Quantcast
Channel: Δοκίμιο • Fractal
Viewing all 627 articles
Browse latest View live

Δοκίμιο: «H γέννηση των μονογενών υιών του θεού –Χειμερινό Ηλιοστάσιο»

$
0
0
Της Ελένης Μανιωράκη // *

 

 

 

Η παρουσία των Ελλήνων και του Ελληνικού πολιτισμού χάνεται στο βάθος του χρόνου.

 

Στην  κυριολεξία  εξαπλώνεται σε όλον τον κόσμο, αφού πέρασε  στάδια κυκλικής καταστροφικής εξέλιξης  παγκόσμιας εμβέλειας. (Τρεις κατακλυσμοί, του Ωγύγου, του Δαρδάνου και  του Δευκαλίωνα)

Θρησκεία τους ήταν η παγκόσμιος θρησκεία της χρυσής εποχής, προσαρμοσμένη στην νοοτροπία και στην ιδιοσυγκρασία των Ελλήνων. Οι Έλληνες δεν πίστευαν δεν προσκυνούσαν, αλλά απέδιδαν τιμές  στους θεούς τους με πολλούς τρόπους.

Οι πρώτες Ηλιακές θεότητες που εμφανίζονται στην Θεογονία του Ησίοδου είναι οι Τιτάνες Υπερίων και Θεία, οι γενήτορες του Ήλιου, της Ηούς και της Σελήνης.

Αργότερα στην θρησκευτική αντίληψη των προγόνων μας κυριαρχεί η λατρεία του ήλιου, ο οποίος είτε σαν Υπερίων, είτε σαν Απόλλων ήταν ο σημαντικότερος θεός των Ελλήνων.

Ο Ήλιος όμως κατείχε δεσπόζουσα θέση σε όλες τις αρχαίες θρησκείες. Στο μακρινό παρελθόν, για τον πρωτόγονο η παρατήρηση και η κατανόηση των εποχικών μεταβολών που επέβαλε η πορεία του Ήλιου, οι Ισημερίες  και τα Ηλιοστάσια, ήταν θεμελιώδης προϋπόθεση για την επιβίωσή του.

Στις ισημερίες και στα αντίστοιχα Ηλιοστάσια τοποθετήθηκαν σπουδαίες γιορτές με θαυμάσιο τελετουργικό και λαϊκά -κατά τόπους- έθιμα, τα οποία εκχριστιανισμένα επιζούν μέχρι σήμερα.

Η εαρινή ισημερία (21 Μαρτίου) και η αντίστοιχη φθινοπωρινή Ισημερία (22 Σεπτεμβρίου) χρησιμοποιήθηκαν ως ημερολογιακά ορόσημα.

Το θερινό (21 Ιουνίου) γιόρταζαν την δόξα του ήλιου και το χειμερινό ηλιοστάσιο (22 Δεκεμβρίου) την γέννηση των μονογενών υιών του Θεού.

Κατά την χειμερινή τροπή του ήλιου χειμερινό Ηλιοστάσιο (22 Δεκεμβρίου)  οι Έλληνες γιόρταζαν την γέννηση του Διόνυσου του Ζαγρέως. Η  εορτή αυτή ήταν υψίστης σπουδαιότητας γιατί η ανθρώπινη ψυχή έφτανε στα όρια τέτοιας διανόησης που μπορούσε με τις επιδράσεις του Ουρανού να εκδηλώσει ικανότητες προς απόκτηση γνώσης με τη βοήθεια της οποίας μπορούσε να κατακτήσει τα μέσα της πνευματικής της ανόδου.

Αλλά κι οι άλλοι μονογενείς υιοί του θεού, οι μεγάλοι δάσκαλοι και μύστες, οι οποίοι υπήρξαν ιδρυτές όλων των αρχαίων θρησκειών γεννήθηκαν κατά το χειμερινό ηλιοστάσιο. Γέννηση τους όμως δεν είναι η ανθρώπινή τους εμφάνιση, αλλά η αλληγορική εικόνα της πνευματικής τους αναγέννησης, αφού κατανικηθεί ο τιτανικός τους κόσμος.

Κατά το χειμερινό Ηλιοστάσιο (από 21 μέχρι 27 Δεκεμβρίου) γεννήθηκαν:  Ο Απόλλων-Φοίβος -Διόνυσος – Ζευς για τους Έλληνες, ο Όσιρις για τους Αιγυπτίους, ο Μίθρας για τους Πέρσες, ο Βράχμα για τους Ινδούς, ο Βάαλ για τους Βαβυλωνίους   και τόσοι άλλοι Μεσσίες.

Ο Όσιρις  είχε πάνω από 200 ιερά ονόματα, συμπεριλαμβανομένων των «Κύριος Κυρίων», «Βασιλεύς Βασιλέων», «Θεός Θεών», «Ανάσταση και Ζωή», «Καλός Ποιμήν». Η έλευσή του είχε προαναγγελθεί από Τρείς Σοφούς Άνδρες.

Ο Βάαλ είναι μια Θεία Αρχή, που αντιπροσωπεύει, και συμβολίζει την κάθοδος του πνεύματος , την  δέσμευσή του με την ύλη, είναι η φυσική δημιουργία, είναι η γέννηση!

Αυτή η κάθοδος του πνεύματος στην ύλη είναι ό, τι αναφέρεται σε ορισμένα θρησκευτικά κείμενα ως «πτώση» και «προπατορικό αμάρτημα». Ωστόσο, «η πτώση»,  ή το «προπατορικό αμάρτημα» δεν είναι η αυτοεπιβαλλόμενη ενοχή, όπως πολλοί από εμάς πιστεύουν.
Ο Βράχμα, είναι ο θεός δημιουργός της Ινδουιστικής Τριάδας: Βράχμα-Βισνού-Σίβα.

Ο Μίθρας γεννήθηκε στις 25 Δεκεμβρίου, ως απόγονος του Ήλιου, μέσα σε μια σπηλιά.

Στις κατακόμβες της Ρώμης έχει διατηρηθεί ένα κατάλοιπο της παλιάς Μιθραϊκής λατρείας. Είναι μια εικόνα του Μίθρα που είναι βρέφος στην αγκαλιά της Μητέρας του, και στα πόδια τους προσφέρονται δώρα από Πέρσες Μάγους.

Ο Μίθρας αποκαλείτο ως «ο καλός ποιμήν», «η οδός της αλήθειας» και «το φως το αληθινό», επίσης αναφέρεται ως, ο Λυτρωτής, ο Σωτήρας, ο Μεσσίας και ήταν αυτός που ταυτίστηκε τόσο πολύ με το λιοντάρι και το αρνί.

Ο Μίθρας ετάφη σε έναν τάφο και μετά από τρεις μέρες αναστήθηκε. Η ανάστασή του γιορταζόταν κάθε χρόνο.

Ο Απόλλων-Φοίβος -Διόνυσος Ζευς, γεννήθηκε μέσα σε ένα σπήλαιο στο όρος Ίδη της Κρήτης. Κινδύνευε από τον Κρόνο(όπως ο Χριστός από τον Ηρώδη).Τα ζώα που είχαν σαν χειμερινό τους καταφύγιο το σπήλαιο της Ίδης οδηγούμενα από ένστικτο με την ανάσα τους ζέσταναν το βρέφος αιώνες πριν κάνουν το ίδιο, στο σπήλαιο της Βηθλεέμ.

Κατά τα Διονυσιακά μυστήρια ο Ζευς ανακήρυξε τον Διόνυσο «Υιό του». Ο Διόνυσος δε, φαίνεται να λέει στους υπό μύηση «είμαι η ζωή και ο θάνατος».

Ο Ορφέας και άλλοι συνδέουν τη γέννηση του Διόνυσου με την εμφάνιση ενός ιδιαίτερα λαμπρού αστεριού γι’ αυτό τον ονομάζουν «αστροφαή».

Στην πραγματικότητα κατά το χειμερινό ηλιοστάσιο οι αρχαίοι λαοί γιόρταζαν την αναγέννηση του φωτός. Γιατί ενώ ο ήλιος έτεινε να εξαφανιστεί (εννέα ώρες η μέρα) ξαφνικά στέκεται.  Τρεις ολόκληρες μέρες δεν αλλάζει θέση  στο ουράνιο στερέωμα και την 25η Δεκεμβρίου εμφανίζεται αναγεννημένος κλέβοντας από τη νύκτα (σκότος) το φως και χαρίζοντας το στην ημέρα.

Τα Ηλιούγεννα λοιπόν γιόρταζαν  την 25η Δεκεμβρίου οι πεφωτισμένοι μας πρόγονοι, πριν η «εξ αποκαλύψεως θρησκεία» οικειοποιηθεί και φέρει στα δικά της μέτρα όσα από την θρησκεία  των Ελλήνων δεν μπόρεσε παρά τις απεγνωσμένες προσπάθειες να εξαφανίσει και να δαιμονοποιήσει.
Τελικά τον 4ο αιώνα ο Πάπας Ιούλιος αναγκάστηκε να ορίσει τα γενέθλια του Ιησού στις 25 Δεκεμβρίου του Ιουλιανού ημερολογίου, βαφτίζοντας Χριστούγεννα τις γιορτές και τα έθιμα που προϋπήρχαν.
Δεν είναι λοιπόν τυχαίο που οι Έλληνες περιμένουν με συγκίνηση την γέννηση του Θεανθρώπου που τώρα ονομάζεται Ιησούς, γιατί μέσα στα κύτταρα τους κουβαλούν υποσυνείδητες μνήμες της γέννησης των δικών τους Θεών αιώνες πριν.

«Είθε το φως του πάμφωτου Αστέρα να διαλύσει τις κακίες και τα μίση και να φέρει την ανάσταση στην πολύπαθη πατρίδα μας. Γένοιτο!

 

 

* Η Ελένη Μανιωράκη είναι δασκάλα.

 


Μακεδονικές Ημέρες (1932-1939, 1952-1953): η διαμόρφωση του νεωτερικού λόγου στην πρωτεύουσα του βορρά και οι μεσοπολεμικές πνευματικές αναζητήσεις (Μέρος Α’)

$
0
0
Γράφει η Κλεοπάτρα Ζαχαροπούλου // *

 

 

Εισαγωγικό Σημείωμα

 

Είναι αναμφισβήτητο γεγονός πως στη Θεσσαλονίκη πριν το 1930 υπήρχε μια κατάσταση αστάθειας, αβεβαιότητας και αμφιβολίας, την οποία είχαν δημιουργήσει ποικίλες ιστορικές συγκυρίες (Μακεδονικός αγώνας, επανάσταση των Νεοτούρκων, Βαλκανικοί πόλεμοι, Α΄ Παγκόσμιος πόλεμος, εθνικός διχασμός, κυβέρνηση εθνικής άμυνας, πυρκαγιά του 1917, Μικρασιατική καταστροφή, κ.ά.). Η Θεσσαλονίκη θύμιζε ετερόκλητο φυλετικό μωσαϊκό. Αποτέλεσε τόπο φιλοξενίας αρκετών προσφυγικών κυμάτων, τα οποία ανά τακτά χρονικά διαστήματα ενέτειναν το φαινόμενο της δημογραφικής ανισορροπίας. Μάλιστα, ο Γιώργος Ιωάννου αποκαλούσε τη Θεσσαλονίκη «πρωτεύουσα των προσφύγων». Η πόλη προσομοίαζε με μουσείο ιδιωμάτων, πνευματικών πολιτισμών και θρησκειών, εξαιτίας των πολυάριθμων εθνοτικών ομάδων. Οι αναταραχές, οι ζυμώσεις, η αίσθηση της ιστορικής διαφοροποίησης, οι κοινωνικές συνθήκες, είναι μερικές μόνο από τις παραμέτρους, που επηρέασαν την ανάπτυξη και την καλλιέργεια σοβαρής και ιδιότυπης, για τα ελληνικά δεδομένα, λογοτεχνικής προσπάθειας. Ο Τόλης Καζαντζής θεωρεί πως κάπως έτσι δημιουργήθηκε ένα «κλίμα» υβριδικό, νεωτερικό και ταυτόχρονα συντηρητικό, με κοσμοπολίτικο και ευρωπαϊκό χαρακτήρα.

Ο Ι. Κακριδής, περιγράφοντας την υποδομή της πόλης πριν τον Μεσοπόλεμο, υποστήριζε χαρακτηριστικά: «Όσο για την πνευματική ζωή […] ήταν κάτι περισσότερο από ασήμαντη. Διαλέξεις ελάχιστες, με ομιλητές ερασιτέχνες, επιστημονική ομιλία καμιά […]. Το Πανεπιστήμιο στο μεταξύ, στα νηπιακά του ακόμα χρόνια, πάλευε για τις πιο στοιχειώδεις ανάγκες του». Πριν το 1930, στη Θεσσαλονίκη, προϋπήρχαν κάποια αμιγώς λογοτεχνικά, ωστόσο, άγουρα περιοδικά, όπως η Τέχνη (1921-1922), τα Μακεδονικά Γράμματα (1922-1924), η Μακεδονική Τέχνη (1927) και η Αυγή (1929). Τα περιοδικά αυτά, όμως, δεν χαράζουν ιδιαίτερη πορεία και δεν αποτελούν παρά τα πρώτα σπέρματα των μεταγενέστερων εξελίξεων σε επίπεδο γραμμάτων.

Ωστόσο, γύρω στο 1930, ορίζεται η απαρχή μιας νεωτερικής περιόδου για τη λογοτεχνία της Θεσσαλονίκης, όπου θα καλλιεργηθεί η νέα, για τα δεδομένα της εποχής, πνευματική ζωή, επηρεασμένη από το μοντέρνο ευρωπαϊκό μυθιστόρημα και τα ευρωπαϊκά λογοτεχνικά κινήματα. Σύμφωνα με τον Γιώργο Δέλιο, πρόκειται για μιαν αφετηρία δημιουργικής προσφοράς στην πνευματική σκηνή της πόλης, ενώ ο K. Θ. Δημαράς ταυτίζει τη χρονολογία αυτή με το «μέστωμα» της νεοελληνικής συνείδησης. Η Θεσσαλονίκη μεταμορφώνεται, αποκτά πρόσωπο και ουσιαστική παραγωγή, με την έκδοση λογοτεχνικών περιοδικών και την εμφάνιση ώριμων λογοτεχνικών κειμένων.

Το ξεκίνημα αυτό συμπίπτει με την έκδοση του περιοδικού Μακεδονικές Ημέρες, οι οποίες εμφανίστηκαν στις αρχές του 20ού αιώνα στη Θεσσαλονίκη. Κατά τον Τόλη Καζαντζή, όταν η ομάδα των Μακεδονικών  Ημερών, με τις «εκλεκτικές πνευματικές της συγγένειες», εξέδωσε το «έξοχο» αυτό περιοδικό, δεν υπήρχε καμιά σαφής «λογοτεχνική προϊστορία». Η πνευματική γέννηση της Θεσσαλονίκης είναι αποτέλεσμα «των αγώνων και των ιδανικών της εμπνευσμένης πυρηνικής ομάδας του περιοδικού, που εργάστηκε με φλόγα ψυχής και πίστη, για τη δημιουργία ενός βόρειου πνευματικού προσώπου».

Οι Μακεδονικές Ημέρες ανήκουν ιεραρχικά στις υψηλότερες βαθμίδες των αξιολογότερων περιοδικών του ελληνικού πνευματικού σκηνικού, αφενός λόγω του πνευματικού τους βάθους και αφετέρου λόγω της ρηξικέλευθης οπτικής τους. Ο ρόλος που διαδραμάτισαν υπήρξε καταλυτικός. Κατά τον Βασίλειο Γ. Αιδάλη, το περιοδικό έγινε με ταχείς ρυθμούς ευρέως γνωστό, καθώς αποτέλεσε «εξαίρετη διανοητική κυψέλη, που δημιούργησε μια υψηλή παράδοση πνευματικής αγρύπνιας, ευθύνης και στοχαστικής εμβέλειας». Σύμφωνα με τον Λίνο Πολίτη, σταδιακά αναδείχτηκε σε πρωτοπόρο, καθώς δημιούργησε ένα «κλίμα», περιθωριοποιώντας την αθηναϊκή ηθογραφία και τον ιδεαλισμό. Παράλληλα, δημιούργησε μια ιδιαίτερη στάση, τόσο σε ποιητικό, όσο και σε πεζογραφικό επίπεδο. Με την καρποφόρα, άλλωστε, επίδραση, που άσκησε στη νεότερη γενιά των Θεσσαλονικέων λογοτεχνών, συνέβαλε, αναντίρρητα, στη δημιουργία μιας αξιοσημείωτης παράδοσης, στην εμφάνιση ενός νέου λογοτεχνικού ύφους, άμεσα εξαρτώμενου από την πεζογραφία του εσωτερισμού. Τα πρότυπα του κύκλου των συνεργατών δεν λειτούργησαν ως παράδειγμα στείρας ή δουλικής μίμησης. Στον αντίποδα, κατά τον Σόλωνα Μακρή, αποτέλεσαν γέφυρα για τη δημιουργία «προσωπικής μανιέρας πανελλήνιας εμβέλειας». Εύλογη απόρροια ήταν όχι μόνο να ευδοκιμήσει, ευνοημένο από την έλλειψη προγενέστερης παράδοσης, το νέο πεζογραφικό είδος γραφής, αλλά και να δημιουργηθεί η ονομαζόμενη «Σχολή Θεσσαλονίκης». Έτσι, οι Μακεδονικές Ημέρες αποπειράθηκαν και τελικά κατόρθωσαν να υπερβούν τα όρια της λογοτεχνικής δεοντολογίας. Μάλιστα, αποτέλεσαν το υπόστρωμα, που, κατά τον Τριαντάφυλλο Η. Κωτόπουλο, επηρέασε και διαμόρφωσε τις μεταγενέστερες γενιές, οι οποίες σε καμία περίπτωση δεν τις αποκήρυξαν. Σύμφωνα με τον Λάμπρο Βαρελά, δημιούργησαν μια σταθερή και αξιόλογη πνευματική κίνηση, ανοίγοντας, ταυτόχρονα, το δρόμο και για τα υπόλοιπα θεσσαλονικιώτικα περιοδικά. Το βόρειο όργανο της γενιάς του 1930, σύμφωνα με τον Ντίνο Χριστιανόπουλο, οδήγησε στο να αποκτήσει η επαρχιακή τότε Θεσσαλονίκη μια ζωή «υπερ-πρωτευουσιάνικη, μια ζωή της μεγάλης λεωφόρου της ταχύτητας, της κοσμοπολίτικης ανησυχίας». Ο περιορισμένος κύκλος των Μακεδονικών Ημερών ανέδειξε τη Θεσσαλονίκη, κατά τον Βάσο Βαρίκα, σε αυτόνομο πνευματικό κέντρο. Κατάφερε να παραγάγει ώριμους καρπούς λογοτεχνικής συγκομιδής, να χαράξει νέα μονοπάτια, να παρουσιάσει ταλέντα, με ευοίωνες προοπτικές και λαμπρό μέλλον, να συμβάλει στις συγκαιρινές ζυμώσεις, να προβάλει την εγχώρια παραγωγή, αλλά και την ξένη πρωτοπορία, να έρθει σε ρήξη με τα δεδομένα της περιρρέουσας ατμόσφαιρας, τα καθιερωμένα του χώρου και εν τέλει να δικαιωθεί μέσα στη διαχρονία.

 

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α΄

 

Α.1. Η οπτική της «πυρηνικής ομάδας» για τη δημιουργία του περιοδικού

 

Σύμφωνα με τον Χ. Λ. Καράογλου, ο περιοδικός τύπος είναι κάτι περισσότερο από πολύτιμη πηγή πληροφοριών. Είναι οι άνθρωποί του, οι εκδότες και οι συνεργάτες, η ύλη, το αναγνωστικό κοινό. Είναι ένα ζωντανό σώμα με τη θερμοκρασία και το σφυγμό του. Συνεπώς, η  μελέτη  του υπό εξέταση εντύπου αποτελεί το όχημα, με το οποίο θα διατρέξουμε και θα σκιαγραφήσουμε την εικόνα της συγκαιρινής του εποχής.

Ο Γιώργος Βαφόπουλος χαρακτήριζε τη Θεσσαλονίκη, μέχρι και την πρώτη εικοσαετία του 20ού αιώνα, ως «Έρημη Χώρα». Ωστόσο, γύρω στο 1920, φτάνουν στη συμπρωτεύουσα οι απόηχοι της λογοτεχνικής Αθήνας, του Νουμά, του Εμπρός, της Μούσας, κ.ά. Κάπως έτσι άρχισαν να σημειώνονται τα πρώτα δειλά βήματα για τη διαμόρφωση μιας πνευματικής κίνησης στο βορρά. Με την πάροδο του χρόνου, «στην Έρημη Χώρα άρχισε να φυτρώνει χορτάρι». Όπως τονίζει ο Γ. Θ. Βαφόπουλος, «μερικές πράσινες νησίδες πνευματικής ευφορίας σχηματίστηκαν, απομονωμένες στην αρχή, ενωμένες κατόπι, κατά έναν μαγικό τρόπο, υπακούοντας στην δύναμη ενός άγραφου νόμου γκαιτικής εκλεκτικής συγγένειας». O πεζογράφος, δοκιμιογράφος, μελετητής της νεοελληνικής λογοτεχνίας και μεταφραστής Στέλιος Ξεφλούδας (1901-1984) γνωρίστηκε με τον «ταπεινό αδελφό του Παπαδιαμάντη», Γεώργιο Δαμόρη, με τον πεζογράφο, γλωσσομαθή και μεταφραστή Γιώργο Δέλιο (1897-1980), τον δοκιμιογράφο, φιλόλογο, μεταφραστή, θεωρητικό της λογοτεχνίας και «αδηφάγο μελετητή» της συγκαιρινής του παγκόσμιας λογοτεχνικής παραγωγής Πέτρο Σ. Σπανδωνίδη (1890-1964), τον φιλόσοφο, εκπαιδευτικό, ακαδημαϊκό, μεταφραστή Βασίλειο Ν. Τατάκη (1896-1986), τον ποιητή, δοκιμιογράφο, βιβλιοκριτικό, θεατρικό συγγραφέα, μεταφραστή Γιώργο Θέμελη (1900-1976) και την ποιήτρια Ανθούλα Σταθοπούλου-Βαφοπούλου (1908-1935). Έτσι, δημιουργήθηκε μια «πράσινη όαση, μέσα στην καρδιά της Έρημης Χώρας». Μην έχοντας κατατεθειμένο κάποιο έργο, ωστόσο, με ενημερωμένες αποσκευές, συγκρότησαν μια φιλική ομάδα, η οποία επέλεξε ως στέκι της ένα καφενείο στη συμβολή των οδών Τσιμισκή και Αγίας Σοφίας, την Αστόρια. Απέραντα βράδια, διεξάγονταν ατέλειωτες συζητήσεις, τις οποίες άκουγαν συχνά, χωρίς, ωστόσο, να συμμετέχουν, οι Μ. Τσιμάρας και Κλείτος Κύρου. Κατά τον Γιώργο Βαφόπουλο, οι άνθρωποι αυτοί αποφάσισαν να προβούν σε ομαδική προβολή, στην έκδοση ενός λογοτεχνικού οργάνου, που αργότερα αποτέλεσε πόλο έλξης για τον ποιητή, πεζογράφο, θεατρικό συγγραφέα και μεταφραστή Αλκιβιάδη Γιαννόπουλο (1896-1981), τον ιδιότυπο Νικόλαο Γ. Πεντζίκη (1908-1993), τον πεζογράφο Αρκάδιο Λευκό (1905-1989) και τον εκκολαπτόμενο τότε ποιητή Τάκη Βαρβιτσιώτη (1916- ). Μάλιστα, ο Γ. Βαφόπουλος περιγράφει λεπτομερώς την ένταξη του Αλκ. Γιαννόπουλου στον κύκλο. Όπως επισημαίνει, αφού διάβασε το διήγημά του Στίχοι του Χ.Χ.Χ., εντυπωσιάστηκε και παρακάλεσε τον δημιουργό να του επιτρέψει να το ανακοινώσει στη συντροφιά των Μακεδονικών Ημερών. Και συνεχίζει λέγοντας: «Ο Σπανδωνίδης το βρήκε εξαίρετο και το δημοσίεψε. Κ’ ύστερα από λίγο, ο Αλκιβιάδης Γιαννόπουλος είχε εγγραφεί στο μητρώο της συντροφιάς. Κάθε καινούργιο διήγημά του ήταν και μια νέα έκπληξη». Κάπως έτσι, λοιπόν, δημιουργήθηκαν οι Μακεδονικές Ημέρες, που, κατά τον Γιώργο Βαφόπουλο, ώθησαν στην «κρυστάλλωση του νεφελώματος, σε συγκεκριμένη έκφραση στοχασμού και τέχνης». Σε καμία περίπτωση, όμως, ο Γ. Βαφόπουλος δεν θεωρεί συμπτωματική τη συνάντηση των ανθρώπων αυτών τη δεδομένη χρονική στιγμή, στο συγκεκριμένο μέρος. Πολύ πριν τη συγκρότηση των Μακεδονικών Ημερών, το κάθε μέλος είχε διαμορφώσει τη δική του βιοθεωρία και προσπαθούσε με τις δικές του δυνάμεις «να παραβιάσει τις θύρες, που έκρυβαν τα μεγάλα μυστικά». Η δύναμη αυτή οδήγησε τα βήματά τους στο ίδιο μονοπάτι. Τα κοινά πνευματικά ιδανικά, οι κοινές αισθητικές αντιλήψεις και η κοινή παραδοχή του πνεύματος της εποχής επρόκειτο να συγκροτήσουν μια μικρή πνευματική κοινότητα.

Ας εξετάσουμε, τώρα, την οπτική του Βασίλειου Τατάκη για την ίδρυση των Μακεδονικών Ημερών. Ο Στέλιος Ξεφλούδας, γύρω στο 1930, ζούσε στη Θεσσαλονίκη και έκανε φιλική παρέα με τους Γιώργο Θ. Βαφόπουλο, Πέτρο Σπανδωνίδη, Γιώργο Θέμελη και Γιώργο Δέλιο, ανθρώπους με σημαντική κατάρτιση, ευρωπαϊκή καλλιέργεια και γνήσιο ενδιαφέρον για τα λογοτεχνικά δρώμενα. Με την άφιξη του Β. Τατάκη από το Παρίσι, ο κύκλος διευρύνθηκε. Όπως χαρακτηριστικά γράφει στην αυτοβιογραφία του:

 

«Εντευκτήριό μας το Ζαχαροπλαστείο Λίγδα […]. Εκεί ορισμένα βραδινά συναντιόμασταν, παίρναμε το γλυκό μας και κουβεντιάζαμε. Η γνωριμία και οι κουβέντες στάθηκαν γόνιμες. Γιατί αυτές γέννησαν το πρώτο, νομίζω, έγκριτο λογοτεχνικό περιοδικό της Θεσσαλονίκης, τις Μακεδονικές Ημέρες […]. Κοινή σε όλους μας στην ομάδα ήταν η γνώμη πως έπρεπε η Θεσσαλονίκη να αποκτήσει ένα καλό περιοδικό, που θα ήταν μια εστία για τη δημιουργία σοβαρής πνευματικής κίνησης στη Βόρειο Ελλάδα. Κοινή γνώμη της ομάδας ήταν και ότι τα περιοδικά της Αθήνας έδιναν περισσότερη από όσο έπρεπε προσοχή σε καιρικές σκοπιμότητες, ενώ κύριο έργο ενός περιοδικού πρέπει να είναι η διεύρυνση και η εμβάθυνση του πνευματικού ορίζοντος. Αυτή την κατεύθυνση θέλαμε να υπηρετήσουν οι Μακεδονικές Ημέρες».

 

Κάτι ανάλογο υποστήριζε και ο Στέλιος Ξεφλούδας. Όπως επεσήμαινε, στο καφενείο Αστόρια, οι συζητήσεις κρατούσαν ως αργά τη νύχτα, όπου γίνονταν και τα πιο «τολμηρά σχέδια».

 

«Η Μακεδονία δεν είχε τίποτα∙ […] κανένα λογοτεχνικό έντυπο […]. Σκεφτήκαμε λοιπόν να βγάλουμε ένα περιοδικό. Την έμπνευση την αρχική την είχε ο Σπανδωνίδης, ο οποίος ήταν και ο πρεσβύτερος, […] και προθυμοποιήθηκε μάλιστα πρώτος να αναλάβει τη διεύθυνση. Το περιοδικό αυτό βγήκε με δικά μας έξοδα και δεν είχε και κέρδη καθόλου».

 

Συνεχίζοντας, ο Στέλιος Ξεφλούδας, αναφέρεται στην προσχώρηση των Αλκιβιάδη  Γιαννόπουλου, Βασίλειου Τατάκη, Νίκου Γ. Πεντζίκη, Τάκη Βαρβιτσιώτη, Γιώργου Θέμελη, Γιώργου Βαφόπουλου, Γιώργου Δέλιου, κ.ά., στην ομάδα.

Κάνοντας λόγο, ετεροχρονισμένα, ο Πέτρος Σπανδωνίδης, για τα χρόνια εκείνα, υποστήριζε χαρακτηριστικά: «Ξαφνικά, γύρω στα 1930 η αρχαϊκή πνευματική ζωή άλλαξε χαρακτήρα και όλα έδειχναν ότι κάτι νέο ετοιμάζεται». Το 1932 βρέθηκε «ανάμεσα σε μια συντροφιά όμοια σκεπτομένων ανθρώπων». Μαζί με τους Στ. Ξεφλούδα, Β. Τατάκη, Αλκ. Γιαννόπουλο, Γ. Δέλιο και Γ. Βαφόπουλο

 

«είχαν δημιουργήσει μια ατμόσφαιρα νέα, μια τάση να φέρουν σε επαφή το Μακεδονικό περιβάλλον με το Δυτικό πνεύμα. Ήταν η δημιουργία μιας νέας κοσμοπολίτικης ατμόσφαιρας, αυτή τη φορά πνευματικής. Η ομάδα αυτή είχε ήδη με την ίδρυσή της στα 1932 αποκτήσει το όργανό της, τις Μακεδονικές Ημέρες, και προχώρησε με έναν κεντρικό σκοπό: τη δημιουργία μιας νέας κίνησης, κίνησης Ελληνικής, αλλά εμποτισμένης από μια ευρύτερη πρόθεση».

 

Έπειτα, επισημαίνει την προσθήκη νέων μελών στη συντροφιά και αναφέρεται στους φιλικούς δεσμούς, που σύναψαν με τους Τέλλο Άγρα και Αντρέα Καραντώνη. Χαρακτηρίζει τα χρόνια εκείνα «ευτυχισμένα» και συνεχίζει: «Ήταν τα χρόνια ενός μακεδονικού Sturm und Drang! Τότε για πρώτη φορά έλαβα μέρος στην κίνηση των Ελληνικών Γραμμάτων, που ήταν η περηφάν<ε>ια μου». Μάλιστα, εκείνη τη «χρυσή εποχή της άδολης και αδελφικής συνεργασίας» συγκεντρώνονταν στο σπίτι του Αλκιβιάδη Γιαννόπουλου, όπου, επιδίδονταν στην φροντίδα της έκδοσης των Μακεδονικών Ημερών «τρώγοντας τώρα – ύστερα κουφέτα αμυγδαλωτά από σοκολάτα».

Το δικό του λιθαράκι στις αφηγήσεις περί δημιουργίας του περιοδικού έρχεται να προσθέσει ο Αλκιβιάδης Γιαννόπουλος:

 

«Οι Μακεδονικές Ημέρες στάθηκαν […] σαν ένα εντευκτήριο, όπου ευάριθμοι άνθρωποι, με την ξεχωριστή ο καθένας ιδιοσυγκρασία του, με την ιδιαίτερη κλίση του, βρήκαν τρόπο να συνθέσουν μια πρωτάκουστη, παράξενη συμφωνία, που δεν ήταν δυνατό να ελκύσει το ενδιαφέρον των πολλών, αλλά που έγινε αφορμή να προσεχτεί η Θεσσαλονίκη με πολλήν απορία από τους λογοτεχνικούς και άλλους κύκλους της πρωτεύουσας. Ειπώθηκε -λοιπόν- τον καιρό εκείνο πως η Θεσσαλονίκη πρόσφερε κάτι καινούριο, πως κόμιζε στον τόπο μια νέα πνοή και ένα άλλο πνεύμα».

 

Οι άνθρωποι αυτοί, κατά τον Αλκιβιάδη Γιαννόπουλο, «πίστευαν και ζητούσαν να οικοδομήσουν στέρεα. Να μην ιχνογραφήσουν -απλά- το πέρασμά τους στην άμμο, αλλά να το λαξέψουν σε ύλη σκληρή». Περίπου είκοσι χρόνια μετά, τόνιζε πως:

 

«Τον καιρό εκείνο στη Θεσσαλονίκη, μια ομάδα ανθρώπων, που δεν ήταν όλοι Μακεδόνες, είχαν ξαφνικά την έμπνευση να συντονίσουν τους στοχασμούς και την πνευματική τους δράση […]. Από τη βασική συντροφιά θα ακουσθεί κάτι αλλιώτικο στην ελληνική λογοτεχνία, έτσι όπως είχε καθηλωθεί. Διόλου προγραμματισμένη η αλλαγή! Εντυπωσιακή η γνησιότητα, η απαλλαγμένη από δεσμούς συμβατικούς “συμμόρφωσης” στα όσα επικρατούσαν. Όχι επίδειξη πρωτοτυπίας και εκκεντρικότητας. Έκφραση, απλά, που βασιζόταν στην έμφυτη δημιουργική καλλιεργημένη κλίση και σε πολύτιμα ευρηματικά πρόσθετα εφόδια, αποκτημένα συνειδητά με πίστη στην ανάγκη επιβολής τους. Το μηνιαίο περιοδικό που εκδόθηκε (τίτλος του Μακεδονικές Ημέρες) είχε διάρκεια εννιά μόνον ετών, και από το περιοδικό εκείνο δόθηκαν κείμενα κριτικής, μελέτης, αφηγηματικής πεζογραφίας, ποιητικά και μεταφράσεις έργων ξένων συγγραφέων, που πρωτοεμφανίζονταν στη γλώσσα μας».

 

Το κατά κοινή ομολογία πρωτοποριακό, αποκλειστικά λογοτεχνικό περιοδικό, έκανε την εμφάνισή του στην ελληνική πνευματική σκηνή τον Μάρτιο του 1932 και διατηρήθηκε σ’ αυτήν έως και τον Απρίλιο του 1953, σε δύο χρονικά και ποιοτικά άνισες περιόδους (Μάρτιος  1932 – Σεπτέμβριος 1939 και Σεπτέμβριος 1952 – Απρίλιος 1953), με διακοπές και ακανόνιστη περιοδικότητα.

 

Α.2. Ζητήματα ταυτότητας των Μακεδονικών Ημερών

 

Σύμφωνα με τον Αλέξανδρο Αργυρίου, οι Μακεδονικές Ημέρες, παρά τον τίτλο τους, φιλοδοξούν να υπερβούν τα εθνικά σύνορα και να διευρύνουν τους ορίζοντές τους στις «μεγάλες χώρες». Ο χωρικός προσδιορισμός στον τίτλο παραπέμπει αποκλειστικά και μόνο στο μέρος, όπου η απόπειρα αυτή αποκτά σάρκα και οστά, δηλώνει το ευρύτερο γεωγραφικό πλαίσιο της Μακεδονίας, με κέντρο, βέβαια, τη Θεσσαλονίκη. Ούτε οι συνεργάτες, αλλά ούτε και η θεματογραφία, όπως θα δούμε, περιορίζονται στην πόλη αυτή. Παρ’ όλη την καταγραφή της τοπικής πνευματικής κίνησης, το περιοδικό παρακολουθεί, επεξεργάζεται και ασκεί κριτική τόσο στην ελληνική, όσο και στην εξωτερική επικαιρότητα.

Προπολεμικά, στο πρώτο τεύχος, οι Μακεδονικές Ημέρες εμφανίζονται με τον υπότιτλο «Λογοτεχνικό περιοδικό», ενώ από το επόμενο τεύχος μέχρι το διπλό του Αυγούστου-Σεπτεμβρίου του 1939 φέρουν τον υπότιτλο «Μηνιαίο Λογοτεχνικό περιοδικό», παρ’ όλο που η συχνότητα κυκλοφορίας τους ποικίλλει, όπως θα δούμε. Το τελευταίο προπολεμικό έτος, ο υπότιτλος μετατρέπεται απλά σε «Λογοτεχνικό περιοδικό», ενώ μεταπολεμικά, εμφανίζονται ως «Μηνιαίο περιοδικό μελέτης, κριτικής και σχολίων», κάτι που φαίνεται ν’ ανταποκρίνεται πληρέστερα στο προπολεμικό περιεχόμενό τους.

Κατά το πρώτο και τρίτο έτος της κυκλοφορίας του περιοδικού εκδίδονται συνολικά δώδεκα τεύχη, σε δέκα σώματα, το δεύτερο και τέταρτο δώδεκα τεύχη, σε οχτώ σώματα, το πέμπτο δώδεκα τεύχη, σε έξι σώματα, το έκτο δώδεκα τεύχη, σε επτά σώματα και το έβδομο τέσσερα τεύχη, σε ισάριθμα σώματα [Α΄ έτος: 1 (Μάρτιος 1932) 1-42, 2 (Απρίλιος 1932) 46-88, 3 (Μάιος 1932) 89-128, 4 (Ιούνιος 1932) 129-168, 5-6 (Ιούλιος-Αύγουστος 1932) 169-216, 7 (Σεπτέμβριος 1932)  217-256, 8 (Οκτώβριος 1932) 257-296, 9 (Νοέμβριος 1932) 297-336, 10-11 (Δεκέμβριος 1932- Ιανουάριος 1933) 337-380, 12 (Φεβρουάριος 1933) 381-415. Β΄ έτος: 1 (Ιανουάριος 1934) 1-36, 2 (Φεβρουάριος 1934) 37-68, 3 (Μάρτιος 1934) 69-100, 4 (Απρίλιος 1934) 101-132, 5 (Μάιος 1934) 133-164, 6-7 (Ιούνιος-Ιούλιος 1934) 165-204, 8-9-10 (Αύγουστος-Σεπτέμβριος-Οκτώβριος 1934) 205-236, 11-12 (Νοέμβριος – Δεκέμβριος 1934) 237-284. Γ΄ έτος: 1 (Φεβρουάριος 1935) 1-48, 2 (Μάρτιος 1935) 49-96, 3 (Απρίλιος 1935) 97-144, 4 (Μάιος 1935) 145-192, 5 (Ιούνιος 1935) 193-240, 6-7 (Ιούλιος-Αύγουστος 1935) 241-290, 8-9 (Σεπτέμβριος-Οκτώβριος 1935) 291-338, 10 (Νοέμβριος 1935) 339-386, 11 (Δεκέμβριος 1935) 387-434, 12 (Ιανουάριος 1936) 435-490. Δ΄ έτος: 1 (Φεβρουάριος 1936) 1-48, 2 (Μάρτιος 1936) 49-104, 3-4 (Απρίλιος-Μάιος 1936) 105- 152, 5 (Ιούνιος 1936) 153-200, 6-7 (Ιούλιος-Αύγουστος 1936) 201-256, 8 (Σεπτέμβριος  1936) 257-304, 9 -10 (Οκτώβριος-Νοέμβριος 1936) 305-352, 11-12 (Δεκέμβριος 1936) 353-400. Ε΄ έτος: 1-2 (Ιανουάριος-Φεβρουάριος 1937) 1-64, 3-4 (Μάρτιος-Απρίλιος 1937) 65-112, 5-6 (Μάιος-Ιούνιος 1937) 113-168, 7-8 (Ιούλιος-Αύγουστος 1937) 169-224, 9-10 (Σεπτέμβριος-Οκτώβριος 1937) 225-264, 11-12 (Νοέμβριος-Δεκέμβριος 1937) 265-304. ΣΤ΄ έτος: 1 (Ιανουάριος 1938) 1-48, 2 (Φεβρουάριος 1938) 49-80, 3 (Μάρτιος 1938) 81-112, 4 (Απρίλιος 1938) 113-144, 5-7 (Μάιος-Ιούνιος-Ιούλιος 1938) 145-191, 8-9 (Αύγουστος-Σεπτέμβριος 1938) 193-224, 10-11-12 (Οκτώβριος-Νοέμβριος-Δεκέμβριος 1938) 225-256. Ζ΄ έτος: 1 (Ιανουάριος-Φεβρουάριος 1939) 1-31, 2 (Μάρτιος-Απρίλιος 1939) 33-56, 3 (Μάιος-Ιούνιος 1939) 57-72, 4 (Ιούλιος-Αύγουστος-Σεπτέμβριος 1939) 73-87]. Η δεύτερη περίοδος κυκλοφορίας του περιοδικού εκτείνεται από τον Σεπτέμβριο του 1952 έως και τον Απρίλιο του 1953, όπου δημοσιεύονται έξι πενιχρά οκτασέλιδα φυλλάδια, κατά τον Βασίλειο Αιδάλη «ευάριθμα τευχίδια» [1 (Σεπτέμβριος 1952) 1-8, 2 (Οκτώβριος 1952) 1-8, 3 (Νοέμβριος 1952) 1-8, 4 (Δεκέμβριος 1952) 1-8, 5 (Ιανουάριος-Φεβρουάριος 1953) 1-8, 6 (Μάρτιος-Απρίλιος 1953) 1-8]. Συνολικά, δημοσιεύονται 76 τεύχη, σε 53 σώματα και 8 φυλλάδια, σε 6 σώματα, με πολλαπλή συχνά αρίθμηση. Η συχνότητα έκδοσης του περιοδικού από μηνιαία μετατρέπεται σιωπηρώς, το 1937, σε διμηνιαία, με διπλή αρίθμηση των τευχών. Στο τέλος, όμως, της επόμενης χρονιάς, δηλώνεται ρητά ότι «εκδίδεται ανά τρίμηνο», ενώ κατά το 1939 μνημονεύεται ότι «βγαίνει κάθε δύο μήνες» και μεταπολεμικά κάθε μήνα, αν και αυτό παραβιάζεται.

Τα ινία του περιοδικού, κατά την πρώτη περίοδο κυκλοφορίας του, ανέλαβαν διαδοχικά οι διευθυντές Πέτρος Σ. Σπανδωνίδης (Α΄ έτος, τχ. 1-8), Γιώργος Δέλιος (Α΄ έτος, τχ. 9), μια τριμελής επιτροπή, που συνιστούσαν οι Στέλιος Ξεφλούδας, Γιώργος Δέλιος και Γιώργος Θέμελης σε μια προσπάθεια να  κρατηθούν οι ευαίσθητες ισορροπίες (Α΄ έτος, τχ. 10-12), οι διευθυντές Γιώργος Θέμελης (Β΄ έτος, τχ. 1-12), Στέλιος Ξεφλούδας (Γ΄ και Δ΄ έτος, τχ. 1-12) και παράλληλα ο επιμελητής της ύλης (Γ΄ και Δ΄ έτος, τχ. 1-12) και διευθυντής Γιώργος Δέλιος (Ε΄ έτος, τχ. 1-10), ο Βάσος Βασιλείου πότε ως αρχισυντάκτης (Ε΄ έτος, τχ. 11-12) και πότε ως υπεύθυνος (ΣΤ΄ έτος, τχ. 1-4), οι διευθυντές Γιώργος Θ. Βαφόπουλος (ΣΤ΄ έτος, τχ. 5-12) και Πέτρος Σ. Σπανδωνίδης (Ζ΄ έτος, τχ. 1-4). Ο τελευταίος υπήρξε ο μοναδικός διευθυντής, υπεύθυνος, εκδότης και συντάκτης των κειμένων κατά τη μεταπολεμική περίοδο.

Η διακίνηση του περιοδικού γινόταν μέσω συνδρομών, μέσω της πώλησης τευχών σε βιβλιοπωλεία και τυπογραφεία, μέσω των γραφείων διεύθυνσης και σύνταξης ή μέσω κατά τόπους αντιπροσώπων. Από το τρίτο έτος της κυκλοφορίας του περιοδικού αναγράφονται οι ετήσιες συνδρομές, τόσο για το εσωτερικό (δρχ. 50), όσο και για το εξωτερικό (δολ. 1,50). Το επόμενο και μεθεπόμενο έτος, η ετήσια συνδρομή για το εσωτερικό αυξάνεται (δρχ. 60), ενώ εκείνη του εξωτερικού κυμαίνεται στα ίδια επίπεδα. Το ΣΤ΄ έτος, η πρώτη ανέρχεται στις 80 δρχ., ενώ η δεύτερη εξακολουθεί να παραμένει σταθερή. Επιπροσθέτως, αναφέρεται το όνομα του Ευάγγελου Γοργία ως υπεύθυνου συνδρομών και εμβασμάτων, με τόπο εργασίας την οδό Εγνατίας 72. Το τελευταίο προπολεμικά έτος, η συνδρομή για το εσωτερικό μειώνεται στις 60 δραχμές, ενώ είναι η διπλάσια για το εξωτερικό. Στα μεταπολεμικά χρόνια, η ετήσια συνδρομή ανέρχεται στις 25.000 δραχμές. Το 1938, διαβάζουμε πως το περιοδικό πωλείται στο Βιβλιοπωλείο Α. Ν. Συρόπουλου, στην Οδό Τσιμισκή 71 κι έπειτα στο Βιβλιοπωλείο Πυρσού Γ. Σ. Βοσνιάδου, όπως επίσης στην οδό Τσιμισκή και αριθμό 54. Το 1939, η διεύθυνση των Μακεδονικών Ημερών ενημερώνει το αναγνωστικό κοινό πως πωλούνται παλαιότεροι τόμοι σε τιμή προσφοράς (δρχ. 50 έκαστος), προκειμένου να προσελκύσει κοινό, τόσο στα κεντρικά βιβλιοπωλεία της Θεσσαλονίκης, όσο και στο Βιβλιοπωλείο Ι. Σιδέρη για την Αθήνα, στην οδό Σταδίου 52. Μεταπολεμικά, δεν αναγράφεται κάποιος χώρος διάθεσης του περιοδικού. Τώρα, σχετικά με την τιμή μεμονωμένων τευχών των Μακεδονικών Ημερών το κόστος κυμαίνεται ανάλογα με το έτος κυκλοφορίας ως εξής: έτος Α΄, τχ. 1-6, δρχ. 7,  έτος Α΄, τχ. 7-12, έτος Β΄ Γ΄ δρχ. 5, έτος Δ΄, δρχ. 6, έτος Ε΄, δρχ. 8, έτος ΣΤ΄, δρχ. 7, έτος Ζ΄, δρχ. 8 και μεταπολεμικά δρχ. 2000. Εικάζω πως η παραλαβή των τευχών θα ήταν εφικτή και από τα γραφεία της διεύθυνσης του περιοδικού. Από το όγδοο τεύχος του 1932, αναφέρεται ως διεύθυνση των γραφείων του περιοδικού η οδός Αετορράχης 31, όπου βρισκόταν το σπίτι του Δέλιου. Το δεύτερο έτος στα τεύχη 1-2, τα γραφεία μετακομίζουν στην οδό Κασσάνδρου 56, έπειτα πάλι στην οδό Αετορράχης και τούμπαλιν. Πάντως, από το όγδοο τεύχος του ίδιου έτους έως το έκτο έτος, τα γραφεία στεγάζονται στην οδό Αετορράχης. Ωστόσο, στο τελευταίο προπολεμικό έτος, βρίσκονται στην οδό Αρμοδίου 5, ενώ μεταπολεμικά, δύο νούμερα παρακάτω. Ας μην λησμονούμε και τα τυπογραφεία Οδυσ. Θεοδωρίσου στην Εγνατίας 337 για τα τεύχη του πρώτου έτους και των τριών πρώτων του δεύτερου, Ν. Νικολαΐδη στην Τσιμισκή 9 για τα επόμενα τεύχη έως και το προτελευταίο του 1937, τα τυπογραφεία της «Νέας Αλήθειας» για τα υπόλοιπα προπολεμικά τεύχη και τέλος εκείνο του Εμμ. Τζιτζάρη, στην οδό Ασκητού 58, για τα μεταπολεμικά τευχίδια. Τέλος, από την αλληλογραφία Στέλιου Ξεφλούδα – Βασίλειου Τατάκη, γνωρίζουμε πως την περίοδο 22/9/1932-20/1/1934, όταν ο τελευταίος αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τη Θεσσαλονίκη και να υπηρετήσει ως γυμνασιάρχης στην Κρήτη, προπαγανδίζει τις Μακεδονικές Ημέρες, με αντίτυπα που του ταχυδρομούν οι σύντροφοί του. Ο Βασ. Τατάκης αναλαμβάνει ρόλο ανταποκριτή και προσπαθεί να μαγνητίσει νέους συνδρομητές και αναγνώστες και ίσως να διανείμει κατ’ οίκον τεύχη, προκειμένου να εξοικονομηθούν τα έξοδα αποστολής. Στο σημείο αυτό, θα μπορούσαμε να διατυπώσουμε με επιφυλάξεις την εικασία για ενδεχόμενη πώληση σποραδικών τευχών σε κιόσκια, καπνοπωλεία και πρακτορεία περιοδικού και εφημεριδογραφικού τύπου. Σχετικά, όμως, με την ακριβή ακτίνα διάδοσης του περιοδικού δεν υπάρχουν έγκυρες και τεκμηριωμένες απαντήσεις.

Οι Μακεδονικές Ημέρες δεν είναι ιδιαιτέρως φροντισμένες αισθητικά. Απουσιάζει το εικονογραφικό – φωτογραφικό υλικό και η διακόσμηση, προφανώς λόγω οικονομικής ένδειας. Οι μόνες εικονογραφημένες σελίδες που συναντά κανείς είναι εκείνες που φιλοξενούν έναν πίνακα από την έκθεση του Ρ. Κυριαδή, δύο πίνακες του Δημητρίου Βιτσώρη, μια προσωπογραφία της Ανθούλας Βαφοπούλου-Σταθοπούλου εις μνήμην, κάποιους πίνακες της Γεωργίας Τερλίδου και ένα ελαιόχρωμα της Καίτης Παλαιολόγου.

Οι διαστάσεις του περιοδικού το πρώτο έτος  ήταν 16*24 ή 15*22 κατά περίπτωση, το δεύτερο 16*24 και το υπόλοιπο χρονικό διάστημα 17.5*25. Το 1937, τη μονόστηλη σελιδοποίηση του περιοδικού διαδέχτηκε η δίστηλη, με συνεχή σελιδαρίθμηση ανά έτος (Α΄ έτος: 1-416, Β΄ έτος: 1-284, Γ΄ έτος: 1-490, Δ΄ έτος: 1-400, Ε΄ έτος: 1-304, ΣΤ΄ έτος: 1-256 και Ζ΄: 1-88), ενώ μεταπολεμικά, το περιοδικό γυρίζει στην αρχική του μορφή, αλλά αυτή τη φορά η σελιδαρίθμηση αυτονομείται σε κάθε τευχίδιο (1-8). Όπως, εύστοχα, επισημαίνει η Αγλαΐα Κεχαγιά-Λυπουρλή, από ποσοτική άποψη, την ακμή του περιοδικού μπορούμε να την εντοπίσουμε κατά το τρίτο έτος της κυκλοφορίας του, ενώ έπονται το πρώτο και τέταρτο. Απροσδόκητη είναι η κάμψη του 1934, ενώ αντίθετα, φυσιολογική φαίνεται εκείνη από το 1937 ως το τέλος του.

Επιπροσθέτως, οι Μακεδονικές Ημέρες πραγματοποίησαν τις εκδόσεις των παρακάτω βιβλίων: Αλκιβιάδης Γιαννόπουλος, Κεφάλια στη σειρά. Έντεκα διηγήματα (1934)· Πέτρος Σ. Σπανδωνίδης, Εισαγωγή στην αρχαία ελληνική τραγωδία (1935) & Η ζωή που αγαπά τον εαυτό της. Δοκίμιο ευθύγραμμης κριτικής (1938)· Καίτη Σιώπη-Παλαιολόγου, Εικόνες (1936)· Βασίλειος Ν. Τατάκης, Στη χώρα των στοχασμών. Φιλοσοφικός διάλογος (1936)· Γιώργος Δέλιος, Στα ίχνη του άγνωστου Θεού. Μυθιστόρημα (1937).

 

Α.3. Το προγραμματικό σημείωμα του εναρκτήριου τεύχους και ο ορίζοντας προσδοκιών των εταίρων

 

Σύμφωνα με τον Χ. Λ. Καράογλου, ο ορίζοντας ενός λογοτεχνικού περιοδικού και οι προθέσεις της ιδρυτικής ομάδας υποδηλώνονται άμεσα ή έμμεσα στις προγραμματικές δηλώσεις των εκδοτών. Το «έξοχο» περιοδικό, κατά τον Ντίνο Χριστιανόπουλο, «με τις εκλεκτικές τάσεις και τον έκδηλα μοντέρνο χαρακτήρα, έχει συγκρότηση, ξέρει τι θέλει και πώς να το πετύχει». Στο προγραμματικό σημείωμα του εναρκτήριου τεύχους, που δίνει το στίγμα του περιοδικού, η διεύθυνση επισημαίνει πως αυτό που χαρακτηρίζει τη Θεσσαλονίκη έως το χρονικό σημείο της έκδοσής του είναι η απουσία καλλιτεχνικής και λογοτεχνικής παράδοσης, οι μεμονωμένες, σκόρπιες, ανίσχυρες, ασυστηματοποίητες, ανοργάνωτες, άτακτες, πρωτόγονες και διαισθητικές προσπάθειες, οι οποίες δημιουργούσαν μια «φευγαλέα εντύπωση». Το έως τότε έδαφος δεν ήταν γόνιμο, με εύλογη απόρροια την αδυναμία προσφοράς καρπών πνευματικής συγκομιδής, παρά την αδιαμφισβήτητη ύπαρξη αφενός ορατών ή έστω κυοφορούμενων ταλέντων κι αφετέρου αναγνωστικής κοινότητας. Όπως χαρακτηριστικά υπογράμμιζε η διεύθυνση, η Θεσσαλονίκη βρισκόταν «στο στάδιο μιας σοβαρής προπαρασκευής και μιας ανυπομονησίας για κάποια Αυγή», έχοντας μπροστά της «όλες τις δυνατότητες του είναι της». Ο ορίζοντας προσδοκιών των Μακεδονικών Ημερών επεδίωκε να χαράξει νέα μονοπάτια, να δημιουργήσει μια ρηξικέλευθη παράδοση, ένα «περιβάλλον», μια «ατμόσφαιρα», να συγκεράσει, να εναρμονίσει και να συντονίσει τις πολυάριθμες απόπειρες, προσδίδοντάς τους το στίγμα της συλλογικότητας. Όπως επισημαίνει ο Τόλης Καζαντζής, στο σημείωμα αυτό υπάρχει συνάμα «μια διαπίστωση και μια επαγγελία». Η ιδρυτική ομάδα ήλπιζε πως οι προσδοκίες της δεν θα διαψευσθούν και κωδικοποιούσε τις επιδιώξεις της ως εξής:

 

«Το περιοδικό, χωρίς να περιορίζεται στενά στη λογοτεχνική δημιουργία θα παρακολουθή και τη σύγχρονη σκέψη καθώς εναγώνια και βίαια διασταυρώνεται στις μεγάλες χώρες. Ακόμα έχει αποστολή ν’ αναζητήση και ν’ αποκαλύψη τα ταλέντα, να βοηθήση στον ευγενισμό και την εκλέπτυνση, θέλει να ζήση μακριά από συναλλαγές, να τιμήση όπως πρέπει τα σπουδαία και τα μεγάλα, να γίνη εστία και καταφύγιο αγνών διαθέσεων, να κατατοπίση ακόμα το κοινό των αναγνωστών του μέσα σε μια εποχή, που η ανθρωπότητα αγωνίζεται ανάμεσα σε τραγικές περιπέτειες να βρη το δρόμο της.

Το να τραγουδάη κανείς μονάχα και να πλέκη στεφάνια στον Απόλλωνα τη στιγμή, που ολόγυρα ορθώνονται σαν ξωτικά τα ερωτηματικά για το νόημα της στιγμής τούτης και της αυριανής – τούτο θα ήταν η έσχατη περιφρόνηση προς τον άνθρωπο και η έσχατη βαρβαρότητα».

 

Αν και το κείμενο είναι ανυπόγραφο, ωστόσο, είναι σχεδόν βέβαιο πως συντάχθηκε από τον Πέτρο Σπανδωνίδη. Σύμφωνα με τον Τόλη Καζαντζή, μια «a contrario» ερμηνεία του σημειώματος, φανερώνει πως από τις προθέσεις των Μακεδονικών Ημερών, «a silentio», παραγκωνίζεται επιδεικτικά η παρακολούθηση της παραδοσιακής λογοτεχνίας και η αναζήτηση ταλέντων από τον ίδιο χώρο.

Όπως επισημαίνει και η Αγλαΐα Κεχαγιά-Λυπουρλή, δηλωτικά των προθέσεων της συντροφιάς είναι τα moto που έπονται του προγραμματικού σημειώματος, παρμένα από το Storia του De Sanctis. Όπως τονίζουν οι Στέλιος Γούτης και Μιχάλης Πιερής, αφενός διακοσμούν την είσοδο του περιοδικού και αφετέρου προετοιμάζουν το αναγνωστικό κοινό για τους στόχους του. Τα παραθέτω, προκειμένου να σκιαγραφήσει κανείς μια πλήρη εικόνα των επιδιώξεων της συντακτικής ομάδας:

 

«Ζούμε πολύ κάτω απ’ το παρελθόν μας και με την εργασία του άλλου: δεν είναι τούτο δική μας ζωή και δική μας εργασία. Όποιος το ξαίρει τούτο δεν καυχιέται. Από την καύχηση διαφαίνεται η συνείδηση της κατωτερότητας»

«Να βλέπουμε μέσα μας, στα έθιμά μας, στις ιδέες μας, στις προλήψεις, στις αρετές και στις κακίες μας, να μεταμορφώνουμε το νεώτερο κόσμο σε δικό μας μελετώντας τον, αφομοιώνοντας τον∙ να εξερευνούμε το ίδιο το στήθος μας […]».

 

Α.4. Δεκάμηνη αναστολή της κυκλοφορίας του περιοδικού

 

Ο προσεκτικός μελετητής θα παρατηρήσει ένα κενό κατά την πρώτη περίοδο της κυκλοφορίας του περιοδικού, μια δεκάμηνη αναστολή της έκδοσής του, από τον Μάρτιο έως τον Δεκέμβριο του 1933.

Η Μάρθα Καρπόζηλου, μελετώντας τα ελληνικά οικογενειακά φιλολογικά περιοδικά (1847-1900), διαπίστωνε πως καθολικά και αδιαμφισβήτητα χαρακτηριστικά γνωρίσματα των εκδοτών είναι η υλική και ηθική ανιδιοτέλεια, ο ενθουσιασμός, η πίστη ότι προσφέρουν στο κοινωνικό σύνολο και ότι υπηρετούν την πνευματική ζωή. Η αφιλοκέρδεια των εκδοτών συχνά συνεπάγεται οικονομική καχεξία και εμπορική αποτυχία. Τα κατά καιρούς ελπιδοφόρα μηνύματα αποδεικνύονταν πρόσκαιρα μπροστά στην αμείλικτη και ζοφερή οικονομική πραγματικότητα. Οι συνεργάτες, τακτικοί και έκτακτοι, εργάζονται άνευ αποδοχών, προσφέροντας τα μέγιστα στην επιβίωση του μεγαλόπνοου και φιλόδοξου οράματος της ομάδας. Την περίοδο εμφάνισης του περιοδικού η κατάσταση δεν έχει αλλάξει.

Ας επανέλθουμε, όμως, στο θέμα μας. Όπως υποστήριζε ο Στέλιος Ξεφλούδας, σε συζήτηση στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης (1973), η έκδοση του περιοδικού βασίστηκε αποκλειστικά στους πενιχρούς οικονομικούς δημοσιοϋπαλληλικούς πόρους της ιδρυτικής ομάδας και στους συνδρομητές, χωρίς έξωθεν οικονομικές ενισχύσεις, με αποτέλεσμα τα κέρδη να είναι ελάχιστα. Κάτι αντίστοιχο μαρτυρούσε και ο Τέλλος Άγρας:

 

«Το περιοδικό διατηρείται μ’ έξοδα της επιτροπής του, που βέβαια είναι καθαρή θυσία από τους μηνιαίους της υπαλληλικούς μισθούς. Γιατί ευγενικά κι ανυστερόβουλα […] χαρίζεται το περιοδικό, πληρώνοντας μάλιστα και τα ταχυδρομικά του […]. Και όμως, είναι πάντα ακέραιο, ταχτικό στην ώρα του, περιποιημένο […]».

 

Όπως προκύπτει, μία πηγή εσόδων, μάλλον μηδαμινή, για τις Μακεδονικές Ημέρες, πέραν των πωλήσεων, ήταν οι διαφημίσεις. Από το Δ΄ έτος πληροφορούμαστε ότι οι ολοσέλιδες διαφημίσεις κοστολογούνται με δρχ. 200, οι διαφημίσεις που καταλαμβάνουν χώρο μισής σελίδας με δρχ. 120 και εκείνες που καταλαμβάνουν το ένα τέταρτο της σελίδας με δρχ. 70.

Τώρα, σχετικά με τις αιτίες της δεκάμηνης διακοπής, πληροφορίες αντλούμε και από την αλληλογραφία Στέλιου Ξεφλούδα – Βασίλειου Τατάκη, όπου είναι διάχυτη η αγωνία και το δράμα για την εξασφάλιση μιας οικονομικής ενίσχυσης.  Η ιδρυτική ομάδα ελπίζει σ’ ένα θαύμα. Καμία αρωγή. Η προοπτική του μέλλοντος φαντάζει δυσοίωνη. Ο Στέλιος Ξεφλούδας, με εμφανή σημάδια λύπης, έγραφε:

 

«Φαίνεται ότι κανένα καλό πράμα δεν μπορεί να βρει την υποστήριξη των επισήμων. Χάθηκαν μου φαίνεται οι άνθρωποι. Το ταμείο είναι άδειο. Να δούμε τι θα κάνουμε για να συνεχισθεί η έκδοση […]. Η Θεσσαλονίκη δείχνει πάντα την ίδια περιφρόνηση. Δε θέλει να βοηθήσει. Ίσως να φταίμε και μεις για τη στάση αυτή των ανθρώπων».

 

Παρότι αποφασίστηκε οι τακτικοί συνεργάτες να καταβάλουν μηνιαίο ποσό, για να εξασφαλιστεί η έκδοση, το τεύχος του Μαρτίου του 1933 δεν κυκλοφόρησε. Η απογοήτευση στο γράμμα είναι πασιφανής:

 

«[…] οι Μακεδονικές Ημέρες πέθαναν φαίνεται οριστικά. Και το καταλαβαίνεις […] απλούστατα διότι αυτοί που τις έβγαζαν κουράστηκαν ή καλύτερα βαρέθηκαν. Δεν ήταν οι οικονομικοί λόγοι∙ […] ήταν γιατί μαζευτήκαμε πολλοί άνθρωποι να κάνουμε κάτι, μα […] κανείς τους δε δούλεψε με την καρδιά του. Τώρα όμως κλείνουμε γιατί δεν έχουμε λεπτά […]. Πάλι πολύ βάσταξαν. Όσο κι αν ήθελα να ζήσει αυτό το περιοδικό δεν έκανα τίποτα για να του δώσω ζωή. Ήρθαν φορές που το θεώρησα ολωσδιόλου ξένο, ακόμα, για να είμαι ειλικρινής, εχθρικό […]. Παύσαμε γιατί δεν είχαμε, είπαμε, λεπτά. Ο οικονομικός παράγων, η επιφάνεια».

 

Μολονότι το 1934 ο Αλκιβιάδης Γιαννόπουλος μεσολάβησε και το περιοδικό επανακυκλοφόρησε, χάρη στην οικονομική ενίσχυση που δόθηκε από την Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος, η κατάσταση δεν άλλαξε ριζικά. Η οικονομική δυσπραγία αποδεικνύεται κι από την ανέκδοτη αλληλογραφία Πέτρου Σπανδωνίδη – Αλκιβιάδη Γιαννόπουλου: «Δεν ξαίρω ποια θα είναι και η τύχη του περιοδικού. Ενίσχυση μηδέν».

Πέραν, όμως, των οικονομικών δυσχερειών, σπουδαίο ρόλο διαδραμάτισε η δυσκολία στη βαθύτερη ψυχική επαφή του κύριου κορμού των στελεχών. Μην λησμονούμε πως ο Βασίλειος Τατάκης υπηρετούσε στην Κρήτη, ενώ ο Αλκιβιάδης Γιαννόπουλος στην Αθήνα. Επιπροσθέτως, η μεγαλομανία, η δυστροπία, το αδιάλλακτο του χαρακτήρα του Πέτρου Σπανδωνίδη, η ροπή του προς επικράτηση των αντιλήψεών του και ο συμβιβασμός των υπολοίπων με αυτές, δημιουργούσαν ανωμαλίες, προστριβές, ρήξη και «αντιπάθειες», ανάμεσα στα μέλη της ομάδας. Όπως επισημαίνει και ο Τόλης Καζαντζής, «τα ταλέντα του τα σκίαζε, συχνά, η δογματικότητα και το απόλυτο της σκέψης του». Έτσι, μετά την παραίτησή του, ο Πέτρος Σπανδωνίδης αποσύρεται για λίγο για λόγους προσωπικής ευθιξίας και μάλιστα δυσαρεστημένος από την κριτική πρόσληψη του θεατρικού του έργου Βυθός κι επιφάνεια. Αιτία διακοπής της κυκλοφορίας του περιοδικού θα μπορούσε να θεωρηθεί και η ψυχική κόπωση, εύλογη απόρροια αφενός της αγωνίας για την συγκέντρωση της ύλης κι αφετέρου της αρχικής απογοήτευσης, που δημιούργησε η υποδοχή των Μακεδονικών Ημερών. Όπως έγραφε ο Στέλιος Ξεφλούδας το 1933: «Ουσιαστικά στη Θεσσαλονίκη το περιοδικό δεν είχε κανένα αποτέλεσμα. Περισσότερο περιφρονήθηκε, αγνοήθηκε παρά αγαπήθηκε και προσέχτηκε. Είναι φοβερή η νοοτροπία του ψευτοδιανοούμενου κόσμου εδώ όπως ξέρεις. Λοιπόν, ή βγαίνει ή δεν βγαίνει, […], είναι το ίδιο».

Παρά τις όποιες αντιξοότητες, η πεποίθηση στην αναγκαιότητα άνθησης του λογοτεχνικού περιοδικού λειτουργεί ως ο κρίκος που επανασυνδέει την ομάδα και επαναπροσδιορίζει τους στόχους της. Το περιοδικό επανακυκλοφορεί, με μεγαλύτερο πνεύμα συλλογικότητας. Κατά την Αγλαΐα Κεχαγιά-Λυπουρλή, η ενεργητική παρουσία και η νηφαλιότητα των Βασίλη Τατάκη και Αλκιβιάδη Γιαννόπουλου εξασφάλισαν τις ισορροπίες.

 

Α.5. Η ύλη του περιοδικού

 

Αν διατρέξει κανείς τις σελίδες των προπολεμικών Μακεδονικών Ημερών, εύκολα θα διαπιστώσει πως περιέχουν κείμενα όχι μόνο πεζογράφων της Θεσσαλονίκης, αλλά και άλλων Ελλήνων λογοτεχνών, νεωτερικές ποιητικές συνθέσεις, προλόγους και μεταφράσεις έργων από όλη την υφήλιο, που αναδεικνύουν την ξένη νοοτροπία και λογοτεχνία (αλβανική, αμερικανική, τουρκική, βουλγαρική, ιταλική, γαλλική, αγγλική, γερμανική, βαλκανική, κ.ά.), αισθητικές μελέτες αναστοχαστικού και προγραμματικού χαρακτήρα, αξιόλογα και αξιανάγνωστα άρθρα για την ελληνική και ξένη λογοτεχνία και σκέψη, για το θέατρο και τον κινηματογράφο, τις καλές τέχνες, βιβλιογραφίες, παρουσιάσεις νέων ταλέντων, επιστολογραφία, κ.ά. Το περιοδικό διεξήγαγε δύο έρευνες προπολεμικά σχετικά με τη θέση της κριτικής στην Ελλάδα και τη νεοελληνική λογοτεχνία και μια μεταπολεμικά. Επιπροσθέτως, οργάνωσε ομιλίες και διαλέξεις. Επισκόπηση, σχολιασμός, έλεγχος και συστηματική κριτική της πνευματικής ζωής γίνεται από διάφορες στήλες κριτικής παρακολούθησης του βιβλίου, που καθιέρωσε το περιοδικό («Ο μήνας», «Σημειώματα», «Τα βιβλία», «Σχόλια», «Χρονικά», κ.ά.). Τακτική, υπεύθυνη, οργανωμένη παρουσίαση και καταγραφή πνευματικών και καλλιτεχνικών τεκταινομένων, όπως εκδόσεις περιοδικού τύπου, νέων βιβλίων, συναυλιών, εκθέσεων, κ.ά., κατέχουν τη δική τους θέση.

Τα άρθρα και οι αναζητήσεις προδίδουν ένα παιδευτικό χαρακτήρα, με την ουσιαστική και όχι τη σχολαστική σημασία της λέξης. Αυτή η διάθεση παιδείας διαχέεται σε όλη την ύλη του περιοδικού, κατά τον Άρη Μαραγκόπουλο, χωρίς να υποκρύπτει κάποια έπαρση ή έστω ηθικο-διδακτικό ή παραινετικό χαρακτήρα. Στον αντίποδα, μαρτυρά βαθιά λαχτάρα για επικοινωνία με τον αποδέκτη. Η ύλη του περιοδικού είναι διαλεχτή και μπορεί να διαβαστεί ευχάριστα ακόμα και σήμερα. Τα περιεχόμενα αντικατοπτρίζουν απόλυτα τα ενδιαφέροντα και τις ενασχολήσεις των συνεργατών.

 

Α.6. Η διάλυση του κύκλου των Μακεδονικών Ημερών

 

Όπως, εύστοχα, διατυπώνει ο Γιώργος Θ. Βαφόπουλος, το 1939 «ο κύκλος των Μακεδονικών Ημερών άνοιξε, προκειμένου να αποχωρήσουν τιμητικά ένας – ένας οι εταίροι της παλιάς φρουράς, παρόλη την κοινή πίστη, τις ευγενείς φιλοδοξίες, τα ιδανικά, τις παράλληλες και συγχρονισμένες αισθητικές αντιλήψεις, την παραδοχή του πνεύματος της εποχής, το αίσθημα αδελφοσύνης». Οι άνθρωποι που στελέχωσαν το περιοδικό, με την πάροδο του χρόνου, ήταν εύλογο να διαμορφώσουν το δικό τους προσωπικό ύφος γραφής, τη βιοθεωρία και κοσμοαντίληψή τους. Άλλωστε, εκ προοιμίου, όταν μιλά κανείς για συλλογικότητα, θυσιάζει προσωπικές προτιμήσεις στο βωμό του κοινού. Οι συνεργάτες της μικρής αυτής πνευματικής κοινότητας, που εκκολάφθηκε στις σελίδες των Μακεδονικών Ημερών, τονίζει ο Γ. Βαφόπουλος, «αποχώρησαν με το κεφάλι ψηλά, γνωρίζοντας πως είχαν γράψει τις πρώτες υπολογίσιμες πολύανθες σελίδες στην ιστορία του περιοδικού τύπου και μάλιστα όχι μόνο σε τοπικής εμβέλειας πεδίο». Ο Βασίλειος Τατάκης έπαψε να στέλνει συνεργασίες στο περιοδικό, όταν επιβλήθηκε η δικτατορία του Ιωάννη Μεταξά το 1936 και βρέθηκε, με δυσμενή μετάθεση, στην Κρήτη. Όπως ο ίδιος υποστήριζε: «το μάτι του λογοκριτή φύσηξε στην ψυχή μου σαν παγωμένος αέρας». Η αναχώρηση, η μετακίνηση από τη Θεσσαλονίκη και η επερχόμενη δυσκολία στην επικοινωνία, υπήρξαν καθοριστικής σημασίας γεγονότα για την τύχη του περιοδικού. Παρά τις αγωνιώδεις προσπάθειες για διαφύλαξη του ομαδικού χαρακτήρα, οι παραπάνω παράγοντες οδήγησαν, στη «δύση του φέουδου» των Μακεδονικών Ημερών.

 

Α.7. Η «Σκιώδης επανέκδοση» και μεταπολεμικές διακηρύξεις

 

Στα μεταπολεμικά χρόνια, ο Πέτρος Σπανδωνίδης, στη σελίδα τίτλου, αναγράφει πως πρόκειται για την τρίτη περίοδο του περιοδικού, υπολογίζοντας προφανώς ως δεύτερη την περίοδο μετά την αναστολή της κυκλοφορίας των Μακεδονικών Ημερών. Στο εισαγωγικό σημείωμα, που επιγράφεται «Η Επανέκδοση», ισχυρίζεται πως το πόνημα αυτό «ομοιάζει με νεκρανάσταση, τη στιγμή που τα πράγματα έχουν αλλάξει και νέες νόρμες κυριαρχούν». Και συνεχίζει:

 

«Ακριβώς λοιπόν για να παρακολουθήσει αυτή την αλλαγή επανεκδίδεται το περιοδικό. Διότι η αλλαγή είναι βαθειά, κρίσιμη, στο πνευματικό και ηθικό πεδίο. Στο μεταξύ διάστημα γεννήθηκε και πέθανε η νοοτροπία του “υπερρεαλισμού” και τα παρακλάδια της […] δημιουργήθηκαν κλίκες και επακολούθησαν ψευδαισθήσεις για τις πραγματικές αξίες […]. Φανερώθηκε ένα πνεύμα αμοιβαίας άρνησης της αξίας των καλλιτεχνικών επιδιώξεων, ένα καλλιτεχνικό eprit de clan ηθικής αταξίας […], εμφανίστηκαν και δίνουν ωραίες υποσχέσεις νέα ταλέντα. Όχι την άρνηση, αλλά τη δημιουργία θα παρακολουθήσουν οι Μακεδονικές Ημέρες. Το ύφος και την ποιότητα των νέων καιρών. Χωρίς να αναζητούν συνεργάτες, θα δέχουνται κάθε ανταπόκριση, που θα πλουτίζει την έρευνα και τη μελέτη των συγχρόνων λογοτεχνικών μας εκδηλώσεων. Θα συνεργάζουνται με την εποχή τους και θα φανερώνουν τη γνώμη τους, για όσους θα την προσέξουν, χωρίς φόβο -διότι οι σημερινοί καιροί είναι έμφοβοι- και χωρίς πάθος».

 

Πολλά από τα κείμενα που συμπεριλαμβάνονται στα μεταπολεμικά «τευχίδια» αποτελούσαν τη γραπτή μορφή των λογοτεχνικών εκπομπών του Πέτρου Σπανδωνίδη, στον ραδιοφωνικό σταθμό της Θεσσαλονίκης. Κάποια απ’ αυτά αφιερώνονται στο έργο των Νικηφόρου Βρεττάκου, Γιάννη Ρίτσου, Άρη Δικταίου, Μελισσάνθη και Soderblom. Ο Τόλης Καζαντζής μιλά για μια «σκιώδη επανέκδοση», που μόνο κατά τον τίτλο προσομοιάζει στις προπολεμικές Μακεδονικές Ημέρες και φρονεί πως ο Πέτρος Σπανδωνίδης επανακυκλοφόρησε το περιοδικό, όχι για να ανανεώσει την πρώτη περίοδο, σύμφωνα με τις αρχικές προγραμματικές διακηρύξεις, αλλά για να καταχωρήσει κάποιες θέσεις του.

 

Α.8. Οι συνεργάτες των Μακεδονικών Ημερών

 

Η «πυρηνική ομάδα» των Μακεδονικών Ημερών πλαισιώνεται από ένα επιτελείο συνεργατών. Όπως παρατηρεί ο Χ. Λ. Καράογλου, προκειμένου να διαμορφώσει κανείς πληρέστερη εικόνα για ένα περιοδικό, οφείλει να εξετάσει τον αριθμό όχι μόνο των τακτικών, αλλά και των έκτακτων συνεργατών του και τη θέση προς την συγκαιρινή του πνευματική ζωή, καθώς και τα δύο αποτελούν ισχυρά τεκμήρια εμβέλειας και αξίας.

Στον εκτενή κατάλογο των Ελλήνων έκτακτων συνεργατών, πέραν του βασικού κορμού, που, ουσιαστικά, διαμόρφωσε την ποιότητα και τη φυσιογνωμία του περιοδικού, συγκαταλέγονται αλφαβητικά οι: Αβραάμ Κ, Τέλλος Άγρας, Χάρης Αλεξίου, Κoύλης Αλέπης, Στέφανος Αμάραντος, Μ. Αποστολίδης, Αρκάδιος Λευκός, Γιώργος Βαλέτας, Γιάννης Βαλσαμίδης, Τάκης Βαρβιτσιώτης, Ρούλα Μ. Βαρέλλα, Γ. Βασιλα, Βάσος Βασιλείου, Γιώργος Θ. Βαφόπουλος, Αν. Βενέτος, Γιώργος Βιζυηνός, Ιων. Βινεα, Θ. Βλιζιώτης, Ν. Βογιατζάκης, Γιώργος Κ. Βογιατζής, Δημήτρης Ν. Γαλάνης, Ι. Γεννηματάς, Κωνσταντίνος Δ. Γεωργούλης, Αναστάσιος Γιανναράς, Νίκος Γκάτσος, Πέτρος Γνευτός, Ι. Ν. Γρυπάρης, Γεώργιος Δαμόρης,  Αιμιλία Στ. Δάφνη, Στέφανος Δάφνης, Βασίλης Δεδούσης, Μηνάς Δημάκης, Δημήτρης Στ. Δήμου, Στρατής Δούκας, Κώστας Ν. Δρακόπουλος, Ολυμπία Αλ. Δρακοπούλου,  Οδυσσέας Ελύτης, Δ. Ευαγγελίδης, Διαλεχτή Ζευγώλη, Χρυσάνθη Ζιτσαία, Ηλίας Ζιώγας, Γ. Θεοτοκάς, Πολύβιος Ιωαννίδης, Ι. Θ. Κακριδής, Νίκος Καζαντζάκης, Ηρώ Καμπίτογλου, Μιχάλης Καραγάτσης, Αντρέας Καραντώνης, Ζωή Καρέλλη, Θεόδωρος Καστανάς, Στέφανος Κατσαμπής, Κώστας Κεφάλας, Κώστας Χρ. Κόκκινος, Αργής Κορακας, Σταυράκιος Κοσμάς, Γιώργος Κοτζιούλας, Γιάννης Κούσουλας, Αθαν. Γ. Κυριαζής, Φ. Κωνσταντινίδης, Πολύμνια Λάσκαρι, Χρήστος Λεβάντας, Στέφανος Λεύκης, Δημήτρης Λογοθέτης, Ζήσιμος Λορεντζάτος, Απόστολος Μαγγανάρης, Ηρακλής Μαλωσης, Κωνσταντίνος Μανιαδάκης, Π. Μαργαρίτης, Σοφία Μαυροειδή-Παπαδάκη, Δημήτριος Χ. Μεντζέλος, Ιωάννης Μεταξάς, Κ. Μ. Μιχαηλίδης, Τάκης Μουζενίδης, Αλ. Μουράτη, Ιωάννης Μπήτος, Ελένη Μπιλιμάτση, Ιωάννα Μπουκουβάλα-Αναγνώστου, Ρίτα Μπούμη-Παπά, Γιώργος Μ. Μυλωνογιάννης, Αντώνης Μυστακίδης, Ντόλης Νίκβας, Δημήτρης Νικολαρεΐζης, Θεολόγος Νικολούδης, Μπάμπης Νίντας, Γρηγόριος Ξενόπουλος, Νίκος Π. Πανος, Ναπολέων Παπαγιωργίου, Αβραάμ Ν. Παπάζογλου, Τάκης Κ. Παπατσώνης, Νίκος Δ. Παππάς, Γιώργος Παρασκευαΐδης, Κλέων Παράσχος, Φώτης Πασχαλινός, Παύλος Πετρίδης, Θανάσης Πετσάλης, Λάζαρος Πηνιάτογλου, Κοσμάς Πολίτης, Μιχάλης Πολίτης, Φώτος Πολίτης, Γεώργιος Πράτσικας, Νίκος Προεστόπουλος, Μιχαήλ Ραλέας, Μαρία Περ. Ράλλη, Θαλής Ρητορίδης, Αιμίλιος Ριάδης, Γιώργος Σαραντάρης, Άγγελος Σημηριώτης, Γιάννης Σιδέρης, Γιάννης Σκαρίμπας, Όλγα Σολωμού, Γιάννης Σόμπολος, Ευάγγελος Σουλτάνης, Πάνος Σπάλας, Ειρήνη Σπανδωνίδη, Ανθούλα Σταθοπούλου-Βαφοπούλου, Περ. Στασινόπουλος, Γιώργος Ξ. Στογιαννίδης, Γιάννης Σφακιανάκης, Ορέσης Σχινάς, Αθηνά Ταρσούλη, Άγγελος Δ. Τερζάκης, Ευάγγελος Στ. Τζιάτζιος, Γιάννης Τζοβάρας, Νίκος Τζούρος, Ηλίας Ι. Τουρνάς, Μαρία Τουσλατζή, Μάρκος Τσιριμώκος, Γεώργιος Τσουκαλάς, Νικόλαος Β. Τωμαδάκης, Άνθος Φιλητας, Γιάννης Φλιάσιος, Π. Φορμόζης,  Πέτρος Φωτεινός, Μιχάλης Χαννούσης, Γιάννης Χατζίνης, Σώτος Χονδρόπουλος, Χ. Χ., Ελένη Ψημένου, Ω., κ.ά.

Στο ετερόγλωσσο δυναμικό κατατάσσονται οι: Pietro Bottini, Carlo Brighenti, Elizabeth Barrett Browning, Robert Browning, Aldo Capasso, Bonamy Dobrèe, Freiherr Eichendorff, Rusen Esref, Lionello Fiumi, Jean Giraudoux, Jean Grenier, Herrick., Hermann Hesse, Hugo von Hofmannsthal, Ιρσίμ, Henriette Janne, Franz Kafka, Μαχμούτ Ραγήπ Κιοσεμιχάλ, Ερνέστος Κολίκη, Bruno Lavagnini, André Malraux, Thomas Mann, Katherine Mansfield, P. Virgili Maronts, U. de Medonça, Rue Menken, Charles Morgan, Μαξιμο Μποντεμπέλλι, Γιασάρ Ναμπή,  Ada Negri, Giovanni Papini, Ελίν Πελιν, Edgar Allan Poe, Filippo Maria Pontani, Marcel Proust, Rainer Maria Rilke, Arthur Rimbaud, Α. Rolland de Reneville, Umberto Saba, Ali Sabahattin, Albert Samain, Alberto Saviniο, Wolfang Schadewaldt, Arthur Schnitzler, Τεοντώρ Σκαρλατ, Ernst Toller, Άντον Τσέχωφ, Paul Valéry, Paul Verlaine, Pio Viti, Enzio Volture, Walt Whitman, Oscar Wilde, Virginia Woolf, William Wordsworth, Edmond Zaloux, Α. Zazzaretta, Stefan Zweig, κ.ά.

Όπως τονίζει η Αγλαΐα Κεχαγιά-Λυπουρλή, από την άποψη του αριθμού των συνεργατών, η πρώτη, η τρίτη και η τέταρτη χρονιά είναι οι πλουσιότερες, ενώ παρατηρείται μεγάλη και δυσερμήνευτη κάμψη στη δεύτερη και εύλογη  σταδιακή από την πέμπτη ως την τελευταία.

Θα μπορούσε κανείς να παρατηρήσει πως το περιοδικό συνολικά δεν υιοθετεί τη τακτική της καταχώρησης ανώνυμων συνεργασιών, αν και κάπου-κάπου απουσιάζει το όνομα του ανθρώπου, που αναλαμβάνει την ευθύνη, αλλά και στον οποίο ανήκουν τα πνευματικά δικαιώματα των όσων γράφονται. Αξίζει να αναφερθεί πως ο τρόπος με τον οποίο καταχωρίζονται τα ονόματα των συνεργατών ποικίλλει: αλλού πλήρες το ονοματεπώνυμο, αλλού αρχικά, αλλού, σπάνια, όμως, ψευδώνυμα. Ας δούμε λίγο σ’ αυτό το σημείο τις δεσπόζουσες «ψευδωνυμικές» επιλογές των συνεργατών των Μακεδονικών Ημερών: Στέφανος Αμάραντος [=Ιωάννης Αστρ. Κόντος], Χρυσάνθη Ζιτσαία [= Χρυσάνθη Οικονομίδου], Σταυράκιος Κοσμάς [=Νίκος Γ. Πεντζίκης], Χρήστος Λεβάντας [= Κυριάκος Χατζηδάκις], Ντόλης Νίκβας [=Απόστολος Βασιλειάδης], Ναπολέων Παπαγιωργίου [= Γεώργιος Αθ. Παπαγεωργίου], Τιτ-Μπιτς [= Πέτρος Σ. Σπανδωνίδης], Γιάννης Φλιάσιος [= Περίανδρος Δανόπουλος], Πέτρος Φωτεινός [= Πέτρος Ωρολογάς], Χ. Χ. [=Χρήστος Χρηστοβασίλης], Ω. [= Πέτρος Ωρολογάς], Αρκάδιος Λευκός [= Ντ. Κωστουλάκης], κ.ά.

Η ομάδα των Μακεδονικών Ημερών πέρα από την ανάδειξη των ντόπιων ταλέντων, μεριμνά για συνεργασίες με γνωστούς και μη, λόγιους της συγκαιρινής εποχής, απ’ όλη την Ελλάδα, προφανώς για λόγους προσηλυτισμού και διεύρυνσης του αναγνωστικού κοινού. Πιο συγκεκριμένα, αναφέρω τα ακόλουθα ονόματα: Τέλλος Άγρας, Γιώργος Βαλέτας, Νίκος Γκάτσος, Στρατής Δούκας, Οδυσσέας Ελύτης, Γιώργος Θεοτοκάς, Ι. Θ. Κακριδής, Νίκος Καζαντζάκης, Μιχάλης Καραγάτσης, Αντρέας Καραντώνης, Δημήτριος Μεντζέλος, Νίκος Γ. Πεντζίκης, Ζήσιμος Λορεντζάτος, Γρηγόριος Ξενόπουλος, Τάκης Παπατσώνης, Κλέων Παράσχος, Λάζαρος Πηνιάτογλου, Φώτος Πολίτης, Γιάννης Σαραντάρης, Γιάννης Σκαρίμπας, Άγγελος Δ. Τερζάκης, Γιάννης Χατζίνης, κ.ά. Η γεωγραφική προέλευση των συνεργατών ήταν αρκετά ευρεία. Συνεργασίες αποστέλλονται από διάφορες περιοχές και πολλές φορές αυτό δηλώνεται στο τέλος της εκάστοτε σύνθεσης (Αθήνα, Λιτόχωρο, Καβάλα, Φλώρινα, Κόρινθος, Αλεξάνδρεια, Δράμα, Τρίκαλα, Σύρος, Καλαμάτα, κ.ά.). Οι συνεργασίες Αθηναίων λόγιων, σύμφωνα με τον Περικλή Σφυρίδη, δεν αλλοιώνουν το χαρακτήρα του περιοδικού.

Παράλληλα, όμως, με την προβολή καταξιωμένων ταλέντων, οι Μακεδονικές Ημέρες παρέχουν βήμα έκφρασης και σε εν δυνάμει ταλέντα, τα οποία συμμετέχουν τόσο με έμμετρες όσο και με πεζές συνθέσεις (Νίκος Τζούρος, Γιώργος Ξ. Στογιαννίδης, Θαλής Ρητορίδης Γιώργος Κοτζιούλας, Αντρέας Καραντώνης, Χάρης Αλεξίου, Στέφανος Αμάραντος, Τάκης Βαρβιτσιώτης, Μηνάς Δημάκης, Ρούλα  Βαρέλλα , Κώστας Χρ. Κόκκινος, Γιάννης Κούσουλας, κ.ά.).

Η γυναικεία γραφή, εν συγκρίσει με την επικρατούσα ανδρική, ήταν μικρή ποσοτικά, αλλά όχι και ποιοτικά. Χαρακτηριστικά αναφέρω τη συμβολή των: Πολύμνια Λάσκαρι, Ελένη Ψημένου, Αιμιλία Στ. Δάφνη, Ρίτα Μπούμη – Παππά, Ανθούλα Σταθοπούλου-Βαφοπούλου, Χρυσάνθη Ζιτσαία, Μαρία Περ. Ράλλη, Ιωάννα  Μπουκουβάλα-Αναγνώστου, Σοφία Μαυροειδή-Παπαδάκη, Ζωή Καρέλλη, Όλγα Σολωμού, Μαρία Τουσλατζή, Αθηνά Ταρσούλη, Ειρήνη Σπανδωνίδη.

Αισθητή στα κείμενα των συνεργατών είναι η επιμέλεια, η συστηματική φροντίδα και η προσπάθειά τους για την παρουσίαση κειμένων σε σωστή και κατανοητή γλώσσα. Μάλιστα, από την αλληλογραφία των Μακεδονικών Ημερών προς τους δυνάμει συνεργάτες τους, διαπιστώνεται πως κείμενα απορρίπτονται λόγω ασαφειών, έλλειψης αλληλουχίας και συνοχής, καταστρατήγησης γραμματικών δομών και συντακτικών νημάτων-οδηγών. Η διεύθυνση δεν συμπεριλαμβάνει στην ύλη της τέτοιου είδους κείμενα και γρήγορα τα εξοβελίζει, προκειμένου να αποφευχθούν παντός είδους αλλοιώσεις. Πολλές φορές, μάλιστα, παρέχει έμμεσες παραινέσεις για βελτίωση της πένας και αύξηση της επίδοσης των εκκολαπτόμενων ταλέντων.

 

[ Συνεχίζεται στο επόμενο τεύχος ]

 

 

* Η Κλεοπάτρα Ζαχαροπούλου είναι πτυχιούχος Φιλολογίας και πρωτεύσασα του Πανεπιστημίου Πατρών, κάτοχος Μεταπτυχιακού Διπλώματος με τίτλο «Σύγχρονες προσεγγίσεις στη γλώσσα και στα κείμενα» και Πιστοποιητικού Συμπληρωματικής Εκπαίδευσης του Εθνικού Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών με θέμα  «Μαθησιακές δυσκολίες – δυσλεξία». Η πτυχιακής της εργασία «Ζητήματα ποιητικής και ιδεολογίας στο έργο του Ηλία Βενέζη και της Αιολικής Σχολής» βρίσκεται στο ΕΛΙΑ και η διπλωματική της διατριβή «Μακεδονικές Ημέρες: η διαμόρφωση του νεωτερικού λόγου στην πρωτεύουσα του βορρά και οι μεσοπολεμικές πνευματικές αναζητήσεις» στο http://nemertes.lis.upatras.gr. Το 2010 ταξινόμησε μαζί με την Άννα Κατσιγιάννη το αρχείο της Νένης Ευθυμιάδη. Έκτοτε εργάζεται ως εκπαιδευτικός στην ιδιωτική εκπαίδευση, ενώ παράλληλα αρθρογραφεί σε εφημερίδες και εκπαιδευτικά portal.

 

✔Νέες εκδόσεις: 17 καινούργια βιβλία που εκδόθηκαν πρόσφατα

$
0
0
Επιμέλεια: Ελένη Γκίκα //

 

 

Ελληνική λογοτεχνία:

 

Θανάσης Χειμωνάς «Παραφροσύνη», εκδ. Πατάκη, σελ. 222

Ο Ανδρέας είναι ένας ελπιδοφόρος δοκιμιογράφος που πιστεύει ότι η ενεργός συμμετοχή του στην πολιτική θα μπορέσει να ξαναδώσει στο κόμμα της Πράσινης Θύελλας τη χαμένη του ιδεολογία και δυναμική.
Η Μυρτώ -αν και ενταγμένη στον αντιεξουσιαστικό χώρο- γοητεύεται απ’ αυτόν και επιδιώκει να τον προσεγγίσει, την ίδια περίοδο που η εκθαμβωτική και διάσημη ηθοποιός Βανέσσα βιώνει μια σχέση πάθους μαζί του που υπονομεύεται από την εύθραυστη ψυχική της κατάσταση.
Ο Βλάσης, ένας αστυνομικός με σκοτεινό οικογενειακό παρελθόν, ζει με τους δικούς του εφιάλτες. Ανθρώπινες ζωές που διασταυρώνονται απρόσμενα με φόντο μια χώρα που μαστίζεται από οικονομική, πολιτική, μα κυρίως ηθική κρίση.
Και που η παραφροσύνη καραδοκεί στη γωνία με απρόβλεπτα αποτελέσματα…

 

Μίμης Ανδρουλάκης «Σαλός θεού», εκδ. Πατάκη, σελ. 527

Ο ιλιγγιώδης στροβιλισµός του Μίκη Θεοδωράκη -µουσικός, πολιτικός, ερωτικός, παιγνιώδης- οδηγεί τον αναγνώστη σε εκατό ζωές, στο πανόραµα διακοσίων χρόνων, σε εννιά κεφάλαια: Το Γαλάζιο Κορίτσι του Μπουένος Άιρες, Το Γαλάζιο Βαγόνι στο Μεγάλο Κόκκινο Τρένο, Σαν Δυτικός Άνεµος: Από την Τυφλή στη Γαλάζια Οπτασία, Ο Άνθρωπος που ήθελε να γίνει Μπετόβεν συν Βοναπάρτης, Ο Σωσίας σε 33 παραλλαγές, Το Πλοίο Φάντασµα ή Ο Ιπτάµενος Κρητικός, «Πυροβολήστε τα Ρολόγια»: Η Ανάληψις, Στις Συµπληγάδες: «Ανδρέα µου!» «Κώστα µου!», Ο Θεραπευτής: Οι Ερινύες Ευµενίδες.
Ο Σαλός Θεού συναντιέται, µέσα από χαραµάδες του χρόνου, µε τον Μπετόβεν και τον Βάγκνερ, τον Σοστακόβιτς και τον Δηµήτρη Μητρόπουλο, τον Μάνο Χατζιδάκι και τον Ιάνη Ξενάκη, τον Βασίλη Τσιτσάνη – ανταλλάσσουν τα απόκρυφα του βίου και του έργου τους. Ανασηκώνει το πέπλο της Ίσιδος από τις γυναίκες της ζωής του, µοιράζεται µαζί τους την αθανασία. Ζωντανεύει άγνωστες στιγµές µε τους Λένιν, Στάλιν, Τίτο, Τσε, Φιντέλ, Μιτεράν, καθώς και µε τον Κωνσταντίνο Καραµανλή, τον Ανδρέα Παπανδρέου, τον Κώστα Μητσοτάκη, τον Χαρίλαο Φλωράκη, τον Λεωνίδα Κύρκο, τον Αλέξη Τσίπρα και δεκάδες άλλες προσωπικότητες. Στη δίνη του κυκλώνα Μίκης, µε την πένα στενού του φίλου επί δεκαετίες, ο χρόνος µεταβάλλεται και δεν έχει νόηµα να διακρίνουµε ζωντανούς και πεθαµένους.
«Ο Μίμης, δεμένος πολύτροπα μαζί μου από την εφηβεία του, με βλέπει πάντα σαν ανοιχτό βιβλίο -o Εσταυρωμένος Διόνυσος- και συμπληρώνει τις δικές του σελίδες με τη δύναμη της γνώσης και της κρητικής του φαντασίας. Ένας ονειρευόμενος «Πυλάδης» εισδύει στα όνειρα και τις ουτοπίες του δικού του «Ορέστη». Τον ευχαριστώ για την πρόκληση και την καινοτομία του έργου «Ο Mυστικός Μίκης»».
Μίκης Θεοδωράκης

 

Κώστας Τάτσης «Ταξιδιώτες στον χρόνο», Κάπα Εκδοτική, σελ. 272

«Κάθε σχέση είναι ένα πολύπλοκο μικρό θαύμα». Έχει τις ισορροπίες της, τους κανόνες της, τα όριά της. Ξεκινά με τις καλύτερες προοπτικές, με το «για πάντα μαζί», αλλά στη συνέχεια δοκιμάζεται πολλαπλά και επανειλημμένα. Οι κακουχίες της ζωής άλλοτε χαλαρώνουν τους δεσμούς της και άλλοτε τους ενισχύουν, γεγονός που γίνεται πράξη εδώ από τους δύο ήρωες. Ο Γιάννης και η Μαρίκα πέρασαν φοβερά δεινά, ήδη από το ξεκίνημα της κοινής ζωής τους. Αυστηρές παραδόσεις, πόλεμος, πείνα, φροντίδα των παιδιών αλλά και της ευρύτερης οικογένειας, πειρασμοί, προβλήματα υγείας, θάνατοι, όλα αυτά αποτέλεσαν δοκιμασίες τόσο για τη σχέση τους όσο και για την ίδια τη σωματική τους ακεραιότητα. Ταυτόχρονα όμως αποτέλεσαν και κρίκους μιας αλυσίδας, της αλυσίδας της ζωής, οι οποίοι όχι μόνο δεν στάθηκαν ικανοί να τη σπάσουν και να αποδυναμώσουν τη σχέση του ζευγαριού, αλλά αντίθετα την κατέστησαν πιο γερή και σταθερή στο πέρασμα του χρόνου. Ο ένας έγινε στήριγμα για τον άλλον και οι δυο μαζί για τα παιδιά τους. Η συναίσθηση του καθήκοντος και της ευθύνης απέναντι στην οικογένειά τους είναι αξιοθαύμαστη, όπως άλλωστε και η πίστη στις αρχές και τα ιδανικά της πατρίδας τους. Θυσίες μέχρις εσχάτων, με όλα όσα αυτές συνεπάγονται…

 

Μαρία Τολούδη «Άλικα κόκκινα», Κάπα Εκδοτική, σελ. 320

48 ιστορίες με τόπο ή χωρίς. Του σήμερα και του χθες.
Εικόνες που άφησες ή προσπέρασες αλλά τις κουβαλάς μέσα σου. Της λογικής αλλά και του άλογου του μικρού τόπου. Χαρακτήρες που ίσως είσαι εσύ, οι πριν από σένα, οι γύρω σου.
Χαρακτήρες που τη ζωή τους άλλοι καθόρισαν· και εσύ κι εγώ μέρος αυτού του σήμερα.
Στις μικρές λεπτομέρειες η ομορφιά της ζωής, αλλά και του βιβλίου. Είναι η ψευδαίσθηση, η αποδοχή ή μη, ο ανικανοποίητος έρωτας, το ακυρωμένο όνειρο, η αδικία, το γιατί, ό,τι βασανίζει τους χαρακτήρες.
Ελευθερία, επιθυμία, μνήμη, ανάγκη, επιβίωση· λέξεις που σε/με καθορίζουν, υφάδια ζωής.
Ιστορίες σύντομες όπως οι εικόνες. Σύντομες όπως η ζωή ανάμεσα σε ανάσες.

 

Ξένη πεζογραφία:

 

Ίαν Μακ Γιούαν «Καρυδότσουφλο», Μετάφραση: Κατερίνα Σχινά, εκδ. Πατάκη, σελ. 254

H Τρούντυ έχει προδώσει τον σύζυγό της, τον Τζον, έναν ευαίσθητο διανοούµενο, ποιητή και εκδότη, που εξακολουθεί να την αγαπά. Όµορφη, κακοµαθηµένη και έγκυος στο παιδί τους, η Τρούντυ εξακολουθεί να ζει στο οικογενειακό τους σπίτι -µια ανεκτίµητης αξίας λονδρέζικη έπαυλη που έχει αρχίσει να καταρρέει-, έχοντας συνδεθεί ερωτικά µε τον αδελφό του Τζον, τον πληκτικό και ανόητο Κλοντ. Οι δυο τους εξυφαίνουν ένα σατανικό σχέδιο για να απαλλαγούν από τον ενοχλητικό σύζυγο και να κληρονοµήσουν την περιουσία. Όµως υπάρχει ένας µάρτυρας των δολοπλοκιών τους: το φιλοπερίεργο έµβρυο, που παρακολουθεί και ακούει τα πάντα µέσα από τη µήτρα της Τρούντυ.
Μια κλασική ιστορία φόνου και εξαπάτησης, αφηγηµένη από τον πιο ασυνήθιστο αφηγητή, ένα αγέννητο παιδί. Ένα θαυµάσια δοµηµένο θρίλερ, γεµάτο αναφορές στον Σαίξπηρ αλλά και στη σύγχρονη αγγλική ποίηση, γραµµένο από έναν µάστορα του είδους.

 

Κονσταντίν Σιμόνοφ «Ζωντανοί και νεκροί», Μετάφραση: Άρης Αλεξάνδρου, εκδ. Γκοβόστη, σελ. 694

Ο παραδοσιακός ρωσικός βερμπαλισμός -κληροδότημα της τολστόιας επιρροής- σε συνδυασμό με το πολυχρησιμοποιημένο ανά την υφήλιο θέμα του πολέμου, θα μπορούσαν να έχουν σταθεί εμπόδιο στην προσπάθεια του Ρώσου συγγραφέα και δημοσιογράφου Κονσταντίν Σιμόνοφ να δημιουργήσει ένα καθηλωτικό χρονικό των αρχών του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου και, πιο συγκεκριμένα, των γεγονότων του Δυτικού Ρωσικού Μετώπου, τότε που οι Γερμανοί προήλασαν εναντίον της Μόσχας. Ωστόσο κάτι τέτοιο δεν συνέβη! Ο συγγραφέας παρουσιάζει με συναρπαστικό και συνάμα ακριβή τρόπο μάχες, οπισθοχωρήσεις και κυκλωτικές κινήσεις, αλλά δεν αρκείται μόνο σε αυτό. Πρόκειται για ένα μυθιστόρημα που το σκεπάζει η καταχνιά του πολέμου -κάθε πολέμου, οποιουδήποτε έθνους-, με τον τρόμο του αλλά και με τις ανταμοιβές και τις εξάρσεις του, και, πάνω από όλα, με την άκρατη περιφρόνησή του για ό,τι χωρίζει τους Ζωντανούς από τους Νεκρούς. Ο ήρωας του βιβλίου, ο Βάνια Σιντσόφ, ένας νεαρός πολεμικός ανταποκριτής, μπαίνει στην πρώτη γραμμή του πολέμου, τραυματίζεται, αιχμαλωτίζεται και τελικά δραπετεύει, έχοντας απολέσει την αστυνομική και κομματική του ταυτότητα – δηλαδή τα εχέγγυα της επιβίωσής του. Πασχίζοντας να διασώσει την υπόληψή του ως στρατιώτη οδηγείται από μονάδα σε μονάδα, από σύντροφο σε σύντροφο και, παρόλο που η πίστη του στη νίκη της χώρας του παραμένει αταλάντευτη, εκείνο που συχνά κλονίζεται είναι η πίστη του στην ανθρώπινη φύση. Όμως, ο Σιντσόφ, με όλη την αφοσίωση και τις απογοητεύσεις του, δεν είναι παρά ένας άνθρωπος. Ο πραγματικός ήρωας, που προσλαμβάνει επικές διαστάσεις, δεν είναι άλλος από τον Ρωσικό Στρατό. Με σύμμαχο τη μετάφραση του Άρη Αλεξάνδρου, ο Σιμόνοφ συνυφαίνει αρμονικά σε ένα γιγάντιο πλέγμα χαρακτήρες και γεγονότα και κατορθώνει να αποδώσει αυτή την «αδιόρατη σκόνη» που αναπόφευκτα καλύπτει έναν λαό σε περίοδο πολέμου. Ένα εκτενές έργο που ωστόσο αποζημιώνει τελικά τον αναγνώστη χάρη στην ιστορική του ακρίβεια και την περίτεχνη μυθοπλασία του.

 

Ονορέ ντε Μπαλζάκ «Η ανθρώπινη κωμωδία», Ανθολόγηση- Μετάφραση: Κωστής Παπαγιώργης, εκδ. Καστανιώτη, σελ. 352

«Κάθε επίπονη ανάγνωση δεν διαθέτει άραγε το ιδιωτικό της σημειωματάριο, μια αποσπασματική μνήμη που διασώζει από το έργο όχι κατ’ ανάγκη ό,τι αξίζει, αλλά απλά και μόνο ό,τι της πάει;
«Εφόσον η Ανθρώπινη κωμωδία αποσκοπεί, όπως η ίδια δηλώνει, να αναπαραστήσει τα ήθη μιας συγκεκριμένης κοινωνίας, ο αναγνώστης έχει την ευκαιρία να διαβάσει, κατά εκατοντάδες, διεξοδικές παρατηρήσεις για τα κατεξοχήν μπαλζακικά θέματα: το Παρίσι, την οικογένεια, την πολιτική, το χρήμα, τη φιλοδοξία, την αποτυχία και την καρτερικότητα· τη θρησκεία, την πίστη, την παρθενία και την αφοσίωση, την κραιπάλη και την ψυχική διάλυση· τη δημιουργία, την ανικανότητα, την υποκρισία, την ιδιοφυΐα και όλες τις μορφές της βλακείας και της στειρότητας. Δεν θα ήταν άτοπη η σκέψη ότι, παίρνοντας αυτή την υποθετική «συνέντευξη» από τον Ονορέ ντε Μπαλζάκ, ουσιαστικά σκιαγραφούμε το προφίλ του 19ου αιώνα». ΚΩΣΤΗΣ ΠΑΠΑΓΙΩΡΓΗΣ

 

Τόμας Μαν «Θάνατος στη Βενετία», Μετάφραση: Βασίλης Τσαλής, εκδ. Μεταίχμιο, σελ. 128

Ο πενηντάχρονος Γκούσταφ Άσενµπαχ, ένας επιτυχηµένος συγγραφέας, ταξιδεύει στη Βενετία για διακοπές. Στη διάρκεια ενός γεύµατος στο ξενοδοχείο, την προσοχή του τραβάει ένα εξαιρετικά όµορφο αγόρι. Σύντοµα οι µέρες του αρχίζουν να περιστρέφονται γύρω από το πότε θα το ξαναδεί και αγνοεί τις δυσοίωνες φήµες που κυκλοφορούν ότι ένας λοιµός εξαπλώνεται στην πόλη.
Ο «Θάνατος στη Βενετία» είναι µια αριστουργηµατική ιστορία για την εµµονή, για την αγωνία του δηµιουργού και την άβυσσο του τέλους.
Μεταφέρθηκε στον κινηµατογράφο από τον Λουκίνο Βισκόντι µε τον Ντερκ Μπόγκαρτ στον ρόλο του Γκούσταφ Άσενµπαχ.
Αναµφισβήτητα ένας από τους κλασικούς τίτλους της σύγχρονης ευρωπαϊκής λογοτεχνίας.
Independent
Πολλά, πάµπολλα τα ερωτήµατα που θέτει ο Μαν στην πυκνή ύφανση αυτής της νουβέλας κι ο αναγνώστης θα απαντήσει κατά το δοκούν. Ωστόσο δίνεται και µια απάντηση απευθείας από τον συγγραφέα. «Οι άνθρωποι δεν ξέρουν γιατί επαινούν ένα έργο τέχνης. Μη όντας ειδήµονες, πιστεύουν ότι ανακαλύπτουν σ’ αυτό εκατοντάδες προτερήµατα για να δικαιολογήσουν την προτίµησή τους· όµως ο πραγµατικός λόγος της επιδοκιµασίας τους είναι κάτι απρόσµενο, […] ότι συµπάσχουν». Στον Θάνατο στη Βενετία, στη σύντοµη αυτή ιστορία όπου όλα εκτυλίσσονται στο πνεύµα µιας µουσικής σύνθεσης, µε τον ρυθµό να επιταχύνεται από τη µία φράση στην άλλη, µας δίνεται τουλάχιστον η δυνατότητα να συµπάσχουµε µε τον ήρωά του κι εντέλει να τον συµπαθήσουµε παρά την εσωτερική σύγχυση και τα ανοµολόγητα πάθη του. (από τον πρόλογο του Δηµήτρη Στεφανάκη)
«Γιατί ο άνθρωπος αγαπά και εκτιµά τον άλλο όσο δεν τον γνωρίζει ώστε να µπορεί να τον κρίνει, και ο πόθος είναι απόρροια της ελλιπούς γνώσης για τον άλλο».

 

Σταντάλ «Το μοναστήρι της Πάρμας», Μετάφραση: Δημήτρης Στεφανάκης, εκδ. Μεταίχμιο, σελ. 536

Στη σειρά Μεγάλες αφηγήσεις εντάσσονται έργα-ορόσηµα της παγκόσµιας πεζογραφίας· έργα συγγραφέων που έσπασαν το φράγµα του χρόνου και αξίζει να διαβάζονται από όλους ως µέρος µιας συναρπαστικής επικαιρότητας που µας αφορά.
Το Μοναστήρι της Πάρµας του Σταντάλ καθόρισε το ίδιο το µυθιστορηµατικό είδος και θεωρείται από πολλούς το σηµαντικότερο γαλλικό µυθιστόρηµα του 19ου αιώνα. Πρόκειται για ένα αφηγηµατικό παραλήρηµα νεανικής τόλµης και πάθους µε φόντο τα χρυσαφένια τοπία της Ιταλίας µέσα και έξω από τον ναπολεόντειο κόσµο. Ο έρωτας, οι συνωµοσίες, η τέχνη της µηχανορραφίας και η πολιτική µαζί µε όλα σχεδόν τα ανθρώπινα προτερήµατα και ελαττώµατα διεκδικούν το µερίδιό τους σε έναν καταιγισµό µικρών και µεγάλων επεισοδίων.
Πρωταγωνιστεί ο ευειδής νεαρός αριστοκράτης Φαµπρίτσιο ντελ Ντόγκο, η αµίµητη θεία του κόµισσα Σανσεβερίνα, ο δισυπόστατος κόµης Μόσκα και η Κλέλια ντελ Κόντι, µια ιδεατή κορασίδα. Πάνω απ’ όλα όµως πρωταγωνιστεί η στιβαρή φιγούρα του Σταντάλ που κοιτάζει από ψηλά και ενορχηστρώνει µεγαλοφυώς το αριστούργηµά του.
Μυθιστόρηµα αφιερωµένο στην αγέρωχη νιότη, στη δύναµη του έρωτα µα και στο τραγικό µεγαλείο του ανθρώπου όταν αυτός αναµετράται µε τον πόλεµο, τον θάνατο και τον θεό του.
Για πολλούς «Το Μοναστήρι της Πάρµας» δεν είναι µόνο το magnum opus του Σταντάλ, αλλά και το µείζον γαλλικό µυθιστόρηµα του 19ου αιώνα. Η σηµασία του για τον κόσµο της λογοτεχνίας είναι ακόµα µεγαλύτερη αν λάβουµε υπόψη τον επιδραστικό ρόλο του στο τολστοϊκό σύµπαν. […] Για τον τρόπο που υποδέχτηκε η κριτική το Μοναστήρι της Πάρµας αρκεί το άρθρο του νεαρού τότε Μπαλζάκ, που αποτέλεσε έκτοτε επωδό της πρώτης έκδοσης. Μαζί µε την απάντηση του Σταντάλ αποτελούν αναπόσπαστο µέρος της στανταλικής ποιητικής. Όταν ο Μπαλζάκ οµολογεί πως διάβασε τρίτη φορά το µυθιστόρηµα, δεν ψεύδεται. Είναι τόσο ενδελεχής η κριτική µατιά του, ώστε δεν υπάρχει καµία αµφιβολία για αυτό. Άλλωστε συνάδει µε την παρότρυνση του βρετανού λόγιου Σίριλ Κόνολι, ο οποίος επιµένει ότι κάθε σπουδαίο λογοτεχνικό κείµενο γράφεται για να διαβαστεί τουλάχιστον δύο φορές. (από τον πρόλογο του Δηµήτρη Στεφανάκη)
«Φεύγει η ζωή, γι’ αυτό κι εσύ µην κάνεις τον δύσκολο στην ευτυχία που σου παρουσιάζεται, κοίτα να χαρείς».

 

Ken Follett «Ένας στύλος φωτιάς», Μετάφραση: Ρηγούλα Γεωργιάδου, εκδ. Bell, σελ. 1030

Χριστούγεννα του 1558.
Ο νεαρός Νεντ Γουίλαρντ επιστρέφει στη γενέτειρά του, το Κίνγκσμπριτζ, για να ανακαλύψει ότι ο κόσμος του δεν είναι πια όπως τον είχε αφήσει. Οι αρχαίοι λίθοι του καθεδρικού ναού ρίχνουν τη σκιά τους σε μια πόλη που σπαράσσεται από θρησκευτικό μίσος.
Η Αγγλία βρίσκεται σε αναταραχή, ενώ οι αιματηρές συγκρούσεις θέτουν σε δοκιμασία αξίες, φιλίες και έρωτες. Και σύντομα ο Νεντ βρίσκεται στο αντίπαλο στρατόπεδο από τη Μάρτζερι Φιτζέραλντ -το κορίτσι που λαχταρά να παντρευτεί.
Τότε η Ελισάβετ Τυδώρ ανεβαίνει στο θρόνο και όλη η Ευρώπη στρέφεται κατά της Αγγλίας.
Η ευφυέστατη νεαρή βασίλισσα στήνει το πρώτο δίκτυο μυστικών υπηρεσιών της χώρας έτσι ώστε να ενημερώνεται αμέσως για κάθε δολοπλοκία, σχέδιο δολοφονίας, εξέγερση ή σχεδιαζόμενη εισβολή.
Η Ελισάβετ ξέρει ότι η σαγηνευτική, πεισματάρα βασίλισσα Μαρία της Σκωτίας βρίσκεται στο Παρίσι και τηρεί στάση αναμονής. Μέλος μιας αδίστακτα φιλόδοξης γαλλικής οικογένειας, η Μαρία έχει ανακηρυχθεί νόμιμη ηγεμόνας της Αγγλίας και οι υποστηρικτές της συνωμοτούν για να απαλλαγούν από τη νέα βασίλισσα.
Ο έρωτας του Νεντ και της Μάρτζερι φαίνεται καταδικασμένος, καθώς επί μισό αιώνα ακραία στοιχεία πυροδοτούν τη βία από το Εδιμβούργο ως τη Γενεύη. Και ενώ η Ελισάβετ κρατά με νύχια και δόντια το θρόνο της και τις αρχές της, προστατευμένη από μια μικρή, αφοσιωμένη ομάδα πολυμήχανων κατασκόπων και θαρραλέων μυστικών πρακτόρων, πολύ σύντομα γίνεται φανερό ότι οι πραγματικοί εχθροί -τότε όπως και τώρα- δεν είναι οι αντίπαλες θρησκείες. Η αληθινή μάχη μαίνεται ανάμεσα σ’ εκείνους που πιστεύουν στην ανοχή και το συμβιβασμό και στους τυράννους που επιδιώκουν να επιβάλουν τις ιδέες τους σε όλους τους άλλους -με κάθε κόστος.
Έχοντας μαγέψει εκατομμύρια αναγνώστες με τα αριστουργηματικά «Οι στυλοβάτες της Γης» και Ένας κόσμος χωρίς τέλος, ο Ken Follett επιστρέφει για ακόμη μια φορά στο Κίνγκσμπριτζ με το #1 bestseller των New York Times «Ένας στύλος φωτιάς».

 

Δοκίμια:

 

Ντάνιελ Κλάιν «Κάθε φορά που βρίσκω το νόημα της ζωής το αλλάζουν», Μετάφραση: Πέτρος Γεωργίου, εκδ. Πατάκη, σελ. 286

Το βιβλίο αποτελεί µια συλλογή φιλοσοφικών διαµαντιών, που ο Ντάνιελ Κλάιν ξεκίνησε να συλλέγει ήδη από τα φοιτητικά του χρόνια, γεµίζοντας ένα σηµειωµατάριο υπό τον γενικό τίτλο «Λακωνικά». Κάθε λακωνικό απόσπασµα, από τον Επίκουρο έως τον Έµερσον, από τη Βίβλο έως τον Σάµουελ Μπέκετ, συνοδεύεται από τα απαράµιλλα γοητευτικά κι εύστοχα σχόλια του Ντάνιελ Κλάιν. Στις σελίδες που ακολουθούν, ο αγαπηµένος πνευµατώδης φιλόσοφος καταπιάνεται µε τα µέγιστα ερωτήµατα της ζωής, µας κάνει να κρυφογελάµε και µας διαφωτίζει.

 

Προσωπικές αφηγήσεις- Μαρτυρίες:

 

Ελένη Γλύκατζη- Αρβελέρ «Μια ζωή χωρίς άλλοθι», όπως την αφηγήθηκε στον Γιάννη Ν. Μπασκόζο, εκδ. Μεταίχμιο, σελ. 168

Από τα προσφυγικά σπίτια στον Βύρωνα, όπου εξακολουθεί να μένει, και τα βουνά της Στερεάς, ως Επονιτάκι, στο κέντρο του Παρισιού, Πρύτανης όλων των Πανεπιστημίων του Παρισιού, η Ελένη Γλύκατζη-Αρβελέρ είχε μια ταραχώδη όσο και ενδιαφέρουσα ζωή. Η ίδια την τιτλοφορεί «χωρίς άλλοθι» γιατί πολλές φορές κινήθηκε στα όρια των εποχών με ρίσκο και θράσος.
Μέσα από την αφήγησή της διακρίνουμε μια αγωνίστρια της ζωής αλλά και της επιστήμης. Είτε ως γραμματέας της ΕΠΟΝ Βύρωνα είτε ως καθηγήτρια στη Σορβόννη στη διάρκεια των γεγονότων του Μάη του ’68 , αυτή η μικρόσωμη γυναίκα είχε βαθιά πίστη στον εαυτό της και στις δυνάμεις της. Οι έρευνες για το Βυζάντιο είναι η μεγάλη προσφορά της στον νεότερο ελληνισμό, καθώς συνέδεσε το όνομά της με την ανάδειξη μιας εποχής που για χρόνια θεωρούνταν «σκοτεινή».
Ένα κείμενο καταβύθιση στο παρελθόν που την καθόρισε και ένα μάθημα ζωής για τους νέους που θέλουν, όπως θα πει η ίδια, «να έχουν τα πόδια στη γη και τα μάτια στον ουρανό».
«Όταν με ρωτάνε ποιος είναι ο τίτλος που χρησιμοποιώ, λέω πρύτανης, δεν μπορείς να βάλεις τίποτε άλλο. Είναι αυτό που μένει. Μαζί με τα καθηγήτρια και μάνα».
«Για μένα η Ελλάδα είναι η Ιστορία της, ύστερα ο τόπος της και βέβαια οι φίλοι μου».

 

Νίκος Χασαπόπουλος «Η αγωνία ενός ρεπόρτερ», άγνωστα ιστορικά στιγμιότυπα όπως τα αφηγήθηκε στον Γιάννη Ν. Μπασκόζο, εκδ. Μεταίχμιο, σελ. 192

«Σαράντα τρία χρόνια είμαι στο Βήμα. Μπήκα τον Σεπτέμβριο του 1974 και παραμένω μέχρι και σήμερα, με όλα τα προβλήματα που παρουσιάστηκαν σε αυτό το ιστορικό φύλλο. Προσελήφθην ως ρεπόρτερ και θα αποχωρήσω ως ρεπόρτερ.
Τα τελευταία χρόνια, που είχα αναλάβει τη στήλη του «ΒΗΜΑτοδότη», στην τελευταία σελίδα της εφημερίδας, είχα συνεχείς παρενοχλήσεις αλλά και μεγάλες επιτυχίες. Τη θεωρούσαν ως τη δημοφιλέστερη στήλη σε όλο τον αθηναϊκό Τύπο, με βάση τις μετρήσεις. Όλοι, κυρίως οι πολιτικοί, θέλανε μια αναφορά του ονόματός τους, έστω και αρνητική, όπως κάποιοι μου έλεγαν.
Δούλεψα είκοσι οκτώ χρόνια στην ΕΡΤ: στην αρχή στην ΥΕΝΕΔ, εν συνεχεία στην ΕΡΤ-2 και τέλος στην ΕΡΤ στην Αγία Παρασκευή, χρόνια καλά και κακά.
Σαράντα τρία χρόνια η δημοσιογραφία με έθρεψε και την έθρεψα.
Σε αυτό το βιβλίο συγκέντρωσα μερικά αποσπάσματα εμπειριών από αυτά τα χρόνια, μικρά αλλά -πιστεύω- συμβολικά, για μια εποχή που πολλές φορές πίστεψε ότι θα ξεγελάσει τον χρόνο. Μέσα σε αυτά θα βρείτε τις χαρές και τις πίκρες του δημοσιογράφου, αλλά και αγωνίες, πάθη, λάθη. Θα γελάσετε για σοβαρά γεγονότα και θα κλάψετε με τα ευτράπελα. Όλα ήταν δημοσιογραφία. Τίποτα παραπάνω, τίποτα λιγότερο.»

 

Βιογραφίες:

 

Γιώργος Λιάνης «Στέλιος Καζαντζίδης: Η φωνή, η ψυχή, η ζωή του», εκδ. Άγκυρα, σελ. 336

«H φωνή του Καζαντζίδη ήταν ένα φοβερό κουδούνι στα αυτιά των Ελλήνων.
Η φωνή του είχε την αγωνία της Εξόδου.
Ένα Μεσολόγγι Ελεύθερο και Πολιορκημένο.
Είναι ένας από τους λίγους που μας γυρίζει στην απέραντη Ελλάδα.
Αν υπάρχει επάγγελμα «τραγουδιστής», τότε είναι και θα παραμείνει αρχηγός αυτού του επαγγέλματος.
Το βιβλίο μου αυτό είναι μια διαφορετική ματιά στο φαινόμενο Καζαντζίδης.
Θα ήθελα αυτή η ματιά να είναι η συλλογική μας ματιά για τον Καζαντζίδη.» (από το οπισθόφυλλο).

 

Βιβλία για παιδιά κι εφήβους:

 

Μαρία Παπαγιάννη – Έφη Λαδά «Τουλάχιστον δύο», εκδ. Πατάκη, σελ.30

Στην παραπάνω γειτονιά ζει ένα παιδί που νομίζει ότι είναι καλύτερος απ’ όλους και πως δεν έχει ανάγκη κανέναν. Τι θα γίνει όμως όταν βρεθεί στην παρακάτω γειτονιά μόνος του και φοβισμένος; Θα νιώσει την αξία της φιλίας, τη δύναμη και τη χαρά να μοιράζεσαι και τα καλά και τα δύσκολα. Και τότε θα καταλάβει γιατί «οι φίλοι είναι τουλάχιστον δύο».

 

 

 

 

Σταμάτης Κεσόγλου «Φελίξ, ένα παραμύθι κι η ιστορία του κόσμου», εικονογράφηση: Κατερίνα Σισκοπούλου, εκδ. Πατάκη, σελ. 70

Το παραµύθι αυτό ξεκινάει µε µια αγελάδα που βόσκει σε µια παλιά λιακάδα. Αργότερα µιλά για ένα αγόρι, για έναν µάγο και µια νύχτα, για το πρώτο αστέρι του κόσµου, για ένα ποτήρι, µια γη κι ένα ψαράκι. Και το παραµύθι αυτό µιλά βέβαια για όλα αυτά, αλλά µερικές φορές µένει και σιωπηλό. Πίσω όµως από τη σιωπή του κρύβεται ένα µικρό παράπονο – ίσως γιατί το παραµύθι αυτό δεν είναι µόνο ένα παραµύθι, αλλά η ίδια η ιστορία του κόσµου.

 

 

 

Αγαθή Δημητρούκα «Λιβερίνος και Ρικάρντα», Εικονογράφηση: Ιφιγένεια Καμπέρη, εκδ. Πατάκη, σελ. 48

«Για να σε βρω, γιγάντισσα,
τη γη µε δάκρυ ράντισα»
εξοµολογείται στη Ρικάρντα ένα ξωτικό µικρό, µικρούλικο και µικροτοσοδούλικο, ο Λιβερίνος. Κι ο έρωτας, απρόσµενος κι αληθινός, καταργεί σιγά σιγά τις αντιθέσεις, ενώνει ζωές και όνειρα, ώσπου η Ρικάρντα, ίση προς ίσον πια, τραγουδάει:
«Γλυκέ µου Λιβερίνε µου,
φιλιά κι αγάπη δίνε µου!»
Μια γλυκιά ιστορία αγάπης µε υπέροχη εικονογράφηση, που λειτουργεί μυητικά για τα παιδιά και ευφραντικά για τους μεγάλους.

 

 

Μακεδονικές Ημέρες (1932-1939, 1952-1953): η διαμόρφωση του νεωτερικού λόγου στην πρωτεύουσα του βορρά και οι μεσοπολεμικές πνευματικές αναζητήσεις (Μέρος Β’)

$
0
0
Γράφει η Κλεοπάτρα Ζαχαροπούλου // *

 

Διαβάστε το Α’ μέρος >>

 

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β΄

 

Β.1. Η ωρίμανση της λογοτεχνίας της Θεσσαλονίκης και ο εσωτερικός μονόλογος

 

Ο Παναγιώτης Σωτηρίου χαρακτηρίζει το διάστημα 1933-1935 «περίοδο ενηλικίωσης» της θεσσαλονικιώτικης λογοτεχνίας. Το γεωγραφικό στίγμα της πόλης, το ιστορικό-κοινωνικό πλαίσιο, η έλλειψη προγενέστερης λογοτεχνικής παρακαταθήκης, ο αέρας διεθνισμού, η επίδραση των ευρωπαϊκών τάσεων, ο κοσμοπολιτισμός, ο πλουραλισμός, το περιορισμένο αναγνωστικό κοινό, το ισχυρό αίσθημα αποκλεισμού από το γίγνεσθαι, λόγω της καθυστερημένης ενσωμάτωσης στον εθνικό κορμό και της συγκέντρωσης εξουσίας στην πρωτεύουσα, ευνόησαν την εμφάνιση και δράση των Θεσσαλονικέων εταίρων πεζογράφων. Η Θεσσαλονίκη ανακάλυψε μόνη «το δικό της ανάστημα» και αισθάνθηκε το συγκαιρινό «ρίγος στο ιδιάζον εσώψυχό της». Οι περισσότεροι μελετητές κάνουν λόγο για ένα «αυτόνομο» και «ακτινοβόλο» κέντρο του βορρά, που παρουσίασε ένα μήνυμα συγχρονισμένο στις εξελίξεις της εποχής.

Είναι κοινά αποδεκτό πως οι μεσοπολεμικοί πεζογράφοι καταστρατηγούν τις παραδοσιακές νόρμες και τις ηθογραφικές επιταγές, συντονίζονται με ρηξικέλευθα ευρωπαϊκά ρεύματα και πως χαράζουν νέα μονοπάτια. Παράλληλα, απομονώνονται στα μύχια μέρη του εαυτού τους, σε σημείο που παρατηρείται έξαρση της ατομικότητας και τάση προς ενδοσκόπηση της άδυτης ψυχής.

Συγκεκριμένα, η ιδιόμορφη εσωτερική γραφή των Θεσσαλονικέων μεσοπολεμικών πεζογράφων εξέφραζε μια στάση ζωής, ένα σύστημα σχέσεων του ανθρώπου με το περιβάλλον του. Ο Αλέξανδρος Αργυρίου υποστήριξε πως η ροπή προς τον εσωτερικό βίο κεφαλαιοποιήθηκε στην ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας ως «εσωτερικός μονόλογος». Η ενδοστρέφεια έλαβε διαστάσεις «ανίχνευσης πάνω στο υπαρκτό», με εύλογη συνέπεια οι Θεσσαλονικείς να διεκδικούν «αρμοδιότητα στο δούλεμα λογοτεχνικών μορφών, που ισοδυναμούσαν με παραλλαγές εσωτερικού μονολόγου». Το βλέμμα προς τα έσω, ομολογουμένως, αποτελεί «έργο και κτήμα» τους, γεγονός που ανέδειξε την πόλη τους σε «κοιτίδα» του είδους. Η πεζογραφία τους, κατά τον Νίκο Παππά, παρουσιάζει «αισθητική ομοιογένεια» και αποπνέει μια «αύρα» ηρεμίας.

Ο πεζός λόγος κυριαρχεί στο περιοδικό. Οι πεζογράφοι, που επανδρώνουν το, κατά τον Τόλη Καζαντζή, «φέουδο» των Μακεδονικών Ημερών, αποκλίνουν από το αφηγηματικό αστικό μυθιστόρημα και εισάγουν τους πρωτοποριακούς εκφραστικούς τόνους της ιδιοτυπίας και της ανανέωσης του ευρωπαϊκού μεσοπολέμου. Οι παραδοσιακοί εκφραστικοί τρόποι ανοικείωναν τους Θεσσαλονικείς και δεν απέδιδαν με πληρότητα και πειστικότητα την εσωτερική περιπέτεια. Σύμφωνα με τον Παναγιώτης Σωτηρίου, οι Θεσσαλονικείς λογοτέχνες, λόγω της ευρωπαϊκής παιδείας και του «κλίματος ψυχής», απέκτησαν ενδοσκοπικό προσανατολισμό, ανάλογο μ’ εκείνον των Marcel Proust, Jame Joyce, Virginia Woolf. Κάπως έτσι, εισήχθη ο εσωτερικός μονόλογος, στα ελληνικά δρώμενα, με τον υποτυπώδη μύθο, τις παραλλαγές του προσωπικού χρόνου και τις ανακατατάξεις της μνήμης, που κληροδότησε μια παράδοση εσωτερικότητας στους μεταγενέστερους. Οι εταίροι του κύκλου των Μακεδονικών Ημερών υπήρξαν, κατά τον Τριαντάφυλλο Η. Κωτόπουλο, «μέτοχοι μιας δίχως σύνορα πεζογραφικής παράδοσης και πράξης», γι’ αυτό και ο Αναστάσης Βιστωνίτης μιλά για «μετάσταση της ευρωπαϊκής μεσοπολεμικής πεζογραφίας στην αποικία του βορρά». Κατά τον Περικλή Σφυρίδη, οι συνεργάτες του περιοδικού καλλιέργησαν τη συνειρμική γραφή και τη συνειδησιακή ροή, «μπολιάζοντας το νεωτερικό και το εσωστρεφές ευρωπαϊκό πνεύμα του μεσοπολέμου στον κορμό της βυζαντινής μυστικιστικής παράδοσης της πόλης», δημιουργώντας ο καθένας το προσωπικό του ύφος. Η ιδρυτική ομάδα προσπάθησε να ανιχνεύσει και να καταγράψει κάποιες πτυχές της δαιδαλώδους ανθρώπινης ψυχής, φτάνοντας κάποτε σε «καταλυτικές εντάσεις ή εγκεφαλικές χρήσεις του λόγου», όπως σημείωνε ο Τάσος Κόρφης. Έτσι, παρουσίασαν μια πεζογραφία διαφορετικής οπτικής γωνίας, με «πεδίο δράσης», κατά τον Τόλη Καζαντζή, «τον απέραντο εσωτερικό άνθρωπο». Σύμφωνα με τον Γιώργο Ξεινό, η ιδιόμορφη αυτή πεζογραφία χαρακτηρίζεται «από την ενδελεχή παρατήρηση του κόσμου, την απομόνωση των ουσιαστικών αντικρισμάτων του, την επίμονη επεξεργασία τους στο συνειδητό υποκείμενο των συγγραφέων και την απερίφραστη διατύπωση του αποτελέσματος, όπως προκύπτει από την αποκωδικοποίηση των εσωτερικών διαδικασιών που προκαλούν τα εξωτερικά ερεθίσματα». Αν και οι πεζογράφοι της, κατά Τριαντάφυλλο Η. Κωτόπουλο, «πλειάδας» των Μακεδονικών Ημερών προσανατολίστηκαν σταθερά στη μοντερνίζουσα πρωτοποριακή ευρωπαϊκή πεζογραφία, τα πεζά τους κείμενα δεν αποτελούν δουλικές μιμήσεις των Ευρωπαίων ομολόγων, αλλά κείμενα με δημιουργικές επιρροές, που συνέβαλαν στην ανανέωση και διαμόρφωση της σύγχρονης πεζογραφίας. Παρ’ όλη την ετερογένεια των κειμένων, μπορεί κανείς να ανιχνεύσει κοινούς τόπους. Η θεματική τους κινείται στα «χαοτικά μονοπάτια της εσωτερικής ανθρώπινης ζωής», την οποία και πριμοδοτεί, όπως τονίζει η Μαίρη Μικέ.

Στα χρόνια 1932-1933, λοιπόν, από τις σελίδες των Μακεδονικών Ημερών, διεξάγεται για πρώτη φορά σε ελληνικό έδαφος ένας διάλογος σχετικά με τον εσωτερικό μονόλογο, με κύριους συνομιλητές τους Λάζαρο Πηνιάτογλου, Αντρέα Καραντώνη και Δημήτριο Μεντζέλο, ο οποίος και διαμόρφωσε την εικόνα του βασικού χαρακτηριστικού γνωρίσματος της εκκολαπτόμενης «Σχολής της Θεσσαλονίκης».

Ειδικότερα, η συζήτηση ξεκινά το 1932, με αφορμή τη βιβλιοκρισία του Α. Καραντώνη στη στήλη «Σημειώματα» για την Εσωτερική συμφωνία του Στέλιου Ξεφλούδα. Στη συζήτηση εμπλέκονται, με επιστολές τους, οι Λ. Πηνιάτογλου και Δ. Μεντζέλος. Ο Α. Καραντώνης, χωρίς να εξετάζει τα γενεσιουργά αίτια και την προέλευση του είδους, μιλά για τον «οδυνηρό, σκοτεινό και ακατεύναστο εσωτερικό κόσμο» του Στ. Ξεφλούδα, ο οποίος ξετυλίγεται στα μάτια του αναγνώστη ως «μια ατέρμονη κινηματογραφική ταινία μιας παράξενης, μα συνάμα, ευαίσθητης ψυχής». Έτσι, ο Α. Καραντώνης ορίζει τον εσωτερικό μονόλογο ως «ομαδική και αναλυτική έκφραση ψυχής, ως ρομάντζο δίχως πλοκή, περιπέτειες, πρόσωπα, εξωτερικές κατευθύνσεις και θέσεις» και συνεχίζει ισχυριζόμενος πως το είδος αυτό ταυτίζεται με την «αυτοψυχοβιογραφία και αυτοανάλυση», που «όσο εύκολο κι αν φαίνεται, τόσο δύσκολα προσεγγίζει τον σκοπό του∙ παγιδεύει τους απλοϊκούς, που μην έχοντας να νικήσουν τ’ αρχιτεκτονικά εμπόδια και τις άλλες δυσκολίες του κλασικού ρομάντζου, νομίζουν πως, αν παρατάξουν σειρές φράσεων αναλυτικών και ψυχογραφικών, δημιουργούν Τέχνη». Ωστόσο, ο Στ. Ξεφλούδας με τη μουσικότητα, υποβλητικότητα, ρυθμική ενάργεια, ψυχολογική οξυδέρκεια και εκφραστική του δύναμη αναδεικνύεται στην Ελλάδα «μοναδικός χειριστής και πραγματοποιός» του νέου είδους.

Ο καλύτερα πληροφορημένος για την ξένη λογοτεχνική επικαιρότητα, Λάζαρος Πηνιάτογλου, γράφει από την Αθήνα, με αφορμή το «βαθυστόχαστο όσο και δίκαιο σημείωμα» του Αντρέα Καραντώνη, για το βιβλίο του Στέλιου Ξεφλούδα. Όπως και ο Α. Καραντώνης, επικροτεί τις αρετές του Στ. Ξεφλούδα και την ταξινόμηση της Εσωτερικής Συμφωνίας σ’ αυτό το είδος. Ωστόσο, διαφωνεί με την απόπειρα καθορισμού της ιστορικής εξέλιξης του είδους, κρίνοντάς την ανεπαρκή και ακατάλληλη. Η παρανόηση του Α. Καραντώνη έγκειται στο ότι ανάγει κάθε έργο «αυτοψυχοβιογραφίας» σε εσωτερικό μονόλογο. Επιπλέον, σημειώνει πως το νέο είδος δεν διαδέχεται και δεν αντικαθιστά το κλασικό μυθιστόρημα στη λογοτεχνική ιεραρχία. Ο Λ. Πηνιάτογλου προτιμά την περιδιάβαση στην ευρωπαϊκή λογοτεχνία, ενώ παράλληλα υπογραμμίζει τη σχέση εσωτερικού μονολόγου – υπερρεαλιστικού κινήματος. Παρά το γεγονός ότι ο Λ. Πηνιάτογλου συγκλίνει σε αρκετά σημεία με τον Πέτρο Σπανδωνίδη ως προς τον εσωτερικό μονόλογο, ωστόσο, ο δύστροπος χαρακτήρας του τελευταίου θα τον συγχύσει, με αποτέλεσμα τη διαγραφή του από τη λίστα των συνεργατών.

Στο επόμενο τεύχος των Μακεδονικών Ημερών, ο Α. Καραντώνης απαντά με νέο γράμμα στη «σοφή» επιστολή του Λ. Πηνιάτογλου, ο οποίος προσπάθησε να αποκαταστήσει κάποιες ανακρίβειες. Αν και επιδοκιμάζει την ορθή προσέγγισή του αναφορικά με τη γένεση και την εξέλιξη του είδους, ωστόσο, ισχυρίζεται πως ο Λ. Πηνιάτογλου, σε κάποια σημεία, είναι «άδικος». Αρχικά, επαναπροσδιορίζει το είδος, ως «φυσική εξέλιξη του κλασικού ρομάντζου, ως μια αφαίρεση, ειδίκευση και περιορισμό του». Στη συνέχεια, υποστηρίζει πως δεν ήταν πρόθεσή του να δώσει μια «τεχνική περιγραφή», γι’ αυτό και δεν αντιλαμβάνεται την παρατήρηση του συνομιλητή του. Έπειτα, ο Α. Καραντώνης αποδοκιμάζει την κρίση του Λ. Πηνιάτογλου πως η Εσωτερική Συμφωνία είναι το «μόνο αξιοθαύμαστο» συγκαιρινό τους έργο αφενός κι αφετέρου διαφωνεί με την κρίση πως ο Γιώργος Θεοτοκάς δεν είναι «απαράμιλλος χειριστής» του είδους. Άμεσα, τον κατηγορεί για υποκειμενικότητα και «αυθαίρετα γούστα», ωστόσο, τον ευχαριστεί για την πολύτιμη αναδρομή του στις πραγματικές πηγές του είδους, που γι’ αυτόν παρέμεναν ανεξερεύνητες, αναγνωρίζοντας παράλληλα την ανεπάρκειά του.

Το γράμμα του Αντρέα Καραντώνη ακολουθεί εκείνο του Δημήτριου Μεντζέλου, ο οποίος αναφέρεται υποτιμητικά στον πρόχειρο ορισμό του πρώτου. Ο Δ. Μεντζέλος αρνείται την ένταξη του Γιώργου Θεοτοκά στο είδος και ισχυρίζεται, πως ο Α. Καραντώνης δεν έχει αντιληφθεί τη φύση του εσωτερικού μονολόγου. Επιπλέον, διατηρεί κάποιες επιφυλάξεις σχετικά με στοιχεία γένεσης, πατρότητας και χρονολογικής εξέλιξης και προτείνει να μπουν στην άκρη οι δογματισμοί και να αρχίσει έρευνα, προκειμένου να κλείσει κάπως «συμβιβαστικά» τη διαμάχη. Στο μεθεπόμενο τεύχος του περιοδικού επισημαίνει πως και ο Θράσος Καστανάκης εφαρμόζει, στο Η φυλή των ανθρώπων, τεχνικές του είδους, προκειμένου να «ανασύρει απόκρυφες και συγκεχυμένες σκέψεις των υποκειμένων». Χαρακτηρίζει τον εσωτερικό μονόλογο άλλοτε «είδος» και άλλοτε «τεχνικό μέσο».

Σύμφωνα με την Μαίρη Μικέ, ο διάλογος αναπτύσσεται σε ήρεμους τόνους, χωρίς οξύτητες, ακρότητες και εντάσεις. Συνοψίζοντας κανείς τα κύρια σημεία της συζήτησης θα έλεγε πως λογοτεχνικά πρότυπα του είδους αποτελούν οι Eduard Dujardin και James Joyce, πως το «λογοτεχνικό» ή «φιλολογικό» ή «είδος πεζού λόγου» ή η «συγχώνευση ποίησης και πρόζας», δηλαδή ο εσωτερικός μονόλογος, συνδέεται με ποικίλες μορφές της ευρωπαϊκής λογοτεχνίας και τέλος πως στην ελληνική πνευματική σκηνή εκπροσωπείται από τους Ίωνα Δραγούμη, Στέλιο Ξεφλούδα, Γιώργο Θεοτοκά και Θράσο Καστανάκη.

Πιστός στην υπόσχεσή του ο Δημήτρης Μεντζέλος, τον επόμενο χρόνο, δημοσιεύει από τις σελίδες του Κύκλου μια νέα μελέτη, προκειμένου να λύσει τον «κόμπο των παρεξηγήσεων και των κακοερμηνειών». Υποστηρίζει πως οι παραπάνω μελετητές δεν ανέτρεξαν στις ρίζες του είδους, αλλά ξεκίνησαν in medias res. Επισημαίνει πως, γενικά, ο εσωτερικός μονόλογος είναι «το αέναο και υπόκωφο μουρμούρισμα, που ποτέ δεν παύει να κυλά στο βάθος του εσωτερικού εγώ και που συχνά γίνεται τόσο έντονο που καταντά εκνευριστικό». Εν συνεχεία, ορίζει το είδος ως «άδολη διοχέτευση, στο χαρτί, της σκέψης τη στιγμή που βρίσκεται στο στάδιο του σχηματισμού, ως μια άμεση επικοινωνία του εξωτερικού κόσμου προς τον εσωτερικό, χωρίς τη μεσολάβηση συγκρίσεων προς ιδέες» και συνεχίζει ισχυριζόμενος πως το κύριο γνώρισμά του έγκειται «στο πώς παρουσιάζει ανάγλυφη την κίνηση της τοποθέτησης των εξωτερικών εντυπώσεων στην εσωτερική περιοχή, ενώ αυτή βρίσκεται εν εξελίξει. Η αξία του εσωτερικού μονολόγου εξαρτάται τόσο από την απτή ικανότητα αυτοπαρακολούθησης της πορείας της σκέψης στο βάθος του εξωτερικού κόσμου του συγγραφέα, όσο και από την απτή έκταση και το ύψος του κόσμου αυτού». Απαντώντας στον Αντρέα Καραντώνη, επισημαίνει πως δεν είναι εφικτό να ανακηρυχθεί ο εσωτερικός μονόλογος ως «ιδιαίτερο λογοτεχνικό δημιούργημα» που αντικαθιστά το ρομάντζο.

Η φιλοξενία μιας τέτοιας διαμάχης στο περιοδικό γίνεται κατανοητή αν αναλογισθεί κανείς τον σκοπό των συνεργατών, που δεν ήταν άλλος από το να αποτελέσουν οι Μακεδονικές Ημέρες το σημείο επαφής με τη «σύγχρονη σκέψη». Έκτοτε, οι συζητήσεις και οι αναφορές πυκνώνουν. Ο όρος «εσωτερικός μονόλογος» χρησιμοποιείται σε κριτικά σημειώματα, βιβλιοκρισίες, σχόλια και προσεγγίζεται ως «ποιητική πρόζα, συνειρμική πεζογραφία, διάλογος του ανθρώπου με την ψυχή του και προσδένεται στο ονειρικό στοιχείο, στις ψυχικές εικόνες, στο εσωτερικό τοπίο, στο όνειρο», όπως χαρακτηριστικά σημειώνει η Δήμητρα Μπεχλικούδη. Ο Σταυράκιος Κοσμάς, το 1935, δημοσιεύει άρθρα σχετιζόμενα με την ιστορική εξέλιξη του είδους. Το 1958, ο Πέτρος Σπανδωνίδης τονίζει πως εσωτερικός μονόλογος προηγείται του οργανωμένου λόγου, είναι «αφιλτράριστη» κάθε ορθολογικού ελέγχου. Ουσιαστικά, είναι ένας «ενδόμυχος, κινηματογραφικός, ασχημάτιστος, ακαθόριστος, αταχτοποίητος, αυθόρμητος, ατέρμονος, τεθλασμένος λόγος». Το 1966, ο Κώστας Στεργιόπουλος κωδικοποιεί μερικά από τα βασικά γνωρίσματα του «εκλεκτικού και δυσπρόσιτου» για τον αμύητο αναγνώστη είδους, «του οδοιπορικού αυτού στο μέσα χώρο, στην αδιάκοπη μελωδία των ρευστών καταστάσεων και ψυχολογικών διακυμάνσεων της εσωτερικής ζωής»: αναλυτικός στοχασμός, αυτοσυγκέντρωση, ενδοσκόπηση, εξομολόγηση, κατάργηση της τρέχουσας σημασίας του χρόνου, του μύθου. Το 1987, οι Μαίρη Μικέ – Λένα Γκανά αναφέρουν πως πρόκειται για «εισαγωγή στην εσώτερη ζωή και στις ενδόμυχες σκέψεις, σε γενετική μορφή, ενός ήρωα, δίχως επεξηγηματικές ή σχολιαστικές παρεκβάσεις», γραμματικο-συντακτικές δομές και νήματα, φίλτρα λογικής επεξεργασίας. Ο Τόλης Καζαντζής κάνει λόγο για «πεζογραφικό alter ego του υπερρεαλιστικού κινήματος». Ακόμα, ορίζει το είδος ως «έκφραση των εσώτατων και πιο αυθόρμητων, ασχημάτιστων σκέψεων του ατόμου, εκείνων που διαμορφώνονται εν αγνοία της συνείδησης, η οποία τακτοποιεί». Έτσι, δικαιολογείται η ύπαρξη «αξεκαθάριστων και παράσιτων σκέψεων, παρεμβάσεων, αναμνήσεων και προαισθημάτων, ενός ελλειπτικού, συνοπτικού, συνειρμικού, ακατάληπτου λόγου». Όλα τα στοιχεία μεταβαίνουν από το φως της πραγματικότητας στο σκοτάδι του υποσυνείδητου («υπαρξιακή φάση κατάδυσης»), με στόχο την αποκάλυψη και αποκάθαρση του πραγματικού εγώ, μέσα από εσωτερικές διεργασίες και στη συνέχεια την απόδοση στην κοινωνία αυτού του αναγεννημένου, αναμορφωμένου, αναθεωρημένου, ειλικρινούς εγώ («κοινωνική φάση ανάδυσης»). Με άλλα λόγια, το είδος αυτό επιδιώκει, μέσα από μία αέναη πορεία, την «αυτο-αποκάλυψη και αυτοκάθαρση». Ο Τόλης Καζαντζής φρονεί πως οι πεζογράφοι των Μακεδονικών Ημερών δεν καταφέρνουν να ολοκληρώσουν ούτε τη φάση της κατάδυσης, καθώς αυτή χαρακτηρίζεται από μια εσωτερική ροή, η οποία «φτάνοντας στο όνειρο ή στο στοχασμό μ’ ένα λόγο άκρως επιμελημένο, παραμένει στάσιμη». Στόχο της «αναχώρησης» προς τα έσω αποτελεί η φυγή και η απόδραση από την αμείλικτη πραγματικότητα, ως μηχανισμός άμυνας του εγώ. Μάλιστα, η επάνοδος, η ανάδυση, έχει χαρακτήρα ανώμαλης και αναγκαστικής προσγείωσης. Βέβαια, τα όσα αναφέρουμε εδώ δεν ισχύουν στην περίπτωση του Νίκου Γαβριήλ Πεντζίκη.

 

Β.2. «Σχολή Θεσσαλονίκης»

 

Η τάση προς την εσωτερικότητα οδηγεί στη σύλληψη και παραγωγή νέων έργων εσωτερικών αναταραχών, τα οποία παρουσιάζουν κοινά χαρακτηριστικά, με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί η εντύπωση μιας νέας εξευρωπαϊσμένης «Σχολής» πεζογραφίας. Πιο συγκεκριμένα, η συσπείρωση, ο δυναμισμός των λογοτεχνών γύρω από τον κύκλο του «κομψού» και «σοβαρού» περιοδικού και η καλλιέργεια του εσωτερικού μονολόγου ώθησαν στη διεξαγωγή ενός ατέρμονου διάλογου, με θέμα την ύπαρξη ή μη της αποκαλούμενης ως «Σχολής Θεσσαλονίκης». Εκείνος που υποκίνησε τη συζήτηση ήταν ο «εφευρέτης» του όρου, Τέλλος Άγρας, ο οποίος μίλησε για λογοτεχνικό κύκλο, τον οποίο αποτελούσαν λίγοι σε ποσότητα, αλλά εκλεκτοί σε ποιότητα λογοτέχνες. Σύμφωνα με τον Τ. Άγρα, η συντροφιά αυτή σχημάτισε μια «Σχολή», «με ποιητικό ύφος και υποκειμενική μορφή, που αγωνιούσε να αποκαλύψει το πνευματικό και ψυχικό εγώ του συγγραφέα». Έκτοτε, οι συζητήσεις για τη συστέγαση των Θεσσαλονικέων λογοτεχνών υπό τον όρο «Σχολή» διαδέχονταν η μια μετά την άλλη.

Στο σύνολό τους, οι μελετητές απορρίπτουν κατηγορηματικά την ύπαρξή της, μιλούν για «αστεία επιμονή, επιπόλαιη και αναπόδεικτη εικασία» και διαμαρτύρονται. Αντίθετα, κάνουν λόγο για «κλίμα ψυχής», «κοινή ατμόσφαιρα», για ένα «κάτι» ιδιαίτερο, «για μια ιδιάζουσα απόχρωση». Θεωρούν πως οι πεζογράφοι των Μακεδονικών Ημερών σχημάτισαν μια «τοπική ομάδα» ή «τοπογραφική Σχολή» ή «ψευδο-Σχολή». Ο όρος είναι «συμβατικός», «συμπτωματικός», «ισοπεδωτικός» και «εκμηδενιστικός» και παρά τα κοινά ενδιαφέροντα, τις επιδράσεις και αποσκευές των δημιουργών, δεν μπορούμε να τους εντάξουμε υπό κοινή σκέπη, καθώς η κάθε μονάδα της συντροφιάς αποτελούσε ξεχωριστή περίπτωση, ως προς τη γραφή, το ύφος, τη στάση ζωής, τις αισθητικές επιλογές και επιδράσεις. Για να αποδώσει κανείς έναν τέτοιο χαρακτηρισμό, πρέπει να υπάρχουν κοινές αισθητικές ή ιδεολογικές αντιλήψεις ή πίστη σ’ ένα καλλιτεχνικό πρότυπο. Η εντύπωση της ύπαρξης της «Σχολής» έγκειται στο γεγονός ότι οι Θεσσαλονικείς χρησιμοποίησαν πρωτοποριακά εργαλεία. Το κίνητρο όσων καλλιέργησαν τον μύθο αυτό ήταν η προβολή της εντοπιότητας και η τάση αυτονόμησης της πεζογραφίας. Υπό αυτήν την οπτική δεν στοιχειοθετείται «Σχολή».

Εξάλλου και τα μέλη της συντροφιάς αρνήθηκαν να στεγαστούν υπό αυτόν τον όρο. Ο Αλκιβιάδης Γιαννόπουλος σε ομιλία του (1963) υποστηρίζει πως «ο θρύλος για την ιδιομορφία της “Σχολής” διαδόθηκε ευρύτατα, πολεμήθηκε, σχολιάστηκε, μα δεν έγινε ευπρόσδεκτος. Υπήρχε, δεν υπήρχε το δεδομένο είναι ότι το ιδιαίτερο, πρωτάκουστο και άξιο απορίας θέμα δεν ήταν απλή σύμπτωση». Λίγα χρόνια μετά, προσθέτει πως τα στελέχη του περιοδικού δεν είχαν την πρόθεση να δημιουργήσουν «Σχολή», ούτε να θεμελιώσουν μια ορισμένη μορφή λόγου. Και συνεχίζει: «Όλοι ακολούθησαν την προσωπική ιδιομορφία και έμπνευση» και η επιτυχία τους οφειλόταν τόσο στη ρήξη με τα καθιερωμένα, όσο και στη σύμπλευση προς την αλλαγή. Ο Γιώργος Δέλιος υποστήριξε πως για τέτοιους χαρακτηρισμούς απαραίτητη προϋπόθεση είναι η ύπαρξη κοινού αισθητικού κινήματος. Πίστευε  πως σημειώθηκε «μια στροφή προς τα έσω» και πως ο κύκλος του περιοδικού προσέφερε «κάτι το άλλο, το νέο, το άγνωστο και το αδοκίμαστο». Το 1972, επεσήμανε πως αρχικά η τάση εσωστροφής χαρακτηρίστηκε ως «Σχολή», αλλά ο όρος ήταν μάλλον άτοπος. Ο ίδιος προτιμά να χρησιμοποιεί φράσεις, όπως «ιδιαιτερότητα, κλίμα, εσωτερική διάθεση». Χαρακτηριστικά έγραφε στον Κώστα Στεργιόπουλο:

 

«Αναπτυχθήκαμε στον ίδιο χώρο και ξεκινήσαμε από αφετηρίες αισθητικές που παρουσίαζαν ίσως κάποιες συγγένειες. Ο καθένας από τότε τράβηξε το δρόμο του, στηριγμένος στις δικές του και μόνο δυνάμεις. Να μιλήσω κ’ εγώ για “εσωτερικό μονόλογο”; Κι’ αυτό συνήθεια έγινε. Τι είναι κι’ ως πού φτάνει ο εσωτερικός μονόλογος;».

 

Σε συζήτηση, το 1973, στη Θεσσαλονίκη, ο Στέλιος Ξεφλούδας τόνισε πως μπορούμε να μιλάμε μόνο για «τάση ανανέωσης της πεζογραφίας, για μια ομάδα ή για γενιά, που κατάφερε να συντονίσει τη λογοτεχνία με τις επιταγές της εποχής και ν’ αποκτήσει πνευματικό υπόστρωμα».

Ωστόσο, μια μικρή μερίδα μελετητών μιλούν κατηγορηματικά, βιαστικά και κάπως επιπόλαια για ύπαρξη πρωτοποριακής λογοτεχνικής «Σχολής», που «οσφράνθηκε τα νέα ρεύματα, καρποφόρησε και ακτινοβόλησε» και αυτό αποτελεί για τους Μακεδόνες έναν τιμητικό τίτλο. Ως βασικά χαρακτηριστικά γνωρίσματά της δέχονται την στοχαστική εσωστρέφεια, τον θρησκευτικό μυστικισμό, τη θανατολογία, τον αισθηματισμό, την ανάδειξη της βορινής τοπιογραφίας, την στροφή στην ουσία, την οικονομία στην έκφραση, τον αυτοπροσδιορισμό, την απόρριψη του ορθολογισμού και τον ιδιαίτερο ψυχισμό.

Προσωπικά, θα συμφωνήσω με τα όσα ισχυρίζεται ο Τόλης Καζαντζής, ο οποίος μιλά για «σύμπηξη» μιας ομάδας, που τοποθέτησε τα πρώτα θεμέλια για τη δημιουργία ενός γηγενούς λογοτεχνικού στίγματος, που αποσαφηνίζεται μεταγενέστερα. Η «προς τα έσω όδευση» γίνεται με διαφορετικές αιτίες, ενώ ταυτόχρονα οι αισθητικές προτιμήσεις ποικίλλουν. Δέχεται πως το περιοδικό δημιούργησε μια «Σχολή λογοτεχνικού ήθους», κάτι που συνεπαγόταν πολύπλευρη και συστηματική λογοτεχνική μόρφωση, συγγραφική επιμέλεια, αναζήτηση της αναγνώρισης, τήρηση των κανόνων δεοντολογίας, ενασχόληση με τη λογοτεχνική λειτουργία. Αδίκως ο όρος παρεξηγήθηκε και μεταφράστηκε σε λογοτεχνική Σχολή, η οποία δεν αφορά παρά «μια βολική μονοκονδυλιά, που περικλείει τους πάντες, με τρόπο εντελώς ακατανόητο, αν όχι και ανόητο». Οι Θεσσαλονικείς έμειναν στην «επίφαση» του εσωτερικού μονολόγου, στα εκφραστικά μέσα και επέλεξαν δικούς τους στόχους.

Εύκολα, λοιπόν, διαπιστώνει κανείς πως ο όρος «Σχολή Θεσσαλονίκης» προκάλεσε σύγχυση στους μελετητές και προσλήφθηκε ποικιλοτρόπως, όχι μόνο μέσα στη διαχρονία, αλλά και στη συγχρονία. Οι αντιφατικές απόψεις διαδέχονταν η μια την άλλη σ’ έναν πολυδαίδαλο λαβύρινθο ετερόκλητων κρίσεων.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ΄

 

Γ.1. Άνθιση της Μεσοπολεμικής Εγωτικής Πεζογραφίας

 

Ας εξετάσουμε, όμως εκ του σύνεγγυς τους ίδιους τους πεζογράφους-συνεργάτες των Μακεδονικών Ημερών. Ξεχωριστή θέση κατέχει ο Αλκιβιάδης Γιαννόπουλος. Όπως ο ίδιος ομολογεί, ο κύκλος του «εκλεκτού» περιοδικού «αφουγκράζεται πληρέστερα την αντίληψή του για την τέχνη του γραπτού λόγου». Στις Μακεδονικές Ημέρες δημοσιεύονται σχεδόν όλα τα, κατά γενική ομολογία, «ιδιόρρυθμα» και «εκκεντρικά» πρωτοποριακά διηγήματά του από τις συλλογές Κεφάλια στη σειρά και Η ηρωική περιπέτεια, είτε μέσω της πλήρους υπογραφής του, είτε μέσω του εξελληνισμένου βραχύγραφου ψευδωνύμου Αλκ Γιαν, είτε με τα αρχικά Α. Γ. Ενδεικτικά αναφέρω κάποιους από τους τίτλους: «Κεφάλια στη σειρά», «Χρονικά του Ψελλού», «Η Ηρωική περιπέτεια», «Ταξίδι στα Κήθυρα», «Εγώ και η αιθέρια μορφή», «Ένας μηχανικός άνθρωπος», «Οι πελαργοί», «Φανταστική ιστορία», «Μέδουσες», «Στίχοι του Χ.Χ.Χ.», «Ο φίλος μου Άμλετ», κ.ά. Τα διηγήματα αυτά, κατά τον Αντρέα Καραντώνη, «πιραντελικά» στη διάθεση και τη μορφή τους, «πιστοποιούν τη φρεσκάδα, την ευλυγισία και τη δροσιά» της συγγραφικής του πένας, τη μοντέρνα υφή, την οξύτατη παρατήρηση, τη στοχαστική και φιλοσοφημένη διάσταση. Tο νόημα των διηγημάτων του συμπυκνώνεται στο ασταθές, εφήμερο και μεταβλητό της ανθρώπινης ψυχής. Σύμφωνα με τον Πέτρο Χάρη, ο Αλκ. Γιαννόπουλος επιθυμεί να γράψει «ψυχολογικό διήγημα». Επιδιώκει το απροσδόκητο, το αλλόκοτο, το απόκρυφο, το παρεξηγημένο, διαγράφοντας τη δική του πορεία. Περισσότερο σκέπτεται, παρά αισθάνεται. Το  «Κεφάλια στη σειρά» βρίσκεται ανάμεσα στο διήγημα και το αισθητικό δοκίμιο. Ο Αλκ. Γιαννόπουλος έρχεται σε ρήξη με το παρελθόν και οδεύει στη «διαμόρφωση μιας συγκρατημένης φιλοσοφικής σκέψης, μέσα σε νεωτερικούς τρόπους έκφρασης και δράσης», όσο κι αν ακούγεται αντιφατικό. Απομακρύνεται από τις κλασικές αφηγηματικές μανιέρες και γι’ αυτό θεωρείται η κατ’ εξοχήν προδρομική μορφή του εκσυγχρονισμού του νεοελληνικού διηγήματος. Ο Κώστας Στεργιόπουλος διστάζει να ενσωματώσει τον Αλκιβιάδη Γιαννόπουλο ολοκληρωτικά στο είδος του εσωτερικού μονόλογου. Η «απροσποίητη» ζωηρότητα, η διανοητική ανησυχία, η εκφραστική καινοτομία, η αντιρρεαλιστική γραφή, η προσωπική, ανοίκεια, «μαιανδρική», υπαινικτική και πρωτότυπη έκφραση, η κυριαρχία του αφηγητή απέναντι στο αφηγηματικό υλικό, η αποσπασματική, κατακερματισμένη ανάπτυξη του μύθου, η άμεση, «ευκίνητη» κι «εκρηκτική» αφήγηση, η «ευλύγιστη», «άστατη», «εφευρετική» φαντασία, ο γνήσιος λυρισμός των συγκρατημένων τόνων, ο πρωταγωνιστικός ρόλος του ονείρου, το κυνήγι της χίμαιρας, η δηκτική ειρωνεία, ο πικρός σαρκασμός, το χιούμορ, η περιπαικτική διάθεση, η υπογράμμιση του γελοίου, η «διολίσθηση» στην περιοχή της φάρσας, η ανατροπή, η αυτο-αναφορικότητα, είναι μερικά μόνο χαρακτηριστικά γνωρίσματα που του έχουν αποδώσει  οι μελετητές. Η προσωπική του συμβολή συνίσταται στο ότι «μορφοποίησε πεζογραφικά διαθέσεις, ανησυχίες και συγκινήσεις της εκλεπτυσμένης του ευαισθησίας». Ο Αλκ. Γιαννόπουλος διείσδυσε κάτω από την επιφάνεια των πραγμάτων, πίσω από τα «τοιχώματα μιας ψυχής, που ταλαιπωρείται και δοκιμάζεται ολοένα» από τα άλυτα προβλήματα της συγκαιρινής του μηχανικής ζωής. Με τις ευαίσθητες κεραίες του, αποδίδει «το ανάλαφρο άγγιγμα των πραγμάτων, τα ερμητικά σκιρτήματα και τις ενδόμυχες εφέσεις της ψυχής, αλλά και αναμνήσεις, βιωμένες μνήμες». Όπως χαρακτηριστικά γράφει ο Ι. Μ. Παναγιωτόπουλος, οι ιστορίες του ξετυλίγονται «sotto voce, άνετα, συμπαθητικά, ευγενικά, σαν αναδόματα μιας ψυχής, που κατέχει τον τρόπο να αισθάνεται και να στοχάζεται». Το έργο του Αλκ. Γιαννόπουλου, κατά τον Στέλιο Ξεφλούδα, ξεχωρίζει, καθώς κινείται σε μια ιδιόρρυθμη, φανταστική, ανεξάντλητη και ασύλληπτη ατμόσφαιρα. Τα πάντα πραγματοποιούνται και μεταμορφώνονται σύμφωνα με τη διάθεσή του. Πιο συγκεκριμένα, ο Αιμίλιος Χουρμούζιος αποκάλεσε το «Κεφάλια στη σειρά» ως «φωτεινή αφετηρία» αναγέννησης του διηγήματος. Κατά τον Γιώργο Βαφόπουλο, αποδεικνύουν ότι το ελληνικό διήγημα δεν είχε εξαντλήσει τις εξελικτικές του δυνατότητες. Η «Ηρωική περιπέτεια», από την άλλη, είναι ένα βιβλίο ωριμότητας, μια σειρά διηγημάτων ή συλλογή «παιχνιδισμάτων», που αποτελεί έκφραση καλλιεργημένου ψυχικού κόσμου, με προσωπικό τόνο, «ισομετρία» στη σύλληψη και συνειρμικό τρόπο γραφής. Τα διηγήματα ξαφνιάζουν και δίνουν την εντύπωση της εκζήτησης και του κυνηγιού της πρωτοπορίας. Η «Ηρωική περιπέτεια» αποτελεί την έκθεση των στιγμών της επιστροφής από τη μεγάλη περιπέτεια του πολέμου, στον αρχικό τόπο της αναχώρησης. Το έργο βιώθηκε στο περιθώριο των πολεμικών επιχειρήσεων. Ο Γιώργος Βαφόπουλος σημειώνει χαρακτηριστικά πως ο δημιουργός περνά από «το ονειροπόλημα για το βιβλίο στο βιβλίο ονειροπολήματος» και η εξέλιξη της γραφής του προς κάτι το παράξενο και «εναέριο». Τα κύρια θέματα της συλλογής αυτής, σύμφωνα με τον Πέτρο Σπανδωνίδη, είναι «το ρευστό και κρυσταλλωμένο της ανθρώπινης ψυχής, το σταματημένο και το ασταμάτητο, το πραγματικό και το ονειρικό, η φυγή και η επιστροφή, η εσωτερική και εξωτερική ζωή». Τα πρόσωπα της συλλογής χαρακτηρίζονται ως «αινιγματικά». Σύμφωνα με τον Γιώργο Βαφόπουλο, o «Mηχανικός άνθρωπος» αποτελεί «ομολογία πίστεως προς ό,τι βαθύτερο και θείο έχει ο άνθρωπος», προς την ανθρώπινη ψυχή και πνεύμα, που ρυθμίζουν τη ζωή και αποτελούν «αιώνια πηγή χαράς και ευδαιμονίας». Ο Αλκιβιάδης Γιαννόπουλος δίνει μια καθαρά συμβολική προβολή του μύθου. Η «Φανταστική ιστορία», πάλι,  προσομοιάζει με σχέδιο μυθιστορήματος. Οι «Πελαργοί» εκφράζουν μια συμβολική προσπάθεια του ανθρώπου για αναβίωση του παρελθόντος και δικαίωσης αυτού, ενώ, κατά τον Πέτρο Σπανδωνίδη, το κείμενο μοιάζει με απάντηση Στο φως του λευκού αγγέλου. Στον Αλκ. Γιαννόπουλο, το ψυχογράφημα δεν είναι ποτέ στομφώδες, καθώς προχωρά με εικόνες. Στα «Χρονικά του Ψελλού», ο ήρωας, ένας ρομαντικός ποιητής, χαμένος σε μια παράλογη επιφυλλίδα, συγκρίνεται με έναν ακροβάτη. Το ύφος είναι χιουμοριστικό, στο πλαίσιο της πιραντελικής αποδοχής της tragedia buffa. Όπως προσθέτει ο Jean-Luc Chiappone, «ο Γιαννόπουλος δημιουργεί ένα ντεκόρ εύκολα αναγνωρίσιμο στο διήγημα εξομολογήσεων». Ο αφηγηματικός προσανατολισμός μπορεί να δίνεται με μια φυσιολογική μορφή σύντομης συναλλαγής, αλλά ο συγγραφέας βρίσκει τρόπους να παρεμβάλει τα τεχνάσματά του. Με μια πρώτη ματιά, το θέμα του «Ταξιδιού στα Κύθηρα» είναι η συνοδεία της γυναίκας και του εραστή της, από τον απατημένο σύζυγο, σε μια κρουαζιέρα, προκειμένου να επισφραγίσει τη φυγή τους. Κι όμως, το ενδιαφέρον του κειμένου έγκειται στο φθόνο, με την ανάλυση της συμπεριφοράς ενός ήρωα, που δεν έχει τίποτα το κοινό με τον παθητικό απατημένο του Κώστα Κεφαλά στο «Η σαύρα». «Ο φίλος μου Άμλετ» ανήκει στα αυτοβιογραφικά διηγήματα και στην ουσία είναι ένας μονόλογος, που καταλήγει στην ομολογία ενός «ανύποπτου» παρελθόντος. Στο «Εγώ και η αιθέρια μορφή», ο Aλκ. Γιαννόπουλος μιλά για τη γυναικεία φύση. Η θεματική του στη «Γιαπωνέζικη Μάσκα» σχετικά με το γυναικείο, «αιώνιο ιδανικό», που καταδικάζει τον άνθρωπο να κυνηγά μια χίμαιρα, αποτελεί μια αντίθεση ανάμεσα στο όνειρο και την προβληματική πραγματικότητα. Στο «Στίχοι του Χ.Χ.Χ.» ο ήρωας προσπαθεί απεγνωσμένα να εκδώσει κάτι και ονειρεύεται ότι καταλαμβάνει μόνος του τη βιτρίνα ενός βιβλιοπωλείου. Εν κατακλείδι, ο Αλκιβιάδης Γιαννόπουλος μέσα από τις σελίδες του περιοδικού επιχείρησε να ανανεώσει την κατεστημένη παράδοση του διηγήματος, «στήνοντας με αξεπέραστη τεχνική, ένα δικό του διανοητικό και εγκεφαλικό παιχνίδι». Ο Πέτρος Σπανδωνίδης κάνει λόγο για τον καλύτερο μεταπολεμικό διηγηματογράφο. Κατά τον Τόλη Καζαντζή, το περιοδικό διαδραμάτισε δεσμευτικό και καθοριστικό ρόλο στην εξέλιξη της προσωπικότητάς του, ενώ σύμφωνα με την Αγλαΐα Κεχαγιά-Λυπουρλή, η συμμετοχή του σ’ αυτό υπήρξε «πολύτιμη και ισορροπιστική» για τη φυσιογνωμία του. Ωστόσο, οι προσλαμβάνουσες του μέσου αναγνώστη αδυνατούν να αντιληφθούν τα προτερήματα μιας τέτοιου είδους πένας. Ο αναγνώστης διαβάζοντας δείγματα γραφής του πρέπει να βρίσκεται σε αδιάκοπη πνευματική εγρήγορση.

Εξίσου σπουδαίο ρόλο, διαδραμάτισε και ο Στέλιος Ξεφλούδας ή αλλιώς Σ. Ξ., ο οποίος παρέχει στις Μακεδονικές Ημέρες αξιόλογα πεζά του κείμενα («Απ’ την Ετουάλ στον Καρτιέ Λατέν», «Ταξίδι», «Σημειώσεις απ’ την Αίγυπτο», «Απ’ τη Νεάπολη στη Ρώμη», «Θυμάμαι Δωροθέα»), αρκετά από τα οποία προέρχονται από το λυρικό μυθιστόρημα Στο φως του λευκού αγγέλου. Τα πεζογραφήματα αυτά  αναδεικνύουν το χώρο της μοντερνίζουσας πεζογραφίας. Κινούμενος σε μια μουσική και συνάμα ερωτική ατμόσφαιρα, αναλύεται σε μια εκ βαθέων εξομολόγηση, σ’ έναν «χειμαρρώδη, αλλά σταχτωπό μονόλογο, σχήματος ρευστού και τόνου χαμηλού». Η προβολή του εσωτερικού κόσμου καθιστά την αφήγηση θολή, κάτι που θυμίζει «παραμιλητό σε όνειρο». Η θεματική παραμένει ανύπαρκτη. Κατά τον Πέτρο Σπανδωνίδη, ο Στ. Ξεφλούδας αντιλαμβανόταν τη πεζογραφία ως ένα πνευματικό χώρο, του οποίου «η ροή δίνει στο έργο μια μουσική αύρα». Τα πεζά του διακρίνονται για τη στοχαστική παρακολούθηση των κινήσεων της ψυχής, την αέναη ροή των εσωτερικών διεργασιών, το «φευγαλέο άρωμα», το ατελείωτο μυστήριο, τη θλίψη, το μελαγχολικό, διεισδυτικό, ρευστό, χαμηλό τόνο, το σκεπτικισμό, τη σχετικότητα. Το έργο του, κατά τον Κώστα Μ. Προύση, συνίσταται στον «εσωτερικό μονόλογο μιας αισθαντικής ψυχής, που τη δέρνει η αγωνία του άγνωστου, η αμφιβολία, μα και η έφεση για μια εναρμόνιση του εσωτερικού κόσμου με μια πραγματικότητα ονειρική». Έτσι, ο αναγνώστης έρχεται  αντιμέτωπος με την ουσία και τα γνωρίσματα της άπιαστης, αιώνιας, και ακαθόριστης ψυχής. Ο Στ. Ξεφλούδας μιλώντας για την Εσωτερική Συμφωνία, το δίχως γεγονότα και υπόθεση βιβλίο, συμπυκνώνει το νόημα της πεζογραφίας του:

 

«Έκφραση του εσωτερικού κόσμου, των εσωτερικών καταστάσεων που περνούν μέσα μας σα μια μουσική που διαλύεται στο άπειρο. – Εσωτερικός μονόλογος, μουσική λογοτεχνία, μαγική λογοτεχνία. – Φυγή, αγωνία, ανησυχία, ανικανοποίηση, ανάλυση της ψυχής ως την αποσύνθεση, ατέλειωτες περιπλανήσεις μέσα στον εαυτό μας. – Πουθενά γεγονότα, υπόθεση. Απόσπαση και απομάκρυνση των προσώπων του απ’ την πραγματικότητα. Σ’ όλα τα αντικείμενα μια μορφή ανάλογη με τη διάθεση της ψυχής μας. Αδιάκοπη σύγχυση της ζωής και του ονείρου. Αποκάλυψη της αδιαπέραστης νύχτας της ψυχής μας, μια μουσική συμφωνία […]. Τα γεγονότα μαντεύονται στην προέκτασή τους. Έλλειψη πλαστικότητος, σχήματος, γεωμετρίας. Όλα ρευστά, φευγαλέα, κάπως γκρίζα […]. Απουσία τέλους […]. Μουσικό μυστήριο […]. Τίποτε δε φαίνεται όπως είναι. Η πολλαπλότητα, η απειρότητα του ανθρώπου, το ασύλληπτο, το απροσδιόριστο, το ακαθόριστο, το ρευστό, το εναλλασσόμενο της ζωής. – Λατρεία της έκτασης. – Αγάπη για τον άνθρωπο, για τον πόνο του ανθρώπου. – Ούτε η λογική, ούτε οι αισθήσεις μπορούν να συλλάβουν τον κόσμο. Ο στοχασμός […]. Μεταφυσική αγωνία. Αισθητική, φιλοσοφική, ηθική στάση. Όλα αυτά μ’ ένα λυρικό στοχασμό. – Τραγικότητα μπροστά στο ανέφικτο. – Αγωνία της ψυχής μπροστά στο άπειρο, αγωνία του πνεύματος μπροστά στο άπειρο. – Μια τραγική πορεία χωρίς τέλος κι όμως μια αίσθηση του κόσμου έντονη, μια αγάπη του κόσμου».

 

O Στέλιος Ξεφλούδας, κατά τον Πέτρο Χάρη, «διχάζει τον εαυτό του και γίνεται συνοδός του στους περιπάτους της ψυχής». Κοιτάζει μέσα του και αυτοαναλύεται. Στο φως του λευκού αγγέλου υμνεί την αγάπη. Αληθινό ανθρώπινο αίσθημα, ψυχική ανάταση, παγανιστική διάθεση, πολιτισμένο ύφος, πνευματική ευγένεια, διανοητική εξύψωση, άψογο αρχιτεκτονικό σχέδιο, αρμονική έκφραση, είναι μερικά μόνο χαρακτηριστικά του έργου. Κατά τον Κώστα Μ. Προύση, πρόκειται για μια «λαμπρή πρόζα, που μέσα της καίει ο αγνός λυρισμός μιας ποιητικής ψυχής και τη φωτίζει η μεστωμένη σκέψη ενός πολιτισμένου ανθρώπου». Οι πρωταγωνιστές είναι ένας συγγραφέας και η αναγνώστριά του, τους οποίους ενώνει η γοητεία των βιβλίων. Στα λυρικά του βιβλία, όπως αυτό, παρατηρείται μια σύζευξη των φωνών των προσώπων. Ο Στ. Ξεφλούδας θεωρήθηκε από την κριτική ως ο πρώτος «εισαγωγέας» και «μεταφυτευτής» στη χώρα μας, του ρεύματος της μεταφοράς του έξω κόσμου στον έσω. Ο Τόλης Καζαντζής φρονεί πως η απονομή του τίτλου αυτού υπήρξε βιαστική και λανθασμένη. Σε συζήτηση που διεξήχθη το 1973 στη Θεσσαλονίκη, ο Στέλιος Ξεφλούδας δεν δέχτηκε τον κατά τ’ άλλα τιμητικό τίτλο, φρονώντας πως υπήρχαν προγενέστερα κείμενα, στα οποία θα μπορούσε κανείς να εντοπίσει αποσπάσματα εσωτερικού μονολόγου, γι’ αυτό και στο σημείο αυτό θα διαφωνήσω με τον Jean-Luc Chiaponne, ο οποίος λίγο-πολύ ισχυρίζεται πως ο ίδιος ο δημιουργός αποδεχόταν με φιλαρέσκεια τις τιμητικές διακρίσεις. Ο Στ. Ξεφλούδας δήλωνε πως είχε βαρεθεί να αναμασούν όλοι την ίδια καραμέλα και να του προσάπτουν ετικέτες. Με τη στάση που υιοθέτησε έδειχνε αφενός την ενόχλησή του και αφετέρου μια «αίσθηση αποποίησης πάσας ευθύνης που το έργο του ανήκει σε μια κατηγορία που άλλοι διάλεξαν για εκείνον». Ο Δημήτρης Νικολαρεΐζης τονίζει πως από το έργο απουσιάζει η κυριότερη «δεξαμενή» του εσωτερικού μονολόγου, δηλαδή το ασυνείδητο. Η Μαίρη Μικέ, πάλι, ορίζει σύντομα το νέο είδος ως «οριακή σύνθεση σκηνικής αφήγησης», μορφικά χαρακτηριστικά της οποίας είναι η αποσπασματικότητα, η έλλειψη συνοχής, η αυθαίρετη συνταγματική και παραδειγματική διαδοχή στοιχείων, η απουσία ορθολογικού ελέγχου και γλωσσικής οργάνωσης, προκειμένου να αποδείξει πως τα κείμενα του Στ. Ξεφλούδα απομακρύνονται αισθητά από τα τυπικά δείγματα του είδους και συνεχίζει:

 

«Στην περίπτωση του Ξεφλούδα, ενδοσκοπήσεις και αυτοαναλύσεις, σημειώσεις σε μορφή προσωπικού ημερολογίου, χωρίς πλοκή και χωρίς διαγραφές χαρακτήρων, με έντονους μετασυμβιβαστικούς απόηχους, που έχουν δεχτεί το φιλτράρισμα της λογικής έχουν, μεταξύ των άλλων, ως αποτέλεσμα “η αγωνία της ψυχής” να ονοματίζεται απλώς και να μη γίνεται πράξη μέσα από τη γραφή, “η τελευταία αποκαλύπτει την απόσταση από το βίωμα και στερείται της δυνατότητας να αποδώσει τη χειμαρρώδη συνειδησιακή κατάσταση του ήρωα στη μετωπική σύγκρουσή του με την πραγματικότητα που τον περιβάλλει”».

 

Και ο εμψυχωτής των Μακεδονικών Ημερών θα παραδεχτεί ότι στον Στ. Ξεφλούδα δεν υπάρχει εσωτερικός μονόλογος, με την έννοια μιας καθαρής αφιλτράριστης έκφρασης προσωπικών σκέψεων και ψυχικών διαθέσεων. Ωστόσο, πολλοί είναι εκείνοι που δεν συμφωνούν. Το 1932, ο Αντρέας Καραντώνης δημοσιεύει άρθρο με τίτλο, «Στέλιος Ξεφλούδας: Εσωτερική Συμφωνία», όπου βεβαιώνει ότι ο «κ. Ξεφλούδας είναι στην Ελλάδα ο μόνος που χειρίζεται» το είδος. Θεωρώ πως η σύγχυση ανάμεσα στους μελετητές έγκειται στο ότι ο Στ. Ξεφλούδας έδωσε πρώτος απ’ όλους το παράδειγμα μιας «αυτό-επεξεργασίας», μιας ψυχικής αυτοανάλυσης.

Και ο Γιώργος Δέλιος αποτελούσε μια ξεχωριστή περίπτωση. Ευαίσθητος συγγραφέας του εσωτερικού χώρου, του ψυχικού παλμού και πρωτεργάτης του μοντερνιστικού μυθιστορήματος, συμμετείχε με δημοσιεύσεις του, από το πρώτο ως το έκτο χρόνο της κυκλοφορίας του περιοδικού. Μάλιστα, η πρώτη υπολογίσιμη εμφάνισή του εντοπίζεται στις Μακεδονικές Ημέρες. Σύμφωνα με τον Τέλλο Άγρα,

 

«Ο κ. Δέλιος υπήρξε […] εδαφικώτερος από τον κ. Ξεφλούδα. Αυτός προσπαθεί να πατήση το έδαφος που πατούμε, κι’ αντί να λικνίζεται μέσα στην απόκοσμη φαντασία των ξένων τόπων πολεμά να προεκτείνη τον κάθε τόπο […] μέσα στη σφαίρα του φανταστικού∙ πασχίζει να συνδιαλλάξη την ψυχικήν έκφραση με τ’ οποιοδήποτε περιβάλλον. Είναι ταπεινώτερος κι’ αντικειμενικότερος […]. Η αποκάλυψη του ψυχικού κόσμου δεν είναι πάντα απαισιόδοξη και μελαγχολική […]. Ο κ. Δέλιος χαίρεται με τον ψυχικό του κόσμο, κι’ απολαμβάνει τη φαντασία, που είναι ανακατεμμένη μαζί την πραγματικότητα, με απόλαυση και με ηδονή».

 

Ο Γ. Δέλιος φανερώνει με τρυφερότητα κι ευαισθησία τα πιο μύχια δράματα της ανθρώπινης ψυχής, τη μυστικοπαθή και δυσδιάκριτη κίνησή της, με μια ονειρική διάθεση. Ο δημιουργός μετασχηματίζει, χωρίς ακρότητες, τον μύθο και καταγράφει τις πολύπλοκες διακυμάνσεις των προσώπων. Όπως επισημαίνει, από τους ήρωες και τους εναγώνια ζωγραφισμένους χαρακτήρες, προτιμά τα είδωλα που κινούνται πίσω από την «άχνα του ονείρου». Στο μυθιστόρημα Οι άνθρωποι, που νοσταλγούν, του οποίου αρκετά αποσπάσματα δημοσιεύει στο περιοδικό, η αφήγηση απομακρύνεται από τις παραδοσιακές φόρμες. Στο έργο του συγκερνά τον ασπόνδυλο μύθο με την έντονη δράση. Ο Γιώργος Δέλιος παρουσιάζεται ως μια ευαίσθητη και ρομαντική ψυχή, ως ένας «μουσικός πεζογράφος των αποχρώσεων». Σύμφωνα με τον Πέτρο Χάρη, αποφεύγει να έρθει σε επαφή με την πραγματικότητα. Μεριμνά για το πώς θα «σκαρώσει καλογραμμένες φράσεις, γεμάτες αξιώσεις, που, ωστόσο, δεν παραπέμπουν σε διανοητική περισυλλογή. Ο Κώστας Μ. Προύσης σημειώνει πως παρ’ όλο που το έργο παρουσιάζει αοριστία στο σχεδίασμα και στη σύλληψη των εικόνων, ωστόσο, παρασύρει ευχάριστα τον αναγνώστη στα νοσταλγικά όνειρα των χωρίς περίγραμμα προσώπων. Κατά τον Πέτρο Σπανδωνίδη, ο Γ. Δέλιος δίνει «φευγαλέες διαθέσεις, που κινούνται και σαλεύουν στο μεταξύ μιας αναπόλησης, μιας ρέμβης, που πλημμυρίζει τη συνείδησή μας και μας αναγκάζει ν’ ακολουθήσουμε τις εικόνες». Στο εν λόγω μυθιστόρημα προβάλλεται ένας έρωτας «αστρικός» και μια «ρομαντικού ποιού ερωτική ευδαιμονία». Η ζωή περνά με στιγμές «ανώφελες, ανιδιοτελείς, ριπτασμένες, μέσα σε πρωτογνώριστες ευαισθησίες προσωπικής πηγής». Εμβόλιμος στοχασμός, άτακτος συνειρμός, ανικανοποίητο, έλλειψη τόλμης και αποφασιστικότητας, αδρανής εσωτερική απασχόληση, ονειρική ατμόσφαιρα, διάλυση του εξωτερικού κόσμου, αποτύπωση των γεγονότων στον εσωτερικό «απύθμενο» κόσμο, οριοθέτηση χώρων σιωπής, αναμνησιολογία, συνιστούν σταθερούς άξονες, γύρω από τους οποίους στρέφεται η προβληματική του Γ. Δέλιου. Παρ’ όλο που απουσιάζει η αρμονία, από άποψη ύφους το έργο υπερέχει. Στα αποσπάσματα, πάλι, από το Στα ίχνη του άγνωστου θεού, το οποίο είναι διανθισμένο με ονειροπολήσεις και διαλογισμούς, ο Γ. Δέλιος αναδεικνύει τις παρωχημένες αναζητήσεις των χαρακτήρων. Το κεντρικό θέμα των διηγημάτων είναι ο χωρισμός χωρίς δραματικές εξάρσεις και ρήξη δύο εραστών μέσα στον παροξυσμό του πάθους. Γράφοντας ο Γιώργος Θέμελης για το έργο αυτό επισημαίνει την αναντίρρητη γοητεία του βιβλίου, τη ροή του λόγου, τον ποιητικό ελιγμό, τη μυθοπλαστική ικανότητα, την ψυχογραφική κριτική και τη δεξιοτεχνία του δημιουργού. Όπως διατυπώνει, παντού υπάρχει κάτι το «εσκεμμένο, το κριτικό αντίκρισμα των πραγμάτων». Ο Γιώργος Δέλιος μεταχειρίζεται το μύθο ως αφορμή για να παρουσιάσει τις εσωτερικές περιπέτειες των προσώπων. Και στα δύο έργα, εκείνο που αποτελεί τη βαθύτερη υφή είναι η ψυχική τοποθέτηση του ανθρώπου μέσα στη ρευστή ποιότητα της συγκαιρινής κοινωνίας και το ερωτικό πρόβλημα, όπως απαντιέται σε ανθρώπους καλλιεργημένους. Μέσα από ασύμπτωτα πεδία και μεταβαλλόμενες εικόνες μνήμης, αναδύεται η αδυναμία των χαρακτήρων να εκφράσουν τον ψυχικό τους βίο. Στο «Η ζωή που παίζει κρυφτό», ο Γ. Δέλιος νοσταλγεί την παλιά πόλη των παιδικών του χρόνων. Αποκομμένος από τους «πατριαρχικούς» καιρούς και κινούμενος στο μεταίχμιο της «μετάνοιας» για το παρελθόν και του ενθουσιασμού για αλλαγή, θα «ζωγραφίσει» τη Θεσσαλονίκη, θα δημιουργήσει ένα μοντέρνο θαύμα, όπου «η αιώνια γοητεία της μελαγχολίας αναμιγνύεται με τη μαγεία των αστικών θεαμάτων». Έτσι, η περιπλάνηση στο «Αναζητώντας τη στιγμή» καταλήγει σε μια παραμυθένια περιγραφή. Ο Γ. Δέλιος προβαίνει σε μια εξονυχιστική ανάγνωση του τοπίου. Στα μυθιστορήματά του, η ομιχλώδης ατμόσφαιρα αποτελεί τέχνασμα αφαίρεσης του προσώπου από τον εξωτερικό κόσμο. Ο ήρωας του «Ενδόμυχου οράματος» έρχεται αντιμέτωπος με το ακαθόριστο και αβέβαιο παρόν, «όπως το φως του ηλιοβασιλέματος», προκειμένου να ταξινομήσει τις σκέψεις του, αποστρεφόμενος την ελκυστική θέα. Έκδηλη είναι η τάση φυγής και αναδίπλωσης στο εγώ, όταν δύει ο ήλιος. Στο διήγημα «Ανανέωση», αποφεύγοντας εσκεμμένα την παντογνωσία, προσφέρει μια γκάμα μονολόγων. Οι ρεμβασμοί και τα ονειροπολήματα της ηρωίδας εισάγονται με μια διακριτική φράση του αφηγητή, του οποίου η φωνή γίνεται ένα με την προσωπική φαντασία του παιδιού. Η εκμηδένιση της απόστασης αφηγητή – πρωταγωνιστή φανερώνει επίδραση από την πεζογραφία της Katherine Mansfield, αγαπητή στον μεταφραστή της Γ. Δέλιο, χωρίς, ωστόσο, να υπάρχει ακριβής μίμηση του ύφους και του σεναρίου. Επιπλέον, η πεζογραφία του δανείζεται από τον Marcel Proust τη ροπή προς την «κοσμικότητα», τον προβληματισμό και την «αργόσχολη» ζωή, την εσωτερική πάλη, τις μεταπτώσεις και τις «κατακρημνίσεις στον εσωτερικό λαβύρινθο», ενώ την ρευστότητα, την έφεση προς το ποιητικό και την ονειροπόληση, από την Virginia Woolf. Η συνεισφορά του στην πεζογραφία των Μακεδονικών Ημερών στηρίζεται στη λεπτολογία και στην επινόηση ενός νέου είδους μυθιστορήματος. Γιώργος Δέλιος και Στέλιος Ξεφλούδας παρουσιάζουν μια «αδελφότητα» στη μέθοδο εργασίας. Και οι δύο συνθέτουν κομμάτια φανταστικών ιστοριών, που στηρίζονται σε παιχνίδια φωνών και οραμάτων, δίχως ύπαρξη συγκεκριμένου πλάνου.

Σύμφωνα με τον Τέλλο Άγρα, η έντονη και δραματική εσωτερική ζωή αποτελούν κοινό τόπο Γιώργου Δέλιου και Νίκου Γαβριήλ Πεντζίκη. Ο Ν. Γ. Πεντζίκης, αριστοτέχνης λεπτότητας στην καλλιτεχνική αντίληψη, φύση ερευνητική, εφευρετική, ανικανοποίητη, εμφανίζεται κατά το τρίτο έτος της κυκλοφορίας του περιοδικού, με το ψευδώνυμο Σταυράκιος Κοσμάς, δημοσιεύοντας μικρά αυτοτελή πεζά κείμενα («Άνοιξη», «Το αγκάλιασμα», «Το άνοιγμα ενός δρόμου», «Απ’ το σημειωματάριό μου», «Περιπλάνηση»), ενώ αργότερα, με το πραγματικό του όνομα, αλλάζει έκφραση και οικειοποιείται το ασυνάρτητο ύφος του Eduard Dujardin και δημοσιεύει μεγαλύτερα σε έκταση, όπως τα «Η ψυχική ιστορία του Αλεξάνδρου Γρηγορίου», «Ο θάνατος και η κηδεία», κ.ά. Κάποια απ’ αυτά εντάσσονται στο αφήγημα Ο πεθαμένος και η ανάσταση. Ο N. Γ. Πεντζίκης δίνει προτεραιότητα στο συναίσθημα έναντι του πνευματώδους, γράφει «φαντασίᾳ», χωρίς σεναριογραφία, ενώ παράλληλα προσπαθεί να εξαγνίσει τη λογοτεχνία. Η «Άνοιξη» και «Το άνοιγμα ενός δρόμου» αποτελούν αντίκτυπο, στη συνείδηση μιας έφηβης και μιας ηλικιωμένης, γεγονότων ελαφρώς δραματικών, αλλά που τις αναστατώνουν: την άφιξη μιας εποχής συνδεδεμένης με μια καινούργια ζωή ή την καταστροφή ενός σπιτιού, κάτι το οποίο σηματοδοτεί και το τέλος μιας εποχής. «Το αγκάλιασμα» και το «Απ’ το σημειωματάριό μου» προβάλλουν μορφές απλών ανθρώπων, φτωχών και ενάρετων, τις οποίες ο συγγραφέας δίνει ως παράδειγμα προς μίμηση. Αυτά εισάγουν τον θεματικό κύκλο του θανάτου, μέσα από την περιγραφή μιας ταφής. Στην «Περιπλάνηση», ο «τρεμάμενος» μονόλογος προκαλεί μια αλληλουχία αισθητών συναισθηματικών δονήσεων. Στο «Θάνατος και Ανάσταση», κυριαρχεί ένα θέμα, που εξελίσσεται από τη θανάσιμη απαισιοδοξία στην προοπτική της λύτρωσης. Στο «Η ψυχική ιστορία του Αλεξάνδρου Γρηγορίου», η κρίση από την οποία περνά το άτομο ορίζεται μέσα από μια πορεία από ένα κοιμητήριο σε μια ακτή. «Ο Θάνατος και η Κηδεία», τέλος, παρουσιάζεται ως ένα απόσπασμα του Ο Θάνατος και η Ανάσταση. Αντιστοιχεί στις σελίδες για την εγκιβωτισμένη αυτοκτονία του ήρωα του μυθιστορήματος μέσα στο μυθιστόρημα και για τους συλλογισμούς του δημιουργού περί ανάστασης. Παρ’ όλο που ο Ν. Γ. Πεντζίκης δεν ήταν συγγραφέας εσωτερικού μονολόγου, ανέλαβε το μεγαλύτερο χρέος απέναντι στον Eduard Dujardin. Μετά τη μετάφραση του Οι δάφνες κόπηκαν, δε θέλησε να αναπαράγει μια τεχνική, η οποία τον ενδιέφερε λίγο, αλλά να οικειοποιηθεί ένα ύφος, που θα τον βοηθούσε να μελετήσει τη ζωή και τον κόσμο, στην πραγματική τους διάσταση, καταγράφοντάς τα ως άλλος σεισμογράφος. Η μέθοδος έκθεσης και η διάρθρωση του υλικού, μαρτυρούν, κατά τον Mario Vitti, μια υπολανθάνουσα αμφισβήτηση του μυθιστορηματικού είδους. Ο Ν. Γ. Πεντζίκης παραδίδεται στην αυθαιρεσία της συνειρμικής σύνθεσης και υπενθυμίζει συνεχώς τις σχέσεις του με το υλικό του. Ο πεζογράφος προκαλούσε πάντοτε αναστάτωση, λόγω του ιδιωματικού εσωτερικού του μονόλογου, του ασυνάρτητου ειρμού και της καταστρατήγησης κάθε αφηγηματικής λογικής και συντακτικής αλληλουχίας. Σύμφωνα με τον Περικλή Σφυρίδη, περισσότερο απ’ όλους, εξέφρασε τη «Μητέρα Θεσσαλονίκη», μ’ ένα πεζογραφικό αμάλγαμα, που συνταιριάζει μια μοντέρνα γραφή και μια συντηρητική ιδεολογία. Όπως επισημαίνει και ο Πέτρος Σπανδωνίδης, χαρακτηριστικό του πεζογραφικού του ύφους είναι η ασυνέχεια, «αντανάκλαση» από τις υπερρεαλιστικές επιδιώξεις του εσωτερικού μονολόγου του James Joyce, κάτι που «συνύφανε με την πόλη, το μυστικισμό του Βυζαντίου, την οξυδερκή κοσμική παρατήρηση και τη χριστιανική συντηρητική παράδοση της Ορθοδοξίας». Σύμφωνα με τον Γιώργο Δέλιο, ο Ν. Γ. Πεντζίκης είναι

 

«ένα δάσος τροπικό, με μοναδικό αρχιτέκτονα τη δίψα της γνώσης, της παρατήρησης, της μνήμης. Ένα αρχιτεκτόνημα κυριαρχημένο από μια πίστη με ό,τι βαθύτερο εκφράζει το πνευματικό και ψυχικό του είναι. Τον διαβάζεις, τον ακούς και δεν δύνασαι να προβλέψεις τι μέλλει γενέσθαι, καθώς ακροάται τον συνειρμικό του στοχασμό. Κέντρο έρευνας αποτελεί ο ίδιος του ο εαυτός, ο ψυχικός και διανοητικός του κόσμος. Ως άλλος απομονωμένος συναξαριστής που αυτοσκοπείται, αυτοβεβαιώνεται σε μορφή εσωτερικού μονολόγου, συντρίβει, αποσυνθέτει, κατακερματίζει και θρυμματίζει το εγώ του».

 

Τέλος, ο Γ. Π. Σαββίδης θεωρεί πως ο Ν. Γ. Πεντζίκης διερεύνησε με τους πιο τολμηρούς και συστηματικούς πειραματισμούς την ενδοστρέφειά του, ενώ ο Γιώργος Δ. Παγανός κάνει λόγο για έναν «sui generis» καλλιτέχνη, κατεξοχήν «πραγματιστή, γήινο, ιδιότυπο, αισθησιακό, αντινομικό και πληθωρικό». Παρ’ όλο που ασπάστηκε τις τεχνικές των Ευρωπαίων ομολόγων του, εξελίχθηκε σε ρηξικέλευθο και γόνιμο «μεταφυτευτή» τους, χαράσσοντας δική του τροχιά.

Συμπερασματικά, οι πεζογράφοι αυτοί ταξίδεψαν στην Ευρώπη, μελέτησαν και προσανατολίστηκαν στην ευρωπαϊκή σκέψη, φιλολογία, φιλοσοφία και τέχνη, άντλησαν από την ίδια «τράπεζα» και από το ίδιο «μπαούλο», «ηλεκτρίστηκαν» από τα ξένα ρηξικέλευθα ρεύματα και τον κοσμοπολιτισμό, δεν υποδουλώθηκαν στα κυρίαρχα λογοτεχνικά «κυκλώματα», διέθεταν κλασική παιδεία, διακρίνονταν για τη στέρεη φιλολογική κατάρτισή τους, τις κοινές πνευματικές τους αγάπες, το γνήσιο ενδιαφέρον τους για τα καλλιτεχνικά δρώμενα, την κριτική τους έφεση, τη γλωσσομάθεια, τα κοινά πρότυπα, την έγκαιρη και έγκυρη ενημέρωσή τους για τα τεκταινόμενα. Όλοι τους, το δεδομένο χρονικό διάστημα ζούσαν στη Θεσσαλονίκη, «εμβολιάστηκαν» σ’ αυτήν, ενώνονταν με εκλεκτικούς δεσμούς συγγένειας και θυσιάζονταν για την έκδοση του περιοδικού. Οι άνθρωποι αυτοί στάθηκαν οι, κατά κάποιον τρόπο, «αγωγοί» του εσωτερικού μονολόγου στη νεοελληνική πνευματική σκηνή. Οι συνεργάτες των Μακεδονικών Ημερών υποστήριξαν τον μοντερνισμό, αξιοποιώντας γόνιμα το δυτικοευρωπαϊκό υπόδειγμα του είδους, όπου η πλοκή αφανίζεται, η σημασία του απτού ανατρέπεται και κυριαρχεί η αποσπασματική και παλίνδρομη αντίληψη των πραγμάτων, η συνειρμική έκφραση της υποκειμενικής εντύπωσης. Σύμφωνα με τον Τόλη Καζαντζή, όλοι τους προσέφεραν «τον κύριο όγκο των μετοχών τους», στη λογοτεχνική ανάπτυξη του τόπου, δημιουργώντας αυτό που συμβατικά αποκαλείται «Σχολή Θεσσαλονίκης». Στο πλαίσιο της κυκλοφορίας του περιοδικού, εκκολάπτονταν και έψαχναν στα τυφλά να βρουν μια έκφραση του εαυτού τους, αλλά ταυτόχρονα και το σφυγμό της πόλης. Αφού απελευθερώθηκαν από τις παραδοσιακές μανιέρες, αποσύρθηκαν στους δρόμους της ενδοσκόπησης και «δόμησαν» ένα μυθιστόρημα υποβλητικού κλίματος. Τα κριτικά και θεωρητικά κείμενα του περιοδικού προπαγανδίζουν εμφατικά αυτήν την ανάγκη καλλιέργειας του μυθιστορήματος. Έτσι, ο εσωτερικός μονόλογος εμφανίζεται ως το «προνομιακό» μέσο έκφρασης του πεζογράφου. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι η απόπειρα ανανέωσης της γραφής του ελληνικού μυθιστορήματος συμπίπτει με την είσοδο του ευρωπαϊκού στην Ελλάδα. Το 1958 ο Τάκης Σινόπουλος θεωρούσε πως το μυθιστόρημα που καλλιέργησαν οι Μακεδονικές Ημέρες ήταν «μια πράξη ενέργειας και συμμετοχής». Πρόκειται, όπως τονίζει, για μια πεζογραφία «συνείδησης» και όχι «φαντασίας». Θεωρεί πως οι Αλκιβιάδης Γιαννόπουλος, Στέλιος Ξεφλούδας και Νίκος Γαβριήλ Πεντζίκης υπήρξαν ευαίσθητοι δέκτες υποσυνείδητων κυμάνσεων ή συνειδησιακών καταστάσεων. Ειδικότερα, κατά τον Π. Δ. Μαστροδημήτρη, στον Στ. Ξεφλούδα, μέσω του βλέμματος υποδεικνύονται δυσδιάκριτες όψεις του εξωτερικού κόσμου, ενώ ταυτόχρονα «σπουδάζεται» ο εσωτερικός κόσμος των άλλων. Στον Αλκ. Γιαννόπουλο, υφίσταται το συγκεκριμένο σε επίπεδο σκηνικού, το οποίο εντάσσεται στην ατμόσφαιρα του αβέβαιου και υποβλητικού, με μια έντεχνη εκφραστική, όπου «η διαύγεια υπηρετεί τη διείσδυση στο αφανές και την εκλογίκευση του απροσδόκητου». Ο Γιώργος Δέλιος, από την άλλη, παρακολουθεί πρόσωπα και καταστάσεις μέσα από μια «λυρικά στοχαστική γραφή ανθρωπιστικής προδιάθεσης και πολιτισμένου τόνου». Τέλος, για τον Ν. Γ. Πεντζίκη η συνειρμική γραφή αποτέλεσε πρόσφορο τρόπο έκφρασης πνευματικών προδιαθέσεων και προτεραιοτήτων του, όπως η «υπερ-ορθολογική ορθόδοξη οντολογία» και η συναφής «εμπειρική – μυστική επικοινωνία» με τον κόσμο. Έτσι, στην πεζογραφία του κυριαρχεί η μείξη του αισθητού με το υπεραισθητό. Μολονότι ο Ν. Γ. Πεντζίκης αφομοίωσε την τεχνική του Eduard Dujardin, δεν τη χρησιμοποίησε περισσότερο από τον Στ. Ξεφλούδα. Ο Γ. Δέλιος την απέφυγε, ενώ ο Αλκ. Γιαννόπουλος την περιόρισε στον παρένθετο λόγο.

Θα ήταν, όμως, άδικο να μην γίνει αναφορά στους υπόλοιπους πεζογράφους – συνεργάτες των Μακεδονικών Ημερών. Το 1932, ο Πέτρος Σπανδωνίδης δημοσιεύει μικρά διηγήματα παραδοσιακής τεχνικής, όπως τα «Αποκριάτικος κόσμος» και «Μακρυά απ’ τους ανθρώπους», το «Η Ναυσικά, η Ναυσικά!», κ.ά. Στο «Ηλιοτρόπιο», ισχυρίζεται πως «δημιουργώ» σημαίνει σκοπεύω «να γίνω κάτι άλλο, πάντα κάτι άλλο». Σ’ αυτή τη διαδοχή ονειροπολημάτων και διαλογισμών, όπου το λουλούδι συμβολίζει τον ευαίσθητο στις εναλλαγές του φωτός συγγραφέα, η φαντασία κυριαρχεί. Στο «Αναμνήσεις του Μελένικου», υιοθετεί τεχνικές γραφής που απελευθερώνουν την εκφραστικότητά του και κάνουν το  κείμενο να «λάμψει». Πρόκειται για ένα διήγημα αυτοβιογραφικής μορφής, δηλαδή για μια πράξη γνωριμίας της εσωτερικής ζωής. Σ’ αυτό το διήγημα αμφισβητείται φανερά η γραμμικότητα και το ύφος της ελληνικής ηθογραφίας. Επίσης, με το ψευδώνυμο Τιτ-Μπίτς, ανακοινώνει το πεζογράφημα «Σταγόνες ζωής», όπου μας αφήνει να μαντέψουμε την εσωτερική ζωή ενός φτωχού, χάριν ενός αφηγηματοποιημένου μονόλογου. Τα λογοτεχνικά κείμενα του Πέτρου Σπανδωνίδη προσομοιάζουν με διπλό στοχασμό ανάμεσα στο διονυσιακό και το απολλώνιο στοιχείο. Στα έργα του εύκολα διαπιστώνει κανείς έναν τόνο ονειροπολήματος, την έλλειψη προκαθορισμένων τύπων και μια αίσθηση αποσύνθεσης του αφηγήματος. Τέλος, στο «Αβέβαια πράγματα» γίνεται αισθητή η ομιχλώδης ατμόσφαιρα της Θεσσαλονίκης. Πάντως, η πεζογραφική παρουσία του Π. Σπανδωνίδη στις Μακεδονικές Ημέρες απογοητεύει, αν αναλογισθεί κανείς την κριτική δεινότητά του. Οι δημιουργίες του χαρακτηρίζονται ως «βαριά σατιρικές».

Ένας «χυμός νεανικότητας» γεμίζει τα εξομολογητικά διηγήματα του Βενιαμίν Βάσου Βασιλείου, ο οποίος δε συμμετέχει ενεργά στην περιπέτεια της πρωτοπορίας, ωστόσο, επιδεικνύει πρώιμο επαγγελματισμό. Τα πράγματα λαμβάνουν ονειρικές και ρομαντικές διαστάσεις. Στο «Ο τρίτος», ένας φοιτητής αρνείται την εύκολη κατάκτηση, μένει προσκολλημένος στην ιερή εικόνα της γυναίκας, με αποτέλεσμα να αισθάνεται μια βαθιά και ανικανοποίητη επιθυμία. Ο Β. Βασιλείου, λάτρης των ψυχολογικών δραμάτων, στο αυτοβιογραφικό διήγημα, με θέμα ένα έγκλημα πάθους, «Ο οδηγός του τραμ», αναλώνεται σε μελοδραματικές εξάρσεις. Το «Εννέα Φορές» είναι μια «φαντασμαγορία». Ένας άνδρας βλέπει να εμφανίζονται είδωλα, τα οποία έχουν τα χαρακτηριστικά του σε διάφορες ηλικίες της ζωής του και τον πιέζουν να ομολογήσει την ανικανότητά του να αγαπήσει μια γυναίκα. Στη «Λήδα», ιστορία γεμάτη όνειρα, ο Βάσος Βασιλείου αφηγείται ευφυέστατα την άρνηση ενός πλούσιου χωρικού, χαμένου σε μια μεγαλούπολη, να παντρευτεί. Το ομιχλώδες σκηνικό τοποθετεί τα πράγματα σ’ έναν «αμφίβολο κόσμο». Εδώ, όπως και στο «Ο Τρίτος», υπάρχει αντιστοιχία μεταξύ της στιγμής της άρνησης της ερωτικής κατάκτησης και της μουντής μέρας. Ο μελαγχολικός ουρανός και η άτονη εικόνα του τοπίου έρχονται σε αντίθεση με τη λαμπερή σκηνογραφία του Γιώργου Δέλιου. Είναι σχεδόν βέβαιο ότι ο Β. Βασιλείου δανείστηκε τα «μετεωρολογικά στοιχεία» από τον δάσκαλό του Πέτρο Ωρολογά. Παρ’ όλο που τα θέματα των διηγημάτων είναι αλληλένδετα, το ύφος εξελίσσεται ακολουθώντας τον γενικό προσανατολισμό του περιοδικού, ενώ η αφήγηση προσφεύγει στο φανταστικό.

Από τη γενικότερη μεταφυσική κατεύθυνση των συνεργατών του περιοδικού ξεχωρίζουμε ακόμα δύο περιπτώσεις. O ρεαλιστής Αρκάδιος Λευκός μπορεί να μην επενδύει στο περιοδικό και να δημοσιεύει μόνο ένα σύντομο διήγημα, στωικού λόγου, με τίτλο «Μοίρα», ωστόσο, γίνεται ιδιαίτερη μνεία στην ατημέλητη ντοστογιεφσκική νουβέλα Κρίσις, τυπικό δείγμα εσωτερικού μονολόγου, ανατάσεων και «κατολισθήσεων». Οι μελετητές μιλούν για «παράξενη παραφωνία», για έναν ασύγκριτο ρεαλιστή, που, όμως, χαρακτηρίζεται από μια τάση αέναης διαμαρτυρίας, ξένης και ανοίκειας μέσα στην ατμόσφαιρα της Θεσσαλονίκης. Αυθορμητισμός, επαναστατικότητα, καυστικό χιούμορ, φιλοσοφικός σαρκασμός, πυρετική και πολεμόχαρη διάθεση, είναι μερικά μόνο από τα χαρακτηριστικά του. Ξεχωριστή είναι και η περίπτωση της Ιρσίμ, ψευδωνύμου της Σ. Μαξίμου, η οποία γράφει ρεαλιστικά διηγήματα παρμένα από τα μετόπισθεν του Α΄ Παγκοσμίου. Συγκεκριμένα, στις Μακεδονικές Ημέρες δημοσιεύει το «Τότε, στον πόλεμο», όπου μιλώντας για την παιδική ηλικία και τον πόλεμο μεταφέρει την εμπειρία της. Στο φιλειρηνικό αυτό διήγημα, μια μητέρα αφηγείται στα παιδιά της τον Μακεδονικό Πόλεμο.

Ο λαϊκιστής Κυριάκος Χατζηδάκις, με το ψευδώνυμο Χρήστος Λεβάντας, δημοσιεύει τέσσερα κοινωνικά διηγήματα, με τίτλους «Αντίθεση», «Δέκα κορίτσια σε μια στενή πάροδο», «Ο άνθρωπος των διαπυλίων» και «Το παληό ρωλόϊ». Τα δύο τελευταία αφορούν ιστορίες ανέργων, αφηγημένες με υποκειμενικό τρόπο. Ο Αλέξανδρος Αργυρίου θεωρεί πως το «Δέκα κορίτσια σε μια στενή πάροδο» δεν εντάσσεται στις απόψεις του περιοδικού σχετικά με την πεζογραφία. Η ανάγνωση αυτών πιστοποιεί τα συμπεράσματα του Κώστα Παπαγεωργίου, για το ότι ο αφηγηματικός φακός του Χρ. Λεβάντα είναι προσηλωμένος στην ανάδυση παθών, συναισθημάτων, συγκινήσεων και αγωνιών της ανθρωπογεωγραφίας του μόχθου και της βιοπάλης.

Στο διήγημα του Γιώργου Θέμελη, «Πελαγία», η αφήγηση εστιάζεται στις συνειδησιακές κινήσεις του πρωταγωνιστή. Ο εσωτερικός μονόλογος δεν είναι παρά ένα τέχνασμα αποκάλυψης της εσωτερικής ζωής. Ο αφηγητής, με διακριτικότητα, εξιστορεί ονειροπόλες ψυχικές καταστάσεις ρέμβης και επιστροφής στους προϊστορικούς χρόνους μιας πρωτόγονης γης. Μάλιστα, έχει ειπωθεί πως ο Γ. Θέμελης, με την «άγρια» έκφραση του ενδόμυχου, ανανέωσε την ελληνική πρόζα.

Επιπροσθέτως, εκτός των όσων ήδη αναφέρθηκαν, ο Κώστας Κεφαλάς δημοσιεύει δύο διηγήματά του στις Μακεδονικές Ημέρες («Το κουνάδι», «Η σαύρα»), τα οποία αργότερα συμπεριλαμβάνει στον τόμο Απ’ τις δύο πλευρές του Αιγαίου. Σ’ αυτά διακρίνει κανείς ένα λεπτό χιούμορ. «Κάθε στιγμή, κάθε σκέψη είναι ένα τέλος και μια αρχή για εσωτερικά ταξίδια» στο αλληγορικό διήγημα «Μέσα σ’ ένα δάσος» του Βασίλειου Τατάκη. Ο Κώστας Κόκκινος δημοσιεύει παρωδίες, περιγραφές και ελεγείες, ενώ διηγήματα οι Ειρήνη Σπανδωνίδη («Το μειδίαμα της κυρά Λενιώς», μελέτη ηθών), Μαρία Τουσλατζή (τη μελέτη τοπικών ηθών «Ο κάμπος», την κοινωνική ιστορία «Μελαγχολία»), Μιχάλης Χαννούσης (πεζογραφήματα «Από τον Άνθρωπό μου»), κ.ά.

Οι κορυφαίοι συγγραφείς της γενιάς του ’30 προσφέρουν λίγα, κάπως ασήμαντα, διηγήματα. Ο Άγγελος Τερζάκης ανακοινώνει το συμβολικό, «Το Κεφάλι του Ολοφέρνη», ο Θανάσης Πετσάλης το κοσμοπολίτικο, «Λεπτομέρεια», ενώ παράλληλα δημοσιεύονται απλές ταξιδιωτικές σημειώσεις από το σημειωματάριο του Γιώργου Θεοτοκά στο «Σκίτσο της Ρώμης» και μια μελέτη ηθών του Γρηγόριου Ξενόπουλου, με τίτλο «Οι Βιτοπούλες». Στην ίδια κατηγορία εντάσσονται οι αλληλογράφοι από το εξωτερικό (Πολύμνια Λάσκαρη: το φεμινιστικό διήγημα «Συνεργάτες» και «Διονύσια», Γιώργος Παρασκευαΐδης: τη σατιρική μελέτη ηθών «Μετανάστες»), που στέλνουν πνευματικά διηγήματα, χωρίς πρωτοτυπία. Ωστόσο, κάποια εντύπωση προκαλούν τα βουκολικά διηγήματα του Στέφανου Δάφνη («Ανεμότρατες», «Άντρας»), ο «Γυρισμός στο χωριό» του Αργή Κόρακα, οι αναπολήσεις της Μαρίας Ταρσούλη («Χειμωνιάτικες ώρες»), το εξωτικό ινδικό παραμύθι του Διομήδη Καβαφάκη («Η θυσία του Νάλα»), κ.ά.

Γενικά, οι συνεργασίες που αφορούν τον πεζό λόγο είναι πολυάριθμες. Ο Λάζαρος Πηνιάτογλου γράφοντας για το ελληνικό μυθιστόρημα τότε επεσήμαινε πως η Ελλάδα βρισκόταν είκοσι χρόνια πίσω από την πνευματική ζωή της Ευρώπης. Όπως τόνιζε, το μοναδικό είδος πρόζας που ευδοκίμησε ήταν το διήγημα. Ο Τηλέμαχος  Αλαβέρας σημείωνε πως στη Θεσσαλονίκη, καλλιεργήθηκε ένα ιδιαίτερο είδος διηγήματος, το οποίο «ανδρώθηκε» και εξελίχθηκε, έτσι ώστε με την πάροδο του χρόνου να κατέχει περίοπτη θέση μέσα στον κορμό της νεοελληνικής διηγηματογραφίας. Οι διηγηματογράφοι του βορρά, από ιστορική, γεωγραφική και ψυχολογική άποψη, έχουν αντίληψη του χώρου και της περιρρέουσας ατμόσφαιρας. Στο σύνολο των πεζών κειμένων, η αφηγηματική συνοχή και η ρεαλιστική πλοκή διασπώνται και η γύρω πραγματικότητα αντανακλάται ρευστά και υποκειμενικά. Ο παντογνώστης αφηγητής παραχωρεί τη θέση του στον ήρωα-αφηγητή με υποκειμενική οπτική γωνία. Οι Θεσσαλονικείς ασχολήθηκαν πότε με θέματα ηθικά και πότε με συναισθηματικά, δίνοντας προτεραιότητα στο θέμα της ερωτικής ψευδαίσθησης, το οποίο ταιριάζει με τα παιχνίδια της φαντασίας, το όνειρο και τη νοσταλγία. Η επεξεργασία του φαντασιακού στοιχείου, του μη πραγματικού, πιστοποιεί την πρωτοπορία τους. Η στάση υπέρ ενός «αστικού» διηγήματος, που καταλήγει να είναι ένα διήγημα επικεντρωμένο στα πρόσωπα, με σύνθετες και «χαοτικές» σκέψεις, επηρέασε την πεζογραφία των Μακεδονικών Ημερών. Ο Στέλιος Ξεφλούδας θεωρούσε πως ο διηγηματογράφος του Μεσοπολέμου προσπαθούσε να συλλάβει και να εκφράσει μια «υπέρτατη» στιγμή, όπου «όλη η δυναμικότητα ενός χαρακτήρα ή μιας κατάστασης μεταβάλλεται σε πράξη».

 

Γ.2. Περιδιάβαση στο ποιητικό εργαστήρι των Μακεδονικών Ημερών

 

Κατά τον Νίκο Παππά, στα χρόνια άνθισης του περιοδικού, η ποίηση ήταν ένα «αραιό και άτονο φαινόμενο» στη Θεσσαλονίκη. Kατά τον Πάνο Θασίτη βρισκόταν ακόμα στον «προθάλαμο», στα «σπάργανά» της και προσπαθούσε να ανιχνεύσει νέους δρόμους και να διαμορφώσει νόρμες. Κάτι αντίστοιχο διατύπωνε το 1935 και ο Στέλιος Ξεφλούδας ισχυριζόμενος πως η ποίηση βρισκόταν σε παρακμή, καθώς δεν εξέφραζε τις συγκινήσεις του συγκαιρινού της ανθρώπου. Πίστευε πως το αληθινό έργο ήταν το αυτοτελές, το απροσχημάτιστο, εκείνο που δημιουργούσε ξεχωριστές αρχές, ιδιαίτερο κόσμο και εκείνο που είχε διανοητικό υπόστρωμα. Μιλώντας κάπως ετεροχρονισμένα ο Γιώργος Θέμελης για τους σύγχρονους με το περιοδικό ποιητές, υπογράμμιζε πως στη Θεσσαλονίκη απουσίαζε η κεντρική ηγετική μορφή, το ισχυρό ποιητικό δυναμικό και η τεχνοτροπία, χωρίς αυτό να συνεπάγεται πως ο όποιος λυρισμός παρέμενε αδιάφορος.

Οι Μακεδονικές Ημέρες προσκαλούν νέα ποιητικά ταλέντα προσφέροντάς τους ταυτόχρονα βήμα έκφρασης. Έτσι, στις σελίδες του περιοδικού ανακοινώνονται αρκετές ποιητικές συνθέσεις, οι οποίες αποτελούν πρωτόλεια. Όπως τονίζουν οι μελετητές, δεν πρόκειται παρά για «δειλές αναψηλαφήσεις, ψηφίδες ενός ποιητικού στίγματος και προβληματισμού», που ορίζεται και διοχετεύεται με μεγαλύτερη σαφήνεια και ακρίβεια στα μεταπολεμικά χρόνια. Από άποψη ποσοτική, η ποίηση κατέχει μάλλον την τρίτη θέση στο σύνολο της ύλης που απαρτίζει το περιοδικό. Με το είδος αυτό του ποιητικού λόγου ασχολούνται κατεξοχήν οι Τέλλος Άγρας, Χάρης  Αλεξίου, Στέφανος Αμάραντος, Τάκης Βαρβιτσιώτης, Ρούλα Βαρέλλα, Βάσος Βασιλείου, Γιώργος Βαφόπουλος, Δημήτρης Γαλάνης, Πέτρος Γνευτός, Αιμιλία & Στέφανος Δάφνης, Βασίλης Δεδούσης, Μηνάς Δημάκης, Κώστας Δρακόπουλος, Οδυσσέας Ελύτης, Χρυσάνθη Ζιτσαία, Γιώργος Θέμελης, Αντρέας  Καραντώνης, Ζωή Καρέλλη, Κώστας Κόκκινος, Γιώργος Κοτζιούλας, Γιάννης Κούσουλας, Απόστολος Μαγγανάρης, Ηρακλής Μαλώσης, Σοφία Μαυροειδή-Παπαδάκη Ρίτα Ν. Μπούμη-Παππά, Φώτης Πασχαλινός, Τάκης Παπατσώνης, Νίκος Παππάς, Μαρία Ράλλη, Θαλής Ρητορίδης, Γιώργος Σαραντάρης, Άγγελος Σημηριώτης, Γιάννης Σκαρίμπας, Όλγα Σολωμού, Γιάννης Σόμπολος, Πάνος Σπάλας, Ανθούλα Σταθοπούλου – Βαφοπούλου, Γιώργος Ξ. Στογιαννίδης, Νίκος Τζούρος, Ηλίας Ι. Τουρνάς, Μαρία Τουσλατζή, Γιάννης Φλιάσιος, κ.ά.

Όταν ο Γιώργος Θ. Βαφόπουλος δημοσιεύει το ποίημα «Ορχήστρα» στις Μακεδονικές Ημέρες καθίσταται πασιφανής η «πεπαλαιωμένη» ποιητική αντίληψη στην οποία κινείται, κάτι που στη συνέχεια ανατρέπεται. Κατά τον Πέτρο Σπανδωνίδη, τα πρώτα «σπέρματα» ποίησης, που δεν προκαλούν όνειδος, ανήκουν στην ποιητική του συλλογή Προσφορά, όπου ανιχνεύει κανείς πλούσια «κοιτάσματα προσωπικού δράματος», που ωστόσο, υπερβαίνουν τους κλειστούς ατομικούς ορίζοντες και, κατά την Μαίρη Μικέ, «ενδύονται» χαρακτηριστικά ενός «πανανθρώπινου πόνου». Ο Γιώργος Βαφόπουλος, με αφορμή τον πρόωρο θάνατο της γυναίκας του Ανθούλας Σταθοπούλου, γράφει ελευθερόστιχα ποιήματα, με μελετημένη χρήση μικτής γλώσσας, «υψιπετούς», γεμάτα απροσδόκητες και υποβλητικές εικόνες, στα οποία υμνεί και ταυτόχρονα θρηνεί. Η τελετουργική του γλώσσα «αναδύει ανάγλυφα το τραύμα της απώλειας». Αναπάντητα ερωτηματικά, νοσταλγία, μοναξιά, αδιέξοδο. Το οδυνηρό γεγονός τον συγκλόνισε οντολογικά, τον «γονάτισε», τον συνέθλιψε, τον καταρράκωσε, σφράγισε την ζωή και την ποίησή του. Έκτοτε, η πένα του χαρακτηριζόταν για τον πένθιμο, μυστηριακό, μελαγχολικό κι απαισιόδοξο τόνο της. Κατά τον Δημήτρη Τσάκωνα, το «βέβηλο» πρόσωπο του θανάτου «αγρυπνά» πίσω από την ποίησή του, ενώ κατά τον Ι. Μ. Παναγιωτόπουλο, οι συχνές επισκέψεις αυτού στην «ατελεύτητα αυτοτιμωρούμενη ενδοσκόπηση της τραυματισμένης ψυχής» του δημιουργού, παρήγαγαν «την υπευθυνότητα ενός πληγωμένου, αλλά ευγενικού πνεύματος, που πηγάζει από βάθη λαβυρινθώδη και απλώνεται προς τους άλλους, για να επιστρέψει στο άβατό της». Σύμφωνα με τον Κώστα Προύση, η Προσφορά είναι ένας οδυρμός σπαρακτικός και βαθιά ανθρώπινος. Το μαρτύριο που συγκλονίζει τον ποιητή αποτελεί «απροσποίητη εκδήλωση» της μεγάλης του αγάπης. Ο Γιώργος Βαφόπουλος «περιζώνει» τον αναγνώστη με ένα «αχνό άρωμα που ξεχύνεται από το ιερό θυμιατήρι της ψυχής ενός βαθιά πονεμένου ανθρώπου και συγκλονίζει με τον κατάβαθα άγριο σάλαγο της φθοράς του ανθρώπου από το Χάρο». Ο βαθύς ελεγειακός τόνος, το στοχαστικό σύμβολο, η οξεία μεταφορά, η δυνατή σκέψη, το «ατίθασο» αίσθημα, η «αποπνευματωμένη» ατμόσφαιρα του μεγάλου πόνου, καθιστούν την Προσφορά μια «τραγική φωνή ανθρώπινου σπαραγμού» στον κόσμο της Τέχνης. Ειδικότερα, σε ανώνυμο κριτικό σημείωμα των Μακεδονικών Ημερών διαβάζουμε πως η βιβλική σύνθεση «Το πλέγμα», εις μνήμην, «είναι η πιο κοντινή στην αίσθηση της απώλειας της αγαπημένης μορφής». Κραυγή απελπισίας, σπαραχτική οδύνη του αιώνιου χωρισμού, «ποεδικοί» απόηχοι, διάχυτη και ελεύθερη από κλασικά δεσμά έκφραση και απουσία περιγεγραμμένων μορφών, χαρακτηρίζουν το ποίημα. Στις Μακεδονικές Ημέρες, επιπροσθέτως, δημοσιεύονται «Το πέρασμα», το οποίο διακρίνεται για το «ήρεμο» ύφος του, την διεισδυτική ματιά του συνθέτη του και τον οραματικό τόνο, το «Ρόδο», όπου η καρδιά του συγγραφέα κλείνεται ερμητικά στον εαυτό της, αφού δεν έχει να ελπίζει σε κάτι και «Το Καλεντάρι», οι στίχοι του οποίου αποπνέουν κάποια απλότητα, ευαισθησία, ειλικρίνεια, γαλήνη, έναν πόνο και μια θρησκευτική ατμόσφαιρα. Ο Γιώργος Βαφόπουλος έσπασε τα σχήματα της παράδοσης και προχώρησε σε μια γενναία ανανέωση, τόσο σε επίπεδο περιεχομένου, όσο και σε επίπεδο μορφής, με «μεστότερο διανοητικό οπλισμό, πληρέστερη κατάκτηση τεχνικής και τόνο εσωτερικότητας». Κάπως έτσι, κατά τον Ντίνο Χριστιανόπουλο, αρχίζει η μοντέρνα ποίηση στη Θεσσαλονίκη. Το μοντέρνο στοιχείο αποτελεί προσωπικό επίτευγμα του ποιητή, μίγμα από αρχαία αναπαιστικά μέτρα, καθαρεύουσα και βυζαντινές υμνογραφικές απηχήσεις. Η ερωτική μέθεξη, ο θάνατος, το πεπρωμένο χαρακτηρίζουν τις συνθέσεις του. Όπως επισημαίνει ο ίδιος ο Γ. Βαφόπουλος σε γράμμα του, τα παλιά εκφραστικά μέσα δεν ήταν ικανά να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις του: «Είχα ανακαλύψει, χωρίς τη μεσολάβηση του ταχυδρομείου, τους νέους εκφραστικούς τρόπους». Οι συνθέσεις του πιστοποιούν μια νέα αντίληψη της τέχνης. Κατά τον Πέτρο Σπανδωνίδη, ο Γ. Βαφόπουλος «γίνεται ποιητής συμβολικός της μεταβατικής εποχής προς το συμβολισμό: ενώ προσπαθεί να σκορπίση το αίσθημά του σε άχνα ποιητική και σε μουσικό κραδασμό, από το άλλο μέρος, επιμένει να κατέχεται από τη λαιρεύσιμη μορφή, την οποίαν όμως τώρα έχει μεταβάλει σε σύμβολο». Ο Πέτρος Σπανδωνίδης μιλά για έναν Σαλονικιό ποιητή με αξιώσεις, ενώ ο Κώστας Στεργιόπουλος για τον πρώτο Μακεδόνα, που έσπασε «το φράγμα του Ολύμπου» και έγινε γνωστός στην πρωτεύουσα.

Αισθητή είναι και η ποιητική παρουσία του Γιώργου Θέμελη στις προπολεμικές Μακεδονικές Ημέρες. Πιο συγκεκριμένα, είναι ο δημιουργός αρκετών ποιητικών συνθέσεων, όπως «Ορχήστρα», «Ω πνεύμα! Ω πνεύμα!», «Δοξαστικό», «Το φτεροκάραβο», «Ορφικό», «Ερημιά», «Σονάτα», «Ο έκπτωτος άγγελος», «Το τραγούδι της Ήβης», «Mea culpa», «Δεσμώτες», «Μόνωση», «Ψυχή», «Ο τυφλός που ανέβλεψε», «Ο Σταυρωμένος», «Ο Νάρκισσος», «Εσωτερική Συμφωνία», αφιερωμένη στον Στέλιο Ξεφλούδα, κ.ά. Κατά τον Αλέξανδρο Αργυρίου, το ποίημα «Μόνωση», παρά τον ελεύθερο στίχο, δεν ξεφεύγει από τον παραδοσιακό λόγο, ενώ το ποίημα «Ψυχή» δεν είναι άξιο προσοχής. Όπως υπογραμμίζει η Μαίρη Μικέ, καμία από τις συνθέσεις αυτές δεν συμπεριλήφθηκε στις μετέπειτα συλλογές του∙ μοιάζει να τα απαρνήθηκε. Μάλιστα, ο Κώστας Στεργιόπουλος θεωρεί πως η εν γένει παρουσία του στο περιοδικό θεωρείται «προϊστορία». Τα σιωπηρώς αποκηρυγμένα ποιήματά του δεν προαναγγέλλουν τη μετέπειτα εξέλιξη και μοιάζουν σαν να γράφτηκαν από κάποιον άλλο. Συχνά, ο δημιουργός συνοδεύει τα ποιήματά του με moto από τους Διονύσιο Σολωμό, Κωστή Παλαμά, Οβίδιο, κ.ά. Ο Γιώργος Θέμελης «τραγουδά» τη θλίψη, τη μοναξιά, το τέλος, την αποξένωση, την απομόνωση, την απώλεια, την έκπτωση, τον πόνο, τη νοσταλγία, το ερωτικό πάθος, με ευρηματική καλλιτεχνική φαντασία. Είναι αξιοσημείωτο το γεγονός ότι η «Ορχήστρα» αποτελεί την πρώτη, μετά το προγραμματικό σημείωμα, συνεργασία, που ανακοινώνεται στο περιοδικό. Κατά τον Γιώργο Βαφόπουλο, το 1932, ο Γ. Θέμελης «πάλευε με το δαίμονα της τέλειας μορφής, αγωνιζόταν να σπάσει τα παλαμικά του βράχια». Ο Πέτρος Σπανδωνίδης τονίζει πως, ενώ αρχικά ο Γ. Θέμελης φανερώθηκε ως ποιητής του «λυρικού περισσολόγου ρητορισμού», έγραψε έμμετρες θρησκευτικές και ερωτικές συνθέσεις. Παρ’ όλο που τα πρώτα του άσματα χαρακτηρίζονται από μια νεανική ευγλωττία, από τα τέλη του 1935, αλλάζει πλεύση, εξαιτίας της ανακάλυψης της υπαρξιακής και «ερμητικής» ποίησης του Γιώργου Σαραντάρη. Το γεγονός αυτό, ανατρέπει ριζικά την αντίληψη του Γ. Θέμελη περί λυρισμού. «Δεν την καταλαβαίνω», γράφει, «αλλά ομολογώ ότι αυτή η ποίηση μου αρέσει». Τα επόμενα χρόνια καταπιάνεται με τη σύνθεση πρόζας σ’ ένα λιτό ύφος. Η «βουτιά» σ’ αυτό που ο συγγραφέας αποκαλεί «ενδόμυχη σκοτεινιά μου» παίρνει τη μορφή αυτόματης γραφής. Η ταχύτητα της ένωσης των φράσεων και των νοητικών παραστάσεων θυμίζει έντονα τις προγραμματικές δηλώσεις του André Breton στο Μανιφέστο του Υπερρεαλισμού. Εσωτερικός μονόλογος για τον Γιώργο Θέμελη σημαίνει «σωτηριολογική έξαρση, αγωνία χωρίς λύτρωση, θεία χάρη». Έτσι, η ένταξή του στη συντροφιά των Μακεδονικών Ημερών ήταν ταυτόσημη με την αλλαγή της μοίρας του. Είχε συντελεσθεί ο συντονισμός του «μήκους κύματος» ανάμεσα σ’ έναν ευαίσθητο δέκτη και τον πομπό των νέων καιρών. Η ποιητική ευαισθησία του οξύνθηκε, καθώς επηρεάστηκε από το μετασυμβολιστικό πνεύμα της Ευρώπης και τα κείμενα των James Joyce και T. S. Eliot.

Πόλο έλξης αποτέλεσε το περιοδικό και για τον Αλκιβιάδη Γιαννόπουλο, ο οποίος εντυπωσιάστηκε από την ποιότητα των Μακεδονικών Ημερών, σε σημείο που πίστεψε πως βρήκε τον κατάλληλο χώρο έκφρασης. Και στο σημείο αυτό συντελείται η πρώτη εμφάνισή του στα ελληνικά γράμματα, με μια σύνθεση, που τιτλοφορείται «Σονέτ<τ>ο με απώτερο σκοπό». Επιπροσθέτως, ο Αλκιβιάδης Γιαννόπουλος δημοσιεύει ακόμα μια ποιητική σύνθεση, με τίτλο «Εκλεκτική Αθανασία».

Η πρόωρα χαμένη, Ανθούλα Σταθοπούλου-Βαφοπούλου, πρόλαβε να δημοσιεύσει μόνο τρεις ποιητικές συνθέσεις, με τίτλους «Εντάφιο», «Εκ βαθέων» και «Μπορεί». Eν ζωή τύπωσε μια μόνο ποιητική συλλογή, τις Νύχτες αγρύπνιας, που, κατά τον Δέλιο, βρίσκονταν σε αρμονία με το χαρακτήρα της. Στο «Εντάφιο», σύμφωνα με τον Γιώργο Θέμελη, «το δοξαστικό τροπάρι της ομορφιάς της ζωής αναβλύζει από τον τάφο». Στιχουργική μαεστρία, τεχνική αρτιότητα, ποικιλία ρυθμών, ορμητικός στίχος, ώριμη, συγκινητική και άψογη σε φόρμα και τεχνική, έκφραση, χαρακτηρίζουν τις συνθέσεις της. Στα ποιήματα αυτού του «πληθωρικού αυτοδίδακτου ταλέντου», είναι φανερή η ερωτική λαχτάρα, το πάθος, ο πόνος της αρρώστιας, η αγωνία για τον επερχόμενο θάνατο, ο τραγικός λυρισμός, η δίψα για τη χαρά της ζωής, η νοσταλγία, η αίσθηση του ταξιδιού, η θάλασσα, η αναμονή, η λήθη. Ωστόσο, πουθενά δεν κυριαρχεί ο «πυρετός της σάρκας». Σύμφωνα με τον Απόστολο Μαγγανάρη, η Ανθούλα Σταθοπούλου έγραψε «πεσιμιστική ποίηση, που αντιδιαστελλόταν στην συμπυκνωμένη εγκεφαλική ριμολογία παλαιοτέρων ποιητών». Η Ανθ. Σταθοπούλου «αντλούσε τροφή και μεθούσε» από την ίδια της τη φθορά. Είχε μετουσιώσει τη ζωή της σε ποίηση, η οποία με τη σειρά της είχε τη σφραγίδα της μοίρας της. Ο Γιώργος Θέμελης κάνει λόγο για ένα φαινόμενο αυθορμητισμού, ανικανοποίητου ερωτισμού, «ζωικής δύναμης και δαιμονικής αντοχής», για μια «τιτανική ψυχή», που αυτούσια προεκτείνεται στις συνθέσεις της. Θεωρεί πως το τραγούδι της «ανάβλυζε από τα ενδόμυχα βάθη της». Ο Πέτρος Σπανδωνίδης φρονεί πως πρόκειται για την πρώτη ποιήτρια της Μακεδονίας, ενώ οι Γιώργος Δέλιος και Γιώργος Θέμελης μιλούν για μια ξεχωριστή μορφή και για μια αξιόλογη παρουσία στη γυναικεία ποίηση των Μακεδονικών γραμμάτων.

Η Χρυσάνθη Ζιτσαία, ψευδώνυμο της Χρυσάνθης Οικονομίδου, ανακοίνωσε τρεις παραδοσιακές ποιητικές συνθέσεις κατά το δεύτερο και τρίτο έτος, με τίτλους «Σκίτσα», «Ένα τραγούδι» και «Κάποιο τέλος». Παράλληλα, δημοσιεύει δύο συλλογές, τους Θλιμμένους σκοπούς και τις Χίμαιρες, όπου έφτασε στην πληρέστερη έκφραση της ποιητικής της φυσιογνωμίας. Τα χρόνια αυτά η ποίησή της μένει ένας «ευαίσθητος παλμός» μπροστά στα πράγματα. Πηγή της ποιητικής της έμπνευσης αποτελεί η ίδια η λαχτάρα για έκφραση, «η διαποτισμένη από λυρικό χυμό ζωής για τα ανθρώπινα ιδανικά, για χαμένες υπάρξεις, που αναβλύζουν άσβεστη οδύνη». Έρωτας και ζωή συνυφαίνονται με το θάνατο.

Ακόμα, οι συνεργασίες του Γιάννη Σκαρίμπα δεν μας αφήνουν αδιάφορους. Συνολικά, δημοσιεύονται τέσσερις ποιητικές συνθέσεις («Φαντασία», «Lacrimae Hominis», «Βιολέττα», «Το Λίζα Μπράουν»).  Ο Αλέξανδρος Αργυρίου αναρωτιέται, αν το ποίημα «Φαντασία» είναι παραδοσιακό ή μοντέρνο και καταλήγει πως πρόκειται για ποίηση σε παραδοσιακές φόρμες, η οποία «ασφυκτιώντας κάτω από τα δεσμά της τις υπερβαίνει, μέσα από μια έκφραση, που η ελλειπτικότητά της παγιδεύει την κατεστημένη σωφροσύνη». Επιπλέον, το στοιχείο του απρόοπτου είναι παρόν. Σύμφωνα με την Κατερίνα Κωστίου, ο Σκαρίμπας είναι ένας ιδιότυπος συγγραφέας, αταξινόμητος στην ουσία, όπου, κάτω από το παραδοσιακό ντύμα της στιχουργικής του, σφραγίζει τις συνθέσεις του σ’ έναν τόνο νεωτερικό και πρωτότυπο.

Ο χαμηλόφωνος, λυρικός, ερωτικός, με συμβολιστικές καταβολές, ποιητής, Γιώργος Ξ. Στογιαννίδης, πραγματοποιεί τη δεύτερη εμφάνισή του στα ελληνικά πνευματικά δρώμενα το 1932, με τη δημοσίευση ενός παραδοσιακού ποιήματος, εμπνευσμένου από το κλίμα του μεσοπολέμου, με τίτλο «Νοσταλγία», στη στήλη «Οι Νέοι» του περιοδικού Μακεδονικές Ημέρες. Είναι γεγονός πως αρχικά ο Γ. Ξ. Στογιαννίδης «ταξίδευε σ’ ένα χαμένο γοητευτικό κόσμο», όπως χαρακτηριστικά επισημαίνει ο Δημήτρης Τσάκωνας.

Ο Νίκος Δ. Παππάς δημοσιεύει επτά ποιητικές συνθέσεις, με τίτλους «Η ομιλία του Δον Κιχώτη», «Προς φίλον», «Ο τάφος της Λαϊδος», «Κατευόδιο», «Αυτοκτονία δωδεκαετούς νέου», «Αναχωρήσεις πλοίων», αφιερωμένο στον Στέλιο Ξεφλούδα και «Ελληνική Άνοιξη», αφιερωμένο αντίστοιχα στον Άγγελο Σικελιανό. Το ποίημα του Ν. Παππά, «Αυτοκτονία δωδεκαετούς νέου», κατά τον Δημήτρη Τσάκωνα, δημιουργεί μια οικειότητα με την ιδέα του θανάτου και το κλίμα του καρυωτακισμού, ενώ το «Αναχωρήσεις πλοίων», κατά τον Αλέξανδρο Αργυρίου, είναι μια ατελής προσπάθεια μοντερνιστικής γραφής.

Η σύζυγός του Ρίτα Μπούμη-Παππά ανακοινώνει τέσσερις ποιητικές συνθέσεις («Τι θαυμάζω», «Η μητέρα του ανάπηρου», «Πέρασες ξαφνικά», «Αγαπώ»). Τα ποιήματα αυτά προβάλλουν μια ευαισθησία «ακονισμένη, πληγωμένη και αρρωστημένη από το βάναυσο άγγιγμα της ζωής», μια διάθεση ρέμβης, περισυλλογής, εσωτερικότητας.

Όπως χαρακτηριστικά επισημαίνει ο Γιώργος Θ. Βαφόπουλος, τη στιγμή που η διεύθυνση έφτασε στα χέρια του, το περιοδικό βρισκόταν σε «μισολιπόθυμη» κατάσταση. Τότε που το «άστρο» του είχε αρχίσει να «δύει», ο Οδυσσέας Ελύτης, με επιστολή του, ρωτούσε τον Γ. Βαφόπουλο, αν οι Μακεδονικές Ημέρες ήταν πρόθυμες να δημοσιεύσουν μια σειρά σουρρεαλιστικών ποιητικών του συνθέσεων. Στη Νέα Εστία διαβάζουμε πως στο «άξιο» περιοδικό, ο Οδ. Ελύτης στέλνει μερικά από τα πρώτα του ποιήματα, τα οποία αποτελούσαν ταυτόχρονα «ένα σκίρτημα κι ένα ξάφνιασμα». Αν και πρωτόλεια, ήταν καλά «ζυγισμένα» και υπολογισμένα ως την τελευταία τους λεπτομέρεια («Επτά νυχτερινά επτάστιχα», «Παράθυρα προς την Πέμπτη Εποχή», «Αιθρίες», «Η συναυλία των γιακύνθων»). Οι υπερρεαλιστικές καταβολές του δημιουργού τους πιστοποιούνται και από τα moto που συνοδεύουν τις συνθέσεις του, παρμένα από τον Αndré Breton. Λίγα χρόνια αργότερα, ο Οδ. Ελύτης, με επιστολή του στη Νέα Εστία, ισχυριζόταν πως οι Μορφές, ενώ εκείνος απουσίαζε, έγραψαν χαρακτηριστικά:

 

«Κάποτε […] τύπωναν οι Μακεδονικές Ημέρες ποιήματά μου. Αλλά την τελευταία στιγμή, και πριν η πλάκα μπει στο πιεστήριο, ξέφυγε από τα χέρια του τυπογράφου, οι στίχοι ανακατώθηκαν, συμμαζώχτηκαν όπως-όπως, και μπήκαν έτσι πριν προλάβει να σώσει την κατάσταση ο διορθωτής.

Φαίνεται λοιπόν ότι εγώ… δεν κατάλαβα τίποτε. Ούτε διαμαρτυρήθηκα όπως περίμεναν, ούτε αργότερα όταν πήγα στη Θεσσαλονίκη είπα τίποτε, απεναντίας μάλιστα όταν ερωτήθηκα δήλωσα ότι δεν κατάλαβα τη διαφορά».

 

Ο Οδ. Ελύτης αποδίδει περιφρονητικούς χαρακτηρισμούς στο εν λόγω περιοδικό. Πιο συγκεκριμένα, μιλά για «κακοήθεια, μικρότητα και κουτσομπολίστικες τάσεις». Τον επόμενο μήνα, ο Βασίλης Δεδούσης γράφει πως πηγή της πληροφορίας περί αλλοίωσης του περιεχομένου, ήταν ο Γιώργος Βαφόπουλος, ο οποίος μπορούσε, κιόλας, να το επιβεβαιώσει. Από τα όσα ισχυρίζεται ο Οδ. Ελύτης, συμπεραίνει, πως στη Θεσσαλονίκη του έγινε όντως νύξη για την τυπογραφική ανωμαλία. Στη συνέχεια, μάλιστα, προχωρά σε μια αντιβολή των χειρογράφων και των τυπωμένων σελίδων στις Μακεδονικές Ημέρες και διαπιστώνει αρκετές διαφορές. Γενικά, η σουρεαλιστική γραφή γίνεται αποδεκτή μ’ ένα «καλωσόρισμα λίγο υπεροπτικό» εκ μέρους του Σπανδωνίδη, ο οποίος αμφισβήτησε την επιτυχία του Α. Breton, συγκρίνοντάς τον από τη μια με τη λεκτική ροή του εσωτερικού μονολόγου και από μια άλλη με την «κλινική» γλώσσα του φροϋδισμού, η μόνη που επιτρέπει μια «απόλυτα ειλικρινή έκφραση του υποσυνείδητου».

Η ποίηση του Γιώργου Σαραντάρη, σε σύντομες ποιητικές φόρμες, φανερώνει αυθορμητισμό και λιτότητα. Ο Γιώργος Θέμελης, αντίθετα, κάνει λόγο για ποίηση «εμβάθυνσης στο πνευματικό υπόστρωμα των πραγμάτων». Η αγάπη του δημιουργού για τη φύση και ο μυστικισμός του είναι ορατά και στο ποίημα «Από την άμμο».

Η Ζωή Καρέλλη, ψευδώνυμο της Χρυσούλα Αργυριάδου, ποιήτρια των ουσιών, του αστόλιστου ύφους και του απολογητικού λόγου, με ανήσυχη και θερμή συνείδηση, «υποστασιακή εσωτερικότητα και δραματική συστροφή», δημοσιεύει στο περιοδικό πέντε ποιητικές συνθέσεις, με τίτλους «Φατεπουρσικρί», «Πεπρωμένον», «Δυϊσμός», «Τύψις» και «Ρυθμός». Ωστόσο, η υπαρξιακή ποίηση της Ζ. Καρέλλη διοχετεύτηκε σε μεταπολεμικές οδούς. Τα ποιήματά της, στις Μακεδονικές Ημέρες, δεν είναι παρά πρωτόλεια.

Η «κελτική υψιπετής» ποίηση του Τάκη Βαρβιτσιώτη κορυφώνει το πνεύμα του ποιητικού πυρήνα του περιοδικού. Αρχικά, ο ποιητής εμφανίζεται στη στήλη «Οι Νέοι», δημοσιεύοντας τις συνθέσεις «Μελαγχολία» και «Απομεσήμερο». Κατά το πέμπτο και έκτο χρόνο ανακοινώνει τρεις ποιητικές συνθέσεις, με τίτλους «Στοχασμός», «Άνοιξη» και «Διάθεση». Ο Πάνος Θασίτης επισημαίνει την εξοικείωσή του με τον «μαλλαρμεϊκό αισθητισμό» και την επίδραση που άσκησε αυτός στην επιμέλεια της φόρμας. Ποιητής «εκλεκτικός και λεπταίσθητος», γαλουχημένος, κατά τον Κώστα Στεργιόπουλο, με τον γαλλικό συμβολισμό, την καθαρή ποίηση και τα νεότερα ρεύματα, δέχτηκε την επίδρασή τους, για να τα αφομοιώσει και να τα προσαρμόσει στα ελληνικά ποιητικά δεδομένα. Ο Βασίλειος Τατάκης, πάλι, θεωρεί πως το περιοδικό στάθηκε «θερμή εστία», όπου ο Βαρβιτσιώτης ανακάλυψε τον εαυτό του.

«Σε πείσμα της ποίησης», όπως τονίζει ο ίδιος ο Πέτρος Σπανδωνίδης, δημοσιεύει μια ιδιόμορφη ποιητική σύνθεση, που τιτλοφορείται «Σαλονίκη! Σαλονίκη!», γεγονός που πιστοποιεί το ταλέντο του και σ’ αυτό το είδος. Ο Γιώργος Βαλέτας προλογίζει το δημοτικώτερο ποίημα του Γιώργου Βιζυηνού («Οι στίχοι στο φρενοκομείο») και ανακοινώνει ανέκδοτα και μη ποιήματά του από ένα χειρόγραφο του ιδίου. Στις Μακεδονικές Ημέρες φιλοξενούνται και δύο ποιητικές συνθέσεις του Αιμίλιου Ριάδη, με τίτλους «Απ’ το πέρασμα των δυο αγαπημένων» και «Απ’ τα τραγούδια της Φιρμαθούλας», τα οποία είχαν μείνει αλησμόνητα στον Τέλλο Άγρα. Η πρόωρα χαμένη ευγενική και ωραία ψυχή του Χάρη Αλεξίου δεν πρόλαβε να δώσει καθαρό δείγμα γραφής με τις συνθέσεις που ανακοίνωσε («Απογοήτευση», «Προσέγγιση», «Συμβουλή», «Μια τέτοια νύχτα…», «Προσμονή», «Φθινόπωρο», «Μονάχα ξέρω», «Βουνίσιο», «Γλυκειά η ζωή»). Επιπλέον, δημοσιεύει την ποιητική σύνθεση «Ο Χάρος είναι», με εμφανή παραπομπή στο μοτίβο του Χάροντα καβαλάρη που βγαίνει προς αναζήτηση υποψήφιων θυμάτων. Οι συνθέσεις αυτές του Χ. Αλεξίου, απλές, αυθόρμητες, «πονεμένες», είναι οι περισσότερες σταλμένες από το Σανατόριο του Ασβεστοχωρίου. Ιδιαίτερη εντύπωση προκαλεί μια σύντομη ποιητική φόρμα, στο έκτο έτος της κυκλοφορίας του περιοδικού, με τίτλο «Επιτύμβιο», την οποία υπογράφει ο συγγραφέας της Ιστορίας ενός αιχμαλώτου, Στρατής Δούκας. Στο τελευταίο προπολεμικό έτος των Μακεδονικών Ημερών εμφανίζεται και ο Άνθος Φιλητάς [= Άνθος Χατζηάνιμος], με την «Αποσύνθεση της γαλήνης», η οποία εντάσσεται στη συλλογή Σύννεφα και την οποία πλαισιώνει σημείωμα του Απ. Πέτρου. Παρά την εκζήτηση, ο Αλέξανδρος Αργυρίου θεωρεί πως στη συλλογή μπορεί κανείς να διακρίνει αξιοσημείωτα προσόντα. Αξίζει να σημειωθεί πως την πρώτη του εμφάνιση στα νέα ελληνικά γράμματα κάνει και ο Βάσος Βασιλείου, μέσα από τις σελίδες του περιοδικού, δημοσιεύοντας τα: «Το παιδάκι», «Η πέτρα του Κααβά», «Εκ βαθέων», «Στο λιμάνι». Δημιουργήματά τους ανακοινώνουν ακόμα οι Γιώργος Κοτζιούλας («Παραθερισμός»), Απόστολος Μαγγανάρης («Η λύσις»), Αντρέας Καραντώνης («Ρεμβασμός», «Προσφορά»), Tέλλος Άγρας («Ήρθες, γλυκό παιδί…», «Δίπτυχο», «Πουλάκι αποβροχάρικο», «Αντίκρυ στον κήπο»), Νίκος  Καζαντζάκης («Εις εαυτόν»), Στέφανος Δάφνης («Υφαντουργελιον Η Ελπίς Α. Ε.», «Τρίπτυχο»), Αιμιλία Δάφνη («Μισόϋπνη», «Το φόρεμα της μητέρας»), Τάκης Παπατσώνης («Σειρήνες και ανάγκη»), Νίκος Προεστόπουλος («Ο θρήνος»), Σοφία Μαυροειδή-Παπαδάκη («Ηγησώ»), Μπάμπης Νίντας («Νοσταλγός»), Κλέων Παράσχος («Χωρισμός»), κ.ά.

Είναι προφανές πως η ποίηση που φιλοξενείται στις Μακεδονικές Ημέρες αντικατοπτρίζει απόλυτα την γενικότερη αμήχανη εικόνα της έως το 1940. Απαισιοδοξία, δυσφορία, μελαγχολική διάθεση, νοσταλγικές αναπολήσεις, θλίψη, πένθιμη και πεσιμιστική ατμόσφαιρα, κοπετοί και οδυρμοί για απώλειες προσφιλών προσώπων, καθώς και τάσεις φυγής και απομόνωσης από την πνιγηρή πραγματικότητα είναι μερικά μόνο γνωρίσματά της. Η ποίηση στο σύνολό της εξακολουθεί να καρκινοβατεί στο πλαίσιο του παραδεδομένου στίχου. Κάποιοι δημιουργοί, ωστόσο, προσπαθούν ν’ απαγκιστρωθούν από τις παραδοσιακές μετρικές φόρμες επιδιώκοντας μια γενναία ανανέωση σε επίπεδο περιεχομένου και μορφής. Στις σελίδες του περιοδικού εμφανίζονται τα πρώτα δείγματα απελευθέρωσης του στίχου από μετρικές δεσμεύσεις. Ο λόγος αποκτά απλότητα και πυκνότητα, ο τόνος είναι πιο εσωτερικός, ενώ απουσιάζουν οι προκαθορισμένες μορφές. Παρ’ όλο που οι πρώτες διστακτικές πρωτοβουλίες είναι ορατές, παραμένουν σε στάδιο πειραματικό, καθώς ολοκληρώνονται στις επόμενες δεκαετίες.

Ολοκληρώνοντας την περιδιάβαση στο ποιητικό εργαστήρι είναι παράλογο να μην αναφερθεί πως με αφορμή το βιβλίο του Αντρέα Καραντώνη, για την ποίηση του Γιώργου Σεφέρη, η συζήτηση για την καθαρή ποίηση μεταφέρθηκε, με πρωτοβουλία του Πέτρου Σπανδωνίδη, στις Μακεδονικές Ημέρες.  Θεωρεί πως καμία τεχνοτροπία δεν υπερέχει και δεν είναι περισσότερο προχωρημένης μορφής εν συγκρίσει με κάποια άλλη, παρά μόνο όταν πραγματοποιεί ανώτερα έργα∙ πως «καμμία τέχνη δεν υπάρχει καθ’ εαυτήν, καθαρή, και μονάχα στην εμπλοκή της με τις ιδιότητες άλλων τεχνών και πως στην ισορροπία των ιδιοτήτων αυτών κείται το νόημα της τέχνης∙ πως η καθαρή ποίηση είναι ένας μύθος, καθώς η πεμπτουσία της συμπίπτει με τη μουσικότητα». Ο Π. Σπανδωνίδης, με τις αδέξιες παρεμβάσεις του, απάλλαξε τον Α. Καραντώνη από την κατηγορία του φερέφωνου του Γ. Σεφέρη, όχι όμως και τον Γ. Σεφέρη, από την ετικέτα της καθαρής ποίησης. Όπως τονίζει, η καθαρή τέχνη είναι «προϊόν φιλοσοφικής αφαιρέσεως» και κατά συνέπεια, με το να περιγράφει κανείς τη λυρική ποίηση ως καθαρή, ουσιαστικά, υπογραμμίζει την «κατάπτωσή» της. Στο επόμενο τεύχος των Μακεδονικών Ημερών, ο Α. Καραντώνης απαντά στον Π. Σπανδωνίδη. Όπως επισημαίνει, ο τελευταίος τοποθετεί το θέμα σε «αφελή» βάση, καθώς ελέγχει την εσωτερική αξία της poésie pure, «με απόλυτα θεωρητική προοπτική και δεν αντικρίζει το εσωτερικό της νόημα». Στο Η καθαρή ποίηση και εμείς οικειοποιείται τη σκέψη του Henri Brémond, σύμφωνα με τον οποίο εκείνη ορίζεται ως

 

«αυτό που ξεπερνά την κοινή έννοια, το παρόν μυστήριο της μουσικής των λέξεων, απαλλαγμένο από τις ατέλειες της ευγλωττίας, φέρνοντας το κοντά με το νόημα της τέχνης, αδιάσπαστο από την έκφραση, στην ποίηση του Σολωμού, βεβαιώνοντας ότι το σύγχρονο πνεύμα, όπως ενσαρκώνεται από τον Σεφέρη αναθεωρεί, κρίνει, ελέγχει, πετάει τα σκάρτα, με δυο λόγια, καθαρίζει την παράδοση για να εξάγει την πρωτοπορία».

 

Ο Πέτρος Σπανδωνίδης, αντίθετα από τον Αντρέα Καραντώνη, αντιλαμβάνεται την καθαρή ποίηση ως ξεχωριστή τεχνοτροπία. Την ορίζει ως μια «γενική κατάσταση μέσα στην κοινή σημασία της ως τότε παραδεδεγμένης ποίησης, μια αναπροσαρμογή της κοινωνικής ποίησης σε <ω>ρισμένα μεταφυσικά στοιχεία, που επαληθεύουν αυτά μόνα την αξία της, αν υπάρχη». Η καθαρή ποίηση αντιμετωπίζεται ως ένα «μυστηριώδες υγρό, που διαπερνά τις λέξεις» και γι’ αυτό απέχει πολύ από τον όρο τεχνοτροπία. Δέχεται πως η μουσικότητα είναι το «καθαρό απόσταγμα» της ποιητικότητας. Για τον Π. Σπανδωνίδη, επομένως, το είδος εκλαμβάνεται ως κάτι το a priori αποφασισμένο, το υπολογισμένο και πως ο ποιητής δεν είναι εκείνος που κατακτά το νόημα της τέχνης, όπως επίσης και ότι η ποίηση είναι «πάθος» για τον άνθρωπο.

 

Γ.3. Νεοελληνικός κριτικός λόγος στις Μακεδονικές Ημέρες

 

Στις Μακεδονικές Ημέρες η συστηματική λογοτεχνική κριτική διαδραματίζει καθοριστικό ρόλο, απ’ όποια στήλη κι αν συντελείται. Οι μεσοπολεμικοί Θεσσαλονικείς κριτικοί, κατά τον Αλέξανδρος Αργυρίου, δουλεύουν με λογικά και όχι συναισθηματικά κριτήρια. Δύσκολα ανιχνεύει κανείς κοινούς τόπους και αντιλήψεις. Το γεγονός αυτό οφείλεται είτε στο ότι μερικοί είναι Αθηναίοι και γράφουν συμπτωματικά στις Μακεδονικές Ημέρες είτε στο ότι οι ντόπιοι δεν αναγνωρίζουν πως η ιδιόμορφη πνευματική τους παραγωγή  σχετίζεται άμεσα με την τοπογραφία. Όπως επισημαίνει, τουλάχιστον στην αφετηρία του, το περιοδικό είχε την πρόθεση να εξετάσει την πνευματική ζωή ως τμήμα της ευρωπαϊκής, παρά ως αντίποδα της αθηναϊκής. Κύριοι συνεργάτες στις κριτικές στήλες είναι οι Πέτρος Σπανδωνίδης, Στέλιος Ξεφλούδας, Γιώργος Δέλιος, Γιώργος Θέμελης, Αλκιβιάδης Γιαννόπουλος, Γιώργος Βαφόπουλος, Βασίλειος Τατάκης, Βάσος  Βασιλείου, Ηλίας Ζιώγας, Πολύμνια Λάσκαρη και Κωνσταντίνος Γεωργούλης. Τα κριτικά τους κείμενα είναι ενδεικτικά των ιδεολογικών και αισθητικών τους αντιλήψεων και θα μπορούσε κανείς να υποστηρίξει πως διαδραματίζουν μεσολαβητικό ρόλο ανάμεσα στον πομπό και δέκτη της αφήγησης.

Ο Πέτρος Σπανδωνίδης ή Τιτ-Μπιτς έγραψε συστηματικά διαισθητική κριτική βιβλίου, βιβλιοπαρουσιάσεις, μικρά δοκίμια, λογοτεχνικές μελέτες και αναλύσεις, άρθρα και στοχασμούς, όπως θα δούμε αναλυτικά παρακάτω. Πνεύμα «ευκίνητο» και «ευμετάβλητο», εργάζεται με τον «οπλισμό» της φιλολογικής του παιδείας, κάποτε «λησμονώντας τα συστήματά της στο όνομα ενός ελευθεριάζοντος πνεύματος». Τα κριτικά του σημειώματα, πυκνά και οξυδερκή, αφορούν ένα διόλου ευκαταφρόνητο ποσοστό της ύλης του περιοδικού. Προσωπικός κι αντιφατικός στις κρίσεις και τις εκτιμήσεις του, με έντονα υποκειμενικές ευαίσθητες κεραίες, μαχητικός, αυταρχικός, δογματικός, στοχαστικός, διορατικός, αναλυτικός, συνθετικός, συστηματικός, τολμηρός, ενίοτε εριστικός, επιφυλακτικός, με σπάνια κριτική συνείδηση, από τις πιο «αδρές» του νεοελληνικού κριτικού λόγου, οργανώνοντας το υλικό του με λογική συνέπεια και αλληλουχία, υπερασπίστηκε θερμά και ανεπιφύλακτα τον εκσυγχρονισμό της Τέχνης. Ο Αλέξανδρος Αργυρίου θεωρεί ότι στις Μακεδονικές Ημέρες, η κριτική του ιδιοφυία φανερωνόταν σε όλο το πλάτος της. Με τις καίριες παρατηρήσεις του «απογυμνώνει τα έργα από τους εξωτερικούς τους φλοιούς, αναζητώντας τα εσωτερικά τους νεύρα, τους πυρήνες που τα προκαλούν κι ύστερα, με διανοητική ρώμη, τα ανασυνθέτει». Έτσι, υπηρέτησε την κριτική «με την αφιλοκέρδεια ενός μύστη και την αποκλειστικότητα ενός ασκητή». Πρέσβευε πως η έρευνα του εκάστοτε λογοτεχνικού έργου βρισκόταν πάντα σ’ ένα «διαρκές γίγνεσθαι». Όπως ο ίδιος υποστήριζε, από το 1938, «είσδυσε από το αβέβαιο στην ουσία και στη μορφή, στο αντι-κλασικό, στο αντι-ρασιοναλιστικό, στο μαγικό πνεύμα του εσωτερισμού». Τον ικανοποιούσε η ατμοσφαιρική λογοτεχνία, το ρευστό, φευγαλέο, άπιαστο, μουσικό, ροϊκό, ονειρικό. Χαρακτηριστικά επεσήμαινε:

 

«Η πνευματική δημιουργική μου δράση δεν είναι προγραμματισμός -δημιουργία εκτελούμενη πάνω σ’ ένα μακροχρόνιο σχέδιο- είναι αποτέλεσμα. Σεισμικό αποτέλεσμα εκτάκτων στιγμών της ζωής μου, αντιδράσεις βαθειές, που δηλώνουν όλον τον κίνδυνο της ψυχής μου να ζήσει ή να πεθάνει. Όσα γράφω, τα ζω πρώτα δυνατά κ’ έπειτα δίνω πνευματική προέκταση στα βιώματά μου. Κάθε εκδήλωσή μου συνδέεται αναπόσπαστα με τις εσωτερικές μου περιπέτειες. Δεν είμαι διψασμένος για γνώση, αλλά διψασμένος για εκδήλωση. Όχι ένας σοφός, ένας professeur de sagesse, αλλά ένας δημιουργός που διαλύει αυτά, που αντικρ<ύ>ζει ή αισθάνεται, για να τα ανασυνθέσει. Πριν το 1943 η εσωτερική μου ζωή ήταν μάλλον ήρεμη […]. Η αεικίνητη ψυχική ζωή μου ηρεμούσε πνευματοποιημένη στη μουσική του εσωτερισμού, τον οποίο χαιρόμουν και ευαγγελιζόμουν».

 

Για τον Πέτρο Σπανδωνίδη, η λογοτεχνική κριτική αποτελεί «πολυσήμαντο φανέρωμα», πνευματική επιστήμη, δημιουργία και εργασία «κοινής ωφέλειας».  Κατά τον Γιώργο Δέλιο, «ύψωσε το λειτούργημα της κριτικής σε τιμητικό για την Ελλάδα, λόγω της καθαρότητας των σκέψεων, της λεπταισθησίας και της κριτικής του διείσδυσης» αφενός κι αφετέρου εξαιτίας της διεύρυνσης των γνωστικο-πνευματικών οριζόντων του αναγνωστικού κοινού, έπειτα από προσωπική «βουτιά» σε περιοχές ανεκμετάλλευτες και πρωτοφανέρωτες. Το προσωπικό και απαλλαγμένο από τους ρητορικούς «μαιάνδρους» ύφος του το διακρίνει ένας «νευρώδης και μαχητικός παλμός». Ο Αλκιβιάδης Γιαννόπουλος κάνει λόγο για έναν ξεχωριστό κριτικό και μελετητή, που έδωσε μια εντελώς ιδιόρρυθμη, αλλά και «φωτισμένη» τροπή, στην έρευνα και το στοχασμό, γύρω από τη νεοελληνική λογοτεχνία και τις πηγές της. Όπως επισημαίνει, ο «πρωτοπόρος» Πέτρος Σπανδωνίδης πίστευε απόλυτα στην δυνατότητα «αυγής» της Θεσσαλονίκης. «Δεν την αναζητούσε ψηλαφητά ούτε παθητικά, την οραματιζόταν, την ήθελε και ήταν ταγμένος να την προϋπαντήσει». Διακρινόταν για την ενστικτώδη ειλικρίνειά του, την ευθιξία, διαύγεια, το συγχρονισμένο παλμό, τον στέρεα συγκροτημένο λογισμό και την αδιάκοπη επαφή του με την ξένη παραγωγή. Σε τιμητική εκδήλωση, ο Στέλιος Ξεφλούδας ισχυρίζεται πως:

 

«Ο Σπανδωνίδης μόχθησε να δώσει τη συνείδηση του νεώτερου ποιητικού λόγου, να υποστηρίξει την ανάγκη μιας μεγαλύτερης ουσιαστικότητας στη λογοτεχνία μας που για χρόνια έμενε περι<ω>ρισμένη στην ανεκδοτογραφική και χαρακτηρογραφική πεζογραφία ή σε μια καλλιλογία και να μας βεβαιώσει ότι η ολοκληρωμένη κριτική δεν είναι απλή και αυθόρμητη οξυδέρκεια σαν εντυπωσιογραφία που απορρέει από το αντίκρ<υ>σμα <ω>ρισμένου λογοτεχνήματος, αλλά και ακτινοβολία βαθιών εσωτερικών διεργασιών του κριτικού και τελικά ένας φωτισμός συνειδήσεων στον τομέα της ελεύθερης δοκιμιακής σκέψης ή της τεχνικής […]. Μυαλό τυραννισμένο, ευαίσθητος και απροσωπόληπτος, πριν απ’ όλα βαθιά μελετημένος και πλατιά κατατοπισμένος στις δημιουργικές αντιλήψεις της εποχής με τα μάτια ανοιχτά μπροστά στις κατευθύνσεις του νεώτερου κόσμου διατηρούσε πάντα τη φρεσκάδα και την αυθορμησία των παρθενικών πνευμάτων∙ η σκέψη του δεν δεσμευόταν από θεωρίες και σχολές. Ούτε η πνευματική του αναπνοή ρυθμιζόταν από τυχαίες και ανεύθυνες εμπνεύσεις, ούτε πάλι ήταν ένας βιβλιακός. Κάθε φορά πλουτισμένος από την πείρα τη βιβλιακή χρησιμοποιούσε τα θησαυρίσματά του σαν τροφή για μια ενδογενή προβολή και αύξηση. Έτσι, η συμβολή του στη σύγχρονη κριτική σκέψη ν’ αποκτήσει πλάτος και βάθος, να απελευθερωθεί από προκαταλήψεις και σχολές, να επισημάνει, να εκτιμήσει και να αξιολογήσει τις ανανεωτικές προσπάθειες της λογοτεχνίας μας, στάθηκε από τις πιο σημαντικές. Διατηρώντας στενή επαφή τα πιο αξιόλογα και τολμηρά επιτεύγματα του ευρωπαϊκού πνεύματος, ζητώντας να γνωρίσει τα πρωτοποριακά κινήματα της παγκόσμιας λογοτεχνίας, ανανεώνοντας αδιάκοπα την πείρα του, πλαταίνοντας τα όρια της δημιουργικότητάς του, δίνοντας καθολικότητα στη σκέψη του, μίλησε με βαθιά κατανόηση, παρατηρητικότητα και διεισδυτική οξύτητα για τους συγγραφείς και τα έργα τους, με ιδιαίτερη αγάπη γι’ αυτούς που ανήκαν στην πρωτοπορ<ε>ία, και γενικά ερεύνησε σε πλάτος και βάθος τα προβλήματα της πεζογραφίας και της ποίησης με την ευρύτητα ενός ανήσυχου πνεύματος και ζητούσε πάντα να ξεπερνάει τα όρια και τα σχήματα, όπως ο κάθε αληθινός δημιουργός».

 

Και ο Στέλιος Ξεφλούδας, επομένως, κάνει λόγο για έναν αυστηρό κριτή, αλλά για μια ευαίσθητη φύση, για έναν ειλικρινή και φιλόδοξο άνθρωπο, για μια φύση αδιάλλακτη, ασυμβίβαστη, φλογερή. Στην ίδια εκδήλωση, το 1965, ο Γιώργος Βαφόπουλος μίλησε για μια «εκρηκτική» ιδιοσυγκρασία, για μια «μοναχική φωνή», για ένα φιλοσοφημένο, ελεύθερο και «αντι-φορμαλιστικό» πνεύμα, με «καταπληκτική» επιχειρηματολογία και επιστημονικό «εξοπλισμό», για έναν δάσκαλο, που με το θάνατό του δημιούργησε μια αίσθηση «ορφάνιας». Όπως ισχυρίζεται, η κριτική και το δοκίμιο ήταν «το απέραντο πεδίο, όπου το πνεύμα του θα μπορούσε «να κινηθεί προς όλες τις κατευθύνσεις, να προχωρεί και να παλινδρομεί, να πορεύεται μ’ ελιγμούς ή να επιχειρεί κατακόρυφα άλματα. Να οικοδομεί και να καταστρέφει το ίδιο του οικοδόμημα». Το «βάρος» του κριτικού του στοχασμού παρακολουθούσε το «σφυγμό» της μοντέρνας ποίησης, με εύλογη απόρροια την εδραίωση μιας ανανεωμένης κριτικής μεθόδου. Ο Πέτρος Σπανδωνίδης, ως άλλος «ηλεκτροκαρδιογράφος, κατέγραφε τις παλινδρομικές κινήσεις της συγκαιρινής ποίησης, την κυκλοφοριακή της αρρυθμία […] και προσπαθούσε να εξηγήσει δεοντολογικά το φαινόμενο τούτο, σε στενή συνάρτηση με το πνεύμα και τη μοίρα της εποχής». Ο Πέτρος Ωρολογάς κάνει λόγο για μια σύνθετη, «θυελλώδη, άγρυπνη, αντι-λογική και αντι-κλασική» φυσιογνωμία, που «θέλγεται από την ελεύθερη σκέψη, ερευνά, ανακαλύπτει και συνεχώς μεταβάλλεται». Κατά τον Παναγιώτη Μαστροδημήτρη, τα κείμενα του Πέτρου Σπανδωνίδη «ανάγονται στο επίπεδο της συνθετικής δοκιμιογραφίας και διακρίνονται για την αυθεντική σύλληψη των επιδιώξεων, την ισχυρή θεωρητική αντίληψη του έργου της κριτικής, την ανεξαρτησία, τον δυναμισμό της σκέψης, το υψηλό και δημιουργικό κριτικό ύφος, την ευρύτητα των οριζόντων, την πλούσια ενημέρωση και την πρωτοτυπία των ιδεών». Ο Πέτρος Σπανδωνίδης κατανοεί την κριτική ως «πνευματική επιστήμη, που οφείλει τη σύστασή της στην ένωση της ποσοτικής έρευνας της φιλολογικής εργασίας, της ερμηνείας και της ποιητικής ιεραρχίας, που επιθυμεί να ορίσει η αξιολογική σκέψη». Ο ίδιος υποδιαίρεσε την κριτική σε σημειωματογραφία, λογοτεχνική κριτική και δοκίμιο, τοποθετώντας την ανάμεσα «στον περίβολο του ναού των πνευματικών επιστημών». Θεωρεί πως οφείλει να διαθέτει «επέκεινα της λογικής και τη διαίσθηση για την κατάκτηση της ουσίας της πολυδιάστατης καλλιτεχνικής πραγματικότητας». Κατά τον Στέλιο Ξεφλούδα, ο Π. Σπανδωνίδης διέγνωσε ότι τα καλλιτεχνήματα δεν είναι «πτώματα για ανατομικές έρευνες», αλλά «μαγικοί κόσμοι, που τους οικειώνεσαι, τους ερμηνεύεις, τους κρίνεις». Ο ίδιος απεχθανόταν την κοινωνικά προβληματισμένη λογοτεχνία, καθώς φρονούσε πως «το άνθος της τέχνης μαραίνεται κάτω από φιλάνθρωπες και μη ιδέες». Πιο συγκεκριμένα, αναλαμβάνει την επιμέλεια της στήλης «Καθρεφτίσματα», όπου  θίγει και ταυτόχρονα εκλαϊκεύει θεωρητικά θέματα, όπως ο ρεαλισμός, νατουραλισμός, η εξ υποκειμένου πεζογραφία, η λογοτεχνική κριτική, η εξπρεσσιονιστική τεχνοτροπία, κ.ά. Ορίζει τον εσωτερικό μονόλογο ως «καθρέφτισμα του υποσυνειδήτου, πηγή έκφρασης του εσωτερικού κόσμου». Με τις αναφορές του στους James Joyce και André Gide παρέχει ευκαιρίες για αυτόνομη ενασχόληση με το έργο Ευρωπαίων πεζογράφων. Στις Μακεδονικές Ημέρες πρωτοδημοσίευσε σε συνέχειες τη μελέτη Η πεζογραφία των νέων (1929-1933), που συμπληρωμένη κυκλοφόρησε σε ξεχωριστό τόμο. O Πέτρος Σπανδωνίδης κάνοντας ένα πρώτο υπολογισμό της συμβολής των νέων πεζογράφων, μετρά εξήντα τρία έργα. Ο Mario Vitti προσλαμβάνει την προσπάθειά του ως απόπειρα καταλογράφησης έργων εσωτερικού μονολόγου, ενώ ο Jean-Luc Chiappone υποστηρίζει πως «επιθεωρεί» τις δημιουργίες της ελληνικής γλώσσας, «προς αναζήτηση μιας κοσμοθεωρίας». Ο «ταραχοποιός των ιδεών», Πέτρος Σπανδωνίδης, «υποβάλλει τη λογοτεχνική ζωή της χώρας σε έλεγχο, επιχειρεί με θράσος να βάλει τάξη σ’ έναν δημιουργικό αναβρασμό, χωρίς να καταλήγει κάπου». Στα αποσπάσματα που δημοσιεύονται στο περιοδικό γίνεται αναφορά σε μια ευρεία γκάμα έργων Ελλήνων λογοτεχνών (Θράσου Καστανάκη, Πέτρου Πικρού, Ναπολέοντος Παπαγεωργίου, Στρατή Δούκα, Άγγελου Τερζάκη, Γιάννη Μπεράτη, Ντόλη Νίκβα, Στρατή Μυριβήλη, Στέλιου Ξεφλούδα, Γιώργου Θεοτοκά, Κοσμά Πολίτη, Ηλία Βενέζη, Χρήστου Λεβάντα, Θανάση Πετσάλη, κ.ά). Σύμφωνα με τον Στέλιο Ξεφλούδα, με θάρρος και ειλικρίνεια, προβαίνει σε «βαθύτατες και λεπτότατες παρατηρήσεις, προχωρώντας στην ουσία, με γνήσιο κριτικό πνεύμα». Όπως τονίζει, «δεν γράφει ούτε σκαρώνει σημειώματα» και τον αναγνωρίζει ως έναν από τους ελάχιστους συγκαιρινούς του κριτικούς. Κατά τον Πέτρο Ωρολογά, ο Π. Σπανδωνίδης αναζητά μια πεζογραφία που διευθύνεται από το όνειρο, το πάθος, το ένστικτο, τη φρεναπάτη, τον άτακτο συνειρμό, τη διαφυγή, την αντίφαση, τις αναμνήσεις, το όραμα, τη σιωπή, το ακαθόριστο, το μουσικό. Σύμφωνα με τον Τέλλο Άγρα, στη μελέτη αυτή, η συγγραφική φυσιογνωμία του προσφέρεται «ανέφελη και ανάγλυφη», ενώ παράλληλα αναδεικνύεται το «αλάθευτο», ουσιαστικό και σοβαρό κριτικό του πνεύμα, η καθαρότητα στη σκέψη και τη γλώσσα, η μετριοπάθεια και η αμεροληψία. Τονίζει πως «βαθμολογεί», σχετίζει και ταξινομεί έχοντας υπ’ όψιν του την ευρωπαϊκή γραμματολογία. «Στοχάζεται βαθιά και εκτεταμένα, γιατί είναι αντικειμενικός, δίκαιος και τίμιος, γιατί είναι ευρηματικός, γιατί απολαμβάνει αυτό που κάνει, γιατί μεταλαμπαδεύει γνώση». Ο Πέτρος Σπανδωνίδης, σύμφωνα με τον Πέτρο Χάρη, διατυπώνει θαρραλέα τη γνώμη του για συγγραφείς και έργα που διάβασε, «ξεκαθάρισε» και αξιολόγησε. Θεωρεί πως μεριμνά, ώστε να μην δημιουργεί αμφιβολίες στον αναγνώστη, πως προσπαθεί να συλλάβει γενικότερες έννοιες και να εξηγήσει ικανότητες και αδυναμίες των νέων, που μπορούν εύκολα να παρεξηγηθούν. Τελικά, καταλήγει στο ότι ο Π. Σπανδωνίδης «χάθηκε στις λεπτομέρειες» και έδωσε σημειώματα «ασύνδετα» μεταξύ τους. Από τη μελέτη απουσιάζει η σαφήνεια, η καθαρή διατύπωση, η ομαλή φράση. Αποκαλεί, μάλιστα, την «Πεζογραφία των νέων» ως ένα «βοήθημα» για τον μεταπολεμικό πεζό λόγο. Πέρα απ’ αυτή τη μελέτη, ξεχωρίζουν: «Η σκηνοθετική σκέψη του Φώτου Πολίτη στον Οιδίποδα τύραννο του Σοφοκλέους», «Απόψεις για τη λογοτεχνία μας», το απόσπασμα από το Η αρχαία ελληνική τραγωδία, «Η λατρεία του Διονύσου – Ο διθύραμβος», τα «Για μια νέα Σταυροφορία», «Τα μάτια της ψυχής μου», κ.ά. Θα μπορούσε κανείς να αναφέρει και κάποιες λογοτεχνικές αναλύσεις, όπως «Οι Ωδές του Κάλβου» και «Α. Παπαδιαμάντη: Βαρδιάνος στα σπόρκαΟι ελαφροήσκιωτοι», όπου η οπτική γωνία του δημιουργού μετατοπίζεται στον αποδέκτη. Ο Πέτρος Σπανδωνίδης «διέπλευσε», ακόμα, το θέμα «Σολωμός», με πνεύμα κριτικής ουδετερότητας, στο «Αποστολάκης και Σολωμός». Επιπλέον, δημοσίευσε ένα δοκίμιο κριτικής, με τίτλο «Η ζωή που αγαπά τον εαυτό της», ενώ παράλληλα έδωσε κείμενα, που συχνά ελάμβαναν διαστάσεις μελετημάτων, στις στήλες «Σημειώματα», «Τα βιβλία», «Ο Μήνας», «Το δίμηνο, «Αντίλαλοι», «Συζητήσεις», «Επιστολές», στα οποία έκρινε σχεδόν άγρυπνα τις συγκαιρινές του κυκλοφορίες. Μάλιστα, με ευκαιρία τη δημοσίευση του Βυθός και επιφάνεια, δίνει τα χαρακτηριστικά και τις υποδιαιρέσεις του δράματος και συζητά την απουσία αξιόλογης δραματικής παραγωγής. Πρόσθετα, παρεμβαίνει στα θέματα που ανακινούνται, με ιδιαίτερη προθυμία, με αποτέλεσμα το κριτικό του έργο να θεωρείται αν μην τι άλλο, ευκαταφρόνητο. Συχνά, οι κρίσεις του προκαλούν δυσφορία. Ο Μιχαήλ Ροδάς διαμαρτύρεται στο Ελεύθερο Βήμα για τον παραλληλισμό Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη – Φώτου Πολίτη και συμπεραίνει ότι «εάν σοβαρολογή […] σ’ ένα περιοδικό καλής φήμης στην Μακεδονική πρωτεύουσα, τότε θα μου επιτρέψη να πω ότι κάτι σάπιο υπάρχει» στη φιλολογία μας. Κρίνοντας την Εσωτερική Συμφωνία του Στέλιου Ξεφλούδα, την κατατάσσει ανεπιφύλακτα στο είδος του εσωτερικού μονολόγου και παραθέτει τα βασικά του γνωρίσματα, παρ’ όλο που θεωρεί πως το είδος αυτό δεν είναι πεζογραφικό και δεν παρουσιάζει γνωστικό «κέρδος». Οι κρίσεις του, όμως, για τους Ανθρώπους που νοσταλγούν φανερώνουν μια εξοικείωση. Όπως και να έχει, ο Π. Σπανδωνίδης στάθηκε ο κύριος εκφραστής των θεωρητικών ενδιαφερόντων του περιοδικού.

Ο δημοσιογράφος Πέτρος Ωρολογάς, με τις γερές λογοτεχνικές του «αποσκευές», την παιδεία και τις εκλεκτικές προτιμήσεις, «λιγόλογη φωνή διανοούμενου και τυπικό ανθρωπογεωγραφικό παράδειγμα της Θεσσαλονίκης», άφησε περιορισμένης έκτασης, αλλά σπουδαίο κριτικό έργο, άμεσα σχετιζόμενο με λογοτεχνικά ζητήματα, ωστόσο, ικανό για να χαράξει τη δική του «τροχιά». Ο «μοναχικός» αυτός «κοσμητής του πνευματικού στερεώματος της πόλης», κατά τον Αλέξανδρο Αργυρίου, επικοινωνεί με τα έργα και τις ιδέες, συλλαμβάνοντας την βαθύτερη ουσία. Οι εύστοχες παρατηρήσεις και οι καίριες συλλήψεις του φανερώνουν την «ακονισμένη» ευαισθησία και ένα μυαλό πρόθυμο να «ψηλαφήσει» πράγματα, με δέος και προσοχή.

Και ο Γιώργος Θέμελης ασχολήθηκε με τις κριτικές στήλες του περιοδικού. Κατά το τρίτο έτος, δημοσιεύει μια μελέτη για τη φυσιολατρία του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, δείχνοντας ότι το έργο του αποτελεί προέκταση του εαυτού του, παρά νατουραλιστική αναπαράσταση του αγροτικού τοπίου. Ο ίδιος αντιμετώπιζε το κατά τ’ άλλα ογκωδέστατο κριτικό του έργο ως «πάρεργο». Ο Αλέξανδρος Αργυρίου πιστεύει πως από πλευράς συγκρότησης και έκθεσης μιας θέσης, τα κριτικά σημειώματά του δεν είναι άξια λόγου και τα χαρακτηρίζει «ερασιτεχνικά», λόγω του έντονα υποκειμενικού τους χαρακτήρα. Σύμφωνα με τον Παναγιώτη Μαστροδημήτρη, με στοχαστικότητα, καλλιέργησε την ερμηνευτική κριτική. Στα σημειώματα αυτά, ο Γιώργος Θέμελης επιδιώκει τη διεισδυτική θεώρηση, ενδιαφέρεται για τη δυνατότητα της λογοτεχνίας να αποκαλύπτει τους εσωτερικούς ορίζοντες του ανθρώπου και να μετουσιώνει τα πράγματα, τα βιώματα και τις αγωνίες σε πνευματική σκέψη.

Ο Στέλιος Ξεφλούδας αποτελεί μόνιμο σχεδόν συνεργάτη των κριτικών στηλών του περιοδικού. Σε συνέχειες δημοσιεύει τη μελέτη-άρθρο «Σκέψεις και παρατηρήσεις». Όπως υποστηρίζει, η δράση του λογοτέχνη εξαρτάται από το συγκείμενο και την περιρρέουσα ατμόσφαιρα, την επικαιρότητα και τις απαιτήσεις, χωρίς αυτό να σημαίνει πως δεν πρέπει να δημιουργεί σύμφωνα με όσα φέρει μέσα του. Επιπλέον, θεωρεί πως τους πραγματικούς δημιουργούς δεν τους απασχολεί η «αποπνικτική μοναξιά και η ασφυκτική αποξένωση». Προσλαμβάνει την ύπαρξη των συγγραφέων ως «φωνή βοώντος εν τη ἐρήμῳ». Τα έργα τους πέφτουν στο κενό, αλλά αυτό δεν πρέπει να οδηγεί στην απογοήτευση και τη σιωπή. Αντιλαμβάνεται το μυθιστόρημα ως «μεταφυσική στροφή προς τα ένδον» και κάνει λόγο για στροφή της λογοτεχνίας στην εξερεύνηση των μυστικών της ψυχής και στην έκφραση ροϊκών καταστάσεων του εσωτερικού κόσμου. Ως χαρακτηριστικά γνωρίσματα του συγκαιρινού του μυθιστορήματος επισημαίνει την απουσία πλοκής και προσώπων. Έμμεσα εισάγει έναν προβληματισμό για την ταύτιση αφηγητή-συγγραφέα. Ο Βασίλης Δεδούσης θεωρεί πως ο Στέλιος Ξεφλούδας προσπαθεί να ελευθερώσει το μυθιστόρημα από τη «σκλαβιά» των γεγονότων. Από την άλλη, εκείνος αντιτίθεται σε όσους ισχυρίζονται πως το μυθιστόρημα οφείλει να είναι «επικαιρικό» και να φωτογραφίζει πιστά την πραγματικότητα. Με τη μελέτη «Απάντηση σε κάποιες συστάσεις» θίγει προβλήματα της δραστηριότητας των συγγραφέων και παραθέτει τις απόψεις του για το ρόλο τους. Απαντά στον Πέτρο Σπανδωνίδη, ο οποίος φρονεί πως ο συγγραφέας οφείλει να προσφέρει έργα που ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις του ευρύτερου αναγνωστικού κοινού. Οι απόψεις αυτές φανερώνουν τον θεωρητικό του προβληματισμό. Εν κατακλείδι, η τέχνη του Στέλιου Ξεφλούδα βρίσκεται «σε μια συνεχή αναζήτηση του όντος, σε μια ιλιγγιώδη καταδίωξη, με κομμένη την ανάσα, εσωτερικών αρμονίων, οι οποίες συγκρούονται μ’ ένα φευγαλέο όνειρο». Στα κριτικά του κείμενα, υπάρχει η αυθόρμητη έκφραση της ευαισθησίας, η υπεράσπιση και η απεικόνιση ενός μοντερνισμού. Γι’ αυτό και ο ίδιος υπερασπίζεται την εσωτερική του ελευθερία, την ανεξαρτησία, τη μοναξιά και την ειλικρίνεια. Μελαγχολία, θέλγητρο, μουσική, μυστικότητα, βρίσκονται διασκορπισμένα στα σύντομα άρθρα του προσδίδοντάς τους μια αίσθηση «οικογενειακής συζήτησης».

Περισσότερο ορθολογιστής και λιγότερο ενορατικός παρουσιάζεται ο Γιώργος Δέλιος. Είναι σαφές πως απεχθάνεται ο,τιδήποτε φωτογραφικό στον πεζό λόγο, γι’ αυτό και εκφράζει έναν «εκνευρισμό» για το ψυχογράφημα και το μυθιστόρημα ιδεών. Οι μελετητές θεωρούν το Γ. Δέλιο έγκαιρο εισηγητή των νεωτερικών αφηγηματικών τρόπων, μέσα από το κριτικό του έργο. Στο περιοδικό, υποστηρίζει πως ο αποδέκτης της εκάστοτε αφήγησης οφείλει να προεκτείνει τον εαυτό του, να προσεγγίσει τους ήρωες και να ανακαλύπτει συνδετικούς κρίκους. Διαχωρίζει τα λογοτεχνικά πρόσωπα σ’ εκείνα που εκφράζουν «αρτιωμένους ανθρώπους, με ζωτικότητα και ορμή», και σε εκείνα που κινούνται μεταξύ ονείρου και πραγματικότητας. Θεωρεί πως δεν πρέπει να αποτελούν «απόλυτες αντικατοπτρίσεις της εξωτερικής ζωής. Ολοκληρωμένα είναι εκείνα που διεγείρουν τη φαντασία του αποδέκτη και αφυπνίζουν την αναπλαστική του ικανότητα». Για τον Γ. Δέλιο, «ο αφανής συγγραφέας αγωνίζεται να ενσαρκώσει άυλες μορφές και αναζητά την ενότητα του εαυτού του». Επιπλέον, διερευνά την πορεία του μυθιστοριογράφου και προβάλλει την ιδέα «να υποδυθεί ο συγγραφέας, με συνέπεια, όλα τα λογοτεχνικά πρόσωπα, διατηρώντας την απόσταση από τον εαυτό του».Τα κριτικά του σημειώματα «Λογοτεχνικά Πρόσωπα», «Το μυθιστόρημα» και «V. Woolf», πιστοποιούν την κριτική του οξυδέρκεια, πολυμέρεια, αντικειμενικότητα και τιμιότητα. Με το άρθρο του «Γύρω από τον Γκαίτε», δίνει το στίγμα της γκαιτικής σκέψης, ουσιαστικά και υπεύθυνα.

Ο δυναμικός εκπρόσωπος των μοντέρνων καιρών, δοκιμιογράφος, «κράμα» ελληνοκεντρισμού και κοσμοπολίτικου φρονήματος, Λάζαρος Πηνιάτογλου, υπήρξε μια φιλοσοφική, ερευνητική και καλλιτεχνική φύση, μια έντονη πνευματική προσωπικότητα, χαρακτηριστικά της οποίας αποτελούσαν η ευρηματική φαντασία, η καυστική κριτική, το καλλιεργημένο ύφος, η ευρύτατη και συγχρονισμένη μάθηση, η επιστημονική κατάρτιση, η ευρωπαϊκή παιδεία και η εσωτερική ωρίμανση. Τον πρώτο χρόνο έκδοσης του περιοδικού συμμετέχει με το κριτικό σημείωμα «Το βιβλίο του αισθησιασμού», όπου, αφού ανασκοπεί το σεξουαλικό ζήτημα στην τέχνη παγκοσμίως, έπειτα, εστιάζεται στον «ιεροκήρυκα» D. H. Lawrence και το «βιβλίο λαγνείας, το ευαγγέλιο της ανθρώπινης ευτυχίας», τον Εραστή της Λαίδης Τσάτερλυ. Επιπλέον, ανακοινώνει μια συνθετική μελέτη, με τίτλο «Μερικές απόψεις γύρω στο ελληνικό μυθιστόρημα».

Ο φιλόσοφος Βασίλειος Τατάκης, σεμνός, «μειλίχιος» και δραστήριος πνευματικός άνθρωπος, δημοσιεύει τις μελέτες «Οι κυνικοί και η διατριβή» και την «Συντήρηση – Δημιουργία». Όπως τονίζει η Αγλαΐα Κεχαγιά-Λυπουρλή, με τον φιλοσοφικό του στοχασμό, καθόρισε τον χαρακτήρα και την πορεία του περιοδικού.

Ο Κλέων Παράσχος ανακοίνωσε στο περιοδικό ένα «οξυδερκές», στοχαστικό και «βαθύ» δοκίμιο, μια μελέτη-βιογραφία, με τίτλο «Η ζωή του Ίωνος Δραγούμη», στο οποίο, κατά τον Πέτρο Σπανδωνίδη, αναζητά «να δώσει την εικόνα ενός ανθρώπου, όχι τόσο, όπως τον διαμορφώνουν και τον καθορίζουν οι εξωτερικοί παράγοντες, όσο η ίδια η φορά της προσωπικότητάς του». Ο βιογράφος, κατά τον Ηλία Ζιώγα, ολοκληρώνει τον ήρωά του και τον τοποθετεί σ’ ένα «λιτό, στερεό, όλο αγέρωχη μεγαλοπρέπεια βάθρο». Υποστηρίζει πως, με την ευσυνείδητη εργασία του, ξεπέρασε τον εαυτό του. Ο Ίων Δραγούμης αναλύεται ως άνθρωπος και καλλιτέχνης, ως διανοούμενος και «μαχητής». Ο συγγραφέας ταυτίστηκε με τον πρωταγωνιστή του, ενσάρκωσε τις ιδέες, τις ευαισθησίες και τις αντιφάσεις του, αναβίωσε και «αναστήλωσε» τη μορφή του, με «εξερευνητική» διάθεση. Με άλλα λόγια, έδωσε «ανάγλυφα και ολοζώντανα» τον ήρωά του, αφού ως άλλος «ανατόμος, προσεκτικός και οπλισμένος μ’ όλα τα σχετικά εφόδια, υπεισέρχεται στα ενδόμυχα μονοπάτια της προσωπικότητάς του».

Ο Γιώργος Σαραντάρης ασχολήθηκε περισσότερο με φιλολογικές μελέτες, άρθρα και φιλοσοφικά δοκίμια. Σύμφωνα με τον Αλέξανδρο Αργυρίου, δεν είναι τυχαίο που έρχεται σε επαφή με το «εσωτερικό» πνεύμα των Μακεδονικών Ημερών. Στο στοχαστικό άρθρο, «Παρενθέσεις», εκφράζει ενδιαφέρουσες απόψεις για την «άγονη, ψυχρή» καβαφική ποίηση και το μυθιστόρημα, που αναζητά την αρχιτεκτονική δόμηση. Ακόμα, ανακοινώνει ένα άρθρο, αφιερωμένο στο έργο του Charles Baudelaire, όπου ασχολείται με το ζήτημα της ύπαρξης.

Ο ιστορικός της φιλοσοφίας και πολυδιάστατος μελετητής, Κωνσταντίνος Δ. Γεωργούλης, γράφει μια αναστοχαστική αισθητική μελέτη, σε συνέχειες, με αντικείμενο προβληματισμού την τέχνη, τον τεχνίτη και το ιδανικό αναγνωστικό κοινό. Ο ideal reader οφείλει να διατρέξει πρόθυμα το «μονοπάτι» του δημιουργού, να «ξεκλειδώσει» τον εσωτερικό του κόσμο και να «εμψυχώσει» το έργο τέχνης. Επιπλέον, γράφει μια μελέτη για τη χριστιανική ανθρωπολογία του ορθόδοξου Ρώσου θεολόγου N. Berdjajew.

Στις κριτικές στήλες, συμμετέχουν ακόμα οι Γιώργος Βαφόπουλος, Γιώργος Βαλέτας, Νίκος Γκάτσος, Αλκιβιάδης Γιαννόπουλος, Αντρέας Καραντώνης, Δημήτριος Μέντζελος, Γιάννης Χατζίνης, κ.ά. Ο Βάσος Βασιλείου προσπαθεί να συμβιβάσει την εσωτερικότητα με την  αναπαράσταση της πραγματικότητας. Η συνοχή των κριτικών του αναλύσεων εκπλήσσει. Ο Θ. Βλιζιώτης στη μελέτη του, «Τα κοινωνικά προβλήματα και οι διανοούμενοι. Ο λυτρωτής θεός», θίγει το «παθολογικό» φαινόμενο της «πνευματικής δουλείας» και παρέχει συμβουλές προς ανθρώπους του πνεύματος. Ο Δημήτριος Χ. Μεντζέλος, υπογράφει, με την ενδιαφέρουσα και στοχαστική του ιδιοσυγκρασία, τις απόψεις του Άγγελου Τερζάκη περί τρίτης διάστασης των πραγμάτων απέναντι στο κοινωνικό πρόβλημα, που συνοψίζεται στις λέξεις – σύμβολα «Ιδεαλισμός και Αντι-ιδεαλισμός».

Ολοκληρώνοντας το κεφάλαιο αυτό, θα ήταν άδικο να μη γίνει αναφορά στις απόψεις που διατύπωνε ο Πέτρος Χάρης το 1939. Όπως παρατηρούσε, αληθινοί κριτικοί, με μόρφωση, «αλύγιστο» χαρακτήρα, ταλέντο και αρετές, όπως οι Θεσσαλονικείς, είχαν «ανοιχτή και έτοιμη την αγκαλιά» τους να δεχτεί κάθε νέο λογοτέχνη με επιείκεια, συγκατάβαση και προθυμία. Οι Θεσσαλονικείς έδειχναν ανοχή και ενθουσιασμό στους νεωτερικούς αφηγηματικούς τρόπους, οι οποίοι εισάγονται μέσα από το κριτικό τους έργο. Κινήθηκαν στο χώρο του μοντερνισμού, μέσα από το πλαίσιο μιας παραδοσιακής αισθητικής αντίληψης. Τα θεωρητικά τους κείμενα φανερώνουν τις εσωτερικές τους αναζητήσεις, ενώ παράλληλα καλλιεργούν έναν γόνιμο προβληματισμό γύρω από το μυθιστόρημα, το ρόλο του δημιουργού και τη δράση των λογοτεχνικών χαρακτήρων. Οι συνεργάτες του περιοδικού συλλαμβάνουν την βαθύτερη ουσία των κρινόμενων έργων, με αποτέλεσμα να συντάσσουν στοχαστικά κείμενα. Οι σημαντικές ποιοτικά και ποσοτικά ανακοινώσεις στις κριτικές στήλες των Μακεδονικών Ημερών αγκαλιάζουν ένα ευρύ φάσμα κειμένων και μαρτυρούν την αδιάκοπη ενημέρωσή τους και την ευαισθησία τους στα συγκαιρινά τους φανερώματα. Φαίνεται πως οι κριτικοί συνεργάτες υπάκουαν στο σύνολό τους στο σύνθημα του εμψυχωτή Πέτρο Σπανδωνίδη: «κατ’ ευθείαν προς το βάθος, κατ’ ευθείαν προς την αλήθεια».

 

Γ.4. Η μεταφραστική πράξη στις Μακεδονικές Ημέρες

 

Σύμφωνα με τον Γιώργο Δ. Παγανό, τα ρηξικέλευθα κινήματα στην Ελλάδα «έπασχαν» από την απουσία αμιγώς μοντερνιστικών περιοδικών, όπου θα φιλοξενούνταν κείμενα των «οπαδών» τους. Οι Μακεδονικές Ημέρες, ωστόσο, κατά τον Παναγιώτη Μουλλά, που στεγάζουν και καλλιεργούν νεωτερικές τάσεις, με ιδιαίτερη φροντίδα, έστω και δειγματοληπτικά, ανακοινώνουν μεταφρασμένα κείμενα ξένων πρωτοπόρων, όπως των Katherine Mansfield, Virginia Woolf, Marcel Proust, Franz Kafka, κ.ά. Πράγματι, κύριο μέλημά τους υπήρξε η απόδοση έργων, που ανανέωσαν την ευρωπαϊκή λογοτεχνία, γι’ αυτό και δόθηκε βάρος, σύμφωνα με την Αγλαΐα Κεχαγιά-Λυπουρλή, στην παρουσίαση της ξένης παραγωγής, σε μόνιμη βάση. Κατά τον Τόλη Καζαντζή, οι μεταφράσεις αυτές συνέβαλαν στη διαμόρφωση μιας πιο εκσυγχρονισμένης πεζογραφίας και ποιητικής τέχνης. Ο Στέλιος Ξεφλούδας τόνιζε χαρακτηριστικά:

 

«Είμαστε εμείς, δεν περιαυτολογώ ούτε το λέω για να επιδείξω ότι κάναμε κάτι το σημαντικό, ότι εμείς πρώτοι φέραμε τα καινούργια ρεύματα εις την λογοτεχνία μας, δηλαδή δώσαμε κείμενα που ήταν άγνωστα έως τότε, Κάφκα, Προυστ, από τους συγγραφείς που την εποχή εκείνη ήταν στην πρωτοποριακή γραμμή».

 

Η απόδοση των κειμένων στην ελληνική γλώσσα φανερώνει ότι η ενημέρωση των συνεργατών του περιοδικού ήταν άμεση. Οι επιλογές τους αποδεικνύουν πως ήταν έγκαιροι και έγκυροι γνώστες των τάσεων της συγκαιρινής τους ευρωπαϊκής παράδοσης. Οι μεταφραστικές προτιμήσεις τους «ισομοιράζονται» ανάμεσα στη γερμανόφωνη, αγγλόφωνη, ιταλόφωνη και γαλλόφωνη παραγωγή, χωρίς βέβαια να απουσιάσουν κείμενα της βαλκανικής. Τα στελέχη του περιοδικού φιλοξένησαν ακόμα και τα «πολυφωνικά» και «δυναμικά» κείμενα της αμερικανικής λογοτεχνίας των αρχών του 20ου αιώνα. Κατά τον Άρη Μαραγκόπουλο, αυτό το «διεθνές άνοιγμα δίνει το σφυγμό του γειτονικού και του ευρύτερου χώρου, που στοίχιζε την πόλη». Στο σημείο αυτό, θα διαφωνήσω με τον Αλέξανδρο Αργυρίου, ο οποίος θεωρεί πως οι μεταφραστικές επιλογές του κύκλου πρέπει να «χρεωθούν» ως προτιμήσεις του και όχι ως «δίκτυο», που διαμορφώνει μια αισθητική τάση. Οι πεζογράφοι ενδιαφέρονται, θεωρητικά και πρακτικά, για τον εσωτερικό μονόλογο, γι’ αυτό και αποτελούν υποδειγματικές μορφές και δείκτες εμπέδωσης του εν λόγω φαινομένου. Σύμφωνα με την Μαίρη Μικέ, οι επιλογές τους καθορίζονται από την ίδια την ανάγκη, που υπαγορεύει και τη δημοσίευση ανάλογων ελληνόφωνων  κειμένων, που, παράλληλα, αποκαλύπτουν τις τάσεις του περιοδικού και τις σαφείς επιδράσεις των δημιουργών τους.

Έμμεσα, προκύπτει ότι οι σημαντικότερες προϋποθέσεις για τη «δόκιμη» μεταφραστική πράξη αφορούν στα εφόδια του μεταφραστή, τη γλωσσομάθεια, τον φιλολογικό οπλισμό, την πολιτισμική ενημέρωση, την κριτική και ερμηνευτική ικανότητα, την καλλιτεχνική προδιάθεση, κ.ά. Η ενδελεχής γνώση της γλώσσας-πηγής και στόχου, όπως και η χρήση άλλων αποδόσεων, θεωρούνται απαραίτητοι όροι κάθε μεταφραστικής απόπειρας. Ο μεταφραστής όφειλε να γνωρίζει το σύνολο του έργου του συγγραφέα που απέδιδε, την εποχή, τη χώρα, την ιδεολογία, τα ήθη, τη νοοτροπία, τα φιλολογικά συμφραζόμενα και το ιστορικό συγκείμενο. Στόχος του ήταν η ευκρίνεια και η λιτότητα στην έκφραση.

Συχνά, τα μεταφρασμένα κείμενα πλαισιώνονται από προλογικά σημειώματα, πληροφοριακού και βιο-εργογραφικού χαρακτήρα, κυρίως, και όχι σχολίων ή στρατηγικών των «διαμεσολαβητών», δεικτών, δηλαδή, των μεταφραστικών πρακτικών και ενδείξεων θεωρητικών απόψεων, που υιοθετήθηκαν στο παρελθόν. Τα  σημειώματα αυτά πρέπει να αντιμετωπίζονται με επιφυλακτικότητα, καθώς ενδέχεται να είναι μεροληπτικά.

Θα ήταν μάλλον άτοπη εδώ μια προσπάθεια αντιβολής των κειμένων-αφετηρία και στόχων, τόσο σε μακροεπίπεδο όσο και σε μικροεπίπεδο. Κάπου-κάπου, φιλοξενούνται κείμενα, αντλημένα από την ύλη ομοειδών αλλόγλωσσων περιοδικών. Η ξένη επιρροή συνυπάρχει και λειτουργεί «παραπληρωματικά» με τη γηγενή. Έτσι, οι συνεργάτες αφενός αποδεικνύουν την ουσιαστική επαφή τους με τα ευρωπαϊκά πνευματικά δρώμενα και αφετέρου προσδίδουν κοσμοπολίτικο πνεύμα και ευρωπαϊκό αέρα στη φυσιογνωμία του περιοδικού. Συχνά, στο τέλος των «ερανισμένων» κειμένων, δηλώνεται,  με σαφήνεια, είτε το έντυπο από το οποίο αντλήθηκαν (π.χ. PAN), είτε η γλώσσα του πρωτοτύπου (μετάφραση ή απόδοση από…).

Τα ινία της μετάφρασης κρατούν οι: Τάκης Βαρβιτσιώτης, Αλκιβιάδης Γιαννόπουλος, Κωνσταντίνος Γεωργούλης, Ι. Γρυπάρης, Γεώργιος Δαμόρης, Γιώργος Δέλιος, Δημήτρης Δήμου, Γιώργος Θέμελης, Στέφανος Λεύκης, Αντώνης Μυστακίδης, Στέλιος Ξεφλούδας, Αβραάμ Παπάζογλου, Πέτρος Σπανδωνίδης, Βασίλειος Τατάκης, Ευάγγελος Τζιάτζιος, κ.ά. Μάλιστα, κάποιοι από αυτούς φέρνουν αρκετά πρώιμα την ελληνική αναγνωστική κοινότητα σε επαφή με κείμενα της ευρωπαϊκής λογοτεχνίας.

Κατά τις Μαίρη Μικέ – Λένα Γκανά, η Virginia Woolf [=Adeline Virginia Stephen] (1882-1941), εκπρόσωπος του αγγλοσαξονικού μοντερνισμού, εμφανίζεται στο περιοδικό χάρη στη «γενναιόδωρη» μεταφραστική προσφορά του Γιώργου Δέλιου, ο οποίος επιλέγει αποσπάσματα από τις Στιγμές ζωής. Στη Νέα Εστία, ωστόσο, διαβάζουμε πως μεταφράζει κάπως «πρώιμα» και με «άσημο» τρόπο διηγήματά της. Παράλληλα, ο Γ. Δέλιος αρθρογραφεί γενικά για το αγγλικό μυθιστόρημα και πιο ειδικά για την Virginia Woolf, η οποία υιοθετεί τη μέθοδο της ενσυνείδητης ροής, της εσώτερης βιωμένης εμπειρίας. Το 1938, δημοσιεύει το «Απόψεις για το αγγλικό μυθιστόρημα», όπου εμφατικά αναφέρεται σε σημεία της τεχνικής της «εκλεκτής» εκπροσώπου, που συνιστούν ανανέωση της αγγλικής πεζογραφίας, στην ικανότητά της να συλλαμβάνει αόρατες όψεις της ζωής, να «θρυμματίζει» το χρόνο, να περιπλανάται στο υποσυνείδητο. Σε επόμενο τεύχος των Μακεδονικών Ημερών, σε μελέτη, με τίτλο «Virginia Woolf», παραθέτει τις απόψεις της για το μυθιστόρημα, αντιπαραθέτει το έργο της με το κλασικό αγγλικό μοντέλο, αλλά και με το έργο των James Joyce και Marcel Proust, ενώ ταυτόχρονα εστιάζει στα πρόσωπά της, αποδεικνύοντας πόσο βαθύ είναι το «αποτύπωμά» της στο έργο του. Ο ίδιος μεταφραστής παρουσιάζει, από τις πρώτες φορές στο ελληνικό αναγνωστικό κοινό, την ψυχολογική διάσταση του χρόνου του Μarcel Proust στην αισιόδοξη εκδοχή της ανεύρεσης του «Ο χρόνος που χάθηκε!» Μάλιστα, ο Νάσος Δετζώρτζης έγραφε πως, παρ’ όλο που ο δημιουργός του μεταφράστηκε σ’ όλες σχεδόν τις γλώσσες, στην Ελλάδα έγινε γνωστός με καθυστέρηση. Στο «Ο χρόνος που ξαναβρέθηκε!», προσπαθεί να βάλει τάξη τον «χαοτικό» κόσμο των αναμνήσεων, «ανάγοντάς τες σε σημεία, μέσα από έναν χείμαρρο λεπτομερειών και εικόνων». Η Δήμητρα Μπεχλικούδη μιλά για «ιδιότυπη παρεκβατική» αφήγηση, για «μαγεία αναμνησιακής ροής» και για «γοητεία συνειρμών». Πρόσθετα, ο Γιώργος Δέλιος αποδίδει το διήγημα της πρωτοποριακής Νεοζηλανδής διηγηματογράφου, Katherine Mansfield, Ευδαιμονία, τις «σκοτεινές, κατά Πέτρο Σπανδωνίδη, Ανθρώπινες συνθήκες του André Malraux, κ.ά. Ενίοτε, πλαισιώνει τις μεταφράσεις του με σύντομα προλογικά σημειώματα. Όπως και να ’χει, η παρουσία των Katherine Mansfield και Virginia Woolf αποτελούν δείγμα του «συρμού» του αγγλικού μυθιστορήματος, κάτι το οποίο συμπίπτει με τα λεγόμενα του Βάσου Βαρίκα για τα συγκαιρινά με το περιοδικό γράμματα. Πιο συγκεκριμένα, θεωρεί πως, αφού οι δημιουργοί «απελευθερώθηκαν» από την κυρίαρχη γαλλική επιρροή, στράφηκαν συνειδητά στις αγγλικές πηγές, οι οποίες, όμως, επιβλήθηκαν, στη Θεσσαλονίκη, υπό το πρίσμα της γαλλικής λογοτεχνικής επικαιρότητας.

Ο «ακούραστος» Δημήτρης Στ. Δήμου κατά αποκλειστικότητα μεταφράζει κείμενα της γερμανόφωνης πεζογραφίας στο περιοδικό. Συνολικά αποδίδει οχτώ διηγήματα του Franz Kafka, εκ των οποίων τα τέσσερα συμπεριλαμβάνονται στη σειρά Ένας γιατρός της υπαίθρου και μάλιστα ένα κομμάτι από αυτά, με τίτλο «Προ του νόμου», επαναλαμβάνεται μετέπειτα στη Δίκη, ενώ τρία είναι παρμένα από το πρώτο τυπωμένο βιβλίο του, την Παρατήρηση. Η μεταφραστική αυτή προσέγγιση συνοδεύεται από ένα βιο-εργογραφικό σημείωμα  του γερμανού λογοτέχνη. Κατά τον Γιώργο Βαφόπουλο, ο «εξαίρετος» και ο «αυθεντικότερος» μεταφραστής του Κάφκα, Δ. Δήμου, τον παρουσίασε πρώτος στην Ελλάδα, μέσα από τις σελίδες των Μακεδονικών Ημερών, με «αυστηρή» αίσθηση ευθύνης. Μάλιστα, η καφκική γραφή βρήκε γόνιμο έδαφος στη Θεσσαλονίκη και συγκεκριμένα στο έργο του Νίκου Γ. Πεντζίκη, όπου είναι εμφανής ο διάλογος με την υπαρξιακού τύπου ενδοσκόπηση. Επιπλέον, ο Δ. Δήμου δίνει μια από τις πρώτες μεταφράσεις του Thomas Mann στα ελληνικά, αποδίδοντας ένα διήγημά του, με τίτλο «Τωβίας Μίνδερνικελ», ενώ, παράλληλα, μεταφράζει ένα άλλο, από τα γερμανικά, του Arthur Schnitzler («Η γυναίκα του σοφού»). Ακόμα, ασχολείται με τον Rainer Maria Rilke και ειδικότερα με το αριστουργηματικό ποίημα «Το τραγούδι της αγάπης και του θανάτου του σημαιοφόρου Χριστόφορου Ρίλκε» και το απόσπασμα «Μια σκηνή από γκέττο της Βενετίας» από τις Ιστορίες ενός καλού θεού. Επίσης, απέδωσε, με τις πιο λεπτές αποχρώσεις, σελίδες από το έργο των Hugo Hofmannsthal, Hermann Hesse, Stefan Sweig, κ.ά. Ο Γιώργος Δέλιος εξαίρει την ποιότητα, εκλεκτικότητα, πιστότητα, ευσυνειδησία, σεμνότητα, σοβαρότητα, αυστηρότητα, τα πνευματικά, ψυχικά και ηθικά του χαρίσματα και την εν γένει αξία της μεταφραστικής προσφοράς του Δημήτρη Δήμου. Θεωρεί πως χάρη στη συμβολή του, οι Μακεδονικές Ημέρες «ευτύχησαν» να παρουσιάσουν αληθινά δημιουργήματα στη μητρική μας γλώσσα. Σύμφωνα με τον Γιώργο Δέλιο, μετέφρασε κείμενα άγνωστων τότε στον τόπο μας λογοτεχνών, που «κρατούσαν την επικαιρότητα» και αποδίδονταν, ταυτόχρονα, στα πιο αξιόλογα ευρωπαϊκά περιοδικά, με εύλογη απόρροια την ανάδειξή του σε σημαντικότερο και κυριότερο μεταφραστή του συγκαιρινού του καιρού.

Οι μεταφραστικές επιλογές του Αλκιβιάδη Γιαννόπουλου αφορούν κυρίως ιταλικά κείμενα. Συγκεκριμένα, μεταφράζει απόσπασμα μυθιστορήματος του πρωτοπόρου Μάξιμο Μποντεμπέλι («Ο Φλορεντάνο και τα κλειδιά»), λυρικές πρόζες του Lionello Fiumi («Με αφορμή το ταξίδι του στις Αντίλλες») και μελέτη του Alberto Savinio, από το περιοδικό PAN του Μιλάνου, αναφερόμενη στον Λoρέντζο Μαβίλη. Επιπλέον, αποδίδει αξιόλογα σημειώματα του Pietro Bottini για την ιταλική λογοτεχνία και θεατρικές μελέτες του Filippo Maria Pontani για τον Pirandello. Ο Γιαννόπουλος, αλλά και οι υπόλοιποι μεταφραστές της ιταλικής λογοτεχνίας, δημοσίευσαν κείμενα, με έντονες πιραντελικές και φουτουριστικές διακειμενικές αναφορές.

Ακόμα, ο Πέτρος Σπανδωνίδης μεταφράζει διήγημα του Giovanni Papini («Δύο φιγούρες σε μια δεξαμενή»), συστήνοντάς τον για πρώτη φορά στο ελληνικό κοινό, ενώ ο Αλ. Μουράτης το σατιρικό «Ακράτητη γλώσσα» του Άντον Τσέχωφ, το οποίο εντάσσεται στα πρωτόλειά του, όταν ήταν ακόμα άγνωστος και υπέγραφε ως Α. Τσεχοντέ.

Κατά την Αγλαΐα Κεχαγιά-Λυπουρλή, ενδιαφέρον παρουσιάζουν τα πεζά κείμενα των βαλκανικών χωρών. Φύση ανήσυχη, ο Ευάγγελος Στ. Τζιάτζιος, μεταφράζει την αλβανική νουβέλα μορφής προσωπικού ημερολογίου, του Ερνέστου Κολίκη, «Ντιλότσα», και το ειδύλλιο «Το νέο τραγούδι», επιμελημένο και γεμάτο από «πίνακες και ποιητικά τοπία συμμετρικά τοποθετημένα», μέσα σε μια σύντομη αφήγηση. Μάλιστα, συνοδεύει τις μεταφράσεις αυτές με βιο-εργογραφικό σημείωμα του δημιουργού των κειμένων-πηγή. Επίσης, αποδίδει δυο «ευτράπελα» διηγήματα της βουλγαρικής λογοτεχνίας του Elin Pelin, που επιγράφονται «Ανοιξιάτικο πλάνεμα» και «O tempora, o mores!». Όπως χαρακτηριστικά διαβάζουμε στη Νέα Εστία, ο Ευαγγ. Τζιάτζιος είναι «ένας από τους δύο τρείς νεοέλληνες που καταπιάστηκαν στα σοβαρά να συστήσουν τη Βαλκανική Λογοτεχνία». Πρόσθετα, μεταφράστηκαν από τον Αντώνη Μυστακίδη οι Ρουμάνοι Ιω. Βινέα, Β. Ι. Πόπα και Μ. Ραλέα, από τον Αβραάμ Παπάζογλου διηγήματα των συγκαιρινών Τούρκων πεζογράφων Αli Sabahattin και Γιασάρ Ναμπή και από τον Μιχάλη Χαννούση λυρικές πρόζες για τον έρωτα του Rusen Esref, από το «Damla-Damla», που σχολιάστηκαν ευρέως και στον ευρωπαϊκό τύπο. Στο ίδιο πλαίσιο εντάσσεται και το άρθρο του Γιάννη Σφακιανάκη για τη συγκαιρινή Εσθονή ποιήτρια Μ. Ούντερ. Σύμφωνα με τον Jean-Luc Chiaponne, τα «ρηχά» ανέκδοτα του Εlin Pelin σοκάρουν σ’ ένα περιοδικό που έκανε γνωστό τον Κάφκα στην Ελλάδα, ενώ η πεζογραφία του Τούρκου Sabahattin Ali, αποτελεί «παραφωνία», αν αναλογισθεί κανείς τα κείμενα των Virginia Woolf και Jean Giraudoux. Έτσι, χαρακτηρίζει τα έργα της βαλκανικής «μέτρια και ανοίκεια». Ωστόσο, η δυσκολία συγκέντρωσης ύλης και  η προώθηση της σύσφιξης των σχέσεων μεταξύ των χωρών δικαιολογούν την ύπαρξή τους.

Ανάλογο ρόλο με την ποίηση της ντόπιας παραγωγής κατείχε και η μεταφρασμένη. Πιο συγκεκριμένα αποδόθηκαν ποιητικές συνθέσεις των Elizabeth Barrett Browning (Ν. Βογιατζάκης, Σοφία Μαυροειδή-Παπαδάκη, Ηρώ Καμπίτογλου), Robert Browning (Δημήτρης Δήμου,  Ν. Βογιατζάκης), Aldo Capasso (Στέλιος Ξεφλούδας), Freiherr Eichendorff (Α. Ν. Σιδέρης), Lionello Fiumi (Ελένη Ψημένου), Hermann Hesse (Δημήτρης Δήμου), Hugo Hofmannsthal (Αβραάμ Κ), Ada Negri (Στέλιος Ξεφλούδας), Rainer Maria Rilke (Δημήτρης Δήμου), Arthur Rimbaud (Τάκης Βαρβιτσιώτης), Umberto Saba (Στέλιος Ξεφλούδας), Albert Samain (Αναστάσιος Γιανναράς), Τεοντώρ Σκαρλάτ (Aντώνης Mυστακίδης), Ernst Toller (Κωνσταντίνος  Γεωργούλης), Αντον Τσέχωφ (Αλ. Μουράτη), Paul Valéry (Τάκης Βαρβιτσιώτης), Paul Verlaine (Τάκης Βαρβιτσιώτης), Enzio Volture (Στέλιος Ξεφλούδας), Walt Whitman (Νίκος Προεστόπουλος), Oscar Wilde (Στέφανος Λεύκης), William Wordsworth (Στέφανος Λεύκης, Ελένη Μπιλιμάτση), Α. Zazzaretta (Μ.Η.), κ.ά.

Ο Κωνσταντίνος Γεωργούλης μεταφράζει  ποιήματα από το Βιβλίο των εικόνων και από τις Ελεγείες του Ντουίνο, οι οποίες αποτελούν κορύφωση του συμβολισμού, του γερμανο-αυστριακού Rainer Maria Rilke, τα οποία πλαισιώνει με σημείωμα βιο-εργογραφίας και σχολίων για την πένα και τη ρητορική του. Η ιδεαλιστική, αλληγορική και μοναχική ποίησή του έγινε γνωστή στο Μεσοπόλεμο και βρήκε απήχηση εξαιτίας του ενδοσκοπικού στοχασμού της στους Στέλιο Ξεφλούδα, Γιώργο Δέλιο, Γιώργο Βαφόπουλο, Γιώργο Θέμελη, Ζωή Καρέλλη, Τάκη Βαρβιτσιώτη, κ.ά. Ο Κ. Γεωργούλης προλογίζει ακόμα ένα ποίημα του «ανήσυχου» πνεύματος της γερμανικής φιλολογίας, Ernst Toller, με τίτλο «Κατάδικος και θάνατος», από τα Τραγούδια των καταδίκων, με εμφανείς υπερρεαλιστικές καταβολές, «λεπτό ειδυλλιακό ένστικτο» και μελαγχολική του διάθεση. Ακόμα, μεταφράζει απόσπασμα από την ομιλία του γερμανού καθηγητή Wolfang Schadewaldt, «Ο Γκαίτε και η αίσθηση του αρχαίου πνεύματος», όπου ανάγλυφα παρουσιάζει τη γκαιτική προσωπικότητα.

Αξίζει να σημειωθεί πως οι Μακεδονικές Ημέρες μετέφρασαν, ακόμα, κείμενα της αρχαίας ελληνικής και λατινικής γραμματείας, όπως Βιργίλιο (Γιώργος Θέμελης), Όμηρο (Πέτρος Σπανδωνίδη), Πίνδαρο (Ι. Γρυπάρης), Σοφοκλή (Ι. Γρυπάρης, Ορέστης Σχινάς), κ.ά.

Τέλος, δημοσιεύτηκαν μεταφράσεις άρθρου του Filippo Maria Pontani («Η διηγηματική λογοτεχνία»), του Pio Viti («Ο Χέγκελ και ο φασισμός»), άρθρα περί ψυχολογίας του U. de Medonca («Πράξεις βουλητικές και πράξεις έμφυτες», «Η σκέψη και η απόφαση»), μελέτες των Stefan Zweig («Ο τραγικός βίος του Μάρσελ Προυστ»), Jean Grenier («Εποχή ορθοδοξιών»), Bruno Lavagnini («Πολύβιος»), A. Rolland de reneville («Ποίηση και γνώση»), ομιλία του Wolfang Schadewaldt, κριτικό σημείωμα του Ed. Jaloux, επιστολές των Katherine Mansfield («Γράμματα»), C. Brighenti, Μ. Σαλτιέλ, κ.ά. Ο Γεώργιος Δαμόρης μεταφράζει κείμενο του Ed. Zaloux, με τίτλο «Ο Αντρέ Ζιντ και το πρόβλημα του μυθιστορήματος», εντείνοντας το ενδιαφέρον για το μυθιστόρημα. Κατά την Δήμητρα Μπεχλικούδη, το κείμενο αναδεικνύει τις αφηγηματικές επιλογές του συγγραφέα, την απομάκρυνσή του από την ανάπτυξη ενός λογικού μύθου και τη δημιουργία ανοίκειων προσώπων.

Το γεγονός ότι κάποια από τα πρόσωπα των μεταφραστών συμπίπτουν μ’ εκείνα των συγγραφέων αποδεικνύει τον ευρηματικό αναβρασμό, ενθουσιασμό και πειραματισμό των συνεργατών των Μακεδονικών Ημερών γύρω από τη μεταφραστική πράξη. Είναι φανερή η διαφορά ποιότητας ανάμεσα στις μεταφράσεις ανατολικών και δυτικών χωρών. Oι Γιώργος Δέλιος, Πέτρος Σπανδωνίδης και Αλκιβιάδης Γιαννόπουλος αντιλαμβάνονται τη μεταφραστική πράξη ως πρόκληση. Η περίπτωση, όμως, του Δημήτριου Δήμου είναι διαφορετική. «Ακριβείς και κομψές», οι μεταφράσεις του, από τα γερμανικά, αποτελούν από μόνες τους ξεχωριστές δημιουργίες. Η συμβολή των μεταφραστών των έργων της Βαλκανικής χερσονήσου εντοπίζεται σε καθαρά γλωσσολογικό επίπεδο. Οι επαγγελματικής φύσεως συμβολές τους δεν παρουσιάζουν δημιουργικό δυναμισμό. Παρ’ όλο που η βαλκανική λογοτεχνία κατέχει περιορισμένη θέση, οι συνεργάτες του περιοδικού έδωσαν μια επαρχιακή εικόνα των όμορων χωρών, αγνοώντας τη σερβο-κροάτικη λογοτεχνία και τον Ρουμάνο Camil Petrescu. Τα κίνητρα των μεταφραστών ποικίλλουν. Πέραν των αναμενόμενων, που συνδέονται με λόγους θαυμασμού, λαγνείας, λογοτεχνικής έλξης και συμπάθειας, με ιστορικές συγκυρίες, πνευματικές επιταγές ή τάσεις τόνωσης, θεωρώ πως σημαντικό ρόλο διαδραμάτισαν ο βαθμός αναγνωσιμότητας και εκτίμησης των δημιουργών των κειμένων πηγών και η παρουσία τους στον ξένο τύπο, όπως επίσης και ο θόρυβος γύρω από το όνομά τους. Οι μεταφραστές προσπαθούν να υποδείξουν τα μέσα και τους τρόπους που θα αποτελέσουν το όχημα για την επίτευξη του εκσυγχρονισμού των ελληνικών γραμμάτων. Τα μεταφράσματα προσφέρουν αρωγή στην ολοκλήρωση της φυσιογνωμίας του περιοδικού. Μέσω αυτών επιτυγχάνονται οι προγραμματικές διακηρύξεις της διεύθυνσης. Παρόλο που οι μεταφραστικές συνεργασίες δεν καταλαμβάνουν το μεγαλύτερο ποσοστό της ύλης του περιοδικού, δεν είναι διόλου ευκαταφρόνητες, καθώς αποτελούν πράξεις διαπολιτισμικής επικοινωνίας.

 

Γ.5. Διερευνώντας ζητήματα πνευματικού ενδιαφέροντος

 

Οι Μακεδονικές Ημέρες διοργανώνουν τρεις έρευνες, δύο προπολεμικά και μία μεταπολεμικά, αναφορικά με «φλέγοντα» ή «ζωτικά» ζητήματα της συγκαιρινής τους εποχής. Στο όγδοο τεύχος του πρώτου χρόνου κυκλοφορίας, δημοσιεύονται απαντήσεις πνευματικών προσωπικοτήτων σχετικά με τη θέση της κριτικής στην Ελλάδα. Κατά την Δήμητρα Μπεχλικούδη, πρόκειται για ένα ερώτημα μεγάλου εύρους, που δείχνει έλλειψη προσδιορισμού ειδικών στόχων. Οπωσδήποτε, οι απαντήσεις προϋποθέτουν ώριμη σκέψη.

Ο Τέλλος Άγρας στη θέση της λέξης «κριτική» τοποθετεί εκείνη της «βιβλιοκρισίας» και επισημαίνει:

 

«[…] όχι καν δεν υπάρχει στον τόπον μας Κριτική, αλλά πως δεν υπάρχει ούτε συστηματική, συνειδητή, μεθοδική, φιλόδοξη τέλος πάντων βιβλιοκρισία […]. Κριτικοί δεν υπάρχουν […]. Οι συγγραφείς και οι ποιηταί δημιουργούν τους κριτικούς […]. Η κριτική, δηλαδή η βιβλιοκρισία, είναι, συνήθως, κακή και άδικη […]. Αι συγγραφείς […] αρνούνται […] να δημιουργηθή αυτή η σωστή, η αξιοπρεπής, η συστηματική κριτική παράδοση […]. Η κριτική δεν είναι έμπνευσις. Είναι χρέος. Η κριτική αναγκάζει. Η κριτική βιάζεται. Δεν ημπορεί λοιπόν ποτέ να την επιθυμήση κανείς. Ώστε, αυτό το ανεπιθύμητο κακό θα γίνεται πάντα ερασιτεχνικά […]. Επάγγελμα είναι και στην Ελλάδα […] η φυσική θέση της κριτικής, και τότε, μόνο θα περάση από τα ταπεινά σύνορα της βιβλιοκρισίας σε κάτι αξιοπρεπέστερο. Έως τότε -έως πότε;- η θέση της […] θα είναι η θέση του παρεξηγημένου».

 

Τέσσερις μήνες μετά, προσθέτει λίγες ακόμα παρατηρήσεις, καθώς αισθάνεται πως η έρευνα κατευθύνεται σε πρόσωπα, στα οποία ανήκει και ο ίδιος. Επισημαίνει πως η κριτική ποτέ δεν ήταν «η κλίση» του, αλλά «πότε στρατευόμενη συνεργασία και πότε ανταπόδοση αβρότητας». Τονίζει πως οι συγκαιρινοί του κριτικοί «υστερούν αθεράπευτα στην εκπλήρωση της αποστολής Τους», ενώ ο ίδιος ακολουθεί την «καθαυτό κριτική μέθοδο». Οι συγγραφείς απαιτούν από τους κριτικούς να τους παρακολουθούν «στο μέσον δρόμο της εργασίας των» και συνεχίζει:

 

«Ο κριτικός πρέπει να σκύψη να βρη μέσα στο καλό έργο και το ατυχές του σημάδι, αλλά και στο κακό έργο το μαργαριτάρι του λυρισμού […]. Ο κριτικός να ξεκινά μαζί με τον συγγραφέα, και να πορεύεται μαζί του […]. Ημπορεί και να πη όλες του τις αντιρρήσεις […], αλλά πάντοτε μ’ ένα χαμόγελο, με κάποιαν ευφυΐα, με κάποιαν ευγένεια […]. Ο κριτικός πρέπει να είναι σφοδρός, απροκάλυπτος και passion […] είτε απέναντι σε έργα με “θέσιν” […] είτε απέναντι σε έργα κακού γούστου […]».

 

Το πρόβλημα έγκειται στο ότι οι κριτικοί είναι περισσότερο δημιουργοί και στο ότι δεν έχουν αυταπάρνηση και ευσυνειδησία. Ο Τέλλος Άγρας μεταθέτει το πρόβλημα της έλλειψης αξιοπρεπούς και συστηματικής κριτικής στη βούληση του εκάστοτε συγγραφέα. Η Δήμητρα Μπεχλικούδη φρονεί πως οι απαντήσεις του εμπεριέχουν έντονο υποκειμενικό στοιχείο, γεγονός που υπερκαλύπτει τις επιμέρους ορθές παρατηρήσεις.

Το κέντρο του ενδιαφέροντος στην απάντηση του Άγγελου Τερζάκη, εστιάζεται στο εξής σημείο:

 

«Ξεχωρίζω σε δυό κατηγορίες την κριτική: Την κατώτερη, την τεχνολογική, […] που αναλύει το έργο τέχνης με το μικροσκόπιο του ειδικού τεχνοκρίτη κι αναζητάει σφάλματα, προτερήματα και… επιδράσεις. Και την άλλη, την ανώτερη, την γραμματολογική κριτική, που προχωρεί σε μεγάλες γραμμές, συγκρίνει στο πλαίσιο της φιλολογικής ιστορίας, αναζητάει τις κατευθύνσεις των ιδεών και των αισθητικών μεθόδων, ολοκληρώνει τα γινόμενα των εποχών και τέλος συνειδητοποιεί και κατευθύνει […]».

 

Ο Άγγελος Τερζάκης χαρακτηρίζει την πρώτη ως κριτική «ρουτίνας, επιπόλαιη και ερασιτεχνική», καθώς προέρχεται από ανθρώπους «ημιμαθείς», χωρίς γνωστικό οπλισμό, που «υποβιβάζουν την Ελλάδα σε ευρωπαϊκή επαρχία». Από την άλλη, η «επαγγελματική» κριτική διακρίνεται από τον άκριτο υποκειμενισμό της. Η απάντηση αυτή χαρακτηρίζεται ως μια από τις πιο αιτιολογημένες, πλήρεις  και συγκροτημένες της έρευνας. Ο Άγγ. Τερζάκης αρνείται να μπει σε προσωπικά παιχνίδια και «προσκολλάται στο γράμμα του ερωτήματος, αποφεύγοντας να κάνει κριτική των κριτικών».

Τη σκυτάλη των αποκρίσεων παίρνει ο Λάζαρος Πηνιάτογλου, ο οποίος τοποθετεί το ερώτημα στην βάση του αν όντως στην Ελλάδα υπάρχει κριτική και σημειώνει:

 

«Ο λόγος της υπάρξεως της κριτικής δεν είναι να βαθμολογήση ένα έργο […]. Η κριτική είναι μια ανάλυση, αλλά και μια σύνθεση. Η δουλειά του κριτικού είναι να αναλύση ένα έργο, να ξεδιαλύνη τα στοιχεία εκείνα που έχουν υπόσταση δική τους, να τοποθετήση το καθένα στο πλαίσιό του, να ρίξει τη δέσμη φωτός που χρειάζεται για να παρουσιασθούν ανάγλυφες οι λεπτομέρειες που περιέχουν τόσο βαθύ νόημα, να ερμηνεύση τις παραλλαγές και τις αποχρώσεις πούδωσε […] ο τεχνίτης, να καθορίση μέχρι ποιού σημείου επεμβαίνει η συνειδητή προσωπικότητα του συγγραφέα και “από πού αρχίζει το πεδίο στο οποίο επιδρούν οι άγνωστες δυνάμεις του υποσυνείδητου”».

 

Προχωρώντας στο στάδιο της σύνθεσης, ο κριτικός οφείλει «να συναρμολογήση τα ασύνδετα στοιχεία και να τα στήση σ’ ένα οικοδόμημα ανεξάρτητο. Είναι η δημιουργική πλευρά της κριτικής, που απαιτεί πάλι την ύπαρξη του διανοητικού υπεδάφους σε συνδυασμό με τις δημιουργικές ικανότητες, που δε μπορούν να ορισθούν». Ο Λάζαρος Πηνιάτογλου συμπεραίνει πως στην Ελλάδα δεν είναι δυνατόν να υπάρξει κριτική, καθώς επικρατεί η «αμορφωσιά» και «πενταρολογία», καθώς απουσιάζουν η οξυδέρκεια, η διανοητική ικανότητα, η μόρφωση, η τιμιότητα, ενώ, αντίθετα, «δεσπόζουν» οι «μικροφιλοδοξίες», «ρουσφετολογίες», εξαγορές, οι συμβιβασμοί, προχειρότητες και η έλλειψη επαγγελματικής συνείδησης. Έτσι, καταλήγει στο εξής: «Κριτική θα πη πολιτισμός. Γι’ αυτό στην Ελλάδα δεν υπάρχει Κριτική…».

Ο Ντόλης Νίκβας μιλά για «παρεξηγημένο όρο». Στην Ελλάδα, η κριτική είναι ανύπαρκτη. Ό,τι γράφεται δεν είναι παρά μια προχειρότητα. «Κριτική δε θα πη ούτε διθύραμβος, ούτε λίβελλος. Η πραγματική κριτική είναι ισοδύναμη της δημιουργίας […]. Η κριτική δεν πρέπει να εξαρτάται από τις προσωπικές σχέσεις κριτή και κρινόμενου». Επομένως, φρονεί πως είναι αστείο να μελετά κανείς τη θέση της κριτικής και γι’ αυτό στιγματίζει την «αμορφωσύνη», που διακρίνει τους «κριτικούς»: «Το χρίσμα του κριτικού βρίσκεται […] στη διάθεση του πρώτου τυχόντος που “ελέω Θεού” γνωρίζει γραφή και ανάγνωση και κατά μια διαβολική συγκυρία έτυχε να έχη στην διάθεσή του μια στήλη εντύπου». Η Δήμητρα Μπεχλικούδη κάνει λόγο για επιδερμική παρουσίαση της εξωτερικής εικόνας της κριτικής και για υπεκφυγή αιτιολόγησης των πορισμάτων του.

Ο Δημήτριος Μεντζέλος «πρόχειρα και ανάκατα» ή διαφορετικά «φευγαλέα και ανώδυνα», προχωρά σε μια ιστορική αναδρομή και καταλήγει στο συμπέρασμα ότι, με την πάροδο του χρόνου, «η κριτική γίνεται απαιτητικώτερη», καθώς αυξάνεται ο όγκος του υλικού. Η κριτική φιλοδοξεί τη θέση «οδηγήτρας», τη στιγμή που απουσιάζουν οι «τεχνοκριτικοί», με την αισθητική μόρφωση και τις ευαίσθητες κεραίες.

Για τον Γιώργο Δέλιο η κριτική είναι παράλληλη λειτουργία με τη λογοτεχνία. Το έως τότε «νεφελώδες» έδαφος δεν επέτρεπε ελευθερία κινήσεων και διεισδυτικό βλέμμα. Η κριτική με αξιώσεις ενός ευρύτερου σεβασμού και την ωριμότητα ενός «οικουμενικού αντικρίσματος» απουσιάζει από τη χώρα. Η Δήμητρα Μπεχλικούδη επισημαίνει πως ο Γιώργος Δέλιος, «νηφάλια και στοχαστικά», εξηγεί την κατάσταση της κριτικής και αποδίδει ευθύνες σε συντηρητικές κάστες, που λειτουργούν ως τροχοπέδη στην άνθισή της.

Ο Γιώργος Κοτζιούλας μιλά για «βιβλιοκριτική» και την ορίζει ως «παρατήρηση και τεχνικό συναρμολόγημα σ’ ενότητα αρμονική». Η κριτική δεν είναι κοινά παραδεκτή ως φιλολογικό είδος, ενώ ο τύπος την αντιμετωπίζει περιθωριακά. «Η ανάλυση, το πρώτο μέρος της κριτικής επεξεργασίας, αφήνει αδιάφορους τους κριτικούς στην ακαταδεξία τους. […] Βιάζονται να πηδήσουν αμέσως στην σύνθεση». Λίγοι είναι εκείνοι που ασκούν συστηματική κριτική. Οι κριτικογράφοι παρουσιάζονται ως «απληροφόρητοι, καθυστερημένοι, ανίκανοι, αποτυχημένοι, ανεπίδεχτοι, απρόθυμοι, ελαστικοί, συμβιβαστικοί, υποκειμενικοί, ανενεργοί, αμέτοχοι στο γίγνεσθαι, αποξενωμένοι από την κοινή γνώμη, στοιχεία στείρα και αρνητικά». Κινούνται «στους δρόμους του ρουσφετιού, της φιλανθρωπίας, του λιβανίσματος, της σύμπτωσης ή υποχρέωσης». Οι εξαιρέσεις είναι ελάχιστες (Άλκης Θρύλος, Τέλλος Άγρας, Δημήτρης Νικολαρεΐζης). Επισημαίνει πως η απόκτηση υπολογίσιμης κριτικής απαιτεί ταλέντο, ειδική προδιάθεση,  επιπρόσθετη καλλιέργεια και μελέτη των διεθνών κριτικών συστημάτων, επιστημονική μόρφωση και γνώση της γηγενούς παραγωγής, γλωσσομάθεια, άπταιστο χειρισμό της μητρικής γλώσσας, υπομονή, βούληση, κ.ά.

Για τον Νίκο Παππά, κριτική σημαίνει «αντικειμενική έρευνα και σύστημα». Στον τόπο μας η κριτική «λικνίστηκε στα ιδεαλιστικά μονοπάτια». Στειρότητα, υποκειμενικότητα, έλλειψη ισχυρών πρωτοποριακών κατευθύνσεων και μεθόδου, δογματικός τόνος, εχθρική στάση κριτή προς κρινόμενο, αυθαίρετα γούστα, ελληνοπρεπές ύφος, συνοδεύουν την κριτική στη χώρα μας. Ο Ν. Παππάς εξαιρεί τους Φώτο Πολίτη, Κώστα Βάρναλη και Γιώργο Θεοτοκά. Εύστοχα, η Δήμητρα Μπεχλικούδη επισημαίνει πως κάπως «αναξιόπιστα και απλουστευτικά», ο Νίκος Παππάς αποδίδει την ανυπαρξία κριτικής στην ιδιοσυγκρασία του «Ρωμιού».

Στην έρευνα απαντούν κι άλλοι διανοούμενοι. Ο Χρήστος Λεβάντας, χωρίς να αιτιολογεί επαρκώς τη θέση του, διατείνεται πως η κριτική δεν πρέπει να εξετάζεται απομονωμένη, αλλά αναπόσπαστα με την περιρρέουσα πνευματική ατμόσφαιρα και τα κοινωνικά προβλήματα. Ο Πάνος Σπάλας, θεωρεί ότι η κριτική παραμένει διστακτική, υποκειμενική, εμπαθής και στάσιμη, καθώς δεν εκσυγχρονίζεται. Ο Ηλίας Ζιώγας, πάλι, φρονεί πως περπατά με βήμα «σημειωτόν» και «στραβά αρχινισμένο». Ο κριτικός οφείλει να είναι ένα «τέρας γνώσης», μια «κινητή βιβλιοθήκη». Έτσι, επιτίθεται απροκάλυπτα στην «επίσημη» κριτική. Ο Ναπολέων Παπαγιωργίου δηλώνει κάθετα πως η έλλειψη ολοκληρωμένης Τέχνης στην Ελλάδα συνεπάγεται έλλειψη Κριτικής. Ωστόσο, το μέλλον διαγράφεται ευοίωνο, λόγω κάποιων «λαμπερών» προσωπικοτήτων. Η Δήμητρα Μπεχλικούδη επισημαίνει πως η άποψή του, αν και «ριζοσπαστικότερη και καυστικότερη», συγκλίνει με του Άγγελου Τερζάκη. Ο Γιάννης Σιδέρης ορίζει την κριτική ως «πνευματικό καταφύγιο». Μιλά για απουσία κριτικής, με εξαίρεση τον συστηματικό, συνεπή και αμερόληπτο Φώτο Πολίτη. Οι υπόλοιποι δήθεν κριτικοί διακρίνονται για την εγωπάθεια, αμάθεια, άγνοια, υποκειμενικότητα και εκδικητικότητά τους. Ο Κούλης Αλέπης υιοθετεί την άποψη περί ανυπαρξίας κριτικής και κάνει λόγο για αγραμματοσύνη, έλλειψη καλλιτεχνικού εγώ, ειλικρίνειας και συνείδησης απαλλαγμένης από μικρότητες, για συμφέροντα και συμβιβασμούς. Κατά τον Σώτο Χονδρόπουλο, η κριτική οφείλει να έχει «ολάνοιχτα μάτια» και να «σφυγμομετρά» προσεκτικά τις νέες τάσεις. Τέλος, και ο Νικόλαος Τωμαδάκης αναγνωρίζει την απουσία συστηματικής κριτικής και υψώνει «λιβανωτό» στον ασυμβίβαστο, αλλά αντικειμενικό και μεθοδικό, Φώτο Πολίτη.

Ο Πέτρος Σπανδωνίδης απαντά στην έρευνα από διάφορα σημεία του περιοδικού. Στα «Καθρεφτίσματα» ορίζει τη λογοτεχνική κριτική ως «μέθοδο προσδιορισμού της αξίας ενός λογοτεχνήματος, η οποία πηγάζει από σχέσεις εσωτερικές (αισθητικές) και εξωτερικές (σύγκριση μεγεθών)». Η κριτική μπορεί να απευθύνεται σε μια πλασματική ή πραγματική κατάσταση. Κριτική, όμως, «που αντικρίζει κυκλικά μια προσωπικότητα»,  δεν υπάρχει. Στην Ελλάδα, συνεχίζει, υφίστανται κάποιοι «κριτικοί καταστάσεων». Επισημαίνει πως η βιβλιοκριτική διαθέτει «άφθονους δογματικούς, ιμπρεσιονιστές και αισθητικούς κριτικούς», όπως τους Κώστα Βάρναλη, Άλκη Θρύλο, Τέλλο Άγρα και Πέτρο Χάρη. Στα προσόντα των κριτικών συγκαταλέγει τη διαύγεια, ευθυκρισία, μετριοφροσύνη, συνέπεια, σαφήνεια, πνευματική ανεξαρτησία, δημιουργική δύναμη και τη σφαιρική οπτική.  Ωστόσο, από την Ελλάδα απουσιάζει ο «μύστης», που θα υποβάλλει σε κριτικό έλεγχο τη ζωή. Ο Πέτρος Σπανδωνίδης ισχυρίζεται χαρακτηριστικά: «μας λείπουν οι μεγάλοι πνευματικοί οδηγοί». Στα μεταπολεμικά τευχίδια, ορίζει την κριτική ως «λειτούργημα ελεύθερο στη δύναμη και υπεύθυνο για τις αδυναμίες του». Κατά την Δήμητρα Μπεχλικούδη, η άποψή του είναι «αριστοκρατική και δεν υπερβαίνει τα όρια μιας απλουστευτικής αιτιολόγησης». Η απουσία πνευματικών ταγών γίνεται κατανοητή, αν αναλογισθεί κανείς το συγκείμενο. Παρ’ όλο που εισάγει τη συγκριτική αντιμετώπιση του αισθητικού αντικειμένου, τα λεγόμενά του αναδεικνύονται «θεωρητικά και νεφελώδη, φαντάζουν σα νοητικές συλλήψεις, ανεφάρμοστα μέτρα, προανακρούσματα μιας νέας αδιαμόρφωτης ακόμα αντιμετώπισης. Ακολουθώντας τη μέση οδό, αποφεύγει την απόλυτη συγκατάνευση, αλλά και άρνηση».

Όπως και να έχει οι απαντήσεις -περιγραφικές, απολογητικές, προσωπικές, συγκροτημένες- φανερώνουν πως επαγγελματική κριτική δεν υφίσταται. Ό,τι γράφεται προσλαμβάνεται ως «ερασιτεχνική και περιστασιακή βιβλιοκρισία». Απουσία συνθετικού νου, «μισόλογα», ρουσφετολογία και σκοπιμότητες «συνεπικουρούν ως δεκανίκια στη διαιώνιση της κατάστασης». Ό,τι έρχεται στο φως της δημοσιότητας έχει τη σφραγίδα της ευκολίας, προχειρότητας, επιπολαιότητας, βιασύνης και αυτοπροβολής. Η θέση της κριτικής συσχετίζεται με τη δημιουργική λογοτεχνία και τα εθνικά ζητήματα, τα οποία και προδιαγράφουν την ποιότητά της. Οι ανταποκριτές επιθυμούν τον απεγκλωβισμό και επαναπροσδιορισμό της. Προτείνουν άρση των αιτιών της «κακοδαιμονίας» (πιέσεις, εθνικά ζητήματα, τάσεις δογματισμού και φανατισμού) και επικλήσεις στην επιστήμη (ενδελεχής προσέγγιση κρινόμενου έργου, συνθετική μέθοδος, παρατήρηση, ανάλυση, σύνθεση, σύστημα, κατάρτιση, αντικειμενική έρευνα, αλήθεια, εμπεριστατωμένη μελέτη). Κατά την Δήμητρα Μπεχλικούδη, στόχος της έρευνας είναι η «άνδρωση» κριτικής στην Ελλάδα, η οποία συνδέεται με την παράδοση (υπεράσπιση, μέση οδός, επισήμανση αδυναμιών, απόρριψη), την Ευρώπη (σύμπραξη, έλξη, πρόκληση, τροφοδοσία ή αντιπαράθεση, άρνηση, δυσπιστία, επίθεση, απόρριψη) και τις συγκαιρινές τάσεις της λογοτεχνίας (ειρωνεία, επίθεση, απέχθεια, λοιδορία, συντηρητισμός ή αποδοχή, άνοιγμα, συμφιλίωση). Η αναφορά στον εσωτερικό μονόλογο είναι έμμεση, καθώς συγκαταλέγεται στις νεωτερικές τάσεις.

Ας δούμε, όμως, πώς η κριτική προσέλαβε την έρευνα των Μακεδονικών Ημερών. Η Λίτσα Χατζοπούλου κάνει λόγο για αξιοσημείωτη προσφορά στα πνευματικά ζητήματα, ενώ ο Αλέξανδρος Αργυρίου υποστηρίζει ότι η ερασιτεχνική, περιστασιακή και ανιδιοτελής κριτική κρίνεται ως «ανυπολόγιστη», καθώς αποτελούσε τον «ασθενή κρίκο» της καλλιτεχνικής ζωής.  Θεωρεί πως η έρευνα θέτει έμμεσα υπό αμφισβήτηση και έλεγχο την αθηναϊκή κριτική. Σύμφωνα με τον Λάμπρο Βαρελά, ο κυρίαρχος τόνος είναι «επιθετικός» και η πλειονότητα των θέσεων για την ποιότητα της ελληνικής λογοτεχνικής κριτικής και επάρκειας των κριτικών «αρνητική». Ο δυσαρεστημένος Πέτρος Χάρης εκλαμβάνει την έρευνα ως «διαμαρτυρία της επαρχιακής διανόησης» για την αγνόηση και περιφρόνηση που υπέστη. Η έρευνα δεν διέφυγε της προσοχής του Κ. Θ. Δημαρά. Χαρακτηριστικά επεσήμανε: «Η Θεσσαλονίκη μίλησε κιόλας, βάζοντας σκληρά το δάχτυλο στην πληγή μας». Θεωρεί πως οι απαντήσεις των συμμετεχόντων διαπνέονται από έναν «επικριτικό» τόνο και μια διάθεση απαισιοδοξίας. Δέχεται ότι η κριτική στην Ελλάδα απουσιάζει, αφού δεν έχει δημιουργηθεί μια «τάξη λογοτεχνών», που να ασχολείται συστηματικά μ’ αυτήν, παρ’ όλο που ξεχωρίζει κάποιες περιπτώσεις.

Από τον Ιανουάριο μέχρι τον Απρίλιο του 1938, οι Μακεδονικές Ημέρες διοργανώνουν δεύτερη έρευνα σχετικά με τις τάσεις της νεοελληνικής λογοτεχνίας. Ευελπιστούν ότι η κριτική συζήτηση «πάνου σε παρόμοια θέματα μπορεί να δημιουργήση μια πιο ξάστερη συνείδηση των αξιών, που θα ωδηγήση σε μια τοποθέτηση σαφέστερη από τη σημερινή του έργου των συγγραφέων». Σκοπός των ερευνών, όπου αναφέρονται και ονόματα, είναι, «ύστερα από τόσες αναμοχλεύσεις, να δοθή ένα καταστάλαγμα». Έτσι, δημοσιεύονται απαντήσεις αντιπροσωπευτικού δείγματος συγκαιρινών «κριτικών» και λογοτεχνών, στα εξής:

 

«1) Ποια στάση πήρε η πεζογραφία της τελευταίας εικοσαετίας απέναντι στην ελληνική ζωή.

2) Απασχολήθηκε η μεταπολεμική λογοτεχνία μας με την έρευνα του εσωτερικού ανθρώπου, δημιούργησεν έργα υποκειμενικά με ξεχωριστά χαρακτηριστικά; Ξεπέρασε αυτό που υπήρχε πλαταίνοντας τα όριά της και θ’ αφήσει έργα που θα ζήσουν;

3) Ποιους θεωρείτε ως τους καλύτερους πεζογράφους της τελευταίας εικοσαετίας που εκφράζουν πιο χαρακτηριστικά ξεχωριστές λογοτεχνικές τάσεις;

4) Ποιες είναι οι τάσεις της ποιήσεώς μας της τελευταίας εικοσαετίας;

5) Ποιους θεωρείτε ως τους καλύτερους ποιητάς της τελευταίας εικοσαετίας;»

 

Ο Γιώργος Θεοτοκάς περιορίζει τις απαντήσεις του στη γενιά του 1930. Τονίζει πως η στάση που υιοθετεί η πεζογραφία απέναντι στην ελληνική ζωή είναι «κριτική, αυστηρή, ευρυγωνική, ανοιχτή και δεκτική». Πρόθεσή της είναι η εξερεύνηση του εσωτερικού ανθρώπου. Έτσι, έρχεται σε ρήξη με την παράδοση, ενώ παράλληλα διευρύνει τους ορίζοντές της. Ο Γ. Θεοτοκάς δεν είναι σε θέση να γνωρίζει αν τα έργα που παρήγαγε θα αντέξουν στη διαχρονία. Δεν διακρίνει «καλούς και κακούς» πεζογράφους, αλλά, απλά, νηφάλια και στοχαστικά ξεχωρίζει κάποιους που εκτιμά και που λίγο-πολύ έχουν επιβληθεί. Σχετικά με τα δύο τελευταία ερωτήματα πιστεύει πως εξαιτίας του Κ. Π. Καβάφη, η ποίηση «πορεύεται γυρεύοντας μια νέα κοίτη».

Ο Κοσμάς Πολίτης παραδεχόμενος την ανεπάρκειά του ξεχωρίζει, από όσα διαβάσματα θυμάται, ως καλύτερους τον πεζογράφο τον Στ. Γρανίτσα και τον ποιητή Οδυσσέα Ελύτη.

Ο Γιώργος Σαραντάρης αν και επισημαίνει πως ο διαχωρισμός ποίησης και πεζογραφίας είναι συμβατικός, ωστόσο, αναγνωρίζει την πρόθεση του περιοδικού να «φωτίσει» τα πνευματικά δρώμενα. Χαρακτηρίζει τη στάση της πεζογραφίας απέναντι στην ελληνική ζωή ως «παθητική, επιδερμική, αποστασιοποιημένη». Ακόμα, αναρωτιέται τι σημαίνει εσωτερικός άνθρωπος. Όπως ισχυρίζεται, δεν βλέπει τάσεις, παρά βιβλία και συγγραφείς. Εκτιμά τους Γιάννη Σφακιανάκη και Ηλία Βενέζη, ενώ στέκεται επιφυλακτικός απέναντι στους Γιώργο Δέλιο, Στέλιο Ξεφλούδα και Νίκο Γ. Πεντζίκη. Στον τομέα ποίηση, σχολιάζει πότε αρνητικά και πότε θετικά τους Μελισσάνθη, Γιώργο Βαφόπουλο, Ανδρέα Εμπειρίκο, Γιάννη Ρίτσο, Νικηφόρο Βρεττάκο, Ρώμο Φιλύρα, Κώστα Καρυωτάκη και ξεχωρίζει τον πάντα «ενημερωμένο» Γιώργο Σεφέρη.

Ο Δημήτρης Νικολαρεΐζης υποστηρίζει πως τα ερωτήματα που θέτει το περιοδικό είναι «φλέγοντα». Οι νέοι πεζογράφοι συνδύασαν την ψυχολογία του εγώ με το «οικογενειακό κύτταρο» (Γιώργος Θεοτοκάς, Θανάσης Πετσάλης, Άγγελος Τερζάκης). Όλοι οι δρόμοι για τη δημιουργία ενός μυθιστορήματος περνούν από τη σύλληψη του εσωτερικού ανθρώπου και μάλιστα, όπως τονίζει, στη Θεσσαλονίκη, «επιχωριάζει» μια ιδιόμορφη τάση. Φρονεί πως στην ελληνική ποίηση ο Κώστας Καρυωτάκης κληροδότησε ένα «βαθύ αυλάκι», ενώ, ταυτόχρονα, μιλά για τους «πρωτοπόρους» Γιάννη Ρίτσο, Γιώργο Σεφέρη, Γιώργο Σαραντάρη και Τέλλο Άγρα. Αρνείται να απαντήσει στο τρίτο και πέμπτο ερώτημα ισχυριζόμενος πως δεν είναι η κατάλληλη στιγμή για συγκριτικές βαθμολογίες.

Ο Γιώργος Μ. Μυλωνογιάννης εξαίρει τα ερωτήματα των Μακεδονικών Ημερών και δίνει τη δική του απάντηση  στα ζητήματα που ανακινούν. Θεωρεί πως η πεζογραφία έχει αποκτήσει έναν «προσωπικό» τόνο απέναντι στην ελληνική ζωή, την οποία προσεγγίζει, αναλύει και εξηγεί. Η λογοτεχνία αναλύει «βαθύτερα» και «πλατύτερα» τον εσωτερικό άνθρωπο. Ως παράδειγμα παραθέτει τα έργα του «εσωτερικού», της πολεμικής λογοτεχνίας και εκείνα με ξεκάθαρη κοινωνική θέση. Τις προϋποθέσεις αυτές πληρούν οι Ηλίας Βενέζης, Φώτης Κόντογλου, Θράσος Καστανάκης, Γιώργος Θεοτοκάς, Στέλιος Ξεφλούδας, Φώτος Πολίτης, Γιώργος Δέλιος, Άγγελος Τερζάκης, Αρκάδιος Λευκός, Θανάσης Πετσάλης, κ.ά. Η ποίηση προσπαθεί να απαγκιστρωθεί από τις παραδοσιακές φόρμες και επιρροές (Κωστής Παλαμάς, Κώστας Καρυωτάκης). Τον Γ. Μ. Μυλωνογιάννη συγκίνησαν οι Τέλλος Άγρας, Τάκης Παπατσώνης, Γιώργος Σεφέρης, Γιώργος Βαφόπουλος, Ρίτα Μπούμη, Γιάννης Ρίτσος, Οδυσσέας Ελύτης, κ.ά.

Ο Ηλίας Ζιώγας θεωρεί πως η πεζογραφία δείχνει «ζωηρό» ενδιαφέρον για την ελληνική ζωή και μια τάση φυγής από το «στενό» ηθογραφικό της χαρακτήρα. Οι πεζογράφοι έχουν την πρόθεση να «αγκαλιάσουν» την ελληνική ζωή. Φρονεί πως η μεταπολεμική λογοτεχνία απασχολήθηκε αποκλειστικά με την έρευνα του εσωτερικού ανθρώπου και του ανεξιχνίαστου ψυχικού του κόσμου. Δημιουργήθηκαν υποκειμενικά έργα και τα όρια της πεζογραφίας διευρύνθηκαν. Οπωσδήποτε, οι συγγραφείς έδωσαν έργα που θα ζήσουν (Στρατής Μυριβήλης, Στέλιος Ξεφλούδας). Στη λίστα με τους καλύτερους πεζογράφους κατατάσσει τους Φώτη Κόντογλου, Θράσο Καστανάκη, Στρατή Μυριβήλη, Στέλιο Ξεφλούδα, Θανάση Πετσάλη, Μιχάλη Καραγάτση, Άγγελο Τερζάκη, Γιώργο Δέλιο, Γιάννη Σκαρίμπα, Σώτο Χονδρόπουλο, Φώτη Πολίτη, Γιάννη Σφακιανάκη, κ.ά. Σπουδαία συμβολή στα γράμματα στάθηκε και το κριτικό έργο των Τίμου Μαλάνου, Αιμίλιου Χουρμούζιου, Κλέωνα Παράσχου, Γιάννη Μπεράτη, Γιώργο Θεοτοκά, Πέτρου Σπανδωνίδη, Γιάννη Χατζίνη, κ.ά. Σχετικά με την ποίηση εμφανίζεται απογοητευμένος. Μέσα στον ποιητικό «λαβύρινθο» ξεχωρίζει κανείς τους Κώστα Καρυωτάκη, Μαρία Πολυδούρη, Νίκο Καββαδία, Κούλη Αλέπη, Γιάννη Σκαρίμπα, Νικηφόρο Βρεττάκο, κ.ά.

Ο Νίκος Παππάς μιλά για μια «μετρημένη, φιλότεχνη, εγκυκλοπαιδική» πεζογραφία, η οποία «δε ζωήρεψε κανένα πάθος, δεν σύνθεσε συγκλονιστικά καμιά καθολική εποποιία των τραγικών ημερών». Η πλειοψηφία των πεζογράφων «ξεγέλασε με φαντασμαγορίες, με χτυπητές διηγήσεις, με πλούτο αισθητικό», γι’ αυτό και αμφισβητεί το μέλλον της. Αντίθετα, θεωρεί πως η ποίηση «έχει αναχωρήσει από πολύ βαθύτερα στήθη και πνέει με ορμή λυρικών χειμάρρων. Ενώ η πεζογραφία ξεκίνησε με ρυθμικά και άτονα μέσα, η ποίησή άρχισε με σεισμό. Ο λυρισμός εισέδυσε στα ιερά άδυτα της δραματικής ανθρώπινης ψυχής. Μέγας άνεμος αγνότητας έπνευσε στη νέα μας ποίηση […]. Ακούμε συχνά κραυγές ανθρώπων και μουσικούς φθόγγους. Πλουτίζεται το νέκταρ το ευφρόσυνο, που σκορπούν οι λυρικές φάλαγγες ποιητών». Ξεχωρίζει τους Κώστα Καρυωτάκη, Μαρία Πολυδούρη, Ρίτα Μπούμη, Γιάννη Ρίτσο, Νικηφόρο Βρεττάκο, Οδυσσέα Ελύτη, Γιώργο Σεφέρη, Νίκο Καββαδία, κ.ά., οι οποίοι «πλέουν με πελαργούς ονείρων και ταξιδεύουν με παράξενα πλοία μουσών».

Ο Άγγελος Τερζάκης θεωρεί πως, μετά την εμφάνιση της ομάδας του περιοδικού, που «εμφορούμενη από νεανική ορμητικότητα» αγωνιζόταν «από παράλληλους δρόμους και μ’ ενιαίο παλμό» να διευρύνει τους πνευματικούς ορίζοντες, ο ρυθμός της πνευματικής ζωής «τάχυνε το βηματισμό του». Ποιητικά αριστουργήματα δεν υπάρχουν. Όμως, η «γενναία εξόρμηση» της γενιάς του 1930 δικαίωσε την ιστορική της αποστολή. «Αποτέλεσε ένα σταθμό. Σημείωσε μια χρονολογία. Χάραξε δρόμους». Η Χριστίνα Ντουνιά πιστεύει πως το ασυνήθιστο, για το ύφος και το ήθος του Άγγελου Τερζάκη, ξέσπασμα, οφείλεται σε προσωπική πικρία.

Ο Γιάννης Σφακιανάκης επισημαίνει πως δεν είναι σωστό να μιλά κανείς για πρόσωπα, μα για έργα που ξεχωρίζουν. Υποστηρίζει πως «η συγκαιρινή γενιά αποφάσισε να κάψη τα χαρτιά της και να πετάξη με αληθινώτερα φτερά». Ο ελεύθερος στίχος δεν αποτελεί μόνο μορφολογικό χαρακτηριστικό, αλλά και βαθύτερη ανάγκη του περιεχομένου «να λυτρωθεί από τον κανόνα και να ανιχνεύσει την ουσία, το σπέρμα της οποίας απαντιέται στην βύθιση στα άδυτα της ανθρώπινης ψυχής». Έπειτα, κάνει λόγο για τάσεις καρυωτακικής διάθεσης, σουρρεαλισμού και «επικότητας». Κατά τον Γ. Σφακιανάκη, η πεζογραφία «σπάει τα καλούπια της χωριάτικης και αστικής στατικής ηθογραφίας» αφενός και αφετέρου «ασμενίζει, με τον παλμό της ποιητικής δημιουργίας. Αφήνοντας τη θεματολογία των σαλονιών και των καφενείων ξεχύνεται στον ανοιχτό δρόμο και στον κάμπο κι’ εκεί ακουρμάζεται στον παλμό της ζωής και το βαρύ ποδοβολητό των εποχών που έρχονται. Η πεζογραφία αρχίζει να μπαίνει σε δρόμους ποιητικούς».

Ο Γιάννης Σκαρίμπας ισχυρίζεται ότι από το 1930 σημειώθηκε αξιοσημείωτη καμπή στη πεζογραφία. Πιστεύει πως η στάση της δεν είναι αναπόσπαστη από τη ζωή. Την ορίζει ως τη μεγαλύτερη μορφή της τότε καλλιτεχνικής πραγματικότητας, γιατί, αφού «απαγκιστρώθηκε από την ηθογραφία και τις ποιητικές της πληθωρικότητες»,  διεύρυνε τους πνευματικούς μας ορίζοντες και χάραξε ψυχογραφικά μονοπάτια.

Ο Κ. Μ. Μιχαηλίδης υποστηρίζει πως επιθυμία της πεζογραφίας είναι η δημιουργία νέων πεδίων με κέντρο μελέτης τον άνθρωπο στα «κατάβαθά» του, την ανθρώπινη ψυχή και διάνοια σε όλα της τα φανερώματα, χωρίς αυτό να συνεπάγεται πως τα παραγόμενα έργα είναι βιώσιμα στο σύνολό τους. Έργα «διαλεχτά», με πνεύμα, συγκίνηση και στοχασμό, χάρισαν οι Γιώργος Θεοτοκάς, Ηλίας Βενέζης, Φώτης Κόντογλου, Ειρήνη Αθηναία, Φώτος Πολίτης, Άγγελος Τερζάκης, Γιώργος Δέλιος, Αλκιβιάδης Γιαννόπουλος, Στέλιος Ξεφλούδας. Και η ποίηση βρίσκει σταδιακά το δρόμο της, με ουσία και περιεχόμενο, συγκίνηση και αλήθεια, «σπάζοντας» τους παραδοσιακούς κανόνες. Στους πρωτεργάτες κατατάσσει τους Ανδρέα Εμπειρίκο, Γιώργο Σεφέρη, Οδυσσέα Ελύτη, Γιώργο Βαφόπουλο, Γιώργο Σαραντάρη.

Ο Γεώργιος Πράτσικας τονίζει πως «ακόμα δεν έφτασε το πλήρωμα του χρόνου» για αξιολογήσεις και συγκριτικές κατατάξεις. Θεωρεί πως από τους μεταπολεμικούς συγγραφείς δεν ξεχωρίζει κάποια ηγετική μορφή – ορόσημο για την άνθιση μιας νέας πνευματικής ζωής. Από την Ελλάδα απουσιάζει η μεγάλη παράδοση. Υπάρχουν ευσυνείδητοι και ασυνείδητοι, ταλαντούχοι και μη, πνευματικοί εργάτες. Όπως φρονεί, υπερέχουν μερικά ονόματα και έργα, «που τελειωτικά έκρινε ή θα κρίνη ο χρόνος». Απαριθμεί ένα σύνολο παραγόντων που επιβραδύνουν την ανάπτυξη των νεοελληνικών γραμμάτων. Οι πεζογράφοι βρίσκονται «σιμώτερα στην Αλήθεια και στην Τέχνη: μελετούν τον άνθρωπο και το “αιώνιο γίγνεσθαι” στις πιο έκδηλες μορφές του. Προσπαθούν να δώσουν μια “καθολικώτερην” ενόραση της ζωής […]. Παράγουν έργα, που μας γεμίζουν ελπίδες, που αντικατοπτρίζουν τη ταραγμένην εποχή». Όπως επισημαίνει, η συγκαιρινή γενιά χάραξε μια «ιστορική εποχή, μια χειροπιαστή πραγματικότητα, ένα αναμφισβήτητο σταθμό». Στην Ελλάδα, όμως, απουσιάζει ο εκπρόσωπος της «θείας τέχνης», της ποίησης, γι’ αυτό και τη θεωρεί «χρεωκοπημένη». Μιλά για «βλαβερή» επίδραση και υπερτίμηση του Κώστα Καρυωτάκη, ενώ πιστεύει πως η χώρα αναμένει τον Ποιητή της.

Ο Χρήστος Λεβάντας φρονεί πως η μεταπολεμική λογοτεχνία δημιούργησε έργα «ανωτέρας πνοής», απ’ τα οποία βιώσιμα είναι εκείνα που εκφράζουν «καθολικώτερους παλμούς» και κλείνουν μέσα τους την ίδια τη ζωή. Η μνήμη του είναι ασθενής και γι’ αυτό αρνείται να φτιάξει μια λίστα ονομάτων, μήπως ξεχνώντας κάποιον, τον αδικήσει. Πιστεύει πως η ποίηση, συγκριτικά με την πεζογραφία, εξελίχθηκε περισσότερο και παρήγαγε καρπούς «ρωμαλέας ποιητικής πνοής», αντλώντας δυνάμεις από τους Κωστή Παλαμά, Κ. Π. Καβάφη, Κώστα Καρυωτάκη, Τέλλο Άγρα, κ.ά. Ο σουρεαλισμός, όμως, «καραδοκεί να γκρεμίσει ό,τι η ποίηση κατάφερε να χτίσει».

Οι απόψεις των ανταποκριτών για τη στάση της πεζογραφίας απέναντι στην ελληνική ζωή κυμαίνονται από την παθητικότητα έως την ενεργητικότητα. Οι περισσότεροι συγκλίνουν στο ότι η εξερεύνηση του εσωτερικού άδυτου ανθρώπινου κόσμου και του ανεξιχνίαστου μύχιου ψυχισμού του είναι από τις κυριότερες τάσεις της νεοελληνικής πεζογραφίας, η οποία έρχεται σε πλήρη ρήξη με τις ηθογραφικές επιταγές της γενιάς του 1880. Η ποίηση για την πλειονότητα βρίσκεται σε ένα μεταιχμιακό στάδιο. Προσπαθεί να βελτιώσει τη θολή της εικόνα, γι’ αυτό και οδεύει προς αναζήτηση του δρόμου της. Οι απαντήσεις σχετικά με πρόσωπα που ξεχωρίζουν κινούνται από την άρνηση βαθμολογιών ως την καταγραφή λίστας ονομάτων. Όπως και να ’χει τα ερωτήματα που θέτει η διεύθυνση του περιοδικού χαρτογραφούν κάπως το πνευματικό σκηνικό, με φανερή εξαίρεση τον μάλλον άστοχο και άτοπο «βαθμοθηρικό» προσανατολισμό. Ο πιο αδέκαστος κριτής είναι η διαχρονία, καθώς αυτή φανερώνει ποιών έργων η αισθητική αξία παραμένει αμείωτη.

Μεταπολεμικά, ο Πέτρος Σπανδωνίδης διεξάγει από τις νεκραναστημένες σελίδες του περιοδικού και τρίτη έρευνα. Το θέμα τίθεται ως εξής:

 

«Όλα τα σημεία δείχνουν, ότι βρισκόμαστε στην εποχή μιας κάμψης. Κάποιος κορεσμός υπάρχει απ’ ό,τι γνωρίζουμε και γουστάρουμε ως σήμερα∙ και τώρα μια ανίχνευση νέων οριζόντων συνθέτει τη νέα ανησυχία της ψυχής μας. Τι ήταν αυτό που πιστεύαμε και το πραγματοποιούσαμε ως τώρα, γιατί σήμερα και ως ποιο σημείο έχουμε κουρασθή απ’ αυτό, τι ζητούμε, που να μας ικανοποιεί πιο έντονα, δηλαδή πιο άμεσα και λιγότερο παραδοσιακά;

Στην περιοχή της ποίησης πολύ περισσότερο παρά της πεζογραφίας, υπάρχει ένα σταμάτημα, και μια αναμονή. Ας ερωτήσουμε το ίδιο το στήθος μας, ποιες αναμορφώσεις λαχταρούμε ή προαισθανόμαστε στη σύγχρονη ώρα. Μας ικανοποιεί ακόμη ο συμβολισμός, ο απάνθρωπος υπερρεαλισμός, ο εικονόφιλος ή χιμαιρικός μετά-υπερρεαλισμός και πιο πέρα η κάθε εργαστηριακή ποίηση; Μήπως είναι τώρα όλα αυτά πολύ καταθλιπτικά για μας, πολύ μας αφαιρούν τη γνήσια αναπνοή της ψυχής μας, μας κάνουν περισσότερο καλλιτέχνες και λιγώτερο δημιουργούς, ή αντίστροφα, περισσότερο ανθρώπους της διανοητικής λύτρωσης, που σπάνια γίνεται “πνευματική” δηλ. εξαιρετικά ατομική, και λιγώτερο καλλιτέχνες;

Και στην περιοχή της πεζογραφίας: στεκόμαστε καλά σε κατασκευές τύπου Balzac ή είμαστε πιο κοντά στην ειλικρίνεια με την καλλιτεχνική σκέψη στραμμένη περισσότερο στην εσωτερική μας αλήθεια καθ’ εαυτή, παρά όσο στην ανέγερση μεγαλοπρεπών μνημείων του λόγου από το διάχυτο γνήσιο υλικό της ζωής μας, υλικό που γίνεται μέσον και όχι η ίδια η ουσία της τέχνης που να ζητάει ελεύθερα την ίδια της μορφή, δηλ. την άμεση διαμόρφωσή της από το καλλιτεχνικό ένστικτο;»

 

Ο Νίκος Παππάς επισημαίνει πως η εποχή του δεν ήταν κάμψης, αλλά αντίθετα ακμής της ανανέωσης. Αισθάνεται περιφρόνηση και αηδία «για τα παραδοσιακά υπόλοιπα, που αφήνουν οι ρακοντημένες στρατιές των σημερινών φτωχοπασσάδων». Και συνεχίζει:

 

«Μιλάτε για Έλιοτ, υπερρεαλισμό, μετα-υπερρεαλισμό, εργαστηριακή ποίηση, υπαρξισμό, κ.λ.π., και κλείνετε μαυτάρκεια τον κύκλο των αισθητικών και δημιουργικών γενικά επιδιώξεων, αποσιωπώντας για χατ<ή>ρι όλων αυτών των Βρεττακο-Σεφερο-Ελύτικων ιδιοτροπιών, τη μόνη καινούργια ποιητική δημιουργία, που απορροφάει στους δυναμικούς πόρους της όλη την εποχή: Το συνθετικό ρεαλισμό. Πολύ σωστά το λέτε μόνος σας, κ. Σπανδωνίδη, πως όλες εκείνες οι παραπάνω μονομανίες μας κάνουν καλλιτέχνες κι’ όχι δημιουργούς».

 

Όπως τονίζει, το να ξεχωρίσει κανείς ποιο σημείο της παράδοσης θεωρείται κατάκτηση, είναι ένα αρκετά δύσκολο έργο. Υποστηρίζει πως δεν υπάρχει κανένας άξιος πεζογράφος. Οι συγκαιρινοί του «πέταξαν την επική διαδρομή του λαού», προκειμένου να ακολουθήσουν διαφορετικούς δρόμους.

Ο Άλκης Θρύλος πιστεύει πως αν και δεν είναι δυνατό να προδικάσει κανείς τις μελλοντικές εξελίξεις, ωστόσο, μπορεί να παρατηρήσει πως σημειώνεται μια «ευδιάκριτη, επιθυμητή και επιβεβλημένη» επιστροφή, η οποία ενισχύεται με σωρεία θεωρητικών κριτικών άρθρων και δοκιμίων. Ο Πέτρος Σπανδωνίδης τον κατηγορεί για μη εμπέδωση των προθέσεων της έρευνας, για αντι-νομική συμπεριφορά, έλλειψη ψυχραιμίας και εμπάθεια, γι’ αυτό στο επόμενο τεύχος δημοσιεύονται οι απόψεις του για την έρευνα καθ’ εαυτή, τη σκοπιμότητά της, τις προϋποθέσεις διεξαγωγής της και τις απόψεις του για την πορεία της ποίησης. Όπως διατυπώνει, ο ερμητισμός, ο υπερρεαλισμός, ο εσωτερικός μονόλογος, η αυτόματη γραφή έδωσαν ό,τι είχαν να προσφέρουν. Πλέον, οι δημιουργοί γράφουν για τον εαυτό τους, για να εκφρασθούν, για να αυτό-ανακαλυφθούν, αλλά και για να ακουσθούν και να προσφέρουν μέρος του εσωτερικού τους κόσμου.

Μπορεί η τελευταία έρευνα να μην παρουσιάζει την επιτυχία των δύο προπολεμικών, ωστόσο όλες τους πρόσφεραν μια μικρή συμβολή στη διαλεύκανση του συγκαιρινού τους πνευματικού τοπίου. Το περιοδικό φιλοξένησε πλουραλιστικές απαντήσεις διαφόρων πνευματικών φυσιογνωμιών, παρέχοντας βήμα έκφρασης ετερόκλητων, αλλά σεβαστών, πιστεύω, χωρίς αντιλογίες, διαφωνίες και εντάσεις. Οπωσδήποτε, η διεξαγωγή τους δεν πέρασε απαρατήρητη. Κατά την Αγλαΐα Κεχαγιά-Λυπουρλή, βρήκαν μεγάλη απήχηση και ανταπόκριση και αυτό πιστοποιείται από τον αριθμό των συμμετεχόντων, οι οποίοι πρόθυμα έστειλαν, με το θάρρος της γνώμης τους, τις αποκρίσεις τους.

 

Γ.6. Σελίδες τέχνης στο «περίφημο» περιοδικό

 

Ο Πέτρος Σπανδωνίδης μιλώντας για τη Θεσσαλονίκη του 1930 υποστηρίζει πως δεν υπήρχε ούτε καν το «γονιμοποιό» αισθητικό περιβάλλον, όπου θα μπορούσε να καλλιεργηθεί μια καλλιτεχνική παράδοση. Η ίδρυση του Εθνικού Θεάτρου, όμως, το 1932, εγκαινιάζει μια νέα περίοδο, καθώς τονώνει τη θεατρική πράξη και ανανεώνει τον θεατρικό πολιτισμό. Το περιοδικό εκμεταλλεύεται την ευκαιρία αυτή αφιερώνοντας σελίδες στην εικαστική κίνηση. Ο Henriette Janne αναλαμβάνει σχεδόν εξ ολοκλήρου τα θέματα του κινηματογράφου και δημοσιεύει κάποιες κρίσεις για τον συγκαιρινό του κινηματογράφο στη Γαλλία, Γερμανία, Αμερική και Ιταλία («Απόψεις για τον κινηματογράφο»). Ακόμα, σχολιάζει την κατηγορία των πολεμικών ταινιών («Ο κινηματογράφος»). Οι Μακεδονικές Ημέρες «γκρεμίζοντας» το φράγμα του παρελθόντος, δημοσιεύουν κι άλλα πρωτότυπα ή μεταφρασμένα άρθρα περί κινηματογράφου. Έτσι, συμβάλλουν στην ανατροπή του κλίματος σιωπής, αδιαφορίας και περιφρόνησης για την έβδομη τέχνη. Ο Πέτρος Σπανδωνίδης ανακοινώνει το «Θέατρο κινήσεως και θεατρικού λόγου», όπου κάνει λόγο για θεατρικά έργα της εποχής, ο Ω. μεταφράζει από ξένα περιοδικά κρίσεις για παραστάσεις και κάποιες σκέψεις για την έλλειψη θεατρικών κειμένων, ενώ ο Γ. Κ. Βογιατζής, με αφορμή την ίδρυση του Εθνικού Θεάτρου, συζητά για την τέχνη του θεάτρου και ασκεί κριτική στο το έργο της Γαλάτειας Καζαντζάκη. Μάλιστα, γίνεται αναφορά στην προσεχή έκθεση του Ρ. Κυριάδη, μέσω μιας φωτογραφίας έργου του. Το γεγονός αυτό αποτελεί την πρώτη εμφάνιση καλλιτέχνη στον περιοδικό τύπο, χωρίς πρωτύτερα να έχει πραγματωθεί η έκθεση.

Τη δεύτερη χρονιά της κυκλοφορίας του περιοδικού, ο Γιώργος Θέμελης σχολιάζει την επιλογή του Κ. Καπενεκά να ανεβάσει τον Φιλοκτήτη του Σοφοκλή. Ο Φ. Κωνσταντινίδης σε ανακοίνωσή του, με τίτλο «Από τα δεδομένα της τέχνης», κρίνει την τέχνη της Αναγέννησης (Μιχαήλ Άγγελος, Ραφαέλος), τις ζωγραφικές και καλλιτεχνικές τάσεις (νταντά, φουτουρισμός). Ο Αβραάμ Ν. Παπάζογλου ασχολείται με την ίδρυση του τουρκικού θεάτρου, ενώ ο Pietro Bottini, στα σημειώματά του, κάνει μια ανασκόπηση σε έργα και συγγραφείς του ιταλικού θεάτρου (Pirandello). Ο Τάκης Μουζενίδης γράφει για τον «παράγοντα» Φώτο Πολίτη και το ρόλο που διαδραμάτισε. Την ίδια χρονιά, γίνεται αναφορά και στην έκθεση ζωγραφικής της Αθηνάς Ταρσούλη.

Το τρίτο έτος, ο Πέτρος Σπανδωνίδης ασχολείται με τη σκηνοθετική σκέψη του Φώτου Πολίτη στον Οιδίποδα τύραννο του Σοφοκλή και πιο συγκεκριμένα με το πώς αντιμετώπισε τη θρησκευτικότητα, τον αισθητικό ρεαλισμό, την κίνηση, τον φωτισμό, τη σκηνογραφία, την ηθοποιία, κ.ά. Ο Pietro Bottini συνεχίζει την περιδιάβαση στα έργα του μεταπολεμικού ιταλικού θεάτρου. Ο αρχαιολόγος και ιστορικός της τέχνης, Δ. Ευαγγελίδης, δημοσιεύει μελέτη με τίτλο «Ο ζωγράφος Δ. Βιτσώρης», η οποία στολίζεται με δύο έργα του («Στην εξοχή», «Η κυρία με τη ρακέτα»), με αφορμή την έκθεσή του. Ο Τάκης Μουζενίδης επανεμφανίζεται μ’ ένα κείμενο για το θέατρο και τον κινηματογράφο και ένα άρθρο-ρεπορτάζ, με τίτλο «Το εθνικοσοσιαλιστικό θέατρο στη Γερμανία», το οποίο αποτελεί ένδειξη για τη σύγχυση ιδεών που επικρατούσε. Ο Μιχάλης Καραγάτσης ανακοινώνει ένα άρθρο σχετικά με την εφεύρεση της «υπερτέχνης» του κινηματογράφου, όπου προβαίνει σε μια ιστορική ανασκόπηση, ενώ ο Στέλιος Ξεφλούδας αναφέρεται στο έργο του Γ. Στέρη.

Το 1936, ο Πέτρος Φωτεινός γράφει, με αφορμή το θάνατο του μουσουργού Αιμίλιου Ριάδη, για το μουσικό ταλέντο του, το έργο και την προσωπικότητά του. Ο Αλκιβιάδης Γιαννόπουλος παρουσιάζει την έκθεση της ζωγράφου Γεωργίας Τερλίδου, επιδοκιμαστικά και γενναιόδωρα. Το άρθρο, μάλιστα, πλαισιώνεται από δύο πίνακες («Δρομάκι», «Συγκίνηση της αρραβωνιασμένης»). Με το ψευδώνυμο ΑΛΚ ΓΙΑΝ ή τα αρχικά ΑΓ. μιλά και για την έκθεση της Καίτης Σιώπη-Παλαιολόγου, ενώ σε επόμενα τεύχη οι Μακεδονικές Ημέρες δημοσιεύουν πίνακά της, με τίτλο «Θεσσαλονίκη» και ενημερώνουν το κοινό για την κυκλοφορία τετραδίου από την τελευταία έκθεσή της, το οποίο υποστηρίχθηκε εκδοτικά από το ίδιο το περιοδικό. Επιπλέον, το περιοδικό αναφέρεται στην Έκθεση Ζωγραφικής, αλλά και Μακεδονικού βιβλίου, που πραγματώθηκαν στο ευρύτερο πλαίσιο της Έκθεσης Θεσσαλονίκης. Τέλος, ο Αβραάμ Ν. Παπάζογλου μεταφράζει κείμενο του Μαχμούτ Ραγήπ Κιοσεμιχάλ για τις σχέσεις Ελληνικής και Τουρκικής μουσικής.

Το 1937, ο Αλκιβιάδης Γιαννόπουλος μεταφράζει άρθρο του Filippo Maria Pontani, με αφορμή τον θάνατο του Pirandello, ο Ηλίας Ζιώγας δημοσιεύει το «Η Ελληνίδα και η Τέχνη», ο Μιχάλης Πολίτης το «Ο Στραβίνσκυ και οι ιδέες του για τη μουσική», ενώ ο Γιάννης Χατζίνης ένα άλλο για τον Ντ’ Αννούντσιο. Επίσης, γίνεται σύντομη αναφορά στην έκθεση μιας ομάδας γιουγκοσλάβων καλλιτεχνών, με την επωνυμία Oblik, αλλά και σ’ εκείνη της ομάδας «Τέχνη». Ο Βάσος Βασιλείου γράφει ένα κείμενο με ευκαιρία την άφιξη της Mαρίκας Κοτοπούλη στη Θεσσαλονίκη. Ο Γιώργος Δέλιος παρουσιάζει τα έργα τέχνης στη ΔΕΘ γενικά, λόγω έλλειψης ενδιαφέροντος του κοινού και ειδικής διαπαιδαγώγησης ή όπως υποστηρίζει ο Αλκιβιάδης Γιαννόπουλος, λόγω του ότι το κοινό στη Θεσσαλονίκη βρισκόταν σε «προϊστορικό» στάδιο. Τη μουσική στήλη αναλαμβάνει εξολοκλήρου ο Π. Φορμόζης.

Το ΣΤ΄ έτος, ο Π. Φορμόζης συνεχίζει τις αναφορές του στις συναυλίες, ο Γεώργιος Δαμόρης μεταφράζει το κείμενο «Ο ρόλος του καλλιτέχνη μέσα στην ανθρωπότητα» του Charles Morgan, ενώ o Βάσος Βασιλείου γράφει με αφορμή ένα σημείωμα του Γιάννη Μπεράτη για τον κινηματογράφο.

Παράλληλα, το περιοδικό ενημερώνει το αναγνωστικό του κοινό για θεατρικές παραστάσεις ξένων, αλλά και ελληνικών έργων, για διοργάνωση διαλέξεων με θέματα φιλοσοφικά, κοινωνικά, καλλιτεχνικά, λογοτεχνικά ή πάνω σε προβλήματα και προσανατολισμούς της λογοτεχνίας, κ.ά., για ρεσιτάλ που λαμβάνουν χώρα στο κρατικό ωδείο, καλλιτεχνικά μνημόσυνα, ραδιοφωνικές εκπομπές, καλλιτεχνικές βραδιές και για τις εν γένει καλλιτεχνικές εξελίξεις. Τα κείμενα κριτικής τέχνης, που δημοσιεύονται στις Μακεδονικές Ημέρες, αφορούν, συνήθως, αναγγελίες εκθέσεων συνοδευόμενες από σύντομες παρουσιάσεις του καλλιτέχνη και συντηρητικά, λυρικά κείμενα για τις εκθέσεις της Θεσσαλονίκης.

 

 

* Η Κλεοπάτρα Ζαχαροπούλου είναι πτυχιούχος Φιλολογίας και πρωτεύσασα του Πανεπιστημίου Πατρών, κάτοχος Μεταπτυχιακού Διπλώματος με τίτλο «Σύγχρονες προσεγγίσεις στη γλώσσα και στα κείμενα» και Πιστοποιητικού Συμπληρωματικής Εκπαίδευσης του Εθνικού Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών με θέμα  «Μαθησιακές δυσκολίες – δυσλεξία». Η πτυχιακής της εργασία «Ζητήματα ποιητικής και ιδεολογίας στο έργο του Ηλία Βενέζη και της Αιολικής Σχολής» βρίσκεται στο ΕΛΙΑ και η διπλωματική της διατριβή «Μακεδονικές Ημέρες: η διαμόρφωση του νεωτερικού λόγου στην πρωτεύουσα του βορρά και οι μεσοπολεμικές πνευματικές αναζητήσεις» στο http://nemertes.lis.upatras.gr. Το 2010 ταξινόμησε μαζί με την Άννα Κατσιγιάννη το αρχείο της Νένης Ευθυμιάδη. Έκτοτε εργάζεται ως εκπαιδευτικός στην ιδιωτική εκπαίδευση, ενώ παράλληλα αρθρογραφεί σε εφημερίδες και εκπαιδευτικά portal.

 

 

Επιλογή Βιβλιογραφίας

 

Γενική Βιβλιογραφία

 

ΑΙΔΑΛΗΣ, ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ. Γ., «Ο τύπος της Θεσσαλονίκης», Αι παρεκτροπαί του τύπου, Θεσσαλονίκη, ΑΠΘ, 1966, σ. 33.

ΑΚΡΙΤΟΠΟΥΛΟΣ, AΛΕΞΑΝΔΡΟΣ, – ΚΟΤΣΙΦΟΣ, ΓΙΑΝΝΗΣ, – ΝΙΚΟΛΑΚΗ, ΕΛΕΝΗ, – ΦΤΙΚΑ, ΕΛΕΝΗ, Βιογραφίες Νεοελλήνων Συγγραφέων, Θεσσαλονίκη – Αθήνα, Μαλλιάρης παιδεία, 1997.

ΑΛΑΒΕΡΑΣ, ΤΗΛΕΜΑΧΟΣ: «Πεζογράφοι της Θεσσαλονίκης», Επιθεώρηση Τέχνης 94-95 (Οκτώβριος-Νοέμβριος 1962) 442-464· Διηγηματογράφοι της Θεσσαλονίκης. Μελέτη 1, Θεσσαλονίκη, Κωνσταντινίδης, [197-].

ΑΞΙΩΤΗΣ, Π., «Επιστολή», Αθηναϊκά Νέα (9.2.1938).

ΑΠΟΣΤΟΛΙΔΟΥ, ΒΕΝΕΤΙΑ, «Ο ρόλος της πεζογραφίας στη μυθοποίηση της πόλης. Το παράδειγμα της Θεσσαλονίκης», Εντευκτήριο 45/3 (1999) 33.

ΑΡΑΓΗΣ, ΓΙΩΡΓΟΣ, «Νίκος Γαβριήλ Πεντζίκης», Η Μεσοπολεμική πεζογραφία. Aπό τον πρώτο ως τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο (1914-1939), τόμ. Ζ΄, Αθήνα, Σοκόλης, 1993, σσ. 48, 67-68.

ΑΡΓΥΡΙΟΥ, ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ, Ιστορία της ελληνικής λογοτεχνίας και η πρόσληψή της στα χρόνια του Μεσοπολέμου (1918-1940), τόμ. Α΄ & Β΄, Αθήνα, Καστανιώτης, 2001.

ΒΑΚΑΛΟΠΟΥΛΟΣ, ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ, «Η Θεσσαλονίκη ως καλλιτεχνικό και πνευματικό κέντρο», Αιολικά Γράμματα 87-90 (Μάης-Δεκέμβρης 1985) 133-136.

ΒΑΛΕΤΑΣ, ΓΕΩΡΓΙΟΣ, «Ο τύπος της Θεσσαλονίκης», Αιολικά Γράμματα 87-90 (Μάης-Δεκέμβρης 1985) 255-256.

ΒΑΦΟΠΟΥΛΟΣ, ΓΙΩΡΓΟΣ, «Η περίπτωση Θέμελη στη Νέα Ελληνική Ποίηση», Κριτικά Φύλλα 2/32  (Καλοκαίρι 1976) 173.

BASSNETT, SUSAN, Translation, gender and otherness. Perspectives Studies in Translatology, volume 13, issue 2, United Kingdom, University of Warwick, 2005, pp. 83-90.

BEATON, RODERICK, Εισαγωγή στη Νεότερη Ελληνική Λογοτεχνία (1821-1992), μτφ. Ε. Ζούργου – Μ. Σπανάκη, Αθήνα, Νεφέλη, 1996.

ΒΟΥΤΙΕΡΙΔΗΣ, ΗΛΙΑΣ. Π., Σύντομη Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας (1000-1976), Αθήνα, Δημ. Ν. Παπαδήμας, 19763, σ. 392.

ΓΕΩΡΓΟΥΔΑΚΗ, ΑΙΚΑΤΕΡΙΝΗ, «Αμερικανική πεζογραφία του 20ου αιώνα: Μια σύντομη ανασκόπηση», Διαβάζω 237 (Απρίλιος 1990) 19.

ΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ, ΑΛΚΙΒΙΑΔΗΣ, «Η νεοελληνική γραμματεία. Το πώς και το τι», Νέα Πορεία, ειδικό τεύχος (Απρίλιος 1981) 162-163.

ΓΚΟΣΙΟΠΟΥΛΟΣ, ΤΑΚΗΣ. Π.: «Βορειοελλαδίται ποιηταί και λογοτέχνες, Μακεδονικόν Ημερολόγιον, 1948, σ. 227·  «Μερικοί ποιηταί και λογοτέχναι της Θεσ/νίκης», Μακεδονικόν Ημερολόγιον, 1951, σ. 124.

ΓΚΡΕΚΟΥ, ΑΓΟΡΗ: «Η “καθαρή ποίηση” στη Νέα Εστία (1927-1934). Προβληματισμοί και πραγματικότητα», στο: Επιστημονικό Συμπόσιο, Ο περιοδικός τύπος στον Μεσοπόλεμο (26-27.3.1999), Εταιρεία Σπουδών Νεοελληνικού Πολιτισμού και Γενικής Παιδείας (Σχολή Μωραϊτη), σ. 95· Η καθαρή ποίηση στην Ελλάδα. Από τον Σολωμό ως τον Σεφέρη 1833-1933, Αθήνα, Αλεξάνδρεια, 2000, σ.  225.

ΓΟΥΛΑΚΗ-ΒΟΥΤΥΡΑ, ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ, «Προπολεμικές εκθέσεις ζωγραφικής στη Θεσσαλονίκη», στο: Δήμος Θεσσαλονίκης – Κέντρο Ιστορίας Θεσσαλονίκης, Η Θεσσαλονίκη μετά το 1912. Πρακτικά Συμποσίου (Θεσσαλονίκη, 1-3 Νοεμβρίου 1985),  Θεσσαλονίκη, 1986, σ. 687.

ΔΑΛΛΑΣ, ΓΙΑΝΝΗΣ, «Η κοινωνική συνείδηση των ποιητών της Θεσσαλονίκης. Συνεκτίμηση», Αντί. Αφιέρωμα στην πνευματική Θεσσαλονίκη 324 (Δεκαπενταύγουστος 1986) 33.

ΔΕΛΙΟΣ, ΓΙΩΡΓΟΣ: «Virginia Woolf», Νέα Εστία (15.1.1949) 79· Οικογένεια. Μυθιστόρημα, χ. έ., Θεσσαλονίκη, 1957, σ. 219· Ο ήλιος και τ’ αστέρια, Θεσσαλονίκη, 1965, σσ. 13-14.

ΔΕΤΖΩΡΤΖΗΣ, ΝΑΣΟΣ, «Σύγχρονοι Γάλλοι πεζογράφοι. Μarcel Proust», Νέα Εστία 150 (Μάρτιος 1933) 309-311.

ΔΗΜΑΔΗΣ, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ. Α., Δικτατορία – Πόλεμος και Πεζογραφία (1936-1944), Αθήνα, Εστία, 20042, σσ. 50-51.

ΔΗΜΑΡΑΣ, Κ. Θ., Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, Αθήνα, Ίκαρος, 19857, σ. 479.

ΔΗΜΗΤΡΑΚΟΠΟΥΛΟΣ, ΦΩΤΗΣ, Η πρωτοποριακή κίνηση του 30 και το μυθιστόρημα, Αθήνα, Καστανιώτης, 1990, σ. 43.

ΕΤΑΙΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΩΝ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ, «Περιθώριο. Σκέψεις και πόθοι των λογοτεχνών της Θεσσαλονίκης», Νέα Πορεία 85 (Μάρτιος 1962) 87.

ΖΑΦΕΙΡΗΣ, ΧΡΙΣΤΟΣ, Εν Θεσσαλονίκη 1900-1960, Αθήνα, Εξάντας, 1994, σσ. 93-97.

ΖΗΡΑΣ, ΑΛΕΞΗΣ: «Γιαννόπουλος, Αλκιβιάδης», Λεξικό της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας. Πρόσωπα, ρεύματα, έργα, όροι, Αθήνα, Πατάκης, 2007, σ. 394· «Δέλιος, Γιώργος», Λεξικό της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, ό.π., σ. 472· «Θέμελης, Γιώργος», Λεξικό της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, ό.π., σσ. 842-843· «Ξεφλούδας, Στέλιος», Λεξικό της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, ό.π., σσ. 1605-1606· «Σπανδωνίδης, Πέτρος», Λεξικό της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, ό.π., σσ. 2059-2060.

ΖΩΓΡΑΦΙΔΟΥ, ΖΩΓΡΑΦΙΑ, Η μεταφρασμένη ιταλική λογοτεχνία στην Ελλάδα, Θεσσαλονίκη, ΑΠΘ. 1997, σ. 59.

ΚΑΛΛΙΝΗΣ, ΓΙΩΡΓΟΣ, «Κινηματογράφος και λογοτεχνία στις αρχές του 20ου αιώνα», Περίπλους 41 (Οκτώβριος-Δεκέμβριος 1995) 88.

ΚΑΛΟΚΥΡΗΣ, ΔΗΜΗΤΡΗΣ, Νεοελληνικά. Λογοτεχνικά περιοδικά. Από την παλιγγενεσία στον παλιμπαιδισμό, Αθήνα, ύψιλον/βιβλία, 1995, σσ. 39, 48.

ΚΑΡΑΝΤΩΝΗΣ, ΑΝΔΡΕΑΣ: «Λάζαρος Πηνιάτογλου», Νεοελληνική Λογοτεχνία. Φυσιογνωμίες, τόμ. Β΄, Αθήνα, Δ. Ν. Παπαδήμας, 19773, σσ. 113-120· «Άλκης Γιαννόπουλος. Κεφάλια στη σειρά», Πεζογράφοι και πεζογραφήματα της γενιάς του ’30, Αθήνα, Δ. Ν. Παπαδήμας, 19903, σσ. 262-266.

ΚΑΡΑΟΓΛΟΥ, Χ. Λ., Περιοδικά λόγου και τέχνης (1901-1940). Αναλυτική βιβλιογραφία και παρουσίαση. Αθηναϊκά περιοδικά (1901-1925), τόμ. Α΄, Θεσσαλονίκη, University Studio Press, 1996, σ. 28.

ΚΑΡΑΤΖΑΣ, ΝΙΚΟΣ: Οι ποιητές της Θεσσαλονίκης 1930-1980, Θεσσαλονίκη, Επιλογή, 1981, σ. 9· Οι πεζογράφοι της Θεσσαλονίκης 1930-1980, Θεσσαλονίκη, Επιλογή, 1982, σσ. 9-10, 20-21.

ΚΑΡΑΤΖΟΓΛΟΥ, ΓΙΑΝΝΗΣ, «Ποιητές και ποίηση στη Θεσσαλονίκη», Διαβάζω 128 (9.10.85) 37.

ΚΑΡΒΕΛΗΣ, ΤΑΚΗΣ, Δεύτερη Ανάγνωση. Κριτικά κείμενα 1992-2000, τόμ. Γ΄, Αθήνα, Σοκόλης, 1984-2001, σσ. 186-187.

ΚΑΡΠΟΖΗΛΟΥ, ΜΑΡΘΑ: Τα ελληνικά οικογενειακά φιλολογικά περιοδικά (1847-1900), Ιωάννινα, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, Επιστημονική Επετηρίδα του Παιδαγωγικού Τμήματος Δημοτικής Εκπαίδευσης, 1991, σσ. 201-214· Τεύχη-Αφιερώματα των ελληνικών περιοδικών (1879-1997), Αθήνα, Τυπωθήτω – Γιώργος Δάρδανος, 1999, σσ. 206, 239, 241.

ΚΕΧΑΓΙΑ-ΛΥΠΟΥΡΛΗ, ΑΓΛΑΪΑ (επιμ.), «Αλκιβιάδης Γιαννόπουλος», Η Μεσοπολεμική πεζογραφία. Από τον πρώτο ως τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο (1914-1939), τόμ. Γ΄, Αθήνα, Σοκόλης, σσ. 94-102.

ΚΛΑΡΑΣ, ΜΠΑΜΠΗΣ. Δ.: «Ο ποιητής του νυν και του αείν. Ο Οδυσσέας Ελύτης και η νέα ελληνική ποίηση», Νέα Εστία 1257 (15.11.1979) 1540.

ΚΟΚΟΛΗΣ, Ξ[ΕΝΟΦΩΝ]. Α[ΣΤΕΡΙΟΥ], Δώδεκα ποιητές. Θεσσαλονίκη 1930-1960, Θεσσαλονίκη, Εγνατία, 1979, σ. 62.

ΚΟΡΔΟΜΕΝΙΔΗΣ, ΓΙΩΡΓΟΣ, «Χρονολόγιο Θεσσαλονίκης (315 π.Χ. -1985)», Διαβάζω 128 (9.10.85) 13.

ΚΟΥΣΟΥΛΑΣ, ΓΙΑΝΝΗΣ. Α., «Όταν πρωτοστατούσαμε στη Θεσσαλονίκη για να ανθίση σήμερα η λογοτεχνία», Μακεδονικόν Ημερολόγιον ΧΧΧ (1960) 226-227.

ΚΩΤΟΠΟΥΛΟΣ, ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΣ. Η., Η Θεσσαλονίκη στο έργο των Θεσσαλονικέων πεζογράφων, Ιωάννινα, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων –  Φιλοσοφική Σχολή, 2005.

ΛΑΔΟΓΙΑΝΝΗ, ΓΕΩΡΓΙΑ, Το περιοδικό Ιδέα 1933-1934. Περιδιάβαση στην κοινωνική κρίση και αισθητική αναζήτηση, Θεσσαλονίκη, ΑΠΘ, 1989, σσ. 262-263.

ΛΙΑΝΟΠΟΥΛΟΥ, ΕΛΕΝΗ, Οι Ελληνίδες πεζογράφοι του Μεσοπολέμου (1921-1944), Θεσσαλονίκη, ΑΠΘ, 1993, σ. 73.

ΛΥΓΙΖΟΣ, ΜΗΤΣΟΣ, «Βαφοπούλου-Σταθοπούλου Ανθούλα», Μεγάλη Εγκυκλοπαίδεια Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, τόμ. 3, Αθήνα, [1968-], σ. 2657.

ΛΥΣΣΑΡΗ, ΧΡΙΣΤΙΝΑ: «Τατάκης, Βασίλεος Ν.», Λεξικό της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας. Πρόσωπα, ρεύματα, έργα, όροι, Αθήνα, Πατάκης, 2007, σσ. 2151-2152· «Proust, Marcel», Λεξικό της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, ό.π.,  σ. 1883.

ΛΥΣΣΑΡΗ, ΧΡΙΣΤΙΝΑ, – ΚΟΝΤΑΚΗΣ, ΘΕΟΔΟΣΗΣ, «Rilke, Rainer Maria», Λεξικό της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας. Πρόσωπα, ρεύματα, έργα, όροι, Αθήνα, Πατάκης, 2007, σ. 1925.

ΜΑΣΤΡΟΔΗΜΗΤΡΗΣ, ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ. Δ.: «Γ. Θ. Βαφόπουλος», Νεοελληνικά. Μελέτες και άρθρα, τόμ. Β΄, Αθήνα, Γνώση, 1984, σσ. 302-303· Εισαγωγή στη Νεοελληνική Φιλολογία, Αθήνα, Δόμος, 2007.

MAZOWER, ΜARK, Θεσσαλονίκη, πόλη των φαντασμάτων: Χριστιανοί, Μουσουλμάνοι, Εβραίοι (1430-1950), Αθήνα, Εκδόσεις Αλεξάνδρεια, 2006.

ΜΕΡΑΚΛΗΣ, ΜΙΧΑΛΗΣ. Γ., «Ο δοκιμιογράφος και κριτικός Πέτρος Ωρολογάς (1892-1958). Μια άδικα ξεχασμένη μορφή», Νέα Πορεία. Λογοτεχνία της Θεσσαλονίκης 3 (Ιούνης 1988) 290-292.

ΜΗΤΣΑΚΗΣ, ΚΑΡΟΛΟΣ, Θεσσαλονίκην τε… Δεκατέσσερις μελέτες νεοελληνικής φιλοσοφίας,  Αθήνα,  Καστανιώτης, 1997, σ. 175.

ΜΙΡΑΣΓΕΖΗ, ΜΑΡΙΑ. Δ., Νεοελληνική Λογοτεχνία, τόμ. Β΄, Αθήνα, χ. έ., 1982.

ΜΟΥΛΛΑΣ, ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ: Παλίμψηστα και μη. Κριτικά δοκίμια, Αθήνα, Στιγμή, 1992, σσ. 171-172, 216· «Εισαγωγή», Η Μεσοπολεμική πεζογραφία. Από τον πρώτο ως τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο (1914-1939), τόμ. Α΄, Αθήνα, Σοκόλης, 1998, σσ. 104, 132-133.

ΜΠΕΝΑΚΗΣ, ΛΙΝΟΣ. Γ., «Τα γεγονότα και τα ζητήματα. Βασίλειος Ν. Τατάκης», Νέα Εστία 1407 (15.2.1986) 265.

ΜΠΕΡΛΗΣ, ΑΡΗΣ, «Στέλιος Ξεφλούδας», Η Μεσοπολεμική πεζογραφία. Από τον πρώτο ως τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο (1914-1939), τόμ. ΣΤ΄, Αθήνα, Σοκόλης, 1993, σσ. 277-283.

ΜΠΟΛΕΤΣΗΣ, ΣΤΕΦΑΝΟΣ, «Μακεδονικά Γράμματα (1944-1952)», Νέα Πορεία. Λογοτεχνία της Θεσσαλονίκης 3 (Ιούνης 1988) 408.

ΜΠΟΥΦΕΑ, ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ. Κ., Τα λογοτεχνικά περιοδικά της Κατοχής, Αθήνα, Σοκόλης, 2006, σσ. 16-17, 359.

MUNDAY, JEREMY, Μεταφραστικές σπουδές. Θεωρίες και εφαρμογές, μτφ. Α. Φιλιππάτος, Αθήνα, Μεταίχμιο, 2002, σσ. 63, 244.

ΝΙΝΤΑΣ, ΜΠΑΜΠΗΣ: «Μια πλήρης και άρτια ανασκόπησις. Η πνευματική κίνησις της Θεσσαλονίκης από την απελευθέρωσι μέχρι σήμερα», Μακεδονία (30/1-7/2/1937) 3· «Πνευματική Θεσσαλονίκη. Διάλεξη», Μορφές 1 (Μάρτιος 1937) 21-25.

ΝΤΕΛΟΠΟΥΛΟΣ, ΚΥΡΙΑΚΟΣ, Νεοελληνικά φιλολογικά ψευδώνυμα 1800-2004. Συμβολή στη μελέτη της νεοελληνικής λογοτεχνίας 2.261 συγγραφείς – 4.117 ψευδώνυμα, Αθήνα, Εστία, 2005.

ΝΤΟΥΝΙΑ, ΧΡΙΣΤΙΝΑ, «Όψεις της κριτικής στο Μεσοπόλεμο: Η στροφή προς το μυθιστόρημα», Νέα Εστία. Αφιέρωμα στον Άγγελο Τερζάκη 1718 (Δεκέμβριος 1999) 657-667.

ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΠΟΥΛΟΣ, Ι. Μ., Τα πρόσωπα και τα κείμενα. Β΄ Ανήσυχα Χρόνια, Αθήνα, Οι εκδόσεις των φίλων, 19802, σσ. 212-217, 222-225.

ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ, ΚΩΣΤΑΣ. Γ., «Χρήστος Λεβάντας», Η Μεσοπολεμική πεζογραφία. Από τον πρώτο ως τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο (1914-1939), τόμ. Ε΄, Αθήνα, Σοκόλης, σσ. 160-161.

ΠΑΥΛΕΑΣ, ΣΑΡΑΝΤΟΣ, «Μνήμη Γιώργου Δέλιου», Νέα Πορεία. Λογοτεχνία της Θεσσαλονίκης 3 (Ιούνης 1988) 306.

ΠΗΝΙΑΤΟΓΛΟΥ, ΛΑΖΑΡΟΣ, «Η μαγιά στο έργο του Στ. Ξεφλούδα», Ρυθμός (Σεπτέμβριος 1932) 28-30.

ΠΛΑΣΤΗΡΑΣ, ΚΩΣΤΑΣ. Ν.: «Η πρώτη λογοτεχνική δεκαετία μετά την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης (1912-1922)», στο: Δήμος Θεσσαλονίκης – Κέντρο Ιστορίας Θεσσαλονίκης, Η Θεσσαλονίκη μετά το 1912. Πρακτικά Συμποσίου (Θεσσαλονίκη, 1-3 Νοεμβρίου 1985),  Θεσσαλονίκη, 1986, σ. 388· Η λογοτεχνική κίνηση στη Θεσσαλονίκη: Πρώτες αισθητές διαμορφώσεις (1897-1912), Θεσσαλονίκη, 1998, σ. 245.

ΠΟΛΙΤΗΣ, ΛΙΝΟΣ, Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, Αθήνα, ΜΙΕΤ, 200414, σσ. 321-323.

ΠΡΟΥΣΗΣ, ΚΩΣΤΑΣ. Μ., Έλληνες ποιητές και πεζογράφοι, Αθήνα, Εστία, 1990, σσ. 353-378.

RICHARD, LIONEL, «Κάφκα. Η ζωή και το έργο του», Διαβάζω. Αφιέρωμα: Fr. Kafka 50 (Φεβρουάριος 1982) 84-89.

ΣΑΒΒΙΔΗΣ, Γ. Π., Τράπεζα πνευματική, Αθήνα, Πορεία, 1994, σ. 44.

ΣΑΧΙΝΗ, ΑΓΓΕΛΙΚΗ, «Η κριτική της τέχνης στη Θεσσαλονίκη στην περίοδο 1926-1950», στο: Δήμος Θεσσαλονίκης – Κέντρο Ιστορίας Θεσσαλονίκης, Η Θεσσαλονίκη μετά το 1912. Πρακτικά Συμποσίου (Θεσσαλονίκη, 1-3 Νοεμβρίου 1985), Θεσσαλονίκη, 1986, σ. 755.

ΣΑΧΙΝΗΣ, ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ: «Αλκ. Γιαννόπουλος», Νέοι Πεζογράφοι. Είκοσι χρόνια νεοελληνικής πεζογραφίας: 1945-1965, Αθήνα, Εστία, 19653, σσ. 25-40· Μεσοπολεμικοί και Μεταπολεμικοί Πεζογράφοι, Αθήνα, Εστία, 19852, σσ. 79-87.

ΣΕΦΕΡΑΣ, ΣΑΚΗΣ, «Τέσσερις μικροσκέψεις για τη λογοτεχνημένη Θεσσαλονίκη», Θεσσαλονίκη μια πόλη στη λογοτεχνία, Αθήνα, Μεταίχμιο, 2001, σ. 17.

ΣΙΝΟΠΟΥΛΟΣ, ΤΑΚΗΣ, «Έρευνα για τη σύγχρονη πεζογραφία», Νέα Πορεία 45-46 (Νοέμβριος-Δεκέμβριος 1958) 364.

ΣΚΑΛΤΣΑ, ΜΑΤΟΥΛΑ, «Καλλιτέχνες του βορειοελλαδικού χώρου και η προβολή τους μέσα από τον περιοδικό τύπο της Θεσσαλονίκης», στο: Δήμος Θεσσαλονίκης – Κέντρο Ιστορίας Θεσσαλονίκης, Η Θεσσαλονίκη μετά το 1912. Πρακτικά Συμποσίου (Θεσσαλονίκη, 1-3 Νοεμβρίου 1985),  Θεσσαλονίκη, 1986, σσ. 715, 717-724.

ΣΠΑΝΔΩΝΙΔΗΣ, ΠΕΤΡΟΣ. Σ., «Εντυπώσεις και σκέψεις. Η σύγχρονη Σαλονίκη (1930), Αιολικά Γράμματα 87-90 (Μάης-Δεκέμβρης 1985) 176-179.

ΣΤΕΡΓΙΟΠΟΥΛΟΣ, ΚΩΣΤΑΣ: «Γιώργος Δέλιος», Η Μεσοπολεμική πεζογραφία. Από τον πρώτο ως τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο (1914-1939), τόμ. Γ΄, Αθήνα, Σοκόλης, 1993-1996, σσ. 280-281· «Ο Τάκης Βαρβιτσιώτης και η αισθητική θέα του κόσμου», Η Λέξη 97-98 (Σεπτέμβρης-Οκτώβρης ’90) 597· Περιδιαβάζοντας. Γύρω στη νεοτερική ποίησή μας, τόμ. Ε΄, Αθήνα, Κέδρος, 2000.

ΤΣΑΚΩΝΑΣ, ΔΗΜΗΤΡΗΣ. ΓΡ., Τα πριν και τα μετά, Αθήνα, Κάκτος, 1989, σσ. 507, 515.

ΤΣΙΡΙΜΩΚΟΥ, ΛΙΖΥ, «Kafka, Franz», Λεξικό της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας. Πρόσωπα, ρεύματα, έργα, όροι, Αθήνα, Πατάκης, 2007, σσ. 964-965.

ΦΡΑΓΚΟΠΟΥΛΟΣ, ΘΕΟΦΙΛΟΣ. Δ., «Παρουσία και επιδράσεις της γερμανικής πνευματικής παράδοσης στην ελληνική λογοτεχνία. Ιστορικό σχεδίασμα», Νέα Εστία 1451 (Χριστούγεννα 1987) 107.

ΧΑΡΗΣ, ΠΕΤΡΟΣ, «Ελληνικά πνευματικά κέντρα. Η Θεσσαλονίκη και η ποίηση τα τελευταία 30 χρόνια», Ελευθερία Αθηνών (3/6/1948) στο: Ζωγραφάκης Γ. Κ., «Τα λογοτεχνικά περιοδικά και ημερολόγια της Θεσσαλονίκης», Θεσσαλονίκη. Εκατό χρόνια λογοτεχνικής ζωής 1878-1978. Ποίηση, πεζός λόγος, δοκίμιο, κριτική, θέατρο, μετάφρασηΘεσσαλονίκη, Π. Ραγιάς, 1980, σσ. 58-60· Σαράντα χρόνια κριτικής ελληνικού πεζού λόγου, τόμ. Α΄ (1928-1949), Αθήνα, ΕΛΙΑ, 1981, σσ. 97-98, 136-138, 147, 166-167.

ΧΑΤΖΟΠΟΥΛΟΥ, ΛΙΤΣΑ, «Η λογοτεχνία του Μεσοπολέμου 1910-1940», Ιστορία των Ελλήνων. Νεώτερος Ελληνισμός 1910-1940, τόμ. 15, Αθήνα, Δομή, β΄ εκδ., σσ. 777-778, 788-789, 795.

ΧΑΤΖΟΠΟΥΛΟΣ, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ. Κ., Βιβλιογραφία της Θεσσαλονίκης κοινωνικός, οικονομικός και πολιτικός βίος, τέχνη και πολιτισμός, Θεσσαλονίκη, Ίδρυμα Μελετών Χερσονήσου του Αίμου, 1987.

ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΠΟΥΛΟΣ, ΝΤΙΝΟΣ: «Ποιήματα για τη Θεσσαλονίκη. Άρθρο και βιβλιογραφία», Διάλογος 3 (1962) 167-176· «Η ποίηση στη Θεσσαλονίκη από το 1913 ως το 1940», στο: Δήμος Θεσσαλονίκης – Κέντρο Ιστορίας Θεσσαλονίκης, Η Θεσσαλονίκη μετά το 1912. Πρακτικά Συμποσίου (Θεσσαλονίκη, 1-3 Νοεμβρίου 1985), Θεσσαλονίκη, 1986, σσ. 392-398· Η λογοτεχνία στη Θεσσαλονίκη (1850-1950). Σύντομο διάγραμμα, Θεσσαλονίκη, Βιβλιοπωλείο Ραγιάς, 1999.

Χ. Ό., «Χρονολόγιο Ράινερ Μαρία Ρίλκε», Διαβάζω. Αφιέρωμα: R. M. Rilke 274 (13 Νοεμβρίου 1991) 22-25·

VITTI, MARIO: Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, ά.τ., Οδυσσέας, [1978]· Η γενιά του ’30. Ιδεολογία και μορφή, Αθήνα, Ερμής, 19952.

 

Ειδική Βιβλιογραφία

 

ΑΓΡΑΣ, ΤEΛΛΟΣ: «Έρευνες: Η θέση της κριτικής στην Ελλάδα», Μακεδονικές Ημέρες 8 (Οκτώβριος 1932) 267-269·  «Έρευνες: Η θέση της κριτικής στην Ελλάδα», Μακεδονικές Ημέρες 12 (Φεβρουάριος 1933) 400-407 & Κριτικά. Γενικά και ειδικά θέματα, επιμ. Κ. Στεργιόπουλος, Αθήνα, Ερμής, 1995, σσ. 377-379· «Μια ματιά στη λογοτεχνική Θεσσαλονίκη. Πρόσωπα και κείμενα, Ελληνικά Φύλλα 5 (Ιούλιος 1935) 143-147.

ΑΛΑΒΕΡΑΣ, ΤΗΛΕΜΑΧΟΣ, «Όσα λογοτεχνικά περιοδικά έχουν εκδοθή από χρόνια εις την Θεσσαλονίκην», Θεσσαλονίκη (20/5/1963) 4· «Λογοτεχνικά περιοδικά της Θεσσαλονίκης», Ελλάς 5-6 (Αύγουστος-Σεπτέμβρης 1963) 33-37.

ΑΛΕΠΗΣ, ΚΟΥΛΗΣ, «Έρευνες: Η θέση της κριτικής στην Ελλάδα», Μακεδονικές Ημέρες 9 (Νοέμβριος 1932) 320-322.

ΑΝΑΓΝΩΣΤΑΚΗΣ, ΜΑΝΟΛΗΣ, «Παλιά και νέα περιοδικά: Αναλογίες και διαφορές», Εντευκτήριο 6 (Απρίλιος 1989) 26-27.

ΑΝΕΜΟΥΔΗ-ΑΡΖΟΓΛΟΥ, ΚΡΙΣΤΑ, «Ο Στέλιος Ξεφλούδας μιλάει για το έργο του», Ο Πολίτης. Θεσσαλονίκη. Πεζός λόγος 1912-1980. Εισαγωγή, βιβλιογραφία, άρθρα, ανθολογία κειμένων, ειδικό τεύχος (Νοέμβριος 1983) 22-25.

ΑΝΤΩΝΙΟΥ-ΤΙΛΙΟΥ, ΜΑΡΙΑ, – ΠΑΠΑΚΥΡΙΤΣΗΣ, ΣΤΑΥΡΟΣ, «Μακεδονικές Ημέρες», Λεξικό της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας. Πρόσωπα, ρεύματα, έργα, όροι, Αθήνα, Πατάκης, 2007, σσ. 1307-1308.

ΑΡΓΥΡΙΟΥ, ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ: «Η λογοτεχνική ζωή της Θεσσαλονίκης στα τελευταία τριάντα χρόνια. Σχέδιο εισαγωγής», Επιθεώρηση Τέχνης 94-95 (Οκτώβριος-Νοέμβριος 1962) 391-412· «Ο κριτικός λόγος στη Θεσσαλονίκη», Αντί. Αφιέρωμα στην πνευματική Θεσσαλονίκη 324 (Δεκαπενταύγουστος 1986) 46-48· «Ο κριτικός λόγος στη Θεσσαλονίκη», Κείμενα περί κειμένων, Αθήνα, Σοκόλης, 1995, σσ. 96-102.

ΒΑΛΕΤΑΣ, ΓΙΩΡΓΟΣ: «Οι ακρίτες της ελληνικής επιστήμης», Εργασία 319 (9.2.36) 142· «Περιοδικά και εκδόσεις της Θεσσαλονίκης», Αιολικά Γράμματα 87-90 (Μάης-Δεκέμβρης 1985) 263.

ΒΑΡΕΛΑΣ, ΛΑΜΠΡΟΣ: Η αντιμετώπιση της λογοτεχνικής και πνευματικής κίνησης της ελληνικής επαρχίας (1929-1940). Θέματα ιστορίας και βιβλιογραφίας της νεοελληνικής λογοτεχνίας, Θεσσαλονίκη, Φεβρουάριος-Μάρτιος 1997· «Το λογοτεχνικό περιοδικό της επαρχίας στον μεσοπόλεμο (1919-1940). Προβληματισμοί και πραγματικότητα», στο: Επιστημονικό Συμπόσιο, Ο περιοδικός τύπος στον Μεσοπόλεμο (26-27.3.1999), Εταιρεία Σπουδών Νεοελληνικού Πολιτισμού και Γενικής Παιδείας (Σχολή Μωραϊτη), σσ. 61-67.

ΒΑΡΙΚΑΣ, ΒΑΣΟΣ: «Η πνευματική Θεσσαλονίκη. Μουσική δωματίου», Τα Νέα (10.7.1947) 2·«Αναμνήσεις, χαρακτηρισμοί, χαιρετισμοί. Αθήνα-Θεσσαλονίκη», Νέα Εστία. Θεσσαλονίκη (1912-1962) 850 (1.12.1962) 1858·

ΒΑΣΙΛΕΙΑΔΗΣ, ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ: «Υπάρχει Σχολή Θεσσαλονίκης;», Νέα Πορεία 160-162 (Ιούνιος-Αύγουστος 1968) 138-140· «Υπάρχει η λεγόμενη Σχολή Θεσσαλονίκης;», Εσπερινή ώρα (18, 24.9.1968 & 2, 8, 25.10.1968).

ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ, ΒΑΣΟΣ: «Γράμματα από την Πρωτεύουσα. Πώς κρίνουν οι Αθηναίοι την πνευματική Θεσσαλονίκη. Ένα άρθρο του κ. Ξενόπουλου», Νέα Αλήθεια (3.2.1938) 1-3· «Συμβολή στη συζήτηση για το εθνικό στοιχείο στην τέχνη», Νέα Πολιτική 3 (Σεπτέμβριος 1938) 864-872.

ΒΑΦΟΠΟΥΛΟΣ, ΓΙΩΡΓΟΣ. Θ.: «Ο Μήνας. Η κριτική του βιβλίου. Το διήγημα. Αλκ. Γιαννόπουλου, Η ηρωική περιπέτεια», Μακεδονικές Ημέρες 2 (Φεβρουάριος 1938) 69-71· «Η παλιά φρουρά», Νέα Εστία. Θεσσαλονίκη (1912-1962) 850 (1.12.1962) 1714-1717· «Η Νέα Πορεία και τα περιοδικά της Θεσσαλονίκης», Νέα Πορεία 119-123 (1965) 11· «Πέτρος Σπανδωνίδης. Ένας χρόνος από το θάνατό του», Νέα Εστία 906 (1965) 432-434· Σελίδες Αυτοβιογραφίας. Το πάθος, τόμ. Α΄, Αθήνα, Εστία, 1970, σσ. 420-421· Σελίδες Αυτοβιογραφίας. Η Ανάσταση, τόμ. Β΄, Αθήνα, Εστία, 1971, σσ. 47-49, 335-343· Σελίδες Αυτοβιογραφίας. Ταξίδια και Παρενθέσεις Β΄, τόμ. Δ΄, Αθήνα, Εστία, 1940-1975, σ. 382· Το πνευματικό πρόσωπο της Θεσσαλονίκης. Ανάτυπο από τον τόμο: Μακεδονία – Θεσσαλονίκη. Aφιέρωμα τεσσαρακονταετηρίδος της Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών, Θεσσαλονίκη, 1980.

ΒΙΣΤΩΝΙΤΗΣ, ΑΝΑΣΤΑΣΗΣ, «Αναζήτηση της συνείδησης. Αναφορές στην πεζογραφία της Θεσσαλονίκης», Νέα Πορεία. Λογοτεχνία της Θεσσαλονίκης 3 (Ιούνης 1988) 135-139, 158-159.

ΒΛΙΖΙΩΤΗΣ, Θ., «Τα κοινωνικά προβλήματα και οι διανοούμενοι. Ο λυτρωτής θεός», Μακεδονικές Ημέρες 3 (1932) 91-96.

ΓΕΩΡΓΙΑΔΗΣ, ΑΧΙΛΛΕΑΣ, «Η Αθήνα και οι επαρχίες», Μορφές 2 (Απρίλιος 1937) 51-53.

ΓEΩΡΓΟΥΛΗΣ, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ. Δ.: «Ομιλίες για την Τέχνη», Μακεδονικές Ημέρες 1 (Μάρτιος 1932) 7-17· «[Προλογικό σημείωμα]», Μακεδονικές Ημέρες 3 (Μάιος 1932) 101 & Μακεδονικές Ημέρες 4 (Ιούνιος 1932) 129.

CHIAPPONE, JEAN-LUC, Le mouvement moderniste de Thessalonique 1932-1939. Figures de l’ intimisme & du cosmopolitisme, Paris, L’ Harmattan, 2006-2009.

ΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ, ΑΛΚΙΒΙΑΔΗΣ: «Ζωγραφική. Έκθεση Γεωργίας Τερλίδου», Μακεδονικές Ημέρες 3-4 (Απρίλιος-Μάιος 1936) 140-145· «Πέτρος Σπανδωνίδης. Ένας χρόνος από το θάνατό του», Νέα Εστία 906 (1965) 429-430.

ΓΟΥΤΗΣ, ΣΤEΛΙΟΣ, – ΠΙΕΡΗΣ, ΜΙΧΑΛΗΣ, «Πεζογράφοι της Θεσσαλονίκης. Εισαγωγή», Ο Πολίτης. Θεσσαλονίκη. Πεζός λόγος 1912-1980. Εισαγωγή, βιβλιογραφία, άρθρα, ανθολογία κειμένων, ειδικό τεύχος (Νοέμβριος 1983) 7-13.

ΔΑΣΚΑΛΟΠΟΥΛΟΣ, ΔΗΜΗΤΡΗΣ, «Μακεδονικές Ημέρες», Εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος Λαρούς Μπριτάννικα, τόμ. 40, Αθήνα, Πάπυρος, 1981-1997, σ. 77.

DE SANCTIS, «Storia», [μτφ. ΜΗ], Μακεδονικές Ημέρες 1 (Μάρτιος 1932) 4.

ΔΕΔΟΥΣΗΣ, ΒΑΣΙΛΗΣ: «Τα βιβλία. Στ. Ξεφλούδας: Εύα», Μακεδονικές Ημέρες 5 (Μάιος 1934) 157-160· «Το δεκαπενθήμερον. Τα γεγονότα και τα ζητήματα. Ένας μύθος», Νέα Εστία 522 (1.4.1949) 450-451.

Δ. Γ. [= Γ. Δέλιος]: «Σημειώματα. Ανθούλας Σταθοπούλου: Νύχτες αγρύπνιας», Μακεδονικές Ημέρες 8 (Οκτώβριος 1932) 283-284· «Ο κ. Δημ. Στ. Δήμου και οι μεταφράσεις του», Μακεδονικές Ημέρες 5-6 (Μάιος-Ιούνιος 1937) 164-165.

ΔΕΛΙΟΣ, ΓΙΩΡΓΟΣ: «Γύρω από τον Γκαίτε», Μακεδονικές Ημέρες 2 (Απρίλιος 1932) 69-74· «Έρευνες: Η θέση της κριτικής στην Ελλάδα», Μακεδονικές Ημέρες 9 (Νοέμβριος 1932) 318-320· «Λογοτεχνικά πρόσωπα», Μακεδονικές Ημέρες 8-9 (Σεπτέμβριος-Οκτώβριος 1935) 313-316· «Το μυθιστόρημα», Μακεδονικές Ημέρες 5-6 (Μάιος-Ιούνιος 1937) 135-141· «Το μυθιστόρημα», Μακεδονικές Ημέρες 7-8 (Ιούλιος-Αύγουστος 1937) 191-200· «Πέτρος Σπανδωνίδης. Ένας χρόνος από το θάνατό του», Νέα Εστία 906 (1965) 435-436· «Υπάρχει η λεγόμενη Σχολή Θεσσαλονίκης;», Εσπερινή Ώρα (18.9.1968)· «[Συνέντευξη]», Τα Νέα (12.11.1972)· «Πεζογραφία, ποίηση, κριτική και δοκιμιογραφία της Θεσσαλονίκης», Νέα Πορεία. Λογοτεχνία της Θεσσαλονίκης 3 (Ιούνης 1988) 90-126.

ΔΗΜΑΡΑΣ, Κ. Θ., «Η κίνησις των ιδεών. Κριτική, ποίηση και ψυχανάλυση», Νέα Εστία 145 (1/1/1933) 46-48.

ΔΗΜΟΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ: «Περιοδικά – Ημερολόγια – Επετηρίδες», Έκθεση βιβλίου για τη Θεσσαλονίκη (10-23.11.1980), σσ. 65-72· Δημήτια ΚΔ΄. Εκατό χρόνια λογοτεχνικού περιοδικού στη Θεσσαλονίκη (1889-1989): έκθεση λογοτεχνικών περιοδικών Θεσσαλονίκης (17 Νοεμβρίου – 3 Δεκεμβρίου 1989), επιμ. Ντ. Χριστιανόπουλος, Θεσσαλονίκη, Δήμος Θεσσαλονίκης, Νοέμβριος 1989.

ΔΗΜΟΥ, ΔΗΜΗΤΡΗΣ. ΣΤ., «Σημείωμα του μεταφραστού», Μακεδονικές Ημέρες 5 (Ιούνιος 1936) 162-163.

ΔΙΚΤΑΙΟΣ, ΆΡΗΣ, «Αναμνήσεις, χαρακτηρισμοί, χαιρετισμοί. Αθήνα-Θεσσαλονίκη», Νέα Εστία. Θεσσαλονίκη (1912-1962) 850 (1.12.1962) 1859.

ΕΛΥΤΗΣ, ΟΔΥΣΣΕΑΣ, «Το δεκαπενθήμερο. Τα γεγονότα και τα ζητήματα. Φιλολογικά ήθη», Νέα Εστία 520 (1.3.1949) 320-321.

ΖΙΩΓΑΣ, ΗΛΙΑΣ: «Έρευνες: Η θέση της κριτικής στην Ελλάδα», Μακεδονικές Ημέρες 9 (Νοέμβριος 1932) 308-311· «Τα βιβλία. Μελέτες. Κλ. Παράσχου, Ίων Δραγούμης», Μακεδονικές Ημέρες 11-12 (Δεκέμβρης 1936) 392-395· «Έρευνα: Η νεοελληνική λογοτεχνία στα τελευταία είκοσι χρόνια», Μακεδονικές Ημέρες 2 (Φεβρουάριος 1938) 55-57.

ΖΩΓΡΑΦΑΚΗΣ, ΓΙΩΡΓΟΣ. Κ.: «Θεσσαλονίκη. Τριάντα χρόνια ποιητικής ζωής», Νέα Εστία 502 (1/6/1948) 707-708· «Τα λογοτεχνικά περιοδικά και ημερολόγια της Θεσσαλονίκης», Θεσσαλονίκη. Εκατό χρόνια λογοτεχνικής ζωής 1878-1978. Ποίηση, πεζός λόγος, δοκίμιο, κριτική, θέατρο, μετάφρασηΘεσσαλονίκη, Π. Ραγιάς, 1980.

ΖΩΡΑΣ, ΓΕΩΡΓΙΟΣ: «Επαρχία και πνευματική ζωή», Νέα Εστία 229 (1.7.1935) 922-928· «Το δεκαπενθήμερον. Περί τα γεγονότα και τα ζητήματα. Επαρχία και πνευματική ζωή», Νέα Εστία 237 (1.11.1936) 1520-1521.

Η ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ, «[Προγραμματικό σημείωμα]», Μακεδονικές Ημέρες 1 (Μάρτιος 1932) 1-3.

ΘΑΣΙΤΗΣ, ΠΑΝΟΣ, «Ποιητικά ρεύματα και ποιητές στη νεώτερη Θεσσαλονίκη», Νέα Εστία 1403 (Χριστούγεννα 1985) 340-342.

ΘΕΜΕΛΗΣ, ΓΙΩΡΓΟΣ: «Ecce criticus», Μακεδονικές Ημέρες 6-7 (Ιούνιος-Ιούλιος 1934) 195-196· «Τα βιβλία. Ποίηση. Ανθούλας Σταθοπούλου-Βαφοπούλου: Έργα», Μακεδονικές Ημέρες 3-4 (Απρίλιος-Μάιος 1936) 137-139· «Ο Μήνας. Η κριτική του βιβλίου. Γ. Δέλιου: Στα ίχνη του άγνωστου θεού», Μακεδονικές Ημέρες 11-12 (Νοέμβριος-Δεκέμβριος 1937) 291-292· «Το κλίμα ψυχής στην ποίηση της Θεσσαλονίκης», Νέα Εστία. Θεσσαλονίκη (1912-1962) 850 (1.12.1962) 1718-1721· «Υπάρχει η λεγόμενη Σχολή Θεσσαλονίκης;», Εσπερινή Ώρα (24.9.1968).

ΘΕΟΤΟΚΑΣ, ΓΙΩΡΓΟΣ, «Έρευνα: Η νεοελληνική λογοτεχνία στα τελευταία είκοσι χρόνια», Μακεδονικές Ημέρες 1 (Ιανουάριος 1938) 11-12.

ΘΡΥΛΟΣ, ΑΛΚΗΣ: «Η ερευνά μας», Μακεδονικές Ημέρες 5 (Ιανουάριος-Φεβρουάριος 1953) 2-3· «Αναμνήσεις, χαρακτηρισμοί, χαιρετισμοί. Αθήνα-Θεσσαλονίκη», Νέα Εστία. Θεσσαλονίκη (1912-1962) 850 (1.12.1962) 1858.

ΚAΖΑΝΤΖΗΣ, ΤΟΛΗΣ: «Η πεζογραφία της Θεσσαλονίκης», Ο Πολίτης. Θεσσαλονίκη. Πεζός λόγος 1912-1980, ειδικό τεύχος (Νοέμβριος 1983) 14-20· «Οι πεζογράφοι και τα λογοτεχνικά περιοδικά της Θεσσαλονίκης μέχρι το 1950», Ο λογοτεχνικός Πολίτης 67-68 (Οκτώβριος-Δεκέμβριος 1984) 97· «Τα λογοτεχνικά περιοδικά της Θεσσαλονίκης», Διαβάζω 128 (9/10/85) 46· «Τα  ιστορικά και κοινωνικά δεδομένα και το πνευματικό κλίμα της Θεσσαλονίκης», Διαβάζω 128 (9.10.85) 24-28· «Τα λογοτεχνικά περιοδικά της Θεσσαλονίκης», Νέα Εστία 1403 (Χριστούγεννα 1985) 493-494· «Η πεζογραφία της Θεσσαλονίκης», Νέα Εστία 1403 (Χριστούγεννα 1985) 392-406· «Η πεζογραφία της Θεσσαλονίκης. Σχέδιο μελέτης», Αντί. Αφιέρωμα στην πνευματική Θεσσαλονίκη 324 (Δεκαπενταύγουστος 1986) 13-14· «Κλίμα και περιοδικά της Θεσσαλονίκης. Μια περιδιάβαση στα έντυπα, την ιστορία και την πνευματική της ζωή», Το Τέταρτο 37 (Μάιος 1988) 28-31· «Κλίμα και περιοδικά της Θεσσαλονίκης. Μια περιδιάβαση στα έντυπα, την ιστορία και την πνευματική της ζωή», Το Τέταρτο 38 (Ιούνιος 1988) 29-30·«Λογοτεχνικές σελίδες. Η γενιά του τριάντα και το περιοδικό Μακεδονικές Ημέρες», Επειδή η διαφορά είναι δικαίωμα 31-32 (Νοέμβριος 1989) 54-55· «Οι νέοι πεζογράφοι της Θεσσαλονίκης», Διαγώνιος 7 (Ιούλιος-Σεπτέμβριος 1966) 153· «Σχολή Θεσσαλονίκης: Ένα διαιωνιζόμενο θέμα», Φιλολογική Καθημερινή (8.12.1977) 6· Η πεζογραφία της Θεσσαλονίκης 1912-1983. Μελετήματα 1966-1991, Θεσσαλονίκη, Βάνιας, 1991 [κεφάλαια: «Σχολή Θεσσαλονίκης: Ένα διαιωνιζόμενο θέμα», «Ο τύπος και τα λογοτεχνικά περιοδικά της Θεσσαλονίκης», «Η πεζογραφία της Θεσσαλονίκης ως το 1930. Μια πρώτη ανίχνευσις», «Νίκος Μπακόλας, Γιώργος Ιωάννου, Σάκης Παπαδημητρίου»].

ΚΑΛΑΝΤΖΟΠΟΥΛΟΥ, ΒΙΚΥ, Συμβολή στη μελέτη των λογοτεχνικών και ημιλογοτεχνικών περιοδικών της Θεσσαλονίκης (1889-1932), Θεσσαλονίκη, Διαγώνιος, 1989.

ΚΑΡΑΒΟΛΑΝΗ-ΧΟΥΡΜΟΥΖΙΑΔΗ, ΜΑΡΙΑ, Η λογοτεχνία της Θεσσαλονίκης. Συζητήσεις με τον Ντίνο Χριστιανόπουλο, τον Τόλη Καζαντζή και τον Πρόδρομο Μάρκογλου, Θεσσαλονίκη, χ. έ., 1993, σσ. 16-43.

ΚΑΡΑΝΤΩΝΗΣ, ΑΝΤΡΕΑΣ: «Σημειώματα. Η καθαρή ποίηση κ’ εμείς», Μακεδονικές Ημέρες 4 (Ιούνιος 1932) 158-161· «Σημειώματα: Στέλιου Ξεφλούδα, Εσωτερική Συμφωνία», Μακεδονικές Ημέρες 5-6 (Ιούλιος-Αύγουστος 1932) 209-213· «Γράμματα [για τον εσωτερικό μονόλογο]», Μακεδονικές Ημέρες 8 (Οκτώβριος 1932) 288-292· «Επίκαιρα θέματα. Η λογοτεχνία μας το 1935 (επισκόπηση της χρονιάς)», Τα Νέα Γράμματα 2 (1935) 165· «Αναμνήσεις, χαρακτηρισμοί, χαιρετισμοί. Αθήνα-Θεσσαλονίκη», Νέα Εστία. Θεσσαλονίκη (1912-1962) 850 (1.12.1962) 1861.

ΚΑΡΑΟΓΛΟΥ, Χ. Λ.: «Βιβλιογραφώντας τα περιοδικά του μεσοπολέμου», στο: Επιστημονικό Συμπόσιο, Ο περιοδικός τύπος στον Μεσοπόλεμο (26-27.3.1999), Εταιρεία Σπουδών Νεοελληνικού Πολιτισμού και Γενικής Παιδείας (Σχολή Μωραϊτη), σσ. 219, 225· «Μια περιδιάβαση στα λογοτεχνικά περιοδικά της Θεσσαλονίκης», στο: Σφυρίδης, Π. (επιμ.), Φυτώρια λογοτεχνίας στη Θεσσαλονίκη. Τα λογοτεχνικά περιοδικά της πόλης στον 20ο αιώνα. Πρακτικά συνεδρίου 18-19 Νοεμβρίου 2005 (μα’ Δημήτρια), Δημοτική Βιβλιοθήκη Θεσσαλονίκης, 2006, σσ. 262-266.

ΚΑΡΑΤΖΑΣ, ΝΙΚΟΣ, «Χρονολογικό και περιγραφικό σχόλιο», Το Δέντρο. Ποιητές της Θεσσαλονίκης 1930-1980 18 (Ιανουάριος 1981) 14.

ΚΕΧΑΓΙΑ-ΛΥΠΟΥΡΛΗ, ΑΓΛΑΪΑ (επιμ.): Το περιοδικό Μακεδονικές Ημέρες (1932-1939, 1952-1953): Έκθεση τευχών και εκδόσεων, Θεσσαλονίκη, Δήμος Θεσσαλονίκης – Βαφοπούλειο Πνευματικό Κέντρο, Δεκέμβριος 1986· «“Αγαπητέ μου Βασίλη:” Συμπληρωματικά στοιχεία για την ιστορία των Μακεδονικών Ημερών από την αλληλογραφία Ξεφλούδα-Τατάκη», Μνήμη Σταμάτη Καρατζά. Ερευνητικά προβλήματα νεοελληνικής φιλολογίας και γλωσσολογίας. Πρακτικά επιστημονικής συνάντησης (Θεσσαλονίκη, 5-7.5.1988), Θεσσαλονίκη, ΑΠΘ, 1990, σσ. 257-270· «Από τη συντροφιά των Μακεδονικών Ημερών: Στ. Ξεφλούδας, Γ. Δέλιος, Αλκ. Γιαννόπουλος», Πρακτικά Συνεδρίου Παραμυθία Θεσσαλονίκης. Η πεζογραφία στη Θεσσαλονίκη από το 1912 έως το 1995, επιμ. Π. Σφυρίδης, Θεσσαλονίκη, Ο.Π.Π.Ε., 1997, σσ. 68-92· «Το πρωτοποριακό λογοτεχνικό περιοδικό της Θεσσαλονίκης Μακεδονικές Ημέρες (1932-1939)», στο: Σφυρίδης, Π. (επιμ.), Φυτώρια λογοτεχνίας στη Θεσσαλονίκη. Τα λογοτεχνικά περιοδικά της πόλης στον 20ο αιώνα. Πρακτικά συνεδρίου 18-19 Νοεμβρίου 2005 (μα’ Δημήτρια), Δημοτική Βιβλιοθήκη Θεσσαλονίκης, 2006, σσ. 41-42.

ΚΕΧΑΓΙΟΓΛΟΥ, ΓΙΩΡΓΟΣ, «Η λογοτεχνική παραγωγή στη Θεσσαλονίκη μετά το 1912», στο: Ι. Κ. Χασιώτης (επιμ.), Τοις αγαθοίς βασιλεύουσα Θεσσαλονίκη. Ιστορία και Πολιτισμός, τόμ. 2, Θεσσαλονίκη,  Παρατηρητής, 1997, σσ. 276-299.

ΚΙΤΣΟΠΟΥΛΟΣ, ΓΙΩΡΓΟΣ: «Παράδοση εσωτερικότητας. [Οι πεζογράφοι της Θεσσαλονίκης]», Νέα Εστία. Θεσσαλονίκη (1912-1962) 850 (1.12.1962) 1782-1784· «Υπάρχει η λεγόμενη Σχολή Θεσσαλονίκης;», Εσπερινή Ώρα (8.10.1968).

ΚΛΑΡΑΣ, ΜΠΑΜΠΗΣ Δ., «Το δεκαπενθήμερο. Τα γεγονότα και τα ζητήματα. Βάσος Βασιλείου», Νέα Εστία 1382 (15.2.1985) 194.

ΚΟΡΦΗΣ, ΤΑΣΟΣ, «Ο εσωτερικός μονόλογος μέσα από θεωρητικά κείμενα πεζογράφων της γενιάς του ’30», Ματιές στη λογοτεχνία του μεσοπολέμου, Αθήνα, Πρόσπερος, 1991, σσ. 183-191.

ΚΟΣΜΑΣ, ΣΤΑΥΡΑΚΙΟΣ, «Ο εσωτερικός μονόλογος», Το 3ο μάτι (1935) 25-26.

ΚΟΤΖΙΟΥΛΑΣ, ΓΙΩΡΓΟΣ., «Έρευνες: Η θέση της κριτικής στην Ελλάδα», Μακεδονικές Ημέρες 10-11 (Δεκέμβριος 1932-Ιανουάριος 1933) 346-353.

ΚΟΥΜΕΝΟΣ, ΙΩΑΝΝΗΣ, «Τα λογοτεχνικά περιοδικά και ημερολόγια της Θεσσαλονίκης», στο: Θεσσαλονίκη. Εκατό χρόνια λογοτεχνικής ζωής 1878-1978. Ποίηση, πεζός λόγος, δοκίμιο, κριτική, θέατρο, μετάφραση, πρόλογος-επιμέλεια Κ. Ζωγραφάκη, Θεσσαλονίκη, Βιβλιοπωλείο Π. Ραγιά, 1980, σ. 28.

ΚΟΥΝΕΝΑΚΗ, ΠΕΓΚΥ, «Αφιέρωμα. Λογοτέχνες της Θεσσαλονίκης. Καθοριστική είναι η παρουσία τους στη νεοελληνική λογοτεχνία», στο: Επτά Ημέρες της εφ.: Η Καθημερινή (2.2.1997) 2.

ΚΥΡΟΥ, ΚΛΕΙΤΟΣ, – ΦΩΣΤΙΕΡΗΣ, ΑΝΤΩΝΗΣ, «Σε β΄ πρόσωπο. Μια συνομιλία του Κλείτου Κύρου με τον Αντώνη Φωστιέρη και το Θανάση Νιάρχο», Η Λέξη 38 (Οκτώβρης 1984) 727-728.

ΛΕΒΑΝΤΑΣ, ΧΡΗΣΤΟΣ: «Έρευνες: Η θέση της κριτικής στην Ελλάδα», Μακεδονικές Ημέρες 8 (Οκτώβριος 1932) 276· «Έρευνα: Η νεοελληνική λογοτεχνία στα τελευταία είκοσι χρόνια», Μακεδονικές Ημέρες 4 (Απρίλιος 1938) 134-135.

ΜΑΓΓ [ΑΝΑΡΗΣ], ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ. Ν., «Βιβλιοκρισία», Ελληνική Επιθεώρηση (1936) 115.

Μ.Η.: «Σημειώματα. Εμείς και οι άλλοι. “Φιλολογική αποκέντρωσις”», Μακεδονικές Ημέρες 12 (Φεβρουάριος 1933) 408-409· «Οι νέοι των επαρχιών», Αθηναϊκά Νέα (3.3.1933)· «Επαρχία και πρωτεύουσα», Μακεδονικές Ημέρες 6-7 (Ιούνιος-Ιούλιος 1934) 193-195· «Σχόλια», Μακεδονικές Ημέρες 3 (Απρίλιος 1935) 143· «Ανθούλα Σταθοπούλου-Βαφοπούλου», Μακεδονικές Ημέρες 4 (Μάιος 1935) 183-185· «Σχόλια», Μακεδονικές Ημέρες 10 (Νοέμβριος 1935) 384· «Σχόλια. Δύο περιοδικά», Μακεδονικές Ημέρες 2 (Μάρτιος 1936) 100· «Χρονικά», Μακεδονικές Ημέρες 3-4 (Απρίλιος-Μάιος 1936) 150·  «Χάρης Αλεξίου», Μακεδονικές Ημέρες 5-6 (Μάιος-Ιούνιος 1937) 158-159· «Γύρω απ’ την κίνηση», Μακεδονικές Ημέρες 11-12 (Νοέμβριος – Δεκέμβριος 1937) 265· «Γύρω απ’ την κίνηση», Μακεδονικές Ημέρες 1 (Ιανουάριος 1938) 4· «Φιλολογικές Επικαιρότητες», Μακεδονικές Ημέρες 1 (Ιανουάριος 1938) 46· «Γύρω απ’ την κίνηση», Μακεδονικές Ημέρες 1 (Ιανουάριος 1938) 1·  «Φιλολογικές επικαιρότητες», Μακεδονικές Ημέρες 2 (Φεβρουάριος 1938) 75· «Ο Μήνας. Σχόλια», Μακεδονικές Ημέρες 4 (Απρίλιος 1938) 136· «Χρονικά», Μακεδονικές Ημέρες 1 (Ιανουάριος-Φεβρουάριος 1939) 30.

ΜΑΚΡΗΣ, ΣΟΛΩΝ: «Πεζογράφοι της Θεσσαλονίκης», Κριτικά Φύλλα 10 (1973) 255-257· «Πεζογράφοι της Θεσσαλονίκης», Κριτικά Φύλλα 14 (1974) 131·  «Τα βιβλία. Γ. Θ. Βαφόπουλος: Το πνευματικό πρόσωπο της Θεσσαλονίκης», Νέα Εστία 1337 (13.3.1983) 407-408.

ΜΑΡΑΓΚΟΠΟΥΛΟΣ, ΆΡΗΣ, «Λογοτεχνικά περιοδικά παρεμβαίνουν δυναμικά στην πνευματική και πολιτιστική ζωή της πόλης», Η Καθημερινή (2.2.1997) 26.

ΜΑΣΤΡΟΔΗΜΗΤΡΗΣ, ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ. Δ., «Τα βιβλία. Γ. Θ. Βαφόπουλος, Το πνευματικό πρόσωπο της Θεσσαλονίκης. Ανάτυπο από τον τόμο: Μακεδονία – Θεσσαλονίκη. Aφιέρωμα τεσσαρακονταετηρίδος της Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών, Θεσσαλονίκη, 1980», Νέα Εστία 1292 (1.5.1981) 620.

ΜΕΝΤΖΕΛΟΣ, ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ: «Ιδεολογία και Αντι-ιδεαλισμός», Μακεδονικές Ημέρες 5-6 (Ιούλιος – Αύγουστος 1932) 198-202· «Έρευνες: Η θέση της κριτικής στην Ελλάδα», Μακεδονικές Ημέρες 8 (Οκτώβριος 1932) 276-280· «Γράμματα [για τον εσωτερικό μονόλογο]», Μακεδονικές Ημέρες 8 (Οκτώβριος 1932) 292-293· «Η εποχή μας κι ο Καστανάκης», Μακεδονικές Ημέρες 10-11 (Δεκέμβριος 1932- Ιανουάριος 1933) 357-362· «Ο εσωτερικός μονόλογος», Ο Κύκλος 4 (1933) 163-168.

ΜΙΚΕ, ΜΑΙΡΗ, «Η συντροφιά του Μεσοπολέμου. Ο κατευθυντήριος ρόλος του περιοδικού Μακεδονικές Ημέρες, στην εντόπια λογοτεχνία», στο: Επτά Ημέρες της εφ. Η Καθημερινή (2.2.1997) 7-9.

ΜΙΚΕ, ΜΑΙΡΗ, – ΓΚΑΝΑ, ΛΕΝΑ, «Εσωτερικός μονόλογος. Αναδρομική περιδιάβαση και σύγχρονη προβληματική μιας αφηγηματικής τεχνικής», Φιλόλογος 48 (Καλοκαίρι 1987) 136-160.

ΜΙΧΑΗΛΙΔΗΣ, Κ. Μ., «Έρευνα: Η νεοελληνική λογοτεχνία στα τελευταία είκοσι χρόνια», Μακεδονικές Ημέρες 3 (Μάρτιος 3) 100-101.

ΜΠΑΚΟΛΑΣ, ΝΙΚΟΣ: «Πεζογράφοι της Θεσσαλονίκης», Διαβάζω 128 (1985) 30-31· «Κορυφώσεις στα λογοτεχνικά περιοδικά της Θεσσαλονίκης», Αντί. Αφιέρωμα στην πνευματική Θεσσαλονίκη 324 (Δεκαπενταύγουστος 1986) 44-45· «Πεζογραφία και Δημοσιογραφία. Η πορεία τους από το 1912 και μετά», Σύναξη. Τριμηνιαία έκδοση σπουδής στην Ορθοδοξία 63 (Ιούλιος-Σεπτέμβριος 1997) 83.

ΜΠΕΧΛΙΚΟΥΔΗ, ΔΗΜΗΤΡΑ. Γ., Όψεις του Νεοελληνικού Μυθιστορήματος του Μεσοπολέμου. Μια συγκριτική προοπτική, Αθήνα, Παπαζήσης, 2005.

ΜΠΗΤΟΣ, ΙΩΑΝΝΗΣ, «Μικρή συμβολή στη μακεδονική λογοτεχνία», Μορφές 2 (Απρίλης 1936) 43-46.

ΜΥΛΩΓΙΑΝΝΗΣ, ΓΙΩΡΓΟΣ. Μ., «Έρευνα: Η νεοελληνική λογοτεχνία στα τελευταία είκοσι χρόνια», Μακεδονικές Ημέρες 2 (Φεβρουάριος 1938) 53-55· «Η πνευματική Θεσσαλονίκη», Εργασία 424 (13.2.1938) 191.

ΝΙΚΒΑΣ, ΝΤΟΛΗΣ, «Έρευνες: Η θέση της κριτικής στην Ελλάδα», Μακεδονικές Ημέρες 8 (Οκτώβριος 1932) 274-276.

ΝΙΚΗΦΟΡΟΣ, Π., «Η πνευματική κίνηση στη Θεσσαλονίκη. Μερικές παρατηρήσεις», Επιθεώρηση Τέχνης 94-95 (Οκτώβριος-Νοέμβριος 1962) 473.

ΝΙΚΟΛΑΡΕÏΖΗΣ, ΔΗΜΗΤΡΗΣ: «Έρευνα: Η νεοελληνική λογοτεχνία στα τελευταία είκοσι χρόνια», Μακεδονικές Ημέρες 2 (Φεβρουάριος 1938) 50-53· «Το μυθιστόρημα των νέων και η παράδοση του εσωτερισμού», Δοκίμια Κριτικής, Αθήνα, Φέξης, 1962, σσ. 193-202.

ΞΕΙΝΟΣ, ΓΙΩΡΓΟΣ, «Ανατρίχιασμα στο περίγραμμα της πεζογραφίας της Θεσσαλονίκης (το γιατί, το τι, το πώς)», Νέα Πορεία. Λογοτεχνία της Θεσσαλονίκης 3 (Ιούνης 1988) 215-232.

ΞΕΝΟΠΟΥΛΟΣ, ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ: «Η Θεσσαλονίκη επαναστατεί», Αθηναϊκά Νέα (30.1.1938)· «Η πνευματική ζωή. Μια “Σχολή” που δεν υπάρχει», Αθηναϊκά Νέα (5.6.1938) 1-2.

ΞΕΦΛΟΥΔΑΣ, ΣΤΕΛΙΟΣ: «Τα βιβλία. Αλκ. Γιαννόπουλου: Κεφάλια στη σειρά», Μακεδονικές Ημέρες 11-12 (Νοέμβριος-Δεκέμβριος 1934) 279-280· Εσωτερική Συμφωνία, Θεσσαλονίκη, χ.έ., 1935, σσ. 5-7· «Σχόλια», Μακεδονικές Ημέρες 4 (Μάιος 1935) 159-163· «Τα βιβλία. Στ. Κοσμά: Αντρέας Δημακούδης», Μακεδονικές Ημέρες 4 (Μάιος 1935) 187-188· «Απάντηση σε κάποιες συστάσεις», Μακεδονικές Ημέρες 11 (Δεκέμβριος 1935) 423-425· «Τα βιβλία. Π. Σπανδωνίδη: Εισαγωγή στην αρχαία ελληνική τραγωδία», Μακεδονικές Ημέρες 12 (Ιανουάριος 1936) 472-474·  «Σκέψεις και παρατηρήσεις. Ο λογοτέχνης και το περιβάλλον», Μακεδονικές Ημέρες 6-7 (Ιούλιος-Αύγουστος 1936) 215-217· «Σκέψεις και παρατηρήσεις. Μοναξιά», Μακεδονικές Ημέρες 5-6 (Μάιος – Ιούνιος 1937) 133-134·«Τα βιβλία: Π. Σπανδωνίδη, Η πεζογραφία των νέων 1929-1933», Μακεδονικές Ημέρες 6-7 (Ιούνιος-Ιούλιος 1937) 197-198· «Σχόλια», Μακεδονικές Ημέρες 11-12 (Νοέμβριος-Δεκέμβριος 1937) 276-277· «Αναμνήσεις, χαρακτηρισμοί, χαιρετισμοί. Αθήνα-Θεσσαλονίκη», Νέα Εστία. Θεσσαλονίκη (1912-1962) 850 (1.12.1962) 1861-1862· «Πέτρος Σπανδωνίδης. Ένας χρόνος από το θάνατό του», Νέα Εστία 906 (1965) 429-432.

Ο ΒΡΑΔΥΝΟΣ, «Δεν μιμείται», Η Απογευματινή (11.4.1933).

Ο ΣΥΝΕΡΓΑΤΗΣ Α [= Τ. Αλαβέρας], «Η εμφάνιση της γενιάς του 30 στα γράμματα της Θεσσαλονίκης. Μακεδονικές Ημέρες, το πρωτοποριακό για την εποχή του περιοδικό, διέκοψε πριν 30 χρόνια την κυκλοφορία του. Η λεγόμενη “Σχολή της Θεσσαλονίκης”», Εσπερινή ώρα (25/6/1968) 6.

ΠΑΓΑΝΟΣ, ΓΙΩΡΓΟΣ. Δ., «Η ομάδα των Μακεδονικών Ημερών και η “Σχολή Θεσσαλονίκης”», Μοντερνισμός και πρωτοπορίες, Αθήνα, Σαββάλας, 2003, σσ. 46-47, 123-149.

Π. Κ. [= Κ. Παλαιολόγος], «Με τον λογοτέχνη κ. Γιώργο Δέλιο», Μακεδονία (17.1.1938).

ΠΑΠΑΓΙΩΡΓΙΟΥ, ΝΑΠΟΛΕΩΝ, «Έρευνες: Η θέση της κριτικής στην Ελλάδα», Μακεδονικές Ημέρες 9 (Νοέμβριος 1932) 311-316.

ΠΑΠΠΑΣ, ΝΙΚΟΣ. Δ.: «Έρευνες: Η θέση της κριτικής στην Ελλάδα», Μακεδονικές Ημέρες 10-11 (Δεκέμβριος 1932-Ιανουάριος 1933) 353-355· «Αισθητικά. Η πνευματική Θεσσαλονίκη», Καθημερινή (31.1.1938) 3-4· «Έρευνα: Η νεοελληνική λογοτεχνία στα τελευταία είκοσι χρόνια», Μακεδονικές Ημέρες 2 (Φεβρουάριος 1938) 57-58· «Η ερευνά μας», Μακεδονικές Ημέρες 4 (Δεκέμβριος 1952) 7-8·

ΠΑΡΑΝΟΥΣΗ, ΧΡΥΣΑ, «Τυπογραφεία-εφημερίδες-λογοτεχνικά περιοδικά στη Θεσσαλονίκη, τέλη 19ου αιώνα-αρχές 20ου αι.», Τριγώνιο (1985) 81-84.

ΠΑΡΑΣΧΟΣ, ΚΛΕΩΝ. Β.: «Η πνευματική ζωή στην επαρχία», Το Νέον Κράτος 4 (1937) 405-409· «Αναμνήσεις, χαρακτηρισμοί, χαιρετισμοί. Αθήνα-Θεσσαλονίκη», Νέα Εστία. Θεσσαλονίκη (1912-1962) 850 (1.12.1962) 1863.

ΠΑΥΛΕΑΣ, ΣΑΡΑΝΤΟΣ, «Υπάρχει η λεγόμενη Σχολή Θεσσαλονίκης;», Εσπερινή Ώρα (18.9.1968).

ΠΕΡΑΝΘΗΣ, ΜΙΧΑΗΛ, «Πέτρος Σπανδωνίδης», Ελληνική Πεζογραφία. Από την άλωση ως σήμερα, τόμ. Δ΄, χ.τ., Εκδόσεις έργων Περάνθη, [19–], σ. 570.

ΠΗΝΙΑΤΟΓΛΟΥ, ΛΑΖΑΡΟΣ: «Το βιβλίο του αισθησιασμού», Μακεδονικές Ημέρες 4 (Ιούνιος 1932) 146-152· «Γράμματα [για τον εσωτερικό μονόλογο]», Μακεδονικές Ημέρες 7 (Σεπτέμβριος 1932) 247-250· «Έρευνες: Η θέση της κριτικής στην Ελλάδα», Μακεδονικές Ημέρες 8 (Οκτώβριος 1932) 272-274· «Μερικές απόψεις γύρω στο ελληνικό μυθιστόρημα», Μακεδονικές Ημέρες 12 (Φεβρουάριος 1933) 391-397.

ΠΙΣΤΑΣ, ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ. Σ.: «Η λογοτεχνική Θεσσαλονίκη (Ι). Τα πρόσωπα και τα περιοδικά», Εν Θεσσαλονίκη, άρθρα και σημειώματα, Θεσσαλονίκη, Διαγώνιος, 1973, σ. 32· «Η λογοτεχνική Θεσσαλονίκη (ΙΙ). Τα χρόνια 1920-1935 κι ο Γ. Μόδης», Εν Θεσσαλονίκη, ό.π., σσ. 39-43.

ΠΟΛΙΤΗΣ, ΚΟΣΜΑΣ, «Έρευνα: Η νεοελληνική λογοτεχνία στα τελευταία είκοσι χρόνια», Μακεδονικές Ημέρες 1 (Ιανουάριος 1938) 12-13.

ΠΡΑΤΣΙΚΑΣ, ΓΕΩΡΓΙΟΣ, «Έρευνα: Η νεοελληνική λογοτεχνία στα τελευταία είκοσι χρόνια», Μακεδονικές Ημέρες 4 (Απρίλιος 1938) 132-133.

ρ. μ. [=Μ. Ροδάς], «Τα ελληνικά», Ελεύθερον Βήμα (8.3.1931).

ΡΟΔΑΣ, ΜΙΧΑΗΛ, «Μακεδονική ζωή. Η πνευματική Θεσσαλονίκη. Ιδέες γι’ αγαθούς σκοπούς», Ελεύθερον Βήμα (27.12.1934) 1.

ΣΑΡΑΝΤΑΡΗΣ, ΓΙΩΡΓΟΣ: «Παρενθέσεις», Μακεδονικές Ημέρες 2 (Μάρτιος 1936) 79-81· «Παρενθέσεις», Μακεδονικές Ημέρες 6-7 (Ιούλιος-Αύγουστος 1936) 237-239· «Παρενθέσεις», Μακεδονικές Ημέρες 1-2 (Ιανουάριος -Φεβρουάριος 1937) 52-53· «Έρευνα: Η νεοελληνική λογοτεχνία στα τελευταία είκοσι χρόνια», Μακεδονικές Ημέρες 1 (Ιανουάριος 1938) 13-15.

ΣΙΑΤΟΠΟΥΛΟΣ, ΔΗΜΗΤΡΗΣ, «Οι πρώτες εφημερίδες και τα περιοδικά του Ελληνισμού», Νέα Εστία 1291 (15.4.1981) 528.

ΣΙΔΕΡΗΣ, ΓΙΑΝΝΗΣ, «Έρευνες: Η θέση της κριτικής στην Ελλάδα», Μακεδονικές Ημέρες 9 (Νοέμβριος 1932) 316-318.

ΣΚΑΡΙΜΠΑΣ, ΓΙΑΝΝΗΣ: «Ζητήματα ηθικής τάξεως», Μακεδονικές Ημέρες 1 (Ιανουάριος 1938) 1-2· «Έρευνα: Η νεοελληνική λογοτεχνία στα τελευταία είκοσι χρόνια», Μακεδονικές Ημέρες 3 (Μάρτιος 1938) 98-100.

ΣΠΑΛΑΣ, ΠΑΝΟΣ, «Έρευνες: Η θέση της κριτικής στην Ελλάδα», Μακεδονικές Ημέρες 8 (Οκτώβριος 1932) 280-283.

ΣΠΑΝΔΩΝΙΔΗΣ, ΠΕΤΡΟΣ:  «Καθρεφτίσματα», Μακεδονικές Ημέρες 1 (Μάρτιος 1932) 29-31· «Καθρεφτίσματα», Μακεδονικές Ημέρες 2 (Απρίλιος 1932) 78-81· «Σημειώματα. Αντρέα Καραντώνη: Ο ποιητής Σεφέρης», Μακεδονικές Ημέρες 3 (Μάιος 1932) 119-121· «Η καθαρή ποίηση», Μακεδονικές Ημέρες 4 (Ιούνιος 1932) 161-163· «Καθρεφτίσματα», Μακεδονικές Ημέρες 10-11 (Δεκέμβριος 1932-Ιανουάριος 1933) 340-345·  «Η πεζογραφία των νέων 1929-1933», Μακεδονικές Ημέρες 1 (Ιανουάριος 1934) 13-28· «Η πεζογραφία των νέων (1929-1933)», Μακεδονικές Ημέρες 2 (Φεβρουάριος 1934) 37-52·  «Η πεζογραφία των νέων 1929-1933», Μακεδονικές Ημέρες 3 (Μάρτιος 1934) 69-76· «Τα βιβλία. Γ. Δέλιου: Οι άνθρωποι που νοσταλγούν», Μακεδονικές Ημέρες 5 (Μάιος 1934) 162-164· «Αντίλαλοι», Μακεδονικές Ημέρες 6-7 (Ιούνιος-Ιούλιος 1934) 202· «Αποστολάκης και Σολωμός», Μακεδονικές Ημέρες 11-12 (1934) 238-258· «Για μια νέα σταυροφορία», Μακεδονικές Ημέρες 8 (Σεπτέμβριος 1936) 294-299· «Τα βιβλία. Ποίηση», Μακεδονικές Ημέρες 9-10 (Οκτώβριος-Νοέμβριος 1936) 337-338· «Απαντήσεις από την Θεσσαλονίκην προς τον Κ. Ξενόπουλον: Σεβαστέ μου κ. Ξενόπουλε, Επιτρέψατέ μου…», Αθηναϊκά Νέα (8.2.1938)· «Ο Μήνας. Τα βιβλία. Η πεζογραφία. Αλκ. Γιαννόπουλου: Ηρωική περιπέτεια (διηγήματα)», Μακεδονικές Ημέρες 3 (Μάρτιος 1938) 104-108· «Η ζωή που αγαπά τον εαυτό της», Μακεδονικές Ημέρες 5-7 (Μάιος – Ιούνιος – Ιούλιος 1938) 160-185· Επιστήμη και λογοτεχνική κριτική, Θεσσαλονίκη, χ.έ., 1947, σ. 15· «Η επανέκδοση», Μακεδονικές Ημέρες 1 (Σεπτέμβριος 1952) 1· «Παρερμηνείες», Μακεδονικές Ημέρες 3 (Νοέμβριος 1952) 5· «Η έρευνά μας», Μακεδονικές Ημέρες 4 (Δεκέμβριος 1952) 6-7· «Η ερευνά μας», Μακεδονικές Ημέρες 5 (Ιανουάριος-Φεβρουάριος 1953) 3-4· «Ο εσωτερικός μονόλογος», Νέα Πορεία 37 (Μάρτιος 1958) 57-60· «Τα χρόνια μου και τα χαρτιά μου», Νέα Πορεία 41-42 (Ιούλιος-Αύγουστος 1958) 209· «Οι σύγχρονοι κριτικοί μας. Οι δοκιμιογράφοι. Μέρος Α΄», Νέα Πορεία 47 (Ιανουάριος 1959) 8-9· «Καθρεφτίσματα», Νέα Πορεία 56-57 (Οκτώβριος-Νοέμβριος 1959) 338-342· Η σύγχρονη λογοτεχνική Σαλονίκη, Θεσσαλονίκη, Τυπογραφείο του Ελληνισμού, 1960·  «Ο πνευματικός κόσμος της Μακεδονίας. Οι συγγραφείς της Θεσσαλονίκης. Μια πλειάδα ανθρώπων του πνεύματος, ποιητών και στοχαστών ανέτειλε τα τελευταία χρόνια», Το Βήμα (26.10.1962) 5· «Σε αναζήτηση μιας φυσιογνωμίας», Νέα Εστία. Θεσσαλονίκη (1912-1962) 850 (1.12.1962) 1710-1711· «Γιώργος Δέλιος», Νέα Εστία 74 (1963) 1702-1704· «Αλκ. Γιαννόπουλου, Η τυφλόμυγα» Νέα Πορεία (Ιανουάριος-Φεβρουάριος 1963) 34· «Σε αναζήτηση μιας νέας πεζογραφίας», Καθημερινή (30.7.1963)· «Η απολογία μου», Νέα Πορεία 107-108 (1964) 4· «Ανέκδοτες σελίδες. Η πνευματική μου δράση και δημιουργία», επιμ. Π. Χάρης, Νέα Εστία 1057 (15.7.1971) 923-924· «Εντυπώσεις και σκέψεις. Η σύγχρονη Σαλονίκη (1930)», Αιολικά Γράμματα 87-90 (Μάης-Δεκέμβρης 1985) 176·

Σ. Κ. [= Κ. Σταματίου], «Περιοδικά λόγου και τέχνης της Θεσσαλονίκης», Τα Νέα (17.10.1987) 32.

ΣΤΕΡΓΙΟΠΟΥΛΟΣ, ΚΩΣΤΑΣ: «Η πεζογραφία του Στέλιου Ξεφλούδα και ο εσωτερικός μονόλογος», Εποχές 43 (Νοέμβριος 1966) 427-428 & Περιδιαβάζοντας. Από τη μεσοπολεμική στη μεταπολεμική πεζογραφία, τόμ. Γ΄, Αθήνα, Κέδρος, 19943, σσ. 103-113· «Σχολή Θεσσαλονίκης. Ένα θέμα για συζήτηση», Νέα Εστία 1403 (Χριστούγεννα 1985) 330-339· «Μια ματιά στον εσωτερικό μονόλογο», Ανακύκληση 10 (Ιούλιος-Αύγουστος 1987) 145· «Γιώργος Δέλιος. Ένας άλλος του εσωτερικού μονολόγου», Νέα Εστία 1571 (Χριστούγεννα 1992) 193-195 & Περιδιαβάζοντας. Από τη μεσοπολεμική στη μεταπολεμική πεζογραφία, ό.π., σσ. 114-123· Περιδιαβάζοντας. Γύρω στη νεοτερική ποίησή μας, τόμ. Ε΄, Αθήνα, Κέδρος, 2000· «Σχολή Θεσσαλονίκης. Ένα θέμα για συζήτηση», Περιδιαβάζοντας. Από τα σχήματα στα πρόσωπα, τόμ. ΣΤ΄, Αθήνα, Κέδρος, 2004, σσ. 83-98.

ΣΥΚΟΥΤΡΗΣ, ΙΩΑΝΝΗΣ, «Tο δεκαπενθήμερον. Περί τα γεγονότα και τα ζητήματα. Η πνευματική αφύπνισις της Επαρχίας», Νέα Εστία 232 (15.8.1936) 1153.

ΣΦΑΚΙΑΝΑΚΗΣ, ΓΙΑΝΝΗΣ, «Έρευνα: Η νεοελληνική λογοτεχνία στα τελευταία είκοσι χρόνια», Μακεδονικές Ημέρες 3 (Μάρτιος 3) 95-98.

ΣΦΥΡΙΔΗΣ, ΠΕΡΙΚΛΗΣ: «Η λογοτεχνική ζωή της Θεσσαλονίκης», Διαβάζω 356 (Οκτώβριος 1995) 48-52· Η πεζογραφία στη Θεσσαλονίκη από το 1912 έως το 1995. Πρακτικά συνεδρίου Παραμυθία Θεσσαλονίκης, Θεσσαλονίκη, Ο.Π.Π.Ε., 1997, σσ. 14-15· «“Εσωτερικός μονόλογος” και “νέο-ρεαλιστική πρόζα”», Οδός Πανός. Η λογοτεχνία της Θεσσαλονίκης 133 (Ιούλιος-Σεπτέμβριος 2006) 34-37· Φυτώρια λογοτεχνίας στη Θεσσαλονίκη. Τα λογοτεχνικά περιοδικά της πόλης στον 20ο αιώνα. Πρακτικά συνεδρίου 18-19 Νοεμβρίου 2005 (μα’ Δημήτρια), Δημοτική Βιβλιοθήκη Θεσσαλονίκης, 2006.

ΣΩΤΗΡΙΟΥ, ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ: «Η λογοτεχνική Θεσσαλονίκη», Μακεδονική Ζωή 3 (Αύγουστος 1966) 42· «Η λογοτεχνική Θεσσαλονίκη», Μακεδονική Ζωή 4 (Σεπτέμβριος 1966) 18.

ΤΑΤΑΚΗΣ, ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ. Ν., «Στη Θεσσαλονίκη (1930-1932)», Απομνημονεύματα: βιογραφική μυθιστορία, Αθήνα, ΜΙΕΤ, 1994, σσ. 402-403.

ΤΕΡΖΑΚΗΣ, ΆΓΓΕΛΟΣ: «Έρευνες: Η θέση της κριτικής στην Ελλάδα», Μακεδονικές Ημέρες 8 (Οκτώβριος 1932) 269-272· «Έρευνα: Η νεοελληνική λογοτεχνία στα τελευταία είκοσι χρόνια», Μακεδονικές Ημέρες 2 (Φεβρουάριος 1938) 58-59.

ΤΖΙΜΟΥΡΤΑΣ, ΓΙΑΝΝΗΣ, – ΑΛΕΞΑΝΔΡΗ, ΛΙΑΝΑ, – ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗΣ, ΑΓΓΕΛΟΣ, – ΙΩΑΝΝΙΔΗ, ΘΑΛΕΙΑ, – ΤΣΕΛΕΠΗ, ΜΑΡΙΑ, – ΜΥΡΤΣΙΩΤΗ, ΓΙΩΤΑ, «Αφιέρωμα: 2.300 χρόνια Θεσσαλονίκη», Ένα 15 (1985) 67-78.

ΤΡΑΪΑΝΟΣ, ΜΑΝΟΣ, «Η κριτική ως εκδούσα αρχή: το παράδειγμα της “Σχολής της Θεσσαλονίκης”»· ανασύρθηκε από: http://www.eens.org/EENS_congresses/2010/Manos_Traianos.pdf.

ΤΣΑΚΩΝΑΣ, ΔΗΜΗΤΡΗΣ. ΓΡ., Η Σχολή Θεσσαλονίκης. Πεζογραφία-Ποίηση-Δοκίμιο, Αθήνα, Liquid letter, 1990.

ΤΣΑΡΑΣ, ΓΙΑΝΝΗΣ, «Το δεκαπενθήμερο. Τα γεγονότα και τα ζητήματα. Βαγγέλης Τζιάτζιος», Νέα Εστία 519 (15.2.1949) 243.

ΤΩΜΑΔΑΚΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΣ. Β., «Έρευνες: Η θέση της κριτικής στην Ελλάδα», Μακεδονικές Ημέρες 10-11 (Δεκέμβριος 1932-Ιανουάριος 1933) 355.

ΦΩΣΤΙΕΡΗΣ, ΑΝΤΩΝΗΣ, – ΝΙΑΡΧΟΣ, ΘΑΝΑΣΗΣ, «Σε β΄ πρόσωπο, Μια συνομιλία με τον Κλείτου Κύρο», Η Λέξη 38 (Οκτώβρης 1984) 728.

ΦΩΤΕΙΝΟΣ, ΠΕΤΡΟΣ, «Το προνουντσιαμέντο», Μακεδονικές Ημέρες 2 (Φεβρουάριος 1938) 64.

ΧΑΡΗΣ, ΠΕΤΡΟΣ: «Φιλολογική αποκέντρωσις», Αθηναϊκά Νέα (23.2.1933)· «Επαρχιακοί ορίζοντες», Νέα Εστία 178 (15.5.1934) 470· «Πέτρου Σπανδωνίδη: Η πεζογραφία των νέων (1929-1933)», Νέα Εστία 179 (1.6.1934) 523-524· «Το δεκαπενθήμερον. Περί τα γεγονότα και τα ζητήματα. Προς Θεσσαλονικείς», Νέα Εστία 189 (1.11.1934) 998-999· «Παράπονα και παρεξηγήσεις», Νέα Εστία 198 (15.3.1935) 292· «Το δεκαπενθήμερο. Περί τα γεγονότα και τα ζητήματα. Πνευματικά ρεύματα», Νέα Εστία 300 (15.6.1939) 857· «Ελληνικά πνευματικά κέντρα. Η Θεσσαλονίκη και η ποίηση τα τελευταία 30 χρόνια», Ελευθερία Αθηνών (3/6/1948) στο: Ζωγραφάκης, Γ. Κ., «Τα λογοτεχνικά περιοδικά και ημερολόγια της Θεσσαλονίκης», Θεσσαλονίκη. Εκατό χρόνια λογοτεχνικής ζωής 1878-1978. Ποίηση, πεζός λόγος, δοκίμιο, κριτική, θέατρο, μετάφρασηΘεσσαλονίκη, Π. Ραγιάς, 1980, σσ. 58-60.

ΧΑΤΖΙΝΗΣ, ΓΙΑΝΝΗΣ: «Τα βιβλία. Πεζογραφία. Στ. Ξεφλούδα: Στο φως του λευκού αγγέλου», Μακεδονικές Ημέρες 1-2 (1937) 59-61· «Περιοδικά του Μεσοπολέμου», Αγγλοελληνική Επιθεώρηση 6 (1946) 177-178.

ΧΕΚΙΜΟΓΛΟΥ, ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ. Α., «Κοινωνικό και οικονομικό πλαίσιο της “Σχολής Θεσσαλονίκης”: Μια μη φιλολογική εκδοχή», Νέα Πορεία. Λογοτεχνία της Θεσσαλονίκης 3 (Ιούνης 1988) 238-270.

Χ. Ό.: «Σχόλια», Μακεδονικές Ημέρες 1 (Φεβρουάριος 1935) 45-46· «Ο σταθμός του Μπάρι για την πνευματική και καλλιτεχνική κίνησι Θεσ/νίκης», Η Απογευματινή (16.2.1936)· «Χρονικά», Νέα Πνοή 8-9 (Φεβρουάριος-Μάρτιος 1937) 256· «Γύρω απ’ την κίνηση», Μακεδονικές Ημέρες 11-12 (Νοέμβριος-Δεκέμβριος 1937) 265-269· «Γύρω απ’ την κίνηση», Μακεδονικές Ημέρες 1 (Ιανουάριος 1938) 2-4· «Φιλολογικές επικαιρότητες. Άρθρα για την πνευματική Θεσσαλονίκη», Μακεδονικές Ημέρες 2 (Φεβρουάριος 1938) 77-78· «Ο Μήνας. Η κριτική του βιβλίου. Ποίηση. Γ. Θ. Βαφόπουλος: Προσφορά», Μακεδονικές Ημέρες 10-12 (Οκτώβριος-Νοέμβριος-Δεκέμβριος 1938) 248-250·  «Περιοδικά-Ημερολόγια-Επετηρίδες», Θεσσαλονίκη 1912-1962, αναμνηστική έκδοσις, Θεσσαλονίκη, 1962, σσ. 524-526· «Ειδήσεις», Νέα Εστία 857 (15.3.1963) 418·  «Περιοδικά της Θεσσαλονίκης», Το Βήμα (11.10.1978) 4· «Πρόλογος», Ο Πολίτης. Θεσσαλονίκη. Πεζός λόγος 1912-1980. Εισαγωγή, βιβλιογραφία, άρθρα, ανθολογία κειμένων, ειδικό τεύχος (Νοέμβριος 1983) 5· «Σε β΄ πρόσωπο. Μια συνομιλία του Κλείτου Κύρου με τον Αντώνη Φωστιέρη και το Θανάση Νιάρχο», Η Λέξη 38 (Οκτώβρης 1984) 727-728· «Η Μακεδονική άνοιξη. Η λογοτεχνική Σχολή Θεσσαλονίκης», Αιολικά Γράμματα 87-90 (Μάης-Δεκέμβρης 1985) 299-300· «Με την ευκαιρία δύο εκθέσεων. Οι Μακεδονικές Ημέρες στη Θεσσαλονίκη του 1932. Η προσφορά του περιοδικού στα νεοελληνικά γράμματα», στο: Επτά Ημέρες της εφ. Η Καθημερινή (2.2.1997)·

ΧΟΝΔΡΟΠΟΥΛΟΣ, ΣΩΤΟΣ, «Έρευνες: Η θέση της κριτικής στην Ελλάδα», Μακεδονικές Ημέρες 9 (Νοέμβριος 1932) 322-323.

ΧΟΥΖΟΥΡΗ, ΕΛΕΝΑ, «Αφιέρωμα: Πολιτιστική Θεσσαλονίκη», Αντί. Αφιέρωμα στην πνευματική Θεσσαλονίκη 324 (Δεκαπενταύγουστος 1986) 9.

ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΠΟΥΛΟΣ, ΝΤΙΝΟΣ: «Λογοτεχνικά βιβλία και περιοδικά που τυπώθηκαν στη Θεσσαλονίκη (1850-1950). Πρώτη καταγραφή», Διαγώνιος 4 (Ιανουάριος-Απρίλιος 1980) 73-74· «Οι πεζογράφοι και τα λογοτεχνικά περιοδικά της Θεσσαλονίκης μέχρι το 1950», Ο λογοτεχνικός Πολίτης 67-68 (Οκτώβριος-Δεκέμβριος 1984) 93, 97· «Τα λογοτεχνικά περιοδικά της Θεσσαλονίκης», Εμείς. Αφιέρωμα στη Θεσσαλονίκη 2.300 χρόνια 5 (Σεπτέμβριος 1985) 55-56· «Τα λογοτεχνικά περιοδικά της Θεσσαλονίκης», Διαβάζω 128 (9/10/85) 46-47· «Η ποίηση στη Θεσσαλονίκη από το 1913 ως το 1940», Αντί 324 (Δεκαπενταύγουστος 1986) 21-23· «Τα λογοτεχνικά περιοδικά της Θεσσαλονίκης (1889-1954). Σύντομη επισκόπηση», Λογοτεχνικά περιοδικά της Θεσσαλονίκης 1889-1954. Εισαγωγή, βιβλιογραφία, καταγραφή, προσωπογραφία, Θεσσαλονίκη, Δημοτική Βιβλιοθήκη, 1995, σσ. 9-26.

Ω., «Περιοδικά κι εφημερίδες», Νέα Εστία 202 (15.5.1935) 503 & 128 (15.4.1932) 446 & 130 (15.5.1932) 556-557 & 127 (1.4.1932) 390 & 1158 (15.9.1975) 1338 & 235 (1.10.1936) 1389 & 295 (1.4.1939) 508 & 193 (1.1.1935) 55.

ΩΡΟΛΟΓΑΣ, ΠΕΤΡΟΣ, Οι συγγραφείς και η εποχή τους, Θεσσαλονίκη, χ.έ., 1938.

Φύλο, εργασία, οικογένεια στα χρόνια των μνημονίων

$
0
0
Γράφει η Χρυσούλα Βακιρτζή // *

 

 

Στο   βιβλίο του Γρηγορίου Ξενόπουλου «Πλούσιοι και Φτωχοί» μπορώ να πω με σιγουριά ότι δικαίως χαρακτηρίζεται ο, κλασικός πλέον, συγγραφέας εισηγητής της  αστικής πεζογραφίας, αφού αναφέρεται με ευστοχία στο αστικό περιβάλλον της  Ζακύνθου, στις συνήθειες, τα ήθη, τις αντιλήψεις των ανθρώπων της αστικής τάξης των αρχών του 20ου αιώνα. Ο συγγραφέας θίγει ζητήματα τη τότε κοινωνικής ανισότητας και προσπαθεί να απαντήσει σε ένα φλέγον ερώτημα: αν γεννιέται κάποιος πλούσιος ή φτωχός και αν αυτό το χαρακτηριστικό μπορεί να διαχωρίσει τους ανθρώπους σε δύο ράτσες.

 

Το βιβλίο έχει ως κέντρο τη φιλία του Πώπου Δαγάτορα με το γείτονά του Αντώνη Ρουκάλη και με φόντο τη Ζάκυνθο αρχικά και την Αθήνα στη συνέχεια συγκρίνεται ο διαφορετικός τρόπος σκέψης των δύο νέων και παρουσιάζεται η εξέλιξη της κοινωνικής θέσης του καθενός.

Οι μόνες πληροφορίες που παίρνουμε, από το ίδιο βιβλίο,  για τον άντρα είναι ότι τα βάρη του γάμου τα σήκωνε αποκλειστικά και μόνο αυτός. Αυτός είχε την υποχρέωση να συντηρεί τη σύζυγό του, ανάλογα με την κοινωνική της θέση, και να μεγαλώνει με ανάλογο τρόπο και πάλι τα παιδιά του, σε αντίθεση με την γυναίκα, η οποία δεν εργάζεται, αλλά παραμένει με την οικογένειά της, ώσπου να παντρευτεί. Σύνηθες φαινόμενο ήταν και η απασχόλησή της με την τέχνη. Στο βιβλίο μάλιστα βλέπουμε την Κλεμεντίνα, βασική ηρωίδα των «Πλούσιων και φτωχών», να παίζει πιάνο. Ακόμα ο θεσμός της προικοδότησης των θυγατέρων ήταν πολύ σημαντικό. Η προίκα της γυναίκας αποτελούσε τη συνεισφορά της στον

οικογενειακό προϋπολογισμό και μια ελάφρυνση του συζύγου από τα   οικονομικά βάρη της οικογένειας. Στο σημείο αυτό πρέπει να τονίσουμε ότι η απροίκιστη ήταν κοινωνικά κατώτερη και δύσκολα βρισκόταν γαμπρός να τη ζητήσει σε γάμο.

Αν πάρουμε όμως παράδειγμα από μυθολογία, θρησκείες, η πρακτική πλευρά ζωής και κοινωνικών προτύπων, όπως η βιβλική μορφή  τον Νικόδημο, που σ’ όλη του τη ζωή φοβόταν για την κοινωνική του θέση, αυτές, ζώντας έτσι κι αλλιώς στο περιθώριο της κοινωνίας, συναντούμε μια ειδοποιό διαφορά. Αυτήν των Μυροφόρων γυναικών. Μια που η μυροφόρες δεν νοιάζονται για το τι θα πει ο κόσμος, αν και τρομάζουν στο μέγεθος της αποστολής που τους ανατίθεται.  Και εδώ η  λογική κρατάει τους μαθητές του Ιησού κρυμμένους στο πατάρι, το πάθος οδηγεί τις γυναίκες στον τάφο του Ιησού / Εσταυρωμένου Συναισθήματος, με άλλα λόγια.

Παρατηρώντας τα χαρακτηριστικά των πρωταγωνιστών των δύο άνω ιστοριών, μπορούν να προκύψουν ενδιαφέροντα συμπεράσματα.. Στον παλιό κόσμο κυριαρχεί ο φόβος, ο μίζερος υπολογισμός. Η κοινωνία είναι λογικοκρατικά δομημένη με αυστηρή ιεραρχία, στην οποία ο καθένας έχει το ρόλο του. Μόνον κάποιες παράτολμες ενέργειες διαφοροποιούν κάπου κάπου το σκηνικό.  Εδώ κυριαρχεί η ανάσταση, το συναίσθημα, η παρόρμηση. Οι κοινωνικές δομές ανατρέπονται, οι ρόλοι αλλάζουν, οι ανισότητες εξαφανίζονται. Οι γυναίκες περνούν από το περιθώριο στο προσκήνιο και αναλαμβάνουν πρωταγωνιστικό ρόλο. Κι εδώ αρχίζουν οι διακρίσεις.

Σύμφωνα με την ψυχολόγο Melissa Lott, o όρος που περιέχει τρία ανεξάρτητα, αλλά  και σχετικά μεταξύ τους στοιχεία που είναι η προκατάληψη, τα στερεότυπα και η συμπεριφορά διάκρισης. Η προκατάληψη αναφέρεται στις αρνητικές στάσεις και περιλαμβάνει αισθήματα εχθρικότητας και δυσαρέσκειας προς αυτές. Τα στερεότυπα είναι καλά μαθημένες, ευρέως διαμορφωμένες, κοινωνικά έγκυρες γενικές πεποιθήσεις σχετικά με τις γυναίκες. Τα στερεότυπα ενισχύουν, συμπληρώνουν ή δικαιολογούν τις προκαταλήψεις και συχνά προϋποθέτουν μια κατωτερότητα των γυναικών. Η συμπεριφορά διάκρισης αφορά καλυμμένες συμπεριφορές που έχουν ως στόχο τον διαχωρισμό των γυναικών μέσα από τον αποκλεισμό, την αποφυγή ή την απομάκρυνση.

Στις δυτικές κοινωνίες οι γυναίκες δεν λιθοβολούνται μέχρι θανάτου αλλά είναι αντιμέτωπες με ένα σεξισμό που δυστυχώς θα μπορούσαμε να πούμε ότι χειροτερεύει.

Τα σεξιστικά σχόλια και συμπεριφορές, η υποτίμηση και η διάκριση που βιώνουν κυρίως  οι γυναίκες πολιτικοί μόνο και μόνο επειδή είναι γυναίκες, αποτελούν συνήθη φαινόμενα που επιβεβαιώνουν το μέγεθος του προβλήματος.

Οι γυναίκες μπορούν να ψηφίσουν αρκεί να μη λένε πολλά, να εργάζονται χωρίς όμως να ξεχνάνε να είναι πάνω από όλα καλές νοικοκυρές και μητέρες, να φοράνε ότι θέλουν αρκεί να μην παραπονεθούν μετά για οποιαδήποτε παρενόχληση αφού «τα θέλαν και τα έπαθαν» και φυσικά να βγάζουν αρκετά χρήματα αρκεί να μην είναι περισσότερα από αυτά που βγάζει ο άντρας τους.

Στις 8 Μαρτίου, Παγκόσμια Ημέρα της Γυναίκας, η Eurostat ανακοίνωσε ότι οι γυναίκες στη Ε.Ε. βγάζουν κατά μέσο όρο 16% λιγότερα χρήματα από τους άντρες. Η Ελλάδα είναι το μοναδικό κράτος – μέλος που δεν έχει δώσει κανένα στοιχείο από το 2010.

Τον Ιανουάριο του 2015 ο τότε αναπληρωτής υπουργός Κοινωνικής Ασφάλισης Δημήτρης Στρατούλης δήλωσε ότι τα τελευταία πέντε χρόνια έχουν αυξηθεί οι διακρίσεις σε βάρος των γυναικών σε ότι αφορά στα εργασιακά τους δικαιώματα, τους μισθούς τους αλλά και την επαγγελματική τους ανέλιξη. Το 65% της μερικής απασχόλησης στην Ελλάδα αφορά μάλιστα αποκλειστικά γυναίκες εργαζόμενες.

Και σήμερα μία γυναίκα που δεν έχει παντρευτεί, θεωρείται γεροντοκόρη σε αντίθεση με έναν  άντρα που θεωρείται εργένης. Αν το σκεφτούμε αυτό λίγο θα διαπιστώσουμε ότι πρόκειται για δύο λέξεις με τελείως διαφορετική συναισθηματική χροιά, που όμως περιγράφουν μία ίδια κατάσταση. Η γεροντοκόρη παραπέμπει σε κάτι αρνητικό (είναι η κακιά, γκρινιάρα, γρουσούζα και ανέραστη γυναίκα), σε αντίθεση με τον εργένη, που τις περισσότερες φορές φέρει πάνω του κάποια γοητεία.

Στις μεγάλες πόλεις της Ελλάδας σήμερα (όπως πχ στην Αθήνα, ή την Θεσσαλονίκη) η χωρισμένη γυναίκα, πόσο μάλλον η ανύπαντρη μητέρα έχουν αρχίσει να μην υφίστανται τον κοινωνικό ρατσισμό στο βαθμό που γινόταν τα παλαιότερα χρόνια, σε μικρότερες πόλεις και στα χωριά δεν ισχύει κάτι τέτοιο. Η κοινωνική κριτική και ο στιγματισμός τους είναι κάτι το οποίο δύσκολα μπορούν να αποβάλουν από πάνω τους. Εδώ να αναφέρουμε ότι τα φαινόμενα του σεξισμού στην ελληνική επαρχία είναι ακόμα πολύ πιο έντονα από ότι στις μεγαλουπόλεις. Η γυναίκα συνήθως προσδιορίζεται μέσα από το σύζυγο της (πχ. η γυναίκα του γιατρού), ενώ η όποια προσπάθεια χειραφέτησής της είναι εξαιρετικά δύσκολη, ακόμα και κατακριτέα.

Είναι ξεκάθαρο πως τα ΜΜΕ έχουν βάλει το χεράκι τους στην αναπαραγωγή των ανισοτήτων μεταξύ αντρών και γυναικών και το πως αντί να αποδομούν, συντηρούν τα στερεότυπα και τις έκφυλες στερεοτυπικές ταυτότητες, τροφοδοτώντας την έλλειψη σεβασμού και συνάμα προβάλλοντας τον σεξισμό σαν κάτι εντελώς φυσιολογικό και δίνοντας έτσι το ΟΚ για μια αντιμετώπιση του «δεν έγινε και τίποτα». Αρκεί μόνο να δεις μια πανελίστρια σε μία πρωινή εκπομπή ή μία διαφήμιση ή και απλώς να ανοίξεις μια εφημερίδα ή ένα περιοδικό.

Η γλώσσα μας επίσης είναι δομημένη πάνω στη επιβολή του αντρικού στο γυναικείο φύλο. Υπάρχουν ορισμένες βρισιές που χρησιμοποιούν συγκεκριμένα σημεία του γυναικείου σώματος, ή προσβάλλουν την γυναικεία σεξουαλικότητα ή αναπαράγουν την ανωτερότητα του αντρικού φύλου και την υποταγή του γυναικείου. Κάτι ανάλογο ισχύει και στη καθημερινότητά μας αναφορικά με τον τρόπο που οι άντρες φλερτάρουν ή «δείχνουν τον θαυμασμό τους» στο γυναικείο φύλο. Να αναφέρουμε επίσης ότι η κοινωνία μας θεωρεί «αποδεκτό» ένας άντρας να μιλάει άσχημα, ενώ κατακρίνει μία γυναίκα που μιλάει με έναν αντίστοιχο τρόπο.

Παρατηρούμε λοιπόν ότι  για να πάψει η ελληνική κοινωνία να είναι μία πατριαρχική, σεξιστική κοινωνία των διακρίσεων, έχει πολλή δουλειά να γίνει. Το ελληνικό Κοινοβούλιο, ο εργασιακός χώρος, ο τρόπος που μιλάμε, η ελληνική οικογένεια, η καθημερινότητα, συμπεριφορές στο δρόμο, σε ένα μπαρ και πολλά άλλα παραδείγματα επιβεβαιώνουν αυτή την δυσκολία. Οι γυναίκες σήμερα προσπαθούν σκληρά να καταπολεμήσουν αυτά τα στερεότυπα, τις προκαταλήψεις και τις συμπεριφορές διάκρισης.  Στον δρόμο για την επίτευξη της ισότητας μεταξύ των δύο φύλων ωστόσο υπάρχουν πολλά πράγματα τα οποία πρέπει ακόμη να γίνουν.

Άρα, εφόσον η λογική, η οποία  λειτουργεί με   αρχετυπικά  στερεότυπα, αντιδρά / αντιστέκεται,  θεωρώντας «εχθρό» ό,τι εγείρει, είναι φορέας συναισθήματος και συνεπώς ανατρέπει ή δεν συμβαδίζει με τα αρχετυπικά κεκτημένα. Οπότε, τα γηρατειά, το φύλο, η φυλή, η αρρώστια, πλούτος, φτώχεια, μετανάστευση, μετακινήσεις πληθυσμών, αλλά και κάθε τι που δεν εναρμονίζεται στον αρχετυπικό / στερεοτυπικό μας γαλαξία, πυροδοτεί διακρίσεις, φόβο, εσωστρέφεια, κλειστές κοινωνίες, ρατσισμό.

Κλείνοντας, ας προσθέσουμε ότι, μετά  την  Άνοιξη της Πράγας, τον Μάη του ’69, η γυναικεία χειραφέτηση, υιοθέτησε, τολμώ να πω, μια νεοπατριαρχική κοινωνία –στην προσπάθειά  της  και αυτή, να προστατεύσει νεοαποκτηθέντα αρχετυπικά δικά της στερεότυπα Με ίσως πιο σκληρές διακρίσεις για τον σύγχρονο άνθρωπο, μια που η λογική –η εκάστοτε λογική- πάντα αντιπαλεύεται με το, πάντα κατακριτέο  συναίσθημα ως φορέας ανατροπών / φόβου για το διαφορετικού – διάκρισης, επομένως.

Τα μνημόνια μάς πήγαν πολύ πίσω και επανέφεραν συμπεριφορές σκοταδισμού, ίντριγκας, μαζί με το  νόμο της σιωπής που χαρακτήριζε τις κλειστές κοινωνίες παλαιών εποχών. Με αποτέλεσμα να υποχωρήσουν οι νόμοι, να εκμηδενιστεί το κράτος πρόνοιας και να πληγούν οι ευπαθείς ομάδες, Δυστυχώς, από την εποχή της αστυφιλίας, εντάχθηκαν στην ελληνική κοινωνία και αγοραστικό κοινό ομάδες Ελλήνων πολιτών που δεν είχαν την απαιτούμενη παιδεία / καλλιέργεια / γνώση για να ενταχθούν ομαλά στο κοινωνικό γίγνεσθαι κι ούτε καν στο δικαίωμα ψήφου καλά καλά.

Ακούγεται ίσως σκληρό, όμως οι «αγράμματες κοινωνικά» ομάδες πολιτών και μέσα στην άγνοια / φοβική νοοτροπία  τους, έγιναν  αιτία κι εκφραστές ακροδεξιών ιδεών. Συνεπώς, να αυξηθεί ο ρατσισμός, με την Ελλάδα να καταφεύγει σε μνημόνια επί μνημονίων, για να καλυφθει  -πρωτίστως- η ανευθυνότητα, απαιτητικότητα και αγοραστική μανία των άνω συγκεκριμένων ομάδων. Κι αυτό οφείλουν να το λάβουν σοβαρά υπόψη τους οι πολιτικές ηγεσίες, καθώς και όσοι έχουν επιρροή  στα κέντρα λήψης αποφάσεων  του τόπου μας. Ας μη μας τρομάζει άλλο το να ωριμάσουμε, να γίνουμε ένας συνειδητοποιημένος κατ’ ουσία λαός. Η  γραφικότητα δεν μας αξίζει κι ούτε την αντέχει άλλο ο τόπος μας.

 

Μάιος, 2017

 

 

Το, υπό ανάγνωση και συζήτηση, κοινωνικό κείμενο της Χρυσούλας Βακιρτζή, διαβάστηκε σε συναντήσεις της Ένωσης Γυναικών Ελλάδας. Διαβάστηκε από τη Θεοδώρα Γλυκοπούλου σε πολλές πόλεις της Ελλάδας, στην Κω, αλλά και στην Καβάλα, όπου έγινε το Πανελλήνιο Συνέδριο (Φθινόπωρο 2017).

 

 

* Η Χρυσούλα Βακιρτζή είναι συγγραφέας, δημοσιογράφος, βιβλιοκριτικός. Γεννήθηκε  στην Καβάλα. Σπούδασε Αγγλικά, Δημοσιογραφία, Δημόσιες Σχέσεις και Ψυχολογία. Κάτοχος πτυχίου Ψυχολογίας ceac  εγκεκριμένο από το υπουργείο Παιδείας της Ισπανίας, είναι Επίτιμο Μέλος της ΕΛΨΕ. Έχει γράψει εννέα ποιητικές συλλογές και μια σειρά διηγημάτων.

 

 

✔Νέες εκδόσεις: Με σταθερό βήμα, στη νέα χρονιά // Δέκα καινούργια βιβλία

$
0
0
Επιμέλεια: Ελένη Γκίκα // 

 

 

Ελληνική πεζογραφία:

 

Αλέξανδρος Β. Σιδερίδης «Όνειρα στις φλόγες» Πόλη & Σμύρνη, Εκδ.Τσουκάτος,

Η Οθωμανική Αυτοκρατορία καταρρέει και ο θρόνος του αιμοσταγούς σουλτάνου Αμπντούλ Χαμίτ Β’ τρίζει επικίνδυνα. Οι Μεγάλες Δυνάμεις έχουν επιδοθεί σ’ έναν αγώνα προσπορισμού των αχανών εδαφών της θνήσκουσας αυτοκρατορίας και στην επικράτηση στην κομβική περιοχή της ανατολικής Μεσογείου και της Μαύρης Θάλασσας. Και ενώ τα ιστορικά και καθοριστικά για το μέλλον γεγονότα εκτυλίσσονται με δραματική ταχύτητα, το ρωμαίικο στοιχείο της πρωτεύουσας της αυτοκρατορίας, της Πόλης, και του μεγάλου οικονομικού και γεωπολιτικού κέντρου, της Σμύρνης, προσπαθεί και κατορθώνει να αναπτύσσεται, να ευημερεί, να ονειρεύεται. Αλίμονο, όμως! Οι Νεότουρκοι επαναστάτες καραδοκούν και συνενώνουν όλη την απογοητευμένη κοινωνία των ομόθρησκών τους.
Δύο ρωμαίικες αρχοντοοικογένειες, μία στην Πόλη και μία στη Σμύρνη, ζουν τις εξελίξεις αυτές και μαζί με όλο το ρωμαίικο ελπίζουν σε καλύτερες μέρες, αφού η διχασμένη και παραπαίουσα αυτοκρατορία, που τους δυνάστευε από αιώνες, γονατίζει και τα ιμάτιά της διανέμονται στους ισχυρούς της Δύσης. Ολόκληρες χώρες ελευθερώνονται, νέα κράτη εγκαθιδρύονται. Σίγουρα ήρθε η ώρα που τα προαιώνια ελληνικά εδάφη, τα άγια χώματα, θα λευτερωθούν και θα αποδοθούν στη μητέρα πατρίδα. Το Αιγαίο θα γίνει πάλι, από σύνορο δύο διαφορετικών κόσμων, κοιτίδα του πολιτισμού και των ελληνικών παραδόσεων. Το όνειρο αυτό αρχίζει να παίρνει σάρκα και οστά. Έλληνας διοικητής διορίζεται και ελληνικό στρατιωτικό σώμα έρχεται στη Σμύρνη να επιβάλει την τάξη! Οι δύο οικογένειες, αλλά και σύσσωμο το ρωμαίικο της Σμύρνης, υποδέχονται με ενθουσιασμό τους ελευθερωτές. Ο διχασμός όμως καραδοκεί και γρήγορα τις μεγάλες διπλωματικές επιτυχίες του έλληνα εθνάρχη, του Βενιζέλου, που παντρεύουν την ελπίδα με το όνειρο, διαδέχονται ο θρήνος της θυσίας της Σμύρνης και η απεμπόληση της μεγάλης του έθνους ιδέας. (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)

 

Πάνος Βούλγαρης «Το αερόστατο», εκδ. Λέμβος, σελ. 375

Ένα ζεστό καλοκαιρινό απόγευμα το τουριστικό αερόστατο μιας φανταστικής πρωτεύουσας φεύγει ακυβέρνητο στους αιθέρες. Όλα δείχνουν εκ πρώτης όψεως ότι πρόκειται για ατύχημα. Η αλήθεια όμως είναι πολύ πιο περίπλοκη, αφού το συμβάν είναι σκηνοθετημένο με κάθε λεπτομέρεια από τις πολιτικές ηγεσίες δύο γειτονικών χωρών που μισιούνται θανάσιμα. Επιφανείς πολιτικοί, δήμαρχοι, ιερείς κι επιχειρηματίες, είναι όλοι μαζί στο κόλπο άλλος βαθύτερα κι άλλος όχι, ανάλογα με την αμοιβή που αντιστοιχεί στον καθένα.
Μέσα στο αερόστατο, ο ξυλουργός με την πανέξυπνη κόρη, ένα ζευγάρι ομοφυλόφυλων, ένας ιερέας, μία ηλικιωμένη κυρία, ένας μελαγχολικός κύριος κι ένας φωτογράφος, είναι αναγκασμένοι να συμβιώσουν και να διευθετήσουν τις όποιες συγκρούσεις προκύπτουν μέσα στα λίγα τετραγωνικά μέτρα που τους αναλογούν. Καθώς οι αβοήθητοι επιβάτες αναμετριούνται σιωπηλά με τους δαίμονές τους και τον φόβο του τέλους, το αερόστατο όλο και ξεμακραίνει βαθύτερα στον ουράνιο θόλο.
Το αερόστατο άλλες φορές κωμικό κι άλλες τραγικό περιγράφει τον παραλογισμό της σύγχρονης εποχής, τη βία και τον κυνισμό της εξουσίας.
Όλα θυσιάζονται στον βωμό του κέρδους, παρόλα αυτά ορισμένοι άνθρωποι αντιστέκονται και παραμένουν μέχρι το τέλος άνθρωποι. (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)

 

Αστυνομικό μυθιστόρημα:

 

Άγγελος Χαριάτης «Η πόλη των γενναίων (Brave City)», εκδ. Σιδέρη, σελ. 192

Βρισκόμαστε στην Πόλη των Γενναίων, σε μια εποχή κοντινού μέλλοντος. Σε μια πόλη η οποία δημιουργήθηκε από τους εποίκους της νέας ηπείρου. Σε μια πόλη όπου όλα κυλάνε με τον δικό τους ρυθμό. Με ανθρώπων έργα και ανθρώπων πάθη.

Ο αστυνομικός Κόνερι φτάνει πρώτος στη σκηνή του εγκλήματος. Αντιμέτωπος με την φρικτή εικόνα ενός τεμαχισμένου πτώματος. Ένα ανθρώπινο παζλ το οποίο καλείται να συμπληρώσει. Η παρέλαση των δολοφονημένων συνεχίζεται την ώρα που ο αστυνομικός Κόνερι προσπαθεί να κρατηθεί από το γαϊτανάκι των γεγονότων, και ανεβαίνει τα σκαλιά της ιεραρχίας, χωρίς να γνωρίζει ποιο θα είναι το τίμημα το οποίο θα κληθεί να πληρώσει.

Ο ιδιωτικός ντετέκτιβ Λούμπενμπαϊχ ψάχνει να βρει την άκρη του νήματος, ο Κινέζος Λι παρακολουθεί, ο Νίλσεν το ίδιο, και η μυστηριώδης «φωνή» δίνει το γενικό πρόσταγμα.

Ένα παιχνίδι κυριαρχίας με νικητές και νικημένους. Μόνο που οι πρωταγωνιστές δεν γνωρίζουν εάν είναι νικητές ή ηττημένοι.

 

Πολιτική – Ιστορία:

 

Θάνος Βερέμης «Ελευθέριος Βενιζέλος, Ο οραματιστής του εφικτού», εκδ. Μεταίχμιο, σελ. 204

Ο Θάνος Βερέμης αφηγείται την πολιτική διαδρομή του Ελευθέριου Βενιζέλου, ενός πολιτικού που σύμφωνα με όλους τους μελετητές του υπήρξε αριστοτέχνης της έγκαιρης ενέργειας και της υλοποίησης του εφικτού.
Από το 1889, που εξελέγη αντιπρόσωπος της εκλογικής του περιφέρειας στην Κρητική Γενική Συνέλευση, ως την εξορία του και τον θάνατό του το 1936, ο Ελευθέριος Βενιζέλος κυριάρχησε για πάνω από 25 χρόνια στην πολιτική σκηνή και άφησε τη σφραγίδα του στην ιστορία του τόπου.
Η ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα, οι Βαλκανικοί Πόλεμοι, ο Εθνικός Διχασμός και το Κίνημα της Εθνικής Άμυνας, η Συνθήκη των Σεβρών, η Συνθήκη της Λωζάνης: Ο συγγραφέας εξιστορεί και αναλύει τα ιστορικά γεγονότα, την εξωτερική και εσωτερική πολιτική του Ελευθέριου Βενιζέλου, την οικονομική, κοινωνική και πολιτική κατάσταση της χώρας και σκιαγραφεί τη φυσιογνωμία ενός πολιτικού που αποτέλεσε ίνδαλμα αλλά και αντικείμενο μίσους για χιλιάδες Έλληνες.

 

Οικονομία:

 

John Kay «Με τα λεφτά των άλλων», Μετάφραση: Μαρία-Αριάδνη Αλαβάνου, εκδ. Κέδρος, σελ. 512

Ο διακεκριµένος οικονοµολόγος Τζον Κέι υποστηρίζει ότι η κερδοφορία του χρηµατοπιστωτικού τοµέα είναι εν µέρει απατηλή και εν µέρει οφείλεται στην ιδιοποίηση πλούτου που δηµιουργείται αλλού – µε τα λεφτά των άλλων. Δείχνει επίσης ότι ο τοµέας αυτός έχει µεγεθυνθεί υπερβολικά, έχει αποσπαστεί από τις απλές επιχειρηµατικές δραστηριότητες και την καθηµερινή ζωή, και έχει µετατραπεί σε έναν κλάδο που κυρίως συναλλάσσεται µε τον εαυτό του, µιλάει µόνο µαζί του και τον κρίνει µε κριτήρια που ο ίδιος έχει δηµιουργήσει. Ταυτόχρονα, επισηµαίνει ότι η πλειονότητα του κόσµου έχει υιοθετήσει αυτά τα κριτήρια, συνδράµοντας έτσι στην επιβίωση των χρηµατοπιστωτικών ιδρυµάτων, που λόγω απληστίας και κακοδιαχείρισης έχουν επιφέρει κρίσεις και χρεοκοπίες.
Ο Τζον Κέι παρουσιάζει µε σαφήνεια τα λάθη, τις στρεβλώσεις και τα προβλήµατα του χρηµατοπιστωτικού τοµέα, ενώ παράλληλα προτείνει λύσεις για την επόµενη µέρα.

 

Μελέτες – δοκίμια:


Μαρίζα Γαλάνη «Οι σκηνικές οδηγίες από την αρχαιότητα έως σήμερα», εκδ. Γκοβόστη, σελ. 328

Οι σκηνικές οδηγίες μπορούν να χαρακτηριστούν ο σεισμογράφος της θεατρικής γραφής. Ανάλογα με τη δύναμή τους είναι δυνατό να προκαλέσουν συγκλονιστικές αναταράξεις στο θεατρικό κείμενο, χωρίς να θίγουν τον πυρήνα της δημιουργίας.
Η γόνιμη αντιπαράθεση των δύο κειμένων του πρωτογενούς και του δευτερογενούς κλιμακώνεται και απογειώνει τον χορό των λέξεων προς την ολοκλήρωση της παράστασης. Από τότε που ο Αριστοφάνης «δίδαξε» τους βατράχους με την ευχάριστη παρένθεση της λεκτικής διαμάχης των δύο μεγάλων δραματικών ποιητών, του Αισχύλου και του Ευριπίδη, η εξελικτική πορεία των σκηνικών οδηγιών φέρνει σε έντονη αντίθεση τους σύγχρονους θεωρητικούς του θεάτρου αντιμέτωπους με το λειτουργικό ερώτημα: Ποιες σκηνικές οδηγίες κυριαρχούν από τις δύο; Οι ενδο-διαλογικές ή οι εξω-διαλογικές;
Κεντρικός άξονας του περιεχομένου της συγγραφής αυτής είναι η διαρκής αναζήτηση κάθε σημείου κρυφού ή φανερού, που μπορεί να αποτελεί μια έστω ένδειξη ότι το πνεύμα του θεατρικού δημιουργού συντονίζει εκείνο που πρόκειται να παραχθεί.

 

Βιβλία για εφήβους:

 

Ζωή Βαλάση «Τρία υπέροχα αγόρια και ένα κορίτσι», εκδ. Κέδρος, σελ. 240

Μια ελληνική οικογένεια περνάει τις καλοκαιρινές διακοπές στην Ανατολική Γερμανία του ’80.
Παραμυθένιες συναντήσεις, περιπέτειες που μπλέκουν τον κόσμο της φαντασίας με την καθημερινότητα, απορίες κι αμφιβολίες, κουβέντες της καρδιάς, παράξενη φύση, αλλιώτικη ζωή…
Μέσα από μια -φαινομενικά- απλοϊκή ματιά, όλο το μυστήριο και το δράμα της ξενιτιάς και ο γρίφος της «πατρίδας».
Το βιβλίο περιέχει ασπρόμαυρο φωτογραφικό υλικό, από το προσωπικό αρχείο της συγγραφέως.

 

 

 

Βάγια Παπαποστόλου «Πολυαγαπημένη μου Άννα», εκδ. Κέδρος, σελ. 176

Το καλοκαίρι πριν από την τρίτη λυκείου η Μυρσίνη φεύγει με τους γονείς της από την Αθήνα για να εγκατασταθεί σε ένα μικρό χωριό των Ιωαννίνων. Πίσω της αφήνει τις συνήθειές της, τους φίλους της και την πολυαγαπημένη της Άννα. Οι δυο τους για χρόνια μοιράζονταν το ίδιο θρανίο, τους προβληματισμούς, τις προσδοκίες και τα όνειρά τους.Τα δύο κορίτσια αποφασίζουν να κάνουν ένα πείραμα. Μέχρι να ξαναβρεθούν, θα σταματήσουν να χρησιμοποιούν το τηλέφωνο και τα ηλεκτρονικά μέσα επικοινωνίας. Φάκελοι, επιστολόχαρτα και γραμματόσημα μπαίνουν για πρώτη φορά στη ζωή τους. Θα μπορέσουν να φτάσουν το πείραμα ως το τέλος; Θα καταφέρουν να επικοινωνούν αποκλειστικά και μόνο με τον κλασικό τρόπο χωρίς να μπουν στον πειρασμό της εύκολης και άμεσης επαφής μέσω chat, sms και κοινωνικών δικτύων;

Ένα επιστολικό μυθιστόρημα που στο επίκεντρό του έχει τη δύναμη της φιλίας, ενώ παράλληλα καταπιάνεται με την καθημερινότητα των εφήβων, τις αγωνίες, τους φόβους αλλά και τη γοητεία των συχνών αλλαγών και των επαναπροσδιορισμών της οπτικής τους για τη ζωή.

 

Πάνος Τσερόλας «Λόκι: Η απόπειρα μιας δολοφόνου φάλαινας», εκδ. Κέδρος, σελ. 256

Πάνε χρόνια από την τελευταία αποστολή του Διονύση Δελή. Αποσυρμένος από την ενεργό δράση, ο άλλοτε ριψοκίνδυνος ερευνητής μελετά τη μεσογειακή φώκια στην Αλόννησο. Όμως μια πολύ παράξενη υπόθεση έρχεται να ταράξει την ήρεμη καθημερινότητά του. Μια ξεχωριστή φάλαινα όρκα, ο Λόκι, κατηγορείται για συστηματικές επιθέσεις σε ανθρώπους στη μακρινή Πολυνησία. Και ο Διονύσης Δελής είναι ο πλέον κατάλληλος για να την εντοπίσει και να ερμηνεύσει την ασυνήθιστη συμπεριφορά της. Για άλλη μια φορά, ο ατρόμητος κυνηγός παράξενων, σπάνιων και μυθικών πλασμάτων ρίχνεται σε μια περιπέτεια όπου τίποτα δεν είναι όπως φαίνεται. Στη μέση του Ειρηνικού ωκεανού, ο Διονύσης βρίσκεται συνεχώς μια ανάσα μακριά από το θάνατο. Για να επιβιώσει, καλείται να τα βάλει με λευκούς καρχαρίες, αδίστακτους μισθοφόρους, αλαζόνες κροίσους και φοβισμένους ιθαγενείς. Και φυσικά με τον πανέξυπνο, παμπόνηρο και αποφασισμένο Λόκι. Είναι πράγματι ο Λόκι μια φάλαινα δολοφόνος ή μήπως κάποιοι προσπαθούν να τον παγιδεύσουν; Ένα συναρπαστικό ταξίδι στον Ειρηνικό, που θα φέρει το Διονύση Δελή αντιμέτωπο με το μεγαλείο της φύσης: την αστείρευτη ομορφιά της αλλά και τους θανάσιμους κινδύνους της.

 

Λίσα Τόμσον «Το αγόρι – Χρυσόψαρο», Μετάφραση: Πετρούλα Γαβριηλίδου, εικονογράφηση: Mike Lowery, εκδ. Κέδρος, σελ. 184

Στον Μάθιου αρέσει:
– να έχει γύρω του πεντακάθαρες επιφάνειες
– να μένει κλεισμένος στο σπίτι του και
– να σημειώνει ό,τι κάνουν οι γείτονές του (τι, πώς και ποια ώρα ακριβώς).
Ο Μάθιου δεν αντέχει:
– τα μικρόβια
– να βγαίνει έξω και
– να νιώθει πως έχει απογοητεύσει τη μαμά και τον μπαμπά του.
Όταν εξαφανίζεται ο Τέντι, ένας μικρός γείτονάς του, όλοι όσοι μένουν στη γειτονιά είναι ύποπτοι, και ο Μάθιου είναι ίσως ο μόνος που μπορεί να βρει τι ακριβώς συνέβη – έστω και αν σ’ αυτή την αποστολή χρειαστεί να έρθει αντιμέτωπος με τις φοβίες του και να αποκαλύψει ορισμένα από τα μυστικά του.
Ένα βιβλίο που συνδυάζει μυστήριο, χιούμορ και τρυφερότητα.
Μια ιστορία για τη φιλία που μπορεί να συναντήσεις όταν νιώθεις τη μεγαλύτερη μοναξιά· για την ελπίδα που μπορεί να γεννηθεί μέσα σου όταν βυθίζεσαι στον φόβο.

 

«Το δεύτερο ‘εγώ’μου»

$
0
0
Του Ηλία Μπαντούνα // *

 

 

Τον άλλον εαυτό μου φοβάμαι και από εκείνον κρύβομαι επιμελώς σε κάθε ευκαιρία. Αυτόν που πέρασε μισή ζωή σε μια καρέκλα ψυχανάλυσης και δεν κατάφερε να βρει τις λύσεις στα πιο προφανή αινίγματα προσωπικού χαρακτήρα. Εκείνον που πολλά βράδια ξυπνά από λήθαργο και παίζει στα δάχτυλα τις ανασφάλειες, τους ανομολόγητους πόθους. Τις πιο αμαρτωλές σκέψεις που θα τις δίκαζε αν υφίστατο ο κριτής των πάντων. Με τα πιο σκοτεινά σημεία του εσωτερικού του κόσμου έρχεται σε επαφή ο άλλος εαυτός εκείνες τις στιγμές. Και τότε θεριεύει μια ακόμη ανησυχία. Μήπως και απομυθοποιηθεί στα μάτια σου. Μήπως χάσει και το ύστατο κίνητρο να κοπιάζει για την εσωτερική αλλαγή επειδή θα έχεις πάψει και εσύ με τη σειρά σου να προσπαθείς για εκείνη.

 

Μα είναι ώρες που φαντάζει μάταιη η πορεία και είναι στιγμές που τρέφω τις ναρκισσιστικές τάσεις ή τις παραμυθιάζω. Δήθεν φορώντας τον μανδύα του ξεχωριστού, ενίοτε εκκεντρικού ήρωα της δικής μου ιστορίας που αποτυπώνεται σε λίγες γραμμές. Αυτό το κάτι διαφορετικό με ψήγματα παραφροσύνης και εμφανή σημάδια προκαταθλιπτικής διαταραχής. Αυτό το μείγμα από αρετές αόρατες και ψεγάδια που φρονώ πως μαγνητίζει τα «θύματα» γένους θηλυκού. Μέχρι να γίνει συνείδηση με ποιον έχουν να κάνουν, παγιδεύονται στον δαιδαλώδη ιστό που πάνω του κολλούν βλέμματα, χαμόγελα, συναισθήματα.

Γίνεται αυτοσκοπός όλο αυτό κάποια στιγμή. Η δίψα για ύφανση νέων ιστών μέσα από τους οποίους αντλείται η αυτο-επιβεβαίωση. Βρήκα ένα πράγμα που είμαι φύσει προορισμένος να φέρω εις πέρας και το επαναλαμβάνω με όρεξη μεγαλύτερη και από αυτή που έπρεπε να ‘χω για να αδράξω απ’ τις πλεξούδες την καινούργια μέρα. Του ταιριάζει γάντι του άλλου εαυτού το γκρίζο και το τίποτα της σιωπής. Του πάνε οι τύψεις και τα ερωτηματικά.

Συμφιλιώνεται με κάθε τι αρνητικό που εισχωρεί στην καθημερινότητα και γίνεται δεύτερο δέρμα. Και καθώς έρχεται η βύθιση στα βαλτώδη νερά της απραγίας του νου, εμφανίζεται η μελαχρινή από μηχανής θεότητα για να αλλάξει αντί να κρίνει. Να καταλάβει και να μοιραστεί. Να αγγίξει την ψυχή πρώτιστα και έπειτα το σώμα. Ποιον εαυτό θα συναντήσει πιο διαθέσιμο απ’ τους δυο, με ποιόν θα πιαστεί απ’ το χέρι (;). Όποιος και αν είναι, θα αποτελεί πλευρά του ίδιου ανθρώπου. Μάλλον θα πρέπει και τους δυο να δεχτεί. Αλλιώς θα πει πως μόνο από καθαρή συγκυρία βρέθηκε στη θέση αυτή και όχι γιατί ήταν η «εκλεκτή».

 

 

* Ο Ηλίας Μπαντούνας γεννήθηκε το 1986 στην Αθήνα. Το 2008 αποφοίτησε από το τμήμα Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών του Πανεπιστημίου Πειραιώς ενώ στην συνέχεια ασχολήθηκε με την δημοσιογραφία με μικρά διαλλείματα. Από την παιδική ηλικία έβρισκε «καταφύγιο» στην συγγραφή κειμένων μικρής έκτασης κάτι που συνεχίζει να κάνει ακόμη και σήμερα, όταν υπάρχουν τα κατάλληλα ερεθίσματα για έμπνευση.

 

Δοκίμιο: «Η Πολιτική Ορθότητα του Ανθρώπινου Ζώου»

$
0
0
Της Ξένιας Πολίτη // *

 

 

 

Ρίχνοντας μια πρόχειρη ματιά στα σύγχρονα σχολικά βιβλία Γλώσσας και Λογοτεχνίας κυρίως, του Δημοτικού και του Γυμνασίου, κι επιμελώς αποφεύγοντας τα βιβλία Ιστορίας προς προστασίαν του ευαίσθητου, πλέον, νευρικού μας συστήματος, παρατηρούμε με φίλους μου, τα διάφορα ευτράπελα και κωμικοτραγικά που υποπίπτουν στην αντίληψή μας:  Οι γατούλες ηρωοποιούνται ή αφοδεύουν μέσα στα Iερά, τα παιδάκια της Δ΄ Δημοτικού καλούνται να συνθέσουν νανουρίσματα για χταπόδια, τα σκυλάκια μπορούν να σκέφτονται (!) ή να προσεύχονται έξω από τις εκκλησίες (!) μέσα στις οποίες, οι άγιοι είναι κάτι άσχημοι γέροι, ενώ τα μοναστήρια εικονογραφούνται χωρίς σταυρό.

Διαβάζουμε κείμενα Γλώσσας της Α΄ Γυμνασίου όπου δωδεκάχρονα κορίτσια, δεόντως ξεπεταγμένα, σχετίζονται με εξωσχολικούς είκοσι-είκοσιπέντε ετών, για να μην πω, ότι τα ίδια τα βιβλία γέμουν ενδιαφερόντων θεμάτων π.χ. συνταγών (πώς να φτιάξετε μακαρόνια με κιμά, κορμό κι ομελέτα), διαφημίσεων play station, οδηγιών χρήσεως καφετιέρας και κλιματιστικού, με κερασάκι στην τούρτα βέβαια, τα μαθήματα αστρολογίας (βιβλίο Γλώσσας στη Γ΄ Γυμνασίου). Οι φίλοι μου με ξέρουν ως δεινή μαγείρισσα, για θαυμάστρια ας πούμε, του Ξενόπουλου (κι όχι βέβαια για το κείμενο «η γάτα του παπά» ‘που τα κάνει’ στο Ιερό, κείμενο Γ’ Γυμνασίου), για αρκούντως φιλόζωη, άθεη ως επί το πλείστον, αλλά και για «φαν» της Αστρολογίας. Το σημειώνω αυτό, μόνο και μόνο προς αποφυγήν παρεξηγήσεων, μια που οι καιροί είναι πονηροί…Αυτά τα βιβλία, τα «περιοδικά ποικίλης ύλης» όπως τα αποκάλεσε εύστοχα ο δάσκαλος Δ. Νατσιός, δύνανται να κλέψουν τη δουλειά και τη δόξα των εφηβικών περιοδικών περιπτέρου όμως τα πράγματα, κι ας μην είμαστε αφελείς, δεν είναι τόσο απλά.

Η ΄τρικυμία εν κρανίω ‘ την οποία επιβάλλει η επίσημη εκπαιδευτική πολιτική στα παιδιά, ως σοφιστεία της αποδόμησης  των εννοιών, των αξιών, της γλώσσας κι  εντέλει, του ανθρώπινου λογισμού (η οποία ξεκινώντας από την κριτική των λογοτεχνικών κειμένων, επεκτάθηκε  μέσω του Πολιτιστικού Μαρξισμού σε ό,τι μπορούμε να θεωρούμε, πανανθρώπινο πολιτισμό), καταλήγει στον Μηδενισμό. Σε κάποιος λαούς, όπως στη δική μας κουλτούρα στη «με λογισμό και μ’ όνειρο» (που θα ’λεγε κι ο Σολωμός), πολύ περισσότερο, ο Μηδενισμός δρα παράταιρα και άκομψα, δρα ως ξενιστής: Παρόλο δηλαδή, που δε συνάδει με τις δικές μας ανθρωποκεντρικές καταβολές, καταφέρνει να «θέσει» τις ασαφείς και καταθλιπτικές του βάσεις, για την εγχάραξη του χάους μέσα μας. Αν απωλέσουμε το περιεχόμενο και την ουσία από την έννοια ή την μετατοπίσουμε λίγο, χάνουμε και την Ουσία χάνουμε και τη Χάρη της. Θα κυριαρχήσει ο αποπροσανατολισμός, η σχετικότητα, η αμφιθυμία, η απροσδιοριστία, δεν θα πιστεύουμε σε τίποτα και δε θα έχουμε και τίποτα. Έτσι, ένα προσφορότατο έδαφος θ’ απλωθεί, προκειμένου να ξαναγραφτεί ο Δίσκος της Σκέψης.

Κι ακριβώς τότε μας επιβάλλεται  εκ των άνω  η ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΟΡΘΟΤΗΤΑ ως κριτική για να μην πω, ως κατακρεούργηση, της έστω υπάρχουσας λογικής… Όταν μας ωθούν για παράδειγμα, εναντίον των διακρίσεων συλλήβδην, κι όχι εναντίον των παράλογων διακρίσεων, (που σημαίνει ότι το διαφορετικό γίνεται άξιο σεβασμού έπειτα από μία …κριτική αξιολόγηση), δηλαδή, δεν μπορεί να γίνει a priori σεβαστός ούτε ένας παιδόφιλος επειδή είναι διαφορετικός, από εμάς, ούτε ένας κτηνοβάτης, ούτε ένας… σχιζοφρενής δολοφόνος με πριόνι.

Ένα κραυγαλέο παράδειγμα της επιβολής της Πολιτικής Ορθότητας, είναι «ο Νόμος περί Εχθροπάθειας», είναι ξέρετε, το γνωστό «αντιρατσιστικό»,  το οποίο αποτελεί έναν έμπλεο φαρισαϊσμού, ρατσιστικό και φασιστικό νόμο (αφού ποινικοποιεί την ελευθερία της έκφρασης της γνώμης) . Θ’ ασχοληθούμε όμως άλλη φορά με αυτόν …

Όλα γίνονται αφηγήσεις, εντυπώσεις, γνώμες ξεκούδουνες, δεν πρέπει να κοπιάζουμε για την  αντικειμενική Αλήθεια, όπως έκανε κάποτε ο Σωκράτης, δεν πρέπει  να χτίζουμε τις βάσεις του διαλόγου , να συνθέτουμε και να δεόμαστε γι’ Αυτήν. Οφείλουμε να σεβόμαστε όλον το θόρυβο των υποκειμενικών αληθειών, των αυτιστικών ή διαξιφισμένων μονολόγων των ανάγωγων ομιλητών, προς ανακούφιση του ανθρώπινου  και του μη ανθρώπινου· μα μέχρι πού; Κι απαντώ: μέχρι τις παρυφές της Ηλιθιότητας. Και η Ηλιθιοποίηση είναι το βασικό χαρακτηριστικό του ανθρώπινου Ζώου εντέλει, γιατί χωρίς διακρίσεις, δεν μπορεί ν’ αποφασίσει για τίποτα ο άνθρωπος…

Το Newspeak – Goodthink, (η Νέα Ομιλία – Σωστή Σκέψη) όπως θα έλεγε κι ο Όργουελ της εποχής μας, φέρει κραυγαλέα παραδείγματα :

Μετατόπιση: Η -φοβία (κάτι παθολογικό)  αντί για τον Φόβο (κάτι φυσιολογικό).

Το Ανθρώπινο Ζώο – το Μη Ανθρώπινο Ζώο αντί για τον Άνθρωπο και το Ζώο.

Σύμπτυξη: Ευαλφάλεια, Βιοηθική, Anti-Fa.

Αντίθεση: Υπουργείο Προστασίας,  αντί για Καταστολής, του Πολίτη.

Δυσφημισμός: «Έλληνας είσαι και φαίνεσαι», γραμμένο στον τοίχο

Ευφημισμός: Chemical challenged   (μεταφράστε να σας δω!),  αντί για Τοξικομανής

 

Κι αν ακόμα δεν μας έχουνε γράψει  (όπως στο «1984»), η ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΕΙΝΑΙ ΣΚΛΑΒΙΑ και Ο ΠΟΛΕΜΟΣ ΕΙΝΑΙ ΕΙΡΗΝΗ, μην ανησυχείτε, μας έχουνε κάνει ΗΔΗ να το πιστεύουμε.

 

Η εγχάραξη του χάους  μέσα μας, που  ήσυχα-ήσυχα τα lifestyles, η καταβαράθρωση της Παιδείας και η εκκωφαντικά αδιάλειπτη προπαγάνδα εξυφαίνουν με διαλόγους άρρητου περιεχομένου ή συλλογικούς μονολόγους ακριβέστερα, θυμίζουν  τα παιδιά κάτω των πέντε, που πριν μάθουν να συνομιλούν, το καθένα μιλάει για το δικό του πράγμα. Το βλέπω συχνά και σε παρέες μου… Οι παράλληλοι μονόλογοι, βρίθουν στις συντροφιές ενηλίκων: Οι άνθρωποι δεν ακούνε τον συνομιλητή τους, εξάπτονται και βιάζονται και διακόπτουν κι ασχημονούν,  αγάλλονται εντέλει, όταν ξεδιπλώσουν το δικό τους «αφήγημα»·  ανθρώπινο είναι, ναι, αλλά είναι κι ένας ‘αυνανισμός εν κοινωνία’. Όταν η γλώσσα τους  φτωχύνει, επομένως και η σκέψη τους, όσοι, έστω ενστικτωδώς, αντιτίθενται στη Λαίλαπα, θα νιώσουν σιγά-σιγά πως δεν μπορούν, δεν ξέρουν πώς να εκφράσουν την αντίθεσή τους.

 

Οι συλλογικοί μονόλογοι σαν των μικρών παιδιών, βρίθουν στις συντροφιές ενηλίκων…

 

Είναι ο σταδιακός Απ-αλφαβητισμός που στοχεύει στην απώλεια της συνείδησης.

 

 

 

* Η Ξένια Πολίτη γεννήθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε μεταξύ άλλων, υποκριτική και θέατρο. Ζει και εργάζεται στην Αθήνα. Έλκεται από τον λόγο σε όλες του τις εκφάνσεις. Γράφει κυρίως θεατρικά έργα, ενώ άρθρα της έχουν δημοσιευτεί σε λογοτεχνικά και πολιτικά sites  καθώς και σε περιοδικά.

 

 


Δοκίμιο: «Η αμφισημία του ανεκπλήρωτου»

$
0
0
Του Νίκου Τσούλια //

 

Goya – Head of The Fait – 1779 (Detail)

 

Οι άνθρωποι σαν τις ώρες πάντα αλλάζουν.
Κι αν έχουν αποχτήσει, ό,τι ποθούνε,
ζητούν πιο ποθητό. Σαχλή πια λένε
την πιο τρανή ευτυχία. Παραιτούνε
τον ήλιο κι’ από τον πάγο ζέστη θένε.

Γκαίτε, Φάουστ

 

Είναι βέβαιο και αναπόφευκτο. Από τη στιγμή που πάντα υπάρχει μεγάλη και διαχρονική απόσταση μεταξύ των επιθυμιών και της πραγματικότητας, το ανεκπλήρωτο θα ζει και θα βασιλεύει όσο υπάρχει πνοή ανθρώπου πάνω στη Γη. Και όχι μόνο αυτό αλλά το απέραντο βασίλειο του ανεκπλήρωτου θα κυριαρχεί επί του περιεχομένου της ζωής μας και επί του ίδιου του χαρακτήρα μας και της όλης προσωπικότητάς μας.

      Ας πάρουμε τα πράγματα με τη σειρά. Μπορεί να απαλλαγεί ο άνθρωπος από την έννοια του ανεκπλήρωτου; Σαφώς και όχι, αλλά – και το πιο σημαντικό – είναι ότι ο άνθρωπος το έχει απόλυτη ανάγκη. Η χώρα του ανεκπλήρωτου είναι εκείνη που θρέφει και θεριεύει τα όνειρα και τη φαντασία μας και είναι εν πολλοίς το «κινούν αίτιον» για να βελτιώνουμε τη ζωή μας και τον εαυτό μας.

      Η άλλη όψη του ανεκπλήρωτου είναι γκρίζα και μελαγχολική. Είναι αυτό το ίδιο που δεν μας αφήνει να χαρούμε τίποτα αφού πάντα υπόσχεται κάτι περισσότερο και καλύτερο. Είναι αυτό που γεννάει όλο και πιο νέες επιθυμίες και τρέχουμε πίσω απ’ αυτές κυνηγώντας τη σκιά μας χωρίς τελειωμό και χωρίς ανάσα, χωρίς να γευόμαστε την όποια κατάκτησή μας και επιτυχία μας, αφού πίσω από κάθε κορυφή του λόφου υπάρχει πάντα και μια άλλη κορυφή προς ανάβαση. Ποτέ δεν αγναντεύουμε προς τα πίσω από την όποια κορυφή. Ποτέ δεν απολαμβάνουμε το τοπίο ολόγυρα του λόφου. Κάθε λόφος οδηγεί σε άλλους ατέλειωτους λόφους μέχρι να αποτελειώσει η ζωή μας, και όταν αντιληφτούμε τα «έργα και τις ημέρες» μας, δεν μπορούμε πλέον να αλλάξουμε τίποτα.

      Αλλά πώς μπορεί να υπάρχουν δύο πλήρως αντιτιθέμενες σημασιολογήσεις σε μια λέξη, στην έννοια του ανεκπλήρωτου, δηλαδή σε μια κατάστασή μας ή μάλλον σε μια σχέση μας με την πραγματικότητα; Πώς μπορεί το ανεκπλήρωτο να είναι απόλυτα αναγκαίο και φοβερά χρήσιμο και ταυτόχρονα να γίνεται δυνάστης μας και συντελεστής της κενοδοξίας μας; Προφανώς δεν ευθύνεται η λέξη ούτε και τα περιεχόμενά της. Είναι η δική μας κουλτούρα και η άποψή μας για τη ζωή που προκαλούν την αμφισημία και την όποια σύγχυσή μας ως προς το ανεκπλήρωτο. Εκείνο που λείπει είναι η αίσθηση του μέτρου, η οποία μας καθοδηγεί αφενός μεν να αξιολογούμε ορθολογικά την πραγματικότητα αφετέρου δε να καθορίζουμε εξίσου μια ορθολογική συμπεριφορά μας με την οποία δεν θα συγκρουόμαστε με την πραγματικότητα αλλά θα τείνουμε να την μετασχηματίζουμε στο μέτρο του δυνατού έτσι ώστε να γευόμαστε τις κατακτήσεις μας και να θέτουμε νέες προσδοκίες που δεν θα ανατρέπουν τα κεκτημένα αλλά θα τροφοδοτούνται απ’ αυτά και θα τα τροφοδοτούν μέσα από μια διαλεκτική σχέση αλληλοαποδοχής και ειρήνευσης «παρελθόντος και μέλλοντος» με κριτή το «παρόν».

      Μπορεί το ανεκπλήρωτο να μας καταδυναστεύσει τη ζωή αν αφορά βασικές όψεις της ζωής μας. Ένας μεγάλος έρωτας που δεν βρήκε την εκπλήρωσή του για χίλιους δυο λόγους θα μένει μέσα στην ψυχή του ανθρώπου ως μια γκρίζα σκιά και θα τον συνοδεύει σ’ όλη του τη ζωή. Μια επαγγελματική επιλογή που δεν πραγματοποιήσαμε – και τελικά ασκηθήκαμε σ’ άλλο εργασιακό χώρο – θα αφήνει πάντα στη σκέψη μας και στα όνειρά μας ένα κενό. Μια μεγάλη φιλοδοξία που δεν τολμήσαμε ούτε καν να δοκιμάσουμε για να την πραγματοποιήσουμε θα δημιουργεί μια στυφή γεύση σε ό,τι άλλο μεγαλόσχημο έχουμε κατά νου για να αποτολμήσουμε την όποια υλοποίησή του.

      Το ανεκπλήρωτο θα είναι πάντα μαζί μας, γιατί δεν υπάρχει ούτε καν μια στιγμή που δεν ονειρευόμαστε. Και θα είναι πάντα παρόν είτε γιατί θα απορρέει από τα ίδια τα πράγματα είτε γιατί θα είναι αναγκαίο για να μας παρακινεί στις χώρες των ονείρων και των φαντασιώσεων. Εκείνο που έχουμε ανάγκη είναι να διαμορφώσουμε μια πολιτική απέναντί του, μια σχέση ουσίας μαζί του. Να το αποδεχτούμε μέσα από μια ορθολογική στάση της ζωής μας, έτσι ώστε το ανεκπλήρωτο να μας αναζωογονεί τις πνευματικές δυνάμεις και όχι να μας τις μαραζώνει.

      Να κάνουμε το πανίσχυρο βασίλειο του ανεκπλήρωτου τροφοδότη της ζωής στην αναζήτηση της ομορφιάς του κόσμου και του ανθρώπου. Να το θρέφουμε με χωριστή επιμέλεια ως μια βαθύτατη εσωτερική ψυχική ανάγκη που θα επεκτείνει διαρκώς τα σύνορα των δυνατοτήτων μας επιζητώντας όλο και πιο νέους λόφους κατάκτησης αλλά γευόμενοι κάθε φορά τη χαρά του αγναντέματος κάθε λόφου και νοσταλγώντας αενάως τη γεμάτο κυματισμούς πορεία μας ακριβώς γιατί είναι το ταξίδι της ζωής μας, η ίδια η ζωή μας και το αυθεντικό είδωλο του εαυτού μας!

Ο Ζωγράφος, ο Ποιητής και ο Συγγραφέας της κρητικής Αναγέννησης

$
0
0
Γράφει ο Αγησίλαος Κ. Αλιγιζάκης // *

 

Ασπασία Παπαδοπεράκη «Θεοτοκόπουλος’ Κορνάρος’ Χορτάτσης», εκδ. Βικελαία Δημοτική Βιβλιοθήκη, Ηράκλειο, 2017

 

Το ανάγλυφο ερευνητικό δοκίμιο Θεοτοκόπουλος-Κορνάρος-Χορτάτσης (εκδ. Βικελαία Δημοτική Βιβλιοθήκη, Ηράκλειο, 2017) της γλύπτριας Ασπασίας Παπαδοπεράκη, με τις 18 φωτογραφίες, το εύγλυπτο εξώφυλλο και τις ανάλογες ευμεγέθεις, παχιές σελίδες απευθύνεται σε όλες τις αισθήσεις του αναγνώστη: την όραση με τις ωραίες φωτογραφίες, την αφή με την αίσθηση της ογκώδους (παρά τον μικρό αριθμό σελίδων, μόλις 61 σελίδες) πολυτελούς έκδοσης του βιβλίου, την ακοή με το ηχηρό γύρισμα των σελίδων, όπως ο μεγάλος βιβλιόδετος τόμος, ακόμα και την όσφρηση (!) αν ο περίεργος αναγνώστης οσμιστεί από κοντά το χαρτί που θυμίζει τα παλιά βιβλία από τις δανειστικές βιβλιοθήκες. Όσον αφορά τη γεύση, αυτή ικανοποιείται νοερά με το πέρας της ανάγνωσης πίνοντας ένα ποτήρι λευκής μαλβαζίας, το κρασί των Καστρινών στο Βενετοκρατούμενο Χάνδακα που μας μεταφέρει με το έργο της η συγγραφέας.

Το εξώφυλλο με τον πίνακα «Η Επίσκεψη» του Ελ Γκρέκο αποπνέει μια ατμόσφαιρα μυστηρίου,  ενώ ταυτόχρονα η θέση των χεριών στους ώμους των δυο ανθρώπινων μορφών μοιάζει να αγκαλιάζει και να καθοδηγεί τον φιλαλήθη μαθητή της γνώσης στο μονοπάτι της συγγραφικής αλήθειαςˑ μιας αλήθειας τρισδιάστατης, καθώς αποκαλύπτει σταδιακά την ψυχή, το πνεύμα, αλλά και την λογική αλληλουχία των επιστημονικών δεδομένων της ερευνήτριας, η οποία στο παρελθόν, εκτός από τη γλυπτική, έχει δώσει πολλά αξιόλογα δείγματα συγγραφής, όπως Ο επικούρειος ποιητής Κ.Π. Καβάφης, Περί Γλυπτικής, Μελετώντας τον Θεοτοκόπουλο, κ.ά.

Αυτή η κατάθεση ψυχής και γνώσης ξεκινά με την «υπόθεση εργασίας, το ότι ο Θεοτοκόπουλος, ο Κορνάρος και ο Χορτάτσης, γνωρίζονταν μεταξύ τους». Τα δεδομένα πάνω στα οποία βασίζεται αυτή η υπόθεση είναι ο κοινός τόπος καταγωγής και διαβίωσης, καθώς και η σχεδόν ταυτόχρονη διάρκεια ζωής των πρωταγωνιστών. Πιο συγκεκριμένα, ο τόπος είναι η Κρήτη (και οι τρεις ζουν μεγάλο χρονικό διάστημα στον Χάνδακα), ενώ όσον αφορά τη διάρκεια του βίου, ο Θεοτοκόπουλος ζει κατά το χρονικό διάστημα 1541-1614, ο Κορνάρος από το 1553 έως το 1613 και ο Χορτάτσης από το 1550 έως το 1610. Άλλα κοινά στοιχεία είναι ότι, οι τρεις καλλιτέχνες (της ζωγραφικής, της ποίησης και του λόγου) ακμάζουν κατά την περίοδο της ώριμης φάσης της Κρητικής Αναγέννησης (1550-1669), ο καθένας χωριστά είναι ο κορυφαίος στην τέχνη του, ενώ όλοι δέχονται τις επιρροές της ευρωπαϊκής Αναγέννησης.

Από το πρώτο μέρος του βιβλίου γίνεται φανερό ότι η συγγραφέας παρουσιάζει ως πρωταγωνιστή τον Δομίνικο Θεοτοκόπουλο και προχωρά στην ανάλυση έξι πινάκων του με το ίδιο θέμα: «Ο Διωγμός των Εμπόρων από τον Ναό», οι οποίοι φιλοτεχνήθηκαν σε  διαφορετικές χρονικές περιόδους. Μέσα από αυτά τα έργα εξετάζονται οι πιθανές σχέσεις με τον Ερωτόκριτο (σκηνές της Γκιόστρας) του Κορνάρου και τον Κατσούρμπο του Χορτάτση. Ταυτόχρονα, η Ασπασία Παπαδοπεράκη αποκαλύπτει την ταυτότητα του τέταρτου προσώπου σ’ έναν από αυτούς τους πίνακες, το οποίο πιθανόν είναι ο Λουίς δε Καστίγια (1540-1618), φίλος του Θεοτοκόπουλου.

 

Ασπασία Παπαδοπεράκη

 

Στο δεύτερο μέρος του πονήματος εξετάζονται οι πιθανοί λόγοι της απομάκρυνσης του Θεοτοκόπουλου από το παλάτσο Φαρνέζε στη Ρώμη, η αισθητική ανανέωση στη ζωγραφική του Ελ Γκρέκο και το γυμνό στο έργο του.

Η απομάκρυνση από το παλάτσο Φαρνέζε, σύμφωνα με την συγγραφέα, μπορεί να οφείλεται στην διαφορετική αισθητική αντίληψη του Θεοτοκόπουλου, ο οποίος υποστήριζε την ανανέωση της ζωγραφικής σε αντίθεση με το κλίμα αρχαιολατρείας του παλάτσο, καθώς και σε θεολογικές συγκρούσεις ορθοδοξίας (Ελ Γκρέκο)–καθολικισμού. Η ανανέωση που πραγματοποιεί στα έργα του ο Δομήνικος Θεοτοκόπουλος πιθανόν επηρεάζεται από τον χριστιανικό νεοπλατωνισμό, γεγονός που μπορεί να ερμηνεύσει τον μυστικισμό των δημιουργιών του.

Η αισθητική ανανέωση πιθανόν έγινε με τη βοήθεια πήλινων προπλασμάτων, τα οποία ο Ελ Γκρέκο έντυνε με ανάλογα ρούχα, την διαφορετική χρήση του φωτός και τον «προοπτικό κύκλο προστασίας». Τα προπλάσματα εξηγούν την απουσία της ανατομικής απεικόνισης (τα ρούχα «πλέουν» στις μορφές, τα όρια του σώματος είναι ασαφή, ενώ ταυτόχρονα δεν έχουν βαρύτητα). Το φως βοηθάει στον ιδιαίτερο χρωματισμό (κλασική τεχνική της Βενετσιάνικης ζωγραφικής Σχολής την περίοδο της Αναγέννησης, η οποία δίνει περισσότερη έμφαση στο χρώμα και λιγότερο στην άλλη σημαντική συνιστώσα της ζωγραφικής τέχνης, δηλαδή τη σύνθεση. Αυτή προτιμάται από τη Σχολή της Φλωρεντίας) των απεικονιζόμενων μορφών.  Όσον αφορά τον «προοπτικό κύκλο προστασίας», την προσωπική σφραγίδα του Θεοτοκόπουλου, αυτός δίνει την αίσθηση του «χώρου εν κινήσει». Η αντινατουραλιστική («αντικλασική») απεικόνιση των ανθρώπινων μορφών σε συνάρτηση με την στρεβλωμένη αντίληψη της κλασικής προοπτικής δημιουργούν έναν ατέρμονα εικαστικό χώρο με πολλαπλά σημεία αναφοράς (αντί για ένα και μοναδικό σημείο που δημιουργούσε η προοπτική κατά την Αναγέννηση), ενώ ταυτόχρονα ο «κύκλος προστασίας» δίνει μια εικόνα συνοχής στο έργο. Αυτές οι καινοτομίες εντάσσουν τον Θεοτοκόπουλο στο αισθητικό ρεύμα του Μανιερισμού (ή ώριμη Αναγέννηση 1525-1600), ενώ ταυτόχρονα γεμίζουν συμβολισμούς και αλληγορίες τα έργα του.

Τα γυμνά σώματα, τα οποία απεικονίζονται χωρίς ακριβείς ανατομικές λεπτομέρειες, φωτίζονται με τέτοιο τρόπο ώστε το φως να βγαίνει μέσα από αυτά συμβολίζοντας την κάθαρση από την αμαρτία στα πλαίσια της χριστιανικής λατρείας.

Ολοκληρώνοντας το ταξίδι στον τόπο και το χρόνο ο αναγνώστης με το ανά χείρας πόνημα μεταφέρεται νοερά από τον Βενετοκρατούμενο Χάνδακα της κρητικής Αναγέννησης στο σημερινό Μεγάλο Κάστρο και συγκεκριμένα στην γλυπτική σύνθεση της Ασπασίας Παπαδοπεράκη «Καζαντζάκης- Θεοτοκόπουλος-Κορνάρος» στην Παγκρήτια Συνεταιριστική Τράπεζα στο λιμάνι, ενώ μέσα από την ομίχλη του χρόνου «βλέπει» το κεφάλι με τα ολόλευκα γένια του Θεοτοκόπουλου να γνέφει σιωπηλά επιδοκιμάζοντας το συγγραφικό έργο της Καστρινής γλύπτριας. Κι αυτό, λίγο δεν είναι…

 

 

 

* Ο Αγησίλαος Κ. Αλιγιζάκης είναι ιατρός ορθοπεδικός και πολιτισμολόγος. Κατάγεται από τα Χανιά και εργάζεται στο ιατρείο του στο Ηράκλειο Κρήτης. Είναι συγγραφέας πέντε ερευνητικών βιβλίων για την μουσικοχορευτική παράδοση της Κρήτης και χορευτής ελληνικών παραδοσιακών χορών για 36 χρόνια.

 

 

✔Νέες εκδόσεις: Πρίνστον- Αθήνα- Κωνσταντινούπολη // 11 καινούργια βιβλία

$
0
0
Επιμέλεια: Ελένη Γκίκα //

 

 

Ελληνική πεζογραφία:

 

Στρατής Τσίρκας «Νουρεντίν Μπόμπα», εικονογράφηση: Τάκης Καλμούχος, εκδ. Κέδρος, σελ. 136

«Πικρό ήταν το ψωμί που τρώγαμε στο Δεϋρούτ, πικρό γιατί μύριζε πικρό φελάχικο ιδρώτα».
Ένας Ρωμιός βιοπαλαιστής, ξενιτεμένος τις πρώτες δεκαετίες του αιώνα μας στην εύφορη Αίγυπτο, βλέπει πώς της ρουφούν το αίμα πασάδες και ξένοι μπανκιέρηδες, όργανα και στηρίγματα κι οι δυο τους της αγγλικής κατοχής, και διηγείται με θαυμασμό τα κατορθώματα του θρυλικού Νουρεντίν Μπόμπα. Πώς, για ένα φιλότιμο, από βαρκάρης έγινε φονιάς, ληστής, πειρατής, και πώς, κάτω από τη λογική των πραγμάτων, κατέληξε αντάρτης και λαϊκός ηγέτης. Πώς οι αποικιοκράτες βιάσανε τη γυναίκα του κι ανατίναξαν το χωριό του και πώς οι επαναστατημένοι φελάχοι καταργήσανε τις αρχές και περάσανε σε μια αυτοσχέδια λαϊκή αυτοδιοίκηση. Αλλά και τ’ αντίποινα του καταχτητή στάθηκαν ανάλογα: φωτιά, κουρμπάτσι και κρεμάλες.
Κι όμως, από την αρχή ως το τέλος αυτής της νουβέλας κυριαρχεί ένας επικός τόνος και μια δυνατή αίσθηση της φύσης. Όλα ευωδιάζουν στο Δεϋρούτ: τα γιασεμιά, το τριφύλλι, οι γαζίες, τα νερά του ποταμού… Η συνείδηση της Ιστορίας, το πλάτος της ματιάς και το πλήθος των προσώπων που κινεί ο συγγραφέας θυμίζουν πως εδώ δοκιμάζει τις δυνάμεις του πριν ξανοιχτεί στις πολυσέλιδες «Ακυβέρνητες Πολιτείες». Και για την Αίγυπτο εξάλλου, αν η εξέγερση του 1910, όπου χάνονται και τα ίχνη του Νουρεντίν Μπόμπα, πνίγηκε στο αίμα, «ο σπόρος έπεσε σε χώματα θραψερά»… Θα έρθει ο καιρός του Γκαμάλ Αμπτελνάσερ, που θ’ αναγκάσει τους Άγγλους να φύγουν από την πατρίδα τους…

 

Μένης Κουμανταρέας «Η κυρία Κούλα», εκδ. Πατάκη, σελ. 110

Πώς γίνεται να γνωριστούν δυο άγνωστοι μέσα στον Ηλεκτρικό; Πώς γίνεται να ερωτευθούν; Όταν μάλιστα η μία είναι γυναίκα ώριμη, συντηρητική, κι ο άλλος νέος, τρελούτσικος φοιτητής; Τι είναι αυτό που τους ενώνει στη διαδρομή από Θησείο ως Κηφισιά, με ενδιάμεσες στάσεις το Μοναστηράκι, όπου ανεβαίνει η Κούλα, και τον Άγιο Νικόλαο, όπου διατηρεί γκαρσονιέρα ο Μίμης; Και πώς τάχα οι ίδιοι αυτοί άνθρωποι συμβαίνει να χωρίσουν ξαφνικά, όπως ξαφνικά γνωρίστηκαν;
«Αυτή όλη κι όλη είναι η ιστορία που μας αφηγείται ο Μ. Κ. – σφραγισμένη, ωστόσο, από εκείνη τη δωρεά που μεταμορφώνει ως διά μαγείας τα απλά και τετριμμένα σε πολυδύναμες λειτουργικές οντότητες». Αλέξανδρος Κοτζιάς

 

 

Νίκος Φαρούπος «Εφιάλτης: Η απολογία», εκδ. Κέδρος, σελ. 240

Μήπως ήταν αθώος ο άνθρωπος που θεωρείται ο μεγαλύτερος προδότης στην ιστορία της Ελλάδας και του δυτικού κόσμου; Μήπως έπεσε θύμα πολιτικών σκοπιμοτήτων σε μια στημένη δίκη;
Το όνομα Εφιάλτης, που σήμαινε τον ζωηρό, τον ορμητικό, «αυτόν που πηδάει με ορμή πάνω σε κάτι» ή «αυτόν που πατάει σταφύλια», σήμερα είναι συνώνυμο του «προδότη» ή του «πολύ κακού ονείρου».
Αν όμως ο Εφιάλτης επιλέχτηκε για να παίξει τον ρόλο του «καθάρματος», δηλαδή να καθάρει, να εξαγνίσει από το αμάρτημα της υποταγής ή της φυγομαχίας εκείνες τις ελληνικές πόλεις που μήδισαν; Αν τελικά ο «προδότης» είναι ένα ακόμη εξιλαστήριο θύμα της Ιστορίας;
Ιδού η πιθανή απολογία του.

 

Γιάννης Γορανίτης «24», εκδ. Πατάκη, σελ. σελ. 206

24 στιγμιότυπα, 24 καρέ, 24 στάσεις, όσες και σε ένα φωτογραφικό φιλμ. Όσες και οι στάσεις του ηλεκτρικού σιδηρόδρομου της Αθήνας. 24 αυτοτελείς, ημιτελείς, μετέωρες και συνεχιζόμενες ιστορίες, που εκτυλίσσονται μέσα και έξω από τα βαγόνια και τους σταθμούς.
Είναι μια ζεστή καλοκαιρινή μέρα στην κορύφωση της κρίσης και οι απεργίες έχουν παραλύσει την πόλη – τα ταξί έχουν ανεβάσει χειρόφρενο και τα βενζινάδικα παραμένουν κλειστά για μέρες. Στα γεμάτα βαγόνια συνυπάρχουν τακτικοί επιβάτες με εκείνους που μπαίνουν για πρώτη φορά στο τρένο, εκπρόσωποι της μεσαίας τάξης με νεόπτωχους, γιατροί με ανέργους, στελέχη με μετανάστες, αλλά και άνθρωποι που επιβιβάστηκαν κατά τύχη ή δεν έχουν καν ιδέα πώς έφτασαν μέχρι εκεί. Οι ιστορίες τους φαινομενικά κινούνται παράλληλα όπως οι συρμοί της αντίθετης κατεύθυνσης, αλλά σε πολλά σημεία τέμνονται όπως οι ράγες. Στο φόντο, 24 ανώνυμες φωνές παρεμβάλλονται στις ιστορίες ως άλλος χορός του δράματος. Καμιά τους όμως δεν κερδίζει πρωταγωνιστικό ρόλο, εκτός από αυτή του κορυφαίου, που ξεχωρίζει στο φινάλε. Το «24» ξεκινά ως μια κατάβαση στην πόλη πάνω στις σταθερές ράγες και εξελίσσεται σε μια φρενήρη περιπλάνηση στον κόσμο. Τον κόσμο που κινείται γρήγορα, που μεταβάλλεται διαρκώς, που μεταμορφώνεται, μεταμορφώνοντας κι εμάς τους ίδιους. Το «24» είναι μια σπονδυλωτή συλλογή διηγημάτων που επιχειρεί να απαθανατίσει τις μεταμορφώσεις αυτές. Μέχρι να τελειώσουν οι 24 στάσεις του φιλμ.

 

Νίκος Τσακνής «Οικοτροφείον Παραπαιόντων Παίδων», εκδ. Κέδρος, σελ.128

Ο Χάρης και η Ευγενία πειραματίζονται μέσα από την απόλυτα ιδιωτική σχέση τους.
Δύο αρνησίγεροι εραστές, ένας αποστάτης και μια φυγάς, πρωταγωνιστούν στη χιμαιρική και ειρωνική αφήγηση με τίτλο «Η κυλόττα και η γραβάττα».
Η Ισμήνη Ογλ αφηγείται τις συγκρούσεις και τα πάθη των προσώπων που μεταμορφώνονται ή και παραμορφώνονται μέσα στις κοινωνικές ομάδες, στο Οικοτροφείον Παραπαιόντων Παίδων, αφήγημα που ρίχνει μία πλάγια ματιά στην κοινωνική περιπέτεια.
Ο Άγις Αγραφιώτης, στους δρόμους του μεταξιού, αναζητάει τις δοξασίες, τους μύθους και τις ιδέες που κάνουν τους ανθρώπους να ετοιμάζονται για πόλεμο. Η Biennale των ναρκωτικών είναι η τρίτη αφήγηση, που ακολουθεί την περιπλάνηση του ανθρώπου στον κόσμο.
Πως να εμφανιστεί ο κόσμος για να αξίζει η ζωή; (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)

 

 

Ξένη πεζογραφία:

 

Gael Faye «Μικρή πατρίδα», Μετάφραση: Γιάννης Στρίγκος, εκδ. Πατάκη, σελ. 260

Ο Γκαμπριέλ, από πατέρα Γάλλο και μητέρα απ’ τη Ρουάντα, μεγαλώνει τη δεκαετία του ’90 σε μια γειτονιά της Μπουζουμπούρα, πρωτεύουσας του Μπουρούντι, σε συνθήκες προνομιακές σε σχέση με τους ντόπιους, εφόσον θεωρείται Γάλλος υπήκοος. Τα παιδικά του χρόνια κυλούν ανέμελα, με τη συντροφιά των φίλων του, τις σκανταλιές, τις πλάκες, τις εκδρομές, τις όμορφες στιγμές… Μέχρι που ξεσπά ο πόλεμος και σ’ αυτή τη γωνιά του «παραδείσου»: πόλεμος οικογενειακός, με τον χωρισμό των γονιών του, και πόλεμος εμφύλιος, ανάμεσα στις φυλές των Χούτου και των Τούτσι. Μόνο που ο Γκαμπριέλ, σε αντίθεση με όλους τους άλλους, δε θέλει να διαλέξει «στρατόπεδο»…

 

 

E.O. Chirovici «Το βιβλίο των κατόπτρων», Μετάφραση: Αντώνης Καλοκοίρης, εκδ. Πατάκη, σελ. 342

Πρίνστον, 1987: ο καταξιωμένος ψυχολόγος και καθηγητής Τζόζεφ Βίντερ δολοφονείται άγρια.
Νέα Υόρκη, 25 χρόνια μετά: ο λογοτεχνικός ατζέντης Πίτερ Κατς λαμβάνει ένα χειρόγραφο. Ή μήπως πρόκειται για ομολογία;
Σήμερα: τα μυστικά του Βιβλίου των Κατόπτρων έρχονται στο φως και αποκαλύπτουν γιατί οι αναμνήσεις είναι το πιο επικίνδυνο από όλα τα όπλα. Η αλήθεια του ενός είναι τα ψέματα του άλλου…

 

 

Αστυνομικό μυθιστόρημα

 

Έρη Ρίτσου «Κάτι κρέμεται εκεί ψηλά», εκδ. Κέφρος, σελ. 192

Μια κρύα μέρα του Γενάρη, στο νησί, ένας πατέρας με τον μικρό του γιο βλέπουν κάτι να ανεμίζει στην κορυφή του λόφου. Ένα γυναικείο σώμα κρέμεται απ’ τις μεγάλες κεραίες κινητής τηλεφωνίας. Μια νέα κοπέλα έχασε τη ζωή της. Αυτοκτονία ή φόνος; Το σημείωμα που βρίσκεται στο σπίτι της παραπέμπει σε αυτοκτονία. Είναι όμως; Για κάποιους το σημείωμα δεν φτάνει για να αποδεχτούν αυτή την εκδοχή. Αλλά οι υποψίες τους δεν αρκούν ώστε να την αμφισβητήσουν. Τα στοιχεία, ανύπαρκτα. Οι εμπλεκόμενοι, πολλοί. Η υπόθεση, σκοτεινή, περιπλέκεται όλο και περισσότερο καθώς σκηνές ζηλοτυπίας, ενδείξεις εκβιασμού και πληροφορίες για ναρκωτικά και περίεργες δοσοληψίες με τις απέναντι τουρκικές ακτές έρχονται στο φως.
Η αστυνομική έρευνα που ξεκινά μέσα στο σκοτάδι διεξάγεται παράλληλα με κάποιες σπουδαίες αλλαγές στη ζωή της Μαρίας Γεωργίου, της νεαρής αστυνόμου που γνωρίσαμε στο μυθιστόρημα Ο νεκρός δολοφονήθηκε. Η έρευνα θα αποδειχθεί πολύ πιο δύσκολη απ’ ό,τι αρχικά φαινόταν, και στην προσπάθειά της να λύσει τον γρίφο η Μαρία Γεωργίου θα ανακαλύψει πως κατά κάποιον τρόπο εμπλέκεται προσωπικά στην υπόθεση.

 

 

Μελέτες – δοκίμια:

 

Θανάσης Αγάθος «Ο Νίκος Καζαντζάκης στον κινηματογράφο», εκδ. Gutenberg, σελ. 376

Το βιβλίο αυτό επικεντρώνεται στη σχέση του Νίκου Καζαντζάκη με τον κινηματογράφο, μια σχέση η οποία μελετάται πάνω σε δύο βασικούς άξονες: την ενασχόληση του ίδιου του Κρητικού δημιουργού με τη συγγραφή κινηματογραφικών σεναρίων και τις μεταφορές μυθιστορημάτων του στον κινηματογράφο από διαφορετικούς σκηνοθέτες και σεναριογράφους. Παρουσιάζονται τα σενάρια που γράφει ο Καζαντζάκης σε διάφορες φάσεις της δημιουργικής πορείας του (1928, 1931-1932, 1956), επιχειρείται μια συστηματική συγκριτολογική ανάγνωση των μυθιστορημάτων του «Ο Χριστός ξανασταυρώνεται», «Βίος και πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά» και «Ο τελευταίος πειρασμός» και των κινηματογραφικών διασκευών τους, που φέρουν τις σκηνοθετικές υπογραφές των Jules Dassin, Μιχάλη Κακογιάννη και Martin Scorsese αντιστοίχως, σχολιάζονται τόσο η κριτική υποδοχή των παραπάνω βιβλίων και ταινιών, όσο και οι αντιδράσεις που συνοδεύουν τις αντίστοιχες εκδόσεις και προβολές. Επιπρόσθετα, γίνεται αναφορά στις ταινίες τεκμηρίωσης που ασχολούνται με τον βίο και το έργο του συγγραφέα, καθώς και στην ταινία Καζαντζάκης του Γιάννη Σμαραγδή.

 

 

Ιστορία

 

Αλέξανδρος Μασσαβέτας «Κωνσταντινούπολη», εκδ. Πατάκη, σελ. 617

Γιατί λέγεται πως η Πόλη δεν αλώθηκε, αλλά παραδόθηκε; Γιατί δεν συμμετείχαν όλοι οι πολιορκημένοι στην άμυνά της; Γιατί αναθεμάτισε ο μετέπειτα πατριάρχης Γεννάδιος τον αγωνιζόμενο Κωνσταντίνο Παλαιολόγο; Γιατί δήλωσε ο Πορθητής πως κατακτώντας την Πόλη πήρε την «εκδίκηση των Τρώων»; Έχουν οι Ρωμιοί της Πόλης καταγωγή «βυζαντινή»; Τι φορούσαν οι αυτοκράτορες της Ρωμανίας; Γιατί θεωρήθηκε η Ρουμανία «Βυζάντιο μετά το Βυζάντιο»; Γιατί μιλούσαν οι Εβραίοι της Πόλης ισπανικά; Γιατί έχουν οι Φαναριώτες κακή φήμη; Γιατί αναθεμάτισε ο Γρηγόριος Ε΄ την Ελληνική Επανάσταση; Γιατί έχουν οι περισσότεροι Ελληνορθόδοξοι της Πόλης πρώτη γλώσσα την τουρκική; Γιατί έχουν κηρύξει πόλεμο στο Οικουμενικό Πατριαρχείο οι ρωσικές μυστικές υπηρεσίες; Γιατί πίνουν οι σημερινοί Τούρκοι πολύ περισσότερο τσάι απ’ ό,τι καφέ; Γιατί ήταν η οθωμανική Πόλη γεμάτη ξύλινα κτίσματα και πότε και πώς εξαφανίστηκαν;
Σε αυτές και πολλές άλλες ερωτήσεις ψάχνει απάντηση το παρόν οδοιπορικό, τόσο στις σελίδες της ιστορίας όσο και στους δρόμους της ίδιας της Πόλης. Προσκαλεί τον αναγνώστη να γνωρίσει μία ιστορική περιοχή της Κωνσταντινούπολης κατά μήκος του Κερατίου κόλπου. Οι δρόμοι, τα κτίρια και τα ερείπιά τους αποτυπώνουν την διαδρομή μιας πόλης σε αέναη μετάλλαξη: την μετάβαση από την βυζαντινή στην οθωμανική Πόλη και από εκείνη στην μεγαλούπολη του σήμερα. Παράλληλα σκιαγραφεί όψεις της γεμάτης εντάσεις και αντιφάσεις τουρκικής κοινωνίας των ημερών μας.

 

 

Πολιτικές επιστήμες

 

Γεώργιος Ρούσης «Ο ελεύθερος χρόνος μέτρο του πλούτου», εκδ. Γκοβόστη, σελ. 200

Βιώνουμε τον παραλογισμό, οι παραγωγικές δυνάμεις να είναι πιο αναπτυγμένες από ποτέ και η κατάσταση της συντριπτικής πλειονότητας των ανθρώπων να χειροτερεύει. Και αυτό ισχύει όχι μόνο για την Ελλάδα αλλά για ολόκληρο τον καπιταλιστικό κόσμο.
Μια από τις πιο κραυγαλέες πτυχές αυτού του παραλογισμού συνίσταται στο ότι, αντί ο χρόνος που κερδίζεται με την αυτοματοποίηση να έχει ως επακόλουθο την απαλλαγή των ανθρώπων από τον βραχνά της καταναγκαστικής δουλειάς, αυτός να παίρνει τη μορφή της ανεργίας, ενώ παράλληλα να εντείνεται η εκμετάλλευση όσων συνεχίζουν να εργάζονται.
Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι η κυρίαρχη τάξη των κεφαλαιοκρατών, μπροστά στη νέα πραγματικότητα, όχι μόνον δεν αυτοκαταργείται οικειοθελώς, όπως σε τελευταία ανάλυση διατείνονται ορισμένοι (λόγου χάρη ο Negri), αλλά για να διατηρήσει την ιδιωτική ιδιοκτησία της στα σύγχρονα μέσα παραγωγής και την εξουσία της, οξύνει ακόμη παραπέρα τις αντιθέσεις του συστήματος, με κύριο θύμα τους εργαζόμενους.
Και όλα αυτά, ενώ σήμερα με την πρόοδο της επιστήμης και της τεχνικής είναι δυνατόν, με προϋπόθεση την ανατροπή του καπιταλισμού, ο ελεύθερος χρόνος να γίνει κυρίαρχος και να είναι αυτός και όχι ο βαθμός εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο το μέτρο του πλούτου.
Προς αυτήν την κατεύθυνση υποστηρίζεται ότι στο πλαίσιο ενός επαναστατικού πολέμου θέσεων, η δραστική μείωση του χρόνου εργασίας -δίχως μείωση των απολαβών και εντατικοποίηση της εργασίας-, και όχι η διατήρησή του, πρέπει να αποτελέσει άμεση αγωνιστική διεκδίκηση για το λαϊκό κίνημα και τους φορείς του, ένα οχυρό προς άμεση κατάληψη.

 

 

✔Γκάτσος ο Πελασγικός

$
0
0
Του Γιάννη Υφαντή // *

 

 

ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ

 

Η ομορφιά της Φύσης, τα παραμύθια και τα ποιήματα, οι θρύλοι και οι πραγματικές ιστορίες, που άκουσα κυρίως από τον πατέρα μου, υπήρξαν το αντίδοτο της  μελαγχολίας μου στα παιδικά μου χρόνια.

Οι ποιητές και οι μουσικοί υπήρξαν το αντίδοτο στη μιζέρια και στη θλίψη των εφηβικών μου χρόνων.

Κι αργότερα, στα 27 μου, είναι ο Γκάτσος μαζί με τον Χατζιδάκι (ένας ποιητής κι ένας μουσικός δηλαδή) που γίνονται η αιτία να εκδώσω σε βιβλίο τα ποιήματά μου. Είναι αυτοί που στέλνουν στο σπίτι μου στη Θεσσαλονίκη (και σημειώστε τούτο: χωρίς ποτέ να έχουμε γνωριστεί) στέλνουν τον διευθυντή των εκδόσεων ΤΡΑΜ, τον Δημήτρη Καλοκύρη, για να με παρακαλέσει (εκ μέρους των) να εκδώσω τα ποιήματά μου σε βιβλίο.

Κι όταν μετά ένα εξάμηνο παίρνουν στα χέρια τους το «Μανθρασπέντα», καθώς μου έλεγε αργότερα ο Χατζιδάκις, η μέρα εκείνη γι’ αυτούς είναι γιορτή. Γιατί βλέπουν τη γραμμή που ξεκινάει από τον Όμηρο, τους λυρικούς και τους τραγικούς και φτάνει αδιάσπαστη ως αυτούς, να συνεχίζεται. Χαίρονται όπως οι γονείς που ύστερα από μεγάλη αναμονή, αποκτούν το πρώτο τους παιδί.

Αλλά το πιο σημαντικό για μένα, είναι που ο Γκάτσος (και βέβαια μαζί του ο Χατζιδάκις κι ο Ελύτης ή ακόμα πιο πέρα στην οδό Μιχαήλ Κόρακα ο Ρίτσος), συμπεριφέρονται έτσι απέναντι σ’ ένα βιβλίο που δεν το ανέφεραν επαινετικά προηγουμένως οι Τάιμς, η Λε Μοντ είτε η Φιγκαρό. Ούτε καν το Βήμα και τα Νέα. Είναι σημαντικότατο να διαθέτει μια χώρα ανθρώπους που να μην χρειάζονται κανενός τη μαρτυρία για ν’ αποτιμήσουν κάτι. Η χώρα που έχει τέτοιους ανθρώπους έχει ψυχή, έχει κέντρο. Αλλοίμονο στη χώρα που δεν έχει κέντρο, είτε που έχει χάσει το κέντρο της. Αλλοίμονο σε μια χώρα που έχει χάσει την ψυχή της.

Ο Γκάτσος (όπως κι όλη η θαυμάσια γενιά του 30) όχι μόνο δεν φοβάται τους γονείς του, (όλους τους ποιητές που προηγήθηκαν μέσα στους αιώνες) αλλά είναι ευτυχής που συμβαίνει να είναι γιος τους, και με χαρά κάνει ό,τι μπορεί για ν’ αποτελεί συνέχειά τους.

Όχι μόνο δεν φοβάται τα παιδιά του, όχι μόνο δεν υπονομεύει τα παιδιά του, αλλά κάνει τεράστιες προσπάθειες να τα βοηθήσει. Γιατί,

 

Οι ποιητές άλλο δεν είναι παρά κύματα

του Ωκεανού που τ’ όνομά του είναι Πνεύμα.

 

Και βέβαια, όντας καθάριο πνεύμα* οι ποιητές, διόλου δεν αλλοιώνονται από τις δημόσιες σχέσεις. «Τα του Καίσαρος τω Καίσαρι και τα του Θεού τω Θεώ». Όταν ο Γκάτσος αναφέρει δημοσίως ονόματα νέων ποιητών που εκτιμά και αγαπά, δεν αναφέρει εκείνους που συνωστίζονται γύρω του, αλλά εκείνους που εκτιμά και αγαπά ως ποιητές, έστω κι αν δεν τους έχει γνωρίσει ποτέ από κοντά.

Τι να κάνουμε; Έτσι είναι οι ποιητές. Μα δεν είναι θαυμάσιο που στον κόσμο τούτο στον οποίο όλοι εξαγοράζονται, να υπάρχουν κι εκείνοι που δεν εξαγοράζονται ποτέ, από κανέναν και με τίποτε;

 


* Και βεβαίως μετά το θάνατο του Ρίτσου, του Γκάτσου, του Ελύτη, του Χατζηδάκη, του Βρεττάκου, σ’ αυτό τον τόπο, μοιάζει να έχουν φύγει οι γάτοι και να χορεύουν πια οι ποντικοί.

 

Μετά το τέλος αυτών των μεγάλων ποιητών και καλλιτεχνών, έχουν κυριαρχήσει οι μετριότητες, που περιβάλλουν με χαιρεκακία, την ιδεολογία εκείνη που προσπαθεί να αποδομήσει τη χώρα και να την κάνει με το ζόρι, από μια ολοζώντανη ύπαρξη χιλιάδων ετών, ένα μικρό βαλκανικό έθνος των δύο αιώνων. Θέλουν να κάνουν την Ελλάδα κατ’ εικόνα τους και ομοίωσή τους: Γκρίζα και μαραμένη. Ενθάρρυναν την Γυναίκα της Ζάκυθος, («αυτή τη μεγάλη έχθρισα του έθνους» όπως λέει ο ποιητής) την έβγαλαν από το κείμενο του Σολωμού και της έδωσαν βήμα στα πανεπιστήμια, της ανάθεσαν να συγγράφει σχολικά βιβλία, να επιβάλλει ως επίσημη γλώσσα την ανάπηρη και πλαδαρή γλώσσα που γέννησε η σκλαβιά, της ανάθεσαν αρμοδιότητες ν’ αποφασίζει για το Αιγαίο και την Κύπρο, να συγγράφει ιστορία, και κυρίως να κόβει τα στάχυα που εξέχουν, ρίχνοντας συγχρόνως άφθονο λίπασμα βραβείων στα ζιζάνια. Και ιδού η σοδειά: Η δημόσια τηλεόραση που ποτέ δεν έγινε πράγματι δημόσια, έχει τη λίστα της, που κανείς δεν τολμά ν’ αγγίξει. Καλεί τους ίδιους και τους ίδιους άπειρες φορές, συκοφαντώντας έτσι την ποίηση και τους ποιητές, διότι ό, τι παρουσιάζει ως ποιητές, 99 στις 100 φορές, άλλο δεν είναι παρά αποκρουστικά πρόσωπα. Ό, τι παρουσιάζει ως ποίηση, άλλο δεν είναι παρά οι πολυβραβευμένες σαχλαμάρες, των «δικών μας», της λίστας.

 

(Ώστε ο άνθρωπος του λαού να οδηγείται κατευθείαν στην πλήρη και δικαιολογημένη απαξίωση τόσο του ποιητή όσο και της ποίησης).

 

*

 

Μετά τους μεγάλους μας, οι όντως πνευματικοί άνθρωποι απομονώθηκαν, εξορίστηκαν, στην αόρατη από τους πολλούς σύγχρονη Γυάρο. Κουμάντο στα πολιτιστικά και πνευματικά μας πράγματα κάνουν πια, οι αποτελούσες την «Γυναίκα της Ζάκυθος», οι περιβάλλουσες τη «Γυναίκα της Ζάκυθος», ατάλαντες, αλληλολιβανιζόμενες, αλληλοβραβευόμενες, αλληλοπροβαλόμενες μετριότητες του ψυχολογικού επιπέδου.

Και τι εννοώ λέγοντας του «ψυχολογικού επιπέδου»;

Όταν οι μαθητές ζήτησαν από τον Ιησού να τους μιλήσει για τον Ιωάννη τον Βαπτιστή, «ποιος τέλος πάντων είναι αυτός ο άνθρωπος;», ο Ιησούς τους είπε: «Ανάμεσα στους ανθρώπους που γεννήθηκαν από γυναίκα (πρώτη γέννηση), δεν υπάρχει ανώτερος από τον Ιωάννη. Όμως κι ο κατώτερος στον κόσμο του πνεύματος (δεύτερη γέννηση) είναι ανώτερος από τον Ιωάννη».

{{Πρώτη και δεύτερη γέννηση: Είναι ακριβώς αυτό που λένε οι στίχοι του Ερωτόκριτου, και που ο Σεφέρης τους χρησιμοποίησε σαν προμετωπίδα όλου του ποιητικού του έργου:

 

Για μένα όλα σφάλασιν και πάσιν άνω κάτω

για με ξαναγεννήθηκεν η Φύση των πραμάτω.

 

Χωρίς να σφάλλουν τα πάντα, δεν συνειδητοποιείται το πρωταρχικό, δεν ξαναγεννιέται «η φύση των πραμάτω»}}.

Ο Ρώσος φιλόσοφος Μπόρις Μουράβιεφ που στο βιβλίο του «Γνώση», αναλύοντας την παραπάνω παράγραφο του Ευαγγελίου, μας λέει πως ο Ιησούς μιλούσε για τα δυο επίπεδα στα οποία χωρίζεται ο κόσμος των ανθρώπων. Μιλούσε για τον άνθρωπο του «ψυχολογικού επιπέδου» από τη μια, και για τον άνθρωπο του «πνευματικού επιπέδου» από την άλλη. Μιλούσε για τον εξωτερικό-κοινωνικό άνθρωπο από τη μια (τον φαρισαίο) και για τον ένθεο-συμπαντικό άνθρωπο από την άλλη.

Στο ψυχολογικό επίπεδο, αν γίνει δίκη, θεωρείται σωστό ο αδερφός να υπερασπίσει τον άδικο αδερφό, ο φίλος να υπερασπίσει τον άδικο φίλο. Όμως εκείνος που ανήκει στο πνευματικό επίπεδο υπερασπίζει μόνο αυτόν που έχει δίκιο, χωρίς να λαμβάνει υπόψιν του αν ο δικαζόμενος είναι ξένος ή αδερφός, εχθρός ή φίλος. Στο πνευματικό επίπεδο σημασία έχει το τι πράγματι συμβαίνει κι όχι αυτό που δολίως φανερώνεται ότι συμβαίνει.

Στο ψυχολογικό επίπεδο το οποίο εκπροσωπεί ο Ιωάννης, φυτρώνουν όλα τα άνθη του κακού: Οιδιπόδειο σύμπλεγμα, καϊνικό σύμπλεγμα, οι νόμοι της κοινωνίας οι θεσπισμένοι από τους δυνατούς και καμωμένοι στα μέτρα τους. Ο φθόνος, ο δόλος, η προς το θεαθήναι καλοσύνη, η κατά φαντασίαν σπουδαιότητα, η ηθική στη θέση του ήθους, το «απέξω κούκλα κι από μέσα πανούκλα», το «δεν τρώω λάδι την Τετράδη» που ’λεγε ο Μακρυγιάννης «αλλά ροκανίζω των ανθρώπων τις καρδιές». Οι «ασβεστωμένοι τάφοι που μέσα είναι γεμάτοι σκουλήκια». Το «έχω οικογένεια, άρα είμαι καλός». Το «πάω κάθε Κυριακή στην εκκλησία άρα είμαι καλός». Το «φορώ κουστούμι και γραβάτα, άρα είμαι κύριος». Κύριος τίνος; Της μελλοντικής (αυριανής) σκόνης που είσαι ο ίδιος ή της μελλοντικής (αυριανής) σκόνης που είναι ο άλλος; Και το βρίσκεις τόσο σπουδαίο η σκόνη να φέρνεται ως αφεντικό στη σκόνη; Και το βρίσκεις τόσο σημαντικό να φέρνεται αλαζονικά η δική σου σκόνη στη σκόνη του πλησίον; Και πως διακρίνεις μέσα στο πλήθος της σκόνης τη δική σου σκόνη από τη σκόνη του άλλου;

Έτσι λοιπόν, αν και είναι δυσδιάκριτη η διαφορά των δύο επιπέδων, του ψυχολογικού και του πνευματικού, στην πραγματικότητα είναι τεράστια. Αν είναι δυσδιάκριτη η διαφορά του αναγεννημένου ανθρώπου από τον μη αναγεννημένο, στην πραγματικότητα είναι τεράστια.

Ω, ναι, «για μένα όλα σφάλασιν και πάσιν άνω κάτω / για με ξαναγεννήθηκεν η φύση των πραμάτω».

Ω, ναι: «Πρέπει να χάσεις την ψυχή σου για να την βρεις». Να τη χάσεις ως τυφωνικό φύσημα στο πεδίο των συμπλεγμάτων και να τη βρεις ως ανάσα ζωής στο πεδίο της καλοσύνης.

 

 

ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ

 

ΑΛΛΑ ΤΙ ΣΟΪ ΠΟΙΗΤΗΣ ΗΤΑΝ ΑΥΤΟΣ Ο ΓΚΑΤΣΟΣ;

 

Αν κι έγραψε πολλούς στίχους προορισμένους εξ αρχής για να μελοποιηθούν,  ποτέ οι αναφερόμενοι σ’ αυτόν δεν έθεσαν το δίλημμα στιχουργός ή ποιητής. Γιατί το 70 τοις εκατό των γραπτών του Γκάτσου είναι υψηλή ποίηση.

Και βέβαια στην ΑΜΟΡΓΟ ισχύει αυτό που λέει το Ευαγγέλιο «το πνεύμα όπου θέλει πνει». Περνάει μες από το δημοτικό τραγούδι και τα νεοελληνικά παραμύθια, πηγαίνει στην αρχαία μυθολογία ή στη σύγχρονη ιστορία και πραγματικότητα με την άνεση που μόνο το πνεύμα έχει. Αν ο άνεμος μες στα πεύκα, που μας δίνει τον ήχο της βαθύτερης ανάσας (σαν από το πέρασμα όλων των ψυχών του παρελθόντος του παρόντος και του μέλλοντος), αν ο άνεμος μες στα πεύκα είναι διάφανος, στην Αμοργό ο άνεμος, όντας το πύρινο πνεύμα του ποιητή, γίνεται πανέμορφες εικόνες με δροσερά χρώματα, φανερώνοντας ένα μέρος από τον δίχως αρχή και τέλος ναό του Κόσμου, φανερώνοντας ένα μεγάλο μέρος από το  πανόραμα που λέγεται διαχρονικός ελληνισμός.

Και βεβαίως στην Αμοργό το πνεύμα «όπου θέλει πνει», αλλά συνάμα, όπως θέλει πνει. Με δεκαπεντασύλλαβο ή ελεύθερο στίχο, με ομοιοκαταληξία ή πρόζα, με δημοτική ή καθαρεύουσα, με αργκό  ή με αρχαΐζουσα, με λαϊκή ή με εκκλησιαστική γλώσσα. Επειδή «το πνεύμα έχει την εξουσία». Επειδή ο ποιητής «μιλά ως εξουσίαν έχων και ουχ ως οι γραμματείς».

Και βεβαίως είναι μέγα λάθος να θεωρείται ποίηση μόνον η ΑΜΟΡΓΟΣ.

ΟΙ ΔΡΟΣΟΥΛΙΤΕΣ, ΤΟ ΡΕΜΠΕΤΙΚΟ, ΤΑ ΠΑΡΑΛΟΓΑ κι άλλα ποιήματά του σκορπισμένα σε διάφορες ενότητες, είναι ισάξια ή και ανώτερα της ΑΜΟΡΓΟΥ.

 

Αλλά τι σόι ποιητής είναι αυτός ο Γκάτσος;

 

Ψάχνοντας στο ιντερνέτ να δω τι λένε για τον Γκάτσο είδα ότι οι 100 στους 100 τον θέλουν υπερρεαλιστή. Και σκέφτομαι. Μάλλον χρειάζονται ένα παριζιάνικο καλλιτεχνικό ρεύμα για να δώσουν αίγλη στον ποιητή, να τον επιχρυσώσουν, επειδή δεν μπορούν να διακρίνουν πως ο ποιητής είναι ήδη, ολόκληρος, ατόφιο φως, ένα άστρο. Ή μήπως είναι απλώς μια προσπάθεια των φιλολόγων να τον κατατάξουν κάπου, να τον βάλουν στο ράφι και να τελειώνουν μ’ αυτόν;

Και βεβαίως η ποίηση χρησιμοποιεί την ιστορία, μα δεν είναι ιστορία. Χρησιμοποιεί την φιλοσοφία, μα δεν είναι φιλοσοφία. Χρησιμοποιεί την επιστήμη μα δεν είναι επιστήμη. Χρησιμοποιεί τη θρησκεία μα δεν είναι  θρησκεία. Χρησιμοποιεί τον εσωτερισμό, τον αποκρυφισμό ή τον μυστικισμό, μα δεν είναι εσωτερισμός, αποκρυφισμός ή μυστικισμός. Χρησιμοποιεί τα διάφορα καλλιτεχνικά ρεύματα, μα δεν είναι καλλιτεχνικό ρεύμα. Είναι μόνο και μόνο ποίηση.

Ναι, γιατί όχι, ο Νίκος Γκάτσος, κυρίως στην Αμοργό είναι συν τοις άλλοις και σουρρεαλιστής. Όμως να δούμε και κάποια άλλα πράγματα. Έτσι για να παίξουμε:

Νίκος Γκάτσος λοιπόν, μάλιστα. Γκάτσος ο ασεάτης, Γκάτσος ο αρκάδιος, Γκάτσος ο λαγκάδιος, Γκάτσος ο ποτάμιος,  Γκάτσος ο αστέριος, ο φεγγάριος, ο φεγγαροδιχάλιος, ο των θερινών κάμπων, ο της χειμερινής ενδοχώρας, ο αχερούσιος, ο χαρόντειος, ο δρακόντιος, ο κεκρόπειος, ο φερσεφόνειος, ο στάχειος, ο πελάγιος, ο παράλιος, ο βοτσάλειος, ο βοτάνιος, ο σπηλέιος, ο αυγινός, ο εσπερινός, ο ορέστιος, ο δωδωναίος, ο Αϊδωναίος, ο των θρύλων, παραμυθιών και τραγουδιών των μέσων και σύγχρονων ελληνικών χρόνων.

Μα όταν λέω όλα τούτα που μοιάζουν αυθαιρεσίες, μιλώ για κάτι δυσδιάκριτο από τους πολλούς, μιλώ για την ιδιαίτερη αύρα του ποιητή.

Ναι, είναι κεκρόπειος και όχι πλατωνικός, δωδωναίος περισσότερο και λιγότερο δελφικός, είναι Έλλην, μα περισσότερο Αχαιός κι ακόμη περισσότερο ο Σελλός κι εντέλει, ο Πελασγός.

 

Mόνο τα βόδια των Aχαιών μες στα παχιά λιβάδια της Θεσσαλίας

Bόσκουν ακμαία και δυνατά με τον αιώνιο ήλιο που τα κοιτάζει 

Tρώνε χορτάρι πράσινο φύλλα της λεύκας σέλινα πίνουνε καθαρό

               νερό μες στ’ αυλάκια 

Mυρίζουν τον ιδρώτα της γης κι ύστερα πέφτουνε βαριά κάτω απ’ τον ίσκιο

                της ιτιάς να κοιμηθούνε. 

 

Τω καιρώ εκείνω ο ακμαιότερος κλάδος της πελασγικής δρυός, εκαταλάμβανεν τρεις οικισμούς, πέριξ  του μυστηριώδους βράχου της

               Ακροπόλεως…

 

Κοιμήσου Περσεφόνη

στην αγκαλιά της γης

στου κόσμου το μπαλκόνι

ποτέ μην ξαναβγείς.

 

*

 

Με ξάφνιασε όταν στα 1984 κυκλοφορεί ένας δίσκος με ρεμπέτικα, (ένα είδος τραγουδιών που έχοντας κάνει τον ιστορικό του κύκλο, έμοιαζε να έχει τελειώσει). Με ξάφνιασε που ένας ποιητής σαν τον Γκάτσο κάνει ρεμπέτικα. Και με βαθύτατη ικανοποίηση σε κάποια από τα ρεμπέτικα αυτά, κυρίως στο Πρακτορείο, έβλεπα να συνδυάζεται η σύγχρονη ατμόσφαιρα της τεχνολογίας, με την αρχαία πελασγική ατμόσφαιρα που πάντα υπάρχει στο φυσικό περιβάλλον αυτής της χώρας και κυρίως στην ατμόσφαιρα της ορεινής, χειμερινής ενδοχώρας. Δεν νομίζω πως το προσπάθησε ο ποιητής. Δε νομίζω ότι προσπάθησε ακόμα και στο ρεμπέτικο να βγει ο πελασγικός του εαυτός. Δεν το προσπάθησε. Έδωσε αυτό που ο ίδιος ήταν.

 

Το πρακτορείο,

θολό και κρύο,

κάπου μιλάνε για παράξενες βροχές

και το ταξίδι,

σα μαύρο φίδι,

γεμίζει φόβο τις αδύναμες ψυχές.

 

Απόψε μοιάζουμε κ’ οι δύο,

ξωπίσω εγώ και συ μπροστά

σα βραδινό λεωφορείο,

πού ’χει τα φώτα του σβηστά.

 

Για μας ο κόσμος δεν τελειώνει,

για μας ο κόσμος αρχινά

μα της καρδιάς το μαύρο χιόνι,

δεν θα μας βγάλει πουθενά.

 

………………………………

 

Και ύστερα ο Αϊδωναίος Πελασγός.

 

Αυτό το δίχτυ έχει ονόματα πολλά

πού ’ναι γραμμένα σ’ εφτασφράγιστο κιτάπι

άλλοι το λεν του κάτω κόσμου πονηριά

κι άλλοι το λεν της πρώτης Άνοιξης αγάπη.

 

Το δίχτυ του έρωτα με το οποίο συλλαμβάνονται και ενσαρκώνονται οι ψυχές. «Είδε τις φλέβες των ανθρώπων, σαν ένα δίχτυ των θεών, όπου μας πιάνουν σαν τ’ αγρίμια», θα μας πουν Ευριπίδης και Σεφέρης.

Και βέβαια, «άλλοι το λεν του κάτω κόσμου πονηριά / κι άλλοι το λεν της πρώτης άνοιξης αγάπη».

 

Ο Γκάτσος έχει βιώσει βαθύτατα το ηρακλείτειο: «Διόνυσος και Άδης είναι ένα». Έχει βιώσει τον φερσεφόνειο και πλουτώνειο κόσμο, το τι συμβαίνει στα μυστήρια της Δήμητρας και της Ελευσίνας. Γνωρίζει ότι είναι ο ίδιος ο Άδης που στήνει την παγίδα που λέγεται αγάπη, την παγίδα που λέγεται έρωτας. Γνωρίζει ότι από τη μια οι ζωντανοί σπέρνουν στο αΐδιον (στα βάθη της γης ή της γυναίκας) για να έρθει στον Επάνω Κόσμο ο πλούτος. Και συνάμα γνωρίζει ότι αυτή η σπορά είναι η παγίδα του Πλούτωνα, αφού εκείνος εντέλει θα θερίσει τον πλούτο. Χωρίς βεβαίως να του ξεφύγει, ούτ’ ένα στάχυ ανθρώπινης ζωής.

 

 

ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ

 

ΓΚΑΤΣΟΣ Ο ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΟΣ

 

Ο Γκάτσος αν και δεν είναι ο ενταγμένος στην αριστερά, βιώνει τα βάσανα του λαού, την αδικία μέσα στον κόσμο, και γίνεται περισσότερο επαναστατικός, επίκαιρος και συγκεκριμένος (κυρίως στα τελευταία του ποιήματα), ακόμα κι από τους αριστερούς ποιητές μας. Στο επίκαιρο και συγκεκριμένο εργάζεται με τον τρόπο των Ρεμπέτηδων, του Σολωμού και των Αρχαίων Λυρικών. Έτσι εδώ έχουμε τον Γκάτσο τον επαναστατικό.

Η ιδεολογία της μη βίας όπου στην πραγματικότητα ισχύει η απόλυτη νομιμοποίηση της βίας του αδικούντος δυνατού, και θεωρείται παράνομη η βία του αδικούμενου, του αδύνατου, του αμυνόμενου, δεν έχει πέραση στον Γκάτσο.

Ο Γκάτσος δεν θα αποκηρύξει τη βία για ν’ αρέσει στους Αμερικανούς ή για να μπει στο Eλληνικό Kοινοβούλιο. Ο Γκάτσος καλεί τον αδικημένο στην εξέγερση και στη χρήση των όπλων. Απευθυνόμενος στον Μακρυγιάννη του λέει:

 

Μπαρμπαγιάννη Μακρυγιάννη δεν μας τα ’γραψες καλά

το φιλότιμο δεν φτάνει για να πάει κανείς μπροστά.

Μπαρμπαγιάννη Μακρυγιάννη πάρε μαύρο γιαταγάνι

κι έλα στη ζωή μας πίσω το στραβό να κάνεις ίσο.

 

Κι ακόμη:

 

Νικημένο μου ξεφτέρι

δεν αλλάζουν οι καιροί

με φωτιά και με μαχαίρι

πάντα ο κόσμος προχωρεί.

 

{Μοιάζει μ’ όλα ετούτα να λέει στον φίλο του Οδυσσέα Ελύτη:

 

Δεν φτάνουν Οδυσσέα μου ο Ζέφυρος και τα φιλιά

των κοριτσιών η αγκαλιά και του πελάγου η ευωδιά.

Δίκιο ζητούν οι άνθρωποι και δίκιο πουθενά.

Τα θύματα τα φτύνουνε και υμνούνε το φονιά.

Τ’ άρματα, μόνο τ’ άρματα, νοιώθουνε τα καθάρματα.

 

Ναι, ν’ ασκήσεις το ιερό δικαίωμα της άμυνας, ιερό από την εποχή ακόμη του Ραδάμανθυ, για να φτάσεις στο θαύμα της ελευθερίας, «γιατί το θαύμα δεν είναι πουθενά» καθώς λέει ο Σεφέρης «παρά κυκλοφορεί μέσα στις φλέβες του ανθρώπου»}

Αλλ’ αυτό το επίκαιρο, το άμεσο, το συγκεκριμένο, το επιθετικό, δεν κάνει τον Σολωμό ή τον Γκάτσο κακούς μαστόρους. Μα, ακριβώς γι’ αυτό, ακριβώς γιατί η δικαιοσύνη είναι γι’ αυτούς το κλειδί, είναι γι’ αυτό που από τη μια μιλούν ξεκάθαρα κι επαναστατικά και συγχρόνως από την άλλη κάνουν αριστουργήματα από απόψεως αισθητικής.

 

Η δικαιοσύνη που κάνει τον ποιητή να μιλά για όπλα, είναι η ίδια δικαιοσύνη που απαιτεί από τον ποιητή ποιήματα εξαιρετικού κάλλους.

Γιατί η αισθητική κατά βάθος είναι δικαιοσύνη.

Ένα ποίημα είναι καλό επειδή έχει δικαιοσύνη ρυθμών, ήχων, ιδεών.

Ένας πίνακας είναι καλός επειδή έχει δικαιοσύνη σχημάτων και χρωμάτων.

Ένα κτήριο είναι όμορφο και σταθερό επειδή έχει δικαιοσύνη σχημάτων, βαρών, υλικών, ισορροπιών.

 

Η δικαιοσύνη είναι η Αρμονία, η γυναίκα του Κάδμου-Κόσμου. Ο ποιητής υπηρετεί τη δικαιοσύνη, όχι γιατί ακολουθεί την ιδεολογία που λέγεται  «στρατευμένη τέχνη», αλλά γιατί η δικαιοσύνη γι’ αυτόν είναι βιολογική υπόθεση, είναι βιολογική ανάγκη, είναι βιολογική ευφροσύνη.

Δεν είναι τυχαίο που οι φυσικοί φιλόσοφοι Ηράκλειτος, Αναξίμανδρος, Δημόκριτος, έχουν τη δικαιοσύνη στην κορυφή της κοσμοθεωρίας τους, σαν αυτό που διατρέχει κάθε μόριο του κόσμου.  «Ως επί της Γης και εν ουρανώ» λένε οι τύραννοι και οι θρησκευτικές ιεραρχίες των κοινωνιών μας. «Ως εν ουρανώ και επί της Γης» λένε ο Αναξίμανδρος, ο Ηράκλειτος κι ο Ιησούς, στο θαυμάσιο εκείνο ξόρκι που ονομάζουμε «Πατερημών».

 

Γι’ αυτό λοιπόν κι εσείς παλληκάρια μου με το κρασί και τα φιλιά και τα

               φύλλα στο στόμα σας

Θέλω να βγείτε γυμνοί στα ποτάμια

να τραγουδήστε τη Μπαρμπαριά όπως ο ξυλουργός κυνηγάει τους σκίνους

Όπως περνάει η όχεντρα μες απ’ τα περιβόλια των κριθαριών

Με τα περήφανα μάτια της οργισμένα

Κι όπως οι αστραπές αλωνίζουν τα νιάτα

 

Παίζουν κορώνα γράμματα το δαχτυλίδι του Αη Γιαννιού και τα φλουριά του

                Αράπη…

 

Kι ένας παλιός ανεμόμυλος λησμονημένος απ’ όλους
Mε μια βελόνα δελφινιού ράβει τα σάπια του πανιά μοναχός του
Kαι κατεβαίνει απ’ τις πλαγιές με τον καράγιαλη πρίμα
Όπως κατέβαινε ο Άδωνις στα μονοπάτια του Xελμού να πει μια καλησπέρα

                της Γκόλφως…

 

Mαύρη μεγάλη θάλασσα με τόσα βότσαλα τριγύρω στο λαιμό

 τόσα χρωματιστά πετράδια στα μαλλιά σου. 


Mαύρη μεγάλη μοναξιά με τόσα βότσαλα τριγύρω στο λαιμό

τόσα χρωματιστά πετράδια στα μαλλιά σου….

 

Mα είταν αγέρας κι έφυγε κορυδαλλός κι εχάθη
Eίταν του Mάη το πρόσωπο του φεγγαριού η ασπράδα
Ένα περπάτημα ελαφρύ σα σκίρτημα του κάμπου
Ένα φιλί της θάλασσας της αφροστολισμένης. 

 

______________________

 

* Ομιλία του Γιάννη Υφαντή για τον Νίκο Γκάτσο που έγινε στις «Γιορτές των Πρεσπών» τον Αύγουστο του 2010, κι επίσης στο Πολιτιστικό Κέντρο Μουσείου Μπενάκη, τον Σεπτέμβριο του 2011.

 

Ο Κωνσταντίνος ΙΑ΄ Παλαιολόγος στην νεοελληνική λογοτεχνία

$
0
0
Γράφει ο Κωνσταντίνος Μούσσας // *

 

O Δραγάσης Παλαιολόγος, ο πρώτος και τελευταίος αυτοκράτορας που έπεσε στις επάλξεις της βασιλεύουσας κατάφερε να περάσει όχι απλώς στη διάσταση του θρύλου, αλλά και στις πνευματικές δημιουργίες των σπουδαιότερων λογοτεχνών μας.

Είναι πραγματικά εντυπωσιακό πως συναντούμε την μαρτυρικής αυτή μορφή σε δεκάδες ποιήματα, διηγήματα και ιστορικά μυθιστορήματα. Καμιά άλλη προσωπικότητα δεν ηρωποιήθηκε και δεν ταυτίστηκε με την λαϊκή συνείδηση διαχρονικά και σε τέτοιο βαθμό (ούτε καν αυτός ο Μέγας Αλέξανδρος).

 

 

Και δεν είναι απλώς το γεγονός του τραγικού τέλους, της θυσίας του θρυλικού βασιλιά της Πόλης των Πόλεων, αλλά κάτι βαθύτερο, κάτι που εμπνέει όλους όσοι αγωνίζονται για το υψηλότερο των ιδανικών και το πολυτιμότερο της ανθρώπινης ύπαρξης: την Ελευθερία.

Σε όλες σχεδόν τις λογοτεχνικές ή ακόμη και ιστορικές αναφορές, καταγράφεται θρήνος και ανείπωτη οδύνη για την άλωση της Πόλης και την τραγική κατάληξη του εμβληματικού, για την οικουμενική ορθοδοξία, ναού της Αγιάς Σοφιάς, όχι όμως και για τον Κωνσταντίνο Παλαιολόγο. Για τον αυτοκράτορα που πέρασε στην σφαίρα του μύθου, εκφράζεται μια συγκλονιστική και σωτήρια ελπίδα.

Αυτός είναι κι ο λόγος που επηρέασε, συγκίνησε και τελικά καθόρισε την οπτική πολλών σημαντικών δημιουργών. Η ελπίδα αποτέλεσε μοναδική παρηγοριά και κινητήριο δύναμη των υπόδουλων ελλήνων κατά την τουρκοκρατία, των χιλιάδων ξεριζωμένων  μετά την μικρασιατική καταστροφή αλλά και του πλήθους των ηρώων στο αλβανικό μέτωπο κατά τον Β΄παγκόσμιο πόλεμο και πιο μετά στην εθνική αντίσταση την δύσκολη περίοδο της κατοχής. Η ελπίδα αυτή, η προσδοκία και η πίστη στην προάσπιση της ελευθερίας που πηγάζει ανεξάντλητη από τον εθνομάρτυρα Κωνσταντίνο φτάνει ως τις μέρες και καθορίζει ακόμη και σήμερα τον τρόπο σκέψης πολλών ελλήνων, του πολιτισμού, της διανόησης ή και της πολιτικής.

Ίσως και κατ’ αυτόν τον τρόπο ο θρυλικός «μαρμαρωμένος βασιλιάς» συνεχίζει τον ανένδοτο αγώνα, στις επάλξεις της ελευθερίας, ακόμη και σήμερα, ζωντανός και αήττητος, εκεί στη μοιραία Πύλη του Ρωμανού.

 

Oδυσσέας Eλύτης

Θάνατος καὶ Aνάστασις τοy Κωνσταντίνου Παλαιολόγου                                                     

 

[…]Θεέ μου και τώρα τι    Πού ῾χε με χίλιους να παλέψει    χώρια με τη
μοναξιά του    ποιός    αυτός πού ῾ξερε μ᾿ ένα λόγο του να δώσει ολά-
κερης της γης να ξεδιψάσει

Αυτὸς
ο τελευταιος Ελληνας!

  

1

 

Κ. Καρυωτάκης

Μαρμαρωμένε Βασιλιά!

 

Μαρμαρωμένε Βασιλιά, πολύ δε θα προσμένεις.

Ένα πρωί απ’ τα νερά του Βόσπορου κει πέρα

θε να προβάλει λαμπερός,

μιας Λευτεριάς χαμένης,

ο ασημένιος ήλιος. Ω, δοξασμένη μέρα!

 

 

Γεώργιος Βιζυηνός   

Ο τελευταίος Παλαιολόγος (Ατθίδες Αύραι)

 

Τον ειδα με τα μάτια μου, ωσάν και σένα νέα,
πα να γενώ εκατὸ χρονώ, κι᾿ ακόμα το θυμούμαι,
σαν νάταν χτες μονάχα.

Και φέγγει την λευκόχλωμη του Βασιλέως χάρη,
που με κλεισμένα βλέφαρα εξαπλωμένος μένει
στην αργυρή του κλίνη.

 

Κωστής Παλαμάς                                                                                                                           

Λόγος Η’ Προφητικός – απόσπασμα (Ο Δωδεκάλογος του Γύφτου)

 

Ο δικέφαλος αητός σου νά! μακριά
μακριά πέταξε με τ’ άξια και με τ’ άγια
και θα ισκιώσουν τα τετράπλατα φτερά
λαούς άλλους, κορφές άλλες, άλλα πλάγια.

  

Νανούρισμα

 

Σώπα, τρανέ μου αφέντη, κι αυτοκράτορα,

κι απ’ τη Χρυσή την Πύλη σαν αρχάγγελοςθα νά μπεις μες στην Πόλη,

στην Αγιά Σοφιά,Βασιλιά μου,

ζωή μου και καρδιά μου! —

 

[…]Γής κι άν τόν κρατάς, δέν τόν έφαγες Άδη. Δέν πέθανε. Μαρμάρωσε. Κοιμάται. Θα ξυπνήσει

 

 

 

2

 

Κ.Π.Καβάφης

Θεόφιλος Παλαιολόγος

 

Ο τελευταίος χρόνος είν’ αυτός. Ο τελευταίος των Γραικών
αυτοκρατόρων είν’ αυτός. Κι αλίμονον
τι θλιβερά που ομιλούν πλησίον του.

[…] «Θέλω θανείν μάλλον ή ζην»

 

Πάρθεν

 

Και την Φωνή που εκεί που οι δυο εψέλναν,
«ζερβά ο βασιλιάς, δεξιά ο πατριάρχης»,
ακούσθηκε κ’ είπε να πάψουν πια
«πάψτε παπάδες τα χαρτιά και κλείστε τα βαγγέλια»
πήραν την Πόλη, πήραν την·

 

 

W. Wagner

Θρήνος της Κωνσταντινουπόλεως

 

[…]ω, Κωνσταντίνε Δράγαζη, κακήν τύχην οπού ‘χες,
και τί να λέγω, ουκ ημπορώ, και τί να γράφω ουκ οίδα,
σκοτίζει μου το λογισμόν ο χαλασμός της πόλης.

 

 

Νίκος Εγγονόπουλος        

Μπολιβάρ

 

[…]Σε πρωτοσυνάντησα, σαν είμουνα παιδί,

σ’ ένα ανηφορικό καλντιρίμι του Φαναριού,

Μια καντήλα στο Μουχλιό φώτιζε το ευγενικό πρόσωπό σου.

Μήπως νάσαι, άραγες, μια από τις μύριες μορφές που πήρε,

κι άφησε, διαδοχικά, ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος;

 


Φώτης Κόντογλου

Θρηνητικό Συναξάρι του Κωνσταντίνου του Παλαιολόγου

 

[…] Κλάψετε πέτρες άψυχες. Μαρανθείτε δένδρα ανθισμένα, γιατί δεν είναι πλέον Μάιος δι’ εμάς από τότε που έκαψε τα φυλλοκάρδια μας εκείνος ο καταραμένος Μάιος.

 

3

 

Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης

Κοιμάμενη Βασιλοπούλα 

  

Εκειὸς ειν᾿ η ελπίς μας, ὁ Μεσσίας,
εκειὸς του Γένους ὁ εγδικητής,
όπου κοιμάται στα υπόγεια της
Αγίας του Θεού Σοφίας.

 

Και θα ξυπνήσει νὰ χαρούν σιμά του
κ᾿ οι όσιοι με τα πρόσωπα χλωμά,
κ᾿ οι Μάρτυρες στα στήθια τα θερμά
απ᾿ την πορφύρα του αιμάτου.

  

 

Μ.Καραγάτσης

Χριστούγεννα του 1448 μ.Χ

 

-Πολλά τα έτη σου, Κωνσταντίνε! Πολλά σου τα έτη!

Αυτός, έχει το κεφάλι βαρύ, την καρδιά γεμάτη

Μαύρα προαισθήματα. Ο φόβος ξανάρχεται.

Ξανάρχεται…

 

 

Μαρία Λαμπαρίδου Πόθου

Πήραν την Πόλη πήρα την…

 

[…]Και ήτανε εκείνη τη στιγμή που άκουσα μέσα από τον χαλασμό τη φωνή του γιου μου…

«έι, πολεμιστή…»   γιατί δεν ήρθες όταν σε φώναξα;» Και προσπαθούσα με τρόμο να την πνίξω μέσα μου να μην ακούω το κάλεσμα. Όμως η φωνή διέσχιζε τις κραυγές και ερχότανε ξανά και ξανά, «έι, πολεμιστή…»

Πώς να ‘ρθω γιε μου… Άλλος μας ορίζει πια, γιε μου και Κωνσταντίνε μου, άλλος μας εξουσιάζει.

 

 

4

 

Δημοτικά Τραγούδια

 

Κρήτη. Ριζίτικο

 

«Δεν είναι τούτο θαύμασμα, παράξενο μεγάλο,

που ζέψανε τον Κωσταντή με το βουβάλι αντάμα

να κουβαλά τα μάρμαρα απ’το Μαρμαροχώρι

να φτιάξουν την Αγιά Σοφιά, το μέγα μοναστήρι;

 

 

 Ποντιακό τραγούδι

 

[…]ο Βασιλεάς ο Βασιλεάς, παργοριάν κι παίρνε.

Επαίρεν τ’ ελαφρόν σπαθίν, τ’ Ελλενικόν κοντάριν

  

 

 Χαλκιδική

 

Ψέλνει διξιά η βασιλιάς

ζιρβά η Πατριάρχης

Φωνή ακούστη εξ ουρανού

κι απ’ αρχαγγέλου στόμα

Πάψιτι το χερουβικό

και τα άξιόν εστι μας

γιατί είναι θέλημα Θεού

η Πόλη να τουρκέψει..

 

 

Ήπειρος

 

Ωχ, τι σήμερα, Κώστα, θα παντρευτείς

άιντε κι αύριο θα πεθάνεις, Κωσταντάκη μου

άιντε κι αύριο θα πεθάνεις, λεβεντάκη μου.

 

 

Θράκη

 

«Γιατί πουλί μ’ δεν κελαηδείς πως κελαηδούσες πρώτα;

Για πως μπορώ να κελαηδώ ;

Με κόψαν τα φτερούδια μου, με πήραν τη λαλιά μου

Μας πήρανε μπρ’ αμάν την Πόλη μας και την Αγιά Σοφιά»

 

 

 

* Ο Κωνσταντίνος Μούσσας γεννήθηκε στον Πειραιά,σπούδασε Ιατρική και έχει εκδώσει τρεις ποιητικές συλλογές. Ποιήματά του έχουν δημοσιευτεί στο ηλ. περιοδικό λογοτεχνίας Φρέαρ ,στη Λέσχη Ελλήνων Λογοτεχνών και αλλού.

 

 

Δοκίμιο: “Μια τέχνη χωρίς κοινό”

$
0
0
Του Δημήτρη Παπακωνσταντίνου // *

 

 

 

    Ο μεγάλος μας ποιητής Γιώργος Σεφέρης, κατά την τελετή βράβευσής του από τη Σουηδική Ακαδημία, ευχαρίστησε την επιτροπή γιατί “δεν άφησε αυτή την ποιητική φωνή σε μια γλώσσα περιορισμένη, να πνιγεί”. Γιατί η ελληνική γλώσσα, μπορεί να ανήκει στις παλιότερες γλώσσες του κόσμου, όμως χρησιμοποιείται μόνο από τους Έλληνες, σε αντίθεση πάντα με τις μη περιορισμένες γλώσσες, όπως η αγγλική, η γερμανική ή η γαλλική που μιλιούνται από πολλά εκατομμύρια ανθρώπους σε διάφορες χώρες.

Στον εντυπωσιακό του λόγο ονομάζει την ποίηση “ανθρώπινη ανάσα” κι αυτός ο χαρακτηρισμός είναι απόλυτα επιτυχής, γιατί εκφράζει από τη μια μεριά τη ζωτική  αξία της ποίησης, κι  από την άλλη τη φυσικότητα που τη χαρακτηρίζει. “Αυτή η ανθρώπινη ανάσα κινδυνεύει να χαθεί από στέρηση αγάπης”, συμπληρώνει. Πάψαμε λοιπόν να αγαπούμε την ποίηση και γι` αυτό ψυχορραγεί. Πώς όμως έγινε αυτό; Πότε έγινε; “Ανεπαισθήτως” στρώθηκε η νεκρική της κλίνη κι ούτε δυο λόγια συμπόνιας δε βρήκαμε να πούμε οι εκατοντάδες υπηρέτες της.

Με έναν πολύ πρόχειρο υπολογισμό, χωρίς να έχω κάνει καμιά σοβαρή έρευνα, εκτιμώ πως εκδίδονται  κάθε χρόνο περίπου εξακόσιες νέες ποιητικές συλλογές. Παρόλα αυτά, θα ήταν αδύνατο να φιλοτεχνηθούν εξακόσιοι νέοι πίνακες ζωγραφικής ή να γραφτούν εξακόσιοι νέοι ψηφιακοί δίσκοι μουσικής, αν υπήρχε η βεβαιότητα πως κανείς δεν θα έδινε την παραμικρή σημασία σ` αυτά τα έργα. Η ποίηση όμως, σε πείσμα των καιρών, συνεχίζει να εκδίδεται. Από “παρεξηγημένη τέχνη” κατάντησε πια “τέχνη χωρίς κοινό”. Πάνω σε αυτή τη διαπίστωση, ακούγονται καθημερινά πολλά αιχμηρά σχόλια. Ας δούμε μαζί μερικά από τα πιο συνηθισμένα.

“Ο κάθε πικραμένος γράφει τον πόνο του και τον καημό του! Γέμισε ο τόπος ψώνια!” Τολμώ να υποθέσω πως σε κάθε εποχή γράφονται μέτρια έργα, όπως γράφονται και αριστουργήματα. Όμως εδώ η απαξίωση μοιάζει με κοφτερό μαχαίρι που στρέφεται “κατά δικαίων και αδίκων”, ενάντια στου καθενός το κορμί. Η απολυτότητα της γενίκευσης δείχνει ένα αδικαιολόγητο μένος, που δεν ξέρω πώς να το ερμηνεύσω. Υπάρχουν ασφαλή κριτήρια για να διαχωρίσουμε τα σπουδαία έργα από τα ασήμαντα; Και με ποιο τρόπο θα αποκλειστούν οι μέτριοι ή οι κακοί ποιητές από τη στιγμή που αποτελεί συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα η ελεύθερη διακίνηση ιδεών και η έκφραση μέσω εντύπων; Με τρομάζει πολύ περισσότερο μια μορφή λογοκρισίας, ακόμα κι αν μιλάμε τελείως υποθετικά, παρά η ύπαρξη μέτριων ή ασήμαντων βιβλίων.

Ένα φιλτράρισμα θα μπορούσε να γίνει από τους εκδότες. Να συμβουλεύουν τους επίδοξους ποιητές πως είναι πρώτα – πρώτα δικό τους συμφέρον το να μην τυπώνονται μέτρια βιβλία με το όνομά τους. Ας επανέλθουν αργότερα με πιο προσεγμένη και πιο ώριμη γραφή. Το πιο σημαντικό πάντως φιλτράρισμα θα μπορούσε -υποθετικά πάντα- να γίνει από τους αναγνώστες. Λέω “υποθετικά”, γιατί ελάχιστοι πια διαβάζουν.

Άλλο ένα αιχμηρό σχόλιο είναι το εξής: “Κανένας δεν καταλαβαίνει την ποίηση! Άντε τώρα να βρεις τι θέλει να πει ο ποιητής!”Το σχόλιο συνοδεύεται πάντα από τις ανάλογες χειρονομίες και γκριμάτσες που υπονοούν πως δεν έχει νόημα η ενασχόληση με την ποίηση, όπως δεν θα είχε νόημα η ενασχόληση με τα λόγια ενός τρελού. Έχουμε την αξίωση να καταλάβουμε την ποίηση και μάλιστα χωρίς την παραμικρή προσπάθεια, επειδή μεταχειρίζεται “κοινόχρηστα υλικά”, λέξεις γνωστές σε όλα τα μέλη της γλωσσικής μας κοινότητας. Αυτό που δε βάζουμε στο νου μας είναι πως η ποίηση είναι τέχνη και γι` αυτό οι λέξεις αποκτούν άλλη σημασία κι άλλη βαρύτητα, πέρα από τη συνήθη χρήση τους στην καθημερινή μας επικοινωνία.

Με αφορμή την αδυναμία κατανόησης της ποίησης από πολλούς ανθρώπους, διατυπώνονται δυο βασικές προτάσεις: α) Να γράφεται η ποίηση πιο απλά, χωρίς πολύπλοκα σχήματα και υπερρεαλιστικές εικόνες. β) Να κάνει κι ο αναγνώστης τη δική του προσπάθεια. Να κάνει τη μισή διαδρομή προς το μέρος του ποιητή κι εκείνος με τη σειρά του να προσπαθεί να γίνει πιο σαφής. Νομίζω πως η δεύτερη άποψη είναι πιο σωστή. Δε γίνεται να κατακεραυνώνουμε τους ποιητές ως “άτεχνους” κι από την άλλη μεριά εμείς οι ίδιοι να αξιώνουμε πιο εύληπτη, πιο εύπεπτη, πιο εύκολη, ποίηση. Η ποίηση δοκιμάζει τα όρια της γλώσσας κι αυτά εκτείνονται ως τα όρια του ανθρώπινου νου. Ας μην τα θέλουμε όλα δικά μας! Η ευκολία δεν παράγει τέχνη!

Ένα σχόλιο που επίσης γίνεται συχνά, αναφέρεται στο κόστος των βιβλίων: “Δεν υπάρχουν χρήματα για βιβλία!” Αυτό δεν μπορώ να το δεχτώ. Οι ποιητές, στην προσπάθειά τους να καλύψουν τα έξοδα της έκδοσης, υποχρεώνονται εκ των πραγμάτων να προσφέρουν τα βιβλία τους σε μια τιμή καθαρά συμβολική, που συχνά δεν ξεπερνά την αξία ενός πακέτου τσιγάρων. Είμαι βέβαιος ότι πολλοί από αυτούς που τα θεωρούν ακριβά δεν θα καταδέχονταν ούτε να τα ξεφυλλίσουν, ακόμα κι αν τους προσφέρονταν δωρεάν.

Το πρόβλημα με το οποίο καταπιάστηκα είναι εξαιρετικά σύνθετο. Αν είναι δύσκολο να το περιγράψει κανείς, φαντάζομαι πόσο δύσκολο θα ήταν να προτείνει λύσεις ρεαλιστικές και εφαρμόσιμες. Έλεγα κάποτε σε φίλους μου, χωρίς να το πολυσκεφτώ, πως θα ωφελούσε πολύ η εφαρμογή στα δημόσια σχολεία ενός μη υποχρεωτικού μαθήματος ποίησης, χωρίς εξετάσεις και βαθμολογίες. Βλέπω τώρα πως δεν θα μπορούσε να προχωρήσει αυτό το μέτρο. Πολλοί συνάδελφοι εκπαιδευτικοί θα το αντιμετώπιζαν σαν ένα δυσβάσταχτο βάρος στη ράχη τους και θα έσπευδαν να εναντιωθούν. Άλλωστε για τους περισσότερους φιλολόγους, “ποίηση έγραψαν μόνο οι κλασικοί, ο Ελύτης, ο Καβάφης, ο Σεφέρης, ο Ρίτσος κι ο Βρεττάκος. Οι σύγχρονοι, τζάμπα παιδεύονται!” Αρνούμαι να δεχτώ την άποψη πως η ποίηση πέθανε τη μέρα που πέθανε ο τελευταίος από τους μεγάλους ποιητές του παρελθόντος. Παρά τον σεβασμό μου προς τους γίγαντες της νεοελληνικής ποίησης, επιτρέψτε μου να διαφωνήσω.

Κλείνω το άρθρο μου εδώ, όμως ο προβληματισμός μου μόλις τώρα άρχισε. Ας δουλέψει ο καθένας μας σιωπηλά και σεμνά, ας δώσει τον καλύτερο εαυτό του, ας συνεχίσει με αιματηρές στερήσεις να πληρώνει για την έκδοση των βιβλίων του, αφού η ποίηση είναι πείνα ακόρεστη, αφού είναι  έρωτας, βαθιά ανάγκη της ψυχής μας, κι αφού μας έλαχε ο κλήρος…

 

 

 

* Ο ποιητής Δημήτρης Παπακωνσταντίνου ζει στην Κοζάνη, όπου εργάζεται ως εκπαιδευτικός Μέσης Εκπαίδευσης. Έχει γράψει μέχρι στιγμής τέσσερα βιβλία, εκ των οποίων, τρεις ποιητικές συλλογές και μια νουβέλα. Το πέμπτο του έργο βρίσκεται ήδη υπό έκδοση. Είναι η ποιητική συλλογή “Ο Μέσα Ήλιος”, αφιερωμένη εξ ολοκλήρου στην αγάπη και τον έρωτα.

 

 

Οι τραπεζίτες που έγιναν γκάνγκστερ

$
0
0
Γράφει ο Μίνως-Αθανάσιος Καρυωτάκης //

 

«Οι BankSters» του Marc Roche, Εκδ. Μεταίχμιο, σελ. 264

 

Το έντονο ενδιαφέρον για το παγκόσμιο χρηματοοικονομικό σύστημα, που έχει προκληθεί τα τελευταία χρόνια, σχετίζεται με την κρίση χρέους που απειλεί μέχρι σήμερα πάμπολλα κράτη του πλανήτη. Η πτώχευση τραπεζών, ο διακρατικός δανεισμός και οι τραπεζίτες είναι μερικά από τα θέματα που έχουν μπει στην ημερήσια ατζέντα των πολιτών. Όλα όσα έχουν λάβει χώρα, εξακολουθούν να προκαλούν προβληματισμό καθώς δεν φαίνεται να υπάρχει μια αποτελεσματική λύση. Έτσι, ο γνωστός δημοσιογράφος, Marc Roche, παίρνει την πένα του και γράφει ένα βιβλίο, το οποίο επικεντρώνεται στους banksters. Ο όρος είναι σύνθετος και αποτελείται από «τμήματα δύο αγγλικών λέξεων –banker (τραπεζίτης) και gangster-, για να χαρακτηρίσει τις εκτροπές του χρηματοπιστωτικού κόσμου. Ακόμα και το περιοδικό The Economist, που κάθε άλλο παρά μπορεί να κατηγορηθεί ότι εκφράζει τους λαϊκιστές της Αριστεράς ή της Δεξιάς, χρησιμοποιεί αυτόν τον όρο για να στιγματίσει τους «τραπεζοαπατεώνες», που δεν έχουν ιερό και όσιο» (σελ. 14). Αλήθεια, τι μπορεί να μάθει κανείς διεισδύοντας στον κόσμο τους;

Ο Marc Roche υπήρξε για περίπου 25 χρόνια ανταποκριτής της εφημερίδας «Le Monde» στο Σίτι του Λονδίνου. Έγινε γνωστός στο ελληνικό κοινό λόγω του έργου του «Η τράπεζα: Πώς η Goldman Sachs κυβερνά τον κόσμο», όπου παρουσιάζονται οι προσπάθειες της ελληνικής κυβέρνησης το 2001 και του αμερικανικού τραπεζικού κολοσσού για την απόκρυψη του δημοσίου ελλείμματος της χώρας, ώστε να μπορέσει να γίνει μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Έκτοτε, στη χώρα μας έχουν κυκλοφορήσει άλλα δύο βιβλία του που ασχολούνται με τη σκιώδη οικονομία και το ανεξέλεγκτο παγκόσμιο χρηματοοικονομικό σύστημα: «Καπιταλισμός εκτός νόμου: Η οικονομία του παρασκηνίου» (2011) και «Κραχ διαρκείας» (2017).

«Οι BankSters» είναι ένα έργο που αποτελείται από δύο μέρη. Το πρώτο ονομάζεται «Τύφλωση» και δίνεται ιδιαίτερη βαρύτητα στην αδυναμία να προβλεφθεί η καινούρια οικονομική κρίση και η ουσιαστική μετατροπή του χρηματοπιστωτικού συστήματος σε εργαλείο για την επίτευξη ιδιοτελών συμφερόντων. Στο δεύτερο μέρος, «Αντιστάσεις», παρουσιάζονται οι προσπάθειες για να περιοριστεί ο ανεξέλεγκτος καπιταλισμός και τα φαινόμενα ανομίας. Μέσα από τις διάφορες ιστορίες που έρχονται στο προσκήνιο αναδεικνύονται όλα εκείνα τα προβλήματα και οι πρακτικές που οδήγησαν την παγκόσμια κοινότητα σ’ αυτή την πρωτοφανή κρίση. Η τρέλα του ανθρώπου για δόξα και χρήμα φαίνεται σε πολλές περιπτώσεις να οπλίζει το μυαλό των τραπεζιτών. Εκείνοι στη συνέχεια επιδίδονται σε μια ξέφρενη κούρσα, όπου ο νικητής τα παίρνει όλα. Το ατομικό συμφέρον όμως φαντάζει σαν ιερή έννοια, η οποία εξαγνίζει όλα τα κακώς κείμενα που μπορεί να λάβουν χώρα σε μια χρηματοπιστωτική ρουλέτα. Μολαταύτα, όπως λέει και ο ίδιος ο συγγραφέας (σελ. 14): «υπάρχουν δύο είδη τραπεζιτών. Κατά πρώτον, υπάρχουν εκείνοι που προσπαθούν να κάνουν τη δουλειά τους όσο γίνεται καλύτερα και οι οποίοι παρά τα κάποια λάθη τους (αλλά και ποιος είναι αναμάρτητος;), δεν έχουν τίποτε σοβαρό να προσάψουν στον εαυτό τους. Όμως, δίπλα σε αυτούς, ή σε έναν άλλον όροφο του ίδιου οργανισμού, εργάζονται οι «μπάνγκστερ», οι οποίοι διαστρέφουν τον καπιταλισμό και ευθύνονται για την εχθρική στάση της κοινής γνώμης».

Εν ολίγοις, το παρόν έργο είναι ευανάγνωστο παρότι ασχολείται με τον χρηματοοικονομικό τομέα. Όλα όσα λέγονται από τον συγγραφέα έχουν ενδιαφέρον και βοηθούν στη σύνθεση ενός παζλ πεποιθήσεων, συμπεριφορών και αποφάσεων που έχουν προοδευτικά οδηγήσει στη αλλαγή του τραπεζικού συστήματος υπέρ συγκεκριμένων συμφερόντων. Και όσο αυτή η αλλαγή συνεχίζεται τόσο θα διευρύνονται τα κοινωνικοοικονομικά προβλήματα.

 

Marc Roche

 


✔Νέες εκδόσεις: 12 βιβλία απ’ το τυπογραφείο στις προθήκες

$
0
0
Επιμέλεια: Ελένη Γκίκα //

 

 

Ελληνική πεζογραφία:

 

«Τα κορόμηλα δεν θέλουν ζέσταμα», Επιμέλεια: Θανάσης Θ. Νιάρχος, εκδ. Καστανιώτη, σελ. 176

Ακόμα και η πιο σκοτεινή ή σιβυλλική φράση, που με δυσκολία θα αποκρυπτογραφούσες το περιεχόμενό της, ενώ όταν εκστομίστηκε ως λόγος προφορικός δεν χρειαζόταν κανενός είδους εξήγηση για όσους έτυχε να την ακούσουν, μπορεί να σταθεί μια θαυμάσια αφορμή για να γραφούν κείμενα ενδιαφέροντα και εμπνευσμένα που την περιέχουν και την ολοκληρώνουν άλλοτε έμμεσα και άλλοτε άμεσα. Όπως ακριβώς και η φράση «Τα κορόμηλα δεν θέλουν ζέσταμα».
Μένει έκπληκτος κανείς διαβάζοντας τα κείμενα του βιβλίου αυτού, γιατί μια φράση που θα έμενε μετέωρη και μόνη μέσα στον κόσμο λειτούργησε όπως η πέτρα που ρίχνουμε στο νερό, προκαλώντας επάλληλα κύματα ενός λόγου αποκαλυπτικού, ώστε να συμπεραίνουμε πως όσο αυθαίρετη και αν μοιάζει μια σκέψη, το αποτέλεσμά της είναι πάντα κάτι το συντεταγμένο και κυρίως το λογοτεχνικά υγιές.
Και επιπλέον ότι η αφορμή προκειμένου να γραφεί ένα κείμενο μπορεί να λειτουργήσει και ως πρόκληση για να διαβαστεί με μεγάλο ενδιαφέρον.

Στα περιεχόμενα:

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΑΓΓΕΛΗΣ: Χωρίς φωτοστέφανο
ΓΙΩΡΓΟΣ ΓΚΟΖΗΣ: Αντιπαροχή
ΓΙΑΝΝΗΣ ΔΟΥΚΑΣ: Στις γέφυρες του Κένιγκσμπεργκ
ΜΑΝΟΣ ΕΛΕΤΘΕΡΙΟΥ: Το πιρούνι
ΜΑΡΙΝΑ ΚΑΡΑΓΑΤΣΗ: Δίλημμα: κορόμηλα ή τζάνερα;
ΘΩΜΑΣ ΚΟΡΟΒΙΝΗΣ: Καίσαρ, ή Όλα είναι εκ Θεού
ΣΠΥΡΟΣ ΜΑΝΤΖΑΒΙΝΟΣ: Αναλούλουδα
ΜΙΧΑΛΗΣ ΜΟΔΙΝΟΣ: Εμμανουέλα
ΒΑΣΙΛΗΣ ΠΑΠΑΒΑΣΙΛΕΙΟΥ: Πέτρα σκανδάλου
ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΠΡΟΒΙΑΣ: Η κότα με τα χρυσά αυγά
ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΚΑΜΠΑΡΔΩΝΗΣ: Ο λαγός της Ιστορίας
ΣΩΤΗΡΗΣ ΣΟΡΟΓΚΑΣ: Η κορομηλιά
ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΧΡΟΝΗΣ: Ένα καλοκαιρινό βράδυ
ΧΡΗΣΤΟΣ ΧΩΜΕΝΙΔΗΣ: Ο παπάς ο παχύς
ΘΑΝΑΣΗΣ Θ. ΝΙΑΡΧΟΣ: Το κουσούρι της κορομηλιάς

Εικονογράφηση: Κώστας Σιαφάκας, Ντίνος Πετράτος, Γιάννης Ψυχοπαίδης, Θανάσης Μακρής, Αλέκος Φασιανός, Ειρήνη Κανά, Τάσος Μαντζαβίνος, Γιώργος Λαζόγκας, Αλέξης Βερούκας, Δημήτρης Κατσιγιάννης, Σωτήρης Σόρογκας, Γιάννης Μετζικώφ, Μάριος Σπηλιόπουλος, Χρήστος Μποκόρος.

 

Γιώργος Παπαδόπουλος- Κυπραίος «Πληγωμένα όνειρα», εκδ. Διόπτρα, σελ. 600

Δευτέρα 25 Νοεμβρίου 1957 Μέσα στη χαρτοσακούλα με το σταφύλι ήταν κρυμμένες δύο βόμβες… Είχαν παραδοθεί το προηγούμενο βράδυ στον δεκαεξάχρονο Ανδρέα.
Στη μία το μεσημέρι, αφού σχόλασαν οι Άγγλοι τεχνικοί, ο Ανδρέας σκαρφάλωσε από τα ανοιγμένα φτερά πάνω σε ένα βομβαρδιστικό Καμπέρα και τοποθέτησε τη μία βόμβα κοντά στο ντεπόζιτο.
Λίγο αργότερα τοποθέτησε και τη δεύτερη βόμβα, ελπίζοντας πως η φωτιά θα μεταδιδόταν πολύ γρήγορα σε όλο το υπόστεγο των αεροπλάνων.
Ο ανήλικος σαμποτέρ είχε εκτελέσει με ακρίβεια την αποστολή του.
Οι ζημιές που προκλήθηκαν ανέρχονταν σε 4 εκατομμύρια λίρες. Το σαμποτάζ στο Ακρωτήρι της Λεμεσού, στο οποίο πρωτοστάτησε, ήταν το μεγαλύτερο, μέχρι τότε, του αγώνα της ΕΟΚΑ.
Οι συλλήψεις, οι βασανισμοί, οι απαγχονισμοί και, τέλος, το «διαίρει και βασίλευε» των Άγγλων, που έστρεψε τους Τούρκους εναντίον των Ελλήνων, χαρακτήριζαν αυτόν τον άνισο αγώνα.
Μέσα από τις προσωπικές διαδρομές των απογόνων του παπα-Κυριάκου, στα Πληγωμένα Όνειρα εκτυλίσσεται όλη η πολυκύμαντη ιστορία της Κύπρου – από τα μέσα σχεδόν του 19ου αιώνα μέχρι και το 1967.
Η μυθιστορηματική αφήγηση των γεγονότων καταδεικνύει ότι το πεπρωμένο των ανθρώπων συνδέεται άρρηκτα με το συλλογικό πεπρωμένο του έθνους, και το ερώτημα που τίθεται είναι: Άραγε, τα πράγματα θα μπορούσαν να έχουν εξελιχθεί διαφορετικά;

 

 

Ξένη πεζογραφία:

 

David Gibbins «Ιερά εξέταση», Μετάφραση: Γιώργος Μπαρουξής, εκδ. Διόπτρα, σελ. 440

258 μ.Χ.
Καθώς το αίμα των χριστιανών μαρτύρων ρέει μέσα στις ρωμαϊκές εκατόμβες και οι διωγμοί εναντίον τους γίνονται όλο και πιο σκληροί, ο πάπας Σίξτος δίνει κρυφά το πολυτιμότερο κειμήλιο σε έναν αφοσιωμένο πιστό. Αμέσως μετά, όμως, το ιερό σύμβολο χάνεται μέσα στα σκοτάδια του χρόνου.
1684
Ο Σάμιουελ Πιπς επιβλέπει την εκκένωση της αγγλικής αποικίας στην Ταγγέρη, με ορατή την απειλή των Μαυριτανών πειρατών. Ταυτόχρονα αναζητεί ανεπίσημα τον ανεκτίμητο θησαυρό που εμφανίζεται ξανά, μέσα από τις ρωγμές της ιστορίας, ύστερα από χίλια και πλέον χρόνια.
Σήμερα
Ο αρχαιολόγος Τζακ Χάουαρντ και η ομάδα του ερευνούν ένα ναυάγιο του 17ου αιώνα έξω από τις ακτές της Κορνουάλης. Τα ευρήματα τον οδηγούν σε μια βυθισμένη πειρατική πόλη στο Πορτ Ρουαγιάλ της Τζαμάικα, όπου κρύβεται ένα αρχαίο μυστήριο…
Ωστόσο, οι απόγονοι της Ιεράς Εξέτασης ακολουθούν κάθε βήμα του και ο Τζακ θα αντιμετωπίσει μια κάθοδο στην ίδια την κόλαση, στην προσπάθειά του να φέρει στο φως το θρυλικό Άγιο Δισκοπότηρο.

 

 

Αστυνομικό μυθιστόρημα:

 

Clare Mackintosh «Σ’ άφησα», Μετάφραση: Βάσια Τζανακάρη, εκδ. Μεταίχμιο, σελ. 464

Ήταν ένα τραγικό ατύχημα. Όλα έγιναν τόσο γρήγορα. Δεν θα μπορούσε να το αποτρέψει. Ή μήπως θα μπορούσε;
Σε κλάσματα του δευτερολέπτου ο κόσμος της Τζένα Γκρέι βυθίζεται στον εφιάλτη. Η μόνη της ελπίδα να βγει από αυτόν είναι να αφήσει τα πάντα πίσω της και να κάνει μια καινούργια αρχή. Θα εγκατασταθεί σε ένα απομονωμένο αγρόκτημα στην ακτή της Ουαλίας αλλά οι φόβοι, η θλίψη και οι αναμνήσεις της από εκείνη τη βάναυση νοεμβριάτικη νύχτα που της άλλαξε τη ζωή θα τη στοιχειώνουν. Σιγά σιγά η Τζένα βλέπει πως ίσως το μέλλον της να της επιφυλάσσει κάποιες ευτυχισμένες στιγμές αλλά το παρελθόν της δεν θα αργήσει να αναδυθεί οδηγώντας στη συντριβή…

 

 

Ποίηση:

 

Βαγγέλης Αλεξόπουλος «Ο Αρχίλοχος έπεσε από τη Σελήνη με αλεξίπτωτο στην πόλη», εκδ. Οδός Πανός, σελ. 116

Δείγμα γραφής:

Αν ρίξω μια πέτρα
στη θάλασσα
θα θρυμματιστεί
η επιφάνεια,
σαν καθρέφτης
Ω, εσείς παραμορφωμένα ουράνια σώματα
με την εκτυφλωτική αστρική ομορφιά!
Δεν ρίχνω πια
πέτρες στη θάλασσα
Δεν αποκαλύπτω
τα μυστικά σας
[Από την έκδοση]

 

Θεοδόσης Κοντάκης «Μέρες και νύχτες του Οδυσσέα», εκδ. Κέδρος, σελ. 56

Δείγμα γραφής:

Πρέπει να ήσουν δεκάξι χρονών· όταν άνεμοι νέοι
άγριοι φύσηξαν μες στο νησί, ούτε νύχτα δεν έμεινες:
κίνησες μόνος εσύ με σχεδία· με τ’ άγριο κύμα
πάντα παλεύεις στο πέλαγο – ξένος σε κάθε στεριά.
[Από την έκδοση]

 

 

Ιστορία:

 

Jonathan Harris «Βυζάντιο – Ένας άγνωστος κόσμος», Μετάφραση: Γιώργος Μπαρουξής, εκδ. Μεταίχμιο, 496

Για πάνω από µια χιλιετία, η Βυζαντινή Αυτοκρατορία κυριάρχησε µεταξύ Ανατολής και Δύσης και ηγήθηκε της µετάβασης στον σύγχρονο κόσµο. Ο Jonathan Harris, επιφανής ακαδηµαϊκός που ειδικεύεται στο Βυζάντιο, διηγείται τη συναρπαστική ιστορία της αυτοκρατορίας εστιάζοντας σε ιδιαίτερες ιστορικές φιγούρες, σηµαντικές δυναστείες και µοναδικές τοποθεσίες. Αξιοποιεί πλήθος πηγών και καλύπτει την κοινωνική, πολιτική, στρατιωτική, θρησκευτική και καλλιτεχνική ζωή του Βυζαντίου.
Με µεγάλη παραστατικότητα, ο Harris αναδεικνύει έναν πολιτισµό πλούσιο σε αντιθέσεις, που συνδυάζει την Ορθοδοξία µε τον παγανισµό και την κλασική ελληνική παιδεία µε τη ρωµαϊκή ισχύ. Υπό διαρκείς επιθέσεις από πολυάριθµους εχθρούς, το Βυζάντιο επιβίωσε για αιώνες και µάλιστα άνθισε χάρη στην ασυνήθιστη εξωτερική πολιτική του και χάρη στην τέχνη και την αρχιτεκτονική του, που ενστάλαξε στον λαό του µια βαθιά αίσθηση ταυτότητας.
Η χριστιανική κοινωνία και τα ήθη του Βυζαντίου διαµορφώθηκαν ως αντίδραση στην εντονότατη, συνεχή πίεση στα σύνορά του. Μπροστά σε µια τέτοια πρόκληση, δεν ήταν αρκετή µόνο η στρατιωτική ικανότητα. Έπρεπε να αναπτυχθεί ένας τελείως νέος τρόπος σκέψης για την εξουδετέρωση της απειλής, είτε µε την εγκατάσταση και αφοµοίωση των ξένων λαών είτε µε τη δωροδοκία και τις συγκαλυµµένες ενέργειες είτε -και αυτό είναι το πιο ασυνήθιστο από όλα- µε την απόκτηση τέτοιας αίγλης, που θα προκαλούσε δέος στους εχθρούς και θα τους ενέτασσε στους κόλπους της αυτοκρατορίας ως φίλους και συµµάχους. Αυτές οι πλευρές του βυζαντινού πολιτισµού δεν έχουν εκτιµηθεί όσο θα έπρεπε. […] Στην πραγµατικότητα, το Βυζάντιο εξελισσόταν διαρκώς και προσαρµοζόταν στις ατελείω¬τες απειλές που αντιµετώπιζε. […] Το ζήτηµα δεν είναι γιατί εξαφανίστηκε, αλλά γιατί επέζησε, και µάλιστα σε ορισµένες περιόδους άκµασε και αναπτύχθηκε παρά τα τεράστια εµπόδια. (από τον πρόλογο του συγγραφέα)

 

Εντμόντ Αμπού «Η Ελλάδα του Όθωνα», μετάφραση: Αριστέα Κομνηνέλλη, εκδ. Μεταίχμιο, σελ. 448

Ο γάλλος περιηγητής Εντμόντ Αμπού εγκαταστάθηκε στην Αθήνα το 1851 και κατά τη διάρκεια της τετραετούς παραμονής του περιόδευσε σε όλη τη χώρα. Επιστρέφοντας στο Παρίσι, δημοσίευσε το βιβλίο του Grece Contemporaine στο οποίο σχολιάζει, με αρκετά επικριτικό πνεύμα, την πολιτική και κοινωνική κατάσταση της Ελλάδας εκείνη την περίοδο.
Πρόκειται για την κριτική ματιά ενός φιλέλληνα που δεν μπορεί παρά να εντοπίσει τα αντιφατικά στοιχεία της ελληνικής ταυτότητας, χωρίς να παραγνωρίζει τα επιτεύγματα αλλά και χωρίς να αγνοεί τα ελαττώματα. Ένα από τα πιο εμβληματικά έργα για την Ελλάδα του 19ου αιώνα, μία διεισδυτική παρουσίαση των δεινών που ταλανίζουν τη χώρα στη διάρκεια των δύο τελευταίων αιώνων, μέσα από τη ματιά ενός ξένου σχολιαστή.
Ποια είναι η Ελλάδα του Αμπού; Κατ’ αρχάς ανήκει σ’ αυτή τη γενιά των μορφωμένων Γάλλων που έβλεπαν την Ελλάδα σαν όνειρο. Απογοητεύεται από την πραγματικότητα όταν ξυπνάει από το όνειρό του; Η καθαρότητα της ματιάς του, η διαύγεια δεν προδίδει απογοήτευση… Ο Αμπού μάς έχει κληροδοτήσει μια από τις πιο καθαρές και διαυγείς περιγραφές της χώρας μας, και του λαού μας, στα πρώτα βήματα της σύγχρονης Ιστορίας της. Και παρατηρήσεις λεπτές που μπορεί να του κόστισαν σε δημοφιλία στα μέρη μας, αποτελούν όμως ένα πρώτης τάξεως υλικό για τη δική μας αυτογνωσία.
από τον πρόλογο του Τάκη Θεοδωρόπουλου
Το εμβληματικό έργο του Εντμόντ Αμπού για την Ελλάδα του 19ου αιώνα κυκλοφόρησε το 1855 και ξεσήκωσε θύελλα αντιδράσεων. Η κοινωνία, η οικονομία, η θρησκεία, η διοίκηση, η πολιτική, τίποτε δεν μένει στο απυρόβλητο από την οξυδερκή ματιά και την καυστική πένα του γάλλου περιηγητή. Για αρκετά χρόνια το έργο του Αμπού θεωρούνταν έως και συκοφαντικό. Πλέον όμως η κριτική αναγνωρίζει το πνεύμα του συγγραφέα: Πρόκειται για τη ματιά ενός φιλέλληνα που δεν μπορεί παρά να εντοπίσει τα αντιφατικά στοιχεία της ελληνικής ταυτότητας, χωρίς να παραγνωρίζει τα επιτεύγματα αλλά και χωρίς να αγνοεί τα ελαττώματα.
Ένα μοναδικό ιστορικό ανάγνωσμα που καταφέρνει να παραμένει επίκαιρο, χάρη στις αναπόφευκτες συγκρίσεις με τη σημερινή εποχή.
Κάθε νόμισμα έχει και την άλλη του όψη, είναι πράγματι σπάνιο μία αρετή να μην είναι και διαστροφή μαζί. Στους Έλληνες η αγάπη για την ελευθερία ισοδυναμεί και με περιφρόνηση για τους νόμους και για κάθε νόμιμη αρχή· η αγάπη για την ισότητα εκδηλώνεται συχνά σαν άγρια ζήλια απέναντι σε όλους εκείνους που ξεχωρίζουν· ο κοντόφθαλμος πατριωτισμός γίνεται εγωισμός και το εμπορικό πνεύμα αγγίζει την απατεωνιά.

 

 

Συμβουλευτική:

 

Τζ. Κ. Ρόουλινγκ «Πολύ καλές ζωές», Μετάφραση: Χρήστος Καψάλης, εκδ. Ψυχογιός, σελ. 80

«Δε χρειαζόμαστε μαγεία για να μεταμορφώσουμε τον κόσμο μας. Έχουμε ήδη μέσα μας όλη τη δύναμη που χρειαζόμαστε».
Όταν η Τζ. Κ. Ρόουλινγκ προσκλήθηκε να απευθύνει χαιρετισμό στους αποφοίτους του Χάρβαρντ, επέλεξε να τους μιλήσει για δύο θέματα που έχει στην καρδιά της: τα οφέλη της αποτυχίας και τη σπουδαιότητα της φαντασίας. Το να έχεις το θάρρος να αποτυγχάνεις, λέει, είναι τόσο ουσιώδες για τη ζωή σου όσο οποιοδήποτε άλλο συνηθισμένο μέτρο υπολογισμού της επιτυχίας σου. Το να φαντάζεσαι τον εαυτό σου στη θέση κάποιου άλλου, ιδιαίτερα κάποιου λιγότερο τυχερού από σένα, είναι ένα απολύτως ανθρώπινο χαρακτηριστικό που πρέπει να το διατηρείς πάση θυσία.
Οι ιστορίες που μοιράστηκε η Ρόουλινγκ και τα προκλητικά ερωτήματα που έθεσε στους νεαρούς αποφοίτους έχουν έκτοτε εμπνεύσει αμέτρητους άλλους να σκεφτούν τι σημαίνει να ζεις μια «καλή ζωή». Για πρώτη φορά σε βιβλίο, τα λόγια της αυτά λειτουργούν ως ανακούφιση και ως κάλεσμα ταυτόχρονα προς όλους, κάθε ηλικίας, όσοι βρίσκονται σε ένα σημείο καμπής. Τολμώντας να ριψοκινδυνεύσουμε, και ίσως να αποτύχουμε, και χρησιμοποιώντας τη δύναμη της φαντασίας μας, μπορούμε όλοι να αρχίσουμε να ζούμε με λιγότερες επιφυλάξεις και να ανοιχτούμε έτσι περισσότερο στις ευκαιρίες που προσφέρει η ζωή.
Έσοδα από τις πωλήσεις του βιβλίου θα διατεθούν στο Lumos, τη φιλανθρωπική οργάνωση που ίδρυσε η Τζ. Κ. Ρόουλινγκ με σκοπό τον τερματισμό του εγκλεισμού των παιδιών σε ιδρύματα σε ολόκληρο τον κόσμο, καθώς και στο Πανεπιστήμιο Χάρβαρντ.

 

Bob Proctlor «Απόλυτη επιτυχία», Μετάφραση: Ελένη Τουλούπη, εκδ. Διόπτρα, σελ. 224

Τα ζηλευτά αποτελέσματα προϋποθέτουν υψηλές φιλοδοξίες.
Στόχευε ψηλά. Δράσε έντιμα. Επέμεινε!
Ο κόσμος χρειάζεται όλα όσα μπορείς να δώσεις.
Να αγωνίζεσαι, να ψάχνεις, να βρίσκεις και να μην υποκύπτεις.
O Bob Proctor, ένας από τους πλέον χαρισματικούς δασκάλους στα θέματα προσωπικής ανάπτυξης, μας δίνει πλήθος αξιωμάτων, ιδεών και απλών στοχασμών με τη μόνιμη υπενθύμιση ότι εμείς οι ίδιοι έχουμε τη δύναμη να αλλάξουμε τη στάση μας απέναντι στη ζωή. Και μας χαρίζει πολλά μικρά διαμάντια σκέψης:
Οι αληθινοί νικητές δεν είναι απλά ονειροπόλοι. Αν κι έχουν όνειρα, είναι ταυτόχρονα άνθρωποι των έργων. Και πραγματοποιούν τα όνειρά τους. Είναι εκείνοι που χτυπάνε τις καμπάνες του συναγερμού, επιχειρώντας να ξυπνήσουν τους άλλους μπροστά στις αμέτρητες ευκαιρίες που προσφέρει η ζωή.
Αφοσίωση είναι να πιστεύεις ό,τι δεν βλέπεις. Η ανταμοιβή της αφοσίωσης είναι να βλέπεις τελικά ό,τι πιστεύεις.
Ένας εύχρηστος οδηγός, μια χρήσιμη πυξίδα παρακίνησης και ενθάρρυνσης για να τη συμβουλεύεσαι ξανά και ξανά, ώστε να γίνει το ταξίδι της ζωής πολύ πιο όμορφο και συναρπαστικό.

 

 

Μελέτες- Δοκίμια:

 

Κωστής Σκαλιόρας «Άγρυπνος νους», εκδ. Πατάκη, σελ. 277

«Καλωσορίζω όσα βιβλία διασώζουν τα εφήμερα δημοσιεύματα. […] Καθώς παραπέμπουν, συχνότατα, σε συλλογικές καλλιτεχνικές εμπειρίες, κεντρίζουν τη μνήμη μας, ανασύρουν πλούτη που θα κινδύνευαν να μείνουν ίσως καταχωνιασμένα […] Διαπιστώνουμε ξαφνικά ότι η περιουσία μας είναι μεγαλύτερη απ’ ό,τι λογαριάζαμε και ότι το ξεχνάμε ζώντας με τις δεκάρες που μας ρίχνει κάθε μέρα η καταναλωτική κοινωνία».
Αυτά τα λόγια του Κωστή Σκαλιόρα, για την έκδοση σε βιβλίο, το 1973, των θεατρικών κριτικών του Βάσου Βαρίκα, φαίνονται σήμερα γραμμένα για τις δικές του επιφυλλίδες στο Βήμα (1971-1975). Κείμενα που διασώζουν το κλίμα μιας εποχής: τον ζόφο της δικτατορίας, τις προσδοκίες της Μεταπολίτευσης, τις νεανικές εξεγέρσεις εκείνων των χρόνων, την επέλαση της καταναλωτικής κοινωνίας. Εποχή που σημαδεύει και τη σημερινή, περισσότερο απ’ ό,τι συνήθως φανταζόμαστε.
Κείμενα πολυθεματικά, ενός ανθρώπου με πολυδιάστατη παιδεία και πολιτική συνείδηση. Σκέψεις για τη λογοτεχνία, το θέατρο, τον κινηματογράφο. Κείμενα για ανθρώπους που «είχαν κάτι να πουν» – τον Σεφέρη, τον Μπρεχτ, τον Μπεράτη, την Τσίγκου, τον Βιλάρ, τον Χουρμούζη, τον Τσάπλιν, τον Μολιέρο, τον Νερούντα. Κείμενα για διαχρονικούς προβληματισμούς – την πολιτισμική εκπαίδευση, την πολιτική σκέψη, τη σχέση μας με τα βιβλία, τη δικαιοσύνη, την ευθύνη του δημόσιου λόγου, την πρόσβαση στον πολιτισμό. Οι επιφυλλίδες του Κωστή Σκαλιόρα γοητεύουν, προβληματίζουν, συνομιλούν με τον αναγνώστη. Και όπως λέει και ο ίδιος ο συγγραφέας τους -γράφοντας για τον Βαρίκα- «έχοντας εμπιστοσύνη στο ήθος του, […] και σε μια καλλιέργεια που αρδεύει το κείμενό του χωρίς να πλημμυρίζει την επιφάνεια […] δεν χρειάζεται να συμφωνείς μαζί του για να ωφεληθείς από τα γραφτά του».

 

 

Παιδικά:

 

Γιώργος Τσακνιάς «Μια φορά κι έναν καιρό ένα πόδι…», εικονογράφηση: Εύη Τσακνιά, εκδ. Πατάκη, σελ. 36

Μια φορά κι έναν καιρό, ήταν ένα πόδι.
Και μια μέρα αποφάσισε να περπατήσει τη γη και να γνωρίσει τον κόσμο…
Μια ιστορία για τη χαρά του «μαζί». Μια ιστορία μαγικού ρεαλισμού, όπου τα πόδια, τα χέρια, τα μάτια, τα αυτιά, η μύτη, το σώμα ολόκληρο είναι τα εργαλεία για να ανακαλύψει την ομορφιά του κόσμου ένας μικρός ανθρωπάκος.

 

 

Το μεγαλείο του Ομήρου

$
0
0
Του Νίκου Τσούλια //

 

 

 

Δεν υπάρχει άλλο πιο ισχυρό πεδίο αναφοράς όλων των Ελλήνων διαχρονικά – πέραν εκείνου της γλώσσας μας – από την αρχαιότητα και έως το άγνωστο μέλλον όσο τα έργα του Ομήρου. Και ίσως αυτό να αποτελεί μια πολύ αξιόλογη ιδιαιτερότητα που να μην έχει ανάλογό του σ’ άλλη περίπτωση λαού. Αναρωτιέμαι πόσο τυχεροί είμαστε που νιώθουμε αυτή την τόσο ξεχωριστή σχέση. Γιατί έχει έναν φοβερό συμβολισμό ακόμα και η γνώση του να ξέρεις ότι όλοι οι Έλληνες του παρελθόντος και του μέλλοντος συναντιούνται πνευματικά σε έναν κοινό τόπο αναφοράς, από όπου αντλούν την ίδια αφήγηση, τα ίδια διδάγματα, την ίδια στοχαστική περιπλάνηση.

Η αξιολόγηση αυτού του στοιχείου είναι ιδιαίτερα σημαντική και αποτελεί διαχρονικό πεδίο μελέτης της όλης ακτινοβολίας του Ομηρικού έργου. «Σε όλη την Κλασική εποχή η Ιλιάδα και η Οδύσσεια αποτελούσαν αναπόσπαστο μέρος της εκπαίδευσης των νέων και καλοδεχούμενο ακρόαμα στα συμπόσια και τις άλλες γιορταστικές εκδηλώσεις, ιδιωτικές και δημόσιες»[i]. Και είναι η Ιλιάδα και η Οδύσσεια εμβληματικά έπη, που δημιουργούν εποχές, που τέμνουν εποχές, που υπερβαίνουν εποχές και καιρούς. «Σχεδόν 1200 χρόνια κράτησε η εξελικτική πορεία του αρχαιοελληνικού κόσμου ξεκινώντας από το κεφαλόβρυσο του Ομήρου, που είχε μέσα του όλον τον πλούτο της προϊστορίας, ως τους τελευταίους εθνικούς διανοούμενους της Ελληνορωμαϊκής εποχής»[ii]. Τα έπη αυτά δεν είναι μόνο απαρχή και κεφαλόβρυσο μιας κάποιας ιστορικής περιόδου, αλλά αποτελούν πεδίο διαρκούς μελέτης και έρευνας. Κανένας άνθρωπος των γραμμάτων δεν μπορεί να νιώθει πνευματικά ολοκληρωμένος, αν δεν σκύψει πάνω στη γραφή του Ομήρου. Κανένας ποιητής δεν θα σηκώσει την πένα του για να αρχίσει το ταξίδι της έμπνευσης και του σκιρτήματος χωρίς να περιδιαβεί την πολύχρονη διαμάχη Αχαιών και Τρώων, χωρίς να παρακολουθήσει την περιπέτεια του Οδυσσέα και όλο το σημασιολογικό φορτίο των ηρωικών επών. Άραγε υπάρχει άνθρωπος του πνεύματος, όπου γης και όπου χρόνου, που δεν έχει ακούσει την Οδύσσεια και την Ιθάκη, την Τροία και την ωραία Ελένη και δεν ξέρει τον πολύπαθο βίο του πολυμήχανου Οδυσσέα;

Το Βυζάντιο θα συνεχίσει την πολυστρωματική αφήγηση του Ομηρικού έργου καθ’ όλη τη διάρκεια της μακράς ιστορίας του. «Ο Συνέσιος τον 5ο αιώνα μιλάει για την ικανότητα του ανιψιού του να αποστηθίζει τον Όμηρο (μάθαινε πενήντα στίχους την ημέρα ), ενώ ό Ψελλός, από πολύ μικρός, ήξερε ολόκληρη την Ιλιάδα απ’ έξω. Το αποτέλεσμα ήταν ότι όλοι οι Βυζαντινοί ήταν σε θέση να αναγνωρίσουν στίχους το Ομήρου. Η Άννα, πού εξηνταέξι φορές στην «Αλεξιάδα» της αναφέρει στίχους του, σπάνια προσθέτει «το ομηρικόν εκείνο». Ήταν τελείως περιττό. Και τούς άλλους ποιητές τούς διάβαζαν και τούς μάθαιναν, κανένας όμως δεν είχε την ανώτατη αυτή θέση πού διατήρησε ως το τέλος ό Όμηρος»[iii]. Η θεία μορφή του μεγάλου ποιητή θα είναι παρούσα σ’ όλη τη διάρκεια της μαύρης σκλαβιάς των Ελλήνων και θα αποτελεί τη σταθερή αξία του πολιτισμού των. Αλλά και η εθνογένεση του νεοελληνικού κράτους θα στηρίξει τη θεσμική του εκπαίδευση στα έπη του Ομήρου, έστω και αν το γλωσσικό ζήτημα θα ταλαιπωρεί και αυτά τα αθάνατα έργα.

Τα ομηρικά έπη έχουν κοινούς τόπους, έχουν και σημαντικές διαφορές. Αλλά είναι, σε οποιουδήποτε είδος ανάγνωσης, ένα ολόκληρο σύμπαν παρουσίασης και ερμηνείας της αρχαιότητας. «Είναι Βίβλος του ελληνικού κόσμου, ανεξάντλητη πηγή μύθων και μάς ανακαλύπτουν ένα ολόκληρο σύστημα αξιών, το σύστημα μιας αριστοκρατικής κοινωνίας πολεμιστών»[iv]. Είναι η επιτομή της ίδιας της περιπέτειας του ανθρώπου να αναζητεί έναν σκοπό, να δημιουργεί μια Ιθάκη, να αγωνίζεται με νύχια και με δόντια στην επίτευξη του στόχου του, να νιώθει το νόστο προς την εστία ως την πιο δημιουργική δύναμη για να υπερνικήσει κάθε είδους αντιξοότητες. Ο Δυτικός πολιτισμός θα θεωρήσει τον Όμηρο ως μια από τις σταθερές πηγές του πνεύματός του, θα ορίσει τις «τρεις αρχετυπικές θεμελιώδεις γλωσσικές πράξεις του πολιτισμού μας – τον Όμηρο, την εβραϊκή Βίβλο και τον Σαίξπηρ -, απ’ όπου και μεταβαίνουμε στον πιο δημιουργικό τρόπο ανάγνωσης, που είναι η ποιητική μετάφραση»[v]. Θα δώσει με έναν απόλυτο τρόπο το βαθύτερο πυρήνα της ίδιας της ψυχής του δυτικού πνεύματος, θα εστιάσει σε πρόσωπα και σύμβολα που θα λειτουργούν ως αρχέτυπα, ανεξάρτητα ακόμα και από το αν το αντιλαμβανόμαστε ή όχι. «Χωρίς το Πλάτωνα, τον Όμηρο, τη Βίβλο δε θα ήμασταν οι άνθρωποι που είμαστε. Μπορεί μάλιστα να μάς καθορίζει και ο μη διαβασμένος Όμηρος, ο μη διαβασμένος Πλάτωνας κλπ, διότι έχουν ενσωματωθεί μέσα στο γενικό που μάς διέπλασε και που εξακολουθεί να ζει στον λόγο μας»[vi].

Στον Όμηρο θα γίνει η πρώτη απόπειρα να φωτιστεί ο μύθος, προκειμένου στη συνέχεια οι προσπάθειες των φιλοσόφων της Ιωνίας και της Αθήνας να οδηγήσουν το ανθρώπινο πνεύμα στους πρώτους δρόμους του διαφωτισμού και του ορθολογισμού. Στα ομηρικά έπη θα τεθούν τα πρώτα σημάδια απομάγευσης του κόσμου και των δυνάμεων που τον συγκροτούν και τον εκφράζουν. Εδώ οι θεοί θα γίνουν πιο ανθρώπινοι, θα είναι δίπλα του, άλλοτε αντίπαλοι και άλλοτε φίλοι, εδώ «η παρουσία του θεού δεν κονιορτοποιεί ποτέ τον άνθρωπο – αντίθετα, κάθε φορά που ένας θεός συμμαχεί με κάποιον άνθρωπο, τον εξυψώνει, τον κάνει ελεύθερο, δυνατό, θαρραλέο, ελεύθερο»[vii], εδώ ο άνθρωπος θα αρχίσει να εκλογικεύει τις δυνάμεις της φύσης. Αλλά θα γίνει και μια τομή στην ιστορία του ανθρώπου. Από εδώ θα ξεκινήσει η αμφισβήτηση της εξουσίας των βασιλείων, αφού «στα ομηρικά έπη η ανταρσία του Αχιλλέα απέναντι στον πλεονέκτη Αγαμέμνονα και η κοινή προσπάθεια των μνηστήρων να αντικαταστήσουν στην εξουσία τον απόντα Οδυσσέα προοιωνίζουν την εξασθένιση του βασιλικού θεσμού»[viii]. Απ’ εδώ θα εκπηγάσει και η αμφισβήτηση της δεσποτείας που τόσο πολύ θα κυριαρχήσει στους λαούς της Ανατολής και σιγά – σιγά αυτή η αμφισβήτηση θα οδηγήσει σε νέες μορφές πολιτικής οργάνωσης, πιο ελεύθερες, πιο δημιουργικές, που τελικά θα οδηγήσουν στη χαραυγή της Δημοκρατίας.

Στα έπη του Ομήρου θα αποσαφηνίζεται μέσα από τους βαθύτερους κοινωνικούς μετασχηματισμούς και η γλωσσική καλλιέργεια που ετοιμάζει τον νέο Κόσμο, που οδηγεί τον άνθρωπο στις νέες εποχές, στις εποχές του κλασικού πολιτισμού. Εδώ θα αρχίσει ακόμα να μετασχηματίζεται και το αξιακό πεδίο του ανθρώπου. «Και αν η λέξη παιδεία δεν εμφανίζεται παρά τον 5ο π.Χ. αιώνα, ο όρος αρετή, αντιθέτως, απαντά συχνά στα έπη και σημαίνει ένα μίγμα ανδρικής υπερηφάνειας, αριστοκρατική ηθικής και πολεμικής ανδρείας. Στον Όμηρο, δεν σημαίνει μόνο την ατομική αξία, αλλά και την τελειότητα των υπερ-ανθρώπινων πραγμάτων και, τελικά, το βασικό χαρακτηριστικό του ευγενούς: η ρίζα της λέξης αρετή είναι ίδια με τη ρίζα της λέξης άριστος, από την οποία προέρχεται και η λέξη αριστοκράτης»[ix]. Εδώ αρχίζει η πρώτη διαφοροποίηση δύο διαφορετικών πολιτισμών, εδώ η γεωγραφική συνέχεια της Ελλάδας μεταξύ Δύσης και Ανατολής αρχίζει να γίνεται πολιτισμική ασυνέχεια, για να τραβήξει κάθε πλευρά το δικό της ιστορικό δρόμο, για να βρει το δικό της πεπρωμένο, εδώ η Ευρώπη αρχίζει να κάνει τα πρώτα της ιστορικά και πολιτιστικά βήματα. «Ο κόσμος γεννιέται, ο Όμηρος τραγουδάει. Είναι το πτηνό αυτής της χαραυγής, έχει την ιερή αγνότητα του πρωινού… Ο Όμηρος συμπληρώνει στον πολιτισμό το τέλος της Ασίας και την αρχή της Ευρώπης. Ο Σαίξπηρ συμπληρώνει το τέλος του μεσαίωνα»[x].

Για εμάς τους Έλληνες, τα Ομηρικά έπη είναι τα ευαγγέλια της γλώσσας μας και του πολιτισμού μας. Θεωρώ ότι δεν μπορεί να υπάρξει ανήσυχο ελληνικό πνεύμα χωρίς την κατά περιόδους και καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής προσφυγή στην ανάγνωση της Ιλιάδας και της Οδύσσειας, ότι δεν μπορεί να υπάρξει βιβλιοθήκη ταπεινή ή φιλόδοξη χωρίς να έχει αρκετές από τις τόσες και τόσες εκδόσεις – είτε της πρωτότυπης γραφής είτε των μεταφράσεων είτε των μελετών – αυτών των αθάνατων και κορυφαίων για την ιστορία της ανθρωπότητας έργων. Αυτή η συνεχής προσφυγή είναι μια απόλυτη ψυχική ανάγκη, μια σπουδή στην ελευθερία του πνεύματος, ένα καθήκον απέναντι στην ταυτότητά μας. Αρκεί να αναστοχαστούμε σε ένα απλό ερώτημα. Πώς θα ήταν η ελληνικότητά μας χωρίς τον Όμηρο;  

 

Antoine Félix Boisselier le Jeune, Homère racontant

 

Odysseus Overcome by Demodocus‘ Song, by Francesco Hayez, 1813–15

 

_____

[i] Κακριδής Φ. (2005), Αρχαία ελληνική γραμματολογία, Θεσσαλονίκη: Ίδρυμα νεοελληνικών σπουδών, σ. 106

[ii] Κακριδής Φ. (2005), Αρχαία ελληνική γραμματολογία, Θεσσαλονίκη: Ίδρυμα νεοελληνικών σπουδών, σ. 298

[iii] Στήβεν Ράνσιμαν, Βυζαντινός Πολιτισμός, εκδ. Γαλαξίας – Ερμείας, http://www.e-istoria.com/69.html

[iv] Μπερενίς Ζοφρουά: Ο Όμηρος και το ελληνικό ιδεώδες, Οι φορείς της γνώσης, Courrierτης UNESCO, 11/1992, σ. 5

[v] Steiner G. (2002), Αξόδευτα πάθη, Αθήνα: Νεφέλη, σ. 19

[vi] Γιόνας, Χ. (2001), Φιλοσοφικές έρευνες & μεταφυσικές εικασίες, Αθήνα: Ίνδικτος, σ. 92

[vii] Bruno Snell (1997), Η ανακάλυψη του πνεύματος, Αθήνα: Μ.Ι.Ε.Τ., σ. 53

[viii] Κακριδής Φ. (2005), Αρχαία ελληνική γραμματολογία, Θεσσαλονίκη: Ίδρυμα νεοελληνικών σπουδών, σ. 43

[ix] Μπερενίς Ζοφρουά: Ο Όμηρος και το ελληνικό ιδεώδες, Οι φορείς της γνώσης, Courrierτης UNESCO, 11/1992, σ. 5

[x] Ουγκώ, Β. (1950), Φιλολογία και φιλοσοφία, Αθήνα: Μάρης, σ. 15, 41

Μια εξομολόγηση για τις «εξομολογήσεις στις αγωνίες της εποχής»

$
0
0
Γράφει η Κυριακή Παπαγεωργίου // *

 

Γεώργιος Νικ. Σχορετσανίτης, «Μικρές εξομολογήσεις στις αγωνίες της εποχής». Εκδόσεις Οδός Πανός, 2017

 

Μέσα από τις σελίδες του βιβλίου « Μικρές εξομολογήσεις στις αγωνίες της εποχής» του Γεωργίου Νικ. Σχορετσανίτη, αναγεννιέται μια ελπίδα. Μια ελπίδα, απάντηση στο ερώτημα του συγγραφέα «Πού πήγαν άραγε σήμερα οι πνευματικοί μας ταγοί;», όπως αυτό τίθεται στο ομώνυμο άρθρο που περιλαμβάνεται στο βιβλίο. Διαβάζοντας τα κείμενα, ο αναγνώστης γνωρίζει διαφορετικές  πτυχές της προσωπικότητας και της ψυχοσύνθεσης του συγγραφέα, ο οποίος ξεδιπλώνει περίτεχνα τον εαυτό του, εξομολογούμενος πραγματικά τους βαθύτερους προβληματισμούς για τις αγωνίες της εποχής και τις ελπίδες του για ένα καλύτερο αύριο. Εμπειρίες που εκφράζονται με λογοτεχνική καλλαισθησία, αγανάκτηση που εξωτερικεύεται με εκλεπτυσμό, ευαισθησία που «αιωρείται» διακριτικά, για αυτόν που μπορεί να την αντιληφθεί, είναι κάποια από τα χαρακτηριστικά της γραφής του συγγραφέα.

Εξαιρετικός χρήστης της αυθεντικής ελληνικής γλώσσας, μέσα από πλούσιο λεξιλόγιο και κάποιες φορές «ιδιόρυθμο» συντακτικό, περιγράφει παραστατικά τα τεκταινόμενα και καυτηριάζει τεχνηέντως  με ιδιαίτερη μαεστρία τα κακώς κείμενα, εγείροντας προβληματισμούς και βυθίζοντας τον αναγνώστη σε σκέψεις και περισυλλογή.  Γνώστης της παγκόσμιας ιστορίας, κάτι που εύκολα διαφαίνεται μέσα από τις συχνές αναφορές σε ιστορικά πρόσωπα και γεγονότα, παρουσιάζει μία σφαιρική και ολοκληρωμένη  θεώρηση των πραγμάτων, χωρίς να εμμένει σε στείρες συντηρητικές απόψεις, διευρύνοντας τους πνευματικούς ορίζοντες του σύγχρονου ανθρώπου και παρέχοντας κίνητρα για πνευματικό διαλογισμό.

Το βιβλίο αυτό αποτελεί μία συλλογή άρθρων, καρπό των εμπειριών,  μείγμα των καθημερινών προβληματισμών που ξεπηδούν στην ψυχή του σύγχρονου πνευματικού ανθρώπου που συμμετέχει, ως οφείλει, με αυταπάρνηση στα κοινά της κοινωνίας της οποίας αποτελεί ενεργό μέλος, παρακινώντας άλλοτε άμεσα και άλλοτε έμμεσα τους ιθύνοντες να προβούν στις απαραίτητες αλλαγές για τη διάσωση των αρχών και αξιών που συγκροτούν τον πολιτισμό αυτού του τόπου. Στόχος κάθε ανθρώπου της τέχνης είναι με κάθε λέξη του, με κάθε παρέμβασή του να βάλει ένα λιθαράκι στο οικοδόμημα της πνευματικής αλλαγής που αξιώνει με το έργο του. Και ο στόχος του συγγραφέα του εν λόγω πονήματος έχει επιτευχθεί, αν αναλογιστεί κάποιος  ότι κανένας αναγνώστης του δεν μπορεί να παραμείνει αδιάφορος απέναντι σε όσα παρατίθενται με τόση παραστατικότητα και ειλικρίνεια. Ο σύγχρονος άνθρωπος έχει ανάγκη να αντικρύσει την πραγματικότητα και να αφυπνισθεί μέσα από δρόμους αυθεντικούς, που απεκδύονται την υποκρισία και το συμφέρον. Αυτή η ειλικρίνεια και αυθεντικότητα του συγγραφέα καθιστά το έργο του προσιτό και οικείο στον καθένα, πρόσφορο έδαφος για γόνιμο προβληματισμό και πνευματική μεταμόρφωση.

 

Γεώργιος Νικ. Σχορετσανίτης

 

Η απάντηση, λοιπόν στο αρχικό ερώτημα περί πνευματικών ταγών, είναι εμφανής. Εξακολουθούν ακόμη και σήμερα να υπάρχουν άνθρωποι που έχουν τη διάθεση και τη συνείδηση να προβληματίσουν, να παραδειγματίσουν και να καθοδηγήσουν. Ας τους ευχηθούμε να συνεχίσουν να ονειρεύονται, να μάχονται,να ελπίζουν. Συγχαρητήρια στο συγγραφέα για το έργο του και ας είναι ανεξάντλητη η πηγή εμπνευσής του.

 

 

* Η Κυριακή Παπαγεωργίου του Μηνά είναι Ειδικευόμενη Ιατρός Γενικής Χειρουργικής ΠΑ.Γ.Ν.Η.

 

Δοκίμιο: Χλευάζοντας τον ‘πολιτισμένο’ θεατή- χιμπατζή: The Square (2017) του Ruben Östlund

$
0
0
Γράφει ο Ελευθέριος Μακεδόνας // *

 

 

Βασικά σημεία της πλοκής.

Ο Κρίστιαν, έφορος σε ένα μουσείο σύγχρονης Τέχνης, είναι υπεύθυνος για την οργάνωση και προώθηση ενός ιδιαίτερου project με το όνομα ‘Το Τετράγωνο’. Όπως δηλώνει η ονομασία του, το ‘Τετράγωνο’ είναι απλά ένας μικρός τετράγωνος χώρος ζωγραφισμένος στο έδαφος, μέσα στον οποίο ο κάθε επισκέπτης μπορεί να αφήσει οποιοδήποτε αντικείμενο αξίας επιθυμεί και να συνεχίσει την περιήγησή του στους υπόλοιπους χώρους του μουσείου, να αποχωρήσει ενδεχομένως από αυτό και να επιστρέψει όποτε το θελήσει, έχοντας τη βεβαιότητα ότι θα βρει το αντικείμενό του άθικτο, ακριβώς στο ίδιο σημείο όπου το είχε αφήσει. Η κεντρική ιδέα είναι, ότι μέσα σε έναν κόσμο αβεβαιότητας, έλλειψης εμπιστοσύνης και γενικευμένης εχθρότητας μεταξύ των ανθρώπων, είναι ακόμη δυνατόν να υπάρξει μία μικρή τετράγωνη ‘νησίδα εμπιστοσύνης και στοργής για τον άλλο,’ όπως το περιγράφει ο καλλιτέχνης που το έχει εμπνευστεί.

Ο Κρίστιαν κι η ομάδα του έρχονται σε επαφή με τη συνεργαζόμενη διαφημιστική εταιρία που έχει αναλάβει την προώθηση της ιδέας στο ευρύτερο κοινό. Ταυτόχρονα, ωστόσο, αντιμετωπίζει κι ορισμένα παράδοξα προσωπικά προβλήματα. Καθώς περπατάει στο δρόμο κάποια στιγμή, γίνεται μάρτυρας ενός περίεργου συμβάντος: μία κοπέλα φωνάζει, ζητώντας επίμονα τη βοήθεια των περαστικών. Ο Κρίστιαν, – χωρίς να καταλαβαίνει ακριβώς τι συμβαίνει, – σπεύδει να προσφέρει βοήθεια, διαπιστώνει όμως σύντομα, ότι στην πραγματικότητα επρόκειτο για μία παγίδα κι ότι έχει πέσει θύμα ληστείας. Το πορτοφόλι, το κινητό του τηλέφωνο και τα μανικετόκουμπά του λείπουν!

Αργότερα, με τη βοήθεια του laptop του κι ενός συνεργάτη του, εντοπίζει το σήμα τού κινητού του τηλεφώνου σε μία πολυκατοικία μίας υποβαθμισμένης συνοικίας της Στοκχόλμης, όπου κατοικούν κυρίως μετανάστες.

Ο Κρίστιαν επιλέγει τη μάλλον επιπόλαιη λύση, να εκτυπώσει σε πολλά αντίτυπα ένα απειλητικό σημείωμα, με το οποίο καλεί τους ενοίκους τής πολυκατοικίας να του επιστρέψουν άμεσα τα προσωπικά του αντικείμενα και να τα αφήσουν στο παντοπωλείο της γειτονιάς. Με το συνεργάτη του, πηγαίνει στην πολυκατοικία κι αφήνει από ένα αντίγραφο του σημειώματος στο γραμματοκιβώτιο του κάθε ενοίκου.

Πράγματι, μετά από μερικές ημέρες, ο Κρίστιαν ειδοποιείται από το παντοπωλείο, ότι έχει φτάσει ένα δέμα στο όνομά του και, προς μεγάλη του έκπληξη, διαπιστώνει ότι αυτό περιλαμβάνει όντως το κινητό και το πορτοφόλι του, άθικτα.

Ωστόσο, η υπόθεση δεν εξελίσσεται και τόσο ομαλά στη συνέχεια: σύντομα, ο Κρίστιαν ειδοποιείται από το παντοπωλείο της συνοικίας των μεταναστών, ότι υπάρχει κι ένα δεύτερο δέμα στο όνομά του. Έκπληκτος, στέλνει το συνεργάτη του να εξακριβώσει τι συμβαίνει. Εκεί, ο συνεργάτης του συναντά ένα αγόρι – παιδί μεταναστών – το οποίο του επιτίθεται νομίζοντας ότι είναι ο Κρίστιαν, λέγοντάς του ότι αφότου άφησε το σημείωμα στο σπίτι του, οι γονείς του τον θεωρούν κλέφτη κι απαιτεί να έλθει ο ίδιος και να τους εξηγήσει ότι κάτι τέτοιο δεν αληθεύει. Ειδεμή, θα δημιουργήσει χάος και στη δική του προσωπική ζωή.

Αργότερα, το αγόρι εμφανίζεται στο σπίτι του ίδιου του Κρίστιαν, ζητώντας του επίμονα να ζητήσει συγγνώμη από τον ίδιο και την οικογένειά του, για το κακό που τους προκάλεσε. Αρχικά με σχετικά ήπιους τόνους, αλλά όσο το αγόρι επιμένει, όλο και πιο επιθετικά, ο Κρίστιαν προσπαθεί να το διώξει και, κάποια στιγμή, το σπρώχνει κι αυτό πέφτει από τις σκάλες. Μέσα στο σκοτάδι, ο Κρίστιαν δεν το διακρίνει, όμως συνεχίζει για ώρα να το ακούει να φωνάζει για βοήθεια. Ο Κρίστιαν αδιαφορεί, παρότι δείχνει ανήσυχος.

Σε μία επόμενη σκηνή της ταινίας, βλέπουμε τον Κρίστιαν στον κάδο των σκουπιδιών έξω από το σπίτι του, υπό καταρρακτώδη βροχή, να προσπαθεί να εντοπίσει ένα σημείωμα με το τηλέφωνο του μικρού αγοριού. Μετά από ώρα το βρίσκει πράγματι, καλεί το νούμερο, όμως κανείς δεν απαντά.

Εν τω μεταξύ, ενόσω ο Κρίστιαν είναι μπλεγμένος με τα προσωπικά του προβλήματα, η υπόθεση του ‘Τετραγώνου’ παίρνει μία απροσδόκητα άσχημη τροπή: η διαφημιστική εταιρία  που έχει αναλάβει την επικοινωνία και προώθηση της ιδέας στο κοινό, επιμένει ότι η διαφημιστική καμπάνια θα πρέπει να χρησιμοποιήσει ως κύρια οδό της τα social media και μάλιστα, ότι το σχετικό διαφημιστικό spot θα πρέπει να είναι σοκαριστικό, ώστε να κινητοποιήσει ευρύτερες πληθυσμιακές ομάδες.

Σε κάποια από τις τελευταίες συναντήσεις με τους συνεργάτες τού Κρίστιαν, από την οποία λείπει ο ίδιος, οι εκπρόσωποι της διαφημιστικής εταιρίας καταφέρνουν και τους πείθουν σχετικά με το περιεχόμενο του spot. Όταν ο Κρίστιαν ενημερώνεται γι’ αυτό, είναι πια αργά: το video έχει ήδη κυκλοφορήσει και μάλιστα, πολύ γρήγορα έχει γίνει ‘viral’ στα social media. Ως άμεση συνέπεια, έχουν ήδη εκδηλωθεί εντονότατες αντιδράσεις από χιλιάδες ανθρώπους. Το Μουσείο αναγκάζεται να οργανώσει εσπευσμένα μία συνέντευξη τύπου κι ο Κρίστιαν, αφού ανακοινώνει την ‘παραίτησή’ του στους δημοσιογράφους, βρίσκεται στη δύσκολη θέση να τους εξηγήσει πώς ένα project, το οποίο υποτίθεται πως θα μιλούσε στους ανθρώπους για την εμπιστοσύνη και την αγάπη που θα έπρεπε  να επικρατήσει μεταξύ τους, κατέληξε να χρησιμοποιεί ένα διαφημιστικό spot, στο οποίο ένα μικρό, ξανθό κοριτσάκι, με ενδυμασία ρακένδυτης ζητιάνας, μπαίνει μπουσουλώντας στο ‘Τετράγωνο’ και, λίγα δευτερόλεπτα μετά, τινάζεται στον αέρα από μία ισχυρή έκρηξη, η οποία παραπέμπει σε βόμβα ισλαμιστών τρομοκρατών ή σε αντίστοιχου θέματος video game!

Οι δημοσιογράφοι κυριολεκτικά σφυροκοπούν τον Κρίστιαν. Αργότερα, ο Κρίστιαν επισκέπτεται την πολυκατοικία όπου είχε αφήσει τα απειλητικά του σημειώματα, σε αναζήτηση του μικρού αγοριού, όμως μαθαίνει από κάποιον ένοικο, ότι το αγόρι κι η οικογένειά του έχουν μετακομίσει, χωρίς να γνωρίζει το πού ακριβώς.

 

 

Το ‘savoir vivre’ δεν μπορεί να κρύψει το χιμπατζή

Σε μία από τις πρώτες σκηνές της ταινίας, βρισκόμαστε στην τελετή των εγκαινίων τού ‘Τετραγώνου’ στο Μουσείο. Ο χώρος υπακούει στις αρχές της πιο σύγχρονης αρχιτεκτονικής και προδίδει πλούτο και καλαισθησία. Οι καλεσμένοι, ενδυματολογικά τουλάχιστον, δείχνουν να ανήκουν στην τάξη των μορφωμένων κι ευκατάστατων. Ακούν με προσοχή τούς προβλεπόμενους λόγους των ανθρώπων του Μουσείου. Το λόγο παίρνει κι ο Κρίστιαν, ο οποίος με σιγουριά κι αυτοπεποίθηση μιλά για τη σημαντικότητα του ιδιότυπου εκθέματος, που ο ίδιος, ως υπεύθυνος, έχει την τιμή να προσφέρει στο φιλοθεάμον κοινό. Το τελετουργικό φτάνει στο τέλος του κι ένας από τους ανθρώπους του Μουσείου προσκαλεί ευγενικά τους προσκεκλημένους να περάσουν στο μπουφέ, ώστε να δοκιμάσουν τα πραγματικά εκλεκτά εδέσματα που περιλαμβάνει το μενού. Αυτόματα, οι προσκεκλημένοι, οι οποίοι μέχρι αυτήν τη στιγμή άκουγαν απολύτως ήσυχοι τις παρουσιάσεις των διαφόρων ομιλητών, μετατρέπονται σε μία αγέλη άγριων ζώων, όπου ο καθένας, φωνασκώντας και διαγκωνιζόμενος με όλους τους υπόλοιπους, προσπαθεί να φτάσει πρώτος στο μπουφέ. Ο υπεύθυνος του Μουσείου αφήνει ξαφνικά κι αυτός κατά μέρος τις επισημότητες και ουρλιάζει στον όχλο να σωπάσουν και να περάσουν ένας ένας, χωρίς να σπρώχνονται, στον μπουφέ, ώστε να σερβιριστούν. Τρομαγμένοι οι προσκεκλημένοι ακινητοποιούνται προς στιγμήν και δείχνουν να είναι διατεθειμένοι να υπακούσουν τον αγριεμένο, όπως φαίνεται, υπεύθυνο.

Το κοινό της αίθουσας παραμένει προς στιγμήν εξίσου αμήχανο και ξαφνιασμένο από την απροσδόκητη τροπή των όσων έχουν μόλις διαδραματιστεί επί της οθόνης και, – ελλείψει υπευθύνου ή άλλης αρμόδιας αρχής σ’ αυτήν την περίπτωση, – ξεσπά σε ομαδικά χάχανα. Σιωπηλός, από τη θέση σου, φαντάζεσαι τον Östlund ήδη να χαμογελάει.

“Ο άνθρωπος είναι κατά βάση άγριο, απαίσιο θηρίο. Εμείς τον ξέρουμε μόνο στην κατάσταση του δαμασμού και της εξημέρωσης που ονομάζεται πολιτισμός,” έχει γράψει ο Άρθουρ Σόπενχαουερ.[i] Ο ‘πολιτισμός’ δεν είναι κάτι παραπάνω από μία επιδερμική επίφαση. Επιστρατεύεται με σκοπό το ‘δαμασμό’ αυτού τού ‘άγριου’ κι ‘απαίσιου’ θηρίου, που είναι στην πραγματικότητα ο άνθρωπος. Οι ‘καλοί τρόποι,’ το ‘savoir vivre,’ τα κοστούμια κι οι τουαλέτες, όλες οι επισημότητες και τα τελετουργικά, οι γεμάτοι ευφράδεια και ρητορική δεινότητα λόγοι, δεν είναι ποτέ δυνατόν να καταφέρουν να εξαλείψουν ή έστω να αποκρύψουν την πραγματική φύση μας.

Μία επίφαση, η οποία είναι χρήσιμη μόνο στο επιφανειακό επίπεδο της προσαρμογής μας στα κελεύσματα τής ανθρώπινης κοινωνίας – μίας κοινωνίας ούτως ή άλλως σαθρής και ποταπής – και υπεύθυνη για ένα μάλλον χονδροειδές, αλλά απολύτως υπαρκτό και παρατηρήσιμο είδος ‘κοινωνικής διαστρωμάτωσης,’ όπως το έχει αντιληφθεί ο Τζάκομο Λεοπάρντι: αναφερόμενος στους ανθρώπους, οι οποίοι, λόγω μίας εγγενούς απλότητας τρόπων και έλλειψης προσποίησης που διαθέτουν, αδυνατούν να προσαρμοστούν στην κοινωνία και γι’ αυτό παραγκωνίζονται από αυτήν, γράφει ότι “… τους λείπει εκείνη η επίφαση, εκείνο το κάτι τι [το] προσποιητό και [το] τεχνητό, που όλοι οι άλλοι, ως και οι ηλίθιοι, ξέρουν να δίνουν στη συμπεριφορά τους, συχνά μάλιστα ασυναίσθητα, και που πολύ δύσκολα διακρίνεται από τον αληθινό χαρακτήρα τους.”[ii] Κατ’ αυτόν τον τρόπο, μπορούμε να δούμε την ανθρώπινη κοινωνία ως διαιρεμένη σε δύο βασικές κατηγορίες: μία πρώτη, – η συντριπτικά πολυπληθέστερη, – η οποία απαρτίζεται από τους ανθρώπους που διαθέτουν την ικανότητα της προσαρμογής στις εκάστοτε κοινωνικές επιταγές και, προκειμένου να την επιτύχουν, δεν διστάζουν να υποδυθούν τον οποιοδήποτε ρόλο απαιτεί η περίσταση˙ και μία δεύτερη, που αποτελείται από τους ελάχιστους εκείνους ανθρώπους, από τους οποίους λείπει παντελώς η επίφαση, οι οποίοι μ’ άλλα λόγια, δεν είναι ικανοί για την οποιαδήποτε μορφή υποκρισίας, προσποίησης και τελικά προσαρμογής στα κελεύσματα της κοινωνίας των ανθρώπων.

Η πραγματικότητα, ωστόσο, δεν μπορεί ποτέ να ακυρωθεί με παρόμοια, εκ του πονηρού τεχνάσματα, σαν αυτό του ‘πολιτισμού.’ Θα βρίσκεται πάντα εκεί και θα εκδηλώνεται σε όλο της το φυσικό μεγαλείο, με την πρώτη ευκαιρία, γελοιοποιώντας τις όποιες προσπάθειες ακύρωσης ή απόκρυψής της από τους ανθρώπους: “Τόσο μεγάλη είναι η ποικιλία της φύσης και τόσο ο πολιτισμός, που τείνει να ισοπεδώσει τους ανθρώπους, αδυνατεί να νικήσει τη φύση,” τονίζει και πάλι ο Λεοπάρντι.[iii] Πολύ πιο όμορφος θα ήταν ο απόλυτα φυσικός άνθρωπος, ο χωρίς έξωθεν επιβεβλημένες συμβάσεις κι επιτηδεύσεις, όσο ‘απολίτιστος’ και χοντροκομμένος κι αν φαινόταν σ’ αυτήν την περίπτωση: “Και γενικά, η επιθυμία να είμαστε αυτό που δεν είμαστε καταστρέφει το κάθε τι στον κόσμο˙ γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο γίνονται ανυπόφοροι ένα σωρό άνθρωποι που θα ήταν συμπαθέστατοι αν καταδέχονταν να είναι ο εαυτός τους,” συνεχίζει ο Λεοπάρντι.[iv] Θα μπορούσαμε κάλλιστα να ορίσουμε εναλλακτικά τον Πολιτισμό μας ως μία προσπάθειά μας να στρέψουμε το βλέμμα όσο πιο μακριά γίνεται από αυτό που πάντοτε ήμασταν και συνεχίζουμε να είμαστε.

 

Αντικρύζοντας το χιμπατζή στον καθρέφτη

Ο Κρίστιαν είναι ένας γοητευτικός κι επιτυχημένος νέος άνδρας, στο απόγειο της καριέρας του. Είναι οικονομικά ευκατάστατος και χαίρει καλής φήμης στους κύκλους της Τέχνης. Μετά από μία συνέντευξη που παραχωρεί στην Αν – μία νεαρή δημοσιογράφο, η οποία εργάζεται σε κάποιο τηλεοπτικό κανάλι – δεν δυσκολεύεται να βρεθεί σύντομα μαζί της στο κρεβάτι. Ενόσω κάνουν έρωτα, προς μεγάλη του έκπληξη, βλέπει ένα χιμπαντζή να κινείται με άνεση οικοδεσπότη στο διπλανό δωμάτιο. Φαίνεται να μοιράζεται το ίδιο σπίτι με την Αν, όμως αυτή δεν τον έχει ενημερώσει εξαρχής για τον ιδιόμορφο συγκάτοικό της! Παρά την έκπληξή του, ωστόσο, ο Κρίστιαν συνεχίζει να κάνει έρωτα μαζί της, χωρίς να της σχολιάσει το περίεργο γεγονός.

Με την αριστοτεχνική αυτή οπτική μεταφορά του ο Östlund συνδέει συνειρμικά την ερωτική πράξη με τις ζωικές ορμές, οι οποίες παρά τις αλλεπάλληλες επιστρώσεις τεχνητού ‘πολιτισμού,’ συνεχίζουν κι ενυπάρχουν στο σύγχρονο άνθρωπο. Μας υπενθυμίζει, ότι παρότι μπορεί να είμαστε πια καλοντυμένοι και ξυρισμένοι, να χειριζόμαστε με μεγάλη άνεση το laptop και το smartphone μας και να χρησιμοποιούμε προφυλακτικό κατά την ερωτική πράξη, δεν θα πρέπει να πιστέψουμε, ότι έχουμε απομακρυνθεί και πολύ από την πρωταρχική, ζωώδη φύση μας. Υπακούμε ακόμη στα ίδια αρχέγονα κι αταβιστικά ένστικτά μας. Δεν αποκλείεται μάλιστα να έχουμε ‘οπισθοδρομήσει’ τρόπον τινά, σε σχέση με τους κατά Δαρβίνο προγόνους μας: ενόσω στην οθόνη ο χιμπατζής περιφέρεται αμέριμνα στο δωμάτιο της Αν μπροστά στα έκπληκτα μάτια του Κρίστιαν, εκτός της οθόνης, στην αίθουσα προβολής, το κοινό, μετά από μία αρχική αμηχανία, όμοια με αυτήν του Κρίστιαν, ξεσπά και πάλι σε βροντερά χαχανίσματα. Ο Östlund δείχνει να έχει θέσει σε εφαρμογή ένα ακόμη από τα ευφυή κοινωνικά του πειράματα, με μέσο τον κινηματογράφο. Όποιο ερώτημα ή προβληματισμός τίθεται επί της οθόνης, μεταφέρεται κι εκτός οθόνης, στο ίδιο το κοινό που παρακολουθεί την ταινία, σε ένα είδος διαδραστικού εμπειρικού ελέγχου των υποθέσεών του. Και, στην περίπτωση του Square, τα ερωτήματα που τίθενται είναι εμβριθή κι αμείλικτα, ενώ μέχρι αυτό το σημείο της ταινίας φαίνεται πως επιβεβαιώνονται κι εκτός της οθόνης. Άλλωστε, στη σύντομη εισαγωγική του ομιλία πριν την προβολή τής ταινίας, ο Östlund – ο οποίος παρευρέθηκε στις προβολές των ταινιών του στο 58ο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης (2017) – εξήγησε, ότι πριν από κάθε προβολή της στις χώρες όπου περιοδεύει, ο ίδιος μεταφέρει την κεντρική της ιδέα (το ‘Τετράγωνο’) και σε επίπεδο πραγματικής ζωής, εντός της αίθουσας προβολής: αφήνει το πορτοφόλι του και άλλα προσωπικά του αντικείμενα στη μέση της αίθουσας κι αποχωρεί, αφού πρώτα ενημερώνει το κοινό για το μίνι πείραμα-performance του. Μετά το τέλος της προβολής επιστρέφει και ελέγχει εάν τα προσωπικά του αντικείμενα βρίσκονται ακόμη στο σημείο όπου τα άφησε. Με αυτόν τον τρόπο, ελέγχει και εμπειρικά, τη βασική υπόθεση της ταινίας του, το κατά πόσο δηλαδή είναι δυνατόν να υπάρξει ακόμη και σήμερα ένα συμβόλαιο εμπιστοσύνης κι αγάπης μεταξύ των ανθρώπων. Κινηματογράφος και ζωή γίνονται ένα. Πώς θα μπορούσαν ποτέ να είναι κάτι το διαφορετικό; Συντελεστές της ταινίας και κοινό συνεργάζονται κι εναλλάσσουν ή μοιράζονται ρόλους, με σκοπό αυτή η προβολή να μην καταλήξει να είναι απλά ένα ακόμη δίωρο ή τρίωρο απερίσκεπτου, επιφανειακού γέλιου και μηρυκασμού μύριων όσων τροφικών υποπροϊόντων, αλλά ει δυνατόν, εφαλτήριο πραγματικού στοχασμού και, στην ιδανική περίπτωση, εργαλείο αλλαγής μας.

Η ‘ανάγνωση’ της ταινίας την οποία προτείνουμε εδώ, στρέφεται γύρω από αυτόν ακριβώς τον άξονα: ότι η βασική ‘υπόθεση εργασίας’ τού Östlund στο Square είναι ότι ο σύγχρονος άνθρωπος δεν έχει διαφοροποιηθεί καθόλου από τον πρωτόγονο, ότι συνεχίζει να λειτουργεί με τον ίδιο κτηνώδη τρόπο, ότι οι κινητήριες δυνάμεις που προσδιορίζουν τη ζωή και τον ψυχισμό του είναι οι ίδιες ζωώδεις ορμές που κινούσαν και το μακρινό πρόγονό του. Ότι παραμένει εξίσου βίαιος και επιθετικός απέναντι σε όλους τους υπόλοιπους ανθρώπους κι ότι αυτή η πραγματικότητα βρίσκεται σε μία εξόφθαλμη αντίφαση με την εικόνα τού ‘πολιτισμένου’ κι ‘εξευγενισμένου’ ανθρώπου, την οποία ο ίδιος έχει καλλιεργήσει για τον εαυτό του. Κι ότι ακόμη, ο Östlund δεν αρκείται απλά στην παράθεση αυτών των διαπιστώσεων επί της οθόνης, αλλά ότι αντιθέτως, – όπως το συνηθίζει άλλωστε, – τις μεταφέρει κι εκτός οθόνης, στο κοινό του, προκειμένου να τις ελέγξει κι εμπειρικά, σε ένα αριστοτεχνικό διαδραστικό παιχνίδι μεταξύ συντελεστών ταινίας και κοινού, στοχασμού και πράξης, κινηματογράφου και πραγματικότητας, το οποίο μας σαγηνεύει με την ευφυία τού εμπνευστή του.

Αμέσως αφότου ο Κρίστιαν κι η Αν έχουν κάνει έρωτα κι αφού ο πρώτος έχει γίνει μάρτυρας της παράδοξης εμφάνισης του χιμπατζή στο σπίτι, το ζευγάρι, ως είθισται, έρχεται σε σύγκρουση, για ένα φαινομενικά γελοίο λόγο: η Αν ζητά από τον Κρίστιαν το προφυλακτικό για να το πετάξει στα σκουπίδια, όμως ο Κρίστιαν αρνείται πεισματικά να της το δώσει, για κάποιον όχι και πολύ σαφή λόγο. Η Αν θίγεται από την αδικαιολόγητη άρνηση του Κρίστιαν και δείχνει να υποψιάζεται, ότι αυτός θεωρεί τον εαυτό του ένα είδος ‘celebrity’ κι ότι φοβάται κατά κάποιον τρόπο μην τυχόν κι η Αν κλέψει το σπέρμα του.

Μετά τη σύντομη σαρκική επαφή, τα δύο εγώ ανασυντάσσονται. Περιχαρακώνονται το καθένα στον προσωπικό του πνιγηρό μικρόκοσμο, αμυνόμενα, αλλά κι έτοιμα να επιτεθούν το ένα το άλλο ανηλεώς, με την πιο ασήμαντη αφορμή. “Οι άνθρωποι δεν θα μπορούσαν να ζήσουν για πολύ μαζί, εάν δεν χρησιμοποιούσε ο ένας τον άλλο ως εργαλείο,” μας λέει ο Ροσφουκώ.[v] Η επιθετικότητα, η εχθρότητα κι η μικροπρέπεια επανακάμπτουν αυτόματα. Ανακτούν την ηγεμονία τους, μετά την προσωρινή τους νάρκωση από το αναισθητικό τού γενετήσιου εναγκαλισμού.

Όταν την επόμενη μέρα η Αν εκμυστηρεύεται στον Κρίστιαν, ότι γι’ αυτήν, η βραδιά που πέρασαν μαζί δεν σήμαινε απλά και μόνο σεξ, ο Κρίστιαν παραμένει αδιάφορος και μάλιστα, όταν αυτή του τηλεφωνεί το ίδιο απόγευμα, δεν της απαντά καν. Ο Κρίστιαν αποκαλύπτεται έτσι ως εγωιστής και χρησιμοθήρας, παρά την κατά τ’ άλλα ακράδαντη πεποίθησή του, ότι ισχύει το αντίθετο: ότι δηλαδή διακατέχεται από συναισθήματα συμπόνιας κι εμπιστοσύνης για τους συνανθρώπους του, αξίες τις οποίες υποτίθεται πως προωθεί κι ενεργά, τόσο σε επαγγελματικό επίπεδο (με το ίδιο το project τού ‘Τετράγωνου’), αλλά και σε επίπεδο προσωπικής ζωής (πράγματι, έσπευσε χωρίς πολλούς δισταγμούς να βοηθήσει την κοπέλα που φώναζε στο δρόμο, παρότι τελικά αποδείχθηκε πως επρόκειτο για μία πλεκτάνη). Σωστά μας υπενθυμίζει ο Σόπενχαουερ, ότι ο εαυτός, το εγώ τού ανθρώπου είναι μία αρένα, μία παλαίστρα μύριων όσων αντιθέσεων και τάσεων, χωρίς προκαθορισμένο ή μόνιμο νικητή: “Ο εαυτός του είναι η παλαίστρα. Γιατί κι όταν ακόμη συμβαίνει το ένα από αυτά να νικάει διαρκώς, το άλλο πάλι θα αντιπαλεύει διαρκώς, αφού είναι ζωντανό εφόσον αυτός ζει. Ως άνθρωπος αποτελεί δυνατότητα για πολλές αντιθέσεις.”[vi]

Σε αρκετές άλλες περιπτώσεις το αξιακό σύστημα κι η εικόνα που έχει ο Κρίστιαν για τον εαυτό του πρόκειται να δοκιμαστούν. Όπως για παράδειγμα, όταν ο μικρός μετανάστης, οργισμένος για τη ζημιά που έχει προκαλέσει στη ζωή του ο Κρίστιαν με την επιστολή του, θα τον επισκεφτεί στο σπίτι του. Αιφνιδιασμένος, ο Κρίστιαν θα προσπαθήσει κακήν κακώς να διώξει το αγόρι και να προασπίσει έτσι με κάθε μέσο τον περίκλειστο χώρο που έχει δημιουργήσει με πολύ κόπο για τον εαυτό του, όρια του οποίου αποτελούν η οικογένειά του, τα παιδιά του, το σπίτι του, η δουλειά του, η ευυποληψία του, η φήμη του ως μοντέρνου τεχνοκράτη και ειδήμονα στον τομέα της Τέχνης, ως ανθρώπου σε τελική ανάλυση, ο οποίος συν τοις άλλοις, διαθέτει και πληθώρα κοινωνικών ευαισθησιών. Όταν μάλιστα διαπιστώσει, ότι δεν είναι δυνατόν να διώξει το μικρό αγόρι με τα λόγια, δεν θα διστάσει να ασκήσει και σωματική βία εναντίον του, σπρώχνοντάς το στις σκάλες. Κι ενώ για αρκετή ώρα θα το ακούει να καλεί εμφατικά για βοήθεια, θα παραμείνει απαθής και δεν θα σπεύσει καν να το βρει και να το βοηθήσει. Επιβεβαιώνοντας τον Μπλεζ Πασκάλ, ο οποίος από νωρίς είχε το θάρρος να ομολογήσει, ότι “Είμαστε ψεύτες, διπρόσωποι, αντιφατικοί και κρυβόμαστε και μασκαρευόμαστε καταμπροστά σε ‘μάς τους ίδιους.”[vii] Και το Ροσφουκώ, που με το χαρακτηριστικά αφοπλιστικό του ύφος, μας έχει προειδοποιήσει ότι: “Ο εγωισμός παίζει πολλούς ρόλους, ακόμη κι αυτόν τού αλτρουισμού.”[viii] Πίσω από το προσωπείο τού κοινωνικά ευαίσθητου ανθρώπου, το οποίο επισταμένως και για πολύ χρόνο έχει καλλιεργήσει ο Κρίστιαν, κρύβεται στην πραγματικότητα ένας ακόμη εγωιστής άνθρωπος, ο οποίος χρησιμοποιεί ακριβώς αυτήν την προσεκτικά σχεδιασμένη δημόσια ‘περσόνα’ του, ώστε να αποκομίσει προσωπικά οφέλη από την κοινωνία και τους ανθρώπους. Ο Ροσφουκώ και πάλι, μας έχει περιγράψει αυτόν τον κόσμο με ενοχλητικά ευθύ τρόπο: “Επομένως, μπορούμε να πούμε, ότι αυτός ο κόσμος είναι ένας κόσμος γεμάτος από μάσκες.”[ix]

 

 

‘Ενοχή’: το φτηνό άλλοθι του πιθήκου

Αντιλαμβανόμενος ότι έχει προδώσει το προσωπικό του ‘αξιακό’ σύστημα – αυτό το οποίο έχει χρησιμοποιήσει τεχνηέντως για χρόνια, ώστε να καταξιωθεί επαγγελματικά και να επιτύχει οικονομικά – ο Κρίστιαν νιώθει ενοχές. Κατανοεί κάπου ενδόμυχα, ότι υπήρξε επιθετικός έναντι πιο αδύναμων από αυτόν ανθρώπων, προκειμένου να υπερασπιστεί τα υπάρχοντά του και τα υποτιθέμενα ατομικά του δικαιώματα. Αντιλαμβάνεται ίσως απροσδιόριστα, ότι τελικά, ίσως δεν υπήρξε ο ίδιος το θύμα, – μέσα στην υλική ευμάρεια και επιτυχία τής εγωπαθούς ζωής του, – αλλά μάλλον ο θύτης, εναντίον ανθρώπων, οι οποίοι στην πραγματικότητα δεν θα μπορούσαν επ’ ουδενί να αποτελέσουν κάποιου είδους σοβαρή απειλή για τον ίδιο. Ενεργοποιείται τότε μέσα του ο μηχανισμός που του έχει ενσταλάξει ο Πολιτισμός, προκειμένου να αναχαιτίσει την εγγενώς εγγεγραμμένη στον ανθρώπινο ψυχισμό βία: η ενοχή: “Ο Πολιτισμός συνεπώς, αναλαμβάνει τον έλεγχο επί της επικίνδυνης επιθυμίας τού ατόμου για βία, εξασθενίζοντάς την κι αφοπλίζοντάς την και εγκαθιστώντας μέσα του [στο άτομο] έναν ενδιάμεσο να την παρακολουθεί, όπως ακριβώς συμβαίνει με ένα φρούριο σε κατακτημένη πόλη.”[x]

Ο Κρίστιαν αποφασίζει να επανορθώσει. Σε μία γεμάτη ένταση – κι όχι χωρίς κάποιες δόσεις υπερβολής – σκηνή, τον βλέπουμε να ψάχνει μανιασμένα στον κάδο των σκουπιδιών έξω από το σπίτι του κι υπό καταρρακτώδη βροχή, ένα σημείωμα με το τηλέφωνο του μικρού.  Μετά από ώρα το βρίσκει όντως, καλεί το νούμερο, όμως κανείς δεν απαντά. Τότε ξεκινά να γράψει με πάθος ένα video-μήνυμα απολογίας προς το αγόρι, χωρίς να μας γίνεται γνωστό εάν όντως αυτό φτάνει τελικά στο αγόρι ή όχι. Το μήνυμα ξεκινά ως μία φαινομενικά ειλικρινής απολογία, με την οποία ο Κρίστιαν φαίνεται πως έχει μετανιώσει πραγματικά για τα όσα δεινά προκάλεσε στη ζωή τού αγοριού, αλλά τελικά καταλήγει γρήγορα σε ένα φτηνό και πομπώδες λογύδριο, με τον Κρίστιαν να επικαλείται αόριστα κάποιους συστημικούς, εξωγενείς παράγοντες, όπως η κοινωνία γενικά, οι κοινωνικές τάξεις, η πολιτική σφαίρα κλπ., ως τα βαθύτερα πραγματικά αίτια, που ευθύνονται και για τη δική του απαράδεκτη συμπεριφορά.

Φυσικά. Ο Κρίστιαν δεν πρόκειται ποτέ να παραδεχτεί ειλικρινά το πόσο φίλαυτη, επιθετική και άδικη υπήρξε η συμπεριφορά του απέναντι σε συντριπτικά πιο αδύναμα άτομα. Θα προσπαθήσει να εμφανίσει τον εαυτό του ως ειλικρινά μετανιωμένο, θα επιστρατεύσει όλες τις δικανικές του ικανότητες, απότοκες του υψηλού μορφωτικού επιπέδου και τις αξιοζήλευτης οικονομικής κατάστασης που του προσδίδει η Σουηδική καταγωγή του, ωστόσο, μέχρι τέλους θα υπερασπιστεί τον εαυτό του, θα το δικαιολογήσει και θα επιχειρήσει με κάθε μέσο να τον απαλλάξει από κάθε υπόνοια λάθους ή αξιόμεμπτης πράξης. Είναι ο τρόπος τού σύγχρονου Δυτικού ανθρώπου να κατανικήσει την ενοχή που ο ίδιος ο Πολιτισμός τού έχει εμφυσήσει, σε μία μάταιη προσπάθεια να τον καταστήσει λίγο πιο ηθικό από αυτό που πραγματικά είναι˙ είναι η πάγια τακτική με την οποία επιχειρεί να αποποιηθεί το δικό του μερίδιο της ευθύνης για το ότι δισεκατομμύρια άλλοι άνθρωποι ζουν υπό πολύ χειρότερες συνθήκες, προκειμένου αυτός να ζει στις καλύτερες δυνατές˙ εθελοτυφλεί έτσι, μπροστά στον αποκλεισμό στον οποίον ο ίδιος έχει καταδικάσει το μετανάστη, το φτωχό, τον άστεγο, το δυστυχή ‘Άλλο,’ αποκαθαίροντας ταυτόχρονα τη δική του συνείδηση από την οποιαδήποτε υποψία προσωπικής ευθύνης. Στο υποκριτικό video-μήνυμα του Κρίστιαν θυμόμαστε και πάλι το Ροσφουκώ: “Αντιλαμβάνεται κανείς, ότι οι άνθρωποι γνωρίζουν τα ελαττώματά τους καλύτερα από όσο υποψιαζόμαστε, αφού ποτέ δεν παραδέχονται τα λάθη τους όποτε μιλούν για τη συμπεριφορά τους. Σ’ αυτές τις περιπτώσεις, η έπαρσή τους, η οποία γενικά τους τυφλώνει, αίφνης τους διαφωτίζει και οξύνει τη σπιρτάδα τους, έτσι ώστε να μπορούν να καταπνίξουν ή να αποκρύψουν και το παραμικρό ενοχοποιητικό στοιχείο εναντίον τους.”[xi]

Και ξανά, ο Κρίστιαν θα προσφύγει στην ίδια αμυντική τακτική, όταν πια θα κληθεί να δώσει εξηγήσεις για το ακόμη σοβαρότερο ατόπημα στο οποίο θα υποπέσει, με το splatter video που θα μεταδοθεί μέσω των social media, ως επίσημο διαφημιστικό spot τού ‘Τετραγώνου’: στη συνέντευξη τύπου, όπου θα βρεθεί αναγκαστικά αντιμέτωπος με μία πλειάδα εξοργισμένων κι έτοιμων να τον ‘στήσουν στον τοίχο’ δημοσιογράφους, ο Κρίστιαν θα αποδεχθεί μεν, με ήπιους τόνους, την ευθύνη που του αναλογεί, ωστόσο, θα προσπαθήσει και να της αφαιρέσει βαρύτητα. Το επιχείρημά του, ότι ήταν απών από την καθοριστική συνάντηση της ομάδας με τους υπεύθυνους της διαφημιστικής εταιρίας φυσικά δεν πείθει κανέναν, αφενός διότι αυτός ήταν ο υπεύθυνος της ομάδας κι επομένως όφειλε να παρευρίσκεται, ειδικά στη συνάντηση κατά την οποία επρόκειτο να ληφθεί η τελική απόφαση κι αφετέρου, διότι ο ίδιος είχε αμελήσει το τελευταίο διάστημα τις επαγγελματικές του υποχρεώσεις, αφιερώνοντας δυσανάλογα περισσότερο χρόνο στις προσωπικές του υποθέσεις.

Η αναγκαστική του ‘παραίτηση’ από το πόστο του είναι πια αμετάκλητο γεγονός, όμως ο Κρίστιαν ακόμη και την ύστατη στιγμή θα επιχειρήσει να περισώσει ότι απομένει από την απρόσμενα κατεστραμμένη καριέρα του και κυρίως την πληγωμένη υπόληψη και τον εγωισμό του. Και θα το κάνει ‘υποβιβάζοντας’ μεν προσποιητά τον εαυτό του δημοσίως, αποδεχόμενος αρχικά τις ευθύνες που τον βαρύνουν, μόνον όμως ως εφαλτήριο, προκειμένου να υπερασπιστεί το πανταχόθεν βαλλόμενο Εγώ του, για να το εξυψώσει πάνω από αυτό που τελικά του αναλογεί. Θα εμφανισθεί ως ταπεινόφρων, μόνο και μόνο για να κατευνάσει τα πνεύματα των επικριτών του, να τους φορτίσει συναισθηματικά υπέρ του και να βρεθεί και πάλι σύντομα σε θέση να μπορεί να διεκδικήσει αυτά που, λόγω κακών χειρισμών και ατυχών περιστάσεων, έχει προς το παρόν απωλέσει: “Η ταπεινότητα συχνά δεν είναι τίποτε άλλο παρά μία προσποιητή υποταγή προς τους άλλους, την οποία χρησιμοποιεί κανείς, προκειμένου αυτός να καθυποτάξει τους άλλους˙ είναι ένα κόλπο, με το οποίο η υπερηφάνεια υποβιβάζει τον εαυτό της, μόνο και μόνο για να τον εξυψώσει αργότερα, και, παρότι [η υπερηφάνεια] εκδηλώνεται με πολλούς τρόπους, ποτέ δεν είναι τόσο καλά μασκαρεμένη, ούτε τόσο ικανή να εξαπατήσει, όσο όταν ενδύεται το μανδύα τής ταπεινότητας,” μας θυμίζει ο Ροσφουκώ.[xii]

 

Ο ηθικοδιδάσκαλος χιμπαντζής

Ξανά και ξανά, ο Κρίστιαν αποκαλύπτεται ως ηθικά ανεπαρκής, σε ευθεία αντιδιαστολή με τις διακηρύξεις του και την εικόνα που ο ίδιος έχει δομήσει διαχρονικά για τον εαυτό του. Και ολόκληρο το Square μας παρουσιάζεται τελικά ως μία πολυεπίπεδη και βαθυστόχαστη σπουδή πάνω στο κατά πόσο ο σύγχρονος άνθρωπος είναι πράγματι ‘ηθικός,’ – όπως ο ίδιος διατείνεται, – ή βαθιά ανήθικος κι επομένως, κατά πόσο έχει τελικά μετατοπισθεί έστω και στο ελάχιστο από την πρωτόγονη κατάστασή του – όπως διακηρύσσει ο σύγχρονος Δυτικός Πολιτισμός μας – ή όχι.

Ο Östlund και σ’ αυτήν την ταινία του θέτει τα πραγματικά μεγάλα ερωτήματα γύρω από την αληθινή μας φύση, γύρω από τις ψευδείς εικόνες που τείνουμε να κατασκευάζουμε για τον εαυτό μας, για την υποκρισία την οποία επιστρατεύουμε σε κάθε έκφανση της ζωής μας, προκειμένου να προωθήσουμε το ατομικό μας καλό παντί τρόπω, για τη βαθιά επιθετικότητα κι ανηθικότητά μας απέναντι στον ‘Άλλο,’ για τα άπειρα ρητορικά σχήματα που εφευρίσκουμε, ώστε να πείσουμε εαυτόν και αλλήλους για το αγνό των προθέσεών μας, όταν είναι πασιφανές, ότι το μοναδικό μας κίνητρο για κάθε λόγο και πράξη μας είναι ο εγωισμός μας και μόνο. Και, επ’ ευκαιρία αυτών των θεμελιωδών ερωτημάτων γύρω από την ανθρώπινή μας φύση γενικά, δημιουργεί ταυτόχρονα και μία ακόμη ταινία-καταπέλτη για την υποκρισία της σύγχρονης Σουηδικής κοινωνίας, η οποία έχοντας επενδύσει διαχρονικά στην εικόνα τής πιο ανοικτής, χωρίς προκαταλήψεις και διαχωρισμούς χώρας, που σέβεται τη διαφορετικότητα και προασπίζει την ατομικότητα του κάθε ανθρώπου, – πολίτη της η μη, – τελικά, δεν είναι ικανή συχνά να κατανικήσει τη θεμελιώδη σύγκρουση που υποκρύπτει κάθε προσπάθεια επιβολής επί της ανθρώπινης φύσης ενός συνόλου προμελετημένων ηθικών κανόνων, οι οποίοι επιχειρούν να την αναιρέσουν και να την αρνηθούν. Με μία προσεκτικότερη παρατήρηση, οι μάσκες πέφτουν. Ο χιμπατζής μέσα μας – Σουηδικής καταγωγής ή όχι – μάς ατενίζει χλευαστικά, πανηγυρικά, ως ο αδιαμφισβήτητος νικητής, ακριβώς όπως παρατηρεί τον Κρίστιαν κι ο χιμπατζής στο δωμάτιο της Αν.

Ο Κρίστιαν, ένας τυπικός σύγχρονος Δυτικός άνθρωπος υψηλής μόρφωσης, με ένα μεγάλο βαθμό εξοικείωσης με τα αξιοθαύμαστα τεχνολογικά επιτεύγματα του Δυτικού πολιτισμού μας, ο οικονομικά ευκατάστατος τεχνοκράτης, ο ειδήμων περί των ζητημάτων της τέχνης και της κουλτούρας, ο οποίος είναι ταυτόχρονα και κοινωνός και διαπρύσιος κήρυκας όλων των κοινωνικών ευαισθησιών που χαρακτηρίζουν τη Σουηδική κοινωνία στην οποία ανήκει, δεν είναι στην πραγματικότητα παρά ένας ακόμη βαθιά ανήθικος, υποκριτής, εγωιστής και αλαζόνας άνθρωπος, που δεν διστάζει να εκμεταλλευτεί τους συνανθρώπους του, προκειμένου να προωθήσει το ατομικό του συμφέρον και μόνον. Μέσω της ιδέας τού ‘Τετραγώνου’ προβάλλει εαυτόν δημοσίως ως έναν άνθρωπο που διαπνέεται από αισθήματα αλληλεγγύης, εμπιστοσύνης κι αγάπης προς τον πλησίον, ενώ τα πραγματικά του κίνητρα είναι μόνον η επαγγελματική του ανέλιξη κι η ανάδειξη του εαυτού του ως ‘ηθικού’ κι αλτρουιστή ανθρώπου. Το σύνθημα που επιλέγει για το ‘Τετράγωνό’ του είναι ‘μία νησίδα εμπιστοσύνης και στοργής για τον άλλο,’ όμως ο ίδιος καθόλου δεν εμφορείται από τέτοιου είδους αξίες, όπως αποδεικνύει η σκληρή συμπεριφορά του απέναντι στην Αν, η επιπόλαιη επιλογή του να διανείμει τα απειλητικά σημειώματα στην πολυκατοικία των μεταναστών κι η άδικη και βίαιη συμπεριφορά του απέναντι στο μικρό μετανάστη. Επιβεβαιώνει έτσι τη διαπίστωση του Ροσφουκώ, ότι “Είναι ευκολότερο να διδάσκεις την αρετή, παρά να την εφαρμόζεις.”[xiii] Και το Σόπενχαουερ που έχει φροντίσει να μας προειδοποιήσει, ότι η υποτιθέμενη ‘Ηθική’ τού ‘πολιτισμένου’ ανθρώπου, δεν μπορεί ποτέ να δημιουργήσει πραγματικά ενάρετους ανθρώπους, διότι επιχειρεί να προσεγγίσει το πολύ πραγματικό βασίλειο της αρετής μέσω αφηρημένων εννοιών, φτηνών ηθικοπλαστικών διδαχών και νουθεσιών, ενώ στην πραγματικότητα, “… για τη βαθύτερη ουσία της αρετής καθαυτήν, η έννοια είναι κάτι στείρο, …” και γι’ αυτόν το λόγο “… κανένας δεν μπορεί με διαλέξεις ηθικής ή με κηρύγματα να φτιάξει έναν ενάρετο άνθρωπο, ακριβώς όπως δεν μπόρεσαν ως τώρα οι αισθητικοί φιλόσοφοι, με πρώτον τον Αριστοτέλη, να φτιάξουν έστω έναν ποιητή.”[xiv]

Τα σλόγκαν, οι εξεζητημένες ‘κοινωνικές δράσεις’, οι περισπούδαστες και ευφραδείς διαλέξεις, τα μεγάλα λόγια περί αλληλεγγύης, από μόνα τους, δεν καθιστούν βεβαίως τον Κρίστιαν έναν ηθικό ή ενάρετο άνθρωπο. Τουναντίον, πίσω από το στόμφο τής ενάρετης ‘περσόνας’ που αυτός έχει δημιουργήσει για τον εαυτό του, πυορροεί ακατάσχετα ακριβώς αυτός ο τελευταίος: ο εαυτός του. Διότι, σε τελική ανάλυση, “Σε όποιο απώτερο κίνητρο κι αν αποδίδει κανείς μία πράξη του, πάντοτε προκύπτει ότι τελικά το πραγματικό ελατήριό της είναι, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, το ατομικό καλό τού πράττοντος και ότι επομένως η πράξη είναι εγωιστική και κατά συνέπεια χωρίς ηθική αξία,” θα μας προσγειώσει και πάλι ο Σόπενχαουερ.[xv] Είναι από τη ‘φιληδονία’ του – κατά Μπλεζ Πασκάλ – που ορμάται στην πραγματικότητα ο Κρίστιαν, όπως κι από τη ‘φιληδονία’ όλων μας έχουν προκύψει οι ‘ηθικοί’ και άλλοι κανόνες που έχουμε εφεύρει και θεσμοθετήσει. Αυτήν και μόνον είχαν και έχουν ως στόχο να ικανοποιήσουν: “Όλοι οι άνθρωποι εκ φύσεως αλληλομισιούνται. Επιστράτευσαν κατά το δυνατόν τη φιληδονία για να εξυπηρετήσουν το δημόσιο καλό· αλλά πρόκειται για προσποίηση και για ψευδή εικόνα της αγάπης· κατά βάθος δεν είναι παρά μίσος.”[xvi]  Μπορούμε αντί του όρου ‘φιληδονία’ τού Πασκάλ να χρησιμοποιήσουμε τον όρο ‘φιλοψυχία’ του Μίκελστετερ και να οδηγηθούμε στο ίδιο αποτέλεσμα: “… ἡ φιλοψυχία την κοινωνίαν συνέστησεν,” γράφει ο τελευταίος.[xvii] Κι εξηγεί, ότι εάν έχουμε επιλέξει να οργανωθούμε στα μορφώματα που ονομάζουμε ‘κοινωνίες’, αυτό οφείλεται αποκλειστικά και μόνο στην αγάπη μας για τον εαυτό μας, για τη ζωή μας και όχι στο ενδιαφέρον μας για τις ζωές των άλλων: “… η προσκόλληση στη ζωή έχει γεννήσει την κοινωνία.”[xviii] Το άθροισμα, ωστόσο, πολλών επιμέρους εγωκεντρικών οντοτήτων, δεν μπορεί παρά να οδηγήσει σε ένα όλον, το οποίο θα κυβερνάται επίσης από τις αρχές του εγωισμού, της φιλαυτίας, του ανταγωνισμού και του μίσους τού ενός προς τους άλλους. Θα οδηγήσει νομοτελειακά σε ‘κοινωνίες κακών,’ και πάλι σύμφωνα με τον όρο τού Μίκελστετερ.[xix]  Όπως ακριβώς το παρατηρούμε δηλαδή να συμβαίνει στην πράξη και στις σημερινές δικές μας δυτικές κοινωνίες. Ανεξάρτητα από τις όποιες λεκτικές διακηρύξεις, τις ευγενείς προθέσεις ή τα δεδηλωμένα υψηλά φρονήματά μας, η αρετή κι η καλοσύνη παραμένουν, μετά από πολλές χιλιάδες χρόνια βαρετής επανάληψής μας, τα ζητούμενα, παρουσιάζοντας μία εξοργιστική αντοχή στις όποιες προσπάθειές μας να τις κατακτήσουμε με κίβδηλα μέσα, ώστε εν συνεχεία να τις εμπορευτούμε κι αυτές, με σκοπό, όπως πάντα, την ανάδειξη κι ενίσχυση του Εγώ μας. Μετά από μία ατελείωτη πορεία μας από τον υποτιθέμενο ‘άγριο’ πρωτόγονο άνθρωπο, στο σύγχρονο ‘πολιτισμένο,’ “H κοινωνία, αυτό που οι άνθρωποι αποκαλούν ‘ο κόσμος,’ δεν είναι τίποτε περισσότερο από έναν πόλεμο χιλιάδων μικροπρεπών, αντιτιθέμενων συμφερόντων,” σημειώνει ο Νικολά Σαμφόρ.[xx]

 

Τα γέλια δεν πρόκειται να βοηθήσουν. Ας αντικρίσουμε το χιμπατζή κατάματα!

Αν και τελικά ανεπαρκής ως προς τα ευγενή του συναισθήματα, ο Κρίστιαν βρίθει  προσποίησης, ρητορικών τεχνασμάτων και ψεύδους. Οι συνεντεύξεις που παραχωρεί, οι λόγοι που εκφωνεί, το video-μήνυμα που ετοιμάζει για το μικρό αγόρι, είναι όλα τους ρητορικά σχήματα, έμπλεα κενολόγων σοφιστειών, υποκρισίας και ψεμάτων. Από την ασφάλεια της κοινωνικής και οικονομικής του θέσης θεωρεί πως νομιμοποιείται να παρουσιάζει τον εαυτό του ως έναν ηθικό και κοινωνικά ευαίσθητο άνθρωπο, ενώ στην πραγματικότητα είναι μάλλον αναίσθητος και απαθής απέναντι στους υπόλοιπους. Ο Ντε Λα Μπρυγιέρ το έχει επισημάνει σωστά για την περίπτωσή του: “Η υγεία και ο πλούτος αποτρέπουν τους ανθρώπους από το να βιώνουν ατυχίες κι έτσι, τους κάνουν αναίσθητους απέναντι στον πόνο των συνανθρώπων τους.”[xxi]

Υπ’ αυτήν την έννοια, ο Κρίστιαν δεν διαφοροποιείται τελικά σε τίποτε από τον πρωτόγονο άνθρωπο του Νεάντερνταλ, παρότι οποιαδήποτε τέτοια σύγκριση θα τον εξόργιζε ή θα του προκαλούσε ειρωνικά γέλια.

Οι ευκατάστατοι χορηγοί τού ‘Τετραγώνου’ βρίσκονται συγκεντρωμένοι στο επίσημο δείπνο που τους παραχωρεί το Μουσείο. Η αίθουσα είναι υπερπολυτελής κι η ενδυμασία των συνδαιτυμόνων δεν αφήνει αμφιβολίες για την κοινωνική τάξη από την οποία προέρχονται. Μία performance πρόκειται να διαδραματιστεί σε λίγο στην αίθουσα, ως καλλιτεχνική προσφορά εκ μέρους του Μουσείου προς τους εκλεκτούς καλεσμένους του. Ο performer εμφανίζεται. Γελάκια αρχίζουν να ‘σκάνε’ μεταξύ των καλεσμένων˙ το ίδιο και στην αίθουσα προβολής τής ταινίας (εδώ λίγο πιο έντονα): ο performer είναι ντυμένος ως πρωτόγονος άνθρωπος. Είναι γυμνόστηθος, μυώδης, με έντονα προβεβλημένα ζυγωματικά. Οπτικά, ανταποκρίνεται από κάθε άποψη στο στερεότυπο που έχουμε στο μυαλό μας για τη σωματική διάπλαση του πρωτόγονου ανθρώπου. Κινούμενος με φυσικότητα και βγάζοντας άναρθρες κραυγές, πλησιάζει τους συνδαιτυμόνες. Αρχίζει να τους περιεργάζεται. Τα γελάκια εντείνονται μεταξύ των καλεσμένων. Είναι όλοι τους διψασμένοι για διασκέδαση, όπως προβλέπει το πρωτόκολλο σε αντίστοιχες τελετές. Ο πρωτόγονος μετακινείται από καλεσμένο σε καλεσμένο και με την αθωότητα άγριου ζώου, εντυπωσιάζεται από τις πιο απίθανες λεπτομέρειες των σωματικών χαρακτηριστικών και της ενδυμασίας τους.

Σταδιακά, ωστόσο, οι κινήσεις κι οι κραυγές του γίνονται πιο έντονες. Αρχίζει να εκδηλώνει επιθετικότητα απέναντι στους συνδαιτυμόνες. Φαίνεται να τον ερεθίζει η τόσο μεγάλη συγκέντρωση ανθρώπων μέσα σε μία αίθουσα, τα πολλά και έντονα οπτικά ερεθίσματα που τον κατακλύζουν, ίσως και η όλη ‘πολιτισμένη’ επιτήδευση που αντικρύζει σε τόσο μεγάλες δόσεις μπρος στα μάτια του. Όσο αγριεύει η διάθεσή του, όσο οι κινήσεις κι οι κραυγές του γίνονται πιο απειλητικές, τα γελάκια μεταξύ των καλεσμένων αρχίζουν να ‘παγώνουν,’ μέχρι που μετατρέπονται σε χαμόγελα αμηχανίας (ίσως και φόβου). Αντίστοιχα αντιδρά και το κοινό στην αίθουσα προβολής. Επικρατεί ένταση κι αμηχανία.

Μέχρι που, κάποια στιγμή, η προσοχή τού πρωτόγονου πέφτει σε μία εντυπωσιακή κοκκινομάλλα συνδαιτυμόνα. Την πλησιάζει, την περιεργάζεται αναγνωριστικά, σταδιακά αρχίζει να χαϊδεύει τα διάφορα μέρη του σώματός της. Ώσπου αίφνης, αγριεύει. Την αρπάζει βίαια, τη ρίχνει στο πάτωμα, τη σέρνει, την ακινητοποιεί κι αρχίζει να της σκίζει τα ρούχα, με προφανείς προθέσεις απέναντί της. Τα γέλια έχουν κοπεί απότομα στην ομήγυρη. Μετά από κάποιες στιγμές δισταγμού (και τρόμου;) από κοινού, σαν μία καλά οργανωμένη αγέλη, όλοι οι συνδαιτυμόνες σηκώνονται, τρέχουν προς το μέρος της γυναίκας και, με μία βιαιότητα που ξεπερνά κατά πολύ την αντίστοιχη τού πρωτόγονου, αρχίζουν να τον χτυπούν ανελέητα για να την απελευθερώσουν.

Η σκηνή τελειώνει. Από τη στιγμή αυτή και μετά, ο Östlund έχει κόψει βίαια κάθε επιφανειακό γέλιο, τόσο επί της οθόνης, όσο και εντός της αίθουσας προβολής. Τελικά, ίσως δεν επρόκειτο για μία ακόμη κωμωδία – όπως πιθανόν την προέβαλαν οι συνήθεις ύποπτοι, τα εμπορικά κανάλια διανομής, για τους γνωστούς ευνόητους λόγους, – αλλά για μία απολύτως σοβαρή ταινία, η οποία πραγματεύεται εξίσου σοβαρά ζητήματα κι η οποία δεν είχε ως αποκλειστικό σκοπό της την τέρψη ενός διψασμένου για εύκολη διασκέδαση κοινού.

Ο Östlund μας έχει δώσει ένα κινηματογραφικό αριστούργημα, με το οποίο μας έχει μιλήσει για τον εαυτό μας, σε τέτοιο βάθος, που κανείς μας δεν έχει τολμήσει να φτάσει για δικό του λογαριασμό. Μας έχει εξηγήσει, ότι το να διακηρύττει κανείς απλά πως είναι αλτρουιστής, κοινωνικά ευαίσθητος κι ενάρετος, δεν είναι αρκετό, ώστε να κατακτήσει πραγματικά την περιπόθητη αρετή. Έχει αποδομήσει με ανατομικό τρόπο το μηχανισμό των εικόνων που δημιουργούμε ακατάπαυστα για τον εαυτό μας, με σκοπό την περαιτέρω ενίσχυσή του και την αποκόμιση πολλαπλών ατομικών μας κερδών, από μία κοινωνία βασισμένη ακριβώς στις αρχές τής ‘φιληδονίας’ (κατά Πασκάλ) ή ‘φιλοψυχίας’ κατά Μίκελστετερ. Μας έχει αποκαλύψει την κτηνώδη, φίλαυτη, βίαιη όψη αυτού του ανθρώπινου εαυτού μας και σε πόσο ευθεία αντίθεση έρχεται με τις διακηρύξεις μας και την ‘περσόνα’ του ενάρετου ανθρώπου που προβάλλουμε κοινωνικά, με σκοπό πάντα το ίδιο συμφέρον. Μας έχει εξομοιώσει με χιμπατζήδες και μας το έχει αποδείξει πως πράγματι είμαστε, όχι θεωρητικά, αλλά εμπράκτως, επί κι εκτός της οθόνης, στην ίδια την αίθουσα της προβολής: μας προσέφερε προς στιγμήν το κωμικό περιτύλιγμα το οποίο τόσο διακαώς επιθυμούμε σε κάθε περίσταση, ως μέσο για την έστω προσωρινή λήθη τού βαρετού εαυτού μας, για να μας το αρπάξει εξίσου απότομα μέσα από τα χέρια, όταν μας έδειξε ανάγλυφη την εσώτερη κτηνώδη κι απεχθή μας φύση. Το πορτοφόλι που άφησε ο Östlund με όλα τα χρήματα και τις κάρτες του στην αίθουσα της Ν. Υόρκης όπου προβλήθηκε η ταινία, ‘έκανε φτερά,’ αποδεικνύοντας έτσι, ότι το Square δεν είναι μία ακόμη διασκεδαστική ταινία κι ότι πολλοί από εμάς δεν ‘περνάμε το τεστ’ τού ‘Τετραγώνου,’ στην πράξη κι όχι θεωρητικά.

Έθεσε επίσης τον δάκτυλον εις τον τύπον των ήλων και ως προς το κατά πόσο η Σουηδία αποτελεί πράγματι μία χώρα τής ανεκτικότητας, της δέσμευσης στην ισότητα και το σεβασμό των δικαιωμάτων όλων ανεξαιρέτως των ατόμων, της αλληλεγγύης, του ανθρωπισμού και της εμπιστοσύνης τού ενός προς τον άλλον, ζητήματα ιδιαίτερα ευαίσθητα για τη Σουηδική κοινωνία όπως γνωρίζουμε. Κι ως γνωστός κινηματογραφικός provocateur, άφησε σοβαρές υπόνοιες, ότι ίσως τίποτε απ’ όλα αυτά δεν ισχύει στην πραγματικότητα κι ότι ενδεχομένως, ολόκληρη η Σουηδική ρητορική περί ανθρωπισμού κι αλληλεγγύης δεν αντανακλάται και σε επίπεδο πραγματικής ζωής και πράξης.

Σηκώνεσαι να φύγεις από την αίθουσα. Η διπλανή σου – στην οποία δεν άντεξες να μην υποδείξεις επανειλημμένα, ότι η συγκεκριμένη ταινία δεν είναι μία κωμωδία κι ότι επομένως, τα ακατάπαυστα ηχηρά γέλια της υπήρξαν τουλάχιστον άκαιρα κι άτοπα – σε κοιτά απαξιωτικά, με ένα εμφανές ειρωνικό μειδίαμα ζωγραφισμένο στο, φανερά απογοητευμένο γιατί της χάλασαν τη διασκέδαση, πρόσωπό της, ως κάποιον που δεν κατάλαβε καν τι είδους ταινία μόλις παρακολούθησε. Εύχεσαι να έχει δίκιο κι αποχωρείς από την αίθουσα.

 

 

Ελευθέριος Μακεδόνας – Σύντομο Βιογραφικό Σημείωμα

– Γεννημένος στο Τορόντο Καναδά.

– Εργασία: Εθνική Τράπεζα της Ελλάδας – Πιστοδοτήσεις Επιχειρήσεων (από το 2001).

– Σπουδές: Διδακτορικό Δίπλωμα στα Οικονομικά (Παν/μιο Μακεδονίας), Μεταπτυχιακό Δίπλωμα (MBA) στη Διοίκηση Επιχειρήσεων (Παν/μιο Μακεδονίας), Πτυχίο Οργάνωσης-Διοίκησης Επιχειρήσεων (Παν/μιο Μακεδονίας), Πτυχίο Ισπανικής Γλώσσας και Πολιτισμού (ΕΑΠ).

– Δημοσιεύσεις στον τομέα των Οικονομικών και των Ισπανόφωνων Σπουδών, σε ακαδημαϊκά περιοδικά του εξωτερικού (ενδεικτικά: Trent University Nottingham, University of Sydney, Delaware University)

– Δημοσιεύσεις σε ελληνικά περιοδικά (Athens Review of Books, ο Αναγνώστης).

 

____________________

[i] Άρθουρ Σόπενχαουερ, Στοχασμοί, στιγμή, Αθήνα 1993, σ. 30.

[ii] Τζάκομο Λεοπάρντι, Σκέψεις, Opera, Αθήνα 1993, σ. 31.

[iii] Ό.π., σ. 85.

[iv] Ό.π., σ. 86.

[v] François de La Rochefoucauld, Maxims, Branden Books, Wellesley MA 2003, p. 41.

[vi] Σόπενχαουερ, ό.π., σ. 35.

[vii] Μπλεζ Πασκάλ, Σκέψεις, Καστανιώτη, Αθήνα 2000, σ. 76.

[viii] Rochefoucauld, ό.π., σ. 22.

[ix] Ό.π., σ. 54.

[x] Sigmund Freud, Civilization and its Discontents, W. W. Norton & Company Inc., New York 1962, pp. 70-71. Διαθέσιμο στο:

http://www.yorku.ca/dcarveth/freud_civilization_and_its_discontents%5B1%5D.pdf

[xi] Rochefoucauld, ό.π., σ. 88.

[xii] Ό.π., σσ. 53-54.

[xiii] Ό.π., σ. 34.

[xiv] Σόπενχαουερ, ό.π., σ. 44.

[xv] Ό.π., σ. 46.

[xvi] Πασκάλ, ό.π., σ. 65.

[xvii] Carlo Michelstaedter, Persuasion and Rhetoric, Yale University Press, New Haven & London 2004, σ. 141.

[xviii] Ό.π.

[xix] Carlo Michelstaedter, La Melodía del Joven Divino [Η Μελωδία του Θεϊκού Νέου], Editorial Sexto Piso, Coyoacan (México) & Madrid 2011, σ. 45-46.

[xx] Nicolas de Chamfort, The Cynic’s Breviary, Elkin Mathews, London 1902, p. 36. Διαθέσιμο στο: https://archive.org/details/cynicsbreviaryma00chamiala

[xxi] Jean de la Bruyère, The Characters, John C. Nimmo, London, 1885, σ. 300. Διαθέσιμο στο: https://ia802605.us.archive.org/30/items/charactersofjean00labriala/charactersofjean00labriala.pdf

Κωνσταντίνος Παλαιολόγος. Λογοτεχνικές αναφορές στο έργο του Νίκου Καζαντζάκη [Μέρος Β]

$
0
0
Επιμέλεια: Κωνσταντίνος Μούσσας // *

 

 

Διαβάστε το Α’ Μέρος του αφιερώματος >>

 

 

Η μαρτυρική μορφή του τελευταίου αυτοκράτορα αποτέλεσε διαχρονική πηγή έμπνευσης για τον μεγάλο κρητικό δημιουργό.  Ο Καζαντζάκης φαίνεται πως ήδη από την αρχή της συγκλονιστικής λογοτεχνικής και φιλοσοφικής πορείας του  μετουσίωσε το παράδειγμα,  και την στάση ζωής, ιστορικών προσωπικοτήτων που καθόρισαν την εποχή τους και που  στάθηκαν κρίσιμοι για την εξέλιξη ολόκληρων λαών και τελικά διαμόρφωσαν –και συνεχίζουν να το κάνουν-την διανόηση καθώς και την πνευματική, την ατομική και συλλογική ολοκλήρωση.

 

[…]Σκέπεις ακόμα ψηλάθε την Πόλη σαν αϊτός  δικέφαλος και την κρατάς σαν αμνάδα στα νύχια σου και δε θες να σου ξεφύγει. Κάτου απ’ το μαρμαρωμένο προσκεφάλι, με τα κεντημένα σύμβολα της Αυτοκρατορίας, κείτουνται λαμπερά, έτοιμα πάντα, τα κλειδιά της Αγια – Σοφιάς, και θα σηκωθείς μια μέρα, σα θελήσεις εσύ, ω Δεσπότη των Ρωμαίων, να πας να λειτουργήσεις [1].                                                                                                         

 

Ο Νίτσε, ο Έγκελς, ο Μάρξ και ο Μπερξσόν. Κι από την άλλη ο Μέγας Αλέξανδρος, ο Ακρίτας Διγενής και βέβαια ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος, ο τραγικότερος όλων, ο στερνός ηγεμόνας της Πόλης των πόλεων και «ο πρώτος των Ελλήνων», όπως τον αποκαλεί ο Ελύτης. Ο Καζαντζάκης δεν αντιμετωπίζει τον Δραγάση Παλαιολόγο ως απλό ήρωα που έπεσε μαχόμενος. Αφιερώνοντας σε αυτόν την θεατρική τραγωδία « Κωνσταντίνος ο Παλαιολόγος»  θέτει ,όπως άλλωστε και σχεδόν  σε όλα του τα έργα, τα μεγάλα ερωτήματα που πάντα τον απασχολούσαν : η  ελευθερία και ο διαρκής αγώνας για την προάσπισή της, ο νυν υπέρ πάντων,  η πάλη που συχνά εξελίσσεται σε μοιραία σύγκρουση μεταξύ της κρατικής εξουσίας-ειδικά στην περίοδο του βυζαντίου αλλά και μετέπειτα – και της πανίσχυρης εκκλησιαστικής ,οι έριδες, οι περίφημες βυζαντινές μηχανορραφίες  οι  διχαστικές διαμάχες, η ποδηγέτηση και χειραγώγηση του λαού, η ψυχολογία του όχλου.

Κι από την άλλη η φαινομενική αντίθεση ανάμεσα στην δύναμη του υπεράνθρωπου και της παντοδυναμίας του Θεού.

 

2

 

[…]Ποιός μπορεί ν’ αντισταθεί στη φωνή σου; Άρατε πύλας! Και τα χρυσά μωσαϊκά θα τινάξουν απάνουθέτους σκιρτώντας το ασβέστινο σάβανο και θα βροντήσει ο θριαμβικός παιάνας της Στρατηγίνας: Τη υπερμάχω Στρατηγώ τα νικητήρια… και τα κρουσταλλένια πολυκάντηλα μονομιάς θ’ ανάψουν, και θα σταθεί πάλι στον άμβωνα, σοζυγιάζοντας τα δυο φτερά, το αγριοπερίστερο. Ω Ακρίτα, σαλεύεις τη χρυσή πατερίτσα σου σαν απελατίκι, κι οι στρατιές των ουρανών- Άγγελοι, Αρχάγγελοι, Θρόνοι, Εξουσίες, Δυνάμες, Κυριότητες, Χερουβείμ και Σεραφείμ – γύρα σου, Αρχηγέ, καρτερούν το Σύνθημα.[2]

 

Όμως ο Καζαντζάκης, δεν σταματά εκεί. Επανέρχεται ξανά και ξανά τοποθετώντας  τον Παλαιολόγο στο κέντρο των ηρώων που διαθέτουν όλα τα χαρακτηριστικά του ιδανικού ηγέτη, του ανθρώπινου μαχητή από σάρκα και οστά, με αδυναμίες, φόβους και στιγμές απελπισίας, που όμως θα παραμείνει απροσκύνητος, απτόητος και τελικά αήττητος στη λαϊκή συνείδηση.

 

[…] Θυμούμαι το μεσημέρι που στάθηκα κάτω από μιαν ανθισμένη ροδοδάφνη του Ευρώτα, ανάμεσα Σπάρτη και Μυστρά, ένιωσα τη φοβερή προαιώνια πάλη καρδιάς και νου.

Ακράτητη η καρδιά χίμηξε ν’ αναστήσει το χλωμό θανατογραμμένο κορμί του Βυζαντινού μας αυτοκράτορα, του Κωνσταντίνου  του Παλαιολόγου. Να ξαναγυρίσει πίσω τον τροχό του καιρού, στις 6 του Γενάρη του 1449, που εδώ απάνω στο Μυστρά ο Κωνσταντίνος δέχτηκε την αιματοβαμμένη λιγόζωη κορόνα της Πόλης[3].

 

Ο Καζαντζάκης συνδέει τον θρύλο, όχι με τον θρήνο, αλλά με την ελπίδα. Την προσδοκία που οδηγεί και κινητροδοτεί  τις αδούλωτες ψυχές όσων αγωνίζονται για κοινωνική δικαιοσύνη,  ατομική και συλλογική προκοπή, αλληλεγγύη και εν τέλει ελευθερία.  Αντιμετωπίζει το δραματικό φαινόμενο της ατομικής θυσίας ως μοναδική ευκαιρία ώστε να υπηρετήσει κανείς τα υψηλά ιδανικά του ανθρώπινου πνεύματος, να βρει και να ακολουθήσει όχι την οδό του μαρτυρικού θανάτου, αλλά την αποθεωτική πορεία της λυτρωτικής σωτηρίας, της «εξόδου» προς την Αθανασία.

 

Νίκος Καζαντζάκης

 

3

 

Ο αυτοκράτορας ταυτίζεται με την Πόλη και με το υπέρτατο σύμβολο της, τον μνημειώδες ναό της Του Θεού Σοφίας. Ένας ολόκληρος οικουμενικός ελληνισμός, σε κάθε του έκφανση , στο βάθος της συνειδήσεως  και στον πυρήνα της ψυχολογίας του, τοποθετεί αυτά τα δυο αδιαίρετα στοιχεία, ο αυτοκράτορας-δεσπότης και ο ναός του Θεού που μαζί με την καθαρή και φαινομενική μάταιη ελπίδα έρχονται και ξανάρχονται  όπως το ρυθμικά επαναλαμβανόμενο φως  ενός αόρατου φάρου, που στέκει στο μέσω της ιστορικής θύελλας, στο πέρασμα των καιρών σταθερός και σωτήριος δείχνοντας την πορεία όχι απλώς προς την δόξα, αλλά προς την ηθική και ατομική ολοκλήρωση.

 

[…] Σιγά σιγά, και με αναγάλλιαση, βούλιαζα στο μελάνι. Μεγάλοι ίσκιοι στριγμώνουνταν γύρα από το λάκκο της καρδιάς μου και ζητούσαν να πιουν αίμα ζεστό να ζωντανέψουν- ο Ιουλιανός ο Παραβάτης, ο Νικηφόρος Φωκάς, ο Κωνσταντίνος ο Παλαιολόγος, ο Προμηθέας. Μεγάλες βασανισμένες ψυχές που πολύ πόνεσαν στη ζωή τους κι αγάπησαν κι αντιστάθηκαν με αυθάδεια στο Θεό και στη Μοίρα[4].

 

Ο Παλαιολόγος για τον Καζαντζάκη, είναι περιφανής και ποθητός προορισμός, η Ιθάκη και συνάμα το πολύτιμο ταξίδι . Το βαθύτερο παράδειγμα  των ιδεωδών και το υψηλότερο της αρετής του αγωνιζόμενου ανθρώπου.

 

[…]Κι εσύ σιωπάς κι ανεσαίνεις, μαχόμενος μέσα στο πέτρινο κουκούλι της μεταθανάτιας μεταμόρφωσης – κι ως ανεσαίνεις, τρίζουν και σπούν τα σύνορα της Ελλάδας, γιατί ‘σαι εσύ το Γένος, κάτι πιο πλατύ και πιο βαθύ από τη φτενήν Ελλάδα, το Γένος μας το ανατολίτικο, το πλούσιο, ταραγμένο και πολύσπορο, το γιομάτο ανθρώπους, θεούς και τέρατα, το ακατάλυτο Γένος της Ρωμιοσύνης![5]

 

 

__________________

[1] Νίκος Καζαντζάκης. Συμπόσιον, σελ. 22

[2] Νίκος Καζαντζάκης. Συμπόσιον, σελ. 23

[3] Νίκος Καζαντζάκης. Αναφορά στον Γκρέκο, σελ. 174

[4] Νίκος Καζαντζάκης. Αναφορά στον Γκρέκο, σελ. 447

[5] Νίκος Καζαντζάκης. Συμπόσιον, σελ.23

 

 

Viewing all 627 articles
Browse latest View live