Quantcast
Viewing all 627 articles
Browse latest View live

✔Νέες εκδόσεις: 10 καινούργια βιβλία/ παλιοί και νέοι εκδοτικοί

Γράφει η Ελένη Γκίκα //

 

Image may be NSFW.
Clik here to view.

 

Ξένη πεζογραφία:

 

Image may be NSFW.
Clik here to view.
Γκαστόν Φιόδρα «Η συνωμοσία Μπόρχες», Μετάφραση: Αχιλλέας Κυριακίδης, εκδ. Opera, σελ. 160

«Αποφάσισα να τον πιστέψω, ξέροντας πως η ζημιά θα ’ταν ανεπανόρθωτη. Ο Ντανιέλ, σκυμμένος πάνω από το τραπεζάκι του μπαρ, έδινε τις λεπτομέρειες μιας υπόθεσης που διαγραφόταν ανησυχητική. Θυμάμαι τα λόγια του να πέφτουν αργά από το στόμα του, την κατάπληξη που προκαλούσαν, όχι μόνο επειδή αυτά που έλεγε είχαν να κάνουν με τον Μπόρχες, αλλά και επειδή δε θύμιζαν σε τίποτα τη συνήθη του μετριοπάθεια: ‘‘Ο Μπόρχες είναι επινόημα, είναι ένα συλλογικό δημιούργημα… ακόμα και η Κοδάμα αγνοούσε όλα αυτά τα χρόνια πως ο συγγραφέας Μπόρχες δεν ήταν παρά μια κατασκευή, βάσει ενός συμφώνου που παρέμεινε σε ισχύ ώς το θάνατό του».»
Πατώντας γερά σε μερικά από τα αρχετυπικά διηγήματα του Μπόρχες, ο επίσης Αργεντινός Γκαστόν Φιόρδα αποτολμά ένα μυθιστόρημα που ακροβατεί χαριέντως ανάμεσα στο φιλολογικό ψευδοδοκίμιο και στο μεταφυσικό θρίλερ. Αφετηρία του, η σκανδαλώδης εικασία ότι αυτή η μείζων προσωπικότητα που όλοι αναγνωρίζουμε ως έναν από τους μεγαλύτερους στοχαστές και πεζογράφους του 20ού αιώνα δεν ήταν παρά ένα κατα-σκεύασμα της ομάδας του περίφημου περιοδικού «Sur», ένας ατάλαντος συγγραφίσκος που απλώς υπέγραφε τα διηγήματα και τα ποιήματα της ομάδας, με το όνομα Χόρχε Λουίς Μπόρχες. Λεπτό χιούμορ, «αστυνομικές» ανατροπές και απίστευτο αφηγηματικό… θράσος!

 

Image may be NSFW.
Clik here to view.
Ερνάν Ρονσίνο «Το τελευταίο τρένο από το Μπουένος Άιρες», Μετάφραση: Αχιλλέας Κυριακίδης, εκδ. Opera, σελ. 80

«Που λέτε, ονειρεύομαι τρένα. Τρένα που εκτροχιάζονται. Πριν πέσουν, τραμπαλίζονται. Σπάνε τις ράγες. Βγάζουν σπίθες. Και μετά έρχεται εκείνος ο ήχος πριν απ’ το οριστικό σταμάτημα, ο στριγκός. Που σε πονάει στα δόντια. Που σ’ ανατριχιάζει. Όπως η φαλτσέτα όταν περνάει απ’ τη ζώνη του λαιμού, και το κεφάλι αναριγεί, οι ώμοι αναριγούν, και δεν έχει σημασία αν είναι ο Μπίτσο Σόουσα ή ο γερο-Μπέρμαν, οι ώμοι τραντάζονται σαν τα βαγόνια ενός τρένου που εκτροχιάζεται. Μετά μένει στο σβέρκο μια κάψα. Και το γαργάλημα της βούρτσας με το ταλκ γύρω απ’ το λαιμό. Και μια αδιατάραχτη γαλήνη».
Το εργοστάσιο της Glaxo στην επαρχία του Μπουένος Άιρες. Ο οικισμός που γίνεται χωριό και παίρνει τα’ όνομά του από την πολυεθνική. Τρεις φίλοι που ανδρώνονται μαζί του. Η ωραία γυναίκα που δεσπόζει στα όνειρά τους. Το πάθος που εκτροχιάζεται σε φόνο. Το τελευταίο τρένο που έρχεται διαρκώς απ’ το Γκαν Χιλ με την έγχρωμη εκδίκηση του Κερκ Ντάγκλας και τη σκοτεινή προδοσία μιας φιλίας.
Ένα συναρπαστικό μυθιστόρημα, που έρχεται να εμπλουτίσει την ήδη εντυπωσιακή νεότατη λογοτεχνική παραγωγή της Λατινικής Αμερικής.

 

Image may be NSFW.
Clik here to view.
Πατρίσια Ένχελ«Οι φλέβες του ωκεανού», Μετάφραση: Κατερίνα Σχινά, εκδ. opera, σελ.528

«Τον παρατηρώ τυλιγμένο στο σάβανο της νύχτας, μιας νύχτας τόσο μελανής που μοιάζει μ’ εκείνη που μας καταπίνει όταν βγαίνουμε στον ωκεανό. Πρέπει να νιώθει το βλέμμα μου γιατί, χωρίς να ξυπνήσει, απλώνει το χέρι του, με τραβάει κοντά του και πλάθω το σώμα μου στο σχήμα του δικού του, τον φιλάω ώσπου να με φιλήσει κι εκείνος, και ξαναμαθαίνω το μάθημα που μ’ έχει διδάξει κάθε κοινή μας νύχτα: ότι θα βρω στο σώμα του -κι όχι στις λέξεις του- τις απαντήσεις σε όλα μου τα ερωτήματα.» (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)
«Από τις πολυτάραχες «καραϊβικές» κοινότητες της Φλόριντα και τον Μαϊάμι, ως την Αβάνα της Κούβας και την Καρθαγένη της Κολομβίας, η Πατρίσια Ένχελ συνθέτει μια καθηλωτική παν αμερικανική ιστορία των τσακισμένων ανθρώπων που έχουν έρθει αντιμέτωποι με τις πιο ανελέητες μορφές απώλειας και στέρησης, ανθρώπων που αναζητούν (και καμιά φορά βρίσκουν) τη λύτρωση μέσα στην αγνότητα του φυσικού κόσμου και την (δυσεύρετη) ανθρώπινη συντροφικότητα.
«Στις Φλέβες του ωκεανού, η Πατρίσια Ένχελ δημιουργεί ένα υπόδειγμα μυθιστορήματος, με πλούσια αφήγηση, γεμάτη με την ηχώ και τους κυματισμούς των παρελθόντων γεγονότων -που καθορίζουν το παρόν- και την εξερεύνηση του μπερδεμένου ιστού της οικογενειακής ευθύνης για όλα τα «επακόλουθα» των ανθρωπίνων πράξεων.» (Lucy Sholes, The New York Times)

 

Image may be NSFW.
Clik here to view.
Sarlot Resartus «Τόμας Καρλάιλ», Μετάφραση: Χριστίνα Μπάμπου- Παγκουρέλη, εκδ. Αμολγός, σελ. 374

Στον «Sartor Resartus», ο Καρλάιλ περιγράφει την πορεία ενός Γερμανού καθηγητή προς την αναγνώριση της αληθινής του κλίσης και την συμφιλίωσή του με το ανθρώπινο και το θείο, κρατώντας για τον εαυτό του τον ρόλο του αμήχανου μεταφραστή και επιμελητή της Αγγλικής έκδοσης του Συγγράμματος, ο οποίος «καυχάται ότι είναι άνθρωπος επιβεβαιωμένων στοχαστικών συνηθειών», και με Αγγλοσαξονικό χιούμορ και λεπτή ειρωνεία σχολιάζει τις άλλοτε ακραία ριζοσπαστικές και άλλοτε ακραία συντηρητικές απόψεις του καθηγητή, προσπαθώντας να βοηθήσει τον ανύποπτο αναγνώστη στην κατανόηση αυτής «της αξιόλογης Πραγματείας», η οποία «είτε αμερολήπτως αποδεκτή είτε αμερολήπτως απορριπτέα, δεν μπορεί να περάσει απαρατήρητη».
Πεπεισμένος ότι δεν αρκεί η παρουσίαση των φιλοσοφικών θέσεων και μόνο, αλλά είναι αναγκαία και η προβολή του χαρακτήρα και της ζωής του άγνωστου φιλοσόφου, ο οποίος ισχυρίζεται ότι «η Κοινωνία έχει θεμελιωθεί επάνω στο Ύφασμα», και γνωρίζοντας ότι διαθέτει «και τα επαγγελματικά προσόντα και την κλίση» για κάτι τέτοιο, ο Επιμελητής αποφασίζει να συστήσει στο αναγνωστικό κοινό και τον Φιλόσοφο εκτός από την Φιλοσοφία του.
Ο Καρλάιλ στα 36 του χρόνια, αντλώντας από τη δική του μακρόχρονη πορεία αμφισβήτησης, με την τετράγωνη μαθηματική λογική του, το βιτριολικό του χιούμορ, τον αυτοσαρκαστικό μισανθρωπισμό του, τον αξιοσημείωτο σεβασμό και την αγάπη του για τα ζώα και τη Φύση γενικά, δημιούργησε το πρώτο του βιβλίο στο οποίο περιέχονται όλες οι κοινωνικοπολιτικές και φιλοσοφικές απόψεις και ανησυχίες του. Ακολουθώντας τα χνάρια δύο αγαπημένων του συγγραφέων, του Τζόναθαν Σουίφτ και του Λώρενς Στερν, ύψωσε μια ξεχωριστή φωνή στον αιώνα του ορθολογισμού και της εκβιομηχάνισης, και σφράγισε τη μετάβαση της Μεγάλης Βρετανίας από τον Ρομαντισμό στη Βικτωριανή περίοδο. […] Η Τζωρτζ Έλιοτ έγραφε το 1855: «Όλα τα ανώτερα και δραστήρια πνεύματα αυτής της γενιάς διαμορφώθηκαν μέσα από τα γραπτά του Καρλάιλ. […] Το μέγεθος της επιρροής του φαίνεται ξεκάθαρα από το γεγονός ότι διαφωνούν περισσότερο με τις απόψεις του εκείνοι που η ανάγνωση του Sartor Resartus άφησε εποχή στην ιστορία του μυαλού τους».

 

Ποίηση:

 

Image may be NSFW.
Clik here to view.
Θάνος Πανταζής «Εν μέσω ψιθύρων», εκδ. ΑΩ, σελ. 56

Δείγμα γραφής:

ΕΡΧΟΜΑΙ ΣΠΙΤΙ
Ακούω ένα τραγούδι των νεανικών μου χρόνων,
Κλείνω τα μάτια και το δωμάτιο απλώνεται στο άπειρο,
Το σώμα μου εκρήγνυται κι αιωρείται πάνω από στάχυαδερβίσηδες,
Τα βλέφαρα κλειστά – κατάματα στον ήλιο,
Και δεν υπάρχει πόνος, ούτε θλίψη,
Τα σκέπασε η μυρουδιά του πεύκου και της ρίγανης,
Ακούω ένα τραγούδι των νεανικών μου χρόνων,
Αγάπη μου, έρχομαι σπίτι.

Σεπτέμβρης του ’14
**
ΨΙΘΥΡΟΙ
Ψιθύρισέ μου θάλασσα όλες τις χάρες που μου ‘χει δώσει η ζωή
Ψιθύρισέ μου θάλασσα κι όλες τις πίκρες και τον πόνο που ‘χω νιώσει.
Άσε την αρμυρή ανάσα σου το μέτωπο να μου δροσίζει
Και τ’ αφρισμένο χάδι σου τις αμαρτίες μου στα βράχια να ξορκίζει.
Τ’ ανταριασμένα κύματα την άγρια χαρά μου ας θεριεύουν
Και στης μπουνάτσας τη γαλήνη, μαλάκωσε τα βάσανα και τους καημούς.
Στείλε τους άνεμους, στον ουρανό σα γλαροπούλι να με πάνε
Και κλείσε στην παγωμένη αγκάλη του βυθού σου όλες τις μαύρες σκέψεις
Που σαν το σαράκι μού κατατρώγουν την ψυχή.
Ψιθύρισέ μου θάλασσα τραγούδια για χορούς που ‘χω ξεχάσει
Ψιθύρισέ μου θάλασσα ένα νανούρισμα που ‘χω ν’ ακούσω από παιδί.
Κι όταν θα ‘ρθεί το τέλος μου, φώναξε τ’ όνομά μου δυνατά
Κι άσε τις στάχτες μου μέσα στ’ απέραντο γαλάζιο των νερών σου να ‘ρθουν
Σ’ έναν αιώνιο γάμο, ένα μαζί σου να γενώ.

 

Προσωπικές αφηγήσεις- Μαρτυρίες:

 

Image may be NSFW.
Clik here to view.
Ροζίτα Σώκου «Ο αιώνας της Ροζίτας» (1900- 1950), επιμέλεια: Agim Mato, εκδ. Οδός Πανός, σελ. 472

Ο Νουρέγεφ κάποτε -αναφερόμενος στις μνήμες του από τη ζωή του στη Ρωσία, τους φίλους, την οικογένειά του- μου είπε: «Όποιος κοιτάζει πίσω του, πέφτει από τη σκάλα». Ήταν από τις φράσεις που με σημάδεψαν.
Το ίδιο και ο πατέρας μου, που διάβαζε -και μ’ έβαζε να του διαβάζω- τη Γραφή και τα Ευαγγέλια και που είχε υπογραμμίσει πολλά εδάφια που θυμάμαι ακόμα. Ανάμεσά τους το: «Άφετε τους νεκρούς θάψωσι τους εαυτών νεκρούς». Και σήμερα δεν κάθομαι να κλαίω τους τόσους νεκρούς που έχω «ζήσει» – και που λόγω μεγάλης ηλικίας είναι αναρρίθμητοι. Πιστεύω, πως αν κλαις, κλαις για τον εαυτό σου και για κανέναν άλλον.
Μεγάλωσα στην Ελλάδα, στην Αθήνα. Κάθε τόσο θυμάμαι την παλιά μας θρησκεία και χαίρομαι και λυπάμαι. Τι όμορφα που τα είχαν σκεφτεί όλα οι αρχαίοι μας… Κάθε τι στη φύση ήταν Θεός. Ακόμα και ο άνεμος, ο Βορέας. Κι η Ελπίδα, λέει, η τελευταία θεά, τουλάχιστον αυτή έμεινε στο πιθάρι της Πανδώρας. Έμεινε για τον άνθρωπο. Με τη διαφορά πως σήμερα ούτε αυτήν δεν έχουμε.
Και γυρνάω πίσω το μυαλό μου και σκέφτομαι τι ωραία ζωή έζησα. Ναι, ναι… Με τον θάνατο του πατέρα μου, με την Κατοχή, με το Κίνημα (έτσι το λέγαμε τότε), τότε που μας πολυβολούσαν τ’ αεροπλάνα κι εμείς κρυβόμασταν στα χαντάκια. Ούτε πού θυμάμαι να ένιωσα τι θα πει φόβος.

 

Image may be NSFW.
Clik here to view.
Ροζίτα Σώκου «Ο αιώνας της Ροζίτας» (1957- 2017), επιμέλεια: Agim Mato, εκδ. Οδός Πανός, σελ. 440

Κριτικός κινηματογράφου και θεάτρου που επί 50 χρόνια γύρισε όλα τα φεστιβάλ του κόσμου και γνώρισε τις μεγαλύτερες προσωπικότητες της τέχνης του 20ού αιώνα, η Ροζίτα Σώκου έγινε γνωστή στο πανελλήνιο από μια… τηλεοπτική εκπομπή. Παράλληλα, είναι ένας άνθρωπος που το μεγαλύτερό του ταλέντο ήταν στη φιλία. Μέσα απ’ αυτήν την αφήγηση περνάει ένας αιώνας Ελλάδας, η ζωή στην Αθήνα που ελάχιστοι πια ζουν για να θυμούνται. Περνάει ο ελληνικός κινηματογράφος και οι πρωταγωνιστές του. Οι εγχώριοι και διεθνείς σταρ. Αλλά και όλοι οι ξεχωριστοί άνθρωποι, είτε διάσημοι είτε όχι, που έπαιξαν ρόλο στη ζωή της.

 

Θέατρο- Ιστορία:

 

Image may be NSFW.
Clik here to view.
Γιάννης Μόσχος «Ο Ερρίκος Ίψεν στην ελληνική σκηνή: Από τους “Βρυκόλακες” του 1894 στις αναζητήσεις της εποχής μας», εκδ. Αμολγός, σελ. 484

Η παρούσα μελέτη επιχειρεί να καταγράψει και να αναλύσει τις σκηνικές τύχες των θεατρικών έργων του Ερρίκου Ίψεν στην Ελλάδα από την πρώτη παράσταση, το 1894, έως το τέλος του 20ού αιώνα. Παρακολουθώντας την ελληνική θεατρική ιστορία, εξετάζονται οι αλλαγές που επήλθαν συν τω χρόνω στη σκηνική αντιμετώπιση των ιψενικών έργων και στις αντιλήψεις των καλλιτεχνών και των θεωρητικών για τον συγγραφέα. Ασχολείται ως ένα βαθμό και με θέματα πρόσληψης, εξετάζοντας την υποδοχή που επιφύλαξαν οι άνθρωποι του θεάτρου, οι διανοούμενοι και το κοινό στα έργα του Ίψεν. Το κύριο αντικείμενο του βιβλίου όμως είναι η σκηνοθετική τους αντιμετώπιση, η σκηνική ανάγνωση των έργων και η αισθητική των παραστάσεων. Η έρευνα για την παρουσία του Ίψεν στα ελληνικά πράγματα περιλαμβάνει τη συλλογή στοιχείων για τις παραστάσεις Ίψεν που έγιναν στον ελλαδικό χώρο, την καταγραφή όλων των δημοσιευμένων κειμένων στην ελληνική γλώσσα του Ίψεν και για τον Ίψεν, καθώς και την καταγραφή των ομιλιών και εκδηλώσεων στην Ελλάδα με κεντρικό θέμα τον δραματουργό. Το κάθε ένα από τα εφτά κεφάλαια εστιάζει στα σημαντικά πρόσωπα και θεατρικά σχήματα της συγκεκριμένης κάθε φορά χρονικής περιόδου, και το βιβλίο κλείνει με τη διατύπωση επιλογικών παρατηρήσεων για τη συνολική παρουσία του συγγραφέα στην Ελλάδα, από την πρώτη του εμφάνιση έως το τέλος του 20ού αιώνα. Η έκδοση συνοδεύεται από CD που περιλαμβάνει την παραστασιογραφία όλων των ιψενικών παραστάσεων από το 1894 έως τη λήξη της χειμερινής περιόδου 2014-2015. Στο CD ο αναγνώστης θα βρει και όλες τις υπόλοιπες καταγραφές της έρευνας.

 

Πολιτική- Δοκίμια:

 

Image may be NSFW.
Clik here to view.
Σπύρος Λυκούδης «Δρόμοι αριστεροί», εκδ. Ίνδικτος, σελ. 286

Στα κείμενα που περιλαμβάνονται στο βιβλίο αποτυπώνεται ο δημόσιος πολιτικός λόγος του Σπύρου Λυκούδη κατά την τελευταία τριετία, περίοδο συγκλονιστικών πολιτικών αλλαγών και ανακατατάξεων, καθώς και προσωπικών επιλογών του ιδίου.
Η πολιτική επιχειρηματολογία του έχει πάντοτε ως σταθερό υπόβαθρο και σημείο αναφοράς την πλούσια πολιτική του εμπειρία, το ήθος, τις αρχές και τις αξίες της Ανανεωτικής Αριστεράς στην οποία θήτευσε και την οποία υπηρέτησε με συνέπεια, επιμονή και πάθος επί ολόκληρες δεκαετίες. Διακρίνεται από μια σύγχρονη ευρωπαϊκή, μεταρρυθμιστική και κοινωνικά προοδευτική οπτική.
Ο πολιτικός του λόγος -πάντοτε σοβαρός, σαφής και συγκεκριμένος- είναι πολυδιάστατος, υπογραμμίζοντας τόσο τις κοινωνικές, πολιτικές, ιδεολογικές και πολιτισμικές διαστάσεις των προβλημάτων όσο και τις πολιτικές του στοχοθετήσεις.
Έγκαιρη και καθ’ όλα επίκαιρη η προειδοποίησή του, και από το βήμα της Βουλής, ότι η αλαζονεία, η διχαστική πολιτική, ο άκρατος κομματισμός, η αντι-θεσμική συμπεριφορά, η αχαλίνωτη προπαγάνδα, η εγκατάλειψη του αξιακού συστήματος της Αριστεράς και τα πεπραγμένα της κυβέρνησης σηματοδοτούν μια πορεία εξαιτίας της οποίας ο ισχυρισμός «πρώτη φορά Αριστερά» κινδυνεύει να απολήξει σε ολοσχερή απόρριψή του από την κοινωνία και στο «ποτέ ξανά Αριστερά» με ό, τι αυτό σημαίνει.

 

Image may be NSFW.
Clik here to view.
Γιώργος Βερνίκος «Σχεδιάζοντας το μέλλον», εκδ. ΑΩ, σελ. 108

«Τα διλήµµατα και τα προβλήµατα που αντιµετωπίζει η χώρα µας σήµερα, απαιτούν οµοψυχία, ενότητα και αλληλεγγύη, µα πάνω από όλα κοινωνικό διάλογο. Γιατί µόνο µέσα από τη σύνθεση θα µπορέσουµε να βρούµε λύσεις και απαντήσεις, αλλά και να εξασφαλίσουµε την αναγκαία συναίνεση σε κοµβικά ζητήµατα όπως είναι η ανάπτυξη, η απασχόληση και οι προκλήσεις των σύγχρονων τεχνολογικών εξελίξεων. Φυσικά και δεν είναι εύκολο: είναι όµως αναγκαίο προκειµένου να αποφύγουµε τη σύγκρουση. Οι αντιπαραθέσεις πρέπει επιτέλους να δώσουν τη θέση τους στο γόνιµο διάλογο µε γνώµονα τον άνθρωπο, την κοινωνία και το µέλλον αυτού του τόπου και των παιδιών µας. Πρέπει να σταθούµε υπεύθυνα και να αναλάβουµε πρωτοβουλίες που θα αποτρέπουν την περαιτέρω διολίσθηση σε αυταρχικότητα, εθνική απαξία και ασηµαντότητα.
Έχοντας την τιµή να εκλεγώ στο αξίωµα του Προέδρου της Οικονοµικής και Κοινωνικής Επιτροπής Ελλάδας, ενός ευρωπαϊκού θεσµού που αποτελεί συνταγµατικά κατοχυρωµένο βήµα οργανωµένου διαλόγου µεταξύ των κοινωνικών εταίρων, έδωσα εξαρχής στον εαυτό µου, τα µέλη και τους φορείς µας την εξής υπόσχεση: ότι θα προσπαθήσω σθεναρά και παρά τις σηµερινές αντιξοότητες να στηρίξω το θεσµό του διαλόγου µε διαφάνεια και υπευθυνότητα. Θα καλέσω όλους ξανά και ξανά να καταθέσουν τις προτάσεις τους για έξοδο από την κρίση, να συνεργαστούν, να µιλήσουν µεταξύ τους ειλικρινά, να αισθανθούν τα προβλήµατα της κοινωνίας και να δείξουν την αλληλεγγύη που τόσο πολύ χρειαζόµαστε σήµερα.
Σε κάθε περίπτωση πάντως, η ΟΚΕ θα είναι εδώ και θ’ αποτελεί σταθερό σηµείο πρωτοβουλιών διαλόγου, σύνθεσης ιδεών και απόψεων. Θα είναι σύµµαχος σε κάθε προσπάθεια µετάβασης, από την Ελλάδα µε τις παθογένειες του χθες, σε µια σύγχρονη αναγεννηµένη Ελλάδα. Θεωρώ άλλωστε ότι το ίδιο το έργο µας το έχει αποδείξει. Τόσο το 2015, όσο και το 2016 και το 2017, η Επιτροπή µας επεδίωξε να έχει µία δυναµική παρουσία µέσω έκδοσης γνωµοδοτήσεων, διοργάνωσης ηµερίδων και διεθνών εκδηλώσεων, αλλά και πληθώρας άλλων αξιόλογων δράσεων και συνεργασιών, ενώ µε την αρθρογραφία και τις παρεµβάσεις µου κατά καιρούς, προσπάθησα να δώσω ένα στίγµα των θέσεων, των συµπερασµάτων και του οράµατος µου για τη σύγχρονη Ελλάδα.
Με την έκδοση που κρατάτε στα χέρια σας, εύχοµαι να γίνετε κοινωνοί των παραπάνω προβληµατισµών, να εµπνευστείτε, ακόµα και να διαφωνήσετε, αρκεί όµως να κινητοποιηθείτε. Γιατί αν η κρίση µας έδωσε ένα µάθηµα θα έλεγα µε σιγουριά πως αυτό είναι ότι πρέπει ν’ αλλάξουµε νοοτροπία στον τρόπο που αντιλαµβανόµαστε τον εαυτό µας και να µην τον βλέπουµε πλέον µόνο σαν µονάδα, αλλά ως µέρος του όλου. Είναι µέσα από ατοµικές και συλλογικές υπερβάσεις που θα καταφέρουµε να ανοίξουµε µια νέα σελίδα για τούτο τον τόπο.» Γιώργος Βερνίκος

 


Μια απλή προσέγγιση στη σημειολογία του κινηματογράφου

Γράφει η Πέρσα Ζηκάκη // *

 

Image may be NSFW.
Clik here to view.

 

Αφορμή γραφής για όσα παρακάτω θα διαβάσετε μου έδωσε η ταινία «Αόρατη κλωστή» που είδα. Δεν θέλω να κάνω εδώ κριτική για το έργο δεδομένου ότι αυτή έχει ήδη γίνει από τους αρμόδιους κριτικούς ταινιών. Θα σταθώ όμως στο σημαντικό εκείνο κομμάτι που αναφέρεται στη σημειολογία του κινηματογράφου (τη μελέτη δηλαδή του κινηματογράφου σαν ενός συστήματος αξιοπρόσεκτων σημείων), και που κατά την προσωπική μου άποψη δίνει τεράστια βαρύτητα στην όλη αισθητική της κάθε ταινίας. Ας μη ξεχνάμε ότι ο κινηματογράφος είναι η τέχνη που συνδυάζει και συγχωνεύει μέσα της κι άλλες τέχνες. Δεν θα επεκταθώ πάνω σ’ αυτό γιατί θα ξεφύγω ίσως από το σκοπό που με ώθησε στο να γράψω αυτές τις σκέψεις μου επάνω στην σημειολογία του κινηματογράφου και το ρόλο της σ’ αυτόν,  δεδομένου ότι το ψυχολογικό αντανακλαστικό προηγείται από την ψυχολογική συγκίνηση.

 

Βασικό ρόλο στη σημειολογία παίζει  αυτό που ονομάζουμε «συμπαραδήλωση» (connotation) ή συνειρμική, ή από πρόθεση σημασία μιας σκηνής, μιας έκφρασης μαζί με τις ιδέες αλλά και τις συσχετίσεις της. Αυτό στην ουσία είναι που καθηλώνει τη σκέψη αλλά και το βλέμμα του «έμπειρου» θεατή στην κάθε ταινία που βλέπει.

Θεωρώ ότι ο κινηματογράφος είναι πιο κοντά στη λογοτεχνία απο οποιαδήποτε άλλη τέχνη, χωρίς μ’ αυτό να θέλω να πω ότι πρέπει να εγκαταλείψουμε το βιβλίο. Αλλά ποιος μπορεί να κρίνει τι είναι αυτό που κάνει μία τέχνη αξιότερη από μια άλλη;

Στη σημειολογία εμπλέκεται και η Αισθητική, γιατί είτε εστιάζουμε στο σημείο, είτε στο σύνολο, εν τούτοις τα συναισθήματα  που γεννιούνται αποτελούν ένα αλληλοσυσχετιζόμενο σύνολο. Κι εδώ υποχρεωτικά θα αναφερθώ στις (Correspondances) τού Μπωντλαίρ αλλά και όλης της σχολής των Γάλλων συμβολιστών ποιητών μετά τον Μπωντλαίρ, που έκαναν την παραπάνω αντίληψη μία από τις κυριότερες αισθητικές αρχές.

Η σημειολογία του κινηματογράφου προσπαθεί να δώσει απάντηση στο ερώτημα, αν και μέχρι ποιο σημείο η κινηματογραφική κριτική κι αισθητική μπορούν να αποτελέσουν μια ειδική περιοχή τής γενικής επιστήμης τών σημείων.

Αν δεν καταλάβουμε τους κώδικες ή τους τρόπους έκφρασης που επιτρέπουν την ύπαρξη του μηνύματος στον κινηματογράφο, είμαστε καταδικασμένοι να αποκομίσουμε μαζικές αλλά και σιγμιαίες εντυπώσεις οι οποίες θα μας αφήσουν «ακάλυπτους» από μία άποψη.

Πατέρας της σημειολογίας θεωρείται ο Φερδινάνδος Ντε Σωσσύρ (Ελβετός γλωσσολόγος (1857-1913), ο οποίος πρώτος στο έργο του ‘Μαθήματα Γενικής Γλωσσολογίας» προφήτευε τη δημιουργία μιας νέας επιστήμης, τής επιστήμης τής σημειολογίας, η οποία θα επισημαίνει πως τα σημεία είναι εκείνα που πρέπει να μελετώνται πρώτα, από κάθε κοινωνική άποψη. Ο Σωσσύρ είναι ο πρώτος που ανέφερε στο έργο του «Μαθήματα Γενικής Γλωσσολογίας», ανάμεσα στις κυριότερες έννοιες, την έννοια τού «σημαίνοντος» και «σημαινομένου», δηλαδή το συμβατικό (αυθαίρετο) συνδυασμό δύο εσωτερικών ψυχολογικών οντοτήτων, μιας εικόνας, ενός ακούσματος ή μιας ιδέας (σημασίας). Οπωσδήποτε ο κάθε προφορικός κώδικας ενισχύει την όποια εικόνα στο μυαλό μας, γι αυτό οι δύο αυτές επιστήμες είναι αλληλένδετες.
Κι ο κινηματογράφος έχει τη δική του γλώσσα, μια γλώσσα όμως χωρίς κώδικα. Μια γλώσσα που χρησιμοποιεί κείμενα, τα σενάρια, που «σημειολογεί» με συνομιλίες με νόημα αλλά και εικόνες, που όταν εστιάζει επάνω τους ο φακός μάς παραπέμπουν σε αυτό που στη θεατρική γλώσσα λέγεται «sub texte» δηλαδή αυτό που κρύβεται «κάτω» από το κάθε κείμενο. Φυσικά μόνο η ανάλυση ολόκληρου τού corpus τής κάθε ταινίας επιτρέπει τη σύνθεση των επί μέρους. Όσο για την εικόνα την οποία βλέπουμε  μπορούμε να μη τη βλέπουμε απλά, αλλά να μπαίνουμε, αν μπορούμε, στο σκεπτικό της σημειολογίας τού κάθε σκηνοθέτη. Ναι, ήταν μια ταινία γεμάτη σημειολογία η «Αόρατη Κλωστή» όπως και πολλές άλλες που είχαμε την τύχη να δούμε ή την ατυχία να χάσουμε. Ας είναι. Μερικές αντινομίες ή απορρίπτονται ή αντιστρέφονται, κατά τον ίδιο τρόπο που άλλες μένουν αμετακίνητες και διαρκείς.

 

 

* Η Πέρσα Ζηκάκη γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Αθήνα. Σπούδασε στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας γαλλική φιλολογία, ελληνική φιλολογία, (τμήμα ιστορικό αρχαιολογικό). Υπηρέτησε τη Μέση Εκπαίδευση στη Πάτρα, από όπου και συνταξιοδοτήθηκε πριν λίγα χρόνια. Το 2008 κυκλοφόρησε το πρώτο της μυθιστόρημα «Τύψεις και μαργαριτάρια». Το 2009 κυκλοφόρησε το μυθιστόρημα «Οι κληρονόμοι της σιωπής» Το 2012 το μυθιστόρημα «Πάντα κάτι θα λείπει» Το 2016 κυκλοφόρησε το τέταρτο μυθιστόρημά της «Η Τεθλασμένη».

 

«Είμαστε απ’ την ύλη που είναι φτιαγμένα τα όνειρα»

Γράφει ο Αγησίλαος Κ. Αλιγιζάκης // *

 

Image may be NSFW.
Clik here to view.
π. Ευάγγελος Γκανάς «Ο λύχνος πάνω στη λυχνία. Η εκκλησία ως εναλλακτική πόλις», εκδόσεις Πόλις, Αθήνα 2017

 

Ο τίτλος της παρούσας βιβλιοκριτικής είναι ένας εμβληματικός στίχος του Σαίξπηρ, ο οποίος βρίσκεται στο βιβλίο Ο λύχνος πάνω στη λυχνία. Η εκκλησία ως εναλλακτική πόλις, εκδ. Πόλις, Αθήνα 2017 του π. Ευάγγελου Γκανά. Από ύλη είναι φτιαγμένο το ανθρώπινο σώμα, καθώς και η εκκλησία (άνθρωποι και ναοί), ενώ όνειρα είναι η ανθρώπινη ψυχή με τις ιδέες της και η εν Χριστώ κοινωνία του ανθρώπου με τον Θεό. Τη σύζευξη αυτών των δυο εννοιών, την υλικότητα και την πνευματικότητα στο χώρο της Εκκλησίας, επιχειρεί ο συγγραφέας π. Ευάγγελος Γκανάς, ο οποίος  ξαφνιάζει ευχάριστα τον αναγνώστη, καθώς είναι μια από τις ελάχιστες φορές που ένα ορθόδοξο θεολογικό πόνημα θέτει τις νέες ερωτήσεις που έχει δημιουργήσει η μετανεωτερική εποχή (η νεωτερική είναι από τον 18ο αιώνα μέχρι τα τέλη του 20ου αιώνα) στην κοινωνία του 21ου αιώνα.

Στα είκοσι δύο κεφάλαια, τα οποία αποτελούν εισηγήσεις του συγγραφέα σε θεολογικά και επιστημονικά συνέδρια κατά την περίοδο 2010-2016, μαζί με τα ερωτήματα δίνονται και απαντήσεις που βασίζονται στη διεθνή βιβλιογραφία και την πατερική παράδοση.

Ακανθώδη ζητήματα, όπως οι σχέσεις: εκκλησίας-κράτους, θεολογίας και επιστήμης, φιλοσοφίας και ορθοδοξίας, καθώς και η βιοηθική, η βιοπολιτική, η δογματική ακρίβεια, ο ηθικός βίος, η κοινωνική δικαιοσύνη, η παιδεία και η παγκόσμια ειρήνη, αναλύονται και ερμηνεύονται. Είναι αυτονόητο ότι όλα αυτά είναι κοινά προβλήματα και για τα άλλα δυο χριστιανικά δόγματα, δηλαδή τον Ρωμαιοκαθολικισμό και τον Προτεσταντισμό, γι’ αυτό και στο παρόν πόνημα επιχειρείται ένας γόνιμος διάλογος των τριών δογμάτων, με τη βοήθεια θεολόγων παγκόσμιου βεληνεκούς, φιλοσόφων και λογοτεχνών, όπως o MacIntyre, o Π. Κονδύλης, ο Ο’ Donovan. ο Yoder, η Marilynne Robinson, κ.ά. Κάποια από τα προαναφερθέντα προβλήματα, όπως π.χ. η σχέση κράτους-εκκλησίας στις προτεσταντικές χώρες έχουν διευθετηθεί, ενώ σε άλλες σοβεί η σύγκρουση της δογματικής ακρίβειας (Ρωμαιοκαθολικισμός) με τον ηθικό βίο (προτεσταντισμός).

Η διαπίστωση είναι ότι κοινός εχθρός όλων των δογμάτων είναι η εκκοσμίκευση, η οποία οδηγεί στην «αόρατη εκκλησία» σε σχέση με την κοινωνία (ζούμε με την απουσία της εκκλησίας), η «ιδιωτική» εκκλησία σε σχέση με τον συνάνθρωπο (προσωπική συμμετοχή και ερμηνεία των ιερών διδαχών κατά το δοκούν) και ο ηθικισμός (η νέα αόριστη ηθική, η οποία δημιουργήθηκε με τη λογοκρατία του Διαφωτισμού και στηρίζεται κυρίως στην καντιανή φιλοσοφία και όχι στη χριστιανική θεώρηση της ζωής των ευαγγελίων). Όλα αυτά βιώνει σήμερα ολόκληρος ο Δυτικός κόσμος και μαζί με αυτόν και η Ελλάδα, ως αποτελέσματα της παγκοσμιοποίησης, του μεταμοντερνισμού, της αποδόμησης και του ψυχικά θρυμματισμένου σύγχρονου ανθρώπου. Με άλλα λόγια, σήμερα κυριαρχεί σε όλες τις εκδηλώσεις της καθημερινής ζωής η ατομοκεντρική θεώρηση, η οποία πήρε τη θέση της χριστοκεντρικής οντολογικής θεώρησης οδηγώντας σε υπαρξιακά και θεολογικά αδιέξοδα.

Οι απαντήσεις του Ρωμαιοκαθολικού δόγματος μπορούν να συνοψισθούν στα λόγια του πάπα Φραγκίσκου από το βιβλίο του Για μια εκκλησία φτωχή και των φτωχών, «Ο Θεός είναι σίγουρα στο παρελθόν, γιατί εκεί έχει αφήσει τα ίχνη του. Και υπάρχει επίσης στο μέλλον ως υπόσχεση. Αλλά ο «συγκεκριμένος» Θεός βρίσκεται στο παρόν». Επίσης προτείνει για τα άλλα δόγματα, «να αναγνωρίσουμε όσα το Άγιο Πνεύμα έχει σπείρει στους άλλους, τα οποία είναι δώρα για μας».

Αντίστοιχα, η Προτεσταντική Εκκλησία ενώ στο παρελθόν έδινε απαντήσεις με βάση την καντιανή κανονιστική θεωρία του δικαίου της νεώτερης εποχής, η οποία θεμελιώνεται στο πρωτείο του ατόμου και των φυσικών του δικαιωμάτων, τώρα επιστρέφει στις «παλιές» ευαγγελικές αρχές. Χαρακτηριστικά παραδείγματα είναι οι απόψεις των επιφανών προτεσταντών θεολόγων Yoder και O’ Donovan, οι οποίοι συμφωνούν ότι η χριστιανική ηθική και η πολιτική θεολογία οφείλουν να εδράζονται στο Ευαγγέλιο, καθώς και ότι «η ανάδειξη της λατρείας είναι ο κατεξοχήν τρόπος μετοχής του λαού στη σωτηριώδη θεία οικονομία».

 

Image may be NSFW.
Clik here to view.

π. Ευάγγελος Γκανάς

 

Και η ορθοδοξία, τι απαντήσεις μπορεί να δώσει;

«Η ορθοδοξία πρέπει να αγκαλιάσει κάθε πτυχή της σύγχρονης ζωής, δηλαδή κοινωνικές σχέσεις, οικονομία, πολιτική, ηθική, αισθητική, οικολογία». Είναι προφανές, σύμφωνα με τον συγγραφέα, ότι η ενασχόληση μόνο με τη θεολογία δεν αρκεί. Εδώ πρέπει να τονιστεί ότι στο παρόν πόνημα υπάρχουν μόνο μικρές αναφορές στην ορθόδοξη νηπτική παράδοση και στις δογματικές αλήθειες, καθώς αμφότερα είναι δεδομένα και γνωστά.

Αντί επιλόγου, ας κρατήσουμε στη μνήμη δυο σημαντικά αποσπάσματα από το βιβλίο του π. Ευάγγελου Γκανά: «Οι Πατέρες έδωσαν το παράδειγμα μεταμορφώνοντας τον ελληνορωμαϊκό πολιτισμό σε χριστιανικό-οικουμενικό. Εμείς πρέπει να μεταμορφώσουμε την παγκοσμιοποίηση, τον σχετικισμό και τον καταναλωτισμό με την επανανοηματοδότηση μέσα από το φως της αποκάλυψης», καθώς και το σπιρίτουαλ τραγούδι που υπάρχει στο χριστιανικό βιβλίο Γκίλιαντ, τόπος μαρτυρίας της Αμερικανίδας συγγραφέως Marilynne Robinson:

«Στην Γκίλιαντ ένα βάλσαμο υπάρχει

γιατρειά που δίνει στην πληγή.

Στα ουράνια μια δύναμη άρχει

που θεραπεύει την εφάμαρτη ψυχή».

 

 

 

* Ο Αγησίλαος Κ. Αλιγιζάκης είναι ιατρός ορθοπεδικός και πολιτισμολόγος. Κατάγεται από τα Χανιά και εργάζεται στο ιατρείο του στο Ηράκλειο Κρήτης. Είναι συγγραφέας πέντε ερευνητικών βιβλίων για την μουσικοχορευτική παράδοση της Κρήτης και χορευτής ελληνικών παραδοσιακών χορών για 36 χρόνια.

 

Ο Μπέρτολτ Μπρεχτ και ο «Γαλιλαίος» του

Γράφει η Τζένη Μανάκη //

 

Image may be NSFW.
Clik here to view.

Bertolt Brecht

 

 «Οι παλιοί καιροί πέρασαν και ξανανοίγει μια καινούργια εποχή. Κ’ ένας πόθος μας πνίγει όλους: Να μάθουμε την αιτία όλων των πραγμάτων… Εκεί όπου χιλιάδες χρόνια είχε θρονιαστεί η Πίστη, θρονιάζεται τώρα η Αμφιβολία. Ο κόσμος ολόκληρος λέει και ξαναλέει: Ναι, έτσι γράφουν τα βιβλία, μα τώρα πάμε να δούμε εμείς οι ίδιοι. Τις πιο σεβαστές κι ατράνταχτες αλήθειες αρχίζουμε να τις περιγελάμε τώρα. Αυτό που δεν αμφισβητήσαμε ποτέ, το αμφισβητούμε σήμερα…» Μπέρτολτ Μπρεχτ – Γαλιλαίος.

 

Εκατόν είκοσι χρόνια πριν, την 10/02/1898 γεννήθηκε ο μεγάλος δραματουργός και ποιητής Μπέρτολτ Μπρεχτ. ( Πέθανε το 1956).  Ένα από τα σημαντικά θεατρικά του έργα είναι ο «Γαλιλαίος», γραμμένο στην εξορία, όπως και τα περισσότερα από τα σημαντικά έργα του. Το 1634 ο μεγάλος  Ιταλός αστρονόμος  ψιθύρισε σύμφωνα με τον θρύλο «Και όμως κινείται» (η Γη) στην προσπάθεια να μην αποποιηθεί πλήρως την αλήθεια των επιστημονικών του ανακαλύψεων.

Ο Μπρεχτ στις  15 εικόνες του έργου του, αφηγείται τα  πιο χαρακτηριστικά σημεία της ζωής του μεγάλου Ιταλού αστρονόμου, που ακολουθώντας τον Κοπέρνικο και τον Τζιορντάνο Μπρούνο, διατύπωσε την θεωρία ότι η Γή κινείται, αλλά ακόμη, ότι δεν είναι παρά ένας ασήμαντος πλανήτης που περιστρέφεται γύρω από τον Ήλιο, μέσα στην απεραντοσύνη του σύμπαντος.

Στην Ιταλία, εκείνης της εποχής, όπου η Εκκλησία δεν δεχόταν καμία επιστημονική ή κοινωνική άποψη που θα κλόνιζε τα δόγματά της και που επί αιώνες κήρυττε πως η Γη είναι το κέντρο του κόσμου και ο άνθρωπος  κυρίαρχός της, η δε Θρησκεία οδηγητής και σωτήρας και υψηλότερη εξουσία της δημιουργίας, η θεωρία του Γαλιλαίου ήρθε να ταράξει κάθε μέχρι τότε βεβαιότητα.

Την πάλη μεταξύ Θρησκείας και Επιστήμης, Δόγματος και Σκέψης, Πίστεως και αμφιβολίας, Μύθου και Αλήθειας δραματοποιεί στο έργο του αυτό ο Μπρεχτ. Όλη του η συμπάθεια βρίσκεται με το μέρος της  προόδου, της ελευθερίας, της αλήθειας, χωρίς να οδηγεί σ’ εξιδανίκευση του Γαλιλαίου. Φωτίζει μάλιστα όλες τις ανθρώπινες πλευρές του, υποστηρίζοντας ότι δεν είναι μόνο ένας λαμπρός επιστήμονας αλλά έχει σάρκα και οστά και αδυναμίες όπως κάθε άνθρωπος. Αγαπάει τα αγαθά της ζωής και δεν διστάζει να εξαπατήσει το συμβούλιο των Δέκα της Βενετίας, λυγίζει τη μέση του μπροστά στον δούκα της Φλωρεντίας και το γνωστότερο, απαρνιέται τις θεωρίες του μπροστά στην Ιερή Εξέταση. Ο Μπρεχτ  δεν του χαρίζει ούτε το γνωστό σε όλους «και όμως κινείται», ενώ παράλληλα φωτίζει όλο το επιστημονικό έργο του ανθρώπου που θεωρεί σοφό, αλλά με ανθρώπινες αδυναμίες. Ο μεγάλος δραματουργός δεν υιοθετεί καν την ερμηνεία που δίνει ένας από τούς μαθητές του Γαλιλαίου, ότι ο Δάσκαλος προτίμησε να ζήσει έστω και ατιμασμένος προκειμένου να συνεχίσει τις έρευνές του,
«καλύτερα βρώμικα τα χέρια του, παρά άδεια»….

Στο έργο του Μπρεχτ, ο Γαλιλαίος ομολογεί πως λύγισε από φόβο για τον σωματικό πόνο, έτσι απογυμνώνοντας τον ήρωά του από το φωτεινό στεφάνι  του τον κάνει ανθρώπινο τον φέρνει κοντύτερα σ’ εμάς, για να κατανοήσουμε τις αδυναμίες του, να τον ζυγώσουμε σαν έναν κοινό άνθρωπο.

Εδώ, σ’ αυτό το έργο έχει λεχθεί η φράση, από υποτιθέμενο μαθητή του Γαλιλαίου: «Αλίμονο στη χώρα που δεν έχει ήρωες». Και ο αντιηρωικός Μπρεχτ απαντά με το στόμα του Γαλιλαίου «Αλίμονο στη χώρα που έχει ανάγκη από ήρωες!» Ήθελε να τονίσει πως οι χώρες έχουν ανάγκη από Ανθρώπους, όχι από θρύλους, πως είναι αξιοθρήνητες οι χώρες που χρειάζονται το όπιο των Ειδώλων για να σταθούν στα πόδια τους.

 

 

Image may be NSFW.
Clik here to view.

ΓΑΛΙΛΑΙΟΣ

 

Ο Μπρεχτ διακηρύσσει σ’ όλο του το έργο πως μόνο η Επιστήμη, η Γνώση, η Αλήθεια, μπορούν να κάνουν κατοικήσιμη αυτή την εκθρονισμένη σφαίρα. Πιστεύει στον Άνθρωπο, στη λογική του ανθρώπου, στη γοητεία που αναδίνει η ΑΠΟΔΕΙΞΗ, στη Σκέψη που είναι μία από τις μεγαλύτερες  ηδονές του ανθρώπινου γένους, στην ύπαρξη του Θεού μέσα μας ή πουθενά.

Ο Γαλιλαίος σαν κατακλείδα των επιστημονικών του ευρημάτων και της εμπειρίας του λέει: «Πιστεύω πως μοναδικός σκοπός της επιστήμης είναι ν’ αλαφρώσει το μόχθο της ανθρώπινης ύπαρξης. Ειδεμή, οι καινούργιες μηχανές δε θα χρησιμεύσουν παρά για καινούργια μαρτύρια και για καινούργια δουλεία.»

 

Σε όλη την εργογραφία του, ο Μπρέχτ αναδεικνύει τόσο τη φωτεινή όσο και τη σκοτεινή πλευρά των ηρώων του. Καταδικάζει τον πόλεμο, εμπνέεται από την φιλοσοφία του Μαρξ, όταν η οικονομική κρίση του 1920 τον φέρνει κοντά στην εργατική τάξη και την εξαθλίωση που είχε υποστεί, που είχε σαν διέξοδο την ανάπτυξη του εργατικού κινήματος στη Γερμανία.

Αναζητώντας τη λύση για την ανθρώπινη δυστυχία και κακότητα, ελπίζει ότι μια κάποια λύση θα πρέπει να υπάρχει για τη λύτρωση, όμως αδυνατώντας να τη βρει απολογείται κάπου:

«Εμείς, που θελήσαμε ν’ ανοίξουμε το δρόμο της φιλίας,

δε μπορέσαμε να γίνουμε φίλοι.

Αλλά εσείς, όταν θα ‘ρθει η ώρα

που ο άνθρωπος θ’ απλώσει το χέρι του στον άνθρωπο

συλλογιστείτε μας

μ’ επιείκεια…»

 

Image may be NSFW.
Clik here to view.

 

Τα σπουδαιότερα έργα του: «Μάνα Κουράγιο» (1936-39), «Η Ζωή του Γαλιλαίου» (1937-39),  «Ο καλός άνθρωπος του Σετσουάν» (1935-41), «Ο Κύριος Πούντιλα και ο Υπηρέτης του Μάττι»(1940), «Η Άνοδος του Αρτούρου Ούι» (1941), «Τα Οράματα της Σιμόνης Μασάρ» (1940-43), «Ο Σβέικ στο Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο» (1942-43) και «Ο  Κύκλος με την Κιμωλία» (1943-45). Το 1944 γράφει το έργο «Η ιδιωτική ζωή της κυρίαρχης φυλής», μια άτεγκτη κριτική της ζωής στη Γερμανία υπό το καθεστώς του Εθνικοσοσιαλισμού. Έγραψε επίσης πολλά θεωρητικά βιβλία για το θέατρο (στοιχεία από το ίδιο το έργο, και από άρθρα του Μάριου Πλωρίτη).

 

Ένας ιδεολόγος σε εποχή αναζήτησης: Η περίπτωση του ποιητή Ρήγα Γκόλφη

Γράφει ο Αντώνης Χαριστός // *

 

Ο Ρήγας Γκόλφης, γεννήθηκε στο Μεσολόγγι στις 21 Ιανουαρίου 1882. Το πραγματικό του όνομα ήταν Δημήτρης Δημητριάδης. Θα σπουδάσει Νομικά ενώ θα ανακηρυχτεί και διδάκτωρ στο αντίστοιχο τμήμα. Η επαγγελματική του σταδιοδρομία καθορίστηκε εκ των προτέρων εξαιτίας της ενασχόλησης του πατέρα ως συμβολαιογράφος. Στο λογοτεχνικό στερέωμα θα εμφανιστεί στο 1905 με το σονέτο «Θείος Παλμός» το οποίο δεν περιέλαβε στις ποιητικές συλλογές. Συνεργάστηκε με πληθώρα λογοτεχνικών περιοδικών, κυριότερα εκ των οποίων υπήρξαν ο Νουμάς και η Νέα Εστία1.  Στο Νουμά θα αναλάβει αρχικά την στήλη κριτικής επί του θεάτρου ενώ θα συνδεθεί με δεσμούς φιλίας με τον Ταγκόπουλο, εκ των πρωταγωνιστών του περιοδικού. Θα συνδεθεί με τους πρωτεργάτες του δημοτικισμού Ψυχάρη, Πάλλη, Εφτιαλιώτη, καθώς και με λογοτέχνες και πνευματικούς άνδρες του αθηναϊκού κέντρου όπως ο Παλαμάς2.

 

Image may be NSFW.
Clik here to view.

 

«Βρίσκεται στο μεταίχμιο καθώς κινείται ανάμεσα στο τραγούδι και στο ποίημα, προσπαθώντας να συνταιριάσει το παιχνίδισμα του στοίχου με το στοχαστικό περιεχόμενό του, το αφηρημένο με το συγκεκριμένο, την παλαιότερη θεματογραφία με το λυρισμό των νεοτέρων του, τον συναισθηματισμό των νεορομαντικών με τα συνθήματα και τις ιδέες του σοσιαλισμού, την έλλειψη ενός λεπτότερου από τους παλαιότερους του γούστου με την ευπάθεια και την καλαισθησία της νεορομαντικής και νεοσυμβολιστικής σχολής, τους μείζονες παλαμικούς τόνους με τους ελάσσονες νεορομαντικούς, απομένοντας ένας μετασχηματιστής καλαισθησίας κι ένας συνδετικός κρίκος ανάμεσα στο παλαιοπαραδοσιακό πνεύμα και τους παλαιοπαραδοσιακούς τρόπους και στα ανανεωτικά ρεύματα.»3

Ο Ρήγας Γκόλφης έδρασε σε έναν διττό όσο και αντιφατικό κόσμο. Από τη μία πλευρά ο επαγγελματικός του ρόλος ως συμβολαιογράφου, ο οποίος ρόλος όριζε την υποκειμενική υπαγωγή στο Νόμο και την Τάξη και από την άλλη πλευρά, το έργο του μέσα από το οποίο υπερασπίστηκε μαχητικά τόσο το δημοτικισμό σε γλωσσικό και κοινωνικό επίπεδο όσο και τις πρώιμες σοσιαλιστικές ιδέες στον ελλαδικό χώρο. Στόχος η καταπολέμηση των προλήψεων και των ψευδαισθήσεων που κυριαρχούσαν στην ελληνική κοινωνία της εποχής του. Ο Πέτρος Χάρης υπογραμμίζει, «Ήταν ο λυρικός του χαμηλού τόνου, αλλά και ο αδίστακτος, ο οξύς, ο αυστηρός κριτικός, ο σεμνός και αθόρυβος λόγιος αλλά κι ο ασυμβίβαστος δημοτικιστής, που δεν έφτανε βέβαια να γράψει λιβέλους μα και δεν έκανε καμία υποχώρηση, κανένα ελιγμό, καμία παραχώρηση σε όσους ζητούσαν να νοθέψουν τον ορμητικό αγώνα του ψυχαρισμού στις κρίσιμες εκείνες μέρες, του 1905, 1910 και αργότερα.»4

Το λογοτεχνικό περιοδικό Νουμάς υπήρξε πεδίο προώθησης ιδεών αλλά και ανοιχτής ιδεολογικής αντιπαράθεσης και κριτικής3. Το μεγαλύτερο μέρος της λογοτεχνικής παραγωγής του Ρήγα Γκόλφη δημοσιεύτηκε από τις στήλες του εν λόγω περιοδικού. Παράλληλα, η σύνδεσή του με τον «πατέρα» του δημοτικιστικού κινήματος, Ψυχάρη, υπήρξε απόλυτα σεβαστή. Δεν παρέκλινε από τις ενδεχόμενες υπερβολές του τελευταίου. Ένθερμος υποστηρικτής της δημοτικής γλώσσας ανέλαβε την δημόσια εκπροσώπησή του ακόμα και τη στιγμή κατά την οποία, επιφανείς προσωπικότητες της γενιάς του Ψυχάρη όπως ο Καρθαίος, είχαν ολοκληρώσει τον βιολογικό τους κύκλο. Στις προσπάθειες ανανέωσης του πνεύματος του Νουμά στα χρόνια του μεσοπολέμου ο Γκόλφης πρωτοστάτησε, χωρίς ωστόσο να καταφέρει να επεκτείνει τις πνευματικές του αναζητήσεις4.

Η λογοτεχνική του παραγωγή περιελάμβανε μεταξύ άλλων, λυρικά ποιήματα, δοκίμια, διηγήματα αλλά και ένα θεατρικό έργο5. Μάλιστα το τελευταίο με τίτλο «Γήταυρος» δημοσιεύτηκε στο Νουμά το Δεκέμβρη του 1908. Εισάγει σοσιαλιστικές ιδέες με την παρουσίαση από τη μία πλευρά, την ανερχόμενη αστική τάξη η οποία στο όνομα του κέρδους αντιμετωπίζει τον εργάτη ως αναλώσιμο εξάρτημα ενώ από την άλλη πλευρά η απαίτηση για αστικό εκσυγχρονισμό προβάλλεται μέσα από ρομαντική και ανθρωπιστική οπτική, ώστε η εργατική εκμετάλλευση να λειανθεί με την παραχώρηση δικαιωμάτων. Το έργο εντάσσεται στις πρώτες λογοτεχνικές προσπάθειες να εισαχθούν σοσιαλιστικές ιδέες στον ελλαδικό χώρο περιγράφοντας την καταπίεση και εκμετάλλευση της εργατικής τάξης και των φτωχών στρωμάτων της αγροτιάς6. «Παρατηρήθηκε πως ο Γκόλφης έδωσε μαυτό το σύμβολο των αγώνων της θεσσαλικής αγροτιάς και τη φοβέρα της αγροτικής δύναμης με σοσιαλιστικό πνεύμα»7.

Από την άλλη πλευρά, η λυρική του ποίηση περιελάμβανε τέσσερις σημαντικές συλλογές, «Τραγούδια του Απρίλη», «Ύμνοι», «Στο γύρισμα της ρίμας», «Λυρικά χρώματα» με επιρροές από το Σολωμό έως τον Παλαμά8. Μάλιστα ο τελευταίος του αφιέρωσε ποίημα στη σειρά «Πολιτεία και Μοναξιά»9.

Στην ποίηση του Ρήγα Γκόλφη κυριαρχεί τόσο το εργατικό ζήτημα όσο και το γλωσσικό. Φανατικός υποστηρικτής της δημοτικής όπως προανέφερα, σε γραπτό και προφορικό λόγο. Ωστόσο ξεχώρισε για την λυρικότητα και τη μορφική επεξεργασία των ποιητικών του έργων. Η τεχνοτροπία αντιστοιχούσε στον παραδοσιακό δεκαπεντασύλλαβο στίχο. Ειδικότερα, το 1921 σε συλλογικό τόμο οι ποιητικές του δημοσιεύσεις των ετών 1914-1017 στο Νουμά κυκλοφορούν με τίτλο «Ύμνοι». Σε αυτή τη συλλογή παρατηρούνται ποιήματα μετρικών επιλογών. Το 1930 εκδίδεται η συλλογή «Στο γύρισμα της ρίμας» ενώ λίγο αργότερα θα εκδοθούν τα «Λυρικά χρώματα». Τελευταία ποιητική του σύνθεση υπήρξε το 1952 με τίτλο «Τετράμετρα». Σε αυτή τη συλλογή ο Γκόλφης αποτυπώνει τη σκέψη του σε ίαμβους, ανάπταιστους, τροχαίους και δάκτυλους. Μολονότι η ποιητική του παραγωγή δεν υπήρξε μεγάλη ωστόσο ο Γιοφύλλης έγραψε, «διακρίνουμε μέσα σ’αυτήν την ποιητική παραγωγή μία πορεία γιομάτη ανησυχίες και μια τεχνική με μεταβολές, με μετακτήσεις, με διαφορετικούς προσανατολισμούς, μα πάντα μέσα σε πολύχορδες συμφωνίες. Βρίσκουμε ωστόσο μέσα στο σύνολο του ποιητικού τούτου έργου ένα προσωπικό χαρακτήρα, μία ποιητική δημιουργική ψυχή, αμετάβλητη και επιβλητική».10

Ο Γκόλφης διακρινόταν για την ποιητική του αίσθηση και το κριτικό του πνεύμα με στόχο να συμβάλει στην πνευματική καθοδήγηση του ελληνισμού σε νέα ηθικά ιδεώδη. Στην ποιητική συλλογή «Λυρικά χρώματα» εξωτερικεύεται ο εσωτερικός του κόσμος με τρόπο μεστό και θερμό. Ο άνθρωπος τίθεται στο επίκεντρο με υπόβαθρο το αίσθημα συγκίνησης. Συγκίνηση η οποία διαβαθμίζεται στη συλλογή από το πρώτο στο τρίτο βιβλίο με σκέψη άδολη και ενθουσιώδης. Οι τόνοι πόνου και μελαγχολίας με τη λυρική ένταση διοχετεύονται στο σύνολο των συλλογών. Η μορφή πυκνή με παλμό «δυνατό και γνήσιο. Ο ποιητής μεταδίδει το αίσθημα άμεσο και ακέραιο, με όλη τη δόνηση του, όπως βγήκε από μέσα του»11

 

Image may be NSFW.
Clik here to view.

 

Στα λυρικά του ποιήματα είναι έκδηλος ένας πόνος υπομονετικός και συγκρατημένος. Τα ερεθίσματα για τον ποιητή αποτυπώνουν μύθους, γεγονότα, κίνητρα τα οποία ωστόσο επηρέασαν ελάχιστα τη σκέψη του. Η σημασία τους ενυπάρχει στην αισθαντικότητα τους, στον έντονο ψυχισμό. Ο πόνος, κυρίαρχο μοτίβο όχι όμως και υπονομευτικό της ψυχικής ισορροπίας και αισθαντικότητας. Η υπέρβαση του γίνεται γνώμονας της ποιητικής ψυχής. Τον καταπολεμά μέσα από την έκφραση. Η μορφή των «Λυρικών χρωμάτων» προσθέτει πλαστικότητα και βάθος. Η χρήση της τονικής υπερβολής μέσα από προπαροξύτονες καταλήξεις δίνουν την εντύπωση εξεζητημένων ριμών χωρίς ωστόσο να αποτελεί πρόθεση του ποιητή. Ωστόσο, ο ρυθμός και η συγκίνηση των λέξεων γρήγορα ισορροπεί τον λυρισμό12.

Σε αντίθεση με το σύνολο των ποιητών της περιόδου οι οποίοι επιχείρησαν να οδηγήσουν την ποιητική παράδοση σε νέες κατευθύνσεις  από αυτές που χάραξαν οι Παλαμάς, Μαλακάσης, Γρυπάρης, ερχόμενοι σε επαφή με ευρωπαϊκά ρεύματα σκέψης επιδιώκοντας την διαμόρφωση μίας ποίησης η οποία θα έμοιαζε περισσότερο κοσμική και εκσυγχρονισμένη, ο Ρήγας Γκόλφης δεν ακολούθησε την εν λόγω πορεία. Δεν δέχτηκε εκπτώσεις ή παρεκκλίσεις στη λυρική ποίηση η οποία εκφράζει την ελληνικότητα σε αντιδιαστολή με τα νέα στοιχεία που εκφράζουν τον υπό διαμόρφωση αστικό πολιτισμό13.

Παρά τις επιρροές του δημοτικού τραγουδιού, την ποίησης των Σολωμού-Παλαμά, ο ίδιος δεν προσχώρησε αποκλειστικά σε μία ποιητική μορφή αλλά πειραματίστηκε προσδίδοντας το δικό του προσωπικό στοιχείο στη γραφή του. Ο παραδοσιακός στίχος και ο δεκαπεντασύλλαβος χρησιμοποιήθηκαν ως τεκμήρια παραδοσιακής σύνδεσης. Η σύζευξη του λαϊκού λυρικού στοιχείου με την αγνότητα του δημοτικού τραγουδιού είναι εμφανής στα ποιήματα του14.

Ήδη από το 1914 η προσκόλληση στην παράδοση αρχίζει και μεταβάλλεται μέσα από την υιοθέτηση νέων τεχνικών. Οι «Ύμνοι», «είναι σειρά από ποιήματα με ποικιλότροπα θέματα, με διάφορες συγκινήσεις, με λογισμούς της πολιτείας, με αισθήματα άφθονα και πανανθρώπινα. Και η μορφή τους ποικίλλει κι ολοένα αλλάζει. Παραμερίζεται τώρα ο πολιτικός στίχος. Και να οι ενδεκασύλλαβοι, οι εννιασύλλαβοι, τα ζευγαρώματα μεγάλων και μικρών στίχων. Κ΄έπειτα τα σονέτα. Σονέτα ενδεκασύλλαβα, σονέτα τεχνικότατα με τις αυστηρά καθιερωμένες ρίμες τους»15 Πλέον ο λυρισμός θα συνυπάρξει με τα στοιχεία αστικής κουλτούρας, ψυχικής διεργασίας και ανθρώπινων καταστάσεων. Από το 1922 διευρύνεται τόσο η θεματική όσο και η χρήση λεξιλογίου. Επιχειρεί να προκαλέσει συγκίνηση. Η ρίμα αποκτά νέα διάσταση και περιεχόμενο. Στις συλλογές «Στο γύρισμα της ρίμας» και «Λυρικά χρώματα» προσδίδει ρυθμό και ήχο παράλληλα με την ποικιλία θεματικών επιλογών16.

Στο τελευταίο του έργο «Τετράμετρα» μαρτυρούνται το σύνολο των μορφικών επιλογών του καλλιτέχνη στο στάδιο της ωριμότητας. Εντοπίζουμε τον συνδυασμό του παραδοσιακού δεκαπεντασύλλαβου στίχου με τον ελεύθερο, τη χρήση εξασύλλαβου, επτασύλλαβου και ενδεκασύλλαβου στίχου. Ρίμες στις λήγουσες αλλά και παροξύτονους και προπαροξύτονους τονισμούς. Η θεματική διευρύνεται περιλαμβάνοντας αντιθετικά σχήματα, όπως αισθήματα ανακατεμένα με τις εντυπώσεις από τον αστικό εκσυγχρονισμό, αστικός πολιτισμός/νοσταλγία παράδοσης, χαρά/λύπη17,18.

Αξίζει τέλος να σταθούμε και στις σοσιαλιστικές ιδέες τις οποίες υπηρέτησε με τη γραφή του. Ο Ρήγας Γκόλφης υπήρξε συνοδοιπόρος των πρώτων ελλήνων σοσιαλιστών. Ωστόσο ο ίδιος δεν υπήρξε συνειδητοποιημένος σοσιαλιστής. Εξάλλου οι οικογενειακές του καταβολές ήταν βασιλικές και αντιβενιζελικές. Μέσα από τη γλωσσική αντιπαράθεση και τη στήριξη στο κίνημα του δημοτικισμού ήρθε σε επαφή με τις σοσιαλιστικές τάσεις της εποχής. Από τις στήλες του Νουμά και τις συζητήσεις με τους Κ. Χατζόπουλο, Γ. Σκληρό και Ν. Γιαννιό «σπούδασε» στις αριστερές ιδέες όχι όμως στον επιστημονικό σοσιαλισμό. Οι τελευταίοι έγραφαν, μεταξύ άλλων, έργα ιδεαλιστικού, σοβινιστικού και πατριωτικού περιεχομένου. Ο Γκόλφης σε αυτά τα πλαίσια επιρροών έγραψε τα ποιήματα, «Πρωτομαγιά», «Ψωμί της πίκρας», «Σκλάβοι της γης», τα οποία αποπνέουν ριζοσπαστισμό όχι όμως εμπνευσμένο από την καθημερινότητα της εργατικής εκμετάλλευσης  αλλά περισσότερο φιλολογική. Το σύνολο της σοσιαλίζουσας λογοτεχνίας της περιόδου υπήρξε περισσότερο εκδήλωση παρά βιωματική αναπαραγωγή μίας κατάστασης πραγμάτων19.

 

Image may be NSFW.
Clik here to view.

 

  • 1Ρήγας Γκόλφης, Ποιήματα, συγκεντρωτική έκδοση, επιμ. Κ. Στεργιόπουλος, εκδ Βιβλιοπωλείο της Εστίας, Αθήνα, 2002, σσ. 12, 14, 15
  • 2ό.π., σ. 16
  • 3ό.π., σ. 21
  • 4Χάρης Πέτρος, Ρήγας Γκόλφης, Νέα Εστία, τχ 733, Αθήνα (15.1.1958), σ. 71
  • 3Αλέξανδρος Αργυρίου, Ιστορία της ελληνικής λογοτεχνίας και η πρόσληψή της στα χρόνια του μεσοπολέμου (191801940), τόμος Α΄, εκδ Καστανιώτη, Αθήνα, 2002, σ. 60
  • 4Ι.Μ. Παναγιωτόπουλος, Η προσφορά του Ρήγα Γκόλφη, Νέα Εστία, τχ 733, Αθήνα (15.1.1958), σ. 74
  • 5Πέτρος, ό.π., σ. 71
  • 6Ηρακλής Κακαβάνης, Ρήγα Γκόλφη «Γήταυρος». Το πρώτο έργο της ελληνικής σοσιαλιστικής λογοτεχνίας, Ριζοσπάστης, Ένθετη Έκδοση, αρ.φ. 10135, Αθήνα (27.07.2008), σ. 4
  • 7Παναγιωτόπουλος, ό.π., σ. 75
  • 8Γκόλφης, ό.π., σ. 29
  • 9Δημήτρης Γιάκος, Ένας ακόμη απόμαχος, Νέα Εστία, τχ 733, Αθήνα (15.01.1958), σ. 78
  • 10Φώτος Γιοφύλλης, Ρήγας Γκόλφης, Νέα Εστία, τχ 745, Αθήνα (15.07.1958), σ. 1063
  • 11Ρήγα Γκόλφη, Λυρικά χρώματα, Νέα Εστία, τχ 103, Αθήνα ( 1.04.1931), σ. 383
  • 12ό.π., σ. 383
  • 13Γιοφύλης, ό.π., σ. 1063
  • 14στο ίδιο
  • 15στο ίδιο, σ. 1064
  • 16στο ίδιο
  • 17στο ίδιο, σ. 1065
  • 18Γκόλφης, ό.π., σ. 23
  • 19 Ν. Γιαννιός, Ο σοσιαλισμός του Γκόλφη, Νέα Εστία, τχ 745, Αθήνα (15.07.1958), σ. 1067

 

 

 

O Αντώνης Χαριστός είναι απόφοιτος της Φιλοσοφικής σχολής ΑΠΘ. Απέκτησε ειδίκευση στη Νεότερη Ελληνική και Ευρωπαϊκή Ιστορία. Παράλληλα σπούδασε δημοσιογραφία με κατεύθυνση πολιτική σύνταξη, αρθρογραφία και ρεπορτάζ. Παρακολουθεί μαθήματα Δημιουργικής Γραφής στο μεταπτυχιακό πρόγραμμα του ΕΑΠ.

 

 

 

Δοκίμιο: «Αντιμετωπίζοντας» το φόβο του θανάτου

Του Νίκου Τσούλια //

 

Image may be NSFW.
Clik here to view.

Peter Paul Rubens, Flemish (active Italy, Antwerp, and England) – Prometheus Bound

 

  Η εικόνα που έχουμε για το θάνατο είναι εικόνα πολιτισμική και πιο συγκεκριμένα περισσότερο θρησκευτική και λιγότερο ευρύτερα φιλοσοφική και μεταφυσική εικόνα. Υπάρχει μια κρατούσα αντίληψη στους ανθρώπους ότι όλες οι κοινωνίες στην μακρά ιστορία του ανθρωπότητας έχουν παραχωρήσει αυτό το θέμα στις θρησκείες. Η άγνοιά μας για την ουσία του θανάτου μας έχει οδηγήσει στη δημιουργία ενός ισχυρότατου φόβου, που συχνά καθηλώνει και την ζωτικότητα της ίδιας της ζωής.

      Βέβαια οι ρίζες της σχέσης του ανθρώπου με το θάνατο ξεκινάνε από εκείνο το σημείο των πολύ μακρινών προγόνων μας που άρχισαν να φροντίζουν τους νεκρούς των και αποτελεί και ένα από τα στοιχεία ανθρωποποίησης ειδών του γένους «Homo» που θα οδηγήσει εξελικτικά στο Homo sapiens. Από τη στιγμή που ο πρόγονος αυτός κατακτά τη συνείδηση θα έχει και το τίμημα της συνειδητοποίησης του πεπερασμένου της ζωής και της ιδέας του θανάτου.

      Εδώ θα δημιουργηθούν τα κατά καιρούς πολιτισμικά εποικοδομήματα με τις θρησκείες να έχουν σχεδόν την αποκλειστικότητα του όλου φαινομένου. «Το δράμα των θεών, το οποίο παραστάθηκε επί σκηνής από τον Αισχύλο στο πλαίσιο της επανερμηνείας του μύθου του Προμηθέα, δείχνει ότι ο θάνατος είναι ένα ζωτικής σημασίας ερώτημα για την ανθρωπότητα. Όλες οι θρησκείες είναι κατά βάθος απαντήσεις στο αίνιγμα του θανάτου»[i]. Αλλά αντί να εκλογικεύσουμε το σκηνικό του θανάτου μέσα από τον ορθολογισμό, προσχωρήσαμε σε μια κοσμοθεώρηση πανικού αλλά και εκμετάλλευσης του πανικού. Αρκεί να σκεφτούμε, για παράδειγμα, πόσοι και πόσοι άνθρωποι δεν αφήνουν την περιουσία τους στις θεσμικές εκφράσεις των θρησκειών με την αίσθηση και τη βεβαιότητα ότι αποκτούν κάποιο πλεονέκτημα ευνοϊκής μεταχείρισης στη μεταθανάτια πορεία μας… Και ενώ πρόκειται για μια απολύτως αυθαίρετη και μεσαιωνική αντίληψη, έρχεται η εκκλησία και την καλλιεργεί προκειμένου να αποκτήσει υλικά αγαθά και δύναμη εξουσίας επί των ανθρώπων!

      Είμαστε υποχρεωμένοι να συζητάμε για το θάνατο σα να είναι ένα απολύτως φυσικό φαινόμενο, σαν ένα φαινόμενο που αφορά απόλυτα και καθολικά κάθε μορφή ζωής. Κανένα ζώο, κανένας έμβιος οργανισμός δεν φοβάται το θάνατο, γιατί απλά δεν έχει προκαταρκτική συνείδηση του θανάτου, δεν προοικονομεί καμιά έννοια του θανάτου. Απλώς έχουν το ισχυρό ένστικτο της αυτοσυντήρησης, για να προφυλάσσουν όσο μπορούν καλύτερα τη ζωή τους. Όλες οι μορφές της ζωής αντιμετωπίζουν ουσιαστικά τον θάνατο μέσα από τη λειτουργία της αναπαραγωγής τους, γι’ αυτό και ο Έρωτας υμνείται ως αέναος γεννήτορας της ζωής και της ομορφιάς.  Όταν έρχεται ο θάνατός τους, οι έμβιοι οργανισμοί δεν είναι “εκεί”, δεν συναναντιούνται ποτέ με τον θάνατο. Το ίδιο συμβαίνει και με εμάς. Απλώς εμείς συναντούμε και «παρασυναντούμε» τον θάνατο μέσα από το φόβο που έχουμε δημιουργήσει γι’ αυτόν, τον φόβο του – που εμείς φτιάχνουμε – βλέπουμε και πανικοβαλλόμαστε. Βιώνουμε τον θάνατο των άλλων – των δικών μας – και με την εικόνα του δημιουργούμε το μαύρο σκηνικό.

      Υπάρχουν και κάποιες επιμέρους απλές διαπιστώσεις. Ο θάνατος είναι το πιο «δημοκρατικό στοιχείο» στην κόσμο και στη ζωή, είναι το πεδίο της απόλυτης ισότητας όλων των ανθρώπων όπου γης και όπου χρόνου. Αφορά εξίσου όλους μας. Έχει φυσικά τη σημασία του το γεγονός ότι, όπως όλοι οι άνθρωποι ερχόμαστε στη ζωή από τον ίδιο δρόμο, φεύγουμε και από τη ζωή πάλι όλοι από τον ίδιο δρόμο. Ποιος μπορεί να κάνει το παραμικρό παράπονο ως προς τη δικαιοσύνη του θανάτου;

      Επίσης, είναι εντυπωσιακό το εξής στοιχείο. Ενώ μπορούμε να προκαλέσουμε το θάνατο με τεχνητό, με έναν δικό μας τρόπο – π.χ. σκοτώνοντας κάποιον -, δεν ξέρουμε τίποτα για το αποτέλεσμα που προκαλεί η πράξη μας! Και είναι η μόνη μας πράξη που δεν μας κάνει γνωστή ακριβώς την έκβασή της. Συνηθισμένοι απόλυτα από τη σχέση «αιτίου – αποτελέσματος», που διατρέχει όλη τη ζωή μας και από τη βεβαιότητα ότι γνωρίζοντας το «αίτιο» μπορείς να γνωρίζεις το «αποτέλεσμα», εδώ διαπιστώνουμε την πλήρη αδυναμία μας και το απόλυτο κενό!

      Υπάρχει βέβαια η θρησκευτική εκδοχή, αλλά αυτή η εκδοχή είναι απλά και μόνο θέμα πίστης. Πιστεύεις και δεν έχεις ανάγκη ενός κάποιου στοχασμού, κάποιας σκέψης και κάποιας τεκμηρίωσης. Πιστεύεις ότι υπάρχει ζωή και μετά το θάνατο και έτσι καταλαγιάζεται ως έναν βαθμό ο σχετικός φόβος. Θεωρώ ότι τα πραγματικά προβλήματα που ουσιαστικά μας απασχολούν είναι το πριν του θανάτου σκηνικό, ο φόβος μιας μακρόχρονης και οδυνηρής αρρώστιας αφενός και ο πρόωρος θάνατος αφετέρου που ανατρέπει τη φυσική τάξη των πραγμάτων. Η δε ψυχή του ανθρώπου είναι ήρεμη όταν ο άνθρωπος έχει υπηρετήσει την έννοια του Καλού και της Ομορφιάς.

      Σε κάθε περίπτωση οφείλουμε να σχετικοποιήσουμε τη θεώρησή μας ως προς το θάνατο, ακριβώς γιατί είναι μια θεώρηση πολιτισμικά κατασκευασμένη. Και επειδή «οι προδιαμορφωμένες αντιλήψεις μας είναι τόσο βαθιά ριζωμένες, ώστε μας εμποδίζουν να κατανοήσουμε άλλους πολιτισμούς και ιστορικούς κόσμους»[ii], απαιτείται συστηματικός στοχασμός για να βγούμε έξω από τη σημερινή δυτικότροπη κοσμοθεώρηση, η οποία δεν είναι και η καλύτερη. Οι αρχαίοι Έλληνες, για παράδειγμα, που δεν ήταν χειραγωγημένοι από τον μανιχαϊκό τρόπο σκέψης, δεν είχαν δημιουργήσει αυτό το μόρφωμα του μαύρου φόβου που καθηλώνει την ελευθερία μας και μαυρίζει την ομορφιά της ζωής. Ο Άδης δεν περιελάμβανε δύο όψεις, κόλαση και παράδοση, δεν είχε φωτεινή και σκοτεινή όψη παρά μόνο σκιές, δεν είχε την έννοια του διαβόλου ή της σκληρής και αιώνιας τιμωρίας, παρά μόνο σε ειδικές περιπτώσεις (Σίσυφος, Τάνταλος…). Η κατασκευασμένη πολιτισμικά εικόνα του φόβου του θανάτου μπορεί να καταρρεύσει από μια απλή αντίφαση, την οποία απλώς δεν την συζητάμε στο σχετικό μας θέμα. Όλοι οι λαοί προσδιορίζουν την έννοια του ήρωα (και τον τιμούν γι’ αυτό) με βάση το γεγονός ότι δεν φοβάται το θάνατο!

      Η μεγαλύτερη μορφή του στοχασμού του Δυτικού πολιτισμού, ο σοφός και ταπεινός Σωκράτης, αναρωτιόταν με τη γοητευτική δύναμη της ειρωνείας / απορίας του το εξής απλό ερώτημα: πώς ξέρουν οι άνθρωποι ότι ο θάνατος είναι το χειρότερο πράγμα που μπορεί να τους συμβεί; Αυτό είναι το μεγαλείο της γνώσης / άγνοιας του πιο σοφού ανθρώπου, αυτό είναι το μεγαλείο και η δύναμη της ανθρώπινης σκέψης όταν σκέπτεται ελεύθερα, αυτό είναι το βασίλειο της πραγματικής ελευθερίας του ανθρώπου, να μην φοβάται τα φαντάσματα που έχεις φτιάξει αυτός ο ίδιος! Η ηρεμία του Σωκράτη πριν από το θάνατό του ήταν η κατάκτηση της ελευθερίας του!

Μπροστά μας ο Ερμής
δεν πετάει; Το χρυσό του το ραβδί
δεν αστράφτει και εμάς δεν καλεί
στον τρισκότεινο και άχαρον Άδη
πούχει τα άπιαστα πλάσματα
κι είναι ολόγιομος πάντα, μα κι άδειος;
[iii]

Γκαίτε (μετ. Δ. Λάμψα), Φάουστ

___________________

[i] Γκάνταμερ, Χ.-Γ., Η απαρχή της γνώσης, Αθήνα: Πατάκης, σ. 119

[ii] ο.π., σ. 117

[iii] Γιατί είναι γεμάτος από σκιές, που δεν πιάνουν τόπο

 

Image may be NSFW.
Clik here to view.

Herbert Draper – The Lament for Icarus

 

Κοινοί τόποι ιδεών

Γράφει ο Αντώνης Χαριστός // *

 

Image may be NSFW.
Clik here to view.

 

Από τον πεσιμισμό του Δημήτρη Παπαρρηγόπουλου

 

Η παλαιά/πρώτη αθηναϊκή σχολή χρονολογείται την περίοδο 1830-1880. Τα συστατικά της στοιχεία αποτελούσε η χρήση καθαρεύουσας γλώσσας στα πλαίσια του ρομαντισμού. Το ρεύμα του ρομαντισμού ενίσχυσε τις τάσεις υπέρβασης του κλασικιστικού ιδεώδους μέσα από την έμφαση στο συναίσθημα και τη φαντασία, προτάσσοντας την ελεύθερη οπτική του δημιουργού. Ο λυρισμός είναι αυθεντικός και όχι επιτηδευμένος. Το στοιχείο του μυστικισμού κυριαρχεί καθώς και η υπερβατική αντίληψη της ζωής χωρίς υλικούς όρους αναφοράς1. Η χρήση καθαρεύουσας γλώσσας την διαφοροποίησε από την Επτανησιακή σχολή η οποία πρόκρινε τη χρήση της δημοτικής. Η καθαρεύουσας, αρχαϊστική και απλή/λόγια, στόχευε στην αναπαράσταση της αρχαίας ελληνικής γλώσσας. Η γλώσσα της λογοτεχνίας σε πανελλαδικό επίπεδο όφειλε να ακολουθήσει αυτές τις συντεταγμένες2.

Μέσω της ποίησης, ως προσφορότερο και ανώτερο λογοτεχνικό είδος, θα εκφραστεί το «οξυμένο θυμικό των Ελλήνων»3. Η ποίηση θα διακριθεί σε τρείς περιόδους παραγωγής με σημαντικότερη αυτή της ακμής 1850-1870 στην οποία θα λάβουν χώρα πανεπιστημιακοί ποιητικοί διαγωνισμοί με σκοπό την καλλιέργεια και προώθηση της ποίησης και της ελληνικής γλώσσας. Η επικράτηση, στους αθηναϊκούς λογοτεχνικούς κύκλους, της καθαρεύουσας οφείλεται στην πρόθεση να καταστεί η αρχαία κλασική ως πρότυπο για τη νέα ελληνική4.  Το τέλος των ποιητικών διαγωνισμών σε συνδυασμό με την παρακμή του ρομαντισμού στην ποίηση της δεκαετίας 1870-1880, υπήρξε το κύκνειο άσμα της παλαιάς αθηναϊκής σχολής, το οποίο εκφράστηκε μέσα από την θεματική του πένθους. Ο θάνατος και ο αρνητικός ψυχισμός κυριάρχησαν. Μεταξύ των ποιητών που εξέφρασαν την εν λόγω περίοδο ήταν και ο Δημήτρης Παπαρρηγόπουλος.

Ο Κ. Δημαράς αναφέρει σχετικά «ο Παπαρρηγόπουλος είταν το άστρο που ανέβαινε. είχε επιβληθεί στη θέση των λογίων με τη κοινωνική του θέση, με τη σοβαρότητα των σκοπών του και την επιλογή του στην επιδίωξή τους. Πολύμορφος, με πολλαπλές ικανότητες και πολλαπλά ενδιαφέροντα, άφηνε πεθαίνοντας νεώτατος, δίπλα στη λυρική του παραγωγή, θεατρικά έργα, μελέτες φιλοσοφικές, κοινωνικές, ιστορικές. Αν είχε επιζήσει, η δυνατή προσωπικότης του και η κοινή αναγνώριση που τον περιέβαλε θα ερρύθμιζαν για καιρό την τύχη των γραμμάτων μας, ακόμη και σε μία κατεύθυνση αντίθετη από εκείνη την οποία εχάραζε η ιστορία»5

Ο Γ. Χατζίνης στο περιοδικό Νέα Εστία σημείωνε για τον Παπαρρηγόπουλο πως υπήρξε εκφραστής εσωτερικών νοημάτων αποτυπώνοντας τα στην ποίησή του, ενώ έμεινε προσηλωμένος στη χρήση της γλώσσας της περιόδου και της παραδοσιακής δομής. Η απόγνωσή του εκφράστηκε μέσα από τον ρομαντισμό. Μία απελπισία η οποία ωστόσο συμβόλιζε την ανάγκη ευδαιμονίας, όπως προβλήθηκε στο γαλλικό ρομαντικό κίνημα6.

Η αρνητική στάση του ποιητή είναι μία φυσική κατάσταση πραγμάτων χωρίς περαιτέρω αντιδράσεις. Ταυτίζεται η ηττοπάθεια με την ψυχική διάσταση της ποιητικής του έκφρασης. Ο Χ. Αγγελομάτης υποστηρίζει, μεταξύ άλλων, πως η εν λόγω προδιάθεση έναντι της πραγματικότητας οφείλεται εν πολλοίς και σε ανωμαλίες της σωματικής του ανάπτυξης7.

Στον Παπαρρηγόπουλο αντανακλάται η αλήθεια που πνέει τα λοίσθια. Μία αλήθεια η οποία μορφοποιείται στο στίχο του έρωτα και της αμοιβαιότητας του. Το ίδιο το ερωτικό κάλεσμα στην πραγματική του βάση δεν αναγνωρίζεται. Ο έρωτας αποκτά μεταφυσική ιδιότητα. Δεν ολοκληρώνεται στο βιολογικό κύκλο. Η έλλειψη πίστης στη ζωή ενισχύει μία τελευταία ελπίδα μέσω της μεταθανάτιας ενσάρκωσης του έρωτα. Αντιλαμβανόμενος την πραγματικότητα ως σκότος την περιγράφει χωρίς διέξοδο.8

Η χρήση της καθαρεύουσας ενέταξε τον Παπαρρηγόπουλο τους λογοτέχνες της πρόζας. Προβάλλοντας μέσα από την έμφαση της συντήρησης μία διαφορετική/ξένη πραγματικότητα. Το σχολαστικό πνεύμα της παραδοσιακής συνέχισης της γλώσσας, τον ακολουθεί και στην πεζογραφία απομακρύνοντας το προσωπικό/πρωτόλειο στοιχείο. Γι΄ αυτό και στα πεζά του κείμενα μοιάζουν στείρα χωρίς την ζωντανή οπτική10.  Στην ποίηση δίνει έμφαση στη μορφή υποσκελίζοντας την θεματική υπό την επίδραση της γλώσσας. Η εξισορρόπηση μορφής και γλώσσας υπονόμευσαν τη θεματική.

Η γλώσσα μολονότι εντάσσεται στα πλαίσια που ανέφερα ωστόσο παρεκκλίνει από τη χρήση επιθέτων, λόγιων λέξεων και σκοτεινών περιγραφών. Αντίθετα, απηχεί το περιεχόμενο του λυρισμού των στίχων. Αποφεύγοντας παρομοιώσεις και μεταφορές, στομφώδη σχήματα και άλογη χρήση νοημάτων, επιχειρεί την προβολή φιλοσοφικού υποβάθρου σε συνδυασμό με την ψυχική του κατάσταση.  Η δραματικότητα αντιστοιχεί σε σύμβολα ως τεχνική μορφή επεξεργασίας. Τα σύμβολα αντιστοιχούν σε πρόσωπα και καταστάσεις. Στο ποίημα που θα εξετάσω η ανθρωπιστική οπτική μορφοποιείται σε σύμβολο μηδενικής αξίας11.

Πέραν των εξωτερικών γνωρισμάτων του ρομαντικού κινήματος, η ποίησή του διατηρεί ιδιαίτερη σχέση με τη μελαγχολία. Η τελευταία ενισχύει την οπτική που αναγνωρίζει το περιορισμένο στη ζωή και το θάνατο ως υπερβατική επιλογή. Τα αντιθετικά συναισθήματα γεννούν αρνητική διάθεση. Το αινιγματικό στοιχείο για την ίδια τη ζωή ενυπάρχει στην ποιητική του σύνθεση12.  Ο εσωτερικός αγώνας του ατόμου, η ανάγκη λύσης στην ψυχική αντίθεση, οι φιλοσοφικές ανησυχίες και η ματαιότητα των πτυχών του ανθρώπινου βίου, σε αυτό το πλαίσιο ο θάνατος προβάλλεται ως ιδανική επιλογή13. Οι έννοιες και οι αξίες της ελευθερίας, του έρωτα, της κοινωνίας, αντιμετωπίζονται ως άνευ περιεχομένου ιδεαλιστικές περιγραφές ενός συμβατικού κόσμου.

Το άτομο αντιμετωπίζει μονάχο του τη βούληση της Θείας Πρόνοιας και την τραγικότητα της Μοίρας γι αυτό και ο ίδιος στρέφεται ενάντια στο Θεό και την κοινωνική αναλγησία και αδικία. Ο θάνατος και η ζωή αναγνωρίζονται σε μία αέναη διαδικασία με επίκεντρο την αθανασία της ψυχής14.

Η σχέση του Παπαρρηγόπουλου με το ρομαντικό κίνημα δεν είναι επιφανειακή. Δεν επέδειξε στοιχεία επιτηδευμένης σεμνοτυφίας αλλά πηγαίας απαισιοδοξίας15. Δεν επεδίωξε την αυτοπροβολή. Αντίθετα, βίωνε τον πόνο και την απογοήτευση ως καθημερινότητα. Με επιρροή από τον Λεοπάρντι και τον Μυσσέ, τον Λαμαρτίνο και τον Βινιό διαμόρφωσε ένα καθαρό μηδενισμό16.

Αξίζει να σταθούμε, τέλος, στην αποτίμηση της ποίησης του Παπαρρηγόπουλου από τον Κωστή Παλαμά. Τον χαρακτηρίζει ως φιλοσοφημένο ποιητή με τραγούδια εμπνευσμένα από τον πεσιμισμό. Το έργο του διαπνέεται από αλήθεια, ειλικρίνεια και αυθεντικότητα17.

 

Image may be NSFW.
Clik here to view.

..στον αρνητικό ψυχισμό του Κώστα Καρυωτάκη

 

Η τέχνη των νεορομαντικών στα ιστορικά της συμφραζόμενα εξέφρασε την απόγνωση και αποστασιοποίηση του ατόμου από τον περιβάλλοντα κόσμο. Ο ατομικός ψυχισμός μετατρέπεται σε καταφύγιο του προσωπικού βιώματος. Βίος και καλλιτεχνική έκφραση ταυτίζονται19. Σε αντίθεση με το λόγιο χαρακτήρα του πρώιμου ρομαντισμού, σε αυτόν τους μεσοπολέμου κυριαρχεί ο λόγος του δημοσίου υπαλλήλου. παράλληλα εκφράζονται τα δυτικότροπα ρεύματα του συμβολισμού και του αισθητισμού μέσα από την τάση υπέρβασης και φυγής από την πραγματικότητα20.

Για να κατανοήσουμε την ποίηση του Καρυωτάκη θα πρέπει να λάβουμε υπόψη μας το ιστορικοκοινωνικό πλαίσιο της εποχής καθώς και την ιδιότητα του ως δημόσιος υπάλληλος. Η ποίησή του αντανακλά την διάψευση της Μεγάλης Ιδέας και τα αποτελέσματα της μικρασιατικής καταστροφής21. Βιώνει παράλληλα την οικονομική εξάρτηση και τον κοινωνικό περιορισμό λόγω του κοινωνικού του ρόλου22.

Στην ποίηση του Καρυωτάκη έκδηλη είναι η απόσταση του ποιητικού υποκειμένου από την εξωτερική πραγματικότητα, μία απόσταση η οποία δεν οδηγείται σε λύση αλλά σε ρήξη22. Ο Γ. Κορδάτος περιγράφει την ποίησή του ως εξής, «Δεν υπάρχει ούτε ένα ποίημα μέσα στις τρεις συλλογές του που να εκφράζει τη χαρά της ζωής, που να δείχνει πως ο Καρυωτάκης οραματίζεται νέους ορίζοντες και αγκαλιάζει νέα ιδανικά. Σύντροφός του είναι η πίκρα, η μελαγχολία και στόχος ο χάρος»23

Ο ρεαλισμός του εντάσσεται σε θεματικούς κύκλους οι οποίοι περιλαμβάνουν ανθρώπινες συμπεριφορές, κοινωνικά και πολιτικά γεγονότα25. Ο αυτοσαρκασμός και η ειρωνεία λειτουργούν ως στίγμα στην κοινωνική αδιαφορία και τον κομφορμισμό. Η ειρωνεία στον Καρυωτάκη διαφοροποιείται από αυτή του Καβάφη καθώς στο τελευταίο αναδεικνύονται τα ανθρώπινα μειονεκτήματα ενώ στον Καρυωτάκη η ειρωνεία αποκτά το χαρακτήρα άρνησης απέναντι στον άνθρωπο και τον εαυτό του26. Δεν λείπουν και τα χαρακτηριστικά ποιητικής η οποία συνδέει την κοινωνική θέση του ποιητή με την υπαρξιακή αγωνία, την αδυναμία εκλογής εναλλακτικών λύσεων και οπτικών σε συνδυασμό με την παρακμή του ρόλου της ποίησης στην κοινωνική λειτουργία27. Η ποιητική του εντάσσεται στο γαλλικό ρεύμα του συμβολισμού. Τα στοιχεία που τον διέκριναν ήταν οι μελαγχολικές εικόνες και ο αρνητικός ψυχισμός, η αντίληψη των αφηρημένων εικόνων και της μελωδικής απόδοσης. Εκπροσωπεί το ρεύμα σκέψης που θέλει το ποιητικό υποκείμενο δέσμιο της κοινωνικής πραγματικότητας με την οποία βρίσκεται σε σύγκρουση. Μία αντιπαράθεση η οποία υπερβαίνει τα όρια ζωής και τέχνης. Στα πλαίσια αυτά η ποιητική του διαφοροποιείται από την αντίστοιχη των Παλαμά-Σικελιανού και των νεορομαντικών που θέλουν τον ποιητή καθοδηγητή του πλήθους σε ιδεώδη28.

Ο  Τάσος Βουρνάς ωστόσο δίνει μία διαφορετική εικόνα της ποιητικής του.  Υποστηρίζει πως μέσα από τη λυρική και αισθητική, σαρκαστική και σατυρική έκφραση, υπονομεύει και αρνείται τις αστικές αξίες. Η αποστροφή στις παραδειγματικές αξίες οδηγεί σε συνειδητή αντίδραση μέσω της ποίησης. Όλες οι αντιλήψεις και οι εικόνες που αναπαράγουν την καθεστηκυία τάξη  πραγμάτων αποδομούνται στην ποίηση του. Προβάλει τον επαναστάτη-ποιητή που έρχεται σε σύγκρουση με τις καθεστωτικές αντιλήψεις μέσα από την ατομική εναντίωση με κοινωνικοφιλοσοφικό υπόβαθρο29.

Το χάσμα που τον χώριζε από τον εξωτερικό περίγυρο και την εποχή του, το επεξεργάστηκε ατομικά και όχι συλλογικά. Μολονότι αρνητής των γνωρισμάτων του αστικού πολιτισμού, ωστόσο δεν ενέταξε την άρνησή του στον πλαίσιο της Αριστεράς μολονότι πλησίασε τα όριά της ιδεολογικής διαπάλης29.

Η γλώσσα στον Καρυωτάκη αποτελεί συνδυασμό καθαρεύουσας και δημοτικής. Διατήρησε αποστάσεις από την πρώτη και την ιδεολογική της χρήση από την ποιητική παραγωγή της «Γενιάς του ‘80». Σε αρκετές των περιπτώσεων υπαγορεύτηκε η χρήση καθαρεύουσας από την δημοσιοϋπαλληλική του θέση και τα ήθη που της αναλογούσαν. Επί της ουσίας δεν προκάλεσε αλλαγές στο στίχο διατηρώντας τα γνωρίσματα της παραδοσιακής έμμετρης ποίησης με ιαμβικό ρυθμό, την ομοιοκαταληξία κτλ. Ωστόσο εξέφρασε τον περιορισμό του στοίχου στα παραδοσιακά σχήματα σε συνδυασμό με την κοινωνική καταγγελία30.

Ο Χάρης Πέτρος γράφει, «Η λυρική διάθεση ολόκληρη, ανόθευτη, αλέκιαστη και μαζί της τα πιο χτυπητά στοιχεία της σάτιρας, η οδυνηρή προσγείωση στην πραγματικότητα, η πεζολογική έκφραση ανανεωμένη βέβαια μέσα σε μία δυνατή ιδιοσυγκρασία, ο λιτός λόγος που επιβάλει η στυγνή ζωή στις γρήγορες και τραχιές διαπραγματεύσεις της. Το όνειρο και ο θυμός, ο ρεμβασμός και η βλαστήμια, ο λυγμός και η κραυγή, το κελάηδημα και η κατάρα. Η σελίδα αυτή είναι ολωσδιόλου νέα στην ελληνική λογοτεχνία.»31 Εν τέλει, το στοιχείο το οποίο προσκόμισε στη νεοελληνική ποίηση ο Καρυωτάκης δεν ήταν η μορφική επεξεργασία όσο η επιλογή αποτύπωσης υπαρξιακών ζητημάτων. Η τραγικότητα της ποίησης απέκτησε νέα διάσταση προβάλλοντας την μέσα από την σάτιρα, τη νομοτελειακή πορεία του ανθρώπου στο θάνατο, «μετασχηματίζοντας το μυστήριο της σάρκωσης του σε βίωμα μιζέριας και πνιγηρής καθημερινότητας».32

Ο Θ. Κωσταβάρος υποστηρίζει πως η έννοια του θανάτου στον Καρυωτάκη δεν εκλαμβάνεται αυτούσια σε περιεχόμενο. Αυτό το οποίο προκρίνει ο ποιητής δεν είναι η άρνηση της ζωής αλλά στην χρονική αισθητική της ματαιότητας και του εφήμερου. Σε αυτό το πλαίσιο γενικευμένου αδιεξόδου ο ποιητής αναγνωρίζει τη διάσταση του χρόνου που αποκαλύπτει την έλλειψη αξίας του ατόμου ως κοινωνικό υποκείμενο.33 Επομένως  ο θάνατος συνδέεται με το χρόνο ως βιωματική αίσθηση. Λειτουργεί ως μεταποιητικός μηχανισμός της ύλης, της ενέργειας, της αξίας στα «πνευματικά και υλικά γεγονότα»34. Η στάση του δεν είναι μονόπλευρη σε ατομικό και συλλογικό επίπεδο. Μολονότι δεν επιδίδεται σε ταξική ανάλυση ωστόσο η ιδεολογική προσέγγιση προσώπων και πραγμάτων, εγκολπώνεται στη λειτουργία της ποίησης. Η τελευταία δίνει περιεχόμενο και νόημα σε έννοιες όπως χρόνος, φιλοσοφία, οντολογία.

Στους δύο λοιπόν ποιητές εμφανίζονται κοινές θεματικές, ιδεολογικές, γλωσσικές και μορφικές επιλογές. Το στοιχείο που τους διαφοροποιεί είναι το ερέθισμα. Περισσότερο λόγιες καταβολές του Παπαρρηγόπουλου, ιστορικοκοινωνικά συμφραζόμενα στον Καρυωτάκη.

 

 

O Αντώνης Χαριστός είναι απόφοιτος της Φιλοσοφικής σχολής ΑΠΘ. Απέκτησε ειδίκευση στη Νεότερη Ελληνική και Ευρωπαϊκή Ιστορία. Παράλληλα σπούδασε δημοσιογραφία με κατεύθυνση πολιτική σύνταξη, αρθρογραφία και ρεπορτάζ. Παρακολουθεί μαθήματα Δημιουργικής Γραφής στο μεταπτυχιακό πρόγραμμα του ΕΑΠ.

 

__________________

1Γ.Μ. Παπαχατζής, Κύρια γνωρίσματα του ρωμαντισμού, Νέα Εστία, τ. 110, τχ 1307, (1981), σ. 253-254

2Λάμπρος Βαρελάς, κ.ά., (2008).  Γράμματα ΙΙ. Νεοελληνική Φιλολογία (19ος και 20ός αιώνας). Νεότερη Ελληνική Λογοτεχνία (19ος και 20ός αιώνας). Εγχειρίδιο Μελέτης, Β΄ έκδοση, ΕΑΠ, Πάτρα, σ. 66

3ό.π., σ. 131

4ό.π., σ. 134

5Κωνσταντίνος Δημαράς, Ελληνικός ρωμαντισμός, Ερμής, Αθήνα, 1994, σ. 216

6Γιάννης Χατζίνης, Δημ. Κ. Παπαρρηγόπουλος, (Απελπισία χωρίς διέξοδο), Νέα Εστία, ατ 94,  τχ. 1115, (1973), σ. 152

7Χρήστος Αγγελομάτης, Δημήτριος Παπαρρηγόπουλος, Νέα Εστία, ατ 94,  τχ. 1115, (1973), σ. 159

8 Χατζίνης, ό.π., σ. 153-154

10Χατζίνης, ό.π., σ. 156

11Γιώργος Φρέρης, Απήχηση της απαισιοδοξίας του Δημ. Παπαρρηγόπουλου στη νεοελληνική ποίηση,  Νέα Εστία, ατ 94,  τχ. 1115, (1973), σ. 166

12ό.π., σ. 166

13ό.π., σ. 167

14ό.π., σ. 171

15Λίνος Πολίτης, Ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας, ΜΙΕΤ, Αθήνα, 1985, σ. 178

16Φρέρης, ό.π., σ. 165

17Κωστής Παλαμάς, Ένας λεοπραδικός ποιητής, Ποικίλη Στοά, τ. 16, τχ. 1, (1914),  σ. 309

18Αγγελομάτης, ό.π., σ. 160-161

19Κώστας Στεργιόπουλος,  Η αθηναϊκή νεορομαντική σχολή του μεσοπολέμου, Νέα Πορεία, τχ 61, Θεσσαλονίκη, (1960), σ. 69

20ό.π., σ. 71

21Roderick Beaton, Εισαγωγή στη νεότερη ελληνική λογοτεχνία, Νεφέλη, Αθήνα, 1996, σ. 168

22 Βαρελάς, ό.π., σ. 322

23Πολίτης, ό.π., σ. 248

24Γιάννης Κορδάτος, Ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας, τόμος Β, Επικαιρότητα, Αθήνα, 1983, σ. 659

25Βαρελάς, ό.π., σ. 324

26Beaton, ό.π., σ. 172

27Βαρελάς, ό.π., 325

28ό.π., σ. 327

29Τάσος Βουρνάς, Η κοινωνική συγκυρία στην ποίηση του Καρυωτάκη, Η Λέξη, τχ 79-80, 1988, σ. 830

29ό.π., σ. 831

30Πολίτης, ό.π., 248

31Πέτρος Χάρης, Κώστας Καρυωτάκης.Η ποιητική ανανέωση, Νέα Εστία, τ. 139, τχ 1655, (1996), σ. 783

32Αντώνης Φωστιέρης, Το «μηδέν και το άπειρο» ενάντια στην «κάθε πραγματικότητα», Η Λέξη, τχ 79-80, (1988), σ. 835

33Θανάσης Κωσταβάρας, Ο ονειροπόλος Καρυωτάκης και η αμφίσημη αίσθηση του χρόνου μέσα από το έργο του, Η Λέξη, τχ 79-80, (1988), σ. 853

34ό.π., σ. 854

 

 

 

Δοκίμιο: «Υπογείως της νύχτας» | 8 Μαρτίου: Γ όπως Γυναίκα και Γραφή

Του Θάνου Μαντζάνα // *

 

 

Image may be NSFW.
Clik here to view.

 

 

8 Μαρτίου: Γ όπως Γυναίκα και Γραφή

 

 

Στον μεγάλο εραστή Σαλ Παραντάιζ *

 

Μπες μέσα Σαλ και ας μην είναι το δικό σου Χάντσον μοντέλο Κόμοντορ του ’49 δεν τα φτιάχνουν πια, όχι όπως τότε αλλά καθόλου μπες μέσα και βάλε ζώνη μπορεί να μην έχουν λεβιέ για να νιώθεις την αλλαγή της ταχύτητας όταν την καρφώνεις είναι αυτόματα τα πιο πολλά αλλά τρέχουν πολύ πιο γρήγορα από τότε και απόψε θα τρέξουμε πολύ γρήγορα πιο γρήγορα από όσο μπορούσες να φανταστείς πιο γρήγορα από ποτέ δεν έχουμε και άλλη επιλογή κοίτα γύρω μας όλοι τρέχουν δαιμονισμένα προσπαθώντας να ξεπεράσει ο ένας τον άλλο προσπαθώντας να ξεπεράσει καθένας τον εαυτό του προσπαθώντας να ξεπεράσουν όλοι μαζί τον χρόνο όμως δεν μπορείς να ξεπεράσεις τον χρόνο δεν το ξέρουν οι ανόητοι ο χρόνος είναι γρηγορότερος όλων όσο γρήγορα και αν τρέξεις θα είναι πάντα μπροστά σου ανεβάζοντας στροφές ακόμα και στις πιο απότομες ανηφόρες όπου οι άλλοι ζορίζονται ορμώντας στις κατηφόρες σα να έχει σπασμένα φρένα μην σταματώντας ποτέ για κανέναν και για τίποτα ο μόνος που δεν ξέρει τι είναι εμπόδια παρασύροντας μαζί του και τα πράγματα να τρέχουν και αυτά πολύ πιο γρήγορα από όσο στον αιώνα που γνώρισες ιλιγγιωδώς πλέον όμως όλοι αυτοί δεν το ξέρουν και συνεχίζουν να τρέχουν για να τον προσπεράσουν οι ηλίθιοι επιταχύνοντας διαρκώς ντεραπάροντας αδιάκοπα όμως ούτε καν το καταλαβαίνουν δεν σταματούν ούτε για σέρβις μόνον ισιώνουν το τιμόνι και σανιδώνουν ξανά το γκάζι όλο και περισσότερο maximum overdrive χωρίς να τους απασχολεί το πού πηγαίνουν αν υπάρχει προορισμός μόνος τέτοιος ο δρόμος μόνος αυτοσκοπός η ταχύτητα τρέχοντας στο πουθενά με όχημα την απελπισία και καύσιμο την αφασία μια κούρσα δίχως τέλος χωρίς ούτε μια στάση ούτε καν για να σκεφτείς σκέφτεσαι άρα υπάρχεις σκέφτεσαι όμως το ότι υπάρχεις; υπάρχεις τελικά στα αλήθεια για να μπορείς να σκέφτεσαι; μπορείς να είσαι σίγουρος; χρειάζεσαι πειστήρια «οι άνθρωποι φωτογράφιζαν ο ένας τον άλλο απλά για να αποδείξουν ότι υπήρχαν στα αλήθεια» είχαν τραγουδήσει κάποτε για έναν φανταστικό κόσμο οι Kinks τώρα όμως συμβαίνει selfie selfie και άλλη selfie φωτογράφισε τους πάντες και τα πάντα πριν από όλους τον εαυτό σου συνεχώς, κάθε στιγμή αν γίνεται if you don’t pic it it didn’t happen φωτογράφισε και πόσταρε στο Facebook, στο Instagram, στο Pinterest, όπου μπορείς τι είναι αυτά; που να σου εξηγώ τώρα σημασία έχουν μόνον οι selfies όσες περισσότερες τόσο καλύτερα μάταιες απεικονίσεις του κενού αποτυπώματα της μη ύπαρξης υπάρχεις ή όχι; να υπάρχεις ή να μην υπάρχεις, όπως θα έλεγε και η μηχανή Άμλετ μπορείς να υπάρξεις; είσαι σίγουρος ότι θέλεις να υπάρξεις; δεν υπάρχει χρόνος για να απαντήσεις επιτρέπεται να σταματήσεις μόνο για ένα δευτερόλεπτο όσο χρειάζεται για το κλικ της κάμερας και μετά πάλι στον δρόμο τέρμα τα γκάζια το κοντέρ να ανεβαίνει τρέξε όσο πιο γρήγορα μπορείς για να προλάβεις την ζωή όμως εκείνη πάντα σε προσπερνά ούτε καν βγάζοντας σου τη γλώσσα από το παράθυρο αλλά τα δυο της χέρια με τις παλάμες ανοιχτές γιατί τρέχει πιο γρήγορα από όλους ακόμα και από τον ίδιο τον χρόνο και εσύ πάντα να την κυνηγάς προσπαθώντας να την προσπεράσεις γιατί δεν τολμάς να αφεθείς να σε παρασύρει κοίτα τους λοιπόν πως τρέχουν όλοι πειθήνια, στην ίδια ομοιόμορφη σειρά οι περιπλανώμενοι του ντάρμα μετατράπηκαν σε υποδουλωμένους του κάρμα ούτε καν πια του πληκτρολογίου αλλά της οθόνης επαφής ούτε αυτό δεν ξέρεις τ είναι; χαρακτηριστικό της εποχής να αγγίζεις χωρίς να ακουμπάς να αγγίζεις χωρίς να σε αγγίζουν να φοβάσαι το να σε αγγίξουν να αγγίζεις μόνον από απόσταση να κινείσαι αλλά νη μη νιώθεις κανείς πια δεν καίγεται δεν καίγεται όπως τα ρωμαϊκά κεριά θέλουν την λάμψη της φωτιάς χωρίς το φως της την ζεστασιά δίχως την φλόγα της τρέμουν την φωτιά τους παγώνει ο φόβος ότι αν μπουν μέσα της θα καούν δεν γνωρίζουν οι άφρονες ότι αν δεν ρισκάρεις να μπεις στην φωτιά δεν θα ζεσταθείς ποτέ και αν ακόμα σε τσουρουφλίσει σίγουρα δεν θα πεθάνεις ποτέ από αυτά τα εγκαύματα μόνο πιο δυνατός θα γίνεις αλλά με τέτοιους φόβους και ενδοιασμούς κατάφεραν να γίνουν γενναίοι των ηδονών θα παραμείνουν όμως πάντα προδότες των επιθυμιών και ουτιδανοί των εμπειριών και μόνιμα ανάξιοι της γνώσης χορτασμένοι από θερμίδες πεινασμένοι για γεύση θρεπτική αξία και διατροφική ουσία σχεδόν όλοι τους oversexed and underlived low life of the lowlife τόσοι πολλοί τρέχοντας στην information superhighway προς το no meaning of it all on a highway to hell μια κόλαση φτιαγμένη από ύλη για να τυραννιέται μέσα της το πνεύμα δεν θα συνεχίσουμε όμως στον Route 66 ή μήπως 99; όλοι οι αυτοκινητόδρομοι ίδιοι είναι αν πάντως μείνουμε δεξιά πρέπει να πηγαίνουμε τόσο αργά ώστε κινδυνεύουμε να βγούμε από το οδόστρωμα στις απότομες στροφές αριστερά μπορεί να μας σκοτώσουν οι αδέξιοι και αόμματοι που οδηγούν υπό το κράτος μέθης της ταχύτητας κρατήσου λοιπόν Σαλ θα κάνω αναστροφή θα πάρουμε εκείνη την παράκαμψη στην απέναντι πλευρά που μόλις προσπεράσαμε λίγο μεγαλύτερη απόσταση αλλά πολύ πιο άνετη διαδρομή εμείς άλλωστε γνωρίζουμε πολύ καλά ότι σημασία δεν έχει η ταχύτητα ούτε το να φτάσεις πιο γρήγορα το μόνο που μετράει είναι να συνεχίζεις το ταξίδι με ασφάλεια και προς τον μόνο προορισμό προς τα εμπρός και τα άνω και αν δεν μπορείς να ανυψωθείς μπορείς τουλάχιστον να κοιτάζεις ψηλά όσο ψηλότερα είναι δυνατόν αυτό ήταν πιο ωραία δεν είναι από εδώ, έστω και στον χωματόδρομο; τι έπαθες Σαλ, γιατί μελαγχόλησες ξαφνικά; θυμήθηκες εκείνη; ποιαν από όλες; την μία που είχες πάντα μέσα σου και έψαχνες να την ανακαλύψεις σε τόσα πρόσωπα; και επειδή δεν την έβρισκες τις αγάπησες όλες όσες τουλάχιστον βρέθηκαν δίπλα σου; μήπως τελικά γιατί όλες μαζί ήταν εκείνη η μία αλλά ταυτόχρονα, αν και τόσες πολλές, τόσο πιο λίγο από εκείνη; ή την άλλη που όχι στα μάτια αλλά στο πρόσωπο της είδες τον εαυτό σου και σου ξέφυγε ή την άφησες να φύγει; μήπως γιατί την μπέρδεψες με μία τρίτη που δεν ήταν απλά άλλη μα περαστική; ή ίσως γιατί δεν την αναγνώρισες; μήπως γιατί δεν αναγνώριζε η ίδια τον εαυτό της; ή γιατί δείλιαζες εσύ να γνωρίσεις τον δικό σου; μην μελαγχολείς όμως θυμήσου πως τα μαλλιά της χάραζαν τις οριογραμμές του ορίζοντα πως ο τόπος που υπήρχε μέσα στα μάτια της ήταν μεγαλύτερος από όλη την γη πως τα χείλη της ήταν οι πύλες της αβύσσου της

Εδέμ ή του Άδη; ή και των δύο μαζί; θυμήσου τα χέρια της γύρω από τον λαιμό σου ή μήπως τα δάκτυλα της να σφίγγουν τον λαιμό σου; ή ήταν τα δικά σου που έσφιγγαν τον δικό της; σκοτώνουμε ό,τι αγαπάμε; ή αυτό μας σκοτώνει; μήπως όμως το σκοτώνουμε εμείς; γιατί το φοβόμαστε επειδή δεν το ξέρουμε σκοτώνουμε την αγάπη δεν μπορούμε να αγαπήσουμε και μετά η απουσία της αγάπης σκοτώνει εμάς η δικαιοσύνη του σύμπαντος σκέψου όμως και ότι κάθε τέλος είναι μια αρχή δεν είναι κακό το τέλος κάποιες φορές πρέπει ακόμα και να το επιδιώκουμε γιατί μόνον έτσι μπορούμε να ξαναρχίσουμε δηλαδή να συνεχίσουμε κοίτα, αφήνουμε πίσω το αστικό φεγγάρι έχεις παρατηρήσει αλήθεια ότι μόνο στις πόλεις φαίνεται όμορφο; στην ύπαιθρο δεν δείχνει παρά μια μεγάλη κίτρινη πέτρα στον ουρανό με δανεικό φως μπροστά μας όμως έχουμε τον ήλιο δυνατό γιατί είναι αληθινός όπως κάθε τι που δεν είναι αυταπάτη όπως κάθε νέα αρχή ας απολαύσουμε καλύτερα αυτήν ανάποδο τιμόνι και παρκάρισμα ας κάνουμε τσιγάρο κοίτα την ανατολή μέχρι να απαντήσω σε ένα μήνυμα δεν ξέρεις τι είναι και αυτό δεν το έμαθες ποτέ και ίσως να ήταν καλύτερα για εσένα εγώ όμως δεν μπορώ πια ούτε να φανταστώ την ζωή μου χωρίς αυτό όπως ακριβώς εσύ δίχως την γραφομηχανή σου γιατί ζωή σημαίνει αλλαγή άρα και αρχές πολλές, αδιάκοπες μέχρι το δικό της τέλος τέλειωσα και εγώ με το μήνυμα δεν νύσταξες ακόμα Σαλ; πάμε λοιπόν, κερνάω καφέ και πρωινό στην παλιά καντίνα ξέρεις, εκεί στο σταυροδρόμι φαντασίας – ονείρου και λογικής – ελπίδας χαμογέλασε όμως δεν συμβαίνει τίποτα δεν είναι παρά ένα ακόμα τέλος μιας νύχτας όπως όλες οι άλλες ώρα για ανάδυση στο φως της ημέρας.

* Sal Paradise, είναι το όνομα το οποίο έδωσε στον έναν από τους δύο κεντρικούς χαρακτήρες που δεν ήταν άλλος από τον εαυτό του και μαζί με τον φίλο του Dean Moriarty (ο ήσσων συγγραφέας Νιλ Κάσαντι) διέσχιζαν σε ένα road trip πνευματικής και υπαρξιακής αναζήτησης, άρα αναπόφευκτα και αυτογνωσίας, την Αμερική του τέλους της δεκαετίας του ’40, ο Τζακ Κέρουακ στο «On The Road» («Στον Δρόμο», γράφτηκε από το ’47 μέχρι το ’51 και εκδόθηκε το 1957). Με το δεύτερο αυτό κατά σειρά βιβλίο του ο Κέρουακ που την Δευτέρα θα εόρταζε τα ενενηκοστά έκτα γενέθλια του (γεννήθηκε στις 22 Μαρτίου 1922 και πέθανε στις 21 Οκτωβρίου 1969) αναγορεύθηκε σε έμβλημα της γενεάς των beat και ταυτόχρονα έγινε ο διαπρεπέστερος και αναμφίβολα ο καλύτερος όσον αφορά στην πεζογραφία εκπρόσωπος του ομώνυμου κινήματος το οποίο σάρωσε σαν ορμητικός άνεμος αρχικά την αμερικανική, μετά την διεθνή πεζογραφία και εντέλει συνολικά τον τρόπο σκέψης του δεύτερου μισού του εικοστού αιώνα.

Εκτός όμως από μεγάλος εραστής της γραφής ο Τζακ Κερουακ υπήρξε και μέγας λάτρης όχι απλά του γυναικείου φύλου αλλά της γυναικείας οντότητας και της θηλυκότητας που αποτελεί το κυριότερο χαρακτηριστικό της. Αυτό δεν είναι τόσο φανερό στο διαχρονικά ευπώλητο «On The Road» όσο στο πολύ λιγότερο γνωστό βιβλίο του που το ακολούθησε, το «The Subterraneans» («Οι Υπόγειοι», γράφτηκε το ’53 και κυκλοφόρησε το 1958) που ο ίδιος είχε αποκαλέσει «το ανάλογο ως προς την γραφή ενός τεράστιου σε διάρκεια, ατελείωτου jazz σόλο, μάλλον σαξοφώνου». Προσωπικά τον ευχαριστώ για αυτό περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο βιβλίο του καθώς είναι εξαιρετικά χρήσιμο σε όποιον προσπαθεί να ιχνηλατήσει και στη συνέχεια να αποπειραθεί να χαρτογραφήσει τις ραγδαίες αλλαγές των ψυχικών και πνευματικών τοπίων εντός του περιβάλλοντος κυρίως των άστεων και πολύ λιγότερο της υπαίθρου αυτού του πλανήτη στον εικοστό πρώτο πλέον αιώνα και με μια πολύ διαφορετική ηχητική επένδυση. Το soundtrack της εποχής μας είναι ο υπόκωφος βόμβος που παράγεται από τις συσκευές, τα gadgets και την υπόλοιπη ψηφιακή τεχνολογία η οποία καθορίζει πια τον τρόπο ζωής μας, τείνοντας σε αρκετές περιπτώσεις να υποκαταστήσει ακόμα και την ίδια την σκέψη. Ένα soundtrack που αποτελείται από οξείες, με παντελή έλλειψη κανονικότητας και δυσαρμονικές συχνότητες σε ένα beat επίμονο, επαναληπτικό και ασύλληπτα πιο γρήγορο από εκείνο της εποχής των beatniks. Απολύτως ταιριαστή επένδυση για το «Koyaanisqatsi», δηλαδή της ζωής άνευ ισορροπίας, όπως προειδοποιούσε ήδη από το 1982 ο τίτλος του ντοκιμαντέρ του Γκόντφρεϊ Ρέτζιο με την αριστουργηματική μουσική του Philip Glass.

Όσο για το αν τελικά δύναται να υπάρξει συνειρμική γραφή όταν υπόκειται στην εκ των προτέρων καθορισμένη συνθήκη του ότι πρέπει να ακολουθεί τον ειρμό της σκέψης ο οποίος εκ φύσεως εμπεριέχει, πριν ακόμα το παράξει, νόημα και άρα δεν μπορεί να είναι μόνο φόρμα που καταγράφει το βίωμα; Αυτό θα το αφήσω στους θεωρητικούς και συναδέλφους κριτικούς λογοτεχνίας, μπορώ να τοποθετηθώ επί αναλόγων ζητημάτων μόνο στο πεδίο της μουσικής!

 

 

 

 

* Ο Θάνος Μαντζάνος γεννήθηκε στην Αθήνα όπου σπούδασε πολιτικές επιστήμες και κοινωνιολογία, ζει και εργάζεται. Κριτικός μουσικής σε πάρα πολλές έντυπες και ηλεκτρονικές, εξειδικευμένες και μη, εκδόσεις. Από το 1999 είναι ο κριτικός και αρθρογράφος περί μουσικών θεμάτων της εφημερίδας Αυγή ενώ γράφει επίσης στο musicpaper.gr, HuffingtonPost.gr και στο περιοδικό Ήχος. Από το 2011 ασχολείται και με την πεζογραφία, κυρίως με μεσαίας και μεγάλης έκτασης διηγήματα και ενίοτε δοκίμια

 

 

 


Λογοτεχνία και διαδίκτυο: επικίνδυνη σχέση;

Γράφει η Ασημίνα Ξηρογιάννη //

 

Image may be NSFW.
Clik here to view.

 

  Το θέμα, φυσικά δεν εξαντλείται. Είναι τεράστιο. Απλό και σύνθετο συνάμα. Όλα πρέπει να εξετάζονται και να επανεξετάζονται. Έχω την αίσθηση ότι πρέπει να έχουμε πάντα στο μυαλό μας ότι η αλήθεια είναι πολλαπλή. Αν δεν το έχουμε αυτό στο μυαλό μας, έχουμε χάσει το παιχνίδι, νομίζω.

 

 Διανύουμε τα λεγόμενα διαδικτυακά χρόνια,  λοιπόν, είναι αλήθεια. Ο Καναδός δημοσιογράφος Μάικλ Χάρις (Μichael Ηarris) στο βιβλίο του »Το τέλος της απουσίας», γράφει: »Πολύ σύντομα κανείς δεν θα θυμάται τη ζωή πριν από το διαδίκτυο». Θεωρώ ότι αυτό ήδη έχει αρχίσει να συμβαίνει και δεν ξέρω αν είναι απαραίτητα »κακό». Η ζωή προχωρά, εξελίσσεται και το διαδίκτυο είναι μια νέα πραγματικότητα, συνυφασμένη με τη ζωή μας πια. Δεν νομίζω ότι υπάρχει κάποιος λόγος να το αρνηθούμε. Γιατί μονίμως να νιώθουμε στοιχειωμένοι από ανύπαρκτα φαντάσματα;
Όσο για την ποίηση, έχει και αυτή τη δική της ιστορία. Πορεύεται με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, ταξιδεύει αενάως μέσα στους αιώνες, ξεπερνά τις εποχές, τα ρεύματα, τους δημιουργούς, προσαρμόζεται ή δεν προσαρμόζεται στα εκάστοτε κοινωνικοπολιτικά δεδομένα. Πάντως υπάρχει. Η ποίηση πάντα παρούσα, έχει ένα κοινό που την ακολουθεί και την λατρεύει, και της παραδίδεται και την υπερασπίζεται. Έτσι ακριβώς συμβαίνει και στα χρόνια του διαδικτύου.

‘Οσοι δεν μπορούν να κάνουν χωρίς αυτήν, την κουβαλάνε στο λάπτοπ τους. Τους αρέσει να διαβάζουν ψηφιακά βιβλία ποίησης, στο facebook την διαδίδουν. Την ποστάρουν στους τοίχους τους, την αναζητούν στις αναρτήσεις των διαδικτυακών τους φίλων, την κάνουν share, γίνονται followers των ποιητών, εισχωρούν αυτοθέλητα σε ομάδες ποίησης, κάνουν like σε σελίδες ελλήνων και ξένων δημιουργών. Αναζητούν τα λογοτεχνικά blogs και ηλεκτρονικά περιοδικά που έχουν αδυναμία στην ποίηση, ψάχνουν τις διαδικτυακές ανθολογίες που είναι ουκ ολίγες και μάλιστα όλο και εμπλουτίζονται καθημερινά, αν ερευνήσει κανείς σχετικά.

  Λογοτεχνία και Διαδίκτυο ακούγεται σχήμα οξύμωρο, όμως  τελικά, φαίνεται πως η ηλεκτρονική μας εποχή συμβιβάζει τα ασυμβίβαστα. Πρώτα-πρώτα πάρα πολλοί γνωστοί σύγχρονοι ποιητές έχουν προφίλ στο facebook και προβάλλουν με ζέση τη δουλειά τους ή το θέμα ποίηση γενικά. Αυτοί οι ποιητές λοιπόν συνομιλούν με το κοινό τους ή γνωστοποιούν το έργο τους σε αναγνώστες που δεν το γνωρίζουν. Και είναι πράγματι ωραίο αν είσαι λάτρης της Ποίησης! Είναι ωραίο να έχεις την ευκαιρία να κάνεις διάλογο και να γνωρίσεις τον αγαπημένο σου ποιητή και να του υποβάλλεις ερωτήσεις και να λάβεις απαντήσεις! Τα παλαιά τα χρόνια δεν υπήρχε τέτοια δυνατότητα. Όλες οι ερωτήσεις που γεννούσε ένα ποίημα στο μυαλό του αναγνώστη, έμεναν στο μυαλό του. Πού να βρεις τον Καβάφη ή τον Παλαμά ή τον Σικελιανό να τους ρωτήσεις! Σήμερα τα πράγματα λειτουργούν διαφορετικά και, κακά τα ψέματα, το facebook συμβάλλει θετικά σε αυτό. Και υπάρχουν άνθρωποι που το επιβεβαιώνουν με περιστατικά και εμπειρίες από το facebook που έχουν να διηγηθούν.

Πέρα από τους καταξιωμένους ποιητές που συμμετέχουν στα social media, υπάρχουν και άλλοι λιγότερο γνωστοί ή άγνωστοι ποιητές που κοινοποιούν και διαδίδουν την αγαπημένη τους τέχνη, την Ποίηση. Ακόμα, υπάρχουν και πολλές ομάδες που αφορούν στην Ποίηση και στη Λογοτεχνία γενικότερα και σελίδες και blogs φιλικά προς την τέχνη του λόγου. Να μην ξεχνάμε και την διοργάνωση διαγωνισμών λογοτεχνίας μέσω facebook! Και μέσα από όλα αυτά διαφαίνεται πως την Ποίηση και τη γραφή αγαπούν ουκ ολίγοι. Και φαίνεται επίσης πως ακούγεται τελικά η φωνή και των ποιητών και των εραστών της ποίησης. Αλλά και των εκδοτών της λογοτεχνίας (όλοι σχεδόν οι εκδοτικοί οίκοι έχουν λογαριασμό στο φατσοβιβλίο). Και μέσω του facebook διοργανώνονται και λογοτεχνικές βραδιές και παρουσιάσεις βιβλίων και άλλα παρόμοια που δίνουν την ευκαιρία στους διαδικτυακούς φίλους να γνωριστούν και να γίνουν, σε κάποιες περιπτώσεις, και αληθινοί φίλοι.

Ποίηση μεν, λοιπόν! Ζεστό, ανθρώπινο, πνευματικό, ουσιώδες που όμως διακινείται μέσω του Διαδικτύου και δη του facebook (που όλοι το κατακρίνουν και όλοι είναι μέσα). Αυτό και αν είναι αντίφαση των καιρών! Ποίηση μεν, επαναλαμβάνω! Facebook δε! Αλλά συμπλέουν, συμβαδίζουν, συνυπάρχουν αρμονικά στη ζωή του σύγχρονου ανθρώπου, συμφιλιώνουν τις αντιθέσεις και είναι σοκαριστικός και ταυτόχρονα μεγαλειώδης ο τρόπος που γίνεται αυτό! Είναι αισιόδοξο που η Ποίηση δεν σιωπά, που οι Ποιητές κάνουν αισθητή την παρουσία τους μέσα στον ηλεκτρονικό κόσμο και ταυτόχρονα τις συνδέσεις τους με τον πραγματικό κόσμο. Είναι ελπιδοφόρο που μέσα σε τόσο δύστροπους και ανισόρροπους καιρούς οι άνθρωποι, δημιουργοί και αναγνώστες, αναζητούν τρόπους να υπάρξουν για να μην αφανιστούν από τα κάθε λογής τέρατα που επιβουλεύονται τις ζωές μας. Που αναζητούν λύσεις και που τις βρίσκουν!

           Υπάρχει μια άποψη που λέει το εξής: »Το Διαδίκτυο έχει επαναφέρει μια λογοτεχνικότητα και μάλιστα πιο ανοιχτή στο προσκήνιο. Υπάρχει μια δυναμική που δεν έχει μάλιστα δείξει ακόμα τα δόντια της. Πιστεύω οι άνθρωποι γράφουν περισσότερο στην εποχή μας χάρη στο Διαδίκτυο, περισσότερο από κάθε προηγούμενη εποχή. Ο παθητικός δέκτης της τηλεόρασης και η τηλεόραση νομίζω πως είναι είδη προς εξαφάνιση.» (Γιώργος Παναγιωτίδης, στήλη the artmaniacs, varelaki blog). Έχει, πιστεύω, μεγάλη δόση αλήθειας η άποψη αυτή και ό,τι έχω γράψει παραπάνω το αποδεικνύει.

       Ανήκω σε κείνους που λατρεύω το τυπωμένο βιβλίο και έχω στο σπίτι μου άπειρα βιβλία παντού και καλά εξοπλισμένες βιβλιοθήκες. Από την άλλη δεν θέλω και δεν μπορώ να αρνηθώ το δώρο αυτό της τεχνολογίας. Πιστεύω ότι το διαδίκτυο ενισχύει τη φιλαναγνωσία. Το ότι εγώ, ως παραδοσιακός αναγνώστης δεν μπορώ να διαβάσω ολόκληρο ένα βιβλίο από τον υπολογιστή, δεν σημαίνει ότι και οι άλλοι άνθρωποι δεν μπορούν. Κάποια παιδιά μεγαλώνουν με τις συνήθειες αυτής την εποχής και είναι εξοικειωμένα απίστευτα με το διαδίκτυο.

        Για να γυρίσω στην ποίηση, σαφώς και ελλοχεύουν κίνδυνοι. Το δημοκρατικό διαδίκτυο που δίνει εύκολα βήμα στον καθένα μπορεί να αλλοιώνει τα κριτήρια και να διαβρώνει την ποιητική διαδικασία ή να την υποβιβάζει και να την ευτελίζει παντοιοτρόπως. Ναι, πολλές φορές, έχεις την αίσθηση ότι η ποίηση αφανίζεται, βουλιάζει, παραγκωνίζεται από τα »σκουπίδια» που κυκλοφορούν στο facebook, σε κάποια blogs και ιστοσελίδες. Γιατί σαφώς κυκλοφορούν και σκουπίδια και θα είσαι τελείως αφελής, αν το αρνηθείς ή εθελοτυφλήσεις. Ανησυχείς ότι όλα τελείωσαν, η μαγεία χάθηκε, ότι η καλή λογοτεχνία διατρέχει χίλιους δυο κινδύνους και ποιός θα την σώσει και το θέμα είναι αν σώζεται τελικά. Τρέχεις πανικόβλητος και μπουχτισμένος να βρεις καταφύγιο στο τυπωμένο χαρτί. Η πλούσια και φροντισμένη βιβλιοθήκη σου είναι πάντα εκεί. Σε περιμένει να βυθιστείς μέσα της ,ν ανακαλύψεις τους πραγματικούς θησαυρούς που θα σου χαρίσουν την ηδονή της ανάγνωσης. Έχεις επιλέξει ένα ένα τα βιβλία σου και είσαι περήφανος γι αυτό. Έχεις απόλυτο δίκαιο να σκέφτεσαι έτσι.

   Από την άλλη πάλι, μήπως είναι υπερβολικά όλα τούτα; Μήπως έχεις μια ροπή προς το μελόδραμα και δεν το ξέρεις; Αν το ξανασκεφτείς, έχεις πάντα το δικαίωμα της επιλογής. Διαθέτεις νόηση και κριτική σκέψη, καθώς και τα πνευματικά εργαλεία να ξεχωρίζεις κάθε φορά τί είναι αυτό που το διαδίκτυο σου »σερβίρει» και να το ελέγχεις. Κάνεις Like μόνο σε όσα ποιήματα θεωρείς πως το αξίζουν. Αποφεύγεις τις διαδικτυακές λογοτεχνικές κλίκες από τις οποίες δεν λείπουν-σημειωτέον- και  ποιητές που θέλουν να θεωρούνται σοβαροί. Μην μπλέκεις σε παγίδες και ψευτοδιλήμματα. Εσύ δεν είσαι με κανενός το μέρος. Είσαι μόνο με το μέρος της Ποίησης. Είναι γεγονός ότι το διαδίκτυο είναι ένα απίστευτο εργαλείο, που αν το χρησιμοποιήσεις σωστά, συνετά και προς όφελός σου μπορεί να σε διδάξει και να σου αποκαλύψει πράγματα σπουδαία, θαυμαστά, αναφορικά με την τέχνη που αγαπάς και με πολλά άλλα θέματα που σε αφορούν. Μέσα στην θάλασσα του διαδικτύου, υπάρχουν αναμφισβήτητα πολλά αξιόλογα blogs και ηλεκτρονικά περιοδικά και διαδικτυακοί τόποι  που αναδεικνύουν με σοβαρότητα, εγκυρότητα και αλήθεια την καλή ποίηση και τους καλούς ποιητές, προβάλλοντας την ελληνική ποιητική παράδοση, αλλά και την διεθνή, διευρύνοντας τους ορίζοντες των ψαγμένων και ενημερωμένων και απαιτητικών αναγνωστών. Ο κάθε ενδιαφερόμενος ψάχνει και βρίσκει. Ανακαλύπτει, κρίνει, διακρίνει, επιλέγει, αξιολογεί, ζυγίζει. Ας μην δαιμονοποιούμε τα πράγματα, πιστεύω. Ας κρατάμε αποστάσεις και ισορροπίες μέσα μας και έξω μας. Να ναι »πάντα ανοιχτά, πάντα άγρυπνα τα μάτια της ψυχής μας». Ας μην γίνουμε σαν και κείνους τους ποιητές, και είναι πολλά τα παραδείγματα, που, από τη μία βρίζουν το facebook και τα blogs, καθώς και όλους όσους πάνε κάτι να γράψουν στον δικό τους τοίχο, αλλά από την άλλη,
οι ίδιοι δέχονται τα like αυτών που την ίδια στιγμή απαξιώνουν. Και διψάνε να τους δημοσιεύσεις το νέο τους ποίημα στο blog σου, σου το ζητάνε διακαώς μάλιστα. Και με κάθε τρόπο προσπαθούν να διαδώσουν και οι ίδιοι τα μικρά ή μεγάλα τους αριστουργήματα, και να προπαγανδίσουν υπέρ των αξιόλογων βιβλίων τους που επιβάλλεται όλοι οι διαδικτυακοί φίλοι να αγοράσουν.
Ας μην μοιάσουμε σε όλους αυτούς. Ας τους υπερβούμε, έχοντας κατά νου τα εξής: a. Kαλή και κακή ποίηση συναντά κανείς και εκτός διαδικτύου. β. Η αληθινή ποίηση έχει την μαγική ικανότητα να παραμένει αναλλοίωτη ,να συγκεντρώνει γύρω της όλο το φως. Και ένα είναι βέβαιο, ότι δεν μας έχει καμία ανάγκη. Εμείς, όμως την έχουμε.

Αναρωτιέμαι όμως συχνά… αν ο Καβάφης και ο Ελύτης και άλλοι σπουδαίοι ποιητές… αν είχαν facebook, για παράδειγμα, θα άνοιγαν ποτέ λογαριασμό; Κι αν άνοιγαν λογαριασμό, θα έσπευδαν με ποικίλους τρόπους να διαλαλήσουν την ποιότητά τους; Για τον Καβάφη ειδικά δεν πιστεύω ότι θα άνοιγε ποτέ λογαριασμό στο facebook. O Eλύτης μπορεί, δεν γίνεται να πω με βεβαιότητα…

Προσπαθώ ακόμα να τοποθετήσω κάποια θρυλικά ζευγάρια (Καρυωτάκης-Πολυδούρη/ Αναις Νιν  και Χένρυ Μιλλερ/ Συλβια Πλαθ και Τέντ Χιουζ/ Μάτση και Εμπειρίκος ) στο σήμερα… Θα έγραφαν άραγε ηλεκτρονικές ερωτικές επιστολές…; Μια τέτοια τοποθέτηση… μου προκαλεί αρνητικά συναισθήματα για λόγους που δυσκολεύομαι ακόμα να κατανοήσω.. Κι αν το τολμήσω; Θα μπορούσα να τους σκηνοθετήσω με σκηνικό φόντο την σύγχρονη Αθήνα…Τί θα έλεγαν μεταξύ τους; Ποιά τα συναισθήματα και η συμπεριφορά τους; Τί είδους λογοτεχνία θα έγραφαν;

 

✔Νέες εκδόσεις: Από την Αγκάθα Κρίστι στον Ερνέστο Σάμπατο και στον Νίκο Θέμελη

Επιμέλεια: Ελένη Γκίκα //

 

Image may be NSFW.
Clik here to view.

 

Ελληνική πεζογραφία:

 

Image may be NSFW.
Clik here to view.
Νίκος Θέμελης «Η αναζήτηση. Η ανατροπή. Η αναλαμπή: Η τριλογία», εκδ. Μεταίχμιο, σελ. 1392

Στην παρούσα έκδοση περιλαμβάνονται για πρώτη φορά σε έναν τόμο τα τρία μυθιστορήματα του Νίκου Θέμελη: Η αναζήτηση, Η ανατροπή και Η αναλαμπή, τα οποία αποτελούν τριλογία. Τα βιβλία έχουν ξεπεράσει σε πωλήσεις τα 700.000 αντίτυπα, ενώ το δεύτερο μέρος της τριλογίας, Η ανατροπή, έχει τιμηθεί με το Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος, καθώς και με το αντίστοιχο του περιοδικού Διαβάζω. Η έκδοση συμπληρώνεται από σημείωμα του συγγραφέα και κριτικά κείμενα για το έργο του.
«Γράφω γιατί αισθάνομαι την ανάγκη να αναστοχαστούμε για ένα παρελθόν ολοκληρωμένο, όμως όχι και πεπερασμένο. Γιατί ήταν χωλή η παιδεία που μας προσέφεραν για να πορευτούμε και ανέκαθεν με ενοχλούσαν, στην πραγματικότητα που ζούσα, ιδέες και αντιλήψεις που τις θεωρούσα υπεύθυνες για τις κάθε λογής υστερήσεις και μας εμπόδιζαν «να σηκωθούμε λίγο ψηλότερα». Γράφω γιατί δεν μπορώ να αρκεστώ στα όσα άλλα έχω κατακτήσει ή ακόμα επειδή ίσως νιώθω κάποιο έλλειμμα απ’ όσα επιδίωξα και δεν κατάφερα να επιτύχω, π.χ. να γίνω αρχιτέκτονας, να κάνω θέατρο, να μάθω πιάνο, να ανοίξω περισσότερο τις γνώσεις μου και τα μυαλά μου. Γράφω γιατί δεν έχω χρόνο, γιατί με κυνηγά ο χρόνος και γράφοντας έχω την αίσθηση ότι προλαβαίνω να χωρέσω αυτά που αλλιώς δεν θα μπορούσα να βιώσω. Δεν γράφω για να αρέσω. Μου αρκεί ότι μπορώ κάποια πράγματα να τα επικοινωνήσω, επειδή κάποιους μπορεί να ενδιαφέρουν και άλλους ίσως να ψυχαγωγούνε. Γι’ αυτό άλλωστε πάντα αμφίθυμα εκτίθεμαι και τα δημοσιεύω.» Νίκος Θέμελης

 

Image may be NSFW.
Clik here to view.
Τάσος Καλούτσας «Υπό το κράτος του τρόμου», εκδ. Μεταίχμιο, σελ. 256

Το παράξενο χόμπι ενός συνταξιούχου πρώην υπαλλήλου που κρύβει στην ψυχή του ένα φοβερό «μυστικό».
Η απόδραση ενός οικογενειάρχη με προβλήματα από την κόλαση της μεγαλούπολης και την καταστροφική μανία των διαδηλωτών-κουκουλοφόρων.
Ένας άντρας, που βιώνει το άγχος της απόλυτης μοναξιάς του στις γιορτές, γίνεται ο μοναδικός «άσος της νύχτας».
Μια όμορφη οικιακή βοηθός από την ανατολική Ευρώπη, που θεωρεί ότι έχει ξεπέσει κοινωνικά στη χώρα που τώρα εργάζεται.
Ένας πρόσφυγας, δυνάμει παλαιστής, χαραμίζεται σ’ ένα επάγγελμα που δεν του αξίζει.
Η απελπισία ενός πατέρα που θέλει να γλιτώσει από την αρρώστια του, αλλά κι από τη θηλιά αγάπης των δικών του ανθρώπων.
Το όνειρο μιας ολόκληρης ζωής ενός επιτυχημένου βιοτέχνη που σβήνει ξαφνικά και άδοξα.
Ο διχασμός προσωπικότητας ενός νέου οικογενειάρχη που νιώθει ενοχές για τα δεινά που υποφέρουν οι συνάνθρωποί του.
Η απεγνωσμένη έκκληση για βοήθεια ενός άντρα που απειλείται να πέσει θύμα εγκλήματος.
Η δραματική απόπειρα ενός συγγραφέα, με αφορμή τον τρόμο της προσωπικής του ζωής, να συγγράψει ένα βιβλίο.
Αυτές είναι μερικές από τις (23) ιστορίες καθημερινότητας του βιβλίου, των οποίων οι πρωταγωνιστές, παρόλο που βιώνουν συχνά οδυνηρές καταστάσεις από τις συγκυρίες μιας δύσκολης πραγματικότητας (ως παρεπόμενα της πολυδιάστατης και μακροχρόνιας κρίσης που μαστίζει όχι μόνο τον τόπο μας, αλλά και ολόκληρο τον κόσμο), προσπαθούν να διατηρήσουν εν ενεργεία μέσα τους έναν θερμό πυρήνα ονείρου, αντίστασης και καλοσύνης.

 

Image may be NSFW.
Clik here to view.
Γιάννης Καλπούζος «Γινάτι: Ο σοφός της λίμνης», εκδ. Ψυχογιός, σελ. 576

Ο Ζώτος και η Χαβαή, με την πολυκύμαντη ερωτική τους σχέση, ένας αινιγματικός βαρκάρης, μια γυναίκα-αράχνη που γυρεύει δωμάτιο για μια νύχτα κι έναν άντρα για μια ζωή, ο σατανικός κομπογιαννίτης γιατρός Μαργαζής και ο τυχοδιώκτης παπα-Λέρας, ο οποίος παινεύεται ότι εκδύει τις γυναίκες από τα αμαρτήματα κι από τα εσώρουχα, μπλέκονται στο γαϊτανάκι που υψώνει ως μιαρή ή ευλογημένη έκρηξη το γινάτι με αφορμή έναν φόνο, μια αυτοκτονία, τον φόβο της αντεκδίκησης, την καταφρόνια της κοινωνίας, τον πλούτο, τη φτώχια, τη ζήλια, τον πόθο, κάποια ανομολόγητα εγκλήματα, την εθνική ταυτότητα και τον διάβολο ή τον άγγελο που κρύβει καθένας μέσα του. Και κυλά η ζωή τους πότε σαν αγριεμένο ποτάμι και πότε σαν γλυκασμός της άνοιξης.

Πρωταγωνιστές και δευτεραγωνιστές πορεύονται στα χρόνια της ιταλικής κατοχής των Ιωαννίνων του 1917∙ της πρώτης απόπειρας δημιουργίας Βλάχικου πριγκιπάτου στην Πίνδο∙ της εξόρυξης πετρελαίου στη Δραγοψά∙ της εκστρατείας στη Μικρά Ασία∙ της προσφυγιάς Μικρασιατών και Ποντίων, αλλά κι εκείνης των Τουρκογιαννιωτών∙ του διχασμού σε βενιζελικούς και αντιβενιζελικούς και της μάστιγας της ληστοκρατίας στην Ήπειρο. Συνάμα ακολουθούν τα βήματα Εβραίων, Βλάχων, Αλβανών και Σαρακατσάνων, και γενικότερα την ταραγμένη εποχή πριν από το 1922 και κατά την πρώτη δεκαετία του Μεσοπολέμου.

Στην ίδια πατρίδα συνυπάρχουν ή συγκρούονται διαφορετικοί κόσμοι, ομάδες και άτομα∙ σμίγουν ή αποχωρίζονται τα όνειρα κι ανακατώνονται τα αίματα, οι θρησκείες και οι γλώσσες∙ κι όλα συμβαίνουν στα Γιάννενα, στην πόλη των θρύλων και της μυστηριακής γοητείας.

 

 

Ξένη πεζογραφία:

 

Image may be NSFW.
Clik here to view.
Mary Westmacott «Ανοιξιάτικη απουσία», Μετάφραση: Αύγουστος Κορτώ, εκδ. Διόπτρα, σελ. 256

Η Agatha Christie υπογράφει ως Mary Westmacott σε έξι κοινωνικά μυθιστορήματα που εκδόθηκαν για πρώτη φορά την περίοδο 1930-1956.
Η διάσημη μυθιστοριογράφος αποκαλύπτει μια διαφορετική όψη της συγγραφικής πένας της, δείχνοντας το αξεπέραστο ταλέντο της.
Επιστρέφοντας από μια επίσκεψη στην κόρη της στο Ιράκ, η Τζόαν Σκάνταμορ βρίσκεται, όλως αιφνιδίως, μόνη κι αποκλεισμένη σ’ έναν απομονωμένο ξενώνα λόγω πλημμύρας στον σιδηρόδρομο.
Η αιφνίδια αυτή μοναξιά εξωθεί την Τζόαν σε μια ανασκόπηση της ζωής της για πρώτη φορά. Βρίσκεται αντιμέτωπη με πολλές απ’ τις αλήθειες που τη σημάδεψαν και επανεξετάζει, με οδύνη, τη συμπεριφορά της, τις σχέσεις και τα πεπραγμένα της και νιώθει ολοένα και πιο αμήχανα απέναντι στο πρόσωπο που της αποκαλύπτεται…
Η «Ανοιξιάτικη απουσία» είναι ένα μυθιστόρημα ψυχολογικής ενδοσκόπησης, όπου η ηρωίδα συναντά ξανά τον εαυτό της, χωρίς να τον αναγνωρίζει, και αφουγκράζεται τις άγνωστες πτυχές του.

 

Image may be NSFW.
Clik here to view.
Mary Westmacott «Το θηρίο στο πιάνο», Μετάφραση: Αύγουστος Κορτώ, εκδ. Διόπτρα, σελ. 448

Η Agatha Christie υπογράφει ως Mary Westmacott σε έξι κοινωνικά μυθιστορήματα που εκδόθηκαν για πρώτη φορά την περίοδο 1930-1956.
Η διάσημη μυθιστοριογράφος αποκαλύπτει μια διαφορετική όψη της συγγραφικής πένας της, δείχνοντας το αξεπέραστο ταλέντο της.
Ο Βέρνον Ντέιρ είναι ένας ευαίσθητος, κορυφαίος μουσικός, μια μεγαλοφυΐα. Αλλά είναι μεγάλο το τίμημα που πρέπει να πληρώσει για το ταλέντο του, και ιδίως αυτό που πρέπει να πληρώσουν οι συγγενείς του και οι δύο γυναίκες της ζωής του. Η προφυλαγμένη, περίκλειστη παιδική ηλικία του στο σπίτι που τόσο λατρεύει δεν προετοίμασε τον Βέρνον για τη σκληρή πραγματικότητα της ενήλικης ζωής και, προκειμένου να συνθέσει το κορυφαίο αριστούργημα της ζωής του, πρέπει να προβεί σε μια κρίσιμη απόφαση δίχως χρόνο να υπολογίσει τις συνέπειες.
Το «Θηρίο στο πιάνο» αφηγείται την ιστορία ενός νεαρού συνθέτη που σκοτώνεται, υποτίθεται, στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, κι ο οποίος επινοεί εκ νέου την ταυτότητά του.

 

Image may be NSFW.
Clik here to view.
Ερνέστο Σάμπατο «Το τούνελ», Μετάφραση: Κλαίτη Σωτηριάδου, εκδ. Μεταίχμιο, σελ. 176

«Όλοι ξέρουν ότι σκότωσα τη Μαρία Ιριµπάρνε Χάντερ. Όµως κανείς δεν ξέρει πώς τη γνώρισα, ποια ήταν ακριβώς η σχέση µεταξύ µας και πώς µου µπήκε η ιδέα να τη σκοτώσω. Θα προσπαθήσω να τα διηγηθώ όλα αµερόληπτα γιατί, αν και υπέφερα πολύ εξαιτίας της, δεν έχω την ανόητη αξίωση να είµαι τέλειος».
Ο Ερνέστο Σάµπατο (1911-2011), µαέστρος της γλώσσας, αλλά και βαθύς γνώστης της ψυχολογίας και της ψυχανάλυσης, θεωρείται ίσως ο µεγαλύτερος σύγχρονος συγγραφέας της Αργεντινής και ένας από τους σηµαντικότερους της Λατινικής Αµερικής. Στο αριστουργηµατικό µυθιστόρηµά του Το τούνελ αφηγείται µια καταστροφική ιστορία έρωτα, πάθους και ζήλιας που καταλήγει στο έγκληµα.
Εντυπωσιακό.
Τόµας Μαν
Θαυµάζω τη δριµύτητα και την έντασή του.
Αλµπέρ Καµύ
Το Μπουένος Άιρες έχει δώσει στον κόσµο τρεις µεγάλους συγγραφείς: Μπόρχες, Κορτάσαρ και Σάµπατο, τον µέγα µάντη.
Le Magazine Litteraire
Ο Σάµπατο συλλαµβάνει την ένταση των παθών που κυκλοφορούν στα αχαρτογράφητα µονοπάτια όπου η αγάπη δεν εγκυµονεί γαλήνη αλλά κίνδυνο.
Los Angeles Times
Ένα κλασικό υπαρξιακό αριστούργηµα… Με καθηλωτική, αξιοµνηµόνευτη επιρροή.
New York Times Book Review

 

 

Αστυνομική λογοτεχνία:

 

Image may be NSFW.
Clik here to view.
Jorn Lier Horst «Αδιέξοδο», Μετάφραση: Δέσποινα Παπαγρηγοράκη, εκδ. Διόπτρα, σελ. 504

Σημειωμένα χαρτονομίσματα κι ένα περίστροφο. Τα αποτυπώματα δείχνουν τον ένοχο. Ο Βίλιαμ Βίστιν έχει τις αμφιβολίες του. Οι έρευνες οδηγούνται σε αδιέξοδο… Κατεβαίνει στο υπόγειο. Η ατμόσφαιρα είναι βαριά και πνιγηρή. Το τεράστιο σκουριασμένο χρηματοκιβώτιο του παππού της είναι κλειδωμένο.
Η Σοφίε Λουν δεν είναι σίγουρη πως θέλει να δει το περιεχόμενό του.
Ο διαβόητος λαθρέμπορος ναρκωτικών Φρανκ Μαντ πέθανε τον χειμώνα που πέρασε, αφήνοντας κληρονομιά αυτό το ερειπωμένο σπίτι. Σίγουρα κάτι ύποπτο κρύβεται εκεί μέσα…
Την ίδια εποχή εξαφανίζεται μυστηριωδώς ένας οδηγός ταξί, ενώ έξι μήνες μετά μια νεαρή κοπέλα δολοφονείται με δύο σφαίρες.
Αναπάντεχα, μια σημαντική μαρτυρία στρέφει τις υποψίες σε έναν σεσημασμένο κακοποιό, ο οποίος βρίσκεται ήδη στη φυλακή, και όλοι είναι πρόθυμοι να αρπάξουν αυτή τη λύση, ακόμα κι αν δεν ταιριάζει απόλυτα με τα γεγονότα. Όλοι εκτός από τον επιθεωρητή Βίστιν…
Μακριά από φτηνούς εντυπωσιασμούς και τεχνητό σασπένς, ο πολυβραβευμένος Jorn Lier Horst υπογράφει ακόμα ένα καθαρόαιμο αστυνομικό μυθιστόρημα, που στηρίζεται σε ρεαλιστικούς χαρακτήρες, έντονη ατμόσφαιρα και ένα ιδιοφυές στήσιμο της ιστορίας.

 

 

Δοκίμια:

 

Image may be NSFW.
Clik here to view.
Γιώργος Λαμπράκος «Τσαρλς Μπουκόβσκι, ο κυνικός Κυνικός», Επόμετρο: Θεοδόσης Βολκώφ, εκδ. Γαβριηλίδης, σελ. 2018

Το βιβλίο του Γιώργου Λαμπράκου Τσαρλς Μπουκόβσκι, ο κυνικός Κυνικός είναι ένα πλήρες γεύμα τουλάχιστον τριών πιάτων: μια εισαγωγή στη βιοσοφία των αρχαίων Κυνικών, μια επισκόπηση των ποικίλων και συχνά αντιφατικών σημασιών που έχει λάβει ο κυνισμός στη νεωτερική και σύγχρονη εποχή, καθώς επίσης μια καινοφανής ανάγνωση του έργου και της ζωής του Μπουκόβσκι ως Διογένη της εποχής μας. Μέχρι το απολαυστικό επιδόρπιο θα έχει φανερωθεί πώς αυτός ο σύγχρονος κλασικός έγινε από σκύλος… γάτα. Ένα πολύπλευρο λογοτεχνικό δοκίμιο, μοναδικό στο είδος του, που καταγράφει τις συγκλίσεις και τις αποκλίσεις δύο δίδυμων όρων συνδέοντας την αρχαία Ελλάδα και την αμερικανική λογοτεχνία με χιούμορ και επινοητικότητα. Η εργοβιογραφία ενός δημοφιλούς συγγραφέα του περιθωρίου, το καρδιογράφημα ενός σκύλου από την κόλαση. Ένα βιβλίο που αποδίδει στον Μπουκόβσκι μια εντυπωσιακά οικεία κι όμως άγνωστη πλευρά του.

Ο Γιώργος Λαμπράκος γεννήθηκε το 1977 στην Αθήνα. Σπούδασε χρηματοοικονομικά στο Πανεπιστήμιο Πειραιά, φιλοσοφία των επιστημών στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, μετάφραση από την αγγλική και τη γερμανική γλώσσα στο ΕΚΕΜΕΛ. Έχει δημοσιεύσει το πεζογράφημα «Αναμνήσεις από το ρετιρέ» (Γαβριηλίδης, 2009) και το θεατρικό έργο «Αγνοούμενος» (Γαβριηλίδης, 2010), που παίχτηκε την ίδια χρονιά στο θέατρο Φούρνος. Επίσης, έχει δημοσιεύσει ποιήματα, αφηγήματα και δοκίμια σε έντυπα και δικτυακά περιοδικά («Acidart», «Κοντέινερ», «Μανδραγόρας», «Νησίδες», «Ποιητική», «Τεφλόν») και εφημερίδες («Αξία»). Εργάζεται ως επαγγελματίας μεταφραστής, οι δε μεταφράσεις του περιλαμβάνουν έργα λογοτεχνίας, θεωρίας λογοτεχνίας, ψυχανάλυσης, ιστορίας τέχνης, φιλοσοφίας, πολιτικών επιστημών και βιογραφίες. Τον Δεκέμβριο του 2011 έλαβε μέρος στο 1ο Φεστιβάλ Νέων Λογοτεχνών που διοργάνωσε το ΕΚΕΒΙ, μετά από πρόταση του περιοδικού «Νησίδες». Το προσωπικό του blog είναι: http://lamprakos.wordpress.com.

 

 

Δοκίμιο: «Το κουτσό λαγουδάκι με τα Πασχαλινά αυγά»

Του Θανάση Πάνου // *

 

 

Image may be NSFW.
Clik here to view.

 

..

Το λαγουδάκι του Πάσχα (σύμβολο γονιμότητας όπως και τα αυγά) έγινε από απλός λαγός φολκλορική πασχαλινή φιγούρα γιατί υπήρχε η αντίληψη ότι ήταν ερμαφρόδιτος και μπορούσε έτσι να αναπαραχθεί χωρίς την απώλεια της παρθενίας του. Η αγνότητα αυτή λόγω παρθενίας, του έδωσε τον ρόλο του δικαστή ο οποίος αξιολογούσε την συμπεριφορά των παιδιών πριν το Πάσχα, τον έκανε σύμβολο της άνοιξης στις βόρειες χώρες και τον έθεσε επίσης δίπλα στην Παναγία, τον Χριστό και την Αγία Τριάδα σε πίνακες και εικονογραφημένα εκκλησιαστικά χειρόγραφα. Η ριζωμένη δηλαδή αντίληψη λόγω των εσφαλμένων ιατρικών γνώσεων κατά τους μεσαιωνικούς χρόνους , τοποθέτησε τον “αγνό-παρθένο” λαγό μέσα στα έθιμα κατ΄ αρχήν στην Λουθηρανή Γερμανία και στην συνέχεια και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες.

Και ενώ ο λαγός αντιπροσωπεύει και την σοφία-επειδή γεννιέται με ανοιχτά τα μάτια και έχει δει όλα τα μυστήρια της αναπαραγωγής, ενός κόσμου άγνωστου,δεν μπορεί να μην είναι και φαλλικό σύμβολο και αυτό είναι το πόδι του.

Το φαινόμενο του ερμαφροδιτισμού, της παρθενίας της πολλαπλής κύησης και της πασχαλινής φολκλορικής φιγούρας δεν φαίνεται να γλύτωσε όμως τον λαγό από την αναπηρία. Το λαγοπόδαρο σύμφωνα με το παγανιστικό τελετουργικό αν κοπεί σωστά, δηλαδή σε μέρος ταφής και κάτω από την πανσέληνο δίνει τύχη και δύναμη να νικήσεις ακόμη και τον Διάβολο.

Έτσι δεν χρειάζεται καθόλου να τρέξεις, τρέχει το σακάτικο λαγοπόδαρο και την ατυχία αφανίζει προσπερνώντας την, ακόμη και σύριζα κομμένο. Τόση η δύναμή του. Και άλλη τόση η εξυπνάδα του ανθρώπου.

Και ήταν ανέκαθεν τόσο μεγάλη η εξυπνάδα του ανθρώπου που το ματωμένο λαγοπόδαρο το μελετούσε τρεις ολόκληρες βραδιές κάτω από την πανσέληνο και μάλιστα με ειδικά λόγια, μυστικά ξόρκια μαγισσών, που την κόρη του Ωκεανού, Θεά τύχη ξεσήκωναν και αυτή αντίδωρο τους πρόσφερε ευμάρεια για την δοτική πράξη τους ετούτη.

Και δεν ψέγω τον Έλληνα άνθρωπο που πιστεύει στην καλή του τύχη και όλο τις πράξεις του αναβάλει προσμένοντάς την, αλλά τον άνθρωπο παντού στη γη, που για την ευκαρπία του δαπανά περισσότερη ενέργεια αναζητώντας λαγοπόδαρα.

Παντού μα παντού, από άκρη σε άκρη σε τούτο τον πλανήτη η τύχη τριγυρνά, ακόμη και στην ελληνοβουδιστική τέχνη της Γκαντχάρα, που η Βουδιστική θεότητα Χάριτι παρουσιάζεται να κρατά το κέρας της Αμάλθειας και να φορά ελληνικές ενδυμασίες. Γι αυτό οι δεισιδαιμονίες καλά κρατούν και στον σημερινό κοινωνικό μεσαίωνα. Μάλιστα το πεπρωμένο και η τύχη αν το ψάξουμε καλά κατοικούν σε μια κινέζικη τσαγιέρα. Και μάλιστα αυτή η τσαγιέρα είναι σε τροχιά γύρω από τον αστέρα Μπετελγέζ που βρίσκεται 650 έτη φωτός από την Γη και άλλα τόσα από την λογική. Και όπως η επιστήμη δεν μπορεί να αποδείξει ότι αυτή η τσαγιέρα δεν υπάρχει έτσι και ο λαγός δεν μπορεί να πείσει ότι το λαγοπόδαρο που κουβαλά ως μέλος απαραίτητο πάνω του, του φέρνει τύχη και τύχη δεν θα φέρει στους ανθρώπους.

Η μήπως η δοξασία αυτή δεν αφορά το κυνήγι του λόγου και των ιδεών; Μήπως γι’ αυτό ο συγγραφέας, ο ποιητής και ο καλλιτέχνης μπρος στον λαγό ίστανται με δέος; Ο λαγός γεννιέται με ανοιχτά τα μάτια, ζει και πεθαίνει με ανοιχτά μάτια και ποτέ δεν τρέχει ευθεία. Μοναχικός ο λαγός σαν τις ιδέες, αντιπροσωπεύει τη σοφία καθώς έχει δει όλα τα μυστήρια της αναπαραγωγής, ενός κόσμου άγνωστου.

Ο λαγός είναι αυτός που όσο τον πλησιάζεις, τόσο αυτός στο βάθος του ορίζοντα απομακρύνεται, προς μία προοπτική που μόνο οι ιδέες ξέρουν να φωλιάζουν. Η μήπως ο λαγός ο ίδιος είναι μια ελεύθερη ιδέα που όλο τρέχει-τρέχει γιατί αν σταθεί θα βρεθεί μαγειρεμένη και μέσα από ορθάνοικτες μασέλες, εύπεπτη μάζα θα καταλήξει στο στομάχι, στιφάδο που όλοι να καταβροχθίσουν λιγουρεύουν; Η αλλιώς, οι δεισιδαιμονίες αυτές μήπως είναι κάτι σαν τα τεράστια φτερά του “Άλμπατρος” του Μποντλέρ που σέρνονται κατάχαμα και δυσκολεύουν παρέα με τον λαγό να τρέξεις;

 

 

* Ο Θανάσης Πάνου σπούδασε Οικονομία,  κοινωνιολογία- εγκληματολογία και  πραγματοποίησε ειδικές σπουδές εικαστικών τεχνών  (εικόνα ήχος-κίνηση-λόγος). Ως  εκπαιδευτικός έχει εργαστεί με ομάδες art therapy και είναι επιστημονικός συνεργάτης του κέντρου ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΙΚΩΝ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΩΝ & ΠΑΙΔΕΙΑΣ ΤΕΧΝΩΝ στο τμήμα πειραματικής έρευνας και έκφρασης. Έχει λάβει μέρος σε ατομικές και ομαδικές εκθέσεις Ζωγραφικής – video-art,  στην Ελλάδα και το εξωτερικό  και έχει οργανώσει λογοτεχνικές εκδηλώσεις και δρώμενα πλαισιωμένα με μουσική και οπτικοποίηση ποιητικού λόγου.Το  Ινστιτούτο Πειραματικών Τεχνών το 2013 και 2014 παρουσίασε videoart & ποίησή του. (Ιnternational Film Poetry Festival).

 

 

 

 

Η λογοτεχνία συναντά τη σύγχρονή μας πραγματικότητα

Γράφει η Ασημίνα Ξηρογιάννη //

 

Image may be NSFW.
Clik here to view.

 

Θέλω πολλά να εξομολογηθώ στον Καραγάτση, αλλά πού να τον βρω; Και τι δεν θα έδινα να  έκανα έναν περίπατο με τον Βιζυηνό και να μιλούσα για έρωτα με τον Καβάφη. Ακόμα, θα έβαζα τον Παπαδιαμάντη να μου γράψει ένα μονόλογο για τη «Φόνισσά» του για να το συμπεριλάβω στην ανθολογία μου. Σήμερα τα πράγματα είναι διαφορετικά. Οι αναγνώστες άνετα συναντούν τους συγγραφείς στα μέσα της κοινωνικής δικτύωσης, συνομιλούν μαζί τους, καμιά φορά αναπτύσσεται και φιλία μεταξύ τους. Ανταλλαγή  φιλοφρονήσεων, διάλογοι, κοινωνικότητες στο facebook και σε άλλα παρόμοια. Ακόμα και ποιητές μιας άλλης γενιάς, που παριστάνουν τους »δύσκολους» ή έχουν κάποια μεγάλη πορεία στο χώρο της ποίησης, καταξιωμένοι και αγαπητοί από το ευρύ κοινό, φαίνεται πως κι αυτοί έχουν πάθει την εξάρτησή τους. Ποστάρουν ποιήματα καθημερινά, μιλούν για τη δουλειά τους, δείχνουν πολλές φορές ένα εγωιστικό πρόσωπο και εκφράζονται περιφρονητικά για άλλους. Όμως γεγονός είναι, ότι όσο κι αν θέλουν να προβάλουν έναν «ιδιαίτερο εαυτό», κάνουν κι αυτοί ό,τι ακριβώς κάνει και η μάζα, μόνο που όλοι το παραδέχονται, εκτός από τους ίδιους.

Και μια φορά έθεσα το εξής ερώτημα σε έναν από αυτούς: »Άραγε ο Ελύτης και ο Σεφέρης και ο Καβάφης, αν είχαν αυτή τη δυνατότητα στην εποχή τους, θα χρησιμοποιούσαν ποτέ το facebook για να προβάλουν την «ποιότητά» τους;» Δεν νομίζω.

Ακόμα, έτσι όπως έχουν γίνει τα πράγματα, από τη μία έχουμε την ποιότητα, από την άλλη την ποσότητα. Μπορεί κάποιος να είναι αρεστός στον κόσμο, να έχει δημοσιότητα, να είναι περσόνα της εποχής, αλλά το έργο του να μην αξίζει και πολλά. Ενώ κάποιος άλλος να στέκεται στη γωνία, επειδή δεν του αρέσουν τα φώτα της ράμπας, όμως να έχει ένα έργο αξιοπρόσεκτο, αρκεί να βρεθεί ένας κριτικός να τον ανακαλύψει και να τον βγάλει από την αφάνεια. Δυστυχώς έχουμε φτάσει στο σημείο οι πωλήσεις ενός βιβλίου να εξαρτώνται από τη δημοτικότητα του συγγραφέα στο facebook. Φαινόμενο της εποχής που πλήττει την καλή λογοτεχνία. Βέβαια όποιος πολύ την ποθεί και την αναζητεί, την βρίσκει.

Γιατί -ας μην τα ισοπεδώνουμε όλα- υπάρχει καλή λογοτεχνία. Είναι εκείνη που σιωπά ή έχει τον τρόπο να διατηρεί τη γοητεία ή το μυστήριό της. Που φτάνει μέχρι τα μύχια της ανθρώπινης ψυχής. Που εκφράζει την ανησυχία του ανθρώπου για τα μεγάλα, καίρια ζητήματα της ανθρώπινης ζωής, που είναι βαθιά υπαρξιακή. Η καλή λογοτεχνία είναι αυτή που προσπαθεί να ερμηνεύσει το φόβο, τη μοναξιά, το σκοτάδι, τον θάνατο, που αντιμετωπίζει τα μεγάλα αινίγματα καταπρόσωπο. Ο καλός συγγραφέας, με την αγωνία σφαλισμένη στο πετσί του, ξεκλειδώνει με τον τρόπο του τα μυστήρια του κόσμου, επιβάλει την αντίληψή του γι’ αυτόν, παιδεύοντας πάντα τις λέξεις του χωρίς τύψεις. Και δεν ακολουθεί τον ασφαλή δρόμο, αυτόν που μία φορά του εξασφάλισε την εμπορική ή άλλη επιτυχία. Αντίθετα, είναι ανοιχτός σε πειραματισμούς, μισεί τις συνταγές, είναι έτοιμος να φεύγει συνεχώς για άγνωστο προορισμό, αλλά να μην φτάνει ποτέ.

 

 

(Αναδημοσίευση από το Βακχικόν)

 

 

Περί ονομάτων βαφτιστικών

Της Τασούλας Γεωργιάδου // *

 

Image may be NSFW.
Clik here to view.

Η μουσική των ονομάτων μας

 

Με τα ονόματα έχουν γίνει ομηρικοί καυγάδες, από παροδικές παρεξηγήσεις μέχρι διαζύγια. Πώς θα πούμε το παιδί; Το όνομα της μιας ή της άλλης γιαγιάς· του παππού από το μέρος του μπαμπά ή από της μαμάς·  του Άγιου που το έταξε (!) η εγκυμονούσα να το φυλάει να βγει γερό, όπως προς τιμήν του Άγιου Στυλιανού προστάτη των παιδιών, Ευαγγελία για τη Μεγαλόχαρη της Τήνου και πάει λέγοντας.

Μεγάλη πέραση έχουν τα αρχαιοελληνικά και τα βυζαντινά. Αριστοτέλης, αίφνης, ώστε να μοιάσει το βρέφος του φιλοσόφου· Αλέξανδρος με προοπτική του να γίνει Μέγας και τρανός· Κωνσταντίνος πολύ αυτοκρατορικό και συνάμα χριστιανικότατο. Άλλοι διαλέγουν τον ήρωα που θαυμάζει ο μπαμπάς, σαν τη γειτόνισσα που την είπαν Χίλαρη χάρη στον πρώτο κατακτητή της κορφής του Έβερεστ. Κάποιοι έχουν πετριά με τους βασιλιάδες και το ασκέρι των πριγκίπων. Γεμίσαμε Φρειδερίκες το ‘50 και Άννες- Μαρίες το ‘60. Τον άλλον τον βάπτισαν Ελευθέριο Βενιζέλο που τον ψήφιζε φανατικά σύσσωμη η οικογένεια. Δεν πάει πίσω η κυρίαρχης αξία της οικογένειας βλ. Λαοκράτης ή Δημοκρατία. Είναι κι αυτοί με τον απωθημένο εφηβικό έρωτα με καλλιτέχνες του πενταγράμμου και της μεγάλης οθόνης. Οι πιο σύγχρονοι βάζουν ό,τι τους αρέσει, ό,τι τους χαϊδεύει την αίσθηση της ακοής, κάτι εύηχο, μουσικό, αρμονικό.

Αυτό το «ό,τι μας αρέσει» αποτελεί αντικείμενο έρευνας ανά την Υφήλιο. Γέμισε, λόγου χάρη, η Γαλλία από το ’50 και μετά με Φρανσουά και Φρανσουάζ που ζαλίστηκαν τα μαθητολόγια από τις συνωνυμίες και άντε να βρεις πώς να ξεχωρίζεις τα παιδιά με την προσφώνηση.

Για την Άσια υπήρχε άλλο κριτήριο πέραν της ευφωνίας. Το ευειδές και η συμπάθεια προς το πρώτο άτομο που έφερε το εν λόγω όνομα στα παιδικάτα της. Ελευθερία, λόγου χάρη, αποτελεί υπέρτατη ιδέα, αξία, ιδανικό! Ωδές και  ύμνοι προς αυτή, χιλιοτραγουδισμένη, με τόσους αγωνιστές για χάρη της να δίνουν τη ζωή τους. Λέξη με δυο τραγουδιστά υγρά σύμφωνα λ , ρ και βραχύχρονα φωνήεντα, για όλους αρεστή. Όλα ισχύουν και θα ηχούσε ευφρόσυνα, αν δεν της σκίαζε το νου η φάτσα της ατσούμπαλης μεγαλοκοπέλας με την κρεατοελιά στην άκρη της μύτης και την γαϊδουροφωνάρα στον πάγκο του μπακάλικου.

Έλσα, Εύα, Μαργαρίτα, Βιβή, Έλενα της άρεσαν πολύ μια της έφερναν στο νου τις χαριτωμένες έφηβες της γειτονιάς που την έπαιζαν και της τραγουδούσαν όταν ήταν νήπιο. Ομοίως και τα των παλικαριών Σπύρος, Μάριος, Οδυσσέας, Άλκης, Ανδρέας και, ασφαλώς, Κωστάκης· αντιστοιχούσε στον εικοσάχρονο ξανθό Απόλλωνα με τα γαλάζια μάτια και την παραδοσιακή στολή του συλλόγου των Ποντίων, όταν έλεγε τα κάλαντα, και της είχε υποσχεθεί στα τρία της, καθώς την έπαιρνε στους ώμους του στη βραχώδη πλαζ της συνοικίας, πως θα έμπαινε στο μπουκάλι περιμένοντάς την να μεγαλώσει για να την παντρευτεί!

Χριστίνα, Όλγα, Μαίρη, Κική, Άννα, Καίτη, Ροδή ήταν μυρωδάτες, εκλεπτυσμένες, χαμογελαστές και τυλιγμένες σε φουρό και εσάρπες φίλες της μαμάς με συνομήλικα σχεδόν μ’ αυτήν παιδιά,  που σηματοδοτούσαν  ατελείωτες ώρες διασκέδασης. Μηνάς, Γιάννης, Γιώργος, Χάρης, Νίκος, Άρης, Αλέκος ήταν γείτονες και οικογενειακοί φίλοι ευθυτενείς, κομψοί, κουστουμαρισμένοι, καλοκτενισμένοι με  «μπριλ-κριμ», που έρχονταν επίσκεψη στη γιορτή του μπαμπά φορτωμένοι με γλυκά και παιχνίδια. Πώς να μην σου αρέσουν τα ονόματά τους.

Όμως τα Παναγιώτης, Μανώλης, Σεραφείμ, Δημοσθένης, Κυριάκος, αυτό που έπαιρναν αυτομάτως μπροστά το πρόθεμα μπάρμπα… και αντιστοιχούσαν σε… λίγο κουτσούς, λίγο κουφούς, λίγο αόματους μπαστουνοκρατούμενους γέροντες δεν την εντυπωσίαζαν· όπως και τα Παρθένα, Πολυξένη, Τασία, Μαρίκα, Κατίνα, Αγαθή, Ευφημία των μαυροντυμένων, με τα τραβηγμένα σε κοτσάκια-κεφτέδες μαλλιά και τα ρυτιδιασμένα πρόσωπα προσφιλών παρά ταύτα γιαγιάδων.

Ευανθία,  ευ (καλός, ωραίος) + άνθος, ήτοι αντιπροσωπεύει την ομορφιά, την αρμονία και τη μοσχοβολιά. Αν δεν συνδεόταν με δυο θειάδες της, πρωτεξαδέλφες αναμετάξυ τους, με κοινά χαρακτηριστικά τα ενωμένα πυκνά μαυρόφρυδα και το πυκνό χνουδάτο μουστάκι, σκούρα ρασσοειδή ρούχα με μια μυρωδιά πράσινου σαπουνιού ανάκατη με λιβάνι, θυμίαμα και κερί της εκκλησίας. Βεβαίως και την αγαπούσαν και όταν την αγκάλιαζαν σκούπιζε με το πίσω του μανικιού τα υγρά φιλήματα στα παιδικά της μάγουλα. Άσχημες οι κατά τ’ άλλα οι καλοπροαίρετες θειες, άσχημο και όνομα.

Λάζαρος με δυο υγρά λου-ρου και ένα ζαχαρένιο ζ. Θα έπρεπε να της αρέσει, αν … δεν της έφερνε στη σκέψη ένα ψηλοκρεμαστό, ταλαιπωρημένο, αγορόπουλο κουρεμένο εν χρω, με μπαλωμένο καφετί ξέθωρο παντελονάκι και ένα ξεχειλωμένο, κοντό στα μανίκια, χειροποίητο μετά από τρίτη ως τέταρτη επανάληψη πλεξίματος πουλόβερ, να σκαλίζει αφηρημένα σχήματα στον χωματόδρομο μπρος από τον στάβλο του αλόγου που έσερνε το κάρο τους.

Ζέφυρος, ανάλαφρο και δροσερό αεράκι, χάδι στην επιδερμίδα και την ακοή. Ομόηχο, σχεδόν Ζαφείρης σαν πετράδι που γυαλίζει και σε θαμπώνει, αν… αν δεν παρέπεμπε στον αυταρχικό, πάντα βλοσυρό και απειλητικό δάσκαλο, που κόμπαζε για το κυνηγητό των ανταρτών στον Γράμμο και τη νίκη του, αμείλικτο τιμωρό των όσων μαθητών παρέκλιναν των ανοησιών του σχολικού κανονισμού δικής του έμπνευσης. Συν οι εφιαλτικές μνήμες από κτυπήματα στο καλάμι με τη σκυτάλη.

Πώς να μην σου αρέσει το όνομα του πιο αγαπημένου Άγιου των παιδιών, του κουβαλητή των πρωτοχρονιάτικων μποναμάδων! Τι κι αν είναι γεράκος στρουμπουλός, χο, χο, με κάτασπρα τα μαλλιά και γένια, του το όνομά του ταυτίζεται με τη χαρά και την ελπίδα της νέας χρονιάς. Αν το συνδυάσεις, από τη μια, με έναν τρυφερό θείο, λεπτό και σβέλτο, μονίμως χαμογελαστό κάτω από το παχύ μουστάκι, να προσκομίζει κάθε Σεπτέμβρη ένα καλάθι γεμάτο καλούδια από το αμπελάκι του για να ευχηθεί στη μικρή μαθήτρια «Καλόν Πρόοδον» – αγράμματος ο καλοκάγαθος καπνεργάτης έβαζε αρσενικό άρθρο στο εις -ος ουσιαστικό – δίνοντας της ένα γλυκό φιλί σαν τα μελιστάλακτα αυγόσυκα που έφερνε πεσκέσι. Από την άλλη, το ίδιο όνομα έφερε και το χαριτωμένο τρίχρονο βαφτιστήρι της που την ξύπναγε με αγκαλίτσες και χαδάκια κάθε πρωί να πάει στη δουλειά. Έτσι πήρε κάμποσα μπόνους λόγω ονόματος ο Βασίλης της, ως άντρας της ζωής της.

Ο προβληματισμός δεν κράτησε πολύ για τα παιδιά. Εξ αρχής το Δημήτρης για το αγόρι παρέπεμπε στον απολύτως γοητευτικό Παπαμιχαήλ, τον ζεν πρεμιέ που κρατούσε τον ρόλο του Ιππόλυτου στην πρώτη παράσταση που απόλαυσε οκτάχρονη το ’64 στο αρχαίο Θέατρο Φιλίππων. Οπότε ήταν του γούστου της. Δημήτρης βέβαια, άντε Τάκης ή Μίμης και φυσικά όχι τα αποκρουστικά υποκοριστικά Μήτρος ή Μήτσος που ενίοτε, λόγω σωματότυπου, εξελίσσεται και σε Μητσάρα.

Για την θυγατέρα προτιμούσε το Στέλλα της μητέρας της που είχε κάτι από τον φωταγωγημένο ουρανό. Θα το γύριζε επί το καλλιτεχνικότερο σε Εστέλλα, οπότε θα ήταν από την κολυμπήθρα της αστέρι! Πώς να τη στεναχωρήσει, όμως, την ξεχωριστή αυτή πεθερά που της άνοιξε διάπλατα καρδιά και αγκαλιά; Αλλά αυτό το Σταμάτα αντιπροσώπευε μια περίεργη φιγούρα με μάλλινες βράκες και μαύρο μαλλί κομμένο με οδηγό μια κατσαρόλα περασμένη στο κεφάλι σε κακότεχνο καρέ με φράντζα. Το φόβητρο για κάθε παιδί στην πόλη αν δεν έτρωγε το φαί του. Ας είναι καλά η διπλωματία της και ο εύπιστος καλής πρόθεσης παππάς της ενορίας. Το έχουν στην Πελοπόννησο το Ματίνα, μάλλον κατάλοιπο της Φραγκοκρατίας, κάτι σαν Πρωία, καταλαβαίνετε. Όπερ και εγένετο, έτσι την προσφώνησε ο ιερέας στο Μυστήριο και ωσαύτως καταχωρήθηκε στο ληξιαρχείο. Υπόθεση εργασίας: συμβαίνει και σε άλλους τοιαύτη προτίμηση ονομάτων;

 

 

* Η  Τασούλα Γεωργιάδου  είναι επίτιμη Σχολική Σύμβουλος με MSc στην «Προστασία Μνημείων», MEd τις ΤΠΕ και Δ.Δ. στη «Διδακτική Φυσικών Επιστημών». Δίδαξε στη δευτεροβάθμια και τριτοβάθμια εκπαίδευση, είναι συγγραφέας σχολικών εγχειριδίων και ψηφιακού υλικού Χημείας. Δημοσίευσε ογδόντα εργασίες σε επιστημονικά περιοδικά και συνέδρια.

 

Δοκίμιο: «Επιστροφή  στην πατρίδα»

Γράφει ο Θάνος Μαντζάνας // *

 

Image may be NSFW.
Clik here to view.

 

              «Αν θέλεις να οδηγήσεις άλλους πρέπει πριν από όλα να έχεις κάπου να πας» *

 

Τί εἶναι ἡ πατρίδα μας; Μὴν εἶν᾿ οἱ κάμποι;

Μὴν εἶναι τ᾿ ἄσπαρτα ψηλὰ βουνά;

αναρωτιόταν σε ένα κλασικό, εμβληματικό για ολόκληρες γενεές, ποίημα του ο Ιωάννης Πολέμης. Και κατέληγε ότι «Ὅλα πατρίδα μας! Κι αὐτὰ κι ἐκεῖνα», μία εύλογη, πιθανόν και αναγκαία, διαπίστωση για την Ελλάδα των αρχών του εικοστού αιώνα, όταν δεν είχαν περάσει ούτε εκατό χρόνια από την απελευθέρωση της από τον τουρκικό ζυγό.

Όμως οι συνθήκες της ανθρώπινης ζωής και μαζί τους η αντίληψη, οι σκέψεις αλλά ακόμα και τα συναισθήματα μας δεν μένουν ποτέ σταθερές, αντίθετα αλλάζουν συνεχώς, μερικές φορές και με ταχύτατο ρυθμό, στο πέρασμα του χρόνου. Έτσι ήταν απολύτως φυσιολογικό λίγο πριν το τέλος του προηγούμενου αιώνα, το 1996, ο Παρασκευάς Καρασούλος να έλεγε κάτι πολύ διαφορετικό σε έναν στίχο του που μελοποίησε υπέροχα ο Γιώργος Ανδρέου:

Το πιο μακρύ ταξίδι μου εσύ

η νύχτα εσύ το όνειρο της μέρας

μικρή πατρίδα σώμα μου κι αρχή,

η «πατρίδα» δηλαδή όχι πλέον ως ένα σύνολο άψυχων πραγμάτων αλλά ενός και μόνον έμψυχου, ενός άλλου ανθρώπου.

Λίγο αργότερα, στις αρχές του τωρινού αιώνα, του εικοστού πρώτου, το 2003 συγκεκριμένα, ο τίτλος ενός ντοκιμαντέρ του Αλέξανδρου Παπαηλιού πήγαινε την έννοια πατρίδα προς μιαν εντελώς διαφορετική κατεύθυνση και πολύ πιο μακριά, «Πατρίδα είναι η παιδική ηλικία». Καθώς αυτή η άποψη είναι η πιο κοντινή χρονικά στο σήμερα, μόλις δέκα πέντε χρόνια έχουν περάσει από τότε, προσωπικά την θεωρώ και πιο κοντά στην αλήθεια, στο τι μπορεί να σημαίνει δηλαδή για εμάς τώρα, το 2018 – περισσότερο από έναν αιώνα από τότε που έθεσε, έστω και ρητορικά, για πρώτη φορά αυτό το ερώτημα στον ελληνικό γραπτό λόγο ο Ιωάννης Πολέμης – η λέξη «πατρίδα», με όλη και κάθε έννοια μα και σημειολογία της.

Κατά την γνώμη μου λοιπόν πατρίδα, όχι μόνον για εμάς τους Έλληνες αλλά και για κάθε άνδρα και γυναίκα που ζει οπουδήποτε στην γη, δεν μπορεί παρά να είναι η ψυχή μας. Σε έναν κόσμο που τον χωρίζουν, τον κατακερματίζουν μάλλον, τόσα πολλά και τον ταλανίζουν ακόμα περισσότερα το ανθρώπινο μυαλό έχει ανάγκη από κάτι σταθερό, μια βάση στην οποία να στηρίζεται και να μπορεί να ανατρέχει ή και να επιστρέφει στις δύσκολες στιγμές, όταν θέλει να ξαναβρεί τις αξίες και τις αρχές του για να εμβαπτιστεί εκ νέου σε αυτές ώστε να συνεχίσει. Αυτή η στέρεα, ακλόνητη βάση δεν μπορεί να είναι για καθέναν και καθεμία μας παρά η ψυχή του/της. Η ψυχή, αυτό το ακαθόριστο πράγμα το οποίο δεν μπορούμε να αντιληφθούμε με τις αισθήσεις μας αλλά γνωρίζουμε πολύ καλά ότι υπάρχει ήδη από την στιγμή της γέννησης μας και νομίζω ότι οι περισσότεροι, είτε δέχονται την ύπαρξη κάποιου θεού είτε όχι, πιστεύουν ότι με κάποιο τρόπο συνεχίζει να υπάρχει ακόμα και μετά το βιολογικό τέλος μας.

Αν θεωρήσουμε ότι, σύμφωνα με τον Λακάν, κοιτάζοντας κάθε άλλον βλέπουμε μιαν αντανάκλαση του εαυτού μας, στις καλύτερες των περιπτώσεων μιαν εικόνα του που μοιάζει πολύ με αυτήν που έχουμε ήδη και επιπλέον μας αρέσει τόσο ώστε να θέλουμε να προσεγγίσουμε αυτόν τον άλλο, αν μάλιστα μας ταιριάζει ακόμα και να συνυπάρξουμε μαζί του, τότε μπορούμε να υποθέσουμε ότι και ο Παρασκευάς Καρασούλος, ακόμα και δίχως να το συνειδητοποιεί, την ψυχή εννοούσε ως «μικρή πατρίδα». Την ίδια ψυχή που την παιδική της ηλικία, την εποχή δηλαδή κατά την οποία είναι ακόμα αθώα, ανεπηρέαστη αν όχι αμόλυντη από εξωτερικές παρεμβάσεις, αποκαλεί πατρίδα στον τίτλο της ταινίας του ο Αλέξανδρος Παπαηλιού.

Αν όμως η ψυχή είναι η μικρή πατρίδα, η γενέτειρα θα λέγαμε στην γεωγραφία, τότε ποια είναι η ευρύτερη, η μεγάλη αν το προτιμάτε έτσι; Προσωπικά είναι αδύνατο να θεωρήσω κάτι άλλο ως τέτοια εκτός από την ένωση πάρα πολλών, δισεκατομμυρίων ψυχών που καταρχήν κατοικούν στον ίδιο τόπο και στη συνέχεια σε ολόκληρο τον πλανήτη. Είναι αυτό που έχει επικρατήσει να λέγεται συλλογικό ασυνείδητο, των τοπικών πληθυσμών οι οποίοι απαρτίζουν την ανθρωπότητα και εντέλει ολόκληρης αυτής, αν και ίσως θα ήταν ορθότερο να ονομάζεται συλλογικός ψυχισμός. Οπως και αν το αποκαλέσουμε όμως το σίγουρο είναι ότι για να υπάρξει και να λειτουργήσει σωστά ένα σύνολο πρέπει να αποτελείται από υγιή μέλη τα οποία να λειτουργούν σωστά. Είναι αδύνατο να υπάρξει συλλογικός ψυχισμός χωρίς οι ψυχές που τον συναποτελούν, αν όχι όλες τουλάχιστον η συντριπτική πλειοψηφία τους, να έχουν αφενός συνείδηση της ίδιας της ύπαρξης τους και αφετέρου σαφή και ξεκάθαρη αντίληψη του κόσμου εντός του οποίου υπάρχουν.

Για αυτό και ένα από τα σημαντικότερα, αν όχι το πλέον σημαντικό όλων, αιτήματα της εποχής μας είναι να ξαναποκτήσουν οι άνθρωποι, όλοι μας, επαφή με την ίδια την ψυχή μας. Είναι αναγκαίο παντού στον κόσμο αλλά στη χώρα μας ακόμα περισσότερο καθώς μια σειρά από γεγονότα και παράγοντες – με τελευταίο και δεινότερο την οικονομική και όχι μόνον κρίση η οποία μας βασανίζει επί οκτώ χρόνια δίχως δυστυχώς να ελαττώνεται καν η ένταση της – μας έχουν κάνει να απολέσουμε την επαφή με την ψυχή μας πολύ περισσότερο από άλλες. Αναπόφευκτο αποτέλεσμα αυτού είναι βέβαια ότι ο συλλογικός ψυχισμός έχει ατονήσει και υποβαθμιστεί τείνοντας σχεδόν να εξαφανιστεί. Όλη η Ιστορία της ανθρωπότητας μας δείχνει ότι όποτε υπήρχε ενότητα ψυχών και η νομοτελειακά συνεπαγόμενη σύμπνοια μυαλών, θέσεων και απόψεων αυτή μεγαλουργούσε ενώ αντίθετα στις εποχές που εξέλειπαν, όπως στον Μεσαίωνα και στους δύο παγκοσμίους πολέμους, της συνέβαιναν οι χειρότερες καταστροφές τις οποίες κατά κανόνα προκαλούσε η ίδια. Η Ελλάδα προφανώς όχι μόνον δεν αποτελεί εξαίρεση σε αυτό τον κανόνα αλλά μιαν από τις πιο χαρακτηριστικές περιπτώσεις που τον επιβεβαιώνουν πανηγυρικά.

Στην συγκεκριμένη γεωπολιτικοοικονομική συγκυρία του τέλους της δεύτερης δεκαετίας του εικοστού πρώτου αιώνα είναι λοιπόν πλέον επιτακτικό από ποτέ καθένας και καθεμία στην χώρα μας να ανακτήσει την επαφή με την ψυχή του/της ώστε να μπορέσουμε να ξαναβρούμε και να επανασυγκροτήσουμε τον συλλογικό ψυχισμό μας. Και επειδή αυτός δεν μπορεί παρά να είναι και διαχρονικός, κάθε γενεά προσθέτει τα βιώματα και τις εμπειρίες της σε εκείνες όλων των προηγουμένων, αναπόφευκτα αυτό σημαίνει και την επιστροφή στην παράδοση, την συνεχή δηλαδή εξέλιξη του υλικού και κυρίως φυσικά του πνευματικού πολιτισμού ο οποίος δημιουργήθηκε σε αυτό τον τόπο, φτάνοντας μέχρι τις απαρχές του, την αρχαία Ελλάδα. Αυτή μόνον μπορεί και πρέπει να είναι η αδιάκοπη και ατελεύτητη επιστροφή στην πατρίδα μας.

Με αυτό τον τρόπο ίσως να καταλάβουμε και το γιατί πρέπει όχι φυσικά να αισθανόμαστε περιούσιοι και ανώτεροι των υπολοίπων λαών όπως υποστηρίζουν οι ποικιλόμορφες ανεγκέφαλες φασιστικές, νομότυπες και μη, ομάδες αλλά να νιώθουμε ευτυχείς, αν όχι και τυχεροί, για το ότι είμαστε οι συνεχιστές αυτής της τόσο πλούσιας κουλτούρας και πολιτιστικής παράδοσης. Θα κατανοήσουμε δηλαδή ότι αυτό που έκανε τους αρχαίους Έλληνες να είναι όχι βέβαια οι μοναδικοί αλλά από τους πρώτους στον κόσμο οι οποίοι δημιούργησαν πολιτισμό και μάλιστα τόσο λαμπρό από κάθε πλευρά ήταν ακριβώς το γεγονός ότι είχαν τόσο καλή επαφή με την ψυχή τους. Χάρη ομολογουμένως και στον μικρό ακόμα αριθμό του πληθυσμού τους η τομή αυτού του γεγονότος με την υγιέστατη, έμπλεα σεβασμού και ισορροπημένη συνύπαρξη και αλληλεπίδραση τους με το όντως σπάνιο φυσικό περιβάλλον, γεωγραφία, κλίμα και πανίδα ακόμα, εντός του οποίου ζούσαν οδήγησαν σε έναν ζωντανό και ενεργό συλλογικό ψυχισμό. Οι περίοδοι κατά τις οποίες ο τελευταίος έφτασε στο απόγειο του, όπως ο λεγόμενος χρυσός αιώνας του Περικλή, οδήγησαν σε αποτελέσματα τα οποία στάθηκαν υποδείγματα για όλη την ανθρωπότητα που για αυτό όχι μόνο τα θαυμάζει δικαιολογημένα αλλά και εν πολλοίς και σε ουκ ολίγους τομείς τα υιοθέτησε ως πρότυπα.

Επιστροφή λοιπόν στην πατρίδα, αυτήν όμως την συγκεκριμένη πατρίδα του συλλογικού ψυχισμού, την μοναδική στην οποία ανήκουμε όλοι όσο όμως ταυτόχρονα ανήκει εξίσου και αυτή σε εμάς. Αυτό θα μπορούσε να είναι ένα σύνθημα για την Ελλάδα του σήμερα, περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη φορά, η σημασία του οποίου υπερβαίνει οποιουδήποτε πολιτικού ή και κοινωνικού αναλόγου, ίσως απλά γιατί τα εμπεριέχει όλα, τουλάχιστον τα πλέον θετικά και ιδίως ανθρωπιστικά εξ αυτών. Ένας διαρκής νόστος, ένα συνεχές νοητό, εσωτερικό ταξίδι προς την χαμένη μεν αλλά σίγουρα όχι και απολεσθείσα οριστικά πατρίδα μας. Είναι ο μόνος τρόπος για να υπερβούμε κάθε οικονομική ή οποιουδήποτε άλλου είδους, τωρινή ή μελλοντική, κρίση.

Θα τολμήσω να πω ότι είναι επίσης η μοναδική ίσως περίπτωση που ακόμα και ο ίδιος ο μέγιστος Καβάφης δεν θα είχε αντίρρηση ότι η Ιθάκη έχει ακριβώς την ίδια σημασία και αξία με το ταξίδι προς αυτήν. Όχι μόνον γιατί η συγκεκριμένη Ιθάκη, ο συλλογικός ψυχισμός, χρειάζεται όχι τον έναν αλλά τους πολλούς Οδυσσέες της, τις ψυχές που τον αποτελούν αλλά και για έναν πολύ σημαντικότερο λόγο. Επειδή αυτή η Ιθάκη δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς κάθε Οδυσσέα της, όπως ακριβώς είναι σίγουρο ότι και αυτός δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς αυτήν και αν δεν φτάσει κάποτε, έστω και με πολύ μεγάλη καθυστέρηση, στην πατρίδα του το μόνο που τον περιμένει είναι ο όλεθρος. Ας σαλπάρουμε λοιπόν επιτέλους με κατεύθυνση οίκαδε!

 

——————————————————————————————————-

* «If you wanna lead people you should have somewhere to go Rusty James», η συμβουλή/προειδοποίηση του εκπεσόντος αρχηγού της τοπικής παρέας/μικροσυμμορίας Motorcycle Boy (Μίκι Ρουρκ) στον αδελφό του (Ματ Ντιλον) που τον έχει ως ίνδαλμα και αναμένει από αυτόν να του υποδείξει την διέξοδο από το τέλμα της καθημερινότητας στο οποίο βουλιάζει, από την ταινία του Φράνσις Φορντ Κόπολα «Rumble Fish» (1983).

 

 

 

 

* Ο Θάνος Μαντζάνος γεννήθηκε στην Αθήνα όπου σπούδασε πολιτικές επιστήμες και κοινωνιολογία, ζει και εργάζεται. Κριτικός μουσικής σε πάρα πολλές έντυπες και ηλεκτρονικές, εξειδικευμένες και μη, εκδόσεις. Από το 1999 είναι ο κριτικός και αρθρογράφος περί μουσικών θεμάτων της εφημερίδας Αυγή ενώ γράφει επίσης στο musicpaper.gr, HuffingtonPost.gr και στο περιοδικό Ήχος. Από το 2011 ασχολείται και με την πεζογραφία, κυρίως με μεσαίας και μεγάλης έκτασης διηγήματα και ενίοτε δοκίμια

 

 

 

«Άλλος ο οφθαλμός της πίστης, και άλλος ο οφθαλμός της Τέχνης»

Γράφει η Διώνη Δημητριάδου //

 

Image may be NSFW.
Clik here to view.
«Περί των διαφορών ιερής εικόνας και θρησκευτικού πίνακα» Φοίβος Ι. Πιομπίνος, Εκδόσεις του Φοίνικα

 

Έμπειρος ο Φοίβος Ι. Πιομπίνος στη συγγραφή του δοκιμιακού λόγου, επιχειρεί στο πρόσφατο πόνημά του να δείξει τη σχέση ανάμεσα στις δύο παραδοσιακές απεικονίσεις του θείου στοιχείου: την ιερή εικόνα και τον θρησκευτικού χαρακτήρα πίνακα. Όπως σε όλα του τα δοκίμια θα επιλέξει τον τρόπο της σταδιακής αποκάλυψης, με τον πιο πρόσφορο κατανοητό λόγο, προκειμένου να είναι απρόσκοπτα προσεγγίσιμες οι απόψεις του  στον αναγνώστη του.

Θα ξεκινήσει έτσι από τις προσωπογραφίες των Φαγιούμ επισημαίνοντας το αυτονόητο της μετάβασης από την αφή στην όψη, δηλαδή από το σώμα που γλυπτικά αποθέωσε η αρχαιοελληνική τέχνη στην κατά μέτωπο απεύθυνση του βλέμματος.

Μπορούμε να ισχυριστούμε μετά βεβαιότητος πως τα πορτραίτα των Φαγιούμ είναι οι αληθινοί πρόγονοι των πρώιμων βυζαντινών εικόνων, στις οποίες κληροδότησαν, μεταξύ άλλων, το χρυσό φόντο και τη μετωπική στάση των εικονιζομένων.

Η θρησκευτική ζωγραφική, αν και ξεκίνησε σε Ανατολή και Δύση με μια παράλληλη πορεία ως προς το ήθος των εικόνων, αναπόφευκτα διαχωρίστηκε με το πέρασμα των χρόνων. Το αυστηρό πρότυπο της βυζαντινής απεικόνισης δεν ακολουθήθηκε στη δυτική ζωγραφική, η οποία δέχθηκε και την επιρροή της αναγεννησιακής αντίληψης για την τέχνη (θρησκευτική και μη) αλλά και της Αντιμεταρρύθμισης. Λογικά μας οδηγεί η ανάλυση του Πιομπίνου να αντιληφθούμε πώς κατέληξε η δυτικότροπη θρησκευτική παράσταση να είναι περισσότερο μια εκκοσμικευμένη θεώρηση του θρησκευτικού στοιχείου, που πλέον προτιμούσε τον θρησκευτικό πίνακα από την ιερή εικόνα. Ενδιαφέρουσα εδώ, όπως ακριβώς πρέπει να γίνεται στη δοκιμιακή γραφή, η προσωπική αφοριστική τοποθέτηση του γράφοντος:

[…] η εικονογράφηση των αγίων της Εκκλησίας, εφόσον δεν αποδίδει ή δεν προσπαθεί να αποδώσει το περιεχόμενο της ιδέας την οποία οι εικονιζόμενοι άγιοι εκπροσωπούν, δεν δύναται, κατά την προσωπική μας άποψη, να χαρακτηρισθεί χριστιανική.

Από την εκκοσμίκευση φυσικά δεν γλίτωσε, όπως θα επισημανθεί, και η ορθόδοξη χριστιανική απεικόνιση των αγίων μορφών. Ωστόσο παραμένει το χάσμα ανάμεσα στη Ρωμαιοκαθολική και στην Ανατολική Ορθόδοξη Εκκλησία, με την τέχνη αναπόφευκτα να ακολουθεί την ιδεολογική διαφορά.

Κανόνας στη δυτική ζωγραφική κατέστη η ρεαλιστική αναπαράσταση όχι μόνο της -έτσι κι αλλιώς ψευδαισθητικής και ως εκ τούτου απατηλής- πραγματικότητας αλλά και της περιοχής του υπερβατικού.

Πρόκειται για μια εντελώς διαφορετική θεώρηση του κόσμου (κατά λογική επέκταση και της ιερής απεικόνισης) να επιλέγεις την εσωτερίκευση αυτού του κόσμου μέσα σε μια αυστηρή στη μετωπικότητά της βυζαντινή μορφή και αντιθέτως να εφευρίσκεις τη χρήση της προοπτικής για να δώσεις την ένταξη της άγιας μορφής μέσα στον περιβάλλοντα χώρο (βρίσκω εξαιρετικά ενδιαφέρουσα στη σημειολογική της διαχρονικότητα την επισήμανση του δοκιμιογράφου για τη διατήρηση του μετωπικού σχήματος στις ρεμπέτικες κομπανίες ως γνήσια ενσωμάτωση του κανόνα της μετωπικότητας στον λαϊκό βίο, ως απόδειξη για την εσωτερίκευση του κανόνα στον ψυχισμό του λαού).

 

Image may be NSFW.
Clik here to view.

Φοίβος Ι. Πιομπίνος

 

«Άλλος ο οφθαλμός της πίστης, και άλλος ο οφθαλμός της Τέχνης», θα συμπυκνώσει την ουσία της διαφοράς ο Πιομπίνος, ερμηνεύοντας έτσι τον τρόπο που κοιτάζουμε μια βυζαντινή εικόνα και ένα θρησκευτικό πίνακα. Δεν ενδιαφέρει το βάθος του τοπίου αλλά το βάθος της πίστης, δεν μετρά η φωτοσκίαση αλλά το εσωτερικό φως που αποπνέει η μορφή. Οι πνευματικοί οφθαλμοί είναι που βλέπουν την αλήθεια, όχι τα απατηλά μάτια που αποθηκεύουν πλήθος άστοχων λεπτομερειών έχοντας απολέσει την ουσιαστική μοναδικότητα του ιερού ελάχιστου πλην σημαντικού.

Η εικόνα είναι μια αγιογραφία όχι μια «ζωγραφιά θρησκευτική».

Με ανάλογες προτάσεις θα δοθεί η ουσιώδης διάσταση ανάμεσα στα δύο προς εξέταση στοιχεία του δοκιμίου. Ενδιάμεσα θα αναλύει προσθέτοντας κάθε φορά νέα στοιχεία και οδηγώντας σε μια ακόμη διαπίστωση ανακεφαλαιωτική.

Δεδομένος είναι λοιπόν ο εικονογραφικός τύπος στην αγιογραφία, πλην όμως ο κάθε αγιογράφος τον ερμηνεύει ανάλογα με την ευσέβεια και τη δεξιότητά του […]

Διαλεκτική η σχέση, λοιπόν, ανάμεσα στον αυστηρό κανόνα και στην ελευθερία της δημιουργίας, προκειμένου να προκύψει η σύνθεση της εικόνας.  Διαφορετική η αντιμετώπιση της εικόνας στη δυτική τεχνοτροπία, στην οποία προβάλλεται ο καλλιτέχνης και η καινοτόμος έμπνευσή του. Δίπλα σ’ αυτήν την προσωπική προβολή έρχεται η ταπεινή ανωνυμία του βυζαντινού αγιογράφου. Ωστόσο, παρατηρούνται οι επιδράσεις της δυτικής τέχνης στη βυζαντινής τεχνοτροπίας  εικόνα, πάλι με την ιδεολογική εμφύτευση των νέων στοιχείων, όπως για παράδειγμα την απεικόνιση του Πατέρα με τη  μορφή σεβάσμιου γέροντα στην Αγία Τριάδα, η οποία αντικατέστησε τη συμβολιστική και μόνον ως τότε επιτρεπόμενη απεικόνιση.

Όπως συνηθίζει στα δοκιμιακά του κείμενα ο Πιομπίνος επιχειρεί στο τέλος μια ανακεφαλαίωση (στο σύντομο Ανακεφαλαιώνοντας), τονίζοντας έτσι τον επιστημονικό χαρακτήρα του γραπτού του, ο οποίος συνεπικουρείται περίφημα από τις Σημειώσεις στο τέλος του Δοκιμίου. Παραθέτω εδώ την ακροτελεύτια παράγραφο του βιβλίου, στην οποία δίνεται η ουσία της ιερής εικόνας και ταυτόχρονα επισημαίνεται η διαχρονικότητα της λατρευτικής συμπεριφοράς αλλά και η συνέχεια της ελληνικότητας, ενός θέματος που διατρέχει τα κείμενα του εξαίρετου αυτού τεχνίτη της δοκιμιακής γραφής.

Όπως τα αγάλματα υπήρξαν τα κύρια λατρευτικά μέσα του αρχαίου ελληνικού κόσμου, έτσι και οι ιερές εικόνες ήταν και εξακολουθούν να είναι τα κατεξοχήν λατρευτικά μέσα του χριστιανικού ελληνικού καθώς και του ευρύτερου ορθόδοξου κόσμου.

 


Ψιχία Μεταπασχαλιά

Γράφει ο Απόστολος Ζιώγας // *

 

Image may be NSFW.
Clik here to view.

 

Το πασχαλινό τραπέζι έχει παρέλθει. Ό,τι  έχει απομείνει δεν είναι παρά ελάχιστα ψιχία. Ίσως αξίζει τον κόπο να περισώσουμε ορισμένα:

 

  1. Κατά τον ενταφιασμό του Ιησού, παρούσες ήταν οι : Μαρία η Μαγδαληνή, η Μαρία (μητέρα του Ιακώβου ), και η Σαλώμη(σύζυγος του Ζεβεδαίου) . Μετά τον θάνατο του Ιησού, πήγαν στον τάφο για να αλείψουν με αρώματα το σώμα του Ιησού. Η ευοσμία του σώματος συντελεί στη διάρκεια της μνήμης του νεκρού. Χρησιμοποιούσαν αρώματα για τελετουργίες ανάλογες οι Ρωμαίοι,οι Εβραίοι, οι Έλληνες και οι Αιγύπτιοι. Μάρτυρες της Αναστάσεως έγιναν οι γυναίκες διότι εκείνες γνωρίζουν από αγάπη και πίστη ώστε να μπορούν να δουν μια πραγματικότητα σύμφωνα με την καρδιακά, όχι ορθολογικά.
  2. Ο Ιησούς μάλλον σταυρώθηκε μεσημέρι, ημέρα Παρασκευή 14 του μήνα Νισαν, δηλ. 3 Απριλιου, μεταξυ 29 και 33 μ.Χ. Μετά από 3 ώρες , ξεψύχησε. Η Σταύρωση γινόταν συνήθως με σχοινιά και πιο σπάνια με καρφιά (σε μια τέτοια περίπτωση, ο Ιησούς θα είχε πεθάνει πολύ πιο σύντομα). Το κρέμασμα του σώματος εμπόδιζε καταλυτικά την αναπνοή. Πάνω στο σταυρό, το να συμφιλιωθείς με το θάνατο, συνιστά σωτηρία. Δεν σταυρώνεται ο άνθρωπος για να αναστηθεί ο Θεός, αλλά σταυρώνεται ο Θεός για να αναστηθεί ο άνθρωπος!
  3. Ο Πιλάτος ηταν ρωμαίος έπαρχος της Ιουδαίας από το 26 έως το 36 μ.Χ. Σύμφωνα με τον Φλάβιο Ιώσηπο και τον Φίλωνα, ήταν διεφθαρμένος και ανελέητα σκληρός άνθρωπος. Δυο αιώνες μετά, ο Τερτυλλιανός θα τον θεωρήσει ως χριστιανό, ενώ η Κοπτική Εκκλησία θα τον κάνει άγιο! Πάντως, εάν αθώωνε τον Ιησού, θα ήταν σαν να αναγνώριζε και άλλο βασιλιά εκτός απο τον Καίσαρα, τη στιγμή μάλιστα που μόλις είχε εξαρθρωθεί συνομοσία φίλων του ενάντια στον αυτοκράτορα Τιβέριο.
  4. Ολα τα χριστιανορθόδοξα προβατίδια της εποχής μας διαλαλούν την φλογερή τους πίστη στον Χριστό. Σωστά; Θυμήσου όμως και εκείνον, τον Πέτρο, που η φλογερή του πίστη πάντα διακατέχονταν από συναισθηματική επιπολαιότητα. Οχι μια, αλλά τρεις φορές αρνήθηκε τον Χριστό. Σύμφωνα με τον Παύλο (βλέπε την Προς Γαλάτας Επιστολή), ακόμα και μια δεκαετία μετά την Ανάσταση του Χριστού δεν μπορούσε να αποδεχθεί ότι η σωτηρία πηγάζει από την πίστη στον Χριστό κι όχι από την τήρηση του  Νόμου, ότι η πίστη σώζει κι όχι το αίμα. Ώσπου, μαρτύρησε και ο ίδιος , παραδίδοντας το φλογερό συναίσθημα του στην πίστη.Εσύ τι παραδίδεις;
  5. Μόνο ο Ματθαίος γράφει για την αυτοκτονία του Ιούδα. O Ιούδας ,ένας άνθρωπος λοιπόν που κατηγορείται για φιλαργυρία και φθόνο με ευκολία ασύστολη. Ένας άνθρωπος που υπαρξιακά  ήταν μετέωρος ανάμεσα, στον Μωσαικό Νόμο που σεβόταν, και, στη δύναμη της αγάπης που κήρυττε ο Ιησούς. Εσύ που φρικάρεις με πιο ήπιες καταστάσεις στην παρούσα εποχή, είσαι σιγουρος ότι αν ήσουν στη θέση του Ιούδα θα ήσουν πιο νορμάλ; Το δράμα του είναι και δικό σου δράμα, αφού συνεχώς βρίσκεσαι στο δίλημμα να επιλέξεις ανάμεσα στο να αναλάβεις μια ευθύνη και στον συμβιβασμό, ανάμεσα στο να προδώσεις την βαθύτερη επιθυμία σου ή να συντριβείς από το βάρος των ενοχών. Πάντως, ο Ιωάννης στο 4ο ευαγγέλιο λέει πως ο διάβολος έβαλε την προδοσία στο μυαλό του  Ιούδα ενόσω δειπνούσαν, δηλ. τον απαλλάσσει από προσωπική ευθύνη. Εσένα ποιος θα σε απαλλάξει;
  6. Λέει ο Ιησούς : Εάν δεν γεννηθείς »άνωθεν», δεν θα μπορέσεις να δεις την βασιλεία του Θεού.»Γεννιέμαι άνωθεν» σημαίνει πως ξαναρχίζω τη ζωή μου με το να καταφάσκω -εσωτερικά πλέον- στην αλήθεια της προσωπικής μου ύπαρξης, η οποία εξελίσσεται συνεχώς , μακριά από τυπικές βεβαιότητες που με αφήνουν ασυγκίνητο. Ο Ιησούς ,με άλλα λόγια, ζητά ο Θεός να υπάρχει μέσα στον καθένα, μετατοπίζοντας το νόημα της ζωής απο την ενοχή σε μια άνοιξη,σε ένα άνοιγμα εσωτερικό.
  7. To »EΓΩ ΕΙΜΙ» του Ιησού αποτελεί την αποκάλυψη των αποκαλύψεων. Ετσι είχε ονομάσει τον εαυτό του ο Θεός στον Μωυσή. Από τότε ήταν βλασφημία να λες τη φράση αυτή. Ο Ιησούς είναι σαν να λεει ,»Είμαι ο σκοπός της ζωής, το νόημα που αναζητεί ο άνθρωπος ». Το »ΕΓΩ» στη φράση να το διαβάζεις ως κατηγορούμενο, όχι ως υποκείμενο, αφού έχει την έννοια »είναι σε μένα» η αλήθεια. Καταφέρνει δηλαδή ο Ιησούς να μετατρέψει την επιθυμία σου, μέσω της πίστης , σε άμεσο παρόν, να σε ενώνει αντί να σε διασπά.
  8. Δίπλα από ένα πηγάδι ,καταμεσήμερο, ρωτά ο Ιησούς μια Σαμαρείτιδα εάν θέλει νερό! Γιατί; Διότι δεν εχει πηγή μέσα της, αλλάζει τους άνδρες (έχει ηδη εραστή ύστερα από 5 συζύγους) επειδή της προσφέρουν ικανοποίηση και ασφάλεια. Μαζί τους δεν μοιράζεται την ύπαρξη ώστε να βιώσει την πληρότητα της μοιρασιάς. Οι επιθυμίες της γίνονται προβληματικές αφού σταματούν στον εαυτό της ως εξυπηρέτηση αναγκών. Ετσι όμως εξαλείφει την ριζική ορμή της ζωής που θα την ξεδιψούσε για παντα! Μόλις εκείνη ακούει  τον Ιησού να της λέει για το τι έχει κάνει στην δική της  ζωή, αλλάζει μέσα της ριζίκα, μπορεί να κοιταχτεί μέσα της και να αναγνωρίσει τον χαμένο εαυτό της.Όσο ζούσε ψεύτικα, η επιθυμία της κρυβόταν πίσω από την ανάγκη. Να σημειωθεί ότι για τους Σαμαρείτες , ο Μεσσίας θα ερχόταν όχι για να εξοντώσει το κακό, αλλά για να αποκαλύψει την αλήθεια, όπως δηλ. έκανε κι ο Ιησούς στην ίδια.
  9. »Πηγή των Λογίων» : το αρχαιότερο γραπτό κείμενο του χριστιανισμού. Γράφτηκε στα αραμαικά το 40 μ.Χ. Αφορά 231 στιχους-λόγια του Ιησού. Εντωμεταξύ, οι επιστολές του Παύλου γράφτηκαν περίπου το 55 μ.Χ. , όμως δημοσιεύτηκαν μετά τη συγγραφή των Ευαγγελίων. -Στην άλλη άκρη, το πιο όψιμο κείμενο της Καινής Διαθήκης είναι η 2η επιστολή του »Πέτρου». επιστολή ψευδώνυμη. Γράφτηκε το 98 μ.Χ. , δηλ. 34 χρόνια μετά το θάνατο του Πέτρου και ενσωματώθηκε επίσημα στον Κανόνα τον 5ο αιώνα μ.Χ.
  10. Ο απόστολος Παύλος ενδιαφέρεται για το άμεσο παρόν. »Ιδου νυν καιρος ευπροσδεκτος» , γράφει στην 2η επιστολη του προς Κορινθίους. Και συνεχίζει : »στο πρόσωπο του Χριστού ο Θεός συμφιλιώθηκε με τους ανθρώπους χωρίς να λάβει υπόψιν τα παραπτώματα τους. Συμφιλιωθείτε με τον Θεό στο όνομα του Χριστού ώστε μέσω εκείνου να βρούμε τη σωτηρία κοντά στο Θεό». Ο Παύλος καινοτομεί: δεν αντιμετωπίζει τον Ιησού υπερφυσικά, αλλά ως μια πραγματικότητα η οποία φανερώνει από μόνη της την σωτηρία του ανθρώπου. Γι αυτό ζητά από τον πιστό να αφουγκρασθεί τον Ιησού-Χριστό ούτως ώστε να τον εκφράσει βιωματικά πλέον.
  11. Έχουμε κάποια περιγραφή για το πώς ηταν εξωτερικά ο Ιησούς; Στον κήπο της Γεσθημανή που ο Ιησους βρισκόταν μόνος , πώς γνωρίζουμε το τι είπε και τι έγινε; Επομένως, τα Ευαγγέλια δεν είναι απομνημονεύματα αυτοπτών μαρτύρων : πχ. ο Ιωάννης δεν κρατούσε μπλοκάκι για να γράφει τι συμβαίνει την ώρα της Σταύρωσης. Μέχρι στις αρχές του 2ου αιώνα μ.Χ. τα Ευαγγέλια δεν είχαν όνομα, τα ονόματα των συγγραφέων (Μάρκος, Ματθαίος, Λουκάς, Ιωάννης) εμφανίζονται μετά το 150 μ.Χ.! Πρόκειται για αποσπασματικές αναμνήσεις εντυπώσεων από την ζωή του Ιησού, αναθεωρημένες και εμπλουτισμένες με την πάροδο των ετων, οι οποίες διατηρήθηκαν στους κόλπους της πρωτοχριστιανικής κοινότητας. Ως εκ τούτου, δεν προσαρμόστηκε η πίστη στα γεγονότα, αλλά τα γεγονότα στην πίστη. Ο Ιησούς διαθέτει το φυσικό παρουσιαστικό που φαντάζεται ο κάθε αναγνώστης. Ηταν σαν όλους τους ανθρώπους και δεν ήταν. Ωστόσο, το αινιγματικό πολυπρόσωπο του Ιησού αποκαλύπτει το βάθος του κάθε φορά που φωτίζεται το μυστήριο της ζωής του κάθε αναγνώστη. Ο αναγνώστης διαβάζει με τα μάτια της πίστεως , όχι με τα μάτια του σώματος, γι αυτό και δεν έχει ανάγκη από  αντικειμενικες αποδείξεις.
  12. Το όνομα Ιησούς στα εβραικά, Γιεσουά ,που σημαίνει »ο Γιαχβέ σώζει». Η λέξη Γιαχβέ προκύπτει από τη σύνθεση  4 συμφώνων Γ,Χ,Β,Χ τα οποία πρόφερε ο Θεός στον Μωυσή πάνω στο όρος Σινά, ονομάζοντας  έτσι τον εαυτό του, και σημαίνει »Είμαι αυτός που υπάρχει ενεργά».
  13. O Ιησούς θέλει την Βασιλεία εντός ημών. Το »εντός» δεν σημαίνει »μέσα μας», ούτε »αναμέσα μας», αλλα »στο χέρι μας». Ο ευαγγελικός τύπος »εντος υμων» [»η βασιλεια του θεου εντος υμων εστιν», Κατα Λουκάν 17.21] στην τρέχουσα ελληνιστική έκφραση του 1ου μ.Χ. αιώνα σημαίνι »βρισκεται στη διαθεση σας», »είναι παρούσα πραγματικότητα, εάν το θελήσετε».
  14. Ο δαιμονισμένος υποφέρει μέσα του καθώς δεν επικοινωνεί με κανέναν, περιφέρεται ως ζωντανός-νεκρός κατοικώντας στα νεκροταφεία. Η απελπισία και ένας εσωτερικός αρνητισμός τον κρατούν αιχμάλωτο. Οσο δεν ζει το παρόν, η διάθεση του γίνεται όλο και πιο μαύρη. Βιώνει τον κόσμο και τον φόβο ως συνώνυμα. Τον πλησιαζει ο Ιησούς (δεν τον κυνηγά ουτε τον αποφεύγει) και ζητά να μάθει το όνομα του. Οχι για να μάθει ποιο είναι, αλλά για να κάνει τον διχασμένο εσωτερικά άνθρωπο να αποκτήσει με απαλό τρόπο μια αυτοσυνειδησία. Από τη στιγμή που εκείνος θα μπορέσει να ονομάσει τον εαυτό του, θα αποκτήσει την δυνατότητα να τον δει και από εξω και έτσι να τον ενώσει και μέσα του. Συμφιλιωμένος με τον εαυτό του, θα δώσει στην ύπαρξη του μια πνευματική σημασία, γκρεμίζοντας στην ακοσμία της θάλασσας τους δαίμονες του , καθετί αρνητικό που τον βασάνιζε για καιρό.
  15. Οφειλείς να (επι)κοινωνείς , εάν θέλεις να ζήσεις. Και (επι)κοινωνεις, προσφέροντας ακόμα κι όταν δεν έχεις. Μια προσφορά από το τίποτα, είναι το θαύμα λοιπόν. Οταν δεν εχεις τι να προσφέρεις,χαρίζεις τον εαυτό σου τον ίδιο, δηλαδή ένα γνήσιο ενδιαφέρον για τη ζωή αλλά και για τον άλλον. Αλλωστε, δεν ζεις μόνο από το ψωμί, αλλά κι από το ενδιαφέρον που επιβεβαιώνεται στο δικό σου νόημα της ζωής. Αυτό το ενδιαφέρον είναι που σε κάνει να κερδίζεις τη ζωή θαυματουργικά στο πολλαπλάσιο. Ο Ιησούς ζητά από σένα να υπερβείς με θάρρος την ανασφάλεια σου. Πώς; Στρεφοντας το βλέμμα σου στον ουρανό, καταφέρνεις να κοιτάξεις με καθαρή καρδιά τον άλλον. Έτσι, του αναγνωρίζεις το δικαιωμα στην αξιοπρέπεια κι ευχαριστείς, όπως κανει κι ο Ιησούς. Με άλλα λόγια : μετατρέπεις την ένδεια σε πλούτο , γεμίζοντας την καρδιά σου πρώτα με πληρότητα. Επομένως, μαζί με την όποια έγνοια, φρόντισε να ευλογείς συνάμα και την αντίστοιχη γύμνια στη ζωή.

 

 

(Απρίλιος 2018)

 

 

* Ο αΠΟΣΤΟΛΟΣ ζΙΩΓΑΣ είναι βιολόγος

 

Δοκίμιο: «Η αρπαγή της άνοιξης»

Του Θάνου Μαντζάνα // *

 

(Κριτική αποδόμηση του ακάθαρτου και βδελυρού παραλόγου **)

 

Image may be NSFW.
Clik here to view.

 

Πέρασε λοιπόν και η εαρινή ισημερία, μπήκε ο ανθισμένος Απρίλιος, πέρασε ακόμα και το Πάσχα αφού εφέτος ήταν τόσο νωρίς…Ομως είναι σα να μην έχει έρθει η άνοιξη, σα να μη θέλει ή μάλλον κάτι να την εμποδίζει να έρθει. Οχι κλιματολογικά, με την πιο αληθινή ίσως τελικά και από την αυτήν της φύσης, ουσιώδη και έσωθεν έννοια της. Για Ανάσταση φυσικά ούτε λόγος…Οπως όλα τα τελευταία χρόνια, κάθε χρόνο και περισσότερο έντονα.

 

Περπατάς στην άδεια ακόμα από τους εκδρομείς του Πάσχα πόλη, εκείνη την μαγική ώρα που ο ήλιος έχει μεν δύσει αλλά αφήνοντας πίσω του τόσο φως ώστε να μην επιτρέπει στο σκοτάδι να σκεπάσει τα πάντα. Τα περιγράμματα εμψύχων και αψύχων διαγράφονται καθαρά στο σκούρο αλλά όχι σκοτεινό φόντο της ατμόσφαιρας, μπορείς να διακρίνεις και όλες τις λεπτομέρειες. Η θερμοκρασία σχεδόν ιδανική, τέτοια ώστε ούτε να κρυώνεις μα ούτε και να ζεσταίνεσαι στο ελάχιστο. Ο αέρας φορτωμένος με ευωδιές από τα λίγα λουλούδια που επιμένουν να αναπνέουν ανάμεσα στο τσιμέντο, άνθη στα δέντρα, άγουροι ακόμα καρποί σε μερικά βιαστικά άλλα, η γη αναγεννάται και το πανηγυρίζει, θέλει να το δείξει σε όλους για να χαρούν μαζί της. Τα αρώματα της άνοιξης, τόσα πολλά και διαφορετικά, μπλέκονται μεταξύ τους και συνθέτουν ένα άλλο, την μία και μοναδική μυρωδιά της που δεν μοιάζει με καμία άλλη και καμιά από τις υπόλοιπες εποχές, ούτε καν το φθινόπωρο το οποίο στοχάζεται μόνιμα πάνω στην γλυκιά παρακμή του, δεν διαθέτει και είναι διάχυτη παντού, στον απαλό άνεμο, στο έδαφος, θα έλεγες ακόμα και κάτω από αυτό.

Ναι, η μυρωδιά αλλά και η συνολική αίσθηση της άνοιξης κυριαρχούν  στο σύμπαν αυτή την στιγμή, σε τυλίγουν, σε αγκαλιάζουν τρυφερά, σε χαϊδεύουν ηδονικά, γεμίζουν τους πνεύμονες σου με την ίδια την ζωή, την ομορφιά και το ταπεινό αλλά ταυτόχρονα και ανυπέρβλητο μεγαλείο της. Ομως αυτή η δύναμη της ζωής μένει εκεί, δεν προχωρεί πιο μέσα, δεν κυκλοφορεί με το αίμα σε ολόκληρο το σώμα σου και πολύ περισσότερο δεν φτάνε στις άυλες περιοχές του είναι σου. Γιατί ακόμα πιο ψηλά από την αίσθηση της άνοιξης επικρέμαται πάνω από την πόλη, τους δρόμους, τα κτίρια, τα πάντα μια άλλη, πολύ βαριά αίσθηση. Τόσο βαριά που τα πλακώνει όλα, μαζί και εσένα τον ίδιο, σε πνίγει, δεν σε αφήνει να αναπνεύσεις. Το χειρότερο όμως είναι ότι εισχωρεί εντός σου, φτάνει πολύ βαθιά, στην ψυχή σου και την βαραίνει και αυτήν αφόρητα. Την κάνει βαρύτερη θαρρείς και από το τεράστιο εξωτερικό βάρος που ξαφνικά φαίνεται να απέκτησαν τα πάντα γύρω σου, τόσο βαριά ώστε να σε εξουθενώνει, να μην αντέχεις πλέον να σηκώσεις την ίδια σου την ύπαρξη, να νιώθεις ότι θα σωριαστείς από στιγμή σε στιγμή. Περισσότερο όμως και από την ψυχική, πνευματική και σωματική οδύνη αυτό που σε απασχολεί, βασανίζει κάθε ικμάδα του είναι σου είναι μια απορία η οποία έχει μονοπωλήσει πια την λειτουργία του μυαλού σου: Γιατί; Για ποιαν αιτία και λόγο σου συμβαίνει αυτό, πριν ακόμα αναλογιστείς αν είναι δίκαιο ή άδικο;

Καθώς όμως σκέφτεσαι επίμονα, τυραννικά αυτό και μόνο και αρχίζει σιγά – σιγά να νυχτώνει πραγματικά παρατηρείς έξαφνα ότι δεν περπατάς μόνος σου όπως πίστευες μέχρι εκείνη την στιγμή. Γύρω σου βαδίζουν και άλλοι και άλλες, προς την ίδια κατεύθυνση με εσένα, την αντίθετη, πλάγιες ή διασταυρούμενες με την δική σου. Πού ήταν όλοι και όλες τόση ώρα, γιατί δεν τους και τις έβλεπες; Την στιγμή μάλιστα που η νύχτα επέρχεται ορμητικά για να καταλάβει το τμήμα του εικοσιτετραώρου το οποίο της ανήκε δικαιωματικά παράδοξα βλέπεις όλους αυτούς τους ανθρώπους πολύ πιο καθαρά. Με έκπληξη διαπιστώνεις τότε ότι δεν είναι πέντε, δέκα ή μερικές εκατοντάδες όπως νόμιζες αρχικά αλλά χιλιάδες, εκατομμύρια. Ολοι και όλες βαδίζοντας αμίλητοι όπως και εσύ, το ίδιο μόνοι και μόνες όσο και εσύ ανεξάρτητα από το πόσοι και πόσες περπατούν δίπλα τους, ακόμα και τους αγγίζουν ή τους κρατούν από το χέρι ή τους ώμους, όλοι και όλες λίγο σκυφτοί και σκυφτές, σαν κάτι να τους βαραίνει ανυπόφορα, έξω, γύρω και μέσα τους, τόσο πολύ ώστε με δυσκολία να καταφέρνουν να μείνουν όρθιοι, να κρατηθούν στα πόδια τους. Οπως ακριβώς και εσύ…

Καταλαβαίνεις, σα να επρόκειτο για κάποιον άλλο, ότι εκείνη την στιγμή συνειδητοποιείς κάτι που ουσιαστικά ήξερες ανέκαθεν, απλά ίσως δεν μπορούσες να το δεις μέχρι τότε. Το θέαμα που αντικρίζεις, αυτοί οι αναρίθμητοι άνθρωποι, άντρες και γυναίκες, δεν είναι παρά οι λεγεώνες της νύχτας, άνθρωποι που περνούν το μεγαλύτερο διάστημα του βίου τους στο σκοτάδι και την σκιά, στο περιθώριο όχι απλά της Ιστορίας αλλά της ίδιας της ζωής. Οχι γιατί επέλεξαν να ζουν λάθρα αλλά γιατί κάτι τους έσπρωξε εκεί και δεν μπορούσαν ή δεν είχαν την δύναμη να αντισταθούν σε μιαν εξοντωτική ποινή η οποία τους επιβλήθηκε αυθαίρετα, άνευ δίκης και με βάση μη κείμενους, ανύπαρκτους νόμους. Καταδικάστηκαν ερήμην, δίχως καν να γνωρίζουν το γιατί, σε μια διαδοχή χρόνων στον καθέναν από τους οποίους στερείται η άνοιξη και η Ανάσταση, όποιαν έννοια και αν της δίνει κανείς, είναι μονίμως, διαρκώς ματαιωμένη. Τόσοι πολλοί και πολλές που έζησαν, ζουν ταυτόχρονα με εσένα μα και άλλοι και άλλες που έζησαν πολύ πριν γεννηθείς και πιθανότατα και άλλοι και άλλες οι οποίοι θα γεννηθούν όταν πια δεν θα υπάρχεις. Όμοιοι και όμοιες σου, ίδιοι και ίδιες με εσένα από κάθε πλευρά γιατί και εσύ αποδέκτης της κοινής τους καταδίκης είσαι. Θα ήταν από εθελοτυφλία μέχρι αφέλεια να μην το παραδεχτείς και αμφότερα είναι από εκείνα που απλά δεν επιτρέπεις ποτέ στον εαυτό σου.

Σαν αυτό να ήταν η αφορμή δεν μπορείς να μην σκεφτείς ότι η Ιστορία της ανθρωπότητας δεν είναι μία της βίας και του αίματος όπως λένε πολλοί. Πολύ περισσότερο και από αυτό, για την ακρίβεια και η αιτία ακόμα για αυτό, είναι η Ιστορία μιας όντως απίστευτης και ανυπολόγιστου μεγέθους ηλιθιότητας. Είναι η Ιστορία ενός όντος προικισμένου με τα δύο πολυτιμότερα δώρα που γνωρίζουμε να υπάρχουν στο σύμπαν, του εγκεφάλου του και εκείνης της μη εντόπισιμης περιοχής η οποία εκτείνεται από τις παρυφές του συνειδητού μέχρι το υποσυνείδητο και αποκαλούμε ψυχή, που σπαταλάει ή και αφήνει να πηγαίνουν εντελώς χαμένες οι σχεδόν απεριόριστες δυνατότητες τις οποίες αντίστοιχα του δίνουν καθένα από αυτά τα δύο δώρα. Το μόνο που είχε και έχει και θα έπρεπε να κάνει ήταν να αξιοποιεί αυτές τις ικανότητες και δυνατότητες προς όφελος του, για να βελτιώνει ολοένα κάθε έκφανση και επίπεδο της ζωής  του αλλά πολύ απλά η πλειοψηφία των ανθρώπων δεν το κάνει. Ως γνωστόν όμως τίποτα δεν μπορεί να μένει μετέωρο εις το διηνεκές, αν μπορείς να κάνεις κάτι θετικό και δεν το πράττεις  αργά ή γρήγορα καταλήγεις στο αντίθετο του, δηλαδή σε κάτι περισσότερο ή λιγότερο αρνητικό. Και φυσικά αν δεν μπορείς να ωφελήσεις τον ίδιο τον εαυτό σου είναι προφανώς αδύνατο να ωφελήσεις οποιονδήποτε άλλον. Κάπως έτσι δισεκατομμύρια άνθρωποι, χωρίς να το επιδιώκουν, χωρίς καν να το συνειδητοποιούν, βλάπτουν τους εαυτούς τους, ο ένας τον άλλο και όλοι μαζί το σύνολο που τους περιλαμβάνει και ταυτόχρονα τους υπερβαίνει, την ανθρωπότητα και, το χειρότερο όλων, όχι μόνο στην διάρκεια της ζωής τους αλλά και υποθηκεύοντας και υπονομεύοντας και εκείνες των μεταγενέστερων ανάμεσα στους οποίους μπορεί πολύ ωραία να είναι και τα παιδιά τους.

Ενας από τους κυριότερους τρόπους με τους οποίους συμβαίνει αυτό είναι διαμέσου ενός κλισέ που χρησιμοποιείται μίνιμουμ επί δύο αιώνες αλλά με την πάροδο του χρόνου ακούγεται όλο και περισσότερο σε βαθμό που να έχει φτάσει πλέον να επέχει θέση αξιώματος στην συνείδηση του μέσου ανθρώπου, του περιβόητου «δεν υπάρχουν άγγελοι ούτε διάβολοι». Οπως συμβαίνει πολύ συχνά με τα κλισέ η φαινομενικά αθώα αυτή φράση εμπεριέχει ένα πολύ μεγάλο ψέμα και ολοφάνερα μία εξοργιστικά μεγαλύτερη ανακρίβεια η οποία αγγίζει τα όρια του παραλογισμού. Η ανακρίβεια αυτή ή μάλλον το τεράστιο αυτό λάθος είναι ότι με το να εστιάσουμε στο όντως μεγαλύτερο ποσοστό ενός συνόλου μπορούμε να διαγράψουμε ή έστω να ξεχάσουμε τα μικρότερα του. Τι λέει δηλαδή στην ουσία αυτή η φράση; Ότι το μεγαλύτερο τμήμα της ανθρωπότητας δεν διακατέχεται ούτε από απολύτως θετικά ούτε απολύτως αρνητικά συναισθήματα απέναντι στους ομοίους του αλλά ισορροπεί ανάμεσα στα δύο. Δεν μπορείς να διαφωνήσεις καταρχήν με την ορθότητα αυτού του συμπεράσματος, αρκεί να σκεφτούμε ότι, όση κατανόηση και αλληλεγγύη και αν έχουμε για τους άλλους, αναπόφευκτα υπάρχουν περιστάσεις, ακόμα και της καθημερινότητας, που μόνη και απόλυτη προτεραιότητα μας γίνεται ο εαυτός μας.

Το να θεωρήσεις όμως ότι αυτή η διαπίστωση είναι ο μοναδικός κανόνας που δεν έχει εξαιρέσεις – οι οποίες άλλωστε τον επιβεβαιώνουν και με το παραπάνω και αυτό δεν είναι κλισέ αλλά αδιάψευστη αλήθεια – είναι καταφανής προσβολή της λογικής, αν όχι της κοινής νοημοσύνης και εδώ ακριβώς είναι που το λάθος μετατρέπεται σε ψέμα. Ακόμα και αν θεωρήσουμε ότι οι άγγελοι της χριστιανικής θρησκείας είναι μία ευφάνταστη διανοητική κατασκευή δεν μπορούμε να αρνηθούμε ότι έχουν υπάρξει ως ιστορικά πρόσωπα μύστες διαφόρων θρησκειών, άλλοι άνθρωποι ταγμένοι στην πνευματικότητα, φιλόσοφοι, λαμπροί επιστήμονες που με τις ανακαλύψεις τους βελτίωσαν την ζωή – ή έστω την ποιότητα της – εκατομμυρίων ανθρώπων αλλά και σε πιο πρακτικό επίπεδο εκείνοι ο οποίοι αφοσιώθηκαν σε έναν σκοπό θετικό για πολλούς άλλους ή και για το σύνολο της ανθρωπότητας, ένας καθόλου μικρός τελικά αριθμός ανθρώπων που με τις σκέψεις, τα λόγια και πολύ περισσότερο με τις πράξεις τους ωφέλησαν, σε κάποιες περιπτώσεις κυριολεκτικά ευεργέτησαν την ανθρωπότητα απλά γιατί ήθελαν να το κάνουν και όχι για να αποκομίσουν οτιδήποτε οι ίδιοι από αυτό! Τα παραδείγματα είναι τόσο άφθονα και γνωστά ώστε θεωρώ περιττό να αναφέρω έστω και ένα.

Είναι νομοτέλεια όμως πως για οτιδήποτε υπάρχει υφίσταται και το αντίθετο του. Αναγκαστικά λοιπόν πρέπει να πει κανείς εδώ το αυτονόητο αλλά και προφανές σε όλους αφού το διαπιστώνουμε καθημερινά με τις αισθήσεις μας, ότι όπως ακριβώς υπάρχουν άνθρωποι οι οποίοι θέλουν να προσφέρουν, να κάνουν καλό στους άλλους περισσότερο ακόμα ίσως και από όσο τους επιτρέπουν οι δυνάμεις τους – αυτή άλλωστε είναι και η μόνη αλλά καθοριστική διαφορά τους από την μεγάλη πλειοψηφία του είδους μας – έτσι υπάρχουν και αυτοί που πολύ απλά επιδιώκουν να κάνουν κακό, να βλάψουν λιγότερους ή περισσότερους άλλους για να αποκομίσουν κάτι ή ακόμα και μόνον επειδή ικανοποιούνται λειτουργώντας έτσι. Ευτυχώς για εμάς είναι η μικρότερη όλων μειοψηφία, αν και σε εποχές γενικευμένης κρίσης όπως η σημερινή τείνουν να αυξάνονται ή έστω περισσότεροι από αυτούς να έχουν την διάθεση και να τολμούν να εκδηλωθούν. Πάντως ακόμα και αν κανείς διαφωνεί ή δεν του αρέσει ο χαρακτηρισμός «δαίμονες» πρόκειται σίγουρα για πρόσωπα που ουδείς απλά λογικός άνθρωπος θα ήθελε να έχει οποιουδήποτε είδους σχέση μαζί τους.

Τα παραδείγματα είναι και πάλι πάρα πολλά, τόσο τα γνωστά από την Ιστορία όσο και από την καθημερινή εμπειρία όλων μας, ώστε να χρειάζεται να αναφέρω έστω και ένα. Θα εφιστήσω όμως την προσοχή στην σχέση ή μάλλον την αναλογία επωνύμων και μη αυτής της κατηγορίας. Για κάθε Τραμπ, Κιμ Γιονγκ Ουν, Ερνυογάν και Πούτιν – υφίσταται άραγε καμία ουσιαστική διαφορά του από τους προηγούμενους; – υπάρχουν πάρα πολλοί δικτατορίσκοι που ποτέ δεν κατορθώσουν να γίνουν αυτό που πραγματικά θέλουν, σατραπίσκοι οι οποίοι κρυμμένοι πίσω από τοίχους και κλειστές πόρτες ξεσπούν τα απωθημένα τους σε θεωρητικά αγαπημένες και αγαπημένους, συζύγους, παιδιά, αδέλφια, άλλους συγγενείς, φίλους, συναδέλφους και πολύ σπανιότερα σε γονείς καθώς είναι επιστημονικά διαπιστωμένο ότι στις περισσότερες τέτοιες «τοξικές» για τους άλλους  περιπτώσεις οι τελευταίοι, συνειδητά ή μη, επιδεινώνουν την ήδη κακή «πρώτη ύλη», άρα είναι «σύμμαχοι». Μικρόψυχα και μικρόνοα ανθρωπάρια, παντελώς ανώριμα σε όλα τα επίπεδα πλην του βιολογικού, περιορισμένης διανοητικής και ανύπαρκτης συναισθηματική ευφυίας, κοινωνικά αναλφάβητα, ημιμαθή όταν δεν είναι αδαή ακόμα και αν έχουν τυπική μόρφωση, κινούμενα από τα χειρότερα ορμέμφυτα και τα πλέον χαμηλά ελατήρια της ανθρώπινης ύπαρξης που καταρρακώνουν την αξιοπρέπεια, σμπαραλιάζουν τον αυτοσεβασμό, θρυμματίζουν την προσωπικότητα ή και διαλύουν ολόκληρη την ζωή άλλων γιατί αυτός είναι ο μοναδικός τρόπος γα να αντλήσουν την αυτοεπιβεβαίωση τους και να πιστέψουν στην ανύπαρκτη αξία τους καθώς είναι ανίκανα να προσφέρουν οτιδήποτε σε οποιονδήποτε.

Οπως επίσης για κάθε Μαρκ Ζάκενμπεργκ που, όπως φάνηκε πλέον ξεκάθαρα μετά το πρόσφατο σκάνδαλο του Facebook σε σχέση με την εκλογή του Τραμπ, τελικά πολύ περισσότερο από τα αμύθητα χρήματα (χωρίς φυσικά να αδιαφορεί καθόλου για αυτά, άλλωστε για αυτό άρχισε να  τα αποκτά σε τόσο νεαρή ηλικία) το κίνητρο του για να δημιουργήσει το απόλυτο, κυρίαρχο και παντοδύναμο εκ των social media ήταν η επιθυμία του να ελέγξει τα μυαλά, ακόμα και τις ζωές αν γίνεται, όσο το δυνατόν περισσότερων υπάρχουν πολλοί άλλοι που τα ονόματα τους δεν θα τα μάθει ποτέ κανείς εκτός ίσως από τους «φίλους» τους στο δίκτυο του πρώτου. Εξίσου με αυτόν αρρωστημένοι control freaks και κυρίως ακόρεστα διψασμένοι για εξουσία, όσο το δυνατόν περισσότερη, το είδος της τελευταίας που υπερβαίνει κατά πολύ την πολιτική καθώς δίνει σε όποιον την επιδιώκει την ικανοποίηση έστω της ψευδαίσθησης ότι κατευθύνει τη ζωή κάποιου ή κάποιων άλλων όπου και όπως θέλει αυτός, ότι εξαρτώνται τόσο από αυτόν έστω και δίχως να το γνωρίζουν ώστε κυριολεκτικά να βρίσκονται στο έλεος του. Κα βέβαια αναπληρώνοντας με την πλασματική δύναμη που θεωρούν ότι τους δίνει αυτή η εξουσία την παντελή έλλειψη αληθινής, ουσιαστικής εσωτερικής δύναμης την οποία διαθέτει κάθε στοιχειωδώς ισορροπημένος άνθρωπος…

Σε αυτό ακριβώς το σημείο φαίνεται πόσο όχι απλά επικίνδυνο αλλά πραγματικά ολέθριο έχει πλέον γίνει για τα πρόσωπα αλλά και τις σύγχρονες κοινωνίες το κλισέ που προανέφερα. Με την συνεχή επίκληση και επανάληψη του το «δεν υπάρχουν ούτε άγγελοι ούτε διάβολοι» έχει μετατραπεί σε ένα αλλόκοτο είδος επίφοβης αυτοεκπληρούμενης προφητείας. Πιο σωστά μάλλον έχει γίνει μία συλλογική αυταπάτη η οποία συνίσταται ακριβώς στο ότι τόσοι πολλοί άνθρωποι πιστεύουν πλέον ότι το ψέμα που εμπεριέχει είναι αλήθεια, δηλαδή ότι όλοι ανεξαιρέτως οι άνθρωποι βρίσκονται σε έναν «χρυσό μέσο όρο» δίχως να υπάρχουν αυτοί που είναι καλύτεροι και ούτε φυσικά εκείνοι οι οποίοι είναι χειρότεροι από αυτόν. Με την αδιάκοπή επανάληψη του κλισέ αυτή η  συλλογική αυταπάτη δυστυχώς εξαπλώνεται και εμπεδώνεται όλο και περισσότερο, σε βαθμό που πια όχι απλά να επηρεάζει αλλά να αλλοιώνει για πάρα πολλούς ανθρώπους την αντίληψη τους της αντικειμενικής πραγματικότητας.

Για πολλούς και πολλές δηλαδή το να μην θέλει κάποιος να κάνει το ελάχιστο καλό σε μερικούς έστω άλλους αλλά μόνον κακό, να βλάπτει με όποιον τρόπο μπορεί, είναι κάτι…ασήμαντο, άποψη καταφανώς τόσο ανυπόστατη ώστε δεν χρειάζεται καν να επιχειρηματολογήσεις εναντίον της. Υπάρχουν όμως και αρκετοί και αρκετές που προχωρούν πολύ μακρύτερα, λέγοντας άμεσα ή έμμεσα «ε, φυσιολογικό είναι πια και το να θέλεις να βλάπτεις τους άλλους» και κάνοντας σε να θέλεις σχεδόν να φωνάξεις εξοργισμένος όχι, δεν είναι φυσιολογικό! Οτιδήποτε αποκλίνει από την συμπεριφορά της συντριπτικής πλειοψηφίας ενός συνόλου (εκτός και αν άπτεται καθαρά προσωπικών επιλογών που αφορούν αποκλειστικά στην ζωή του υποκειμένου δίχως να επηρεάζουν με οποιονδήποτε τρόπο, πόσο μάλλον αρνητικά, εκείνη οποιουδήποτε άλλου οπότε ουδείς έχει δικαίωμα ούτε καν να ασκήσει κριτική) είναι παραβατική συμπεριφορά, διαταραχή ακόμα και διαστροφή που σε σύγκριση μαζί της ακόμα και οι πιο ακραίες σεξουαλικές – κάποιες εκ των οποίων πολύ συχνά συνοδεύουν ανάλογες αποκλίσεις συμπεριφοράς – είναι…πταίσματα από ηθικής και φιλοσοφικής πλευράς αλλά πάντως όχι «φυσιολογικό».

Δεν προξενεί βέβαια έκπληξη το ότι εκείνοι που ενδιαφέρονται περισσότερο, επιδιώκουν ή και προσπαθούν ακόμα να επιβάλλουν ως φυσιολογικές ανάλογες συμπεριφορές είναι οι ίδιοι οι δράστες τους. Ομως δεν θα κάνουμε σε κανέναν τη χάρη να ισοπεδώσουμε τις διαφορές πράξεων και καταστάσεων και οι λέξεις διατηρούν το νόημα τους που δεν μπορεί να εξισωθεί διά της βίας, η ιδιοτροπία ή ακόμα και η ιδιορρυθμία δεν είναι διαστροφές και φυσικά δεν ισχύει και το αντίστροφο. Για να χρησιμοποιήσω ένα χονδροειδές ίσως παράδειγμα το να σπρώξω αυτόν που βρίσκεται πριν από εμένα στην στάση του λεωφορείου για να μπω πρώτος σε αυτό σαφώς μεν με καθιστά αγενέστατο, ακόμα και ανάγωγο αλλά τίποτα περισσότερο από αυτό. Το να σπρώξω όμως τον υπερήλικα που περιμένει πριν από εμένα, αυτός να πέσει κάτω και όχι απλά να μην αποπειραθώ καν να τον βοηθήσω να σηκωθεί αλλά σχεδόν να πατήσω επάνω του για να μπω στο λεωφορείο (αληθινό περιστατικό σημειωτέον του οποίου υπήρξα αυτόπτης μάρτυς κάποτε) με κάνει ανάξιο ακόμα και του τίτλου του ανθρώπου.

Το πλέον εξωφρενικό όμως είναι ότι ορισμένοι και ορισμένες προχωρούν ακόμα πιο πέρα και από το να δικαιολογούν τέτοιες  συμπεριφορές – αλλά και τα κίνητρα τους, ας μην λησμονούμε και αυτά καθώς πιθανότατα έχουν ακόμα μεγαλύτερη σημασία από τις ίδιες – βαφτίζοντας τες φυσιολογικές. Σε μιαν ακατανόητη δηλαδή προσπάθεια «αποενοχοποίησης» των δραστών τους επιχειρούν να τις αναλύσουν (!) για να βρουν τις αιτίες τους και, όσο απίστευτο και αν φαίνεται, να ενοχοποιήσουν άλλους, το οικογενειακό περιβάλλον των τελευταίων, τον περίγυρο τους, την κοινωνία, τελικά άπαντες τους υπόλοιπους, συμπεριλαμβανομένων, αν όχι πρώτων από όλους, των ίδιων των εαυτών τους! Σε αυτό το σημείο πίλεον το θέμα αρχίζει να εμπίπτει στην αρμοδιότητα της ψυχιατρικής καθώς η προαναφερθείσα αυταπάτη φτάνει στο απόγειο της και μετατρέπεται σε μιαν απόλυτη ψευδαίσθηση, σε μιαν εικόνα της πραγματικότητας η οποία δεν έχει καμία σχέση ούτε καν με το σχήμα αυτής. Έχουμε να κάνουμε πια με ένα εφ’ όλης της ύλης σύνδρομο της Στοκχόλμης που έχει πλήρως επικαλύψει και αδρανοποιήσει την λογική με αποτέλεσμα το θύμα όχι μόνο να ταυτίζεται απόλυτα με τον θύτη αλλά και να προσφέρεται οικειοθελώς να αντάλλαξε θέσεις και ρόλους μαζί του έτσι ώστε αυτός, «καθαρός» πλέον, να μπορέσει να συνεχίσει ανενόχλητος και με ακόμα περισσότερο ζήλο να είναι ο θύτης!

Θεωρώ ότι το μοναδικό που μπορεί να αντιτάξει κανείς σε ανθρώπους οι οποίοι έχουν δυστυχώς φτάσει σε αυτό το σημείο είναι η πλέον ψυχρή και αδέκαστη λογική, όσες φορές χρειαστεί και όσο πιο απλά γίνεται. Αυτό που λέει η λογική σε αυτή την περίσταση είναι ότι – εκτός από τις περιπτώσεις πολύ βαριάς ψυχικής ασθένειας η οποία οδηγεί σε μη καταλογισμό και των οποίων η θέση είναι βέβαια σε ειδικά ιδρύματα και όχι να ζουν και να κυκλοφορούν ανάμεσα στα υγιή από αυτή την πλευρά μέλη της κοινωνίας – όλοι και όλες, δίχως καμία εξαίρεση, διαθέτουμε ελεύθερη βούληση και για αυτό έχουμε επίσης και την απόλυτη ευθύνη των επιλογών και των πράξεων μας. Οπως κάποιος που επιλέγει να αφιερώσει την ζωή του στο να βοηθά και να ωφελεί μια ομάδα άλλων ανθρώπων φέρει ο ίδιος και μόνον ακέραια την ευθύνη για αυτό άλλο τόσο την φέρει, επίσης ο ίδιος και μόνον, ένας άλλος ο οποίος κάνει με οποιονδήποτε τρόπο κακό σε μιαν ομάδα ή και έναν μόνο άνθρωπο, πρόκειται για θεμελιώδη συνθήκη των ανθρωπίνων κοινωνιών από την στιγμή ήδη που σχηματίστηκαν οι πρώτες και ως τέτοια δεν υπάρχει καν λόγος να συζητάμε για αυτήν.

Θα θυμηθώ εδώ μια φράση της αείμνηστης Μαλβίνας Κάραλη και θα κάνω μιαν αντιστοιχία του προαναφερθέντος αξιώματος με  αυτήν για να γίνει στο έπακρο κατανοητό. Η Μ. Κάραλη είχε ευφυέστατα γράψει κάποτε «οι άνθρωποι χωρίζονται σε δύο κατηγορίες, αυτούς που έχουν πρόβλημα και αυτούς που είναι πρόβλημα». Η συντριπτική πλειοψηφία της ανθρωπότητας υπάγεται στην πρώτη κατηγορία, σε αυτούς που έχουν ένα και συνήθως περισσότερα προβλήματα. Την δεύτερη αποτελούν όσοι ζηλεύουν και μισούν την στοιχειώδη έστω ευζωία των άλλων τόσο ώστε να την επιβουλεύονται, αρκετές φορές να είναι ακόμα και εχθροί της ίδιας της ζωής τους. Με την επιλογή τους αυτή καθιστούν τους εαυτούς πρόβλημα, ένα από τα μεγαλύτερα, πιο σοβαρά και εντέλει χειρότερα που μπορεί να έχουν όλοι οι υπόλοιποι.

Είναι αυτά τα «προβλήματα», αυτοί οι εντός ή εκτός εισαγωγικών δαίμονες που, είτε το θέλουμε είτε όχι, υπάρχουν, ζουν και κινούνται γύρω μας άρα είναι αναπόφευκτο αργά ή γρήγορα καθένας και καθεμία μας να συναντήσει στον δρόμο του/της τουλάχιστον έναν από αυτούς,  εκείνοι που υφαρπάζουν την άνοιξη, μας στερούν την έσωθεν αναγέννηση, ματαιώνουν διαρκώς και όχι μόνο την περίοδο του Πάσχα την Ανάσταση του πνεύματος μας, κλέβουν την ζωή καθενός και καθεμία μας χωριστά και όλων μαζί και δεν μας αφήνουν να την πάρουμε πίσω για να την επανεκκινήσουμε, να κάνουμε μία νέα αρχή.  Το πιο βδελυρό όμως που κάνουν σε όσους για οποιονδήποτε λόγο παύουν πλέον να τους αντιστέκονται είναι ότι τους στερούν και το τελευταίο μα και ισχυρότερο έναυσμα το οποίο μπορεί να κινητοποιήσει την ήδη πολύ αποδυναμωμένη θέληση τους για ζωή, την ελπίδα.. Προσωπικά αυτό είναι εκείνο που πάνω από όλα δεν μπορώ ποτέ να τους συγχωρήσω, το να αφαιρείς από οποιονδήποτε την ελπίδα το θεωρώ έγκλημα καθοσιώσεως εναντίον ολόκληρης της ανθρωπότητας, όσο υπερβολικό και αν φαίνεται σε κάποιους.

Ομως οι λεγεώνες της νύχτας απαριθμούν ήδη πάρα πολλούς και  πολλές και, ακόμα και αν είναι αδύνατο να μην προστεθούν ποτέ πια άλλοι και άλλες, μπορούμε τουλάχιστον να κάνουμε τον αριθμό τους να βαίνει μειούμενος ή έστω σταθερός και όχι αυξανόμενος. Καθώς λοιπόν στην εποχή μας παρατηρείται και αύξηση των υπανθρώπων που στέλνουν τους ανθρώπους σε αυτές είναι επιτακτικό, περισσότερο από ποτέ, να αντισταθούμε σε όσους μας μοιάζουν μεν εξωτερικά αλλά ελάχιστα ή και καθόλου εσωτερικά. Ας σηκώσουμε επιτέλους το κεφάλι, καθένας και καθεμία και όλοι μαζί  και ας πούμε σε αυτά τα ανθρωπόμορφα τέρατα «φτάνει πια»! Δεν θα ανεχθούμε άλλο να μας εμποδίζουν να στεκόμαστε όρθιοι, όλοι και όλες έχουμε δικαίωμα τόσο στην ανάταση όσο και στην ανάσταση και αυτό πολύ απλά σημαίνει ότι είναι όχι μόνον επίσης δικαίωμα αλλά και χρέος μας  η επ-ανάσταση εναντίον τους.

Αν επιχειρήσουν να πνίξουν την επανάσταση μας, να μας κάνουν να εξακολουθούμε να κοιτάζουμε προς τα κάτω και να μην μας αφήνουν να σταθούμε και πάλι στα πόδια μας, η μοναδική μας επιλογή πλέον θα είναι να τους…πατήσουμε κάτω. Μεταφορικά αλλά, αν χρειαστεί, ακόμα και κυριολεκτικά και το λέω αυτό αδίστακτα και παρά την ακλόνητη πεποίθηση που ανέκαθεν είχα και δεν πρόκειται να αλλάξει ποτέ, ότι η κάθε είδους βία και περισσότερο από όλες βέβαια η σωματική, αυτή που στρέφεται εναντίον μιας άλλη ζωής και μπορεί να φτάσει ως την αφαίρεση της, είναι το χειρότερο πράγμα που έχει συμβεί και μπορεί να συμβεί στην ανθρωπότητα. Για την ακρίβεια αυτή ακριβώς η πεποίθηση μου είναι που με κάνει να το λέω απολύτως ψύχραιμα, δίχως την παραμικρή φόρτιση μίσους, εκδικητικής διάθεσης ή οποιουδήποτε άλλου συναισθήματος και ούτε καν υποψία  θυμού, η έλλογη οργή είναι κάτι ολότελα διαφορετικό. Το λέω γιατί γνωρίζω πολύ καλά πως όταν το πλέον πρωταρχικό ανθρώπινο ένστικτο, εκείνο τις αυτοσυντήρησης, προειδοποιήσει την λογική ότι υπάρχει πολύ σοβαρός κίνδυνος μία και μοναδική εντολή έχει και μπορεί να δώσει αυτή στο υπόλοιπο του είναι μας: Κάνε το τους πρώτος για να μην στο κάνουν! Οχι μόνο για τον εαυτό σου αλλά και στο όνομα ολόκληρης της ανθρωπότητας, υπερασπίζοντας όχι απλά την συνέχιση της ύπαρξης της αλλά και τις προαιώνιες αξίες της…

 

  

* Ο Θάνος Μαντζάνας γεννήθηκε στην Αθήνα όπου σπούδασε πολιτικές επιστήμες και κοινωνιολογία, ζει και εργάζεται. Κριτικός μουσικής σε πάρα πολλές έντυπες και ηλεκτρονικές, εξειδικευμένες και μη, εκδόσεις. Από το 1999 είναι ο κριτικός και αρθρογράφος περί μουσικών θεμάτων της εφημερίδας Αυγή ενώ γράφει επίσης στο musicpaper.gr, HuffingtonPost.gr και στο περιοδικό Ήχος. Από το 2011 ασχολείται και με την πεζογραφία, κυρίως με μεσαίας και μεγάλης έκτασης διηγήματα και ενίοτε δοκίμια.

 

 

** Ο υπότιτλος αποτελεί προφανώς αναφορά στο θεμελιώδες για την σύγχρονη φιλοσοφία σύγγραμμα του Ιμάνιουελ Καντ «Κριτική του Καθαρού Λόγου» (1781)

 

Η απιστία του Θωμά

Γράφει ο Απόστολος Ζιώγας // *

 

Image may be NSFW.
Clik here to view.

 

Η ιστορία της απιστίας του αποστόλου Θωμά αιμοδοτεί γλαφυρά την ένταση της ίδιας της έννοιας ˝απιστία˝ . Ο επονομαζόμενος  και Δίδυμος, του οποίου η μνήμη εορτάζεται στις 6 Οκτωβρίου, έδρασε ως απόστολος σε Συρία, Περσία, Ινδία, Κίνα. Υπάρχει μάλιστα μια ολόκληρη απόκρυφη φιλολογία σχετικά με αυτόν: Προευαγγέλιον,  Κατά Θωμάν Ευαγγέλιον, Πράξεις Θωμά, Αποκάλυψις του Θωμά. Στην ευαγγελική διήγηση πάντως ο Θωμάς είναι νέος σε ηλικία, ψαράς στο επάγγελμα, διαθέτει τόλμη και λογική, σε τόσο ισχυρό βαθμό και τα δύο, που θα ξεστομίσει : ˝Εάν δεν δω τα σημάδια από τα καρφιά και δεν ψηλαφήσω τις πληγές, δεν πιστεύω˝. Δηλαδή ανατρέπει το κύρος της αυθεντίας με το να ζητά αποδείξεις. Για την ακρίβεια, η απιστία που εκφράζει, δεν είναι απόρριψη αλλά αμφιβολία, κάτι που βεβαιώνουν και τα τροπάρια που ψέλνουμε: ˝ οὐ μάτην διστάσας Θωμᾶς ˝. Κι όμως, ενώ ήταν παρών στην ανάσταση του Λαζάρου, η λογική φαίνεται να θολώνει την πίστη του. Είναι άραγε τόσο προβληματικός ; Μάλλον όχι αν φέρουμε στη μνήμη μας μια στιχομυθία που είχε με τον Ιησού πριν τα γεγονότα της Σταύρωσης, όταν τον ρωτά, σε πρώτο πληθυντικό πρόσωπο εκφράζοντας  και τους υπόλοιπους μαθητές, ˝Κύριε, δεν ξέρουμε πού πηγαίνεις, πώς λοιπόν μπορούμε να ξέρουμε την οδό που οδηγεί εκεί ; ˝ ̇ για να λάβει από τον Ιησού την απάντηση, ˝Εγώ είμαι η οδός, η αλήθεια κι η ζωή, κανείς δεν πηγαίνει στον Πατέρα παρά μόνο αν περάσει από μένα˝ (Κατά Ιωάννην 14, 5-6). Ως εκ τούτου, υπάρχουν πραγματικότητες που ξεπερνούν τη λογική, όπως πχ. το άπειρο, το οποίο το ορίζουμε, δεν γνωρίζουμε ποια είναι η φύση του αλλά μπορούμε να το εννοήσουμε κάπως αφηρημένα. Ο Θωμάς αμφιβάλλει υπαρξιακά στο άκουσμα για τον αναστημένο Ιησού, όπως κι εμείς σήμερα, στο δικό μας παρόν. Όποιος εντέλει προσπαθεί να εκλογικεύσει το μυστήριο της ύπαρξης, καταλήγει σαν τον Θωμά , μόνος. Αξίζει να αναφερθεί πως ο Ρωμανός ο Μελωδός βάζει σε ένα κοντάκιο τον Θωμά να φθονεί την χαρά των μαθητών που είδαν τον αναστημένο Ιησού και να λέει, ˝οἱ ἰδόντες μὴ κρύπτεσθε, ἀλλὰ βοᾶτε˝. Στην εν λόγω συνάντηση με τον Θωμά, ο Ιησούς τον επιπλήττει επειδή εξαρτά την πίστη του από τα μάτια του λέγοντας ˝μακάριοι όσοι πιστεύουν χωρίς να δουν˝. Μόνο που για να λάβεις το πνεύμα του Θεού , πρώτα οφείλεις να ανοιχτείς προς αυτό. Άμεση η αντίδραση του Θωμά, ο οποίος εξαλείφοντας την όποια λογική μικροψυχία, θα πει : ˝Είσαι ο Κύριος κι ο Θεός μου˝. Ξεπερνά τον διστακτικό εαυτό του, μεταμορφώνεται πνευματικά, αποκτά την πίστη που ζητά ο Ιησούς ̇  μια πίστη ικανή να κοιτά την αναστάσιμη όψη , κι όχι την φθαρτή ύλη, των πραγμάτων.

 

Image may be NSFW.
Clik here to view.

(σκίτσο: M.A.)

 

Τα λειτουργικά κείμενα χαρακτηρίζουν ως καλή την απιστία του Θωμά : ˝Σοῦ ἡ παμμακάριστος , ὑμνεῖται γλῶσσα ᾦ Δίδυμε ̇  πρώτη γὰρ εὐσεβῶς κηρύττει τὸν ζωοδότην Ἰησοῦ ˝ ( από τροπάριο της δ’ ωδής του Όρθρου). Από τα Ευαγγέλια δεν μαθαίνουμε αν τελικά ο Θωμάς ψηλάφησε όντως τον Ιησού, καίτοι τα λειτουργικά κείμενα το ενστερνίζονται. Διαβάζουμε στο εορταστικό συναξάρι : ˝ Ὁ δὲ Θωμᾶς, ἀκριβῶς δειρευνησάμενος , καὶ τὴν πίστην λαβὼν δι ᾽ ἁφῆς, ἔκραξεν˝. Σε κάθε περίπτωση, οι φανερώσεις του αναστημένου Ιησού προετοιμάζουν σαφώς τους μαθητές για να γίνουν απόστολοι ˙ γι ᾽ αυτό κι η ομολογία πίστεως του Θωμά προοικονομεί τον μετασχηματισμό της πίστης στην πρώτη Εκκλησία! Αρχικά ο Θωμάς δεν είναι σε θέση να κατανοήσει την Ανάσταση του Ιησού. Δυσπιστεί.   Μονάχα αφότου βγει από τον εαυτό του, κατανοεί και πιστεύει  εκουσίως: παύει να πρωτοστατεί η λογική, δίνει προτεραιότητα στην καρδιά. Οπότε, όσο ανοίγει το εγώ, τόσο περισσότερο δυναμώνει η πίστη. Στοχεύοντας σε έναν ελεύθερο ορίζοντα  νοήματος  πέραν της λογικής, η πίστη καταφέρνει να κάνει την λογική πιο γόνιμη. Απέναντι στη λογική, η ελευθερία βιώνεται ως πίστη. Ως προς το χρόνο, η ελευθερία βιώνεται ως ελπίδα. Απέναντι στο εγώ , η ελευθερία βιώνεται ως αγάπη. Επομένως ο πιστός, έχοντας αφεθεί σε έναν Χριστό που ζει μέσα στην καρδιά του καθημερινά, (οφείλει να) δρα στον κόσμο ελεύθερα ως αγάπη. Παραδινόμενος σε αυτό που σε ξεπερνά άνευ όρων, μπορείς να αναστηθείς σαν τον Ιησού  ˝σε άλλη μορφή˝, όπως καταθέτει η ευαγγελική διήγηση. Μήπως, η Ανάσταση έχει να κάνει με το ότι ο άνθρωπος μετά θάνατον δύναται να υπάρξει αλλιώς ;

 

(Απρίλιος  2018)

 

 

* Ο αΠΟΣΤΟΛΟΣ ζΙΩΓΑΣ είναι βιολόγος.

 

 

Η Ποιητική του Βαλερύ

Γράφει ο Αγησίλαος Κ. Αλιγιζάκης //

 

Image may be NSFW.
Clik here to view.
Πωλ Βαλερύ «Ποίηση και αφηρημένη σκέψη ή καθαρή ποίηση», Μετάφραση: Χριστόφορος Λιοντάκης, εκδ. Πλέθρον

 

H Τέχνη της ποίησης «ίσως συντονίζει τους πιο πολλούς παράγοντες και ανεξάρτητους φορείς: τον ήχο, το νόημα, το πραγματικό και το φανταστικό, τη λογική, τη σύνταξη, τη διπλή ανακάλυψη του βάθους και της μορφής, κι όλα αυτά με τη βοήθεια ενός μέσου[…]την κοινή γλώσσα, από την οποία πρόκειται να ανασύρουμε, την καθαρή φωνή, ιδανική και άξια για μια χωρίς αδυναμίες επικοινωνία[…]μια επικοινωνία η οποία δεν θα θραύει τη φευγαλέα σφαίρα του ποιητικού σύμπαντος, την ιδέα κάποιου εγώ, άπειρα ανώτερου από το εγώ μου».

Η μικρή αυτή παράγραφος από το δοκίμιο του Γάλλου Συμβολιστή ποιητή Paul Valery Ποίηση και αφηρημένη σκέψη ή καθαρή ποίηση (επιμέλεια Α. Ζήρας, μετάφραση Χριστόφορος Λιοντάκης, εκδόσεις Πλέθρον, Αθήνα 1980) είναι ο διαχρονικός και παγκόσμιος ορισμός της ποίησης. Στο μικρό αυτό βιβλίο, μόλις 96 σελίδων, περιλαμβάνονται τα μαθήματα για την Ποιητική, τα οποία έκανε ο Βαλερύ ως καθηγητής του College de France με τη μορφή διαλέξεων κατά το χρονικό διάστημα 1937-1945.  Αν και το έργο έμεινε ημιτελές, ωστόσο ο Γάλλος ποιητής και στοχαστής πρόλαβε να ερευνήσει την εσωτερική δημιουργία της δημιουργίας, σε αντίθεση με άλλους ερευνητές, οι οποίοι στράφηκαν στην ανάλυση των μορφών της ποίησης.

Η ερμηνεία και η παρουσίαση του παρόντος δοκιμίου είναι αδύνατον να γίνει χωρίς τη χρήση της γλώσσας του ποιητή. Η λεκτική και μορφική τελειότητα του γραπτού του λόγου υποχρεώνει τόσο τον αναγνώστη όσο και τον βιβλιοκριτικό στην απλή επανάληψη και αποστήθιση των προσεγμένων επιλογών λέξεων, εκφράσεων και νοημάτων.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα η περιγραφή της θαυμαστής ιδιότητας της ποίησης: «Το ποίημα δεν πεθαίνει επειδή έζησε. Δημιουργείται ειδικά για ν’ αναγεννάται από τις στάχτες του και ξαναγίνεται εσαεί ότι υπήρξε». Αυτό συμβαίνει διότι υπάρχει μια «αρμονική ανταλλαγή ανάμεσα στην έκφραση και την εντύπωση» δημιουργώντας ένα «ποιητικό εκκρεμές», το οποίο «προχωρεί από την αίσθηση προς κάποια ιδέα ή κάποιο αίσθημα, επανέρχεται σε μια ανάμνηση της αίσθησης και τείνει στην καθαρή πράξη, η οποία θα αναδημιουργούσε αυτή την αίσθηση». Αυτή η αιώρηση γίνεται «ανάμεσα στη Φωνή και τη Σκέψη, στη Σκέψη και τη Φωνή, στην Παρουσία και την Απουσία». Με τον τρόπο αυτό, δημιουργείται το «αδιάσπαστο του ήχου και του νοήματος», το οποίο προσδίδει την αξία στο ποίημα. Αυτή η ποιητική αναγέννηση έρχεται σε αντίθεση με την ομιλία, η οποία μόλις εκδηλωθεί «δεν υπάρχει πια διότι αντικαταστάθηκε από την έννοιά της».

Όσον αφορά την ΕΜΠΝΕΥΣΗ το ποιητικό υποκείμενο οφείλει να γνωρίζει τον σκληρό νόμο της λογοτεχνίας, «ότι αξίζει μόνο για τον έναν δεν αξίζει τίποτε». Ο Βαλερύ αναλύει και άλλες έννοιες, όπως τη διαφορά της Πρόζας από την Ποίηση, με τη βοήθεια της βάδισης και του χορού. Το βάδισμα, όπως και η πρόζα, έχει συγκεκριμένο στόχο, ένα πεπερασμένο όριο. «Ο χορός δεν οδηγεί πουθενά», δεν έχει στόχο, αλλά «διεγείρεται και διέπεται από ακουστικούς ρυθμούς». Έτσι, η διαφορά της Πρόζας από την Ποίηση είναι οι ψυχικοί και πνευματικοί συνειρμοί που δημιουργούνται στους αναγνώστες.

 

Image may be NSFW.
Clik here to view.

Paul Valery

 

«Η Ποίηση είναι μια τέχνη της γλώσσας». Το ποιητικό σύμπαν σε αντιδιαστολή με το μουσικό σύμπαν, το οποίο έχει ξεχωρίσει τον κόσμο των ήχων από τον κόσμο των θορύβων, χρησιμοποιεί τη δημόσια γλώσσα. Αυτή «τη στιγμιαία συνεύρεση  ενός ήχου και μιας έννοιας, που δεν έχουν καμία σχέση μεταξύ τους». Ο ποιητής προσπαθεί με αυτό το γλωσσικό υλικό να ταιριάξει «τον ήχο με το νόημα, την αρμονία και την μουσική περίοδο», καθώς και «ποικίλες αισθητικές και νοητικές καταστάσεις» σε συνάρτηση πάντα με τους «συμβατικούς κανόνες».

Είναι φανερό ότι ο Πωλ Βαλερύ περιγράφει το ταξίδι της σύνθεσης και της δημιουργίας του ποιητικού έργου χωρίς να ασχολείται με το ποίημα καθεαυτό, δηλαδή περιγράφει το ταξίδι κι όχι την κατάληξη στην «Ιθάκη της ποιητικής δημιουργίας». Άλλωστε, ο ίδιος πιστεύει ότι «απόλυτη ποίηση» είναι «η εξερεύνηση όλου του χώρου της ευαισθησίας μας, η οποία κυβερνάται από τη γλώσσα».

 

 

Ο άνθρωπος του «Υπογείου» του Ντοστογιέφσκι

Γράφει η Νότα Χρυσίνα // *

 

Image may be NSFW.
Clik here to view.

 

«Είμαι άρρωστος… Είμαι κακός. Δεν είμαι ελκυστικός άνθρωπος. Νομίζω πως μου πονάει το συκώτι. […] αν δεν θεραπεύομαι το κάνω από κακία».

«Ήμουν κακός υπάλληλος. Ήμουν σκαιός κ’ έβρισκα σ’ αυτό ευχαρίστηση»

 

Ο ήρωας του Ντοστογιέφσκι ορθώνει το ανάστημά του απέναντι στις βεβαιότητες του καιρού του και μέσα από το Υπόγειο, τοποθετείται χωροχρονικά σε ένα δωμάτιο υγρό και σκοτεινό, σε ένα υπόγειο που δηλώνει την έλλειψη φωτός που παραπέμπει στο καλό. Αντίθετα, το υπόγειο συνδέεται με το κακό το οποίο λειτουργεί ως χώρος δράσης αλλά και ως το ανεξερεύνητο μέρος της ψυχής. Ο συγγραφέας καταθέτει αμέσως την πρόθεσή του να μιλήσει στον αναγνώστη για το κακό σε αντίθεση με τους άλλους συγγραφείς που μιλούσαν μέχρι τότε για το «Ωραίο και Υψηλό». Υπαινίσσεται ότι ταυτίζεται με τον αφηγητή και αυτοσυστήνεται παραμένοντας, όμως, ένας άνθρωπος του υπογείου χωρίς όνομα (αν και στις υποσημειώσεις αρνείται αυτή την ταύτιση).

«αν νευριάσατε απ’ όλη τη φλυαρία […] σκεφτείτε να με ρωτήσετε: Ποιος είμαι συγκεκριμένα; Εγώ θα σας πω: είμαι ένας υπάλληλος 8ου βαθμού»

Ο συγγραφέας στις Σημειώσεις στο Υπόγειο ακολουθεί το παράδειγμα του Ρουσώ στις Εξομολογήσεις του εστιάζοντας στον εσωτερικό του κόσμο, το συναίσθημα, το οποίο γίνεται μέτρο γνώσης της ανθρώπινης φύσης.

«Εγώ δεν μπόρεσα να γίνω όχι μόνο κακός, αλλά τίποτε […] ο μυαλωμένος άνθρωπος δεν μπορεί στα σοβαρά να γίνει κάτι. Γίνεται κάτι ο βλάκας».

«Στο μεταξύ όμως για ποιο πράγμα να μιλήσει ένας καθώς πρέπει άνθρωπος με τη μεγαλύτερη ευχαρίστηση;

Απάντηση: για τον εαυτό του.

Έτσι λοιπόν, θα μιλήσω για τον εαυτό μου»

Τηρεί το «αυτοβιογραφικό σύμφωνο» της ειλικρίνειας και της εμπιστοσύνης που προϋποθέτει η αυτοβιογραφία υποσκάπτοντας όμως το είδος αυτό μέσα από την πιστή και ρεαλιστική καταγραφή της ανθρώπινης σκέψης και την ψυχρή απόδοσή της, όπως επιτάσσει το ρεύμα του ρεαλισμού, προχωρώντας στο σημείο της απόρριψης του συμφώνου με τον αναγνώστη

«Μήπως νομίζετε ότι μετανοώ μπροστά σας, ότι κατά κάποιον τρόπο σας ζητώ συγγνώμη; […] Όμως σας διαβεβαιώνω ότι μου είναι αδιάφορο αν το νομίζετε…»

Ο Ντοστογιέφσκι απευθύνεται στον αναγνώστη του 19ου αιώνα με λόγο καταγγελτικό, προκλητικό και παράλληλα σε εξομολογητικό τόνο. Γράφει από το «υπόγειο» θέλοντας να ξεσκεπάσει την υποκρισία της ανερχόμενης αστικής τάξης. Η βιομηχανική επανάσταση και το ορθολογικό πνεύμα του Διαφωτισμού με το «δόγμα» της προόδου  δημιούργησαν μια διχασμένη ρωσική κοινωνία στην οποία καταρρέει η φεουδαρχία και αναδύονται ποικίλες αντιφάσεις που ζωγραφίζονται στον διχασμένο ψυχισμό του ήρωα. Η επιστημονική πρόοδος και η κυριαρχία της λογικής από τη μια ενώ από την άλλη η εξαθλίωση της αστικοποιημένης κοινωνίας και των εργατών, καθώς επίσης, το πνεύμα του ωφελιμισμού και της κερδοσκοπίας.

«Ωφελιμότητα! […] το ανθρώπινο συμφέρον μερικές φορές όχι μόνο μπορεί αλλά και πρέπει να συνίσταται στο να επιθυμεί μερικές περιπτώσεις το ανώφελο κι όχι το συμφέρον […] τότε όλοι οι κανόνες γίνονται σκόνη»

Ο «περιθωριακός» αυτός ήρωας γίνεται η φωνή του Ντοστογιέφσκι μέσα από την οποία πραγματεύεται ζητήματα δικαιοσύνης, ηθικής, το πρόβλημα του κακού αλλά και ιδεολογικά ζητήματα όπως ο μηδενισμός, ο υπαρξισμός, η θρησκευτική πίστη. Ανατέμνει με ακρίβεια το κακό και την σχέση του με την ηδονή μερικές δεκαετίες πριν ο Φρόιντ δημοσιεύσει το Πέρα από την αρχή της ηδονής αλλά και πριν τη δημοσίευση του Πέρα από το καλό και το κακό του Νίτσε.

«ο πόνος μετατράπηκε στο τέλος σε κάποια επαίσχυντη, καταραμένη ηδονή και κατατελευταία σε κατηγορηματική, σε σοβαρή ηδονή! […] υπήρχε ηδονή από την πολύ ενεργή συναίσθηση της ταπείνωσής μου.»

 

Image may be NSFW.
Clik here to view.

Fyodor Dostoevsky

 

Ο ήρωας του Ντοστογιέφσκι στις Σημειώσεις από το Υπόγειο είναι ένας «αντιήρωας» όπως ο ίδιος ο συγγραφέας σημειώνει.

«Το μυθιστόρημα θέλει ήρωα, ενώ εδώ έχουν συγκεντρωθεί επίτηδες όλα τα χαρακτηριστικά του αντιήρωα […] γιατί όλοι μας ξεκόψαμε από τη ζωή, όλοι κουτσαίνουμε, ο καθένας λίγο πολύ».

Ο αντιήρωας ως λογοτεχνικός όρος χρησιμοποιείται για κείμενα που γράφτηκαν στην περίοδο της απομυθοποίησης που ακολούθησε τον Β Παγκόσμιο πόλεμο. Χαρακτηρίζει ήρωες ταπεινούς, μικροπρεπείς, παθητικούς, αποτυχημένους ή άτιμους. Ο υπαλληλάκος του Υπογείου είναι ένας μικροπρεπής ονειροπόλος που θέλει να υπερασπίσει την ύπαρξή του απέναντι σε έναν κόσμο που τον συνθλίβει καθώς τον τοποθετεί στο περιθώριο με τη λογική αυτού του «πέτριν[ου] τοίχ[ου]» του «δυο φορές το δυο κάνουν τέσσερα».

Το Υπόγειο ή Σημειώσεις από το Υπόγειο, των εκδόσεων Ζαχαρόπουλος, αποτελείται από τρία αφηγήματα: Το Υπόγειο, Απ’ Αφορμή το Χιονόνερο και Ο Κροκόδειλος, ένα σπάνιο γεγονός.

Στην πρώτη ιστορία από τις τρεις βασικές ιστορίες του Απ΄ Αφορμή Το Χιονόνερο, ο ήρωας συνεχίζει τον εξομολογητικό του λόγο. Ονειροπολεί και επιμένει εμμονικά να υπερασπίσει την τιμή του απέναντι στην «προσβολή» που του έγινε από έναν αξιωματικό που δεν καταδέχτηκε να τον πετάξει από το παράθυρο όταν ο ήρωας του έκλεισε τον δρόμο μέσα σε μια αίθουσα μπιλιάρδου.

Ο ήρωας είχε μπει στην αίθουσα καθώς «ζήλεψ[ε] αυτόν τον πεταμένο από το παράθυρο κύριο» που είδε περνώντας τυχαία έξω από μια ταβερνούλα. Διακόπτοντας την ονειροπόλησή του είχε νιώσει την ανάγκη να «μπει στην κοινωνία». Έτσι, βγήκε βόλτα διακόπτοντας το διάβασμα το οποίο τον απασχολούσε τις περισσότερες ώρες και μέσα από το οποίο έφτανε σε μια παραληρηματική ευτυχία «τέτοια ευτυχία που έπρεπε ν’ αγκαλιάς[ει] οπωσδήποτε κι αμέσως τους ανθρώπους κι όλη την ανθρωπότητα».

Θα μπορούσαμε να πούμε πως, η ιπποτική διάθεση του ήρωα και ο ρόλος της φαντασίας που πυροδοτείται από αναγνώσματα, παραπέμπει στον Θερβάντες και τον Δον Κιχότη, τον ιππότη από την Μάντσα, και τις περιπέτειές του.

Ο ήρωας κατηγορεί τον εαυτό του για «ρομαντισμό», το κίνημα το οποίο μάχεται ο Ντοστογιέφσκι με τον ρεαλισμό και ειρωνεύεται φανερά. Ο ρομαντισμός «μια λεξούλα αρχαία, αξιοσέβαστη, πασίγνωστη» που πιθανόν να προκαλείται στον ήρωα του Υπογείου από την ανάγνωση βιβλίων. Το ήθος του διαμορφώθηκε από τα βιβλία όπως σαν τις ηρωίδες των ρομαντικών μυθιστορημάτων αλλά και την Εμα Μποβαρύ, την ηρωίδα του Φλωμπέρ στο Μαντάμ Μποβαρύ που είχε δημοσιευτεί λίγο καιρό πριν τη δημοσίευση του Υπογείου, το 1857, και είχε κατηγορηθεί για προσβολή της δημοσίας αιδούς και της θρησκείας.

Με ένα λεπτό ειρωνικό σχόλιο, ο ήρωας του Ντοστογιέφσκι, δυσπιστεί απέναντι στο συναίσθημα της περιφρόνησης που νιώθει για τους άλλους και αναρωτιέται «Μήπως δεν την είχα ποτέ, μήπως ήταν μόνο παρείσακτη, από τα βιβλία;» Θέλει να καλέσει τον αξιωματικό σε μονομαχία και να μιλήσει μαζί του με «λογοτεχνική γλώσσα» γιατί «Για λόγους τιμής, δηλαδή όχι για την τιμή, αλλά για λόγους τιμής, σ’ εμάς δεν μπορούν να μιλήσουν διαφορετικά παρά με τη λογοτεχνική γλώσσα. Στη συνηθισμένη γλώσσα ο λόγος τιμής δεν υπάρχει».

Στην δεύτερη ιστορία οργίζεται με την έπαρση και τη φιλαυτία των παλιών συμμαθητών του, Ζβερκόφ, Σίμονοφ, Φερφίτσκιν, Τρουντολιούμποφ και τον «στρωμένο» βίο τους. Στο πρόσωπό τους επιβραβεύεται η μετριότητα και η μικροψυχία. Ο ήρωας, έξυπνος και μορφωμένος υπερέχει στο πνεύμα αλλά η μοίρα του τον κρατάει στο υπόγειο, στη φτώχεια και τα συμπλέγματα κατωτερότητας που αντιστρέφονται σε συμπλέγματα ανωτερότητας φανερώνοντας την ανισορροπία και την αστάθεια της ψυχής του που βυθίζεται στο σκοτάδι. Η κακία που αναπτύσσεται με κάθε συνάντηση με τους ανθρώπους σκεπάζει σαν ένας μανδύας την ψυχή που λαχταρά την επικοινωνία. Όμως, το σκοτάδι της ψυχής κάμπτει την τάση για το καλό και εμφανίζεται με χίλια κεφάλια σαν την λερναία ύδρα ακόμη κι όταν συναντάει τη Λίζα, μια νεαρή πόρνη, που την διάβρωσε η αισχρότητα και η ψεύτικη ηδονή. Η Λίζα είναι ικανή να αγαπήσει, να τον αγαπήσει, αλλά εκείνος περιφρονεί και μισεί την αγάπη που δεν του επιτρέπει να καθρεφτίζει τον ιδανικό του εαυτό. Ο Ντοστογιέφσκι φαίνεται να παρωδεί τους έρωτες των μυθιστορημάτων που είχαν αποξενώσει το άτομο από τη ζωντανή ζωή». Ίσως να επικρίνει τον νατουραλισμό και την κλινική καταγραφή του νοσηρού καθώς γράφει πως η συμπεριφορά του και τα σκληρά λόγια στη Λίζα δεν του ξέφυγαν «η σκληρότητα αυτή ήταν τόσο εγκεφαλική, σκόπιμα σκαρωμένη, βιβλιακή»

«Σε λίγο θα βρούμε έναν τρόπο να γεννιούμαστε από την ιδέα»

Στο τελευταίο αφήγημα Ο Κροκόδειλος, ένα σπάνιο γεγονός ο Ντοστογιέφσκι περιγράφει με χιούμορ και λεπτή ειρωνεία την αστική τάξη. Αναφέρεται στον Φουριέ και την σοσιαλιστική ουτοπία που ήταν μέρος του κατηγορητηρίου που τον έστειλε στο κάτεργο. Ο Ντοστογιέφσκι έγραψε το Υπόγειο επιστρέφοντας από την εξορία όπου μελέτησε τον άνθρωπο εγκληματία. Σε ολόκληρο το έργο του αναζήτησε τις δύο ψυχές του αφού αποκήρυξε με το Υπόγειο την ρομαντική του ψυχή που είχε υπηρετήσει στα προηγούμενα έργα του.

Το Υπόγειο είναι ένα αντεπιχείρημα στον ορθολογισμό πριν αυτός κυριαρχήσει μέσα από την επιστήμη και την τεχνολογία του 20ού αιώνα. Ο μεγάλος «ρομαντικός» συγγραφέας εκθέτει τη λογική, την «ξεμπροστιάζει», καθώς ο εσώτερος κρυμμένος εαυτός αναδύεται σε κάθε της απόφανση. Η ρεαλιστική ματιά είναι ο φακός κάτω από τον οποίο ο Ντοστογιέφσκι αναποδογυρίζει την πραγματικότητα και μέσα από την αποκάλυψη του «υπόγειου» εαυτού την προεκτείνει με τη συνεργασία της φαντασίας. Η φαντασία, αισθητικό όχημα των ρομαντικών, σχετίζεται με την αλήθεια και την πλάνη, την ενορατική γνώση, σύμφωνα με τα λεγόμενα του Σπινόζα. Αυτή η ενορατική γνώση αποκαλύπτεται μέσα από τη γραφή του μεγάλου Ρώσου συγγραφέα. Ολοκληρώνοντας την ανάγνωση του αφηγήματος δεν μπορεί κανένας να παραμείνει βέβαιος πως «δύο και δύο κάνουν τέσσερα» διότι πέρα από την ορατή πραγματικότητα ανοίγεται το βάθος ενός «Υπογείου».

 

 

* Η Νότα Χρυσίνα είναι πολιτισμολόγος.

 

Viewing all 627 articles
Browse latest View live