Quantcast
Channel: Δοκίμιο • Fractal
Viewing all 627 articles
Browse latest View live

Δοκίμιο: «Πέμπτη 21 Ιουνίου 2018 – Θερινό Ηλιοστάσιο»

$
0
0
Της Ελένης Μανιωράκη // *

 

 

 

 

Το θερινό ηλιοστάσιο, η μεγαλύτερη ημέρα του χρόνου στο βόρειο ημισφαίριο, αποτελούσε ανέκαθεν πολύ σημαντικό γεγονός για το ανθρώπινο γένος. Οι αρχαίοι πολιτισμοί διοργάνωναν πολυήμερες γιορτές για να τιμήσουν τον Ήλιο. Σύμφωνα με την ελληνική μυθολογία ο Ήλιος ήταν Τιτανίδης, παιδί του Υπερίωνα και της Θείας. Είχε δύο αδελφές. Την Σελήνη και την Ηώ. Δεν θεωρείται αυτοτελής θεότητα αλλά συγχέεται με τον  Απόλλωνα. Για τον λόγο αυτό ο Απόλλων καλείται και Φοίβος που σημαίνει λάμπων Θεός. Εκτός όμως από την ελληνική μυθολογία αναφορές στον Θεό Ήλιο βρίσκουμε και σε άλλους λαούς. Συναντάμε λοιπόν τον Σαμάς των Βαβυλωνίων, τον Βαάλ των Ασσυρίων τον Ελ των Φοινίκων και των Χαναναίων, τον Μολώχ των Αμμωνιτών, τον Χιμώχ των Μωαβιτών, τονΆμμωνα Ρα και τον Φθά των Αιγυπτίων, τον Σούρυα των Ινδών, τον Μίθρα των Περσών, τον Σολ των Λατίνων, τον Γιαρίλα των Σλάβων, τον Μπελένος των Κελτών καθώς και τον θεό Ίντι στους Ίνκας και στους Ατζέκους.

Θερινό ηλιοστάσιο ονομάζεται η χρονική στιγμή κατά την οποία ο άξονα της γης φαίνεται στραμμένος όσο γίνεται περισσότερο προς τον ήλιο.   Η λέξη ηλιοστάσιο προέρχεται από το ήλιος και στέκομαι, επειδή λίγες μέρες πριν  το ηλιοστάσιο ο ήλιος επιβραδύνει την κίνησή του προς τα βόρεια μέχρι που την ημέρα τής τροπής η κίνηση μηδενίζεται και αλλάζει φορά. Γι’ αυτόν  τον λόγο το  ηλιοστάσιο λέγεται και ηλιοτρόπιο ή λιοτρόπι όπως το λέει ο απλός λαός.

Εξάλλου, κατά το βόρειο ηλιοστάσιο σε τόπους που βρίσκονται: πάνω στον Αρκτικό Κύκλο) όλοι οι τόποι βόρεια από αυτόν τον κύκλο βλέπουν τον Ήλιο πάνω από τον ορίζοντα όλο το εικοσιτετράωρο. Αυτό είναι το φαινόμενο γνωστό ως ο ήλιος του μεσονυκτίου. Αντίθετα κατά το νότιο Ηλιοστάσιο δεν βλέπουν τον ήλιο ολόκληρο το εικοσιτετράωρο. Αυτό το φαινόμενο ονομάζεται «πολική νύχτα».

Από τα προϊστορικά ακόμη χρόνια ο άνθρωπος υποδέχονταν το καλοκαίρι με φωτιές την  νύχτα του ηλιοτρόπιου, την πιο μικρή νύχτα του χρόνου. Η νύχτα της 21ης Ιούνη είναι αυτή που ανάβουν οι φωτιές, στο κατώφλι του καλοκαιριού. Οι φωτιές την νύχτα του Ηλιοτρόπιου έχουν σκοπό να εξαγνίσουν κάθε κακή τροπή, εξασφαλίζοντας στον ήλιο τον αιώνιο δρόμο στο δώμα του ουρανού. Στην Αρχαία Ελλάδα η νύχτα του Ηλιοτρόπιου, ήταν η γιορτή ερωτικής μαγείας, με τους νέους να ανταλλάσσουν ερωτικούς όρκους και να πηδούν πάνω από τις φωτιές για να εξαγνίσουν αυτούς τους όρκους αποδιώχνοντας κάθε επιβουλή. Ήταν οι φωτιές της τύχης, πηδώντας πάνω από τις φλόγες τρεις φορές. Οι Δρυίδες των αρχαίων Κελτών της Βρετανίας στο Στόουνχετζ γιόρταζαν τις «Φωτιές της ακτής». Πρόκειται για έναν κύκλο μεγαλίθων, που κατασκευάστηκε μεταξύ του 2500 π.Χ. και του 2000 π.Χ. Στα ερείπια του Stonehenge, η ανατολή του θερινού ηλιοστασίου εμφανίζεται στον ορίζοντα σε ευθυγράμμιση με την ογκώδη κύρια πέτρα του μνημείου. Κάθε χρόνο, τουρίστες από κάθε γωνιά του κόσμου το επισκέπτονται αυτή την ημέρα.

Στην Ρώμη γιόρταζαν τα «Βεστάλια», μια γιορτή προς τιμήν της θεάς Βεστά, που είναι η Ελληνική Εστία, και αυτές οι γιορτές της φωτιάς διαρκούσαν μια ολόκληρη εβδομάδα. Οι Γαλάτες γιόρταζαν την Επόνα, μια θηλυκή θεότητα που την απεικόνιζαν συνήθως να καβαλά μια φοράδα. Αυτή η θεότητα ήταν η προσωποποίηση της. Οι Κέλτες της Ευρώπης υποδέχονταν και εκείνοι με φωτιές το καλοκαίρι, τη νύχτα του Ηλιοτρόπιου. Νεαρά ζευγάρια πηδούσαν πάνω από τις φωτιές και πίστευαν πως όσο πιο ψηλά πηδήσουν πάνω από τις φλόγες, τόσο πιο πολύ θα μεγάλωναν τα σπαρτά. Στην αρχαία Κίνα αυτή η νύχτα ήταν αφιερωμένη στις θηλυκές δυνάμεις της γής, τις Γιν δυνάμεις. Οι ιθαγενείς φυλές της Αμερικής όπως οι Natchez έκαναν την γιορτή της πρώτης συγκομιδής. Σε κανέναν δεν ήταν επιτρεπτό να μαζέψει το καλαμπόκι του πριν την λήξη της. Στην φυλή Χόπι οι άνδρες μεταμφιεζόταν σε Kachinas, τα πνεύματα χορευτές της βροχής, που μεταφέρουν τα μηνύματα των ανθρώπων στους θεούς.

Σήμερα στην  Ελλάδα, υπάρχουν ακόμη στη θέση εκείνης της γιορτής, οι Φωτιές του Αη-Γιαννιού, του Κλήδονα, που σε κάποιες περιοχές τις λένε «του Αη-Γιαννιού του ηλιοτροπιού», προσδιορίζοντας επακριβώς την καταγωγή του εορτασμού, που αντί για τις 21 Ιουνίου, γίνεται την παραμονή του Αη-Γιάννη, δηλαδή τη νύχτα της 23ης Ιουνίου. Και σήμερα ακόμη, σε πολλά μέρη της Ελλάδας, οι φωτιές ανάβουν με την δύση του ήλιου και στις φλόγες τους ρίχνονται τα ξερά στεφάνια της πρωτομαγιάς, ενώ αυτοί που πηδούν ύστερα πάνω από τις φωτιές κάνουν κρυφές ευχές μέσα τους, ελπίζοντας να ευοδωθούν. Φαίνεται ότι ούτε η χριστιανική θρησκεία κατάφερε τελικά να ξεριζώσει αυτές τις αρχαιότροπες δοξασίες, ακόμη και όταν οι τελετουργοί απειλήθηκαν με διωγμούς από την 6η Οικουμενική Σύνοδο, το 680 μ.Χ. Αν κι όλα αυτά τα δρώμενα ποτέ δεν ερμηνεύτηκαν, ποτέ δεν αποκαλύφτηκαν οι πηγές τους, αναταράσσουν όμως τις μνήμες και αποδιώχνουν την επιβληθείσα νάρκη της. Εμείς γνήσιοι Έλληνες συμμετέχουμε στα δρώμενα κι αναφωνούμε:
Είθε το φως το ιλαρό  του πάμφωτου Αστέρα να κατακαύσει τις σάρκες της κακίας και του μίσους να φωταγωγήσει συνειδήσεις και να φέρει την αρμονία και την ισορροπία στον ταλαντευόμενο από τα πάθη Πλανήτη μας.

 

 

* Η Ελένη Μανιωράκη είναι δασκάλα-λογοτέχνις.

 

 


«Ο τρόπος κατασκευάζει την ουσία των πραγμάτων»

$
0
0
Του Γιώργου Ρούσκα // *

 

Προσέγγιση στο βιβλίο του Ανδρέα Γαλανάκη «Τα επιπόλαια της καθημερινότητας» εκδόσεις ΑΩ, 2018

 

Είναι φορές που αρχίζοντας να διαβάζεις ένα βιβλίο αισθάνεσαι μεγάλη χαρά γιατί διαπιστώνεις ότι παρά την άποψη που έχουν κάποιοι για εσένα (θεωρώντας σε ιδιόρρυθμο, εκκεντρικό, υπερβολικό, τελειομανή), υπάρχουν και κάποιοι (πολύ λιγότεροι) με τους οποίους μοιράζεστε τις ίδιες απόψεις, τις ίδιες αντιλήψεις, τις ίδιες ανησυχίες. Έχετε την ίδια αγάπη για πολλά και οι κοσμοθεωρίες σας είναι πολύ κοντινές. Όταν δε η αγάπη αυτή σφραγίζεται τριπλά, δηλαδή με τη γλώσσα, με της γης τα υλικά αλλά με την αξία που δίνετε σε μια συγκεκριμένη αίσθηση (την αφή) και στη χρήση της ως μέσο τεχνουργίας και έκφρασης, τότε η ανάγνωση προδιαγράφεται συναρπαστική.

 

Το βιβλίο «Τα επιπόλαια της καθημερινότητας» του Ανδρέα Γαλανάκη δεν κατατάσσεται ευκρινώς σε κατηγορία. Είναι «σημειώσεις αφοριστικού χαρακτήρα αρκετών χρόνων»; Είναι συλλογή κατασταλαγμάτων ζωής; Μία μεταφορά εμπειριών; Μία καμπάνα κινδύνου; Είναι ένα δοκίμιο για την ύλη και το πνεύμα, για τις κατασκευές και τον λόγο, για τον άνθρωπο και τη φύση; Είναι μια πραγματεία πολιτισμού; Μία πρόταση ζωής; Είναι μια φιλοσοφική προσέγγιση της πορείας του ανθρώπου από εμφανίσεώς του στη γη ως σήμερα; Μία μικρή ιστορία του κόσμου;

Είναι συνδυασμένη σκέψη και εκφρασμένος λόγος που απαρτίζεται λίγο ή πολύ από όλα αυτά, με κυρίαρχη την αίσθηση της «ευσύνοπτης πραγματείας», τουλάχιστον κατά την δική μου πρόσληψη.

 

Η δομή είναι αυστηρά ιεραρχημένη χρονολογικά, ξεκινώντας από τον homo sapiens. Το κείμενο αρχίζει με αμφισβήτηση της ρήσης «εν αρχή ην ο λόγος» ως εξής:

Ο άνθρωπος πρώτα έφτιαξε και μετά μίλησε.

Σε αυτό συμφωνούμε όλοι. Ίσως να μην είναι και αμφισβήτηση της ρήσης όμως, αφού ο λόγος ήταν στην αρχή «αίτιον» με το οποίο ο άνθρωπος οδηγήθηκε στο να φτιάξει. Οπότε αν το δούμε «εν αρχή ην το αίτιον» η ρήση ισχυροποιείται. Ιδού η  Ομορφιά της ελληνικής γλώσσας! Ιδού πώς ένα κείμενο σε βάζει σε διαδικασία σκέψης από την πρώτη πρόταση. Και συνεχίζει.

 

Ο πρωτόγονος άνθρωπος:  …διέκρινε το σημείο που έπρεπε να κόψει και κατέβασε την πέτρα του με δύναμη κόβοντας το ξύλο στα δύο. Άρχισε να κρίνει.

Και ο ίδιος άρχισε να μπαίνει σε κρίση… Γιατί με την πέτρα του όριζε αυτό που ήθελε, μα αναπόφευκτα αφόριζε και αυτό που δεν ήθελε.

«Ορίζω – θέτω εντός ορίων. Αφορίζω- θέτω εκτός ορίων».

 

Έτσι άρχισε η ιστορία της κατασκευής. Τα αντικείμενα που αποτελούσαν τις επιπόλαιες προεκτάσεις που άφηνε στο πέρασμα του από τη ζωή, έμελλαν να είναι η ιστορία της παρουσίας του στο χρόνο. Η καταγραφή του…

Οι Έλληνες, τα αντικείμενα της καθημερινότητας τους, τα έπιπλα και τα σκεύη, τα ονόμαζαν «επίπλοα» ήτοι τα «επιπόλαια».

 

Ο άνθρωπος φτιάχνει αντικείμενα για να ικανοποιήσει τις ανάγκες του; Ναι. Ακόμα και αυτές που είναι πέραν της απλής χρηστικότητας ή και αυτές που δεν υποψιαζόταν καν ότι είχε, άλλο αν σήμερα από κερδοσκοπική διαστροφή και απληστία κάποιοι άνθρωποι «φτιάχνουν» ανάγκες μόνο και μόνο για να καταναλωθούν προϊόντα που οι ίδιοι ή ομοϊδεάτες τους «φτιάχνουν».

Το όλο πράγμα όμως στην υγιή του διάσταση, έχει ως εξής:

Η κατασκευή αντικειμένων από τον άνθρωπο δεν είναι μόνο μια ανάγκη του να επιβιώσει κάνοντας ευκολότερη την καθημερινότητά του. Είναι κάτι βαθύτερο που την ξεπερνά. Είναι μια προσπάθεια μεταφοράς της ενέργειας του υποκειμένου -του ανθρώπου- σε αυτά που φτιάχνει. Στα αντικείμενά του.

… Τα αντικείμενα επιπόλαια είναι μικρά δοκίμια κατασκευής λέξεων.

Εν τέλει λόγου.

 

Έτσι ξεκίνησαν οι πρώτες εικαστικές απεικονίσεις ή ορθότερα οι πρώτες εικαστικές εκφράσεις. Ο συγγραφέας επιλέγει μία από τις θεμελιώδεις, την γλυπτική, αφού τη θεωρεί ως το εργαλείο αντίληψης του Χώρου, για να δείξει μέσα από την πορεία της την ίδια την πορεία του ανθρώπου:

Οι παλαιοί ανδριαντοποιοί  και αγαλματοποιοί έκαναν τα έργα τους με τα πόδια και τα χέρια κολλημένα.

 

Έρχεται στη συνέχεια μια φυσιογνωμία να αλλάξει τα πάντα. Ο Δαίδαλος. Αυτός, ως παιδί του Ευπάλαμου ήταν επιδέξιος χειριστής. Και ως τεχνίτης χειρώναξ, άναξ των χειρών του δηλαδή.

Ήταν ακόμη ο εφευρέτης  του «τερέτρου» (τρυπανιού) για το δέσιμο των ξύλων με καβίλιες, της κόλλας των ξύλων ,του σκεπαρνιού και πολλών τεχνικών συνδέσεων μεταξύ των οποίων και των ήλων, των καρφιών.

… Στον Δαίδαλο επίσης οφείλεται ο ιστός και τα πανιά των πλοίων.

Στα επίπλοα της εποχής του, συγκαταλέγεται ένα πτυσσόμενο κάθισμα -οκλαδίας ελέγετο- που μπορούσε να δει κάποιος το Ερεχθείο…

Ο Δαίδαλος τόλμησε να προτάξει το βήμα του κούρου μπροστά δίνοντάς του κίνηση.

 

Άρχισε έτσι μια άλλη εποχή για τη γλυπτική και για την τέχνη, η οποία άνθισε πλημμυρίζοντας ανοιξιάτικη ομορφιά τις ολότητες των ανθρώπων.

Στη συνέχεια όμως ο χριστιανισμός, έφερε άλλη οπτική και ατυχώς η πλειοψηφία των τότε επίσημων εκπροσώπων του, αντί να πράξει με αγάπη, μένοντας στην ουσία του χριστιανισμού (ας κρατήσουμε εδώ το πόσο ο τρόπος επηρεάζει την ουσία), έπραξε με βία, στο όνομα μιας άλλης μεταλλαγμένης αγάπης· αυτής για την εξουσία, τη δόξα, το χρήμα, τα πάθη, την κυριαρχία μέσα από την ανισότητα και την εκμετάλλευση. Αντί να αγκαλιάσει, κατέστρεψε:

Όταν μετά από αιώνες η εποχή των αγαλμάτων τέλειωσε στην Ελλάδα και επιβλήθησαν οι αγέλαστες εικόνες, οι Έλληνες έχασαν εκτός από την επαφή τους με την Τρίτη διάσταση και το χαμόγελό τους. Μαζί με τη γλυπτική που απαγορεύτηκε και τα αγάλματα που ακρωτηριάστηκαν, είχαν ακρωτηριαστεί και οι τρεις διαστάσεις, ρίχνοντας τον κόσμο σε ένα δισδιάστατο χώρο που οδηγούσε στο μπερδεμένο κουβάρι του λαβύρινθου.

Η ανθρωπότητα έζησε ένα βαρύ αγέλαστο και τρομαγμένο μεσαίωνα.

 

Η συνταγή για την απόκτηση του ελέγχου, ήταν από τότε γνωστή:

Για να χειραγωγήσουν την κοινωνία την οδηγούν στην αμάθεια κατασκευάζοντας πάλι μια νέα γενιά ατέχνων.

Για να είναι ευάλωτοι άοπλοι και εξαρτημένοι, να μην ξέρουν τις ανάγκες τους.

… Ξανακλέβουν μια διάσταση από τους ανθρώπους οδηγώντας τους να κατοικούν στην ηλεκτρονική διεύθυνση του δισδιάστατου χώρου της οθόνης του υπολογιστή. Η ιστορία επαναλαμβάνεται.

 

Όμως οι τεχνίτες συνέχιζαν να υπάρχουν, να κατασκευάζουν, έστω και τα χρειαζούμενα, αφού δεν μπορούσε να προχωρήσει τίποτε χωρίς κάλυψη των εκάστοτε αναγκών. Έτσι, μέσα από αυτούς επηρεάστηκε ολόκληρη η κοινωνία, με τρόπο όχι πάντοτε εμφανή:

Στην διαδρομή του ανθρώπου τεχνίτη, η ανακάλυψη και η γνώση της κατεργασίας ενός υλικού ήταν πάντα μια οικονομική και κοινωνική επανάσταση… Οι εφαρμογές των νέων υλικών χαρακτήριζαν τις εποχές και ανέτρεπαν τις συνθήκες της καθημερινότητας των ανθρώπων…

Αποτελούσαν την ώθηση για τη μετάβαση σε άλλο κοινωνικό και πολιτιστικό επίπεδο… Οι ιστορικοί αναφέρονται σε λίθινη εποχή, σε εποχή του χαλκού, ή σε εποχή του σιδήρου, για να φτάσουμε σήμερα στην εποχή της πληροφορικής απαλλαγμένοι από το βάρος των υλικών.

 

Τα υλικά όμως παρά την ονομασία τους, δεν είναι σκέτη ύλη αλλά πολλά ακόμη: ενέργεια, πνεύμα, μνήμη, ιστορία:

Τα υλικά βαφτίζουν τους τεχνίτες με τα ονόματά τους. Τους αποδίδουν ιδιότητα και επίθετο. Ο ξυλουργός ,ο σιδεράς, ο μαρμαράς. Τα υλικά φέρουν μέσα τους τη μνήμη και την ιστορία τους. Φορτίζονται με τη γνώση και την ιστορία των ανθρώπων που τα κατεργάζονται.  Ζητώντας σήμερα την επιστροφή των μαρμάρων ,ζητάμε πίσω τη μνήμη και την ιστορία μας

Τα αντικείμενα διατρέχουν τον χρόνο μαζί με εμάς. Φορτίζονται από εμάς και ενηλικιώνονται μαζί μας. Πάνω τους σιγά σιγά κολλούν κομμάτια της ζωής μας. Ας μην ξεχνάμε ότι τα ίδια αποτελούν τις επιπόλαιες προεκτάσεις μας.

Μας είναι δύσκολο να τα αποχωριστούμε, διότι μαζί με αυτά νοιώθουμε ότι αποχωριζόμαστε κομμάτια της ζωής μας που είναι συνδεδεμένα μαζί τους.

 

Τι είναι τελικά τα αντικείμενα; Ο γλύπτης Ανδρέας Γαλανάκης, στο πρώτο του γλυπτό από λέξεις τυπωμένες σε χαρτί, αναρωτιέται, επαναφέροντας στο προσκήνιο ένα ακόμα μεγάλο φιλοσοφικό ζήτημα:

Λέτε τα πράγματα να προϋπάρχουν και εμείς απλώς τα ανακαλύπτουμε ή μήπως οι τεχνίτες είναι οι δημιουργοί και οι κατασκευαστές του θαύματος;

Ή λέτε τα αντικείμενα να αποτελούν ιδέες και να κατοικούν εκεί ψηλά στον κόσμο των ιδεών;

 

Έχουν φωνή τα αντικείμενα; Επιλέγω την απάντηση που έδωσε ποιητικά ο Οκτάβιο Παζ1 στο μικρό του ποίημα με τίτλο «Αντικείμενα»:

Ζούνε δίπλα μας

Δεν τα γνωρίζουμε, δεν μας γνωρίζουν

Όμως κάποιες φορές μας μιλούν. 

 

Ποια η σημασία τους;

Τα αντικείμενα της καθημερινότητάς μας δεν είναι ούτε άδολα ούτε αθώα όσο φαίνονται…

Για να κατισχύσεις έναντι κάποιου, δεν είναι αναγκαίο να κάνεις πόλεμο μαζί του. Φτάνει να του αφαιρέσεις τη δυνατότητα να φτιάχνει τα αντικείμενα της καθημερινότητάς του με τον δικό του τρόπο και να του τον υποδεικνύεις εσύ.

 

Σήμερα;

Σήμερα γίνεται μια αλόγιστη σπατάλη του φυσικού πλούτου, των υλικών.

… τα μηχανήματα μπορούν να αποψιλώσουν ένα δάσος σε μια μέρα ασεβώντας άμετρα απέναντι στη φύση που χρειάζεται χρόνο για να τα φτιάξει.

Γίναμε  χρονοδιαφθορείς. Διότι δεν καταστρέφεται μόνο το οικοσύστημα του δάσους, αλλά το ήθος, οι αξίες και η πανάρχαιη γνώση των ανθρώπων που το κατοικούν…

Κάποτε οι άνθρωποι ζούσαν μεγαλύτερα διαστήματα με τα επιπόλαια τους, τα πρόσεχαν και τα συντηρούσαν, δένονταν με αυτά. Ήταν για μια ζωή, αλλά ήταν λίγα. Σήμερα είναι πολλά.

Ο χρόνος κυλούσε διαφορετικά και για τους ανθρώπους και για τα επιπόλαιά τους. Σήμερα ο χρόνος έχει πυροδοτηθεί μαζί  και οι ανάγκες μας(;)

Έχουμε πολλές επιθυμίες και λίγες δυνατότητες πραγματοποίησής τους στη ζωή μας…

Σήμερα υπάρχουν και αντικείμενα μιας χρήσης. Αντικείμενα που μετά τη χρήση τα πετάμε.

Και από κεκτημένη ταχύτητα δεν πετάμε μόνο τα πράγματά μας μα και κομμάτια του εαυτού μας ,που αρνείται να ενηλικιωθεί μαζί με αυτά.

Γιατί σήμερα περισσότερο από ποτέ, θέλουμε τον εαυτό μας πάντα νέο και γυαλιστερό. Αρνούμαστε να ενηλικιωθούμε.

 

Τι προτείνει σαν ένα πρώτο βήμα;

Στα σχολεία θα έπρεπε από χρόνια να υπάρχει ένα μάθημα για τα παιδιά που να λέγεται «Το χάιδεμα της πέτρας».

 

Πολλά τα ερωτήματα με αφορμή το βιβλίο.

Πόσα επίπλοα χρειαζόμαστε; Ποια; Ποιος κρίνει; Ποιος αποφασίζει;

Τι επιπτώσεις έχει ο καταναλωτισμός; Πόσο αντέχουν οι φυσικού πόροι; Ποιοι από αυτούς είναι ανακυκλώσιμοι; Ποιοι είναι ανανεώσιμοι;

Ποιος δίνει το δικαίωμα στον άνθρωπο να εξουσιάζει τα πάντα κατά το δοκούν; Ισχύει η ρήση της Παλαιάς Διαθήκης «αὐξάνεσθε καὶ πληθύνεσθε καὶ πληρώσατε τὴν γῆν καὶ κατακυριεύσατε αὐτῆς» κι αν ναι, γνωρίζουμε την πραγματική αξία της προστακτικής «κατακυριεύσατε»;

Τι γνωρίζουμε για το κίνημα του μινιμαλισμού; Πώς θα μπορούσε να εφαρμοστεί εκτός από την Τέχνη και στη Ζωή μας, την Υπέρτατη Τέχνη της Ύπαρξής μας; Τα επίπλοα έργα τέχνης, και γενικώς τα έργα Τέχνης, δεν είναι τόσο απαραίτητα όσο και η ίδια η αναπνοή;

Μήπως και εμείς με τη σειρά μας είμαστε αναλώσιμα έμψυχα επίπλοα -και με συγκεκριμένη διάρκεια ζωής μάλιστα-  της Πόλης ή της Πατρίδας; Αν εκείνες δεν φροντίζουν για την κατασκευή ή τη χρήση ή τη συντήρησή μας όσο ή όπως θα όφειλαν, εμείς, μιας και μπορούμε, τι κάνουμε για να είμαστε άρτιοι;

 

Πολλά ερωτήματα ακόμη. Κάποια από αυτά, διατυπωμένα άμεσα ή έμμεσα από τον συγγραφέα, ζευγαρώνουν με τις απαντήσεις του. Όπως ενδεικτικά τα επόμενα.

 

Ποια η σχέση των αντικειμένων με τον Λόγο; Δυναμική όσο και υπαρξιακή:

  • Τα αντικείμενα έρχονται και παρέρχονται ως επιπόλαια, μα οι λέξεις τους, σαν σχήματα λόγου, μένουν για να βρουν την θέση τους και να φτιάξουν ΤΟΝ ΛΟΓΟ. Και τα αντικείμενα σήμερα είναι τόσα πολλά, που ο λόγος έγινε φλυαρία.
  • Τα αντικείμενα είναι σχήματα λόγου. Ο άνθρωπος χρειάζεται να παράγει τα αντικείμενα της καθημερινότητάς του. Για να διδάσκεται. Αλλιώς φτωχαίνει ο λόγος του… Ζουν μαζί μας συμμετέχοντας ως οικογενειακά μέλη, φτιάχνοντας λέξεις. Αυτές τις λέξεις που προσπαθούν να ψηλαφίσουν την άγια καθημερινότητά μας.
  • Στο τέλος τα αντικείμενα γίνονται λέξεις, είναι οι ίδιες λέξεις που πρέπει να μπουν στη σωστή σειρά για να αποκτήσουν νόημα και περιεχόμενο οι πράξεις μας.

 

Με τον χώρο; Πολλαπλή, ουσιαστική, στενόχωρη αλλά και πρόσκαιρη:

  • Δεν υπάρχει αντικείμενο αν δεν υπάρχει κενό, τόπος για να σταθεί.
  • Θέλουμε σπίτια με περισσότερα τετραγωνικά, όχι για να μείνουμε, αλλά για να στεγάσουμε τα επιπόλαια της επιπολαιότητάς μας… Τα νέα αντικείμενα προσποιούνται ότι μας εξυπηρετούν, αλλά φορτώνουν τον ζωντανό μας χώρο… Δεν είναι τυχαίο που στη γλώσσα μας η δυσαρέσκεια ταυτίζεται με την στενότητα του χώρου, με την στεναχώρια.
  • Πριν καλά καλά τα πράγματα προλάβουν να πάρουν την θέση τους, η θέση τους αυτή διακυβεύεται. Κάτι άλλο ελκυστικότερο κάνει την εμφάνισή του ανατρέποντας το προηγούμενο για να του πάρει τη θέση. Βγαίνει το νέο μοντέλο.

 

Πώς από πολίτες γίναμε ιδιώτες;

Η σημερινή εποχή έχει υποβαθμίσει τον ρόλο του πολίτη και έχει αναβαθμίσει τον ρόλο του ιδιώτη. Ο ιδιώτης έχει αυξημένη την ψευδαίσθηση αυτονομίας του, που του καλλιεργείται εντέχνως. Ζει την τέλεια ψευδαίσθηση…

Καταλαβαίνει όμως αμέσως την εξάρτησή του με την πρώτη διακοπή ρεύματος ή μόλις χάσει το κινητό του.

 

Τι προσφέρει στον σύγχρονο άνθρωπο η μάρκα; Πώς από το αντικείμενο περνάει εν τέλει μέσα του;

Αυτό που λέγεται «μάρκα» ή «φίρμα» είναι μια νέα ανάγκη του κόσμου να νοιώσει μέλος μιας νέας ομάδας καταναλωτών, που πολλές φορές ξεπερνάει την ίδια ανάγκη του αντικειμένου… Να είναι κάποιος με ταυτότητα, έστω και αγορασμένη μέσα σ αυτή την αοριστία, στον τόπο χωρίς όρια που ζει.

 

Πόσο αθώα είναι η καταναλωτική κοινωνία;

Όσο για την ονομασία «καταναλωτική κοινωνία», καταναλίσκω σημαίνει καταξοδεύω, σπαταλώ. Μια λέξη που δηλώνει μια βίαιη αρπαγή, γιατί περιέχει μέσα της τη λέξη αλώνω.

 

Τι σημασία έχει η λεπτομέρεια ή το παραμικρό επίπλοο με το οποίο ερχόμαστε σε επαφή; Ενθυμούμενοι τις δύο λέξεις που συγκρατήσαμε πιο πριν (ουσία – τρόπος) ερχόμαστε στα λόγια του:

Η χειρολαβή στην πόρτα δίνει την πρώτη χειραψία στον επισκέπτη μαζί με την βοήθειά της να την ανοίξει.

Ο τρόπος κατασκευάζει την ουσία των πραγμάτων.

 

Όλο το βιβλίο κατά τη γνώμη μου περιστρέφεται γύρω από αυτή τη φράση, η οποία θα μπορούσε κάλλιστα να είναι γνωμικό, επίγραμμα ταφικό ή ακόμη και επεξηγηματική επιγραφή στη βάση ενός έργου Τέχνης:

«Ο τρόπος κατασκευάζει την ουσία των πραγμάτων».

Για να το πάω ακόμη παραπέρα, ο τρόπος είναι αναπόσπαστο μέρος της ουσίας των πραγμάτων, ιδεατών ή μη.

 

Για να δέσουμε τώρα τη χειρολαβή, την ουσία και τον τρόπο με μια άλλη άποψη του συγγραφέα για τα αντικείμενα, ο οποία είναι αποδεκτή ως κοινή αλήθεια πλέον, ότι δηλαδή:

Τα αντικείμενα είναι τα πρόσωπα του κάθε τόπου με τα οποία εκφράζεται.

Είναι τα στοιχεία που συνθέτουν τον πολιτισμό του και διαφέρουν από τόπο σε τόπο

 

θα παραθέσω ένα δικό μου παραμύθι.

 

Ας φανταστούμε ένα χωριό με μονοκατοικίες, όπου κάθε μία ανήκει σε κάθε μια από τις χώρες της γης και έχει κατασκευαστεί από τους καλύτερους τεχνίτες της. Στην κεντρική ξύλινη πόρτα κάθε μιας από τις οικίες αυτές, έχει τοποθετηθεί ένα ρόπτρο αντιπροσωπευτικό της ταυτότητάς της, φτιαγμένο επίσης από τους καλύτερους τεχνουργούς που διαθέτει.

Βλέποντας την Ακρόπολη στο χυτεμένο ρόπτρο, μπαίνουμε αυτόματα στο κλίμα του ελληνικού πολιτισμού και στο αρχαίο κάλλος. Πιο πέρα βλέπουμε το σκαλιστό ρόπτρο, μικρογραφία του Κολοσσαίου, και οδηγούμαστε από τον άρτο και τα θεάματα της Ρώμης στην πορεία της στην αναγέννηση. Βλέπουμε παραδίπλα τον πύργο του Άιφελ και ξέρουμε ότι αν ανοίξει η πόρτα αυτή, πίσω της θα είναι η Γαλλία με όλη τη χάρη της αλλά και με όλο τον σωβινισμό της. Βλέπουμε το άγαλμα της Ελευθερίας και κοιτάζουμε με τα άλλα μας μάτια τη σύγχυση και την κυριαρχία του Όγκου στην Αμερική. Το ρόπτρο ρολόι του «Μπιγκ Μπεν» μας καλεί σε ένα σπίτι όπου ο χρόνος και οι τύποι είναι οι πυλώνες του. Αντικρίζοντας την κόκκινη πλατεία, νιώθουμε το κρύο και τη σκληρότητα στη Μόσχα. Βλέποντας τη μικρογραφία του σινικού τείχους, νιώθουμε τόσο τον χαοτικό εγκλεισμό στην Κίνα όσο και τον αρχαίο της πολιτισμό.

 

Με τον τρόπο αυτόν ένα τόσο δα έργο τέχνης, είναι απολύτως ικανό να μας κοινωνεί την ιδέα του, να μας χρησιμεύει σαν πέρασμα φυσικό και αλληγορικό και να γίνεται μια γέφυρα επικοινωνίας με έναν άλλο κόσμο που ενώ υποψιαζόμαστε πώς ήταν εκεί, δεν είχαμε βρει τρόπο να μεταβούμε. Έτσι μια απλή χειρολαβή ή ένα ρόπτρο σε μία θύρα μπορεί να σηματοδοτήσει μία ολόκληρη οικία, μια οικία μπορεί να σηματοδοτήσει μία πόλη ή ένα ρεύμα τέχνης ή και έναν πολιτισμό ακόμη, κ.ο.κ.

Το ελάχιστο μπορεί να γίνει φορέας του μέγιστου.  Ένα σπασμένο κιονόκρανο παραπέμπει σε ολόκληρο τον -χωροχρονικό- πολιτισμό της εποχής του και έχει τη δύναμη να την περικλείσει στο ποτάμι των συνειρμών που παράγει, ενώ την ίδια στιγμή όλος εκείνος ο πολιτισμός έχει συμπυκνωθεί σε ένα απειροελάχιστο γνήσιο κομμάτι του. Η ωραιότητα της Τέχνης σε όλο της το μεγαλείο!

 

Πολλά τα ζητήματα, πολλές οι αναφορές. Επιτυχημένες οι αναγωγές και οι συνδυαστικές μνείες, έξοχες οι ξυλοδεσιές μεταξύ της ύλης και της γλώσσας. Οι ενσωματώσεις στο κείμενο θεωριών ή απόψεων του Αριστοτέλη, του Επίκουρου, του Πλάτωνα, του Παρμενίδη, του Ησίοδου δεν γίνονται χάριν εντυπωσιασμού ούτε «επιπόλαια» με τη σημερινή κρατούσα έννοια της λέξης, αλλά αποτελούν αναπόσπαστο μέρος της κοσμοθεωρίας περί «επιπόλαιων» του συγγραφέα, ούσες ενεργά επίπλοα του Όλου κειμένου.

 

Οι άφθονες ετυμολογικές επισημάνσεις, οι εννοιολογικές συσχετίσεις, ο συγκριτολογικός τρόπος, οι γεφυρώσεις ύλης και λόγου, πράγματος και υποσυνείδητων καταγραφών, αντικειμένου και υποκειμένου, οι ιστορικές και μυθολογικές αναγωγές, οι εύληπτες διατυπώσεις, ο συνοπτικός τρόπος, είναι ίσως οι βασικότερες αρετές του βιβλίου.

Η μυρωδιά από το άρωμα της ενότητας της ζωής είναι εντονότατη.  Αναφέρομαι στην ενότητα ύλης-πνεύματος-λόγου, στην ενότητα γλώσσας-σκέψης-έκφρασης, στην ενότητα φιλολογίας-μηχανικής-φιλοσοφίας-ιστορίας-ψυχολογίας-κοινωνιολογίας-κυβερνητικής.

Όσο και αν δεν φαίνονται με την πρώτη ανάγνωση, δεν παύουν να υπάρχουν όλα ενσωματωμένα στο υπέροχο τούτο βιβλίο, το οποίο με τεκμηριωμένο, ήρεμο και καλά αρθρωμένο λόγο, έρχεται να αφυπνίσει όσα έχει στείλει σε λήθαργο ύπουλα και αθόρυβα ο σύγχρονος πολιτισμός, ο οποίος αποτελεί την αιτία της χαμένης αρμονίας  και ίσως τη μέγιστη «ύβρι»:

Κάποτε οι Έλληνες είχαν λόγο γιατί είχαν και έργο αλλά και μέτρο…

Ο σημερινός πολιτισμός την υπέρβασή του. Το υπέρ. Το υπέρ άγαν.

Την ύβρη και την πολυλογία. Τον κατεστραμμένο λόγο που διαστρέφει διαρκώς. Ναός αυτού του πολιτισμού είναι το super, η υπεραγορά…

Η αρμονία μπαίνει στο περιθώριο διότι δεν πληροί την κοινή συνισταμένη του πολιτισμού, το χρήμα. Και το χρήμα σήμερα το φέρνει η δυσαρμονία.

Όταν η αρμονία σαν ζητούμενο εκλείψει, χάνεται και η αρετή. Η σύγχυση και η ασυναρτησία είναι τα πρώτα που κυριαρχούν, ακολουθούν η βία και η ύβρις.

 

Επειδή προσωπικά συμφωνώ και μάλιστα θεωρώ ότι έχουμε φτάσει και στην «Άτην», εύχομαι να δράσουμε για να βρούμε έγκαιρα τον αληθινό μας εαυτό και να αλλάξουμε τα πράγματα, τα αντικείμενα, πριν έρθει η «Νέμεσις» και η «Τίσις». Στο χέρι μας είναι. Κυριολεκτικά και μεταφορικά!

Τούτο το βιβλίο, πορεύεται στον δρόμο αυτό. Ας είναι καλοτάξιδο!

 

 

Αναφορές

  1. Οκτάβιο Παζ, Αντικείμενα, [Σύντομα Ποιήματα, επιλογή – Απόδοση Αντώνης Μακρυδημήτρης, εκδόσεις Ταξιδευτής, 2005, σελ. 23

 

 

 

* Ο Γιώργος Ρούσκας είναι ποιητής

 

 

Η ιστορική και η θρησκευτικη διάσταση στην ποίηση του Καβάφη

$
0
0
Γράφει η Χρύσα Νικολάκη // *

 

 

 Ιστορικότητα

O Αλεξανδρινός ποιητής Κωνσταντίνος Καβάφης διέκρινε το ποιητικό του σώμα σε 3 μέρη. Το φιλοσοφικό, το αισθητικό και το ιστορικό. Σύμφωνα με τον καθηγητή λογοτεχνίας του Πρίνστον, Edmund Keeley, o Kαβάφης υιοθέτησε και μεταποίησε τις ιστορικές αφηγήσεις με σκοπό να αναζητήσει μια νέα μορφή της αλήθειας. Η ερμηνεία αυτή είναι καθαρά υποκειμενική και απορρίπτει την ιδέα της απόλυτης αλήθειας στο σύνολο της ιστορικής πραγματικότητας. Μέσα στην ποιητική παραγωγή του Καβάφη η πολυπληθέστερη αλλά και σημαντικότερη κατηγορία είναι τα ιστορικά του ποιήματα. Όμως πώς συνέβαλε ο μεγάλος ποιητής στην ανανέωση της νεοελληνικής ποίησης; Ο ποιητής αντλεί τα θέματα των ιστορικών του ποιημάτων, χρονικά από την περίοδο της ύστερης αρχαιότητας, την ελληνιστική και ρωμαϊκή εποχή· γεωγραφικά, από την περιοχή όπου εκτείνονται τα ελληνιστικά κράτη των διαδόχων του Μ. Αλεξάνδρου. Αυτός ο καινούριος κόσμος, με την πολυπολιτισμικότητα που τον διακατέχει αντιπροσωπεύει μια κορυφαία στιγμή του ελληνικού πολιτισμού. Ο Καβάφης αισθάνεται κληρονόμος αυτού του κόσμου κι επιχειρεί να τον ερμηνεύσει με ποιητικά μέσα.

 

 

 

Στα ιστορικά ποιήματα, ο Καβάφης πετυχαίνει την πανοραμική ανασύσταση μιας μεγάλης ιστορικής περιόδου, μέσα από τη σημειωτική της λεπτομέρειας. Κι αυτό είναι το αποτέλεσμα του ποιητικού ρεαλισμού του Καβάφη, που καταφέρνει ν’ αναδείξει το καθολικό και χαρακτηριστικό μέσα από τη σπουδή του ειδικού και συγκεκριμένου. Αφετέρου, μέσα από τις πολλαπλές αντιστοιχίες και ανταποκρίσεις του αρχαίου με το σύγχρονο κόσμο, προκύπτουν αβίαστα τα διαχρονικά και πανανθρώπινα στοιχεία που συνιστούν την κοινή ανθρώπινη μοίρα. Η κατάκτηση μιας τέτοιας καθολικής προοπτικής επιτρέπει στον ποιητή να ολοκληρώσει, υπό το φως του ιστορικού βιώματος, την ποιητική του ανθρωπολογία και κοσμολογία. Σ’ αυτό το ιστορικό βίωμα και στη διαλεκτική που παράγει βασίζεται η δυναμική των ιστορικών ποιημάτων του Καβάφη: η ιστορία γίνεται ερμηνευτικό κλειδί για να κατανοήσομε τη δική μας εποχή, για να συνειδητοποιήσουμε τους αόρατους παράγοντες που προσδιορίζουν τη ζωή μας και τη θέση μας μέσα στον κόσμο. Και αντίστροφα, η δική μας εμπειρία ζωής γίνεται, με τη σειρά της, ερμηνευτικό κλειδί, για να κατανοήσουμε το ήθος και το πνεύμα της μακρινής εκείνης εποχής, με ανοιχτή καρδιά και «ιστορική αλληλεγγύη».

Ο Καβάφης είναι ο εκφραστής της ελληνικού μοντερνισμού αφού στην ποίηση του συγχωνεύονται ποίκιλλα ρεύματα. Ο Σεφέρης τον παραλληλίζει αναφορικά με το μοντερνισμό του με τον Τζόυς και τον Έλιοτ , ενώ ο ίδιος αναφερόμενος στον εαυτό του καταθέτει: « Ο Καβάφης είναι ποιητής του μέλλοντος, ποιητής υπερμοντέρνος». Με την ποίηση του ήθελε να φέρει κάτι διαφορετικό στον ελληνικό «Παρνασσισμο», όπου αυτό που επικρατούσε ως τις αρχές του 20ου αιώνα ήταν ο πατριωτικός και θρησκευτικός ηθικισμός. Ο Καβάφης εγκαθιδρύει μια μετα-φουκωική γενεαλογία πριν ακόμα γεννηθεί ο Φουκώ. Για να το επεξηγήσουμε αυτό εννοούμε το εξής: Διαβάζοντας τον Καβάφη των «Κρυμμενων» μέσα από τις τελευταίες λέξεις της «Επιθυμίας για γνώση» του Φουκώ μπορούμε να αφουγκραστούμε πώς αυτός ο άνθρωπος που διορθώνει και γράφει πάνω στα γραπτά του λέγοντας: «σαν κ’ μένα καμωμένοι», εάν όντως συνειδητοποιεί κάτι για την κοινωνική και ιστορική συνθήκη την στιγμή εκείνη που γράφει. Αυτό δηλαδή που κάνει ο Καβάφης με το ποίημα του «Κρυμμένα» είναι ό,τι συνειδητοποιεί πώς η βασική συνθήκη δια της οποίας εκείνη τη στιγμή συγκροτεί την υποκειμενικότητα του (του κρυφού ομοφυλόφιλου που πιέζεται να μιλήσει υπαινικτικά και να ελπίσει με αυτοσυνειδησία) είναι ιστορικά διαμορφωμένη και σχετική. Τον Καβάφη δεν τον ενδιαφέρει αν κάποτε θα υπάρξει η τελειότερά κοινωνία . Αυτό που κυρίως λέει είναι ότι θα υπάρξει μια άλλη μορφή κοινωνίας , όπου η σεξουαλικότητα όπως τη γνωρίζουμε δεν θα είναι κεντρικό αναλυτικό ζήτημα της υποκειμενικότητας . Οι σεξουαλικά μη κανονικοί δεν θα ορίζονται έτσι και η συμπεριφορά τους δεν θα είναι κρυμμένη ή μισοκρυμμένη.

Ο Καβάφης είναι ένας ποιητής που γράφει ιστορία σύμφωνα με τον ορισμό του Αριστοτέλη :«Η ποίηση είναι πιο φιλοσοφική και πιο σπουδαία από την ιστορία, επειδή η ποίηση μιλάει περισσότερο για το όλον ενώ η ιστορία για το συγκεκριμένο». Στην ποίηση του επεξεργάζεται στιγμιότυπά της ιστορικής εμπειρίας για να επιτύχει την ανασυγκρότηση του συγχρόνου παρόντος και να το ξεπεράσει. Κάποιες φορές είναι μια απόπειρα να προσδιορίσει την προσωπική του ελληνική γενεαλογία, άλλες φορές η ιστορία του παρέχει τη δυνατότητα να μιλήσει για την δική του σεξουαλικότητα και κάποιες άλλες να επαναφέρει την ανθρώπινη εμπειρία από την ατιμωρησία της ιστορικής παράδοσης. Εν τέλει γράφει μια μετα-μοντέρνα κριτική της ελληνικής ιστορίας επιστρώνοντας την με την προσωπική του αντίληψη του παρελθόντος και των πρωταγωνιστών της ιστορίας. Τα ποιήματα του έχουν ανθρωποκεντρικό χαρακτήρα. Στους στίχους του κυκλοφορεί ένας ολόκληρος λαός επώνυμων και ανώνυμων ανθρώπων. Μορφές ιστορικές και ψευδοιστορικές, μυθολογικές αλλά και της σύγχρονης του Αλεξάνδρειας. Πάντα τα περιστατικά αφορούν στο περιθώριο της επίσημης ιστορίας. Μέσα από την επιλογή ανθρώπινων καταστάσεων, ο ποιητής φέρνει τα ιστορικά πρόσωπα της άλλης εποχής πιο κοντά μας και τα κάνει να φαντάζουν γνώριμα, λες και κυκλοφορούν ανάμεσά μας.

Συμπερασματικά, τα ιστορικά ποιήματα του Καβάφη υποδεικνύουν την περίπλοκη σχέση του με το παρελθόν. Κάποιοι σχολιαστές του έργου του θεώρησαν ότι αυτό οφείλεται στην δυσαρέσκεια του σχετικά με το παρόν στο οποίο έζησε. Όμως προσωπικά θεωρώ ότι είναι μια προσωπική φιλοδοξία να διορθώσει τα κακώς κείμενα του παρελθόντος και να χρησιμοποιήσει την ποίηση του ως έναν σπασμένο καθρέφτη , διαθλώντας το παρελθόν, δημιουργώντας μια καινούργια ιστορία από τα παλιά. Επίσης, ως ένα στάδιο πάνω στο οποίο δείχνει την σχέση της ιστορικής αλήθειας και αναγνωρίζει την σημαντική υποκειμενικότητα της ιστορίας. Η ιστοριογραφία είναι μια ερμηνεία και ξεχωριστή αντίληψη των γεγονότων και γι’ αυτό είναι αδύνατον να υπάρξει διαυγής αντικειμενικότητα καθώς ο κάθε ιστορικός καταθέτει την προσωπική του άποψη στο προκείμενο θέμα και γι’ αυτό τον λόγο θα λάβει θέση, μαρξιστική, θρησκευτική ή απλά εκδηλώνοντας την προσωπική του προτίμηση. Η προσωποποιημένη ιστορία στην ποίηση του Καβάφη είναι κυρίως μια ειλικρινής κατάθεση, η οποία αποποιείται την διάσημη ρήση του Τάκιτου ότι : «Όποιος στ’ αλήθεια υπηρετεί την αδιάφθορη αντικειμενική πίστη, οφείλει να μιλάει για τα πάντα, για το σύνολο, χωρίς να εκδηλώνει ούτε αγάπη ούτε μίσος» ανοίγοντας ένα καινούργιο μονοπάτι. Ο Καβάφης είναι σπάνια λανθασμένος καταθέτοντας μια ρεαλιστική λογοτεχνία από ιστορικά γεγονότα.

Αυτό τον κάνει έναν εξαιρετικά ενδιαφέροντα ποιητή επειδή είναι τόσο μπροστά από την εποχή του σε ύφος και τεχνική καθώς προετοιμάζει το έδαφος για τα φιλοσοφικά και λογοτεχνικά ρεύματα που δεν είχαν ακόμα εμφανιστεί. Τοποθετώντας τον εαυτό του σαν μεσολαβητικό φακό ανάμεσα στο ποια είναι η αλήθεια και τι πραγματικά σημαίνει για τον ίδιο, θολώνει τη γραμμές μεταξύ παρελθόντος και παρόντος. Μέσα στο ποιητικό σύμπαν του Καβάφη το τραγικό διευρύνεται από το ατομικό στο ιστορικό επίπεδο και ανάγεται σε καθολικό νόμο της ζωής και σε συστατικό στοιχείο της δομής του Κόσμου.

 

 

 Θρησκευτικότητα

 

Ο Βυζαντινισμός και ο Ελληνισμός δονούν τις ευαίσθητες χορδές της καρδιάς του ποιητή. Για τον Αλεξανδρινό ποιητή δεν υπήρχε δίλημμα για το αν θα χαρακτήριζε τον εαυτό του ιωνικό η βυζαντινό. Ο ποιητής αναφέρει την Εκκλησία ως εκκλησία των Γραικών και όχι των Ελλήνων, δείχνοντας έτσι ότι ταυτίζει τον Ελληνισμό με το Χριστιανισμό. Το χριστιανικό στοιχείο αγγίζει τον ιστορικό ποιητή.

 

Η ποίηση του Καβάφη έχει πολλά θεολογικά νοήματα και συμβολισμούς για τα οποία έχουν γραφτεί πολλά κείμενα. Μερικά από τα πιο χαρακτηριστικά του θεολογικά ποιήματα είναι τα εξής: Ιγνατίου Τάφος, Το μετέπειτα, Δέησις και Ιερεύς του Σεραπίου. Έχει παρατηρηθεί πώς ο Καβάφης έδωσε έμφαση στην προσωπικότητα του Ιουλιανού, καθώς παρουσιάστηκε σε μια μετάβαση μεταξύ ειδωλολατρικής πίστης και χριστιανισμού. Φαίνεται μάλιστα να ταυτίζεται πολύ με τον Ιουλιανό λόγω των αντιφάσεων συμπεριφοράς μεταξύ ειδωλολατρίας και χριστιανισμού. Ενώ ασπάζεται τις αρχές του χριστιανισμού, γιατί θεωρεί ότι στον Θεό βρίσκει μια βιωματική εμπειρία και παρηγοριά , στέκεται κριτικά απέναντι στον ιουδαϊκό συντηρητισμό. Από την άλλη αγκαλιάζει τον ελληνισμό γιατί ο αρχαίος ελληνικός κόσμος είχε κάποιες αξίες που δεν είχε ο χριστιανισμός. Υπήρχε μια εκλεπτυσμένη ομοφυλοφιλία που η Ελλάδα την είχε εκθειάσει. Ο Καβάφης δεν συντάσσεται ανοιχτά σε καμία πλευρά. Ήταν ένα μείγμα από φαινομενικές αντιθέσεις. Κοσμοπολίτης και ασκητής, αξιοπρεπής και περιθωριακός, ηθικός και διεφθαρμένος, αρχαίος και σύγχρονος, Ευρωπαίος και Ανατολίτης.

Ο άνθρωπος κατά τον Καβάφη, δεν κατευθύνεται από την μοίρα, αλλά συντάσσεται με το βαθμό συμφωνίας του προς τη θεία θέληση, ανάλογα προς τους ανώτερους νόμους. Η ενσυναίσθηση ότι ο βίος του κινείται εκτός αυτού του πλαισίου, του προκαλεί μια ενοχική στάση έναντι του Θεού. Στο ποίημα “Μανουήλ Κομνηνός”, το τελετουργικό που περιγράφεται αναδεικνύει την κυριαρχία του αγώνα κατά των παθών και της αμαρτίας, αλλά και την επιθυμία για μετάνοια απέναντι σε αμαρτήματα. Όπως ο ίδιος αναφέρει: H ελληνιστική εποχή είναι πιο ανήθικος, πιο ελεύθερα και με επιτρέπει να κινήσω τα πρόσωπα όπως θέλω» . η Χριστιανική Αντιόχεια ήταν το θέατρο πολλών ερωτικών του ποιημάτων, αλλά και η πόλη όπου ο αυτοκράτορας Ιουλιανός ο αποστάτης λοιδορήθηκε από τους χριστιανούς εξαιτίας του πουριτανικού του παγανισμού. Αντίθετα ο χριστιανισμός τους ήταν μια μείξη ειδωλολατρικής ελευθεριότητας και νεοπαγούς ευσέβειας. Ο Καβάφης γνώριζε ότι η συνάντηση του ελληνισμού με τον χριστιανισμό είναι η επαφή δυο διαφορετικών κοσμοθεωριών και αυτό είχε ως συνέπεια την απορρόφηση κάποιων στοιχείων ή την απόρριψη τους. Συνειδητοποιώντας ότι η ηδονή έχει ριζοσπαστική δυναμική κοινωνική συμπεραίνει ό,τι η αλήθεια δεν θα πρέπει να ορίζεται με βάση αυτό που η κοινωνία μέσω των θεσμών έχει οριοθετήσει. Τα ποιήματα του ριζικά αντίθετα με την θρησκευτική ηθική, αντικομφορμιστικά, τολμηρά για την εποχή τους, μιλούν για την ελευθερία του έρωτα και για τον απεγκλωβισμό του ανθρώπου από τις κοινωνικές προσταγές.

 

ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ ΓΙΑ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ

Σε αυτό το βιβλίο, που παρουσιάστηκε στις εκδόσεις Όστρια, στις 18 Ιουνίου 2018 , «Συνομιλώντας με τον Καβάφη» συγγράφουν 29 ποιητές . Σημείο αναφοράς τους είτε μέσω του πεζού είτε του ποιητικού λόγου είναι ο Αλεξανδρινός ποιητής Κ.Π.Καβάφης. Η επιμέλεια έγινε από την κ. Κουμανίδου Καίτη, ενώ τιμητική συμμετοχή φέρει και η πολυβραβευμένη Κατερίνα Αγγελάκη Ρούκ με τρία της ποιήματα. Το υπέροχο εξώφυλλο και η προσωπογραφία του Καβάφη που κοσμούν εσωτερικά το βιβλίο είναι εικαστικές δημιουργίες της Καίτης Κουμανίδου, συγγραφέως, εικαστικού και ψυχολόγου. Παραθέτω την ομιλία μου στην παρουσίαση του βιβλίου, στο οποίο συμμετείχα ως ποιήτρια και εισηγήτρια. Θα ήθελα να ευχαριστήσω την κ. Καίτη Κουμανίδου, τον κ.Φιλελέ Δημήτρη και την κ.Γκριτζανόφσκι Νίκη. Τέλος την κ.Δρακουλαράκου για την υπέροχη συνεργασία.

Είναι ιδιαίτερα σημαντικό σε τόσο δύσκολους καιρούς νέοι άνθρωποι να ακούγονται και να ανοίγουν τα φτερά τους στο λογοτεχνικό στερέωμα. Εύχομαι στην κ. Κουμανίδου που φέρει την υπογραφή αυτής της ανθολόγησης να συνεχίσει το ταξίδι της αυτό προς την Ιθάκη παίρνοντας μαζί της νέες αλλά και καταξιωμένες φωνές, οδηγώντας τες στο φως της δημιουργίας.

 

 

 

 

* Η Χρύσα Νικολάκη είναι Κριτικός Λογοτεχνίας-Συγγραφέας-Θεολόγος.

 

 

Οι πολιτισμικοί πυλώνες της Δύσης

$
0
0
Γράφει ο Αγησίλαος Κ. Αλιγιζάκης //

 

Φιλίπ Νεμό, «Τι είναι η Δύση;», εκδόσεις Βιβλιοπωλείο της Εστίας, Αθήνα 2008.

 

Τι είναι η Δύση; Αυτό το ερώτημα είναι ο τίτλος του μικρού εγχειριδίου του Γάλλου πανεπιστημιακού συγγραφέα Φιλίπ Νεμό, ο οποίος παρουσιάζει και αναλύει τους πέντε πυλώνες του σύγχρονου δυτικού πολιτισμού. Ο Νεμό χρησιμοποιεί έναν ιστορικό χρονικό άξονα για να αναπτύξει τη θεωρία του ξεκινώντας από την επινόηση της πόλης και της επιστήμης στην αρχαία Ελλάδαˑ συνεχίζει με το ιδιωτικό δίκαιο και τον ουμανισμό της Ρώμης, προσθέτει την χριστιανική ηθική, αποδέχεται την πολιτισμική επιρροή της «παπικής επανάστασης» (11ος-13ος αιώνας) και καταλήγει με την συνεισφορά στο πολιτισμικό γίγνεσθαι των μεγάλων δημοκρατικών επαναστάσεων των Νεότερων Χρόνων.

Η γέννηση της αρχαιοελληνικής πόλης δημιουργεί ένα δημόσιο χώρο (Αγορά) υποχρεώνοντας ταυτόχρονα την εφεύρεση ανθρώπινων νόμων, πέρα από τον γνωστό φυσικό νόμο, για την εξασφάλιση της ειρηνικής συνύπαρξης και την ισότητα απέναντι στο νόμο. Επίσης, στα πλαίσια της πόλης, προωθούνται η ορθολογική σκέψη, η τέχνη του λόγου (ρητορική, διαλεκτική) και δημιουργούνται σχολεία, με αποτέλεσμα τη γέννηση της επιστήμης. Όλα αυτά οδηγούν στη γέννηση του νέου ανθρώπου, του πολίτη.

Το άγραφο αρχαιοελληνικό δίκαιο κατά τους ρωμαϊκούς χρόνους εξελίσσεται σε ολοκληρωμένο σύστημα ιδιωτικού δικαίου, το οποίο δημιουργεί μια νέα αντίληψη για τον άνθρωπο και το ανθρώπινο πρόσωπο. Η πολυεθνοτική ρωμαϊκή αυτοκρατορία επινοεί ένα οικουμενικό δίκαιο, το οποίο στηρίζεται στο φυσικό δίκαιο που είναι κοινό και υπάρχει χαραγμένο στις καρδιές όλων των ανθρώπων. Η ολοκληρωμένη του μορφή είναι το Corpus juris civilis του Ιουστινιανού (6ος αιώνας), το οποίο αποτελεί τη βάση του αστικού δίκαιου μέχρι σήμερα. Το ιδιωτικό ρωμαϊκό δίκαιο κατοχυρώνει την ατομική ιδιοκτησία που με τη σειρά της επιτρέπει την αναγνώριση της πνευματικής και υλικής μοναδικότητας του ατόμου. Αυτό οδηγεί στον δυτικό ουμανισμό, ο οποίος, σύμφωνα με τον Κικέρωνα, αναγνωρίζει την συνύπαρξη της κοινής φύσης όλων των ανθρώπων με την ξεχωριστή οντολογική υπόσταση του κάθε ατόμου ξεχωριστά (persona). Δεν είναι τυχαίο ότι η ρωμαϊκή γλυπτική ασχολείται με τα πορτραίτα του κάθε ανθρώπου σε αντίθεση με τα αρχαιοελληνικά αρχαιτυπικά γλυπτά.

Τον χριστιανισμό ο συγγραφέας τον κατανοεί ως βιβλική ηθική της συμπόνιας και της αγάπης για τον πλησίον, στοιχείο απαραίτητο του δυτικού πολιτισμού. Χρησιμοποιεί την εμβληματική ρήση του στάρετς Ζωσιμά στους Αδελφούς Καραμάζωφ: «Ο καθένας μας είναι υπεύθυνος ενώπιον όλων για όλους και για όλα, εγώ δε περισσότερο από τους άλλους» και για να δείξει την εξέλιξη της αλληλεγγύης από τον ειδωλολατρικό κόσμο αναφέρει το παράδειγμα της αγωγής του φιλόσοφου Σενέκα στον νεαρό αυτοκράτορα Νέρωνα στον οποίο απαγορεύει ρητώς τη συγχώρεση και του επιτρέπει την επιείκεια.

Ο επόμενος σταθμός είναι η «παπική επανάσταση» (11ος-13ος αιώνας), η οποία οδηγεί στη δημιουργία πανεπιστημίων (Μπολόνια 1180), καταργεί το δόγμα του ιερού Αυγουστίνου περί σωτηρίας (σωτηρία μόνο κατά χάριν Κυρίου) και υιοθετεί τη θεωρία του αγίου Ανσέλμου (ο άνθρωπος έχει ήδη σωθεί με τη σταυρική θυσία). Επίσης, η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία τονίζει την ανθρώπινη υπόσταση του Ιησού και τη δράση του ώστε να λειτουργήσει ως πρότυπο στον αγώνα και την εργασία του ανθρώπου για να βελτιώσει τη ζωή του σ’ αυτό τον κόσμο. Επίσης, στις θεολογικές σχολές και στα πανεπιστήμια χρησιμοποιείται η αριστοτελική λογική, ενώ το ρωμαϊκό δίκαιο διδάσκεται σε συνδυασμό με την βιβλική εσχατολογία.

 

Philippe Nemo

 

Η έλευση των φιλελεύθερων δημοκρατιών των Νεότερων Χρόνων είναι η κατακλείδα της θεωρίας του Νεμό. Αυτές προήγαγαν τον πνευματικό φιλελευθερισμό, τη δημοκρατία και τον οικονομικό φιλελευθερισμό. Με απαρχή την Μεταρρύθμιση και στη συνέχεια την Αντιμεταρρύθμιση ξεκίνησε μια πορεία προς την ανεξιθρησκεία και τον πνευματικό πλουραλισμό που οδήγησε στον κοινωνικό φιλελευθερισμό. Ο πολιτικός φιλελευθερισμός ή δημοκρατία εκκινεί από την αρχαία Ελλάδα και τη Ρώμη, συνεχίζει με τον Αγγλικό κοινοβουλευτισμό και καταλήγει με την Γαλλική επανάσταση που εδραιώνει το σημερινό συνταγματικό πολίτευμα. Βέβαια, όλα αυτά είναι πάντα σε συνδυασμό με την χριστιανική ηθική, διότι η απουσία της οδήγησε σε ολοκληρωτικά πολιτεύματα. Ο οικονομικός φιλελευθερισμός, η ελεύθερη αγορά, είναι ένα «αυτό-οργανωμένο σύστημα», η «αόρατος χείρ» του Άνταμ Σμιθ, το οποίο αυτορυθμίζεται χωρίς καμία παρέμβαση.

Ο συγγραφέας υποστηρίζει ότι ο δυτικός πολιτισμός είναι και οικουμενικός, διότι η δημογραφική έκρηξη των μη δυτικών κοινωνιών και ο τρόπος ζωής τους οφείλονται στην παγκοσμιοποιημένη οικονομία της Δύσης εξηγώντας με αυτό τον τρόπο και την δυτικοποίησή τους. Όσον αφορά τις κοινωνίες που γνώρισαν ένα μέρος των πυλώνων (π.χ. Ελλάδα) αυτές αντιμετωπίζουν δυσκολίες στην καθιέρωση των φιλελεύθερων δημοκρατιών με την δυτική έννοια του όρου.

Από τα παραπάνω γίνεται φανερό ότι ο Γάλλος συγγραφέας συμπλέει νοηματικά με τον Samuel Huntington και το εμβληματικό βιβλίο του Η σύγκρουση των πολιτισμών. Η επιτυχία του μικρού εγχειριδίου οφείλεται στην περιληπτική και εύγλυπτη παρουσίαση του ευρωπαϊκού τρόπου σκέψης, ο οποίος γίνεται αντιληπτός μέσω της πορείας εξέλιξης της ευρωπαϊκής πολιτισμικής ταυτότητας και των πνευματικών και υλικών επιτευγμάτων της Δυτικής Ευρώπης.

 

 

Οι καρυωτακικοί Δον Κιχώτες

$
0
0
Γράφει ο Αγησίλαος Κ. Αλιγιζάκης // *

 

Είμαστε όλοι Δον Κιχώτες που: «πάνε ομπρός και βλέπουνε ώς την άκρη του κονταριού που εκρέμασαν σημαία τους την Ιδέα…Σκοντάφτουνε στη Λογική και στα ραβδιά των άλλων αστεία δαρμένοι σέρνονται καταμεσής του δρόμου» («Δον Κιχώτες» από τη συλλογή «Νηπενθή»).

 

Ενενήντα χρόνια μετά (ήταν Ιούλιος του 1928) την εκπυρσοκρότηση του περίστροφου στην Πρέβεζα ο Καρυωτάκης είναι πάντα επίκαιρος. Μπορεί να ήταν και ήταν πεισιθανάτιος, μπορεί να ήταν ο ποιητής που έθαψε με το έργο του στην συνείδηση των Ελλήνων το άψυχο κορμί της συντετριμμένης Μεγάλη Ιδέας το 1922, ταυτόχρονα όμως ήταν και ο πνευματικός αναγεννητικής της νεότερης Ελλάδας μαζί με τον οικουμενικό Καβάφη.

 

 

Ο Κώστας Καρυωτάκης στις ποιητικές σιωπές και στην ανάσα της δημιουργίας με τις ατέρμονες διακοπές έναρξης-επανεκκίνησης, παραθέτει τον κρότο της απόλυτης σιγής και της παντοτινής απουσίας της αναπνοής. Στο σύντομο ποιητικό του βίο και τις τρεις ποιητικές συλλογές – «Ο πόνος του ανθρώπου και των πραμάτων» (1919), Νηπενθή (1921), «Ελεγεία και σάτιρες» (1927) – τα είπε όλα και πρόλαβε να σφραγίσει ανεξίτηλα όλες τις επόμενες ποιητικές γενιές: του Σεφέρη, της πρώτης και δεύτερης μεταπολεμικής γενιάς μέχρι και σήμερα. Αλήθεια, τους ξεπέρασε όλους εξακολουθητικά, σύμφωνα με τον Τέλλο Άγρα, εκείνη την εποχή.

Ο χαμηλόφωνος λυρισμός του, γέννημα της δεκαετίας του 1920, ύμνησε τον άνθρωπο και την πεζή καθημερινότητά του, τους προβληματισμούς του και τον σύγχρονο τρόπο ζωής. Η ποιητική του εικονοποιεία στα «Νηπενθή», επηρεασμένη από τον γαλλικό συμβολισμό, είναι δυνατή, μεστή, ειλικρινής, ασυμβίβαστη και θαρραλέα. Ανακάλυψε και αποκάλυψε τα όρια της ψυχικής αντοχής, τα δικά του και των άλλων. Στη συνέχεια, στην «Ελεγεία και σάτιρες» πέρασε στον ρεαλισμό, νεοαστικό και «γραφειοκρατικό», αναδεικνύοντας το αδιέξοδο, ποιητικό, κοινωνικό και πολιτικό του ανθρώπου και της Ελλάδας. Υπέρμαχος του «Κοσμικού Τίποτε και του Απολύτου Μηδενός» χρησιμοποίησε γλώσσα μικτή, καθαρεύουσα και δημοτική για να πραγματοποιήσει ένα διπλό, ταυτόχρονο ταξίδι: προς τον έσω άνθρωπο και τις υπαρξιακές του αναζητήσεις, καθώς και προς την κοινωνία των σχέσεων, της συνύπαρξης και της συνεργασίας. H ομοιοκατάληκτη στιχουργική του ξάφνιασε απρόσμενα τον αναγνώστη με τις αντιθέσεις (λεκτικές-νοηματικές) και δημιούργησε αντικρουόμενα συναισθήματα ή ακόμα καλύτερα «μια ηλεκτρική εκκένωση», η οποία διαπέρασε «το σώμα της λογοτεχνίας μας».

Ο Έλληνας «καταραμένος ποιητής» έκλεισε παραδειγματικά τον κύκλο των Ευρωπαίων «καταραμένων ποιητών» (Μπωντλέρ, Βερλαίν και Ρεμπώ). Κι αυτό γιατί για τον Καρυωτάκη οι άνθρωποι λειτουργούν ως «Πληγωμένοι Θεοί» (συλλογή «Νηπενθή»), όχι ως ξεπεσμένοι άγγελοι, καθώς η ανθρώπινη χοϊκή φύση είναι αναλλοίωτη από απαρχής γεννήσεως κόσμου. Έτσι, είναι προβλέψιμη στα καλά και στα κακά, στις αμαρτίες και στις αρετές, στη δημιουργία και την καταστροφήˑ στο τέλος, έρχεται η «Δικαίωσις»:

«Τότε λοιπόν αδέσποτο θ’ αφήσω
να βουΐζει το Τραγούδι απανωθέ μου.
Τα χάχανα του κόσμου, και του ανέμου
το σφύριγμα, θα του κρατούν το ίσο…». («Ελεγεία και σάτιρες»)

 

———————————–

[1]Ε. Καψωμένος, «Καρυωτάκης και καρυωτακισμός», 1998, σ. 31.

[2]Β. Λεονταρίτης, «Θέσεις για τον Καρυωτάκη», στο Γράμματα ΙΙ, Νεοελληνική Φιλολογία (19ος και 20ος αιώνας) Ανθολόγιο κριτικών κειμένων για τη μελέτη της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας (19ος και 20ος αιώνας)  επιμ. Μιχ. Μπακογιάννης, ΕΑΠ Πάτρα 2008, σ. 315-320.

 

Βιβλιογραφία
1. Καψωμένος Ε., «Καρυωτάκης και καρυωτακισμός», 1998, σ. 31.
2. Λεονταρίτης Β., «Θέσεις για τον Καρυωτάκη», στο Γράμματα ΙΙ, Νεοελληνική Φιλολογία (19ος και 20ος αιώνας) Ανθολόγιο κριτικών κειμένων για τη μελέτη της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας (19ος και 20ος αιώνας) επιμ. Μιχ. Μπακογιάννης, ΕΑΠ Πάτρα 2008, σ. 315-320.

 

 

 

* Ο Αγησίλαος Κ. Αλιγιζάκης είναι ιατρός ορθοπεδικός, πολιτισμολόγος.

 

 

Δοκίμιο: Τα ελάσιμα ενός σύγχρονου Δον Κιχώτη…

$
0
0
Γράφει η Ευαγγελία Τυμπλαλέξη // *

 

 

Σε περιόδους κατοχικού κλοιού, η Μόρφωση περιορίζεται στα βάραθρα των  υλικών-οικονομικών διαστάσεών της και η Τέχνη εγκλωβίζεται στο αβυσσαλέο  χάσμα των εμπορευματοποιημένων-γραφειοκρατικών συνιστωσών της. Αμφότερες γίνονται  αντικείμενο «αντιδραστικών» Δυνάμεων και  δόκιμο  σε  αυτό  το  σημείο να  τεθεί  το ερώτημα, που πλανάται αναπάντητο, σχετικά με την επίτευξη της αυτοθέσμισής τους πέραν των εν αφθονία ανεκτών προτύπων, τα οποία καυχιούνται για μάχιμη  αλλά  ταυτοχρόνως  τόσο  απούσα  παρουσία.

«Στην ηλικία των εννέα μου χρόνων, τόλμησα να πω στη δασκάλα μας, ότι αυτό, που σχεδίασε στον πίνακα, δεν ήταν ρόμβος αλλά ένα κομμάτι μπακλαβάς.  Ευτυχώς με αγκάλιασε και μου εξήγησε με όση αγάπη είχε. Αν επρόκειτο  για  άλλον άνθρωπο με τα στενά ιδεοληπτικά  «προσόντα»  της  στυγνής  Εκπαιδεύσεως, θα είχα  περάσει τη  ζωή μου  σε Ίδρυμα.»

Τι σημαίνει «καλλιτέχνης»;;

Ας ξεκινήσω με την ετυμολογία του όρου, όπως έχω εξηγήσει σε παλαιότερο  κείμενο (http://sioualtec.blogspot.com/2017/10/blog-post_681.html). Σύνθετη λέξη απ’ το κάλλος και την τέχνη. Όπου Τέχνη διίστανται οι απόψεις: Ειδικότερα ινδοευρωπαϊκής ρίζας η λέξη με αρχική σημασία το ρήμα ξυλουργώ και κατ’ επέκταση την επιδεξιότητα – ομόρριζη της λέξης τέκνο εκ του ρήματος τίκτω που σημαίνει γεννώ και κατ’ επέκταση το γέννημα. Γενικότερα ένα σύνολο υλικών – μέσων που προάγουν μία ελεύθερη δραστηριότητα με προοπτική την επίκληση στη διάνοια και στην αίσθηση. Συνακόλουθα Τέχνη συνιστά μία ανθρώπινη έκφραση της πνευματικής επεξεργασίας των εμπειριών και ανάπλασή τους.

Ο κύριος Σπύρος Γουργιώτης, αρτοποιός στο επάγγελμα προς βιοπορισμό-μέγιστος φυσιολάτρης-«τελευταίος μαθητής» στο Σχολείο, νυν συνταξιούχος.  Αυθεντικός ωστόσο καλλιτέχνης!

Αποφάσισα να γράψω ένα μικρό κείμενο ως ελάχιστο φόρο τιμής στα έργα Τέχνης που παραδίδει στην περιοχή της Βοιωτίας. Τέχνη, η οποία αναμετριέται με τα υπαινικτικά στοιχεία της τεχνικής και με τις βραδυφλεγείς βόμβες της διαφθοράς, αφού παρουσιάζεται ως αντίβαρο στο μονοδιάστατο θεώρημα του Ακαδημαϊσμού προτάσσοντας το διακύβευμα της πεφωτισμένης Ερασιτεχνίας του. Ένας Ακαδημαϊσμός στείρος που ανακυκλώνει μονόπλευρα τις πολιτιστικές ικανότητες  και οι οποίες με τη σειρά τους εξασφαλίζονται υπό συγκεκριμένο εύρος χρησιμοθηρικού χαρακτήρα εγχάραξης στο πολιτισμικό-οικονομικό-πολιτικό-κοινωνικό, ώστε να λειτουργήσουν ως «αποδεικτικό προελεύσεως» αλλά και ως εναρκτήριο λάκτισμα «διαιώνισης δεικτών» όσον αφορά στην «καλλιεργημένη ή καλλιεργούσα έξη». Είναι σίγουρα δύσκολο σ’ έναν Κόσμο, ο οποίος έχει εθιστεί στην διαδικασία της πιστοποίησης ακόμη και της υπάρξεώς του, ο οποίος αποτάσσει την ίδια την Τέχνη  προκειμένου να την συμπεριλάβει στη διαβρωτική «αρμοδιότητα» της κερδοφορίας και κατ’ επέκταση των αργυρώνητων εκφάνσεών της, να πάψει να ασελγεί απέναντί της, αλλά πάντα υπάρχουν οι Μοναχικοί Ιππότες για να χρωματίζουν διαφορετικά τον Ορίζοντα.

 

 

«Ούτε μέσα. Ούτε έξω. Το ένα δίνει στο άλλο. Και τα δύο μαζί  φτιάχνουν τον Κόσμο μας!» τοιουτοτρόπως μου εξήγησε αυτό το  σκίτσο.

Ο Κόσμος μας!

Η πεμπτουσία της αλληλεγγύης, την οποία ξέχασαν οι θνητοί, να εντοπιστεί στη συνειδητή της τοποθέτηση και στην προσπάθεια μη ενσωμάτωσης της θνητότητας στην Ζωή, διότι υπό το πρόσχημα της θνητότητας ο Άνθρωπος επιβουλεύεται την οντότητά του ως χρησιμότητα. Η Σκέψη του Δημιουργού εδώ ξεπερνά τη σφαίρα της όποιας προαπαιτούμενης ειδίκευσης για να αιχμαλωτιστεί στην ενεργή ανησυχία για το Γίγνεσθαι. Πραγματεύεται με αρτιότητα τα σαφή και τα ασαφή περιγράμματα της κατάταξης των πάντων γύρω μας. Εν παραδείγματι οι πένητες δίνουν βαρύτητα στο Είναι όσον αφορά στην ένδυση-υπόδηση ενώ οι αστικές ομάδες στο φαίνεσθαι, όσον αφορά  στο ίδιο στοίχημα.

 

 

Το Σκάκι! «Χυτό σε μπρούτζο και η σκακιέρα από φουρνιστό ξύλο ελιάς» όπως διατείνεται και η αντιστράτευση δεν αναδεικνύεται απ’ το χρώμα, άσπρο-μαύρο, στα πιόνια αλλά απ’ την απεικόνιση που φέρουν ως Φύση και Άνθρωποι. Μία προαιώνια και αέναη παρτίδα με τον Παιδί να έχει στη φαρέτρα του τα επινοημένα τεχνικά-τεχνολογικά όπλα του για να προσεταιριστεί τον εποικισμό της Μαμάς-Φύσης. Κραδαίνει το Παιδί τις Επιστήμες για να εκφοβίσει στην ουσία το μέλλον του. Το πρόβλημα της αντιπαλότητας δεν αντιμετωπίζεται με τη μέθοδο στατικών δεδομένων, αλλά  με τη λυδία λίθο απρόοπτων δυναμικών και δοκιμασιών αισθητικής-συλλογικής-ατομικής διαθέσεως.

«Ούτε  η  μητέρα  Φύση  μπορεί  να  τα  βάλει  με  το  παιδί  της,  τον  Άνθρωπο. Ούτε ο Άνθρωπος μπορεί  να τα βάζει με τη μητέρα του, τη Φύση. Πυρηνικά, φυτοφάρμακα, παράνομη αλιεία, μαζί με τους πολιτικούς, στρατιωτικούς και χρήμα. Το μόνο θετικό στοιχείο στην ομάδα των ανθρώπων, ο εδώ και χιλιάδες χρόνια συσσωρευμένος πολιτισμός του, που δεν λέει να τον χρησιμοποιήσει για να ωφεληθεί. Σύμβολο αυτού του πολιτισμού, εδώ στο σκάκι και στην ομάδα των ανθρώπων, ο Πύργος, το στοιχείο της Άμυνας φτιαγμένος με τα μαθηματικά, την αρχιτεκτονική, την φιλοσοφία, την μουσική. Πάντως μ’ αυτό το σκάκι δεν παίζουμε ποτέ, γιατί όποιος και να νικήσει θα είναι ένα άσχημο τέλος. Εμείς πρέπει να κατανοήσουμε ότι δεν έχουμε θέση σ’ ένα τέτοιο παιχνίδι.» λέει ο ίδιος.

 

 

Ο Χορός των κλώνων είναι ένα ξυλόγλυπτο, το οποίο φιλοτεχνήθηκε απ’ τον ίδιον το 2004. Οι δύο κλώνοι, η αποτύπωση των  οποίων αντανακλούν διαφορετικές όψεις του κρότου εμπνεύσεως παρά την τελική ενσωμάτωσή τους στην αρχική Ιδέα, σφιχταγκαλιάζονται για να στήσουν τον αιώνιο μυστικό χορό. Η Χήνα παρεμφαίνει το σύμβολο της Δημιουργίας.

Τι  ακριβώς σημαίνει Δημιουργία;

Αντικατοπτρίζει τον «παραλληλισμό της με τα  Όνειρα και τα άλλα μορφώματα του Ασυνειδήτου», σύμφωνα με τον Φρόυντ ή μήπως είναι η «κουρτίνα  που ανοίγει την αισθητική μας  εμπειρία» κατά τον Ρενέ Μαγκρίτ;

Όποια εκ των δύο ερμηνειών ασπαστούμε, ο όρος Δημιουργία ενέχει το  προνόμιο και την τραγικότητα. Είναι η μάσκα του Ορφέα καθώς βουτά στους  σκιερούς δαιδάλους για ν’ ανασύρει την Ευρυδίκη. Είναι το ίδιο θλιμμένο πρόσωπο που καταδύεται στην έγκλειστη ατμόσφαιρα του αποσπασμένου  ΕΓΩ, το οποίο αυθαιρετεί δια των ελεύθερων παιχνιδιών του Νου-των αισθήσεων-της Φαντασίας.

Η Δημιουργία είναι η Σκιά της αρνητικής ή της θετικής θεώρησης της ιδιαίτερης πορείας του Δημιουργού, η οποία τον συνοδεύει στο ορατό και στο  αόρατο μέλλον. Άλλοτε  είναι  ευδιάκριτη και άλλοτε δυσδιάκριτη, ορατή όταν και όσο θέλει ο Δημιουργός, αόρατη όταν δεν επιθυμεί.

 

 

Εδώ είναι τα «πέντε τέλεια στερεά, που εγγράφονται σε σφαίρα. Καθ’ ένα  έχει τον ιδιαίτερο συμβολισμό του στην Αρχαιότητα. Εγγράφονται σε σφαίρα σημαίνει ότι όλες οι κορυφές του στερεού ακουμπούν ταυτόχρονα στην εσωτερική επιφάνεια της σφαίρας. Στη γλώσσα του Σύμπαντος εγγραφή σημαίνει Έρωτας. Ο συμβολισμός τους είναι  γνωστός: το τετράεδρο=η φωτιά το εξάεδρο=η Ύλη, το οχτάεδρο=ο Χώρος, το δωδεκάεδρο=οι θεότητες, το εικοσάεδρο=το Νερό. Τα υπόλοιπα είναι μυστικά του Καλλιτέχνη!» μου εξήγησε αφήνοντάς με να περιπλανηθώ στα λαβυρινθώδη  υπόγεια των «μυστικών του Καλλιτέχνη»!

Η Γεωμετρία ως Επιστήμη μελέτης του Χώρου διακρίνει τις επιφάνειες, τις γραμμές, τα σημεία και τις διαστάσεις τους. Στη συμπλοκή με την Τέχνη παρατηρείται μία ενστικτώδη αλληλουχία τρισδιάστατων απεικονίσεων. Σε όλες τις μορφές Τέχνης ο Δημιουργός εμφανίζεται ως «αρπεδονάπτης», ειδικοί υπάλληλοι στην Αρχαιότητα που επόπτευαν τον διαχωρισμό εκτάσεων προβαίνοντας σε μετρήσεις με το ειδικό σχοινί «αρπεδόνη». Στη  καλλιτεχνική διαδρομή του Δημιουργού τα ετερογενή στοιχεία του ανάγλυφου συνδέονται με το συγκυριακό πρόταγμα της Δημιουργίας και όπως αναδύεται η γεωμετρική αίσθηση του Χώρου, το αίτημα για εσωτερίκευση του Κόσμου και ταυτόχρονη εξάλειψη κάθε αλλοτρίωσης συγκεκριμενοποιείται ως αντίλογος του ασυνειδήτου, με τον στοχασμό να τελεί υπό έξαρση αντιφατικά οριοθετημένη ή παρανοϊκά πολλαπλασιασμένη.

 

«Ταύρος. Χυτό σε μπρούτζο. 2003. Συμβολίζει τη δύναμη της γνώσης.»

 

 

Μνεία οφείλουν όλοι οι Πολίτες της Λιβαδειάς στο άγαλμα της Έρκυνας, το οποίο κολυμπά στο ομώνυμο Ποτάμι. Η Έρκυνα και η Περσεφόνη, Νύμφες της αρχαιοελληνικής μυθολογίας, έπαιζαν με μία χήνα κοντά στο δασύλλιο του Τροφωνίου. Όταν το πτηνό κρύφτηκε κάποια στιγμή κάτω από μία πέτρα και στην προσπάθειά τους να το εντοπίσουν οι δύο νέες, ανασηκώνοντας στην πέτρα ανέβλυσε η πηγή, στην οποία έδωσαν το όνομα της Έρκυνα.

 

 

«Το 2006 τον Αύγουστο, πήγα στην Κοιλάδα των Μουσών για  να φωτογραφίσω την πανσέληνο και μου βγήκε αυτή η περίεργη και όμορφη φωτογραφία. Δεν γνωρίζω αν είναι σφάλμα του φακού ή κάτι αληθινό αλλά αμέσως σκέφτηκα να την βάλω εξώφυλλο στο βιβλίο μου μαζί με τον Ζαχαρία, το παιδάκι που είχα φωτογραφίσει λίγες ημέρες πριν στο πανηγύρι της Δεσφίνας

Το βιβλίο «Ηλίου Πνοή», που έχει γράψει ο κύριος Σπύρος, πραγματεύεται διάφορες πληροφορίες για το μαντείο του Τροφωνίου υποδεικνύοντας με το προαίσθημα του Αληθινού Καλλιτέχνη τα όσα αφουγκράζεται-μελετώντας τα σημάδια πάνω στις πέτρες και στα μονοπάτια των βουνών γύρω απ’ το Ποτάμι. «Δεν διαθέτω την επιστημονική κατάρτιση για να τεκμηριώσω τις σκέψεις πάνω στα στοιχεία αυτά. Υποψιάζομαι όμως την αξία τους και επειδή πιστεύω πως δεν έχουν πέσει στην αντίληψη των Επιστημόνων, επειδή ποτέ τους δεν τα αναζήτησαν…»  διατείνεται ο ίδιος σε απόσπασμα του βιβλίου του.

 

 

Και προηγήθηκε ψηφιδωτό με την Έρκυνα ως «μούσα μέλισσα», που αναζητά τη γύρη της Νόησης και κεντρίζει το σταφύλι της Γνώσης. «Μία  διαδικασία,  την  οποία  ελάχιστοι  βιώνουν  στη  Ζωή»,  όπως  εξηγεί.

 

 

Και μιας και αναφερθήκαμε στο Σταφύλι της Γνώσης, δόκιμο κρίνεται να τεθεί υπό τα όμματα του αναγνώστη το πανέμορφο γλυπτό, που έχει φιλοτεχνήσει ο κύριος Γουργιώτης το 2013 και το οποίο αναπαριστά τον Θεό Διόνυσο να κοιμάται σε μία βάρκα γεμάτη από σταφύλια. Δεν θέλησε να εξηγήσει τίποτα, ώστε να επαφεθεί στην ευρηματικότητα του κάθε θεατή!

Ίσως εδώ να είναι μία απ’ τις ελάχιστες φορές, όπου θα μπορούσαμε να αποδεχτούμε τον όρο Φιλελευθερισμός, ως έννοια αδειοδοτική προς τα διάφορα ζευγάρια μάτια, που θα σταθούν πάνω στο έργο, ως μορφή Τέχνης αυτό-περιοριζόμενη που επιχειρεί να αποτελέσει την πρωτοτυπία της «έμμεσης δράσης». Είναι η υπέρτατη Ελευθερία ερμηνείας χωρίς υποβιβασμούς σε αναλυτικές θεωρίες, οι οποίες «επινοήθηκαν για να αποκτηνώνουν και όχι για ν’ ανυψώνουν τον Άνθρωπο» κατά τον Baruch Spinoza.

Και ακολουθεί ο Herman, Γερμανός ήρωας που εκπαιδεύτηκε στον ρωμαϊκό στρατό κι όταν οι Ρωμαίοι πήγαν να κατακτήσουν τη χώρα του στασίασε και πολέμησε στο πλευρό των συμπατριωτών του. Το έργο εστάλη σε έκθεση Γλυπτικής και οι Γερμανοί το κράτησαν επί 6 χρόνια, «μέχρι που έβαλα άνθρωπο απ’ την πρεσβεία  για να το πάρει  πίσω», όπως καταθέτει…

 

 

Αξιόλογα είναι και τα υφαντά, τα οποία φτιάχνει με τον παραδοσιακό τρόπο. Στην ακόλουθη φωτογραφία αποτυπώνεται το Κέρας της Αμάλθειας. Ένα υφαντό, το οποίο κατασκευάστηκε το 2014 με την τεχνική της κυκλικής ύφανσης, απ’ το κέντρο προς την περιφέρεια. «Το Κέρας της Αμάλθειας είναι το μυστικό του Κόσμου» κατά τη ρήση του.

 

 

Η ετυμολογία της λέξης Αμάλθεια παραπέμπει στο μάθος, το οποίο σημαίνει την έλλειψη, και στο α- στερητικό. Κατ’ εφαπτομένη η Αμάλθεια ενσαρκώνει τη γενναιοδωρία. Το σύμβολο της πλησμονής των αγαθών και της ευμάρειας των Ανθρώπων, όπως υιοθετήθηκε και στη Λατινική Γραμματεία ως cornu  copiae. Στην εποχή του άκρατου Καπιταλισμού, όπου καθημερινά χιλιάδες άτομα πεθαίνουν απ’ την πείνα, η Ανθρωπότητα οφείλει να ενδυθεί τον μανδύα της Τατιάνας Μιλλιέξ στο έργο της «Από την άλλη όχθη του Χρόνου» και να αναφωνήσει: «Με κυνηγάνε τα παράθυρα, δεν μπορώ να τ’ αποφύγω, έχω την αίσθηση πως μένω χρόνια καρφωμένη σ’ ένα παράθυρο και κοιτάζω προς τα έξω. Η προσπάθειά μου είναι  να κοιτάξω προς τα μέσα, αλλά δεν τα καταφέρνω. Φοβάμαι τα εσωτερικά των σπιτιών, μπορεί ύπουλα να ανακαλύψω πίσω μου μόνο το κενό, την μπουλντόζα, την τερατώδη πολυκατοικία και ξαφνικά να νιώσω πως είμαι χάρτινη, κολλημένη σε μία ψεύτικη κορνίζα…»

Εν συνεχεία η Θεά Αφροδίτη, χυτό σε κασσίτερο του 2011 και αναγωγή στην Κυκλαδική  Τέχνη.

 

 

Στην Κυκλαδική Τέχνη έχει μεγάλη αδυναμία επειδή «είναι η μόνη αληθινή και πλησιέστερη στον άνθρωπο. Τότε που μιλούσε για τη Ζήση και τον Ασκληπιό. Αργότερα στην Κλασσική περίοδο των Τεχνών οι Άνθρωποι ξέφυγαν προς τη σύγχρονη Εποχή, την Καπιταλιστική, όπως θα έλεγε κι ένας Πολιτικός…», όπως ισχυρίζεται.

Μπορούμε σ’ αυτό το σημείο να μνημονεύσουμε τη θέση του Αριστοτέλη, ο  οποίος   πρέσβευε πως οι πρακτικές επιστήμες δεν θα έπρεπε να εμπεριέχουν γνώση και οι φυσικές επιστήμες δεν έχουν πρακτική εφαρμογή. Και εννοούσε πολύ απλά πως απώτερος στόχος μιας επιστήμης θα έπρεπε να είναι η αξία και η σημασία που αυτή προσδίδει στη ζωή μας. Ας πάψει πλέον η αξιολόγηση μιας επιστήμης-ιδεολογίας να εξαρτάται απ’ τη συμβολή της στην κατανόηση αλλά να επεκτείνει τις θεραπευτικές της ικανότητες, αυτές που θα είναι ανεξάρτητες από οικονομικά συμφέροντα. Διότι διαφορετικά μιλάμε για αργυρώνητες προσανατολιστικές θεωρίες.

Η Κυκλαδική Τέχνη μπορεί να εντοπιστεί και στην «πρώτη εμπειρία απόλαυσης» κατά τον Lacan, ως αρχετυπική προβολή των πανίσχυρων ρευμάτων των επιθυμιών μας, οι οποίες εμφανίζονται απαλλαγμένες από φιοριτούρες προς εντυπωσιολαγνεία. Πρεσβεύει μιαν απεικόνιση ειλικρινή και  ταυτοχρόνως απατηλή. Ύστερα σιγά-σιγά άρχισε ο άνθρωπος να ζει για να ρυθμίζει την κυβερνητική μηχανή και η Κοινωνία μεταλλάχτηκε σε υποζύγιο του Κράτους. Παρεπόμενο σύμπτωμα ήταν η υπαγωγή της Τέχνης στην αξιοθρήνητη ταυτοποίησή της με τον κρατικό μηχανισμό.

Παρακάτω βλέπουμε ένα γλυπτό του 2006, στο οποίο αναπαρίσταται η Διοτίμα, Ιέρεια και Φιλόσοφος που μιλούσε για τον Έρωτα στον Σωκράτη στο Συμπόσιο του Πλάτωνα. «Απ’ τον βράχο που φιλοτέχνησα την προτομή του Ζωγράφου Θ. Λαζαρή  περίσσεψε  ένα  κομματάκι  κι  έτσι  έφτιαξα την Διοτίμα.» αναφέρει ο κύριος Γουργιώτης. Η Διοτίμα είναι η μόνη  γυναίκα που αναφέρεται στο έργο Συμπόσιο.

 

 

Ο Καλλιτέχνης επί τω έργω…

 

 

 

Εν είδει επιλόγου να επισημάνω πως έχει εμπνευστεί αρκετά γελοιογραφικά σκίτσα και έχει γράψει κι ένα θεατρικό σενάριο, το οποίο τιτλοφορείται: «Οι Μυλωνάδες» και παρουσιάστηκε στο θερινό Θέατρο στη Λιβαδειά την περίοδο του 2013. Οι «Μυλωνάδες» σύμφωνα με την πλοκή του σεναρίου είναι «όλοι αυτοί οι άνθρωποι που μπορούν να εμπνέονται από τις μούσες. Πρώτοι μυλωνάδες είναι αυτοί οι άγνωστοι πρόγονοί μας που ανακάλυψαν τη φωτιά, τον τροχό, τα πρώτα πέτρινα εργαλεία και αυτοί που χάραξαν τις πρώτες βραχογραφίες στα σπήλαιά τους και έδωσαν ώθηση στη πνευματική εξέλιξη της ανθρώπινης κοινότητας.» Η ερασιτεχνική ομάδα έκανε πρόβες στο «θέατρο 8», υπαίθριος χώρος που με τη Δύση του Ηλίου τους υποδέχεται.

Διατηρεί λογαριασμό στα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης για όσους θα ήθελαν να επισκεφτούν το προφίλ του ή για περαιτέρω διευκρινίσεις σχετικά με το πολύπτυχο έργο του.

https://www.facebook.com/erkyna.s?hc_ref=ARRg2QwnSem9dRtiynPIq0YMHyycPTRk4PUrmHOaSYWMBnhLkc2HOLtoTedTThKZ0hI

Στον χώρο που διαμένει είναι όλα τα έργα αρκετά στριμωγμένα. «Μέλημά μου είναι ένα χώρος μόνιμος και μεγαλύτερης εκτάσεως, ώστε να ξεναγεί τον δυνητικό θεατή. Ευτυχώς κάποιοι φωτεινοί δάσκαλοι φέρνουν τα παιδιά  προς  περιήγηση  στο ταξίδι  μου!» εκφράζει το παράπονο.

Σε τέτοιες περιπτώσεις θα έπρεπε η τοπική Αυτοδιοίκηση να αφουγκράζεται τις ερωτογόνες ζώνες της περιφέρειάς της, ώστε να θάλπει υπό την αιγίδα της εκθεσιακούς χώρους και να προστατεύει-διατηρεί την ανεκτίμητη αυτή κληρονομιά, που Καλλιτέχνες αφήνουν χωρίς να έχουν προτάξει το κέρδος αλλά το μεράκι τους, ως πολιτισμικές βαλβίδες με την εσωστρέφειά τους να αναπολεί-αποκρυσταλλώνει το Παρελθόν και με την εξωστρέφειά τους να θέλγει το Μέλλον. Μόνο κατ’ αυτόν τον τρόπο οι μετοχές της Προόδου θ’ αποκτήσουν πραγματική αξία και οι Κοινωνίες θα πάψουν να υποδουλώνονται στο Κράτος ως βαστάζοι  παρακμής.

Τον Δον Κιχώτη σε μπρούτζο μου τον έδειξε τελευταίο αλλά γι’ αυτό επέλεξα να  τον καταχωρήσω στον κατάλογο των φωτογραφικών εκθεμάτων πρώτον, επειδή   σηματοδοτεί τη συνολική  μεταστροφή του φαντασιακού και προσιδιάζει στη  μετεμψύχωση του ουτοπικού.   Και  να  κλείσω  με  τον  Δρομέα!

 

 

«Καπνίζεις;» με ρώτησε σε συνομιλία μας εκ του μακρόθεν, απ’ τα Μέσα Μαζικής Δικτύωσης, ο κύριος Σπύρος.

«Όχι!»  απάντησα  αρκετά  αφηρημένη  και ούσα πεπεισμένη πως δεν μου χρειαζόταν καπνός για να επιτύχω την εγκαταβύθιση στα υπόγεια ρεύματα της Σκέψης.

«Και πως φιλοσοφείς; Ένα μαστορόπουλο  έμαθε  την  τέχνη  του  Κανατά   και  κάποτε  άνοιξε  δικό  του  εργαστήριο,  επειδή  νόμισε  πως  είχε  μάθει  πολύ  καλά  την  τέχνη.  Τα  κανάτια  του  όμως   έσπαζαν   στον  φούρνο  και  απελπισμένος   πήγε  να  ρωτήσει  τον  μάστορα   κλαίγοντας  και   δηλώνοντας  πως  έκανε  ό,τι  ακριβώς  έκανα   και  μαζί   κατά   τη  διδασκαλία.  Ο  μάστορας  τον  περιγέλασε  λέγοντάς  του  πως  τα  κανάτια  σπάζουν,  επειδή  δεν  καπνίζει  μπροστά  στον  φούρνο,  την  ώρα  του  ψησίματος.»

«Είναι τόσες οι συσχετίσεις των εικόνων, που εμβολίζουν τις ύφαλες κι ασυνείδητες περιοχές του Νου…» επέμεινα. Φημίζομαι για την ισχυρογνωμοσύνη μου άλλωστε!

«Όταν  κλαδέψω  τον  Μάρτη,  θα  σου  δώσω  αμπέλι  να  φυτέψεις.  Πηγή  γνώσης  του  Νου.»  μου  πρότεινε.

«Που να το φυτέψω; Εγώ μένω σε μία τρύπα 30 τετραγωνικών!» απάντησα ειλικρινώς αλλά ευθαρσώς δηλώνοντας την έκταση της αμάθειάς μου.

«Στο Υπερπέραν θα το φυτέψεις. Εκεί δεν έχει τρύπες. Όλο το Άπειρο δικό σου!» και με αυτή την απλοϊκή απάντηση με καληνύχτισε. Μέσα στο μικρό μου δωμάτιο άρχισα να σκέφτομαι έντονα πως επανάσταση κι αμάθεια αποτελούν αντικείμενο συνεξέτασης, αφού νόμιζα πως είχα ήδη επαναστατήσει προς τις μαύρες τρύπες του Σύμπαντος έχοντας στις αποσκευές μου τις ποιητικές μου ιστορίες…

 

 

 

Το γυροσκόπιο αντίληψης της Ευαγγελίας Τυμπλαλέξη οδυνάται για τα κακώς κείμενα στον Πλανήτη. Νιώθει να πάλλεται σε χώρο μαγνητικά απομονωμένο και η πυξίδα έχει χαθεί.

 

 

Κωστής Παλαμάς: Σημειώματα στο περιθώριο

$
0
0
Γράφει η Ελένη Γκίκα //

 

 

«Για να καταλάβεις ένα νου του περασμένου καιρού, ανάγκη πρώτα- πρώτα να ξεχάσεις τον καιρό σου, να τον αποκαταστήσεις εκείνο το νου στον κύκλο του καιρού του δικού του, να κατεβάσεις την εικόνα μέσα στην κορνίζα που της στέκει, στο φως που της πρέπει».

Ωστόσο δεν χρειάζεται να κάνεις καν χρήση της ρήσης αυτής του ίδιου του Κωστή Παλαμά, για να διαπιστώσεις ότι το μεγαλείο του ποιητή και η νίκη του επάνω στο χρόνο κρύβεται ακόμα και στα «κουρέλια» του, και στα σπαράγματα της γραφής του.

Απόδειξη, ένα βιβλίο «δώρο» που κυκλοφορεί από τον Πατάκη, με τα «Σημειώματα στο περιθώριο». Φράσεις κι απόψεις που συνήθιζε ο Παλαμάς να γράφει στα περιθώρια των βιβλίων που διάβαζε ή σε τετραδιάκια που έκρυβε κι ύστερα ανακάλυπτε.

Κάποια δημοσιεύονταν στον Τύπο «όπως- όπως». Με τη μορφή απόψεων, χρονογραφημάτων, μικρών κριτικών σημειωμάτων.

Σε όλα τους, αποκαλυπτικός και άμεσος ο ποιητής μιλά για τη ζωή και την τέχνη.

Κι έρχεται τώρα σε επιμέλεια και εισαγωγή και σημειώσεις της Μάρας Ψάλτη, 75 χρόνια μετά τον θάνατό του και 160 χρόνια από την γέννησή του, για να μας αποκαλυφθεί σύγχρονος και μοντέρνος, ανοιχτόκαρδος κι ανοιχτόμυαλος, απροκατάληπτος όχι μόνο όσον αφορά τις απόψεις, αλλά και την φόρμα με την οποία μας παραδίδονται, τον διακοπτόμενο κι αποσπασματικό χαρακτήρα των σημειωμάτων, τη συνεχή διαπλοκή βίου και έργου. Σε όλα σα να ‘ναι απολύτως νέος, σα να ’ναι η εποχή μας, εποχή του.

Τύχη αγαθή κι εκδοτική φροντίδα εξαιρετική τα ‘φερε έτσι ώστε να ρίχνουμε σήμερα κι εμείς ματιές «στο περιθώριό» του.

Για τη σημαντικότητα των σημειώσεων έχει πει ο ίδιος:

«Τολμώ να σημειώσω στη φροντίδα και των γνώριμων και των αγνώριστων φίλων μου πως τα “Σημειώματα στο περιθώριο” σχετιζόμενα με το ατύπωτο βιβλίο [αν θα τυπωθή] της “Ποιητικής μου” είναι για μένα σε πολλά η ποιητική μου  ίδια σε ό,τι μπορεί να κλείση γενικώτερα ή βραχυλογικώτερα εκφρασμένo. Ή καλύτερα είναι τα «Σημειώματα στο περιθώριο» μια εισαγωγή στην “Ποιητική μου”, καθώς είναι “Ο Δωδεκάλογος του Γύφτου” τα προπύλαια που μας μπάζουν στη «Φλογέρα του Βασιλιά». Στα σημειώματά μου αυτά βρίσκεται συγκεντρωμένο όλο σχεδόν το στοχαστικό μου σύνολο».

Και για τον τρόπο που έχει σημειώσει, επίσης:

«Πάντα συνηθίζω να τραβώ στο περιθώριο του βιβλίου που διαβάζω, μολυβιές. Καμιά φορά οι μολυβιές γίνονται με γράμματ’ αντί μ’ απλές γραμμούλες. Και να πως ήρθαν τα σημειώματα τούτα. Στον τύπο τώρα τα δίνω όπως- όπως. Λύνω τη ζώνη των παρθένων. Κι ύστερα και κάποιες σιγοκουβεντούλες με τον εαυτό μου, που σβήνανε μόλις άρχιζαν ή που άρχιζαν μόλις έσβηναν και που κι εγώ καλά καλά δυσκολεύομαι να θυμηθώ τον λόγο που τις γέννησ’ έτσι άπλερες, ατέλειωτες, άναρχες.

Πρέπει να ειπωθεί πως τα σημειώματα τούτα αντιγράφονται με το χέρι μου, μεσ’ από λογής τετραδιάκια, καθώς βρίσκονται άταχτα ριμμένα μέσα σε κείνα, από χρόνια τώρα τα περισσότερα. Και βάζονται εδώ πέρα μόνο για να μείνουν κάπου, χωρίς να σχετίζονται και πολύ με τα ζητήματα της ημέρας και χωρίς καμιά φροντίδα δημοσιογραφικής φρεσκάδας».

 

Τα «Σημειώματα στο περιθώριο» δημοσιεύονται αρχικά στον περιοδικό τύπο, στο μεγαλύτερο μέρος τους στο περιοδικό «Ο Νουμάς» και, δευτερευόντως, στα περιοδικά «Οι Νέοι», «Καλλιτεχνία» και «Παντογνώστης», καλύπτοντας ένα διάστημα δεκατεσσάρων ετών (1909-1923), όπως μας πληροφορεί η Μαρία Ψάλτη στην Εισαγωγή της.  Προτείνοντάς μας την ανάγνωσή τους «ως δυνητικών εγγραφών τριών διακριτών ημερολογίων (σύστοιχων προς την τριπλή παλαμική ποιητική), εκτιμάται το ιδιαίτερο στίγμα και η θέση τους στην εργογραφία Παλαμά και αναπτύσσονται οι εκδοτικές αρχές που ακολουθούνται με αναδρομή στις πρώτες δημοσιεύσεις των κειμένων. Μετά το κύριο μέρος των 180 «Σημειωμάτων» του Παλαμά, το οποίο συμπληρώνεται από Παράρτημα με αθησαύριστα σημειώματα, ακολουθεί η ενότητα των Σημειώσεων με επεξηγήσεις όρων και ονομάτων, παραπομπή στις παλαμικές πηγές και σύνδεση των αναφερομένων στα «Σημειώματα» με άλλα παλαμικά κείμενα.»

 

 

Τα Σημειώματα που ακολουθούν είναι, πιστεύουμε, από τα αντιπροσωπευτικά του:

 

Σημειώματα για τη ζωή του:

 

«Ποτέ άνθρωπος δεν θ’ αγάπησε τόσο στη ζωή του σαν εμένα, και ποτέ άνθρωπος δεν θ’ απόλαψε τόσο λίγο τον έρωτα σαν εμένα. Ποτέ άνθρωπος δεν λαχτάρισε τόσο σαν εμένα τους μακρόσυρτους δρόμους, τους ατέλειωτους περιπάτους κάτου από τους ολάνοιχτους ουρανούς, και ποτέ άνθρωπος δε θα κουνήθηκε και δε θα ταξίδεψε τόσο λίγο σαν εμένα».

 

«Δύσκολα ξανοίγομαι. Αυτό που λέμε κρασοκατάνυξη δεν το ξέρω. Τα μίση μου και οι αγάπες μου δεν ξετυλίγονται’ ξεσπάνε. Κάποτε μπόρεσα να το φανερώσω το μεθύσι της σάρκας μου. Τον πόνο της καρδιάς μου σχεδόν ποτέ. Πρέπει να βρεθώ μόνος για να κλάψω. Δάκρυσα γι’ ανθρώπους που, αν το μάθαιναν, θα ξαφνίζονταν. Μ’ ανάθρεψε, άγρια κι άταχτα, η μοναξιά.»

 

«Όμως έχω κάτι πολύ θηλυκό μέσα μου. Καταλαβαίνω πως μου έρχονται δάκρυα, πως δεν μπορώ να τα κρατήσω κι εκεί που ένας άντρας θα ‘δειχνε τη γροθιά του ή το πολύ πολύ μια καταφρόνεση. Άντρας μπορεί να είναι κάποτε ο νους μου. Μα είναι τούτο αρκετό για μια καρδιά γυναίκεια;»

 

 

Σημειώματα για την γραφή του:

 

«Κάποιος που θα τους δει τους στίχους τούτους θα πει: “Καλότυχος που την έζησε τη ζωή του μοσκοβολισμένη από τον αέρα του βουνού”.

-Αλίμονο! Δεν την έζησα τέτοια ζωή. Τώρ’ αγωνίζομαι να τη ζήσω μέσα από τους στίχους.»

 

«Μ’ αρέσει να χτίζω τη σκέψη μου απάνω σε στερεά θεμέλια, γι’ αυτό και συχνά φέρνεται σαν απήχηση της γνώμης άλλου, ενώ καθαρώτερα κοιταγμένη και διακριτικότερα, δεν είναι παρά η χαρά του ανθρώπου που ελεύθερα στοχάζεται, η στιγμή που βλέπει, και πριν και μετά συντονισμένους από αναγνωρισμένα κοντύλια, τους ίδιους του τους στοχασμούς.»

 

«Η όρεξη έρχεται τρώγοντας. Η έμπνευση έρχεται γράφοντας.»

 

 

Για την κριτική:

 

«Και τας αναγνώσεις μου συνήθισα να αντλώ από κύκλον ευρύτατον. Ο προμηθευτής μου βιβλία μού προσφέρει από όλους τους κλάδους του επιστητού. Από τα συγγράμματα των νομοδιδασκάλων μέχρι των τομιδίων των ποιητών. Χρειάζομαι πολλά και παντοία δια να εκλέξω ολίγα».

 

«Σε όσους θέλουνε να πούνε ότι δεν είμαι κριτικός της προκοπής, γιατί δεν γράφω, τις περισσότερες φορές, παρά για να επαινέσω κάποιον ή κάτι, θα μπορούσα ν’ αποκριθώ: Δεν ξέρω καθαρά τι είμαι, αν κριτής, αν ποιητής, και πότε το ένα και πότε το άλλο. Γράφω πότε σε στίχους, πότε σε πεζά. Σημείωσα στο εξώφυλλο του δεύτερου τόμου στα «Γράμματά μου»: «Ετοιμάζουμε και τ’ άρθρα μας, καθώς συνθέτουμε και τα τραγούδια μας». Όσο κι αν είναι απλό το ρητό μου – γιατί κρύβει κάτι στοχαστικό- μερικοί πέρασαν από μπρος του και στράβωσαν τα μούτρα τους’ άλλοι ζήτησαν να το εξηγήσουν και δεν εξήγησαν παρά τη στενοκεφαλιά τους.  Ανάλογα ο Renan, όχι χλωμά σαν εμένα, μα λαμπερά σαν όλα του, σημειώνει στις «Θύμησες» από τα παιδιάτικα χρόνια κι απ’ τα νιάτα του. Λέει: «Δεν πρέπει κανείς να γράφει παρά για ό,τι αγαπά. Με την ξεχασιά και με την σιωπή τμωρούμε τ’ άσχημα και τα πρόστυχα».

 

«Κάποια έργα τέχνης είναι σαν τα μάτια και σαν τα κύματα. Τα λέμε μαύρα ή γαλανά, μα σπινθοβολάνε από τις σπίθες όλων των χρωμάτων. Έτσι και η «Δέηση απάνου στην Ακρόπολη», μαζί λόγος, ιεροτελεστία, ποίημα, φιλοσοφίας μάθημα.»

 

 

Για την τέχνη:

 

«Οι πιο επικίνδυνοι εχθροί της Τέχνης είν’ εκείνοι που την ξέρουν και που την αγαπούν όπως οι γυναίκες ξέρουν κι αγαπούν τη μόδα. Την μόδα οι γυναίκες την παίρνουν για ομορφιά’ κι έξω από κείνη καταφρονούν κι αναγελούν κάθε άλλο δείξιμο. Ένα από τα χίλια φανερώματα της Τέχνης, ένα της τρόπο μοναχά, οι νέοι προπάντων τον παίρνουν πως είναι ακέραια η Τέχνη, και έτσι κακοβλέπουν κάθε άλλο και με άλλο τρόπο παρουσίασμα καλλιτεχνικό. Η Τέχνη αλλάζει και μεταμορφώνεται κατά τους καιρούς και σύμφωνα με την περίσταση, μα είναι μια, ανάλλαχτη κι αμεταμόρφωτη’ αιώνια η ουσία της. Όσοι δεν το καταλαβαίνουν αυτό κίνδυνος είναι να εκτιμήσουν μονόπαντα, για μονάκριβα έργα τέχνης, προσωρινά της μόνο και ιδιότροπα ξετυλίγματα’ και να μη νοιώσουν αριστουργήματα, σαν τύχει να ξαναγυρίζουν σε μια παλιά μορφή τ’ αριστουργήματα εκείνα, ή να παίρνουν καινούργια φόρμα που δεν έχει ακόμα ριζωθεί καθώς ριζώνει η μόδα. Από το πλάνεμα τούτο σέρνονται πιο πολύ οι νέοι, πάντα σχεδόν αποκλειστικοί».

 

 

Για την γλώσσα και για τον Τύπο της εποχής:

 

«Η γλώσσα κάποιων εφημερίδων. Στην ίδια τη γραμμή ζευγαρωτά οι πιο αχώνευτες ελληνικούρες με τα ωμότερα της ξενομανίας αλαμπουρνέζικα. Καμιά φροντίδα λογικής και μουσικής’ δηλαδή τέχνης. Κι ο δημοσιογράφος τεχνίτης είναι του λόγου, στο είδος του Κι αυτό το λένε φυσικότητα κι αλήθεια’ κολοκύθια. Δεν μπορούν να κυβερνήσουν τρεις γραμμές από τη γλώσσα τους και θέλουνε να κυβερνήσουν την κοινή γνώμη».

 

Και για την φιλοσοφία και την κοσμοθεωρία ζωής του:

 

«Ο άνθρωπος με τα ιδανικά είναι θέλει δε θέλει, ζώο θρησκευτικό».

 

«Δεν είχαμε εμείς τα σκοτάδια του Μεσαίωνα ποτέ. Απόδειξη ο βυζαντινισμός. Άγνωστη σε μας η κόλαση. Μα για τούτο κι ο παράδεισος της Αναγέννησης. Και πού βρισκόμαστε; Στο καθαρτήριο».

 

«Είναι κάποιες κριτικές στιγμές που ο σωστός άνθρωπος χρέος του θεωρεί και καμάρι του το ‘χει να φωνάξει προς κάποιους τάχα θεοσεβούμενους: Είμαι άθεος! Και προς κάποιους τάχα τίμιους: Είμαι άτιμος!»

 

«Χρειάζεται μάτι άνετα ριμμένο μιας τρισελεύθερης ψυχής, μέσα στη μοναξιά την καρπερή, για να ανακαλύψουμε και να μας ξαφνίσουνε, σαν καινούργια, πράματα παλιά κι ασάλευτα, κρυμμένα μέσα στη μούχλα των αιώνων. Έτσι ο Τολστόης ύστερ’ από δυο χιλιάδες χρόνια μας είπε πως ανακάλυψε το Βαγγέλιο.»

Δημοσιεύθηκε στον Φιλελεύθερο

 

 

«Κου Κλουξ Κλαν». Μύθοι και πραγματικότητες.

$
0
0
Γράφει ο Αγησίλαος Κ. Αλιγιζάκης //

 

syntomi-istoria-tis-kkkΓιώργος Σχορετσανίτης, «Σύντομη Ιστορία της Κου Κλουξ Κλαν», εκδόσεις 24 γράμματα, Αθήνα 2017.

 

 

O Αμερικανικός Εμφύλιος Πόλεμος (1861-1865) αντί να φέρει την ειρήνη στην διχασμένη αμερικανική κοινωνία (Βόρειοι και Νότιοι) αποτέλεσε την σπίθα για την έναρξη του φυλετικού πολέμου, των λευκών εναντίων των μαύρων. Ο γεωργικός Αμερικανικός Νότος πάντα στηριζόταν στο μαύρο εργατικό δυναμικό και οι σχέσεις μεταξύ λευκών – αφεντικών και μαύρων εργατών – σκλάβων ήταν σχέσεις υποτέλειας, εξευτελισμού και απόλυτης εκμετάλλευσης. Μια μικρή μερίδα αξιωματικών του στρατού των ηττημένων μην μπορώντας να αποδεχθεί την νέα κατάσταση με την κατάργηση της δουλείας, δημιούργησε παραμονές των Χριστουγέννων του 1965 στο Πουλάσκι της πολιτείας του Τενεσί την ρατσιστική οργάνωση «Κου Κλουξ Κλαν».

Ετυμολογικά η ονομασία παραπέμπει στην ελληνική λέξη κύκλος και οι ιδρυτές υιοθέτησαν λευκή αμφίεση με μυτερές κουκούλες, ενώ ως σύμβολο χρησιμοποιήθηκε ο καιόμενος σταυρός. Αυτή ήταν η πρώτη φάση της οργάνωσης, η οποία διήρκησε από το 1865 έως το 1871 περίπου και συμμετείχαν, δικαστές, σερίφηδες, στρατιωτικοί, έμποροι, κ.ά. Οι δολοφονίες, οι βιαιοπραγίες, οι καταστροφές σπιτιών, τα λιντσαρίσματα και ο εκφοβισμός ήταν οι κλασικές μέθοδοι της Κλαν.

 

Κουκουλοφόροι της «Κου Κλουξ Κλαν» της πρώτης περιόδου.

 

Η δεύτερη φάση (1915-1944) ήταν η φάση της μέγιστης ακμής (1924-1925), καθώς τα μέλη της υπολογίζεται ότι έφτασαν τα δύο εκατομμύρια. Οι διωγμοί τότε στράφηκαν ενάντια στους εβραίους, τους μετανάστες, τους ρωμαιοκαθολικούς και φυσικά τους μαύρους. Η αναγέννηση της Κλαν οφειλόταν κυρίως στην μεγάλη μετανάστευση και τις κοινωνικές αναταράξεις που προκάλεσε στον οικονομικό, πολιτικό και κοινωνικό τομέα. Η παρακμή άρχισε το 1930, λόγω των εσωτερικών συγκρούσεων, την παγκόσμια οικονομική ύφεση του 1929, των φορολογικών χρεών προς το κράτος και τον Β Παγκόσμιο Πόλεμο. Έτσι, το 1944 η οργάνωση διαλύθηκε για να ξανασυσταθεί τη δεκαετία του 1950 και να αρχίσει ξανά την εγκληματική της δράση μέχρι και την επόμενη δεκαετία (1960) με δολοφονίες Αφροαμερικανών πολιτών.

Η ερμηνεία της δεύτερης αναγέννησης ήταν η δημιουργία κινημάτων ακτιβιστών για την ισότητα τόσο των ανθρώπων όσο και των δυο φύλων. Με άλλα λόγια, οι κοινωνικές μεταβολές οι οποίες οδήγησαν στον γνωστό «γαλλικό Μάη του 1968», το κίνημα των «παιδιών των λουλουδιών», οι πολλές φοιτητικές διαδηλώσεις και όλες οι ανάλογες κινητοποιήσεις που αφύπνισαν τους λαούς των ΗΠΑ και της Δυτικής Ευρώπης. Η εγκληματική οργάνωση αντιστάθηκε σε όλες αυτές τις προσπάθειες για εκδημοκρατισμό και ισότητα.

Σήμερα η οργάνωση αριθμεί μερικές χιλιάδες μέλη (μεταξύ 3000-8000), ενώ από το τέλος της δεκαετίας του 1990 η δραστηριότητά της έχει ουσιαστικά εξαφανιστεί, καθώς οι Αφροαμερικάνοι έχουν σε μεγάλο βαθμό ενσωματωθεί στο κοινωνικό, οικονομικό και πολιτικό γίγνεσθαι των ΗΠΑ (αν και μεμονωμένα περιστατικά ρατσιστικής βίας, όχι απαραίτητα από την Κλαν, πάντα υπάρχουν) φτάνοντας μάλιστα στο σημείο να εκλεγεί και ο πρώτος Αφροαμερικανός Πρόεδρος στην ιστορία της χώρας.

Όλα αυτά τα στοιχεία και ακόμα περισσότερα μπορεί να βρει ο φιλομαθής αναγνώστης στο νέο βιβλίο του γνωστού συγγραφέα Γιώργου Σχορετσανίτη Σύντομη Ιστορία της Κου Κλουξ Κλαν. Με τη χρήση ενός ιστορικού χρονικού άξονα, ο οποίος εκκινεί από τον 19ο αιώνα και καταλήγει στον 21ο, ο συγγραφέας παρουσιάζει με σύντομο, εύγληπτο και παραστατικό τρόπο την ιστορία της εγκληματικής οργάνωσης.  Η βαθιά γνώση της αμερικανικής ιστορίας, καθώς και η ενδελεχής μελέτη της ζωής του Αμερικανικού Νότου απόρροια πολλών ταξιδιωτικών εμπειριών, διαμονής και αναγνωσμάτων, επιτρέπουν στον Γιώργο Σχορετσανίτη μια αμερόληπτη, γλαφυρή και ουσιαστική παρουσίαση της δράσης της εγκληματικής οργάνωσης και των αιτιών που τη δημιούργησαν.

Ίσως ο καλύτερος επίλογος σε ένα βιβλίο που αναφέρεται στη ρητορική και στις πράξεις του φυλετικού μίσους να είναι μια μικρή παράγραφος από την ιστορική ομιλία «I have a dream» («Έχω ένα όνειρο») του Μάρτιν Λούθερ Κίνγκ το 1963 στην Ουάσιγκτον:

«[…]Έχω ένα όνειρο ότι μια μέρα στους κόκκινους λόφους της Τζάρτζαρα, οι γιοι των πρώτων σκλάβων και οι γιοι των πρώτων ιδιοκτητών θα μπορέσουν να καθίσουν μαζί στο τραπέζι της αδελφότητας[…]».

 

Γεώργιος Νικ. Σχορετσανίτης

 


Πολεμώντας την αφωνία, νοηματοδώντας αλλιώς τον Παπαδιαμάντη

$
0
0
Γράφει η Αρχοντούλα Διαβάτη //

 

Πόλυς Χατζημανωλάκη «Βωβόν ξύλον», εκδ. Εύμαρος

 

Ανάμεσα στα τελευταία δοκιμιακά βιβλία για τον Α.Παπαδιαμάντη, των Λ.Προγκίδη, Σ. Ζουμπουλάκη και Α. Καστρινάκη, που διάβασα τα τελευταία χρόνια, προστέθηκε ελπιδοφόρο το βιβλίο, με τίτλο: Βωβόν ξύλον και υπότιτλο: Κατάθεση ερευνητικής ανάγνωσης. Μια μελέτη που μαγνητίζει με το πυρετικό της ύφος, σε πρώτο πρόσωπο, ημερολόγιο αναγνώσεως του παπαδιαμαντικού έργου, μια διαδρομή οκτώ χρόνων της συγγραφέως Πόλυς Χατζημανωλάκη, δεινής blogger και αγαπητής φίλης. Πρόκειται για θεματικές ενότητες, «μεροληπτικά δοκίμια» που λειτουργούν συνειρμικά, μια συναγωγή κειμένων, μια εξομολόγηση σε 28 κεφάλαια, αφιερωμένη μάλιστα στη μνήμη της Βιρτζίνιας Γουλφ που συγκινείται να τη φαντάζεται να ξεροσταλιάζει έξω από τη βιβλιοθήκη του Καίμπριτζ, μια γυναίκα εμποδισμένη να προχωρήσει στην έρευνα, ενώ τώρα με την ψηφιακή μας δημοκρατία όλα είναι δυνατά;

Δοκίμια σε πρώτο πρόσωπο, χωρίς φιλολογικό ύφος, συναρπαστικές μυθιστορίες μάλλον που γοητεύουν καθώς ο αναγνώστης προχωρεί και καταλήγει στα αναπάντεχα ευρήματα στο τέλος κάθε περιπλάνησης, κάθε ευφάνταστης και εφευρετικής περιδιάβασης, ενάντια στη μέθοδο, βασισμένης στους γάλλους κοινωνικούς ανθρωπολόγους, ψυχαναλυτές ή στρουκτουραλιστές.

Μια ακόμα ανάγνωση με διαίσθηση του Παπαδιαμάντη μετά από εκείνην του Ελύτη, του Σωνιέ, της Φαρίνου ή του Αριστηνού και του Παπαγιώργη, καθώς ξεκινά από τη μελέτη της μνήμης και της μνημοτεχνικής των προφορικών πολιτισμών, συσχετίζεται με τον άγιο Νικόδημο τον Αγιορείτη και τους κολλυβάδες – που συμπαθούσε και ο Σκιαθίτης – και καταλήγει στον ΣΗΜΑΔΙΑΚΟ, το πορτρέτο του καλλιτέχνη σε νεαρή ηλικία, τον αταίριαστο, τον σημαδεμένο, αυτόν που δεν μιλά.

Θεωρεί η Π.Χ. τον Παπαδιαμάντη αχανή όπως τον Όμηρο και μας δίνει τα κλειδιά να εξερευνήσουμε τον κόσμο του,  περιγράφει τη μάχη του καλού και του κακού, την Αϊμά τη γυφτοπούλα που είναι καλή νοικοκυρά και φτιάχνει τον κήπο της και τις στρίγγλες πεθερές και τις στριγγλίτσες, κάποιες γυναίκες, όπως η ΧΑΔΟΥΛΑ στη ΦΟΝΙΣΣΑ, που δεν άντεχαν τη ζωή τους. Αιώνια έφηβη η Χαδούλα σε μια τελετή ενηλικίωσης – κατά τις διαβατικές τελετές του Βάνεγκεμ – περιπλανιέται, κυνηγά, αγρεύει, κλέβει, περιφέρεται, μετά τους φόνους, με ήθος ανδρικόν και πεθαίνει, κοιτώντας από μακριά το περιφρονημένο της μποστάνι, το προικιό της.

Βωβόν  ξύλον, αταίριαστο το βιβλίο, ακατέργαστο, λείο, άφωνο, διηγείται την ιστορία του, κι από σελίδα λευκή δια της γραφής, δικαιώνεται. Η Νοσταλγός, η ομιλητική ΛΑΛΙΩ, που ήθελε να φύγει από τον μεγαλύτερο άντρα που της είχαν δώσει, να γλιτώσει από τη μοίρα της, πολύλογος, κάνει πανάκι το φουστάνι της, το κέλυφός της, απελευθερώνεται.

 

Πόλυ Χατζημανωλάκη

 

Τελετές της αιώρας και αντιστοιχίες στα διηγήματα του ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗ με τον Ταραντισμό της Ιταλίας και τις τελετουργίες θεραπευτικής λατρείας, τις «χτυπημένες» και τις στρίγγλες των διηγημάτων, καθώς με ενσυναίσθηση  περιγράφονται –  ένα είδος μαγικής αιώρησης που αναβίωσε και λειτούργησε φαίνεται, με επίκεντρο την εικόνα της Παναγίας της Κουνίστρας, της Πολιούχου της Σκιάθου.

Το σύμπαν του παπαδιαμαντικού έργου είναι εδώ, ένα όλον που πολεμά την αφωνία, μιλάει και νοηματοδοτεί ξανά και ξανά τον κόσμο, και η μελέτη της Π.Χ. « κατόρθωμα μέγα» – «κατόρθωσε τουλάχιστον να κεντήσει γωνίαν ουρανού με άστρα, γωνίαν γης με λούλουδα, και γωνίαν θαλάσσης με ολίγα καράβια». «…..Ας ήτο και τόση μόνον γωνία ουρανού», όπως θα μπορούσε να παρατηρήσει το Σειραϊνώ*.

 

* από το διήγημα του Α.Παπαδιαμάντη, ΑΓΙΑ ΚΑΙ ΠΕΘΑΜΕΝΑ.

 

 

Θεσσαλονίκη, Αύγουστος 2018

 

 

Η πορνογραφία των κλασσικών

$
0
0
Γράφει ο Δημήτρης Καρύδας //

 

Τo οπισθόφυλλο του βιβλίου «Η ανιψιά» που κυκλοφόρησε πριν από μερικά χρόνια από τις εκδόσεις Καστανιώτη μας πληροφορεί πολύ εύστοχα ‘’ότι σχεδόν όλοι οι μεγάλοι λογοτέχνες κάποια στιγμή της ζωής τους ενέδωσαν στον πειρασμό της «πορνογραφίας». Στην περιληπτική αναφορά για το περιεχόμενο του συγκεκριμένου (μικρού σε μέγεθος βιβλίου) σίγουρα μπορούσαν να αφαιρεθούν τα εισαγωγικά στη λέξη πορνογραφία. Διότι το βιβλίο περιλαμβάνει τρία πορνογραφήματα με την υπογραφή (και αυτό αποτελεί την έκπληξη) του Αντόν Τσέχοφ και του Σεργκέι Γεσένιν.

 

 

Βεβαίως, για το πρώτο από αυτά υπήρχε πάντοτε έντονη συζήτηση και πολλές αμφισβητήσεις αν ανήκε όντως στην πνευματική παραγωγή του Τσέχοφ. Με δεδομένο όμως ότι όμως μας πληροφορεί ο εξαιρετικά κατατοπιστικός πρόλογος με τα σχόλια του μεταφραστή Δημήτρη Τριανταφυλλίδη την εποχή του Στάλιν το καθεστώς δεν ήθελε με κανένα τρόπο να υιοθετήσει τέτοιου είδους κείμενα, έτσι για πολλά χρόνια το συγκεκριμένο διήγημα δεν είχε αναγνωριστεί ως δουλειά του Τσέχοφ. Θα ήταν ένα πολύ δυνατό κτύπημα στον Ρωσικό καθωσπρεπισμό ο κορυφαίος θεατρικός (και όχι μόνο) συγγραφέας των καιρών εκείνων, ο σπουδαίος Τσέχοφ να είχε υπογράψει ένα διήγημα όπως «η Γκαλτόνσκα». Το ίδιο πάνω κάτω ισχύει και για τα άλλα δύο μικρά διηγήματα που φέρουν την υπογραφή του πρωτοποριακού και εξαιρετικά δημοφιλή Ρώσου ποιητή Σεργκέι Γεσένιν που αυτοκτόνησε σε ηλικία 30 ετών. Ενός εκ των »καταραμένων» Ρώσων ποιητών.

 

Άντον Τσέχοφ

Σεργκέι Γεσένιν

 

Παρά την ενδιαφέρουσα ίντριγκα που έχει αναπτυχθεί μάλλον ανούσια και υποκριτικά γύρω από την πατρότητα των τριών αυτών κειμένων αφού πλέον οι συγκεκριμένοι συγγραφείς έχουν αναγνωριστεί ως δημιουργοί τους η συγκεκριμένη έκδοση περισσότερο μοιάζει ως μια ευκαιρία για τη συνέχεια ενός διαλόγου ή για την ανάπτυξη κάποιων προβληματισμών που αφορούν τα όρια της τέχνης. Να ξεκαθαρίσουμε ότι αυτά καθ’ αυτά τα τρία διηγήματα έχουν μικρή ως ελάχιστη λογοτεχνική αξία. Όχι προφανώς γιατί ανήκουν ξεκάθαρα στην πορνογραφική λογοτεχνία. Ακόμη και σε αυτό το είδος υπάρχουν κείμενα άξια θαυμασμού και δουλειές υψηλού επιπέδου όπως κάποια από τα έργα του Ντε Σαντ ή ο συγκλονιστικός Μέγας Ανατολικός του Εμπειρίκου. Είναι τρία πορνογραφικά κείμενα που ξεκάθαρο σκοπό είχαν να σοκάρουν την καθωσπρέπει υποκριτική Σοβιετική κοινωνία των ημερών που είδαν το φως της δημοσιότητας. Και αυτή είναι η πραγματική αξία τους. Ακριβώς αυτό επισημαίνεται και στα σχόλια του μεταφραστή και ως τέτοια πρέπει να τα αντιμετωπίσουμε. Ένα παιχνίδι από την πλευρά (κυρίως) του Τσέχοφ που κατέθεσε ένα κείμενο με σκοπό να διεγείρει κυρίως το πνεύμα των αναγνωστών του. Κάτι που επιχείρησαν και πολλοί άλλοι κλασικοί (σε άλλες χώρες και σε άλλες εποχές) χρησιμοποιώντας ψευδώνυμα. Οι αιμομικτικές αναφορές ή οι λεπτομερείς περιγραφές σεξουαλικών συνευρέσεων ενδεχόμενα να είχαν αυτό το αντίκτυπο στην άκρως συντηρητική Σοβιετική κοινωνία αλλά σήμερα που η πορνογραφία χάρη στο διαδίκτυο υπάρχει παντού, είτε ως ένα φανερό εμπορικό προϊόν, είτε ως μια από τις επικερδέστερες «βιομηχανίες» του πλανήτη σίγουρα δεν μπορεί να έχουν το ίδιο αντίκτυπο ή την ίδια δυναμική.

Η πορνογραφία αποτέλεσε διαχρονικά ένα λογοτεχνικό είδος ή υπό-είδος αν προτιμάτε που τεχνηέντως είναι καταδικασμένο να μείνει στις σκιές. Κυρίως γιατί έργα όπως το συγκεκριμένο διήγημα του Τσέχοφ ή ο Μέγας Ανατολικός αλλά ακόμη και πολλά μεταγενέστερα δεν μπορούσαν να γίνουν ευρέως αποδεκτά ως μη συμβατικά με τα χρηστά ήθη της κάθε εποχής. Προφανώς και φτηνά αναγνώσματα όπως οι σύγχρονες «πενήντα αποχρώσεις του γκρι» (μαζί με όλη την ανάλογη συνέχεια τους) είναι πιο εύπεπτα από το «ωμό» κείμενο ενός κλασικού συγγραφέα για τον απλούστατο λόγο ότι αποτελούν μια καλά καλυμμένη κρυφή ματιά στην πορνογραφία με τη μέθοδο του λεγόμενου soft porno. Και επιτρέπει την ευρεία λαϊκή κατανάλωση τους σε παγκόσμια κλίμακα με συνοδευτικό μπόλικες δόσεις υποκρισίας και μιας αδήλωτης συμμαχίας του συγγραφέα με τον αναγνώστη.

Με αυτή τη λεπτομέρεια στο μυαλό αξίζει να αναφερθούμε σε ένα βιβλίο που δεν έτυχε ποτέ ελληνικής μετάφρασης: The other Victorians του Αμερικάνου ακαδημαϊκού Στίβεν Μάρκους που έφυγε από τ η ζωή σε ηλικία 80 ετών τον περασμένο Απρίλιο. Ο Μάρκους έκανε μια εμβριθή έρευνα και ανάλυση στην πορνογραφική κουλτούρα της Βικτοριανής Αγγλίας και εμβάθυνε στο ιστορικής σημασίας 11σελιδο πορνογραφικό κείμενο My Secret Lifeενός ανώνυμου συγγραφέα. Στο ίδιο βιβλίο ο Μάρκους εισαγάγει τον όρο pornotopia, όρο που αφορά σε γενικές γραμμές μια ουτοπική φανταστική συνθήκη όπου όλοι οι άντρες είναι πρόθυμοι και ικανοί και όλες οι γυναίκες πρόθυμες. Με απλά λόγια μια συνθήκη ‘’όπου όλοι είναι έτοιμοι για όλα». Οι εκτενείς αποκαλύψεις του Μάρκους για τη σεξουαλικότητα των Βικτοριανών χρόνων, την ευρύτατη διάδοση της πορνογραφίας αλλά και την υποκριτική αντιμετώπιση της συντηρητικής κοινωνίας της εποχής βρήκε πολλούς συμμάχους αλλά και αντίστοιχα πολλούς επικριτές. Παρόλα αυτά ο Μάρκους συνέχισε να εξερευνά την πορνογραφική λογοτεχνία αποδεικνύοντας την πολύ μεγάλη διείσδυση και επίδραση είχε την ίδια εποχή που δημόσια αποδεκτοί στη Μεγάλη Βρετανία ήταν αποκλειστικά και μόνο συγγραφείς όπως ο Κάρολος Ντίκενς και οι όμοιοι του.

Βλέπουμε λοιπόν πολύ καθαρά ότι είτε στη Βικτοριανή Αγγλία, είτε στη Σταλινική Σοβιετική Ένωση τα λεγόμενα ερωτογραφήματα δημιουργούν πάνω κάτω τις ίδιες αντιδράσεις και εξοβελίζονται όχι για λόγους ουσίας αλλά κυρίως για λόγους καθωσπρεπισμού. Και επιστρέφοντας στην αρχική αναφορά μας σε αυτό το μικρό σημείωμα. Ο Τσέχοφ όπως και κάθε εμβέλειας και βεληνεκούς (μικρού ή μεγάλου) λογοτέχνης γράφοντας ένα διήγημα όπως η Γκαλτόνσκα προφανώς θέλει να εξερευνήσει όχι μόνο τα προσωπικά του δημιουργικά όρια ή τα όρια της τέχνης του αλλά και να εκθέσει στο έπακρο τη λογική της ηδονοβλεπτικής κλειδαρότρυπας που από ότι φαίνεται είναι κοινός τόπος για διάφορες εποχές και διαφορετικές χώρες. Και να αποδομήσει τη λογική που λέει ότι κάθε λογοτεχνική δημιουργία που περιέχει αναφορές στην ανθρώπινη σεξουαλικότητα ανήκει σε υπο-λογοτεχνικά είδη και στην ανάλογη κουλτούρα.

 

Αποτέλεσμα εικόνας για σεφερης

 

Και για να μην φεύγουμε πολύ μακριά από τη δική μας πραγματικότητα. Ένα από τα σπανιότερα συλλεκτικής αξίας βιβλία της σύγχρονης Ελληνικής λογοτεχνίας είναι η ποιητική συλλογή Τα εντεψίζικα του Μαθιού Πασχάλη που κυκλοφόρησε σε 490 αριθμημένα αντίτυπα το 1989 από τις εκδόσεις Λέσχη σε φιλολογική επιμέλεια του Γ.Π. Ευτυχίδη. Σήμερα αποτιμάται σε συλλεκτικούς κύκλους βιβλιόφιλων σε τιμές που ξεκινούν από τα 100 ευρώ και φτάνουν μέχρι και τα 400 ή ακόμη περισσότερο. Ιδού ένα μικρό απόσπασμα από μια παράφραση του Ερωτόκριτου.

Γυρίζω ανάσκελα, με δάγκωσε στον ώμο,

τότες μου φάνη κι έσφαζε το δόλιο το λαγό μου

που σπάραζε και σπάραζε· τι ’ταν χοντρό το φίδι

που ώς το μανίκι του ’μπηξε, κι έκοβγε σα λεπίδι.

Ωσά λαγήνι που γενεί πολλά πλατύ στον πάτο

και στο λαιμό πολλά στενό και ποθυμιά γεμάτο,

εδέτσι ηταν το πράμα μου μέσα σε τέτοια πάθη.

Η αποκοτιά τω’ δυο κορμιώ’ τόσο μεγάλη στάθη

π’ αγριέψασι σαν τα θεριά, πώς κάνουσι σα σμίγου’·

τα δόντια μας τη σάρκα μας δαγκώνασι κι ετρύγου’.

Λέγω του: «Αφού ξεκίνησες την όρεξή σου εις τούτο,

κούνα το το δοξάρι σου γρήγορα στο λαγούτο,

πιο γρήγορα… πιο γρήγορα… πιο γρήγορα… πιο γρήγο-

ρα… …Σύντριψέ με, κάψε με, να μην μπορώ να φύγω…»

Ζιμιό τραβήχτη, αντρειεύεται· το χώνει πιο βαθιά μου·

το δάχτυλό του ανάδευε την τρύπα στα μεριά μου,

με τ’ άλλο χέρι μάλαζε τα βυζιά μου π’ ανάψα’·

ήταν καμίνι η σμίξη του κι εκόρωνα στην κάψα,

ώσπου ένιωσα το κύμα του μες στου λαγού το στόμα

να σπάζει, να γεμίζει το — κι άλλο να θέλω ακόμα.

 

Φυσικά ο Μαθιός Πασχάλης δεν είναι άλλος από τον Γιώργο Σεφέρη που διάλεξε ως ψευδώνυμο το όνομα που είχε δώσει στον τίτλο ενός από τα ποιήματα του Ημερολογίου Καταστρώματος Α’ και ο Γ.Π. Ευτυχίδης δεν είναι άλλος από τον Γ.Π. Σαββίδη, τον φιλολογικό επιμελητή του τεράστιου έργου του μεγάλου ποιητή. Το συγκεκριμένο βιβλίο που δεν συμπεριλαμβάνεται σε πολλές από τις επίσημες βιογραφίες του Σεφέρη στη βιβλιογραφία του εκδόθηκε αρκετά χρόνια (18) μετά τον θάνατο του. Και επιβεβαιώνει αυτό που εύστοχα αναφέρεται και στο οπισθόφυλλο της έκδοσης του βιβλίου «Η ανιψιά» που μας έδωσε την αφορμή για αυτά τα σχόλια. Τώρα, αν μια κλεφτή η φανερή ματιά στην πορνογραφία αποτελεί πειρασμό στη ζωή κάθε σπουδαίου »κλασικού» λογοτέχνη είναι μια άλλη ευρύτερη συζήτηση που σίγουρα δεν μπορεί να γίνει εδώ αλλά σίγουρα αποτελεί μια απάντηση στο παρελκυστικό ερώτημα αν όλα γράφονται και στο συνοδευτικό που έχει να κάνει με τα όρια της τέχνης.

 

 

 

Το Εν, ο Λόγος, το Πυρ: Οι κοσμογονικές αντιλήψεις του Ηρακλείτου

$
0
0
Γράφει η Λίλια Τσούβα //

 

Βασίλης Γιοντζής «Ηράκλειτος, ο σκοτεινός μύστης», εκδ. Γιοντζής, σελ. 126

 

Είναι σπάνιο ένας άνθρωπος με εξειδίκευση στις θετικές επιστήμες να διαβάζει και να ερμηνεύει αρχαία ελληνικά από το πρωτότυπο. Όμως ο Βασίλης Γιοντζής, γόνος κλασικών φιλολόγων με έργο συγγραφικό, φαίνεται πως έχει εντρυφήσει στην αρχαία ελληνική πραγματεία από τη γέννησή του. Αποτέλεσμα να μας χαρίσει τρία έργα ανάλυσης του αρχαίου λόγου: «Πλάτωνος Συμπόσιο», «Πλάτωνος Πολιτεία» και «Ο Επίκουρος συναντά τον Πλάτωνα».

Τελευταία του συγγραφή το βιβλίο «Ηράκλειτος, ο σκοτεινός μύστης». Στο έργο καταπιάνεται με την ιδιοφυή προσωπικότητα του Εφέσιου φιλοσόφου Ηράκλειτου, εγχείρημα δύσκολο, εφόσον στη διάθεση του μελετητή «δεν υπάρχουν παρά μόνον μικρά αποσπάσματα με τη μορφή αποφθεγμάτων που δεν εμφανίζουν ενότητα μεταξύ τους, αλλά εμπεριέχουν αντιθέσεις».

Στο προλογικό σημείωμα διευκρινίζει πως θεμελιακό του υλικό υπήρξαν τα εκατόν τριάντα διασωθέντα αποσπάσματα του φιλοσόφου και πως δεν άφησε κανένα απόσπασμα ανεκμετάλλευτο. Συμπεριέλαβε ακόμη και αυτά που αμφισβητούνται ως νόθα, ενώ ακολούθησε την κατάταξη κατά Diels – Kranz, την πλέον αποδεκτή. Σε κάθε διασωθέν ρητό υπάρχει δίπλα ο αριθμός του, κατά Diels – Kranz και το όνομα του αρχαίου συγγραφέα που το διέσωσε.

Η ύλη του βιβλίου είναι δομημένη έτσι, ώστε και ο εντελώς αμύητος αναγνώστης να μπορεί να πληροφορηθεί με σαφήνεια. Προηγείται η διευκρίνιση της ορολογίας με κατατοπιστικά σχόλια για τις κατεξοχήν Ηρακλείτειες έννοιες: Εν, Λόγος, Πυρ, Διακόσμηση, Χρησμοσύνη, Κόρος. Έπεται πρόλογος του συγγραφέα στον οποίο μας ενημερώνει για τη μεθοδολογία που εφάρμοσε και τις δυσκολίες που αντιμετώπισε. Ακολουθούν είκοσι τρεις θεματικές ενότητες «σε λόγο αφηγηματικό και εξελικτικό».

Το έργο, αν μη τι άλλο, συμβάλλει στη γνωριμία του ευρέος κοινού με τον σημαντικό, αλλά «γριφώδη» φιλόσοφο Ηράκλειτο, προσωνύμιο που του απέδωσε ο Τίμων, τον 3ο π. χ. αιώνα, όπως πληροφορούμαστε από το συγγραφέα, γιατί ο λόγος του είναι ασαφής και διφορούμενος. «Νομίζεις πως έχεις να κάνεις με κάποιον ταχυδακτυλουργό του λόγου, με κάποιον προφήτη ή με χρησμολόγο και όχι με φιλόσοφο. Με κάποιον που πρωτίστως σκοπεύει να εντυπωσιάσει και να επιφέρει σύγχυση παρά να αναζητήσει την ουσία. Όλα αυτά μπορούν να περάσουν από το νου του αναγνώστη στα πρώτα δειλά βήματα της γνωριμίας με τον Εφέσιο φιλόσοφο. Γιατί όταν εκείνος εισχωρήσει λίγο βαθύτερα και νιώσει τη γοητεία της παλιντόνου αρμονίας να τον περιβάλλει, όταν μέσα από τη συμφιλίωση των ταυτοτήτων και των αντιθέσεων διεισδύει στα ενδότερα μυστικά της δημιουργίας, τότε θα νιώσει ότι πρόκειται για ένα από τα πιο ιδιοφυή πνεύματα που έχουν περάσει από τη γη», γράφει.

Παρουσιάζεται στην αρχή αδρομερώς η γενική φιλοσοφική αντίληψη του Ηρακλείτου. Στη συνέχεια αναλύεται διεξοδικά η ενότητα «το Εν ως Λόγος», η γνωστή του άποψη για τη συνεχή ροή των πραγμάτων (ΠΑΝΤΑ ΡΕΙ, ΠΑΝΤΑ ΧΩΡΕΙ ΚΑΙ ΟΥΔΕΝ ΜΕΝΕΙ) και ο ρόλος των αντιθέσεων στην αρμονία του σύμπαντος. Ενδιαφέρον ιδιαίτερο εγείρει η ενότητα για τη σχέση του Ηράκλειτου με το Διαλεκτικό Υλισμό, η άποψη του Λένιν για τον αρχαίο φιλόσοφο, αλλά και η θέση του για το χρόνο.

«Αιών παις εστί πεττεύων. Παιδός η βασιλίη», γράφει ο Ηράκλειτος. Και ο Βασίλης Γιοντζής ερμηνεύει: «ο χρόνος είναι παιδί που παίζει με τους πεσσούς. Στο παιδί και στο χρόνο ανήκει η βασιλεία.  Όπως ένα παιδί παίζει με ένα παιχνίδι και το αμέσως επόμενο δευτερόλεπτο το αφήνει στην άκρη για να πιάσει κάποιο άλλο, έτσι και ο χρόνος δημιουργεί στιγμιαία το παρόν, για να το καταστρέψει την επόμενη στιγμή και να το αντικαταστήσει με ένα άλλο παρόν. Ή όπως ο Σοπενάουερ είπε, αντιγράφοντας τον Ηράκλειτο, κάθε στιγμή όταν γεννιέται σκοτώνει τον πατέρα της (την προηγούμενη στιγμή) για να πεθάνει  ύστερα κι εκείνη, δίνοντας τη θέση της σε κάποια άλλη και ούτω καθεξής».

Η άποψη του Ηρακλείτου για τους συγχρόνους του σοφούς, η σχέση του με τους άλλους υλοζωιστές φιλοσόφους, τον Αναξαγόρα, τον Αναξίμανδρο- «στον οποίο πιστώνεται ο σπόρος της Δαρβίνειας θεωρίας»- ο βίος, το συγγραφικό του έργο, όλα όσα γνωρίζουμε για το σπουδαίο αυτό πνεύμα που έζησε στην Έφεσο περίπου από το 544 έως το 484 π. Χ., τα αδιέξοδα της σκέψης του, η επίδραση που άσκησε στους μεταγενέστερους, από τον Πλάτωνα και το Θεόφραστο έως τον Ευαγγελιστή Ιωάννη, τον Χέγκελ, τον Κίρκεγκωρ, τον Μαρξ, τον Ένγκελς, τον Γκαίτε και τον Αντρέ Μπρετόν, όλα αναλύονται με ενάργεια.

«Είναι εκπληκτικό το πώς ορισμένα ρητά του Ηρακλείτου απηχούν, κατά γράμμα, τις θέσεις της σύγχρονης φυσικής, αν αντικαταστήσουμε το Πυρ με τη λέξη ενέργεια», γράφει ο γνωστός φυσικός του περασμένου αιώνα Heisenberg, ο οποίος- όπως μας πληροφορεί ο συγγραφέας- είχε μελετήσει εμβριθώς τόσο τον Ηράκλειτο όσο και τον Επίκουρο.

 

Βασίλης Γιοντζής

 

Το βιβλίο κλείνει με τον γλαφυρό- εκ βαθέων- επίλογο του συγγραφέα που συστήνει μελέτη της κουλτούρας μας, απομάκρυνση από την επίπλαστη ευδαιμονία των υλικών αγαθών, παιδεία, ώστε «να σταθούμε στα δικά μας πόδια και αυτά δεν είναι άλλα από τις ρωμαλέες ρίζες μας, που εισχωρούν βαθιά στο υπέδαφος της ιστορίας μας, που φτάνουν δυόμιση και τρεις χιλιετίες πριν, τότε που, σε έναν περιορισμένο γεωγραφικά χώρο, συντελέστηκε ένα κολοσσιαίο πολιτιστικό θαύμα. Αυτό είναι το όπλο μας, το υπερόπλο μας, δεν έχουμε άλλο. ΕΑΝ ΜΗ ΕΛΠΗΤΕ ΑΝΕΛΠΙΣΤΟΝ, ΟΥΚ ΕΞΕΥΡΗΣΕΙ, ΑΝΕΞΕΡΕΥΝΗΤΟΝ ΕΟΝ ΚΑΙ ΑΠΟΡΟΝ (18 – Κλήμης), γράφει ο Ηράκλειτος. «Εάν δεν ελπίζουμε σε στόχο ανέλπιστο, δεν πρόκειται ποτέ να τον πετύχουμε, θα παραμείνει ανεξερεύνητος και δυσπόρθητος».

Αναμφίβολα ο Ηράκλειτος υπήρξε από τα σπουδαιότερα πνεύματα στην ιστορία της ανθρωπότητας. Μαζί με το Θαλή, τον Αναξίμανδρο, τον Αναξιμένη, τον Πυθαγόρα, το Δημόκριτο και άλλους ονομαστούς σοφούς που έζησαν πριν το Σωκράτη και τον Πλάτωνα, θεώρησε ως πρώτη αρχή του σύμπαντος την ύλη. Η προσφορά των προσωκρατικών φιλοσόφων στον πολιτισμό είναι τεράστια. Έθεσαν τα θεμέλια της επιστημονικής σκέψης που στηρίζεται στον ορθολογισμό. Οι απόψεις τους απομάκρυναν σταδιακά την ανθρωπότητα από τις μυθολογικές και ανθρωπομορφικές ερμηνείες, ενώ συνέβαλαν στον εκδημοκρατισμό, εφόσον απομυθοποιήθηκε η καταγωγή των βασιλέων από το θεό, συνεπώς και το πολίτευμα της βασιλείας.

Ο Βασίλης Γιοντζής, στο βιβλίο του «Ηράκλειτος, ο σκοτεινός μύστης», συνομιλεί με τα διασωθέντα αποσπάσματα. Έννοιες όπως το «αείζωον πυρ», οι θέσεις περί αρετής και ηδονής, περί Θεού, περί θανάτου, περί ψυχής, οι αστρονομικές και φυσικές αντιλήψεις του Ηρακλείτου, η πολυσυζητημένη του άποψη «πόλεμος πάντων μεν πατήρ εστίν»- που στην ουσία σημαίνει σύνθεση των αντιθέτων- και άλλα πολλά θέματα σχετικά, παρουσιάζονται στην πρωτότυπη διατύπωσή τους και ερμηνεύονται στη συνέχεια με παραλληλισμούς και παραδείγματα, με λεξιλόγιο κατανοητό, χωρίς ιδιαίτερες ορολογίες που δυσχεραίνουν συχνά την πρόσληψη ενός κειμένου φιλοσοφικού χαρακτήρα. Ο αρχαίος λόγος εξαπλουστεύεται. Ο αναγνώστης εξοικειώνεται με τις απόψεις του φιλοσόφου. Το βιβλίο του Βασίλη Γιοντζή, «Ηράκλειτος, ο σκοτεινός μύστης», είναι ένα ευχάριστο, ευανάγνωστο βιβλίο που ενδιαφέρει τον αναγνώστη.

 

 

Οι μάγισσες, οι όνοι και οι βρικόλακες του Εμμανουήλ Ροΐδη

$
0
0
Γράφει ο Αγησίλαος Κ. Αλιγιζάκης //

 

«Εμμανουήλ Ροΐδη. Τρεις μεσαιωνικές μελέτες», επιλεγόμενα Δημήτρη Φύσσα, εκδ. Πατάκη, Αθήνα 2017».

 

Έχουν περάσει 150 χρόνια από τη συγγραφή των τριών απολαυστικών δοκιμίων της παρούσας έκδοσης του Συριανού λογοτέχνη, σατιρικού, αρθρογράφου και λιβελογράφου Εμμανουήλ Ροΐδη (1836-1904), και ο λόγος, οι σκέψεις και οι απόψεις του παραμένουν ζωντανές, ενδιαφέρουσες και αλληγορικά επίκαιρες. Ο Δημήτρης Φύσσας φρόντισε για την προσθήκη επιλεγόμενων χωρίς πρόλογο ή επίλογο, ενώ ταυτόχρονα, πολύ ορθά, χρησιμοποίησε το πρωτότυπο κείμενο της καθαρεύουσας μαζί με την νεοελληνική μετάφραση. Με τον τρόπο αυτό, διατήρησε το γλαφυρό ύφος, την ρέουσα γλώσσα και τον αριστοτεχνικό χειρισμό της από τον συγγραφέα.

Η πρώτη μεσαιωνική μελέτη αφορά τις μάγισσες του Μεσαίωνα και με αφορμή τις διώξεις και τις εκτελέσεις (κυρίως στην πυρά) αναφέρεται στην ιστορία τους, ενώ ταυτόχρονα εγκωμιάζει την προσφορά τους στον πολιτισμό γενικότερα. Με τη χρήση πολλών παραδειγμάτων ο Ροΐδης επιχειρηματολογεί υπέρ των δύστυχων αυτών πλασμάτων που βρήκαν φριχτό θάνατο ως θύματα δεισιδαιμονιών, προκαταλήψεων και μίσους. Στο σύντομο αυτό δοκίμιο καυτηριάζει τις πρακτικές της μεσαιωνικής Καθολικής Εκκλησίας, η οποία προσπαθούσε να χειραγωγήσει τους αγράμματους ανθρώπους και να τους κρατήσει στο πνευματικό σκοτάδι. Ο Συριανός λογοτέχνης  εκτιμά ότι οι  μάγισσες λειτούργησαν όπως ο μυθικός Προμηθέας που έδωσε τη φωτιά (δηλαδή τη τεχνογνωσία) στους ανθρώπους, καθώς ήταν σε διαρκή επι…κοινωνία με τη μητέρα Φύση, γνώριζαν τα μυστικά της και τα χρησιμοποιούσαν για το ατομικό και κοινωνικό καλό. Επίσης, ο αναγνώστης μπορεί να διακρίνει και  μια μοναδική για την εποχή της «φεμινιστική οπτική», διότι η γυναίκα προβάλλεται ως μάνα, κόρη και σύζυγος.

Το δεύτερο δοκίμιο αναφέρεται στην «γιορτή του γαϊδάρου» στο Μεσαίωνα. Ειδικά αυτό το δοκίμιο αναφέρεται στην καρναβαλικότητα και τη γελαστική μεσαιωνική κουλτούρα, την οποία περιγράφει με λεπτομέρειες ο Μιχαήλ Μπαχτίν στο βιβλίο του «Ο Ραμπελαί και ο κόσμος του» (Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 2017). Είναι εντυπωσιακό ότι ο Συριανός λογοτέχνης ήδη από το 1869 αναφέρεται στις τελετές του  μεσαιωνικού προφορικού πολιτισμού, ο οποίος κυοφορεί τον άνθρωπο των Νεώτερων Χρόνων, επιλέγοντας μια σημαντική αποκριάτικη γιορτή, τη «γιορτή του γαϊδάρου», που χρησιμοποιήθηκε κατά κόρον για να διακωμωδήσει -νόμιμα- την λατρεία και τα δόγματα της Καθολικής Εκκλησίας. Πολύ παραστατικοί είναι οι συνειρμοί της σκέψης του συγγραφέα, ο οποίος αναφέρεται στις ευαγγελικές περιγραφές που αναφέρονται στην παρουσία του γαϊδάρου για να εξάρει τον πρωταγωνιστικό του ρόλο στη χριστιανική θρησκεία με γκροτέσκο ύφος.

Χρησιμοποιώντας την τραγική ιστορία του Καθολικού Επίσκοπου Ούντο που τόλμησε να παντρευτεί, στην τρίτη μεσαιωνική μελέτη, στηλιτεύει την εκμετάλλευση από μέρους της Καθολικής Εκκλησίας της αμάθειας του μεσαιωνικού ανθρώπου και της πίστης του στο υπερφυσικό.

 

Εμμανουήλ Ροΐδης

 

Από τα παραπάνω γίνεται φανερό ότι ο Εμμανουήλ Ροΐδης, λόγω της πολύχρονης παραμονής του στην Ευρώπη, της πολυμάθειάς του και του ανοικτού πνεύματος, εναρμονίζεται πλήρως με τις διδαχές του Διαφωτισμού και της λογοκρατίας, του θετικισμού, της επιστημονικής επανάστασης (περίοδος μεγάλων ανακαλύψεων) και της Δεύτερης Βιομηχανικής Επανάστασης. Επίσης, ίσως υπάρχει και μια προτεσταντική θεολογική-φιλοσοφική επιρροή σε βάρος του Καθολικισμού (περισσότερο) και της Ορθοδοξίας (λιγότερο). Άλλωστε, λίγα χρόνια πριν (1866) είχε εκδώσει το αιρετικό σύγγραμμα «Πάπισσα Ιωάννα» για το οποίο αφορίστηκε, καθώς μέσα από έναν παλαιό θρύλο που επικρατούσε στην Δυτική Ευρώπη, έθιγε τα εκκλησιαστικά κακώς κείμενα. Παρόλα αυτά ο Ροΐδης εμφανίζεται υπέρμαχος του χριστιανικού Θεού, του Ευαγγελίου και της χριστιανικής  θρησκείας, ενώ ταυτόχρονα είναι πολέμιος της επίσημης Εκκλησίας και του κλήρου.

Εν κατακλείδι θα λέγαμε ότι, το σατιρικό ύφος και η θεματολογία σε συνάρτηση με το αντικληρικαλισμό, τον ορθολογισμό και τη λογοτεχνική αρτιότητα των τριών δοκιμίων καθιστούν το παρόν έργο όχι μόνο ένα ενδιαφέρον ψυχαγωγικό ανάγνωσμα, αλλά και μια κοινωνιολογική, πολιτισμική μελέτη του μεσαιωνικού παρελθόντος σε σχέση πάντα με την περιρρέουσα κοινωνική, θρησκευτική, λογοτεχνική και επιστημονική ατμόσφαιρα της Ελλάδας των τελών του 19ου αιώνα. Είναι, άλλωστε, γνωστό το αντισυμβατικό σκέπτεσθαι (αλλά και είναι) του Ροΐδη τόσο ως προς την Πρώτη Αθηναϊκή Σχολή (κλασικορομαντική) όσο και ως προς την επίσημη εκκλησία και το κοινωνικό κατεστημένο.

 

«Ιστορία είναι πρωτίστως μελέτη των πολιτισμών»

$
0
0
Γράφει ο Αγησίλαος Κ. Αλιγιζάκης //

 

Niall Ferguson, «Πολιτισμός», μτφρ Νίκος Ρούσσος, εκδόσεις Παπαδόπουλος, Αθήνα 2012

 

Μια σύγχρονη προσέγγιση της παγκόσμιας ιστορίας αρχίζει με τον ορισμό, ακολουθούν τα ερωτήματα που θα απαντηθούν, προτείνεται η μεθοδολογία της έρευνας, αναφέρονται οι γνώσεις από τις ακόλουθες επιστήμες: κοινωνιολογία, ανθρωπολογία, φιλοσοφία, ιατρική, οικονομολογία, πολιτικές επιστήμες και τη λογοτεχνία, ενώ ταυτόχρονα συγκροτείται ένα αφήγημα με πολλαπλές ερμηνείες, το οποίο επιτρέπει ταχεία ανάγνωση, ευρεία-σφαιρική γνώση και κριτική σκέψη στον αναγνώστη. Αυτά είναι τα προτερήματα του Πολιτισμού του Niall Ferguson, καθηγητή Ιστορίας στο Harvard και στο London School of Economics, ο οποίος προτείνει μια διαφορετική ιστορική προσέγγιση στην γνώση του παρελθόντος ξεκινώντας με την ανάλυση της έννοιας του πολιτισμού, δηλαδή του συνόλου των υλικών και πνευματικών επιτευγμάτων μιας οργανωμένης κοινωνίας ανθρώπων στο χώρο και το χρόνο, καθώς «η ιστορία είναι πρωτίστως μελέτη των πολιτισμών». Είναι φανερό ότι ο συγγραφέας ακολουθεί την μεθοδολογία του Samuel Huntington από το κλασικό πόνημα Η σύγκρουση των πολιτισμών χρησιμοποιώντας, όμως, τη διανοητική διεργασία του βρετανού φιλόσοφου R.G. Collingwood και συγκεκριμένα, όπως ομολογεί ο ίδιος, το βιβλίο του Μια αυτοβιογραφία.

Η αφήγηση χωρίζεται σε έξι μεγάλα κεφάλαια, καθένα από τα οποία εξηγεί το βασικό ερώτημα που θέτει ο συγγραφέας: πως η Δυτική Ευρώπη κυριάρχησε στον κόσμο για 500 περίπου χρόνια, από το 1500 μέχρι σήμερα. Αυτές οι έξι «βασικές εφαρμογές» ή «killer applications», όπως ονομάζονται είναι: o ανταγωνισμός, η επιστήμη, το δικαίωμα ιδιοκτησίας, η ιατρική, η καταναλωτική κοινωνία και η εργασιακή ηθική.

Στο πρώτο κεφάλαιο, τον ανταγωνισμό, ο συγγραφέας συγκρίνει την μονολιθική αυτοκρατορία των Μινγκ της Κίνας στα 1400 με την αντίστοιχη πολυτεμαχισμένη πολιτικά Δυτική Ευρώπη. Μέχρι τότε η Κίνα άκμαζε και ο πολιτισμός της ήταν ανώτερος από τον Δυτικοευρωπαϊκό. Η πολιτική, οικονομική και εμπορική σινική εσωστρέφεια, συνέπεια της απολυταρχικής εξουσίας, όμως, μετά το 1500 έδωσε το προβάδισμα στις Δυτικοευρωπαϊκές χώρες, οι οποίες παρά τις συγκρούσεις τους άρχισαν να ανταγωνίζονται μεταξύ τους για βελτίωση των κρατικών προσόδων και των ατομικών απολαβών. Αυτό έγινε μέσω του εμπορίου, με αποτέλεσμα την «κούρσα των μπαχαρικών» και την ανακάλυψη νέων θαλάσσιων οδών από Πορτογάλους, Ισπανούς, Άγγλους και Γάλλους, οι οποίοι δημιούργησαν και τις αποικίες. Ταυτόχρονα, δημιούργησαν νέους θεσμούς, όπως τα νεώτερα κράτη, δηλαδή, τράπεζες, ομόλογα και διευθυντές εταιρειών.

Η δεύτερη αιτία υπεροχής του δυτικοευρωπαικού πολιτισμού  έναντι των άλλων πολιτισμών (σινικού, ιαπωνικού, ινδικού, ισλαμικού) ήταν η επιστήμη. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, η εφεύρεση του μηχανικού πιεστηρίου από την οποία επωφελήθηκε η Μεταρρύθμιση, καθώς η γερμανική μετάφραση της Βίβλου από τον Λουθήρο βρήκε ευρεία απήχηση σε όλο τον κόσμο. Ταυτόχρονα, η επιστημονική επανάσταση με τια ανακαλύψεις της και ο Διαφωτισμός, εκτός από τις πολιτικές μεταβολές (βλ. .χ. Κοινωνικό Συμβόλαιο του Ρουσσώ), είχαν ως αποτέλεσμα ο αλφαβητισμός, π.χ. στο Παρίσι να φτάσει τις παραμονές της Γαλλικής Επανάστασης 90% για τους άνδρες και 80% για τις γυναίκες. Επίσης, εξελίχθηκε η τεχνικών του πολέμου, καθώς με τις αρχές της βλητικής φτιάχτηκαν μεγαλύτερα κανόνια, όπλα, κ.λπ. Απέναντι σ’ αυτή την Ευρώπη αντιτάχθηκε ένα άλλος πολιτισμός, η πολεμοχαρής, τιμαριωτική και αγροτική οθωμανική αυτοκρατορία μέχρι που διαλύθηκε στα τέλη του 19ου αιώνα, λόγω της αδυναμίας της να συμβαδίσει με την επιστημονική-τεχνολογική δυτικοευρωπαϊκή ανάπτυξη

Η τρίτη εφαρμογή, η ιδιοκτησία εξηγείται με το αντιθετικό πολιτισμικό δίπολο Βόρειας-Νότιας Αμερικής. Ο συγγραφέας εξηγεί ότι οι πολιτισμικές τους διαφορές πηγάζουν από τους πρώτους κατακτητές που τις αποίκισαν. Στον Βορρά οι έμμισθοι λευκοί σκλάβοι (επί μισθώσει δούλοι, καθώς ήταν όλοι φτωχοί) ήταν κυρίως Βρετανοί με προτεσταντικές θρησκευτικές αρχές και τις πολιτικές αρχές περί δημοκρατικής διακυβέρνησης του Τζον Λοκ (οι Δυο Πραγματείες του Λοκ οριοθετούν διοικητικούς θεσμούς, δηλαδή την νομοθετική εξουσία, ενώ ταυτόχρονα καθορίζουν το καθεστώς και τη διαχείριση της ιδιοκτησίας), οι οποίοι πήραν γαίες τις καλλιέργησαν, απόκτησαν δικαίωμα ψήφου και πλούτισαν. Στον Νότο, οι Ισπανοί και οι Πορτογάλοι αποικιοκράτες επιδίωξαν τον εύκολο πλουτισμό εξάγοντας τον ορυκτό πλούτο και αδιαφορώντας για την δημιουργία μιας οργανωμένης κοινωνίας με αρχές και θεσμούς.  Ακολουθούν οι ερμηνείες της Αμερικανικής Επανάστασης, καθώς και του αποτυχημένου απελευθερωτικού-ενωτικού κινήματος του Σιμόν Μπολίβαρ στην Νότιο Αμερική. Ο Ferguson θίγει και το θέμα της δουλείας σ’ ολόκληρη την αμερικανική ήπειρο και εξηγεί τις διαφορές του Βορρά που οδήγησε στον Αμερικανικό Εμφύλιο και τις γνωστές κοινωνικές συγκρούσεις μέχρι τα τέλη σχεδόν του 20ου αιώνα στις ΗΠΑ, ενώ στη Νότια Αμερική υπήρξε αφομοίωση και αποδοχή της φυλετικής διαφορετικότητας.

Η ιατρική μπορεί να προάγει τον πολιτισμό και να κάνει τη διαφορά; Αυτό το ερώτημα έχει καταφατική απάντηση, καθώς τόσο η Γαλλική επανάσταση (1789), οι ναπολεόντειοι πόλεμοι, οι πόλεμοι στις αφρικανικές αποικίες, ο Α Παγκόσμιος Πόλεμος και ο Β Παγκόσμιος Πόλεμος έδωσαν μεγάλη ώθηση στην ιατρική με την ανακάλυψη νέων φαρμάκων (αντιβιοτικά), εμβολίων και χειρουργικών τεχνικών. Όλα αυτά βέβαια σε βάρος της θυσίας δεκάδων εκατομμυρίων νεκρών και τραυματιών.

Η γέννηση της καταναλωτικής κοινωνίας αρχίζει με την ενδυματολογική επανάσταση, καθώς η κλωστοϋφαντουργία ήταν η πρώτη φάση της εκβιομηχάνισης. Με άλλα λόγια, το ένδυμα ήταν το πρώτο παγκοσμιοποιημένο αγαθό, το οποίο ξεκινώντας από την Αγγλία, το επίκεντρο της Βιομηχανικής επανάστασης (ατμομηχανές, κλωστοϋφαντουργικές μηχανές, κ.λπ.), κατέκτησε τον κόσμο. Η παγκόσμια καταξίωση της μαζικής κουλτούρας των τζιν, της ποπ μουσικής, του φαστ-φουντ, συνοδοιπορούν με την πτώση του τείχους του Βερολίνου (1989), τον πόλεμο στο Βιετνάμ, την Άνοιξη της Πράγας του 1968, τον Γαλλικό Μάη του 1968, το «baby boom» των sixties (εκτόξευση των μεταπολεμικών γεννήσεων) ερμηνεύουν τη λειτουργία της καταναλωτικής κοινωνίας. Ταυτόχρονα, μελετάται το οικονομικό «κραχ» του 1929 και καταδικάζεται ο μαρξισμός και τα παράγωγά του, δηλαδή το Σιδηρούν Παραπέτασμα και οι πρακτικές του.

Τέλος, η προτεσταντική ηθική της εργασίας (πολλή εργασία, συσσώρευση και απενοχοποίηση του πλούτου), σύμφωνα με τον Καρλ Βέμπερ στις αρχές του 20ου αιώνα («Η προτεστανική ηθική και το πνεύμα του καπιταλισμού»), αποτελούν την συνταγή της επιτυχίας του καπιταλισμού.  Η κατοπινή αποχριστιανοποίηση της Ευρώπης, η θεωρία της ψυχανάλυσης του Φροϋντ και η αμερικανική «αγία τριάδα «σεξ, ναρκωτικά και ροκ εντ ρολ», αφαιρούν το ευρωπαϊκό χριστιανικό έρεισμα του πολιτισμού, σε αντίθεση με την Κίνα, η οποία ασπάζεται μα ταχύτατους ρυθμούς τον προτεσταντισμό και ακολουθεί τις καπιταλιστικές βεμπεριανές αρχές του.

 

Ο Niall Ferguson.

 

Ο συγγραφέας διατυπώνει την  ανησυχία για την απώλεια της ηγεμονίας του δυτικοευρωπαϊκού πολιτισμού από τον σινικό (η Κίνα νέα παγκόσμια υπερδύναμη), διατυπώνοντας, όμως, ταυτόχρονα την αισιόδοξη πρόβλεψη  ότι οι θεμελιώδεις αρχές του δυτικού πολιτισμού, δηλαδή ο πολιτικός πλουραλισμός, η ελευθερία της σκέψης, η επιστημονική μέθοδος, το κράτος δικαίου, το δικαίωμα ιδιοκτησίας και η δημοκρατία, παραμένουν αξεπέραστες.

Εν κατακλείδι θα λέγαμε ότι ο Ferguson στοχεύει και πετυχαίνει να παρουσιάσει ένα ολοκληρωμένο πολιτισμικό αφήγημα, το οποίο εντυπώνεται ευκολότερη στη μνήμη του αναγνώστη χάρη στα γλαφυρά παραδείγματα, τη γοργή ροή της σκέψης, τα αντιθετικά πολιτισμικά δίπολα που χρησιμοποιεί ως παραδείγματα σε κάθε κεφάλαιο, τα συναρπαστικά επεισόδια πολεμικής, ιατρικής, πολιτικής και κοινωνικής δράσης διαφορετικών λαών και ανθρώπων σε διαφορετικές χώρες και σε διαφορετικά χρονικά διαστήματα. Με τον τρόπο αυτό, αποφεύγει την αποσπασματική μονομέρεια, την ερμηνευτική απολυτότητα και απλούστευση επιτρέποντας την κριτική σκέψη, με τη λογική ότι παρελθόν είναι μόνο ένα, η ιστορία όμως και οι ερμηνείες της είναι πολλές γι’ αυτό και η ασφαλής μελέτη οφείλει να εστιαστεί στον πολιτισμό, ο οποίος αντιπροσωπεύει το σύνολο των ανθρώπινων δραστηριοτήτων στο χώρο και το χρόνο. Αρνητικά σημεία του βιβλίου είναι η πολιτική υποκειμενικότητα, η οποία εκφράζεται με την απερίφραστη καταδίκη και δαιμονοποίηση του κομμουνιστικού ιδεώδους, την πριμοδότηση του αγγλοσαξωνικού πολιτικοοικονομικού ιδεώδους, καθώς και την έντονη «αντιγερμανική» οπτική της ιστορίας.

 

 

Ο φεμινισμός αφορά και τα δύο φύλα

$
0
0
Γράφει η Βιολέττα-Ειρήνη Κουτσομπού //

 

Chimamanda Naozi Adichie «Ας είμαστε όλοι φεμινιστές», Μετάφραση: Μαρία Ξυλούρη, εκδ. Μεταίχμιο, σελ. 56

 

Θα πρέπει να ξέρουμε όλοι ότι η διαφορετικότητα

κεντάει ένα πλούσιο χαλί,

και πρέπει να καταλάβουμε

πως όλοι οι κόμποι του χαλιού έχουν ισότιμη αξία,

 ανεξάρτητα από το χρώμα τους.

Maya Angelou

 

Συμπληρώντας την αγαπημένη μου συγγραφέα Maya Angelou θα έλεγα ότι όχι μόνο ανεξαρτήτως χρώματος αλλά και ανεξαρτήτως φύλου. Η Νιγηριανή συγγραφέας Chimamanda Ngozi Adichie έδωσε μια ομιλία στο TEDx με τίτλο «We should all be feminists» και με βάση αυτή την ομιλία γράφτηκε αυτό το μικρό εγχειρίδιο το οποίο αποτελεί μια τροποποιημένη εκδοχή και μπορούμε να απολαύσουμε από τις εκδόσεις Μεταίχμιο. Aυτό το μόλις 60 σελίδων βιβλιαράκι είναι σαν μια μεγάλη εισαγωγή στο θέμα του φεμινισμού, δίνοντας μια εικόνα για το πώς περνάει απαρατήρητο από την κοινωνία του σήμερα. Αυτό συμβαίνει διότι θεωρείται ότι τουλάχιστον στο Δυτικό κόσμο ότι η γυάλινη οροφή δεν υφίσταται. Η Adichie μιλάει για τις εμπειρίες της όσον αφορά το σεξισμό, για τον τρόπο που ανατράφηκε στη Νιγηρία και το πώς όλα αυτά επηρέασαν τη ζωή της. Αναπτύσσει το γιατί εξακολουθούμε να χρειαζόμαστε το φεμινισμό και γιατί κάθε άνθρωπος πρέπει να είναι φεμινιστής. Επισημαίνει πολλά ζητήματα τα οποία ενθαρρύνουν αλλά ταυτόχρονα εμπνέουν τον αναγνώστη να θέλει να αντλήσει περισσότερες πληροφορίες στα θέματα που θίγει. Προσωπικά, μου άρεσε ο άμεσος και εύγλωττος τρόπος αυτού του δοκιμίου. Δεν αναγκάζεται ο αναγνώστης να συμφωνήσει μαζί της αλλά «ανοίγωντας» το μυαλό του θα μπορέσει να κατανοήσει άλλωστε οι ιστορίες της συγγραφέως μιλούν από μόνες τους. Θεωρώ ότι το πιο σημαντικό κομμάτι του βιβλίου είναι ότι εστιάζει στο ότι ο φεμινισμός έχει να κάνει με την ισότητα και για τα δύο φύλα και τελικά ότι είναι σημαντικός για το ανδρικό φύλο ίσως στον ίδιο βαθμό που είναι σημαντικός για το γυναικείο.

«Το φύλο έχει σημασία παντού στον κόσμο. Και θα ήθελα σήμερα να σας ζητήσω να ξεκινήσουμε να ονειρευόμστε και να σχεδιάζουμε έναν άλλο κόσμο. Έναν πιο δίκαιο κόσμο. Έναν κόσμο πιο ευτυχισμένων αντρών και πιο ευτυχισμένων γυναικών, που θα είναι πιστοί στον πραγματικό τους εαυτό. Και να πως θα ξεκινήσουμε: πρέπει να αναθρέψουμε τις κόρες μας αλλιώς. Και πρέπει να αναθρέψουμε και τους γιους μας αλλιώς»  (σελ. 39)

 

Chimamanda Naozi Adichie

 

Αυτό το βιβλίο είναι μικροσκοπικό, διορατικό και συστήνεται ιδιαίτερα σε νέους ανθρώπους οι οποίοι θέλουν να έρθουν σε επαφή με την έννοια του φεμινισμού αλλά και σε ανθρώπους οι οποίοι εδιαφέρονται για τα ζητήματα φύλου. Τέτοιου είδους βιβλία θα έπρεπε να βρίσκονται σε κάθε γωνιά του κόσμου κι αυτό γιατί θεωρώ πως ανοίγουν το δρόμο για να ανακαλύψουμε ξανά τη λέξη φεμινιστής και το τι σημαίνει αυτό. Η Chimamanda Ngozi Adichie συμβάλλει με δυναμικό τρόπο στην έννοια του φεμινισμού  προσπαθώντας να γεμίσει το κενό. Και το κάνει με ηχηρά φεμινιστικό τρόπο σε μια κουλτούρα που επιτακτικά χρειάζεται αλλαγή, μεταδίδοντας μια απλοϊκή αλήθεια: «Ας είμαστε όλοι φεμινιστές». Προσωπικά για εμένα ήταν μια γρήγορη, ξεκούραστη και ευχάριστη ανάγνωση και εύχομαι οι εκδόσεις να μας χαρίσουν περισσότερες τέτοιες στο προσεχές μέλλον.

 

 

Η διάχυτη νοσταλγία και η δρομολογούμενη αντίσταση στην ιστορική λήθη στα μυθιστορήματα του Μονταλμπάν με ήρωα τον ντετέκτιβ Πέπε Καρβάλιο

$
0
0
Του Γεωργίου Νικ. Σχορετσανίτη //

 

 

 Î‘ποτέλεσμα εικόνας για Ο ελληνικός λαβύρινθος Μεταίχμιο, 2016.Αποτέλεσμα εικόνας για «Φόνος στην Κεντρική επιτροπή». Εκδόσεις Μέδουσα,Αποτέλεσμα εικόνας για «Ο σέντερ φορ δολοφονήθηκε το σούρουπο».

 

  • «Ο ελληνικός λαβύρινθος».  Εκδόσεις Μεταίχμιο, 2016.
  • «Φόνος στην Κεντρική επιτροπή».   Εκδόσεις Μέδουσα, 2015.
  • «Ο σέντερ φορ δολοφονήθηκε το σούρουπο».  Εκδόσεις Μεταίχμιο, 2006

 

 

Η χρήση της νοσταλγίας και του συναισθήματος από τον Καταλανό συγγραφέα Μανουέλ Βάθκεθ Μονταλμπάν στις αστικές περιγραφές της υποβαθμισμένης συνοικίας Ραβάλ και της κινέζικης συνοικίας της Βαρκελώνης,  δυτικά των γνωστών και ελκυστικών Ράμπλας, δεν θα πρέπει να θεωρηθεί με κανένα τρόπο  ως απόδειξη της προσωπικής νοσταλγίας του συγγραφέα για τις  εμπειρίες της ζωής του  σε αυτές τις περιοχές της πόλης κατά τη διάρκεια της μεταπολεμικής περιόδου. Μια επιλογή αστικών αναπαραστάσεων και περιγραφών από τα βιβλία, ‘Φόνος στην Κεντρική επιτροπή’ (Asesinato en el comite, 1981),  ‘Ο ελληνικός λαβύρινθος’ (El laberinto griego, 1991) και απ’ το ‘Ο σέντερ φορ δολοφονήθηκε το σούρουπο’ (El delantero centro fue asesinado al atardecer, 1989), χρησιμοποιούνται για να δείξουν πώς ο συγγραφέας μας μετακομίζει τη νοσταλγία στο προσκήνιο, προκειμένου να εμπλέξει, κατά κάποιο τρόπο, και  τα συναισθήματα του αναγνώστη και έτσι να τονωθεί η διαδικασία της ανάμνησης προηγηθέντων και επώδυνων ιστορικών γεγονότων.

 

Αυτή η αφηγηματική επίδραση βασίζεται στους επίμονους φόβους του Μανουέλ Μονταλμπάν για την πολιτική κουλτούρα της ισπανικής μεταβατικής περιόδου και την διαφαινόμενη  απουσία ιστορικής μνήμης μετά το τέλος της πολυετούς δικτατορίας του Φράνκο και στην καινούργια εποχή που ανέτειλε σταδιακά στην ισπανική κοινωνία, αλλά και τη χώρα ολόκληρη. Η ονομαζόμενη κουλτούρα της ιστορικής αμνησίας, η οποία επιβλήθηκε κατά τη διάρκεια της περιόδου του Φράνκο, έγινε σιωπηρά αποδεκτή στη συνέχεια από ορισμένα πολιτικά κόμματα και τομείς της κοινωνίας, κατά τη διάρκεια της ισπανικής μετάβασης απ’ το διδακτορικό καθεστώς στη δημοκρατία. Η επαναλαμβανόμενη, πάντως, χρήση της νοσταλγίας απ’ τους σύγχρονους Ισπανούς συγγραφείς στη μετα-φρανκική περίοδο υπήρξε για μεγάλο χρονικό διάστημα  αντικείμενο εκτενούς και επισταμένης έρευνας. Εκεί απορρίφτηκε η ιδέα ότι  η νοσταλγία αποτελεί άρνηση του παρόντος, και τονίστηκε ότι ο τύπος της νοσταλγικής μνήμης που προωθήθηκε  από τους μεταπολεμικούς Ισπανούς συγγραφείς ενθάρρυνε τους αναγνώστες, ειδικά τους Ισπανούς,  προς την κατεύθυνση της μεγαλύτερης αυτογνωσίας ειδικά σε κάποιες σχετικά πρόσφατες ιστορικές αλήθειες. Άλλοι, πάλι, υπαινίχτηκαν ότι ορισμένοι σύγχρονοι Ισπανοί συγγραφείς χρησιμοποίησαν  την έννοια της νοσταλγίας ως ένα κρίσιμο εργαλείο ενάντια στον πολιτισμό της, ξεχνώντας ταυτόχρονα εκείνο το πολιτιστικό προϊόν  που συνεχίστηκε να παράγεται κατά τη διάρκεια της μετα-φρανκικής  περιόδου.

 

Οι Ολυμπιακοί Αγώνες του 1992 στη Βαρκελώνη αποτέλεσαν αφορμή για μεγάλη αστική  παρέμβαση με όλα τα θετικά  και αρνητικά επακόλουθα.

 

Στην περίπτωση, ειδικότερα, του Μονταλμπάν, η μορφή αυτή της νοσταλγίας εκδηλώνεται κυρίως μέσω συναισθηματικά φορτισμένων αναπαραστάσεων και περιγραφών  κεντρικών και  παραδοσιακών συνοικιών της εργατικής τάξης στη Βαρκελώνη, όπως είναι η Ραβάλ και το Μπάριο Τσίνο. Η νοσταλγία εν προκειμένω  δεν πηγάζει από την εξιδανίκευση αυτών καθ’ εαυτών των γειτονιών, των ετοιμόρροπων  παλιόσπιτων και των στενοσόκακων κατά τη μεταπολεμική περίοδο, αλλά από την επιθυμία έκφρασης ενός θραύσματος της ιστορικής μνήμης μιας εντοπισμένης κοινότητας ή μιας συγκεκριμένης εργατικής τάξης αριστερών σαφέστατα πολιτικών πεποιθήσεων, μια μνήμη που όπως πίστευε ο Μονταλμπάν  είχε αποκλειστεί όλα εκείνα τα δύσκολα χρόνια από τις επίσημες αφηγήσεις, και επομένως, εξυπηρετεί μια σημαντική αισθητική και ηθική λειτουργία στα αστυνομικά μυθιστορήματα του Μανουέλ Μονταλμπάν με πρωταγωνιστή  τον παρακμιακό ντετέκτιβ Πέπε Καρβάλιο.

 

Ακριβώς δυτικά των Ράμπλας στις παλιές συνοικίες της πόλης, αφθονούν οι εικονιζόμενες γειτονιές με τα ανάλογα σπίτια τους.

 

Η πρώτη εικόνα της συνοικίας Ραβάλ, στη σειρά του Καρβάλιο, αντιπροσωπεύει την καθημερινή εργασία και τους  ρυθμούς ενός εργασιακού περιβάλλοντος, καθώς τα καταστήματα κλείνουν για το αναγκαίο  μεσημεριανό διάλειμμα των εργαζομένων. Οι νοσταλγικές εικόνες αυτής της κοινότητας είναι απόπειρες  του Μονταλμπάν να εκπαιδεύσει τον αναγνώστη στην ιστορία αυτής της υποβαθμισμένης  περιοχής της Βαρκελώνης και,  ευρύτερα, στην ιστορική διαλεκτική για να αντισταθεί στην δρομολογούμενη μέσα στην ισπανική κοινωνία κουλτούρα της λήθης, ανοίγοντας έτσι ένα μεταφορικό χώρο διαλόγου μεταξύ του δύσκολου παρελθόντος και του παρόντος. Αυτή η αφηγηματική ακολουθία αναμφίβολα αμαυρώνει, ή και καταρρίπτει θα μπορούσαμε να διατυπώσουμε άφοβα,  τον ισχυρισμό όσων ισχυρίζονται εύκολα, αβασάνιστα και  αψυχολόγητα, ότι το όραμα του ντετέκτιβ των αστυνομικών ιστοριών και μυθιστορημάτων δεν έχει καμία σχέση με την ιστορία, αλλά παραμένει επικεντρωμένο στην εξιχνίαση κάποιου εγκλήματος. Ο Καταλανός συγγραφέας κάνει ιδιαίτερα χρήση αυτού του τύπου νοσταλγικής αναπαράστασης η οποία επιτρέπει στους αναγνώστες να προβληματιστούν με το πέρασμα του χρόνου, τη μεγάλη αυτή ενδοχώρα του ‘χαμένου χρόνου’ που εξακολουθεί να είναι κάπως ακόμα μαζί μας. Για τον Μανουέλ Μονταλμπάν, οι παραδοσιακές περιοχές της εργατικής τάξης, όπως είναι ακόμα σήμερα η Ραβάλ και το Μπάριο Τσίνο, ήταν χρυσοφόρες και αναντικατάστατες αποθήκες ιστορικής μνήμης, και προσπαθεί να διατηρήσει ένα κομμάτι της ιστορίας αυτών των περιοχών απ’ την εν λόγω μεταπολεμική περίοδο. Οι απόψεις του Μανουέλ Μονταλμπάν  υπαινίσσονται ότι θα ήταν ηθικά λάθος να επιτρέψουμε τη μνήμη όλων εκείνων που αγωνίστηκαν για την επιβίωση κάτω από εξαιρετικά σκληρές συνθήκες να χαθούν και το σπουδαιότερο να ξεχαστούν στα πολυδαίδαλα μονοπάτια και στους ξεχασμένους αποθηκευτικούς χώρους της υπομονετικής ιστορίας.

Συνεπώς η ιδιαίτερη μορφή της φανταστικής νοσταλγίας είναι
άρρηκτα συνδεδεμένη με την αίσθηση του ηθικού καθήκοντος, περισσότερο, παρά με την απλή θλιβερή σκέψη για όλα όσα έλαβαν χώρα εκείνες τις επώδυνες, για όλους τους Ισπανούς και ανεξαρτήτως πολιτικής τοποθέτησης, εποχές. Οποιαδήποτε συζήτηση, συνεπώς, γίνεται για τον συναισθηματισμό και τη νοσταλγία, καθώς και για τις χρήσεις αυτών των εννοιών στη μεταπολεμική ισπανική λογοτεχνία και την κουλτούρα γενικότερα, πρέπει να διαφοροποιείται προσεκτικά, όπως στην περίπτωση της νοσταλγίας μεταξύ του τύπου των επικλήσεων που χρησιμοποίησε το δικτατορικό καθεστώς του Φρανθίσκο Φράνκο, το οποίο βασίστηκε σε μια αταλάντευτη ιδεολογία που αρνήθηκε ξεκάθαρα να αναγνωρίσει τα συναισθηματικά τραύματα που υπέστησαν μεγάλα τμήματα του ισπανικού πληθυσμού, και τον τύπο του συναισθηματισμού που χρησιμοποίησε ο Μονταλμπάν στις αναμνήσεις του από το μεταπολεμικό Ραβάλ στα μυθιστορήματα με ήρωα τον ντετέκτιβ Πέπε Καρβάλιο. Εκείνη η μορφή του συναισθήματος παραποίησε πλήρως την ιστορία και αρνήθηκε να ασχοληθεί σε μεγάλη έκταση με τα επακόλουθα του εμφυλίου πολέμου και της μεταπολεμικής περιόδου πολυποίκιλης καταστολής.  Όπως βέβαια και στην περίπτωση της νοσταλγίας, πρέπει να δεχτούμε πως υπάρχουν πολλαπλές και ανταγωνιστικές ερμηνείες του συναισθήματος. Η χρήση της συναισθηματικότητας του Μονταλμπάν στα βιβλία του,  μπορεί να γίνει αντιληπτή ως αντίδοτο στην ευρύτερη κουλτούρα της ιστορικής αμνησίας, την οποία ο συγγραφέας θεωρούσε μια από τις κύριες ελλείψεις της μετα-φρανκικής περιόδου, με τις συναισθηματικές αναμνήσεις του ντετέκτιβ να αποκτούν μια σκόπιμη λειτουργία, η οποία δεν είναι τίποτα άλλο από ένας  σημαντικός χώρος πολιτικού διαλόγου μεταξύ διαφορετικών πολιτικών ομάδων. Η συναισθηματική νοσταλγία, στο πλαίσιο αυτό, κοιτάζει προς το εξωτερικό, προς το ευρύτερο κοινωνικό και πολιτικό πλαίσιο της μετα-φρανκικής Ισπανίας. Η συλλογική χρήση και αρκετών δημοφιλών τραγουδιών για να έρθει στο προσκήνιο  ξεκάθαρα η ευνόητη απογοήτευση και η τρομακτική απώλεια των ηττημένων, είναι μια σαφής έκφραση του τύπου του συμμετοχικού συναισθήματος με το οποίο ο Μονταλμπάν παροτρύνει τους αναγνώστες του μέσω των αστικών περιγραφών του της υποβαθμισμένης Βαρκελώνης, στη σειρά του ντετέκτιβ Καρβάλιο.

Αυτές οι αμφισβητούμενες απόψεις για το μέλλον της χώρας και η σχέση τους με το ιστορικό παρελθόν, καταγράφτηκαν με μαεστρία απ’ τον Μανουέλ Μονταλμπάν στα τέλη της δεκαετίας του 1980, στη Βαρκελώνη, περίοδο κατά την οποία τμήματα της πόλης, συμπεριλαμβανομένων των προαναφερόμενων φτωχών συνοικιών, υπέστησαν ριζικές αλλαγές ως αναπόσπαστο μέρος της  προετοιμασίας για τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1992. Σε ολόκληρο το μυθιστόρημα ‘Ο σέντερ φορ δολοφονήθηκε το σούρουπο’ (El delantero centro fue asesinado al atardecer, 1989),  ο Μονταλμπάν  μετατρέπει την πόλη του σε ιδεολογικό χώρο όπου παίζεται ο ιστορικός αγώνας ανάμεσα στην Καταλανική αριστοκρατία και τις φτωχές εργατικές τάξεις της πόλης, με την πρώτη να υποστηρίζει και να διεκδικεί τελικά την πολιτική και ιδεολογική της ηγεμονία στην ισπανική κοινωνία, ή ίσως και να συνεχίζει μία ήδη υπάρχουσα από παλιότερα, ίσως με διαφορετικό κάπως προσωπείο. Σε μεταφορικό επίπεδο, βέβαια, η μερική απώλεια ή η εξαφάνιση κάποιων τμημάτων της πόλης σε προγράμματα ελπιδοφόρας ριζικής αστικής ανανέωσης,  αντιπροσωπεύει την ευρύτερη απειλή για την πιθανή απώλεια της ιστορικής μνήμης μιας εργατικής τάξης που, σύμφωνα με τα μυθιστορήματα της σειράς του Καρβάλιο, περιέχεται ήδη μέσα στο δομημένο περιβάλλον. Ως εκ τούτου, ο συλλογικός συναισθηματισμός τίθεται ενάντια στο καπιταλιστικό συμφέρον της άρχουσας τάξης. Έτσι όμως καθιερώνεται, για πολλούς,  μια ψεύτικη διαίρεση μεταξύ εκείνων που επιθυμούν πραγματικά την πρόοδο και εκείνων που εμποδίζουν την πρόοδο, δηλαδή τους αριστερούς κριτικούς! Η πρόοδος, για μερικούς, έπρεπε και πρέπει να προχωρήσει με έναν φαινομενικά φυσικό τρόπο, τουτέστιν με την απουσία οποιασδήποτε πραγματικής διαλεκτικής δέσμευσης με το παρελθόν, ενώ ο Μανουέλ Μονταλμπάν και οι άλλοι στα αριστερά θεωρεία της πολιτικής, θεωρούσαν ότι η ισπανική κοινωνία θα μπορούσε να προχωρήσει μόνο εάν η ιστορία του εμφυλίου πολέμου και τα μεταπολεμικά χρόνια εξετάζονταν   σωστά και με πανταχού παρούσα τη μνήμη, και όχι την επικίνδυνη λήθη που βρισκόταν καθ’ οδόν. Η επανάληψη της ανησυχίας του Μονταλμπάν,  ήταν ότι η λεγόμενη ‘πολιτιστική λήθη’ θα θριαμβεύσει στο τέλος και ότι οι ιστορίες όσων αγωνίστηκαν εναντίον του δικτάτορα Φράνκο θα χάνονταν για πάντα. Ένα άλλο τέτοιο χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η περίπτωση των Γερμανών, οι οποίοι το δεύτερο μισό του εικοστού  αιώνα είχαν ένα ειδικό καθήκον, αυτό της…. απώλειας ενός ντροπιαστικού παρελθόντος, αλλά χωρίς από την άλλη μεριά να το ξεχνούν ποτέ!

Ωστόσο, η ισπανική περίπτωση είναι σημαντικά διαφορετική από τη ναζιστική Γερμανία, καθώς κατά τη διάρκεια και μετά τη μετάβασή της  στη δημοκρατία, η Ισπανία αντιμετώπισε την προοπτική να χάσει το παρελθόν της χωρίς να έχει ποτέ τη δυνατότητα να το θυμηθεί σωστά, πρώτον λόγω των καταπιεστικών δυνάμεων της δικτατορίας και στη συνέχεια λόγω της διάχυτης, από σημαντικά τμήματα της κοινωνίας,  συναινετικής πολιτικής της απαλής μετάβασης στη δημοκρατία. Οι εκκλήσεις για συναισθηματισμό που επαναλαμβάνονται σε όλα τα μυθιστορήματα του Καρβάλιο, αντιπροσωπεύουν μια προσπάθεια να συμμετάσχουν όλοι σε μια μορφή συναισθηματικής πρακτικής, να ενθαρρύνουν τους αναγνώστες να  αντισταθούν στις αμαρτίες της όποιας παράλειψης, θυμίζοντας μια περίοδο της ισπανικής ιστορίας που απειλείται να ξεχαστεί τελείως.

 

 

 


Ποίηση γλυκολυπούμενη και ακαριαία –Στοιχεία για την ποίηση του Βαγγέλη Ζαφειράτη

$
0
0
Γράφει ο Βασίλης Πανδής // *

 

«Εξόριστε Ποιητή, στον αιώνα σου, λέγε, τι βλέπεις;», γράφει ο Οδυσσέας Ελύτης στο «Άξιον εστί» και σαν απαντώντας του ο Βαγγέλης Ζαφειράτης μάς περιγράφει τον κόσμο του, με όλες τις ομορφιές, τους καημούς και τα πάθη που αυτός κουβαλά· έναν κόν και υφιστάμενη πια μονάχα ως σεβαστό απολίθωμα εποχών αλλοτινών, παρά είναι ζωντανή και οργανικά δεμένη με τη ζωή των ανθρώπων μέχρι και σήμερα. Έτσι, βλέπουμε ως φυσικό επόμενο την επίδραση που έχει ασκήσει με διάφορους τρόπους στην ποίηση του κ.Ζαφειράτη.

Συχνή είναι η παρουσία του ιαμβικού δεκαπεντασύλλαβου στίχου, του οποίου ασφαλώς η πολυδυναμία έχει αποδειχτεί πλειστάκις εδώ και αρκετούς αιώνες, αποτελώντας όχημα για την εκπλήρωση μερικών από τα σπουδαιότερα επιτεύγματα του ποιητικού μας πλούτου τόσο στην ανώνυμη όσο και στην επώνυμη δημιουργία. Μα και όπου δεν ακολουθείται συγκεκριμένη μετρική, δε σημαίνει πως δεν υπάρχει ρυθμός. Ο ρυθμός είναι πανταχού παρών, απαραίτητο και κύριο χαρακτηριστικό της στιχουργικής του.

Διακρίνουμε επίσης την παρουσία μοτίβων του δημοτικού τραγουδιού, όπως λόγου χάρη ο ανθρωπομορφισμός των στοιχείων του φυσικού τοπίου. Κάπου υπονοούνται τόποι γραμμένοι στο συλλογικό μας ασυνείδητο όπως τα μαρμαρένια αλώνια, ενώ αλλού πρωταγωνιστούν ακόμη και αναγνωρίσιμοι ήρωες, όπως η Αρετή και ο Κωνσταντίνος από το «Τραγούδι του νεκρού αδερφού».

Μην δημιουργηθεί όμως η εντύπωση πως έχουμε να κάνουμε με κάποια στείρα δημοτικοφανή ποίηση. Αντιθέτως, έχουμε να κάνουμε με μια ποίηση καθόλα σύγχρονη, η οποία μας αφορά απόλυτα όλους ως ανθρώπους της εποχής μας, με θεματικές οι οποίες είτε δεν εγκατέλειψαν ποτέ την «επικαιρότητα» είτε εσχάτως αιφνιδίως επανεμφανίστηκαν – από τις δυο προαιώνιες αντίρροπες δυνάμεις που εξουσιάζουν τη ζωή, τον έρωτα και το θάνατο, λοιπόν, μέχρι την ξενιτιά και την πολιτική διαφθορά. Απλώς, η ποίηση αυτή δεν ομνύει στην καινοδοξία και στον εντυπωσιασμό, παρά χαράζει το δικό της δρόμο, έχοντας αφομοιώσει λειτουργικά και δημιουργικά την λαϊκή παράδοση (όπως και τον λόγιο κανόνα).

Από την πλευρά της γλώσσας, ο στίχος του Βαγγέλη Ζαφειράτη είναι βέβαια απολύτως δεμένος με τη λαλιά μας, αναδεικνύοντας και την ομορφιά της ίδιας της ελληνικής γλώσσας. Η γλώσσα του είναι ρέουσα, νερό λαγαρό που -θα έλεγε κανείς- τον ξεδιψά στο μακρύ ταξίδι του ατέλειωτου νόστου σε μια πατρίδα μητριά, αλλά ταυτοχρόνως είναι και ζέουσα, όπως η επιθυμία η οποία τον ωθεί στο ίδιο αυτό ταξίδι.

Η εικονοποιία του είναι συμπαγής και γλαφυρή στη λυρικότητά της, πλούσια στην αφόρμηση μα συνάμα και δωρική στην εκφραστική της. Έτσι, υπάρχει στην εικονοποιία του πολύ έντονο το στοιχείο του ακαριαίου – και αυτό σε βαθμό δυναμικής που εντυπωσιάζει, θα λέγαμε. Σας διαβάζω μόνο ένα ολιγόστιχο ποίημα από την πιο πρόσφατη συλλογή του, τα «Μονότοξα», τα οποία εκδόθηκαν φέτος τον Ιούλιο από τις εκδόσεις Οροπέδιο:

 

Περιστέρια

Με τους πρώτους

ήχους της καμπάνας,

απ’ το ψηλό

απόμακρο καμπαναριό,

πετούν

τέσσερα περιστέρια.

 

Τα χαρακτηριστικά αυτά της εικονοποιίας του συμφωνούν και με την αισθητική πρόταση του ολιγόστιχου ποιήματος, το οποίο κατεξοχήν καλλιεργεί ο Βαγγέλης Ζαφειράτης και το οποίο αποτελεί προϊόν της απαραίτητης πύκνωσης (δίχως την οποία -για να παραφράσω τον Κώστα Μόντη- «η ποίηση φεύγει απ’ το παράθυρο») αλλά και της λυρικής παράδοσης, την οποίαν ο ποιητής ακολουθεί.

Συναντάμε λοιπόν την αισθητική του θραύσματος, δηλαδή ποιήματα σαν βότσαλα, όμορφα σμιλεμένα από τις κινήσεις των κυμάτων της ζωής. Και αυτό με όλη τη χάρη της «ελαφρότητας», που θέτει ο Ίταλο Καλβίνο ως την πρώτη αρετή της καλλιτεχνικής δημιουργίας στις «Έξι προτάσεις [του] για τη νέα χιλιετία», αλλά και της «δημιουργικής αθωότητας», αρετής που περιέγραψε ο Ζακ Μαριταίν και θεωρούσε «ευλογημένους» τους ποιητές οι οποίοι την κατέχουν.

 

 

Σημαντικότατο στοιχείο στην ποίηση του Βαγγέλη Ζαφειράτη αποτελεί η φύση. Και τη φύση εδώ τη συναντάμε σε όλες της τις φανερώσεις και -όπως πάντοτε- πρόσφορη για χρήση σε ποικίλλες αλληγορίες. Και οι αλληγορίες βέβαια υπάρχουν γιατί ο σκοπός δεν είναι να μιλήσουμε για τη φυσή per se. Ο σκοπός είναι να μιλήσουμε για τον άνθρωπο, μέσω και του κατόπτρου της φύσης. Και οι άνθρωποι όμως που απαθανατίζει ο Βαγγέλης Ζαφειράτης μέσω της τέχνης του είναι σαν καμωμένοι από αυτό το ίδιο χώμα και το νερό του τόπου τους.

Έχουμε δηλαδή εδώ μια σχέση ακατάλυτη μεταξύ του φυσικού στοιχείου και του ανθρώπου, μ’ έναν τρόπο δηλαδή αυτό που ο Διονύσιος Σολωμός αναφέρει στους «Στοχασμούς» του ως «Απόλυτη ταυτότητα ανάμεσα στο Πνεύμα και τη Φύση, του υποκειμενικού και αντικειμενικού κόσμου». Το σώμα της γυναίκας παραδείγματος χάριν παρομοιάζεται με «ποτάμι/ καλοκαιρινό και ασημένιο που τρέχει», ενώ η πόλη αντίστοιχα παρομοιάζεται με «ημίγυμνο δεκαεξάχρονο κορίτσι/ που ο ήλιος ξεχάστηκε στα στήθη του,/ ξεχάστηκε στα μάτια του».

Έχοντας στη φαρέτρα της εκφραστικούς τρόπους όπως τους παραπάνω, η ποίηση του κυρίου Ζαφειράτη κινητοποιεί όλες τις αισθήσεις και πλην όλων των άλλων τις οδηγεί σε μια περιπλάνηση στις ομορφιές του τόπου του. Διαβάζοντας τα ποιήματά του, βλέπουμε -δηλαδή θαυμάζουμε- τις συστάδες των δέντρων (κυπαρίσσια, λεύκες, ελιές, βελανιδιές), τα έρημα σπίτια και τα ξωκκλήσια. Μυρίζουμε τη ρίγανη, το φασκόμηλο, το μελισσοβότανο στα βουνά, το φρεσκοπατημένο μούστο, τις μολόχες, τους βασιλικούς, τα γαρίφαλα και τα τριαντάφυλλα που μοσχοβολούνε στις αυλές. Ακούμε άλλοτε πιο μακρινά και άλλοτε πιο κοντινά τα αλυχτήματα των σκύλων και των τσακαλιών και τα νανουρίσματα και τα μοιρολόγια των ανθρώπων. Γευόμαστε την αρμύρα της θάλασσας. Ψηλαφίζουμε τις πανάρχαιες πέτρες και τα χέρια των ωραίων κοριτσιών.

Ωστόσο, όσον αφορά το ζήτημα αυτό, δεν μπορεί να παραβλεφθεί και το εξής· υπάρχει διάχυτη η αίσθηση πως κάπου πίσω από όλην αυτή την ομορφιά κρύβεται ένας βαθύς πόνος, ο οποίος βεβαίως δεν προσδιορίζεται ρητά. Συναντάμε δηλαδή μιαν ομορφιά θλιμμένη ή έστω υπάκουη στη χαρμολύπη, «γλυκολυπούμενη» (για να θυμηθούμε και πάλι τον Σολωμό). Αξίζει να σημειωθεί πάντως πως τον αδιόρατο μα πάντοτε ελλοχεύοντα αυτόν πόνο οι άνθρωποι φαίνεται να τον υπομένουν καρτερικά και στωικά, σα να τον συνήθισαν, σαν δεύτερη φύση τους. Να είναι άραγε αυτός ο βαθύς πόνος το αναγκαίο τίμημα που πρέπει να καταβληθεί στην τράπεζα της κοσμικής ισορροπίας ως αντίτιμο για την οργιάζουσα ομορφιά του τόπου; Ας ελπίσουμε -τουλάχιστον- πως αυτό δεν ισχύει.

 

 

 

Το παραπάνω κείμενο διαβάστηκε στην εκδήλωση προς τιμήν του Βαγγέλη Ζαφειράτη στην Αναγνωστική Εταιρία Κέρκυρας (Κέρκυρα, 19/10/2018).

 

 

 

Ο Βασίλης Πανδής ζει στην Κέρκυρα και είναι φοιτητής στο τμήμα Ιστορίας του Ιονίου Πανεπιστημίου. Μεταφράζει αρχαία ελληνική, αγγλόφωνη και γαλλική ποίηση. Ποιήματά του έχουν δημοσιευτεί στο διαδίκτυο (Ποιείν, Fractal, τοβιβλίο.net).

 

 

Ο θάνατος του Παύλου Μελά στο Δημοτικό τραγούδι και τη λόγια ποίηση

$
0
0
Γράφει η Αρχοντία  Βασ. Παπαδοπούλου // *

 

 

13 Οκτωβρίου 1904, ο Παύλος Μελάς βρίσκεται στην Στάτιστα (σήμερα χωριό Μελάς) και προδίδεται από την ομάδα του Βούλγαρου Μήτρο – Βλάχου στους Τούρκους. Εκεί, τραυματίστηκε θανάσιμα και άφησε την τελευταία του πνοή.

Αξιωματικός του ελληνικού στρατού, συγκλονισμένος από τις βιαιότητες εναντίον των Ελλήνων της Μακεδονίας και μετά τον ατυχή πόλεμο του 1897, θεώρησε καθήκον του και έθεσε σκοπό της ζωής του την απελευθέρωση της Μακεδονίας και την ενσωμάτωσή της στο ελληνικό κράτος.

 

 

Με το ψευδώνυμο Μίκης Ζέζας, μπήκε κρυφά και ανεπίσημα στην Μακεδονία και οργάνωσε τον Αγώνα με άλλους Έλληνες αξιωματικούς, Κρήτες εθελοντές, ντόπιους κατοίκους, ιερείς, Μητροπολίτες, τον Μητροπολίτη Καστοριάς Γερμανό Καραβαγγέλη. Έδωσε τόσο θάρρος με τα κατορθώματά του, στους Μακεδόνες, ώστε η παρουσία του και μόνο ανακούφιζε τους δεινοπαθούντες αμάχους.

Έτσι, έγινε τραγούδι, όπως οι Κλέφτες το 1821, στο στόμα εκατοντάδων χιλιάδων Μακεδόνων, που υμνούσαν και ευγνωμονούσαν, τον πρόμαχο του αγώνα τους, με το κυριότερο εθνικό εκφραστικό μας μέσο, το Δημοτικό τραγούδι.

Ο Μακεδονικός Αγώνας τροφοδότησε και εμπλούτισε και πάλι τα ιστορικά δημοτικά τραγούδια του λαού μας. Στο επόμενο τραγούδι από την Σιάτιστα της Μακεδονίας συναντούμε έναν διάλογο μεταξύ του Μελά και κοριτσιών από την Μακεδονία. Λιτός, χαρισματικός εκφραστικά και νοηματικά διάλογος που δείχνει άμεσα το θάρρος που ενέπνεε η παρουσία του και μόνο..

-Κορίτσια από την Καστοριά κι’ απ’ τη Μακεδονία

κάτι θα σας ρωτήσω εγώ, πέστε μου την αλήθεια,

μην να ΄ν ‘ οι Τούρκοι στα βουνά κ’ οι Βούλγαροι στους λόγγους;

-Ποιος είσ’ εσύ που μας ρωτάς για πες μας τα’ όνομά σου;

-Εγώ είμ’ ο Παύλος ο Μελάς στον κόσμο ξακουσμένος

-Γέμισαν Τούρκοι τα χωριά και Βούλγαροι τους λόγγους.

     Ο θάνατός του υπήρξε βαρύτατο πλήγμα για τους Έλληνες της Μακεδονίας και συγκλόνισε όλο τον ελληνικό λαό, που τον θρήνησε και τον μοιρολόγησε μ’ όλες του τις εκφράσεις.

Τραγούδι της περιοχής Φιλιππαίων Γρεβενών, ακούμε να τον κλαίει μ’ έναν θρήνο αξιοπρεπή, όπως θρηνούσαν τους Κλέφτες και τους Οπλαρχηγούς του 1821. Υπάρχει η διήγηση, ο χαρακτηριστικός διάλογος, το υπερφυσικό  και η συμμετοχή του ζωϊκού κόσμου στον θρήνο.  Ο Μελάς, εδώ, γνωρίζει ότι τον κλαίει ολόκληρη η πατρίδα, αλλά περισσότερη έμφαση δίδεται στον θρήνο των πουλιών και μάλιστα των χελιδονιών. Τα χελιδόνια στην Δημοτική μας ποίηση συμβολίζουν την Άνοιξη – το άγγελμα της ανάστασης του έθνους.

«Λεβέντης εξεκίνησι ‘ πού μεσ’ απ’ την Αθήνα

που δεν ψηφίζει τη ζωή, να φέρ’ τη λευθερία.

Στην Καστοριά βαρέθηκε, στη Στάτιστα τ’ αυλάκι

-Μάννα μ’, δεν θέλω κλιάματα, δεν θέλω μοιργιολόγια

μένα μου κλαίγουν τα πουλιά, μου κλαιν τα χελιδόνια

κλαίει και η γυναίκα μου και όλη η πατρίδα».

 

Διακρίνουμε θαυμασμό και ευγνωμοσύνη στο πρόσωπο του νεκρού, πλέον, ήρωα με το ουσιαστικό « λεβέντης» και την έκφραση «που δεν ψηφίζει τη ζωή», όπως  ακόμη και την πίστη στην τελική νίκη του αγώνα με την αναφορά των χελιδονιών.

Ο θάνατος του δεν πτόησε τους συνεχιστές τους και ο συγκρατημένος θρήνος αναδεικνύει, τελικά, τον σκοπό της θυσίας. Συγκλόνισε, όμως το πανελλήνιο και μαζί επωνύμους  ποιητές, όπως ο Γεώργιος Σουρής και ο Κωστής Παλαμάς.

Το φύλλο της 23ης Οκτωβρίου 1904, της έμμετρης εφημερίδας « Ο ΡΩΜΙΟΣ» του Γ. Σουρή, είναι αφιερωμένο στον Μακεδονομάχο ήρωα, με τον ξεχωριστό τρόπο του ποιητή.  Ως κύριο άρθρο, η εφημερίδα προτάσσει ένα εξάστροφο ποίημα που επιγράφεται «ένα δάκρυ μας κυλά για τον Παύλο τον Μελά» και συνεχίζει η εφημερίδα με τον διάλογο των Φασουλή και Περικλέτου ( η κοινή Γνώμη για τον Γ. Σουρή) μιλώντας για την δράση του.

Ο Σουρής στην α’ στροφή αναγγέλλει τον θάνατο του Μελά και την περιπετειώδη ταφή του, σ’ ένα μόνο στίχο και χρησιμοποιεί ουσιαστικά και επίθετα αρεστά και στην δημοτική μας ποίηση όπως «παλληκάρια» και «πανώριο». Το δέσιμο της έκφρασης «πανώριο παλληκάρι» ήταν το ιδεώδες για να σημειώσει την πρόσφατη θυσία που προστέθηκε στις άπειρες άλλες για την απελευθέρωση της μακεδονικής γης, την οποίαν αλληγορικά παρουσιάζει ως σκλάβα μαυροφόρα που πενθεί για τον θάνατο εκατοντάδων παιδιών της.

«Τον Ζέζα τον γνωρίσατε, τον ίδατε τον Μίκη,

Που σήμερα λαχτάρησε βουνό και αρματολίκι;

Κοντά σε κάποιαν εκκλησιά, χωριού προσκυνητάρι,

Που παλληκάρια θάψανε πανόριο παλληκάρι,

Χλωρή δαφνούλα φύτρωσε να στεφανώσει τώρα, μια σκλάβα μαυροφόρα.

 

Στην β΄ στροφή χρησιμοποιεί σκληρά έντονες αντιθέσεις για να υποδηλώσει την δυναμική παρουσία του Μελά στην εμψύχωση των Μακεδόνων

«Στα ματωμένα σπλάχνα της την ωμορφιά του θάβει

Κι’ απ’ την σβυσμένη του ματιά,

Πήραν ψυχή, πήραν φωτιά

Ξεψυχισμένοι σκλάβοι»

Για να τιμήσει τον ήρωα ο Σουρής χρησιμοποιεί απλές λέξεις, συνδυασμένες κατάλληλα. Δεν χρειάζεται πλούτος επιθέτων για τόσο μεγάλη θυσία. Συναντούμε την χαρμολύπη μέσα από την εκφραστική απλότητα του.

«Τι στρατιώτης έπεσε στη γη της ζηλευτός!

Λυπάται, μα και χαίρεται κανείς με τον χαμό του.

Τιμής και δόξης θάνατος, ο θάνατος αυτός,

Μπροστά στην τόση δόξα του ξεχάνεις τον χαμό του».

 

Κατά την δ΄ στροφή φθάνουμε στον όρκο της συνέχισης του αγώνα του με συμπαράσταση των Κλεφταρματωλών του 1821, των οποίων η επιταγή για απελευθέρωση ολόκληρου του ελληνικού χώρου έμεινε ημιτελής.

 

«Τιμή στου Ζέζα το σπαθί, στου Μίκη το ντουφέκι,

Κι’ ο Λεπενιώτης άστραψε κοντά του κι’  ο Βλαχάβας

Κι’ εκλείσανε τα χείλη του μ’ ένα φιλί της σκλάβας».

 

Στην ε’ στροφή ο Σουρής αναφέρεται με χαρακτηριστική συντομία και μέσα σε τέσσερις μόνο στίχους στο γεγονός της προσπάθειας αφελληνισμού της Μακεδονίας. Τα πρώτα θύματα αυτής της πολιτικής υπήρξαν οι ιερείς και οι διδάσκαλοι.

«Δάσκαλοι, που τις σάρκες των εσπάραξαν κοράκοι,

Παπάδες εθνομάρτυρες, που ψήθηκαν σαν Διάκοι,

Χειροπιασμένοι έζωσαν να δουν το λείψανό του

Κι’ εσχίσανε το ράσο των να γίνει σάβανό του.

Χρυσή ψυχή, που πήγαινες τον θάνατο να λάχης,

Από μαρτύρων στόματα χίλια συχώρια νάχεις».

Μ’  αυτή την ολόψυχη ευχή τελειώνει ο Σουρής το αφιέρωμα στο θάνατο του Παύλου Μελά, δείχνοντας την πιο βαθειά ευγνωμοσύνη.

Δυο ημέρες αργότερα, την 25η Οκτωβρίου 1904, ο Κωστής Παλαμάς δημοσίευσε στην εφημερίδα «ΑΚΡΟΠΟΛΙΣ» ποίημα αφιερωμένο στον Παύλο Μελά. Εδώ, μπορούμε να διαπιστώσουμε ομοιότητες μεταξύ του δημοτικού τραγουδιού από τα Γρεβενά και του λογίου ποιήματος του Παλαμά.

Οι τέσσερις πρώτοι στίχοι συνδυάζουν θρήνο και τρυφερότητα σε ύφος δημοτικού τραγουδιού. Η αλλαγή το τόνου προς το σκληρότερο αμέσως μετά, απευθύνεται στην γενναιότητα του ήρωα.

Τέλος, ο Παλαμάς, αναφέρεται «στην πλατειά γη του ονείρου μας», την αλύτρωτη Μακεδονία και προφητικά αναγγέλλει ότι η στιγμή της απελευθέρωσής της είναι πια κοντά και η θυσία του Μελά και τόσων άλλων μακεδονομάχων την καθιστούν επιτακτικότερη.

Με έκφραση απλή, λιτή, ευλαβική, πυκνή σε νοήματα, με οπτικοακουστικές εικόνες έντονων συναισθημάτων, σκληρές και αμείλικτες αντιθέσεις για τον Άνθρωπο και Πολεμιστή Μελά ( «χλωρό χορτάρι», «πανάλαφρος ύπνος», «του Απρίλη τα πουλιά» και «σκληρού χειμώνα οι καταρράχτες», «τουφεκιού αστραπόβροντα και σαν πολέμου κράχτες») σε γλώσσα δημοτική και σε δεκαπεντασύλλαβο στίχο (στίχο των δημοτικών τραγουδιών, επονομαζόμενος «εθνικός στίχος») ο εθνικός μας ποιητής αποχαιρετά τον Παύλο Μελά και έμμεσα υπόσχεται την ελευθερία της Μακεδονίας.

«Σε κλαίει λαός. Πάντα χλωρό να σιέται το χορτάρι,

Στον τόπο που σε πλάγιασε το βόλι, ω παλλικάρι.

Πανάλαφρος ο ύπνος σου∙  του Απρίλη τα πουλιά

Σαν του σπιτιού σου να τ’  ακούς λογάκια και φιλιά,

Και να σου φτάνουν του σκληρού χειμώνα οι καταρράχτες

Σαν τουφεκιού αστραπόβροντα και σαν πολέμου κράχτες.

Πλατιά του ονείρου μας η γη κι’ απόμακρη ∙ γέρνεις εκεί και σβεις γοργά.

Ιερή στιγμή. Σαν πιο πλατιά τη δείχνεις και τη φέρνεις σαν πιο κοντά».

 

«Ο θρήνος του βρήκε εδώ» θα πει αργότερα ο Κων/νος Τσάτσος για τον Παλαμά, «μια κλασική, λιτή, μιαν άψογη, καθαρότατη έκφραση».

 

 

 

*  Η Αρχοντία  Βασ. Παπαδοπούλου είναι Ιστορικός – Φιλόλογος

 

 

Η απομυθοποιημένη παιδική αυτοβιογραφία του Σταύρου Ζουμπουλάκη

$
0
0
Γράφει ο Αγησίλαος Κ. Αλιγιζάκης //

 

Σταύρος Ζουμπουλάκης, «Στ’ αμπέλια», εκδόσεις Πόλις, Αθήνα 2018

 

Ο αναγνώστης πολύ σπάνια συναντά μια περίληψη με αρνητικά σχόλια στο οπισθόφυλλο για το περιεχόμενο ενός βιβλίου, το οποίο αναφέρεται στην αυτοβιογραφία του συγγραφέα. Κι όμως ο γνωστός συγγραφέας Σταύρος Ζουμπουλάκης με αυτό τον τρόπο έλκει το ενδιαφέρον για ανάγνωση του δοκιμίου Στ’ αμπέλια, το οποίο αφορά τα βιώματα της παιδικής του ηλικίας στο χωριό του Συκιά Λακωνίας. Η γλαφυρή του πένα αφηγείται, αλήθεια, με ωμό ρεαλισμό που φτάνει στα όρια του λογοτεχνικού νατουραλισμού (η περιγραφή της σφαγής του βοδιού και των κοτών) την ζωή στην ελληνική ύπαιθρο κατά τη δεκαετία 1958-1967.

Οι εικόνες, οι ήχοι και οι μυρωδιές της φύσης πανταχού παρούσες. Δεν είναι όμως ωραιοποιημένες ούτε και ο αγώνας για την καθημερινή βιοπάλη. Παντού κυριαρχούν η φτώχια, η πλήξη, η μονοτονία και οι προβληματικές ανθρώπινες σχέσεις, λόγω της μικρής κοινωνίας.

Ο συγγραφέας επιλέγει την παρουσίαση όσο το δυνατόν περισσότερων λαϊκών πολιτισμικών στοιχείων από την θρησκεία, την λαϊκή ιατρική, την διατροφή, την οικιακή οικονομία, τον τρόπο εργασίας και την ψυχαγωγία της αγροτικής Μάνης. Ο Σταύρος Ζουμπουλάκης με τη χρήση αντιθετικών διπόλων περιγράφει την λαϊκή πίστη και την ευσέβεια σε συνδυασμό με το κουτσομπολιό και τις βρισιές, την απουσία ιατρού και ιατρικών γνώσεων η οποία καλύπτεται από την εμπειρική ιατρική (π.χ. δάγκωμα σφήκας, χρήση ούρων στην πληγή) προκαλώντας γέλιο, ενώ ταυτόχρονα σατιρίζει την περίφημη «μεσογειακή διατροφή» με μεγάλες ποσότητες λαδιού, ζουμιών με ψωμί και αλατιού, καθώς και την μόνιμη πείνα. Η οικιακή οικονομία λειτουργεί αυστηρά και μόνο στα πλαίσια της αυτάρκειας, καθώς δεν υπάρχει καμία προσπάθεια για κάτι καινούργιο, ενώ οι αγροτικές εργασίες εκτελούνται με πρωτόγονα ησιόδεια άροτρα. Η ψυχαγωγία εξαντλείται στα όρια του καφενείου με χαρτοπαιξία και άφθονο αλκοόλ, ενώ σημείο αναφοράς αποτελούν τα τοπικά πανηγύρια. Αποτέλεσμα όλων αυτών η μετανάστευση στις ΗΠΑ, Γερμανία, Αυστραλία και στην Αθήνα. Εδώ οι εικόνες περιγραφής του ανθρώπινου πόνου φτάνουν στην κορύφωσή τους προκαλώντας έντονα συναισθήματα στον αναγνώστη.

 

Σταύρος Ζουμπουλάκης

 

Ο συγγραφέας συγκινείται με τις αναμνήσεις αλλά, όπως ο ίδιος αναφέρει, δεν τις νοσταλγεί. Δεν είναι τυχαία η σύμπλευσή του με την γνώμη του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη για τη ζωή του ελληνικού χωριού, όπως αυτή διατυπώνεται στους «Ελαφροΐσκιωτους»:

«Μικρόν χωρίον, μεγάλη κακία. Το μίσος εμαίνετο, και μαινόμενον εβασίλευεν, εν μέσω οικογενειών και ατόμων. Εκυκλοφόρει εις όλας τας αρτηρίας, εις όλας τας φλέβας της μικράς κοινωνίας[…]».

Παρόλα αυτά δεν ξεχνά τον παππού και τον πατέρα (ιερείς αμφότερους) με την καλοσύνη τους, τις ηθικές αρχές τους και την προσφορά στον συνάνθρωπο. Χάρη σ’ αυτούς και τα παιδικά του βιώματά στις αγροτικές εργασίες στα αμπέλια για εννέα συνεχόμενα καλοκαίρια δηλώνει πως ήταν και θα είναι πάντα «με τη μεριά των φτωχών και των αδικημένων». Χαίρεται που έζησε σε αυτόν τον κόσμο, διότι γνώρισε κάτι μοναδικό και ανεπανάληπτο που όμως τελείωσε οριστικά, ενώ ταυτόχρονα βίωσε πολύ αγάπη από τους δικούς του. Με αυτά τα εφόδια, δεκατεσσάρων ετών πλέον, δεν ξαναπήγε στο χωριό και στράφηκε σε έναν άλλο καινούργιο κόσμο, τον κόσμο των βιβλίων.

 

 

Ο λογοτεχνικός κανόνας στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση και η Αστροφεγγιά του Ι. Μ. Παναγιωτόπουλου: ένα μυθιστόρημα εφηβείας που ακόμα αντέχει  

$
0
0
Γράφει ο Τάσος Μιχαηλίδης // *

 

 

Το ζήτημα του λογοτεχνικού κανόνα υπήρξε πάντοτε ένα φλέγον θέμα συζήτησης ανάμεσα σε κύκλους ερευνητών και εκπαιδευτικών. Το ποια πρόσωπα, κείμενα και με ποια κριτήρια  αυτά συγκροτούν τον λογοτεχνικό κανόνα της νεοελληνικής γραμματείας και το πώς  διδάσκονται στους σπουδαστές όλων των βαθμίδων εκπαίδευσης αποτέλεσε και αποτελεί έναν επίμονο προβληματισμό της εκπαιδευτικής και επιστημονικής κοινότητας (Bloom, 1994̇˙ Gullory, 1993). Αυτό το ερώτημα σχετίζεται συνήθως με τις προσπάθειες διασαφήνισης των δυνατοτήτων της διδακτικής της Λογοτεχνίας ως γνωστικό αντικείμενο στην πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Την ίδια στιγμή, ανοιχτό γενικά παραμένει το πρόβλημα της προοπτικής των Ανθρωπιστικών Επιστημών σε μια ελληνική πραγματικότητα που κλυδωνίζεται από μακρόχρονη πολιτισμική και οικονομική κρίση.

 

 

Νομίζω, όμως, ότι η απάντηση, τουλάχιστον για το μέλλον της Λογοτεχνίας ως μαθησιακό αντικείμενο και τα κριτήρια ένταξης σημαντικών έργων της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας στο σχολικό πρόγραμμα, βρίσκεται συχνά στην ίδια την αναγνωστική πράξη και τη δυναμική που έχουν ορισμένοι συγγραφείς και έργα να διατηρούν ένα ανοιχτό δίαυλο επικοινωνίας με τον σύγχρονο αναγνώστη. Βέβαια, εφόσον αναφερόμαστε σε λογοτεχνικά έργα που διδάσκονται στη σχολική τάξη, εκ των πραγμάτων, έχει προηγηθεί μια διαδικασία επιλογής, άρα σημαίνει ότι έχουν ήδη εξασφαλίσει μια θέση στον λογοτεχνικό κανόνα.

Ωστόσο, δύο ζητήματα ή και προοπτικές, υπό μία έννοια, αφήνουν χώρο επαναδιαπραγμάτευσης της θέσης των σημαντικών έργων της νεοελληνικής γραμματείας στη σχολική κοινότητα ή και στις πανεπιστημιακές αίθουσες. Το πρώτο αφορά την δυνατότητα που παρέχουν τα ίδια τα  Προγράμματα Σπουδών της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης για την Λογοτεχνία του 2003 και του 2011 στον εκπαιδευτικό να πραγματευθεί με τους μαθητές του λογοτεχνικά κείμενα πέρα από τα σχολικά ανθολόγια είτε αποσπασματικά είτε στο σύνολό τους. Το δεύτερο ζήτημα αφορά στην πραγματική διάδραση που αναπτύσσεται κατά τη διδακτική πράξη ανάμεσα στα κείμενα και στους μαθητές. Έτσι, η αναγνωστική δυναμική των ίδιων των κειμένων –ανεξαρτήτως τεχνοτροπίας, είδους ή εποχής– και η εγγενής ιδιότητά τους να απευθύνονται σε ιδιαίτερα και διαχρονικά χαρακτηριστικά της ανθρώπινης φύσης, αποτελεί δείκτη της λογοτεχνικής αξίας τους.

Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, δεν μπορεί κανείς να παραλείπει ότι η διδακτική διαμεσολάβηση σημαντικών νεοελληνικών έργων έχει πολλαπλά οφέλη για τον διδασκόμενο, λόγω της διαλογικής σχέσης που καλλιεργείται στον σύγχρονο αναγνώστη –και πόσο μάλλον στον έφηβο– με την πολιτισμική παράδοση, εφόσον η αναγνωστική πράξη δεν είναι μια στατική διαδικασία. Πάντως, όπως θα προκύψει και από το ακόλουθο παράδειγμα, η διδακτική της Λογοτεχνίας και ο βαθμός της αλληλεπίδρασης έργων και μαθητών διαμορφώνεται εξίσου και από τους τρεις άξονες συγκρότησης της διαλογικής σχέσης στη σχολική τάξη: το λογοτεχνικό κείμενο, τον αναγνώστη/μαθητή, τον εκπαιδευτικό/διαμεσολαβητή του έργου. Σε αυτή την εξίσωση μπορεί να προστεθεί και το υπάρχον κάθε φορά πλαίσιο που δημιουργεί το αναλυτικό σχολικό πρόγραμμα, το σχολικό κλίμα και η εκάστοτε εκπαιδευτική πολιτική.

Σε κάθε περίπτωση, η αναγνωστική ευαισθησία και η καλλιέργεια της φιλαναγνωσίας που ισοδυναμεί με την ανάπτυξη κριτικών δεξιοτήτων κατά την προσπάθεια ερμηνείας, φιλολογικής επεξεργασίας και αισθητικής αποτίμησης της λογοτεχνίας, δεν είναι μια παθητική διαδικασία (Πρόγραμμα Σπουδών για τη διδασκαλία της Νεοελληνικής Γλώσσας και της Λογοτεχνίας, 2011). Είναι μια ενεργή στάση, μια πολύπλευρη ψυχική και νοητική κινητοποίηση των εμπλεκόμενων. Αποτελεί έναν δρόμο κριτικού αναστοχασμού και δημιουργικής επανεπεξεργασίας των βιωμάτων και της εμπειρικής πραγματικότητας κάθε σπουδαστή, όποιας παιδείας, βαθμίδας ή ηλικίας (Williams, 1983). Ειδικά, ωστόσο, για τους εφήβους προϋποθέτει μια διαδικασία που οφείλει να είναι ανακαλυπτική και ωφέλιμη, προκλητική και επιδεκτική πολυσημικών προσεγγίσεων, πάντοτε σε σχέση αναφοράς με το κειμενικό σώμα. Ο έφηβος ως διδασκόμενος δεν αντέχει τη στατικότητα και τον αναίτιο φορμαλισμό. Χρειάζεται κείμενα που τον προβληματίζουν, τον συγκινούν, τον ταξιδεύουν και τον αφορούν. Η επίτευξη αυτών των κριτηρίων πιστοποιεί και τη δυναμική ενός έργου να λάβει ή να εξασφαλίσει θέση στον σχολικό λογοτεχνικό κανόνα, που χωρίς αμφιβολία αντανακλά τον λογοτεχνικό κανόνα της Ιστορίας της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, όπως διαμορφώνεται από την πανεπιστημιακή έρευνα και την ιστορία της λογοτεχνικής κριτικής.

Όλα αυτά τα κριτήρια, λοιπόν, δείχνει να τα πληροί η Αστροφεγγιά του Ι. Μ. Παναγιωτόπουλου, ένα αγαπητό μυθιστόρημα εφηβείας, όπως έχει χαρακτηριστεί από τον ίδιο τον συγγραφέα της, που αποτελεί χρονικό μιας δύσκολης περιόδου για την Ελλάδα, καθώς παρουσιάζει την εικόνα ενός «φθίνοντος κόσμου» μετά τη Μικρασιατική καταστροφή (Αρτεμάκης, 1971 στο Παναγιωτόπουλος, 2017, σ. 246) και εκφράζει γενικότερες αισθητικές τάσεις των μεσοπολεμικών συγγραφέων, όπως την εσωστρέφεια, την αυτοαναλυτική διάθεση και μια τάση φυγής από την πραγματικότητα (Σαχίνης, 1984. σ. 14˙ Καστρινάκη, 1994, σ. 10). Το μυθιστόρημα Αστροφεγγιά γράφτηκε το 1943-1945 και τυπώθηκε για πρώτη φορά το 1945, ενώ το 1971 επανεκδόθηκε αναθεωρημένο. Το έργο επανακυκλοφόρησε πρόσφατα (2017) από τις εκδόσεις Ι. Μ. Παναγιωτόπουλου, σε επιμέλεια, πρόλογο, επίμετρο και επιλογή κριτικών κειμένων από τον Θ. Πυλαρινό.

Η ικανότητα του Παναγιωτόπουλου να αποτυπώνει με τόση σαφήνεια τα λογοτεχνικά πορτρέτα των έφηβων χαρακτήρων του και κυρίως του πρωταγωνιστή του, Άγγελου Γιαννούζη, τον καθένα με την ιδιαίτερη εσωτερική και κοινωνική του ταυτότητα, δείχνει τη γνώση του συγγραφέα για τον ανθρώπινο ψυχισμό και τη συνειδησιακή ρευστότητα της εφηβικής ηλικίας.[1] Ο Παναγιωτόπουλος, άλλωστε, πέρα από λογοτέχνης και ικανός κριτικός, εργάστηκε ως φιλόλογος, δείχνοντας ξεχωριστό ενδιαφέρον σε όλη τη ζωή του για τους εφήβους και τους νέους, ενδιαφέρον που αποτυπώνεται περίτρανα στο εν λόγω έργο (Σαρδέλης, 1993).

Έχοντας υπόψη όλα τα παραπάνω ερευνητικά ερωτήματα και προβληματισμούς που διατυπώθηκαν, επέλεξα να προσεγγίσω διδακτικά το συγκεκριμένο μυθιστόρημα σε σχολείο του Πειραιά, σε τμήμα της Γ΄ Γυμνασίου. Οι 27 μαθητές της σχολικής τάξης παρουσίαζαν, κατά μέσο όρο, ικανοποιητικές επιδόσεις στα σχολικά μαθήματα, αλλά δεν είχαν δείξει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τη λογοτεχνία. Μέσα στο πλαίσιο της διερευνητικής μάθησης, πρότεινα το εν λόγω μυθιστόρημα ως αντικείμενο μιας ερευνητικής εργασίας, που θα αφορούσε τη μελέτη της αποτύπωσης της εφηβικής ηλικίας στη νεοελληνική πεζογραφία. Σε μια γενιά, επομένως, που απέχει αρκετά από την επήρεια της τηλεοπτικής εκδοχής της Αστροφεγγιάς[2] παρουσιάστηκε το θέμα και η πλοκή του έργου, τονίζοντας εξαρχής την περίοδο που διαδραματίζεται. Επισημάνθηκε ότι, αν δεν τους ενδιέφερε το συγκεκριμένο λογοτεχνικό κείμενο, θα ήταν εφικτό να εργαστούν σε άλλα προτεινόμενα, αλλά επίσης ενδιαφέροντα μυθιστορήματα εφηβείας, που η αφήγησή τους εξελίσσεται σε σύγχρονη εποχή. Οι μαθητές έδειξαν, όμως, μια αξιοσημείωτη αποφασιστικότητα και ταχύτητα κρίσης, επιλέγοντας στη συντριπτική τους πλειοψηφία να μελετήσουν το μυθιστόρημα του Παναγιωτόπουλου. Προφανώς το ιδιαίτερο ενδιαφέρον του διδάσκοντος για την Αστροφεγγιά επηρέασε την τάξη κι αυτό δείχνει ότι ο διαμεσολαβητής και το αισθητικό του κριτήριο παραμένουν σημαντικοί παράγοντες στην προσπάθεια της μαθησιακής διαδικασίας να εξοικειώσει τους διδασκόμενους με τον λογοτεχνικό κανόνα, σε όλες τις βαθμίδες εκπαίδευσης. Παρόλα αυτά ο βαθμός ενεργοποίησης των μαθητών για την εν λόγω εργασία ήταν απρόσμενος.

Οι μαθητές εργάστηκαν σε ομάδες κατά την διάρκεια ενός τετραμήνου και για τη μελέτη του έργου αφιερώθηκε μία από τις δύο διδακτικές ώρες της εβδομάδας. Στο τέλος του τετραμήνου οι μαθητές θα έπρεπε να έχουν συγγράψει σχετική εργασία και να την παρουσιάσουν. Πράγματι, η αναγνωστική τους ανταπόκριση, όχι ανάλογης έντασης σε άλλα εγχειρήματα, είναι ενδεικτική της σημασίας και αισθητικής αξίας συγκεκριμένων έργων. Υπό αυτό το πρίσμα, το διδακτικό εγχείρημα υπερθεματίζει υπέρ της τάσης να εργαζόμαστε στο σχολείο με το σύνολο ενός έργου και όχι μόνο με αποσπάσματα. Μέσω της ψυχογραφικής του ικανότητας και της λυρικής γραφής του, ο Παναγιωτόπουλος κατάφερε να αποδώσει πειστικά όψεις της κοινωνικής και πολιτισμικής ζωής της μεσοπολεμικής Ελλάδας, όπως και διαχρονικά χαρακτηριστικά της ελληνικής ταυτότητας, κατά τρόπο που οι έφηβοι του 2018 μπόρεσαν να αισθανθούν έναν βαθμό ανταποκρισιμότητας με τη δική τους πραγματικότητα (Jauss, 1978). Οι μαθητές έκριναν ότι η κοινωνική καχεξία, οι αρνητικές συγκυρίες, ο πόθος για μόρφωση ως μέσο κοινωνικής καταξίωσης και ως υπόσχεση διεξόδου από την ανεργία, η φτώχεια, η αναξιοκρατία, η απάθεια των ισχυρών που περιγράφει ο συγγραφέας, εμφανίζουν ισχυρές αναλογίες με τη δική τους εποχή. Θεώρησαν ότι και η γενιά τους βιώνει την απειλή του δικού της «πολέμου» (οικονομικής υφής), ενώ ο φόβος της ανεργίας και ο αθέμιτος ανταγωνισμός ισχυρών κοινωνικών ομάδων συνεχίζει να απογοητεύει τους σύγχρονους εφήβους.

Πάντως, πέρα από τις αναλογίες και συμπτώσεις της κοινωνικής ζωής των δύο εποχών, η πιο εναργής διάδραση εφήβων και μυθιστορήματος, σύμφωνα με τα συμπεράσματα που προέκυψαν κατά τη φάση της ανακεφαλαίωσης, εντοπίστηκε στη δεξιοτεχνία του Παναγιωτόπουλου να συλλαμβάνει και να αποτυπώνει βασικά χαρακτηριστικά της ψυχοσύνθεσης των εφήβων. Η ποιητική διάσταση της γραφής του, διατηρώντας ταυτόχρονα την ικανότητα να συλλαμβάνει την εσωτερική και κοινωνική ζωή των χαρακτήρων του, έδωσε στους μαθητές την αίσθηση ότι οι ήρωές του είναι σύγχρονοι, παρόντες και αναγνωρίσιμοι ανάμεσά τους. Τα όνειρα και η πάλη του Άγγελου Γιαννούζη να πετύχει, να αντέξει τις δυσκολίες, να αντιμετωπίσει τους φόβους του, να ενσωματωθεί σε ένα ανοίκειο/«δυσπρόσιτο» για εκείνον σχολικό και κοινωνικό περιβάλλον, θεώρησαν ότι απηχούν σύγχρονες αγωνίες των νέων και ταιριάζουν στη δική τους πραγματικότητα (Φρόυντ, 1994, σσ. 160-161).

Οι μαθητές βρήκαν στις αγωνίες του Γιαννούζη μια αναγνωρίσιμη φοβία, έναν κοινό και κατανοητό πόθο, χωρίς να έχουν βιώσει στην πλειοψηφία τους κάποια  τραυματική απόρριψη από το δικό τους περιβάλλον (Λόππα, 1999, σσ. 38-39). Οι περισσότεροι περιέγραψαν ότι κατά καιρούς έχουν αισθανθεί τέτοιου τύπου ανησυχίες, αν και συντομότερης και ηπιότερης έντασης, όταν άλλαξαν σχολείο ή στην προσπάθειά τους να προσαρμοστούν σε διαφορετικούς κοινωνικούς κύκλους. Σε κάποιους παρέμενε ένας ενεργός φόβος λόγω της μετάβασής τους από το Γυμνάσιο στο Λύκειο, ενώ άλλοι εστίασαν περισσότερο στο άγχος της βιολογικής εξέλιξης, στη ρευστότητα της σωματικής διάπλασης του εφήβου, της αποδοχής από το άλλο φύλο ή στην ανασφάλεια εύρεσης μιας ικανοποιητικής σταδιοδρομίας στην Ελλάδα της κρίσης (Μανωλόπουλος, 1987).

Πολλοί συμπόνεσαν τις ατυχίες του Άγγελου και αισθάνθηκαν κατά την ανάγνωση αυτή τη φαντασιακή προβολή του εαυτού τους στη θέση του ήρωα, που μόνο η τέχνη μπορεί να προσφέρει, βιώνοντας με αγανάκτηση ή θλίψη την κοινωνική απόρριψη και σωματική εξασθένισή του (Alcorn, 1994). Άλλοι θεώρησαν ότι το τέλος του ήταν μια λύτρωση για τον νεαρό πρωταγωνιστή, ένα αίσθημα ανακούφισης από τα βάσανά του, ενώ δύο μαθήτριες υποστήριξαν ότι ήταν ένα ταιριαστό τέλος στο όλο κλίμα του κειμένου, απάντηση εξαιρετικά διεισδυτική, γιατί δείχνει μια ικανότητα διαχείρισης ή αντίληψης του κειμένου ως κατασκευή και αυτόνομο σώμα από την εμπειρική πραγματικότητα. Το σημαντικό είναι ότι το μυθιστόρημα λειτούργησε ως το επιθυμητό πλαίσιο προβληματισμού σχετικά με τον αντίκτυπο της συμπεριφοράς τους στους συνομηλίκους τους, τη σημασία της σχέσης των εφήβων με τους γονείς, τον ρόλο της φιλίας στην υγιή διαμόρφωση της προσωπικότητας, την επίδραση της γνώσης και της καλλιέργειας στην ολιστική εξέλιξη του ανθρώπου πέρα από κοινωνικούς και οικονομικούς προσδιορισμούς. Το ίδιο το μυθιστόρημα, επίσης, ως αισθητικό όλον που πραγματώνεται δια της γλώσσας αφήνει το περιθώριο για να ανακαλύψουν οι μαθητές την αξία της γλωσσικής έκφρασης, τον ρόλο της λογοτεχνίας ως μέσο αυτογνωσίας και δημιουργικής επαναπροσέγγισης των τραυμάτων και βιωμάτων της πραγματικότητας, βασικές επιδιώξεις των σύγχρονων Προγραμμάτων Σπουδών.

Η λογοτεχνική γραφή του Παναγιωτόπουλου παρήγαγε το κατάλληλο σχολικό κλίμα και την επιθυμητή δεκτικότητα της μαθητικής στάσης στη νέα γνώση, ώστε να επιδιωχθεί η εμβάθυνση στην αλληλεπίδραση μορφής και περιεχομένου του έργου. Η ρευστότητα της επιτυχίας ή αποτυχίας, η πρόσληψη της καταξίωσης ως αποτέλεσμα συνδυαστικών παραγόντων, η κυκλοθυμία και οι εναλλαγές της συμπεριφοράς του Άγγελου λειτούργησαν καθησυχαστικά για τους μαθητές, εφόσον συνειδητοποίησαν ότι η έννοια του καλού και κακού, της νίκης ή της ήττας δεν ισοδυναμούν με απόλυτα σχήματα και περιγραφές, αλλά συνιστούν ένα πολύπλευρο αποτέλεσμα που συμπλέκει κίνητρα, σκέψεις, συγκυρίες και πράξεις. Υπό αυτό το πρίσμα, το ίδιο το έργο δεν επιτρέπει ή δεν στρατεύει τον αναγνώστη σε μια απόλυτη στάση άμυνας ή επιθετικότητας απέναντι στους άλλους ήρωες. Ο Παναγιωτόπουλος φρόντισε να απεικονίσει με ευαισθησία και συγκινησιακή δυναμική όλα τα εφηβικά πορτρέτα και όχι μόνο του Άγγελου. Εστιάζει στη διαφορετικότητα και στην ανάγκη υιοθέτησης μιας αλλαγής στην πρόσληψή της από το κοινωνικό σώμα, ενώ καταφέρνει να δείξει την απουσία μοχθηρίας ή συνειδητής πρόθεσης για πρόκληση βλάβης από τους συνομηλίκους (Στέργη, Πετρόπουλο, Δάφνη κ.α.) προς τον Άγγελο. Οι συμμαθητές, συμφοιτητές και φίλοι του δεν παρουσιάζονται να λοιδορούν και να εχθρεύονται τον Άγγελο, αλλά βιώνοντας τη δική τους εφηβεία ως βιολογική και ψυχική μετάβαση στην ενήλικη ζωή, αδυνατούν να κατανοήσουν τον ιδιαίτερο και εύθραυστο ψυχισμό του ήρωα, αφού τα βιώματα και οι παραστάσεις τους διαφέρουν από τις δικές του. [3]

Γενικά, ο συγγραφέας φανερώνει σε μια ιδανική ισορροπία την αλληλεπίδραση ατόμου και ομάδας αναφορικά με τη διαμόρφωση της ταυτότητας των εφήβων, όπως και την επίτευξη της ομαλής ένταξής τους στον εργασιακό και κοινωνικό στίβο. Την ίδια στιγμή, ο Παναγιωτόπουλος ούτε δικαιολογεί, ούτε ασκόπως αθωώνει συμπεριφορές και κίνητρα. Έτσι, το μυθιστόρημα δομεί παραδείγματα θετικής και αρνητικής δράσης στην κοινωνική ζωή, χωρίς να εξιδανικεύει ή να καταδικάζει ανοιχτά κανένα μυθοπλαστικό πρόσωπο. Η ανυστερόβουλη προσφορά της Έρσης στους άλλους, το πάθος του Αλέξη για την τέχνη, η ψυχική εκτόνωση και το αίσθημα πνευματικής δικαίωσης που δημιουργεί στον Άγγελο η λογοτεχνική έκφραση, όπως και η ανεξάντλητη μητρική στοργή, έρχονται σε αντίθεση με την πνευματική απάθεια που παράγει η οικονομική βολή του Στέργη, με την ηθική σκλήρυνση του Πετρόπουλου και τον ναρκισσισμό της Δάφνης. Η κάθε περίπτωση είναι ξεχωριστή και στο σύνολό τους ενσαρκώνουν μέσα στην Αστροφεγγιά διαφορετικές όψεις της ανθρώπινης φύσης που ενυπάρχουν (εν ενεργεία ή σε αδράνεια) στον ψυχισμό όλων των εφήβων, αλλά και  ενηλίκων.

Η Αστροφεγγιά, επομένως, συνιστά ένα σημαντικό έργο του λογοτεχνικού κανόνα που πιστοποιεί μέσα στη μαθησιακή πράξη την αναγνωστική της εμβέλεια. Σε μια εποχή που επιδιώκει την ψηφιακή ταχύτητα και την κατανάλωση εύπεπτων εικόνων, καταφέρνει να επιστρέψει, έστω για λίγο, τους σύγχρονους εφήβους σε μια διαδικασία απαιτητική, χρονοβόρα, αλλά πολυδύναμα ωφέλιμη, όπως είναι η συνάντηση με τη λογοτεχνική γραφή. Να τους δείξει έναν άλλο δρόμο συγκρότησης, γνώσης, θέασης του κόσμου και του εαυτού τους. Το μυθιστόρημα εφηβείας του Παναγιωτόπουλου, προνομιακό ούτως ή άλλως είδος για την οικείωση των διδασκομένων με τις αρχές και τα εργαλεία της λογοτεχνίας, αλλά και τις πανανθρώπινες αξίες που κυοφορεί ο λογοτεχνικός κώδικας (Αποστολίδου, 1999), αποδεικνύει ότι καταφέρνει να συγκινεί και να ευαισθητοποιεί εφήβους της γενιάς των κοινωνικών δικτύων. Έφηβοι που εν πολλοίς υποτιμούν, όχι πάντα συνειδητά, τον θετικό αντίκτυπο από την επαφή με τη λογοτεχνία, απαξιώνουν την προοπτική των Ανθρωπιστικών Επιστημών και θεωρούν τις θετικές επιστήμες ως την ασφαλέστερη επιλογή για τη διεκδίκηση εργασιακών ευκαιριών στην Ελλάδα ή στο εξωτερικό (άποψη πολλών μαθητών τα τελευταία χρόνια). Έτσι, κατά την αναγνωστική συνάντηση με έργα τέτοιου αισθητικού μεγέθους, η οικείωση των μαθητών με τις αφηγηματικές επιλογές και τα εκφραστικά μέσα, η καλλιέργεια της γλωσσικής έκφρασης, της δημιουργικής και κριτικής σκέψης, όπως και της έννοιας του διαλόγου ως οδός αυτό-ανακάλυψης και αναπροσδιορισμού της ιστορικής μνήμης και προσωπικής ταυτότητας δεν προκύπτουν βεβιασμένα ή κανονιστικά, αλλά ως φυσική διαδικασία και ζύμωση στην οποία οδηγεί η αναγνωστική επαφή με ένα σπουδαίο κείμενο του λογοτεχνικού κανόνα.

Ίσως, αυτή είναι η μόνη ασφαλής επιλογή διαμεσολάβησης της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας στους σπουδαστές, ειδικά της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, αλλά και ένας κατάλληλος οδηγός πλεύσης για την πρωτοβάθμια και τριτοβάθμια εκπαίδευση, τηρουμένων των αναλογιών και απαιτήσεων. Η κριτική και ενεργή ανάγνωση αποτελεί μια διαδικασία που εμπλέκει και προϋποθέτει έναν υψηλό βαθμό αυτενέργειας και εμπλοκής διδασκόντων και διδασκομένων, με άξονα τα ίδια τα έργα της νεοελληνικής γραμματείας (Κελεπούρη & Χοντολίδου, 2012, σ. 30). Κατ’ επέκταση, μια τέτοιας μορφής επικοινωνία του λογοτεχνικού κανόνα αποσκοπεί και επιμένει όχι σε μια μονοδιάστατη προσέγγιση, αλλά σε μια ουσιαστική συνάντηση με το λογοτεχνικό κείμενο και τον Άλλο, ζητούμενο τόσο της εκπαίδευσης, όσο και της ζωής των ενηλίκων σε κάθε δημοκρατική κοινωνία. Δείχνει, εν τέλει, ότι η λογοτεχνία και οι Ανθρωπιστικές Σπουδές έχουν ακόμα το περιθώριο να διεκδικήσουν ενεργό ρόλο στην ελληνική εκπαίδευση και την πολιτισμική πραγματικότητα του καιρού μας.

 

Βιβλιογραφία

Alcorn, Μ. (1994). Narcissism and the Literary Libido: Rhetoric Text and Subjectivity. New York: York University Press.

Φρόυντ, Ζ. (1994). Ψυχανάλυση και Λογοτεχνία, μτφρ. Λ. Αναγνώστου, Αθήνα: Επίκουρος.

Bloom, H. 1994. The Western Canon. The Books and School of the Ages. Νέα Υόρκη: Harcourt Brace. [Στα ελληνικά: (2007). Ο δυτικός κανόνας. Τα βιβλία και τα σχολεία των εποχών. Μτφρ. Κατερίνα Ταβαρτζόγλου. Επιμ. Δημήτρης Αρμάος. Αθήνα: Gutenberg].

Gullory, J. (1993). Cultural Capital. The Problem of Literary Canon Formation. Chicago: University of Chicago Press.

Jauss, H. S. (1978). Pour une esthétique de la réception. Paris: Gallimard.

Williams, R. (1983). Keywords: A Vocabulary of Culture and Society. 2nd edn, London: Flamingo.

Αποστολίδου, Β. (1999). Λογοτεχνία και ιδεολογία: Το ζήτημα των αξιών κατά τη διδασκαλία της λογοτεχνίας». Στο Β. Αποστολίδου Β. & Ε. Χοντολίδου (επιμ.), Λογοτεχνία και Εκπαίδευση (σσ. 335-347). Αθήνα: τυπωθήτω.

Αρτεμάκης, Σ. Ι. (1971, 4 Σεπτεμβρίου). Κριτική για την Αστροφεγγιά, Ελεύθερος Κόσμος, έτος ΣΤ΄, σ. 2. Στο Ι. Μ. Παναγιωτόπουλος (2017), Κριτικά κείμενα, Αστροφεγγιά. Η ιστορία μιας εφηβείας. Θ. Πυλαρινού (επιμ.), (σσ. 246–247). Αθήνα: εκδόσεις Ι.Μ. Παναγιωτόπουλου.

Βαφόπουλος, Γ. Θ. (1946, 4 Μαρτίου). Επιστολή στον Παναγιωτόπουλο.  Θεσσαλονίκη. Στο Ι. Μ. Παναγιωτόπουλος (2017), Κριτικά κείμενα, Αστροφεγγιά. Η ιστορία μιας εφηβείας. Θ. Πυλαρινού (επιμ.), (σσ. 239–240). Αθήνα: εκδόσεις Ι.Μ. Παναγιωτόπουλου.

Διαθεματικό Ενιαίο Πλαίσιο Προγράμματος Σπουδών Νεοελληνικής Λογοτεχνίας για το Γυμνάσιο (2003) Αθήνα: ΥΠΕΠΘ, Παιδαγωγικό Ινστιτούτο.

Καστρινάκη, Α. (1994). Οι περιπέτειες της νεότητας. Η αντίθεση των γενεών στην ελληνική πεζογραφία (1890-1945), Διδακτορική διατριβή, ΑΠΘ, Θεσσαλονίκη.

Κελεπούρη, Μ. & Χοντολίδου, Ε. (2012). Μελέτη για τα εκπαιδευτικά σενάρια στη διδασκαλία της λογοτεχνίας στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση.  Θεσσαλονίκη: ΥΠΕΠΘ, ΚΕΓ.

Λόππα, Α. (1999). Ψυχοπαθολογία της εφηβείας και Λογοτεχνία. Η Eroica του Κοσμά Πολίτη, ανέκδοτη διδακτορική διατριβή, ΔΠΘ, Τμήμα Ιατρικής, Αλεξανδρούπολη.

Μανωλόπουλος, Σ. (1987). Η ψυχοσυναισθηματική ανάπτυξη του εφήβου, Σύγχρονα θέματα Παιδοψυχιατρικής, Α΄ τόμος, Αθήνα: Καστανιώτης.

Παναγιωτόπουλος, Ι.Μ. (2017). Αστροφεγγιά. Η ιστορία μιας εφηβείας, Θ. Πυλαρινού (επιμ.). (1η έκδοση 1971). Αθήνα: εκδόσεις Ι.Μ. Παναγιωτόπουλου.

Πρόγραμμα Σπουδών για τη διδασκαλία της Νεοελληνικής Γλώσσας και της Λογοτεχνίας στο Γυμνάσιο (2011).

Πυλαρινός, Θ. (επιμ.). (2017). Επίμετρο. Στο Ι.Μ. Παναγιωτόπουλος Αστροφεγγιά. Η ιστορία μιας εφηβείας (σσ. 253–262). Αθήνα: εκδόσεις Ι.Μ. Παναγιωτόπουλου.

Σαρδέλης, Κ. (1993). Ο διηγηματογράφος Ι. Μ. Π. Στο Π.Β. Πάσχος, (επιμ.). Ι.Μ. Παναγιωτόπουλος. Το πρόσωπο και το έργο (σσ. 112–124). Αθήνα: Αστέρος.

Σαχίνης, Α. (1984). Η σύγχρονη πεζογραφία μας. (1η έκδοση 1951). Αθήνα: Εστία.

 

 

 

_______________________

[1] Βλ. Γ. Βαφοπουλος «Επιστολή στον Παναγιωτόπουλο», 4 Μαρτίου 1946. Στο Παναγιωτόπουλος, 2017, σ. 248.

[2] Η Αστροφεγγιά, διασκευασμένη από τον Β. Γκούφα και σε σκηνοθεσία του Δ. Χρονόπουλου, προβλήθηκε ως τηλεοπτική σειρά το 1980, ενώ κατά καιρούς έχει δραματοποιηθεί ως θεατρικό έργο. Θεοδόσης Πυλαρινός, «Επίμετρο», στο Ι. Μ.  Παναγιωτόπουλος, 2017, σσ. 253-256.

[3] Του εξομολογείται χαρακτηριστικά η Δάφνη, η νεαρή που είχε ερωτευθεί ο πρωταγωνιστής: «σε κοίταζα σαν κάτι αλλόκοτο […] σε πονούσαμε κιόλας καμιά φορά! […] Δε μπορούσαμε να σε νιώσουμε, αυτό είναι όλο!». Παναγιωτόπουλος, 2017, σσ. 200-201.

 

 

 

* O Τάσος Μιχαηλίδης είναι μεταδιδακτορικός ερευνητής Νεοελληνικής Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών και εργάζεται ως φιλόλογος στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Τα ερευνητικά του ενδιαφέροντα αφορούν τη μελέτη της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, τη Θεωρία της Λογοτεχνίας, τη Συγκριτική Φιλολογία, τη Δημιουργική Γραφή και τη Διδακτική της Λογοτεχνίας. Άρθρα του έχουν δημοσιευθεί σε επιστημονικά περιοδικά και πρακτικά συνεδρίων. Έχει εκδώσει δύο ποιητικές συλλογές: α) Σπαράγματα προσώπων (2012), από τις εκδόσεις του περιοδικού Manifesto και β) Ασυνταξίες λαβυρίνθων (2018), εκδόσεις Γκοβόστη. Ποιήματα και διηγήματά του έχουν δημοσιευθεί σε λογοτεχνικά περιοδικά, έχουν συμπεριληφθεί σε ποιητικές ανθολογίες και έχουν διακριθεί σε πανελλήνιους λογοτεχνικούς διαγωνισμούς.

 

 

 

Ο τρίτος τόμος των ‘παραφυάδων’ ενός μεγάλου μας πεζογράφου

$
0
0
Του Γεωργίου Νικ. Σχορετσανίτη // *

 

Περικλής Σφυρίδης, «Παραφυάδες III. Κείμενα λογοτεχνίας και βιβλιοκρισίες 2009-2013». Εισαγωγή-Επιλογή κειμένων-Επιμέλεια: Σωτηρία Σταυρακοπούλου. Εκδόσεις Εστία, 2015. Αθήνα

 

 

Κάποια λογοτεχνικά κείμενα του Περικλή Σφυρίδη, συγκεντρώθηκαν σε ξεχωριστούς τόμους, αφού αποτελούσαν συγκεκριμένες, ή καλύτερα και ορθότερα, εστιασμένες μελέτες, πάνω σε ένα θέμα που απασχόλησε επισταμένως τον ακούραστο πεζογράφο που δεκαετίες τώρα δραστηριοποιείται στο χώρο της Θεσσαλονίκης. Εδώ θα μπορούσαμε για παράδειγμα να αναφέρουμε χαρακτηριστικά τα βιβλία ‘Πεζογράφοι της Θεσσαλονίκης. 1980-1990’, ‘Η πεζογραφική πορεία της Σωτηρίας Σταυρακοπούλου’ (1980-2008), ‘Χριστιανόπουλος-Καβάφης: αποκλίσεις σε βίους παράλληλους’, ‘Ο ποιητής Νίκος-Αλέξης Ασλάνογλου’, και κάποια άλλα, που είδαν το φως της δημοσιότητας από διάφορους εκδοτικούς οίκους και σε διάφορα χρονικά διαστήματα. Τα υπόλοιπα συγκεντρώθηκαν από τον  συγγραφέα σε τρεις ξεχωριστούς τόμους, με το χαρακτηριστικό όνομα ‘Παραφυάδες’, ίσως επειδή ‘φύτρωσαν’ και αναπτύχθηκαν με τον ξεχωριστό τους τρόπο παράλληλα και δίπλα στο υπόλοιπο έργο του πεζογράφου. Έτσι κυκλοφόρησαν οι ‘Παραφυάδες I’ (1979-1998) από τις Εκδόσεις Καστανιώτη το 1998, οι  ‘Παραφυάδες II’ (1999-2008) από τον ίδιο εκδοτικό οίκο το 2008, και τέλος οι ‘Παραφυάδες III’ (2009-2013) από το Βιβλιοπωλείο της Εστίας το έτος 2015.  Στους δύο τελευταίους τόμους σημαντική υπήρξε η συμβολή της καθηγήτριας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Σωτηρίας Σταυρακοπούλου. Μάλιστα στις δεύτερες Παραφυάδες, ανέλυσε διεξοδικώς όλες τις πτυχές και εκφάνσεις της κριτικής κατάθεσης του Σφυρίδη, τις επιρροές του, τις γνώμες και τις επισημάνσεις άλλων, τις σχέσεις ανάμεσα στο πεζογραφικό, κριτικό και τεχνοκριτικό του έργο, και πολλά άλλα που αφορούν το πολύχρονο και πολυποίκιλο έργο του. Επηρεασμένος προφανώς από το προχωρημένο της ηλικίας του,  ο ίδιος δήλωσε, πως άλλες ‘Παραφυάδες’ δεν πρόκειται να υπάρξουν!

Οι ‘Παραφυάδες III’, αποτελούνται από τρία ξεχωριστά τμήματα.  Στο πρώτο (Κείμενα λογοτεχνίας)  υπάρχουν δεκαέξι κείμενα λογοτεχνίας, στο επόμενο βρίσκονται οι βιβλιοκρισίες και στο τρίτο και τελευταίο αρκετές επιστολές του Περικλή Σφυρίδη σε συγγραφείς. Ένα σεβαστό μέρος του παραπάνω έργου του, αφορά τον ποιητή και πεζογράφο Ντίνο Χριστιανόπουλο, ίσως επειδή υπήρξαν γνωστοί και στενοί συνεργάτες στο γνωστό περιοδικό ‘Διαγώνιος’ της Θεσσαλονίκης, οπότε και γνώριζε σε βάθος το έργο του Χριστιανόπουλου. Πέρα απ’ αυτή τη σχέση και γνωριμία, στις τρίτες ‘Παραφυάδες’ υπάρχουν κείμενα που αφορούν το έργο άλλων λογοτεχνών κατά κύριο λόγο Θεσσαλονικιών, όπως το ποιητικό έργο του Γιάννη Καρατζόγλου και του Μανόλη Ξεξάκη, καθώς και το πεζογραφικό του Γιώργου Κάτου, κι’ ακόμα μερικά με σημαντικές πληροφορίες ανθρώπων του καιρού του και του κοινωνικού και λογοτεχνικού περίγυρου του Περικλή Σφυρίδη. Άλλωστε είναι γνωστό το διαχρονικό και ειλικρινές ενδιαφέρον του συγγραφέα, για την λογοτεχνία της μακεδονικής πρωτεύουσας και  περιφέρειας, αφού κάποτε ταξίδεψε στη Δράμα για να γνωρίσει προσωπικά τον νεαρό και ανερχόμενο πεζογράφο Βασίλη Τσιαμπούση, όπως τουλάχιστον εξομολογήθηκε τον Φεβρουάριο του 1989,  στο περίτεχνο και άκρως εμβληματικό για την εποχή του, και όχι μόνο, περιοδικό ‘Τραμ’. Στα διάφορα κείμενα του τελευταίου τόμου των Παραφυάδων, ο Σφυρίδης αναρωτιέται τι άραγε μπορεί να μας προσφέρει η λογοτεχνία στις μέρες μας, και κυρίως τι θα μπορούσε να προσθέσει στην κατανόηση των ιστορικών περιόδων στις οποίες αναφέρεται, πέρα από την καλά τεκμηριωμένη αισθητική απόλαυση που μας χαρίζει απλόχερα η ανάγνωση ενός σημαδιακού πεζού ή ποιητικού έργου. Η Σωτηρία Σταυρακοπούλου, στην μακροσκελή και άκρως ενδιαφέρουσα  εισαγωγή της, αναφέρει ότι συμπληρώνει ‘‘… την επίσημη Ιστορία, η οποία … έχει και το ‘μειονέκτημα’  της ψυχρής επιστημονικής καταγραφής και απευθύνεται έτσι σε ένα πολύ πιο περιορισμένο αναγνωστικό κοινό απ’ ότι η λογοτεχνία’’.  Με τον τρόπο αυτό, συνεχίζει η Σταυρακοπούλου, ‘… εδώ βρίσκεται η αξία των λογοτεχνικών κειμένων: συμπληρώνουν ποικιλότροπα την επίσημη Ιστορία και καταφέρνουν, μέσα από την συγκίνηση που προκαλούν στον αναγνώστη, να μετατρέψουν το παρελθόν σε ολοζώντανο παρόν’! Σε άλλα κείμενα των Παραφυάδων, υπάρχει έντονος ο προβληματισμός του συγγραφέα, για την περίεργη σχέση μεταξύ ‘σοβαρής’ λογοτεχνίας και ‘παραλογοτεχνίας’. Κεντρικό σημείο αυτής διαφορικής διάγνωσης είναι βεβαίως, η επισήμανση ότι ‘… η λογοτεχνία δεν  καταγράφει την εποχή, αλλά την αναπλάθει, δημιουργώντας ο κάθε συγγραφέας το δικό του σύμπαν…’.

 

Περικλής Σφυρίδης

 

Τελειώνοντας αυτά τα λίγα σχόλια για τις τρίτες Παραφυάδες του Περικλή Σφυρίδη, δεν μπορώ να μην σταθώ για λίγο στο σημείο που αφορά την σύγχρονη κριτική των λογοτεχνικών κειμένων. Ο Σφυρίδης εδώ παρουσιάζεται μάλλον  οξύς και κατηγορηματικός  σε πολλά σημεία. Αναφέρεται στην υποβάθμισή της από τους επίσημους κριτικούς, ενώ οι πανεπιστημιακοί κριτικοί και φιλόλογοι, κατά κύριο λόγο, αποτελούν γι’ αυτόν ένα κλειστό λόμπυ προσπαθώντας με ξενόφερτες ιδέες να αποδείξουν την αξία και σημασία των κειμένων τους. Στο τέλος παραδέχεται ότι η ενημέρωση της μεγαλύτερης μερίδας των αναγνωστών γίνεται από τους δημοσιογράφους των εφημερίδων που εμπλέκονται με την παρουσίαση της πρόσφατης λογοτεχνικής παραγωγής.  Είναι αντίθετος στις σχολές της δημιουργικής γραφής, που επαγγέλλονται να δημιουργήσουν λογοτέχνες, χωρίς φυσικά να λαμβάνουν υπόψιν τους την ύπαρξη ή μη λογοτεχνικού ταλέντου και βεβαίως της ανάλογης παιδείας. Κλείνοντας το σύντομο ετούτο κείμενο αναφέρομαι σε λίγα αλλά σταράτα λόγια του Περικλή Σφυρίδη στο περιοδικό Λέξη, κάποια χρόνια πριν: ‘‘…η κοινωνία μας, όχι μόνο η δική μας αλλά σε παγκόσμιο επίπεδο, βρίσκεται σε κρίση και ‘ψάχνεται’. Το ίδιο και η λογοτεχνία. Πιστεύω, πάντως, πως η ‘σοβαρή’ λογοτεχνία είναι αυτή που θα κερδίσει τη μάχη με το χρόνο’!

 

 

Viewing all 627 articles
Browse latest View live