’ αυτούς που ανήκαν στην πρωτοπορ<ε>ία, και γενικά ερεύνησε σε πλάτος και βάθος τα προβλήματα της πεζογραφίας και της ποίησης με την ευρύτητα ενός ανήσυχου πνεύματος και ζητούσε πάντα να ξεπερνάει τα όρια και τα σχήματα, όπως ο κάθε αληθινός δημιουργός».
Και ο Στέλιος Ξεφλούδας, επομένως, κάνει λόγο για έναν αυστηρό κριτή, αλλά για μια ευαίσθητη φύση, για έναν ειλικρινή και φιλόδοξο άνθρωπο, για μια φύση αδιάλλακτη, ασυμβίβαστη, φλογερή. Στην ίδια εκδήλωση, το 1965, ο Γιώργος Βαφόπουλος μίλησε για μια «εκρηκτική» ιδιοσυγκρασία, για μια «μοναχική φωνή», για ένα φιλοσοφημένο, ελεύθερο και «αντι-φορμαλιστικό» πνεύμα, με «καταπληκτική» επιχειρηματολογία και επιστημονικό «εξοπλισμό», για έναν δάσκαλο, που με το θάνατό του δημιούργησε μια αίσθηση «ορφάνιας». Όπως ισχυρίζεται, η κριτική και το δοκίμιο ήταν «το απέραντο πεδίο, όπου το πνεύμα του θα μπορούσε «να κινηθεί προς όλες τις κατευθύνσεις, να προχωρεί και να παλινδρομεί, να πορεύεται μ’ ελιγμούς ή να επιχειρεί κατακόρυφα άλματα. Να οικοδομεί και να καταστρέφει το ίδιο του οικοδόμημα». Το «βάρος» του κριτικού του στοχασμού παρακολουθούσε το «σφυγμό» της μοντέρνας ποίησης, με εύλογη απόρροια την εδραίωση μιας ανανεωμένης κριτικής μεθόδου. Ο Πέτρος Σπανδωνίδης, ως άλλος «ηλεκτροκαρδιογράφος, κατέγραφε τις παλινδρομικές κινήσεις της συγκαιρινής ποίησης, την κυκλοφοριακή της αρρυθμία […] και προσπαθούσε να εξηγήσει δεοντολογικά το φαινόμενο τούτο, σε στενή συνάρτηση με το πνεύμα και τη μοίρα της εποχής». Ο Πέτρος Ωρολογάς κάνει λόγο για μια σύνθετη, «θυελλώδη, άγρυπνη, αντι-λογική και αντι-κλασική» φυσιογνωμία, που «θέλγεται από την ελεύθερη σκέψη, ερευνά, ανακαλύπτει και συνεχώς μεταβάλλεται». Κατά τον Παναγιώτη Μαστροδημήτρη, τα κείμενα του Πέτρου Σπανδωνίδη «ανάγονται στο επίπεδο της συνθετικής δοκιμιογραφίας και διακρίνονται για την αυθεντική σύλληψη των επιδιώξεων, την ισχυρή θεωρητική αντίληψη του έργου της κριτικής, την ανεξαρτησία, τον δυναμισμό της σκέψης, το υψηλό και δημιουργικό κριτικό ύφος, την ευρύτητα των οριζόντων, την πλούσια ενημέρωση και την πρωτοτυπία των ιδεών». Ο Πέτρος Σπανδωνίδης κατανοεί την κριτική ως «πνευματική επιστήμη, που οφείλει τη σύστασή της στην ένωση της ποσοτικής έρευνας της φιλολογικής εργασίας, της ερμηνείας και της ποιητικής ιεραρχίας, που επιθυμεί να ορίσει η αξιολογική σκέψη». Ο ίδιος υποδιαίρεσε την κριτική σε σημειωματογραφία, λογοτεχνική κριτική και δοκίμιο, τοποθετώντας την ανάμεσα «στον περίβολο του ναού των πνευματικών επιστημών». Θεωρεί πως οφείλει να διαθέτει «επέκεινα της λογικής και τη διαίσθηση για την κατάκτηση της ουσίας της πολυδιάστατης καλλιτεχνικής πραγματικότητας». Κατά τον Στέλιο Ξεφλούδα, ο Π. Σπανδωνίδης διέγνωσε ότι τα καλλιτεχνήματα δεν είναι «πτώματα για ανατομικές έρευνες», αλλά «μαγικοί κόσμοι, που τους οικειώνεσαι, τους ερμηνεύεις, τους κρίνεις». Ο ίδιος απεχθανόταν την κοινωνικά προβληματισμένη λογοτεχνία, καθώς φρονούσε πως «το άνθος της τέχνης μαραίνεται κάτω από φιλάνθρωπες και μη ιδέες». Πιο συγκεκριμένα, αναλαμβάνει την επιμέλεια της στήλης «Καθρεφτίσματα», όπου θίγει και ταυτόχρονα εκλαϊκεύει θεωρητικά θέματα, όπως ο ρεαλισμός, νατουραλισμός, η εξ υποκειμένου πεζογραφία, η λογοτεχνική κριτική, η εξπρεσσιονιστική τεχνοτροπία, κ.ά. Ορίζει τον εσωτερικό μονόλογο ως «καθρέφτισμα του υποσυνειδήτου, πηγή έκφρασης του εσωτερικού κόσμου». Με τις αναφορές του στους James Joyce και André Gide παρέχει ευκαιρίες για αυτόνομη ενασχόληση με το έργο Ευρωπαίων πεζογράφων. Στις Μακεδονικές Ημέρες πρωτοδημοσίευσε σε συνέχειες τη μελέτη Η πεζογραφία των νέων (1929-1933), που συμπληρωμένη κυκλοφόρησε σε ξεχωριστό τόμο. O Πέτρος Σπανδωνίδης κάνοντας ένα πρώτο υπολογισμό της συμβολής των νέων πεζογράφων, μετρά εξήντα τρία έργα. Ο Mario Vitti προσλαμβάνει την προσπάθειά του ως απόπειρα καταλογράφησης έργων εσωτερικού μονολόγου, ενώ ο Jean-Luc Chiappone υποστηρίζει πως «επιθεωρεί» τις δημιουργίες της ελληνικής γλώσσας, «προς αναζήτηση μιας κοσμοθεωρίας». Ο «ταραχοποιός των ιδεών», Πέτρος Σπανδωνίδης, «υποβάλλει τη λογοτεχνική ζωή της χώρας σε έλεγχο, επιχειρεί με θράσος να βάλει τάξη σ’ έναν δημιουργικό αναβρασμό, χωρίς να καταλήγει κάπου». Στα αποσπάσματα που δημοσιεύονται στο περιοδικό γίνεται αναφορά σε μια ευρεία γκάμα έργων Ελλήνων λογοτεχνών (Θράσου Καστανάκη, Πέτρου Πικρού, Ναπολέοντος Παπαγεωργίου, Στρατή Δούκα, Άγγελου Τερζάκη, Γιάννη Μπεράτη, Ντόλη Νίκβα, Στρατή Μυριβήλη, Στέλιου Ξεφλούδα, Γιώργου Θεοτοκά, Κοσμά Πολίτη, Ηλία Βενέζη, Χρήστου Λεβάντα, Θανάση Πετσάλη, κ.ά). Σύμφωνα με τον Στέλιο Ξεφλούδα, με θάρρος και ειλικρίνεια, προβαίνει σε «βαθύτατες και λεπτότατες παρατηρήσεις, προχωρώντας στην ουσία, με γνήσιο κριτικό πνεύμα». Όπως τονίζει, «δεν γράφει ούτε σκαρώνει σημειώματα» και τον αναγνωρίζει ως έναν από τους ελάχιστους συγκαιρινούς του κριτικούς. Κατά τον Πέτρο Ωρολογά, ο Π. Σπανδωνίδης αναζητά μια πεζογραφία που διευθύνεται από το όνειρο, το πάθος, το ένστικτο, τη φρεναπάτη, τον άτακτο συνειρμό, τη διαφυγή, την αντίφαση, τις αναμνήσεις, το όραμα, τη σιωπή, το ακαθόριστο, το μουσικό. Σύμφωνα με τον Τέλλο Άγρα, στη μελέτη αυτή, η συγγραφική φυσιογνωμία του προσφέρεται «ανέφελη και ανάγλυφη», ενώ παράλληλα αναδεικνύεται το «αλάθευτο», ουσιαστικό και σοβαρό κριτικό του πνεύμα, η καθαρότητα στη σκέψη και τη γλώσσα, η μετριοπάθεια και η αμεροληψία. Τονίζει πως «βαθμολογεί», σχετίζει και ταξινομεί έχοντας υπ’ όψιν του την ευρωπαϊκή γραμματολογία. «Στοχάζεται βαθιά και εκτεταμένα, γιατί είναι αντικειμενικός, δίκαιος και τίμιος, γιατί είναι ευρηματικός, γιατί απολαμβάνει αυτό που κάνει, γιατί μεταλαμπαδεύει γνώση». Ο Πέτρος Σπανδωνίδης, σύμφωνα με τον Πέτρο Χάρη, διατυπώνει θαρραλέα τη γνώμη του για συγγραφείς και έργα που διάβασε, «ξεκαθάρισε» και αξιολόγησε. Θεωρεί πως μεριμνά, ώστε να μην δημιουργεί αμφιβολίες στον αναγνώστη, πως προσπαθεί να συλλάβει γενικότερες έννοιες και να εξηγήσει ικανότητες και αδυναμίες των νέων, που μπορούν εύκολα να παρεξηγηθούν. Τελικά, καταλήγει στο ότι ο Π. Σπανδωνίδης «χάθηκε στις λεπτομέρειες» και έδωσε σημειώματα «ασύνδετα» μεταξύ τους. Από τη μελέτη απουσιάζει η σαφήνεια, η καθαρή διατύπωση, η ομαλή φράση. Αποκαλεί, μάλιστα, την «Πεζογραφία των νέων» ως ένα «βοήθημα» για τον μεταπολεμικό πεζό λόγο. Πέρα απ’ αυτή τη μελέτη, ξεχωρίζουν: «Η σκηνοθετική σκέψη του Φώτου Πολίτη στον Οιδίποδα τύραννο του Σοφοκλέους», «Απόψεις για τη λογοτεχνία μας», το απόσπασμα από το Η αρχαία ελληνική τραγωδία, «Η λατρεία του Διονύσου – Ο διθύραμβος», τα «Για μια νέα Σταυροφορία», «Τα μάτια της ψυχής μου», κ.ά. Θα μπορούσε κανείς να αναφέρει και κάποιες λογοτεχνικές αναλύσεις, όπως «Οι Ωδές του Κάλβου» και «Α. Παπαδιαμάντη: Βαρδιάνος στα σπόρκα – Οι ελαφροήσκιωτοι», όπου η οπτική γωνία του δημιουργού μετατοπίζεται στον αποδέκτη. Ο Πέτρος Σπανδωνίδης «διέπλευσε», ακόμα, το θέμα «Σολωμός», με πνεύμα κριτικής ουδετερότητας, στο «Αποστολάκης και Σολωμός». Επιπλέον, δημοσίευσε ένα δοκίμιο κριτικής, με τίτλο «Η ζωή που αγαπά τον εαυτό της», ενώ παράλληλα έδωσε κείμενα, που συχνά ελάμβαναν διαστάσεις μελετημάτων, στις στήλες «Σημειώματα», «Τα βιβλία», «Ο Μήνας», «Το δίμηνο, «Αντίλαλοι», «Συζητήσεις», «Επιστολές», στα οποία έκρινε σχεδόν άγρυπνα τις συγκαιρινές του κυκλοφορίες. Μάλιστα, με ευκαιρία τη δημοσίευση του Βυθός και επιφάνεια, δίνει τα χαρακτηριστικά και τις υποδιαιρέσεις του δράματος και συζητά την απουσία αξιόλογης δραματικής παραγωγής. Πρόσθετα, παρεμβαίνει στα θέματα που ανακινούνται, με ιδιαίτερη προθυμία, με αποτέλεσμα το κριτικό του έργο να θεωρείται αν μην τι άλλο, ευκαταφρόνητο. Συχνά, οι κρίσεις του προκαλούν δυσφορία. Ο Μιχαήλ Ροδάς διαμαρτύρεται στο Ελεύθερο Βήμα για τον παραλληλισμό Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη – Φώτου Πολίτη και συμπεραίνει ότι «εάν σοβαρολογή […] σ’ ένα περιοδικό καλής φήμης στην Μακεδονική πρωτεύουσα, τότε θα μου επιτρέψη να πω ότι κάτι σάπιο υπάρχει» στη φιλολογία μας. Κρίνοντας την Εσωτερική Συμφωνία του Στέλιου Ξεφλούδα, την κατατάσσει ανεπιφύλακτα στο είδος του εσωτερικού μονολόγου και παραθέτει τα βασικά του γνωρίσματα, παρ’ όλο που θεωρεί πως το είδος αυτό δεν είναι πεζογραφικό και δεν παρουσιάζει γνωστικό «κέρδος». Οι κρίσεις του, όμως, για τους Ανθρώπους που νοσταλγούν φανερώνουν μια εξοικείωση. Όπως και να έχει, ο Π. Σπανδωνίδης στάθηκε ο κύριος εκφραστής των θεωρητικών ενδιαφερόντων του περιοδικού.
Ο δημοσιογράφος Πέτρος Ωρολογάς, με τις γερές λογοτεχνικές του «αποσκευές», την παιδεία και τις εκλεκτικές προτιμήσεις, «λιγόλογη φωνή διανοούμενου και τυπικό ανθρωπογεωγραφικό παράδειγμα της Θεσσαλονίκης», άφησε περιορισμένης έκτασης, αλλά σπουδαίο κριτικό έργο, άμεσα σχετιζόμενο με λογοτεχνικά ζητήματα, ωστόσο, ικανό για να χαράξει τη δική του «τροχιά». Ο «μοναχικός» αυτός «κοσμητής του πνευματικού στερεώματος της πόλης», κατά τον Αλέξανδρο Αργυρίου, επικοινωνεί με τα έργα και τις ιδέες, συλλαμβάνοντας την βαθύτερη ουσία. Οι εύστοχες παρατηρήσεις και οι καίριες συλλήψεις του φανερώνουν την «ακονισμένη» ευαισθησία και ένα μυαλό πρόθυμο να «ψηλαφήσει» πράγματα, με δέος και προσοχή.
Και ο Γιώργος Θέμελης ασχολήθηκε με τις κριτικές στήλες του περιοδικού. Κατά το τρίτο έτος, δημοσιεύει μια μελέτη για τη φυσιολατρία του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, δείχνοντας ότι το έργο του αποτελεί προέκταση του εαυτού του, παρά νατουραλιστική αναπαράσταση του αγροτικού τοπίου. Ο ίδιος αντιμετώπιζε το κατά τ’ άλλα ογκωδέστατο κριτικό του έργο ως «πάρεργο». Ο Αλέξανδρος Αργυρίου πιστεύει πως από πλευράς συγκρότησης και έκθεσης μιας θέσης, τα κριτικά σημειώματά του δεν είναι άξια λόγου και τα χαρακτηρίζει «ερασιτεχνικά», λόγω του έντονα υποκειμενικού τους χαρακτήρα. Σύμφωνα με τον Παναγιώτη Μαστροδημήτρη, με στοχαστικότητα, καλλιέργησε την ερμηνευτική κριτική. Στα σημειώματα αυτά, ο Γιώργος Θέμελης επιδιώκει τη διεισδυτική θεώρηση, ενδιαφέρεται για τη δυνατότητα της λογοτεχνίας να αποκαλύπτει τους εσωτερικούς ορίζοντες του ανθρώπου και να μετουσιώνει τα πράγματα, τα βιώματα και τις αγωνίες σε πνευματική σκέψη.
Ο Στέλιος Ξεφλούδας αποτελεί μόνιμο σχεδόν συνεργάτη των κριτικών στηλών του περιοδικού. Σε συνέχειες δημοσιεύει τη μελέτη-άρθρο «Σκέψεις και παρατηρήσεις». Όπως υποστηρίζει, η δράση του λογοτέχνη εξαρτάται από το συγκείμενο και την περιρρέουσα ατμόσφαιρα, την επικαιρότητα και τις απαιτήσεις, χωρίς αυτό να σημαίνει πως δεν πρέπει να δημιουργεί σύμφωνα με όσα φέρει μέσα του. Επιπλέον, θεωρεί πως τους πραγματικούς δημιουργούς δεν τους απασχολεί η «αποπνικτική μοναξιά και η ασφυκτική αποξένωση». Προσλαμβάνει την ύπαρξη των συγγραφέων ως «φωνή βοώντος εν τη ἐρήμῳ». Τα έργα τους πέφτουν στο κενό, αλλά αυτό δεν πρέπει να οδηγεί στην απογοήτευση και τη σιωπή. Αντιλαμβάνεται το μυθιστόρημα ως «μεταφυσική στροφή προς τα ένδον» και κάνει λόγο για στροφή της λογοτεχνίας στην εξερεύνηση των μυστικών της ψυχής και στην έκφραση ροϊκών καταστάσεων του εσωτερικού κόσμου. Ως χαρακτηριστικά γνωρίσματα του συγκαιρινού του μυθιστορήματος επισημαίνει την απουσία πλοκής και προσώπων. Έμμεσα εισάγει έναν προβληματισμό για την ταύτιση αφηγητή-συγγραφέα. Ο Βασίλης Δεδούσης θεωρεί πως ο Στέλιος Ξεφλούδας προσπαθεί να ελευθερώσει το μυθιστόρημα από τη «σκλαβιά» των γεγονότων. Από την άλλη, εκείνος αντιτίθεται σε όσους ισχυρίζονται πως το μυθιστόρημα οφείλει να είναι «επικαιρικό» και να φωτογραφίζει πιστά την πραγματικότητα. Με τη μελέτη «Απάντηση σε κάποιες συστάσεις» θίγει προβλήματα της δραστηριότητας των συγγραφέων και παραθέτει τις απόψεις του για το ρόλο τους. Απαντά στον Πέτρο Σπανδωνίδη, ο οποίος φρονεί πως ο συγγραφέας οφείλει να προσφέρει έργα που ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις του ευρύτερου αναγνωστικού κοινού. Οι απόψεις αυτές φανερώνουν τον θεωρητικό του προβληματισμό. Εν κατακλείδι, η τέχνη του Στέλιου Ξεφλούδα βρίσκεται «σε μια συνεχή αναζήτηση του όντος, σε μια ιλιγγιώδη καταδίωξη, με κομμένη την ανάσα, εσωτερικών αρμονίων, οι οποίες συγκρούονται μ’ ένα φευγαλέο όνειρο». Στα κριτικά του κείμενα, υπάρχει η αυθόρμητη έκφραση της ευαισθησίας, η υπεράσπιση και η απεικόνιση ενός μοντερνισμού. Γι’ αυτό και ο ίδιος υπερασπίζεται την εσωτερική του ελευθερία, την ανεξαρτησία, τη μοναξιά και την ειλικρίνεια. Μελαγχολία, θέλγητρο, μουσική, μυστικότητα, βρίσκονται διασκορπισμένα στα σύντομα άρθρα του προσδίδοντάς τους μια αίσθηση «οικογενειακής συζήτησης».
Περισσότερο ορθολογιστής και λιγότερο ενορατικός παρουσιάζεται ο Γιώργος Δέλιος. Είναι σαφές πως απεχθάνεται ο,τιδήποτε φωτογραφικό στον πεζό λόγο, γι’ αυτό και εκφράζει έναν «εκνευρισμό» για το ψυχογράφημα και το μυθιστόρημα ιδεών. Οι μελετητές θεωρούν το Γ. Δέλιο έγκαιρο εισηγητή των νεωτερικών αφηγηματικών τρόπων, μέσα από το κριτικό του έργο. Στο περιοδικό, υποστηρίζει πως ο αποδέκτης της εκάστοτε αφήγησης οφείλει να προεκτείνει τον εαυτό του, να προσεγγίσει τους ήρωες και να ανακαλύπτει συνδετικούς κρίκους. Διαχωρίζει τα λογοτεχνικά πρόσωπα σ’ εκείνα που εκφράζουν «αρτιωμένους ανθρώπους, με ζωτικότητα και ορμή», και σε εκείνα που κινούνται μεταξύ ονείρου και πραγματικότητας. Θεωρεί πως δεν πρέπει να αποτελούν «απόλυτες αντικατοπτρίσεις της εξωτερικής ζωής. Ολοκληρωμένα είναι εκείνα που διεγείρουν τη φαντασία του αποδέκτη και αφυπνίζουν την αναπλαστική του ικανότητα». Για τον Γ. Δέλιο, «ο αφανής συγγραφέας αγωνίζεται να ενσαρκώσει άυλες μορφές και αναζητά την ενότητα του εαυτού του». Επιπλέον, διερευνά την πορεία του μυθιστοριογράφου και προβάλλει την ιδέα «να υποδυθεί ο συγγραφέας, με συνέπεια, όλα τα λογοτεχνικά πρόσωπα, διατηρώντας την απόσταση από τον εαυτό του».Τα κριτικά του σημειώματα «Λογοτεχνικά Πρόσωπα», «Το μυθιστόρημα» και «V. Woolf», πιστοποιούν την κριτική του οξυδέρκεια, πολυμέρεια, αντικειμενικότητα και τιμιότητα. Με το άρθρο του «Γύρω από τον Γκαίτε», δίνει το στίγμα της γκαιτικής σκέψης, ουσιαστικά και υπεύθυνα.
Ο δυναμικός εκπρόσωπος των μοντέρνων καιρών, δοκιμιογράφος, «κράμα» ελληνοκεντρισμού και κοσμοπολίτικου φρονήματος, Λάζαρος Πηνιάτογλου, υπήρξε μια φιλοσοφική, ερευνητική και καλλιτεχνική φύση, μια έντονη πνευματική προσωπικότητα, χαρακτηριστικά της οποίας αποτελούσαν η ευρηματική φαντασία, η καυστική κριτική, το καλλιεργημένο ύφος, η ευρύτατη και συγχρονισμένη μάθηση, η επιστημονική κατάρτιση, η ευρωπαϊκή παιδεία και η εσωτερική ωρίμανση. Τον πρώτο χρόνο έκδοσης του περιοδικού συμμετέχει με το κριτικό σημείωμα «Το βιβλίο του αισθησιασμού», όπου, αφού ανασκοπεί το σεξουαλικό ζήτημα στην τέχνη παγκοσμίως, έπειτα, εστιάζεται στον «ιεροκήρυκα» D. H. Lawrence και το «βιβλίο λαγνείας, το ευαγγέλιο της ανθρώπινης ευτυχίας», τον Εραστή της Λαίδης Τσάτερλυ. Επιπλέον, ανακοινώνει μια συνθετική μελέτη, με τίτλο «Μερικές απόψεις γύρω στο ελληνικό μυθιστόρημα».
Ο φιλόσοφος Βασίλειος Τατάκης, σεμνός, «μειλίχιος» και δραστήριος πνευματικός άνθρωπος, δημοσιεύει τις μελέτες «Οι κυνικοί και η διατριβή» και την «Συντήρηση – Δημιουργία». Όπως τονίζει η Αγλαΐα Κεχαγιά-Λυπουρλή, με τον φιλοσοφικό του στοχασμό, καθόρισε τον χαρακτήρα και την πορεία του περιοδικού.
Ο Κλέων Παράσχος ανακοίνωσε στο περιοδικό ένα «οξυδερκές», στοχαστικό και «βαθύ» δοκίμιο, μια μελέτη-βιογραφία, με τίτλο «Η ζωή του Ίωνος Δραγούμη», στο οποίο, κατά τον Πέτρο Σπανδωνίδη, αναζητά «να δώσει την εικόνα ενός ανθρώπου, όχι τόσο, όπως τον διαμορφώνουν και τον καθορίζουν οι εξωτερικοί παράγοντες, όσο η ίδια η φορά της προσωπικότητάς του». Ο βιογράφος, κατά τον Ηλία Ζιώγα, ολοκληρώνει τον ήρωά του και τον τοποθετεί σ’ ένα «λιτό, στερεό, όλο αγέρωχη μεγαλοπρέπεια βάθρο». Υποστηρίζει πως, με την ευσυνείδητη εργασία του, ξεπέρασε τον εαυτό του. Ο Ίων Δραγούμης αναλύεται ως άνθρωπος και καλλιτέχνης, ως διανοούμενος και «μαχητής». Ο συγγραφέας ταυτίστηκε με τον πρωταγωνιστή του, ενσάρκωσε τις ιδέες, τις ευαισθησίες και τις αντιφάσεις του, αναβίωσε και «αναστήλωσε» τη μορφή του, με «εξερευνητική» διάθεση. Με άλλα λόγια, έδωσε «ανάγλυφα και ολοζώντανα» τον ήρωά του, αφού ως άλλος «ανατόμος, προσεκτικός και οπλισμένος μ’ όλα τα σχετικά εφόδια, υπεισέρχεται στα ενδόμυχα μονοπάτια της προσωπικότητάς του».
Ο Γιώργος Σαραντάρης ασχολήθηκε περισσότερο με φιλολογικές μελέτες, άρθρα και φιλοσοφικά δοκίμια. Σύμφωνα με τον Αλέξανδρο Αργυρίου, δεν είναι τυχαίο που έρχεται σε επαφή με το «εσωτερικό» πνεύμα των Μακεδονικών Ημερών. Στο στοχαστικό άρθρο, «Παρενθέσεις», εκφράζει ενδιαφέρουσες απόψεις για την «άγονη, ψυχρή» καβαφική ποίηση και το μυθιστόρημα, που αναζητά την αρχιτεκτονική δόμηση. Ακόμα, ανακοινώνει ένα άρθρο, αφιερωμένο στο έργο του Charles Baudelaire, όπου ασχολείται με το ζήτημα της ύπαρξης.
Ο ιστορικός της φιλοσοφίας και πολυδιάστατος μελετητής, Κωνσταντίνος Δ. Γεωργούλης, γράφει μια αναστοχαστική αισθητική μελέτη, σε συνέχειες, με αντικείμενο προβληματισμού την τέχνη, τον τεχνίτη και το ιδανικό αναγνωστικό κοινό. Ο ideal reader οφείλει να διατρέξει πρόθυμα το «μονοπάτι» του δημιουργού, να «ξεκλειδώσει» τον εσωτερικό του κόσμο και να «εμψυχώσει» το έργο τέχνης. Επιπλέον, γράφει μια μελέτη για τη χριστιανική ανθρωπολογία του ορθόδοξου Ρώσου θεολόγου N. Berdjajew.
Στις κριτικές στήλες, συμμετέχουν ακόμα οι Γιώργος Βαφόπουλος, Γιώργος Βαλέτας, Νίκος Γκάτσος, Αλκιβιάδης Γιαννόπουλος, Αντρέας Καραντώνης, Δημήτριος Μέντζελος, Γιάννης Χατζίνης, κ.ά. Ο Βάσος Βασιλείου προσπαθεί να συμβιβάσει την εσωτερικότητα με την αναπαράσταση της πραγματικότητας. Η συνοχή των κριτικών του αναλύσεων εκπλήσσει. Ο Θ. Βλιζιώτης στη μελέτη του, «Τα κοινωνικά προβλήματα και οι διανοούμενοι. Ο λυτρωτής θεός», θίγει το «παθολογικό» φαινόμενο της «πνευματικής δουλείας» και παρέχει συμβουλές προς ανθρώπους του πνεύματος. Ο Δημήτριος Χ. Μεντζέλος, υπογράφει, με την ενδιαφέρουσα και στοχαστική του ιδιοσυγκρασία, τις απόψεις του Άγγελου Τερζάκη περί τρίτης διάστασης των πραγμάτων απέναντι στο κοινωνικό πρόβλημα, που συνοψίζεται στις λέξεις – σύμβολα «Ιδεαλισμός και Αντι-ιδεαλισμός».
Ολοκληρώνοντας το κεφάλαιο αυτό, θα ήταν άδικο να μη γίνει αναφορά στις απόψεις που διατύπωνε ο Πέτρος Χάρης το 1939. Όπως παρατηρούσε, αληθινοί κριτικοί, με μόρφωση, «αλύγιστο» χαρακτήρα, ταλέντο και αρετές, όπως οι Θεσσαλονικείς, είχαν «ανοιχτή και έτοιμη την αγκαλιά» τους να δεχτεί κάθε νέο λογοτέχνη με επιείκεια, συγκατάβαση και προθυμία. Οι Θεσσαλονικείς έδειχναν ανοχή και ενθουσιασμό στους νεωτερικούς αφηγηματικούς τρόπους, οι οποίοι εισάγονται μέσα από το κριτικό τους έργο. Κινήθηκαν στο χώρο του μοντερνισμού, μέσα από το πλαίσιο μιας παραδοσιακής αισθητικής αντίληψης. Τα θεωρητικά τους κείμενα φανερώνουν τις εσωτερικές τους αναζητήσεις, ενώ παράλληλα καλλιεργούν έναν γόνιμο προβληματισμό γύρω από το μυθιστόρημα, το ρόλο του δημιουργού και τη δράση των λογοτεχνικών χαρακτήρων. Οι συνεργάτες του περιοδικού συλλαμβάνουν την βαθύτερη ουσία των κρινόμενων έργων, με αποτέλεσμα να συντάσσουν στοχαστικά κείμενα. Οι σημαντικές ποιοτικά και ποσοτικά ανακοινώσεις στις κριτικές στήλες των Μακεδονικών Ημερών αγκαλιάζουν ένα ευρύ φάσμα κειμένων και μαρτυρούν την αδιάκοπη ενημέρωσή τους και την ευαισθησία τους στα συγκαιρινά τους φανερώματα. Φαίνεται πως οι κριτικοί συνεργάτες υπάκουαν στο σύνολό τους στο σύνθημα του εμψυχωτή Πέτρο Σπανδωνίδη: «κατ’ ευθείαν προς το βάθος, κατ’ ευθείαν προς την αλήθεια».
Γ.4. Η μεταφραστική πράξη στις Μακεδονικές Ημέρες
Σύμφωνα με τον Γιώργο Δ. Παγανό, τα ρηξικέλευθα κινήματα στην Ελλάδα «έπασχαν» από την απουσία αμιγώς μοντερνιστικών περιοδικών, όπου θα φιλοξενούνταν κείμενα των «οπαδών» τους. Οι Μακεδονικές Ημέρες, ωστόσο, κατά τον Παναγιώτη Μουλλά, που στεγάζουν και καλλιεργούν νεωτερικές τάσεις, με ιδιαίτερη φροντίδα, έστω και δειγματοληπτικά, ανακοινώνουν μεταφρασμένα κείμενα ξένων πρωτοπόρων, όπως των Katherine Mansfield, Virginia Woolf, Marcel Proust, Franz Kafka, κ.ά. Πράγματι, κύριο μέλημά τους υπήρξε η απόδοση έργων, που ανανέωσαν την ευρωπαϊκή λογοτεχνία, γι’ αυτό και δόθηκε βάρος, σύμφωνα με την Αγλαΐα Κεχαγιά-Λυπουρλή, στην παρουσίαση της ξένης παραγωγής, σε μόνιμη βάση. Κατά τον Τόλη Καζαντζή, οι μεταφράσεις αυτές συνέβαλαν στη διαμόρφωση μιας πιο εκσυγχρονισμένης πεζογραφίας και ποιητικής τέχνης. Ο Στέλιος Ξεφλούδας τόνιζε χαρακτηριστικά:
«Είμαστε εμείς, δεν περιαυτολογώ ούτε το λέω για να επιδείξω ότι κάναμε κάτι το σημαντικό, ότι εμείς πρώτοι φέραμε τα καινούργια ρεύματα εις την λογοτεχνία μας, δηλαδή δώσαμε κείμενα που ήταν άγνωστα έως τότε, Κάφκα, Προυστ, από τους συγγραφείς που την εποχή εκείνη ήταν στην πρωτοποριακή γραμμή».
Η απόδοση των κειμένων στην ελληνική γλώσσα φανερώνει ότι η ενημέρωση των συνεργατών του περιοδικού ήταν άμεση. Οι επιλογές τους αποδεικνύουν πως ήταν έγκαιροι και έγκυροι γνώστες των τάσεων της συγκαιρινής τους ευρωπαϊκής παράδοσης. Οι μεταφραστικές προτιμήσεις τους «ισομοιράζονται» ανάμεσα στη γερμανόφωνη, αγγλόφωνη, ιταλόφωνη και γαλλόφωνη παραγωγή, χωρίς βέβαια να απουσιάσουν κείμενα της βαλκανικής. Τα στελέχη του περιοδικού φιλοξένησαν ακόμα και τα «πολυφωνικά» και «δυναμικά» κείμενα της αμερικανικής λογοτεχνίας των αρχών του 20ου αιώνα. Κατά τον Άρη Μαραγκόπουλο, αυτό το «διεθνές άνοιγμα δίνει το σφυγμό του γειτονικού και του ευρύτερου χώρου, που στοίχιζε την πόλη». Στο σημείο αυτό, θα διαφωνήσω με τον Αλέξανδρο Αργυρίου, ο οποίος θεωρεί πως οι μεταφραστικές επιλογές του κύκλου πρέπει να «χρεωθούν» ως προτιμήσεις του και όχι ως «δίκτυο», που διαμορφώνει μια αισθητική τάση. Οι πεζογράφοι ενδιαφέρονται, θεωρητικά και πρακτικά, για τον εσωτερικό μονόλογο, γι’ αυτό και αποτελούν υποδειγματικές μορφές και δείκτες εμπέδωσης του εν λόγω φαινομένου. Σύμφωνα με την Μαίρη Μικέ, οι επιλογές τους καθορίζονται από την ίδια την ανάγκη, που υπαγορεύει και τη δημοσίευση ανάλογων ελληνόφωνων κειμένων, που, παράλληλα, αποκαλύπτουν τις τάσεις του περιοδικού και τις σαφείς επιδράσεις των δημιουργών τους.
Έμμεσα, προκύπτει ότι οι σημαντικότερες προϋποθέσεις για τη «δόκιμη» μεταφραστική πράξη αφορούν στα εφόδια του μεταφραστή, τη γλωσσομάθεια, τον φιλολογικό οπλισμό, την πολιτισμική ενημέρωση, την κριτική και ερμηνευτική ικανότητα, την καλλιτεχνική προδιάθεση, κ.ά. Η ενδελεχής γνώση της γλώσσας-πηγής και στόχου, όπως και η χρήση άλλων αποδόσεων, θεωρούνται απαραίτητοι όροι κάθε μεταφραστικής απόπειρας. Ο μεταφραστής όφειλε να γνωρίζει το σύνολο του έργου του συγγραφέα που απέδιδε, την εποχή, τη χώρα, την ιδεολογία, τα ήθη, τη νοοτροπία, τα φιλολογικά συμφραζόμενα και το ιστορικό συγκείμενο. Στόχος του ήταν η ευκρίνεια και η λιτότητα στην έκφραση.
Συχνά, τα μεταφρασμένα κείμενα πλαισιώνονται από προλογικά σημειώματα, πληροφοριακού και βιο-εργογραφικού χαρακτήρα, κυρίως, και όχι σχολίων ή στρατηγικών των «διαμεσολαβητών», δεικτών, δηλαδή, των μεταφραστικών πρακτικών και ενδείξεων θεωρητικών απόψεων, που υιοθετήθηκαν στο παρελθόν. Τα σημειώματα αυτά πρέπει να αντιμετωπίζονται με επιφυλακτικότητα, καθώς ενδέχεται να είναι μεροληπτικά.
Θα ήταν μάλλον άτοπη εδώ μια προσπάθεια αντιβολής των κειμένων-αφετηρία και στόχων, τόσο σε μακροεπίπεδο όσο και σε μικροεπίπεδο. Κάπου-κάπου, φιλοξενούνται κείμενα, αντλημένα από την ύλη ομοειδών αλλόγλωσσων περιοδικών. Η ξένη επιρροή συνυπάρχει και λειτουργεί «παραπληρωματικά» με τη γηγενή. Έτσι, οι συνεργάτες αφενός αποδεικνύουν την ουσιαστική επαφή τους με τα ευρωπαϊκά πνευματικά δρώμενα και αφετέρου προσδίδουν κοσμοπολίτικο πνεύμα και ευρωπαϊκό αέρα στη φυσιογνωμία του περιοδικού. Συχνά, στο τέλος των «ερανισμένων» κειμένων, δηλώνεται, με σαφήνεια, είτε το έντυπο από το οποίο αντλήθηκαν (π.χ. PAN), είτε η γλώσσα του πρωτοτύπου (μετάφραση ή απόδοση από…).
Τα ινία της μετάφρασης κρατούν οι: Τάκης Βαρβιτσιώτης, Αλκιβιάδης Γιαννόπουλος, Κωνσταντίνος Γεωργούλης, Ι. Γρυπάρης, Γεώργιος Δαμόρης, Γιώργος Δέλιος, Δημήτρης Δήμου, Γιώργος Θέμελης, Στέφανος Λεύκης, Αντώνης Μυστακίδης, Στέλιος Ξεφλούδας, Αβραάμ Παπάζογλου, Πέτρος Σπανδωνίδης, Βασίλειος Τατάκης, Ευάγγελος Τζιάτζιος, κ.ά. Μάλιστα, κάποιοι από αυτούς φέρνουν αρκετά πρώιμα την ελληνική αναγνωστική κοινότητα σε επαφή με κείμενα της ευρωπαϊκής λογοτεχνίας.
Κατά τις Μαίρη Μικέ – Λένα Γκανά, η Virginia Woolf [=Adeline Virginia Stephen] (1882-1941), εκπρόσωπος του αγγλοσαξονικού μοντερνισμού, εμφανίζεται στο περιοδικό χάρη στη «γενναιόδωρη» μεταφραστική προσφορά του Γιώργου Δέλιου, ο οποίος επιλέγει αποσπάσματα από τις Στιγμές ζωής. Στη Νέα Εστία, ωστόσο, διαβάζουμε πως μεταφράζει κάπως «πρώιμα» και με «άσημο» τρόπο διηγήματά της. Παράλληλα, ο Γ. Δέλιος αρθρογραφεί γενικά για το αγγλικό μυθιστόρημα και πιο ειδικά για την Virginia Woolf, η οποία υιοθετεί τη μέθοδο της ενσυνείδητης ροής, της εσώτερης βιωμένης εμπειρίας. Το 1938, δημοσιεύει το «Απόψεις για το αγγλικό μυθιστόρημα», όπου εμφατικά αναφέρεται σε σημεία της τεχνικής της «εκλεκτής» εκπροσώπου, που συνιστούν ανανέωση της αγγλικής πεζογραφίας, στην ικανότητά της να συλλαμβάνει αόρατες όψεις της ζωής, να «θρυμματίζει» το χρόνο, να περιπλανάται στο υποσυνείδητο. Σε επόμενο τεύχος των Μακεδονικών Ημερών, σε μελέτη, με τίτλο «Virginia Woolf», παραθέτει τις απόψεις της για το μυθιστόρημα, αντιπαραθέτει το έργο της με το κλασικό αγγλικό μοντέλο, αλλά και με το έργο των James Joyce και Marcel Proust, ενώ ταυτόχρονα εστιάζει στα πρόσωπά της, αποδεικνύοντας πόσο βαθύ είναι το «αποτύπωμά» της στο έργο του. Ο ίδιος μεταφραστής παρουσιάζει, από τις πρώτες φορές στο ελληνικό αναγνωστικό κοινό, την ψυχολογική διάσταση του χρόνου του Μarcel Proust στην αισιόδοξη εκδοχή της ανεύρεσης του «Ο χρόνος που χάθηκε!» Μάλιστα, ο Νάσος Δετζώρτζης έγραφε πως, παρ’ όλο που ο δημιουργός του μεταφράστηκε σ’ όλες σχεδόν τις γλώσσες, στην Ελλάδα έγινε γνωστός με καθυστέρηση. Στο «Ο χρόνος που ξαναβρέθηκε!», προσπαθεί να βάλει τάξη τον «χαοτικό» κόσμο των αναμνήσεων, «ανάγοντάς τες σε σημεία, μέσα από έναν χείμαρρο λεπτομερειών και εικόνων». Η Δήμητρα Μπεχλικούδη μιλά για «ιδιότυπη παρεκβατική» αφήγηση, για «μαγεία αναμνησιακής ροής» και για «γοητεία συνειρμών». Πρόσθετα, ο Γιώργος Δέλιος αποδίδει το διήγημα της πρωτοποριακής Νεοζηλανδής διηγηματογράφου, Katherine Mansfield, Ευδαιμονία, τις «σκοτεινές, κατά Πέτρο Σπανδωνίδη, Ανθρώπινες συνθήκες του André Malraux, κ.ά. Ενίοτε, πλαισιώνει τις μεταφράσεις του με σύντομα προλογικά σημειώματα. Όπως και να ’χει, η παρουσία των Katherine Mansfield και Virginia Woolf αποτελούν δείγμα του «συρμού» του αγγλικού μυθιστορήματος, κάτι το οποίο συμπίπτει με τα λεγόμενα του Βάσου Βαρίκα για τα συγκαιρινά με το περιοδικό γράμματα. Πιο συγκεκριμένα, θεωρεί πως, αφού οι δημιουργοί «απελευθερώθηκαν» από την κυρίαρχη γαλλική επιρροή, στράφηκαν συνειδητά στις αγγλικές πηγές, οι οποίες, όμως, επιβλήθηκαν, στη Θεσσαλονίκη, υπό το πρίσμα της γαλλικής λογοτεχνικής επικαιρότητας.
Ο «ακούραστος» Δημήτρης Στ. Δήμου κατά αποκλειστικότητα μεταφράζει κείμενα της γερμανόφωνης πεζογραφίας στο περιοδικό. Συνολικά αποδίδει οχτώ διηγήματα του Franz Kafka, εκ των οποίων τα τέσσερα συμπεριλαμβάνονται στη σειρά Ένας γιατρός της υπαίθρου και μάλιστα ένα κομμάτι από αυτά, με τίτλο «Προ του νόμου», επαναλαμβάνεται μετέπειτα στη Δίκη, ενώ τρία είναι παρμένα από το πρώτο τυπωμένο βιβλίο του, την Παρατήρηση. Η μεταφραστική αυτή προσέγγιση συνοδεύεται από ένα βιο-εργογραφικό σημείωμα του γερμανού λογοτέχνη. Κατά τον Γιώργο Βαφόπουλο, ο «εξαίρετος» και ο «αυθεντικότερος» μεταφραστής του Κάφκα, Δ. Δήμου, τον παρουσίασε πρώτος στην Ελλάδα, μέσα από τις σελίδες των Μακεδονικών Ημερών, με «αυστηρή» αίσθηση ευθύνης. Μάλιστα, η καφκική γραφή βρήκε γόνιμο έδαφος στη Θεσσαλονίκη και συγκεκριμένα στο έργο του Νίκου Γ. Πεντζίκη, όπου είναι εμφανής ο διάλογος με την υπαρξιακού τύπου ενδοσκόπηση. Επιπλέον, ο Δ. Δήμου δίνει μια από τις πρώτες μεταφράσεις του Thomas Mann στα ελληνικά, αποδίδοντας ένα διήγημά του, με τίτλο «Τωβίας Μίνδερνικελ», ενώ, παράλληλα, μεταφράζει ένα άλλο, από τα γερμανικά, του Arthur Schnitzler («Η γυναίκα του σοφού»). Ακόμα, ασχολείται με τον Rainer Maria Rilke και ειδικότερα με το αριστουργηματικό ποίημα «Το τραγούδι της αγάπης και του θανάτου του σημαιοφόρου Χριστόφορου Ρίλκε» και το απόσπασμα «Μια σκηνή από γκέττο της Βενετίας» από τις Ιστορίες ενός καλού θεού. Επίσης, απέδωσε, με τις πιο λεπτές αποχρώσεις, σελίδες από το έργο των Hugo Hofmannsthal, Hermann Hesse, Stefan Sweig, κ.ά. Ο Γιώργος Δέλιος εξαίρει την ποιότητα, εκλεκτικότητα, πιστότητα, ευσυνειδησία, σεμνότητα, σοβαρότητα, αυστηρότητα, τα πνευματικά, ψυχικά και ηθικά του χαρίσματα και την εν γένει αξία της μεταφραστικής προσφοράς του Δημήτρη Δήμου. Θεωρεί πως χάρη στη συμβολή του, οι Μακεδονικές Ημέρες «ευτύχησαν» να παρουσιάσουν αληθινά δημιουργήματα στη μητρική μας γλώσσα. Σύμφωνα με τον Γιώργο Δέλιο, μετέφρασε κείμενα άγνωστων τότε στον τόπο μας λογοτεχνών, που «κρατούσαν την επικαιρότητα» και αποδίδονταν, ταυτόχρονα, στα πιο αξιόλογα ευρωπαϊκά περιοδικά, με εύλογη απόρροια την ανάδειξή του σε σημαντικότερο και κυριότερο μεταφραστή του συγκαιρινού του καιρού.
Οι μεταφραστικές επιλογές του Αλκιβιάδη Γιαννόπουλου αφορούν κυρίως ιταλικά κείμενα. Συγκεκριμένα, μεταφράζει απόσπασμα μυθιστορήματος του πρωτοπόρου Μάξιμο Μποντεμπέλι («Ο Φλορεντάνο και τα κλειδιά»), λυρικές πρόζες του Lionello Fiumi («Με αφορμή το ταξίδι του στις Αντίλλες») και μελέτη του Alberto Savinio, από το περιοδικό PAN του Μιλάνου, αναφερόμενη στον Λoρέντζο Μαβίλη. Επιπλέον, αποδίδει αξιόλογα σημειώματα του Pietro Bottini για την ιταλική λογοτεχνία και θεατρικές μελέτες του Filippo Maria Pontani για τον Pirandello. Ο Γιαννόπουλος, αλλά και οι υπόλοιποι μεταφραστές της ιταλικής λογοτεχνίας, δημοσίευσαν κείμενα, με έντονες πιραντελικές και φουτουριστικές διακειμενικές αναφορές.
Ακόμα, ο Πέτρος Σπανδωνίδης μεταφράζει διήγημα του Giovanni Papini («Δύο φιγούρες σε μια δεξαμενή»), συστήνοντάς τον για πρώτη φορά στο ελληνικό κοινό, ενώ ο Αλ. Μουράτης το σατιρικό «Ακράτητη γλώσσα» του Άντον Τσέχωφ, το οποίο εντάσσεται στα πρωτόλειά του, όταν ήταν ακόμα άγνωστος και υπέγραφε ως Α. Τσεχοντέ.
Κατά την Αγλαΐα Κεχαγιά-Λυπουρλή, ενδιαφέρον παρουσιάζουν τα πεζά κείμενα των βαλκανικών χωρών. Φύση ανήσυχη, ο Ευάγγελος Στ. Τζιάτζιος, μεταφράζει την αλβανική νουβέλα μορφής προσωπικού ημερολογίου, του Ερνέστου Κολίκη, «Ντιλότσα», και το ειδύλλιο «Το νέο τραγούδι», επιμελημένο και γεμάτο από «πίνακες και ποιητικά τοπία συμμετρικά τοποθετημένα», μέσα σε μια σύντομη αφήγηση. Μάλιστα, συνοδεύει τις μεταφράσεις αυτές με βιο-εργογραφικό σημείωμα του δημιουργού των κειμένων-πηγή. Επίσης, αποδίδει δυο «ευτράπελα» διηγήματα της βουλγαρικής λογοτεχνίας του Elin Pelin, που επιγράφονται «Ανοιξιάτικο πλάνεμα» και «O tempora, o mores!». Όπως χαρακτηριστικά διαβάζουμε στη Νέα Εστία, ο Ευαγγ. Τζιάτζιος είναι «ένας από τους δύο τρείς νεοέλληνες που καταπιάστηκαν στα σοβαρά να συστήσουν τη Βαλκανική Λογοτεχνία». Πρόσθετα, μεταφράστηκαν από τον Αντώνη Μυστακίδη οι Ρουμάνοι Ιω. Βινέα, Β. Ι. Πόπα και Μ. Ραλέα, από τον Αβραάμ Παπάζογλου διηγήματα των συγκαιρινών Τούρκων πεζογράφων Αli Sabahattin και Γιασάρ Ναμπή και από τον Μιχάλη Χαννούση λυρικές πρόζες για τον έρωτα του Rusen Esref, από το «Damla-Damla», που σχολιάστηκαν ευρέως και στον ευρωπαϊκό τύπο. Στο ίδιο πλαίσιο εντάσσεται και το άρθρο του Γιάννη Σφακιανάκη για τη συγκαιρινή Εσθονή ποιήτρια Μ. Ούντερ. Σύμφωνα με τον Jean-Luc Chiaponne, τα «ρηχά» ανέκδοτα του Εlin Pelin σοκάρουν σ’ ένα περιοδικό που έκανε γνωστό τον Κάφκα στην Ελλάδα, ενώ η πεζογραφία του Τούρκου Sabahattin Ali, αποτελεί «παραφωνία», αν αναλογισθεί κανείς τα κείμενα των Virginia Woolf και Jean Giraudoux. Έτσι, χαρακτηρίζει τα έργα της βαλκανικής «μέτρια και ανοίκεια». Ωστόσο, η δυσκολία συγκέντρωσης ύλης και η προώθηση της σύσφιξης των σχέσεων μεταξύ των χωρών δικαιολογούν την ύπαρξή τους.
Ανάλογο ρόλο με την ποίηση της ντόπιας παραγωγής κατείχε και η μεταφρασμένη. Πιο συγκεκριμένα αποδόθηκαν ποιητικές συνθέσεις των Elizabeth Barrett Browning (Ν. Βογιατζάκης, Σοφία Μαυροειδή-Παπαδάκη, Ηρώ Καμπίτογλου), Robert Browning (Δημήτρης Δήμου, Ν. Βογιατζάκης), Aldo Capasso (Στέλιος Ξεφλούδας), Freiherr Eichendorff (Α. Ν. Σιδέρης), Lionello Fiumi (Ελένη Ψημένου), Hermann Hesse (Δημήτρης Δήμου), Hugo Hofmannsthal (Αβραάμ Κ), Ada Negri (Στέλιος Ξεφλούδας), Rainer Maria Rilke (Δημήτρης Δήμου), Arthur Rimbaud (Τάκης Βαρβιτσιώτης), Umberto Saba (Στέλιος Ξεφλούδας), Albert Samain (Αναστάσιος Γιανναράς), Τεοντώρ Σκαρλάτ (Aντώνης Mυστακίδης), Ernst Toller (Κωνσταντίνος Γεωργούλης), Αντον Τσέχωφ (Αλ. Μουράτη), Paul Valéry (Τάκης Βαρβιτσιώτης), Paul Verlaine (Τάκης Βαρβιτσιώτης), Enzio Volture (Στέλιος Ξεφλούδας), Walt Whitman (Νίκος Προεστόπουλος), Oscar Wilde (Στέφανος Λεύκης), William Wordsworth (Στέφανος Λεύκης, Ελένη Μπιλιμάτση), Α. Zazzaretta (Μ.Η.), κ.ά.
Ο Κωνσταντίνος Γεωργούλης μεταφράζει ποιήματα από το Βιβλίο των εικόνων και από τις Ελεγείες του Ντουίνο, οι οποίες αποτελούν κορύφωση του συμβολισμού, του γερμανο-αυστριακού Rainer Maria Rilke, τα οποία πλαισιώνει με σημείωμα βιο-εργογραφίας και σχολίων για την πένα και τη ρητορική του. Η ιδεαλιστική, αλληγορική και μοναχική ποίησή του έγινε γνωστή στο Μεσοπόλεμο και βρήκε απήχηση εξαιτίας του ενδοσκοπικού στοχασμού της στους Στέλιο Ξεφλούδα, Γιώργο Δέλιο, Γιώργο Βαφόπουλο, Γιώργο Θέμελη, Ζωή Καρέλλη, Τάκη Βαρβιτσιώτη, κ.ά. Ο Κ. Γεωργούλης προλογίζει ακόμα ένα ποίημα του «ανήσυχου» πνεύματος της γερμανικής φιλολογίας, Ernst Toller, με τίτλο «Κατάδικος και θάνατος», από τα Τραγούδια των καταδίκων, με εμφανείς υπερρεαλιστικές καταβολές, «λεπτό ειδυλλιακό ένστικτο» και μελαγχολική του διάθεση. Ακόμα, μεταφράζει απόσπασμα από την ομιλία του γερμανού καθηγητή Wolfang Schadewaldt, «Ο Γκαίτε και η αίσθηση του αρχαίου πνεύματος», όπου ανάγλυφα παρουσιάζει τη γκαιτική προσωπικότητα.
Αξίζει να σημειωθεί πως οι Μακεδονικές Ημέρες μετέφρασαν, ακόμα, κείμενα της αρχαίας ελληνικής και λατινικής γραμματείας, όπως Βιργίλιο (Γιώργος Θέμελης), Όμηρο (Πέτρος Σπανδωνίδη), Πίνδαρο (Ι. Γρυπάρης), Σοφοκλή (Ι. Γρυπάρης, Ορέστης Σχινάς), κ.ά.
Τέλος, δημοσιεύτηκαν μεταφράσεις άρθρου του Filippo Maria Pontani («Η διηγηματική λογοτεχνία»), του Pio Viti («Ο Χέγκελ και ο φασισμός»), άρθρα περί ψυχολογίας του U. de Medonca («Πράξεις βουλητικές και πράξεις έμφυτες», «Η σκέψη και η απόφαση»), μελέτες των Stefan Zweig («Ο τραγικός βίος του Μάρσελ Προυστ»), Jean Grenier («Εποχή ορθοδοξιών»), Bruno Lavagnini («Πολύβιος»), A. Rolland de reneville («Ποίηση και γνώση»), ομιλία του Wolfang Schadewaldt, κριτικό σημείωμα του Ed. Jaloux, επιστολές των Katherine Mansfield («Γράμματα»), C. Brighenti, Μ. Σαλτιέλ, κ.ά. Ο Γεώργιος Δαμόρης μεταφράζει κείμενο του Ed. Zaloux, με τίτλο «Ο Αντρέ Ζιντ και το πρόβλημα του μυθιστορήματος», εντείνοντας το ενδιαφέρον για το μυθιστόρημα. Κατά την Δήμητρα Μπεχλικούδη, το κείμενο αναδεικνύει τις αφηγηματικές επιλογές του συγγραφέα, την απομάκρυνσή του από την ανάπτυξη ενός λογικού μύθου και τη δημιουργία ανοίκειων προσώπων.
Το γεγονός ότι κάποια από τα πρόσωπα των μεταφραστών συμπίπτουν μ’ εκείνα των συγγραφέων αποδεικνύει τον ευρηματικό αναβρασμό, ενθουσιασμό και πειραματισμό των συνεργατών των Μακεδονικών Ημερών γύρω από τη μεταφραστική πράξη. Είναι φανερή η διαφορά ποιότητας ανάμεσα στις μεταφράσεις ανατολικών και δυτικών χωρών. Oι Γιώργος Δέλιος, Πέτρος Σπανδωνίδης και Αλκιβιάδης Γιαννόπουλος αντιλαμβάνονται τη μεταφραστική πράξη ως πρόκληση. Η περίπτωση, όμως, του Δημήτριου Δήμου είναι διαφορετική. «Ακριβείς και κομψές», οι μεταφράσεις του, από τα γερμανικά, αποτελούν από μόνες τους ξεχωριστές δημιουργίες. Η συμβολή των μεταφραστών των έργων της Βαλκανικής χερσονήσου εντοπίζεται σε καθαρά γλωσσολογικό επίπεδο. Οι επαγγελματικής φύσεως συμβολές τους δεν παρουσιάζουν δημιουργικό δυναμισμό. Παρ’ όλο που η βαλκανική λογοτεχνία κατέχει περιορισμένη θέση, οι συνεργάτες του περιοδικού έδωσαν μια επαρχιακή εικόνα των όμορων χωρών, αγνοώντας τη σερβο-κροάτικη λογοτεχνία και τον Ρουμάνο Camil Petrescu. Τα κίνητρα των μεταφραστών ποικίλλουν. Πέραν των αναμενόμενων, που συνδέονται με λόγους θαυμασμού, λαγνείας, λογοτεχνικής έλξης και συμπάθειας, με ιστορικές συγκυρίες, πνευματικές επιταγές ή τάσεις τόνωσης, θεωρώ πως σημαντικό ρόλο διαδραμάτισαν ο βαθμός αναγνωσιμότητας και εκτίμησης των δημιουργών των κειμένων πηγών και η παρουσία τους στον ξένο τύπο, όπως επίσης και ο θόρυβος γύρω από το όνομά τους. Οι μεταφραστές προσπαθούν να υποδείξουν τα μέσα και τους τρόπους που θα αποτελέσουν το όχημα για την επίτευξη του εκσυγχρονισμού των ελληνικών γραμμάτων. Τα μεταφράσματα προσφέρουν αρωγή στην ολοκλήρωση της φυσιογνωμίας του περιοδικού. Μέσω αυτών επιτυγχάνονται οι προγραμματικές διακηρύξεις της διεύθυνσης. Παρόλο που οι μεταφραστικές συνεργασίες δεν καταλαμβάνουν το μεγαλύτερο ποσοστό της ύλης του περιοδικού, δεν είναι διόλου ευκαταφρόνητες, καθώς αποτελούν πράξεις διαπολιτισμικής επικοινωνίας.
Γ.5. Διερευνώντας ζητήματα πνευματικού ενδιαφέροντος
Οι Μακεδονικές Ημέρες διοργανώνουν τρεις έρευνες, δύο προπολεμικά και μία μεταπολεμικά, αναφορικά με «φλέγοντα» ή «ζωτικά» ζητήματα της συγκαιρινής τους εποχής. Στο όγδοο τεύχος του πρώτου χρόνου κυκλοφορίας, δημοσιεύονται απαντήσεις πνευματικών προσωπικοτήτων σχετικά με τη θέση της κριτικής στην Ελλάδα. Κατά την Δήμητρα Μπεχλικούδη, πρόκειται για ένα ερώτημα μεγάλου εύρους, που δείχνει έλλειψη προσδιορισμού ειδικών στόχων. Οπωσδήποτε, οι απαντήσεις προϋποθέτουν ώριμη σκέψη.
Ο Τέλλος Άγρας στη θέση της λέξης «κριτική» τοποθετεί εκείνη της «βιβλιοκρισίας» και επισημαίνει:
«[…] όχι καν δεν υπάρχει στον τόπον μας Κριτική, αλλά πως δεν υπάρχει ούτε συστηματική, συνειδητή, μεθοδική, φιλόδοξη τέλος πάντων βιβλιοκρισία […]. Κριτικοί δεν υπάρχουν […]. Οι συγγραφείς και οι ποιηταί δημιουργούν τους κριτικούς […]. Η κριτική, δηλαδή η βιβλιοκρισία, είναι, συνήθως, κακή και άδικη […]. Αι συγγραφείς […] αρνούνται […] να δημιουργηθή αυτή η σωστή, η αξιοπρεπής, η συστηματική κριτική παράδοση […]. Η κριτική δεν είναι έμπνευσις. Είναι χρέος. Η κριτική αναγκάζει. Η κριτική βιάζεται. Δεν ημπορεί λοιπόν ποτέ να την επιθυμήση κανείς. Ώστε, αυτό το ανεπιθύμητο κακό θα γίνεται πάντα ερασιτεχνικά […]. Επάγγελμα είναι και στην Ελλάδα […] η φυσική θέση της κριτικής, και τότε, μόνο θα περάση από τα ταπεινά σύνορα της βιβλιοκρισίας σε κάτι αξιοπρεπέστερο. Έως τότε -έως πότε;- η θέση της […] θα είναι η θέση του παρεξηγημένου».
Τέσσερις μήνες μετά, προσθέτει λίγες ακόμα παρατηρήσεις, καθώς αισθάνεται πως η έρευνα κατευθύνεται σε πρόσωπα, στα οποία ανήκει και ο ίδιος. Επισημαίνει πως η κριτική ποτέ δεν ήταν «η κλίση» του, αλλά «πότε στρατευόμενη συνεργασία και πότε ανταπόδοση αβρότητας». Τονίζει πως οι συγκαιρινοί του κριτικοί «υστερούν αθεράπευτα στην εκπλήρωση της αποστολής Τους», ενώ ο ίδιος ακολουθεί την «καθαυτό κριτική μέθοδο». Οι συγγραφείς απαιτούν από τους κριτικούς να τους παρακολουθούν «στο μέσον δρόμο της εργασίας των» και συνεχίζει:
«Ο κριτικός πρέπει να σκύψη να βρη μέσα στο καλό έργο και το ατυχές του σημάδι, αλλά και στο κακό έργο το μαργαριτάρι του λυρισμού […]. Ο κριτικός να ξεκινά μαζί με τον συγγραφέα, και να πορεύεται μαζί του […]. Ημπορεί και να πη όλες του τις αντιρρήσεις […], αλλά πάντοτε μ’ ένα χαμόγελο, με κάποιαν ευφυΐα, με κάποιαν ευγένεια […]. Ο κριτικός πρέπει να είναι σφοδρός, απροκάλυπτος και passion […] είτε απέναντι σε έργα με “θέσιν” […] είτε απέναντι σε έργα κακού γούστου […]».
Το πρόβλημα έγκειται στο ότι οι κριτικοί είναι περισσότερο δημιουργοί και στο ότι δεν έχουν αυταπάρνηση και ευσυνειδησία. Ο Τέλλος Άγρας μεταθέτει το πρόβλημα της έλλειψης αξιοπρεπούς και συστηματικής κριτικής στη βούληση του εκάστοτε συγγραφέα. Η Δήμητρα Μπεχλικούδη φρονεί πως οι απαντήσεις του εμπεριέχουν έντονο υποκειμενικό στοιχείο, γεγονός που υπερκαλύπτει τις επιμέρους ορθές παρατηρήσεις.
Το κέντρο του ενδιαφέροντος στην απάντηση του Άγγελου Τερζάκη, εστιάζεται στο εξής σημείο:
«Ξεχωρίζω σε δυό κατηγορίες την κριτική: Την κατώτερη, την τεχνολογική, […] που αναλύει το έργο τέχνης με το μικροσκόπιο του ειδικού τεχνοκρίτη κι αναζητάει σφάλματα, προτερήματα και… επιδράσεις. Και την άλλη, την ανώτερη, την γραμματολογική κριτική, που προχωρεί σε μεγάλες γραμμές, συγκρίνει στο πλαίσιο της φιλολογικής ιστορίας, αναζητάει τις κατευθύνσεις των ιδεών και των αισθητικών μεθόδων, ολοκληρώνει τα γινόμενα των εποχών και τέλος συνειδητοποιεί και κατευθύνει […]».
Ο Άγγελος Τερζάκης χαρακτηρίζει την πρώτη ως κριτική «ρουτίνας, επιπόλαιη και ερασιτεχνική», καθώς προέρχεται από ανθρώπους «ημιμαθείς», χωρίς γνωστικό οπλισμό, που «υποβιβάζουν την Ελλάδα σε ευρωπαϊκή επαρχία». Από την άλλη, η «επαγγελματική» κριτική διακρίνεται από τον άκριτο υποκειμενισμό της. Η απάντηση αυτή χαρακτηρίζεται ως μια από τις πιο αιτιολογημένες, πλήρεις και συγκροτημένες της έρευνας. Ο Άγγ. Τερζάκης αρνείται να μπει σε προσωπικά παιχνίδια και «προσκολλάται στο γράμμα του ερωτήματος, αποφεύγοντας να κάνει κριτική των κριτικών».
Τη σκυτάλη των αποκρίσεων παίρνει ο Λάζαρος Πηνιάτογλου, ο οποίος τοποθετεί το ερώτημα στην βάση του αν όντως στην Ελλάδα υπάρχει κριτική και σημειώνει:
«Ο λόγος της υπάρξεως της κριτικής δεν είναι να βαθμολογήση ένα έργο […]. Η κριτική είναι μια ανάλυση, αλλά και μια σύνθεση. Η δουλειά του κριτικού είναι να αναλύση ένα έργο, να ξεδιαλύνη τα στοιχεία εκείνα που έχουν υπόσταση δική τους, να τοποθετήση το καθένα στο πλαίσιό του, να ρίξει τη δέσμη φωτός που χρειάζεται για να παρουσιασθούν ανάγλυφες οι λεπτομέρειες που περιέχουν τόσο βαθύ νόημα, να ερμηνεύση τις παραλλαγές και τις αποχρώσεις πούδωσε […] ο τεχνίτης, να καθορίση μέχρι ποιού σημείου επεμβαίνει η συνειδητή προσωπικότητα του συγγραφέα και “από πού αρχίζει το πεδίο στο οποίο επιδρούν οι άγνωστες δυνάμεις του υποσυνείδητου”».
Προχωρώντας στο στάδιο της σύνθεσης, ο κριτικός οφείλει «να συναρμολογήση τα ασύνδετα στοιχεία και να τα στήση σ’ ένα οικοδόμημα ανεξάρτητο. Είναι η δημιουργική πλευρά της κριτικής, που απαιτεί πάλι την ύπαρξη του διανοητικού υπεδάφους σε συνδυασμό με τις δημιουργικές ικανότητες, που δε μπορούν να ορισθούν». Ο Λάζαρος Πηνιάτογλου συμπεραίνει πως στην Ελλάδα δεν είναι δυνατόν να υπάρξει κριτική, καθώς επικρατεί η «αμορφωσιά» και «πενταρολογία», καθώς απουσιάζουν η οξυδέρκεια, η διανοητική ικανότητα, η μόρφωση, η τιμιότητα, ενώ, αντίθετα, «δεσπόζουν» οι «μικροφιλοδοξίες», «ρουσφετολογίες», εξαγορές, οι συμβιβασμοί, προχειρότητες και η έλλειψη επαγγελματικής συνείδησης. Έτσι, καταλήγει στο εξής: «Κριτική θα πη πολιτισμός. Γι’ αυτό στην Ελλάδα δεν υπάρχει Κριτική…».
Ο Ντόλης Νίκβας μιλά για «παρεξηγημένο όρο». Στην Ελλάδα, η κριτική είναι ανύπαρκτη. Ό,τι γράφεται δεν είναι παρά μια προχειρότητα. «Κριτική δε θα πη ούτε διθύραμβος, ούτε λίβελλος. Η πραγματική κριτική είναι ισοδύναμη της δημιουργίας […]. Η κριτική δεν πρέπει να εξαρτάται από τις προσωπικές σχέσεις κριτή και κρινόμενου». Επομένως, φρονεί πως είναι αστείο να μελετά κανείς τη θέση της κριτικής και γι’ αυτό στιγματίζει την «αμορφωσύνη», που διακρίνει τους «κριτικούς»: «Το χρίσμα του κριτικού βρίσκεται […] στη διάθεση του πρώτου τυχόντος που “ελέω Θεού” γνωρίζει γραφή και ανάγνωση και κατά μια διαβολική συγκυρία έτυχε να έχη στην διάθεσή του μια στήλη εντύπου». Η Δήμητρα Μπεχλικούδη κάνει λόγο για επιδερμική παρουσίαση της εξωτερικής εικόνας της κριτικής και για υπεκφυγή αιτιολόγησης των πορισμάτων του.
Ο Δημήτριος Μεντζέλος «πρόχειρα και ανάκατα» ή διαφορετικά «φευγαλέα και ανώδυνα», προχωρά σε μια ιστορική αναδρομή και καταλήγει στο συμπέρασμα ότι, με την πάροδο του χρόνου, «η κριτική γίνεται απαιτητικώτερη», καθώς αυξάνεται ο όγκος του υλικού. Η κριτική φιλοδοξεί τη θέση «οδηγήτρας», τη στιγμή που απουσιάζουν οι «τεχνοκριτικοί», με την αισθητική μόρφωση και τις ευαίσθητες κεραίες.
Για τον Γιώργο Δέλιο η κριτική είναι παράλληλη λειτουργία με τη λογοτεχνία. Το έως τότε «νεφελώδες» έδαφος δεν επέτρεπε ελευθερία κινήσεων και διεισδυτικό βλέμμα. Η κριτική με αξιώσεις ενός ευρύτερου σεβασμού και την ωριμότητα ενός «οικουμενικού αντικρίσματος» απουσιάζει από τη χώρα. Η Δήμητρα Μπεχλικούδη επισημαίνει πως ο Γιώργος Δέλιος, «νηφάλια και στοχαστικά», εξηγεί την κατάσταση της κριτικής και αποδίδει ευθύνες σε συντηρητικές κάστες, που λειτουργούν ως τροχοπέδη στην άνθισή της.
Ο Γιώργος Κοτζιούλας μιλά για «βιβλιοκριτική» και την ορίζει ως «παρατήρηση και τεχνικό συναρμολόγημα σ’ ενότητα αρμονική». Η κριτική δεν είναι κοινά παραδεκτή ως φιλολογικό είδος, ενώ ο τύπος την αντιμετωπίζει περιθωριακά. «Η ανάλυση, το πρώτο μέρος της κριτικής επεξεργασίας, αφήνει αδιάφορους τους κριτικούς στην ακαταδεξία τους. […] Βιάζονται να πηδήσουν αμέσως στην σύνθεση». Λίγοι είναι εκείνοι που ασκούν συστηματική κριτική. Οι κριτικογράφοι παρουσιάζονται ως «απληροφόρητοι, καθυστερημένοι, ανίκανοι, αποτυχημένοι, ανεπίδεχτοι, απρόθυμοι, ελαστικοί, συμβιβαστικοί, υποκειμενικοί, ανενεργοί, αμέτοχοι στο γίγνεσθαι, αποξενωμένοι από την κοινή γνώμη, στοιχεία στείρα και αρνητικά». Κινούνται «στους δρόμους του ρουσφετιού, της φιλανθρωπίας, του λιβανίσματος, της σύμπτωσης ή υποχρέωσης». Οι εξαιρέσεις είναι ελάχιστες (Άλκης Θρύλος, Τέλλος Άγρας, Δημήτρης Νικολαρεΐζης). Επισημαίνει πως η απόκτηση υπολογίσιμης κριτικής απαιτεί ταλέντο, ειδική προδιάθεση, επιπρόσθετη καλλιέργεια και μελέτη των διεθνών κριτικών συστημάτων, επιστημονική μόρφωση και γνώση της γηγενούς παραγωγής, γλωσσομάθεια, άπταιστο χειρισμό της μητρικής γλώσσας, υπομονή, βούληση, κ.ά.
Για τον Νίκο Παππά, κριτική σημαίνει «αντικειμενική έρευνα και σύστημα». Στον τόπο μας η κριτική «λικνίστηκε στα ιδεαλιστικά μονοπάτια». Στειρότητα, υποκειμενικότητα, έλλειψη ισχυρών πρωτοποριακών κατευθύνσεων και μεθόδου, δογματικός τόνος, εχθρική στάση κριτή προς κρινόμενο, αυθαίρετα γούστα, ελληνοπρεπές ύφος, συνοδεύουν την κριτική στη χώρα μας. Ο Ν. Παππάς εξαιρεί τους Φώτο Πολίτη, Κώστα Βάρναλη και Γιώργο Θεοτοκά. Εύστοχα, η Δήμητρα Μπεχλικούδη επισημαίνει πως κάπως «αναξιόπιστα και απλουστευτικά», ο Νίκος Παππάς αποδίδει την ανυπαρξία κριτικής στην ιδιοσυγκρασία του «Ρωμιού».
Στην έρευνα απαντούν κι άλλοι διανοούμενοι. Ο Χρήστος Λεβάντας, χωρίς να αιτιολογεί επαρκώς τη θέση του, διατείνεται πως η κριτική δεν πρέπει να εξετάζεται απομονωμένη, αλλά αναπόσπαστα με την περιρρέουσα πνευματική ατμόσφαιρα και τα κοινωνικά προβλήματα. Ο Πάνος Σπάλας, θεωρεί ότι η κριτική παραμένει διστακτική, υποκειμενική, εμπαθής και στάσιμη, καθώς δεν εκσυγχρονίζεται. Ο Ηλίας Ζιώγας, πάλι, φρονεί πως περπατά με βήμα «σημειωτόν» και «στραβά αρχινισμένο». Ο κριτικός οφείλει να είναι ένα «τέρας γνώσης», μια «κινητή βιβλιοθήκη». Έτσι, επιτίθεται απροκάλυπτα στην «επίσημη» κριτική. Ο Ναπολέων Παπαγιωργίου δηλώνει κάθετα πως η έλλειψη ολοκληρωμένης Τέχνης στην Ελλάδα συνεπάγεται έλλειψη Κριτικής. Ωστόσο, το μέλλον διαγράφεται ευοίωνο, λόγω κάποιων «λαμπερών» προσωπικοτήτων. Η Δήμητρα Μπεχλικούδη επισημαίνει πως η άποψή του, αν και «ριζοσπαστικότερη και καυστικότερη», συγκλίνει με του Άγγελου Τερζάκη. Ο Γιάννης Σιδέρης ορίζει την κριτική ως «πνευματικό καταφύγιο». Μιλά για απουσία κριτικής, με εξαίρεση τον συστηματικό, συνεπή και αμερόληπτο Φώτο Πολίτη. Οι υπόλοιποι δήθεν κριτικοί διακρίνονται για την εγωπάθεια, αμάθεια, άγνοια, υποκειμενικότητα και εκδικητικότητά τους. Ο Κούλης Αλέπης υιοθετεί την άποψη περί ανυπαρξίας κριτικής και κάνει λόγο για αγραμματοσύνη, έλλειψη καλλιτεχνικού εγώ, ειλικρίνειας και συνείδησης απαλλαγμένης από μικρότητες, για συμφέροντα και συμβιβασμούς. Κατά τον Σώτο Χονδρόπουλο, η κριτική οφείλει να έχει «ολάνοιχτα μάτια» και να «σφυγμομετρά» προσεκτικά τις νέες τάσεις. Τέλος, και ο Νικόλαος Τωμαδάκης αναγνωρίζει την απουσία συστηματικής κριτικής και υψώνει «λιβανωτό» στον ασυμβίβαστο, αλλά αντικειμενικό και μεθοδικό, Φώτο Πολίτη.
Ο Πέτρος Σπανδωνίδης απαντά στην έρευνα από διάφορα σημεία του περιοδικού. Στα «Καθρεφτίσματα» ορίζει τη λογοτεχνική κριτική ως «μέθοδο προσδιορισμού της αξίας ενός λογοτεχνήματος, η οποία πηγάζει από σχέσεις εσωτερικές (αισθητικές) και εξωτερικές (σύγκριση μεγεθών)». Η κριτική μπορεί να απευθύνεται σε μια πλασματική ή πραγματική κατάσταση. Κριτική, όμως, «που αντικρίζει κυκλικά μια προσωπικότητα», δεν υπάρχει. Στην Ελλάδα, συνεχίζει, υφίστανται κάποιοι «κριτικοί καταστάσεων». Επισημαίνει πως η βιβλιοκριτική διαθέτει «άφθονους δογματικούς, ιμπρεσιονιστές και αισθητικούς κριτικούς», όπως τους Κώστα Βάρναλη, Άλκη Θρύλο, Τέλλο Άγρα και Πέτρο Χάρη. Στα προσόντα των κριτικών συγκαταλέγει τη διαύγεια, ευθυκρισία, μετριοφροσύνη, συνέπεια, σαφήνεια, πνευματική ανεξαρτησία, δημιουργική δύναμη και τη σφαιρική οπτική. Ωστόσο, από την Ελλάδα απουσιάζει ο «μύστης», που θα υποβάλλει σε κριτικό έλεγχο τη ζωή. Ο Πέτρος Σπανδωνίδης ισχυρίζεται χαρακτηριστικά: «μας λείπουν οι μεγάλοι πνευματικοί οδηγοί». Στα μεταπολεμικά τευχίδια, ορίζει την κριτική ως «λειτούργημα ελεύθερο στη δύναμη και υπεύθυνο για τις αδυναμίες του». Κατά την Δήμητρα Μπεχλικούδη, η άποψή του είναι «αριστοκρατική και δεν υπερβαίνει τα όρια μιας απλουστευτικής αιτιολόγησης». Η απουσία πνευματικών ταγών γίνεται κατανοητή, αν αναλογισθεί κανείς το συγκείμενο. Παρ’ όλο που εισάγει τη συγκριτική αντιμετώπιση του αισθητικού αντικειμένου, τα λεγόμενά του αναδεικνύονται «θεωρητικά και νεφελώδη, φαντάζουν σα νοητικές συλλήψεις, ανεφάρμοστα μέτρα, προανακρούσματα μιας νέας αδιαμόρφωτης ακόμα αντιμετώπισης. Ακολουθώντας τη μέση οδό, αποφεύγει την απόλυτη συγκατάνευση, αλλά και άρνηση».
Όπως και να έχει οι απαντήσεις -περιγραφικές, απολογητικές, προσωπικές, συγκροτημένες- φανερώνουν πως επαγγελματική κριτική δεν υφίσταται. Ό,τι γράφεται προσλαμβάνεται ως «ερασιτεχνική και περιστασιακή βιβλιοκρισία». Απουσία συνθετικού νου, «μισόλογα», ρουσφετολογία και σκοπιμότητες «συνεπικουρούν ως δεκανίκια στη διαιώνιση της κατάστασης». Ό,τι έρχεται στο φως της δημοσιότητας έχει τη σφραγίδα της ευκολίας, προχειρότητας, επιπολαιότητας, βιασύνης και αυτοπροβολής. Η θέση της κριτικής συσχετίζεται με τη δημιουργική λογοτεχνία και τα εθνικά ζητήματα, τα οποία και προδιαγράφουν την ποιότητά της. Οι ανταποκριτές επιθυμούν τον απεγκλωβισμό και επαναπροσδιορισμό της. Προτείνουν άρση των αιτιών της «κακοδαιμονίας» (πιέσεις, εθνικά ζητήματα, τάσεις δογματισμού και φανατισμού) και επικλήσεις στην επιστήμη (ενδελεχής προσέγγιση κρινόμενου έργου, συνθετική μέθοδος, παρατήρηση, ανάλυση, σύνθεση, σύστημα, κατάρτιση, αντικειμενική έρευνα, αλήθεια, εμπεριστατωμένη μελέτη). Κατά την Δήμητρα Μπεχλικούδη, στόχος της έρευνας είναι η «άνδρωση» κριτικής στην Ελλάδα, η οποία συνδέεται με την παράδοση (υπεράσπιση, μέση οδός, επισήμανση αδυναμιών, απόρριψη), την Ευρώπη (σύμπραξη, έλξη, πρόκληση, τροφοδοσία ή αντιπαράθεση, άρνηση, δυσπιστία, επίθεση, απόρριψη) και τις συγκαιρινές τάσεις της λογοτεχνίας (ειρωνεία, επίθεση, απέχθεια, λοιδορία, συντηρητισμός ή αποδοχή, άνοιγμα, συμφιλίωση). Η αναφορά στον εσωτερικό μονόλογο είναι έμμεση, καθώς συγκαταλέγεται στις νεωτερικές τάσεις.
Ας δούμε, όμως, πώς η κριτική προσέλαβε την έρευνα των Μακεδονικών Ημερών. Η Λίτσα Χατζοπούλου κάνει λόγο για αξιοσημείωτη προσφορά στα πνευματικά ζητήματα, ενώ ο Αλέξανδρος Αργυρίου υποστηρίζει ότι η ερασιτεχνική, περιστασιακή και ανιδιοτελής κριτική κρίνεται ως «ανυπολόγιστη», καθώς αποτελούσε τον «ασθενή κρίκο» της καλλιτεχνικής ζωής. Θεωρεί πως η έρευνα θέτει έμμεσα υπό αμφισβήτηση και έλεγχο την αθηναϊκή κριτική. Σύμφωνα με τον Λάμπρο Βαρελά, ο κυρίαρχος τόνος είναι «επιθετικός» και η πλειονότητα των θέσεων για την ποιότητα της ελληνικής λογοτεχνικής κριτικής και επάρκειας των κριτικών «αρνητική». Ο δυσαρεστημένος Πέτρος Χάρης εκλαμβάνει την έρευνα ως «διαμαρτυρία της επαρχιακής διανόησης» για την αγνόηση και περιφρόνηση που υπέστη. Η έρευνα δεν διέφυγε της προσοχής του Κ. Θ. Δημαρά. Χαρακτηριστικά επεσήμανε: «Η Θεσσαλονίκη μίλησε κιόλας, βάζοντας σκληρά το δάχτυλο στην πληγή μας». Θεωρεί πως οι απαντήσεις των συμμετεχόντων διαπνέονται από έναν «επικριτικό» τόνο και μια διάθεση απαισιοδοξίας. Δέχεται ότι η κριτική στην Ελλάδα απουσιάζει, αφού δεν έχει δημιουργηθεί μια «τάξη λογοτεχνών», που να ασχολείται συστηματικά μ’ αυτήν, παρ’ όλο που ξεχωρίζει κάποιες περιπτώσεις.
Από τον Ιανουάριο μέχρι τον Απρίλιο του 1938, οι Μακεδονικές Ημέρες διοργανώνουν δεύτερη έρευνα σχετικά με τις τάσεις της νεοελληνικής λογοτεχνίας. Ευελπιστούν ότι η κριτική συζήτηση «πάνου σε παρόμοια θέματα μπορεί να δημιουργήση μια πιο ξάστερη συνείδηση των αξιών, που θα ωδηγήση σε μια τοποθέτηση σαφέστερη από τη σημερινή του έργου των συγγραφέων». Σκοπός των ερευνών, όπου αναφέρονται και ονόματα, είναι, «ύστερα από τόσες αναμοχλεύσεις, να δοθή ένα καταστάλαγμα». Έτσι, δημοσιεύονται απαντήσεις αντιπροσωπευτικού δείγματος συγκαιρινών «κριτικών» και λογοτεχνών, στα εξής:
«1) Ποια στάση πήρε η πεζογραφία της τελευταίας εικοσαετίας απέναντι στην ελληνική ζωή.
2) Απασχολήθηκε η μεταπολεμική λογοτεχνία μας με την έρευνα του εσωτερικού ανθρώπου, δημιούργησεν έργα υποκειμενικά με ξεχωριστά χαρακτηριστικά; Ξεπέρασε αυτό που υπήρχε πλαταίνοντας τα όριά της και θ’ αφήσει έργα που θα ζήσουν;
3) Ποιους θεωρείτε ως τους καλύτερους πεζογράφους της τελευταίας εικοσαετίας που εκφράζουν πιο χαρακτηριστικά ξεχωριστές λογοτεχνικές τάσεις;
4) Ποιες είναι οι τάσεις της ποιήσεώς μας της τελευταίας εικοσαετίας;
5) Ποιους θεωρείτε ως τους καλύτερους ποιητάς της τελευταίας εικοσαετίας;»
Ο Γιώργος Θεοτοκάς περιορίζει τις απαντήσεις του στη γενιά του 1930. Τονίζει πως η στάση που υιοθετεί η πεζογραφία απέναντι στην ελληνική ζωή είναι «κριτική, αυστηρή, ευρυγωνική, ανοιχτή και δεκτική». Πρόθεσή της είναι η εξερεύνηση του εσωτερικού ανθρώπου. Έτσι, έρχεται σε ρήξη με την παράδοση, ενώ παράλληλα διευρύνει τους ορίζοντές της. Ο Γ. Θεοτοκάς δεν είναι σε θέση να γνωρίζει αν τα έργα που παρήγαγε θα αντέξουν στη διαχρονία. Δεν διακρίνει «καλούς και κακούς» πεζογράφους, αλλά, απλά, νηφάλια και στοχαστικά ξεχωρίζει κάποιους που εκτιμά και που λίγο-πολύ έχουν επιβληθεί. Σχετικά με τα δύο τελευταία ερωτήματα πιστεύει πως εξαιτίας του Κ. Π. Καβάφη, η ποίηση «πορεύεται γυρεύοντας μια νέα κοίτη».
Ο Κοσμάς Πολίτης παραδεχόμενος την ανεπάρκειά του ξεχωρίζει, από όσα διαβάσματα θυμάται, ως καλύτερους τον πεζογράφο τον Στ. Γρανίτσα και τον ποιητή Οδυσσέα Ελύτη.
Ο Γιώργος Σαραντάρης αν και επισημαίνει πως ο διαχωρισμός ποίησης και πεζογραφίας είναι συμβατικός, ωστόσο, αναγνωρίζει την πρόθεση του περιοδικού να «φωτίσει» τα πνευματικά δρώμενα. Χαρακτηρίζει τη στάση της πεζογραφίας απέναντι στην ελληνική ζωή ως «παθητική, επιδερμική, αποστασιοποιημένη». Ακόμα, αναρωτιέται τι σημαίνει εσωτερικός άνθρωπος. Όπως ισχυρίζεται, δεν βλέπει τάσεις, παρά βιβλία και συγγραφείς. Εκτιμά τους Γιάννη Σφακιανάκη και Ηλία Βενέζη, ενώ στέκεται επιφυλακτικός απέναντι στους Γιώργο Δέλιο, Στέλιο Ξεφλούδα και Νίκο Γ. Πεντζίκη. Στον τομέα ποίηση, σχολιάζει πότε αρνητικά και πότε θετικά τους Μελισσάνθη, Γιώργο Βαφόπουλο, Ανδρέα Εμπειρίκο, Γιάννη Ρίτσο, Νικηφόρο Βρεττάκο, Ρώμο Φιλύρα, Κώστα Καρυωτάκη και ξεχωρίζει τον πάντα «ενημερωμένο» Γιώργο Σεφέρη.
Ο Δημήτρης Νικολαρεΐζης υποστηρίζει πως τα ερωτήματα που θέτει το περιοδικό είναι «φλέγοντα». Οι νέοι πεζογράφοι συνδύασαν την ψυχολογία του εγώ με το «οικογενειακό κύτταρο» (Γιώργος Θεοτοκάς, Θανάσης Πετσάλης, Άγγελος Τερζάκης). Όλοι οι δρόμοι για τη δημιουργία ενός μυθιστορήματος περνούν από τη σύλληψη του εσωτερικού ανθρώπου και μάλιστα, όπως τονίζει, στη Θεσσαλονίκη, «επιχωριάζει» μια ιδιόμορφη τάση. Φρονεί πως στην ελληνική ποίηση ο Κώστας Καρυωτάκης κληροδότησε ένα «βαθύ αυλάκι», ενώ, ταυτόχρονα, μιλά για τους «πρωτοπόρους» Γιάννη Ρίτσο, Γιώργο Σεφέρη, Γιώργο Σαραντάρη και Τέλλο Άγρα. Αρνείται να απαντήσει στο τρίτο και πέμπτο ερώτημα ισχυριζόμενος πως δεν είναι η κατάλληλη στιγμή για συγκριτικές βαθμολογίες.
Ο Γιώργος Μ. Μυλωνογιάννης εξαίρει τα ερωτήματα των Μακεδονικών Ημερών και δίνει τη δική του απάντηση στα ζητήματα που ανακινούν. Θεωρεί πως η πεζογραφία έχει αποκτήσει έναν «προσωπικό» τόνο απέναντι στην ελληνική ζωή, την οποία προσεγγίζει, αναλύει και εξηγεί. Η λογοτεχνία αναλύει «βαθύτερα» και «πλατύτερα» τον εσωτερικό άνθρωπο. Ως παράδειγμα παραθέτει τα έργα του «εσωτερικού», της πολεμικής λογοτεχνίας και εκείνα με ξεκάθαρη κοινωνική θέση. Τις προϋποθέσεις αυτές πληρούν οι Ηλίας Βενέζης, Φώτης Κόντογλου, Θράσος Καστανάκης, Γιώργος Θεοτοκάς, Στέλιος Ξεφλούδας, Φώτος Πολίτης, Γιώργος Δέλιος, Άγγελος Τερζάκης, Αρκάδιος Λευκός, Θανάσης Πετσάλης, κ.ά. Η ποίηση προσπαθεί να απαγκιστρωθεί από τις παραδοσιακές φόρμες και επιρροές (Κωστής Παλαμάς, Κώστας Καρυωτάκης). Τον Γ. Μ. Μυλωνογιάννη συγκίνησαν οι Τέλλος Άγρας, Τάκης Παπατσώνης, Γιώργος Σεφέρης, Γιώργος Βαφόπουλος, Ρίτα Μπούμη, Γιάννης Ρίτσος, Οδυσσέας Ελύτης, κ.ά.
Ο Ηλίας Ζιώγας θεωρεί πως η πεζογραφία δείχνει «ζωηρό» ενδιαφέρον για την ελληνική ζωή και μια τάση φυγής από το «στενό» ηθογραφικό της χαρακτήρα. Οι πεζογράφοι έχουν την πρόθεση να «αγκαλιάσουν» την ελληνική ζωή. Φρονεί πως η μεταπολεμική λογοτεχνία απασχολήθηκε αποκλειστικά με την έρευνα του εσωτερικού ανθρώπου και του ανεξιχνίαστου ψυχικού του κόσμου. Δημιουργήθηκαν υποκειμενικά έργα και τα όρια της πεζογραφίας διευρύνθηκαν. Οπωσδήποτε, οι συγγραφείς έδωσαν έργα που θα ζήσουν (Στρατής Μυριβήλης, Στέλιος Ξεφλούδας). Στη λίστα με τους καλύτερους πεζογράφους κατατάσσει τους Φώτη Κόντογλου, Θράσο Καστανάκη, Στρατή Μυριβήλη, Στέλιο Ξεφλούδα, Θανάση Πετσάλη, Μιχάλη Καραγάτση, Άγγελο Τερζάκη, Γιώργο Δέλιο, Γιάννη Σκαρίμπα, Σώτο Χονδρόπουλο, Φώτη Πολίτη, Γιάννη Σφακιανάκη, κ.ά. Σπουδαία συμβολή στα γράμματα στάθηκε και το κριτικό έργο των Τίμου Μαλάνου, Αιμίλιου Χουρμούζιου, Κλέωνα Παράσχου, Γιάννη Μπεράτη, Γιώργο Θεοτοκά, Πέτρου Σπανδωνίδη, Γιάννη Χατζίνη, κ.ά. Σχετικά με την ποίηση εμφανίζεται απογοητευμένος. Μέσα στον ποιητικό «λαβύρινθο» ξεχωρίζει κανείς τους Κώστα Καρυωτάκη, Μαρία Πολυδούρη, Νίκο Καββαδία, Κούλη Αλέπη, Γιάννη Σκαρίμπα, Νικηφόρο Βρεττάκο, κ.ά.
Ο Νίκος Παππάς μιλά για μια «μετρημένη, φιλότεχνη, εγκυκλοπαιδική» πεζογραφία, η οποία «δε ζωήρεψε κανένα πάθος, δεν σύνθεσε συγκλονιστικά καμιά καθολική εποποιία των τραγικών ημερών». Η πλειοψηφία των πεζογράφων «ξεγέλασε με φαντασμαγορίες, με χτυπητές διηγήσεις, με πλούτο αισθητικό», γι’ αυτό και αμφισβητεί το μέλλον της. Αντίθετα, θεωρεί πως η ποίηση «έχει αναχωρήσει από πολύ βαθύτερα στήθη και πνέει με ορμή λυρικών χειμάρρων. Ενώ η πεζογραφία ξεκίνησε με ρυθμικά και άτονα μέσα, η ποίησή άρχισε με σεισμό. Ο λυρισμός εισέδυσε στα ιερά άδυτα της δραματικής ανθρώπινης ψυχής. Μέγας άνεμος αγνότητας έπνευσε στη νέα μας ποίηση […]. Ακούμε συχνά κραυγές ανθρώπων και μουσικούς φθόγγους. Πλουτίζεται το νέκταρ το ευφρόσυνο, που σκορπούν οι λυρικές φάλαγγες ποιητών». Ξεχωρίζει τους Κώστα Καρυωτάκη, Μαρία Πολυδούρη, Ρίτα Μπούμη, Γιάννη Ρίτσο, Νικηφόρο Βρεττάκο, Οδυσσέα Ελύτη, Γιώργο Σεφέρη, Νίκο Καββαδία, κ.ά., οι οποίοι «πλέουν με πελαργούς ονείρων και ταξιδεύουν με παράξενα πλοία μουσών».
Ο Άγγελος Τερζάκης θεωρεί πως, μετά την εμφάνιση της ομάδας του περιοδικού, που «εμφορούμενη από νεανική ορμητικότητα» αγωνιζόταν «από παράλληλους δρόμους και μ’ ενιαίο παλμό» να διευρύνει τους πνευματικούς ορίζοντες, ο ρυθμός της πνευματικής ζωής «τάχυνε το βηματισμό του». Ποιητικά αριστουργήματα δεν υπάρχουν. Όμως, η «γενναία εξόρμηση» της γενιάς του 1930 δικαίωσε την ιστορική της αποστολή. «Αποτέλεσε ένα σταθμό. Σημείωσε μια χρονολογία. Χάραξε δρόμους». Η Χριστίνα Ντουνιά πιστεύει πως το ασυνήθιστο, για το ύφος και το ήθος του Άγγελου Τερζάκη, ξέσπασμα, οφείλεται σε προσωπική πικρία.
Ο Γιάννης Σφακιανάκης επισημαίνει πως δεν είναι σωστό να μιλά κανείς για πρόσωπα, μα για έργα που ξεχωρίζουν. Υποστηρίζει πως «η συγκαιρινή γενιά αποφάσισε να κάψη τα χαρτιά της και να πετάξη με αληθινώτερα φτερά». Ο ελεύθερος στίχος δεν αποτελεί μόνο μορφολογικό χαρακτηριστικό, αλλά και βαθύτερη ανάγκη του περιεχομένου «να λυτρωθεί από τον κανόνα και να ανιχνεύσει την ουσία, το σπέρμα της οποίας απαντιέται στην βύθιση στα άδυτα της ανθρώπινης ψυχής». Έπειτα, κάνει λόγο για τάσεις καρυωτακικής διάθεσης, σουρρεαλισμού και «επικότητας». Κατά τον Γ. Σφακιανάκη, η πεζογραφία «σπάει τα καλούπια της χωριάτικης και αστικής στατικής ηθογραφίας» αφενός και αφετέρου «ασμενίζει, με τον παλμό της ποιητικής δημιουργίας. Αφήνοντας τη θεματολογία των σαλονιών και των καφενείων ξεχύνεται στον ανοιχτό δρόμο και στον κάμπο κι’ εκεί ακουρμάζεται στον παλμό της ζωής και το βαρύ ποδοβολητό των εποχών που έρχονται. Η πεζογραφία αρχίζει να μπαίνει σε δρόμους ποιητικούς».
Ο Γιάννης Σκαρίμπας ισχυρίζεται ότι από το 1930 σημειώθηκε αξιοσημείωτη καμπή στη πεζογραφία. Πιστεύει πως η στάση της δεν είναι αναπόσπαστη από τη ζωή. Την ορίζει ως τη μεγαλύτερη μορφή της τότε καλλιτεχνικής πραγματικότητας, γιατί, αφού «απαγκιστρώθηκε από την ηθογραφία και τις ποιητικές της πληθωρικότητες», διεύρυνε τους πνευματικούς μας ορίζοντες και χάραξε ψυχογραφικά μονοπάτια.
Ο Κ. Μ. Μιχαηλίδης υποστηρίζει πως επιθυμία της πεζογραφίας είναι η δημιουργία νέων πεδίων με κέντρο μελέτης τον άνθρωπο στα «κατάβαθά» του, την ανθρώπινη ψυχή και διάνοια σε όλα της τα φανερώματα, χωρίς αυτό να συνεπάγεται πως τα παραγόμενα έργα είναι βιώσιμα στο σύνολό τους. Έργα «διαλεχτά», με πνεύμα, συγκίνηση και στοχασμό, χάρισαν οι Γιώργος Θεοτοκάς, Ηλίας Βενέζης, Φώτης Κόντογλου, Ειρήνη Αθηναία, Φώτος Πολίτης, Άγγελος Τερζάκης, Γιώργος Δέλιος, Αλκιβιάδης Γιαννόπουλος, Στέλιος Ξεφλούδας. Και η ποίηση βρίσκει σταδιακά το δρόμο της, με ουσία και περιεχόμενο, συγκίνηση και αλήθεια, «σπάζοντας» τους παραδοσιακούς κανόνες. Στους πρωτεργάτες κατατάσσει τους Ανδρέα Εμπειρίκο, Γιώργο Σεφέρη, Οδυσσέα Ελύτη, Γιώργο Βαφόπουλο, Γιώργο Σαραντάρη.
Ο Γεώργιος Πράτσικας τονίζει πως «ακόμα δεν έφτασε το πλήρωμα του χρόνου» για αξιολογήσεις και συγκριτικές κατατάξεις. Θεωρεί πως από τους μεταπολεμικούς συγγραφείς δεν ξεχωρίζει κάποια ηγετική μορφή – ορόσημο για την άνθιση μιας νέας πνευματικής ζωής. Από την Ελλάδα απουσιάζει η μεγάλη παράδοση. Υπάρχουν ευσυνείδητοι και ασυνείδητοι, ταλαντούχοι και μη, πνευματικοί εργάτες. Όπως φρονεί, υπερέχουν μερικά ονόματα και έργα, «που τελειωτικά έκρινε ή θα κρίνη ο χρόνος». Απαριθμεί ένα σύνολο παραγόντων που επιβραδύνουν την ανάπτυξη των νεοελληνικών γραμμάτων. Οι πεζογράφοι βρίσκονται «σιμώτερα στην Αλήθεια και στην Τέχνη: μελετούν τον άνθρωπο και το “αιώνιο γίγνεσθαι” στις πιο έκδηλες μορφές του. Προσπαθούν να δώσουν μια “καθολικώτερην” ενόραση της ζωής […]. Παράγουν έργα, που μας γεμίζουν ελπίδες, που αντικατοπτρίζουν τη ταραγμένην εποχή». Όπως επισημαίνει, η συγκαιρινή γενιά χάραξε μια «ιστορική εποχή, μια χειροπιαστή πραγματικότητα, ένα αναμφισβήτητο σταθμό». Στην Ελλάδα, όμως, απουσιάζει ο εκπρόσωπος της «θείας τέχνης», της ποίησης, γι’ αυτό και τη θεωρεί «χρεωκοπημένη». Μιλά για «βλαβερή» επίδραση και υπερτίμηση του Κώστα Καρυωτάκη, ενώ πιστεύει πως η χώρα αναμένει τον Ποιητή της.
Ο Χρήστος Λεβάντας φρονεί πως η μεταπολεμική λογοτεχνία δημιούργησε έργα «ανωτέρας πνοής», απ’ τα οποία βιώσιμα είναι εκείνα που εκφράζουν «καθολικώτερους παλμούς» και κλείνουν μέσα τους την ίδια τη ζωή. Η μνήμη του είναι ασθενής και γι’ αυτό αρνείται να φτιάξει μια λίστα ονομάτων, μήπως ξεχνώντας κάποιον, τον αδικήσει. Πιστεύει πως η ποίηση, συγκριτικά με την πεζογραφία, εξελίχθηκε περισσότερο και παρήγαγε καρπούς «ρωμαλέας ποιητικής πνοής», αντλώντας δυνάμεις από τους Κωστή Παλαμά, Κ. Π. Καβάφη, Κώστα Καρυωτάκη, Τέλλο Άγρα, κ.ά. Ο σουρεαλισμός, όμως, «καραδοκεί να γκρεμίσει ό,τι η ποίηση κατάφερε να χτίσει».
Οι απόψεις των ανταποκριτών για τη στάση της πεζογραφίας απέναντι στην ελληνική ζωή κυμαίνονται από την παθητικότητα έως την ενεργητικότητα. Οι περισσότεροι συγκλίνουν στο ότι η εξερεύνηση του εσωτερικού άδυτου ανθρώπινου κόσμου και του ανεξιχνίαστου μύχιου ψυχισμού του είναι από τις κυριότερες τάσεις της νεοελληνικής πεζογραφίας, η οποία έρχεται σε πλήρη ρήξη με τις ηθογραφικές επιταγές της γενιάς του 1880. Η ποίηση για την πλειονότητα βρίσκεται σε ένα μεταιχμιακό στάδιο. Προσπαθεί να βελτιώσει τη θολή της εικόνα, γι’ αυτό και οδεύει προς αναζήτηση του δρόμου της. Οι απαντήσεις σχετικά με πρόσωπα που ξεχωρίζουν κινούνται από την άρνηση βαθμολογιών ως την καταγραφή λίστας ονομάτων. Όπως και να ’χει τα ερωτήματα που θέτει η διεύθυνση του περιοδικού χαρτογραφούν κάπως το πνευματικό σκηνικό, με φανερή εξαίρεση τον μάλλον άστοχο και άτοπο «βαθμοθηρικό» προσανατολισμό. Ο πιο αδέκαστος κριτής είναι η διαχρονία, καθώς αυτή φανερώνει ποιών έργων η αισθητική αξία παραμένει αμείωτη.
Μεταπολεμικά, ο Πέτρος Σπανδωνίδης διεξάγει από τις νεκραναστημένες σελίδες του περιοδικού και τρίτη έρευνα. Το θέμα τίθεται ως εξής:
«Όλα τα σημεία δείχνουν, ότι βρισκόμαστε στην εποχή μιας κάμψης. Κάποιος κορεσμός υπάρχει απ’ ό,τι γνωρίζουμε και γουστάρουμε ως σήμερα∙ και τώρα μια ανίχνευση νέων οριζόντων συνθέτει τη νέα ανησυχία της ψυχής μας. Τι ήταν αυτό που πιστεύαμε και το πραγματοποιούσαμε ως τώρα, γιατί σήμερα και ως ποιο σημείο έχουμε κουρασθή απ’ αυτό, τι ζητούμε, που να μας ικανοποιεί πιο έντονα, δηλαδή πιο άμεσα και λιγότερο παραδοσιακά;
Στην περιοχή της ποίησης πολύ περισσότερο παρά της πεζογραφίας, υπάρχει ένα σταμάτημα, και μια αναμονή. Ας ερωτήσουμε το ίδιο το στήθος μας, ποιες αναμορφώσεις λαχταρούμε ή προαισθανόμαστε στη σύγχρονη ώρα. Μας ικανοποιεί ακόμη ο συμβολισμός, ο απάνθρωπος υπερρεαλισμός, ο εικονόφιλος ή χιμαιρικός μετά-υπερρεαλισμός και πιο πέρα η κάθε εργαστηριακή ποίηση; Μήπως είναι τώρα όλα αυτά πολύ καταθλιπτικά για μας, πολύ μας αφαιρούν τη γνήσια αναπνοή της ψυχής μας, μας κάνουν περισσότερο καλλιτέχνες και λιγώτερο δημιουργούς, ή αντίστροφα, περισσότερο ανθρώπους της διανοητικής λύτρωσης, που σπάνια γίνεται “πνευματική” δηλ. εξαιρετικά ατομική, και λιγώτερο καλλιτέχνες;
Και στην περιοχή της πεζογραφίας: στεκόμαστε καλά σε κατασκευές τύπου Balzac ή είμαστε πιο κοντά στην ειλικρίνεια με την καλλιτεχνική σκέψη στραμμένη περισσότερο στην εσωτερική μας αλήθεια καθ’ εαυτή, παρά όσο στην ανέγερση μεγαλοπρεπών μνημείων του λόγου από το διάχυτο γνήσιο υλικό της ζωής μας, υλικό που γίνεται μέσον και όχι η ίδια η ουσία της τέχνης που να ζητάει ελεύθερα την ίδια της μορφή, δηλ. την άμεση διαμόρφωσή της από το καλλιτεχνικό ένστικτο;»
Ο Νίκος Παππάς επισημαίνει πως η εποχή του δεν ήταν κάμψης, αλλά αντίθετα ακμής της ανανέωσης. Αισθάνεται περιφρόνηση και αηδία «για τα παραδοσιακά υπόλοιπα, που αφήνουν οι ρακοντημένες στρατιές των σημερινών φτωχοπασσάδων». Και συνεχίζει:
«Μιλάτε για Έλιοτ, υπερρεαλισμό, μετα-υπερρεαλισμό, εργαστηριακή ποίηση, υπαρξισμό, κ.λ.π., και κλείνετε μαυτάρκεια τον κύκλο των αισθητικών και δημιουργικών γενικά επιδιώξεων, αποσιωπώντας για χατ<ή>ρι όλων αυτών των Βρεττακο-Σεφερο-Ελύτικων ιδιοτροπιών, τη μόνη καινούργια ποιητική δημιουργία, που απορροφάει στους δυναμικούς πόρους της όλη την εποχή: Το συνθετικό ρεαλισμό. Πολύ σωστά το λέτε μόνος σας, κ. Σπανδωνίδη, πως όλες εκείνες οι παραπάνω μονομανίες μας κάνουν καλλιτέχνες κι’ όχι δημιουργούς».
Όπως τονίζει, το να ξεχωρίσει κανείς ποιο σημείο της παράδοσης θεωρείται κατάκτηση, είναι ένα αρκετά δύσκολο έργο. Υποστηρίζει πως δεν υπάρχει κανένας άξιος πεζογράφος. Οι συγκαιρινοί του «πέταξαν την επική διαδρομή του λαού», προκειμένου να ακολουθήσουν διαφορετικούς δρόμους.
Ο Άλκης Θρύλος πιστεύει πως αν και δεν είναι δυνατό να προδικάσει κανείς τις μελλοντικές εξελίξεις, ωστόσο, μπορεί να παρατηρήσει πως σημειώνεται μια «ευδιάκριτη, επιθυμητή και επιβεβλημένη» επιστροφή, η οποία ενισχύεται με σωρεία θεωρητικών κριτικών άρθρων και δοκιμίων. Ο Πέτρος Σπανδωνίδης τον κατηγορεί για μη εμπέδωση των προθέσεων της έρευνας, για αντι-νομική συμπεριφορά, έλλειψη ψυχραιμίας και εμπάθεια, γι’ αυτό στο επόμενο τεύχος δημοσιεύονται οι απόψεις του για την έρευνα καθ’ εαυτή, τη σκοπιμότητά της, τις προϋποθέσεις διεξαγωγής της και τις απόψεις του για την πορεία της ποίησης. Όπως διατυπώνει, ο ερμητισμός, ο υπερρεαλισμός, ο εσωτερικός μονόλογος, η αυτόματη γραφή έδωσαν ό,τι είχαν να προσφέρουν. Πλέον, οι δημιουργοί γράφουν για τον εαυτό τους, για να εκφρασθούν, για να αυτό-ανακαλυφθούν, αλλά και για να ακουσθούν και να προσφέρουν μέρος του εσωτερικού τους κόσμου.
Μπορεί η τελευταία έρευνα να μην παρουσιάζει την επιτυχία των δύο προπολεμικών, ωστόσο όλες τους πρόσφεραν μια μικρή συμβολή στη διαλεύκανση του συγκαιρινού τους πνευματικού τοπίου. Το περιοδικό φιλοξένησε πλουραλιστικές απαντήσεις διαφόρων πνευματικών φυσιογνωμιών, παρέχοντας βήμα έκφρασης ετερόκλητων, αλλά σεβαστών, πιστεύω, χωρίς αντιλογίες, διαφωνίες και εντάσεις. Οπωσδήποτε, η διεξαγωγή τους δεν πέρασε απαρατήρητη. Κατά την Αγλαΐα Κεχαγιά-Λυπουρλή, βρήκαν μεγάλη απήχηση και ανταπόκριση και αυτό πιστοποιείται από τον αριθμό των συμμετεχόντων, οι οποίοι πρόθυμα έστειλαν, με το θάρρος της γνώμης τους, τις αποκρίσεις τους.
Γ.6. Σελίδες τέχνης στο «περίφημο» περιοδικό
Ο Πέτρος Σπανδωνίδης μιλώντας για τη Θεσσαλονίκη του 1930 υποστηρίζει πως δεν υπήρχε ούτε καν το «γονιμοποιό» αισθητικό περιβάλλον, όπου θα μπορούσε να καλλιεργηθεί μια καλλιτεχνική παράδοση. Η ίδρυση του Εθνικού Θεάτρου, όμως, το 1932, εγκαινιάζει μια νέα περίοδο, καθώς τονώνει τη θεατρική πράξη και ανανεώνει τον θεατρικό πολιτισμό. Το περιοδικό εκμεταλλεύεται την ευκαιρία αυτή αφιερώνοντας σελίδες στην εικαστική κίνηση. Ο Henriette Janne αναλαμβάνει σχεδόν εξ ολοκλήρου τα θέματα του κινηματογράφου και δημοσιεύει κάποιες κρίσεις για τον συγκαιρινό του κινηματογράφο στη Γαλλία, Γερμανία, Αμερική και Ιταλία («Απόψεις για τον κινηματογράφο»). Ακόμα, σχολιάζει την κατηγορία των πολεμικών ταινιών («Ο κινηματογράφος»). Οι Μακεδονικές Ημέρες «γκρεμίζοντας» το φράγμα του παρελθόντος, δημοσιεύουν κι άλλα πρωτότυπα ή μεταφρασμένα άρθρα περί κινηματογράφου. Έτσι, συμβάλλουν στην ανατροπή του κλίματος σιωπής, αδιαφορίας και περιφρόνησης για την έβδομη τέχνη. Ο Πέτρος Σπανδωνίδης ανακοινώνει το «Θέατρο κινήσεως και θεατρικού λόγου», όπου κάνει λόγο για θεατρικά έργα της εποχής, ο Ω. μεταφράζει από ξένα περιοδικά κρίσεις για παραστάσεις και κάποιες σκέψεις για την έλλειψη θεατρικών κειμένων, ενώ ο Γ. Κ. Βογιατζής, με αφορμή την ίδρυση του Εθνικού Θεάτρου, συζητά για την τέχνη του θεάτρου και ασκεί κριτική στο το έργο της Γαλάτειας Καζαντζάκη. Μάλιστα, γίνεται αναφορά στην προσεχή έκθεση του Ρ. Κυριάδη, μέσω μιας φωτογραφίας έργου του. Το γεγονός αυτό αποτελεί την πρώτη εμφάνιση καλλιτέχνη στον περιοδικό τύπο, χωρίς πρωτύτερα να έχει πραγματωθεί η έκθεση.
Τη δεύτερη χρονιά της κυκλοφορίας του περιοδικού, ο Γιώργος Θέμελης σχολιάζει την επιλογή του Κ. Καπενεκά να ανεβάσει τον Φιλοκτήτη του Σοφοκλή. Ο Φ. Κωνσταντινίδης σε ανακοίνωσή του, με τίτλο «Από τα δεδομένα της τέχνης», κρίνει την τέχνη της Αναγέννησης (Μιχαήλ Άγγελος, Ραφαέλος), τις ζωγραφικές και καλλιτεχνικές τάσεις (νταντά, φουτουρισμός). Ο Αβραάμ Ν. Παπάζογλου ασχολείται με την ίδρυση του τουρκικού θεάτρου, ενώ ο Pietro Bottini, στα σημειώματά του, κάνει μια ανασκόπηση σε έργα και συγγραφείς του ιταλικού θεάτρου (Pirandello). Ο Τάκης Μουζενίδης γράφει για τον «παράγοντα» Φώτο Πολίτη και το ρόλο που διαδραμάτισε. Την ίδια χρονιά, γίνεται αναφορά και στην έκθεση ζωγραφικής της Αθηνάς Ταρσούλη.
Το τρίτο έτος, ο Πέτρος Σπανδωνίδης ασχολείται με τη σκηνοθετική σκέψη του Φώτου Πολίτη στον Οιδίποδα τύραννο του Σοφοκλή και πιο συγκεκριμένα με το πώς αντιμετώπισε τη θρησκευτικότητα, τον αισθητικό ρεαλισμό, την κίνηση, τον φωτισμό, τη σκηνογραφία, την ηθοποιία, κ.ά. Ο Pietro Bottini συνεχίζει την περιδιάβαση στα έργα του μεταπολεμικού ιταλικού θεάτρου. Ο αρχαιολόγος και ιστορικός της τέχνης, Δ. Ευαγγελίδης, δημοσιεύει μελέτη με τίτλο «Ο ζωγράφος Δ. Βιτσώρης», η οποία στολίζεται με δύο έργα του («Στην εξοχή», «Η κυρία με τη ρακέτα»), με αφορμή την έκθεσή του. Ο Τάκης Μουζενίδης επανεμφανίζεται μ’ ένα κείμενο για το θέατρο και τον κινηματογράφο και ένα άρθρο-ρεπορτάζ, με τίτλο «Το εθνικοσοσιαλιστικό θέατρο στη Γερμανία», το οποίο αποτελεί ένδειξη για τη σύγχυση ιδεών που επικρατούσε. Ο Μιχάλης Καραγάτσης ανακοινώνει ένα άρθρο σχετικά με την εφεύρεση της «υπερτέχνης» του κινηματογράφου, όπου προβαίνει σε μια ιστορική ανασκόπηση, ενώ ο Στέλιος Ξεφλούδας αναφέρεται στο έργο του Γ. Στέρη.
Το 1936, ο Πέτρος Φωτεινός γράφει, με αφορμή το θάνατο του μουσουργού Αιμίλιου Ριάδη, για το μουσικό ταλέντο του, το έργο και την προσωπικότητά του. Ο Αλκιβιάδης Γιαννόπουλος παρουσιάζει την έκθεση της ζωγράφου Γεωργίας Τερλίδου, επιδοκιμαστικά και γενναιόδωρα. Το άρθρο, μάλιστα, πλαισιώνεται από δύο πίνακες («Δρομάκι», «Συγκίνηση της αρραβωνιασμένης»). Με το ψευδώνυμο ΑΛΚ ΓΙΑΝ ή τα αρχικά ΑΓ. μιλά και για την έκθεση της Καίτης Σιώπη-Παλαιολόγου, ενώ σε επόμενα τεύχη οι Μακεδονικές Ημέρες δημοσιεύουν πίνακά της, με τίτλο «Θεσσαλονίκη» και ενημερώνουν το κοινό για την κυκλοφορία τετραδίου από την τελευταία έκθεσή της, το οποίο υποστηρίχθηκε εκδοτικά από το ίδιο το περιοδικό. Επιπλέον, το περιοδικό αναφέρεται στην Έκθεση Ζωγραφικής, αλλά και Μακεδονικού βιβλίου, που πραγματώθηκαν στο ευρύτερο πλαίσιο της Έκθεσης Θεσσαλονίκης. Τέλος, ο Αβραάμ Ν. Παπάζογλου μεταφράζει κείμενο του Μαχμούτ Ραγήπ Κιοσεμιχάλ για τις σχέσεις Ελληνικής και Τουρκικής μουσικής.
Το 1937, ο Αλκιβιάδης Γιαννόπουλος μεταφράζει άρθρο του Filippo Maria Pontani, με αφορμή τον θάνατο του Pirandello, ο Ηλίας Ζιώγας δημοσιεύει το «Η Ελληνίδα και η Τέχνη», ο Μιχάλης Πολίτης το «Ο Στραβίνσκυ και οι ιδέες του για τη μουσική», ενώ ο Γιάννης Χατζίνης ένα άλλο για τον Ντ’ Αννούντσιο. Επίσης, γίνεται σύντομη αναφορά στην έκθεση μιας ομάδας γιουγκοσλάβων καλλιτεχνών, με την επωνυμία Oblik, αλλά και σ’ εκείνη της ομάδας «Τέχνη». Ο Βάσος Βασιλείου γράφει ένα κείμενο με ευκαιρία την άφιξη της Mαρίκας Κοτοπούλη στη Θεσσαλονίκη. Ο Γιώργος Δέλιος παρουσιάζει τα έργα τέχνης στη ΔΕΘ γενικά, λόγω έλλειψης ενδιαφέροντος του κοινού και ειδικής διαπαιδαγώγησης ή όπως υποστηρίζει ο Αλκιβιάδης Γιαννόπουλος, λόγω του ότι το κοινό στη Θεσσαλονίκη βρισκόταν σε «προϊστορικό» στάδιο. Τη μουσική στήλη αναλαμβάνει εξολοκλήρου ο Π. Φορμόζης.
Το ΣΤ΄ έτος, ο Π. Φορμόζης συνεχίζει τις αναφορές του στις συναυλίες, ο Γεώργιος Δαμόρης μεταφράζει το κείμενο «Ο ρόλος του καλλιτέχνη μέσα στην ανθρωπότητα» του Charles Morgan, ενώ o Βάσος Βασιλείου γράφει με αφορμή ένα σημείωμα του Γιάννη Μπεράτη για τον κινηματογράφο.
Παράλληλα, το περιοδικό ενημερώνει το αναγνωστικό του κοινό για θεατρικές παραστάσεις ξένων, αλλά και ελληνικών έργων, για διοργάνωση διαλέξεων με θέματα φιλοσοφικά, κοινωνικά, καλλιτεχνικά, λογοτεχνικά ή πάνω σε προβλήματα και προσανατολισμούς της λογοτεχνίας, κ.ά., για ρεσιτάλ που λαμβάνουν χώρα στο κρατικό ωδείο, καλλιτεχνικά μνημόσυνα, ραδιοφωνικές εκπομπές, καλλιτεχνικές βραδιές και για τις εν γένει καλλιτεχνικές εξελίξεις. Τα κείμενα κριτικής τέχνης, που δημοσιεύονται στις Μακεδονικές Ημέρες, αφορούν, συνήθως, αναγγελίες εκθέσεων συνοδευόμενες από σύντομες παρουσιάσεις του καλλιτέχνη και συντηρητικά, λυρικά κείμενα για τις εκθέσεις της Θεσσαλονίκης.
* Η Κλεοπάτρα Ζαχαροπούλου είναι πτυχιούχος Φιλολογίας και πρωτεύσασα του Πανεπιστημίου Πατρών, κάτοχος Μεταπτυχιακού Διπλώματος με τίτλο «Σύγχρονες προσεγγίσεις στη γλώσσα και στα κείμενα» και Πιστοποιητικού Συμπληρωματικής Εκπαίδευσης του Εθνικού Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών με θέμα «Μαθησιακές δυσκολίες – δυσλεξία». Η πτυχιακής της εργασία «Ζητήματα ποιητικής και ιδεολογίας στο έργο του Ηλία Βενέζη και της Αιολικής Σχολής» βρίσκεται στο ΕΛΙΑ και η διπλωματική της διατριβή «Μακεδονικές Ημέρες: η διαμόρφωση του νεωτερικού λόγου στην πρωτεύουσα του βορρά και οι μεσοπολεμικές πνευματικές αναζητήσεις» στο http://nemertes.lis.upatras.gr. Το 2010 ταξινόμησε μαζί με την Άννα Κατσιγιάννη το αρχείο της Νένης Ευθυμιάδη. Έκτοτε εργάζεται ως εκπαιδευτικός στην ιδιωτική εκπαίδευση, ενώ παράλληλα αρθρογραφεί σε εφημερίδες και εκπαιδευτικά portal.
Επιλογή Βιβλιογραφίας
Γενική Βιβλιογραφία
ΑΙΔΑΛΗΣ, ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ. Γ., «Ο τύπος της Θεσσαλονίκης», Αι παρεκτροπαί του τύπου, Θεσσαλονίκη, ΑΠΘ, 1966, σ. 33.
ΑΚΡΙΤΟΠΟΥΛΟΣ, AΛΕΞΑΝΔΡΟΣ, – ΚΟΤΣΙΦΟΣ, ΓΙΑΝΝΗΣ, – ΝΙΚΟΛΑΚΗ, ΕΛΕΝΗ, – ΦΤΙΚΑ, ΕΛΕΝΗ, Βιογραφίες Νεοελλήνων Συγγραφέων, Θεσσαλονίκη – Αθήνα, Μαλλιάρης παιδεία, 1997.
ΑΛΑΒΕΡΑΣ, ΤΗΛΕΜΑΧΟΣ: «Πεζογράφοι της Θεσσαλονίκης», Επιθεώρηση Τέχνης 94-95 (Οκτώβριος-Νοέμβριος 1962) 442-464· Διηγηματογράφοι της Θεσσαλονίκης. Μελέτη 1, Θεσσαλονίκη, Κωνσταντινίδης, [197-].
ΑΞΙΩΤΗΣ, Π., «Επιστολή», Αθηναϊκά Νέα (9.2.1938).
ΑΠΟΣΤΟΛΙΔΟΥ, ΒΕΝΕΤΙΑ, «Ο ρόλος της πεζογραφίας στη μυθοποίηση της πόλης. Το παράδειγμα της Θεσσαλονίκης», Εντευκτήριο 45/3 (1999) 33.
ΑΡΑΓΗΣ, ΓΙΩΡΓΟΣ, «Νίκος Γαβριήλ Πεντζίκης», Η Μεσοπολεμική πεζογραφία. Aπό τον πρώτο ως τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο (1914-1939), τόμ. Ζ΄, Αθήνα, Σοκόλης, 1993, σσ. 48, 67-68.
ΑΡΓΥΡΙΟΥ, ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ, Ιστορία της ελληνικής λογοτεχνίας και η πρόσληψή της στα χρόνια του Μεσοπολέμου (1918-1940), τόμ. Α΄ & Β΄, Αθήνα, Καστανιώτης, 2001.
ΒΑΚΑΛΟΠΟΥΛΟΣ, ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ, «Η Θεσσαλονίκη ως καλλιτεχνικό και πνευματικό κέντρο», Αιολικά Γράμματα 87-90 (Μάης-Δεκέμβρης 1985) 133-136.
ΒΑΛΕΤΑΣ, ΓΕΩΡΓΙΟΣ, «Ο τύπος της Θεσσαλονίκης», Αιολικά Γράμματα 87-90 (Μάης-Δεκέμβρης 1985) 255-256.
ΒΑΦΟΠΟΥΛΟΣ, ΓΙΩΡΓΟΣ, «Η περίπτωση Θέμελη στη Νέα Ελληνική Ποίηση», Κριτικά Φύλλα 2/32 (Καλοκαίρι 1976) 173.
BASSNETT, SUSAN, Translation, gender and otherness. Perspectives Studies in Translatology, volume 13, issue 2, United Kingdom, University of Warwick, 2005, pp. 83-90.
BEATON, RODERICK, Εισαγωγή στη Νεότερη Ελληνική Λογοτεχνία (1821-1992), μτφ. Ε. Ζούργου – Μ. Σπανάκη, Αθήνα, Νεφέλη, 1996.
ΒΟΥΤΙΕΡΙΔΗΣ, ΗΛΙΑΣ. Π., Σύντομη Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας (1000-1976), Αθήνα, Δημ. Ν. Παπαδήμας, 19763, σ. 392.
ΓΕΩΡΓΟΥΔΑΚΗ, ΑΙΚΑΤΕΡΙΝΗ, «Αμερικανική πεζογραφία του 20ου αιώνα: Μια σύντομη ανασκόπηση», Διαβάζω 237 (Απρίλιος 1990) 19.
ΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ, ΑΛΚΙΒΙΑΔΗΣ, «Η νεοελληνική γραμματεία. Το πώς και το τι», Νέα Πορεία, ειδικό τεύχος (Απρίλιος 1981) 162-163.
ΓΚΟΣΙΟΠΟΥΛΟΣ, ΤΑΚΗΣ. Π.: «Βορειοελλαδίται ποιηταί και λογοτέχνες, Μακεδονικόν Ημερολόγιον, 1948, σ. 227· «Μερικοί ποιηταί και λογοτέχναι της Θεσ/νίκης», Μακεδονικόν Ημερολόγιον, 1951, σ. 124.
ΓΚΡΕΚΟΥ, ΑΓΟΡΗ: «Η “καθαρή ποίηση” στη Νέα Εστία (1927-1934). Προβληματισμοί και πραγματικότητα», στο: Επιστημονικό Συμπόσιο, Ο περιοδικός τύπος στον Μεσοπόλεμο (26-27.3.1999), Εταιρεία Σπουδών Νεοελληνικού Πολιτισμού και Γενικής Παιδείας (Σχολή Μωραϊτη), σ. 95· Η καθαρή ποίηση στην Ελλάδα. Από τον Σολωμό ως τον Σεφέρη 1833-1933, Αθήνα, Αλεξάνδρεια, 2000, σ. 225.
ΓΟΥΛΑΚΗ-ΒΟΥΤΥΡΑ, ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ, «Προπολεμικές εκθέσεις ζωγραφικής στη Θεσσαλονίκη», στο: Δήμος Θεσσαλονίκης – Κέντρο Ιστορίας Θεσσαλονίκης, Η Θεσσαλονίκη μετά το 1912. Πρακτικά Συμποσίου (Θεσσαλονίκη, 1-3 Νοεμβρίου 1985), Θεσσαλονίκη, 1986, σ. 687.
ΔΑΛΛΑΣ, ΓΙΑΝΝΗΣ, «Η κοινωνική συνείδηση των ποιητών της Θεσσαλονίκης. Συνεκτίμηση», Αντί. Αφιέρωμα στην πνευματική Θεσσαλονίκη 324 (Δεκαπενταύγουστος 1986) 33.
ΔΕΛΙΟΣ, ΓΙΩΡΓΟΣ: «Virginia Woolf», Νέα Εστία (15.1.1949) 79· Οικογένεια. Μυθιστόρημα, χ. έ., Θεσσαλονίκη, 1957, σ. 219· Ο ήλιος και τ’ αστέρια, Θεσσαλονίκη, 1965, σσ. 13-14.
ΔΕΤΖΩΡΤΖΗΣ, ΝΑΣΟΣ, «Σύγχρονοι Γάλλοι πεζογράφοι. Μarcel Proust», Νέα Εστία 150 (Μάρτιος 1933) 309-311.
ΔΗΜΑΔΗΣ, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ. Α., Δικτατορία – Πόλεμος και Πεζογραφία (1936-1944), Αθήνα, Εστία, 20042, σσ. 50-51.
ΔΗΜΑΡΑΣ, Κ. Θ., Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, Αθήνα, Ίκαρος, 19857, σ. 479.
ΔΗΜΗΤΡΑΚΟΠΟΥΛΟΣ, ΦΩΤΗΣ, Η πρωτοποριακή κίνηση του 30 και το μυθιστόρημα, Αθήνα, Καστανιώτης, 1990, σ. 43.
ΕΤΑΙΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΩΝ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ, «Περιθώριο. Σκέψεις και πόθοι των λογοτεχνών της Θεσσαλονίκης», Νέα Πορεία 85 (Μάρτιος 1962) 87.
ΖΑΦΕΙΡΗΣ, ΧΡΙΣΤΟΣ, Εν Θεσσαλονίκη 1900-1960, Αθήνα, Εξάντας, 1994, σσ. 93-97.
ΖΗΡΑΣ, ΑΛΕΞΗΣ: «Γιαννόπουλος, Αλκιβιάδης», Λεξικό της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας. Πρόσωπα, ρεύματα, έργα, όροι, Αθήνα, Πατάκης, 2007, σ. 394· «Δέλιος, Γιώργος», Λεξικό της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, ό.π., σ. 472· «Θέμελης, Γιώργος», Λεξικό της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, ό.π., σσ. 842-843· «Ξεφλούδας, Στέλιος», Λεξικό της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, ό.π., σσ. 1605-1606· «Σπανδωνίδης, Πέτρος», Λεξικό της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, ό.π., σσ. 2059-2060.
ΖΩΓΡΑΦΙΔΟΥ, ΖΩΓΡΑΦΙΑ, Η μεταφρασμένη ιταλική λογοτεχνία στην Ελλάδα, Θεσσαλονίκη, ΑΠΘ. 1997, σ. 59.
ΚΑΛΛΙΝΗΣ, ΓΙΩΡΓΟΣ, «Κινηματογράφος και λογοτεχνία στις αρχές του 20ου αιώνα», Περίπλους 41 (Οκτώβριος-Δεκέμβριος 1995) 88.
ΚΑΛΟΚΥΡΗΣ, ΔΗΜΗΤΡΗΣ, Νεοελληνικά. Λογοτεχνικά περιοδικά. Από την παλιγγενεσία στον παλιμπαιδισμό, Αθήνα, ύψιλον/βιβλία, 1995, σσ. 39, 48.
ΚΑΡΑΝΤΩΝΗΣ, ΑΝΔΡΕΑΣ: «Λάζαρος Πηνιάτογλου», Νεοελληνική Λογοτεχνία. Φυσιογνωμίες, τόμ. Β΄, Αθήνα, Δ. Ν. Παπαδήμας, 19773, σσ. 113-120· «Άλκης Γιαννόπουλος. Κεφάλια στη σειρά», Πεζογράφοι και πεζογραφήματα της γενιάς του ’30, Αθήνα, Δ. Ν. Παπαδήμας, 19903, σσ. 262-266.
ΚΑΡΑΟΓΛΟΥ, Χ. Λ., Περιοδικά λόγου και τέχνης (1901-1940). Αναλυτική βιβλιογραφία και παρουσίαση. Αθηναϊκά περιοδικά (1901-1925), τόμ. Α΄, Θεσσαλονίκη, University Studio Press, 1996, σ. 28.
ΚΑΡΑΤΖΑΣ, ΝΙΚΟΣ: Οι ποιητές της Θεσσαλονίκης 1930-1980, Θεσσαλονίκη, Επιλογή, 1981, σ. 9· Οι πεζογράφοι της Θεσσαλονίκης 1930-1980, Θεσσαλονίκη, Επιλογή, 1982, σσ. 9-10, 20-21.
ΚΑΡΑΤΖΟΓΛΟΥ, ΓΙΑΝΝΗΣ, «Ποιητές και ποίηση στη Θεσσαλονίκη», Διαβάζω 128 (9.10.85) 37.
ΚΑΡΒΕΛΗΣ, ΤΑΚΗΣ, Δεύτερη Ανάγνωση. Κριτικά κείμενα 1992-2000, τόμ. Γ΄, Αθήνα, Σοκόλης, 1984-2001, σσ. 186-187.
ΚΑΡΠΟΖΗΛΟΥ, ΜΑΡΘΑ: Τα ελληνικά οικογενειακά φιλολογικά περιοδικά (1847-1900), Ιωάννινα, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, Επιστημονική Επετηρίδα του Παιδαγωγικού Τμήματος Δημοτικής Εκπαίδευσης, 1991, σσ. 201-214· Τεύχη-Αφιερώματα των ελληνικών περιοδικών (1879-1997), Αθήνα, Τυπωθήτω – Γιώργος Δάρδανος, 1999, σσ. 206, 239, 241.
ΚΕΧΑΓΙΑ-ΛΥΠΟΥΡΛΗ, ΑΓΛΑΪΑ (επιμ.), «Αλκιβιάδης Γιαννόπουλος», Η Μεσοπολεμική πεζογραφία. Από τον πρώτο ως τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο (1914-1939), τόμ. Γ΄, Αθήνα, Σοκόλης, σσ. 94-102.
ΚΛΑΡΑΣ, ΜΠΑΜΠΗΣ. Δ.: «Ο ποιητής του νυν και του αείν. Ο Οδυσσέας Ελύτης και η νέα ελληνική ποίηση», Νέα Εστία 1257 (15.11.1979) 1540.
ΚΟΚΟΛΗΣ, Ξ[ΕΝΟΦΩΝ]. Α[ΣΤΕΡΙΟΥ], Δώδεκα ποιητές. Θεσσαλονίκη 1930-1960, Θεσσαλονίκη, Εγνατία, 1979, σ. 62.
ΚΟΡΔΟΜΕΝΙΔΗΣ, ΓΙΩΡΓΟΣ, «Χρονολόγιο Θεσσαλονίκης (315 π.Χ. -1985)», Διαβάζω 128 (9.10.85) 13.
ΚΟΥΣΟΥΛΑΣ, ΓΙΑΝΝΗΣ. Α., «Όταν πρωτοστατούσαμε στη Θεσσαλονίκη για να ανθίση σήμερα η λογοτεχνία», Μακεδονικόν Ημερολόγιον ΧΧΧ (1960) 226-227.
ΚΩΤΟΠΟΥΛΟΣ, ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΣ. Η., Η Θεσσαλονίκη στο έργο των Θεσσαλονικέων πεζογράφων, Ιωάννινα, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων – Φιλοσοφική Σχολή, 2005.
ΛΑΔΟΓΙΑΝΝΗ, ΓΕΩΡΓΙΑ, Το περιοδικό Ιδέα 1933-1934. Περιδιάβαση στην κοινωνική κρίση και αισθητική αναζήτηση, Θεσσαλονίκη, ΑΠΘ, 1989, σσ. 262-263.
ΛΙΑΝΟΠΟΥΛΟΥ, ΕΛΕΝΗ, Οι Ελληνίδες πεζογράφοι του Μεσοπολέμου (1921-1944), Θεσσαλονίκη, ΑΠΘ, 1993, σ. 73.
ΛΥΓΙΖΟΣ, ΜΗΤΣΟΣ, «Βαφοπούλου-Σταθοπούλου Ανθούλα», Μεγάλη Εγκυκλοπαίδεια Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, τόμ. 3, Αθήνα, [1968-], σ. 2657.
ΛΥΣΣΑΡΗ, ΧΡΙΣΤΙΝΑ: «Τατάκης, Βασίλεος Ν.», Λεξικό της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας. Πρόσωπα, ρεύματα, έργα, όροι, Αθήνα, Πατάκης, 2007, σσ. 2151-2152· «Proust, Marcel», Λεξικό της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, ό.π., σ. 1883.
ΛΥΣΣΑΡΗ, ΧΡΙΣΤΙΝΑ, – ΚΟΝΤΑΚΗΣ, ΘΕΟΔΟΣΗΣ, «Rilke, Rainer Maria», Λεξικό της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας. Πρόσωπα, ρεύματα, έργα, όροι, Αθήνα, Πατάκης, 2007, σ. 1925.
ΜΑΣΤΡΟΔΗΜΗΤΡΗΣ, ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ. Δ.: «Γ. Θ. Βαφόπουλος», Νεοελληνικά. Μελέτες και άρθρα, τόμ. Β΄, Αθήνα, Γνώση, 1984, σσ. 302-303· Εισαγωγή στη Νεοελληνική Φιλολογία, Αθήνα, Δόμος, 2007.
MAZOWER, ΜARK, Θεσσαλονίκη, πόλη των φαντασμάτων: Χριστιανοί, Μουσουλμάνοι, Εβραίοι (1430-1950), Αθήνα, Εκδόσεις Αλεξάνδρεια, 2006.
ΜΕΡΑΚΛΗΣ, ΜΙΧΑΛΗΣ. Γ., «Ο δοκιμιογράφος και κριτικός Πέτρος Ωρολογάς (1892-1958). Μια άδικα ξεχασμένη μορφή», Νέα Πορεία. Λογοτεχνία της Θεσσαλονίκης 3 (Ιούνης 1988) 290-292.
ΜΗΤΣΑΚΗΣ, ΚΑΡΟΛΟΣ, Θεσσαλονίκην τε… Δεκατέσσερις μελέτες νεοελληνικής φιλοσοφίας, Αθήνα, Καστανιώτης, 1997, σ. 175.
ΜΙΡΑΣΓΕΖΗ, ΜΑΡΙΑ. Δ., Νεοελληνική Λογοτεχνία, τόμ. Β΄, Αθήνα, χ. έ., 1982.
ΜΟΥΛΛΑΣ, ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ: Παλίμψηστα και μη. Κριτικά δοκίμια, Αθήνα, Στιγμή, 1992, σσ. 171-172, 216· «Εισαγωγή», Η Μεσοπολεμική πεζογραφία. Από τον πρώτο ως τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο (1914-1939), τόμ. Α΄, Αθήνα, Σοκόλης, 1998, σσ. 104, 132-133.
ΜΠΕΝΑΚΗΣ, ΛΙΝΟΣ. Γ., «Τα γεγονότα και τα ζητήματα. Βασίλειος Ν. Τατάκης», Νέα Εστία 1407 (15.2.1986) 265.
ΜΠΕΡΛΗΣ, ΑΡΗΣ, «Στέλιος Ξεφλούδας», Η Μεσοπολεμική πεζογραφία. Από τον πρώτο ως τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο (1914-1939), τόμ. ΣΤ΄, Αθήνα, Σοκόλης, 1993, σσ. 277-283.
ΜΠΟΛΕΤΣΗΣ, ΣΤΕΦΑΝΟΣ, «Μακεδονικά Γράμματα (1944-1952)», Νέα Πορεία. Λογοτεχνία της Θεσσαλονίκης 3 (Ιούνης 1988) 408.
ΜΠΟΥΦΕΑ, ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ. Κ., Τα λογοτεχνικά περιοδικά της Κατοχής, Αθήνα, Σοκόλης, 2006, σσ. 16-17, 359.
MUNDAY, JEREMY, Μεταφραστικές σπουδές. Θεωρίες και εφαρμογές, μτφ. Α. Φιλιππάτος, Αθήνα, Μεταίχμιο, 2002, σσ. 63, 244.
ΝΙΝΤΑΣ, ΜΠΑΜΠΗΣ: «Μια πλήρης και άρτια ανασκόπησις. Η πνευματική κίνησις της Θεσσαλονίκης από την απελευθέρωσι μέχρι σήμερα», Μακεδονία (30/1-7/2/1937) 3· «Πνευματική Θεσσαλονίκη. Διάλεξη», Μορφές 1 (Μάρτιος 1937) 21-25.
ΝΤΕΛΟΠΟΥΛΟΣ, ΚΥΡΙΑΚΟΣ, Νεοελληνικά φιλολογικά ψευδώνυμα 1800-2004. Συμβολή στη μελέτη της νεοελληνικής λογοτεχνίας 2.261 συγγραφείς – 4.117 ψευδώνυμα, Αθήνα, Εστία, 2005.
ΝΤΟΥΝΙΑ, ΧΡΙΣΤΙΝΑ, «Όψεις της κριτικής στο Μεσοπόλεμο: Η στροφή προς το μυθιστόρημα», Νέα Εστία. Αφιέρωμα στον Άγγελο Τερζάκη 1718 (Δεκέμβριος 1999) 657-667.
ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΠΟΥΛΟΣ, Ι. Μ., Τα πρόσωπα και τα κείμενα. Β΄ Ανήσυχα Χρόνια, Αθήνα, Οι εκδόσεις των φίλων, 19802, σσ. 212-217, 222-225.
ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ, ΚΩΣΤΑΣ. Γ., «Χρήστος Λεβάντας», Η Μεσοπολεμική πεζογραφία. Από τον πρώτο ως τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο (1914-1939), τόμ. Ε΄, Αθήνα, Σοκόλης, σσ. 160-161.
ΠΑΥΛΕΑΣ, ΣΑΡΑΝΤΟΣ, «Μνήμη Γιώργου Δέλιου», Νέα Πορεία. Λογοτεχνία της Θεσσαλονίκης 3 (Ιούνης 1988) 306.
ΠΗΝΙΑΤΟΓΛΟΥ, ΛΑΖΑΡΟΣ, «Η μαγιά στο έργο του Στ. Ξεφλούδα», Ρυθμός (Σεπτέμβριος 1932) 28-30.
ΠΛΑΣΤΗΡΑΣ, ΚΩΣΤΑΣ. Ν.: «Η πρώτη λογοτεχνική δεκαετία μετά την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης (1912-1922)», στο: Δήμος Θεσσαλονίκης – Κέντρο Ιστορίας Θεσσαλονίκης, Η Θεσσαλονίκη μετά το 1912. Πρακτικά Συμποσίου (Θεσσαλονίκη, 1-3 Νοεμβρίου 1985), Θεσσαλονίκη, 1986, σ. 388· Η λογοτεχνική κίνηση στη Θεσσαλονίκη: Πρώτες αισθητές διαμορφώσεις (1897-1912), Θεσσαλονίκη, 1998, σ. 245.
ΠΟΛΙΤΗΣ, ΛΙΝΟΣ, Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, Αθήνα, ΜΙΕΤ, 200414, σσ. 321-323.
ΠΡΟΥΣΗΣ, ΚΩΣΤΑΣ. Μ., Έλληνες ποιητές και πεζογράφοι, Αθήνα, Εστία, 1990, σσ. 353-378.
RICHARD, LIONEL, «Κάφκα. Η ζωή και το έργο του», Διαβάζω. Αφιέρωμα: Fr. Kafka 50 (Φεβρουάριος 1982) 84-89.
ΣΑΒΒΙΔΗΣ, Γ. Π., Τράπεζα πνευματική, Αθήνα, Πορεία, 1994, σ. 44.
ΣΑΧΙΝΗ, ΑΓΓΕΛΙΚΗ, «Η κριτική της τέχνης στη Θεσσαλονίκη στην περίοδο 1926-1950», στο: Δήμος Θεσσαλονίκης – Κέντρο Ιστορίας Θεσσαλονίκης, Η Θεσσαλονίκη μετά το 1912. Πρακτικά Συμποσίου (Θεσσαλονίκη, 1-3 Νοεμβρίου 1985), Θεσσαλονίκη, 1986, σ. 755.
ΣΑΧΙΝΗΣ, ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ: «Αλκ. Γιαννόπουλος», Νέοι Πεζογράφοι. Είκοσι χρόνια νεοελληνικής πεζογραφίας: 1945-1965, Αθήνα, Εστία, 19653, σσ. 25-40· Μεσοπολεμικοί και Μεταπολεμικοί Πεζογράφοι, Αθήνα, Εστία, 19852, σσ. 79-87.
ΣΕΦΕΡΑΣ, ΣΑΚΗΣ, «Τέσσερις μικροσκέψεις για τη λογοτεχνημένη Θεσσαλονίκη», Θεσσαλονίκη μια πόλη στη λογοτεχνία, Αθήνα, Μεταίχμιο, 2001, σ. 17.
ΣΙΝΟΠΟΥΛΟΣ, ΤΑΚΗΣ, «Έρευνα για τη σύγχρονη πεζογραφία», Νέα Πορεία 45-46 (Νοέμβριος-Δεκέμβριος 1958) 364.
ΣΚΑΛΤΣΑ, ΜΑΤΟΥΛΑ, «Καλλιτέχνες του βορειοελλαδικού χώρου και η προβολή τους μέσα από τον περιοδικό τύπο της Θεσσαλονίκης», στο: Δήμος Θεσσαλονίκης – Κέντρο Ιστορίας Θεσσαλονίκης, Η Θεσσαλονίκη μετά το 1912. Πρακτικά Συμποσίου (Θεσσαλονίκη, 1-3 Νοεμβρίου 1985), Θεσσαλονίκη, 1986, σσ. 715, 717-724.
ΣΠΑΝΔΩΝΙΔΗΣ, ΠΕΤΡΟΣ. Σ., «Εντυπώσεις και σκέψεις. Η σύγχρονη Σαλονίκη (1930), Αιολικά Γράμματα 87-90 (Μάης-Δεκέμβρης 1985) 176-179.
ΣΤΕΡΓΙΟΠΟΥΛΟΣ, ΚΩΣΤΑΣ: «Γιώργος Δέλιος», Η Μεσοπολεμική πεζογραφία. Από τον πρώτο ως τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο (1914-1939), τόμ. Γ΄, Αθήνα, Σοκόλης, 1993-1996, σσ. 280-281· «Ο Τάκης Βαρβιτσιώτης και η αισθητική θέα του κόσμου», Η Λέξη 97-98 (Σεπτέμβρης-Οκτώβρης ’90) 597· Περιδιαβάζοντας. Γύρω στη νεοτερική ποίησή μας, τόμ. Ε΄, Αθήνα, Κέδρος, 2000.
ΤΣΑΚΩΝΑΣ, ΔΗΜΗΤΡΗΣ. ΓΡ., Τα πριν και τα μετά, Αθήνα, Κάκτος, 1989, σσ. 507, 515.
ΤΣΙΡΙΜΩΚΟΥ, ΛΙΖΥ, «Kafka, Franz», Λεξικό της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας. Πρόσωπα, ρεύματα, έργα, όροι, Αθήνα, Πατάκης, 2007, σσ. 964-965.
ΦΡΑΓΚΟΠΟΥΛΟΣ, ΘΕΟΦΙΛΟΣ. Δ., «Παρουσία και επιδράσεις της γερμανικής πνευματικής παράδοσης στην ελληνική λογοτεχνία. Ιστορικό σχεδίασμα», Νέα Εστία 1451 (Χριστούγεννα 1987) 107.
ΧΑΡΗΣ, ΠΕΤΡΟΣ, «Ελληνικά πνευματικά κέντρα. Η Θεσσαλονίκη και η ποίηση τα τελευταία 30 χρόνια», Ελευθερία Αθηνών (3/6/1948) στο: Ζωγραφάκης Γ. Κ., «Τα λογοτεχνικά περιοδικά και ημερολόγια της Θεσσαλονίκης», Θεσσαλονίκη. Εκατό χρόνια λογοτεχνικής ζωής 1878-1978. Ποίηση, πεζός λόγος, δοκίμιο, κριτική, θέατρο, μετάφραση, Θεσσαλονίκη, Π. Ραγιάς, 1980, σσ. 58-60· Σαράντα χρόνια κριτικής ελληνικού πεζού λόγου, τόμ. Α΄ (1928-1949), Αθήνα, ΕΛΙΑ, 1981, σσ. 97-98, 136-138, 147, 166-167.
ΧΑΤΖΟΠΟΥΛΟΥ, ΛΙΤΣΑ, «Η λογοτεχνία του Μεσοπολέμου 1910-1940», Ιστορία των Ελλήνων. Νεώτερος Ελληνισμός 1910-1940, τόμ. 15, Αθήνα, Δομή, β΄ εκδ., σσ. 777-778, 788-789, 795.
ΧΑΤΖΟΠΟΥΛΟΣ, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ. Κ., Βιβλιογραφία της Θεσσαλονίκης κοινωνικός, οικονομικός και πολιτικός βίος, τέχνη και πολιτισμός, Θεσσαλονίκη, Ίδρυμα Μελετών Χερσονήσου του Αίμου, 1987.
ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΠΟΥΛΟΣ, ΝΤΙΝΟΣ: «Ποιήματα για τη Θεσσαλονίκη. Άρθρο και βιβλιογραφία», Διάλογος 3 (1962) 167-176· «Η ποίηση στη Θεσσαλονίκη από το 1913 ως το 1940», στο: Δήμος Θεσσαλονίκης – Κέντρο Ιστορίας Θεσσαλονίκης, Η Θεσσαλονίκη μετά το 1912. Πρακτικά Συμποσίου (Θεσσαλονίκη, 1-3 Νοεμβρίου 1985), Θεσσαλονίκη, 1986, σσ. 392-398· Η λογοτεχνία στη Θεσσαλονίκη (1850-1950). Σύντομο διάγραμμα, Θεσσαλονίκη, Βιβλιοπωλείο Ραγιάς, 1999.
Χ. Ό., «Χρονολόγιο Ράινερ Μαρία Ρίλκε», Διαβάζω. Αφιέρωμα: R. M. Rilke 274 (13 Νοεμβρίου 1991) 22-25·
VITTI, MARIO: Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, ά.τ., Οδυσσέας, [1978]· Η γενιά του ’30. Ιδεολογία και μορφή, Αθήνα, Ερμής, 19952.
Ειδική Βιβλιογραφία
ΑΓΡΑΣ, ΤEΛΛΟΣ: «Έρευνες: Η θέση της κριτικής στην Ελλάδα», Μακεδονικές Ημέρες 8 (Οκτώβριος 1932) 267-269· «Έρευνες: Η θέση της κριτικής στην Ελλάδα», Μακεδονικές Ημέρες 12 (Φεβρουάριος 1933) 400-407 & Κριτικά. Γενικά και ειδικά θέματα, επιμ. Κ. Στεργιόπουλος, Αθήνα, Ερμής, 1995, σσ. 377-379· «Μια ματιά στη λογοτεχνική Θεσσαλονίκη. Πρόσωπα και κείμενα, Ελληνικά Φύλλα 5 (Ιούλιος 1935) 143-147.
ΑΛΑΒΕΡΑΣ, ΤΗΛΕΜΑΧΟΣ, «Όσα λογοτεχνικά περιοδικά έχουν εκδοθή από χρόνια εις την Θεσσαλονίκην», Θεσσαλονίκη (20/5/1963) 4· «Λογοτεχνικά περιοδικά της Θεσσαλονίκης», Ελλάς 5-6 (Αύγουστος-Σεπτέμβρης 1963) 33-37.
ΑΛΕΠΗΣ, ΚΟΥΛΗΣ, «Έρευνες: Η θέση της κριτικής στην Ελλάδα», Μακεδονικές Ημέρες 9 (Νοέμβριος 1932) 320-322.
ΑΝΑΓΝΩΣΤΑΚΗΣ, ΜΑΝΟΛΗΣ, «Παλιά και νέα περιοδικά: Αναλογίες και διαφορές», Εντευκτήριο 6 (Απρίλιος 1989) 26-27.
ΑΝΕΜΟΥΔΗ-ΑΡΖΟΓΛΟΥ, ΚΡΙΣΤΑ, «Ο Στέλιος Ξεφλούδας μιλάει για το έργο του», Ο Πολίτης. Θεσσαλονίκη. Πεζός λόγος 1912-1980. Εισαγωγή, βιβλιογραφία, άρθρα, ανθολογία κειμένων, ειδικό τεύχος (Νοέμβριος 1983) 22-25.
ΑΝΤΩΝΙΟΥ-ΤΙΛΙΟΥ, ΜΑΡΙΑ, – ΠΑΠΑΚΥΡΙΤΣΗΣ, ΣΤΑΥΡΟΣ, «Μακεδονικές Ημέρες», Λεξικό της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας. Πρόσωπα, ρεύματα, έργα, όροι, Αθήνα, Πατάκης, 2007, σσ. 1307-1308.
ΑΡΓΥΡΙΟΥ, ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: «Η λογοτεχνική ζωή της Θεσσαλονίκης στα τελευταία τριάντα χρόνια. Σχέδιο εισαγωγής», Επιθεώρηση Τέχνης 94-95 (Οκτώβριος-Νοέμβριος 1962) 391-412· «Ο κριτικός λόγος στη Θεσσαλονίκη», Αντί. Αφιέρωμα στην πνευματική Θεσσαλονίκη 324 (Δεκαπενταύγουστος 1986) 46-48· «Ο κριτικός λόγος στη Θεσσαλονίκη», Κείμενα περί κειμένων, Αθήνα, Σοκόλης, 1995, σσ. 96-102.
ΒΑΛΕΤΑΣ, ΓΙΩΡΓΟΣ: «Οι ακρίτες της ελληνικής επιστήμης», Εργασία 319 (9.2.36) 142· «Περιοδικά και εκδόσεις της Θεσσαλονίκης», Αιολικά Γράμματα 87-90 (Μάης-Δεκέμβρης 1985) 263.
ΒΑΡΕΛΑΣ, ΛΑΜΠΡΟΣ: Η αντιμετώπιση της λογοτεχνικής και πνευματικής κίνησης της ελληνικής επαρχίας (1929-1940). Θέματα ιστορίας και βιβλιογραφίας της νεοελληνικής λογοτεχνίας, Θεσσαλονίκη, Φεβρουάριος-Μάρτιος 1997· «Το λογοτεχνικό περιοδικό της επαρχίας στον μεσοπόλεμο (1919-1940). Προβληματισμοί και πραγματικότητα», στο: Επιστημονικό Συμπόσιο, Ο περιοδικός τύπος στον Μεσοπόλεμο (26-27.3.1999), Εταιρεία Σπουδών Νεοελληνικού Πολιτισμού και Γενικής Παιδείας (Σχολή Μωραϊτη), σσ. 61-67.
ΒΑΡΙΚΑΣ, ΒΑΣΟΣ: «Η πνευματική Θεσσαλονίκη. Μουσική δωματίου», Τα Νέα (10.7.1947) 2·«Αναμνήσεις, χαρακτηρισμοί, χαιρετισμοί. Αθήνα-Θεσσαλονίκη», Νέα Εστία. Θεσσαλονίκη (1912-1962) 850 (1.12.1962) 1858·
ΒΑΣΙΛΕΙΑΔΗΣ, ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ: «Υπάρχει Σχολή Θεσσαλονίκης;», Νέα Πορεία 160-162 (Ιούνιος-Αύγουστος 1968) 138-140· «Υπάρχει η λεγόμενη Σχολή Θεσσαλονίκης;», Εσπερινή ώρα (18, 24.9.1968 & 2, 8, 25.10.1968).
ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ, ΒΑΣΟΣ: «Γράμματα από την Πρωτεύουσα. Πώς κρίνουν οι Αθηναίοι την πνευματική Θεσσαλονίκη. Ένα άρθρο του κ. Ξενόπουλου», Νέα Αλήθεια (3.2.1938) 1-3· «Συμβολή στη συζήτηση για το εθνικό στοιχείο στην τέχνη», Νέα Πολιτική 3 (Σεπτέμβριος 1938) 864-872.
ΒΑΦΟΠΟΥΛΟΣ, ΓΙΩΡΓΟΣ. Θ.: «Ο Μήνας. Η κριτική του βιβλίου. Το διήγημα. Αλκ. Γιαννόπουλου, Η ηρωική περιπέτεια», Μακεδονικές Ημέρες 2 (Φεβρουάριος 1938) 69-71· «Η παλιά φρουρά», Νέα Εστία. Θεσσαλονίκη (1912-1962) 850 (1.12.1962) 1714-1717· «Η Νέα Πορεία και τα περιοδικά της Θεσσαλονίκης», Νέα Πορεία 119-123 (1965) 11· «Πέτρος Σπανδωνίδης. Ένας χρόνος από το θάνατό του», Νέα Εστία 906 (1965) 432-434· Σελίδες Αυτοβιογραφίας. Το πάθος, τόμ. Α΄, Αθήνα, Εστία, 1970, σσ. 420-421· Σελίδες Αυτοβιογραφίας. Η Ανάσταση, τόμ. Β΄, Αθήνα, Εστία, 1971, σσ. 47-49, 335-343· Σελίδες Αυτοβιογραφίας. Ταξίδια και Παρενθέσεις Β΄, τόμ. Δ΄, Αθήνα, Εστία, 1940-1975, σ. 382· Το πνευματικό πρόσωπο της Θεσσαλονίκης. Ανάτυπο από τον τόμο: Μακεδονία – Θεσσαλονίκη. Aφιέρωμα τεσσαρακονταετηρίδος της Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών, Θεσσαλονίκη, 1980.
ΒΙΣΤΩΝΙΤΗΣ, ΑΝΑΣΤΑΣΗΣ, «Αναζήτηση της συνείδησης. Αναφορές στην πεζογραφία της Θεσσαλονίκης», Νέα Πορεία. Λογοτεχνία της Θεσσαλονίκης 3 (Ιούνης 1988) 135-139, 158-159.
ΒΛΙΖΙΩΤΗΣ, Θ., «Τα κοινωνικά προβλήματα και οι διανοούμενοι. Ο λυτρωτής θεός», Μακεδονικές Ημέρες 3 (1932) 91-96.
ΓΕΩΡΓΙΑΔΗΣ, ΑΧΙΛΛΕΑΣ, «Η Αθήνα και οι επαρχίες», Μορφές 2 (Απρίλιος 1937) 51-53.
ΓEΩΡΓΟΥΛΗΣ, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ. Δ.: «Ομιλίες για την Τέχνη», Μακεδονικές Ημέρες 1 (Μάρτιος 1932) 7-17· «[Προλογικό σημείωμα]», Μακεδονικές Ημέρες 3 (Μάιος 1932) 101 & Μακεδονικές Ημέρες 4 (Ιούνιος 1932) 129.
CHIAPPONE, JEAN-LUC, Le mouvement moderniste de Thessalonique 1932-1939. Figures de l’ intimisme & du cosmopolitisme, Paris, L’ Harmattan, 2006-2009.
ΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ, ΑΛΚΙΒΙΑΔΗΣ: «Ζωγραφική. Έκθεση Γεωργίας Τερλίδου», Μακεδονικές Ημέρες 3-4 (Απρίλιος-Μάιος 1936) 140-145· «Πέτρος Σπανδωνίδης. Ένας χρόνος από το θάνατό του», Νέα Εστία 906 (1965) 429-430.
ΓΟΥΤΗΣ, ΣΤEΛΙΟΣ, – ΠΙΕΡΗΣ, ΜΙΧΑΛΗΣ, «Πεζογράφοι της Θεσσαλονίκης. Εισαγωγή», Ο Πολίτης. Θεσσαλονίκη. Πεζός λόγος 1912-1980. Εισαγωγή, βιβλιογραφία, άρθρα, ανθολογία κειμένων, ειδικό τεύχος (Νοέμβριος 1983) 7-13.
ΔΑΣΚΑΛΟΠΟΥΛΟΣ, ΔΗΜΗΤΡΗΣ, «Μακεδονικές Ημέρες», Εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος Λαρούς Μπριτάννικα, τόμ. 40, Αθήνα, Πάπυρος, 1981-1997, σ. 77.
DE SANCTIS, «Storia», [μτφ. ΜΗ], Μακεδονικές Ημέρες 1 (Μάρτιος 1932) 4.
ΔΕΔΟΥΣΗΣ, ΒΑΣΙΛΗΣ: «Τα βιβλία. Στ. Ξεφλούδας: Εύα», Μακεδονικές Ημέρες 5 (Μάιος 1934) 157-160· «Το δεκαπενθήμερον. Τα γεγονότα και τα ζητήματα. Ένας μύθος», Νέα Εστία 522 (1.4.1949) 450-451.
Δ. Γ. [= Γ. Δέλιος]: «Σημειώματα. Ανθούλας Σταθοπούλου: Νύχτες αγρύπνιας», Μακεδονικές Ημέρες 8 (Οκτώβριος 1932) 283-284· «Ο κ. Δημ. Στ. Δήμου και οι μεταφράσεις του», Μακεδονικές Ημέρες 5-6 (Μάιος-Ιούνιος 1937) 164-165.
ΔΕΛΙΟΣ, ΓΙΩΡΓΟΣ: «Γύρω από τον Γκαίτε», Μακεδονικές Ημέρες 2 (Απρίλιος 1932) 69-74· «Έρευνες: Η θέση της κριτικής στην Ελλάδα», Μακεδονικές Ημέρες 9 (Νοέμβριος 1932) 318-320· «Λογοτεχνικά πρόσωπα», Μακεδονικές Ημέρες 8-9 (Σεπτέμβριος-Οκτώβριος 1935) 313-316· «Το μυθιστόρημα», Μακεδονικές Ημέρες 5-6 (Μάιος-Ιούνιος 1937) 135-141· «Το μυθιστόρημα», Μακεδονικές Ημέρες 7-8 (Ιούλιος-Αύγουστος 1937) 191-200· «Πέτρος Σπανδωνίδης. Ένας χρόνος από το θάνατό του», Νέα Εστία 906 (1965) 435-436· «Υπάρχει η λεγόμενη Σχολή Θεσσαλονίκης;», Εσπερινή Ώρα (18.9.1968)· «[Συνέντευξη]», Τα Νέα (12.11.1972)· «Πεζογραφία, ποίηση, κριτική και δοκιμιογραφία της Θεσσαλονίκης», Νέα Πορεία. Λογοτεχνία της Θεσσαλονίκης 3 (Ιούνης 1988) 90-126.
ΔΗΜΑΡΑΣ, Κ. Θ., «Η κίνησις των ιδεών. Κριτική, ποίηση και ψυχανάλυση», Νέα Εστία 145 (1/1/1933) 46-48.
ΔΗΜΟΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ: «Περιοδικά – Ημερολόγια – Επετηρίδες», Έκθεση βιβλίου για τη Θεσσαλονίκη (10-23.11.1980), σσ. 65-72· Δημήτια ΚΔ΄. Εκατό χρόνια λογοτεχνικού περιοδικού στη Θεσσαλονίκη (1889-1989): έκθεση λογοτεχνικών περιοδικών Θεσσαλονίκης (17 Νοεμβρίου – 3 Δεκεμβρίου 1989), επιμ. Ντ. Χριστιανόπουλος, Θεσσαλονίκη, Δήμος Θεσσαλονίκης, Νοέμβριος 1989.
ΔΗΜΟΥ, ΔΗΜΗΤΡΗΣ. ΣΤ., «Σημείωμα του μεταφραστού», Μακεδονικές Ημέρες 5 (Ιούνιος 1936) 162-163.
ΔΙΚΤΑΙΟΣ, ΆΡΗΣ, «Αναμνήσεις, χαρακτηρισμοί, χαιρετισμοί. Αθήνα-Θεσσαλονίκη», Νέα Εστία. Θεσσαλονίκη (1912-1962) 850 (1.12.1962) 1859.
ΕΛΥΤΗΣ, ΟΔΥΣΣΕΑΣ, «Το δεκαπενθήμερο. Τα γεγονότα και τα ζητήματα. Φιλολογικά ήθη», Νέα Εστία 520 (1.3.1949) 320-321.
ΖΙΩΓΑΣ, ΗΛΙΑΣ: «Έρευνες: Η θέση της κριτικής στην Ελλάδα», Μακεδονικές Ημέρες 9 (Νοέμβριος 1932) 308-311· «Τα βιβλία. Μελέτες. Κλ. Παράσχου, Ίων Δραγούμης», Μακεδονικές Ημέρες 11-12 (Δεκέμβρης 1936) 392-395· «Έρευνα: Η νεοελληνική λογοτεχνία στα τελευταία είκοσι χρόνια», Μακεδονικές Ημέρες 2 (Φεβρουάριος 1938) 55-57.
ΖΩΓΡΑΦΑΚΗΣ, ΓΙΩΡΓΟΣ. Κ.: «Θεσσαλονίκη. Τριάντα χρόνια ποιητικής ζωής», Νέα Εστία 502 (1/6/1948) 707-708· «Τα λογοτεχνικά περιοδικά και ημερολόγια της Θεσσαλονίκης», Θεσσαλονίκη. Εκατό χρόνια λογοτεχνικής ζωής 1878-1978. Ποίηση, πεζός λόγος, δοκίμιο, κριτική, θέατρο, μετάφραση, Θεσσαλονίκη, Π. Ραγιάς, 1980.
ΖΩΡΑΣ, ΓΕΩΡΓΙΟΣ: «Επαρχία και πνευματική ζωή», Νέα Εστία 229 (1.7.1935) 922-928· «Το δεκαπενθήμερον. Περί τα γεγονότα και τα ζητήματα. Επαρχία και πνευματική ζωή», Νέα Εστία 237 (1.11.1936) 1520-1521.
Η ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ, «[Προγραμματικό σημείωμα]», Μακεδονικές Ημέρες 1 (Μάρτιος 1932) 1-3.
ΘΑΣΙΤΗΣ, ΠΑΝΟΣ, «Ποιητικά ρεύματα και ποιητές στη νεώτερη Θεσσαλονίκη», Νέα Εστία 1403 (Χριστούγεννα 1985) 340-342.
ΘΕΜΕΛΗΣ, ΓΙΩΡΓΟΣ: «Ecce criticus», Μακεδονικές Ημέρες 6-7 (Ιούνιος-Ιούλιος 1934) 195-196· «Τα βιβλία. Ποίηση. Ανθούλας Σταθοπούλου-Βαφοπούλου: Έργα», Μακεδονικές Ημέρες 3-4 (Απρίλιος-Μάιος 1936) 137-139· «Ο Μήνας. Η κριτική του βιβλίου. Γ. Δέλιου: Στα ίχνη του άγνωστου θεού», Μακεδονικές Ημέρες 11-12 (Νοέμβριος-Δεκέμβριος 1937) 291-292· «Το κλίμα ψυχής στην ποίηση της Θεσσαλονίκης», Νέα Εστία. Θεσσαλονίκη (1912-1962) 850 (1.12.1962) 1718-1721· «Υπάρχει η λεγόμενη Σχολή Θεσσαλονίκης;», Εσπερινή Ώρα (24.9.1968).
ΘΕΟΤΟΚΑΣ, ΓΙΩΡΓΟΣ, «Έρευνα: Η νεοελληνική λογοτεχνία στα τελευταία είκοσι χρόνια», Μακεδονικές Ημέρες 1 (Ιανουάριος 1938) 11-12.
ΘΡΥΛΟΣ, ΑΛΚΗΣ: «Η ερευνά μας», Μακεδονικές Ημέρες 5 (Ιανουάριος-Φεβρουάριος 1953) 2-3· «Αναμνήσεις, χαρακτηρισμοί, χαιρετισμοί. Αθήνα-Θεσσαλονίκη», Νέα Εστία. Θεσσαλονίκη (1912-1962) 850 (1.12.1962) 1858.
ΚAΖΑΝΤΖΗΣ, ΤΟΛΗΣ: «Η πεζογραφία της Θεσσαλονίκης», Ο Πολίτης. Θεσσαλονίκη. Πεζός λόγος 1912-1980, ειδικό τεύχος (Νοέμβριος 1983) 14-20· «Οι πεζογράφοι και τα λογοτεχνικά περιοδικά της Θεσσαλονίκης μέχρι το 1950», Ο λογοτεχνικός Πολίτης 67-68 (Οκτώβριος-Δεκέμβριος 1984) 97· «Τα λογοτεχνικά περιοδικά της Θεσσαλονίκης», Διαβάζω 128 (9/10/85) 46· «Τα ιστορικά και κοινωνικά δεδομένα και το πνευματικό κλίμα της Θεσσαλονίκης», Διαβάζω 128 (9.10.85) 24-28· «Τα λογοτεχνικά περιοδικά της Θεσσαλονίκης», Νέα Εστία 1403 (Χριστούγεννα 1985) 493-494· «Η πεζογραφία της Θεσσαλονίκης», Νέα Εστία 1403 (Χριστούγεννα 1985) 392-406· «Η πεζογραφία της Θεσσαλονίκης. Σχέδιο μελέτης», Αντί. Αφιέρωμα στην πνευματική Θεσσαλονίκη 324 (Δεκαπενταύγουστος 1986) 13-14· «Κλίμα και περιοδικά της Θεσσαλονίκης. Μια περιδιάβαση στα έντυπα, την ιστορία και την πνευματική της ζωή», Το Τέταρτο 37 (Μάιος 1988) 28-31· «Κλίμα και περιοδικά της Θεσσαλονίκης. Μια περιδιάβαση στα έντυπα, την ιστορία και την πνευματική της ζωή», Το Τέταρτο 38 (Ιούνιος 1988) 29-30·«Λογοτεχνικές σελίδες. Η γενιά του τριάντα και το περιοδικό Μακεδονικές Ημέρες», Επειδή η διαφορά είναι δικαίωμα 31-32 (Νοέμβριος 1989) 54-55· «Οι νέοι πεζογράφοι της Θεσσαλονίκης», Διαγώνιος 7 (Ιούλιος-Σεπτέμβριος 1966) 153· «Σχολή Θεσσαλονίκης: Ένα διαιωνιζόμενο θέμα», Φιλολογική Καθημερινή (8.12.1977) 6· Η πεζογραφία της Θεσσαλονίκης 1912-1983. Μελετήματα 1966-1991, Θεσσαλονίκη, Βάνιας, 1991 [κεφάλαια: «Σχολή Θεσσαλονίκης: Ένα διαιωνιζόμενο θέμα», «Ο τύπος και τα λογοτεχνικά περιοδικά της Θεσσαλονίκης», «Η πεζογραφία της Θεσσαλονίκης ως το 1930. Μια πρώτη ανίχνευσις», «Νίκος Μπακόλας, Γιώργος Ιωάννου, Σάκης Παπαδημητρίου»].
ΚΑΛΑΝΤΖΟΠΟΥΛΟΥ, ΒΙΚΥ, Συμβολή στη μελέτη των λογοτεχνικών και ημιλογοτεχνικών περιοδικών της Θεσσαλονίκης (1889-1932), Θεσσαλονίκη, Διαγώνιος, 1989.
ΚΑΡΑΒΟΛΑΝΗ-ΧΟΥΡΜΟΥΖΙΑΔΗ, ΜΑΡΙΑ, Η λογοτεχνία της Θεσσαλονίκης. Συζητήσεις με τον Ντίνο Χριστιανόπουλο, τον Τόλη Καζαντζή και τον Πρόδρομο Μάρκογλου, Θεσσαλονίκη, χ. έ., 1993, σσ. 16-43.
ΚΑΡΑΝΤΩΝΗΣ, ΑΝΤΡΕΑΣ: «Σημειώματα. Η καθαρή ποίηση κ’ εμείς», Μακεδονικές Ημέρες 4 (Ιούνιος 1932) 158-161· «Σημειώματα: Στέλιου Ξεφλούδα, Εσωτερική Συμφωνία», Μακεδονικές Ημέρες 5-6 (Ιούλιος-Αύγουστος 1932) 209-213· «Γράμματα [για τον εσωτερικό μονόλογο]», Μακεδονικές Ημέρες 8 (Οκτώβριος 1932) 288-292· «Επίκαιρα θέματα. Η λογοτεχνία μας το 1935 (επισκόπηση της χρονιάς)», Τα Νέα Γράμματα 2 (1935) 165· «Αναμνήσεις, χαρακτηρισμοί, χαιρετισμοί. Αθήνα-Θεσσαλονίκη», Νέα Εστία. Θεσσαλονίκη (1912-1962) 850 (1.12.1962) 1861.
ΚΑΡΑΟΓΛΟΥ, Χ. Λ.: «Βιβλιογραφώντας τα περιοδικά του μεσοπολέμου», στο: Επιστημονικό Συμπόσιο, Ο περιοδικός τύπος στον Μεσοπόλεμο (26-27.3.1999), Εταιρεία Σπουδών Νεοελληνικού Πολιτισμού και Γενικής Παιδείας (Σχολή Μωραϊτη), σσ. 219, 225· «Μια περιδιάβαση στα λογοτεχνικά περιοδικά της Θεσσαλονίκης», στο: Σφυρίδης, Π. (επιμ.), Φυτώρια λογοτεχνίας στη Θεσσαλονίκη. Τα λογοτεχνικά περιοδικά της πόλης στον 20ο αιώνα. Πρακτικά συνεδρίου 18-19 Νοεμβρίου 2005 (μα’ Δημήτρια), Δημοτική Βιβλιοθήκη Θεσσαλονίκης, 2006, σσ. 262-266.
ΚΑΡΑΤΖΑΣ, ΝΙΚΟΣ, «Χρονολογικό και περιγραφικό σχόλιο», Το Δέντρο. Ποιητές της Θεσσαλονίκης 1930-1980 18 (Ιανουάριος 1981) 14.
ΚΕΧΑΓΙΑ-ΛΥΠΟΥΡΛΗ, ΑΓΛΑΪΑ (επιμ.): Το περιοδικό Μακεδονικές Ημέρες (1932-1939, 1952-1953): Έκθεση τευχών και εκδόσεων, Θεσσαλονίκη, Δήμος Θεσσαλονίκης – Βαφοπούλειο Πνευματικό Κέντρο, Δεκέμβριος 1986· «“Αγαπητέ μου Βασίλη:” Συμπληρωματικά στοιχεία για την ιστορία των Μακεδονικών Ημερών από την αλληλογραφία Ξεφλούδα-Τατάκη», Μνήμη Σταμάτη Καρατζά. Ερευνητικά προβλήματα νεοελληνικής φιλολογίας και γλωσσολογίας. Πρακτικά επιστημονικής συνάντησης (Θεσσαλονίκη, 5-7.5.1988), Θεσσαλονίκη, ΑΠΘ, 1990, σσ. 257-270· «Από τη συντροφιά των Μακεδονικών Ημερών: Στ. Ξεφλούδας, Γ. Δέλιος, Αλκ. Γιαννόπουλος», Πρακτικά Συνεδρίου Παραμυθία Θεσσαλονίκης. Η πεζογραφία στη Θεσσαλονίκη από το 1912 έως το 1995, επιμ. Π. Σφυρίδης, Θεσσαλονίκη, Ο.Π.Π.Ε., 1997, σσ. 68-92· «Το πρωτοποριακό λογοτεχνικό περιοδικό της Θεσσαλονίκης Μακεδονικές Ημέρες (1932-1939)», στο: Σφυρίδης, Π. (επιμ.), Φυτώρια λογοτεχνίας στη Θεσσαλονίκη. Τα λογοτεχνικά περιοδικά της πόλης στον 20ο αιώνα. Πρακτικά συνεδρίου 18-19 Νοεμβρίου 2005 (μα’ Δημήτρια), Δημοτική Βιβλιοθήκη Θεσσαλονίκης, 2006, σσ. 41-42.
ΚΕΧΑΓΙΟΓΛΟΥ, ΓΙΩΡΓΟΣ, «Η λογοτεχνική παραγωγή στη Θεσσαλονίκη μετά το 1912», στο: Ι. Κ. Χασιώτης (επιμ.), Τοις αγαθοίς βασιλεύουσα Θεσσαλονίκη. Ιστορία και Πολιτισμός, τόμ. 2, Θεσσαλονίκη, Παρατηρητής, 1997, σσ. 276-299.
ΚΙΤΣΟΠΟΥΛΟΣ, ΓΙΩΡΓΟΣ: «Παράδοση εσωτερικότητας. [Οι πεζογράφοι της Θεσσαλονίκης]», Νέα Εστία. Θεσσαλονίκη (1912-1962) 850 (1.12.1962) 1782-1784· «Υπάρχει η λεγόμενη Σχολή Θεσσαλονίκης;», Εσπερινή Ώρα (8.10.1968).
ΚΛΑΡΑΣ, ΜΠΑΜΠΗΣ Δ., «Το δεκαπενθήμερο. Τα γεγονότα και τα ζητήματα. Βάσος Βασιλείου», Νέα Εστία 1382 (15.2.1985) 194.
ΚΟΡΦΗΣ, ΤΑΣΟΣ, «Ο εσωτερικός μονόλογος μέσα από θεωρητικά κείμενα πεζογράφων της γενιάς του ’30», Ματιές στη λογοτεχνία του μεσοπολέμου, Αθήνα, Πρόσπερος, 1991, σσ. 183-191.
ΚΟΣΜΑΣ, ΣΤΑΥΡΑΚΙΟΣ, «Ο εσωτερικός μονόλογος», Το 3ο μάτι (1935) 25-26.
ΚΟΤΖΙΟΥΛΑΣ, ΓΙΩΡΓΟΣ., «Έρευνες: Η θέση της κριτικής στην Ελλάδα», Μακεδονικές Ημέρες 10-11 (Δεκέμβριος 1932-Ιανουάριος 1933) 346-353.
ΚΟΥΜΕΝΟΣ, ΙΩΑΝΝΗΣ, «Τα λογοτεχνικά περιοδικά και ημερολόγια της Θεσσαλονίκης», στο: Θεσσαλονίκη. Εκατό χρόνια λογοτεχνικής ζωής 1878-1978. Ποίηση, πεζός λόγος, δοκίμιο, κριτική, θέατρο, μετάφραση, πρόλογος-επιμέλεια Κ. Ζωγραφάκη, Θεσσαλονίκη, Βιβλιοπωλείο Π. Ραγιά, 1980, σ. 28.
ΚΟΥΝΕΝΑΚΗ, ΠΕΓΚΥ, «Αφιέρωμα. Λογοτέχνες της Θεσσαλονίκης. Καθοριστική είναι η παρουσία τους στη νεοελληνική λογοτεχνία», στο: Επτά Ημέρες της εφ.: Η Καθημερινή (2.2.1997) 2.
ΚΥΡΟΥ, ΚΛΕΙΤΟΣ, – ΦΩΣΤΙΕΡΗΣ, ΑΝΤΩΝΗΣ, «Σε β΄ πρόσωπο. Μια συνομιλία του Κλείτου Κύρου με τον Αντώνη Φωστιέρη και το Θανάση Νιάρχο», Η Λέξη 38 (Οκτώβρης 1984) 727-728.
ΛΕΒΑΝΤΑΣ, ΧΡΗΣΤΟΣ: «Έρευνες: Η θέση της κριτικής στην Ελλάδα», Μακεδονικές Ημέρες 8 (Οκτώβριος 1932) 276· «Έρευνα: Η νεοελληνική λογοτεχνία στα τελευταία είκοσι χρόνια», Μακεδονικές Ημέρες 4 (Απρίλιος 1938) 134-135.
ΜΑΓΓ [ΑΝΑΡΗΣ], ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ. Ν., «Βιβλιοκρισία», Ελληνική Επιθεώρηση (1936) 115.
Μ.Η.: «Σημειώματα. Εμείς και οι άλλοι. “Φιλολογική αποκέντρωσις”», Μακεδονικές Ημέρες 12 (Φεβρουάριος 1933) 408-409· «Οι νέοι των επαρχιών», Αθηναϊκά Νέα (3.3.1933)· «Επαρχία και πρωτεύουσα», Μακεδονικές Ημέρες 6-7 (Ιούνιος-Ιούλιος 1934) 193-195· «Σχόλια», Μακεδονικές Ημέρες 3 (Απρίλιος 1935) 143· «Ανθούλα Σταθοπούλου-Βαφοπούλου», Μακεδονικές Ημέρες 4 (Μάιος 1935) 183-185· «Σχόλια», Μακεδονικές Ημέρες 10 (Νοέμβριος 1935) 384· «Σχόλια. Δύο περιοδικά», Μακεδονικές Ημέρες 2 (Μάρτιος 1936) 100· «Χρονικά», Μακεδονικές Ημέρες 3-4 (Απρίλιος-Μάιος 1936) 150· «Χάρης Αλεξίου», Μακεδονικές Ημέρες 5-6 (Μάιος-Ιούνιος 1937) 158-159· «Γύρω απ’ την κίνηση», Μακεδονικές Ημέρες 11-12 (Νοέμβριος – Δεκέμβριος 1937) 265· «Γύρω απ’ την κίνηση», Μακεδονικές Ημέρες 1 (Ιανουάριος 1938) 4· «Φιλολογικές Επικαιρότητες», Μακεδονικές Ημέρες 1 (Ιανουάριος 1938) 46· «Γύρω απ’ την κίνηση», Μακεδονικές Ημέρες 1 (Ιανουάριος 1938) 1· «Φιλολογικές επικαιρότητες», Μακεδονικές Ημέρες 2 (Φεβρουάριος 1938) 75· «Ο Μήνας. Σχόλια», Μακεδονικές Ημέρες 4 (Απρίλιος 1938) 136· «Χρονικά», Μακεδονικές Ημέρες 1 (Ιανουάριος-Φεβρουάριος 1939) 30.
ΜΑΚΡΗΣ, ΣΟΛΩΝ: «Πεζογράφοι της Θεσσαλονίκης», Κριτικά Φύλλα 10 (1973) 255-257· «Πεζογράφοι της Θεσσαλονίκης», Κριτικά Φύλλα 14 (1974) 131· «Τα βιβλία. Γ. Θ. Βαφόπουλος: Το πνευματικό πρόσωπο της Θεσσαλονίκης», Νέα Εστία 1337 (13.3.1983) 407-408.
ΜΑΡΑΓΚΟΠΟΥΛΟΣ, ΆΡΗΣ, «Λογοτεχνικά περιοδικά παρεμβαίνουν δυναμικά στην πνευματική και πολιτιστική ζωή της πόλης», Η Καθημερινή (2.2.1997) 26.
ΜΑΣΤΡΟΔΗΜΗΤΡΗΣ, ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ. Δ., «Τα βιβλία. Γ. Θ. Βαφόπουλος, Το πνευματικό πρόσωπο της Θεσσαλονίκης. Ανάτυπο από τον τόμο: Μακεδονία – Θεσσαλονίκη. Aφιέρωμα τεσσαρακονταετηρίδος της Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών, Θεσσαλονίκη, 1980», Νέα Εστία 1292 (1.5.1981) 620.
ΜΕΝΤΖΕΛΟΣ, ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ: «Ιδεολογία και Αντι-ιδεαλισμός», Μακεδονικές Ημέρες 5-6 (Ιούλιος – Αύγουστος 1932) 198-202· «Έρευνες: Η θέση της κριτικής στην Ελλάδα», Μακεδονικές Ημέρες 8 (Οκτώβριος 1932) 276-280· «Γράμματα [για τον εσωτερικό μονόλογο]», Μακεδονικές Ημέρες 8 (Οκτώβριος 1932) 292-293· «Η εποχή μας κι ο Καστανάκης», Μακεδονικές Ημέρες 10-11 (Δεκέμβριος 1932- Ιανουάριος 1933) 357-362· «Ο εσωτερικός μονόλογος», Ο Κύκλος 4 (1933) 163-168.
ΜΙΚΕ, ΜΑΙΡΗ, «Η συντροφιά του Μεσοπολέμου. Ο κατευθυντήριος ρόλος του περιοδικού Μακεδονικές Ημέρες, στην εντόπια λογοτεχνία», στο: Επτά Ημέρες της εφ. Η Καθημερινή (2.2.1997) 7-9.
ΜΙΚΕ, ΜΑΙΡΗ, – ΓΚΑΝΑ, ΛΕΝΑ, «Εσωτερικός μονόλογος. Αναδρομική περιδιάβαση και σύγχρονη προβληματική μιας αφηγηματικής τεχνικής», Φιλόλογος 48 (Καλοκαίρι 1987) 136-160.
ΜΙΧΑΗΛΙΔΗΣ, Κ. Μ., «Έρευνα: Η νεοελληνική λογοτεχνία στα τελευταία είκοσι χρόνια», Μακεδονικές Ημέρες 3 (Μάρτιος 3) 100-101.
ΜΠΑΚΟΛΑΣ, ΝΙΚΟΣ: «Πεζογράφοι της Θεσσαλονίκης», Διαβάζω 128 (1985) 30-31· «Κορυφώσεις στα λογοτεχνικά περιοδικά της Θεσσαλονίκης», Αντί. Αφιέρωμα στην πνευματική Θεσσαλονίκη 324 (Δεκαπενταύγουστος 1986) 44-45· «Πεζογραφία και Δημοσιογραφία. Η πορεία τους από το 1912 και μετά», Σύναξη. Τριμηνιαία έκδοση σπουδής στην Ορθοδοξία 63 (Ιούλιος-Σεπτέμβριος 1997) 83.
ΜΠΕΧΛΙΚΟΥΔΗ, ΔΗΜΗΤΡΑ. Γ., Όψεις του Νεοελληνικού Μυθιστορήματος του Μεσοπολέμου. Μια συγκριτική προοπτική, Αθήνα, Παπαζήσης, 2005.
ΜΠΗΤΟΣ, ΙΩΑΝΝΗΣ, «Μικρή συμβολή στη μακεδονική λογοτεχνία», Μορφές 2 (Απρίλης 1936) 43-46.
ΜΥΛΩΓΙΑΝΝΗΣ, ΓΙΩΡΓΟΣ. Μ., «Έρευνα: Η νεοελληνική λογοτεχνία στα τελευταία είκοσι χρόνια», Μακεδονικές Ημέρες 2 (Φεβρουάριος 1938) 53-55· «Η πνευματική Θεσσαλονίκη», Εργασία 424 (13.2.1938) 191.
ΝΙΚΒΑΣ, ΝΤΟΛΗΣ, «Έρευνες: Η θέση της κριτικής στην Ελλάδα», Μακεδονικές Ημέρες 8 (Οκτώβριος 1932) 274-276.
ΝΙΚΗΦΟΡΟΣ, Π., «Η πνευματική κίνηση στη Θεσσαλονίκη. Μερικές παρατηρήσεις», Επιθεώρηση Τέχνης 94-95 (Οκτώβριος-Νοέμβριος 1962) 473.
ΝΙΚΟΛΑΡΕÏΖΗΣ, ΔΗΜΗΤΡΗΣ: «Έρευνα: Η νεοελληνική λογοτεχνία στα τελευταία είκοσι χρόνια», Μακεδονικές Ημέρες 2 (Φεβρουάριος 1938) 50-53· «Το μυθιστόρημα των νέων και η παράδοση του εσωτερισμού», Δοκίμια Κριτικής, Αθήνα, Φέξης, 1962, σσ. 193-202.
ΞΕΙΝΟΣ, ΓΙΩΡΓΟΣ, «Ανατρίχιασμα στο περίγραμμα της πεζογραφίας της Θεσσαλονίκης (το γιατί, το τι, το πώς)», Νέα Πορεία. Λογοτεχνία της Θεσσαλονίκης 3 (Ιούνης 1988) 215-232.
ΞΕΝΟΠΟΥΛΟΣ, ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ: «Η Θεσσαλονίκη επαναστατεί», Αθηναϊκά Νέα (30.1.1938)· «Η πνευματική ζωή. Μια “Σχολή” που δεν υπάρχει», Αθηναϊκά Νέα (5.6.1938) 1-2.
ΞΕΦΛΟΥΔΑΣ, ΣΤΕΛΙΟΣ: «Τα βιβλία. Αλκ. Γιαννόπουλου: Κεφάλια στη σειρά», Μακεδονικές Ημέρες 11-12 (Νοέμβριος-Δεκέμβριος 1934) 279-280· Εσωτερική Συμφωνία, Θεσσαλονίκη, χ.έ., 1935, σσ. 5-7· «Σχόλια», Μακεδονικές Ημέρες 4 (Μάιος 1935) 159-163· «Τα βιβλία. Στ. Κοσμά: Αντρέας Δημακούδης», Μακεδονικές Ημέρες 4 (Μάιος 1935) 187-188· «Απάντηση σε κάποιες συστάσεις», Μακεδονικές Ημέρες 11 (Δεκέμβριος 1935) 423-425· «Τα βιβλία. Π. Σπανδωνίδη: Εισαγωγή στην αρχαία ελληνική τραγωδία», Μακεδονικές Ημέρες 12 (Ιανουάριος 1936) 472-474· «Σκέψεις και παρατηρήσεις. Ο λογοτέχνης και το περιβάλλον», Μακεδονικές Ημέρες 6-7 (Ιούλιος-Αύγουστος 1936) 215-217· «Σκέψεις και παρατηρήσεις. Μοναξιά», Μακεδονικές Ημέρες 5-6 (Μάιος – Ιούνιος 1937) 133-134·«Τα βιβλία: Π. Σπανδωνίδη, Η πεζογραφία των νέων 1929-1933», Μακεδονικές Ημέρες 6-7 (Ιούνιος-Ιούλιος 1937) 197-198· «Σχόλια», Μακεδονικές Ημέρες 11-12 (Νοέμβριος-Δεκέμβριος 1937) 276-277· «Αναμνήσεις, χαρακτηρισμοί, χαιρετισμοί. Αθήνα-Θεσσαλονίκη», Νέα Εστία. Θεσσαλονίκη (1912-1962) 850 (1.12.1962) 1861-1862· «Πέτρος Σπανδωνίδης. Ένας χρόνος από το θάνατό του», Νέα Εστία 906 (1965) 429-432.
Ο ΒΡΑΔΥΝΟΣ, «Δεν μιμείται», Η Απογευματινή (11.4.1933).
Ο ΣΥΝΕΡΓΑΤΗΣ Α [= Τ. Αλαβέρας], «Η εμφάνιση της γενιάς του 30 στα γράμματα της Θεσσαλονίκης. Μακεδονικές Ημέρες, το πρωτοποριακό για την εποχή του περιοδικό, διέκοψε πριν 30 χρόνια την κυκλοφορία του. Η λεγόμενη “Σχολή της Θεσσαλονίκης”», Εσπερινή ώρα (25/6/1968) 6.
ΠΑΓΑΝΟΣ, ΓΙΩΡΓΟΣ. Δ., «Η ομάδα των Μακεδονικών Ημερών και η “Σχολή Θεσσαλονίκης”», Μοντερνισμός και πρωτοπορίες, Αθήνα, Σαββάλας, 2003, σσ. 46-47, 123-149.
Π. Κ. [= Κ. Παλαιολόγος], «Με τον λογοτέχνη κ. Γιώργο Δέλιο», Μακεδονία (17.1.1938).
ΠΑΠΑΓΙΩΡΓΙΟΥ, ΝΑΠΟΛΕΩΝ, «Έρευνες: Η θέση της κριτικής στην Ελλάδα», Μακεδονικές Ημέρες 9 (Νοέμβριος 1932) 311-316.
ΠΑΠΠΑΣ, ΝΙΚΟΣ. Δ.: «Έρευνες: Η θέση της κριτικής στην Ελλάδα», Μακεδονικές Ημέρες 10-11 (Δεκέμβριος 1932-Ιανουάριος 1933) 353-355· «Αισθητικά. Η πνευματική Θεσσαλονίκη», Καθημερινή (31.1.1938) 3-4· «Έρευνα: Η νεοελληνική λογοτεχνία στα τελευταία είκοσι χρόνια», Μακεδονικές Ημέρες 2 (Φεβρουάριος 1938) 57-58· «Η ερευνά μας», Μακεδονικές Ημέρες 4 (Δεκέμβριος 1952) 7-8·
ΠΑΡΑΝΟΥΣΗ, ΧΡΥΣΑ, «Τυπογραφεία-εφημερίδες-λογοτεχνικά περιοδικά στη Θεσσαλονίκη, τέλη 19ου αιώνα-αρχές 20ου αι.», Τριγώνιο (1985) 81-84.
ΠΑΡΑΣΧΟΣ, ΚΛΕΩΝ. Β.: «Η πνευματική ζωή στην επαρχία», Το Νέον Κράτος 4 (1937) 405-409· «Αναμνήσεις, χαρακτηρισμοί, χαιρετισμοί. Αθήνα-Θεσσαλονίκη», Νέα Εστία. Θεσσαλονίκη (1912-1962) 850 (1.12.1962) 1863.
ΠΑΥΛΕΑΣ, ΣΑΡΑΝΤΟΣ, «Υπάρχει η λεγόμενη Σχολή Θεσσαλονίκης;», Εσπερινή Ώρα (18.9.1968).
ΠΕΡΑΝΘΗΣ, ΜΙΧΑΗΛ, «Πέτρος Σπανδωνίδης», Ελληνική Πεζογραφία. Από την άλωση ως σήμερα, τόμ. Δ΄, χ.τ., Εκδόσεις έργων Περάνθη, [19–], σ. 570.
ΠΗΝΙΑΤΟΓΛΟΥ, ΛΑΖΑΡΟΣ: «Το βιβλίο του αισθησιασμού», Μακεδονικές Ημέρες 4 (Ιούνιος 1932) 146-152· «Γράμματα [για τον εσωτερικό μονόλογο]», Μακεδονικές Ημέρες 7 (Σεπτέμβριος 1932) 247-250· «Έρευνες: Η θέση της κριτικής στην Ελλάδα», Μακεδονικές Ημέρες 8 (Οκτώβριος 1932) 272-274· «Μερικές απόψεις γύρω στο ελληνικό μυθιστόρημα», Μακεδονικές Ημέρες 12 (Φεβρουάριος 1933) 391-397.
ΠΙΣΤΑΣ, ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ. Σ.: «Η λογοτεχνική Θεσσαλονίκη (Ι). Τα πρόσωπα και τα περιοδικά», Εν Θεσσαλονίκη, άρθρα και σημειώματα, Θεσσαλονίκη, Διαγώνιος, 1973, σ. 32· «Η λογοτεχνική Θεσσαλονίκη (ΙΙ). Τα χρόνια 1920-1935 κι ο Γ. Μόδης», Εν Θεσσαλονίκη, ό.π., σσ. 39-43.
ΠΟΛΙΤΗΣ, ΚΟΣΜΑΣ, «Έρευνα: Η νεοελληνική λογοτεχνία στα τελευταία είκοσι χρόνια», Μακεδονικές Ημέρες 1 (Ιανουάριος 1938) 12-13.
ΠΡΑΤΣΙΚΑΣ, ΓΕΩΡΓΙΟΣ, «Έρευνα: Η νεοελληνική λογοτεχνία στα τελευταία είκοσι χρόνια», Μακεδονικές Ημέρες 4 (Απρίλιος 1938) 132-133.
ρ. μ. [=Μ. Ροδάς], «Τα ελληνικά», Ελεύθερον Βήμα (8.3.1931).
ΡΟΔΑΣ, ΜΙΧΑΗΛ, «Μακεδονική ζωή. Η πνευματική Θεσσαλονίκη. Ιδέες γι’ αγαθούς σκοπούς», Ελεύθερον Βήμα (27.12.1934) 1.
ΣΑΡΑΝΤΑΡΗΣ, ΓΙΩΡΓΟΣ: «Παρενθέσεις», Μακεδονικές Ημέρες 2 (Μάρτιος 1936) 79-81· «Παρενθέσεις», Μακεδονικές Ημέρες 6-7 (Ιούλιος-Αύγουστος 1936) 237-239· «Παρενθέσεις», Μακεδονικές Ημέρες 1-2 (Ιανουάριος -Φεβρουάριος 1937) 52-53· «Έρευνα: Η νεοελληνική λογοτεχνία στα τελευταία είκοσι χρόνια», Μακεδονικές Ημέρες 1 (Ιανουάριος 1938) 13-15.
ΣΙΑΤΟΠΟΥΛΟΣ, ΔΗΜΗΤΡΗΣ, «Οι πρώτες εφημερίδες και τα περιοδικά του Ελληνισμού», Νέα Εστία 1291 (15.4.1981) 528.
ΣΙΔΕΡΗΣ, ΓΙΑΝΝΗΣ, «Έρευνες: Η θέση της κριτικής στην Ελλάδα», Μακεδονικές Ημέρες 9 (Νοέμβριος 1932) 316-318.
ΣΚΑΡΙΜΠΑΣ, ΓΙΑΝΝΗΣ: «Ζητήματα ηθικής τάξεως», Μακεδονικές Ημέρες 1 (Ιανουάριος 1938) 1-2· «Έρευνα: Η νεοελληνική λογοτεχνία στα τελευταία είκοσι χρόνια», Μακεδονικές Ημέρες 3 (Μάρτιος 1938) 98-100.
ΣΠΑΛΑΣ, ΠΑΝΟΣ, «Έρευνες: Η θέση της κριτικής στην Ελλάδα», Μακεδονικές Ημέρες 8 (Οκτώβριος 1932) 280-283.
ΣΠΑΝΔΩΝΙΔΗΣ, ΠΕΤΡΟΣ: «Καθρεφτίσματα», Μακεδονικές Ημέρες 1 (Μάρτιος 1932) 29-31· «Καθρεφτίσματα», Μακεδονικές Ημέρες 2 (Απρίλιος 1932) 78-81· «Σημειώματα. Αντρέα Καραντώνη: Ο ποιητής Σεφέρης», Μακεδονικές Ημέρες 3 (Μάιος 1932) 119-121· «Η καθαρή ποίηση», Μακεδονικές Ημέρες 4 (Ιούνιος 1932) 161-163· «Καθρεφτίσματα», Μακεδονικές Ημέρες 10-11 (Δεκέμβριος 1932-Ιανουάριος 1933) 340-345· «Η πεζογραφία των νέων 1929-1933», Μακεδονικές Ημέρες 1 (Ιανουάριος 1934) 13-28· «Η πεζογραφία των νέων (1929-1933)», Μακεδονικές Ημέρες 2 (Φεβρουάριος 1934) 37-52· «Η πεζογραφία των νέων 1929-1933», Μακεδονικές Ημέρες 3 (Μάρτιος 1934) 69-76· «Τα βιβλία. Γ. Δέλιου: Οι άνθρωποι που νοσταλγούν», Μακεδονικές Ημέρες 5 (Μάιος 1934) 162-164· «Αντίλαλοι», Μακεδονικές Ημέρες 6-7 (Ιούνιος-Ιούλιος 1934) 202· «Αποστολάκης και Σολωμός», Μακεδονικές Ημέρες 11-12 (1934) 238-258· «Για μια νέα σταυροφορία», Μακεδονικές Ημέρες 8 (Σεπτέμβριος 1936) 294-299· «Τα βιβλία. Ποίηση», Μακεδονικές Ημέρες 9-10 (Οκτώβριος-Νοέμβριος 1936) 337-338· «Απαντήσεις από την Θεσσαλονίκην προς τον Κ. Ξενόπουλον: Σεβαστέ μου κ. Ξενόπουλε, Επιτρέψατέ μου…», Αθηναϊκά Νέα (8.2.1938)· «Ο Μήνας. Τα βιβλία. Η πεζογραφία. Αλκ. Γιαννόπουλου: Ηρωική περιπέτεια (διηγήματα)», Μακεδονικές Ημέρες 3 (Μάρτιος 1938) 104-108· «Η ζωή που αγαπά τον εαυτό της», Μακεδονικές Ημέρες 5-7 (Μάιος – Ιούνιος – Ιούλιος 1938) 160-185· Επιστήμη και λογοτεχνική κριτική, Θεσσαλονίκη, χ.έ., 1947, σ. 15· «Η επανέκδοση», Μακεδονικές Ημέρες 1 (Σεπτέμβριος 1952) 1· «Παρερμηνείες», Μακεδονικές Ημέρες 3 (Νοέμβριος 1952) 5· «Η έρευνά μας», Μακεδονικές Ημέρες 4 (Δεκέμβριος 1952) 6-7· «Η ερευνά μας», Μακεδονικές Ημέρες 5 (Ιανουάριος-Φεβρουάριος 1953) 3-4· «Ο εσωτερικός μονόλογος», Νέα Πορεία 37 (Μάρτιος 1958) 57-60· «Τα χρόνια μου και τα χαρτιά μου», Νέα Πορεία 41-42 (Ιούλιος-Αύγουστος 1958) 209· «Οι σύγχρονοι κριτικοί μας. Οι δοκιμιογράφοι. Μέρος Α΄», Νέα Πορεία 47 (Ιανουάριος 1959) 8-9· «Καθρεφτίσματα», Νέα Πορεία 56-57 (Οκτώβριος-Νοέμβριος 1959) 338-342· Η σύγχρονη λογοτεχνική Σαλονίκη, Θεσσαλονίκη, Τυπογραφείο του Ελληνισμού, 1960· «Ο πνευματικός κόσμος της Μακεδονίας. Οι συγγραφείς της Θεσσαλονίκης. Μια πλειάδα ανθρώπων του πνεύματος, ποιητών και στοχαστών ανέτειλε τα τελευταία χρόνια», Το Βήμα (26.10.1962) 5· «Σε αναζήτηση μιας φυσιογνωμίας», Νέα Εστία. Θεσσαλονίκη (1912-1962) 850 (1.12.1962) 1710-1711· «Γιώργος Δέλιος», Νέα Εστία 74 (1963) 1702-1704· «Αλκ. Γιαννόπουλου, Η τυφλόμυγα» Νέα Πορεία (Ιανουάριος-Φεβρουάριος 1963) 34· «Σε αναζήτηση μιας νέας πεζογραφίας», Καθημερινή (30.7.1963)· «Η απολογία μου», Νέα Πορεία 107-108 (1964) 4· «Ανέκδοτες σελίδες. Η πνευματική μου δράση και δημιουργία», επιμ. Π. Χάρης, Νέα Εστία 1057 (15.7.1971) 923-924· «Εντυπώσεις και σκέψεις. Η σύγχρονη Σαλονίκη (1930)», Αιολικά Γράμματα 87-90 (Μάης-Δεκέμβρης 1985) 176·
Σ. Κ. [= Κ. Σταματίου], «Περιοδικά λόγου και τέχνης της Θεσσαλονίκης», Τα Νέα (17.10.1987) 32.
ΣΤΕΡΓΙΟΠΟΥΛΟΣ, ΚΩΣΤΑΣ: «Η πεζογραφία του Στέλιου Ξεφλούδα και ο εσωτερικός μονόλογος», Εποχές 43 (Νοέμβριος 1966) 427-428 & Περιδιαβάζοντας. Από τη μεσοπολεμική στη μεταπολεμική πεζογραφία, τόμ. Γ΄, Αθήνα, Κέδρος, 19943, σσ. 103-113· «Σχολή Θεσσαλονίκης. Ένα θέμα για συζήτηση», Νέα Εστία 1403 (Χριστούγεννα 1985) 330-339· «Μια ματιά στον εσωτερικό μονόλογο», Ανακύκληση 10 (Ιούλιος-Αύγουστος 1987) 145· «Γιώργος Δέλιος. Ένας άλλος του εσωτερικού μονολόγου», Νέα Εστία 1571 (Χριστούγεννα 1992) 193-195 & Περιδιαβάζοντας. Από τη μεσοπολεμική στη μεταπολεμική πεζογραφία, ό.π., σσ. 114-123· Περιδιαβάζοντας. Γύρω στη νεοτερική ποίησή μας, τόμ. Ε΄, Αθήνα, Κέδρος, 2000· «Σχολή Θεσσαλονίκης. Ένα θέμα για συζήτηση», Περιδιαβάζοντας. Από τα σχήματα στα πρόσωπα, τόμ. ΣΤ΄, Αθήνα, Κέδρος, 2004, σσ. 83-98.
ΣΥΚΟΥΤΡΗΣ, ΙΩΑΝΝΗΣ, «Tο δεκαπενθήμερον. Περί τα γεγονότα και τα ζητήματα. Η πνευματική αφύπνισις της Επαρχίας», Νέα Εστία 232 (15.8.1936) 1153.
ΣΦΑΚΙΑΝΑΚΗΣ, ΓΙΑΝΝΗΣ, «Έρευνα: Η νεοελληνική λογοτεχνία στα τελευταία είκοσι χρόνια», Μακεδονικές Ημέρες 3 (Μάρτιος 3) 95-98.
ΣΦΥΡΙΔΗΣ, ΠΕΡΙΚΛΗΣ: «Η λογοτεχνική ζωή της Θεσσαλονίκης», Διαβάζω 356 (Οκτώβριος 1995) 48-52· Η πεζογραφία στη Θεσσαλονίκη από το 1912 έως το 1995. Πρακτικά συνεδρίου Παραμυθία Θεσσαλονίκης, Θεσσαλονίκη, Ο.Π.Π.Ε., 1997, σσ. 14-15· «“Εσωτερικός μονόλογος” και “νέο-ρεαλιστική πρόζα”», Οδός Πανός. Η λογοτεχνία της Θεσσαλονίκης 133 (Ιούλιος-Σεπτέμβριος 2006) 34-37· Φυτώρια λογοτεχνίας στη Θεσσαλονίκη. Τα λογοτεχνικά περιοδικά της πόλης στον 20ο αιώνα. Πρακτικά συνεδρίου 18-19 Νοεμβρίου 2005 (μα’ Δημήτρια), Δημοτική Βιβλιοθήκη Θεσσαλονίκης, 2006.
ΣΩΤΗΡΙΟΥ, ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ: «Η λογοτεχνική Θεσσαλονίκη», Μακεδονική Ζωή 3 (Αύγουστος 1966) 42· «Η λογοτεχνική Θεσσαλονίκη», Μακεδονική Ζωή 4 (Σεπτέμβριος 1966) 18.
ΤΑΤΑΚΗΣ, ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ. Ν., «Στη Θεσσαλονίκη (1930-1932)», Απομνημονεύματα: βιογραφική μυθιστορία, Αθήνα, ΜΙΕΤ, 1994, σσ. 402-403.
ΤΕΡΖΑΚΗΣ, ΆΓΓΕΛΟΣ: «Έρευνες: Η θέση της κριτικής στην Ελλάδα», Μακεδονικές Ημέρες 8 (Οκτώβριος 1932) 269-272· «Έρευνα: Η νεοελληνική λογοτεχνία στα τελευταία είκοσι χρόνια», Μακεδονικές Ημέρες 2 (Φεβρουάριος 1938) 58-59.
ΤΖΙΜΟΥΡΤΑΣ, ΓΙΑΝΝΗΣ, – ΑΛΕΞΑΝΔΡΗ, ΛΙΑΝΑ, – ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗΣ, ΑΓΓΕΛΟΣ, – ΙΩΑΝΝΙΔΗ, ΘΑΛΕΙΑ, – ΤΣΕΛΕΠΗ, ΜΑΡΙΑ, – ΜΥΡΤΣΙΩΤΗ, ΓΙΩΤΑ, «Αφιέρωμα: 2.300 χρόνια Θεσσαλονίκη», Ένα 15 (1985) 67-78.
ΤΡΑΪΑΝΟΣ, ΜΑΝΟΣ, «Η κριτική ως εκδούσα αρχή: το παράδειγμα της “Σχολής της Θεσσαλονίκης”»· ανασύρθηκε από: http://www.eens.org/EENS_congresses/2010/Manos_Traianos.pdf.
ΤΣΑΚΩΝΑΣ, ΔΗΜΗΤΡΗΣ. ΓΡ., Η Σχολή Θεσσαλονίκης. Πεζογραφία-Ποίηση-Δοκίμιο, Αθήνα, Liquid letter, 1990.
ΤΣΑΡΑΣ, ΓΙΑΝΝΗΣ, «Το δεκαπενθήμερο. Τα γεγονότα και τα ζητήματα. Βαγγέλης Τζιάτζιος», Νέα Εστία 519 (15.2.1949) 243.
ΤΩΜΑΔΑΚΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΣ. Β., «Έρευνες: Η θέση της κριτικής στην Ελλάδα», Μακεδονικές Ημέρες 10-11 (Δεκέμβριος 1932-Ιανουάριος 1933) 355.
ΦΩΣΤΙΕΡΗΣ, ΑΝΤΩΝΗΣ, – ΝΙΑΡΧΟΣ, ΘΑΝΑΣΗΣ, «Σε β΄ πρόσωπο, Μια συνομιλία με τον Κλείτου Κύρο», Η Λέξη 38 (Οκτώβρης 1984) 728.
ΦΩΤΕΙΝΟΣ, ΠΕΤΡΟΣ, «Το προνουντσιαμέντο», Μακεδονικές Ημέρες 2 (Φεβρουάριος 1938) 64.
ΧΑΡΗΣ, ΠΕΤΡΟΣ: «Φιλολογική αποκέντρωσις», Αθηναϊκά Νέα (23.2.1933)· «Επαρχιακοί ορίζοντες», Νέα Εστία 178 (15.5.1934) 470· «Πέτρου Σπανδωνίδη: Η πεζογραφία των νέων (1929-1933)», Νέα Εστία 179 (1.6.1934) 523-524· «Το δεκαπενθήμερον. Περί τα γεγονότα και τα ζητήματα. Προς Θεσσαλονικείς», Νέα Εστία 189 (1.11.1934) 998-999· «Παράπονα και παρεξηγήσεις», Νέα Εστία 198 (15.3.1935) 292· «Το δεκαπενθήμερο. Περί τα γεγονότα και τα ζητήματα. Πνευματικά ρεύματα», Νέα Εστία 300 (15.6.1939) 857· «Ελληνικά πνευματικά κέντρα. Η Θεσσαλονίκη και η ποίηση τα τελευταία 30 χρόνια», Ελευθερία Αθηνών (3/6/1948) στο: Ζωγραφάκης, Γ. Κ., «Τα λογοτεχνικά περιοδικά και ημερολόγια της Θεσσαλονίκης», Θεσσαλονίκη. Εκατό χρόνια λογοτεχνικής ζωής 1878-1978. Ποίηση, πεζός λόγος, δοκίμιο, κριτική, θέατρο, μετάφραση, Θεσσαλονίκη, Π. Ραγιάς, 1980, σσ. 58-60.
ΧΑΤΖΙΝΗΣ, ΓΙΑΝΝΗΣ: «Τα βιβλία. Πεζογραφία. Στ. Ξεφλούδα: Στο φως του λευκού αγγέλου», Μακεδονικές Ημέρες 1-2 (1937) 59-61· «Περιοδικά του Μεσοπολέμου», Αγγλοελληνική Επιθεώρηση 6 (1946) 177-178.
ΧΕΚΙΜΟΓΛΟΥ, ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ. Α., «Κοινωνικό και οικονομικό πλαίσιο της “Σχολής Θεσσαλονίκης”: Μια μη φιλολογική εκδοχή», Νέα Πορεία. Λογοτεχνία της Θεσσαλονίκης 3 (Ιούνης 1988) 238-270.
Χ. Ό.: «Σχόλια», Μακεδονικές Ημέρες 1 (Φεβρουάριος 1935) 45-46· «Ο σταθμός του Μπάρι για την πνευματική και καλλιτεχνική κίνησι Θεσ/νίκης», Η Απογευματινή (16.2.1936)· «Χρονικά», Νέα Πνοή 8-9 (Φεβρουάριος-Μάρτιος 1937) 256· «Γύρω απ’ την κίνηση», Μακεδονικές Ημέρες 11-12 (Νοέμβριος-Δεκέμβριος 1937) 265-269· «Γύρω απ’ την κίνηση», Μακεδονικές Ημέρες 1 (Ιανουάριος 1938) 2-4· «Φιλολογικές επικαιρότητες. Άρθρα για την πνευματική Θεσσαλονίκη», Μακεδονικές Ημέρες 2 (Φεβρουάριος 1938) 77-78· «Ο Μήνας. Η κριτική του βιβλίου. Ποίηση. Γ. Θ. Βαφόπουλος: Προσφορά», Μακεδονικές Ημέρες 10-12 (Οκτώβριος-Νοέμβριος-Δεκέμβριος 1938) 248-250· «Περιοδικά-Ημερολόγια-Επετηρίδες», Θεσσαλονίκη 1912-1962, αναμνηστική έκδοσις, Θεσσαλονίκη, 1962, σσ. 524-526· «Ειδήσεις», Νέα Εστία 857 (15.3.1963) 418· «Περιοδικά της Θεσσαλονίκης», Το Βήμα (11.10.1978) 4· «Πρόλογος», Ο Πολίτης. Θεσσαλονίκη. Πεζός λόγος 1912-1980. Εισαγωγή, βιβλιογραφία, άρθρα, ανθολογία κειμένων, ειδικό τεύχος (Νοέμβριος 1983) 5· «Σε β΄ πρόσωπο. Μια συνομιλία του Κλείτου Κύρου με τον Αντώνη Φωστιέρη και το Θανάση Νιάρχο», Η Λέξη 38 (Οκτώβρης 1984) 727-728· «Η Μακεδονική άνοιξη. Η λογοτεχνική Σχολή Θεσσαλονίκης», Αιολικά Γράμματα 87-90 (Μάης-Δεκέμβρης 1985) 299-300· «Με την ευκαιρία δύο εκθέσεων. Οι Μακεδονικές Ημέρες στη Θεσσαλονίκη του 1932. Η προσφορά του περιοδικού στα νεοελληνικά γράμματα», στο: Επτά Ημέρες της εφ. Η Καθημερινή (2.2.1997)·
ΧΟΝΔΡΟΠΟΥΛΟΣ, ΣΩΤΟΣ, «Έρευνες: Η θέση της κριτικής στην Ελλάδα», Μακεδονικές Ημέρες 9 (Νοέμβριος 1932) 322-323.
ΧΟΥΖΟΥΡΗ, ΕΛΕΝΑ, «Αφιέρωμα: Πολιτιστική Θεσσαλονίκη», Αντί. Αφιέρωμα στην πνευματική Θεσσαλονίκη 324 (Δεκαπενταύγουστος 1986) 9.
ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΠΟΥΛΟΣ, ΝΤΙΝΟΣ: «Λογοτεχνικά βιβλία και περιοδικά που τυπώθηκαν στη Θεσσαλονίκη (1850-1950). Πρώτη καταγραφή», Διαγώνιος 4 (Ιανουάριος-Απρίλιος 1980) 73-74· «Οι πεζογράφοι και τα λογοτεχνικά περιοδικά της Θεσσαλονίκης μέχρι το 1950», Ο λογοτεχνικός Πολίτης 67-68 (Οκτώβριος-Δεκέμβριος 1984) 93, 97· «Τα λογοτεχνικά περιοδικά της Θεσσαλονίκης», Εμείς. Αφιέρωμα στη Θεσσαλονίκη 2.300 χρόνια 5 (Σεπτέμβριος 1985) 55-56· «Τα λογοτεχνικά περιοδικά της Θεσσαλονίκης», Διαβάζω 128 (9/10/85) 46-47· «Η ποίηση στη Θεσσαλονίκη από το 1913 ως το 1940», Αντί 324 (Δεκαπενταύγουστος 1986) 21-23· «Τα λογοτεχνικά περιοδικά της Θεσσαλονίκης (1889-1954). Σύντομη επισκόπηση», Λογοτεχνικά περιοδικά της Θεσσαλονίκης 1889-1954. Εισαγωγή, βιβλιογραφία, καταγραφή, προσωπογραφία, Θεσσαλονίκη, Δημοτική Βιβλιοθήκη, 1995, σσ. 9-26.
Ω., «Περιοδικά κι εφημερίδες», Νέα Εστία 202 (15.5.1935) 503 & 128 (15.4.1932) 446 & 130 (15.5.1932) 556-557 & 127 (1.4.1932) 390 & 1158 (15.9.1975) 1338 & 235 (1.10.1936) 1389 & 295 (1.4.1939) 508 & 193 (1.1.1935) 55.
ΩΡΟΛΟΓΑΣ, ΠΕΤΡΟΣ, Οι συγγραφείς και η εποχή τους, Θεσσαλονίκη, χ.έ., 1938.