Quantcast
Channel: Δοκίμιο • Fractal
Viewing all 627 articles
Browse latest View live

Ο ποιητικός πολιτισμός του Αζερμπαϊτζάν

$
0
0
Γράφει ο Αγησίλαος Κ. Αλιγιζάκης //

 

Γιώργος Σχορετσανίτης, «Ποιητές του Αζερμπαϊτζάν», ΒΗΤΑ Ιατρικές Εκδόσεις, Αθήνα 2015

 

Η Δημοκρατία του Αζερμπαϊτζάν, μια από τις πρώην Σοβιετικές Δημοκρατίες, είναι μια χώρα στην περιοχή του Καυκάσου με πρωτεύουσα το Μπακού, έκταση περίπου 87.000 τ. χλμ. και πληθυσμό περίπου 10.000.000 κατοίκους. Ο γνωστός ιατρός – συγγραφέας Γιώργος Σχορετσανίτης ταξίδεψε στην μακρινή ασιατική χώρα και μελέτησε επιτόπια τον πολιτισμό της. Καρπός της παραμονής και έρευνας ήταν το παρόν πόνημα, το οποίο αναφέρεται στους ποιητές του Αζερμπαϊτζάν και πλαισιώνει ένα καλαίσθητο εικονογραφημένο ημερολόγιο.

          Η πρώτη πνευματική Αναγέννηση του Αζερμπαϊτζάν χρονολογείται κατά τη διάρκεια του 11ου-12ου αιώνα, ενώ κατά τη βασιλεία της δυναστείας των Σαφαβιδών (16ος αιώνας) δίνεται μεγάλη ώθηση στις τέχνες και τον πολιτισμό. Τότε εμφανίζεται και ο σημαντικότερος ποιητής της  χώρας, ο Muhammad Fizuli (1494-1556). Ο Fizuli θεωρείται ο μεγαλύτερος λυρικός ποιητής της πατρίδας του, καθώς τα ρυθμικά gazals του αποτέλεσαν τη βάση των αζέρικων τραγουδιών mughams, τα οποία τραγουδούσαν οι Khananda (τραγουδιστές). Τον 18ο αιώνα μεσουρανεί ο «Δάσκαλος της ποίησης της αγάπης» Molla-Panakh Vagif (1717-1797), ο οποίος με ευφάνταστες ποιητικές εικόνες υμνεί τον έρωτα: «όπως ένας καθρέπτης το σώμα της θα πρέπει να είναι ξανθό[…]Τα μάγουλά της πρέπει να θυμίζουν ανοιξιάτικες τουλίπες όταν φυσάει[…]».

Η ποιήτρια Khurshid Banu ή Natavan (1830-1897) τον 19ο αιώνα εμπνέεται από την απώλεια του 15χρονου γιού της και συνθέτει ποιήματα θρηνητικά, υμνώντας τη ζωή και τις ομορφιές της. Ο πρώτος κύκλος ποιητών κλείνει με τον Mirza Alakbar Sabir (1862-1911), ο οποίος επηρεασμένος από την Ρωσική Επανάσταση του 1905 καυτηριάζει με τη σατιρική του ποίηση το τσαρικό κατεστημένο, τους μουλάδες (οι Αζέροι είναι μουσουλμάνοι), τους πλούσιους γαιοκτήμονες, καθώς και τη θέση της γυναίκας στην κοινωνία. Επίσης, ως πολιτικός ποιητής παίρνει συμφιλιωτική θέση (π.χ. το ποίημα «Στους Μουσουλμάνους και Αρμένιους αδελφούς») στους εθνοτικούς πολέμους Αζέρων –Αρμενιών για την περιοχή του Ναγκόρνο-Καραμπάχ (περιοχή του Αζερμπαϊτζάν με αρμενικό πληθυσμό).

Μετά από αυτόν ακολουθούν οι σύγχρονοι ποιητές του Αζερμπαϊτζάν του 20ο αιώνα, οι οποίοι συνδυάζουν πολιτική και ποίηση ασχολούμενοι με την καθημερινή ζωή των κατοίκων και την προπαγάνδα, καθώς η χώρα ανήκει στη Σοβιετική Ένωση. Σημαντικότεροι από αυτούς είναι ο ποιητής και θεατρικός συγγραφέας Suleyman Rustam (1906-1989), o οποίος ύμνησε την σοβιετική επανάσταση του 1917 και έγραψε πατριωτικά ποιήματα για τον αγώνα του Ρωσικού λαού κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Μεταπολεμικά ασχολήθηκε ποιητικά με τα φτωχά κοινωνικά στρώματα της χώρας του και την άνθιση της Σοβιετικής Δημοκρατίας του Αζερμπαϊτζάν.

Κι ενώ ο Rustam επαινείται, προβάλλεται και βραβεύεται ο εθνικιστής ποιητής Almas Ildirim (1907-1952) συλλαμβάνεται, εξορίζεται και διαγράφεται από την Ένωση Λογοτεχνών.  Πιο άτυχος ο νέος ποιητής Mikayil Mushfig (1908-1939), αν και ύμνησε τον αγώνα των εργατών στη βιομηχανία και των αγροτών, συνελήφθηκε και εκτελέστηκε κατά τη διάρκεια των σταλινικών εκκαθαρίσεων τη δεκαετία του 1930.

 

Γεώργιος Νικ. Σχορετσανίτης

 

Επίσης, ο Rasul Reza (1910-1981) ήταν ο πρώτος Αζέρος ποιητής που χρησιμοποίησε ελεύθερο στίχο στην ποίησή του. Η θεματική του εμπνεόταν από τον κάθε μορφής φόβο. Άλλοι αξιόλογοι ποιητές, οι οποίοι άκμασαν το δεύτερο μισό του 20ου αιώνα, ήταν ο Ali Karim, ο Khalil Reza, o Fikrat Goja και ο Vagif Samadoghlu. Ο τελευταίος, γεννημένος το 1939 στο Μπακού, ονομάστηκε «εθνικός ποιητής» του Αζερμπαϊτζάν. Χαρακτηριστικό είναι το ποίημά του «Περισπασμοί»:

«Τα κουτσομπολιά αυτού του κόσμου

Και η υποκριτική αλήθεια

Μου αποσπούν την προσοχή

Σήμερα αυτός ο κόσμος

Αποτελεί εμπόδιο για να γράψω τα ποιήματά μου».

Συνοψίζοντας θα λέγαμε ότι το παρόν πόνημα αποτελεί μια ενδιαφέρουσα μελέτη για την εθνική ποίηση της μακρινής και σχετικά άγνωστης στο ελλαδικό κοινό ασιατικής χώρας. Ο αναγνώστης μπορεί να αντλήσει πνευματικά ερεθίσματα από την παράδοση του αζέρικου λαού και να γνωρίσει μέσα από την ποίηση την ψυχή και τον πολιτισμό του. Ο ιατρός, συγγραφέας και ταξιδευτής Γιώργος Σχορετσανίτης λειτουργεί για μια ακόμη φορά ως γέφυρα γνώσης και κοσμοπολιτισμού ταξιδεύοντας στο χώρο, στο χρόνο και στον πολιτισμό του Αζερμπαϊτζάν.

 

 


Πτυχές της θεολογικής διάστασης στο έργο του Νίκου Καζαντζάκη

$
0
0
Γράφει ο Θωμάς Καραγκιοζόπουλος // *

 

 

 

Ο Νίκος Καζαντζάκης υπήρξε ένας δημιουργός, του οποίου το λογοτεχνικό έργο ερμηνεύθηκε ποικιλοτρόπως. Οι απόψεις του Καζαντζάκη δεν εμπίπτουν σε αυτό που γενικά αποδεχόμαστε ως θεολογία. Ωστόσο αν κοιτάξουμε τη σκέψη του με προσοχή, θα δούμε ότι υπάρχουν πολλές πλευρές αυτής της σκέψης, οι οποίες έχουν την αναφορά τους σε θεολογικά πλαίσια. Ο Νίκος Καζαντζάκης υπήρξε ένας πνευματικός επαναστάτης, ο οποίος δεν έμεινε ικανοποιημένος από την ορθόδοξη Εκκλησία. Ωστόσο, με βάση τη διδασκαλίας των θεολογικών κειμένων ήταν ορθόδοξος, καθώς όχι μόνο γνώριζε πλήθος θεολογικών κειμένων, αλλά σε κείμενά του όπως η Ασκητική εμφανίζεται μία θρησκευτική ευλάβεια και μία διάθεση διδασκαλίας όμοια με τη παράδοση του Ιωάννη της Κλίμακος. Παράλληλα, η Ασκητική του, παρότι κείμενο μη θεολογικό, έχει το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό γνώρισμα του να εμφανίζεται η λέξη Θεός τόσες πολλές φορές (συγκεκριμένα 106) που είναι πολύ παραπάνω από όσες φορές μπορούμε να τη συναντήσουμε σε άλλο κείμενο.

 

Το κύριο θεολογικό συμπέρασμά του στην  Ασκητική, ότι δηλαδή είμαστε Σωτήρες του Θεού – Salvatores Dei, είναι εξαιρετικά ελκυστικό για να αποτελέσει την αφετηρία μιας ερμηνείας των θεολογικών του απόψεων. Η Ασκητική του Νίκου Καζαντζάκη αποτελεί τη βάση του συμπεράσματος αυτού, το οποίο βασίζεται σε μία εξελικτική και σχεσιακή αντίληψη του δεσμού του ανθρώπου με τον Θεό. Δηλαδή ο Θεός και ο κόσμος προσπαθούν συνεχώς να εξελιχθούν. Για να το αποδείξει αυτό ο Καζαντζάκης εκλαμβάνει την εξέλιξη του ανθρώπου ως μία διαδικασία, η οποία περιλαμβάνει για τον άνθρωπο τρία χρέη και τέσσερα διανοητικά βήματα. Πρώτο χρέος του ανθρώπου είναι να χρησιμοποιήσει το μυαλό του για να κατανοήσει τον κόσμο μέσω ενός λογικού και συντακτικού σχήματος. Το δεύτερο χρέος του είναι απέναντι στην καρδιά του, η οποία λαχταράει να διεισδύσει πίσω από τα φαινόμενα και να ενωθεί με κάτι που είναι πέρα από τη νόηση και την ύλη. Τρίτο χρέος είναι να προσπαθήσει να υπερβεί αυτά που έχουν να του προσφέρουν το μυαλό και η καρδιά και από τον πειρασμό που προσφέρουν και τα δύο, τον πειρασμό της ελπίδας. Ο Καζαντζάκης μας προκαλεί να αποδεχτούμε μία ριζικά μηδενιστική ιδέα, ότι τίποτα αξιόλογο δεν υπάρχει, και αφού δεχτούμε αυτή την ιδέα να τη βιώσουμε με αξιοπρέπεια και θάρρος.

Εκπληρώνοντας αυτά τα τρία χρέη, κάνουμε ένα ταξίδι αυτοσυνειδησίας, το οποίο μας δίνει την δυνατότητα να ανακαλύψουμε τη σχεσιακή φύση ενός εξελισσόμενου Θεού, τον οποίο καλούμαστε να σώσουμε. Στο πρώτο από τα τέσσερα βήματα, το οποίο μας επιτρέπει να αποκτήσουμε μία ευρύτερη άποψη για τον κόσμο μας, ακούμε μία κραυγή για βοήθεια, η οποία εκπορεύεται από τα βάθη της ψυχής μας. Αυτή η έκκληση για βοήθεια, η οποία αποτελεί σημαντικό μέρος του σχεσιακού οράματος του Καζαντζάκη είναι η κραυγή του ευάλωτου Θεού μέσα μας. Στο δεύτερο βήμα ο Καζαντζάκης μας ζητάει να υπερβούμε το Εγώ και να ανακαλύψουμε την πνευματική, κοινωνική και ιστορική μας παράδοση. Είναι ένα είδος υπέρβασης, προκειμένου να υιοθετήσουμε ένα νέο πνεύμα συλλογικότητας. Μέρος της ζωής μας γίνεται αντιληπτό ως ταύτιση με το ευρύτερο πνεύμα της ανθρωπότητας. Το τρίτο βήμα γίνεται όταν το ταξίδι μας μάς επιτρέπει να ταυτιστούμε με την εξελικτική πορεία του κόσμου. Ο Καζαντζάκης διατυπώνει την άποψη ότι στην καρδιά του πληθυντικού σύμπαντος υπάρχει μία ζωική ορμή, αυτή την οποία εντόπισε ο Γάλλος φιλόσοφος και δάσκαλος του Καζαντζάκη Ανρί Μπερξόν. Αυτή η ορμή μοιάζει με μια παγκόσμια συνείδηση, μια καθολική τάση του ανθρώπου και της φύσης να κάνει το μεγάλο άλμα και να ανέβει πιο ψηλά. Το τέταρτο βήμα οδηγεί σε ένα εξελικτικό θεϊσμό, στο όραμα μιας αόρατης κραυγής, η οποία διαπερνάει τη δημιουργική πορεία του Είναι. Ο Καζαντζάκης μιλάει για την αόρατη κραυγή και εννοεί μία μεταφυσική κραυγή, η οποία πυροδοτεί την αμείλικτη σύγκρουση του πνεύματος και της ύλης μέσα μας. Στο τέταρτο βήμα ταυτιζόμαστε με τη ζωική ορμή, η οποία στρέφει ολόκληρο το σύμπαν σε νέες μορφές αισθητικής αξίας. Κάνοντας αυτό, συνειδητοποιούμε ότι μετέχουμε σε έναν συνεχή αγώνα και έσχατο χρέος μας είναι να συνεργαστούμε με τον αόρατο μαχητή. Δίχως αμφιβολία, ο Καζαντζάκης διατυπώνει την άποψή του ότι ο Θεός εργάζεται διαρκώς μέσα στον κόσμο. Άποψή του είναι ότι δεν σώζουμε το Θεό μέσα από μία ηθική της ταπείνωσης, αλλά τον σώζουμε μέσω πνευματικής βούλησης για δύναμη, σε στενή συνεργασία με τον Θεό στην εξέλιξη της δημιουργικής πορείας του Είναι. Μέσα στον κόσμο ο Θεός εξελίσσεται· μέσα στον Θεό ο κόσμος περιέχεται.

 

 

Ο Καζαντζάκης εκφράζει μία ορθόδοξη σωτηριολογία, η οποία συνδέει τη σωτηρία μας με εκείνη του Θεού. Προάγει την πίστη ότι αποτελούμε μέρος μιας σωτηριακής ιστορικής και φυσικής διεργασίας. Καλούμαστε να υπερβούμε τους περιορισμούς της ανθρώπινης φύσης, να φτάσουμε στο μεγαλείο της ανθρώπινης αυθεντικότητας και να συμβάλουμε στην επίτευξη των στόχων του Θεού. Μία άποψη που εφαρμόζεται διαρκώς στα κείμενα του Καζαντζάκη είναι ότι ο κόσμος είναι ο στίβος στον οποίο συνεργαζόμαστε με τον Θεό, διευκολύνοντας τη δημιουργική πορεία του Είναι και εμπλουτίζοντας τη θεία εμπειρία.

Οι θεολογικές απόψεις του Καζαντζάκη προσεγγίζουν εκείνες της εξελικτικής και σχεσιακής θεολογίας, η οποία δέχεται ότι με τις πράξεις μας επηρεάζουμε τη ζωή του Θεού. Μέσω αυτής της άποψης αντιλαμβάνεται τον Θεό ως ένα δυναμικό ον, το οποίο αλλάζει διαρκώς και το οποίο σχετίζεται εγγενώς με τον κόσμο της αλλαγής. Από αυτή την άποψη ο Θεός διέπεται από τις μεταφυσικές κατηγορίες της εξέλιξης, όπως τη χρονικότητα, την κινητικότητα, την αλλαγή και την ανάπτυξη.

Η εξελικτική και σχεσιακή θεολογία αντιλαμβάνεται τον Θεό ως μία περιρρέουσα πραγματικότητα. Ο Καζαντζάκης φαίνεται να συμμερίζεται αυτή την άποψη. Ο Θεός, όπως τον παρουσιάζει ο Καζαντζάκης, παλεύει να σπάσει τα δεσμά της ύλης και ζητάει τη βοήθεια των πλασμάτων του κόσμου. Με άλλα λόγια το γίγνεσθαι του Θεού συνδέεται αναπόσπαστα με το ατομικό γίγνεσθαι των πλασμάτων του κόσμου μας. Χρέος μας, σύμφωνα με τον Κρητικό συγγραφέα, είναι να παλέψουμε με τον Θεό, έτσι ώστε ο τελευταίος να απελευθερωθεί από όλους τους περιορισμούς της θείας φύσης του. Ο Θεός, λοιπόν, επηρεάζεται από τον κόσμο και τους ανθρώπους αναζητώντας ένα είδος έντασης.

Ο Καζαντζάκης έχοντας μία θεϊστική αντίληψη για το Θεό, η οποία δίνει έμφαση στο Είναι ως αφαίρεση του γίγνεσθαι, αποφεύγει την αναγωγή κάθε ατομικής ύπαρξης στην ενδεχομενική ύπαρξη· υποστηρίζει την καθολική δημιουργικότητα ως βασική κατηγορία του γίγνεσθαι και λαμβάνει σοβαρά υπόψη του τη στοχαστικότητα και απροσδιοριστία των εξελικτικών διαδικασιών. Αναγνωρίζει πάντως ότι ο Θεός εργάζεται μέσα στον κόσμο, γιατί εκείνος είναι που μας κάνει να συνειδητοποιήσουμε την ύπαρξη ενός μεγάλου φάσματος αξιών και επιθυμεί να παλέψουμε για να τις υλοποιήσουμε.

Ο Καζαντζάκης θεωρεί ότι ο Θεός και οι άνθρωποι συνεργάζονται στενά στο πλαίσιο ενός σχεσιακού κόσμου. Ακόμη θεωρεί ότι ο Θεός προνοητικά και καταδεκτικά μας θέτει στόχους και αποστολές, λαμβάνοντας υπόψη το γίγνεσθαι μας. Η Ιδέα του Καζαντζάκη για έναν εν εξελίξει Θεό, δηλαδή έναν Θεό που περιβάλλει τον κόσμο και εξελίσσεται διαρκώς, βρίσκεται και σε έργα όπως οι Αδερφοφάδες, όπου προβάλλεται προκλητικά η άποψη ότι η λύτρωση είναι ένα διαλογικό κατόρθωμα. Ο Θεός σώζει εμάς και εμείς σώζουμε τον Θεό.

Έδειξε μεγάλο ενδιαφέρον για τα θέματα, την εικονοποιία και τα σύμβολα της Χριστιανικής θρησκείας. Έβλεπε τον εαυτό του στη μεθοριακή γραμμή η οποία χωρίζει την πίστη από την απιστία. Προσωπικά πιστεύω πως πάλεψε για να προσφέρει έναν τρόπο να είναι κανείς θρησκευόμενος σε έναν σχεσιακό και μεταβαλλόμενο κόσμο, βρίσκοντας νόημα σε μία εξελικτική αντίληψη του Θεού ως κινητήριας δύναμης της δημιουργικής μεταμόρφωσης. Η θεολογική σκέψη του Καζαντζάκη υπογραμμίζει τη στενή σχέση ανάμεσα στον Θεό και τη χρονικότητα. Αυτό σημαίνει πως κάθε τι που συμβαίνει στον κόσμο μας απασχολεί τον Θεό, τον επηρεάζει και συμβάλλει με κάποιο τρόπο στο γίγνεσθαι του.

Ο εξελικτικός/σχεσιακός θεϊσμός του Καζαντζάκη είναι ένας ανένδοτος αγώνας για να κατανοήσουμε τον τρόπο με τον οποίο η σκοτεινή δύναμη αρπάζει τον άνθρωπο και τον τινάζει σαν ερωτευμένο, σαν δημιουργό. Αυτή η σκοτεινή δύναμη αναταράζει ακατάπαυστα τον κόσμο στον οποίο ζούμε, παρακινώντας μας να προοδεύσουμε ακόμη περισσότερο. Βαθιά θρησκευόμενος, αν και όχι απόλυτα ορθόδοξος, ο Καζαντζάκης ήταν σαφής ως προς τον τρόπο συνεργασίας μας με αυτή τη σκοτεινή δύναμη.

Εμείς οφείλουμε μελετώντας τα κείμενα του να θέσουμε τις ιδέες του σε ένα ευρύτερο θρησκευτικό πλαίσιο. Ο Καζαντζάκης απεικονίζοντας τον Θεό ως μία μαχόμενη οντότητα σε έναν κόσμο εν εξελίξει, καταφέρνει να κάνει προσιτή και προσωπική μία απόμακρη θεότητα.

Η εξελικτική και σχεσιακή Θεολογία και ο Νίκος Καζαντζάκης μαζί μάς συνιστούν μία θεολογική διάθεση, ένα θρησκευτικό όραμα για τον Θεό, ο οποίος μάχεται αποτελεσματικά σε ένα κόσμο, ο οποίος συνεχίζει να εξελίσσεται. Ο Θεός αυτός, ο οποίος παλεύει με την υλικότητα και την αμφισημία του κόσμου και μας υπενθυμίζει διαρκώς το αληθινό μας δυναμικό, αρνείται να ησυχάσει και να παραδώσει τα όπλα. Κραυγάζει όμως και μας καλεί να πάμε μπροστά, προτρέποντας μας να γίνουμε όσο πιο ανθρώπινοι μπορούμε, διευρύνοντας συνεχώς την ελευθερία και την ευημερία της ανθρωπότητας. Ο Θεός εμπλέκεται με πάθος στη ζωή του κόσμου αγκαλιάζοντας τη χρονικότητα και δίνοντας αξία σε όλους μας. Η ίδια η φύση του Θεού αλλά και η δράση του μάς προτρέπουν να προοδεύσουμε.

 

 

 

Θωμάς Καραγκιοζόπουλος // Είμαι απόφοιτος Κλασικής Φιλολογίας του Α.Π.Θ., με μεταπτυχιακό δίπλωμα στην Ιστορία της Φιλοσοφίας (ειδίκευση στον Νίκο Καζαντζάκη) στο ίδιο Πανεπιστήμιο. Αρθρογραφώ όποτε μου δίνεται η ευκαιρία. Διαβάζω πολύ, κρατάω σημειώσεις και γράφω. Άθελά μου ταυτίζομαι με τα βιβλία που διαβάζω και στοχάζομαι ελεύθερα. 

 

«Και που φλέγομαι τι θα πει;». Μύθος, Κοσμογονία και Εσχατολογία στον Υπερκαινοφανή του Κωνσταντίνου Παπαγεωργίου

$
0
0
Γράφει η Δήμητρα Δημητρίου // *

 

 

Όμως εκείνος καίγονταν μονάχος. Καταμόναχος.

 Κι όσο αφανίζονταν τόσο άστραφτε το πρόσωπο.

Τάκης Σινόπουλος, «Ο Καιόμενος»

 

O ποιητής είναι λοιπόν, πράγματι,

ο κλέφτης της φωτιάς.

Arthur Rimbaud

 

            Στην παγκόσμια μυθολογία, ο ουράνιος θόλος υπήρξε ανέκαθεν ο καμβάς επί του οποίου ο άνθρωπος απέτεινε το αίνιγμα της ύπαρξής του, αποδίδοντάς του συμβολικές, θρησκευτικές και φιλοσοφικές διαστάσεις. Προβάλλοντας στον μύθο τους φόβους των στοιχειωδών δυνάμεων, ο άνθρωπος απευθύνει ανέκαθεν τα ερωτήματα και τις ευχές του στον ουρανό, προσπαθώντας να δώσει νόημα και συνοχή σε έναν συρφετό άμορφης μάζας που παραμένει γι’αυτόν αδιανόητη. H ερώτηση προκύπτει, λοιπόν, ως πρόκληση, η οποία απορρέει από τα καθολικά φαινόμενα και κατευθύνεται ταυτοχρόνως προς αυτά. Όμως το χάος, για να γίνει Κόσμος, χρειάζεται τη Γλώσσα και τον Μύθο. Οι πρωτεϊκές φόρμες ή η «πραγματικότητα» χρειάζονται τον Λόγο για να σαρκωθούν. Ο Θεός «λέει», και ο κόσμος γίνεται.[1]

 

 

 

 

O φορμαλιστής θεωρητικός André Jolles, υπογραμμίζοντας την κατεξοχήν αιτιολογική λειτουργία του μύθου, η οποία προκύπτει από την πνευματική προδιάθεση του ανθρώπου για γνώση, ορίζει τον μύθο ως «απλή φόρμα» (forme simple) ή μορφή, η οποία δημιουργεί τον κόσμο για τον άνθρωπο μέσα από ένα παιχνίδι ερώτησης-απάντησης: «Όταν το σύμπαν δημιουργείται, έτσι, για τον άνθρωπο μέσα από μια ερώτηση και μια απάντηση,  τότε θεσπίζεται μια μορφή που θα την ονομάσουμε μύθο».[2] Η απάντηση, εντούτοις, πολλές φορές, δίνεται με τέτοιο τρόπο, που ο Κόσμος εξαφανίζει το ερώτημα από τη στιγμή κιόλας που έχει τεθεί: «αυτή η απάντηση», γράφει o Jolles, «είναι τέτοια, που καμιά άλλη ερώτηση δεν μπορεί πλέον να τεθεί […]. Αυτή η απάντηση είναι οριστική».[3] Ο Θεός αποσύρεται από το δημιούργημά του «καὶ εἶδεν, ὅτι καλόν» (Γεν. 1,4). Η Δημιουργία—δέντρο, νησί, σύμπαν ή εαυτός—προκύπτει, έτσι, ως ενιαία και αυθύπαρκτη, σαν «έτοιμη» από καιρό, τελειωμένη και τέλεια. Εισερχόμενο, εντούτοις, στον λογοτεχνικό χωροχρόνο, το πρωταρχικό ερώτημα μπορεί να τύχει μιας νέας, λογοτεχνικής ερμηνευτικής, η οποία θα ανοίξει ξανά τον κύκλο των ερωτήσεων και των απαντήσεων, θα βγάλει το μύθο από την εξηγητική, μονολογική εμμονή του και, όπως επισημαίνει ο μεγάλος θεωρητικός της πρόσληψης Hans Robert Jauss, θα μας επιτρέψει να δούμε την ιστορία του ως «προοδευτική, από έργο σε έργο, οικειοποίηση της απάντησης σε μια μεγάλη καθολική ερώτηση που αγκαλιάζει τον άνθρωπο και τον κόσμο».[4]

Σε μια παρόμοια κοσμολογική στιγμή και «αλήθεια» μάς προσκαλεί η δεύτερη ποιητική συλλογή του Κωνσταντίνου Παπαγεωργίου Υπερκαινοφανής.[5] Μέσα από μια φρέσκια, κοσμοπολίτικη ματιά και ανεπιτήδευτη έκφραση, που εκρήγνυται σε μικρές, φευγαλέες, υπέρλαμπρες εκρήξεις, ο Υπερκαινοφανής μάς παρασύρει σε μια πρόγευση (ή επίγευση) ταξιδιού συμπαντικού, προμηθεϊκή υπόσχεση ή φλεγόμενη βορά στο ναρκοπέδιο των σωμάτων και της (σύγχρονης) ανθρώπινης κατάστασης. Τα ποιήματα της συλλογής μοιάζουν να συγκροτούν μια ενιαία, συνθετική ενότητα μέσα από τα κυρίαρχα μοτίβα του φωτός, της φωτιάς, της έκρηξης και της ενέργειας των ουράνιων σωμάτων, ενώ διέπονται θεματικά από μια φιλοσοφική κατά βάση διερώτηση που αφορά στην ύπαρξη και την ταυτότητα.

Από τα προαιώνια αυτά ερωτήματα προκύπτει και η δόμηση της συλλογής σε δύο διακριτές ενότητες, τη «Φυλογένεση» και την «Οντογένεση», με τον ποιητικό παλμό να συντονίζεται τόσο με τον παλμό των προγόνων του ανθρώπινου γένους, όσο και με την εξελικτική πορεία της συγκεκριμένης ανθρώπινης ύπαρξης. Παρ’όλα αυτά, τα όρια ανάμεσα στις δύο αυτές μορφές γένεσης δεν είναι πάντοτε ευδιάκριτα, συνυφαίνοντας ενίοτε το προσωπικό με τη γενική ανθρώπινη κατάσταση σε μία μακρο-μικροκοσμική ενότητα.

Συνδυάζοντας ένα ευρύ διακειμενικό φάσμα αναφορών από τον χώρο των Ανθρωπιστικών, αλλά και των Φυσικών Επιστημών, η συλλογή μάς εισάγει σε μια κατεξοχήν εκκοσμικευμένη κοσμογονία, στην οποία δεν έχουν θέση υπερφυσικά όντα—θεοί και δαίμονες—ή, αν υπάρχουν, αναφέρονται μόνο για να συντριβούν, καθώς αναμετρώνται με μια σειρά κοσμολογικών επαναστάσεων (πρβλ. «Αιρετική κοσμολογία»). Κατά συνέπεια, η κοσμογονική στιγμή (συγγραφική και υπαρκτική) στον Υπερκαινοφανή πληροφορείται από μία κατεξοχήν υλιστική και όχι θεϊστική αντίληψη του κόσμου, η οποία περικλείει στην ιδέα μιας πυρηνικής σύντηξης και ανάφλεξης τόσο την αρχή της, όσο και το τέλος της. Στο μυθικό σύμπαν του Υπερκαινοφανή η εσχατολογία ενυπάρχει, συνεπώς, και συχνά ταυτίζεται με στιγμή της Δημιουργίας. Η ίδια η ιδέα της έκρηξης ενός υπερκαινοφανούς (supernova), ο οποίος, στο τέλος της ζωής του, έχοντας εξαντλήσει τα πυρηνικά του καύσιμα, αναφλέγεται σε μια διάπυρη έκλυση φωτός και ενέργειας, παραπέμπει στην ταυτόσημη αντίληψη μιας έκπαγλης δημιουργικής σύλληψης και επιφάνειας και της φαντασμαγορικής εικόνας του θανάτου ενός αστεριού, που καταρρέει κάτω από τη δύναμη της ίδιάς του της βαρύτητας. Στην ένταση ή τη συγχώνευση των μυθολογικών πόλων της κοσμογονίας και της εσχατολογίας εγκλείεται, συνεπώς, η μυθοποιητική θεώρηση του Υπερκαινοφανή, την οποία, το παρόν κείμενο, συνοπτικά, επιχειρεί να αναψηλαφήσει.

Από το πρώτο κιόλας ποίημά της, με τον άκρως απομυθοποιητικό των διαφόρων ιστοριών γενέσεως τίτλο «Το ξεκίνημα», η συλλογή προβάλλει τη γραφή ως μέσο αντίστασης στην πρωταρχική απαγόρευση μέσα από την εικόνα μιας ηρωικής διάττουσας πτώσης και ανάφλεξης:

 

Οι Θεοί ήταν ρητοί:

 

Μην κοιτάξεις πίσω

μέχρι ν’ανεβούμε πάνω.

Αλλιώς θα το μετανιώσεις.

 

Είναι να μη μου απαγορεύσεις κάτι.

 

Τα είδα όλα.

Στην αρχή μέχρι τριάντα πέντε χρόνια πίσω.

Ύστερα ακόμα πιο πίσω.

Απείρως.

 

Ανατινάχτηκα μπροστά τους σαν υπερκαινοφανής αστέρας.

 

Κι όταν ήρθα στα ίσια μου,

μου ’λειπε η φωνή.

 

Αλλά περιέργως μπορώ να γράφω.

(«Το ξεκίνημα», σ. 11)

 

Η παράτολμη—σχεδόν αυτοκτονική—βουτιά του υπερκαινοφανούς, ως νέου Ορφέα ή Πρωτοπλάστου, συνεπάγεται το τέλος της χρυσής εποχής των απαρχών και τη συνακόλουθη—όσο και ενσύνειδη—πτώση του στη ζωή και τη θνητότητα. Μπροστά στην απώλεια της φωνής (ή της διανοητότητας εντός ενός προκαθορισμένου συμβολικού πεδίου κανονικότητας), η γραφή προβάλλει ως «θείο» αντίδωρο που αντιπαλεύεται την τιμωρία και τον θάνατο.

Ως συστατικό—καίτοι παρεφθαρμένο—στοιχείο της Δημιουργίας, η ανυπακοή ως διαρκής πάλη με τη βία και την εξουσία αποτελεί πάγιο καθοδηγητικό μίτο της συλλογής, οδηγώντας τον Υπερκαινοφανή σε δημιουργικές εξάρσεις ελεύθερης βούλησης, οι οποίες εμπεριέχουν αναπόδραστα το τραγικό σχήμα της ύβρης και της τίσης. Τυφλωμένος από την αλαζονεία του, ο Ίκαρος πρέπει να πέσει. Ο Προμηθέας είναι ταυτόχρονα πυρφόρος (φέρει τη φωτιά) και δεσμώτης (αλυσοδεμένος/τιμωρημένος). Η ίδια η οικειοποίηση του ευφάνταστου, πολυσύνθετου όρου «υπερ-καινο-φανής» προϋποθέτει την ιδέα μιας κατάχρησης με το πρόθεμα υπέρ- να επιτείνει την αίσθηση μιας οίησης και υπέρβασης του κοινού μέτρου. Η δε έκπαγλη έκρηξη του Υπερκαινοφανή οδηγεί αναπόφευκτα τον «υβριστή» στoν καταποντισμό και την πλήρωση του τραγικού του πεπρωμένου:

 

Ξεκίνησα το ταξίδι με μεγάλες βλέψεις.

Ήθελα να ταξιδέψω σ’όλο το γαλαξία

και να μην εξαντληθώ ποτέ.

[…]

Με είπαν «Κομήτη του Αιώνα».

Μεγάλα λόγια.

 

Κα-τα-κερ-μα-τί-στη-κα.

(«Κομήτης ISON», σ. 15)

 

Η έπαρση αυτή αποδίδεται εύστοχα και μέσα από την ειρωνική εποπτεία του Υπερκαινοφανή πάνω στα γήινα, με την ποιητική εγρήγορση—σε αντίθεση με τον κοινό, μέσο άνθρωπο—να πιάνει τον σφυγμό των γεγονότων, προαναγγέλλοντας προφητικά μια επερχόμενη προσωπική και συλλογική Αποκάλυψη:

 

5400 π.Χ.

Αστερισμός του Ταύρου

Γαλακτώδης Οδός

 

Γεια, Γαία.

 

Παρόλο που απεβίωσα φέτος

εσύ εκεί πέρα θα το αντιληφθείς το 1054 μ.Χ.

(Δεν ευθύνεσαι εσύ,

παρά μόνο η ασύλληπτη απόσταση που μας χωρίζει.)

 

Πόση εμπιστοσύνη να σου έχω, γλυκιά μου,

όταν μεταδίδονται τόσο καθυστερημένα οι πληροφορίες !

Αυτό το γράμμα, για παράδειγμα,

το ’γραψα 6.500 χρόνια πριν από το δικό σου τώρα.

 

Κι αν γράψω το Μανιφέστο μου,

πόσο επίκαιρο θα ’ναι τότε;

 

Το 1731 μ.Χ. οι άνθρωποι σου θ’ανακαλύψουν

το νεφέλωμά μου,

Το 1968 μ.Χ. θ’ανακαλύψουν το αστρικό πτώμα μου

και πάει λέγοντας.

Τα αστεροσκοπεία τους θα με σκοπεύσουν

μα εγώ, να το ξέρεις,

δεν δέχομαι να στηθώ σε εκτελεστικό απόσπασμα.

Είμαι ελεύθερος ανεξαρτήτως χωροχρόνου.

(«Υπερκαινοφανής Ι», σ. 65-66)

 

Η βαλλιστική εικόνα επιστασίας, παρακολούθησης και σκόπευσης, η οποία ορμάται από πραγματιστικά σενάρια πυρηνικής απάντησης της ΝASA απέναντι στην πιθανότητα πρόσκρουσης ενός απρόσκλητου εξ ουρανών επισκέπτη με τη γη, ενισχύει την ιδέα της ηρωικής αντίστασης του Υπερκαινοφανή απέναντι στον πανταχού παρόντα οφθαλμό ενός συμβολικού Μεγάλου Αδελφού, αρχετυπικού εικάσματος των δυνάμεων που δεσμεύουν και καταδυναστεύουν το άτομο. Κι ενώ η έκκληση του Υπερκαινοφανή ηχεί ως φωνή βοώντος εν τη ερήμω, με ειρωνική αναφορά στην «ασύλληπτη απόσταση» (σ. 65) ανάμεσα στο συμπαντικό μεγαλείο και τον ιδιοτελή, πλανητικό παραλογισμό μας, εμπεριέχει, ταυτοχρόνως, μια υπόσχεση αθανασίας και την—έστω στιγμιαία—δήλωση ενός προσωπικού «Μανιφέστου» και μιας επανάστασης, πριν από το αδιαπραγμάτευτο τέλος και τη συντριβή του:

 

Εντάξει, λοιπόν, θα το χάψω.

Θα το                              κάψω.

 

Εχω πολλά ακόμα στη ζωή μου να συντήξω.

Μέχρι που δεν θα ’χω άλλα να κάψω.

Θα ξεμείνω από καύσιμα.

 

Έπειτα, η βαρύτητά μου

θα με συνθλίψει.

[Ποιος δύναται να πάει κόντρα στους νόμους της φύσης;]

 

Προς στιγμήν

—αυτήν της έκρηξης—

θα ’μαι υπερκαινοφανής αστέρας.

 

Σε κάποιον πλανήτη θα μείνουν έκθαμβοι

με τη λαμπρότητα του κύκνειου άσματος μου.

 

Έπειτα,

Τίποτα.

(«Υπερκαινοφανής ΙΙ», σ. 125)

 

Στο παρεμφερές ποίημα «Καιόμενος», με προφανή διασύνδεση με το ομώνυμο ποίημα του Τάκη Σινόπουλου, η ιδέα της αυτοπυρπόλησης αναδύεται εκ νέου ως αυταπάρνηση, με το σώμα/γραφή να καθίσταται το ίδιο πεδίο ναρκοθέτησης και ταυτοχρόνως καταγγελίας και πολιτικής δήλωσης. Όχι τυχαία, το ποίημα συνδέεται παρακειμενικά με το εξωλογικό σκηνικό που στήνει η βραβευμένη φωτογραφία του Jack Crossing «6th Avenue», η οποία κοσμεί το καλαίσθητο εξώφυλλο της συλλογής, εικονίζοντας έναν φλεγόμενο κοσμοναύτη να περιφέρεται απαρατήρητος εν τω μέσω της πολυσύχναστης νεοϋορκέζικης λεωφόρου:

 

Και που ξύπνησα σε μια πόλη-θαύμα

τι θα πει;

Εγώ είμαι ακόμα το ίδιο πλάσμα.

 

Και που μυρίζει μπαρούτι τι θα πει;

Και που φλέγομαι τι θα πει;

Και που κανείς δεν σταματά τι θα πει;

(«Καιόμενος», σ. 99)

 

Ένας καταιγισμός ερωτημάτων που βάλλει προς κάθε κατεύθυνση μοιάζει να στρέφεται πίσω ανεπίδοτα, με τον Υπερκαινοφανή/Καιόμενο να προσφέρει, μπροστά στη γενικευμένη αδιαφορία ενός πλήθους απαθούς, όπως και στον Σινόπουλο, πρώτο νεκρό—θύμα και θύτη—, το δικό του κορμί. Σε αντίθεση, βέβαια, με τη θέση του Σινόπουλου, σύμφωνα με την οποία, τελικά, «Ο Ποιητής μοιράζεται στα δυο»,[6] το ποιητικό υποκείμενο στον Υπερκαινοφανή δεν λαμβάνει ποτέ θέση παρατηρητή. Αντιθέτως, «αναλίσκεται περήφανος»,[7] στέλνοντας πύρινα σήματα κινδύνου που δεν μπορούν να φτάσουν στη γη παρά μόνο μεθεόρτια και αφού η τραγωδία θα έχει συντελεσθεί:  άστρα που πέφτουν και διαλύονται, σαν τις ευχές που βουλιάζουν («Πέτρες»), επιθυμίες «ανεπίτευκτες» («Το Ανεπίτευκτο»), πέτρες που πασκίζουν «του κάκου να μας βάλουν φωτιά» («Πέτρες», σ. 19), μεταφορές και σύμβολα διασχίζουν σαν βολίδες το χωροχρονικό φράγμα προσδοκώντας σε μια αφύπνιση (ή απάντηση) απέναντι σε μια διαγαλαξιακή κραυγή αγωνίας προς το σύμπαν («Διαγαλαξιακό»), υπογραμμίζοντας, μπροστά στην απεραντοσύνη του, το δέος και την υπαρξιακή μοναξιά μας.

Η εικόνα του αστεριού που εξαντλεί αργά και βασανιστικά τα καύσιμά του λαμβάνει μια ενδιαφέρουσα ιστορική διάσταση, όταν συνδέεται, ανάμεσα σε άλλα, με το σώμα ενός αποστεωμένου κοριτσιού από το Νότιο Σουδάν, που προσπαθεί να φτάσει σ’έναν σταθμό τροφοδοσίας, κάτω από το αρπακτικό βλέμμα ενός γύπα (και τον καιροφυλακτικό φακό ενός φωτογράφου), ο οποίος απαθανατίζει τη στιγμή, εγκαταλείποντας το κορίτσι. Μολονότι η χρυσοπληρωμένη φωτογραφία χάρισε στον φωτογράφο, όπως ήταν αναμενόμενο, το βραβείο Pulitzer 1994, υπό το βάρος της σκληρής κριτικής που δέχτηκε, αλλά και της συνείδησής του, ο ίδιος αυτοκτόνησε ένα χρόνο αργότερα:

 

Άντε κοριτσάκι.

Γιατί δεν ξεψυχάς να τελειώνεις.

Πόση ενέργεια απέμεινε να συντηρεί το κορμί σου.

[…]

Ο φωτογράφος περιμένει το Συμπόσιο ν’απαθανατίσει.

Εγώ, όντας ποιητής, περιμένω το συμβάν να συμβεί

για να γράψω Ποίημα.

[…]

Μην απορείς που σε βλέπουμε άπραγοι.

Μας προειδοποίησαν:

Μη διανοηθείτε να τους αγγίξετε!

Ο λιμός τους κουβαλάει χιλιάδες ασθένειες!

Εξάλλου, με συχνότητα είκοσι θανάτους την ώρα

εσύ, γιατί να ’σαι εξαίρεση, κοριτσάκι;

Μπορεί να συμβεί στον καθένα (σας).

[…]

Περιμέναμε είκοσι λεπτά.

Εσύ δεν έλεγες να πεθάνεις.

[…]

Ο φωτογράφος τον επόμενο χρόνο αυτοκτόνησε.

Εγώ ακόμη.

(«Ο γύπας και το κοριτσάκι», σ. 48-49)

 

Στηλιτεύοντας τη συλλογική μας απραγία μπροστά στη φρικαλεότητα των συρράξεων και τα όρνεα της αισχροκέρδειας, το ποιητικό εγώ στέκεται αυτοκριτικά, κατά κύριο λόγο, μπροστά στη δική του ευθύνη απέναντι στα τεκταινόμενα. Πιο αμείλικτα αυτο-ειρωνικός γίνεται ο τόνος στο ποίημα με τον χαρακτηριστικό τίτλο «Ποιητική», όπου η διερώτηση γύρω από τη (συγγραφική) ύπαρξη και το νόημά της λαμβάνει έντονα πολιτικές αποχρώσεις. Ο Υπερκαινοφανής, εν προκειμένω, μοιάζει να διχάζεται ανάμεσα στον Ποιητή (ως γραφέα) και το βαθύτερο εγώ του, επικρίνοντας την αδυναμία της ποίησης για ουσιαστική πολιτική πράξη. Ο ίδιος μοιάζει να επιλέγει για τον εαυτό του επαναστατικότερες οδούς δράσης και αυτο-πραγμάτωσης, βάζοντας γαρύφαλλα στις κάννες των στρατιωτών μαζί με τους πορτογάλους δημοκρατικούς ή εξαντλώντας, για άλλη μια φορά, τα καύσιμά του ως άοπλος διαδηλωτής στην κινεζική πλατεία Τιεν Αν Μεν:[8]

 

Εγώ ήμουν αυτός που έβαλε πρώτος

το γαρίφαλο μέσα στην κάννη

στην Επανάσταση των Γαριφάλων.

 

Εγώ είμαι αυτός που στάθηκε άοπλος

μπροστά στην ορδή των τανκς

στην εξέγερση στην Τιέν Αν Μεν.

 

(Μου ’χαν τελειώσει τα πυρομαχικά

μετά από αιώνες συγκρούσεων

και σκέφτηκα την επιλογή της μη-βίαιης αντίστασης).

 

Για πες τώρα ποιητή, εσύ τι έκανες;

Eκτός από το να ποιείς,

πράττεις κιόλας;

(«Ποιητική», σ. 51)

 

Κατά άκρως ενδιαφέροντα τρόπο, η εικόνα της εξάντλησης και του επερχόμενου θανάτου, σύμφυτου, όπως έχουμε αναφέρει, με τη στιγμή της γένεσης και της εμπρόθετης αυτοπραγμάτωσης, προβάλλει εμφαντικά ως μεταφορική απεικόνιση της φυσικής και ψυχικής εξουθένωσης του ατόμου μπροστά στη φρικαλεότητα του κόσμου. Η εσχατολογία αυτή στη συλλογή υφίσταται, αφενός, υλιστικά, ως φυσική απώλεια της ύπαρξης και, αφετέρου, μέσα από τις καθημερινές, επαναλαμβανόμενες εικόνες βίας, πολέμου και οικολογικής ανατροπής του φυσικού κόσμου, που δεν απέχουν πολύ από τις γνωστές μας Ιουδαιο-χριστιανικές αποκαλυπτικές αφηγήσεις. Ως εκ τούτου, αντίθετα με ό,τι θα περίμενε κανείς από μια δαρβινικού τύπου προσέγγιση, που η συλλογή κατά τα άλλα απηχεί, η ιδέα ενός εσχάτου στον Υπερκαινοφανή δεν λαμβάνει πάντα τη μορφή μιας ιστορικιστικής τελεολογίας, σύμφωνα με την οποία το ανθρώπινο γένος, εξελισσόμενο, κατευθύνεται προς ένα έσχατο τέλος. Κι ενώ ο Υπερκαινοφανής προβάλλει συστηματικά ως κατεξοχήν προμηθεϊκή φιγούρα (βλ. «Προμηθέας», «Έγκατα»), η σχέση του με το ιδεώδες της Προόδου παραμένει επί του συνόλου αμφίσημη και αμφίρροπη, μέσα από μια μεταμοντέρνα, άκρως επικριτική έκθεση  των μαζικών διαψεύσεων της ιστορικής πορείας της ανθρωπότητας κατά τον 20ό αιώνα, από τη Φλάνδρα και το Νταχάου («Δεν είμαστε οι τελευταίοι») μέχρι το Άουσβιτς («Ποίηση μετά το Άουσβιτς») και τη Χιροσίμα («Little Boy»).

Από τα χαρακτηριστικότερα, ίσως, δείγματα της αντι-προοδευτικής αυτής πραγμάτευσης ξεχωρίζει το ποίημα «Πύραυλοι», στο οποίο στηλιτεύεται η «αξιοποίηση» από την αμερικανική κυβέρνηση του γερμανού φυσικού Wernher von Braun στο πρόγραμμα αποστολής της πρώτης επανδρωμένης αποστολής στη Σελήνη, εφόσον ο ίδιος υπήρξε, λίγα χρόνια ενωρίτερα, ο ιθύνων νους βαλλιστικών προγραμμάτων στην υπηρεσία των Ναζί. Καθώς η προσσελήνωση αναμετράται με τα «σεληνιακά» τοπία που άφηναν πίσω τους οι  επιδρομές της γερμανικής Lutwaffe, o Υπερκαινοφανής, κενώνει το «μεγάλο» αυτό «βήμα για την ανθρωπότητα» από τον μύθο του, μέσα από μια μεταφυσική χειρονομία απαξίωσης:

 

 

To 1969

τη στιγμή που ο Άμστρονγκ έκανε το περίφημο βήμα του

εγώ έσβησα την τηλεόραση.

(«Πύραυλοι», σ. 47)

 

Μ’ένα παρόμοιο, θεαματικό άλμα στον χρόνο και τη σχεδόν «επική ειρωνεία» ή επικράτειά του επί των ανθρωπίνων, ο Υπερκαινοφανής, εμφανίζεται, ως μικρό αγόρι, να παλεύει απέλπιδα κόντρα στη χλεύη και τον «γέλωτα» του πληρώματος του βομβαρδιστικού Enola Gay, ενώ αυτό απελευθέρωνε την πρώτη ατομική βόμβα (με την κωδική ονομασία «Little Boy») πάνω από τη Χιροσίμα, σε μια θανάσιμη βουτιά αυτοθυσίας και αυταπάρνησης:

 

Γραπώθηκα πάνω του.

 

Sir, you are just a little boy.

Besides, you are not born yet.

How could you stop us?_

It is inevitable to happen,

είπε ο σμηναγός μην μπορώντας να κρύψει τον γέλωτά του.

[…]

 

Πέσαμε μαζί. Το δάγκωνα,

να εκραγεί τουλάχιστον στον αέρα.

Μάταια.

 

Παλεύαμε μέχρι τελικής πτώσης,

μαζί ακουμπήσαμε τη γη

κι εγώ εξαφανίστηκα μέσα στο μανιτάρι.

 

Από τότε είμαι αγνοούμενος.

(«Little Boy», σ.44)

 

Πέραν από τα μεγίστης βαρύτητας συμβάντα στα πεδία των μαχών και της συντέλειας, το θέμα της εσχατολογίας λαμβάνει, επιπλέον, κωμικοτραγικά ενδιαφέρουσες, απομυθοποιητικές διαστάσεις στο ποίημα με τον ανισοβαρή—για το υπό πραγμάτευση θέμα—τίτλο «Εσχατολογικό», το οποίο ορμάται παρωδιακά από την πρόσφατη εν Κύπρω οικονομική κρίση, απολήγοντας, εντούτοις, σε καυστικά συμπεράσματα γύρω από τον ευτελισμό της ανθρώπινης αξιοπρέπειας από ένα πλουτοκρατικό σύστημα φιλελευθερισμού κατ’επίφαση:

 

Ήταν οι τελευταίες μέρες του κόσμου.

Αδύνατον να πάρεις χρήματα από το Α.Τ.Μ.

Έβγαζαν χαρτομάντηλα.

[…]

Συνάντησα τον τελευταίο άνθρωπο εν ζωή.

Τον ρώτησα την τελευταία ερώτηση:

— Περιμένω άδικα; Θα ’ρθει ή δεν θα ’ρθει το τέλος

του κόσμου;

— To τέλος του κόσμου είμαστε εμείς.

Και με μια χαψιά μ’ έκανε πέρα.

Τώρα που σας μιλάω, είμαι στο στομάχι του.

(«Εσχατολογικό», σ. 63)

 

Σε επίπεδο Οντογένεσης, η μεταφορά της ενεργειακής εξάντλησης (πρβλ. «τίποτα δεν απόμεινε από την αρχική μου ύλη»· «Πρόσωπα», σ. 112) διέρχεται παιδικών και εφηβικών τραυμάτων και της φυσικής απώλειας του Άλλου, ενώ ο Υπερκαινοφανής εξακολουθεί να αναζητά απαντήσεις σε μηνύματα που πότε εκτοξεύει προς το σύμπαν, πότε αφήνει σε κομοδίνα ξενοδοχείων («Τεκμήρια») και πότε εναποθέτει στα πεδία που καθημερινά «εκρήγνυται η ζωή μας» («Νανούρισμα», σ. 52) και χάνεται κάπου παραμελημένα και αθόρυβα. Το εκμεταλλεύσιμο του ανθρώπινου σώματος μέσα από την αφαίμαξη του εσωτερικού ορυκτού του πλούτου («Ορυχείο»), οι οδοντωτές, αιχμηρές παρυφές που αφήνουν στο σώμα τα τραύματα («Ολόγραμμα»), η απώλεια αγαπημένων προσώπων, που οδηγεί σε μια αρχέγονη αναδίφηση του θανάτου ως αρχετυπικής βίωσης, στην πιο πρωτόγονή του μορφή («Ο πρώτος θάνατος»), η διαρκής πάλη να θάψει—πετρώνοντας—απόντες και νεκρούς («Νησί του Πάσχα»)—κι ενώ αυτοί εξεγείρονται κάτω από τον ηφαιστειακό φλοιό του («Ηφαιστειογενή πετρώματα»)—ή ακόμα η βίωση της ερωτικής απώλειας ως προσωπικού Ολοκαυτώματος («Ποίηση μετά το Άουσβιτς»), αποδίδουν συγκλονιστικά το τοπίο καμένης γης της ποιητικής ενδοχώρας.

Από την άλλη, η αντίσταση ως κοσμογονική κατάφαση στην Οντογένεση εκφράζεται κατά κύριο λόγο ως αντίδραση σε διαφόρου τύπου θεσμούς και εξουσίες που καταπιέζουν το άτομο, όπως η Εκκλησία («Καταπίεση», «Προσευχή Ι», «Προσευχή ΙΙ», «Ασκητήριο») και ο Στρατός («Καύσιμα», «Χνούδι», «Ρούντολφ το ελαφάκι», «Προμηθέας», «Εθνικός ύμνος», «Τhe Poetics of Now»). Από τον κύκλο των ποιημάτων αυτών ξεχωρίζει, ίσως, ο μετασχηματισμός του μύθου του Προμηθέα ως απάντηση στις πλέον στυγερές εκφάνσεις του στρατιωτικού bullying, με την κανιβαλιστική, αφελή απεικόνιση του όρνεος-λοχαγού να καθαίρεται από την προμηθεϊκή ευεργεσία και το ουράνιο μεγαλείο της:

 

Πολικός Αστέρας.

Εκείνο το απομονωμένο αστέρι

δεξιά απ’τη Μεγάλη Άρκτο

που πάντοτε βρέξει-χιονίσει, δείχνει τον βορρά.

Kι αν κάποτε σβήσει θα πει πως μας έδωσε

τη φωτιά.

Κάποια στιγμή είδα τον λοχαγό να ανεβαίνει πάνω του

χρησιμοποιώντας μια ανεμόσκαλα

κι έπειτα να τρώει τα σωθικά του.

 

Απ’το στόμα του έτρεχε αντί αίματος

αστερόσκονη.

 

Δεν τον χρειάζεστε.

Να δούμε αν θα τα βρείτε χωρίς τούτον τον βλάκα.

(«Προμηθέας», σ. 81-82)

 

Ο μεγάλος αριθμός ποιημάτων που αφιερώνεται στην ειρωνεία του στρατιωτικού λόγου και πρακτικών, η οποία φτάνει μέχρι την παρώδηση του εθνικού ύμνου («Εθνικός ύμνος»), συνδέεται οργανικά με τη διάχυτη στη συλλογή καταγγελία του παραλόγου της στράτευσης και των συρράξεων, όσο και με μια κουλτούρα μιλιταριστικού ανδρισμού, εγγενώς πατριαρχική. Η ενδιαφέρουσα υιοθέτηση μιας ανατρεπτικής θέσης την οποία παρέχει στο (άρρεν) υποκείμενο η ψυχοσωματική δυναμική της θηλυκής υστερίας μοιάζει να αντιστρέφει τους όρους, σε μια μεταφυσική συνάντηση με αυτόχειρες ποιήτριες, τοτεμικές μορφές του φεμινισμού, όπως η Ann Sexton και η Sylvia Plath:

 

Από τη μια μεριά καθόταν η Ανν (η Σέξτον)

απ’την άλλη η Σύλβια (η Πλαθ)

πίναμε μπίρες

και γελούσαμε υστερικά.

(«Αυτόχειρες ποιήτριες», σ. 56)

 

Παρότι, εντούτοις, τo ποιητικό υποκείμενο ταυτίζεται προς στιγμήν με την ανατρεπτική θέση της θηλυκής ομήγυρης, εν τέλει αποστασιοποιείται κυνικά απέναντι στην αυτοκτονική ροπή των μέχρι πρότινος εταίρων ομοτέχνων του.  Ίσως αυτή να είναι και η μοναδική «αντι-ηρωική» στιγμή του Υπερκαινοφανή επί του συνόλου της συλλογής, ενώ οι αυτόχειρες ποιήτριες, σε πνεύμα αλληλεγγύης, επιλέγουν να επαναλάβουν, σχεδόν τελετουργικά, ένα κοινό (και, εν προκειμένω, αποκλειστικά γυναικείο) ανθρώπινο δράμα, με πρώτη διδάξασα την Virginia Woolf:

 

Σε κάποια φάση

μια γυναίκα θεάθηκε να περπατά στις παρυφές

του ποταμού,

κρατώντας μεγάλες πέτρες.

 

«Βιρτζίνια!», αναφώνησαν οι κοπέλες (η Γουλφ).

Χωρίς δεύτερη σκέψη έτρεξαν προς το μέρος της

και μέχρι ν’αποφασίσω τι θα ’κανα εγώ

εκείνες είχαν ήδη κατα-

 

βυθιστεί.

 

Δεν τις ακολούθησα.

Εξάλλου, δεν ειν’ δικό μου το φταίξιμο.

Φταίει η Ποίηση.

(«Αυτόχειρες ποιήτριες», σ. 56)

 

Η ευρύτερα μεταμοντέρνα, πλουραλιστική προσέγγιση της ταυτότητας, είτε αυτό αφορά, όπως παραπάνω, στον συγχρωτισμό αρσενικών και θηλυκών στοιχείων, είτε σε ζητήματα φυλετικών ανισοτήτων και ιμπεριαλιστικού αποικισμού, αποτελεί κυρίαρχο αίτημα της συλλογής, με μια ενδιαφέρουσα, μετα-ποιητικού τύπου αντίδραση ενός ρατσιστή χαρακτήρα, που ζητά επίμονα να τον «βγάλ[ουν] αμέσως από αυτό το ηλίθιο βιβλίο» («Αν Ισότητα», σ. 55), στο οποίο, για ευνόητους λόγους, αισθάνεται ότι δεν έχει καμία θέση. Η ευρύτερη αίσθηση εξάντλησης και κατακερματισμού της ταυτότητας («Ενοικιάζεται», «Πρόσωπα») ή ο περιορισμός του χώρου διανοητότητάς της από ποικίλου τύπου «συνοριοφύλακες» («Μεγαλούπολη», σ. 19) αναζητεί, ως εκ τούτου, πεδία ελευθερίας σε μεγαλουπόλεις του κόσμου (Βερολίνο, Νέα Υόρκη, Λονδίνο, Βελιγράδι και αλλού), οι οποίες παρέχουν περιθώρια διαφυγής από μια γεωγραφική/εντόπια ταυτοτική στενότητα προς χώρους απελευθερωτικής ανωνυμίας και αυτοανακάλυψης. Με προφανείς νύξεις στον ευρωπαϊκό αποικισμό και την καθυπόταξη των ιθαγενών πληθυσμών της Αμερικής («Βερίγγεια Γέφυρα», «Ιθαγενείς», «Ανακάλυψη»), ο περιπλανώμενος ήρωας δηλώνει έτοιμος να κατοικήσει χώρους ανοίκειους, σε πνεύμα εξερεύνησης και κατάκτησης ενός πολυφωνικού εσωτερικού χώρου:

 

Έναν Νέο Κόσμο εποίκησα
και δεν χρειάστηκε να τον  λεηλατήσω.

Σεβάστηκα τον κάθε αυτόχθονά μου.

(«Ανακάλυψη», σ. 120)

 

Ο τεχνολογικός δαίμων της εποχής μας και οι ραγδαίες επιστημονικές ανακαλύψεις έχουν σημάνει, για μεγάλο μέρος του εκδυτικισμένου κόσμου, την αποκαθήλωση του Μύθου. Η σύγχρονη φυσική μιλά σήμερα για την πιθανότητα ύπαρξης παράλληλων συμπάντων, καθιστώντας την ανθρώπινη ύπαρξη μια ανεπαίσθητη απιθανότητα μέσα σ’ένα απίθανο πολυσύμπαν. Κάτι παρόμοιο φαίνεται να είχε στο μυαλό του και ο διάσημος κοσμολόγος, Carl Sagan, όταν, προσεγγίζοντας ταπεινά τη γη ως μια «χλωμή μπλε τελεία»[9] εν τω μέσω της αβύσσου, δήλωνε πως «αν είμαστε μόνοι στο σύμπαν, τότε πρόκειται για μια ολέθρια σπατάλη χώρου».[10] Κατά παρόμοιο τρόπο, μπροστά σ’ένα τεράστιο πλέγμα συμπαντικών πιθανοτήτων, ο Υπερκαινοφανής, καταλύει τον γεωκεντρικό ουμανισμό μας, πάνω και πέρα από τις ευτελείς έριδες και τις γήινες αυταπάτες μας:

 

Γαία,

χλωμή μπλε τελεία

μόριο σκόνης που αιωρείται σε μια ηλιαχτίδα,

να προσέχεις.

Τα πράγματα θα γίνουν πιο δύσκολα.

(«Υπερκαινοφανής Ι», σ. 66)

 

Ο πλανώμενος κοσμοναύτης της συλλογής βιώνει, συνολικά, τον μικρόκοσμο μιας προσωπικής περιπέτειας, μα ταυτόχρονα οραματίζεται τον μακρόκοσμο, μέσα στον οποίο η προσωπική βιωματική εμπειρία λαμβάνει αξία και νόημα, με το κοσμικό γεγονός της υπερκαινοφανούς έκρηξης να αισθητικοποιείται ως κατεξοχήν στιγμή αυτο-αποκάλυψης ή επιφάνειας εαυτού. Στο ποίημα «Η δίκη των Πιθήκων», η ποιητική συνείδηση καταλύει μύθους και θέσφατα του δημιουργισμού, παρουσιάζοντας τον άνθρωπο ως ένα απλό χρηστικό όργανο (ή χρησμικό οργανικό στοιχείο) διά του οποίου η Δημιουργία δύναται να αποκτά συνείδηση του εαυτού της:

 

Κάποια βράδια κοιτάζω τον ουρανό

και σκέφτομαι πόσο πολύ εξυπνάδα έχει το Σύμπαν.

Σκέφτομαι κιόλας πως

δεν είμαι τίποτε άλλο παρά ένας τρόπος

ώστε αυτό να συλλογίζεται τον εαυτό του.

(«Η δίκη των Πιθήκων», σ. 38)

 

Από το μακρινό παρελθόν και το ατελεύτητο μέλλον, μετουσιωμένος σε καθαρό φως και ενέργεια ή σε καθαρή, «απλή φόρμα», για να θυμηθούμε τον Jolles, ο Υπερκαινοφανής εγείρει τη δική του προσωπική μυθολογία σε μια δημιουργική στιγμή μέθεξης του ατόμου με τον Κόσμο. Ο μύθος, από την άλλη, παραμένει η ανείπωτη εκείνη αφήγηση πριν τον αφηγητή, ενόσω το Σύμπαν θα δανείζεται γλώσσα ανθρώπινη για να θέτει σ’εμάς ερωτήματα  και ενόσω ο άνθρωπος θα προσπαθεί να συλλάβει το νόημα πίσω από μια αστραπόβολη στιγμή φωτός πριν την ανυπαρξία.

 

 

 

[1] Πρβλ. ενδεικτικά Γεν. 1, 3: «καὶ εἶπεν ὁ Θεός· γενηθήτω φῶς· καὶ ἐγένετο φῶς».

[2] André Jolles, Formes simples, μτφρ. Antoine Marie Burguet, Seuil, Παρίσι 1972 (α΄ έκδ. 1930), σ. 81.

[3] Ό.

[4] Hans Robert Jauss, Pour une herméneutique littéraire, Gallimard, Παρίσι 1988, σ. 43.

[5] Κωνσταντίνος Παπαγεωργίου, Υπερκαινοφανής, Μελάνι, Αθήνα 2017. Στο εξής, οι αναφορές σε ποιήματα και σελίδες της συλλογής θα εμφανίζονται παρενθετικά εντός του κειμένου. Οι πραγματολογικές και επιστημονικές επεξηγήσεις παρέχονται ως παράρτημα στις Σημειώσεις της συλλογής.

[6] Τάκης Σινόπουλος, «Ο καιόμενος», Μεταίχμιο Β΄ [1957], στο Μεταίχμιο, εισαγ. Μιχάλης Γ. Μερακλής, Ζαχαρόπουλος, Αθήνα, 1984, σ. 49.

[7] Ό.π.

[8] Οι ιστορικές αναφορές του ποιήματος παραπέμπουν χαρακτηριστικά σε δύο ειρηνικές—όσο και γενναίες—μορφές αντίστασης απέναντι σε δικτατορικά καθεστώτα, τις οποίες ο Υπερκαινοφανής εν προκειμένω εγκολπώνεται: α) Επανάσταση των Γαρυφάλλων (25 Απριλίου 1974), κίνημα κατά του δικτατορικού καθεστώτος Σαλαζάρ στην Πορτογαλία, που έλαβε αυτό το όνομα επειδή πλήθος κόσμου ξεχύθηκε αυθόρμητα—και παρά τις απαγορεύσεις—στους δρόμους, τοποθετώντας γαρύφαλλα στις κάννες των όπλων των στρατιωτών· και β) Φοιτητική εξέγερση στην Πλατεία Τιεν Αν Μεν του Πεκίνου, με πιο χαρακτηριστική εικόνα-σύμβολό της τη φωτογραφία ενός άντρα που στάθηκε άοπλος μπροστά από τα τανκς (5 Ιουνίου 1989), ανακόπτοντας την πορεία τους. Σε αντίθεση με την επιτυχή έκβαση της πορτογαλικής άνοιξης και την τελική εγκαθίδρυση της δημοκρατίας στην Πορτογαλία, η κινεζική εξέγερση των φοιτητών για εκδημοκρατισμό και περισσότερες ελευθερίες απέναντι στο σκληροπυρηνικό κομμουνιστικό καθεστώς κατεπνίγη στο αίμα και τη σφαγή, μετά από την καταλυτική επέμβαση του στρατού.

[9] Πρβλ. Carl Sagan, Pale Blue Dot: A Vision of the Human Future in Space, Ballantine Books, Νέα Υόρκη 1997, σ. 13: «Η πόζα μας, η φαντασιακή μας αυταξία, η αυταπάτη ότι έχουμε κάποια προνομιούχα θέση στο Σύμπαν, κλονίζονται από αυτό το στίγμα χλωμού φωτός. O πλανήτης μας είναι μια μοναχική κηλίδα μέσα σ’ένα τεράστιο γύρω μας κοσμικό σκοτάδι. […] Δεν υπάρχει, ίσως, καλύτερη απόδειξη για την αφροσύνη της ανθρώπινης αλαζονείας από αυτή τη μακρινή εικόνα του ισχνού μας κόσμου. Για μένα, αυτό τονίζει την ευθύνη μας να φερόμαστε πιο ευγενικά ο ένας στον άλλο και να αγαπάμε αυτή τη χλωμή μπλε κουκκίδα, το μόνο σπίτι που έχουμε ποτέ γνωρίσει».

[10] Από την ταινία Contact, σκην. Robert Zemeckis, Warner Bros., 1997, DVD, βασισμένη αρχικά σε σενάριο του ίδιου του Carl Sagan, και που τελικά προέκυψε ως διασκευή του μυθιστορήματός του Contact, Simon and Schuster, Νέα Υόρκη 1985. Mε τη ρήση αυτή επικοινωνεί χαρακτηριστικά διακειμενικά το ποίημα «Διαγαλαξιακό» του Παπαγεωργίου, ό.π., σ. 16.

 

 

 

* Η Δήμητρα Δημητρίου είναι διδάκτωρ Συγκριτικής Φιλολογίας του Πανεπιστημίου της Σορβόννης (Paris IV). Διδάσκει Νεοελληνική Φιλολογία στο Ανοικτό Πανεπιστήμιο Κύπρου και στο μεταπτυχιακό πρόγραμμα του Τμήματος Επιστημών της Αγωγής του Πανεπιστημίου Λευκωσίας.

 

 

 

 

Σημείωμα πάνω σε ένα απόσπασμα από τον «Μύθο του Σισύφου» του Albert Camus

$
0
0
Γράφει ο Αλέξης Ορφανός // *

 

 

Στο βιβλίο του Albert Camus «Ο μύθος του Σισύφου», στις πρώτες γραμμές του κεφαλαίου «Ένας παράλογος συλλογισμός» αναφέρονται τα παρακάτω:

 

«Υπάρχει ένα μονάχα φιλοσοφικό πρόβλημα πραγματικά σοβαρό: η αυτοκτονία. Αν κρίνουμε πως η ζωή αξίζει να τη ζει ή να μην τη ζει κανείς, απαντούμε στο θεμελιώδες ερώτημα της φιλοσοφίας. Τα υπόλοιπα, αν ο κόσμος έχει τρείς διαστάσεις, αν το πνεύμα διαιρείται σε εννιά ή δώδεκα κατηγορίες, έπονται. Είναι παιχνίδια. Πρέπει πρώτα να απαντήσουμε. Κι αν είναι αλήθεια, σύμφωνα με τον Νίτσε, πως για να χαίρει εκτίμησης ένας φιλόσοφος οφείλει να δίνει το παράδειγμα, καταλαβαίνουμε τη σπουδαιότητα τούτης της απάντησης, αφού θα προηγηθεί της μοιραίας πράξης. Πρόκειται εδώ για αλήθειες που τις νιώθει η καρδιά, μα στις οποίες πρέπει ωστόσο να εμβαθύνουμε για να γίνουν κατανοητές από το πνεύμα. Αν διερωτηθώ πώς μπορώ να κρίνω ότι το τάδε ερώτημα είναι πιο επιτακτικό από το τάδε άλλο, απαντώ πως αυτό εξαρτάται από τις πράξεις τις οποίες συνεπάγεται.»

 

Αν δεχτούμε ότι η απάντηση στο φιλοσοφικό ερώτημα της αυτοκτονίας μπορεί να οδηγήσει προς την κατεύθυνση της αυτοκτονίας, προκύπτει το εξής:

Αν διαχωριστεί το στάδιο της απάντησης στο φιλοσοφικό ερώτημα της αυτοκτονίας, με αυτό της απόφασης για την πράξη της αυτοκτονίας (όπως φαίνεται να γίνεται με την αναφορά του Albert Camus στον Νίτσε), σε αυτή την περίπτωση δυο βήματα προηγούνται της αυτοκτονίας. Το πρώτο είναι η απάντηση στο φιλοσοφικό ερώτημα της αυτοκτονίας. Το δεύτερο είναι η απόφαση του αν η πράξη μας θα είναι συνέπεια της φιλοσοφικής μας απάντησης. Είναι αυτονόητη όμως αυτή η απόφαση; Η αυτοκτονία είναι μία πράξη μη αναστρέψιμη, ενώ η απάντηση στο φιλοσοφικό ερώτημα της αυτοκτονίας μπορεί να μεταβληθεί με το χρόνο. Είναι λοιπόν αυτονόητο να αποφασίσουμε μία πράξη, η οποία θα μας στερήσει την δυνατότητα αναθεώρησης της άποψης μας; Η μη αναστρεψιμότητα της πράξης της αυτοκτονίας, κατά τη γνώμη μου, αποτελεί βασικό κριτήριο για την απόφαση. Το αν είναι πρέπον η πράξη μας να είναι συνέπεια της φιλοσοφικής μας απάντησης είναι και αυτό ένα φιλοσοφικό ερώτημα, το οποίο σε αυτή την περίπτωση είναι εξίσου καθοριστικό για την μοιραία πράξη.

 

Albert Camus

 

Όμως, το δεύτερο βήμα της προηγούμενης παραγράφου μπορεί να θεωρηθεί ότι εμπεριέχεται στο πρώτο. Δηλαδή, να θεωρηθεί ότι η απόφαση του να πράξουμε κάτι μη αναστρέψιμο αποτελεί κριτήριο το οποίο λαμβάνεται υπόψη για την απάντηση στο φιλοσοφικό ερώτημα της αυτοκτονίας. Και αν θεωρήσουμε τον άνθρωπο ως ένα όν με συνείδηση, συνεπάγεται ότι θα έχει τη δυνατότητα να σκεφτεί τον τρόπο που σκέφτεται, και κατά συνέπεια να βάλει ως κριτήριο την μεταβλητότητα της σκέψης του. Αν όμως συμπεριλαμβάνονται στο φιλοσοφικό ερώτημα της αυτοκτονίας όσα φιλοσοφικά ερωτήματα είναι αναγκαίο να απαντηθούν πρώτα, τότε τι μας προσφέρει ο χαρακτηρισμός του ως θεμελιώδες, με την έννοια της επιτακτικότητας;

Όταν προσπαθούμε να πετύχουμε ένα στόχο, τα μέσα για να τον πετύχουμε γίνονται και αυτά στόχοι. Για να απαντήσουμε στο φιλοσοφικό ερώτημα της αυτοκτονίας χρειάζεται πρώτα να απαντήσουμε σε άλλα φιλοσοφικά ερωτήματα, όπως για παράδειγμα: τι σημαίνει ο θάνατος στον οποίο θα αποφασίσουμε αν θα καταλήξουμε ή όχι; πόσο σημαντικές είναι στη ζωή μας οι διάφορες παράμετροι; Η απάντηση στα ερωτήματα αυτά λοιπόν, αν χρειάζεται να προηγηθεί, γίνεται πιο επιτακτική.

 

 

 

* Ο Αλέξης Ορφανός γεννήθηκε στο Ηράκλειο Κρήτης το 1989. Σπούδασε πολιτικός μηχανικός στο Πανεπιστήμιο Πατρών. Το 2011 παρακολούθησε μαθήματα ζωγραφικής στο εικαστικό εργαστήριο του δήμου Πάτρας με δάσκαλο τον Παναγιώτη Φερεντίνο. Την περίοδο 2011-2016 ήταν μέλος της Ορχήστρας Νυκτών Εγχόρδων Δήμου Πάτρας ‘’Θανάσης Τσιπινάκης’’ όπου έπαιξε μαντολίνο και μαντόλα. Το 2011 ξεκίνησε να ασχολείται με την ποίηση, γράφοντας τα πρώτα του ποιήματα.

 

Ο ύπνος της λογικής γεννά τέρατα (ένα σχόλιο για τη «λογική» της εποχής μας)

$
0
0
Γράφει η Εύα Μοδινού //

 

 

 

Κοιτάζοντας το χαρακτικό του Ισπανού ζωγράφου Φρανθίσκο Γκόγια «Ο ύπνος της λογικής γεννά τέρατα», σκέφτηκα πόσο επίκαιροι και διαχρονικοί μπορούν να γίνουν οι μεγαλοφυείς καλλιτέχνες.

 

Το χαρακτικό απεικονίζει έναν άντρα, μάλλον τον ζωγράφο, που έχει γείρει πάνω σ’ ένα τραπέζι κι έχει παραδοθεί στον ύπνο. Ολόγυρά του φτερουγίζουν τερατώδεις νυχτερίδες και κουκουβάγιες με αφύσικα απειλητικά μάτια. Μια από αυτές τού έχει αρπάξει τα πινέλα του.

Το έργο αυτό ανήκει σε μια σειρά 80 χαρακτικών με τίτλο «Καπρίτσια», στην εισαγωγή των οποίων, ο Γκόγια γράφει: «Η φαντασία που εγκαταλείπεται από τη λογική δημιουργεί ανυπόφορα τέρατα, όταν ενώνεται μαζί της, είναι η μητέρα όλων των τεχνών και η πηγή όλων των θαυμάτων».

Το συγκεκριμένο έργο ωστόσο, κατά τη γνώμη μου, έχει διπλή ερμηνεία. Αφ’ ενός την φαντασία που εγκαταλείπεται από την λογική και γίνεται τερατώδης, αφ’ ετέρου την λογική που εγκαταλείπει την συνείδηση και γίνεται τυραννική. Και στην εποχή μας, δυστυχώς, βιώνουμε το πρώτο, με παρελάσεις τύπου «Φεστιβάλ Υπερηφάνειας Αθήνας – Athens pride», και το δεύτερο με τη νέα τάξη των πολιτικών εκείνων που μιλούν και δρουν «λογικά», αλλά χωρίς συνείδηση (με την ηθική και με την εθνική έννοια).

Ο Γκόγια, όπως είχε πει και ο ίδιος, με τα χαρακτικά του αυτά (τα «Καπρίτσια») ήθελε να καταγγείλει «τα ανθρώπινα πάθη και τις διαστροφές».

Γιατί, λόγω της καλλιτεχνικής του καταξίωσης, υποχρεώθηκε να υπηρετήσει την άρχουσα τάξη της εποχής του, στην αυλή του Καρόλου Δ΄(1789) και να ζήσει άμεσα το περίλαμπρο, διεφθαρμένο της περιβάλλον, ενώ ο λαός ζούσε μέσα στη φτώχια, στην πείνα, στην δεισιδαιμονία, ευάλωτος στην εξαπάτηση, στην πορνεία, στην μαγεία.

Άραγε αν ζούσε στην εποχή μας, τι θα ζωγράφιζε; Ή μήπως τα ανθρώπινα πάθη και οι διαστροφές είναι κι αυτά διαχρονικά;

Ο μεγάλος αυτός ζωγράφος εξ αιτίας της εμπειρίας του στο διεφθαρμένο περιβάλλον της άρχουσας τάξης, η οποία συνδυάστηκε με την ελεύθερη φύση του καλλιτέχνη, έγινε οπαδός του Διαφωτισμού. Οι ελπίδες του, όμως, διαψεύστηκαν οικτρά, όταν έγινε μάρτυρας των θηριωδιών των γάλλων στρατιωτών, κατά την εξαγωγή της επανάστασης του Ναπολέοντα στην χώρα του. Το χαρακτικό «Ο ύπνος της λογικής γεννά τέρατα» μοιάζει να είναι προάγγελος αυτής της διάψευσης. Σαν να μας προειδοποιεί πως όσοι υποστηρίζουν τους «αγνότερους» σκοπούς, μπορεί να γίνουν θηρία πραγματοποιώντας τους. «Ο σκοπός αγιάζει τα μέσα», λένε οι φανατικοί της εξουσίας. Ίσως αυτός να είναι και ο ύπνος της λογικής που γεννά τα τέρατα. Μιας λογικής πιθανόν επιδέξιας, πειστικής, που γλιστρά, ωστόσο, εύκολα στην ανοησία και στην τυραννία, όταν προσπαθεί να επιβάλλει την εξουσία της. Τελικά, η εξουσία διαφθείρει, ίσως γιατί έχει την δική της λογική που γεννά τέρατα. Και τον δικό της ύπνο που τα μεγεθύνει.

Η φαναριώτικη λογοτεχνία

$
0
0
Γράφει ο Αγησίλαος Κ. Αλιγιζάκης // *

 

«Φαναριώτικα και αστικά στιχουργήματα στην εποχή του νεοελληνικού Διαφωτισμού,» επιστημονική επιμέλεια: Ίλια Χατζηπαναγιώτη-Sangmeister, Χαρίτων Καρανάσιος, Mathias Kappler, Χαράλαμπος Χοτζάκογλου, Πανεπιστήμιο Κύπρου, Εταιρεία Κυπριακών Σπουδών, εκδ. Ακαδημία Αθηνών Κέντρον Ερεύνης του Μεσαιωνικού και Νέου Ελληνισμού, Αθήνα 2013».

 

Όλοι γνωρίζουν τα δημοτικά τραγούδια, ειδικά αυτά που σώζονται από την περίοδο της Τουρκοκρατίας. Ελάχιστοι, όμως, γνωρίζουν ότι την ίδια περίοδο συνυπήρχαν και τα αστικά λαϊκά στιχουργήματα-τραγούδια. Ήταν τραγούδια που γεννήθηκαν στην Κωνσταντινούπολη και έφτασαν σ’ εμάς μέσα από χειρόγραφα, τις μισμαγιές, δηλαδή τις χειρόγραφες συλλογές του 18ου και 19ου αιώνα που βρέθηκαν σε βιβλιοθήκες στην Ρουμανία, την Κωνσταντινούπολη, την Αυστρία και σε περιοχές της ελληνικής διασποράς. Σήμερα γνωρίζουμε την ύπαρξη 50 συλλογών, οι οποίες μελετήθηκαν και αναλύθηκαν στο επιστημονικό συμπόσιο «Φαναριώτικα στιχουργήματα» (Κύπρος 7-9 Ιουνίου 2012) και παρουσιάζονται στην παρούσα έκδοση της Ακαδημίας Αθηνών.

Η φαναριώτικη στιχουργική δημιουργία αντιπροσωπεύει την αστική λογοτεχνία της προεπαναστατικής Ελλάδας και η κατανόησή της στηρίζεται στην γνώση βασικών ιστορικών γνώσεων, όπως αυτές αναφέρονται στο κεφάλαιο του Μιχάλη Μιχαήλ «Δυτικές όψεις μιας κοινωνίας της Ανατολής». Ο συγγραφέας του κεφαλαίου εξηγεί ότι η οθωμανική ιστοριογραφία χωρίζεται σε δυο μεγάλες χρονικές περιόδους, την περίοδο των κατακτήσεων ή της ακμής ή  «κλασική περίοδο» (14ος-16ος αιώνας) και την περίοδο 17ος, 18ος και 19ος αιώνας, όπου η οθωμανική αυτοκρατορία παρουσιάζει κοινωνικές, πολιτικές και πολιτισμικές μεταβολές. Η αρχή γίνεται με τον σουλτάνο Αχμέτ Γ, ο οποίος εγκαινιάζει την «Εποχή των Τουλιπών» (1703-1730) και στρέφεται προς τον δυτικό πολιτισμό. Μέσω της διπλωματίας η οθωμανική αυτοκρατορία γνωρίζει τον δυτικό πολιτισμό και αρχίζει να επηρεάζεται σε όλες τις πολιτισμικές, κοινωνικές, οικονομικές και στρατιωτικές πτυχές της καθημερινότητας. Τότε δημιουργείται και το πρώτο κρατικό ισλαμικό τυπογραφείο στην Κωνσταντινούπολη (1727), με πρωτοβουλία του Ιμπραήμ Μουτεφερρικά. Με άλλα λόγια, η αυτοκρατορία εξευρωπαΐζεται, με αποτέλεσμα οι  κοινωνικές μεταβολές  να οδηγήσουν στην εμφάνιση μιας νέα άρχουσας τάξης με αστικά στοιχεία, στην οποία σημαντική θέση κατέχει η ελληνική παροικία της Πόλης, οι Φαναριώτες. Ξεκινώντας ως δραγουμάνοι (διερμηνείς) στις διπλωματικές αποστολές χάρη στη μόρφωση τους και με τη βοήθεια της οικονομικής ευμάρειας που τους εξασφαλίζει το εμπόριο γρήγορα καταλαμβάνουν θέσεις ως ηγεμόνες στην Μολδαβία και τη Ρουμανία.

Οι Φαναριώτες μαζί με τους Αρμένιους, Εβραίους, τους Λεβαντίνους και τους Οθωμανούς εκφράζονται μέσω της αστικής λαϊκής στιχουργικής, συνθέτοντας ποιήματα, τραγούδια. Με τον τρόπο αυτό γεννιούνται τα κοντζάκια (λαϊκά ερωτικά δίστιχα) και άλλα φαναριώτικα στιχουργήματα πολλά από τα οποία συνθέτονται από τους πρωτοψάλτες του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως, όπως τον Ιάκωβο Γιακουμάκη (ή κυρ- Ιακωβάκη, 1740-1801). Αυτά τα λαϊκά στιχουργικά πολυπολιτισμικά δημιουργήματα, τα οποία γίνονται και τραγούδια, υποστηρίζονται ο Παναγιώτης Κοδρικάς, ο Αντώνης Κορωνιός, ο Ιωάννης Καρατζάς (Έρωτος αποτελέσματα, 1792)  και γενικότερα η Σχολή του Ρήγα Φεραίου (στο Σχολείον του Ρήγα υπάρχουν ενσωματωμένα φαναριώτικα τραγούδια). Αυτή η λογοτεχνική τάση της δεκαετίας του 1790 ήρθε σε σύγκρουση με τους εκπροσώπους του κοραϊκού Νεολληνικού Διαφωτισμού, τον Δημήτρη Καταρτζή, τον Λάμπρο Φωτιάδη, κ.ά. Αυτοί υποστήριζαν την ποιητική αναγέννηση του ελληνισμού και την διαμόρφωση της εθνικής συνείδησης μέσω της αρχαιοελληνικής ποίησης, όπως την ανακρεοντική ποίηση και φυσικά την ανάλογη αρχαΐζουσα ελληνική γλώσσα. Έτσι, στην Κωνσταντινούπολη δημιουργούνται δυο λογοτεχνικές τάσεις, η αστική λαϊκή και η αρχαιοελληνική. Από την αρχαιοελληνική θα προκύψει μετά το 1830 η Α’ Αθηναϊκή Σχολή (Κλασικορομαντισμός) με σημαντικότερους εκπροσώπους τους λόγιους Φαναριώτες, αδελφοούς Σούτσους, Α. Ραγκαβή, κ.ά.

Σημαντικό λογοτεχνικό έργο, αντιπροσωπευτικό του κωνσταντινοπουλίτικου πολιτισμικού παλίμψηστου είναι Η Βοσπορομαχία του σενιόρ Μονμάρς (1766), ενώ χαρακτηριστική εικόνα του μουσικού πολιτισμικού περιβάλλοντος της Πόλης είναι η περιγραφή της Ίλιας Χατζηπαναγιώτη, η οποία αναφέρεται για την περίοδο 1761-1762: «[…]Εκείνον τον πολύχρωμο κόσμο των ντόπιων και φράγκων[…]που έπαιζαν λύρες, «μουσκάλι» κιθάρες, βγιολίνια», τραγουδώντας κοντάκια και φαναριώτικα τραγούδια[…]» (σελ. 34).

 

 

Κλείνοντας πρέπει να τονιστεί ότι το 1817 αποτελεί χρονική τομή στην φαναριώτικη ποιητική παραγωγή, καθώς τότε εκδίδονται οι περισσότερες ποιητικές συλλογές, όπως τα «Λυρικά» του Χριστόπουλου, «Μέλη Ανακρεοντικά»  του Ιωάνννη Ζαμπέλιου, «Ωδή στο Έαρ» του Κωνσταντίνου Νικολόπουλου, κ.ά. Αξιοσημείωτες είναι και οι πηγές των συγγραφέων του συλλογικού τόμου, όπως η αρχαιότερη ελληνική εφημερίδα η «Εφημερίς» που εκδιδόταν στην Βιέννη από τους αδελφούς Μαρκίδες, καθώς και η αρχειακή έρευνα στις Βιβλιοθήκες του Βουκουρεστίου, του Ιάσιου, κ.λπ.

Εν κατακλείδι θα λέγαμε ότι το αξιόλογο συλλογικό πόνημα Φαναριώτικα και αστικά στιχουργήματα στην εποχή του νεοελληνικού Διαφωτισμού προσφέρει πολλά νέα στοιχεία στην έρευνα του φαναριώτικου πολιτισμού γενικότερα και της φαναριώτικης λογοτεχνίας ειδικότερα. Χάρη στις μελέτες, τις εργασίες και τις δημοσιεύσεις των συγγραφέων γίνεται γνωστή σε όλους η άγνωστη και πολλές φορές παρεξηγημένη προσφορά των Φαναριωτών στον σύγχρονο νεοελληνικό πολιτισμό.

 

 

* Αγησίλαος Κ. Αλιγιζάκης: ιατρός ορθοπεδικός, πολιτισμολόγος

 

 

Η χαμένη αξία της Κυριακής

$
0
0
Του Νίκου Τσούλια //

 

 

Η αμφισβήτησή της προέκυψε από πολλούς παράγοντες, πολιτισμικούς, κοινωνικούς και οικονομικούς. Η εφαρμογή της πενθήμερης εργασίας ήταν ένα καθοριστικό βήμα στην «αποκαθήλωσή της». Τα σχολεία και τα πανεπιστήμια και συνακόλουθα ο κόσμος των παιδιών και των νέων καθώς και οι δημόσιες υπηρεσίες πρόσθεσαν στην ατζέντα της εβδομαδιαίας αργίας τους εκτός της παραδοσιακής Κυριακής και το Σάββατο. Και τα πράγματα πήραν έναν καινούργιο δρόμο πλέον.

 

 

Εν τω μεταξύ έντονοι και εκτεταμένοι μετασχηματισμοί έχουν ήδη λάβει χώρα στην ελληνική κοινωνία που εκσυγχρονίζεται με «δρομαίον βήμα». Ο αγροτικός πληθυσμός συρρικνώνεται και μαζί του αποσύρεται μια ολόκληρη πολιτιστική φυσιογνωμία του ελληνικού λαού. Η μαζική αστικοποίηση φέρνει νέα ήθη και έθιμα. Η Κυριακή για τους αγρότες ήταν μέρα ξεκούρασης, μέρα γιορτής και θρησκευτικής αναφοράς. Ο εκκλησιασμός δεν είχε απλά και μόνο το θρησκευτικό του χρώμα, αλλά αποτελούσε μια ισχυρή παράδοση που συνδεόταν με τη συνέχειά του στα καφενεία και στις πλατείες των χωριών, με το περιποιημένο φαγητό, με το κυριακάτικο τραπέζι, με τα γιορτινά ρούχα, με τη χαλάρωση στο ασφυκτικό κλίμα της φτώχειας. Οι αγρότες «έπαιρναν ανάσα» την Κυριακή και παράλληλα σχεδίαζαν τον προγραμματισμό της εβδομάδας.

Η Κυριακή μπορεί να ήταν «μικρή γιορτή», αλλά ήταν παρούσα με την περιοδικότητά της και μπορούσες να υπολογίζεις πολλά σ’ αυτήν. Ακόμα και τα όνειρά μας τα νιώθαμε ότι ήταν κυριακάτικα. Για τον παιδόκοσμο μια μέρα χωρίς σχολείο, χωρίς φωνές και φόβο από τους δασκάλους ήταν μέρα χαράς. Υπήρχε και κάτι άλλο εξίσου σημαντικό γεγονός για τα αγόρια, το ποδόσφαιρο της Κυριακής. Τότε οι αγώνες γίνονταν μόνο Κυριακή και μάλιστα μόνο απόγευμα. Οι ποδοσφαιρικές συναντήσεις των μεγάλων ομάδων θα συνδεθούν με τις ειδικές ραδιοφωνικές εκπομπές του «Εθνικού Ιδρύματος Ραδιοφωνίας» αλλά και με το δικό μας ποδόσφαιρο στις αλάνες, στους δρόμους, στις πλατείες, στα χωράφια.

Η αστικοποίηση του πληθυσμού μετασχημάτισε τις συνήθειες των ανθρώπων. Στις πόλεις δεν υπάρχει ο στενά συνδεδεμένος κοινωνικός ιστός των χωριών. Στις εκκλησίες δεν θα είναι όλοι γνωστοί ούτε στα καφενεία θα γίνουν οι συζητήσεις για τις υποθέσεις του χωριού, και έτσι το παραδοσιακό πεδίο αναφοράς της Κυριακής θα χάσει το περιεχόμενό του και η ίδια η Κυριακή θα βλέπει την ακτινοβολία της να ξεθωριάζει στις ψυχές των ανθρώπων. Τώρα η χαρά δεν θα έρχεται από την απλή ανάπαυλα και από το ξεχωριστό χρώμα της Κυριακής. Τώρα το Σάββατο είναι πιο δελεαστικό, γιατί έχει τη συνέχειά του και το αποκούμπι του στην Κυριακή, ενώ η Κυριακή θα θυμίζει περισσότερο τη μισητή Δευτέρα.

Τώρα η χαρά έρχεται από την καταναλωτική «κουλτούρα», από τα ψώνια που δεν θα είναι μια «στο τόσο», όπως ήταν μέχρι τώρα, αλλά θα αποτελούν σταθερή αναφορά για τους Έλληνες που βλέπουν το εισόδημά τους να γίνεται όλο και πιο αυξανόμενο και οι σταθεροί μισθοί, δημοσιοϋπαλληλικοί και εργατικοί, να αναιρούν την αβεβαιότητα του πενιχρού ούτως ή άλλως αγροτικού εισοδήματος. Τώρα το πρωινό της Κυριακής προσφέρεται ως ραχάτι, ως παρατεταμένη προσφορά στον ύπνο και τίποτα δεν παρακινεί τους ανθρώπους να βάλουν τα «καλά τους» και να προχωρήσουν προς τις εκκλησίες και προς της πλατείες. Άραγε η σημερινή γενικευμένη προέκταση του νυχτερινού ύπνου των νέων στη διάρκεια του πρωινού να έχει τις απαρχές της και τις καταβολάδες της απ’ αυτό το μετασχηματισμό του Κυριακάτικου πρωινού;

Μπορεί η Κυριακή να βρει τη χαμένη αξία της; Στους καιρούς της σημερινής πολύπλευρης κρίσης και της πολλαπλής δοκιμασίας όλες οι εικόνες και οι παραστάσεις της ζωής μας είναι υπό μετασχηματισμό. Όχι, δεν έχει κανένα νόημα μια λογική επιστροφής στο παρελθόν. Κάτι τέτοιο δεν είναι επιθυμητό όχι απλά και μόνο γιατί δεν μπορεί να γίνει, αλλά και γιατί αν γινόταν, θα ήταν μάλλον εφιαλτικό. Σήμερα η αυτοκριτική και ο αναστοχασμός είτε σε προσωπικό είτε σε συλλογικό πεδίο έχουν νόημα και αξία, για να εξετάσουμε πού λοξοδρομήσαμε, πώς χαθήκαμε στους πολλαπλούς δρόμους των… πόλεων και του σύγχρονου κόσμου, γιατί μαγευτήκαμε από τα άφθονα καθρεφτάκια του καταναλωτισμού, γιατί «πήραμε τη ζωή μας λάθος»…

Σήμερα χρειαζόμαστε να πάρουμε μια ανάσα – αναγκαστική πλέον – από το κυνήγι των άπειρων προσδοκιών, από το δέλεαρ των αλυσιδωτών επιτυχιών, να σταματήσουμε να τρέχουμε χωρίς να ξέρουμε καταπού πηγαίνουμε και ποιος είναι ο στόχος της ζωής μας… Σήμερα νοσταλγούμε τη χαμένη αξία της Κυριακής. Όχι δεν είναι μια συνηθισμένη νοσταλγία ως στοιχείο του παρελθόντος. Είναι μια δρώσα ολοζώντανη ψυχική ανάγκη για να ξαναδώσουμε τη λαμπρότητα και την ακτινοβολία στην Κυριακή που την πήραν οι λανθασμένοι δρόμοι μας.

Νοσταλγούμε τη γλυκιά μελαγχολία που ερχόταν με το ηλιοβασίλεμα της Κυριακής αλλά συνάμα και την πιο γλυκιά προσμονή της επόμενης Κυριακής, της κάθε Κυριακής. Γιατί την Κυριακή η φύση ήταν διαφορετική από τις άλλες ημέρες, γιατί μαζεύαμε αγριολούλουδα μόνο για το τραπέζι της Κυριακής. Γιατί η Κυριακή είχε πάντα ένα ξεχωριστό φωτεινό κομμάτι στο σκέψη μας και στο όνειρό μας, γιατί η Κυριακή ήταν η προσωπική ημέρα του καθενός μας…

 

 

 

Ο οικουμενικός Καβάφης της Μάρθας Βασιλειάδη

$
0
0
Γράφει ο Αγησίλαος Κ. Αλιγιζάκης //

 

Μάρθα Βασιλειάδη, «Ο Κ.Π. Καβάφης και η λογοτεχνία της Παρακμής. Μορφές, Θέματα, Μοτίβα», μτφρ Τιτίκα Καραβία, εκδ.,Gutenberg, Αθήνα 2017.

 

Ο Καβάφης είναι αναμφισβήτητα ο μεγαλύτερος Έλληνας ποιητής του 20ου αιώνα. Αναμφισβήτητη είναι και η ποιητική μοναδικότητά του, καθώς δεν μπορεί να ενταχθεί σε κανένα λογοτεχνικό ρεύμα: «Αδιαμφισβήτητα ρομαντικός στο ξεκίνημά του, συμβολιστής στην πορεία, ο Αλεξανδρινός ποιητής από το 1911 – χρονιά καθοριστική για την τομή που παρατηρείται στο έργο του – βρίσκει πλέον τη δική του φωνή, πάντοτε αμφιλεγόμενη και παράδοξη, προϊόν ενός ιδιότυπου «ρεαλισμού» που δεν απαντά σε καμία ποιητική σχολή». Αυτά είναι μερικά λόγια από την εισαγωγή του νέου πονήματος Ο Κ.Π. Καβάφης και η λογοτεχνία της Παρακμής. Μορφές, Θέματα, Μοτίβα της επίκουρης καθηγήτριας Νεοελληνικής Φιλολογίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης Μάρθας Βασιλειάδη.

Εμπλουτίζοντας τη διδακτορική της διατριβή με νέα βιβλιογραφία και έρευνα η συγγραφέας αναλύει, με ύφος λιτό και πειστικό, στο πρώτο μέρος τις μορφές της παρακμής στην ποίηση του Καβάφη, επικεντρώνοντας  στις μοιραίες γυναίκες, την παρακμή των ρωμαίων αυτοκρατόρων και τον μύθο του Ιουλιανού. Στο δεύτερο μέρος πραγματεύεται τα θέματα και τα μοτίβα της παρακμής, όπως τον θάνατο των θεών, τους βαρβάρους και τις γραφές του θανάτου. Επίσης, χρησιμοποιεί ελάσσονες και γνωστούς ποιητές της Παρακμής για να συγκρίνει το ποιητικό τους έργο με το αντίστοιχο καβαφικό.

Υπάρχουν μοιραίες γυναίκες στην ποιητική δημιουργία του Καβάφη; Η απάντηση είναι όχι, σύμφωνα με την Μάρθα Βασιλειάδη, η οποία τεκμηριώνει την άποψή της με την ανάλυση των ποιημάτων της «Λάμιας» και της «Σαλώμης». Ταυτόχρονα, ο ποιητής αναβαθμίζει το ανδρικό πρότυπο, τον Οιδίποδα και τον Σοφιστή, σε σχέση με τη Σφίγγα και τον Σαλώμη, αντίστοιχα.

Η άρνηση του Αλεξανδρινού να χρησιμοποιήσει ποιητικά «την αιματηρή και φονική πλευρά της ρωμαϊκής ιστορίας», καθώς και την υπέρμετρη πολυτέλεια και μεγαλομανία των Ρωμαίων αυτοκρατόρων, τον οδηγούν στην επιλογή του φιλοσοφικού στοχασμού και τη σύνδεσή του «με την έκφραση μιας απροσδιόριστης μελαγχολίας». Αυτό επιτυγχάνεται με τη χρήση απαγορευμένων ηδονών, σύγχρονων ή ψευδοϊστορικών, όπως φαίνεται στα ποιήματα, «Ο θάνατος του αυτοκράτορος Τάκιτου», «Το τέλος του Αντωνίου», «Απολείπειν ο Θεός Αντώνιον», «Τα βήματα» (αφιερωμένο στον Νέρων) και «Η διορία του Νέρωνος».

Βέβαια, το ιστορικό πρόσωπο, το οποίο αποτέλεσε την βασική ποιητική έμπνευση πολλών ποιητών της Παρακμής και φυσικά του Καβάφη – αφιέρωσε δώδεκα ποιήματα από τα οποία το ευρύτερα γνωστό είναι «Εις τα περίχωρα της Αντιόχειας» – ήταν ο Ιουλιανός ο Παραβάτης. Ωστόσο, ο Αλεξανδρινός θεωρεί και παρουσιάζει τον Ιουλιανό ως πρόσωπο γκροτέσκο και συνάμα τραγικό, καθώς «ενσαρκώνει πάντοτε τη μορφή του Άλλου. Μεταξύ ειδωλολατρείας και χριστιανισμού, η ανικανότητα του Ιουλιανού να καθορίσει για τον εαυτό του μία και μόνη πίστη περιγράφεται από τον Καβάφη ως εμπειρία εξορίας».

Βασικό θέμα και ταυτόχρονα ποιητικό μοτίβο της Παρακμής είναι ο θάνατος των θεών. Κι εδώ ο Καβάφης πρωτοτυπεί, καθώς εξανθρωπίζει τους θεούς με τη διαδικασία της μύησης στις ηδονές. Αποδίδει στους θεούς το ιδανικό, νεανικό σώμα έφηβων ανδρών, δηλαδή ορίζει τη θεϊκή αθανασία ως «προσήλωση των θεών στον κόσμο των θνητών».

«Και τώρα τι θα γένουμε χωρίς βαρβάρους» («Περιμένοντας τους Βαρβάρους»). Είναι φανερό ότι βρισκόμαστε στο Fin de siècle του 19ου αιώνα. Ο Καβάφης χρησιμοποιώντας τη γλώσσα αντιλαμβάνεται το τέλος ως σύγκρουση πολιτισμών. Άλλωστε, η λέξη βάρβαρος αποδίδεται από τους αρχαίους Έλληνες στους ξένους, λόγω της ακουστικής της γλώσσας ως «βαρ, βαρ».

 

Μάρθα Βασιλειάδη

 

Η θεματική και ταυτόχρονο μοτίβο των γραφών του θανάτου συνδέεται με τον πολιτισμό της Ύστερης Αρχαιότητας, οράματα, σύμβολα και λογοτεχνικά πρόσωπα. Εδώ κυρίαρχη θέση έχουν τα δώδεκα επιτύμβια του Αλεξανδρινού. Η δημιουργική σιωπή του ποιητή αποδίδεται αριστοτεχνικά με «κενά, ομιλία διατυπωμένη με σιωπές», καθώς ο ίδιος λειτουργεί ως αναγνώστης της επιτύμβιας επιγραφής. Αποστασιοποιημένος συναισθηματικά, χωρίς λυρικές εξάρσεις ή οίκτο, ψιθυρίζει ύμνους στον έρωτα (π.χ. « Η Κηδεία του Σαρπηδόνος»). Εξιδανικεύει τον νεκρό υμνώντας το θνητό σώμα που δεν έχει ακόμα φθαρεί από τη σήψη του θανάτου.

Ο Καβάφης, ποιητής ιστορικός, κρύβεται πάντα «πίσω από ένα προσωπείο». Με ύφος δραματικό, κατεξοχήν ειρωνικό, αρέσκεται να «παίζει με τον αναγνώστη του μέλλοντος, διότι το μέγεθος του ποιητικού αναστήματος του Αλεξανδρινού δεν έγινε αντιληπτό στους συγκαιρινούς του, ποιητές και αναγνώστες. Έχοντας οικουμενικό ποιητικό βλέμμα αγκάλιασε το «ελληνικό» σωματοποιώντας ποιητικά τη μνήμη, τις υλικές και πνευματικές προσωπικές αναμνήσεις, με τη χρήση της φαντασίας και ενίοτε του μύθου. Από τα παραπάνω γίνεται φανερό ότι η Μάρθα Βασιλειάδη ταξιδεύει νοσταλγικά και επιτυχημένα τον αναγνώστη στο καβαφικό ποιητικό πέλαγος με πυξίδες την άριστη επιστημονική τεκμηρίωση, την συνδυαστική-συγκριτική σκέψη, το λιτό ύφος και την όμορφη ελληνική γλώσσα.

 

  


Το πέρασμα του χρόνου

$
0
0
Του Νίκου Τσούλια //

 

 

Ένα δευτερόλεπτο μάς αλλάζει τον χρόνο, μάς οδηγεί στο νέο έτος, μάς μεγαλώνει θέλουμε δεν θέλουμε κατά μια χρονιά. Αυτό το δευτερόλεπτο είναι σαν όλα τα άλλα όμοιά του, όπως είναι όμοιες όλες οι σταγόνες του νερού. Αλλά τελικά δεν είναι όλα τα δευτερόλεπτα ίδια ούτε και οι σταγόνες του νερού φυσικά αφού η μια που ξεχειλίζει το ποτήρι έχει κάνει μια ανατροπή που δεν έκαναν οι άλλες.

 

 

 

Και δεν είναι όλα τα δευτερόλεπτα τα ίδια γιατί δεν έχουν το ίδιο περιεχόμενο, γιατί δεν περνούν από πάνω μας με τον ίδιο τρόπο. Τα δευτερόλεπτα είναι ίδια μόνο για το ρολόι και για τα κάθε λογής χρονόμετρα και για τις συμβατικές συνεννοήσεις των ανθρώπων. «Όσα δεν φέρνει ο χρόνος τα φέρνει η στιγμή», λέει η λαϊκή παροιμία. Το βλέπουμε και εμείς στην καθημερινή μας ζωή. Ο χρόνος που κάθε φορά βιώνουμε αφήνει διαφορετικά αποτυπώματα στη ζωή μας ανάλογα με τις ποικίλες κάθε φορά αντικειμενικές συνθήκες αλλά και με τη δική μας αυτοφυή ψυχική διάθεση.

Όσο τεμαχίζουμε το χρόνο με τις τεχνικές της επιστήμης και της τεχνολογίας με τα second και με τα microsecond, τόσο πιο γρήγορα τρέχει. Όσο πιο πολύ τον επιμερίζουμε στην καθημερινότητά μας, τόσο πιο πολύ περνάει σα νερό ορμητικό στο ρυάκι. Όσο πιο πολύ κουβεντιάζουμε μαζί του ή ασχολούμαστε με αυτόν, τόσο πιο πολύ μάς καταδυναστεύει. Αν μπορούμε να «βλέπουμε» τη ζωή μας – την παρελθούσα μέσω της μνήμης και την μελλοντική μέσω της φαντασίας μας, έστω και αν δεν ξέρουμε την επόμενη στιγμή αν ζούμε – σαν μια ενότητα, ενιαία και αδιαίρετα, αν η σκέψη μας απλωνόταν κάθε στιγμή σε όλο το φάσμα της ύπαρξής μας, τότε θα είχαμε μια άλλη θεώρηση του χρόνου. Τότε ο χρόνος θα είχε μικρότερη αγχωτική επίδραση επί του εαυτού μας, τότε ο χρόνος θα είχε σχετική αξία όπως έχει και η άλλη δίδυμη όψη του, ο χώρος.

Ο χρόνος συναρτάται με την πολιτισμική μας κοσμοθεώρηση, με τη φιλοσοφία της ζωής μας. Άλλη άποψη είχαν για το χρόνο οι αγροτικές κοινωνίες, όπου ο χρόνος δεν έμπαινε έντονα στο ζύγι των ρολογιών, άλλη οι βιομηχανικές κοινωνίες, όπου ο χρόνος τυποποιήθηκε και απέκτησε μόνο μετρήσιμες όψεις και άλλη οι αναδυόμενες μεταβιομηχανικές κοινωνίες, όπου ο χρόνος συμπυκνώνεται πολύ έντονα με άγνωστες ακόμα τις σχεδόν δραματικά προδιαγραφόμενες επιπτώσεις του. Ακόμα και στην ίδια εποχή οι κατηγοριοποιήσεις της πρόσληψης και της βίωσης του χρόνου είναι πολλές και εξαρτώνται και από αντικειμενικά και από υποκειμενικά στοιχεία. Αρκεί να αναλογιστούμε το πόσο διαφορετικά ρέει ο χρόνος για έναν κάτοικο της πόλης που θα ζήσει για κάποιο διάστημα σε ένα χωριό και οι απασχολήσεις του πάρουν άλλα χαρακτηριστικά. Έτι περαιτέρω, η διαφοροποίηση του χρόνου στις διάφορες περιόδους της ανθρωπότητας βεβαίως συναρτάται και με το αξιακό πεδίο και με τις κρατούσες συλλογικές φαντασιώσεις και με τους οραματισμούς που αναπτύσσονται.

Ο χρόνος επηρεάζει πολύ την αντίληψη που έχουμε για τον εαυτό μας και για τον Κόσμο. Μάς χρωματίζει το σκηνικό του χώρου, μάς διαστέλλει και μάς συστέλλει το χώρο. Αυτό συνιστά μια υποκειμενική πρόσληψη της πραγματικότητας, γιατί ο χώρος με το χρόνο είναι μια ενιαία «οντότητα», ο χωροχρόνος, μόνο που εμείς δεν μπορούμε να γευτούμε την ενότητα αυτή και την τέμνουμε στα δύο.

Αλλά η αδυναμία για μια ολιστική προσέγγισή μας για τη φύση του χρόνου έχει και άλλες όψεις. Όχι μόνο δεν μπορούμε να αντιληφτούμε την ενότητα του χωροχρόνου, αλλά δεν μπορούμε επιπλέον να ψηλαφίσουμε και τη σχετικότητά του. Θεωρούμε ότι ο χρόνος είναι ενιαίος για ολόκληρο το Σύμπαν. Αγνοούμε το γεγονός ότι το «τώρα» και το παρόν δεν υπάρχει στο Σύμπαν, ότι είναι μια υπόθεση αυτής της μικρής γωνιάς μας, ότι αυτό που παρατηρούμε και μπορούμε σε κάθε περίπτωση να παρατηρήσουμε στο Σύμπαν είναι το χθες και μάλιστα το πολύ μακρινό χθες. Πώς μπορείς όμως να κατανοήσεις ότι πηγαίνοντας όλο και πιο μακριά στο Σύμπαν, δηλαδή παρατηρώντας τα σημάδια του (τις ακτινοβολίες του), πηγαίνουμε όλο και πιο πίσω στο δικό μας παρελθόν. Πώς μπορείς να κατανοήσεις την ερευνητική προσπάθεια είτε με τη βοήθεια των τηλεσκοπίων – με τα οποία εισχωρούμε όλο και πιο μακριά στο Σύμπαν – είτε με τα

πειράματα του τύπου CERN που οδηγούν στην παρατήρηση και στην ανασύσταση της πρώτης στιγμής, της απαρχής της ύλης και του χρόνου (!), ενώ ήδη αυτή η στιγμή (Big Bang) μάς έχει δημιουργήσει εδώ και δισεκατομμύρια έτη φωτός;

Ο χρόνος παίζει μαζί μας και παίζει φοβίζοντάς μας όσο τον μετράμε και τον ξαναμετράμε, όσο ανησυχούμε για το πέρασμά του, όσο κυνηγάμε τα σημάδια του – θέλουμε να έρχεται η Παρασκευή, οι γιορτές, οι διακοπές, να περνάνε οι χρονιές αλλά όχι και τα χρόνια -, όσο τον λογαριάζουμε στα σχέδιά μας, όσο δεν τον αφήνουμε ήσυχο να κυλάει έξω την υπαρξιακή μας αγωνία, όπως είναι έξω από τα όνειρά μας και από τις φαντασιώσεις μας.

Όμορφο και Δημιουργικό το Νέο Έτος.

 

 

Δύο ανέκδοτα πεζά για την περιπέτεια της γραφής

$
0
0
Γράφει η Διώνη Δημητριάδου //

 

 

photo credit @ Matthew Brookes

 

 

 

 

Κεφαλαιώδη ζητήματα

Η σπασμένη αλληλουχία των λέξεων, των φράσεων που επιμένουν να ξεκινούν κάθε στίχο με κεφαλαίο. Κεφαλαιώδες ζήτημα, λοιπόν, η συνέχεια, όσο κι αν αυτή διασπάται, έτσι όπως ταχύτατα τραίνα διασχίζουν σταθμούς ζωής. Ζωή που μοιράζεται σε ηλικίες – σταθμούς, αδιαφορώντας για τους επιβάτες που καθυστερούν να ανέβουν στα βαγόνια. Κι είναι κι εκείνο το ξεχασμένο παιδί που τολμά ακόμη να κοιτάζει κατάματα τα φώτα αγνοώντας το επερχόμενο τούνελ. Με τα μπαγκάζια του αφημένα δίπλα, λες και πρόκειται να φύγει. Ποιος είναι, επομένως, αυτός που φεύγει; Μπορεί κανείς να ξεφύγει από το παιδί που καταχώνιασε σε κάποιο σταθμό σημαδιακό της ηλικίας του; Τέλος, είναι και η ωριμότητα. Ποτέ δεν ήταν περισσότερο αμφισβητούμενη. Αλλά και απολύτως σχετική και ευθέως ανάλογη με τις αποσκευές που κουβαλάει κανείς από σταθμό σε σταθμό. Ίσως ακόμη να μετράει και η ταχύτητα των τραίνων. Κανείς δεν συνειδητοποιεί τις αλλαγές μέσα του, αν δεν συμφιλιωθεί με τις παραμέτρους του βάρους και της ταχύτητας. Και πάλι, μετέωρο το ζήτημα μπορεί να είναι, αν σκεφτούμε το υπέρβαρο του όλου θέματος. Πόσο ζυγίζει ένα παιδί;

 

 

Επαναστατημένες λέξεις μέσα μου

Και τι να είναι άραγε η γραφή, και η λογοτεχνία και επιτέλους η ποίηση, κυρίως αυτή, τι είναι; Λέξεις που ακροβατώντας ισορροπούν στο εδώ και στο πιο πέρα της συνείδησης, κρεμιούνται απ’ το ταβάνι, αιωρούνται πάνω απ’ το κεφάλι μου, κατακρημνίζονται έπειτα, αδύναμες να σώσουν το κεφάλι τους, περιγελούν την άγνοιά μου –δεν σας γνωρίζω, δεν ξέρω πού με πάτε– κρύβομαι να μη με δουν μα αυτές με ξετρυπώνουν πάντα –δεν έχω βρει άλλη κρυψώνα απ’ τη ντουλάπα μου– πού να τις ξεγελάσω, πάντα θα με φέρνουν στη επιφάνεια του εδώ και τώρα να μιλήσω, κι ας μην έχω πάντα κάτι περίτεχνο να πω. Μίλα απλά, προστάζουν κι εγώ διαλύομαι, δεν ξέρω να ισορροπώ ούτε ποτέ μου τα κατάφερα να μάθω το ποδήλατο – πάντα θα πέφτω ακόμα κι από τους δέκα πόντους, μα η γραφή έχει απαιτήσεις, λεπτές ακροβασίες και ίλιγγο πολύ. Μάθε να πέφτεις, ψιθυρίζουν μέσα μου, φοβάσαι; Ο φόβος της γραφής, από τους πιο βαθιά κρυμμένους, με αντοχές πολλές, με επιχειρήματα κυρίως λογικά – αυτά ακόμα πιο πολύ σκοτώνουν την ψευδαίσθηση και ύστερα θρυμματίζουν τους καθρέφτες που επιμένουν να δείχνουν παραμορφωτικά τα είδωλα. Και λες να αφήσεις λοιπόν παράθυρα ανοιχτά, οι λέξεις να αναπνεύσουν, να φύγουν να χαθούν, να μη σε βασανίζουν. Και τότε αντί να εξαφανιστούν, λες και αυτό περίμεναν, ορμάνε μόνες στο χαρτί, σε κάνουν πέρα και χωρίς ανάσα γράφουν και γράφουν ασυνάρτητα. Έτσι νομίζεις. Αλίμονο. Το πιο ανυπόφορο είναι που βλέπεις αποτυπωμένη τη ζωή σου, τη αγωνία σου, τους φόβους σου γραμμένους πια. Και τότε ησυχάζουν, ηρεμούν οι λέξεις μέσα σου, βυθίζονται σε κώμα άγρυπνο. Να λες πως πέθαναν κι αυτές να αναπνέουν. Ως να έρθει πάλι η ώρα του ξεσηκωμού, της ανταρσίας η ώρα, η δική τους. Ατέλειωτη πορεία σωστική για τούτες και για σένα.

 

 

 

 

 

Βιβλιοθήκες –εκεί που ο συγγραφέας συναντά το μέλλον του (σενάριο πιθανής επιστημονικής φαντασίας)

$
0
0
Γράφει ο Μάνος Κοντολέων //

 

 

Συχνά με ρωτούνε –μια  ερώτηση που νομίζω πως γίνεται σε όλους τους συγγραφείς- τι με συνδέει με τους ήρωες των βιβλίων μου.

Ανάλογα με τις ψυχολογικές διαθέσεις μου απαντώ άλλοτε πως έχω για τους ήρωες μου τα ίδια συναισθήματα που έχω και για τα παιδιά μου –«Παιδιά , πνευματικά παιδιά του συγγραφέα είναι οι ήρωές του», διευκρινίζωάλλοτε πάλι πως αισθάνομαι πως για αυτούς εγώ είμαι ένα θεός –«Εγώ τους έπλασα, εγώ τους δημιούργησα!» , ξεκαθαρίζω- κι άλλοτε πάλι κι όταν είναι μια μέρα που έχω μια απροσδιόριστη αγωνία για το που τάχα με πάει η ζωή και πόσο ουσιαστικά εκμεταλλεύτηκα τις μέρες και τα χρόνια που έχω ζήσει, τότε…

Μια ιστορία τους λέω –παραμύθι ή μικρό κείμενο μαγικού ρεαλισμού;

 

 

Όταν –ξεκινώ– έρθει η ώρα ο συγγραφέας να αφήσει αυτόν τον κόσμο, τότε γύρω από τον τάφο του μαζεύονται όλοι οι ήρωες των βιβλίων που έχει γράψει. Μαζεύονται και ετοιμάζονται να αντιμετωπίσουν τον Χάρο.

Θέλουν να τον νικήσουν. Είναι γι αυτούς  μια πάλη  που το αποτέλεσμά της θα κρίνει την ίδια τους την ύπαρξη.

Αν οι ήρωες των ιστοριών του συγγραφέα νικήσουν τον Χάρο, τότε ο δημιουργός τους θα παραμείνει ζωντανός, τα βιβλία του θα συνεχίσουν να διαβάζονται και οι ίδιοι αυτοί οι ήρωες θα εξακολουθούν να αναγνωρίζονται από τους μελλοντικούς αναγνώστες.

Αν όμως οι μυθιστορηματικοί ήρωες νικηθούν από τον Χάρο, τότε και ο συγγραφέας θα ταφεί και σε λίγο καιρό τόσο ο ίδιος όσα και τα δημιουργήματά του θα ξεχαστούν.

Ποιοι είναι οι λογοτεχνικοί ήρωες που νικούνε τον Χάρο; Μα αυτοί που ο συγγραφέας τους κατάφερε να τους πλάσσει δυνατούς και διαχρονικούς* γι’ αυτό και αθάνατους. Με άλλα λόγια- εκείνοι οι ήρωες που αποτελούν απόδειξη για το μέγεθος του ταλέντου του συγγραφέα τους- ας θυμηθούμε τον Όλιβερ Τουϊστ, τον Ρασκόλνικοφ, την Έμα Μποβαρύ, την Χαδούλα. Είναι εκείνοι που χάρισαν την αθανασία στον Ντίκενς, στον Ντοστογιέφσκι, στον Φλομπέρ, στον Παπαδιαμάντη.

Αν όμως – συνεχίζω- ο συγγραφέας διέθετε αδύναμο ταλέντο, τότε ο Χάρος θα νικήσει τους ήρωές του κι έτσι τόσο αυτοί όσο και ο ίδιος ο συγγραφέας θα θαφτούν και λίγο μετά -σε μήνες ή σε χρόνια-  θα ξεχαστούν.

 

Αυτήν την ιστορία αφηγούμαι και είναι νομίζω ξεκάθαρο το πόσο στενή θεωρώ τη σχέση του συγγραφέα με τους ήρωές του και  όλων αυτών με την αθανασία.

Αγάπησα τη λογοτεχνία -παιδί ακόμα-  διαβάζοντας τους «Τρεις Σωματοφύλακες» του Δουμά και αποφάσισα πως θέλω κι εγώ να γίνω συγγραφέας όταν διάβασα Κοσμά Πολίτη και Καραγάτση… Τότε, στην εποχή της ύστερης εφηβείας μου, πρωτοετής φοιτητής στη Θεσσαλονίκη.

Έμενα στην Φοιτητική Εστία Αρρένων και παρόλο που στο σπίτι μας είχαμε αγάπη για τα βιβλία και το έπιπλο βιβλιοθήκη θεωρούσαμε πως είχε  μια διαφορετική λειτουργικότητα από τα υπόλοιπα έπιπλα του σπιτιού μας, ήταν εκεί στη βιβλιοθήκη της Εστίας -μεγάλη αίθουσα γεμάτη με ράφια και  βιβλιοθηκονόμο να συμβουλεύει- που εγώ ο ίδιος, για νύχτες άγρυπνος στο μικρό δωμάτιο, παρακολούθησα τις μάχες λογοτεχνικών ηρώων με τον Χάρο. Αλωνάκι της πάλης τους  η καρδιά και ο νους μου.

Αν με ρωτήσει κάποιος  για ποιο λόγο έγινα συγγραφέας θα έχω να του πω δυο και τρεις λόγους -πιθανούς σίγουρα μιας και κανείς δεν μπορεί να είναι απόλυτα  βέβαιος  για το πώς διαμορφώθηκε η προσωπικότητά του.  Πάντως ένας από αυτούς είναι πως έγινα  συγγραφέας, γιατί την κρίσιμη ώρα της επιλογής είχα βρεθεί μέσα σε μια πλούσια βιβλιοθήκη.

Και τώρα που τα γράφω όλα αυτά, σκέφτομαι πως προτού βρεθώ μέσα στη βιβλιοθήκη της Φοιτητικής Εστίας Αρρένων Θεσσαλονίκης, τα χρόνια που εγκατέλειπα την παιδική ηλικία και χωνόμουνα στην απόλυτη εφηβεία, έτυχε να γνωριστούμε οικογενειακώς με μια γυναίκα που ζούσε στην ίδια πολυκατοικία και που η ίδια ήταν συγγραφέας -ο πρώτος συγγραφέας που γνώριζα από κοντά- και που με μάγεψε η προσωπικότητά της, κυρίως με μάγεψε η ύπαρξη μιας  βιβλιοθήκης που δεν περιοριζότανε πάνω σε ράφια, αλλά απλωνότανε παντού μέσα στο διαμέρισμα -σαλόνι, τραπεζαρία, κρεβατοκάμαρες…

Τσαλαβουτούσα σαστισμένος μέσα στα δωμάτια της Γαλάτειας Γρηγοριάδου – Σουρέλη και πολύ σύντομα πίστεψα πως ένας συγγραφέας στην ουσία ζει μέσα σε σπίτι – βιβλιοθήκη.

****************

Περιγράφω στιγμές του παρελθόντος μου για να μπορέσω να υποστηρίξω και να εξηγήσω τον τίτλο αυτού του κειμένου:

 Βιβλιοθήκες – εκεί που ο συγγραφέας συναντά το μέλλον του

Αναφέρθηκα, λοιπόν, στο παρελθόν μου -το γιατί έγινα συγγραφέας.

Το παρόν είναι γνωστό. Νομίζω πως πάμπολλοι είναι οι αναγνώστες , που   είτε ως παιδιά και έφηβοι, είτε ως ενήλικοι έχουν  διαβάσει και διαβάζουν βιβλία μου.

Και σχεδόν σε όλες τις βιβλιοθήκες της χώρας -δημόσιες, δημοτικές, εκπαιδευτικών και άλλων ιδρυμάτων, ιδιωτικές κλπ.-   στα ράφια τους και στους καταλόγους τους υπάρχουν βιβλία με το δικό μου όνομα να τα υπογράφει – παραμύθια, συλλογές διηγημάτων, μυθιστορήματα…

Μέσα σε βιβλιοθήκες ο συγγραφέας Μάνος Κοντολέων ζει και συγκατοικεί με άλλους συγγραφείς -από τον Κάρολ μέχρι τη Ζωρζ Σαρρή* από τον Βενέζη μέχρι τον Κουμανταρέα.

Μέσα στις βιβλιοθήκες -ας το διατυπώσω διαφορετικά- ο Μάνος Κοντολέων ως συγγραφέας  γεννήθηκε και ζει.

Θα συνεχίσει, άραγε, εκεί να ζει;

Ώστε λοιπόν… Ναι, είμαι ειλικρινής και ξεκάθαρα το δηλώνω: Ονειρεύομαι την αθανασία!

Μα π΄΄ως αλλιώς; Κάθε πλάσμα που γεννήθηκε δε θέλει να πεθάνει. Και λέγοντας δε θέλει να πεθάνει, εννοούμε στην ουσία πως δε θέλει να λησμονηθεί. Η μνήμη είναι η οδός της αθανασίας.

Θα με μνημονεύουν τα παιδιά μου, τα εγγόνια μου… Κάποια στιγμή οι απώτεροι απόγονοί μου θα ξεχάσουν την ύπαρξή μου.

Οι αναγνώστες του μέλλοντος όμως; Από αυτούς είναι που αναμένω και ελπίζω να αξιωθώ την αθανασία.

Αλλά για να γίνει αυτό θα πρέπει να έχω κι εγώ καταφέρει, τώρα που ακόμα ζω, να έχω φτιάξει ήρωες δυνατούς.

Κι ας πούμε πως το κατάφερα. Ε, τότε, πια  και σύμφωνα με τα όσα πιο πάνω υποστήριξα, τα βιβλία μου θα εξακολουθούν να αγαπιόνται από τους λάτρεις της λογοτεχνίας.

Μα που θα τα βρίσκουν τα βιβλία μου; Τα δικά μου και των άλλων συγγραφέων, αυτών που  πριν από εμένα ζήσανε, όσων την ίδια εποχή έχουμε ζήσει.

Μα στις βιβλιοθήκες -εκεί που οι συγγραφείς συναντούν το μέλλον τους.

********************

Θα μπορούσα εδώ  να ολοκληρώσω αυτό που ο τίτλος αυτού του άρθρου έχει υποσχεθεί.

Μακάρι να μπορούσε κάτι τέτοιο να γινότανε. Θα τελείωνα με μια κάπως ευχάριστη νότα.

Αλλά… Συνεχίζω… Με δυο προβληματισμούς.

α. Ας υποθέσουμε πως υπάρχουν πολλές βιβλιοθήκες. Πως όλες τους είναι και πλούσιες και σε τακτά χρονιά διαστήματα ενημερώνονται με τις νέες κυκλοφορίες, ανανεώνουν τα βιβλία που από τη χρήση έχουν καταστραφεί με νέα.

Και, ας υποθέσουμε ακόμα, πως οι μαθητές στις σχολικές, οι δημότες και οι πολίτες στις δημοτικές, στις δημόσιες  και στις ιδιωτικές δανείζονται βιβλία -για ψυχαγωγία και γενικότερη παιδεία (θέλω εδώ να σημειώσω πως πάντα σε λογοτεχνικά βιβλία αναφέρομαι και σε συγγραφείς λογοτεχνικών βιβλίων).

Στόχος όμως της ύπαρξης και της υγειούς λειτουργίας μιας, της όποιας βιβλιοθήκης δεν είναι να αποτελεί μόνο  πηγή δανεισμού λογοτεχνικών βιβλίων, αλλά κυρίως να καλλιεργήσει την αγάπη  του κοινού προς το λογοτεχνικό βιβλίο, να πλάσει λιγότερο ή περισσότερο φανατικούς αναγνώστες,  οπότε στη συνέχεια αυτοί να στραφούν και οι ίδιοι προς αγορά δικών τους βιβλίων.

Αν αυτό δεν συμβεί, τότε το λογοτεχνικό βιβλίο θα αρρωστήσει -πρόθυμοι εκδότες δεν θα υπάρχουν να το εκδίδουν, βιβλιοπώλες δεν θα βρίσκονται να το πουλούν και έτσι και οι συγγραφείς δεν θα έχουν τη ευκαιρία να βλέπουν τα έργα τους να φτάνουν στα χέρια εκείνων που θα τα διαβάσουν. Κι όχι μόνο αυτό… Ίσως και να μην είναι εύκολο να γράφονται βιβλία. Όταν κάποιος αναγκάζεται να εργάζεται σκληρά για να βιοποριστεί, είναι δύσκολο να απαιτεί ο ίδιος από τον εαυτό του και να γράφει καλά έργα -μυθιστορήματα, για παράδειγμα,  που απαιτούν χρόνο περισυλλογής, χρόνο για έρευνα και δυνατότητες απομόνωσης. Δύσκολο να το απαιτεί ο συγγραφέας από τον εαυτό του, άδικο να το απαιτούν οι αναγνώστες από τον συγγραφέα.

Κάποτε -το αναγνωρίζω – το να γράφει κάποιος λογοτεχνία δεν θεωρείτο επάγγελμα. Αλλά εδώ, στον τόπο μας. Ο Ντίκενς από τα βιβλία του ζούσε και ο Τολστόι είχε προσωπική περιουσία. Όμως ας μην σταθούμε περιπτωσιολογικά στο θέμα. Ας αποδεχτούμε πως οι συνθήκες οι κοινωνικές και οι οικονομικές έχουν αλλάξει και έτσι το βιβλίο, το λογοτεχνικό βιβλίο αναγνωρίζεται από την πολιτεία ως ένα προϊόν που υφίσταται τις καταπιέσεις φορολογίας, ασφαλιστικών εισφορών κλπ.

Δεν είναι στόχος αυτού του κειμένου  να αναφερθεί σε συγκεκριμένους νόμους. Απλώς επισημαίνω το γεγονός πως η νέα κατάσταση πραγμάτων που ζούμε όλοι μας αντιμετωπίζει όλη την διαδικασία της έκδοσης ενός λογοτεχνικού βιβλίου (από την συγγραφή ως την πώληση σε βιβλιοπωλεία) ως μια σειρά επαγγελματικών δραστηριοτήτων.

Και όπως η κάθε άλλη εμπορική δραστηριότητα, έτσι και όσες με το λογοτεχνικό -αν θέλετε να προσθέσω και τον χαρακτηρισμό ‘καλό’ – βιβλίο έχουν να κάνουν, θα μπορούν να συνεχίζουν να εξασκούνται όταν και αν αποφέρουν κέρδη, τουλάχιστον όταν αυτοχρηματοδοτούνται.

Μένω ως εδώ στο θέμα τούτο -σίγουρα απαιτείται ένα άλλο άρθρο για να αναπτυχθούν αυτά τα ζητήματα.

Αλλά ας κρατήσουμε  ένα και μόνο: Βιβλιοθήκες – εκεί που ο συγγραφέας συναντά το μέλλον του. Ή με μια  άλλη διατύπωση: Εκεί όπου ο συγγραφέας ζει.

Αλλά…

β. Ναι, έρχομαι τώρα στο δεύτερο σημείο (και που συνδέεται με τον προηγούμενο) ενός κάπως ίσως απαισιόδοξου -σίγουρα επιστημονικής φαντασίας – προβληματισμού.

Ποια θα είναι η μορφή των βιβλιοθηκών στο μέλλον; Ποια θα είναι η μορφή των λογοτεχνικών βιβλίων που θα διαβάζουν οι αναγνώστες που από τις μέρες μας και μετά θα γεννηθούν;

Σίγουρα οι σύγχρονες βιβλιοθήκες στηρίζονται πολλαπλά και πολυδύναμα στην τεχνολογία για να λειτουργούν σωστά. Αλλά στο σημείο που έχει να κάνει με την ανάγνωση λογοτεχνικών βιβλίων εκείνο που κυρίως παρέχουν είναι το έντυπο κείμενο ή έστω το κείμενο σε μια μορφή eBook.

Οι μελλοντικοί αναγνώστες ποια λογοτεχνία και σε ποια μορφή δόμησης θα αναζητούν;

Βέβαια, ελπίζω πάντα να υπάρχει η ανάγκη για μια αφήγηση. Ο άνθρωπος που μέλλοντος να θέλει και ο ίδιος να αφηγείται και τις αφηγήσεις των άλλων να ακούει. Το ελπίζω γιατί σε μια όποια διαφορετική περίπτωση τότε ο άνθρωπος με τη μορφή και το περιεχόμενο που γνωρίζουμε από τον καιρό του Σάπιενς ως σήμερα θα εξαφανιστεί.

Αφήγηση όμως ποιας μορφής και ποιας δόμησης;

Η εικόνα κυριαρχεί στις αφηγήσεις που  δείχνουν ν΄ αγαπούν οι νέοι και τα παιδιά -τα περισσότερα video games αφηγήσεις είναι. Και στην εξέλιξη τους επεμβαίνει ο ίδιος ο παίχτης -παίχτης που από μια άλλη σκοπιά μπορούμε να τον θεωρήσουμε αποδέχτη της αφήγησης… Αλλά μιας νέας μορφής αναγνώστη;

Ο κινηματογράφος -εννοώ οι ταινίες που όλοι ξέρομε  σιγά,  σιγά δίνουν τη θέσης τους στις σειρές. Αυτές -έτσι λέω- θα είναι τα μυθιστορήματα ποταμός του μέλλοντος.

Ναι -ας το δούμε από μια τέτοια σκοπιά. Σήμερα μπορούμε να σταματήσουμε στο σημείο που θέλουμε ένα επεισόδιο – κεφάλαιο, να γυρίσουμε πίσω ή να πάμε στο επόμενο… Μα κάτι παρόμοιο δεν κάνουμε όσοι από εμάς διαβάζουμε πολυσέλιδα μυθιστορήματα;

Όμως η τεχνολογία έχει πλέον ξεφύγει από την όποια μορφή έντυπης απόδοσης της αφήγησης. Γιατί, λοιπόν, να μην υποθέσουμε πως σε κάποια χρόνια -λίγα ή όχι;- ο κάθε θεατής-αναγνώστης θα μπορεί να κυριαρχεί πάνω στην αφήγηση που μόνο ως σκελετός (θέμα, χαρακτήρες, εποχή κλπ.) θα του προσφέρεται και θα τη διαμορφώνει σύμφωνα με τα δικά του γούστα;

Αν συμβεί -που δεν θεωρώ καθόλου απίθανο το να συμβεί (και να υπενθυμίσω πως ήδη έχει επιχειρηθεί, έστω και ως πειραματικό επεισόδιο μιας σειράς) – κάτι τέτοιο, τότε μια ιδιαιτέρως σημαντική διάσταση της ανάγνωσης, αυτή που ενώνει με αόρατους, αλλά δυνατούς δεσμούς, τους αναγνώστες, θα πάψει να υπάρχει.

Ο αναγνώστης-θεατής θα βιώνει την όποια μέθεξη της ανάγνωσης-θέασης με απόλυτα μοναχικό τρόπο.

Το άτομο που αν και θα κατασκευάζει την αφήγησή του, δεν θα μπορεί, αλλά και δε θα έχει πλέον την ανάγκη,  να την μοιραστεί με άλλους.

Κι τότε, σε μια τέτοια συνθήκη… Ο συγγραφέας πλέον θα έχει πεθάνει.

Ο συγγραφέας ως εκφραστής μιας συλλογικής εμπειρίας και μνήμης, ως εκείνο το άτομο που βάζει το εγώ του να συνυπάρξει με το εγώ, το κάθε εγώ του κάθε άλλου.

Σε μια τέτοια εποχή, ποια θα είναι η μορφή μιας βιβλιοθήκης;

Αγνοώ!

Ξεκίνησα αυτό το κείμενο με μια αφήγηση που στηριζότανε σε λαϊκούς μύθους και θρύλους.

Την ολοκληρώνω με μια περιγραφή μελλοντικής… Δυστοπίας ή ουτοπίας;

Δεν ξέρω.

Ίσως το μόνο που έκανα ήταν να παρουσιάσω το σχεδιασμό ενός νέου μου μυθιστορήματος επιστημονικής  φαντασίας.

Αυτό, άραγε, έκανα;

Δεν απαντώ. Απλώς σημειώνω  πως αυτού του είδους τη λογοτεχνία μήτε ποτέ μου την έγραψα, μήτε και μου αρέσει ως αναγνωστική πράξη να την εξασκώ.

Αυτό και μόνο  σημειώνω…

Και βέβαια- σας ευχαριστώ που αποφασίσατε  να φτάσετε την δική σας ανάγνωση ως αυτή την αράδα.

Επικοινωνούμε, ακόμα.

 

 

 

 

«Η ποιητική διάσταση της ζωής»

$
0
0
Γράφει ο Λευτέρης Ασπρόπουλος // *

 

 

Στο παρόν κείμενο διενεργείται μια προσπάθεια να προσεγγιστεί η έννοια της ποιητικότητας με τρόπο διττό: αρχικά μέσω της ετυμολογικής της προέλευσης και εγγύτητας με την ίδια την ποίηση και εν συνεχεία μέσω της φιλοσοφικής της αναγωγής, προκειμένου να καταδειχθεί μια διάσταση ευρύτερη και πιο ουσιώδης. Διάσταση η οποία ενυπάρχει σε κάθε άνθρωπο, τον συνεπαίρνει με ποικίλους τρόπους και επηρεάζει άμεσα τη ζωή του.

 

 

 

Η ποιητικότητα, με την κυριολεκτική της σημασία είναι το χαρακτηριστικό του ποιητικού, δηλαδή αυτού που ομοιάζει ή θυμίζει ως προς τη μορφή και το περιεχόμενό του ένα ποίημα. Συναντάται επίσης και μεταφορικά, ως το χαρακτηριστικό στοιχείο εκείνου που ξεφεύγει από την πραγματικότητα ή την καθημερινότητα, συνήθως σε αντιδιαστολή με την πεζότητα. Τι είναι όμως ποίηση και ποιος μπορεί να θεωρηθεί ποιητικός;

Ο Γάλλος ποιητής και φιλόσοφος Πωλ Βαλερύ είχε αποφθεγματικά δηλώσει πως: «Αν ένα πουλί μπορούσε να πει με ακρίβεια τι τραγουδάει, γιατί τραγουδάει, και τι είναι αυτό που το κάνει να τραγουδάει, δε θα τραγούδαγε». Κάτι αντίστοιχο ισχύει κι όταν επιδιώκουμε να οριοθετήσουμε την ποίηση: είναι δύσκολο ή και ανέφικτο. Οι περισσότεροι ποιητές, άσχετα με την εκάστοτε προσωπική ερμηνεία που δίνουν περί ποίησης, συμφωνούν ότι πρόκειται για μια εσωτερική δύναμη που όταν τη νιώσεις δεν μπορείς να τη σταματήσεις παρά μόνο εξωτερικεύοντάς την (μέσω των λέξεων). Ο δικός μας Σεφέρης έχει χαρακτηριστικά εκφράσει την πεποίθηση πως «η ποίηση έχει τις ρίζες της στην ανθρώπινη ανάσα».

Ακόμα και για κάποιον άνθρωπο που δεν έχει εκφραστεί ποιητικά, αλλά καταγίνεται με την ποίηση ως αναγνώστης, καθίσταται κατανοητό πως το ποίημα είναι κάτι περισσότερο από ένα νοηματικό σύνολο στίχων. Μέσα από την απλότητα των λέξεων, ξεπηδά από τα έγκατα της ψυχής μας μια αρμονική σύζευξη νόησης, συναισθήματος και φαντασίας που διεγείρει τη σκέψη και προκαλεί μια ιδιάζουσα αισθαντικότητα. Δεν είναι τυχαίο ότι σ’ ένα αγαπημένο ποίημα, υπάρχουν στιγμές που νιώθεις να συναντιέσαι με κάτι γνώριμο. «Διαβάζοντας ένα καλό ποίημα», έχει πει ο Μπόρχες, «φανταζόμαστε πως κι εμείς θα μπορούσαμε να το έχουμε γράψει, πως το ποίημα αυτό προϋπήρχε μέσα μας.»

Σημείο τριβής κατά την προσπάθεια προσέγγισης της ποιητικότητας αποτελεί επίσης και το περιεχόμενό της: είναι ποιητικότητα η εξύμνηση κάθε είδους ομορφιάς της ζωής ως είθισται να λέγεται; Είναι η ποίηση το μέσο «για να γλυκαίνει η ψυχή και να τα ακούμε όλα καλύτερα» όπως λέει ο Σεφέρης; Μήπως είναι το αέναο κυνήγι του φωτός και το πλάσιμο ενός μεταφυσικού κόσμου, καλύτερου από αυτόν στον οποίο ζούμε; Ή μήπως είναι τελικά η υπέρτατη προσπάθειά μας να εξοικειωθούμε με τη φθορά και το θάνατο, να αψηφήσουμε το πεπερασμένο της ύπαρξής μας, να ακουμπήσουμε την αθανασία; Γράφει ο Ελύτης: «Για όποιον η θάλασσα στον ήλιο είναι ‘τοπίο’ – η ζωή μοιάζει εύκολη και ο θάνατος επίσης. Αλλά για τον άλλον είναι κάτοπτρο αθανασίας, είναι ‘διάρκεια’. Μια διάρκεια που μόνον το ίδιο της το εκθαμβωτικό φως δεν σ’ αφήνει να τη συλλάβεις

Σίγουρα η ποίηση και η ποιητικότητα που αυτή συνεπάγεται προσεγγίζει κατά περίπτωση όλα τα προαναφερθέντα ερωτήματα. Δεν αρκείται όμως μόνα σ’ αυτά, γιατί όπως έλεγε κι ο Τολστόι: «η ομορφιά της ζωής αποτελείται και από φως και από σκοτάδι». Ο εκθειασμός της ζωής όταν είσαι ευτυχισμένος είναι σχετικά εύκολος. Η εξύμνηση του έρωτα όταν είσαι κι ο ίδιος ερωτευμένος είναι επίσης εύκολη. Τι γίνεται όμως σε περιπτώσεις μοναξιάς, απελπισίας ή πόνου; Μπορεί να υπάρξει τότε ποιητικότητα; Η απάντηση είναι, σίγουρα ναι, ιδίως αν κρίνουμε από τα υπέροχα ποιήματα που έχουν γραφτεί για ανεκπλήρωτους πόθους, ναυαγισμένα όνειρα κι δυσβάσταχτες, δίχως νόημα ζωές από μελαγχολικές προσωπικότητες όπως π.χ. ο Μπωντλαίρ, ο Χαίλντερλιν, ο Ρεμπώ ή οι Έλληνες Καρυωτάκης, Ουράνης ενδεικτικά.

Μέσω της ποιητικότητας των συναισθημάτων τους οι ποιητές προσπαθούν να δημιουργήσουν φωτεινές διεξόδους στις σκοτεινές εκφάνσεις της ζωής, όχι μόνο για τους ίδιους, αλλά και για όλους εκείνους που θα αναζητήσουν ανά τα χρόνια δύναμη και παρηγοριά από τις λέξεις τους. Όσο κι αν οι στίχοι τους φτάνουν κάποτε στην απελπισία, στο βάθος του ορίζοντα διακρίνεται πάντα ένα φως που μοιάζει περισσότερο «με την αναλαμπή της αυγής και λιγότερο με το λυκόφως» (Αναγνωστάκης).

Έχοντας εξετάσει εν συντομία την ποιητικότητα ως αποτέλεσμα ενασχόλησης με την ποίηση, στη συνέχεια επιχειρείται να αναδυθεί μέσω μιας πιο φιλοσοφικής προσέγγισης η ποιητική διάσταση που ενυπάρχει σε όλους τους ανθρώπους.

Τόσο ο ποιητής όσο κι ο φιλόσοφος, έχουν ως αντικείμενο πραγμάτευσής τους τον άνθρωπο, τη ζωή και ευρύτερα τον κόσμο όλο. Κινητήριά τους δύναμη είναι ένα «γιατί», μια εσωτερική ανάγκη αναζήτησης η οποία οδηγεί σε στοχασμό, δημιουργία και τελικά ευδαιμονία. Σύμφωνα με τον Αξελό, Ποίηση και Φιλοσοφία «εδράζονται στο ανθρώπινο όλον, στο συναίσθημα, στην αγωνία για τον διπλανό. Ο ποιητής (όπως και ο φιλόσοφος) διαλογίζεται με τον εαυτό του, με τον άλλο, με την κοινωνία, αλλά με έναν ιδιάζοντα, κατά περίπτωση κάθε ποιητή, τρόπο. Και μέσα από αυτόν το διάλογο, Ποιητής και Φιλόσοφος, προσεγγίζουν την αλήθεια, την αναζητούν χωρίς να κρύβουν την αγωνία αυτής της αναζήτησης.» Η αντιμετώπιση της φιλοσοφίας μηχανιστικά, ως έργου μόνον της λογικής, έργου απομακρυσμένου από το συναίσθημα το οποίο προϋποθέτει η ύπαρξη της Ποίησης, δεν επιτρέπει την κατανόηση της ποιητικότητας. Και συνεχίζει ο Αξελός: «Οι μεγάλοι φιλόσοφοι, οι μεγάλοι στοχαστές όπως ο Ηράκλειτος, ο Πλάτων, ο Χέγκελ, ο Νίτσε, ο Χάιντεγκερ είχαν συγχρόνως και μεγάλο ποιητικό άνοιγμα. Στην κορυφή της δοκιμής ενός έργου, η ποιητικότητα συναντάει τη στοχαστικότητα». Ή όπως πιο ποιητικά έχει δηλώσει κι ο Διονύσιος Σολωμός «με λογισμό και μ’ όνειρο».

Υπάρχει μια έμφυτη ανάγκη στον άνθρωπο για ανάπτυξη και δημιουργία. Είναι ένας διαρκής πόθος για «ισοσθενή καλλιέργεια» συναισθήματος, λογικής αλλά και του φαντασιακού στοιχείου, «η συνένωση των οποίων τείνει προς την επίτευξη της ποιητικής-φιλοσοφικής αυτοπραγμάτωσης» (κατά τον Τζωρτζόπουλο). Σύμφωνα και με τα λόγια του Heidegger «Φαντασία και Λόγος, στη συνάφεια τούτη, δεν αποτελούν απλώς εργαλεία του παριστάνειν ή του κατανοείν αλλά συνεργάζονται για τη φανέρωση του Είναι». Ο φιλόσοφος – στοχαστής – ποιητής δεν μπορεί να στεγανοποιήσει τη λογική και να απομονώσει το συναίσθημα στην ανθρώπινη οντότητα, αλλά την εξετάζει ως όλον. Και σε αυτό το σημείο υπεισέρχεται η ποιητικότητα με τη διευρυμένη της πια διάσταση.

Η ποιητικότητα δεν επιδέχεται έναν σαφή προσδιορισμό. Αποτελεί όρο ευρύ και μεταβλητό. Η διευρυμένη αυτή διάσταση της ποιητικότητας, μας δίνει το δικαίωμα να τη χαρακτηρίσουμε ως τη λανθάνουσα υπόσταση που ενυπάρχει σε κάθε άνθρωπο και καλλιεργείται με διαφορετικούς κατά περίπτωση τρόπους. Συνδυάζοντας τη Λογική, το Συναίσθημα αλλά και τη Φαντασία, οδηγεί σε απολήξεις ανώτερες από το σύνολο των μερών που την απαρτίζουν. Η ποιητικότητα κατ’ αυτόν τον τρόπο, όχι μόνο υπερκαλύπτει με την ολότητά της, αλλά και ενορχηστρώνει αυτό το «ανθρώπινο όλον», συντελώντας έτσι στη δημιουργία ενός ολόπλευρου και ξεχωριστού για κάθε άνθρωπο ανοίγματος προς την ίδια του την ύπαρξη, τη ζωή, το σύμπαν και κατ’ επέκταση προς την κατανόηση των αινιγμάτων που αυτά εμπεριέχουν.

Ο τρόπος ζωής που επιλέγω να διάγω, το αν θα είμαι περισσότερο ή λιγότερο κυριαρχικός στις σχέσεις με τους συνανθρώπους μου ή ακόμα και ο επαγγελματισμός τον οποίο αποφασίζω να επιδείξω στη δουλειά που έχω επιλέξει επί παραδείγματι, όλα αυτά περνούν μέσα από το κόσκινο της ποιητικότητας, με διαφορετική φυσικά ποιότητα και ένταση στον καθένα από εμάς. Η αισθησιακή έλξη προς ένα πρόσωπο κι ακόμα περισσότερο το ερωτικό συναίσθημα, το γιατί δηλαδή επιλέγω έναν συγκεκριμένο άνθρωπο για σύντροφο κι όχι κάποιον άλλον, ξεπερνά τις περισσότερες φορές την «πεζότητα» της εξωτερική ομορφιάς (τη γήινη διάστασή της) και εντάσσεται πλέον στην ποιητική διάσ-ταση «σύνδεσης της ψυχής μας με την όψη του ιδεατού κάλλους που την αφορά και εξιδανίκευσης της οικειότητας της μορφής που μας διεγείρει» (Π. Δόικος).

Έχει γίνει πλέον φανερό ότι η ποιητικότητα αποποιείται ολοκληρωτικά την ταμπέλα του «αφηρημένου», της απλής δηλαδή ενασχόλησης με την ποίηση ή την αισθητικότητα και καταδεικνύεται η βαθύτερη αξία της ως προς τη χρηστική διάσταση της ζωής, για την οποία όχι μόνο ενδιαφέρεται έμπρακτα αλλά και υπερβαίνει. Με την ποιητική αυτή ενορχήστρωση Λογικής, Συναισθήματος και Φαντασίας γίνεται πλέον η κινητήριος δύναμη πίσω από σημαντικές αποφάσεις και επιλογές της ζωής μας.

 

 

 

Ο Λευτέρης Ασπρόπουλος, γεννημένος το καλοκαίρι του ’82 στον όμορφο Βόλο… κυρίως ψυχολογεί αλλά και αυτοψυχολογείται… κι όταν συμβαίνει το δεύτερο – πού και πού – ξεπετάγεται και καμιά σκόρπια λέξη

 

 

Ο φιλο… φιλόσοφος Εντγκάρ Μορέν

$
0
0
Γράφει ο Αγησίλαος Κ. Αλιγιζάκης //

 

Εντγκάρ Μορέν «Γνώση, Άγνοια, Μυστήριο», μτφρ. Γιάννης Καυκιάς, εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου, Αθήνα 2018.

 

Ο τίτλος του ολιγοσέλιδου πονήματος του Γάλλου στοχαστή Εντγκάρ Μορέν κρύβει και ταυτόχρονα αποκαλύπτει ένα ενδιαφέρον νοητικό παιχνίδι, καθώς η σειρά και η νοηματική αλληλουχία των λέξεων «Γνώση-Άγνοια-Μυστήριο» αλλάζει θέσεις μέσα στο κείμενο.

«Όποιος αυξάνει τη γνώση του, αυξάνει την άγνοιά του», σύμφωνα με τον Friedrich Schlegel ή «[…] αίσθηση[…]των προόδων μιας νέας άγνοιας σε κάθε πρόοδο της γνώσης», σύμφωνα με τον Μορέν. Από την αρχή του δοκιμίου γίνεται φανερό ότι ο Γάλλος στοχαστής είναι οπαδός της ηπειρωτικής φιλοσοφίας (το άλλο μεγάλο φιλοσοφικό ρεύμα είναι η αναλυτική φιλοσοφία της γλώσσας με θεμελιωτή τον Λούντβιχ Βιτγκεστάϊν), δηλαδή της μεταφυσικής-υπαρξιακής αναζήτησης, η οποία έχει σημαντικούς σταθμούς τον προσωκρατικό φιλόσοφο Ηράκλειτο, τον Hegel (19ος αιώνας) και τον Μάρτιν Χάιντεγκερ (20ος αιώνας). Η επιχειρηματολογία του ξεκινά με τον κόσμο των ψευδαισθήσεων, καθώς ήδη από την εποχή του Πλάτωνα (μύθος του σπηλαίου), αλλά και στις Βέδες, γνωρίζουμε ότι η πραγματικότητα, όπως την αντιλαμβάνεται ο πεπερασμένος κόσμος των ανθρώπινων αισθήσεων, απλά δεν υπάρχει. Ο Καντ απέδειξε θεωρητικά ότι ο ανθρώπινος εγκέφαλος οργανώνει τα πράγματα όπως τα προσλαμβάνουν οι αισθήσεις.

Στον 20ο αιώνα η «Θεωρία της Σχετικότητας» του Αϊνστάιν απέδειξε ότι ζούμε σε έναν κόσμο τεσσάρων (τουλάχιστον)  διαστάσεων, καθώς ο χρόνος είναι η τέταρτη διάσταση και η ύλη δεν υπάρχει. Έτσι, καταργήθηκε το τρισδιάστατο νευτώνειο σύμπαν (ο μακρόκοσμος και η μακροφυσική ) με τις βαρυτικές δυνάμεις και σήμερα μιλάμε για τις κβαντικές μικροκλίμακες (μικροφυσική), όπου ο χώρος και ο χρόνος εξαφανίζονται και η ύλη αποτελείται από ενεργειακά πεδία. Συνεπώς ένα σωματίδιο, σύμφωνα με τον Bohr, μπορεί να είναι πότε σωματίδιο και πότε συχνότητα και να βρίσκεται ταυτόχρονα σε δύο τόπους.

Με άλλα λόγια, έχουμε μια υπερπολύπλοκη πραγματικότητα, όπου «το χάος δεν είναι μόνο προγενέστερο του κόσμου, είναι εντός του κόσμου». Μέσα σε αυτήν την πραγματικότητα το σύμπαν υπάρχει ως ισορροπία αρμονίας-δυσαρμονίας, ομόνοιας-διχόνοιας, σύμφωνα με τον νόμο των αντιθέτων του Ηράκλειτου. «Το σύμπαν είναι πάντα νεογέννητο και πάντα μελλοθάνατο». Εδώ ο Μορέν συμμερίζεται την άποψη του Marc Halevy ότι το σύμπαν έχει οικοδομηθεί με βάση την αρχή της ανάδυσης. Όλα τα χαρακτηριστικά του είναι αναδυόμενα (χρόνος, χώρος, πραγματικότητα, βαρύτητα, ηλεκτρομαγνητισμός).

Η αναφορά του συγγραφέα στην έμβια δημιουργικότητα εκκινεί από την πρώτη μεγάλη εφεύρεση, τη φωτοσύνθεση, ακολουθεί η «τέχνη της μεταμόρφωσης» (σπόρος-φυτό, αυγό-ζώο) και καταλήγει  στο σώμα του Homo Sapiens. Αυτός ο Homo Sapiens είναι ταυτόχρονα εγωκεντρικός και κοινοτικός, μοναχικός και κοινωνικός.

 

Εντγκάρ Μορέν

 

Ακολουθεί η μελέτη του εγκεφάλου και του ανθρώπινου πνεύματος που οδηγεί τον Μορέν στη διαπίστωση ότι υπάρχουν τρία μυστήρια: του ασυνειδήτου (φροϋδικό με απωθημένα, φόβους, επιθυμίες και των νευρώνων με μια μικρή αναλαμπή συνείδησης), του οργανισμού μας και της ταυτότητας (μνήμη, πρόγονοι, εμβρυϊκή ζωή). Το πνεύμα είναι μυθο-ποιητικό, προσδίδει σε μια ψυχική πραγματικότητα μια φυσική πραγματικότητα. Με τον τρόπο αυτό, σύμφωνα με το  Γάλλο στοχαστή, δημιουργεί θεούς, θρησκείες, ιδεολογίες, λογοτεχνία.

Στο τελευταίο κεφάλαιο με τίτλο μετά-ανθρωπότητα, παρόλα τα λαμπρά επιτεύγματα της ανθρώπινης δημιουργίας και τη γνώση που αποκτήθηκε, εκφράζει την ανησυχία του για την απειλούμενη εξαφάνιση του ανθρώπινου είδους, λόγω της παγκοσμιοποίησης και του απάνθρωπου σύγχρονου τεχνοκρατικού πολιτισμού που παραμερίζει τον ίδιο τον άνθρωπο.  Τελικά, «Το σπίρτο που ανάβουμε μέσα στο σκοτάδι δεν φωτίζει μόνο ένα μικρό χώρο: ταυτόχρονα αποκαλύπτει το απέραντο σκοτάδι που μας τριγυρίζει» (Εντγκάρ Μορέν).

 

O Σαράντος Καργάκος για τον Νίκο Καζαντζάκη

$
0
0
Επιμέλεια: Κωνσταντίνος Μούσσας //

 

[Από ομιλία του στην Πανελλήνια Ένωση Λογοτεχνών στο πλαίσιο εκδήλωσης για τον Νίκο Καζαντζάκη (2017 έτος Καζαντζάκη)]

 

Προλογικό σημείωμα.

Σε ομιλία* για τον μεγάλο Κρητικό συγγραφέα, στην εκδήλωση της Πανελλήνιας Ένωσης Λογοτεχνών στις 10/10/2017 με αφορμή την ανακήρυξη του 2017 σε έτος Νίκου Καζαντζάκη ο Σαράντος Καργάκος περιγράφει με τρόπο χαρακτηριστικά γλαφυρό και πηγαίο πρόσωπα και γεγονότα της εποχής και μας μεταφέρει μέσα από δύσβατα και απόκρημνα μονοπάτια στον συναρπαστικό λογοτεχνικό κόσμο του Νίκου Καζαντζάκη. Με την κοφτερή ματιά του ιστορικού μελετητή και τον φλογερό ως και ανατρεπτικό λόγο του πολύπειρου διδασκάλου, μας βοηθά να κατανοήσουμε τη στάση ζωής του συγγραφέα της «Οδύσσειας» και την ταύτησή του με τους διαχρονικούς ήρωες των βιβλίων του.

 

 

Από την Γαλάτεια-πρώτη σύζυγο του Καζαντζάκη, τον Μάρκο Αυγέρη, την Έλλη Αλεξίου, τον Σικελιανό και τον Σπύρο Μελά, παρακολουθούμε μια ολόκληρη εποχή, τους πρωταγωνιστές, τα πάθη, τις συγκρούσεις, τα πολιτικά και κοινωνικά δεδομένα ου έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στις επιλογές, τις προτεραιότητες και τελικά τις θέσεις του οικουμενικού κρητικού. Νίτσε, Μπερξόν, Βούδας κι από την άλλη ο γαιώδης Ζορμπάς. Η συνεχής αναζήτηση κι η δίψα για την αλήθεια, είναι χαρακτηριστικά πασίγνωστα του Καζαντζάκη, που όμως φωτίζονται με ένα πιο διαπεραστικό φως από τον Καργάκο, που επιδέξια ιχνηλατεί χρόνο με τον χρόνο, και βιβλίο με το βιβλίο τον σπουδαίο δημιουργό, χωρίς να τον αποθεώνει ή να τον συκοφαντεί.

Σε αυτήν την τόσο ζωντανή ομιλία-όπως άλλωστε σχεδόν όλες του Καργάκου- ακούσαμε άγνωστα ή έστω λιγότερο γνωστά γεγονότα και ιστορικές μαρτυρίες για τον Καζαντζάκη, με τρόπο ισορροπημένο κι όχι ετεροβαρή. Ο Καργάκος δεν δηλώνει θαυμαστής του, αλλά αναγνωρίζει και εξάρει την μοναδική εργατικότητα και αφοσίωσή του στη μελέτη και συγγραφή. Δέχεται ο Σπαρτιάτης δάσκαλος και ιστορικός αυτό το ασύγκριτο προτέρημα του Καζαντζάκη το οποίο κατάφερε να εξυψώσει στο έπακρο.

 

 

 

Ομιλία Καργάκου

 

Ίσως σας προκαλέσω εντύπωση-για να μην πως έκπληξη- αν σας πω ότι πριν γνωρίσω το έργο του Νίκου Καζαντζάκη είχα γνωρίσει την σύζυγό του και τον δεύτερο άντρα της Γαλάτειας, τον γιατρό, ποιητή και επιφανή κριτικό Μάρκο Αυγέρη. Είχα την τύχη από μικρός χάρη στα πρώιμα πνευματικά μου ενδιαφέροντα, κυρίως όμως χάρη στην οικογενειακή γνωριμία με τον Γιάννη Ρίτσο( η μητέρα του ήταν από το Γύθειο) να κινούμαι πολύ ενωρίς στους κοινωνικούς κύκλους της τότε ακμάζουσας πνευματικής Αριστεράς. Όπως καταλαβαίνετε, όσα άκουσα από το ζεύγος Γαλάτειας και Μάρκου Αυγέρη, κυρίως όμως όσα διάβασα στο βιβλίο της Γαλάτειας για τον συγγραφέα του “Καπετάν Μιχάλη” και του “Αλέξη Ζορμπά” δεν ήταν θετικά. Θα έλεγα πως ήταν απογυμνωτικά για τον άνθρωπο και τον συγγραφέα. Ο Μάρκος Αυγέρης, που λόγω της αυστηρότητας του και της προσηλώσεως στον σοσιαλιστικό ρεαλισμό, είχε ονομασθεί “Ζντάνωφ της Αριστεράς”, σ’ ένα άρθρο του νομίζω το 1954 στην εφημερίδα Αυγή έκανε μνεία του διάσημου συγγραφέα Σώμερσετ που σε ένα ταξίδι του στη μεγαλόνησο είχε ερωτήσει κάποιους Κρητικούς αν τους ικανοποιεί η εικόνα που δίνει γι’ αυτούς στα βιβλία του ο Ν.Καζαντζάκης. Και αφού το συμπέρασμα ήταν μισοαρνητικό, ο Αυγέρης έβγαλε ένα μισοαρνητικό συμπέρασμα για τον μεγάλο Κρητικό συγγραφέα.

Ευτυχώς που λόγω των σκληρών τότε συνθηκών είχα μάθει από μικρός να σκέφτομαι με το δικό μου μυαλό. Δεν επηρεάσθηκα από τις επικρίσεις ούτε από την παγκόσμια δόξα που στεφάνωνε τον Ν.Κ

Παρότι στο σχολείο μας απαγορεύονταν κάθε νύξη γι’ αυτόν, στρώθηκα στη μελέτη των έργων του και μέχρι να τελειώσω το εξατάξιο τότε γυμνάσιο είχα μελετήσει όλα τα έργα του-πλην των θεατρικών-μη εξαιρουμένης και της πολύστιχης Οδύσσειας (33.333 δεκαπεντασύλλαβοι στίχοι).Θυμάμαι τους έντονους καβγάδες με δυο συμμαθητές μου όταν διάβαζαν λιβελλικά άρθρα του Σπ.Μελά κατά του συγγραφέα της ασκητικής. Όταν πέθανε ο Καζαντζάκης είχα μόλις δυο μήνες πριν εισαχθεί στη φιλοσοφική σχολή. Βρισκόμαστε στο μικρό αύλιο χώρο του Καποδιστριακού ανάκατα πρωτοετής της φιλοσοφικής και θεολογικής σχολής. Τότε έπεσε σαν βόμβα η είδηση ότι πέθανε ο Καζαντζάκης. Στην αρχή επικράτησε βουβαμάρα, μετά ένα μουρμουρητό και ακολούθως αναταραχή. Ακούστηκε η λέξη Ιούδας. Μετά ήλθαν οι αντεγκλήσεις. Τότε πήρα για πρώτη φορά σε δημόσιο χώρο τον λόγο και απευθυνόμενος στους συσπουδαστές μου ξεκίνησα την ομιλία μου με τα ακόλουθα λόγια:

«Συνάδελφοι, βρισκόμαστε στον Ναό του πνεύματος και στο Ναό αυτό χωράνε όλοι οι λειτουργοί του πνεύματος. Χωράει και ο Νίκος Καζαντζάκης. Δικαίωμα του καθενός να διαφωνεί ή να συμφωνεί με τον συγγραφέα του Καπετάν Μιχάλη, να του αρέσει ή να μην του αρέσει ο τρόπος γραφής του. Είναι όμως βλασφημία κατά της πνευματικής λειτουργίας κάθε μορφή αναθέματος. Η Ελλάς είναι χώρα μικρή και δεν την συμφέρει να κατεδαφίζει αναστήματα που τη λαμπρύνουν σε όλη τη γη».

 

Περιττό να σας πω ότι η ομιλία μου αυτή μπήκε στον διογκωμένο ήδη φάκελό μου και την βρήκα εκεί γι’ αυτό τη θυμάμαι-όταν μετά την πτώση της δικτατορίας φρόντισα αμέσως να τον αγοράσω πριν καεί μαζί με χιλιάδες για να μην αποκαλυφθεί ποτέ το χαφιεδολόι που μάστιζε τη ζωή μας.

Και φοβάμαι ότι μαζί με τους λοιπούς φακέλους ίσως κάηκε και ο φάκελος του Νίκου Καζαντζάκη, που αν κάποτε ανοιγόταν θα βρώμαγε η χώρα από την μπόχα της ρουφιανιάς. Κρατώ ακόμη στη μνήμη μου το ιχνογράφημα ενός θρησκευτικού περιοδικού που έδειχνε την κηδεία του Καζαντζάκη:

Μπροστά πήγαινε ο Σατανάς με μακριά ουρά και πίσω του αρχιερείς και ιερείς, πολιτικοί παράγοντες της Κρήτης που όλοι κρατούσαν στα χέρια του ένα αμαρτωλό βιβλίο του Καζαντζάκη, ήταν αυτοί που συμμετείχαν στην κηδεία.

Και για να κλείσω τις προσωπικές μου αναμνήσεις σε σχέση με τον Καζαντζάκη θα σας διηγηθώ και το ακόλουθο περιστατικό: βρισκόμουν στο τέλος των σπουδών μου. Λίγα μαθήματα μου έμεναν για να πάρω πτυχίο. Ανάμεσα τους και το μάθημα της Νεοελληνικής φιλολογίας.. Καθηγητής ο Γιώργος Ζώρας που έδειχνε εμμονή στη διδασκαλία της πρώτης Αθηναϊκής Σχολής (Σούτσος, Ραγκαβής, Παράσχος και λοιποί) και στα πρώτα μορφώματα της Επτανησιακής Σχολής.

Είχα δυσφορία γιατί από τις παραδόσεις του έλειπε παντελώς τόσο η νεότερη όσο και η νεωτερική λογοτεχνία μας. Και τη δυσφορία αυτή εξέφρασα και κατά την εξέταση, οπότε ο κος καθηγητής κάπως εκνευρισμένος με ερώτησε: «Και τι θα θέλατε να σας εξετάσω; Μήπως Καζαντζάκη;» Δεν έχω αντίρρηση του αποκρίθηκα. «Τότε πείτε μου πόσους στίχους έχει η Οδύσσεια και ποιο το περιεχόμενό τους.

Αφού έδωσα τον ακριβή αριθμό των στίχων προχώρησα στην ανάλυση του περιεχομένου ότι ο Οδυσσέας αντίγραφο του Καζαντζάκη ήταν μια αχόρταγη. Παρόλο που έφθασε στην Ιθάκη η ψυχή του δεν είχε χορτάσει. Γι’ αυτό αφού συγκέντρωσε ένα τσούρμο από αχόρταγες ψυχές, ρίχτηκε σε μια νέα θαλασσινή περιπέτεια που θα τον έφερνε στο χάος. Μέσα στις αχόρταγες αυτές ψυχές είναι και κάποιος Πέτρακας. Δεν είναι πλάσμα της δικής του ποιητικής φαντασίας. Είναι πεζοποιητική δημιουργία ενός αδικοχαμένου στο άνθος της ζωής του Μανιάτη ποιητή του Σπήλιου Πασσαγιάννη. Με το έργο αυτό -πάλη του ήρωα με τον ταύρο- ο Πασσαγιάννης προηγήθηκε του Λόρκα κατά τρεις δεκαετίες. Ο Ζώρας -κι αυτό προς τιμήν του- όχι μόνο δεν με διέκοψε -αλλά με άφησε να κάνω μια μικρή πεντάλεπτη διάλεξη. Θυμάμαι -και το θυμάμαι καλά διότι αργότερα ως καθηγητής το επανέλαβα συχνά-ότι έκλεισα την εξέταση μου λέγοντας ότι στη λογοτεχνία μας υπάρχουν τρεις Ιθάκες σύμβολα: αυτή του Ομήρου όπου η Ιθάκη είναι αφετηρία και τέρμα, αυτή του Καβάφη όπου η Ιθάκη είναι μόνο προσδοκώμενο τέρμα, ή αφετηρία απροσδιόριστη κα αυτή του Καζαντζάκη, όπου η Ιθάκη είναι μόνο αφετηρία, το τέρμα άγνωστο μάλλον το χάος προς το οποίο πορεύεται η αχόρταγη οικουμένη. Ο Ζώρας- και αυτό πάλι προς τιμή του- με ετίμησε με τον βαθμό 9, λέγοντάς μου ότι θα μου έβαζε 10, αν ήμουν ολιγότερο οξύς. Του αποκ΄ριθηκα ότι αδυνατώ γιατί σαν τον Πέτρακα, είμαι παιδί του Ταϋγέτου.

Με τον Ταΰγετο είχε δεθεί στενά και ο Καζαντζάκης. Εκεί στην πίσω Μάνη, στην Στούπα του τέως Δήμου Καρδαμύλης και στη θέση Πραστοβά, θέλησε μεταξύ Αυγούστου του 1916 και Σεπτεμβρίου 1917 να γίνει ένας δεύτερος Σερπιέρης που ανέστησε το Λαύριο.

 

Νίκος Καζαντζάκης

 

Εκεί στην Πραστοβά ανέλαβε την εκμετάλλευση ενός παλιού μεταλλίου λιγνίτη. Πρωτομάστορα έβαλε έναν οδυσσειακό τύπο τον Γιώργη Ζορμπά που τον είχε γνωρίσει την προηγούμενη χρονιά στα μεταλλεία του Μαντέμ -Λάκου πάνω στο Στρατώνι της Χαλκιδικής τότε που επί 40 ημέρες μαζί με τον Σικελιανό είχαν διαμείνει στο Άγιο Όρος. Ο Γιώργος Ζορμπάς έγινε ο διάσημος ήρωας του καζαντζακικού μυθιστορήματος «Βίος και πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά». Το όνομα του Ζορμπά, λοιπόν δεν πάτησε ποτέ στην Κρήτη. Δεν έχει αξία το να πω εγώ το τι ήταν ο εν λόγω Ζορμπάς, σημασία έχει το να πω εγώ το τι ήταν λόγω Ζορμπάς, σημασία έχει το να πω το τι πίστευε γι’ αυτόν ο Καζαντζάκης. Στον πρόλογο του Βίου γράφει :

«Στη ζωή μου οι πιο μεγάλοι μου ευεργέτες στάθηκαν τα ταξίδια και τα ονείρατα. Από τους ανθρώπους, ζωντανούς και πεθαμένους πολύ λίγοι βοήθησαν τον αγώνα μου. Όμως αν ήθελα να ξεχωρίσω ποιοι άνθρωποι αφήκαν βαθύτερα τ’ αχνάρια τους στην ψυχή μου, ίσως να ξεχώριζα τρεις τέσσερις. Τον Όμηρο, τον Μπέρξονα, τον Νίτσε και τον Ζορμπά. Ο πρώτος στάθηκε το γαληνό, κατάφωτο μάτι-σαν τον δίσκο του ήλιου ο=που φωτίζει με απολυτρωτικιά λάμψη τα πάντα, ο Μπέρξονας με αλάφρωσε από άλυτες φιλοσοφικές αγωνίες που με τυραννούσαν στα πρώτα νιάτα, ο Νίτσε με πλούτισε με καινούργιες αγωνίες και μ’ έμαθε να μετουσιώνω τη δυστυχία, την πίκρα, την αβεβαιότητα σε περηφάνια κι ο Ζορμπάς μ’ έμαθε ν’ αγαπώ τη ζωή και να μη φοβάμαι το Θάνατο. Αν ήταν στον κόσμο να διαλέξω έναν ψυχικό οδηγό, «γκουρού» όπως λένε οι Ιντοί (Ινδοί), «Γέροντα» όπως λένε οι καλόγεροι στο Άγιονόρος, σίγουρα θα διάλεγα τον Ζορμπά».

Σε άλλα του βιβλία βέβαια ο Καζαντζάκης διαλέγει ή μάλλον κι άλλους γκουρού μη εξαιρουμένου και του Βούδα, του Αγίου Φραγκίσκου κ.α Όπως είχα γάψει παλαιότερα στο περιοδικό «Ευθύνη», ο Καζαντζάκης είχε πνευματικού-λογοτεχνική στόφα θηλυκή.

Ήθελε σπέρμα να γονιμοποιηθεί. Γι’ αυτό ταξίδεψε και διάβαζε πολύ. Και ρούφαγε πνευματικά ό,τι διάβαζε το κούρσευε κυριολεκτικά: η πιο διάσημη φράση του Καζαντζάκη είναι αυτή που έχει γραφτεί στον τάφο του: «Δεν ελπίζω τίποτα, δεν φοβάμαι τίποτα. Είμαι ελεύθερος» Η φράση αυτή είναι πνευματικό απόσταγμα του Κύπριου στωικού φιλοσόφου, του Δημώνακτος, που όταν κάποιος τον ρώτησε, ποια είναι η βασική προϋπόθεση της ελευθερίας ο Δημώναξ αποκρίθηκε ότι ως ευδαιμονία θεωρεί τον ελεύθερο. Και όταν ο άλλος παρατήρησε ότι ελεύθεροι είναι πολλοί, τότε ο Δημώναξ συμπλήρωσε: «Αλλ’ εκείνον είναι (ελεύθερον) νομίζω τον μήτε ελπίζοντα τι, μήτε δεδιότα» (Λουκιανός: Βίος Δημώνακτος, 38,26) Δηλαδή εκείνος νομίζω ότι είναι ελεύθερος που δεν ελπίζει σε τίποτα και δεν φοβάται τίποτα».

Κάπως έτσι και ο Καζαντζάκης. Σήκωσε τεράστια βάρη, τόλμησε να πει πράγματα όχι συμπαθή και να ζήσει έναν περιπλανώμενο βίο. Αυτό ήταν άλλωστε που τον συνέδεσε με τον λογοτεχνικό εκφραστή της αλητογραφίας, τον κεφαλονιτο-ρουμάνο συγγραφέα Παναϊτ Ιστράτι. Υπήρξε ευτύχημα για τον Καζαντζάκη που έζησε ένα μεγάλο μέρος της ζωής του εκτός Ελλάδος και ειδικά το τελευταίο, όταν τον στεφάνωσε η παγκόσμια δόξα, ενώ στην Ελλάδα ποικίλοι κύκλοι λογοτεχνικοί, κριτικοί, θρησκευτικοί, δημοσιογραφικοί έκαναν το παν να του μαδήσουν τούτο το στεφάνι.

3

Μπορεί να του στέρησαν το βραβείο Νόμπελ, αλλά όπως έχει ειπωθεί τα βραβεία είναι για αυτούς που τα έχουν ανάγκη. Δεν θα πω ότι υπήρξα θαυμαστής του Καζαντζάκη. Αλλά σεμνύνομαι ότι υπήρξα υπερασπιστής των έργων του σε μια εποχή που τα έργα αυτά βρίσκονταν υπό ένα καθεστώς πνευματικού αναθέματος.

Αυτό που εκτιμώ στην περίπτωση του ανθρώπου Καζαντζάκη-και αυτό προβάλω ως παράδειγμα στους νέους -είναι τούτο: Ύψωσε στη νιοστή τα προσόντα που του χάρισε η φύση χάρη στην πρωτοφανή εργατικότητά του. Άλλοι με πλουσιότερο ταλέντο έμεινα χαμηλά επειδή δεν εργάστηκαν σκληρά, επειδή δεν είχαν στενή επαφή με το βιβλίο και τη γραφή.

Η Έλλη Αλεξίου αδερφή της πρώτης γυναίκας του Νίκου Καζαντζάκη, της Γαλάτειας, στην πλήρη ωριμότητά της έγραψε ένα βιβλίο για τον πρώην γαμπρό της που είχε τίτλο : «Ήθελε να γίνει μεγάλος» Ο Καζαντζάκης ήταν μεγάλος κατά την έννοια που πολλοί είναι μεγάλοι αλλά δεν υποβάλλονται σε μόχθους, στερήσεις, θυσίες για να αναδείξουν αυτό το στοιχείο της μεγαλοσύνης. Ο Καζαντζάκης μόχθησε όσο κανείς άλλος συγγραφέας της εποχής του.

Έγινε ένας κουρσάρος του πνεύματος. Ταξίδεψε σε όλο τον κόσμο, γνώρισε επιφανή πρόσωπα της πολιτικής και του πολιτισμού, έμαθε ξένες γλώσσες, γερά αρχαία ελληνικά, διάβαζε όλη την παλιά και νέα λογοτεχνία, εισχώρησε στα πιο πυκνά δώματα της φιλοσοφίας Δύσης και Ανατολής και έγραψε όσο κανείς άλλος τη δική του εποχή.

Και μόνο οι επιστολές του και οι ανταποκρίσεις του καλύπτουν τα ράφια μια βιβλιοθήκης. Υπηρέτησε την ποίηση, το θέατρο , τη δημοσιογραφία, το μυθιστόρημα, τις ταξιδιωτικές περιγραφές το φιλοσοφικό δοκίμιο. Ήταν ένας δεκαθλητής του πνεύματος.

Και τέλος στάθηκε τυχερός που βρήκε στο πρόσωπο του Κίμωνα Φράιερ ένα μεταφραστή, που χάρη στα υπέροχα αγγλικά του άπλωσε την ανάγνωση του Καζαντζάκη σε όλη τη γη. Ο «Καπετάν Μιχάλης» εκπρόσωπος ενός απελπισμένου ηρωισμού (να πολεμάς ακόμη κι όταν ξέρεις πως θα πεθάνεις) έγινε παγκόσμιο σύμβολο πάλης για την ελευθερία.

Σαράντος Καργάκος

 

 

 

 

 

* (Ο Σαράντος Καργάκος μου ταχυδρόμησε το χειρόγραφο της ομιλίας του, μετά από παράκλησή μου, υλικό που πλέον αποτελεί μέρος του πολύτιμου αρχείου της Πανελλήνιας Ένωσης Λογοτεχνών).

 

 

 

Ο ύπνος της λογικής γεννά τέρατα (ένα σχόλιο για τη «λογική» της εποχής μας)

$
0
0
Γράφει η Εύα Μοδινού //

 

 

 

Κοιτάζοντας το χαρακτικό του Ισπανού ζωγράφου Φρανθίσκο Γκόγια «Ο ύπνος της λογικής γεννά τέρατα», σκέφτηκα πόσο επίκαιροι και διαχρονικοί μπορούν να γίνουν οι μεγαλοφυείς καλλιτέχνες.

 

Το χαρακτικό απεικονίζει έναν άντρα, μάλλον τον ζωγράφο, που έχει γείρει πάνω σ’ ένα τραπέζι κι έχει παραδοθεί στον ύπνο. Ολόγυρά του φτερουγίζουν τερατώδεις νυχτερίδες και κουκουβάγιες με αφύσικα απειλητικά μάτια. Μια από αυτές τού έχει αρπάξει τα πινέλα του.

Το έργο αυτό ανήκει σε μια σειρά 80 χαρακτικών με τίτλο «Καπρίτσια», στην εισαγωγή των οποίων, ο Γκόγια γράφει: «Η φαντασία που εγκαταλείπεται από τη λογική δημιουργεί ανυπόφορα τέρατα, όταν ενώνεται μαζί της, είναι η μητέρα όλων των τεχνών και η πηγή όλων των θαυμάτων».

Το συγκεκριμένο έργο ωστόσο, κατά τη γνώμη μου, έχει διπλή ερμηνεία. Αφ’ ενός την φαντασία που εγκαταλείπεται από την λογική και γίνεται τερατώδης, αφ’ ετέρου την λογική που εγκαταλείπει την συνείδηση και γίνεται τυραννική. Και στην εποχή μας, δυστυχώς, βιώνουμε το πρώτο, με παρελάσεις τύπου «Φεστιβάλ Υπερηφάνειας Αθήνας – Athens pride», και το δεύτερο με τη νέα τάξη των πολιτικών εκείνων που μιλούν και δρουν «λογικά», αλλά χωρίς συνείδηση (με την ηθική και με την εθνική έννοια).

Ο Γκόγια, όπως είχε πει και ο ίδιος, με τα χαρακτικά του αυτά (τα «Καπρίτσια») ήθελε να καταγγείλει «τα ανθρώπινα πάθη και τις διαστροφές».

Γιατί, λόγω της καλλιτεχνικής του καταξίωσης, υποχρεώθηκε να υπηρετήσει την άρχουσα τάξη της εποχής του, στην αυλή του Καρόλου Δ΄(1789) και να ζήσει άμεσα το περίλαμπρο, διεφθαρμένο της περιβάλλον, ενώ ο λαός ζούσε μέσα στη φτώχια, στην πείνα, στην δεισιδαιμονία, ευάλωτος στην εξαπάτηση, στην πορνεία, στην μαγεία.

Άραγε αν ζούσε στην εποχή μας, τι θα ζωγράφιζε; Ή μήπως τα ανθρώπινα πάθη και οι διαστροφές είναι κι αυτά διαχρονικά;

Ο μεγάλος αυτός ζωγράφος εξ αιτίας της εμπειρίας του στο διεφθαρμένο περιβάλλον της άρχουσας τάξης, η οποία συνδυάστηκε με την ελεύθερη φύση του καλλιτέχνη, έγινε οπαδός του Διαφωτισμού. Οι ελπίδες του, όμως, διαψεύστηκαν οικτρά, όταν έγινε μάρτυρας των θηριωδιών των γάλλων στρατιωτών, κατά την εξαγωγή της επανάστασης του Ναπολέοντα στην χώρα του. Το χαρακτικό «Ο ύπνος της λογικής γεννά τέρατα» μοιάζει να είναι προάγγελος αυτής της διάψευσης. Σαν να μας προειδοποιεί πως όσοι υποστηρίζουν τους «αγνότερους» σκοπούς, μπορεί να γίνουν θηρία πραγματοποιώντας τους. «Ο σκοπός αγιάζει τα μέσα», λένε οι φανατικοί της εξουσίας. Ίσως αυτός να είναι και ο ύπνος της λογικής που γεννά τα τέρατα. Μιας λογικής πιθανόν επιδέξιας, πειστικής, που γλιστρά, ωστόσο, εύκολα στην ανοησία και στην τυραννία, όταν προσπαθεί να επιβάλλει την εξουσία της. Τελικά, η εξουσία διαφθείρει, ίσως γιατί έχει την δική της λογική που γεννά τέρατα. Και τον δικό της ύπνο που τα μεγεθύνει.


Η φαναριώτικη λογοτεχνία

$
0
0
Γράφει ο Αγησίλαος Κ. Αλιγιζάκης // *

 

«Φαναριώτικα και αστικά στιχουργήματα στην εποχή του νεοελληνικού Διαφωτισμού,» επιστημονική επιμέλεια: Ίλια Χατζηπαναγιώτη-Sangmeister, Χαρίτων Καρανάσιος, Mathias Kappler, Χαράλαμπος Χοτζάκογλου, Πανεπιστήμιο Κύπρου, Εταιρεία Κυπριακών Σπουδών, εκδ. Ακαδημία Αθηνών Κέντρον Ερεύνης του Μεσαιωνικού και Νέου Ελληνισμού, Αθήνα 2013».

 

Όλοι γνωρίζουν τα δημοτικά τραγούδια, ειδικά αυτά που σώζονται από την περίοδο της Τουρκοκρατίας. Ελάχιστοι, όμως, γνωρίζουν ότι την ίδια περίοδο συνυπήρχαν και τα αστικά λαϊκά στιχουργήματα-τραγούδια. Ήταν τραγούδια που γεννήθηκαν στην Κωνσταντινούπολη και έφτασαν σ’ εμάς μέσα από χειρόγραφα, τις μισμαγιές, δηλαδή τις χειρόγραφες συλλογές του 18ου και 19ου αιώνα που βρέθηκαν σε βιβλιοθήκες στην Ρουμανία, την Κωνσταντινούπολη, την Αυστρία και σε περιοχές της ελληνικής διασποράς. Σήμερα γνωρίζουμε την ύπαρξη 50 συλλογών, οι οποίες μελετήθηκαν και αναλύθηκαν στο επιστημονικό συμπόσιο «Φαναριώτικα στιχουργήματα» (Κύπρος 7-9 Ιουνίου 2012) και παρουσιάζονται στην παρούσα έκδοση της Ακαδημίας Αθηνών.

Η φαναριώτικη στιχουργική δημιουργία αντιπροσωπεύει την αστική λογοτεχνία της προεπαναστατικής Ελλάδας και η κατανόησή της στηρίζεται στην γνώση βασικών ιστορικών γνώσεων, όπως αυτές αναφέρονται στο κεφάλαιο του Μιχάλη Μιχαήλ «Δυτικές όψεις μιας κοινωνίας της Ανατολής». Ο συγγραφέας του κεφαλαίου εξηγεί ότι η οθωμανική ιστοριογραφία χωρίζεται σε δυο μεγάλες χρονικές περιόδους, την περίοδο των κατακτήσεων ή της ακμής ή  «κλασική περίοδο» (14ος-16ος αιώνας) και την περίοδο 17ος, 18ος και 19ος αιώνας, όπου η οθωμανική αυτοκρατορία παρουσιάζει κοινωνικές, πολιτικές και πολιτισμικές μεταβολές. Η αρχή γίνεται με τον σουλτάνο Αχμέτ Γ, ο οποίος εγκαινιάζει την «Εποχή των Τουλιπών» (1703-1730) και στρέφεται προς τον δυτικό πολιτισμό. Μέσω της διπλωματίας η οθωμανική αυτοκρατορία γνωρίζει τον δυτικό πολιτισμό και αρχίζει να επηρεάζεται σε όλες τις πολιτισμικές, κοινωνικές, οικονομικές και στρατιωτικές πτυχές της καθημερινότητας. Τότε δημιουργείται και το πρώτο κρατικό ισλαμικό τυπογραφείο στην Κωνσταντινούπολη (1727), με πρωτοβουλία του Ιμπραήμ Μουτεφερρικά. Με άλλα λόγια, η αυτοκρατορία εξευρωπαΐζεται, με αποτέλεσμα οι  κοινωνικές μεταβολές  να οδηγήσουν στην εμφάνιση μιας νέα άρχουσας τάξης με αστικά στοιχεία, στην οποία σημαντική θέση κατέχει η ελληνική παροικία της Πόλης, οι Φαναριώτες. Ξεκινώντας ως δραγουμάνοι (διερμηνείς) στις διπλωματικές αποστολές χάρη στη μόρφωση τους και με τη βοήθεια της οικονομικής ευμάρειας που τους εξασφαλίζει το εμπόριο γρήγορα καταλαμβάνουν θέσεις ως ηγεμόνες στην Μολδαβία και τη Ρουμανία.

Οι Φαναριώτες μαζί με τους Αρμένιους, Εβραίους, τους Λεβαντίνους και τους Οθωμανούς εκφράζονται μέσω της αστικής λαϊκής στιχουργικής, συνθέτοντας ποιήματα, τραγούδια. Με τον τρόπο αυτό γεννιούνται τα κοντζάκια (λαϊκά ερωτικά δίστιχα) και άλλα φαναριώτικα στιχουργήματα πολλά από τα οποία συνθέτονται από τους πρωτοψάλτες του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως, όπως τον Ιάκωβο Γιακουμάκη (ή κυρ- Ιακωβάκη, 1740-1801). Αυτά τα λαϊκά στιχουργικά πολυπολιτισμικά δημιουργήματα, τα οποία γίνονται και τραγούδια, υποστηρίζονται ο Παναγιώτης Κοδρικάς, ο Αντώνης Κορωνιός, ο Ιωάννης Καρατζάς (Έρωτος αποτελέσματα, 1792)  και γενικότερα η Σχολή του Ρήγα Φεραίου (στο Σχολείον του Ρήγα υπάρχουν ενσωματωμένα φαναριώτικα τραγούδια). Αυτή η λογοτεχνική τάση της δεκαετίας του 1790 ήρθε σε σύγκρουση με τους εκπροσώπους του κοραϊκού Νεολληνικού Διαφωτισμού, τον Δημήτρη Καταρτζή, τον Λάμπρο Φωτιάδη, κ.ά. Αυτοί υποστήριζαν την ποιητική αναγέννηση του ελληνισμού και την διαμόρφωση της εθνικής συνείδησης μέσω της αρχαιοελληνικής ποίησης, όπως την ανακρεοντική ποίηση και φυσικά την ανάλογη αρχαΐζουσα ελληνική γλώσσα. Έτσι, στην Κωνσταντινούπολη δημιουργούνται δυο λογοτεχνικές τάσεις, η αστική λαϊκή και η αρχαιοελληνική. Από την αρχαιοελληνική θα προκύψει μετά το 1830 η Α’ Αθηναϊκή Σχολή (Κλασικορομαντισμός) με σημαντικότερους εκπροσώπους τους λόγιους Φαναριώτες, αδελφοούς Σούτσους, Α. Ραγκαβή, κ.ά.

Σημαντικό λογοτεχνικό έργο, αντιπροσωπευτικό του κωνσταντινοπουλίτικου πολιτισμικού παλίμψηστου είναι Η Βοσπορομαχία του σενιόρ Μονμάρς (1766), ενώ χαρακτηριστική εικόνα του μουσικού πολιτισμικού περιβάλλοντος της Πόλης είναι η περιγραφή της Ίλιας Χατζηπαναγιώτη, η οποία αναφέρεται για την περίοδο 1761-1762: «[…]Εκείνον τον πολύχρωμο κόσμο των ντόπιων και φράγκων[…]που έπαιζαν λύρες, «μουσκάλι» κιθάρες, βγιολίνια», τραγουδώντας κοντάκια και φαναριώτικα τραγούδια[…]» (σελ. 34).

 

 

Κλείνοντας πρέπει να τονιστεί ότι το 1817 αποτελεί χρονική τομή στην φαναριώτικη ποιητική παραγωγή, καθώς τότε εκδίδονται οι περισσότερες ποιητικές συλλογές, όπως τα «Λυρικά» του Χριστόπουλου, «Μέλη Ανακρεοντικά»  του Ιωάνννη Ζαμπέλιου, «Ωδή στο Έαρ» του Κωνσταντίνου Νικολόπουλου, κ.ά. Αξιοσημείωτες είναι και οι πηγές των συγγραφέων του συλλογικού τόμου, όπως η αρχαιότερη ελληνική εφημερίδα η «Εφημερίς» που εκδιδόταν στην Βιέννη από τους αδελφούς Μαρκίδες, καθώς και η αρχειακή έρευνα στις Βιβλιοθήκες του Βουκουρεστίου, του Ιάσιου, κ.λπ.

Εν κατακλείδι θα λέγαμε ότι το αξιόλογο συλλογικό πόνημα Φαναριώτικα και αστικά στιχουργήματα στην εποχή του νεοελληνικού Διαφωτισμού προσφέρει πολλά νέα στοιχεία στην έρευνα του φαναριώτικου πολιτισμού γενικότερα και της φαναριώτικης λογοτεχνίας ειδικότερα. Χάρη στις μελέτες, τις εργασίες και τις δημοσιεύσεις των συγγραφέων γίνεται γνωστή σε όλους η άγνωστη και πολλές φορές παρεξηγημένη προσφορά των Φαναριωτών στον σύγχρονο νεοελληνικό πολιτισμό.

 

 

* Αγησίλαος Κ. Αλιγιζάκης: ιατρός ορθοπεδικός, πολιτισμολόγος

 

 

Η χαμένη αξία της Κυριακής

$
0
0
Του Νίκου Τσούλια //

 

 

Η αμφισβήτησή της προέκυψε από πολλούς παράγοντες, πολιτισμικούς, κοινωνικούς και οικονομικούς. Η εφαρμογή της πενθήμερης εργασίας ήταν ένα καθοριστικό βήμα στην «αποκαθήλωσή της». Τα σχολεία και τα πανεπιστήμια και συνακόλουθα ο κόσμος των παιδιών και των νέων καθώς και οι δημόσιες υπηρεσίες πρόσθεσαν στην ατζέντα της εβδομαδιαίας αργίας τους εκτός της παραδοσιακής Κυριακής και το Σάββατο. Και τα πράγματα πήραν έναν καινούργιο δρόμο πλέον.

 

 

Εν τω μεταξύ έντονοι και εκτεταμένοι μετασχηματισμοί έχουν ήδη λάβει χώρα στην ελληνική κοινωνία που εκσυγχρονίζεται με «δρομαίον βήμα». Ο αγροτικός πληθυσμός συρρικνώνεται και μαζί του αποσύρεται μια ολόκληρη πολιτιστική φυσιογνωμία του ελληνικού λαού. Η μαζική αστικοποίηση φέρνει νέα ήθη και έθιμα. Η Κυριακή για τους αγρότες ήταν μέρα ξεκούρασης, μέρα γιορτής και θρησκευτικής αναφοράς. Ο εκκλησιασμός δεν είχε απλά και μόνο το θρησκευτικό του χρώμα, αλλά αποτελούσε μια ισχυρή παράδοση που συνδεόταν με τη συνέχειά του στα καφενεία και στις πλατείες των χωριών, με το περιποιημένο φαγητό, με το κυριακάτικο τραπέζι, με τα γιορτινά ρούχα, με τη χαλάρωση στο ασφυκτικό κλίμα της φτώχειας. Οι αγρότες «έπαιρναν ανάσα» την Κυριακή και παράλληλα σχεδίαζαν τον προγραμματισμό της εβδομάδας.

Η Κυριακή μπορεί να ήταν «μικρή γιορτή», αλλά ήταν παρούσα με την περιοδικότητά της και μπορούσες να υπολογίζεις πολλά σ’ αυτήν. Ακόμα και τα όνειρά μας τα νιώθαμε ότι ήταν κυριακάτικα. Για τον παιδόκοσμο μια μέρα χωρίς σχολείο, χωρίς φωνές και φόβο από τους δασκάλους ήταν μέρα χαράς. Υπήρχε και κάτι άλλο εξίσου σημαντικό γεγονός για τα αγόρια, το ποδόσφαιρο της Κυριακής. Τότε οι αγώνες γίνονταν μόνο Κυριακή και μάλιστα μόνο απόγευμα. Οι ποδοσφαιρικές συναντήσεις των μεγάλων ομάδων θα συνδεθούν με τις ειδικές ραδιοφωνικές εκπομπές του «Εθνικού Ιδρύματος Ραδιοφωνίας» αλλά και με το δικό μας ποδόσφαιρο στις αλάνες, στους δρόμους, στις πλατείες, στα χωράφια.

Η αστικοποίηση του πληθυσμού μετασχημάτισε τις συνήθειες των ανθρώπων. Στις πόλεις δεν υπάρχει ο στενά συνδεδεμένος κοινωνικός ιστός των χωριών. Στις εκκλησίες δεν θα είναι όλοι γνωστοί ούτε στα καφενεία θα γίνουν οι συζητήσεις για τις υποθέσεις του χωριού, και έτσι το παραδοσιακό πεδίο αναφοράς της Κυριακής θα χάσει το περιεχόμενό του και η ίδια η Κυριακή θα βλέπει την ακτινοβολία της να ξεθωριάζει στις ψυχές των ανθρώπων. Τώρα η χαρά δεν θα έρχεται από την απλή ανάπαυλα και από το ξεχωριστό χρώμα της Κυριακής. Τώρα το Σάββατο είναι πιο δελεαστικό, γιατί έχει τη συνέχειά του και το αποκούμπι του στην Κυριακή, ενώ η Κυριακή θα θυμίζει περισσότερο τη μισητή Δευτέρα.

Τώρα η χαρά έρχεται από την καταναλωτική «κουλτούρα», από τα ψώνια που δεν θα είναι μια «στο τόσο», όπως ήταν μέχρι τώρα, αλλά θα αποτελούν σταθερή αναφορά για τους Έλληνες που βλέπουν το εισόδημά τους να γίνεται όλο και πιο αυξανόμενο και οι σταθεροί μισθοί, δημοσιοϋπαλληλικοί και εργατικοί, να αναιρούν την αβεβαιότητα του πενιχρού ούτως ή άλλως αγροτικού εισοδήματος. Τώρα το πρωινό της Κυριακής προσφέρεται ως ραχάτι, ως παρατεταμένη προσφορά στον ύπνο και τίποτα δεν παρακινεί τους ανθρώπους να βάλουν τα «καλά τους» και να προχωρήσουν προς τις εκκλησίες και προς της πλατείες. Άραγε η σημερινή γενικευμένη προέκταση του νυχτερινού ύπνου των νέων στη διάρκεια του πρωινού να έχει τις απαρχές της και τις καταβολάδες της απ’ αυτό το μετασχηματισμό του Κυριακάτικου πρωινού;

Μπορεί η Κυριακή να βρει τη χαμένη αξία της; Στους καιρούς της σημερινής πολύπλευρης κρίσης και της πολλαπλής δοκιμασίας όλες οι εικόνες και οι παραστάσεις της ζωής μας είναι υπό μετασχηματισμό. Όχι, δεν έχει κανένα νόημα μια λογική επιστροφής στο παρελθόν. Κάτι τέτοιο δεν είναι επιθυμητό όχι απλά και μόνο γιατί δεν μπορεί να γίνει, αλλά και γιατί αν γινόταν, θα ήταν μάλλον εφιαλτικό. Σήμερα η αυτοκριτική και ο αναστοχασμός είτε σε προσωπικό είτε σε συλλογικό πεδίο έχουν νόημα και αξία, για να εξετάσουμε πού λοξοδρομήσαμε, πώς χαθήκαμε στους πολλαπλούς δρόμους των… πόλεων και του σύγχρονου κόσμου, γιατί μαγευτήκαμε από τα άφθονα καθρεφτάκια του καταναλωτισμού, γιατί «πήραμε τη ζωή μας λάθος»…

Σήμερα χρειαζόμαστε να πάρουμε μια ανάσα – αναγκαστική πλέον – από το κυνήγι των άπειρων προσδοκιών, από το δέλεαρ των αλυσιδωτών επιτυχιών, να σταματήσουμε να τρέχουμε χωρίς να ξέρουμε καταπού πηγαίνουμε και ποιος είναι ο στόχος της ζωής μας… Σήμερα νοσταλγούμε τη χαμένη αξία της Κυριακής. Όχι δεν είναι μια συνηθισμένη νοσταλγία ως στοιχείο του παρελθόντος. Είναι μια δρώσα ολοζώντανη ψυχική ανάγκη για να ξαναδώσουμε τη λαμπρότητα και την ακτινοβολία στην Κυριακή που την πήραν οι λανθασμένοι δρόμοι μας.

Νοσταλγούμε τη γλυκιά μελαγχολία που ερχόταν με το ηλιοβασίλεμα της Κυριακής αλλά συνάμα και την πιο γλυκιά προσμονή της επόμενης Κυριακής, της κάθε Κυριακής. Γιατί την Κυριακή η φύση ήταν διαφορετική από τις άλλες ημέρες, γιατί μαζεύαμε αγριολούλουδα μόνο για το τραπέζι της Κυριακής. Γιατί η Κυριακή είχε πάντα ένα ξεχωριστό φωτεινό κομμάτι στο σκέψη μας και στο όνειρό μας, γιατί η Κυριακή ήταν η προσωπική ημέρα του καθενός μας…

 

 

 

Ο οικουμενικός Καβάφης της Μάρθας Βασιλειάδη

$
0
0
Γράφει ο Αγησίλαος Κ. Αλιγιζάκης //

 

Μάρθα Βασιλειάδη, «Ο Κ.Π. Καβάφης και η λογοτεχνία της Παρακμής. Μορφές, Θέματα, Μοτίβα», μτφρ Τιτίκα Καραβία, εκδ.,Gutenberg, Αθήνα 2017.

 

Ο Καβάφης είναι αναμφισβήτητα ο μεγαλύτερος Έλληνας ποιητής του 20ου αιώνα. Αναμφισβήτητη είναι και η ποιητική μοναδικότητά του, καθώς δεν μπορεί να ενταχθεί σε κανένα λογοτεχνικό ρεύμα: «Αδιαμφισβήτητα ρομαντικός στο ξεκίνημά του, συμβολιστής στην πορεία, ο Αλεξανδρινός ποιητής από το 1911 – χρονιά καθοριστική για την τομή που παρατηρείται στο έργο του – βρίσκει πλέον τη δική του φωνή, πάντοτε αμφιλεγόμενη και παράδοξη, προϊόν ενός ιδιότυπου «ρεαλισμού» που δεν απαντά σε καμία ποιητική σχολή». Αυτά είναι μερικά λόγια από την εισαγωγή του νέου πονήματος Ο Κ.Π. Καβάφης και η λογοτεχνία της Παρακμής. Μορφές, Θέματα, Μοτίβα της επίκουρης καθηγήτριας Νεοελληνικής Φιλολογίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης Μάρθας Βασιλειάδη.

Εμπλουτίζοντας τη διδακτορική της διατριβή με νέα βιβλιογραφία και έρευνα η συγγραφέας αναλύει, με ύφος λιτό και πειστικό, στο πρώτο μέρος τις μορφές της παρακμής στην ποίηση του Καβάφη, επικεντρώνοντας  στις μοιραίες γυναίκες, την παρακμή των ρωμαίων αυτοκρατόρων και τον μύθο του Ιουλιανού. Στο δεύτερο μέρος πραγματεύεται τα θέματα και τα μοτίβα της παρακμής, όπως τον θάνατο των θεών, τους βαρβάρους και τις γραφές του θανάτου. Επίσης, χρησιμοποιεί ελάσσονες και γνωστούς ποιητές της Παρακμής για να συγκρίνει το ποιητικό τους έργο με το αντίστοιχο καβαφικό.

Υπάρχουν μοιραίες γυναίκες στην ποιητική δημιουργία του Καβάφη; Η απάντηση είναι όχι, σύμφωνα με την Μάρθα Βασιλειάδη, η οποία τεκμηριώνει την άποψή της με την ανάλυση των ποιημάτων της «Λάμιας» και της «Σαλώμης». Ταυτόχρονα, ο ποιητής αναβαθμίζει το ανδρικό πρότυπο, τον Οιδίποδα και τον Σοφιστή, σε σχέση με τη Σφίγγα και τον Σαλώμη, αντίστοιχα.

Η άρνηση του Αλεξανδρινού να χρησιμοποιήσει ποιητικά «την αιματηρή και φονική πλευρά της ρωμαϊκής ιστορίας», καθώς και την υπέρμετρη πολυτέλεια και μεγαλομανία των Ρωμαίων αυτοκρατόρων, τον οδηγούν στην επιλογή του φιλοσοφικού στοχασμού και τη σύνδεσή του «με την έκφραση μιας απροσδιόριστης μελαγχολίας». Αυτό επιτυγχάνεται με τη χρήση απαγορευμένων ηδονών, σύγχρονων ή ψευδοϊστορικών, όπως φαίνεται στα ποιήματα, «Ο θάνατος του αυτοκράτορος Τάκιτου», «Το τέλος του Αντωνίου», «Απολείπειν ο Θεός Αντώνιον», «Τα βήματα» (αφιερωμένο στον Νέρων) και «Η διορία του Νέρωνος».

Βέβαια, το ιστορικό πρόσωπο, το οποίο αποτέλεσε την βασική ποιητική έμπνευση πολλών ποιητών της Παρακμής και φυσικά του Καβάφη – αφιέρωσε δώδεκα ποιήματα από τα οποία το ευρύτερα γνωστό είναι «Εις τα περίχωρα της Αντιόχειας» – ήταν ο Ιουλιανός ο Παραβάτης. Ωστόσο, ο Αλεξανδρινός θεωρεί και παρουσιάζει τον Ιουλιανό ως πρόσωπο γκροτέσκο και συνάμα τραγικό, καθώς «ενσαρκώνει πάντοτε τη μορφή του Άλλου. Μεταξύ ειδωλολατρείας και χριστιανισμού, η ανικανότητα του Ιουλιανού να καθορίσει για τον εαυτό του μία και μόνη πίστη περιγράφεται από τον Καβάφη ως εμπειρία εξορίας».

Βασικό θέμα και ταυτόχρονα ποιητικό μοτίβο της Παρακμής είναι ο θάνατος των θεών. Κι εδώ ο Καβάφης πρωτοτυπεί, καθώς εξανθρωπίζει τους θεούς με τη διαδικασία της μύησης στις ηδονές. Αποδίδει στους θεούς το ιδανικό, νεανικό σώμα έφηβων ανδρών, δηλαδή ορίζει τη θεϊκή αθανασία ως «προσήλωση των θεών στον κόσμο των θνητών».

«Και τώρα τι θα γένουμε χωρίς βαρβάρους» («Περιμένοντας τους Βαρβάρους»). Είναι φανερό ότι βρισκόμαστε στο Fin de siècle του 19ου αιώνα. Ο Καβάφης χρησιμοποιώντας τη γλώσσα αντιλαμβάνεται το τέλος ως σύγκρουση πολιτισμών. Άλλωστε, η λέξη βάρβαρος αποδίδεται από τους αρχαίους Έλληνες στους ξένους, λόγω της ακουστικής της γλώσσας ως «βαρ, βαρ».

 

Μάρθα Βασιλειάδη

 

Η θεματική και ταυτόχρονο μοτίβο των γραφών του θανάτου συνδέεται με τον πολιτισμό της Ύστερης Αρχαιότητας, οράματα, σύμβολα και λογοτεχνικά πρόσωπα. Εδώ κυρίαρχη θέση έχουν τα δώδεκα επιτύμβια του Αλεξανδρινού. Η δημιουργική σιωπή του ποιητή αποδίδεται αριστοτεχνικά με «κενά, ομιλία διατυπωμένη με σιωπές», καθώς ο ίδιος λειτουργεί ως αναγνώστης της επιτύμβιας επιγραφής. Αποστασιοποιημένος συναισθηματικά, χωρίς λυρικές εξάρσεις ή οίκτο, ψιθυρίζει ύμνους στον έρωτα (π.χ. « Η Κηδεία του Σαρπηδόνος»). Εξιδανικεύει τον νεκρό υμνώντας το θνητό σώμα που δεν έχει ακόμα φθαρεί από τη σήψη του θανάτου.

Ο Καβάφης, ποιητής ιστορικός, κρύβεται πάντα «πίσω από ένα προσωπείο». Με ύφος δραματικό, κατεξοχήν ειρωνικό, αρέσκεται να «παίζει με τον αναγνώστη του μέλλοντος, διότι το μέγεθος του ποιητικού αναστήματος του Αλεξανδρινού δεν έγινε αντιληπτό στους συγκαιρινούς του, ποιητές και αναγνώστες. Έχοντας οικουμενικό ποιητικό βλέμμα αγκάλιασε το «ελληνικό» σωματοποιώντας ποιητικά τη μνήμη, τις υλικές και πνευματικές προσωπικές αναμνήσεις, με τη χρήση της φαντασίας και ενίοτε του μύθου. Από τα παραπάνω γίνεται φανερό ότι η Μάρθα Βασιλειάδη ταξιδεύει νοσταλγικά και επιτυχημένα τον αναγνώστη στο καβαφικό ποιητικό πέλαγος με πυξίδες την άριστη επιστημονική τεκμηρίωση, την συνδυαστική-συγκριτική σκέψη, το λιτό ύφος και την όμορφη ελληνική γλώσσα.

 

  

Το πέρασμα του χρόνου

$
0
0
Του Νίκου Τσούλια //

 

 

Ένα δευτερόλεπτο μάς αλλάζει τον χρόνο, μάς οδηγεί στο νέο έτος, μάς μεγαλώνει θέλουμε δεν θέλουμε κατά μια χρονιά. Αυτό το δευτερόλεπτο είναι σαν όλα τα άλλα όμοιά του, όπως είναι όμοιες όλες οι σταγόνες του νερού. Αλλά τελικά δεν είναι όλα τα δευτερόλεπτα ίδια ούτε και οι σταγόνες του νερού φυσικά αφού η μια που ξεχειλίζει το ποτήρι έχει κάνει μια ανατροπή που δεν έκαναν οι άλλες.

 

 

 

Και δεν είναι όλα τα δευτερόλεπτα τα ίδια γιατί δεν έχουν το ίδιο περιεχόμενο, γιατί δεν περνούν από πάνω μας με τον ίδιο τρόπο. Τα δευτερόλεπτα είναι ίδια μόνο για το ρολόι και για τα κάθε λογής χρονόμετρα και για τις συμβατικές συνεννοήσεις των ανθρώπων. «Όσα δεν φέρνει ο χρόνος τα φέρνει η στιγμή», λέει η λαϊκή παροιμία. Το βλέπουμε και εμείς στην καθημερινή μας ζωή. Ο χρόνος που κάθε φορά βιώνουμε αφήνει διαφορετικά αποτυπώματα στη ζωή μας ανάλογα με τις ποικίλες κάθε φορά αντικειμενικές συνθήκες αλλά και με τη δική μας αυτοφυή ψυχική διάθεση.

Όσο τεμαχίζουμε το χρόνο με τις τεχνικές της επιστήμης και της τεχνολογίας με τα second και με τα microsecond, τόσο πιο γρήγορα τρέχει. Όσο πιο πολύ τον επιμερίζουμε στην καθημερινότητά μας, τόσο πιο πολύ περνάει σα νερό ορμητικό στο ρυάκι. Όσο πιο πολύ κουβεντιάζουμε μαζί του ή ασχολούμαστε με αυτόν, τόσο πιο πολύ μάς καταδυναστεύει. Αν μπορούμε να «βλέπουμε» τη ζωή μας – την παρελθούσα μέσω της μνήμης και την μελλοντική μέσω της φαντασίας μας, έστω και αν δεν ξέρουμε την επόμενη στιγμή αν ζούμε – σαν μια ενότητα, ενιαία και αδιαίρετα, αν η σκέψη μας απλωνόταν κάθε στιγμή σε όλο το φάσμα της ύπαρξής μας, τότε θα είχαμε μια άλλη θεώρηση του χρόνου. Τότε ο χρόνος θα είχε μικρότερη αγχωτική επίδραση επί του εαυτού μας, τότε ο χρόνος θα είχε σχετική αξία όπως έχει και η άλλη δίδυμη όψη του, ο χώρος.

Ο χρόνος συναρτάται με την πολιτισμική μας κοσμοθεώρηση, με τη φιλοσοφία της ζωής μας. Άλλη άποψη είχαν για το χρόνο οι αγροτικές κοινωνίες, όπου ο χρόνος δεν έμπαινε έντονα στο ζύγι των ρολογιών, άλλη οι βιομηχανικές κοινωνίες, όπου ο χρόνος τυποποιήθηκε και απέκτησε μόνο μετρήσιμες όψεις και άλλη οι αναδυόμενες μεταβιομηχανικές κοινωνίες, όπου ο χρόνος συμπυκνώνεται πολύ έντονα με άγνωστες ακόμα τις σχεδόν δραματικά προδιαγραφόμενες επιπτώσεις του. Ακόμα και στην ίδια εποχή οι κατηγοριοποιήσεις της πρόσληψης και της βίωσης του χρόνου είναι πολλές και εξαρτώνται και από αντικειμενικά και από υποκειμενικά στοιχεία. Αρκεί να αναλογιστούμε το πόσο διαφορετικά ρέει ο χρόνος για έναν κάτοικο της πόλης που θα ζήσει για κάποιο διάστημα σε ένα χωριό και οι απασχολήσεις του πάρουν άλλα χαρακτηριστικά. Έτι περαιτέρω, η διαφοροποίηση του χρόνου στις διάφορες περιόδους της ανθρωπότητας βεβαίως συναρτάται και με το αξιακό πεδίο και με τις κρατούσες συλλογικές φαντασιώσεις και με τους οραματισμούς που αναπτύσσονται.

Ο χρόνος επηρεάζει πολύ την αντίληψη που έχουμε για τον εαυτό μας και για τον Κόσμο. Μάς χρωματίζει το σκηνικό του χώρου, μάς διαστέλλει και μάς συστέλλει το χώρο. Αυτό συνιστά μια υποκειμενική πρόσληψη της πραγματικότητας, γιατί ο χώρος με το χρόνο είναι μια ενιαία «οντότητα», ο χωροχρόνος, μόνο που εμείς δεν μπορούμε να γευτούμε την ενότητα αυτή και την τέμνουμε στα δύο.

Αλλά η αδυναμία για μια ολιστική προσέγγισή μας για τη φύση του χρόνου έχει και άλλες όψεις. Όχι μόνο δεν μπορούμε να αντιληφτούμε την ενότητα του χωροχρόνου, αλλά δεν μπορούμε επιπλέον να ψηλαφίσουμε και τη σχετικότητά του. Θεωρούμε ότι ο χρόνος είναι ενιαίος για ολόκληρο το Σύμπαν. Αγνοούμε το γεγονός ότι το «τώρα» και το παρόν δεν υπάρχει στο Σύμπαν, ότι είναι μια υπόθεση αυτής της μικρής γωνιάς μας, ότι αυτό που παρατηρούμε και μπορούμε σε κάθε περίπτωση να παρατηρήσουμε στο Σύμπαν είναι το χθες και μάλιστα το πολύ μακρινό χθες. Πώς μπορείς όμως να κατανοήσεις ότι πηγαίνοντας όλο και πιο μακριά στο Σύμπαν, δηλαδή παρατηρώντας τα σημάδια του (τις ακτινοβολίες του), πηγαίνουμε όλο και πιο πίσω στο δικό μας παρελθόν. Πώς μπορείς να κατανοήσεις την ερευνητική προσπάθεια είτε με τη βοήθεια των τηλεσκοπίων – με τα οποία εισχωρούμε όλο και πιο μακριά στο Σύμπαν – είτε με τα

πειράματα του τύπου CERN που οδηγούν στην παρατήρηση και στην ανασύσταση της πρώτης στιγμής, της απαρχής της ύλης και του χρόνου (!), ενώ ήδη αυτή η στιγμή (Big Bang) μάς έχει δημιουργήσει εδώ και δισεκατομμύρια έτη φωτός;

Ο χρόνος παίζει μαζί μας και παίζει φοβίζοντάς μας όσο τον μετράμε και τον ξαναμετράμε, όσο ανησυχούμε για το πέρασμά του, όσο κυνηγάμε τα σημάδια του – θέλουμε να έρχεται η Παρασκευή, οι γιορτές, οι διακοπές, να περνάνε οι χρονιές αλλά όχι και τα χρόνια -, όσο τον λογαριάζουμε στα σχέδιά μας, όσο δεν τον αφήνουμε ήσυχο να κυλάει έξω την υπαρξιακή μας αγωνία, όπως είναι έξω από τα όνειρά μας και από τις φαντασιώσεις μας.

Όμορφο και Δημιουργικό το Νέο Έτος.

 

 

Δύο ανέκδοτα πεζά για την περιπέτεια της γραφής

$
0
0
Γράφει η Διώνη Δημητριάδου //

 

 

photo credit @ Matthew Brookes

 

 

 

 

Κεφαλαιώδη ζητήματα

Η σπασμένη αλληλουχία των λέξεων, των φράσεων που επιμένουν να ξεκινούν κάθε στίχο με κεφαλαίο. Κεφαλαιώδες ζήτημα, λοιπόν, η συνέχεια, όσο κι αν αυτή διασπάται, έτσι όπως ταχύτατα τραίνα διασχίζουν σταθμούς ζωής. Ζωή που μοιράζεται σε ηλικίες – σταθμούς, αδιαφορώντας για τους επιβάτες που καθυστερούν να ανέβουν στα βαγόνια. Κι είναι κι εκείνο το ξεχασμένο παιδί που τολμά ακόμη να κοιτάζει κατάματα τα φώτα αγνοώντας το επερχόμενο τούνελ. Με τα μπαγκάζια του αφημένα δίπλα, λες και πρόκειται να φύγει. Ποιος είναι, επομένως, αυτός που φεύγει; Μπορεί κανείς να ξεφύγει από το παιδί που καταχώνιασε σε κάποιο σταθμό σημαδιακό της ηλικίας του; Τέλος, είναι και η ωριμότητα. Ποτέ δεν ήταν περισσότερο αμφισβητούμενη. Αλλά και απολύτως σχετική και ευθέως ανάλογη με τις αποσκευές που κουβαλάει κανείς από σταθμό σε σταθμό. Ίσως ακόμη να μετράει και η ταχύτητα των τραίνων. Κανείς δεν συνειδητοποιεί τις αλλαγές μέσα του, αν δεν συμφιλιωθεί με τις παραμέτρους του βάρους και της ταχύτητας. Και πάλι, μετέωρο το ζήτημα μπορεί να είναι, αν σκεφτούμε το υπέρβαρο του όλου θέματος. Πόσο ζυγίζει ένα παιδί;

 

 

Επαναστατημένες λέξεις μέσα μου

Και τι να είναι άραγε η γραφή, και η λογοτεχνία και επιτέλους η ποίηση, κυρίως αυτή, τι είναι; Λέξεις που ακροβατώντας ισορροπούν στο εδώ και στο πιο πέρα της συνείδησης, κρεμιούνται απ’ το ταβάνι, αιωρούνται πάνω απ’ το κεφάλι μου, κατακρημνίζονται έπειτα, αδύναμες να σώσουν το κεφάλι τους, περιγελούν την άγνοιά μου –δεν σας γνωρίζω, δεν ξέρω πού με πάτε– κρύβομαι να μη με δουν μα αυτές με ξετρυπώνουν πάντα –δεν έχω βρει άλλη κρυψώνα απ’ τη ντουλάπα μου– πού να τις ξεγελάσω, πάντα θα με φέρνουν στη επιφάνεια του εδώ και τώρα να μιλήσω, κι ας μην έχω πάντα κάτι περίτεχνο να πω. Μίλα απλά, προστάζουν κι εγώ διαλύομαι, δεν ξέρω να ισορροπώ ούτε ποτέ μου τα κατάφερα να μάθω το ποδήλατο – πάντα θα πέφτω ακόμα κι από τους δέκα πόντους, μα η γραφή έχει απαιτήσεις, λεπτές ακροβασίες και ίλιγγο πολύ. Μάθε να πέφτεις, ψιθυρίζουν μέσα μου, φοβάσαι; Ο φόβος της γραφής, από τους πιο βαθιά κρυμμένους, με αντοχές πολλές, με επιχειρήματα κυρίως λογικά – αυτά ακόμα πιο πολύ σκοτώνουν την ψευδαίσθηση και ύστερα θρυμματίζουν τους καθρέφτες που επιμένουν να δείχνουν παραμορφωτικά τα είδωλα. Και λες να αφήσεις λοιπόν παράθυρα ανοιχτά, οι λέξεις να αναπνεύσουν, να φύγουν να χαθούν, να μη σε βασανίζουν. Και τότε αντί να εξαφανιστούν, λες και αυτό περίμεναν, ορμάνε μόνες στο χαρτί, σε κάνουν πέρα και χωρίς ανάσα γράφουν και γράφουν ασυνάρτητα. Έτσι νομίζεις. Αλίμονο. Το πιο ανυπόφορο είναι που βλέπεις αποτυπωμένη τη ζωή σου, τη αγωνία σου, τους φόβους σου γραμμένους πια. Και τότε ησυχάζουν, ηρεμούν οι λέξεις μέσα σου, βυθίζονται σε κώμα άγρυπνο. Να λες πως πέθαναν κι αυτές να αναπνέουν. Ως να έρθει πάλι η ώρα του ξεσηκωμού, της ανταρσίας η ώρα, η δική τους. Ατέλειωτη πορεία σωστική για τούτες και για σένα.

 

 

 

 

 

Viewing all 627 articles
Browse latest View live