Quantcast
Channel: Δοκίμιο • Fractal
Viewing all 627 articles
Browse latest View live

Θεατρικό δοκίμιο: «Ατάκτως ερριμμένα»

$
0
0

 

Ταξινομική Σπείρα του Χάους: Ευαγγελία Τυμπλαλέξη //*

Άσπαυρο: Μαθητής που θέλει  να  κρατήσει την ανωνυμία του //

 

Όσο πιο πολύ μεγαλώνεις τον φόβο, τόσο περισσότερο ελέγχεις τους ανθρώπους.

Noam Chomsky

 

 

 

Ταξινομική 

Σπείρα του Χάους:  Αρχίζω να σκέφτομαι

Απέναντι βλέπω δέκα παράθυρα

Όλα είναι σκοτεινά

Ένα αχνοφέγγει

Ένα είναι φωτισμένο

Συνεχίζω να σκέφτομαι…

 

Άσπαυρο:  Το σκοτάδι είναι η απόλυτη ελευθερία.

Το φως τυφλώνει.

Η σκιά εξαπατά.

Στο φως ποιος είναι τόσο ανόητος θαρρώ,

ώστε να αποκαλύψει τον εαυτό του όπως και στο σκότος;

Μήπως το σκότος είναι η απάντηση;

 

Ταξινομική 

Σπείρα του Χάους: Είσαι ακριβώς στη σκέψη μου

Το σκότος είναι η απάντηση

Με τη συνεχή σκέψη η σκιά εξαφανίζεται

Αντικαθίσταται από σκότος επίσης

Πόσο πρέπει να επιμείνουμε για ν’ αποφωτίσουμε

το ένα παράθυρο που παραμένει φωτεινό;

Σε πολλούς όλα τα «παραθύρια» είναι ολοφώτεινα

Τι βαρετό!!!!!

 

Άσπαυρο: Πιστεύω ότι ένα παράθυρο πάντα μένει φωτεινό.

Όσο και να προσπαθεί το άτομο να το μαυρίσει και αυτό

Γιατί ο άνθρωπος έχει ανάγκη την πλάνη του φωτός

Του συνειδητού, το οποίο προσπαθεί να ελέγξει την ισορροπία

μεταξύ της ασυνείδητης σκέψης και της συνειδητής…

Καθένας διαδραματίζει τον δικό του ρόλο.

 

Ταξινομική 

Σπείρα του Χάους: Είναι σαν ο άνθρωπος να ανταποδίδει την ενέργεια,

την οποία εισέπραξε ή δανείστηκε κατά τη

γέννηση και κατά την πλανητική του περιπέτεια

συμπεριφέρεται ενίοτε σαν τροχιά ασυμπτωματική.

Το ασυνείδητο-υποσυνείδητο-ενσυνείδητο εμπλέκονται.

Στην καλύτερη των περιπτώσεων,

ο άνθρωπος προηγείται κάθε ερωτήματος.

Αφού αποσαφηνίζει-φθάνει σε αποτέλεσμα,

σύμφωνα με τις συντεταγμένες του,

και διανοίγει νέους ερωτηματικούς ορίζοντες.

Το να αποφύγεις τη σκέψη,

είναι σαν να απορρίπτεις αυτή ακριβώς την ενέργεια.

 

Άσπαυρο:  Σπείρα!!!

Παρόλα αυτά, σκέφτομαι οι απαντήσεις που λαμβάνουμε μπορούν να

έρθουν απ’ όλα μας τα επίπεδα.

Όμως τι είναι αυτό που τα ωθεί τελικά να μας απαντήσουν;

Μήπως η οντότητα μας τα προσελκύει ψυχικά;

Μήπως αυτά που ονομάζουν κάποιοι άγγελοι-δαίμονες,

δεν είναι τίποτα άλλο από τον ίδιο μας τον εαυτό ή ένα κομμάτι αυτού;

Πράγματι συμφωνώ εδώ, καθώς εάν δεν γίνει επίκληση από εμάς δεν

εμφανίζεται η φωνούλα μόνη της!!

Θα το πάω λίγο παρακάτω προσθέτοντας το εξής.

Πιστεύω ότι ξεκλειδώνουμε τα επίπεδα και το ποιος μας απαντά δηλαδή,

ανάλογα με την προσωπική καλλιέργεια.

Λαμβάνεις απαντήσεις απ’ τον όλο και πιο ολοκληρωμένο σου

ενεργειακό  εαυτό.

 

Οι απαντήσεις που θα πάρεις μπορεί να είναι από οποιοδήποτε επίπεδο,

κι όχι απλά από αυτά τα 3!!

Αλλα από ένα άπειρο σύνολο (σχήμα οξύμωρο),

το οποίο διατηρείται μέσω της ενέργειας,  που αντλούμε και στέλνουμε

πίσω από την στιγμή της γέννησης μας.

 

Ταξινομική 

Σπείρα του Χάους: Σίγουρα οι Άγγελοι-Διάβολοι είναι η ψυχική μας έξις.

Ανάλογα διαμορφώνει ο Χωροχρόνος

το άγνωστο στους κόλπους του γνωστού.

Προσπαθεί  δηλαδή να το εννοιοποιήσει,

σύμφωνα με τη διάνοιξη των οριζόντων.

Η πλάνη του φωτός

Το συνειδητό…

Το ασυνείδητο που κρύβει το πραγματικό του πρόσωπο

Ωστόσο η παρουσία του είναι πολυδύναμη

Απ’ την οπτική του τυχαίου και του μεταβλητού

Εδώ θα θέσω κι ένα άλλο ερώτημα προς διερεύνηση

για επόμενη «λευκή νύχτα».

Θα ριχτείς στην τελική μάχη αποφωτισμού

του εν λόγω παραθύρου,

που τόσο σε κούρασε τόσα χρόνια

με το να προσπαθείς να τ’ αποφωτίσεις

κι αυτό να επιμένει…

Η ευεργετική συνδρομή του φωτός

Η ευεργετική σύνθεση του σκότους

Ό,τι ο Χρόνος αναδιαρθρώνει είναι ο συγκερασμός

Τ’ αόρατο του Κόσμου σημείο

Αν απέναντι έχεις τα δέκα παράθυρα

Τ’ ανοίγεις με τη δική σου ή με των άλλων την παράκρουση;

Τα κοιτάς με τη δική σου ή με των άλλων τη φαντασίωση;

 

Άσπαυρο:  Το φως και το συνειδητό είναι μαζί,

όπως ο ήλιος φωτίζει την γη έτσι και το συνειδητό φωτίζει τον άνθρωπο

Τον αποφορτώνει απ’ τα τέρατα του μυαλού του

αφήνοντας πάντα ένα παραθυράκι ανοιχτό,

το εν λόγω ολοφώτεινο.

Δεν πιστεύω ότι υπάρχει κανείς,

που μπορεί να διοχετεύσει ενέργεια αλλού,

ώστε να φτάσει να αντικρίσει τα παραθυράκια.

Σχετικά με την  παράκρουση ένα θα πω.

Ίσως τελικά να είναι μια ιδέα  τα κακέκτυπα μιας ιδέας.

Την θέαση των παραθύρων μεταφράζουμε ως κακέκτυπο

Συνεπώς όλες τις άλλες παρόμοιες θέσεις..

Γιατί  ζούμε στο κακέκτυπο

Και προσπαθούμε να φτάσουμε στο πρωτότυπο.

Ιδέα θεωρούμε μια σκέψη,

την οποία την τρέπουμε σε ένα κακέκτυπο ασυνείδητα

και μετά από αρκετή προσπάθεια την περατώνουμε,

όσο το δυνατόν καλύτερα μπορούμε,

σκεπτόμενοι το καλύτερο (το πρωτότυπο)

 

Ταξινομική 

Σπείρα  του  Χάους:  Όντως όλες οι θέσεις-αντιθέσεις στη ζωή μας

υποκρύπτουν ένα κακέκτυπο

Δεν ξέρω αν αλήθεια,

προσπαθούμε να φτάσουμε στο πρωτότυπο που λες

Η τρεπόμενη σε κακέκτυπο ιδέα περατώνεται πάντα,

όσο το δυνατόν καλύτερα ή κατά το δοκούν;

Το δοκούν μπορεί να έχει πλείστες εκφάνσεις…

Είναι οι ταλαντώσεις των μεταβολών

Η συμπαντική ενέργεια, σύμφωνα με την άποψή σου,

πυροδοτεί κάθε πιθανή ιδέα.

Αποτυπώνεται ωστόσο διαφορετικά στα άτομα,

όχι λόγω της νοημοσύνης τους

αλλά των συγκυριών, οι οποίες

επικουρούν ή ανακόπτουν τη δραστηριοποίησή του.

Το κακέκτυπο μεταπηδά τρόπον τινά

απ’ το αρχικό του στάδιο

στο προηγμένο = το πρωτότυπο

ανταλλάσσοντας ενέργεια,

ώστε ολόκληρο το σύνολο των κινήσεων

να καθίσταται στόχος αποκωδικοποιήσεων.

Η αποκρυπτογράφηση τελείται πάντα υποσυνείδητα

ή και εν μέρει ενσυνείδητα;

Και ποιος παράγοντας επιτρέπει τον ως άνω διαχωρισμό;

Οι τεράστιες φυσικές δυνάμεις,

οι οποίες συμπαρίστανται

ή αντιμάχονται την εξελικτική πορεία

δαμάζονται απ’ τη νόησή μας;

 

Άσπαυρο:  Θεωρώ ότι η αναζήτηση σου είναι μάταιη,

καθώς η επικοινωνία επιτυγχάνεται μόνο όταν ο τωρινός εαυτός  βγαίνει

εκτός συνειδητού.

Τώρα όσον αφορά την ενέργεια, εάν κάτι μου έμαθε η απαίσια φυσική,

είναι η αρχή διατήρησης της ενέργειας.

Ότι δηλαδή δεν χάνεται, απλά μετατρέπεται από μια μορφή σε άλλη.

Αλλά το συνολικό της φορτίο (εάν το λένε έτσι) είναι το ίδιο.

Τι θέλω να πω;

Ότι σίγουρα δεν χάνεται,

γιατί αυτό θα είχε ως αποτέλεσμα κοσμική ανισορροπία.

Τόσο η παραμονή στην επιφάνεια όσο και η προσπάθεια να ξεφύγει κανείς

από τους φόβους,  είναι αναγκαία τα πάθη.

Είναι μια έκφανση του ανθρώπου που δίχως αυτή δεν μπορεί να υπάρξει…

Έχω την εντύπωση ότι προσπαθούμε να φτάσουμε στο πρωτότυπο.

Άλλωστε Σπείρα, μην ξεχνάς ότι το πρωτότυπο

δεν είναι πάντοτε κάτι καλό. ‘

Όπως και ιδέα, δεν είναι πάντοτε καλή…

Η αρχική ιδέα της Σ.Ε δεν μπορεί να υποστεί βελτίωση.

Εμείς την στολίζουμε με τα εξωτερικά χαρακτηριστικά της

Η ουσία μας δίνεται και δεν μπορούμε να επέμβουμε….

Η Σ.Ε πυροδοτεί κάθε ιδέα

Η αποτύπωση δεν γνωρίζει κάποια ανθρώπινα κριτήρια

Παρά μόνον αυστηρά ενεργειακά …

 

Ταξινομική 

Σπείρα του Χάους:  Ορθά

Μάλλον εκεί έχασα τη συναρμογή

Το πρωτότυπο δεν είναι πάντα κάτι καλό!

Όλα είναι ενωμένα κάτω απ’ αυτόν τον κώδικα

Δες, Άσπαυρο, ιδέα

Και ο άνθρωπος στην ουσία είναι ένα ενδογενές

Κι εξαρτώμενο στοιχείο σ’ αυτόν τον κώδικα

Η αποτύπωση όντως δεν γνωρίζει κριτήρια κοινών θνητών

Κι αυτή η αρχή είναι απαραβίαστη

Η Σ.Ε υπάρχει ως αρχέγονος κανόνας,

που μοιράζεται σε σωμάτια

κι ενώνεται κατά την εξουδετέρωσή τους.

Μήπως σ΄ αυτό το σημείο πρέπει

να ασχοληθούμε με την μεριστή μορφή της ενέργειας;

Εξ ου και η μετουσίωση, που περιγράφεις…

Μήπως φοβίζει η «γνωσογένεση»,

η οποία αποθηκεύεται στο ασυνείδητο

πριν την εμφάνισή μας στη Γη

και η οποία πυροδοτεί αυθαίρετα-αφηρημένα

και το δικαίωμα προσβάσεως επί αυτής;

Η αντίστροφη πορεία πρωτότυπο-κακέκτυπο

Μωρός-ενήλικας συναποτελεί την απρόσωπη

και ίσως ολιστική Νοημοσύνη

Των ανθρώπων ή του σύμπαντος…

Ο διαχωρισμός μάλλον ναι είναι η γέννηση

Γνώσης ή και ενέργειας

Αν η ενέργεια μπορεί να αναγεννάται

Αυτό δεν το γνωρίζω

 

Άσπαυρο:  Μια ιδέα πυροδοτείται απ’ την συμπαντική ενέργεια

και όχι από την δική μας σε πρωτο στάδιο…

Ύστερα η Σ.Ε (Συμπ.ενεργ) αναζητεί τον κατάλληλο

που θα εκτελέσει αυτη την ιδέα όσο καλύτερα μπορεί

(Αυτό εξηγεί και την ύπαρξη διαφορετικών ανθρώπων).

Ακόμη η πρωτότυπη ιδέα που δίνεται είναι η ουσία.

Ο στολισμός  επέρχεται όπως ακριβώς περιγράφετε.

Δεν μεταπηδά.

Θα έλεγα ότι μόνο αναμειγνύεται ή δανείζεται.

Ή ακόμη και ανταλλάζεται…

Σαφώς και είναι έτσι ενωμένα μα αυτό που ονομάζουμε θνησιμότητα,

από φιλοσοφική άποψη,

ίσως να είναι η αδυναμία της δοθείσας ενέργειας

να παραμείνει στο σώμα για ένα αρκετά μεγάλο διάστημα.

Μια σκέψη ήταν αυτο

Δεν το έχω σκεφτεί η αλήθεια είναι.

Θα συμφωνήσω η Σ.Ε είναι μια αρχέγονη δύναμη,

που ελέγχει ουσιαστικά τα πάντα.

Βέβαια εύλογη είναι η απορία από που προήλθε

Αυτο δεν το έχω σκεφτεί ακόμα

Βέβαια έχω μια υποψία,  η οποία δικαιολογεί

και ταιριάζει με όλα αυτά που έχω πει μέχρι στιγμής!!!

Νομίζω ότι είναι η ώρα να μιλήσουμε και γι’ αυτό.

Σου  παραδίδω την σκυτάλη να κάνεις την αρχή !!!

Πιστεύω ότι ήδη ξέρουμε τι θα ζήσουμε

Απλά δεν το θυμόμαστε,

Και όταν πλησιάζουν να συμβούν τα γεγονότα,

τόσο περισσότερη πρόσβαση αποκτούμε

Για  εμένα η  ολιστική  Νοημοσύνη  είναι απλά του σύμπαντος

Γιατί εάν το σκεφτούμε απ’ τη δική μου πλευρά,

Ο άνθρωπος είναι προβολή

Οπότε ότι έχει είναι κάτι συμπαντικό

Η γέννηση με έχει προβληματίσει ιδιαίτερα δεν ξέρω εάν είναι εφικτή!!!!

 

Ταξινομική 

Σπείρα του Χάους: Η θνησιμότητα ίσως να είναι

μια αδυναμία της δοθείσας ενέργειας

να παραμείνει στο σώμα για αρκετά μεγάλο διάστημα.

Εγώ νομίζω παρεμφερώς, πως όταν το άτομο

αποστερείται της ιδεολογικής του φόρτισης,

τότε «πεθαίνει».

Επειδή η Σ.Ε δεν έχει αναφορά στην ενδοχώρα.

Συνεπώς δραπετεύει προς αποφυγή εκφυλισμού της.

Η έναρξη ή προέλευση της Σ.Ε προβληματίζει αλήθεια!!!!!!

Η μεριστή μορφή της νομίζω,

εντυπώνεται σε δύο βασικούς άξονες,

 

Ο πυλώνας της Κυριαρχίας:  

Η ακεραιότητα της γνώσης,

η οποία βασιζόμενη στο πρωτότυπο,

θα υπερτερεί του αισθητού

και θα επιβάλλει τη δική της ηθική.

 

Ο πυλώνας των παραγώγων:  

Τα προγραμματισμένα δημιουργήματα,

τα οποία θα προκαθορίζονται απ’ την ηγεμονία γνώσεως,

θα εξυπηρετούν την προσωπικότητά της.

Ο άνθρωπος, ως «προβολή»,

θα υπάγει την ουσία και τη μορφή του

στον ως άνω αποκρυφισμό.

Νομίζω είναι εύκολο,

να κατηγοριοποιήσεις τον άνθρωπο στην παράταξη

Πιθανότητα μετουσίωσης εμπεριέχεται

Διότι αφαίρεση ή πρόσθεση

δηλώνει επικράτηση ή βαράθρωση του Κενού,

ως οντότητα μέσα στον Χώρο και Χρόνο

 

Η προεικόνιση των γεγονότων…

Όντως όσο πλησιάζουμε στην πηγή των μελλούμενων,

τόσο περισσότερη πρόσβαση αποκτούμε.

Το τοπίο ξεκαθαρίζει,

και σ’ αυτό το σημείο μπορούμε καλύτερα από ποτέ,

να αποφωτίσουμε και το ή τα αναμμένα παράθυρα.

 

Η γέννηση αν είναι εφικτή!!!

Νομίζω πως δεν διασαφηνίζω τον όρο γέννηση

Είναι μια πραγματωμένη έκφραση,

της οποίας τα αποτελέσματα είναι ορατά

Ή ως προβολή ορατά κι αυτά!!!!!!!!

Αλλά ανήκει στην ένωση ή στη διάσπαση των σωματίων;

Αυτό ενέχει μια σκιώδη άγνοια του φυσικού ανθρώπου;

Ή μια ακέραιη άγνοια της ανάπηρης γνώσης του ανθρώπου;

Δώσε εσύ απάντηση

Δεν ξέρω

 

Άσπαυρο: Σου έχει τύχει να μιλάς μόνη;

Ή να σκέφτεσαι έστω πράγματα και να απαντάς;

Και ποιος νομίζεις πως απαντά;

Διότι για να προχωρήσει η σκέψη σου, κάποιος απαντά.

 

Ταξινομική 

Σπείρα του Χάους: Μιλάω πάντα μόνη

Και κάποιος απαντά

Ο θεός δεν είναι σίγουρα!!!

Είμαι ανάμεσα στη βούληση και στη λογική.

Η βούληση αυθαίρετα κι υποσυνείδητα

προσανατολίζει τη σκέψη μας.

Η λογική τηρεί τις νόρμες των υπαρχουσών ισχυόντων

Και προωθεί τη σκέψη ενσυνείδητα κι από φόβο απόρριψης

ή ποινών.

Νομίζω όμως πως όλα μπαίνουν υπό το πρίσμα της

αμφισβήτησης.

 

Άσπαυρο:  Όταν μιλάμε Σπείρα μεταξύ μας, θεός δεν υπάρχει.

Μάλλον δεν χωρεί στην φιλοσοφία!!

Εγώ σκεπτόμουν το εξής.

Μήπως όταν έχουμε ανάγκη να μιλήσουμε, μάλλον να επικοινωνήσουμε

με τον εαυτό μας βαθύτερα, ουσιαστικά συνομιλούμε με το υποσυνείδητο

μας ή ίσως με την ενέργεια του σύμπαντος…

Τι θέλω να πω!

Ότι ίσως αυτή η φωνούλα ή αυτό που απαντάμε εκείνη την στιγμή δεν

είναι κανείς άλλος παρά η ολοκληρωμένη μας ύπαρξη που κυκλοφορεί ως

ενέργεια στο σύμπαν.

Εσύ είσαι πάντα διορατική…

 

Ταξινομική 

Σπείρα του Χάους: Ο Θεός ήταν χιούμορ!

Κακόγουστο μάλλον!

Διότι μεταξύ μας συνεννοούμαστε…

Το προσπερνώ!

Η διορατικότητα είναι επίπονο χαρακτηριστικό

Νιώθω σαν υποκείμενη παρατηρητής

Βοήθησέ με ν’ απαλλαγώ απ’ αυτήν

Εσύ ίσως να μπορείς

Έχω κι έναν αγαπημένο που πάσχει απ’ το ίδιο σύνδρομο

Μα δεν μου μιλάει

Παίρνει την εκδίκησή  του

Για ό,τι δεν κατάλαβε…

 

 

 

 

Το γυροσκόπιο αντίληψης της Ευαγγελίας Τυμπλαλέξη οδυνάται για τα κακώς κείμενα στον Πλανήτη. Νιώθει να πάλλεται σε χώρο μαγνητικά απομονωμένο και η πυξίδα έχει χαθεί.

 

 


Η γοητεία της Εξελικτικής Θεωρίας

$
0
0
Του Νίκου Τσούλια //

 

 

Είναι πλέον η πιο προβεβλημένη επιστημονική θεωρία από κοινωνικής και κοσμοθεωρητικής  άποψης. Είναι η πιο μεγάλη και η πιο ουσιώδης «αφήγηση» που μπορεί να διατυπωθεί στην ιστορία του ανθρώπου, αφού αφορά την αφήγηση του μεγάλου ταξιδιού της ζωής στον πλανήτη μας. Είναι η πιο πολύπαθη επιστημονική θεωρία που συνάντησε και εξακολουθεί να συναντά με ολοένα και μικρότερη ένταση όμως τις σφοδρότερες ενστάσεις από τα θρησκευτικά δόγματα και δη από την Καθολική εκκλησία.

Ωστόσο το ταξίδι της είχε διακυμάνσεις και περιπέτειες. Από το ξεκίνημα της ελευθερίας του πνεύματος, τη γέννηση του Δυτικού στοχασμού, οι προσωκρατικοί φιλόσοφοι θα θέσουν τα πρωτόλεια ερωτήματα, θα ψηλαφίσουν τις πρώτες απαντήσεις και θα καλλιεργούν προβληματισμούς και θεωρήσεις με μια ξεχωριστή επιμέλεια. Εδώ ο Εμπεδοκλής θα συλλάβει την έννοια της εξέλιξης των έμβιων όντων αλλά και θα προσφέρει – πρώτος αυτός – την εξήγηση του πώς συμβαίνει αυτή η θαυμαστή πορεία της εξέλιξης˙ θα επινοήσει τη φυσική επιλογή ως μια γενική ιδέα. Αλλά σ’ αυτή την περίοδο γεννιέται και η δημοκρατία και επικρατεί μια κουλτούρα πολυφωνίας και αντιπαράθεσης ιδεών πρωτόγνωρη και άγνωστη για τα δεσποτικά καθεστώτα της Ανατολής. Και είναι αυτός ο πλουραλισμός στο στοχασμό του ανθρώπου η δύναμη της ελευθερίας του πνεύματος. Οι απόψεις του Εμπεδοκλή θα μείνουν όμως στη σκιά της μεγάλης μορφής – της μεγαλύτερης στην ιστορία του ανθρώπου – του Αριστοτέλη και θα παραμείνουν εν αδρανεία αιώνες και αιώνες μέχρι να έλθει το κύμα της νεώτερης επιστήμης, το οποίο με βασικά εργαλεία της τη συγκροτημένη παρατήρηση και το πείραμα θα αρχίσει να τροποποιεί και να μετασχηματίζει αρκετές κρατούσες θεωρίες.

      Θα έλθει ο Κάρολος Δαρβίνος που με τη συστηματικότητα της παρατήρησής του και με τον επαγωγικό λογισμό του θα επαναδιατυπώσει και θα τεκμηριώσει με τον πιο απόλυτο τρόπο την εξελικτική θεωρία. Τον Δαρβίνο και τη θεωρία του θα την πολεμήσει το κατεστημένο και οι κάθε λογής εκφράσεις της αντίδρασης που επιχειρούν με κάθε τρόπο να χειραγωγήσουν τόσο τα πορίσματα των νέων επιστημονικών θεωριών όσο και τις προεκτάσεις που επιφέρουν στο στερέωμα των ιδεολογιών και των κοινωνικών συσχετισμών. Όχι μόνο δεν θα του πιστώσουν την ορθότητα μιας «νέας ιδέας», αλλά θα επιχειρήσουν να παρακάμψουν τον πυρήνα της θεωρίας του: την κοινή καταγωγή όλων των μορφών ζωής, την εξελικτική δυναμική της φύσης και των έμβιων οργανισμών και την ενότητα της ζωής και της ύλης – που είναι οι θεμέλιοι λίθοι της κοσμοθεώρησής του – και έτι περαιτέρω θα στρεβλώνουν συνειδητά τις απόψεις του για να συκοφαντηθεί η ισχύς των συμπερασμάτων του. Θα μιλάνε για δήθεν μια ζωώδη συμπεριφορά του ανθρώπου και όχι για τη ζωική του καταγωγή, για να δημιουργήσουν σκιά στον ορθολογισμό της σκέψης του Δαρβίνου και για να ηθικοποιήσουν ένα ούτως ή άλλως στρεβλό πεδίο δογματικής θεώρησης. Θα εφεύρουν αργότερα μια άγνωστη στο Δαρβίνο αντίληψη, τον κοινωνικό δαρβινισμό, ότι δήθεν ο μεγάλος φυσιοδίφης ισχυρίζεται την ισχύ στη φύση του «νόμου του ισχυρότερου» – και αυτό προκειμένου να ενδυναμώσει την κοινωνική επικράτηση η κυρίαρχη κοινωνική τάξη της εποχής και κάθε εποχής -, όταν ποτέ στη θεωρία της εξέλιξης δεν υπάρχει καμιά τέτοια άποψη, παρά μόνο η εύνοια των καλύτερα προσαρμοσμένων πληθυσμών σε ένα συγκεκριμένο κάθε φορά φυσικό περιβάλλον.

     Η Εξελικτική θεωρία είναι η πιο ολιστική επιστημονική θεώρηση, όχι απλά και μόνο γιατί αναφέρεται στο άπαν της γήινης βιόσφαιρας, αλλά και γιατί κατακτά ερμηνευτικά εργαλεία της πιο «ανοικτής σκέψης» του ανθρώπινου πνεύματος. Αναδεικνύει τη ιερότητα της ζωής μέσα από την ταπεινότητα της καταγωγής και από την επιδίωξη ενός ουμανιστικού νοήματος στον πολιτισμό. Επανατοποθετεί τον άνθρωπο και τον πολιτισμό του σε μια αγαστή σχέση με τη φύση – μακριά από κάθε αλαζονική συμπεριφορά, αφού η «Φυσική Επιλογή είναι μια δύναμη έτοιμη πάντα για δράση και ασύγκριτα ανώτερη από τις ανθρώπινες αδύναμες προσπάθειες»[i] – και θέτει την έννοια της ηθικής σε πιο αυθεντική βάση. Δεν αλλάζει μόνο “επιστημονικό παράδειγμα”, αλλά τροφοδοτεί ένα νέο “φιλοσοφικό και πολιτισμικό παράδειγμα”.

      Σήμερα η Εξελικτική θεωρία δεν είναι απλά και μόνο μια επιστημονική θεωρία που είναι κραταιά και πλήρως γοητευτική και διδάσκεται σε όλα τα πανεπιστήμια των κοσμικών τουλάχιστον εθνών – κρατών. Σήμερα αποτελεί και μοντέλο για κάθε επιστημονική θεώρηση που έχει ως πεδίο αναφοράς της κάποιο πολυπαραγοντικό σύστημα. Το μήνυμά της είναι θεμελιώδες για τη σκέψη του ανθρώπου: μπορούμε να ερμηνεύουμε τη φύση υπό το φως πάντα μιας εξελικτικής θεώρησης. Η ίδια η εξελικτική θεωρία εμπεριέχει στους κόλπους της μια εξελικτική πορεία. Ο μηχανισμός της βιολογικής εξέλιξης, η φυσική επιλογή, η ευφυής επινόηση του Δαρβίνου, προσφέρει πλούσια ερμηνευτικά εργαλεία για την προσέγγιση επιστημών και έρευνας όλων εκείνων των πεδίων που δεν μπορούν να προσεταιριστούν με τις κλασικές μεθόδους του θετικισμού. Και αποτελεί ο εν λόγω μηχανισμός πεδίο απελευθέρωσης νέων δημιουργικών όψεων της ανθρώπινης νόησης σε πολλούς τομείς του επιστητού: ψυχολογία, ιστορία, κοινωνιολογία, τεχνητή ευφυΐα και ρομποτική κλπ

      Έχουμε πολύ δρόμο μπροστά μας. Η Εξελικτική θεωρία θα συμβαδίζει με την ίδια την εξέλιξη της ζωής, με την εξέλιξη του ανθρώπινου στοχασμού, με την εξέλιξη του πολιτισμού μας. Πάντα θα έχουμε νέα ερωτήματα και νέες θεωρήσεις. Πάντα οφείλουμε να είμαστε ευεπίφοροι σε νέες ιδέες και να μη δογματίζουμε και να είμαστε ταπεινοί για να κατανοήσουμε το ιερό φαινόμενο της ζωής. Πάντα θα πρέπει να αγωνιούμε μέχρι να δημιουργήσουμε έναν εξανθρωπισμένο πολιτισμό, έναν δίκαιο και όμορφο κόσμο.

      Ο Δαρβίνος μάς δίνει μια όμορφη ιδέα. «Όταν δεν θα κοιτάζουμε πια ένα έμβιο ον όπως ένας πρωτόγονος κοιτάζει ένα πλοίο, σαν κάτι εξ ολοκλήρου πέρα από τις γνώσεις του, όταν θα θεωρήσουμε κάθε δημιουργία της φύσης σαν κάτι που έχει μια μακρά ιστορία – όταν θα θεωρήσουμε κάθε περίπλοκη δομή και ένστικτο ως το άθροισμα πολλών συνδυασμών που το καθένα είναι χρήσιμο στον κάτοχό του, κατά τον ίδιο τρόπο που κάθε μεγάλη εφεύρεση είναι το άθροισμα της εργασίας, της πείρας, του λογικού και ακόμα και των σοβαρών λαθών πολυάριθμων εργατών όταν θα δούμε από μια τέτοια σκοπιά κάθε έμβιο ον, πόσο περισσότερο ενδιαφέρουσα – μιλώ από πείρα – θα γίνει μελέτη της φυσικής ιστορίας!»[ii].

_________________________________

[i] Darwin, Ch. (2009), Η καταγωγή των ειδών, τ. Α΄, Αθήνα: Δ.Ο.Λ, σ. 98

[ii] ο.π., τ. Β΄, σ. 203-204

 

Detail from a letter from Charles Darwin to William Darwin Fox with drawings of beetles by his sister [Courtesy of Christ’s College Library, Cambridge by kind permission of the Master and Fellows, Christ’s College Cambridge].

 

Ανακάλημα της Κωνσταντινόπολης

$
0
0
Γράφει ο Παναγιώτης Καμπάνης // *

 

Τοιχογραφία με παράσταση της άλωσης της Πόλης, Μολδαβία, Ι. Μονή της Μολντοβίτσα, 16ος αι.

 

Το Ανακάλημα της Κωνσταντινόπολης είναι ένας θρήνος, ανώνυμου συγγραφέα, για την άλωση της Πόλης. Ο χρόνος της συγγραφής του τοποθετείται μετά το 1453. Είναι γραμμένο σε 118 ιαμβικούς δεκαπεντασύλλαβους στίχους και σε γλώσσα απλή, όμως με κάποιους αρχαϊσμούς και ιδιωματικά στοιχεία.

 

Ο συγκεκριμένος θρήνος, που είναι αρκετά πρώιμος και με ιδιαίτερη λογοτεχνική αξία, αρχίζει με την αναγγελία της είδησης της Άλωσης μέσα από το διάλογο δύο πλοίων που συναντώνται «στα μέρη της Τενέδου». Ο διάλογος αυτός αναδεικνύει τη συμβολή του τελευταίου βυζαντινού αυτοκράτορα στην υπεράσπιση της Πόλης. Στην αφήγηση περιλαμβάνονται τα λόγια του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου ΙΑ΄ Παλαιολόγου, που ζητά από τους Κρητικούς να του πάρουν το κεφάλι, ώστε να αποφύγει την εξευτελιστική θανάτωση από τους ίδιους τους Τούρκους. Κατόπιν ο ποιητής θρηνεί για τα τραγικά συμβάντα που έλαβαν χώρα στη Βασιλεύουσα, ενώ περιγράφει με ρεαλιστικό τρόπο τις λεηλασίες των Οθωμανών. Ακόμη, επικαλείται τον ουρανό και τη γη να αντιδράσουν στις ανομίες των κατακτητών. Επίσης, γίνεται αναφορά στον Μέγα Κωνσταντίνο και τον Ιουστινιανό, οι οποίοι ως ήλιοι έκαναν την Πόλη να λάμψει σαν τη σελήνη. Το ποίημα κλείνει με τη δυσοίωνη έλευση του Μωάμεθ Β΄ του Πορθητή. Όπως φαίνεται, σε αντίθεση με τους άλλους θρήνους, εδώ απουσιάζει η ανάλυση των αιτιών της πτώσης της Πόλης και η αναφορά στη δυνατότητα απολύτρωσής της σε μελλοντικό χρόνο.

 

 

Θρήνος, κλαυμός και οδυρμός και στεναγμός και λύπη,

θλίψις απαραμύθητος έπεσεν τοις Ρωμαίοις.

Εχάσασιν το σπίτιν τους, την Πόλην την αγία,

το θάρρος και το καύχημα και την απαντοχήν τους.

Τίς το ’πεν; Τίς το μήνυσε; Πότε ’λθεν το μαντάτο;

Καράβιν εκατέβαινε στα μέρη της Τενέδου

και κάτεργον το υπάντησε, στέκει και αναρωτά το:

-«Καράβιν, πόθεν έρκεσαι και πόθεν κατεβαίνεις;»

-«Έρκομαι ακ τ’ ανάθεμα ǀ κι εκ το βαρύν το σκότος,

ακ την αστραποχάλαζην, ακ την ανεμοζάλην∙

απέ την Πόλην έρχομαι την αστραποκαμένην.

Εγώ γομάριν δε βαστώ, αμμέ μαντάτα φέρνω

κακά διά τους χριστιανούς, πικρά και δολωμένα:

Οι Τούρκοι ότε ήρθασιν, επήρασιν την Πόλην,

απώλεσαν τους χριστιανούς εκεί και πανταχόθεν».

-«Στάσου, καράβι, να χαρείς, πάλι να σε ρωτήσω:

Εκεί ’λαχε ο βασιλεύς, ο κύρης Κωνσταντίνος,

ο φρένιμος, ο δυνατός, ο περισσά ανδρειωμένος,

ο πράγος, ο καλόλογος, η φήμη των Ρωμαίων;»

-«Εκεί ’λαχεν ο Δράγασης ο κακομοιρασμένος.

Σαν είδεν τ’ άνομα σκυλιά κι εχάλασαν τους τοίχους

κι ετρέξασιν κι εμπήκασιν πεζοί και καβαλάροι

κι εκόπταν τους χριστιανούς ως χόρτο στο λιβάδιν,

βαριά βαριά ’ναστέναξεν μετά κλαυθμού και είπε:

«Ελέησον! Πράγμα το θωρούν τα δολερά μου μάτια!

Πώς έχω μάτια και θωρώ! Πώς έχω φως και βλέπω!

Πώς έχω νουν και πορπατώ στον άτυχον τον κόσμον!

Θωρώ, οι Τούρκοι ’νέβησαν εις την αγίαν Πόλην

και τώρα αφανίζουσιν εμέν και τον λαόν μου».

Εβίγλισεν ο ταπεινός δεξιά και αριστερά του∙

θωρεί, φεύγουν οι Κρητικοί, φεύγουν οι Γενουβήσοι·

φεύγουσιν οι Βενέτικοι κι εκείνος απομένει.

Ελάλησεν ο ταπεινός με τα καμένα χείλη:

-«Εσείς, παιδιά μου, φεύγετε, πάτε να γλυτωθείτε∙

κι εμέναν πού μ’ αφήνετε, τον κακομοιρασμένο;

Αφήνετέ με στα σκυλιά κι εις του θεριού το στόμα.

Κόψετε το κεφάλιν μου, χριστιανοί Ρωμαίοι∙

επάρετέ το, Κρητικοί, βαστάτε το στην Κρήτην

να το ιδούν οι Κρητικοί, να καρδιοπονέσουν,

να δείρουσι τα στήθη τους, να χύσουν μαύρα δάκρυα

και να με μακαρίσουσινǀ ότι ούλους τους αγάπουν∙

μηδέν με πιάσουν τα σκυλιά, μηδέν με κυριεύσουν·

– ότι ανελεήμονα των ασεβών τα σπλάχνα -,

μηδέν με πάν στον αμιρά , το σκύλον Μαχουμέτην,

με το θλιμμένον πρόσωπον, με τα θλιμμένα μάτια,

με την τρεμούραν την πολλήν, με τα καμένα χείλη·

και θέσει πόδαν άτακτο εις τον εμόν αυχένα·

– εις βασιλέως τράχηλον δεν πρέπει πους ανόμου -,

μη με ρωτήσ’ ο άνομος, να πει: “Πού ’ν’ ο Θεός σου;»,

να ρίσει ο σκύλος τα σκυλιά να με κακολογήσουν,

να παίξουσιν το στέμμα μου, να βρίσουν την τιμήν μου∙

απήν με βασανίσουσιν και τυραννίσουσίν με,

να κόψουν το κεφάλιν μου, να μπήξουν εις κοντάριν,

να σκίσουν την καρδία μου, να φαν τα σωτικά μου,

να πιουν από το αίμα μου, να βάψουν τα σπατιά τους

και να καυχούντ’ οι άνομοι εις την απώλειάν μου».

Ήλιε μου, ανάτειλε παντού, σ’ ούλον τον κόσμον φέγγε

κι έκτεινε τας ακτίνας σου σ’ όλην την οικουμένη·

κι εις την Κωσταντινόπολην, την πρώην φουμισμένην

να πιουν από το αίμα μου, να βάψουν τα σπατιά τους

και να καυχούντ’ οι άνομοι εις την απώλειάν μου».

Ήλιε μου, ανάτειλε παντού, σ’ ούλον τον κόσμον φέγγε

κι έκτεινε τας ακτίνας σου σ’ όλην την οικουμένη·

κι εις την Κωσταντινόπολην, την πρώην φουμισμένην

και τώρα την Τουρκόπολην, δεν πρέπει πιο να φέγγεις.

Αλλ’ ουδέ τας ακτίνας σου πρέπει εκεί να στέλλεις

να βλέπουν τ’ άνομα σκυλιά τες ανομιές να κάμνουν,

να ποίσου στάβλους εκκλησιές , να καίουν τας εικόνας,

να σχίζουν, να καταπατούν τα ’λόχρουσα βαγγέλια,

να καθυβρίζουν τους σταυρούς, να τους κατατσακίζουν,

να παίρνουσιν τ’ ασήμια τους και τα μαργαριτάρια

και των αγίων τα λείψανα τα μοσχομυρισμένα

να καίουν, ν’ αφανίζουσιν, στην θάλασσα να ρίπτουν,

να παίρνουν τα λιθάρια των και την ευκόσμησίν των

και στ’ άγια δισκοπότηρα κούπες κρασί να πίνουν.

Άρχοντες, αρκοντόπουλοι , αρχόντισσες μεγάλες,

ευγενικές και φρένιμες, ακριβαναθρεμμένες,

ανέγλυτες πανεύφημες , ύπανδρες και χηράδες

και καλογριές ευγενικές, παρθένες, ηγουμένες

– Άνεμος δεν τους έδιδε, ήλιος ουκ έβλεπέν τες,

εψάλλαν, ενεγνώθασι εις τ’ άγια μοναστήρια-

ηρπάγησαν ανηλεώς ως καταδικασμένες .

Πώς να τες πάρουν στην Τουρκιά, σκλάβες να πουληθούσιν

και να τες διασκορπίσουσιν Ανατολήν και Δύσην

γυμνές και ανυπόλυτες, δαρμένες, πεινασμένες,

να βλέπουν βούδια, πρόβατα, άλογα και βουβάλια,

παπίτσες, χήνες και έτερα <…>

και το βραδύ να μένουσιν με τους μουσουλουμάνους

και να τες μαγαρίζουσιν, μπαστάρδια να γεννούσιν,

μουσουλουμάνοι να γενού και σκύλοι ματοπίνοι,

να πολεμούν χριστιανούς και να τους αφανίζουν!

Μην το πομένεις, ουρανέ, και, γη, μην το βαστάξεις∙

ήλιε, σκότασε το φως, σελήνη, μεν τους δώσεις .

Είπω και τίποτε μικρόν αλληγορίας λόγον:

Ήλιον τάξε νοητόν τον Μέγαν Κωνσταντίνο,

σελήνη επονόμασε την νέαν του την Πόλην·

μη σου φανεί παράξενο τούτον απού σου λέγω:

κόσμο μέγαν τον άνθρωπον Θεός επονομάζει,

ον έθετο εις τον μικρόν κόσμον, την πάσα κτίση .

Αυτός λοιπόν εκόσμησε ο Μέγας Κωνσταντίνος

την Πόλην την εξάκουστην, ήν βλέπεις και ακούεις,

καθώς την κλήσιν έλαβεν και την επωνυμίαν·

Ομοίως Ουστινιανός εκόσμησεν μεγάλως,

έκτισεν την Αγιάν Σοφιά, το θέαμαν το μέγα∙

παραπλησίον γέγονε Σιών της παναγίας .

Εκείνοι ήσαν ήλιος κι η Πόλη ’ν’ η σελήνη.

– χωρίς ηλίου πούποτε σελήνη ουδέν λάμπει -,

εκείνοι γαρ οι βασιλείς, οι ευσεβείς, οι θείοι ,

έλαμπον, εφωτίζασιν την παναγίαν Πόλην,

την Δύσην, την Ανατολήν, όλην την οικουμένην.

Όταν εις νουν αθυμηθώ της Πόλεως τα κάλλη,

στενάζω και οδύρομαι και τύπτω εις το στήθος,

κλαίω και χύνω δάκρυα μεθ’ οιμωγής και μόχθου .

Ο κόσμος της Αγιάς Σοφιάς, τα πέπλα της τραπέζας

της παναγίας, της σεπτής , τα καθιερωμένα

τα σκεύη τα πανάγια και πού να καταντήσαν;

Άρα έβλεπεν ο άγγελος, ως ήτον τεταγμένος,

όστις και έταξεν ποτέ του πάλαι νεανίσκου;

είπεν γαρ «ουκ εξέρχομαι έως ότου να έλθεις»;

Ο νεανίας έρχεται, ο άγγελος απήλθεν∙

ουχί εκείνος ο ποτέ παίδας των εκτητόρων,

αλλ’ άλλος παίδας έφθασε, πρόδρομος Αντιχρίστου,

και άγγελοι και άγιοι πλέον ου βοηθούσι.

 

 

* Ο Παναγιώτης Καμπάνης είναι Δρ. Αρχαιολόγος-Ιστορικός, Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού, Μεταδιδακτορικός ερευνητής του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.

Σημειωματογραφία: «Αμοργός», Ν. Γκάτσος

$
0
0
Γράφει ο Απόστολος Θηβαίος // *

 

 

 

“Μ΄άπειρα μάτια,

πρόσωπα και καρδιές”

 

Φθάνουν οι ώρες της νύχτας και έτσι όπως η πόλη διανύει τις τελευταίες της στιγμές οι καλύτεροί μου φίλοι γίνονται οράματα. Κάτω απ’ τις φωλιές μας, δίχως να νοιάζονται για τα φώτα και με την ντροπή του κόσμου ξεχασμένη αφήνουν ήσυχα τα δώρα τους στην άκρη της καρδιάς μας. Είναι στίχοι, ειδώλια φτιαγμένα τις ώρες της τρυφερής ξαστεριάς, πράγματα μοναδικά που δεν θα επαναληφθούν.

Μ’ αυτά τα δώρα και μ’ αναρίθμητες φωνές που απόψε μπλέκονται σαν σήματα, φθάνω ευτυχής και σοφότερος στην Αμοργό. Μην με γυρέψετε γιατί δρόμος ποτέ δεν υπήρξε. Γι’ αυτό το μυστικό νησί δεν μιλούν ποτέ οι χάρτες. Μονάχα οι βασιλιάδες μάγοι που γεννιούνται μες στις λάσπες και είναι χιονισμένα τ’ αρχαία τους μάτια γνωρίζουν το μυστικό.

Και έρχονται νύχτες, σαν και αυτή και κάπου στο στερέωμα αποκαλύπτουν αυτήν την αγαπημένη πολιτεία. Τα λευκά της σπίτια και η μοναξιά της που λάμπει μες στη δροσιά των περιβολιών αρκούν για να ειπωθεί  ξανά και ξανά εκείνη η ιστορία. Όσοι την κατοικούν είναι ψυχές που θεραπεύτηκαν για πάντα απ’ την αγάπη και αφοσιώθηκαν σ’ έναν σπασμό, κρατώντας το ίσο αυτού του κόσμου.

 

Πάρε απ’ το χέρι μου μελάνι

 

Η Αμοργός προτού ξεκινήσει το καλοκαίρι λύνει τους κάβους της, υψώνει μια σημαία γεμάτη δόξα και αίσθημα και αναχωρεί για τα νερά. Τα σώματα που εξαντλούνται σ’ άλλα σώματα τίποτε πια δεν σημαίνουν. Και τα πράγματα, και αυτά χαλούν και βαπτίζονται στα λάδια του Γαϊτη, γίνονται καθρέφτες ενός κόσμου αλλοτινού, σπαρμένου από ρημαγμένα ρολόγια, ποιήματα και ελευθερίες. Στην Αμοργό οι ψυχές θεραπεύονται και ο χρόνος βρίσκει και πάλι την ευδοκία που χάθηκε μαζί με τα είκοσί σου χρόνια. Σ’ εκείνο το νησί, σ’ ένα κλεισμένο σπίτι υπάρχει ένα ερμάρι από σπάνιο ξύλο με λαβές γλυπτές μιας σπάνιας τέχνης. Εκεί μέσα φυλάσσονται τα ενδύματα μιας καλοκαιρινής γιορτής που περιμένουν να φορεθούν. Περιδέραια μ’ αραιές, βαριές χάντρες και κοκάλινα, μικρά δελφίνια ανείπωτης λεπτομέρειες προσμένουν τις νύφες που θα φανούν μέσα απ’ τα περιβόλια, ξανά και ξανά, με τις προμετωπίδες τους γυμνές, με τις πατρίδες τους χαμένες επτά δεκαετίες τώρα.

 

Κοίτα με στα μάτια

και έλα πιο κοντά

 

 

 

Οι αγαπημένες καρδιές ζουν για πάντα στις γειτονιές εκείνης της Αμοργού. Όλα γίνονται απ’ την αρχή. Οι ανεμόμυλοι, η ακέραια φαντασία μας, οι ακροβάτες και μια ατμόσφαιρα αγίας επαρχίας στιγματίζουν για πάντα αυτόν τον τόπο. Όλα καινούρια και ομιχλώδη αποκαλύπτονται πίσω απ’ τα βουνά. Να παίζουν λέει οι μελωδίες των τσοπανόπουλων που σπαράζουν κάθε αυγή και αυτό το θέατρο που σφύζει από ζωή και προσευχή να γίνεται κομμάτια. Τα ίδια εκείνα βότσαλα τριγύρω στα μαλλιά, τα τόσα χρωματιστά πετράδια που σε δείχνουν στα υπαίθρια, νυχτερινά μουσεία της Ακροκορίνθου, να παθιάζεσαι μ’ έναν σκοπό μυστικό. Δεν υπάρχουν λέξεις, λόγια δεν υπάρχουν για εκείνο το μέρος και έτσι επινοήθηκε μια δισύλλαβη λέξη, σαν έρωτας και όλες οι πίκρες ξεχάστηκαν μεμιάς. Επειδή τα σπίτια και τα ποιήματα μπορούν να γίνουν στοιχειωμένες υποθέσεις, κάθε καλοκαίρι οι ζωγράφοι φτιάχνουν απ’ την αρχή τις κιβωτούς και μέσα κρύβουν αυλές, φωτιές, ποιήματα, πατρίδες, ανέμους ξαφνικούς, φωτιά αιματοβαμένη για τους πλανήτες.

 

Στο δάσος της Αραμαθιάς

το λυπητερό το σκοτεινό το μεγάλο

 

Έλα και θα σου πω πώς έφτιαξαν την Αμοργό γλύπτες ξακουστοί και καναρίνια και τυρρανισμένες γυναίκες από έρωτα χαμένες. Έλα και θα σου διαβάσω όλες τις στροφές μία προς μία σαν να ‘ναι η τελευταία φορά που σου φορώ αυτό το ποίημα. Έλα και δείξε μου τους ποταμούς που κατεβαίνουν από τα μάτια σου για να γίνω άγγελος καλός που θα σε παραστέκει όταν ζεις και όταν πεθαίνεις. Με χίλιους τρόπους ανεξιχνίαστους θα σου απαριθμήσω τις σχολές και ας μην σημαίνουν πια τίποτε εμπρός στην Αμοργό και εμπρός στον γκρεμό που με προσμένει κάτω απ’ τα δυο σου χείλη. Έλα να σου δείξω με πόσους τρόπους γεννιέται τ’ ορατό και πώς φιλιέται, λέει, το πεθαμένο σου σώμα.

 

 

* Ο Απόστολος Θηβαίος γεννήθηκε στην Αθήνα το 1980. Απασχολείται στον τραπεζικό τομέα. Κείμενά του δημοσιεύονται σε ηλεκτρονικά και έντυπα περιοδικά. Γυρεύει εναγωνίως κάτι απ’ τη φωνή του.

 

Δοκίμιο: «Έτσι παρέρχεται η δόξα του κόσμου…»

$
0
0
Της Ευαγγελίας Τυμπλαλέξη // *

 

 

Η υποκρισία συνιστά το κύριο δεκανίκι ραβδισμού του σύγχρονου ανθρώπου. Οι σχέσεις χάνονται μέσα στην πάλη της αυτό-επιβεβαίωσης, αληθινό και ψεύτικο εξομοιώνονται σαν ανεξιχνίαστοι και διαπλεκόμενοι πυρήνες. Κι αποχωρεί το άτομο στην σιωπή του, καταφύγιο στοχασμού κι έρευνας ή σκίρτημα ασφαλές στα παρασκήνια της ενδοχώρας.

Θα περίμενε κανείς πως μπροστά στον εκκωφαντικό κίνδυνο της αποξένωσης, επιστημονικά και κοινωνικά συμφραζόμενα θα εμφάνιζαν πιο στιβαρές θεωρίες της ταυτότητας του ανθρώπου. Το ερώτημα ωστόσο διαμορφώνεται στην βάση ύπαρξης σημείων εκκίνησης προς συναίνεση των ιδεολογιών.

Η εσώτερη γαλήνη είναι τόσο εύθραυστη και το να μάθει κανείς να την προασπίζει δεν απέχει και πολύ απ’ το να εκπαιδευτεί στην αντιμετώπιση πιθανών εισβολέων. Συνακόλουθα ο άνθρωπος, έρμαιο τεχνικής χειραγώγησης, έχει ανάγκη να εξιδανικεύσει την ίδια του την ενοχή ερμηνεύοντας τη σιωπή ως απόπειρα να πει ψευδίζοντας μιαν αλήθεια, την οποία καθιστά ευκρινή μόνο η ολίσθηση στον αφορισμό, να συμβολίσει το αγεφύρωτο χάσμα που ελλοχεύει εντός του με ποινικοποίηση κάθε μορφής εκφράσεως.

Πως αντανακλάται ο φόβος στους φιλοξενούμενους του απέραντου σύμπαντος; Οι άνδρες επαίρονται για τη γνωστική ικανότητα των πολιτικών αναλύσεων κι επιδίδονται σε πλατυρρήμονες συζητήσεις. Ζεύονται τα όπλα τους και μ’ έπαρση περισσή για του μετώπου κινούν την ερεθιστική ερημία. Οι γυναίκες έχουν διδαχθεί να καθορίζουν πόσο ώριμη είναι η αντοχή τους, πόσους νεκρούς θα χωρέσει η ποδιά τους, και πόσα δάκρυα θα στερέψουν στα μάγουλά τους.

Κι οι δυο μαζί βάζουν κανόνες σφυγμομέτρησης και προφύλαξης, χωρίς ποτέ να κοιτούν κατά πρόσωπο τον κίνδυνο.

Κι οι δυο μαζί εκτοξεύουν κατηγορίες σε αλλήλους. Κι οι δυο μαζί αποφεύγουν την προσήλωση. Μόνο επικεντρώνονται στο ποιος θα προλάβει άραγε να φορέσει τον μανδύα πρώτος της δόξας. Κι ο καθένας χωριστά ανιχνεύει ψυχικές διαταραχές στον άλλον, χωρίς ποτέ ν’ αντιλαμβάνεται πως κι οι δυο μαζί κάνουν κύκλους γύρω απ’ τις προσωπικές τους περιπέτειες, μη καταφέρνοντας να επιψαύσουν ποτέ την ουσία. Ό,τι δημιουργεί η Φύση δεν γίνεται ποτέ μάταια αλλά με σαφή λειτουργία, θα λέγαμε!

Του αλλιώς ωστόσο την παράκρουση διαδέχεται πάντα μια μεσαιωνική νύχτα Σιωπής, με ομοιότητες και διαφορές να πνίγονται σε αυτοσκοπούς θεωρητικής φιλοσοφίας. Ο τρόπος ζωής υπονομεύεται περισσότερο απ’ τους υπερασπιστές του παρά απ’ τους αντιπάλους. Δεν προσφεύγουν πια μόνο οι κυβερνήσεις σε νομοθεσίες «εκτάκτου ανάγκης», αλλά και τα άτομα περιστέλλοντας δικαιώματα κι ελευθερίες προς επίρρωση ομφαλοσκόπησής τους.

Η Σιωπή δεν είναι παρά μια απόλυτη έναρξη μέσα σε σβησμένα μάτια, μια δύναμη εντελώς αυτόνομη, που απολυτρωμένη απ’ τα αμαρτήματά της κι εγκιβωτισμένη μέσα σε δυσερμήνευτα συναισθήματα, αποτραβιέται απ’ της παρηγοριάς την ασέλγεια. Κι ο ποιητής στέκει πάντα στο πέτρινο πεζούλι, με τις λέξεις του μισές να μην μπορούν να βουλιάξουν τα ντουβάρια που ρημάζουν το τοπίο, αφού κανένα ευοίωνο όνειρο δεν είναι παρόν να τον εξοπλίσει με τόλμη, αφού έχει την ελευθερία να δημοσιεύει τη γνώμη του αλλά κανένα μέσον επικοινωνίας δεν είναι υποχρεωμένο να την κοινοποιήσει και κανείς απ’ τους συμπολίτες του δεν είναι υποχρεωμένος να την διαβάσει, επειδή είναι πεπεισμένος πως κανένα ποίημα δεν άλλαξε τον κόσμο….

Εις αύριον τα σπουδαία…

 

 

* Το γυροσκόπιο αντίληψης της Ευαγγελίας Τυμπλαλέξη οδυνάται για τα κακώς κείμενα στον Πλανήτη. Νιώθει να πάλλεται σε χώρο μαγνητικά απομονωμένο και η πυξίδα έχει χαθεί.

 

 

Δοκίμιο: «Η Κωνσταντινούπολη ανάμεσα στο παρελθόν και στο μέλλον»

$
0
0
Του Νίκου Τσούλια // *

 

Η Κωνσταντινούπολη, η Πόλη πάντα θα έχει στραμμένο ένα μέρος της σκέψης της στο παρελθόν της. Η ιστορία της – ως τομή των μεσαιωνικών αιώνων και της νεωτερικότητας – και η γεωγραφία της – ως τομή Ανατολής και Δύσης – θα είναι πάντα πανίσχυρες. Ο Βόσπορος θα είναι πάντα «αμφίκυρτος», θα ρέπει και προς τις δυο πλευρές του σύγχρονου κόσμου.

 

 

Και θα ήταν απόλυτα ορθολογικό να μη ρέπει μόνο γεωγραφικά αλλά και ιστορικά, να αναγνωρίζεται δηλαδή και η δυτικότροπη ιστορία της Πόλης, ανεξάρτητα από το γεγονός ότι οι σημερινοί της κάτοικοι ήταν απόντες από εκείνο το μεγαλείο της Ιστορίας. Μια οποιαδήποτε σύγχρονη εκδοχή ιστορικής όψης δεν μπορεί παρά να στηριχτεί πάνω σ’ αυτή την καθολικά αναγνωρισμένη πραγματικότητα από τη συνείδηση των ανθρώπων και όχι μόνο των Ελλήνων.

Η άλωση της Πόλης δεν είναι απλά και μόνο ένα γεγονός που τέμνει την ελληνική ιστορία. Σηματοδοτεί το τέλος μιας εποχής και την απαρχή μιας άλλης για ολόκληρη την Ευρώπη και το Δυτικό πολιτισμό και ακόμα πέραν τούτου. «Η άλωση της Κωνσταντινούπολης του 1453 αποτέλεσε ένα από τα γεγονότα-ορόσημα της Παγκόσμιας Ιστορίας τα οποία σηματοδοτούσαν την μετάβαση από τη μεσαιωνική εποχή έως τους νεώτερους χρόνους, σύμφωνα και με την τριμερή διάκριση του Christoph Cellarius με το έργο του Historia Medii Aevi. [47] Η πρόσληψη και ενσωμάτωση της Άλωσης από την ιστοριογραφία του 19ου αιώνα ακολουθεί την ενσωμάτωση του Βυζαντίου και της Βυζαντινής ιστορικής περιόδου. Οι προϋποθέσεις αφομοίωσής της ήταν μεταξύ άλλων, η θρησκευτική της σημασία, κάτι που έβρισκε υποδοχές στην λαϊκή κουλτούρα. Μπορούσε να γίνει ένα απτό σύμβολο στα πλαίσια συγκρότησης της εθνικής ιδεολογίας. Έτσι γινόταν αντιληπτή ως πτώση της βασιλείας των Ορθοδόξων. Εθνικοποιείται επειδή η Κωνσταντινούπολη αποτελούσε το πιο σημαντικό κέντρο της Ανατολής και επομένως κεντρικό σημείο στα πλαίσια της υλοποίησης της Μεγάλης Ιδέας.[48] O Σπυρίδων Ζαμπέλιος στην εκτεταμένη εισαγωγή του στο έργο του Άσματα Δημοτικά της Ελλάδος, δεν επικεντρώνεται σε εσωτερικού παράγοντες παρακμής της αυτοκρατορίας, αλλά στην άπληστη καθολική Δύση, η οποία από το 1204 συνέβαλε στην παρακμή της αυτοκρατορίας. Τελικά η Θεία Πρόνοια επέλεξε τον Οθωμανό κατακτητή ώστε να σωθεί από τους Καθολικούς δυνάστες. Σε αυτό το σημείο συμφωνεί και ο Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος, χωρίς όμως να υιοθετεί και τη φιλοσοφική θεώρηση του Ζαμπέλιου. [49]

Διάφοροι άλλοι εκπρόσωποι της ρομαντικής ιστοριογραφικής τάσης, όπως ο Αλέξανδρος Πασπάτης, Κωνσταντίνος Σάθας, Σπυρίδων Λάμπρος, Αδαμάντιος Αδαμαντίου, Βασίλειος Μυστακίδης, Θεοδόσιος Βενιζέλος, Αθανάσιος Βερναρδάκης, Κωνσταντίνος Άμαντος εμπλουτίζουν το αντιδυτικό ερμηνευτικό τους σχήμα με αναφορές σε προδοτικές ενέργειες των Λατίνων (π.χ. η αλλαγή στρατοπέδου του Ουρβανού του τεχνίτη που κατασκεύασε το κανόνι, η βοήθεια των Γενουατών του Γαλατά στους Τούρκους, η λιποψυχία του Ιουστινιάνη. Οι ιστορικοί αυτοί επέλεγαν το λεγόμενο Majus χρονικό του Γεώργιου Σφρατζή – ένα συμπίλημα συνταγμένο στα 1573-1575 από τον Μακάριο Μελισσηνό- με έντονα θρησκευτικό χαρακτήρα και διαπνεόμενο από την αντίληψη πως ο Θεός κατευθύνει τις τύχες του κόσμου χρησιμοποιώντας τους ανθρώπους και ακόμα και τους Τούρκους για να εκπληρώσει τους σκοπούς του[50]»[i].

Οι Τούρκοι συνεχίζουν να κάνουν μέγα λάθος. Ξεχνούν ότι η Ελλάδα δεν είναι αναθεωρητική χώρα. Η Ελλάδα απαιτεί σεβασμό στην ιστορία και στα δικαιώματα των Ελλήνων που ζουν στη Πόλη. Οι Τούρκοι έχουν υπαρξιακό εθνικό άγχος όσον αφορά το ιστορικό φορτίο και τους συμβολισμούς της Πόλης. Είχαν και έχουν – κατά τη γνώμη μου -μια λύση. Να σεβαστούν τη μεγάλη πολιτισμική διαδρομή της Πόλης και να την αναδείξουν. Αυτό θα έκανε κάθε σύγχρονο έθνος που ξέρει να διαβάζει τα μηνύματα της ιστορίας και να έχει το βλέμμα του στραμμένο προς το μέλλον.

Η Πόλη θα έχει πάντα το Βυζαντινό της άρωμα. Καμιά εξουσία, κανένα αυταρχικό καθεστώς δεν μπορεί να ξεριζώσει ό,τι θρέφει το ξεχωριστό δημιούργημα της Βασιλεύουσας. Η βεβήλωση της Αγιάς Σοφιάς πάντα θα εκθέτει την αγριότητα του κατακτητή, εκείνου του κατακτητή που νιώθει “μικρός” απέναντι στο ιερό μεγαλείο της ιστορίας και στην ελευθερία του πνεύματος. Οι διωγμοί των Ελλήνων με τα αιματηρά γεγονότα του Σεπτεμβρίου 1955 κατέδειξαν το άγχος και τη βαρβαρότητα των Τούρκων για να ξεφορτωθούν τις ζωντανές μαρτυρίες. Αλλά η ιστορία πάντα θα είναι παρούσα εδώ, είτε με την Αγιά Σοφιά είτε με τους αείζωους θρύλους είτε με το χιλιόχρονο ιστορικό φορτίο είτε με το ίδιο όνομα της Πόλης. Η Πόλη θα είναι πάντα η Κωνσταντινούπολη – ακόμα και ως Ισταμπούλ (!) – και η Κωνσταντινούπολη θα είναι πάντα η Πόλη.

[i] http://el.wikipedia.org

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Δοκίμιο: «Τι βλέπουμε στον καθρέφτη;»

$
0
0
Του Νίκου Τσούλια // *

 

 

 

Girl Before A Mirror, 1932 by Pablo Picasso

 

Με αυτή την εικόνα περνάμε όλη μας τη ζωή, με αυτό το σχήμα προβάλλουμε τον εαυτό μας στις φαντασιώσεις μας και στα όνειρά μας, με αυτή την εικόνα συμμετέχουμε στις ανθρώπινες και στις κοινωνικές μας σχέσεις, με αυτό το είδωλο αναζητούμε τα δικά μας σημάδια στα παιδιά μας. Είναι το είδωλό μας και «πιο πολύ» το είδωλο του προσώπου μας.

Γνωρίζουμε τον εαυτό μας στα «πρώτα μας βήματα» με αυτή την ιερή εικόνα, με αυτή την εικόνα μεγαλώνουμε, με αυτή την εικόνα αντιπαρατιθέμεθα στου χρόνου το πέρασμα. Αλλά τι ακριβώς βλέπουμε στον καθρέφτη και πώς αυτό το φυσικό είδωλο μετασχηματίζεται στο νοητικό είδωλο που εμείς επινοούμε; Γιατί δεν ταυτίζεται πάντα αυτό το σχήμα του εαυτού μας που βλέπουμε με αυτό που βιώνουμε ή που αποδεχόμαστε;

Διορθώνουμε ατέλειες, μεγαλώνουμε το ύψος μας, αφαιρούμε σπυράκια της ακμής στην εφηβεία και ρυτίδες όταν εντελώς ξαφνικά και απροειδοποίητα εμφανίζονται και παλουκώνονται στη «γλυκιά όψη» του προσώπου μας, προσποιούμαστε ότι τέτοια σημεία δεν υπάρχουν ή το πολύ – πολύ διαμορφώνουμε μια προσποιητή αντίληψη ότι δεν μας απασχολούν και μέσω αυτής της προσποίησης θεωρούμε ότι σχεδόν εξαφανίζονται. Κάνουμε ατέλειωτες τέτοιες επινοήσεις, επινοήσεις για να φιλοτεχνούμε και εμείς το δικό μας πορτρέτο καταπώς εμφανίζεται πιο γοητευτικό, πιο ελκυστικό, πιο νεανικό.

Ποτέ δεν θέλουμε ακριβώς το φυσικό μας είδωλο, όπως το βλέπουμε! Άλλωστε την ίδια στιγμή που το βλέπουμε στον εγκέφαλό μας, αυτός μεγαλοπρεπής και αφέντης – εμείς δηλαδή -, μετασχηματίζει το είδωλό μας με βάση την προϋπάρχουσα αυτοπροσδιοριμένη εικόνα μας και έτσι ποτέ μα ποτέ δεν βλέπουμε το αυθεντικό φυσικό μας είδωλο! Κάθε φορά που δημιουργούμε μια εικόνα – και ιδιαίτερα για ό,τι μας ενδιαφέρει πολύ – ταυτόχρονα την ερμηνεύουμε αυτή την εικόνα και έτσι η όποια πρόσληψή της εμπεριέχει και την ερμηνεία ή μάλλον και τις πολλαπλές ερμηνείες μας. Κατ’ ουσία διαφορετική εικόνα προσλαμβάνουν οι άλλοι για το είδωλό μας και άλλη γευόμαστε εμείς.

Υπάρχει πέραν της εγωιστικής συμπεριφοράς μας και μια άλλη στάση μας που αιτιολογεί την τάση μας να βάζουμε τις προσωπικές μας πινελιές στην προσωπογραφία μας. Πρόκειται για τη δημιουργική και την καλλιτεχνική ενσυνείδητη συμπεριφορά μας να παρεμβαίνουμε σε κάθε φυσική εικόνα. Αυτό σημαίνει ότι ποτέ μα ποτέ δεν βλέπουμε μια φυσική εικόνα, όπως την αντικατοπτρίζει ένας καθρέφτης.

Αλλά γιατί προσφεύγουμε διαρκώς στον καθρέφτη; Φοβόμαστε μήπως ο «κλέφτης ο χρόνος» μάς προσθοαφαιρέσει ό,τι εμείς δεν θέλουμε; Είναι μια ψυχική ανάγκη επιβεβαίωσής μας ή και καλλιέργειας της αυτογνωσίας μας; Είναι ένας ναρκισσισμός που γλυκαίνει την τραχύτητα της καθημερινότητάς μας; Θέλουμε να δούμε τη διαφορετική κάθε φορά εικόνα μας και να μην χάσουμε καμιά απ’ αυτές; Αν δεν πηγαίνουμε στον καθρέφτη, πώς θα σχηματίζεται η διαρκώς μεταβαλλόμενη εικόνα μας; Θα είναι μια θεωρητική επινόησή μας; Θα δεχόμαστε μια τέτοιας έκτασης αυθαιρεσία στο σχηματισμό του ειδώλου μας; Αν έχουμε μια σωματική αναπηρία, πώς διαμορφώνουμε την εικόνα μας; Γίνεται ο καθρέφτης δυνάστης; Ενοχοποιούμε κάθε κάτοπτρο και κάθε κατοπτρισμό μας;

Ας δούμε επ’ αυτών μια σχετική προσέγγιση. «Αυτήν τη συνήθη ανθρώπινη στάση μελετά πειραματικά τα τελευταία τρία χρόνια ο Nicholas Epley, καθηγητής Ψυχολογίας στο Πανεπιστήμιο του Σικάγου των ΗΠΑ. “Καθημερινά κοιταζόμαστε πολλές φορές στον καθρέφτη, δεν βλέπουμε όμως κάθε φορά την ίδια ακριβώς εικόνα”, εξηγεί ο Epley. Είμαστε αχτένιστοι και με πρησμένα μάτια όταν ξυπνάμε το πρωί, περιποιημένοι και σοβαροί όταν φεύγουμε για τη δουλειά μας, αθλητικά ντυμένοι και χαλαροί όταν πάμε να τρέξουμε στο πάρκο, ντυμένοι στην τρίχα (και ενδεχομένως μακιγιαρισμένοι) όταν είμαστε καλεσμένοι σε κάποιο πάρτι ή σε μια επίσημη δεξίωση. “Από την έρευνά μας προκύπτει ότι, κατά μέσο όρο, τα περισσότερα άτομα επιλύουν προς όφελός τους τόσο αυτές τις αντιφατικές μεταξύ τους καταστάσεις όσο και την ανάγκη για αδιάκοπη αλλαγή στάσης, υιοθετώντας μια εξιδανικευμένη νοητική αναπαράσταση της ίδιας τους της αυτο-εικόνας”, υποστηρίζει ο Epley»[i].

Γνωρίζουμε πολύ καλά άλλωστε και ένα μυστικό. Ποτέ η απόλυτα πειστική απεικόνιση του οποιουδήποτε τμήματος της φύσης δεν εκφράζει καλύτερα το τμήμα αυτό από έναν πίνακα ζωγραφικής που «μορφοποιεί» αυτό το ίδιο τμήμα. Αν συγκρίνουμε, για παράδειγμα, μια φωτογραφία και έναν πίνακα ζωγραφικής με το ίδιο θέμα, θα επιλέξουμε τον πίνακα για να απολαύσουμε καλύτερα την απεικόνιση. Ίσως γιατί ο καλλιτέχνης δεν αντιγράφει και αφήνει «υπαινιγμούς» στο έργο του στους οποίους εμείς κάνουμε προεκτάσεις, δίνουμε ερμηνείες, καταθέτουμε φαντασιώσεις και έτσι συμμετέχουμε καλλιτεχνικά και εμείς στην όλη τελετουργία.

Και αυτό θέλουμε συνειδητά και ασυνείδητα κάθε φορά, να βλέπουμε στον καθρέφτη πέραν του φυσικού μας ειδώλου, τη δική μας ερμηνεία, τη δική μας «ματιά» και στο βλέμμα μας και στο πρόσωπό μας και στο σώμα μας. Κανένας καθρέφτης ποτέ δεν θα μάς δώσει – δεν μπορεί να μάς δώσει – το πραγματικό είδωλό μας. Θα μάς δίνει μόνο την «αφορμή» να επινοούμε διαρκώς την εικόνα του εαυτού μας, θα μάς χαρίζει τον «καμβά – φυσικό είδωλο» πάνω στον οποίο θα φιλοτεχνούμε το πορτρέτο μας με τις δικές μας πινελιές…

[i] Σ. Μανουσέλης, Καθρέφτη, καθρεφτάκι μου… τι είναι αυτό που βλέπω; ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ 6.2.2010

 

Portrait d’une Femme à sa Toilette, by Titian

 

 

Δοκίμιο: «Μπορούμε να γνωρίσουμε τον εαυτό μας;»

$
0
0
Του Νίκου Τσούλια //

 

 

Jean-Léon Gérôme (1824–1904): Socrates seeking Alcibiades in the House of Aspasia, 1861


Η αυτογνωσία θεωρείται ως το πιο βασικό στοιχείο της ζωής μας και του εαυτού μας. Και δεν θα μπορούσε να είναι αλλιώς αφού το ταξίδι της ζωής και το όποιο περιεχόμενο της ζωής το βιώνουμε μέσα από την αυτογνωσία μας.

Είναι εύκολη αυτή η προσπάθεια; Καθόλου, ίσως να αποτελεί και το πιο δύσκολο εγχείρημα της ζωής μας. Η δυσκολία έγκειται σε συγκεκριμένα «εμπόδια». Πρώτον, η αυτογνωσία δεν αποτελεί συνήθως κορυφαία αγωνία για τον ίδιο τον άνθρωπο. Πορευόμαστε μαζί με τον εαυτό μας ζώντας της ζωή μας χωρίς να στοχαζόμαστε, χωρίς να ερευνούμε, χωρίς να συζητούμε με τους άλλους ανθρώπους αυτό το μεγάλο ζήτημα. Η συνήθης εικόνα είναι μάλλον εικόνα αδιαφορίας. Δεν έχουμε δηλαδή κατακτήσει μια κοσμοθεωρία διαρκούς έρευνας της αυτογνωσίας μας και αυτό συνιστά ένα μειονέκτημα της ίδιας της ζωής μας. Η διαρκής αναζήτηση του πορτρέτου μας είναι η πιο όμορφη περιπέτεια που μπορούμε να επινοήσουμε. Άλλωστε η αναζήτηση αυτή είναι απόλυτα συνυφασμένη με τη δημιουργία του εαυτού μας – αναζητώντας δημιουργείς και δημιουργώντας αναζητείς!

Δεύτερον, έχουμε συνηθίσει να μαθαίνουμε κυρίως τον εξωτερικό κόσμο και αυτή η στάση παγιώνεται και γίνεται η μόνη μας φροντίδα. Δεν μπορούμε να θέσουμε τον εαυτό μας «απέναντι», δεν μπορούμε να τον τοποθετήσουμε σε θέση «παρατηρούμενου αντικειμένου» ή «επισκοπούμενου πεδίου» και αυτό αποτελεί και μια βάσιμη δικαιολογία για την αναπαραγωγή μιας λανθασμένης ούτως ή άλλως συμπεριφοράς. Τρίτον, ο εαυτός μας δεν αποτελεί ένα σταθερό πεδίο αναφοράς αλλά είναι υπό διαρκή μετασχηματισμό. Οι μεταμορφώσεις μας και η συνεχής εξελικτική διαδικασία μας χαρακτηρίζουν το σύνολο της ζωής, αρκεί να δούμε σε γενικές γραμμές την εικόνα μας στα πιο χαρακτηριστικά στάδια της, του νεογέννητου, του μωρού, του παιδιού, του έφηβου, του νέου και της νέας, του ώριμου και της ώριμης, του ηλικιωμένου και της ηλικιωμένης, του υπερήλικα. Αντιλαμβανόμαστε τις χαοτικές μεταβολές του εαυτού μας σε κάθε πεδίο επιμέρους αναφοράς του (κοινωνικό, βιολογικό, συναισθηματικό, ψυχολογικό) και «σηκώνουμε τα χέρια μας ψηλά» από τις φοβερές «αποστάσεις» της δομής και της λειτουργίας μας στα διάφορα στάδια της ηλικίας μας.

Αλλά με ποιους τρόπους τελικά μπορούμε να γνωρίσουμε τον εαυτό μας ή, πιο ορθά, να τείνουμε έστω ασύμπτωτα στην αυτογνωσία μας; Εφόσον είμαστε κοινωνικά όντα, η βασική γραμμή πλεύσης μας για τη γνώση του εαυτού μας δεν μπορεί παρά στρέφεται στο σύνολο των κοινωνικών μας σχέσεων και των κοινωνικών μας λειτουργιών, στο σύνολο των κοινωνικών μας ρόλων. Όσο αυξάνουμε την «κοινωνικότητά μας», τόσο περισσότερες δυνατότητες έχουμε για την αυτογνωσία μας. Αλλά και στη μικροκλίμακα της καθημερινότητας, των σημαντικών ή και των ασήμαντων επαφών μας με τον περίγυρό μας αναδεικνύεται το πεδίο μελέτης μας. Οι ανθρώπινες και οι διαπροσωπικές σχέσεις μας είναι προνομιακό έδαφος για την προαγωγή της αυτογνωσίας μας.

Δεν ζούμε σε «κοινωνικό κενό», δεν μπορούμε να νοηθούμε χωρίς τον «άλλο άνθρωπο». Υπάρχουμε ως άνθρωποι, έχουμε γίνει άνθρωποι μόνο μέσα στην κοινότητα των ανθρώπων. Ακόμα και εκείνοι οι πραγματικοί μοναχοί και ασκητές που διατείνονται ότι επιχειρούν να ερευνήσουν τον εαυτό τους (και να συναντήσουν το Θεό) χωρίς τις δεσμεύσεις και τους περιορισμούς και τις αλλοιώσεις της καθημερινής ζωής, κουβαλούν αναπόφευκτα μέσα τους τον όποιο εξανθρωπισμό δέχτηκαν στα πρώτα βήματα της ζωής τους και την όποια κοινωνικοποίησή τους βίωσαν όσο διάστημα ήταν μέλη της κοινότητας των ανθρώπων. Ακριβώς σ’ αυτό το σημείο τέμνονται η ετερογνωσία (η γνώση των άλλων, η γνώση του Κόσμου) και η αυτογνωσία, γιατί δεν μπορούμε να κατανοήσουμε τη φύση μας παρά μόνο μέσα από την αλληλεπίδρασή μας με τον άλλο άνθρωπο. Όσο δεν επιχειρούμε να γνωρίσουμε τον άλλο άνθρωπο, δεν πρόκειται να κάνουμε ούτε ένα βήμα προς εκείνους τους δρόμους που βγάζουν στην αυτογνωσία μας. Μέσα από την καλλιέργεια ουσιαστικών σχέσεων, μέσα από τις δυσκολίες, τις αποδοκιμασίες, τις επιτυχίες, τις ευτυχίες και τις δυστυχίες της ζωής, μέσα από τη διαπάλη του επαγγελματικού στίβου, μέσα από τους κοινωνικούς και πολιτικούς μας αγώνες διαμορφώνουμε και ταυτόχρονα γνωρίζουμε τον εαυτό μας .

Η ίδια η ανθρώπινη φύση μας ζει και αναπνέει στο διαρκές παιχνίδι του αξιερώτητου και της αναζήτησης. Εμείς στομώνουμε τα μεγάλα ερωτήματα που διαρκώς στροβιλίζονται στη σκέψη μας με το πρόσχημα του βιοποριστικού αγώνα, ωσάν να είναι αυτά τα δύο πεδία αντιπαραθετικά. Αλλά τότε για ποιο λόγο ζούμε; Μήπως νομίζουμε ότι ζούμε, ενώ απλώς υπάρχουμε, όπως η πέτρα δίπλα μας ή το δέντρο απέναντί μας;

Στο αρχικό μας ερώτημα: αν μπορούμε να γνωρίσουμε τον εαυτό μας, θέτουμε ένα πρότερο ερώτημα: θέλουμε πράγματι να γνωρίσουμε τον εαυτό μας; Αν θέλουμε, τότε σίγουρα μπορούμε. Όχι για να φτάσουμε στην τελική γνώση και αυτογνωσία. Γιατί η αυτογνωσία είναι ένας δρόμος, ο δρόμος της ζωής. Είναι μια περιπέτεια, γιατί αγωνίζεσαι να φτιάξεις το μοναδικό σου δρόμο, την προσωπική σου αφήγηση, την απόλυτα δική σου ιστορία παλεύοντας και με τις δικές σου «δυνάμεις» και με τις «αλλότριες» δυνάμεις, αντιμετωπίζοντας Λαιστρυγόνες και Κύκλωπες, Σειρήνες και Καλυψώ. Ποιος μπορεί να αρνηθεί αυτή την όμορφη οδύσσεια; Ποιος δεν θέλει να γεύεται το ταξίδι της ζωής του;

Charles Le Brun, 1664, Entry of Alexander into Babylon, Louvre,Paris

 

 


Μπάλα και διαφθορά του πνεύματος

$
0
0
Γράφει ο Μίνως-Αθανάσιος Καρυωτάκης //

 

 

«Η σκοτεινή όψη του ποδοσφαίρου» των Ζαν-Μαρί Μπρομ και Μαρκ Πέρελμαν, Εφ. Συντακτών, σελ. 81

 

Στην Ελλάδα ανέκαθεν γίνονταν συζητήσεις σχετικά με τη σημασία του αθλητισμού και ιδίως του ποδοσφαίρου. Το συγκεκριμένο άθλημα, άλλωστε, έχει καταφέρει να προκαλέσει πολλά δεινά σε πανελλαδικό επίπεδο. Ο χουλιγκανισμός, οι στημένοι αγώνες, οι μαφιόζικες πρακτικές, το ξέπλυμα μαύρου χρήματος καθώς και η αξιοποίηση των ποδοσφαιρικών κλαμπ για πολιτικούς σκοπούς είναι μερικοί από τους λόγους για τους οποίους το λαοφιλές αυτό άθλημα έχει δεχτεί, ουκ ολίγες φορές, έντονη κριτική. Τι γίνεται όμως, όταν το ποδόσφαιρο εξεταστεί με μια κριτική ματιά εντός ενός κοινωνικού πλαισίου; Είναι όντως μια μορφή τέχνης, όπως υποστηρίζει η καθεστηκυία τάξη των πραγμάτων ή μήπως είναι μια διασκέδαση που συμβάλλει στη μαζικοποίηση των πολιτών;

Ο Ζαν-Μαρί Μπρομ, κοινωνιολόγος με ειδίκευση στην πολιτική κοινωνιολογία του αθλητισμού και πολιτικός ακτιβιστής του κινήματος που μποϋκοτάρει τους Ολυμπιακούς αγώνες, μαζί με τον διδάκτορα της φιλοσοφίας και αιχμηρό κριτή του αθλητικού χώρου, Μαρκ Πέρελμαν, συνθέτουν ένα έργο που είναι αδύνατο να μην προβληματίσει έναν σκεπτόμενο αναγνώστη. Μπορεί το συγκεκριμένο βιβλίο να δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά το μακρινό 1998, αλλά η ανάλυσή του είναι πιο επίκαιρη από ποτέ. Επιπλέον, μέσω των όσων γεγονότων εξιστορούνται, γίνεται έκδηλη η αδυναμία των πολιτών να δώσουν μια αποτελεσματική λύση στο σύστημα που συντηρεί το ποδόσφαιρο. Ήδη από εκείνη την εποχή υπήρχαν έντονα σκάνδαλα διαφθορά, με τους υπαίτιους να μην τιμωρούνται ουσιαστικώς. Παράλληλα, ο κλάδος των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης φαίνεται να μην διατελεί τον ρόλο του και να παράγει αθλητικογράφους οπαδούς και όχι σωστούς επαγγελματίες. Χαρακτηριστικό είναι το ακόλουθο απόσπασμα (σελ. 30): «Η πρόθεση των εναγομένων ιθυνόντων της Ολυμπίκ Μαρσέιγ, που αφορούσε την απόκτηση των καλύτερων παικτών ώστε να κατακτήσουν το Κύπελλο της Ευρώπης, δεν μπορεί να δικαιολογήσει τη θεσμική απάτη που οργανώθηκε από τον σύλλογο της Μασσαλίας, ακόμη κι αν δεν είναι ο μόνος σύλλογος της Γαλλίας που έχει εφαρμόσει παρόμοιες πρακτικές…»

Επίσης, οι δύο συγγραφείς αναλύουν την καλλιτεχνική έννοια που δίνεται απλόχερα στο ποδόσφαιρο, αλλά και ορισμένες αριστοτεχνικές ενέργειες των ποδοσφαιριστών, οι οποίες παρουσιάζονται ως πράξεις αξιομνημόνευτες και υπέροχες. Ωστόσο, όπως λένε οι ίδιοι, πως γίνεται το ποδόσφαιρο να θεωρείται τέχνη τη στιγμή που δεν προσπαθεί να προβληματίσει τον θεατή, αλλά και δεν έχει ούτε την παραμικρή έννοια της ασκήσεως κριτικής στην καθεστηκυία τάξη πραγμάτων; Επεκτείνοντας τον συγκεκριμένο συλλογισμό οι συγγραφείς τονίζουν ότι ουσιαστικά το ποδόσφαιρο ανήκει στον χώρο κυριαρχίας του ορατού στοιχείου και υποκαθιστά την τέχνη, με απώτερο σκοπό την κινητοποίηση και την εκτόνωση της μάζας.

Εν κατακλείδι, «Η σκοτεινή όψη του ποδοσφαίρου» είναι ένα άκρως ενδιαφέρον έργο, το οποίο καταπιάνεται σε πολλαπλά επίπεδα με το γνωστότερο άθλημα παγκοσμίως, το ποδόσφαιρο. Ασκεί κριτική σε εξίσου πολλαπλά επίπεδα και φανερώνει ουσιώδεις πτυχές και προβληματισμούς, που συνηθίζεται να παραμένουν στο περιθώριο της δημόσιας συζήτησης

 

 

Δοκίμιο: «Πήραν την Πόλη, πήραν την»

$
0
0
Του Νίκου Τσούλια //

 

Χαμένες πατρίδες μας υπήρξαν κι άλλες. Εθνικές καταστροφές έχουν συνοδεύσει αρκετές φορές την ιστορία του τόπου μας. Αλλά η άλωση της Κωνσταντινούπολης είναι μια πολύ ξεχωριστή περίπτωση. Είναι ένα γεγονός που τέμνει την μακρά ιστορία του Ελληνισμού, που είναι δρώσα πραγματικότητα στη συλλογική συνείδηση των Ελλήνων.

 

Ίσως γιατί ήταν η πρωτεύουσα της πιο μακρόχρονης στην ιστορία του Δυτικού πολιτισμού αυτοκρατορίας. Ίσως γιατί ήταν το κέντρο της Ορθοδοξίας και της Ανατολικής χριστιανικής εκκλησίας. Ίσως γιατί ήταν έμβλημά της η Αγιά Σοφιά, το τόσο ξεχωριστό μνημείο στην ιστορία του ανθρώπου. Ίσως γιατί συνδέθηκε με μύθους και με θρύλους που στο διάβα του χρόνου το μόνο που κάνουν είναι να πηγαίνουν αντίστροφα προς τη ροή των πραγμάτων, να ισχυροποιούνται με το χρόνο αντί να ξεθωριάζουν. Ίσως γιατί η Πόλη έγινε σύμβολο που διατρέχει σύνορα και εξουσίες, συνειδήσεις και αντιλήψεις. Όταν λέμε Πόλη, είναι αυτή. Η Πόλη είναι μία. Ακόμα και οι σημερινοί επικυρίαρχοί της δεν απέφυγαν αυτή τη συνθήκη!

 

 

Στα παλιά αναγνώσματα της Ελλάδας κυριαρχούσε έντονα ο παιδαγωγικός χαρακτήρας – συχνά με αντιπαιδαγωγικό τρόπο – και η γνώση δεν ήταν αυτοσκοπός αλλά μέσο αγωγής. Στις δεκαετίες του 1960 και του 1970 ήταν έντονο το άρωμα της πατρίδας στα σχολικά βιβλία. Και εδώ η άλωση της Πόλης είχε ξεχωριστή θέση. Αλλά δεν ήταν μόνο αυτό. Οι μανάδες εκείνης της περιόδου μιλούσαν συχνά – πυκνά για το «Μαρμαρωμένο Βασιλιά», για το «πάλι με χρόνια με καιρούς, πάλι δικά μας θα ‘ναι», ανεξάρτητα από τη μόρφωση που είχαν. Και χρόνια τώρα αναρωτιέμαι. Πώς μπορεί να βαστάει χρόνια και αιώνες αυτός ο θρύλος; Μπορεί η προφορική παράδοση να είναι ανοξείδωτη στη σκουριά του χρόνου; Τι είναι αυτό που θεριεύει τους πόθους ενός λαού;

Ας δούμε μια μικρή αναφορά από τον πυρήνα των θρύλων και της ιστορίας. «Ο τρόπος που θυσιάστηκε ο τελευταίος Αυτοκράτορας, καθώς και ότι δεν διασώθηκαν πληροφορίες για τις τελευταίες στιγμές του στο πεδίο της μάχης, αποτέλεσαν πηγή έμπνευσης για ποικίλους θρύλους με κυριότερο αυτόν του «μαρμαρωμένου βασιλιά»[44] που περιμένει την στιγμή να ανακτήσει την Πόλη και την Αυτοκρατορία του.

Μια λαϊκή χριστιανική παράδοση, αναφέρει ότι τη στιγμή που διέρρηξαν οι Τούρκοι την πύλη της Αγίας Σοφίας τελούνταν η θεία λειτουργία και ο ιερέας τη στιγμή που είδε τους μουσουλμάνους να ορμούν στο πλήθος των πιστών, εισήλθε και εξαφανίσθηκε μέσα στον τοίχο, πίσω από το Άγιο Βήμα, που άνοιξε μπροστά του κατά τρόπο μαγικό. Λέγονταν ότι όταν η Κωνσταντινούπολη θα επανέλθει στα χέρια των Χριστιανών, ο ιερέας θα βγει από τον τοίχο για να συνεχίσει την λειτουργία[45]. Ένας άλλος θρύλος λέει ότι ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος στο ένα του χέρι είχε έξι δάχτυλα και αν βρεθεί κάποιος Έλληνας που έχει έξι δάχτυλα τότε θα ανακτήσει ( ο Κωνσταντίνος ) την Πόλη και την αυτοκρατορία του. Κατά τα τέλη του 19ου αιώνα, ο Αμερικάνος ιστορικός Ε. Α. Γκρόσβενορ αναφέρει ότι στην συνοικία Αμπού Βέφα στην Κωνσταντινούπολη, υπήρχε ένας χαμηλός ανώνυμος τάφος τον οποίο οι Έλληνες τιμούσαν ως τάφο του Κωνσταντίνου και τον χρησιμοποιούσαν κρυφά ως τόπο προσευχής. Όμως η Οθωμανική Κυβέρνηση επενέβη εκείνη την εποχή επιβάλλοντας ποινές και ερημώνοντας το μέρος[46]»[i].

Όταν βρέθηκα πρώτη φορά στην Κωνσταντινούπολη με την υλοποίηση ενός εκπαιδευτικού προγράμματος, κουβαλούσα ένα φορτίο απροσδιόριστο σε πολλά σημεία του γιατί μετεωριζόμουνα μεταξύ της ιστορικής πραγματικότητας και της φαντασιακής πραγματικότητας των θρύλων. Ίσως να ήταν και η προτροπή του Πατριάρχη προς τους μαθητές και τις μαθήτριες – «να προσπαθήσετε να ακούσετε τις μυστικές φωνές του παρελθόντος» όταν θα επισκεπτόμασταν την Αγιά Σοφιά – που προκάλεσε ένα περίεργο, ένα πρωτόγνωρο συναίσθημα ζώσας ιστορίας, έκδηλης θρησκευτικότητας και θεριέματος θρύλων και πόθων.

 

 

Το δέος της αρχιτεκτονικής του ναού νιώθεις ότι χάνεται από το φορτίο της παράδοσης. Ψυχανεμίζεσαι με καθετί. Φαντάζεσαι τη Θεοδώρα να ανεβαίνει στο γυναικωνίτη της με το άρμα των αλόγων και προσλαμβάνεις μια γεύση δόξας και μεγαλείου βλέποντας τον πλατύ δρόμο που οδηγεί προς τα εκεί. Ο χώρος της εκκλησίας δεν είναι χώρος κλειστού κτιρίου. Δεν σε περιορίζει. Σε εξυψώνει, μόλις ατενίζεις προς τους θόλους του, γιατί οι θόλοι του είναι προθάλαμοι της ουράνιας σφαίρας. Οι λεηλατημένοι τοίχοι και τα απομεινάρια των εικόνων δεν στομώνουν τη σκέψη σου. Αντίθετα, απελευθερώνουν τη φαντασία για να γονιμοποιηθεί με τη νοσταλγία και να δημιουργήσουν την εικόνα «εκείνη», των παλιών εποχών. Όσο και αν σε πληγώνει η χαίνουσα πληγή της Άλωσης της Πόλης πάντα θα ενοικεί μέσα σε κάθε συνείδηση – που μπορεί να ακούει τις φωνές της ιστορίας – το μεγαλείο του Βυζαντίου, η βαριά παράδοση δέκα ολόκληρων αιώνων!

 

[i] el.wikipedia.org

 

 

 

Δοκίμιο: «Οι τεχνικές σχέσεις μου με τα βιβλία»

$
0
0
Του Νίκου Τσούλια //

 

Books are the quietest and most constant of friends; they are the most accessible and wisest of counselors, and the most patient of teachers.” … Charles William Eliot

 

Έντεκα σχετικές προτάσεις

Αρκετά ειδικό το σημερινό σημείωμα. Απευθύνεται κυρίως στους βιβλιοφάγους, σ’ αυτή την κατ’ εξοχήν ιδιόρρυθμη ομάδα ανθρώπων. Αφορά τελικά μια μικρή ανάλυση για τα βιβλία ως «φυσικά αντικείμενα» στο χώρο ενός διαμερίσματος και την παράθεση κάποιων απόψεων ως προς το πώς να τα χειριζόμαστε. Δηλαδή κάτι σαν «ανταλλαγή» (μονομερή;) ιδεών και απόψεων για το συγκεκριμένο θέμα.

Στο διαμέρισμα μένουν άνθρωποι και βιβλία, κυκλοφορούν άνθρωποι και βιβλία, έχουν τους δικούς τους επιμέρους χώρους άνθρωποι και βιβλία, συναναστρέφονται άνθρωποι και βιβλία. Λογικό είναι να διευθετούνται οι μεταξύ των σχέσεις, ουσιαστικές και τεχνικές. Και οι τεχνικές πλευρές δεν είναι καθόλου ασήμαντες, κουβαλάνε και πτυχές της ουσιαστικής πλευράς.

Οι σχέσεις αυτές ξεκινάνε πριν ακόμα τα βιβλία εισέλθουν στο διαμέρισμα και ή δεν τελειώνουν ποτέ (προκειμένου για τα κλασικά ή για τα επιστημονικά ή για τα πολύ αξιόλογα βιβλία) ή παραμένουν σε εποχιακή βάση για τα συγκριτικά λιγότερο σημαντικά βιβλία (προκειμένου γι’ αυτά που παίρνουν την άγουσα από το διαμέρισμα) και παίρνουν το δρόμο για το χωριό ή, τέλος, τελειώνουν οριστικά τις επαφές μας (προκειμένου για βιβλία που δεν ενδιαφέρουν) και που τελικά θα σκορπίσουν σε βιβλιοθήκες ή σε μαθητές γνωστών φίλων ή σε ανθρώπους του χωριού μου.

Οι σχέσεις μας με τα βιβλία αρχίζουν πριν ακόμα εισέλθουν στους χώρους μας. Και πρέπει να διευθετούνται αυτές οι σχέσεις, γιατί είναι σχέσεις καθημερινές. Η είσοδος των βιβλίων πάντα ήταν πολύ πιο μεγάλη από τις όποιες εξόδους τους εδώ και πολλά χρόνια. Λογική συνέχεια αυτού του στοιχείου ήταν η αναθεώρηση της αναντιστοιχίας ρυθμών εισόδου – εξόδου. Και επειδή η εισαγωγή βιβλίων είναι πάθος, η μόνη λύση είναι η επιτάχυνση της εξαγωγής. Η οικονομική κρίση όμως ανέκοψε την ποσοτική έκταση του βιβλιοφιλικού πάθους. Τώρα για να αγοραστεί κάποιο βιβλίο θα πρέπει να είναι μάλλον σαφές ότι κάποιος από την οικογένεια θα δηλώσει ότι θα το διαβάσει. Είναι θέμα οικονομικό, είναι και πρόβλημα χώρου. Τα δωμάτια είναι γεμάτα βιβλιοθήκες, οι βιβλιοθήκες είναι γεμάτες βιβλία – σε κάποια ράφια μέχρι και τρεις σειρές βιβλίων, οι βεράντες, το πατάρι και η αποθήκη έχουν κούτες με βιβλία, το αυτοκίνητο έχει και αυτά τα λίγα δικά του βιβλία (!) και τέλος το «γραφείο» μου και το ράφι μου στο λύκειο που διδάσκω έχουν κι αυτά τα βιβλία τους! Είμαστε πλήρεις βιβλίων, παντού.

Και για να εισέρχονται καινούργια βιβλία, πρέπει πλέον να αποφασίζω ποια θα εξέρχονται με τους τρόπους που προανέφερα. Μετά από αυτή την μικρή προσέγγιση της προσωπικής μου σχέσης (στο τεχνικό τους μέρος) με τα βιβλία μπορώ να καταθέσω κάποια πρόχειρα πορίσματα. Και να ποιες είναι οι απόψεις μου για το χειρισμό του συγκεκριμένου ζητήματος.

  1. Η αγορά βιβλίων οφείλει να είναι προσεκτική και μελετημένη, δηλαδή να έχει προηγηθεί σχετική ανάλυση και να είμαστε βέβαιοι ότι θα το διαβάσουμε και είναι μια μελετημένη επιλογή μας.
  2. Τα βιβλία με την είσοδό τους θα πρέπει να περνάνε από ένα σύστημα ταξινόμησης, έστω πρόχειρο και αυτοσχέδιο και η ταξινόμηση αυτή θα έχει δύο όψεις, α) τη θέση του βιβλίου στους χώρους του διαμερίσματος και β) την ηλεκτρονική / ψηφιακή του καταχώρηση, έτσι ώστε τελικά να υπάρχουν στο αρχείο όλα τα βιβλία μας.
  3. Τα βιβλία πρέπει να παίρνουν κάποια σειρά για διάβασμα. Μπορούν να διαβάζονται 2-3 βιβλία παράλληλα, αλλά η γνώμη μου είναι να μην είναι της ίδιας θεματικής. Να διαβάζουμε, για παράδειγμα, ένα μυθιστόρημα, ένα δοκίμιο επαγγελματικής φύσεως και ένα επιστημονικό βιβλίο. Σε μια τέτοια περίπτωση τα περιεχόμενα των βιβλίων είναι απόλυτα οριοθετημένα, δεν προκαλούν κάποιου είδους σύγχυση στη σκέψη μας που μάς περιτριγυρίζει ούτως ή άλλως όσο τα μελετάμε και δεν χάνουν τίποτα από την απόλαυση του διαβάσματός των.
  4. Τα βιβλία πρέπει να τα διαβάζουμε σχετικά γρήγορα όταν μπαίνουν στο σπίτι μας, δηλαδή και να τα ξεκινάμε όσο το δυνατόν γρηγορότερα αλλά και ο ρυθμός διαβάσματος θα πρέπει να μην είναι αργός. Στην αντίθετη περίπτωση κινδυνεύουμε να μην κατανοήσουμε πλήρως το βιβλίο και πάντως να μην ευχαριστηθούμε το περιεχόμενό του.
  5. Παράλληλα με το διάβασμα ή μετά απ’ αυτό αλλά όχι αρκετά μετά, προχωράμε σε αποδελτίωση των πιο σημαντικών – κατά τη γνώμη μας – σημείων. Αυτή η ενέργεια είναι – κατά την άποψή μου – πολύ σημαντική, γιατί μας δίνει τη δυνατότητα να χρησιμοποιήσουμε τα στοιχεία της αποδελτίωσης ως βιβλιογραφική παραπομπή σε ενδεχόμενα άρθρα μας ή να ξαναδιαβάζουμε τα κύρια σημεία του σε ύστερους χρόνους. Και η αποθησαύριση κάθε βιβλίου είναι μορφωτικό απόσταγμα και είναι συστατικό στοιχείο και της απόλαυσης του διαβάσματος και του απόλυτα χρήσιμου σκοπού της μελέτης.
  6. Με το τέλος του διαβάσματος το βιβλίο παίρνει τη θέση στους χώρους των βιβλιοθηκών και καλό είναι να σημειώνεται στην ψηφιακή μας αρχειοθέτηση πού έχουμε βάλει το βιβλίο για να το βρίσκουμε εύκολα αν το χρειαστούμε.
  7. Τα παιδιά έχουν τις δικές τους βιβλιοθήκες και τις δικές τους επιλογές για την αγορά των βιβλίων τους με την όποια κατ’ αρχή δική μας συμβουλή.
  8. Αν το βιβλίο δεν το χρειαζόμαστε έτι περαιτέρω το δωρίζουμε σε βιβλιοθήκες ή σε βιβλιοφάγους. Το δίνουμε σε ανθρώπους που ξέρουμε με βεβαιότητα ότι θα το διαβάσουν και ότι εκτιμούν την αποστολή των βιβλίων.
  9. Τα βιβλία μας τα διατηρούμε σε άριστη κατάσταση και τα προσέχουμε σα να είναι ζωντανά πλάσματα. Τους εξασφαλίζουμε καθαριότητα και καλούς χώρους (ήπιου φωτισμού και καλού αερισμού). Από τους χειρότερους εχθρούς του βιβλίου είναι το ηλιακό φως και το νερό (υγρασία κλπ).
  10. Τα βιβλία και ιδιαίτερα τα πιο αγαπημένα μας δεν τα δανείζουμε. Συνήθως το μετανιώνουμε, γιατί μάλλον θα κακοπεράσουν, στη δε συνέχεια αυτού του γεγονότος αλλοιώνονται και οι σχέσεις μας με αυτούς που τα ταλαιπώρησαν.

 

 

Antikvarne knjige: FOTO BLOG, Nathalie Tremblay via Nathalie Tremblay

 

 

Δοκίμιο: «Απόκρεω- Η ενδιάμεση διαδρομή»

$
0
0
Του Αντώνη Κηπουρού // *

 

Δεν ήταν από πάντα έτσι τα πράματα. Η διατροφική αλλαγή που επέβαλα στον εαυτό μου, φάνταζε μόνιμη μέσα στην αυστηρότητά της. Ήμουνα διστακτικός στο να πιστέψω στη μακροβιότητά της. Η προηγούμενη πρακτική μου ήτανε ένα πολύ σοβαρό εμπόδιο, κάτι σαν στίγμα. Στο σπίτι μου, έχω στην αυλή ένα χτιστό φούρνο, μεγάλης χωρητικότητας, μια ψησταριά για αμνοερίφια και δύο κινητές ψησταριές ακόμα, μήπως και χρειαζόταν κάποια μετακίνηση αν ήταν ανάγκη. Και τι δεν ψήθηκε εκεί πάνω, από στεριά και από θάλασσα. Γευστική πανδαισία. Όλοι χαρούμενοι. Ένας πίνακας διαχρονικός, το τραπέζι με τα ψαρικά η τα σφαχτάρια, τα κρασιά και τα ανέμελα γέλια των ομοτράπεζων. Κάθε φορά τα ίδια, ώσπου γέμισαν τα χρόνια και η μαζεμένη εμπειρία από τις έρευνες για τη διατροφή, άρχισε να αποδομεί το τοπίο. Στο διαδίκτυο, οι αναφορές και τα videos, ανάψανε τη θρυαλλίδα. Ο σύγχρονος τρόπος ζωής μας απομάκρυνε, τουλάχιστον εμάς που ζούμε στις πόλεις, από τις πατροπαράδοτες εικόνες που ξέραμε, με τα άκακα ζώα να βόσκουνε στην εξοχή το δροσερό χορτάρι. Οι εικόνες που ξέραμε, άλλαξαν στο λογισμικό μας σε στοίβες από σφαχτάρια στα ψυγεία των σούπερ μάρκετ. Όλα τακτοποιημένα σε σειρές κατά είδος. Μια εικόνα με καθολική αποδοχή. Οι στοίβες ανεβοκατέβαιναν με την αντικατάστασή τους με νεότερες. Μια καλολαδωμένη μηχανή που δούλευε μέρα νύχτα ασταμάτητα. Οι ανάγκες του ανθρώπου για το κρέας, σε πρώτη προτεραιότητα. Η ιστορία λέει ότι η βελτίωση της εγκεφαλικής λειτουργίας στον άνθρωπο, παρατηρήθηκε από τότε που άρχισε να τρώει κρέας κυνηγίου. Μιλάμε για τους πρωτόγονους. Μεγάλωσε το κρανίο για να χωράει ο αναπτυσσόμενος εγκέφαλος και η εξέλιξη καλά κρατούσε. Η τροφή της κάθε μέρας εξαρτιότανε από το κυνήγι και από τα φρούτα της κάθε εποχής. Αυτό φαίνεται και από τις απεικονίσεις της ζωής των πρωτογόνων στα σπήλαια.

Η εποχή της αθωότητας. Εδώ πάνω γεννήθηκε η ένστασή μου. Τίποτε δεν δικαιολογεί την άμετρη, την άκρατη χρήση του κρέατος που παρέχεται στην αγορά. Αν εξαιρεθεί ένα μικρό ποσοστό που το κρέας είναι ίσως απαραίτητο για τη διατροφή, το μεγαλύτερο ποσοστό αφορά σε μια αλόγιστη χρήση που ακουμπά στον μιμητισμό και την ευκολία, από τότε που το κρέας πήρε τιμή στο χρηματιστήριο αξιών αναξίων του ανθρώπινου προορισμού. Πιστεύω ότι είναι απειροελάχιστο το ποσοστό των καταναλωτών κρέατος που αναλογίζεται τη διαδρομή του σφαγμένου ζώου, από τη γέννησή του, μέχρι το πιάτο μας. Είναι γνωστό ότι υπάρχουν μονάδες παραγωγής κρέατος, έτσι τις λένε και όχι ζώντων ζώων, με κάθετη υποδομή από τη γέννα μέχρι το πιάτο. Η αρχική εικόνα των βοοειδών, των χοίρων, των αμνοεριφίων και των ορνίθων, είναι πλέον κρεμασμένη στους τοίχους των κρεοπωλείων για τη δυνατότητα επιλογής επί μέρους τμημάτων. Τα παιδιά γνωρίζουν τα κοτόπουλα σαν ξεπουπουλιασμένες μπάλες κρέατος στα ψυγεία και όχι στην αρχική τους μορφή. Η ενδιάμεση διαδρομή είναι αυτή που αποκρύπτεται από τη βιομηχανία παραγωγής κρέατος, εντέχνως. Τα σφαγεία όπου θανατώνονται με τη βιομηχανική μέθοδο, το γδάρσιμο, ο τεμαχισμός και για οικονομία, όλα αυτά με το ζώο να ζει ακόμα, να έχει τις αισθήσεις του και να σφάζεται μέσα στον πόνο, στον τρόμο και την ανείπωτη θλίψη, ανήμπορο να αντιδράσει, κλεισμένο μέσα στη μηχανοκίνητη φυλακή – σφαγείο που είναι εγκλωβισμένο, δεν μπορεί να αφήσει κανέναν ασυγκίνητο εφόσον δει το video. Είναι τόση η εξαχρείωση της βιομηχανίας κρέατος, που ρίχνει ένα μια αγελάδα η ένα γουρούνι στο μηχάνημα που το τεμαχίζει ζωντανό, όπως είναι, με το δέρμα, με τις τρίχες, με τις οπλές, σπρώχνοντάς το από τα μεγαλύτερα στα μικρότερα μαχαίρια και τέλος στις μηχανές του κιμά. Μετά από αυτό ακολουθεί η προσθήκη μπαχαρικών και αλατιού και ο σχηματισμός του λουκάνικου, ντυμένου με τη φίρμα της εταιρίας και με τη διαφήμιση να προάγει την ανάγκη της προμήθειάς του απαραίτητα. Οι εικόνες που συνοδεύουν το προϊόν στη διαφήμιση είναι παρέες που ψήνουν τα συγκεκριμένα λουκάνικα η άλλα κομμάτια κρέατος, μέσα σε μια χαρμόσυνη ατμόσφαιρα με τραγούδια και χαμόγελα. Κανενός δεν περνάει από το μυαλό η ενδιάμεση διαδρομή, το τι τρώει αφότου το αποφάσισε. Τα έντερα των ζώων, με το περιεχόμενό τους, τα πιθανά καρκινώματα που φέρουν στο σώμα τους το παραγεμισμένο με αντιβιοτικά και ορμόνες, τόσο για τις μολύνσεις από την ακινησία μέσα στα κόπρανά τους όπως είναι εσταβλισμένα στα στενόχωρα κλουβιά που δεν μπορούν ούτε να στρίψουν, ούτε να αλλάξουνε πόδι, όσο και για την ταχύτερη ανάπτυξή τους που τα κάνουν να μοιάζουν μέσα σε λίγους μήνες, με ζώα ηλικίας κάποιων χρόνων, είναι μια εικόνα που μόνο θλίψη και αποστροφή προκαλεί. Τα κοτόπουλα σε τρεις μήνες μοιάζουν ενήλικα. Οι ορμόνες μεταφέρονται στους καταναλωτές που εμφανίζουν γυναικομαστία. Ο άνθρωπος βγάζει με τα χέρια του τα μάτια του με την καθημερινή κατανάλωση κρέατος. Φορτώνεται κιλά, γίνεται παχύσαρκος, ακολουθεί η υπέρταση, τα καρκινώματα του πεπτικού και μια διαρκής βαρυστομαχιά γιατί η πέψη του κρέατος απαιτεί τέσσερες ώρες. Όλη αυτή η κατάσταση φορτώνει τα νοσήλεια των νοσοκομείων, γεννάει την πολυφαρμακία, μεγαλώνοντας έτσι το οικονομικό έλλειμμα στην υγεία με αποτέλεσμα τη συσσώρευση των οικονομικών υποχρεώσεων στον εθνικό προϋπολογισμό, αναγκάζοντας την πολιτεία να υποχωρεί σε πιέσεις για παροχές διευκολύνσεων σαν αντιστάθμισμα στο δανεισμό, από τα κράτη εκμεταλλευτές. Έχει περάσει η αντίληψη στον κόσμο ότι αν δεν έχει κρέας στο τραπέζι του, είναι αποτυχημένος, είναι φτωχός. Αυτό λανσάρεται με κάθε τρόπο από τη διαφήμιση. Στόχος το κέρδος, με κόστος μια υπερβολική περιβαλλοντική επιβάρυνση στην ατμόσφαιρα και το νερό. Τεράστιες εκτάσεις φυτεμένες με σόγια για τη διατροφή των ζώων, ενώ ξηλώνονται παραδοσιακές καλλιέργειες. Ατελείωτες ποσότητες νερού ξοδεύονται από τη βιομηχανία κρέατος. Όλα αυτά με την ανοχή της πολιτείας, με στόχο την ανάπτυξη της οικονομίας αλλά και την επιβάρυνση του περιβάλλοντος. Το πρόβλημα έχει βάθος. Τα κέρδη των πολυεθνικών που χρησιμοποιούν το έδαφος και το νερό μας πηγαίνουν στο εξωτερικό, με αντάλλαγμα μια παροδικά ειρηνική διακρατική σχέση. Τα κράτη μάχονται για το εμπόριο. Τα πιο δυνατά σε οικονομία πλέον χρησιμοποιούν τα αδύνατα απομυζώντας τον εδαφικό τους πλούτο. Οι σχέσεις ζούγκλας καλά κρατούν. Οι ψευδεπίγραφες δηλώσεις των παγκόσμιων αρχών, μόνο στην παραπλάνηση στοχεύουν. Όλος ο χρόνος είναι γεμάτος από μέρες αφιερωμένες σε ένα σωρό δραστηριότητες. Μέρα του παιδιού, της ειρήνης, κατά του ρατσισμού, του περιβάλλοντος, της υγείας, της παιδείας, του πλανήτη και πάει λέγοντας. Τελευταία δε φτάνουνε οι μέρες και δύο αφιερώσεις μοιράζονται μια μέρα. Κανείς δεν πιστεύει αυτά τα καραγκιοζιλίκια. Οι λαοί είναι αδύναμοι, όλοι οι λαοί, άσχετα από το που ζούνε είτε σε πλούσια είτε σε φτωχή χώρα και περιμένουνε μάταια την εφαρμογή κάποιων από τις υποσχέσεις των κρατών που αναφέρονται στις αφιερώσεις μέσα στο χρόνο. Η εξουσία ανατεθειμένη στα κοινοβούλια για τη βελτίωση της ποιότητας ζωής, προδίδει μόνιμα τους λαούς, σχεδιάζοντας μόνο το όφελος των ισχυρών. Για μένα μια διαχρονική αφιέρωση θα ήταν ιδανική για την αφροσύνη του ανθρώπου, του συνειδητού καταστροφέα της γης που τον γέννησε. Μετά από όλη αυτή τη γνώση και τη συνειδητοποίηση της βλάβης που προκαλείται από την κατανάλωση κρέατος, πιστεύω ότι θα μπορέσω να ανταποκριθώ σε όλα αυτά που έγραψα. Ο χρόνος θα το δείξει γιατί η ζωή είναι μαργιόλα και ο άνθρωπος αδύναμος σε θέληση να από φύγει τις τρικλοποδιές.

 

 

* Ο Αντώνης Κηπουρός του Εμμανουήλ γεννήθηκε στη Θεσ/νίκη 29 Μαίου 1950, μεγάλωσε στις Σέρρες, πήρε πτυχίο Ιατρικής από το Α.Π.Θ, ειδικότητα Ουρολογίας, παντρεύτηκε την Μαρία Ζαχάκη, απέκτησαν τρία παιδιά την Βασιλική, την Ηλέκτρα και τον Μανώλη, συνταξιοδοτήθηκε το 2012 και έκτοτε γράφει.

 

 

Η διαδρομή από το «χθες» στο «σήμερα»

$
0
0
Του Νίκου Τσούλια //

 

Green Forest Road by Mason3517

 

 

Είναι πάντα μια διαδρομή περίεργη και αν και προσωπικά γνωστή και βιωμένη είναι εν πολλοίς απροσδιόριστη˙ άλλοτε έχει πολύ φωτεινά σημάδια και άλλοτε τα κενά και τα σκοτάδια της στομώνουν κάθε απόπειρα εικονογράφησή της, άλλοτε φέρνει μια αύρα γλυκιάς θύμησης και νοσταλγίας και άλλοτε τρομάζει με τα φαντάσματά της και περιπαίζει τις βαθιές επιθυμίες μας.

      Είναι κομμάτι του εαυτού μας ή ο ίδιος ο εαυτός μας και η απεικόνισή του; Γιατί άλλοτε είναι πάντα υπαρκτή και κραταιά και άλλοτε φαντάζει σαν σκιά της πραγματικότητας; Συναντιούνται και με ποιο τρόπο οι τόσες και τόσες αδιόρατες διαδρομές των ανθρώπων;

      Τη θεωρούμε ως πέρασμα του χρόνου και προσπαθούμε να ξεμπερδέψουμε με τα ατέλειωτα και τα διαρκώς αναπάντητα ερωτήματά της, την καταγράφουμε ως κάτι φυσιολογικό ακόμα και όταν βαθιά μέσα μας πιστεύουμε ότι μεγάλα τμήματά της ήταν και παραμένουν πάντα ασαφή και ανεξιχνίαστα, τη σκεπτόμαστε συνέχεια όμως όταν πολυφορτώνεται η ηλικία μας και δεν ξέρουμε πώς ακριβώς να τη διαχειριστούμε, να την αγνοήσουμε ή να την αγκαλιάσουμε, να αδιαφορήσουμε ή να παίξουμε μαζί της…

      Αλλά η διαδρομή αυτή δεν είναι του χρόνου το διάβα ούτε δική του υπόθεση που μάς εμπεριέχει˙ είναι αυτό που ονομάζουμε ζωή και ύπαρξη, είναι ο εαυτός μας και το «είναι» μας, είναι ο κόσμος μας, κομμάτια του δικού μας και του αλλότριου, είναι οι φαντασιώσεις μας και τα όνειρά μας, είναι η σχέση του «γνωστού» και του «άγνωστου» όπως τη γεύεται κάθε άνθρωπος.

      Οι εικόνες της άλλοτε ανάγλυφες σε κάθε σκέψη μας, άλλοτε τρεμοπαίζουν στα όρια του υπαρκτού και του ανύπαρκτου και άλλοτε πηγαινοέρχονται απρόσκλητες αλλά καλοδεχούμενες και ψυχοθεραπευτικές και μάς καταλαγιάζουν τα πάθη του πνεύματός μας. Ξαναζούμε ως πρόσωπα τις τόσο πολύπλοκες σχέσεις του Μύθου με το Λόγο, κάνοντας ένα ατομικό ταξίδι επιστροφής στις απαρχές του ορθολογισμού γευόμενοι την πηγή της αυτονομίας της συνείδησής μας μέσα από την πορεία από το «χθες» στο «σήμερα».

Η οντότητά της χαοτική, ποτέ δεν εκλογικεύεται και δεν τακτοποιείται, το μήκος της διαρκώς επεκτεινόμενο προς τη μια πλευρά ρευστοποιεί τον πόλο του «σήμερα» αθροίζοντάς τον αενάως στο «χθες», μεταπλάθοντας το «πραγματικό» σε «φανταστικό» και δημιουργώντας έναν διαρκώς εξελισσόμενο ενδιάμεσό τους χώρο που ποτέ δεν ξέρεις προς τα πού να τον πιστώσεις.

      Και είναι «διαδρομή – ταξίδι της ζωής», δεν είναι μόνο η ιστορία μας, ποτέ δεν μπορεί να είναι μόνο η ιστορία μας αφού πάντα θα μένει ένα αρευστοποίητο κομμάτι μας στο «σήμερα», το τέλος της ποτέ δεν θα γραφτεί, ποτέ δεν θα γίνει δικό μας, ποτέ δεν θα το γευτούμε. Να ‘ναι άραγε η έλλειψη του τέλους της που δεν μπορούμε να την απεικονίσουμε ή είναι η ίδια η σκιά του τέλους που απειλητικά απλώνεται προς την πορεία καθ’ εαυτή;

      Και όμως ο προορισμός της δεν έχει την αξία που έχει η ίδια η διαδρομή, γιατί προορισμός και διαδρομή ταυτίζονται και αν δεν το αντιλαμβανόμαστε, είναι έλλειμμα της προσωπικότητάς μας και της κοσμοθεωρίας μας και δεν ευθύνεται η ζωή μας αλλά η δική μας «ματιά».

      Κανένα ταξίδι δεν μπορεί να αντιστοιχηθεί μαζί της, όλα τα άλλα ταξίδια είναι τόσο δεδομένα και άκαμπτα, τα γευόμαστε μέσα από τις αισθήσεις, δεν εισχωρούν στη συνείδησή μας, είμαστε παρατηρητές τους και μπορούμε να τα περιγράψουμε, ενώ αυτό μάς εμπεριέχει και μάς εκφράζει άλλοτε στα δικά μας μάτια και άλλοτε στων ξένων τη ματιά. Φορτώνουμε ξανά και ξανά μνήμες και θύμησες. Άλλες γίνονται μόνιμα στοιχεία της ταυτότητάς μας και άλλες χάνονται στη μαύρη χοάνη του παρελθόντος.

      Περνάνε οι εποχές και οι καιροί, το σκηνικό γύρω μας πάντα διαφορετικό και μετασχηματιζόμενο και εμείς σταθερά και αταλάντευτα με την ίδια πάντα αγωνία καταγράφουμε και σημειώνουμε σταθμούς και γεγονότα και γευόμαστε επιτυχίες και αποτυχίες και συναισθήματα κάθε «κοπής». Λένε ότι μεγαλώνουμε κατά τη διάρκεια αυτής της διαδρομής, αλλά ποιος ξέρει τι ακριβώς σημαίνει «μεγαλώνουμε και αλλάζουμε», όταν εμείς νιώθουμε πάντα σταθερή τη μήτρα της συνείδησής μας, όταν εμείς γευόμαστε πάντα αταλάντευτη και προκλητικά αιχμηρή την υπαρξιακή μας αγωνία;

 

Ο ανατρεπτικός Γιάννης Σκαρίμπας: «Τα γυρίζω ανάποδα για να σταθούν όρθια» θα πει

$
0
0
Γράφει η Διώνη Δημητριάδου //

 

Χαρά Νικολακοπούλου «Γιάννης Σκαρίμπας, Παραδοξολογίες και γλωσσικές ακροβασίες στο πεζογραφικό έργο του» εκδόσεις ( . poema.. )

 

Από τη γέφυρα του Ευρίπου, άμα ρωτήσει ο επισκέπτης για τα μεγάλα πουλιά, οι άνθρωποι θα σηκώσουν το χέρι και θα του δείξουν το Νότο.

Η παραπάνω -κινηματογραφική θαρρείς- εικόνα έρχεται από το «Δημιουργικό», το τελευταίο μέρος του βιβλίου της Χαράς Νικολακοπούλου για τον Σκαρίμπα με τον τίτλο Παραδοξολογίες και γλωσσικές ακροβασίες στο πεζογραφικό έργο του. Για την ακρίβεια πρόκειται για μια μελέτη βασισμένη στη διπλωματική εργασία που εκπονήθηκε στα πλαίσια του μεταπτυχιακού προγράμματος Δημιουργική Γραφή του Τμήματος Νηπιαγωγών του Πανεπιστημίου Δυτικής Μακεδονίας, με θέμα το πεζογραφικό έργο του Γιάννη Σκαρίμπα και τις παραδοξολογίες και λεκτικές ακροβασίες  σ’ αυτό.

Στο πνεύμα το ανατρεπτικό του Σκαρίμπα μέσα κι εγώ, ξεκινώ από αυτό το τελευταίο κομμάτι του βιβλίου, γιατί κέντρισε το ενδιαφέρον μου. Είναι πολυσυζητημένη η έννοια της δημιουργικής γραφής, από πολλούς αμφισβητούμενη η χρησιμότητά της, από άλλους υπέρ το δέον τονισμένη η αποτελεσματικότητά της. Νομίζω, ωστόσο, πως πρέπει με προσοχή και σοβαρότητα να προσεγγίζουμε ένα πανεπιστημιακό πρόγραμμα σχετικό με αυτή τη διαδικασία, που οπωσδήποτε πολύ απέχει από τις ιδιωτικές πρωτοβουλίες που συχνά συναντάμε. Έτσι εδώ μετά από την πολύ προσεκτική και εμπεριστατωμένη καταγραφή των χαρακτηριστικών της γραφής του τόσο διακριτού αυτού δημιουργού, η Χαρά Νικολακοπούλου καταθέτει την προσωπική της λογοτεχνική ματιά, σε μια απόπειρα να δώσει την εικόνα της Χαλκίδας, όπως την ένιωσε μέσα από το έργο του Σκαρίμπα. Θα έλεγα ότι εδώ έχουμε την πεμπτουσία όλου του προγράμματος, έτσι όπως γράφεται πρωτότυπο έργο μέσα από την αίσθηση που πηγάζει από το μελετώμενο. Δημιουργία σε κάθε περίπτωση.

Το ενδιαφέρον εδώ έγκειται στο γεγονός ότι η Νικολακοπούλου δίνει μια εικόνα της αγαπημένης πόλης του Σκαρίμπα, όπως θα την έδινε κάποιος που την έζησε και τη βίωσε. Σκέφτομαι, για παράδειγμα, την Αλεξάνδρεια του Καβάφη, τη Θεσσαλονίκη του Αναγνωστάκη, του Νικηφόρου, του Ιωάννου. Στην περίπτωσή τους όμως πρόκειται για μια βιωματική ταύτιση με την πόλη τους, η οποία αποκτά σώμα και παρουσία ανθρώπινη. Ενώ εδώ έχουμε μια πόλη που αγαπιέται (γιατί αυτή την αίσθηση δίνει) από τη Νικολακοπούλου (που δεν είναι η καταγωγή της από την Χαλκίδα)  μέσα από το έργο του δημιουργού, που -αξιοσημείωτο αυτό- αγάπησε (λάτρεψε καλύτερα) τη Χαλκίδα, χωρίς αυτή η πόλη να είναι ομοίως η δική του γενέτειρα. Αποκαλεί χαρακτηριστικά τον εαυτό του ο Σκαρίμπας ξενομερίτη Χαλκιδαιότερο πάντων των Χαλκιδέων. Και αυτό είναι σημαντικό.

Όταν μιλάει λοιπόν η Νικολακοπούλου γι’ αυτή την πόλη, πιάνεις την αύρα της:

[…]όταν η νύχτα όξω αρχίσει να σφυρίζει με τη φωνή των ανέμων, η πόλη μετατοπίζεται σε μια άλλη αερική διάσταση κάτω από το φως του φεγγαριού.

Τότε ο επισκέπτης θα αρχίσει να υποψιάζεται πως μια όχι κανονική ζωή, μυστική, ζει τούτο το μέρος. Γιατί η καινούργια αυτή πόλη μοιάζει με φύλλο χαρτιού που το ξεφυλλίζει ο άνεμος κατά τα κέφια του. Τη μια σου δείχνει τη μια της σελίδα, την επόμενη την άλλη. Και τις δύο μαζί αποκλείεται να τις δεις.

Και όταν ακουμπά το βλέμμα της σε ήχους και σκιές, νιώθεις και τους ανθρώπους της, όπως εκείνον τον παράξενο που, όπως λένε:

[…]ερωτεύτηκε μια κυρία από τα σημάδια που είχαν αφήσει οι γόβες της πάνω στην άμμο. Λένε πως ακολούθησε καταπόδας αυτά τα ίχνη και μόλις ανακάλυψε την κάτοχό τους χλώμιασε και δήλωσε περιχαρής δούλος της δια παντός. […]Όμως αυτόν τον παλαβιάρη δεν θα τον συναντήσεις μάλλον ποτέ στους δρόμους και τις γειτονιές της Χαλκίδας[…]

Κι αυτός όπως και τόσες άλλες χάρτινες φιγούρες είναι πλάσματα επινοημένα, που ξεπηδούν μέσα από τις σελίδες του ευφυούς και ευφάνταστου αυτού ξενομερίτη Χαλκιδαίου.

 

Χαρά Νικολακοπούλου

 

Με τρία κείμενα (απολύτως δημιουργικά) ολοκληρώνει η Χαρά Νικολακοπούλου τη μελέτη της αυτή για τον Γιάννη Σκαρίμπα. Και πηγαίνοντας τώρα στην αρχή του βιβλίου, διαβάζω την πολύ κατατοπιστική εισαγωγή, στην οποία πολύ μου άρεσε που είδα να τοποθετείται σωστά ο Σκαρίμπας στην εποχή του και με έμφαση στην εξέλιξη της λογοτεχνικής γραφής (συνοδοιπόροι, επιδράσεις και νέες εκφράσεις). Έμεινα ιδιαίτερα στην αναφορά του Ηλία Χ. Παπαδημητρακόπουλου (η βιβλιογραφία πλούσια και σημαντική, να το πούμε αυτό) στις «υπόγειες διαδρομές» που συνδέουν τον Σκαρίμπα με τον Πεντζίκη, αυτούς που «υπήρξαν τόσο τελεσίδικα μοναδικοί».

Κατόπιν το κείμενο χωρίζεται σε δύο μέρη με πρώτο το: Γλωσσικές ακροβασίες: Ιδιολεξία, στο οποίο εξετάζονται τα έργα του Σκαρίμπα: Καϋμοί στο Γριπονήσι (1930), Το θείο Τραγί (1933), Μαριάμπας (1935), Το Σόλο του Φίγκαρω (1938), Το Βατερλώ δυο γελοίων (1959), ως προς τις λεκτικές τους ακρότητες, τις πολλές μείξεις γλωσσικών ιδιωμάτων και παρακαταθηκών και κυρίως τους νεολογισμούς που χαρακτηρίζουν τη γραφή του. Όλα αυτά σε ένα συνονθύλευμα εμπνευσμένο, που κατορθώνει να συνταιριάξει ομαλά τα ετερόκλητα  και να αφομοιώσει τις οξείες αντιφάσεις αναδεικνύοντας από κάτω μια γλώσσα ρέουσα και φυσικά μοναδική και ανεπανάληπτη. Πολλά αποσπάσματα των έργων αυτών τεκμηριώνουν τη θέση για το γλωσσικό ιδίωμα που χρησιμοποιεί ο Σκαρίμπας. Ενδιαφέρον παρουσιάζει η άποψη που προβάλλεται, ότι αυτή η ακραία χρήση της γλώσσας απηχεί και την αντιμετώπιση του κόσμου, ενός κόσμου που ο ίδιος τον αντιλαμβανόταν ως μια απροσδιόριστη εικόνα ανάμεσα στο πραγματικό και στο υπερβατικό.

Το δεύτερο μέρος με τον τίτλο Παραδοξολογίες και Παραλογισμοί είναι και το πλέον ενδιαφέρον, μια που μας οδηγεί στο περιεχόμενο των έργων για να αναδείξει τον Σκαρίμπα γνήσιο εκπρόσωπο της λογοτεχνίας του Παραλόγου, με τα στοιχεία του Υπερρεαλισμού που δεσπόζουν στο έργο του να διχάζουν τους μελετητές για την αυθεντική ή όχι υπερρεαλιστική γραφή του (απουσιάζει για παράδειγμα το στοιχείο της αυτόματης γραφής), ωστόσο να τεκμηριώνουν τη θέση γύρω από την οποία γυρνά όλη η μελέτη: η γλώσσα απηχεί και την κοσμοαντίληψη. Έτσι, από όποια πλευρά και αν εξετάσουμε τον υπερρεαλιστικό τρόπο γραφής, ο Σκαρίμπας φαίνεται ότι κέντριζε και στιγμάτιζε ή διακωμωδούσε αναλόγως τις κοινωνικές συμβατικότητες. Με τον ιδιότυπο παραλογισμό της γραφής του αναποδογύριζε τον κόσμο όλον: «Τα γυρίζω ανάποδα για να σταθούνε όρθια», θα πει. Και σ’ αυτό το κομμάτι του βιβλίου οι πολλές παραπομπές στα έργα που εξετάζονται αλλά και στις απόψεις άλλων μελετητών βοηθούν αποτελεσματικά στην κατανόηση του θέματος.

 

 

Μέσα, λοιπόν, από όλη αυτή την προσεκτική εξέταση του έργου του Σκαρίμπα προκύπτει και το τρίτο μέρος, το Δημιουργικό, το οποίο ήδη σχολιάστηκε. Είναι διάφανη έτσι η σχέση που δημιουργείται με κέντρο και κινητήρια δύναμη την πόλη. Η πόλη αυτή έδωσε το έναυσμα στον Σκαρίμπα για να μετουσιώσει σε λόγο το τοπίο, να δώσει την ανεστραμμένη εικόνα της πραγματικότητας που έβλεπε, να ζήσει μέσα από το έργο του και όπως στο έργο του. Και στη συνέχεια με μοχλό αυτό το έργο η Χαρά Νικολακοπούλου δημιουργεί η ίδια, μαθαίνοντας την πόλη (το σώμα της πόλης) βήμα βήμα πατώντας πάνω στα χνάρια τα δικά του, αυτού του μη Χαλκιδαίου ωστόσο Χαλκιδαιότερου πάντων των Χαλκιδέων, κατά τον ίδιο.

Η Χαρά Νικολακοπούλου κατόρθωσε κάτι δύσκολο. Μετέφερε στο ευρύ κοινό μια μελέτη πανεπιστημιακή, η οποία διαβάζεται με ενδιαφέρον αποκορυφώνοντας σ’ αυτά τα τρία δικά της λογοτεχνικά κομμάτια, που πατούν πάνω στα ίχνη των σκαριμπικών κειμένων δίνοντας όμως τη ματιά του αναγνώστη τους για την πόλη της Χαλκίδας και διευρύνοντας έτσι τον κόσμο των αρχικών κειμένων. Με το βιβλίο αυτό να λειτουργεί ως οδοδείκτης στις σελίδες του Σκαρίμπα, ο αναγνώστης ανακαλύπτει αθέατες όψεις και του  δημιουργού και της πόλης που τον κράτησε κοντά της και τον ενέπνευσε. Ο τόπος (όχι φυσικά ο τυχαίος τόπος) πλάθει τη συνείδηση και αναπλάθεται από αυτήν σε μια διαλεκτική δυναμική σχέση.

«[…]η πόλη αυτή εξακολουθεί να παιχνιδίζει με χίλιους τρόπους στο αρμόνιό της τα εμβατήρια του ρίγους».

 

Kαστοριάδης εναντίον Θεού, Θεός εναντίον Kαστοριάδη. «Η ιστορία ως δημιουργία, ο Θεός και ο άνθρωπος»

$
0
0
Γράφουν οι Γιώργος Η. Ηλιόπουλος και Δημήτρης Ελέας //*

 

 

«Η ιστορία ως δημιουργία» με αφορμή το έργο του Κορνήλιου Καστοριάδη, ο Θεός και ο άνθρωπος. Ο Θεός ως «φαντασιακή σημασία» και ο άνθρωπος ως «συνειδητό υποκείμενο» από την αρχαιότητα έως τον σημερινό κόσμο, δεν μπορεί παρά να είναι μια μεγάλη πρόκληση για τη σκέψη σήμερα. Σκέψη που πηγαίνει από τον Φρόιντ πίσω στον Μαρξ, από τον Μαρξ πίσω στον Σαίξπηρ, και από τον Σαίξπηρ έρχεται ξανά σ’ εμάς [1]. Στοχαστική παρατήρηση που πηγαίνει, από την «ιστορία ως δημιουργία» πίσω στην ανθρώπινη δημιουργία, από την ανθρώπινη δημιουργία πίσω στο «εκκεντρικό-ερωτικό στοιχείο» και από το «εκκεντρικό-ερωτικό στοιχείο» έρχεται σ’εμάς…

 

   

Ι.

 

Η θρησκεία παίζει καθοριστικό ρόλο στην ιστορία και την ιστορία προσπαθούμε να την αντιλαμβανόμαστε ως διαρκώς ανανεούμενη δημιουργία (ως δημιουργία αέναη· ακόμη και μέσω του παρόντος κειμένου, σημειωτέον, συντελείται η θέσμισή της)[2]. Η ανθρωπότητα αναδύεται από το Χάος και το νόημα από την ιστορία[3]. Στη θρησκεία εμπεριέχονται μύθος και πίστη: πρόκειται για συνιστώσες που βρίσκονται σε σχέση έντασης με τον λόγο, ενώ από την άλλη παρέχουν στον άνθρωπο έναν ορισμένο προσανατολισμό στον χωροχρόνο. Η θρησκεία ως «φαντασιακή σημασία» και το αίσθημα πίστεως που τη στηρίζει  –και που σε λογικό επίπεδο ξεκινά από την υπεραπλούστευση και καταλήγει πάλι σ’ αυτήν– λειτουργεί σωστά όταν εκπληρώνεται στην πράξη η επιταγή: «πρωτίστως να είσαι άνθρωπος και μετά Έλληνας ή Γάλλος, και μετά Mουσουλμάνος, Βουδιστής, Χριστιανός ή Ιουδαίος». Με αυτόν τον τρόπο είναι δυνατό να αποφεύγονται οι σφαγιασμοί, οι εθνικισμοί, οι σκοταδισμοί των ιεροεξεταστών και η σημερινή τρομοκρατία.

Ούτως εχόντων των πραγμάτων θα πρέπει, λοιπόν, να πούμε πως έχει νόημα το ερώτημα αν πράγματι ευθύνεται η θρησκεία, άμεσα ή έμμεσα, για τα μεγάλα εγκλήματα του απώτερου και πρόσφατου παρελθόντος[4]. Είναι ενδιαφέρουσα η σχετική συζήτηση, καθώς οι θεωρητικοί των θρησκειών είναι πράγματι δυνατό να βρουν, στηριγμένοι σε κείμενα και παραδόσεις, τρόπους αποτίναξης και αποκήρυξης οποιασδήποτε σχέσης με τις πηγές των εγκλημάτων. Απέναντι σε μια τέτοια κατεύθυνση του διαλόγου έχουμε, όμως, να πούμε ότι τέτοια ερωτήματα ενδιαφέρουν περισσότερο τους υποστηρικτές ή τους πολέμιους της κάθε επιμέρους θρησκείας. Εμείς στεκόμαστε σ’ αυτά από θέση αρχής προκειμένου να αναδείξουμε τις αρετές και το υπόβαθρο της θέσης πως τα «μεγάλα οράματα» είναι σύμφυτα με τα απάνθρωπα αποτελέσματά τους: πρόκειται για μια βασική και χαρακτηριστική θέση του στοχασμού του Κορνήλιου Καστοριάδη.

Σε οποιαδήποτε θρησκεία οι άνθρωποι, στη μεγάλη πλειονότητά τους τουλάχιστον, δεν πίστεψαν με ορθή κρίση και ψυχική απλότητα, πίστεψαν με ατομική ιδιοτέλεια, ακόμη και με δόλο, ενώ από την άλλη έπρεπε να δείχνουν τυφλή πίστη στο ιερατείο, με αποτέλεσμα είτε να ανέχονται συστήματα διαφθοράς, είτε ακόμη και να συμμετέχουν σ’ αυτά. Ο Φρόιντ υποστηρίζει: «η θρησκεία εμποδίζει την κριτική σκέψη, γίνεται υπεύθυνη για την εξασθένηση της νόησης»[5]. Οι θρησκείες επικαλούνται και λατρεύουν τον μεγάλο Θεό και δεν αφήνουν τον άνθρωπο να δει ότι ο ίδιος είναι οιονεί μικρός Θεός, υπεύθυνος για τη δική του μοίρα και ηθική προσωπικότητα, που αν εντάξει στη  ζωή του την υπεύθυνη κρίση, την αυτοσυνείδητη δημιουργία, βιώνει την απλότητα και τα όρια που απορρέουν από τη δικαιοσύνη. Η θρησκεία μπορεί να έχει μια χρησιμότητα και ίσως επισημαίνει κάπως την μεγάλη αξία της ζωής, ενώ το τέλος της ζωής είναι το τέλος δια του φυσικού θανάτου. Ο θάνατος, η εγκόσμια και ορατή όψη του, συγκεντρώνεται από πολιτισμική άποψη στα νεκροταφεία. Δίπλα σε πολλές εκκλησίες και ναούς υπάρχουν οι τάφοι των νεκρών –πόσο σπουδαία άρα είναι η ζωή!– και πόσο θα έπρεπε αυτή η ζωή, που πιθανώς να είναι και η μόνη, να διέπεται από την τέχνη του βίου, με συστατικά καλοσύνης και λογικής!

«Πάντως ως χριστιανοί είμαστε κακοί χριστιανοί» θα έλεγε με το γνωστό ύφος του ο Καστοριάδης. Διότι, εκτός «της σωτηρίας της ψυχής μας» μάς ενδιαφέρει η τύχη της κοινωνίας: «Για έναν χριστιανό, αν πράγματι είναι χριστιανός, αυτό που έχει σημασία δεν είναι η τύχη της κοινωνίας, αλλά η σωτηρία της ψυχής του και η κατάκτηση της αιώνιας ζωής»[6].

Είναι καλό πάντως να βλέπουμε τις μεγάλες θρησκείες του Ισλάμ, του Χριστιανισμού και του Ιουδαϊσμού σαν αδέλφια, που προσπαθούν και τα τρία μαζί να δημιουργήσουν μια κατανοητή εικόνα του Θεού. Και συνάμα, να πείσουν κάπως για την ύπαρξή του.

Μιλούν αυτές οι μεγάλες θρησκείες για έναν Θεό που δημιουργεί τον κόσμο, αν όμως αρνηθεί κανείς την ύπαρξή του, τότε αρνείται και τη δημιουργία: o Θεός δεν δημιουργεί τον κόσμο, «απλώς επειδή δεν υπάρχει»[7], λέει ο Καστοριάδης που δήλωνε βέβαια άθεος. Ένας μη-Θεός που δημιουργεί; Ποια απ’ τις τρεις θρησκείες πείθει πιο πολύ; Αν ισχυριστούμε πως καμία θρησκεία δεν πείθει, ποιος εναλλακτικός Θεός θα μπορούσε να πείθει; Όχι δηλαδή πως ο Θεός του Νίτσε στο βιβλίο Ο Αντίχριστος πείθει, ιδίως μετά τα αλύπητα χτυπήματα εναντίον του διεφθαρμένου χριστιανισμού όπως τον χαρακτηρίζει, αλλά και πολυάριθμα χτυπήματα εναντίον του Αποστόλου Παύλου και του Λούθηρου. Και μάλλον ούτε ο υπεράνθρωπος του Νίτσε πείθει[8]. Αξίζει επίσης να σημειωθεί, πως, παρότι ο Καστοριάδης είδε την ιστορία ως δημιουργία, κράτησε πολύ επιφυλακτική στάση απέναντι στις διάφορες θρησκείες που τυγχάνει να είναι όμως «δημιουργίες αρχικές του κοινωνικο-ιστορικού ανθρώπου» και που, παραδόξως, διαδραματίζουν καίριο ρόλο ακόμη και σήμερα! Γιατί διαδραματίζουν ακόμη καίριο ρόλο; Ίσως διότι η κινητήρια δύναμη για την πλειονότητα του πληθυσμού είναι ο ίδιος ο Θεός και ο άνθρωπος, ανεξάρτητα μάλιστα από το τι δηλώνει πως πιστεύει, ακόμη και σήμερα μένει μπροστά σε ό,τι παραπέμπει στο θείο έκπληκτος, με ανοιχτό το στόμα. Έχει, με άλλα λόγια, την τάση να αναφωνεί, όπως ακριβώς ο Χερτς όταν είδε για πρώτη φορά τις τέσσερεις εξισώσεις του Μάξγουελ: «Ist es ein Gott, der diese Zeichen schrieb?»[9] («Θεός έγραψε αυτά τα σύμβολα;»). Και η αναφώνηση ενός τόσου σημαντικού μυαλού με ορθολογικά θεμέλια, δεν μπορεί παρά να θεσμίζει «εκ νέου» τον Θεό ως κοινωνικά σημαντική έννοια μέσα στον σαρανταπληγιασμένο 20ό αιώνα. Έναν αιώνα τόσο μακρινό από τη γέννηση του Ιουδαϊσμού, του οποίου ο Χριστιανισμός αποτέλεσε βλαστάρι παντοδύναμο, για να απλωθεί στη συνέχεια σε χώρες που διέφεραν τόσο πολύ από την Ιορδανία, το Ισραήλ, τη Συρία, τον Λίβανο και την Αίγυπτο, τις χώρες δηλαδή που αποτέλεσαν την αρχική κοιτίδα τόσο του Ιουδαϊσμού, όσο και του Χριστιανισμού.

 

ΙΙ.

 

         Ίσως είναι χρήσιμο να δούμε και τη λέξη Θεός στην αρχαία Ελλάδα και πώς αυτή η αστείρευτη πηγή της ελληνοδυτικής κληρονομιάς την ανέδειξε σε μέγιστη έννοια. Βεβαίως, στην αρχαία Ελλάδα μιλάμε για την έννοια Θεός στον πληθυντικό, δηλαδή υπάρχει ένας ιδιότυπος «πολυθεϊσμός που αποτελεί εγγύηση της ελευθερίας»[10] και όχι μια επικίνδυνη μονολιθικότητα. Έτσι, η πρώτη μεγάλη διαφορά είναι πως «οι Θεοί ήσαν πολλοί, “ως Θεός”» και η δεύτερη μεγάλη διαφορά συμπυκνώνεται στην καίρια φράση του Καστοριάδη: «Οι αρχαίοι Έλληνες δεν πίστευαν στη μετά θάνατον ζωή, και όπου υπήρχε, όπως στην Οδύσσεια, αυτή είναι μαρτυρική». Οι αρχαίοι Έλληνες, ταυτόχρονα, τις «δυνάμεις» που δεν κατανόησαν, τα μυστήρια, τις ονόμασαν Θεό. Όλα τα ερωτήματα που δεν μπορούσαν να απαντήσουν με τη δύναμη της γνώσης και της λογικής τους, τα συνέδεσαν με τον Θεό. Αυτό που δεν μπόρεσαν να διανοηθούν το ονόμασαν Θεό. «Βγάλανε έτσι» στην αγορά τη λέξη Θεός. Τη «λέξη» αυτή τη χρησιμοποίησαν εκτενώς οι αρχαίοι Έλληνες και οι πρώτοι χριστιανοί άρχισαν να την αξιοποιούν πρακτικά, προτού οι θεωρούμενοι επίγονοί τους την εμπορευθούν και οικοδομήσουν πάνω της την εξουσία. Στην Παλαιά Διαθήκη, αρχή σοφίας –είναι ο– φόβος του Θεού.

Ο Πλάτων και ο μαθητής του ο Αριστοτέλης αναφέρουν στα έργα τους μεταφυσικές δυνάμεις που υπάρχουν και υπήρχαν πάντα. Και κατέληγαν, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, ότι  μέσα στις μεταφυσικές δυνάμεις εμπεριέχεται «κάτι άγνωστο». Το μεγάλο ερώτημα; Το άγνωστο; Ο ποιητής των Όλων; Ποιος τα έφτιαξε «όλα αυτά»; Γιατί κατοικείται ο πλανήτης μας; Γιατί φέγγει το τάδε αστέρι; Έτσι, η λέξη Θεός εσωκλείει όλες τις μεταφυσικές δυνάμεις. Βεβαίως, πριν από τον Θεό αυτόν, ο οποίος γίνεται αντιληπτός ως σύνθετη, δυσερμήνευτη και επί της ουσίας υπεραισθητή οντότητα, οι αρχαίοι Έλληνες αναπτύσσουν τον πολιτισμό τους επωφελούμενοι από τα προγενέστερα επιτεύγματα των Βαβυλωνίων και των Αιγυπτίων, δανείζονται τους αριθμούς που είναι συνεδεμένοι με τη μαγεία αλλά δεν τους ξεγυμνώνουν τελείως από κάθε μεταφυσικό περιεχόμενο κι έτσι οι αριθμοί σύντομα θα γίνουν σημαντικοί, καθώς εν πολλοίς στηρίζουν (ή είναι σε θέση να στηρίξουν) μιαν αυταπόδεικτη λογική[11]. Δίπλα στους αριθμούς θα σταθεί η γραφή ως αποτύπωση του λόγου, κάτι που θα βοηθήσει την ανάπτυξη της «διάνοιας του Ανθρώπου». Πώς θα μπορούσαν, όμως, οι αριθμοί και η γραφή να μην υπηρετήσουν τη «διάνοια του Θεού» που θα απέβαινε τόσο μοιραία για τον πολιτισμό στους επόμενους αιώνες;

Ακόμη και ο εκατοχρονίτης πανεπιστήμων Δημόκριτος[12] που διείσδυσε με τον στοχασμό του στη σύσταση της ύλης, «υπονόησε» την  ύπαρξη του Θεού. Και ο Σωκράτης αναφέρει ρητά μια τέτοια ύπαρξη. Το γεγονός ότι από την αρχαία φιλοσοφία έως και τη σύγχρονη αστρολογία, με μορφές επιστημονικά διαμορφωμένες ή εκλαϊκευτικές, ενίοτε εκλεπτυσμένες και ενίοτε αφελείς και απλοϊκές, η ιδέα του Θεού παραμένει ζωντανή στην ανθρώπινη κουλτούρα, αποτελεί άραγε ισχυρό επιχείρημα υπέρ της ύπαρξης του Θεού; Απάντηση «εμείς» δεν θέλουμε να δώσουμε. Όλα χρειάζονται αναστοχασμό μέσα από μία οπτική που, ει δυνατόν, να μην είναι δυτικοκεντρική, διότι ίσως όλα συνδέονται μεταξύ τους με τρόπους που δεν είμαστε ικανοί να διανοηθούμε, αλλά σίγουρα είμαστε ικανοί να θέσουμε τις καίριες ερωτήσεις ως καινούργιες αφετηρίες.

Πιστεύουν όμως ο αρχαίος φιλόσοφος και ο αρχαίος ιερέας στον Θεό; Τα ιερά μαντεία απελευθέρωναν δυνάμεις, μέσω του λόγου πάντα, που είχαν να κάνουν με την αναζήτηση του άγνωστου Θεού. Ο Θεμιστοκλής ρώτησε το μαντείο αν η Αθήνα θα καταστραφεί απ’ την επιδρομή των Περσών ή όχι. Την πρώτη φορά δεν πήρε απάντηση. Τη δεύτερη φορά γύρισε με την απάντηση: «Όλη η Αθήνα “θα” καταστραφεί, εκτός απ’ τα ξύλινα τείχη». Τι εννόησε ο μάντης (ο «ποιητής») της εποχής; Ξύλινα τείχη = πλοία στη θάλασσα. Κατ’ επέκταση, η «θεϊκή δύναμη» του ανθρώπινου νου έκανε τον Θεμιστοκλή να γράψει ιστορία λέγοντας το: «Έχουμε γη και πατρίδα όταν έχουμε πλοία στη θάλασσα!» Η «θεϊκή δύναμη» του ανθρώπινου νου είναι η καλύτερη απόδειξη πως η θρησκεία, η πολιτική, η τέχνη σε κάποιο βαθμό, είναι ιστορική δημιουργία εν τω γίγνεσθαι. Η λέξη Θεός λοιπόν κατέληξε στην αρχαία Ελλάδα να σημαίνει αναζήτηση για το άγνωστο, το μυστήριο, αυτό που δεν ξέρουμε ότι θα συμβεί. Η λέξη Θεός «άρχισε» να σημαίνει κάτι επειδή ο άνθρωπος έχει τον πιο ανεπτυγμένο εγκέφαλο από όλα τα ζώα. Η λέξη Θεός στην αρχαία Ελλάδα είναι επίσης ένα «ανοιχτό ερώτημα» με ρίζες στα τέσσερα φιλοσοφικά στοιχεία: ύδωρ, γη, πυρ και αιθέρας.

Η λέξη Θεός έχει, επίσης, κατά κάποιον τρόπο «υπόσταση» στο τρίγωνο Παρθενώνας (Ακρόπολη), Ναός του Ποσειδώνα (Σούνιο) και Ναός της Αφαίας (Αίγινα). Υπήρχε «επικοινωνία» μέσα στο τρίγωνο αυτό, διότι υπήρχε πίστη για κάποιο ανώτερο Θεό μέσα στο τρίγωνο. «Ήξερε ο ένας ναός, τι γίνεται στον άλλον», καθώς καταληκτικά πάντα προτείνει τον ανώτερο Θεό, είτε μέσω του φόβου, είτε μέσω του θάρρους. Το Τρίγωνο αυτό ήταν / είναι σπουδαίο και έδωσε «νόημα», ερωτηματικό ή καταφατικό, στη λέξη Θεός. Θεός έτσι, μπορεί να είναι ο ανθρώπινος νους που αρχίζει να αποκτά «θεϊκή δύναμη». Ο άνθρωπος μπορεί και επεκτείνει την «θεϊκή δύναμη» του νου του μέσω της γνώσης και της τεχνικής[13] και αυτό είναι κάτι που έκανε στους επόμενους αιώνες και κυρίως στον πολύπαθο 20ό αιώνα. Άραγε μήπως κάποιοι άνθρωποι θα προσπαθήσουν στο μέλλον να γίνουν θεοί στη θέση του Θεού;

Η λέξη Θεός έχει, αν μη τι άλλο, ισχυρούς προγόνους.

 

ΙΙΙ.

 

Ίσως είναι επίσης καλό να συνεχίσουμε το ταξίδι μας στο Βυζάντιο με τον βαρύ χριστιανισμό της στατικότητας, την παντελή έλλειψη δημοκρατίας και το πηχτό σκοτάδι της στείρας Ανατολής. Με το που σκεφτόμαστε την Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, δηλαδή τον ελληνικό Μεσαίωνα[14], την πολιτική μεσαιωνική πραγματικότητα, έρχονται στο μυαλό μας τα αίτια ακμής και παρακμής του Βυζαντίου· από την άλλη βλέπουμε ότι το Βυζάντιο το κράτησε όρθιο και μια έννοια του ανώτερου Θεού που πήγασε στην αρχαία Ελλάδα. Σ’ αυτήν τη δημιουργία της ιστορίας και σ’αυτόν τον «λαμπρό πολιτισμό», ήταν / είναι φυσικό αν εμείς θεωρήσουμε κάποια περίοδό του ακμάζουσα καθώς και ότι ακολουθεί –μετά από ένα μεγάλο διάστημα ή μικρό– μια άλλη περίοδος καταστροφών και παρακμής. Αν το Βυζάντιο διατηρούσε κοινωνική συνοχή, με ή χωρίς λαϊκά στρώματα φτωχών και απόρων, με ισχυρό στρατό (διότι μέσω του στρατού προφυλάσσεις τον πολιτισμό, «πολιτισμό του ανώτερου Θεού»), με τη χριστιανική παράδοση, με τη νομοθεσία και, χωρίς να ακούγεται παράδοξο, με τη θέσπιση κοινωνικής πολιτικής, με την τέχνη, με την τεχνική, με την αρχιτεκτονική που θα έφτανε μέχρι τα ανώτερα όρια, τότε για εμάς είναι βέβαιο πως «εδώ» θα μπορούσε να εκδηλωθεί η Βιομηχανική Επανάσταση και να ανακύψει μια νέα αφετηρία απαγκίστρωσης από τον Θεό! Εδώ γεννήθηκε η Δύση και εδώ θα έπρεπε να συνεχίσει την πορεία της, εφόσον όλα όσα συνέβησαν είναι ιστορικώς, κατά το μάλλον ή ήττον, λογικά[15]. Μήπως πρέπει, κατά συνέπεια, να δεχθούμε ότι εδώ γεννήθηκε ο δυτικοκεντρικός Θεός, η έννοια της ύπαρξης του Θεού και ότι, τελικά, «εδώ κάπως έμεινε ο Θεός, ίσως και ως Θεός παρακμής;». Η λέξη Θεός στο Βυζάντιο, είναι επίσης ένα «κλειστό ερώτημα», ένα ερώτημα κλειδωμένο.

Δυστυχώς το πολύ ανθρώπινο ευαγγέλιο που λέγεται ιστορία (και πάλι να τονίσουμε, πως περισσότερο καστοριαδικά, παρά εκκεντρικά, εννοούμε δημιουργία ex nihilo) έμελλε να γραφτεί με άξονα την αποδιοργάνωση και αυτοϋπονόμευση της τότε κοινωνίας, την απέραντη διαφθορά της, την έμπρακτη εξουδετέρωση των λόγων ύπαρξης του στρατού εκείνη την εποχή (ο όποιος υπαρκτός στρατός στις υπηρεσίες της αυτοκρατορίας θα έπρεπε να υπερασπίσει άγνωστη τάξη, άγνωστο σύνολο, άγνωστο μέλλον, άγνωστη ακμή και να δράσει για άγνωστους μακροπρόθεσμους στόχους). Tο Βυζάντιο ήταν μια εδαφικά εκτεταμένη αυτοκρατορία, δυτικού χάους και ταυτόχρονα «ανατολικού θεϊκού χάους». Tο Βυζάντιο ήταν μια αυτοκρατορία χωρίς «εγώ» («ego») και όραμα, αλλά βρισκόταν στη μέση του κόσμου. Στην οικονομία λειτουργεί η άποψη (παράδοξη σήμερα), ότι ο στασιμοπληθωρισμός και η παρανομία εξασφαλίζουν ρυθμούς ανάπτυξης. Το εμπόριο στο Βυζάντιο πέρασε στα χέρια πιο ιδιόρρυθμων και ελκυστικών χεριών. Και όμως ήρθε η παρακμή γιατί, όπως λέει ο Ρίλκε, «έχασαν τον τρόπο να υπάρχουν». Ήρθε η παρακμή γιατί, παραφράζοντας τον Χάμπερμας, θα λέγαμε ότι ήταν «καθεστώς υπηκόων», λαθεμένο ακόμη και στον στόχο του. Ήρθε η παρακμή γιατί οι υπήκοοι αισθάνονταν ότι εκτός του χριστιανισμού δεν ανήκαν πουθενά. Ήρθε η παρακμή αλλά πάντα υπήρχε ο Θεός ως μία λύση και διέξοδος ανάγκης. Όταν η Δύση προχωρούσε σε νέα φαντασιακή θέσμιση όλων των προαναφερθέντων στοιχείων, με εσωτερική ιεραρχία και εξωστρεφή επιθετικότητα, το Βυζάντιο ανακύκλωνε τον κακό εαυτό του! Και ευτυχώς που η Δύση προχωρούσε[16], διότι αιώνες αργότερα «θα μεγαλουργούσε», ιδίως μετά την ανάδυση του προτεσταντισμού, πραγματώνοντας την ιστορία ως δημιουργία!

Μας γοητεύει η περίοδος της παρακμής, διότι μόνο τότε έχουν λόγο να υπάρχουν όλες αυτές οι τάξεις και όλοι αυτοί οι άνθρωποι που «απέναντί» τους έχουν το χάος, είχαν το χάος, είχαν κλειστό «το καστοριαδικό παράθυρο στο χάος», δηλαδή τον κόσμο της Τέχνης, αλλά και των Γραμμάτων και της Επιστήμης. Αιτία ακμής και παρακμής του Βυζαντίου; Παραφράζοντας και πάλι ώστε να δυναμώσει το φως: αιτία ακμής και παρακμής της βυζαντινομάνας Ελλάδας; Στην τωρινή Eλλάδα, ακόμη γιορτάζουμε και κάνουμε πράγματα όπως αυτά λάμβαναν χώρα στο Βυζάντιο. Είμαστε βυζαντινοί στον τρόπο που κάνουμε τις δουλειές μας και αποφασίζουμε για το συμφέρον μας, τα μικροεγώ και η ζηλοφθονία ανθούν! Είμαστε βυζαντινοί ως προς τη μόνιμη τάση του ελληνικού πολιτικού προσωπικού να χρησιμοποιεί ακόμη τη θρησκεία για πολιτικούς σκοπούς με αγιασμούς και ορκωμοσίες – και για αυτό άλλωστε δεν έχει γίνει ακόμη πράξη ο διαχωρισμός Κράτους και Εκκλησίας, κάτι που στη Γαλλία, παραδείγματος χάριν, έγινε το 1905. Τέτοιος διαχωρισμός δεν διαφαίνεται καν στον «ιστορικό ορίζοντα». Είμαστε βυζαντινοί στον τρόπο που οδηγούμαστε πάλι στην παρακμή – και ίσως ουσιαστικά προχωράμε από παρακμή σε παρακμή, τέτοια είναι τα χρόνια της πολυεπίπεδης κρίσης από το 2010 έως σήμερα. Η Ελλάδα έφτασε σε τέτοια ακμή στην αρχαιότητα, που οτιδήποτε ακολούθησε ή θα ακολουθήσει θα είναι ποτισμένο με παρακμή; Ποτισμένο με το πείσμα της παρακμής; Δεν θα έπρεπε να είναι έτσι, αλλά συμβαίνει και ίσως και για λόγους ιστορικής δικαιοσύνης θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε πως «άξιοι» κληρονόμοι του Βυζαντίου είναι και η Οθωμανική Αυτοκρατορία αλλά και όλα κατ’ ουσίαν τα κρατικά μορφώματα που μετά την πτώση της τελευταίας εμφανίστηκαν στην ευρύτερη περιοχή: από τα διάφορα χριστιανικά κράτη που συστάθηκαν, μέχρι τα διάφορα αραβικά χαλιφάτα που μετεξελίχθηκαν σε σύγχρονα κράτη, όπως τα καθόρισαν γεωγραφικά οι Άγγλοι διπλωμάτες και στρατιωτικοί απεσταλμένοι, κράτη που υφίστανται ακόμη και σήμερα. Όλα τα παραπάνω κράτη αλλά και οι κοινωνίες τους –και τούτο είναι αξιοπρόσεκτο– είναι επίσης «άξιοι κληρονόμοι» μιας έννοιας του Θεού. Και να σημειωθεί και εδώ, κάτι που είναι άλλωστε ευρέως γνωστό, πως ο σημαντικός θεωρητικός Κορνήλιος Καστοριάδης δεν είδε και πάλι με καλό μάτι το Βυζάντιο[17], ή αυτό που τολμήσαμε να περιγράψουμε παραπάνω, παρότι ήταν μια δημιουργία ανθρώπινη που κράτησε 12 σχεδόν αιώνες.

 

ΙV.

 

Είδαμε την ιστορία ως δημιουργία, τον «Θεό» και τον άνθρωπο. Είδαμε πως «εδώ γεννήθηκε η έννοια του Θεού και, ίσως τελικά εδώ έμεινε ο Θεός». O άνθρωπος, πρώτα ως χριστιανός βέβαια, θα καταφέρει να θεσμίσει μέσω της Εκκλησίας πως η κάθε δύναμη προέρχεται «…εκ Θεού». Γράφει ο Καστοριάδης επί του θέματος: «Αυτό το εξέφρασε ο [Απόστολος] Παύλος, μεγάλος συγγραφεύς και μεγάλος προπαγανδιστής, όταν έλεγε στην Προς Ρωμαίους Επιστολή: “Πάσα δύναμις και πάσα εξουσία εκ Θεου”… Εκ Θεού»[18]. Με τέτοια ισχύ οργανώνεται η Εκκλησία και όλοι γνωρίζουμε τι έγινε τον Μεσαίωνα, κυρίως στις Σταυροφορίες· ο χριστιανισμός ήταν επίσης ένας «βάρβαρος συνεχής πόλεμος εναντίον των ντόπιων κοινοτήτων» κτλ. Τη φράση αυτή του Aποστόλου Παύλου φαίνεται να την έχουν «ζηλέψει, δανειστεί και αντιγράψει» και άλλες θρησκείες – και όχι μόνον αυτές[19]. Επίσης ο χριστιανισμός συνέδεσε το αίμα με την ψυχή. Η πρώτη θρησκεία που ακολούθησε τον πρώτο διδάξαντα είναι αυτή του Ισλάμ. Το ίδιο θα κάνει και ο άνθρωπος, ως πιστός μουσουλμάνος πλέον, μέσω Τζαμιού και μιναρέδων· λίγους αιώνες αργότερα «…εκ Θεού» εξακολουθεί να απορρέει πάσα δύναμις και πάσα εξουσία! Την εξουσία, όπως μας δείχνει η ιστορία, πάντα την καθαγίαζε η θρησκεία, ενώ την ίδια την θρησκεία, την οποία από τυπική άποψη δεν θα μπορούσε «τίποτα να την καθαγιάσει», την καθαγίαζε ωστόσο σε κάποιον βαθμό η τέχνη των σημαντικών ζωγράφων, αρχιτεκτόνων και μηχανικών. Και για χάρη της θρησκείας, η τέχνη μάτωνε και έφτανε στα όριά της· ο Καθεδρικός του Αγίου Πέτρου στο Beauvais που ξεκίνησε να χτίζεται το 1225, φιλοδοξούσε να είναι ο ψηλότερος και ο επιβλητικότερος καθεδρικός του κόσμου, δεν ολοκληρώθηκε όμως ποτέ γιατί ένα μεγάλο κομμάτι του κατέρρευσε και οι εργασίες σταμάτησαν το 1600.

Πώς φτάνει όμως ο σημερινός άνθρωπος στην κόλαση και την βάρβαρη εκδοχή του ισλαμισμού; Πώς φτάνει ο σημερινός άνθρωπος να προχωράει με «ένα βήμα εμπρός και, δύο βήματα πίσω», φερ’ ειπείν από τους ένοπλους Ταλιμπάν στους ένοπλους δολοφόνους του «Ισλαμικού Κράτους»; Πώς φτάνει ο σημερινός άνθρωπος –και μάλιστα στην σημερινή μας γειτονιά– να κόβει κεφάλια δυτικών δημοσιογράφων; Πώς φτάνει ο σημερινός άνθρωπος από «υπήκοος» του «Ισλαμικού χαλιφάτου» να γίνεται δουλικό μέλος του ISIS και να ασκεί αχαλίνωτη τρομοκρατία εν ονόματι του Θεού; Το «χαλιφάτο έχει ως σημείο αναφοράς» το πρώτο ισλαμικό κράτος που εγκαθίδρυσε ο προφήτης Μωάμεθ στη Μεδίνα το 622[20]. Πώς φτάνει ο σημερινός άνθρωπος με τις γεμάτες ύβρη πράξεις του και τους διάφορους βυζαντινισμούς να τονίζει με τον τρόπο του πόσο «ανεπαρκείς» υπήρξαν οι αρχαίοι Έλληνες; Πρωτοφανείς είναι οι εικόνες βαρβαρότητας που έκαναν τον γύρο του κόσμου, με τα μέλη του ISIS να χτυπούν με βαριοπούλες γλυπτά της αρχαίας Νιμρούντ και να βάζουν φτυάρια και μπουλντόζες στην αρχαία πόλη Χάτρα[21]. Ακόμη και η πιο σπουδαία κόρη μανάβη στην Ιστορία φτάνει να δηλώνει περίπου πως «πάντα ζήσαμε δίπλα στο κακό, αλλά αυτή η δίψα της σημερινής τρομοκρατίας για αίμα, ακόμη και για αίμα αθώων, είναι πρωτοφανής· αν η Δύση δεν την ξεριζώσει, κινδυνεύει να ηττηθεί [η ίδια]»[22]. Βέβαια κάποιος θα ρωτήσει: για αυτό που συμβαίνει σήμερα φταίει ο Θεός ή οι άνθρωποι που είναι ανεπίδεκτοι μαθήσεως; Οι άνθρωποι φταίνε, αλλά την ώρα που κόβουν τα κεφάλια φωνάζουν: «ο Θεός είναι μεγάλος, ο Θεός είναι μεγάλος…», καθώς οι ίδιοι είναι εθισμένοι σε μία έννοια του Θεού σαν να είναι μορφίνη και μία έννοια της θρησκείας σαν να είναι όπιο[23]. Επιπλέον, μήπως ο Θεός είναι ακόμη «εδώ», δηλαδή είναι ακόμη στην ταλαίπωρη γειτονιά μας όσο ποτέ άλλοτε; Στη γειτονιά μας, όπου σχετικά πρόσφατα συναντήθηκαν δύο εκπρόσωποι του Θεού επί γης, ο Πάπας Φραγκίσκος με τον Οικουμενικό Πατριάρχη Βαρθολομαίο[24]. Οι ισλαμιστές και οι τζιχαντιστές με τις κτηνωδίες τους, οι οποίες συνιστούν τρόπον τινά το Άουσβιτς της εποχής μας, είναι τελικά «οι μεγάλοι κερδισμένοι» της Αραβικής Άνοιξης.

Σκέψεις πάνω στην εξουσία, μετά από όλα όσα συμβαίνουν, μπορούν πλέον να μας αφήνουν αδιάφορους; Τι γεννάει την κακή δύναμη σε ένα χέρι ώστε να σηκώσει μάχαιραν; Βαριοπούλα εναντίον αρχαίου γλυπτού; Τι γεννάει την εξουσία; Ίσως η αθάνατη ζωή που υπόσχονται οι θρησκείες. Ίσως το σπέρμα της ουτοπίας που μούχλιασε για τα καλά στη Σοβιετική Ρωσία. Ίσως το φαντασιακό της ουτοπίας με τις ψευδαισθήσεις που θρέφει! Η ιδέα της ουτοπίας επίσης γεννάει δύναμη, τυραννία. Μήπως άραγε γεννά και τον φόβο της ουτοπίας, το ένστικτο του θανάτου και, επομένως, οδηγεί στη συνέχεια στη ζεστή αγκαλιά του Θεού; Ίσως γεννά το σπέρμα της φήμης που τόσοι επιδιώκουν διακαώς, διότι ο σύγχρονος άνθρωπος δεν θέλει πραγματικά «να μάθει», αλλά θέλει «να τον μάθουν!» Πώς αλλιώς μπορεί να εξηγηθεί το γεγονός ότι ένας αποτυχημένος άνδρας (ο Τζιχάντι Τζόν κατά τους πράκτορες της ΜΙ5) φεύγει από το Λονδίνο, γίνεται μέλος του ISIS και σαν δήμιος αρχίζει να κόβει κεφάλια βιντεοσκοπώντας την απάνθρωπη αυτή πράξη σαν να είναι απόσπασμα χολιγουντιανής ταινίας; Πώς μπορεί να εξηγηθεί η πράξη του να σκοτώσει γυναίκα πάνω στην ώρα της γέννας; Αν μας μιλούσε ο Θεός, φανταζόμαστε ότι θα μας μιλούσε για δυνάμεις και αυτό πρέπει να μας τρομάζει πολύ. Παντού τριγύρω σχέσεις δύναμης, αγγλιστί: «Αmbition for power never ends for the psyche».

Υπάρχει η φιλοδοξία ακόμη και του σερβιτόρου για δύναμη-εξουσία; Nαι, η φιλοδοξία είναι πως ένας junior waiter θέλει (τόσο, μα τόσο πολύ, αν είχε την ευκαιρία θα σκότωνε κιόλας) να γίνει waiter… Όποιος θέλει να ανέλθει δεν διστάζει να εμπλακεί σε εντυπωσιακές μακιαβελικές καταστάσεις, όπου κυριαρχούν η συνεχής προσπάθεια, η υπομονή, η επιμονή, αλλά και ο δόλος. Ένας θολός δόλος μη κοπερνίκειος, που είναι πιο μεγάλος απ’ τον θόλο του κρανίου του Χίτλερ! Ο Μισέλ Φουκώ, ένας εμβριθής στοχαστής που σχεδόν πάντα καταλήγει σε ενδιαφέροντα συμπεράσματα, διακρίνει παντού σχέσεις δύναμης και εξουσίας. Και ίσως λόγω της σχέσης δύναμης και εξουσίας διέπραξε και ο ίδιος το μεγάλο ατόπημα να υμνήσει την Ιρανική επανάσταση του 1979. Πεθαίνει ο άνθρωπος για εξουσία και κρατώντας στο χέρι ένα AK-47 (Καλάσνικοφ), έχοντας στην τσέπη ένα κουζινομάχαιρο, ενώ φορώντας άρβυλα πασχίζει να κυνηγήσει την απόλυτη εξουσία. Πεθαίνει ο άνθρωπος για εξουσία ακόμη και μέσα στα καρναβάλια της Βραζιλίας. Έχουμε ξαναγράψει: «Aκόμη και τα μωρά, αν τα παρατηρήσεις καλά, πεθαίνουν για εξουσία. Τα μωρά πρώτα εξουσιάζουν τη μάνα και μετά την κοινωνία»[25]. Τα μωρά, βγαίνουν από την κούνια[26], θα κουβαλάνε όμως αυτήν την ανάγκη για εξουσία δια παντός μέσα τους και ο ρόλος της παιδείας ως θεσμού είναι να την εκλογικεύσει και ακόμη να την τιθασεύσει· αυτός ακριβώς είναι και ο ρόλος, σε μιαν ευρύτερη προοπτική, της κοινωνίας.  

Ψάχνουμε έναν άνθρωπο που θα είναι ικανός για τη «Συνωμοσία του Λόγου;» Ναι, ψάχνουμε έναν άνθρωπο που θα είναι μέτρο σύγκρισης για τα πάντα. Ο Ηράκλειτος είπε: «Ένας άνθρωπος για μένα αξίζει όσο μύριοι, όταν είναι άριστος». Έναν άνθρωπο που θα έχει κρίσιμη θέση στην κοινωνία. Έναν άνθρωπο που θα είναι αυτόνομος και όχι ετερόνομος. Έναν άνθρωπο ώστε να μην είναι ο κωφάλαλος πιστός και ακόλουθος του ισλαμιστή μουλά της Αλ Κάιντα, του ISIS ή ο κωφάλαλος ψηφοφόρος του Έλληνα βουλευτή ή ο πιστός άμισθος δούλος του κύριου Ζάκερμπεργκ, ιδρυτή του Facebook. Έναν άνθρωπο που να μπορεί να πιάσει τον ταύρο απ’ τα κέρατα και να οδηγήσει τανκ αν χρειαστεί για να προασπίσει την ελευθερία του. Έναν άνθρωπο που θα εκπέμπει το φως της γνώσης και της κριτικής σκέψης. Έναν άνθρωπο που δεν θα αποδέχεται άκριτα και, κυρίως, δεν θα προβάλλει αβασάνιστα το μεγαλείο ιστορικών προσωπικοτήτων (λέγοντας, φερ’ ειπείν, με έμφαση: Μέγας Πέτρος ή Μεγάλη Αικατερίνη), διότι έτσι υποβιβάζει έμμεσα και υποτιμά τους εν ενεργεία αγρότες, καλλιτέχνες, υπαλλήλους, επιστήμονες, εργάτες και διάφορους άλλους επαγγελματίες και δημιουργούς. Έναν άνθρωπο, επομένως, που όταν εκπαιδεύει παιδιά θα αποφεύγει να λέει: Ο μεγάλος Σωκράτης, ο μεγάλος Πλάτωνας, ο μεγάλος Νίτσε, ο μεγάλος Καστοριάδης, αλλά θα προτιμά να λέει: ο σημαντικός Σωκράτης, κ.ο.κ. Έναν άνθρωπο που θα κάνει ανοιχτά λόγο για την βαρβαρότητα, την πηγή των δεινών των Κούρδων στα βουνά της Τουρκίας και πιο πρόσφατα στο Κομπανί της Συρίας. Έναν άνθρωπο που θα μιλά ανοιχτά για τη βαρβαρότητα που υφίστανται για μεγάλο διάστημα οι Παλαιστίνιοι στη Λωρίδα της Γάζας. Έναν άνθρωπο που θα τολμήσει να μιλήσει εναντίον της βαρβαρότητας της Κίνας ως αναδυόμενης υπερδύναμης που έχει απομονώσει και καταπιέσει τους Θιβετιανούς πολίτες και μοναχούς στο Θιβέτ. Έναν άνθρωπο που θα έχει λόγο, τόλμη ακτιβιστή, ανεξαρτησία και δύναμη και θα λέει στον εαυτό του: «Θα μένω όρθιος πάντα, και ’γω από μόνος μου θα κάνω το δέντρο δάσος».

«Θα μένω όρθιος πάντα; Ναι, ως ορθάνθρωπος!» Μιλούμε και γράφουμε για τον oρθάνθρωπο, ως το αντίθετο του ανθρώπου που υπηρέτησε τον ολοκληρωτισμό στο παρελθόν και σήμερα υπηρετεί την τρομοκρατία και τον θρησκευτικό φανατισμό! Ο Νίτσε μίλησε με το δικό του μοναδικό τρόπο για τον μυθικό και διαβόητο «Übermensch» («υπεράνθρωπο»). Και τελικά η μετά το 1900 ιστορική πραγματικότητα έχει δείξει ότι ο υπεράνθρωπος υπήρξε μόνον ως διάσταση βαρβαρότητας, βίας και απανθρωπιάς, βίας και μισανθρωπιάς. Βίας και μωρίας εγκώμιον! Ο υπεράνθρωπος υπήρξε μόνο ως καημενούλης και φουκαράκος!

Οι άνθρωποι είναι σπουδαία και ιδιαίτερα κοινωνικά όντα και μόνο σαν εξαιρέσεις[27] μπορούμε να δούμε ανθρώπους να μην επιλέγουν άλλους ανθρώπους για να συγκροτούν μαζί τους κοινωνία[28]· και πάλι, όμως, παντού υπάρχουν οι άνθρωποι είτε με τα έργα τους, είτε με τα λόγια τους. H ιστορία πληροφορεί πως στις 5 Νοεμβρίου του 1605 ένας άνθρωπος συνέζευξε τα λόγια με τα έργα, ο Guy Fawkes προσπαθεί να πυρπολήσει το Βρετανικό Κοινοβούλιο, σύμβολο τυραννίας τότε. Ο άνθρωπος λοιπόν έχει και τη δύναμη να επηρεάζει τις εξελίξεις, πάντα. Ένας άνθρωπος εναντίον του τυραννικού Κοινοβουλίου! Επηρεάζει και ταυτόχρονα επηρεάζεται, δηλαδή θεσμίζων και θεσμιζόμενος είναι ο άνθρωπος! Έτσι, κάθε εποχή έχει το δικό της φαντασιακό και είναι μοναδική και «ανεπανάληπτη». Έτσι, τρόπον τινά, κάθε κοινωνία είναι μοναδική και ίσως θα έπρεπε να μιλάμε για κοινωνίες, στον πληθυντικό και μόνο[29]. Οι άνθρωποι κάθε εποχής και κάθε κοινωνίας είναι «ανεπανάληπτοι», καθώς ανάμεσα στην ύλη και τις ιδέες κάτι υπάρχει και κάτι ενώνει μαζί την ύλη με τις ιδέες! Τι είναι αυτό που υπάρχει; «Υπάρχουν τα θεσμισμένα νοήματα, υπήρχαν σε κάθε εποχή και θα υπάρχουν. Όταν πιάνω ένα κέρμα ευρώ στο χέρι δεν είναι μόνο το μέταλλο αλλά και όλες οι άλλες σημασίες, οικονομικές, πολιτικές, πολιτισμικές. Εικονίζεται πάνω στο κέρμα π.χ. μια γέφυρα, ένας άνθρωπος, μια χελώνα (σύμβολο στατικότητας) κτλ., κτλ.»[30]. Τα θεσμισμένα αυτά νοήματα,  –για τα οποία ο Καστοριάδης, εφ’ όσον συνέλαβε την σπουδαιότητά τους, μίλησε με έναν ξεχωριστό τρόπο, κάνοντας λόγο για φαντασιακή θέσμιση της κοινωνίας–[31] πρέπει να δίνουν ακόμη περισσότερη έμφαση και αξία στον άνθρωπο, δηλαδή στην ανθρώπινη δημιουργία ενός ανθρώπου ανεξάρτητου και όχι ενός δούλου που με δόλο και «φονικό σνομπισμό» θα υπονομεύσει τον συνάνθρωπό του με την πρώτη ευκαιρία και σαν μικρός φαρσέρ θα επιβουλευθεί τον συνάνθρωπό του και θα του ρίξει γροθιά στο στομάχι έχοντας ως δικαιολογία τον Θεό!

 

V.

 

Ίσως, εδώ, πρέπει να γυρίσουμε στο ζήτημα της ιστορίας ως δημιουργίας για να δούμε πώς πηγάζει αυτή η δημιουργία από το Χάος, αλλά και πώς ξεπηδάει η κάθε δημιουργία μέσα στο «ιερό» τρίγωνο: οίκος – πόλις – αγορά ή, διαφορετικά, μέσα από αυτό που «εμείς» μορφοποιούμε ως το εκκεντρικό-ερωτικό στοιχείο. Και ίσως κατανοήσουμε καλύτερα τον Θεό ως φαντασιακή σημασία, δημιούργημα του ανθρώπου, αλλά και τον Άνθρωπο ως δημιούργημα της κάθε κοινωνίας και του ανθρώπου που είναι μέλος της.

Ιστορία, Θεός, Άνθρωπος: όταν ακούν ή διαβάζουν οι άνθρωποι αυτές τις λέξεις, στο μυαλό τους έρχονται πολλά, το ίδιο συμβαίνει και με τη λέξη δημιουργία. Δημιουργία είναι που ένας φιλόσοφος έγινε βοηθός φαρμακείου[32]. Δημιουργία είναι, ας πούμε, από μια παρτιτούρα του Μπαχ, μέχρι τη δημιουργία του iPhone, ή το ταξίδι του (Μέγα) Πέτρου στην Ολλανδία όπου έμαθε τα μυστικά κατασκευής πλοίων, γύρισε πίσω αργότερα και κατέστησε τη Ρωσία ναυτική δύναμη, ή το ταξίδι το 1945 του Καστοριάδη με το πλοίο Ματαρόα στον Τάραντα της Ιταλίας και από κει με τρένο, δίπλα στις πεσμένες στάχτες από τον Μεγάλο Πόλεμο, στο Παρίσι. Ακόμη και μία κλειδαριά πόρτας είναι δημιουργία – και μάλιστα ένας Γάλλος βασιλιάς είχε εμμονή με το να δημιουργήσει την τέλεια κλειδαριά. Δημιουργία είναι ότι ο Μιχαήλ Άγγελος πήγαινε και επιτηρούσε τα μάρμαρα που του έκοβαν στα λατομεία[33]. Δημιουργία είναι που ο άνθρωπος κατάλαβε έγκαιρα πως το βόδι έχει δύναμη, αλλά το γαϊδουράκι είναι πιο έξυπνο αν και λιγότερο δυνατό από το βόδι, ενώ αργότερα θα αρχίσει να εξημερώνει το γοργοκίνητο άλογο που συνδύαζε δύναμη και εξυπνάδα[34]. Το 1453 είναι δημιουργία, όπως και το 1492 είναι δημιουργία, το 1989 η πτώση του Τείχους του Βερολίνου, όπως συνηγορεί και μία ακόμη προσωπική μαρτυρία για το γεγονός εκείνο, είναι δημιουργία[35]. Ο Καστοριάδης ο ίδιος θα πει, δημιουργία είναι και το Γκουλάγκ και η Ακρόπολη και άλλα πολλά. Έτσι, οι μάχες που δόθηκαν στο Στάλινγκραντ είναι δημιουργία και δημιουργία είναι ακόμη και η αλλαγή του ονόματος της πόλης σε Βόλγκογκραντ και πάλι δημιουργία είναι το ότι κάποιοι μοιράζουν σήμερα φυλλάδια και θέλουν η μυθική πόλη να αποκτήσει και πάλι το προηγούμενο όνομά της. Η συγκυρία ταιριάζει με την αποκατάσταση του ονόματος του δήμιου Στάλιν που επιχειρεί ο Πούτιν σαν «άξιος εγγονός»[36]. Δημιουργία ως παράσταση είναι και ότι ο Μουσολίνι γύριζε τη Ρώμη με αυτοκίνητο κρατώντας στα χέρια του ένα μωρό λιοντάρι για να εντυπωσιάζει τις γυναίκες. Δημιουργία είναι και το καλοδεμένο γλυκό κυδώνι που θα σε κεράσουν στην Ηλεία, δημιουργία είναι και τα tapas στην Ισπανία και το Yorkshire pudding. Δημιουργία είναι το ότι το τελευταίο φιορίνι μετατρέπεται σε 170 φιορίνια στο τέλος του Παίχτη, όπως και η πρώτη επιστολή του Αϊνστάιν στον Καραθεοδωρή, τον μέντορά του.  Δημιουργία είναι ο καθαγιασμός των υδάτων την ημέρα των Θεοφανείων, δημιουργία είναι και ένα ποίημα του Καβάφη, δημιουργία είναι η τέχνη που συνιστά η γραφή, αλλά και η γραφή ως μετάφραση[37], δημιουργία  είναι και η προσπάθεια για την πολιτική οργάνωση[38], η οικολογία, ο καπιταλισμός, η Αριστερά, δημιουργία είναι και η εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ, ο σχηματισμός ενός σταυρόλεξου ή η λύση του είναι δημιουργία. Δημιουργία «αλύγιστη ή λυγισμένη η Κίνα ως χώρα», ήταν ο άνθρωπος μπροστά στο τανκ που έγινε και διάσημη φωτογραφία[39]. Πίσω από όλα αυτά στέκεται ο άνθρωπος, αν και κάποιες φορές είναι λυγισμένος. Όλα είναι δημιουργία που εξηγείται ως ρους αέναος από το εκκεντρικό προς το ερωτικό που κρύβει μέσα του δέος και αγώνα αρχέτυπο και μόνον.

Εν αρχή ην η δημιουργία. Και δημιουργία είναι και ο αρχικός σκοπός τούτης της αιματηρής διάστασης περί εκκεντρικού-ερωτικού στοιχείου που αρχίζει ως μια προσέγγιση ή, σωστότερα, μια αντι-ανάγνωση. Το εκκεντρικό-ερωτικό στοιχείο στην ιστορία: Tι είναι αυτό; Tι προσπαθεί να μας διδάξει ατομικά και έκτοτε συλλογικά;

Είναι αυτό που δίνει ώθηση στην κοινωνία, είναι αυτό, το διαφορετικό που σκέφτηκαν, σκέπτονται ή θα σκεφτούν οι άνθρωποι, ο ένας άνθρωπος. Το εκκεντρικό το σκέφτονται λίγοι άνθρωποι αρχικά και κάνει και τους άλλους ανθρώπους να σκεφτούν πάνω σε αυτό όταν μάθουν «περί τίνος πρόκειται». Κάποιοι άνθρωποι προσπαθούν να σκεφτούν το διαφορετικό, το καταφέρνουν. Το εκκεντρικό στοιχείο γεννιέται, δίπλα στην επιθυμία των ανθρώπων να σκεφτούν και να πράξουν διαφορετικά. Το εκκεντρικό είναι το διαφορετικό που θα μετουσιωθεί σε ερωτικό όταν οι άνθρωποι το μοιραστούν μεταξύ των, ο ένας άνθρωπος στον πληθυντικό μοιράζεται ως το νέο και το επαναστατικό μέσα στην ανθρώπινη κατάσταση. Εν συντομία, ανακαλύπτω «κάτι», και αυτό το «κάτι» το μοιράζομαι: αυτή είναι μια «ενστικτώδης» ανάγκη του ανθρώπου που τη μοιράζεται με τους άλλους. Και επίσης, ερωτικό είναι, διότι γίνεται κοινό κτήμα, χωρίς καμία έννοια ιδιοκτησίας (ακόμη και η σύγχρονη σχετικά έννοια των πνευματικών δικαιωμάτων [copyright] έχει «ζωή» 70 χρόνια).

Δυνατό ήταν το εκκεντρικό στοιχείο σε μερικές περιόδους που αξίζει να δούμε: Δυνατό ήταν στην αρχαία Ελλάδα. Δυνατό ήταν στην Αλεξάνδρεια. Δυνατό ήταν στην Ιταλία της Αναγέννησης. Δυνατό ήταν την περίοδο του Διαφωτισμού στην Ευρώπη, τη Δύση. Δυνατό ήταν στην Αγγλία του 19ου αιώνα.[40] Το εκκεντρικό σπρώχνει την ιστορία και το φορτώνονται στην πλάτη τους οι διάφοροι δημιουργοί, οι μαθηματικοί, οι εφευρέτες, οι λογοτέχνες, οι αγρότες, οι φυσικοί, οι αγγειοπλάστες, οι μάγειροι! Το εκκεντρικό το φορτώνονται στην πλάτη τους «οι τρελοί του χωριού» που είναι οτιδήποτε άλλο εκτός από τρελοί. To εκκεντρικό-στοιχείο το πήραν στις πλάτες τους αυτοί που αποκαλούμε απερίσκεπτα τρελούς, (στην αρχή σ’ αυτούς συγκαταλεγόταν ο Ηράκλειτος, όπως μας πληροφορεί ο Αξελός): αυτοί είναι οι δημιουργοί, οι διάφοροι δημιουργοί. Οι σπουδαίοι αγρότες, ξεκούρασαν τον άνθρωπο από τη συνεχή μετακίνηση του κυνηγού και του έδωσαν «τη βάση» για να σκεφτεί καλύτερα (εκκεντρικό στάδιο) να μοιραστεί καλύτερα (ερωτικό στάδιο). Οι σπουδαίοι αγρότες είναι οι πρώτοι διδάξαντες, κατ’ επέκταση, αυτής της αλήθειας. Όπως θα γράψει ο Σιοράν: «Ο πολιτισμός προχωράει από τη γεωργία στο παράδοξο».

Ίσως πολλοί από τους δημιουργούς δεν θα ήθελαν να μοιραστούν το εκκεντρικό, το νέο στην δημιουργία τους, με τους άλλους. Το ερωτικό στοιχείο όμως, κάνει τους (δύσκολους) δημιουργούς να το μοιραστούν με την κοινωνία, διότι η κοινωνία είναι σε εξέλιξη· η ιστορία, με άλλα λόγια, έχει γεννήσει στον άνθρωπο την ανάγκη για καλυτέρευση των συνθηκών της ζωής του, κάτι που ενίοτε συμβαδίζει με την ανάγκη για φήμη και δόξα. Ο κάθε γονιός επίσης θέλει το παιδί του να τα καταφέρει καλύτερα στη ζωή από ό,τι τα κατάφερε ο ίδιος. Έτσι, μια σπουδαία εφεύρεση, αν έμενε στο συρτάρι του δημιουργού της, δεν θα βοηθούσε ούτε την κοινωνία, ούτε τον δημιουργό τον ίδιο. Άρα, η νέα εφεύρεση αξίζει να γίνει κτήμα της κοινωνίας.

Το ότι κάποιοι άνθρωποι σκέφτονται και δρουν έτσι, παίζει ρόλο προωθητικό για την κοινωνία· μια διάσταση αυτής της ίδιας τάσης είναι η βούληση για φήμη (Will to fame) και μια άλλη η βούληση για ισχύ (Wille zur Macht, will to power). Διαβάζουμε μερικές απ’ τις αμέτρητες σημειώσεις του Νίτσε υπό το πρίσμα αυτό. Διαβάζουμε επίσης και μια εισαγωγή πάνω στις σημειώσεις του Νίτσε. Ο Νίτσε προσπάθησε με τον δικό του ξεχωριστό τρόπο να εξηγήσει πώς άρχισαν «όλα αυτά» εντός της ιστορικά καθοριζόμενης κοινωνικότητας και εκφράζει την άποψη ότι η βούληση για ισχύ είναι η θεμελιώδης δύναμη που συνέβαλε αποφασιστικά στη διασφάλιση της επιβίωσης του ανθρώπου. Απαραίτητο είναι να γράψουμε επίσης πως «κομμάτι πολύτιμο του εκκεντρικού στοιχείου είναι η τρέλα, το ψυχιατρείο, ακόμη και η φυλακή σε μερικές περιπτώσεις», τα οποία, δυστυχώς, έχουν αποτελέσει για διάφορους λόγους την πιο κακόφημη γειτονιά της ανθρώπινης Iστορίας, λες και η Ιστορία δεν είναι πονηρή και πανούργα. Όσοι μελετούμε την ανθρώπινη κοινωνικότητα με τον προσήκοντα ρεαλισμό είναι σκόπιμο να αξιοποιήσουμε τον στοχασμό του Νίτσε, διαβλέποντας από την άλλη και τα όριά του. Σ’ αυτό το πλαίσιο επιχειρούμε να δούμε υπό το πρίσμα της γονιμότητας του στοχασμού τους όλους τους «στοχαστές της υποψίας»,[41] κάτι που σημαίνει ότι στη θέση των όποιων μεγάλων θεωριών τους δεν βλέπουμε παρά το εκκεντρικό-ερωτικό στοιχείο, το οποίο προβάλλει στην καθαρότητά του ιδίως όταν χειραφετείται από στοιχεία δογματισμών και θεωρητικών διαμαχών και περιχαρακώσεων. Υπ’ αυτό το πρίσμα μπορεί κανείς να αποτιμήσει ορθά την κριτική θέση του Καστοριάδη έναντι του Μαρξ, σύμφωνα με την οποία αποτελεί αυταπάτη η αναγωγή του αιτήματος του κοινωνικού μετασχηματισμού σε μιαν ορισμένη θεωρία που εμπεριέχει τη «σοφία» της ιστορίας. Ο Καστοριάδης παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον από την άποψη ότι  δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως «στοχαστής της υποψίας» ή, ακόμη χειρότερα, ως στοχαστής που άφησε πίσω του μία νέα συγκροτημένη, συστηματοποιημένη θεωρία, η οποία θα μπορούσε να εκτραπεί σε ένα ελεεινό μικρό δόγμα.

Σε  μία εποχή μίζερη όπως η σημερινή, τι μπορείς να πεις για το εκκεντρικό-ερωτικό στοιχείο; Δεν υπάρχουν οι άνθρωποι, o ένας άνθρωπος στον ενικό, να σκεφτούν διαφορετικά, το εκκεντρικό και, ακολούθως, να μοιραστούν με τους άλλους, το ερωτικό; Στη σημερινή εποχή το εκκεντρικό η κοινωνία το περιμένει από τους δημιουργούς και πάλι· οι ακτιβιστές συνεχίζουν να μάχονται, ενώ οι πολιτικοί έχουν αφήσει την κατάσταση εκτός ελέγχου εδώ και καιρό, όπως εύστοχα παρατηρούσε ο Kαστοριάδης, κατά μείζονα δε λόγο οι ψηφοφόροι. Το εκκεντρικό-δημιουργικό στοιχείο δεν είναι και πολύ εύκολη υπόθεση, αλλά ανακύπτει κάθε στιγμή, κάθε στιγμή είναι δυνατόν να εισέλθει στη ζωή κάθε ανθρώπου (κάθε άνθρωπος μπορεί να είναι δημιουργός, να είναι τουλάχιστον για ορισμένες στιγμές δημιουργός). Κάθε άνθρωπος είναι ικανός να διανοηθεί το διαφορετικό και να το προσφέρει στους άλλους. Αυτή η θέση δεν μπορεί παρά να είναι συνυφασμένη με πίστη στον άνθρωπο.

To εκκεντρικό-ερωτικό στοιχείο φερ’ ειπείν πριν 500 αιώνες, πριν 25 αιώνες, στον σημερινό 21ο αιώνα ή στον 26ο και στον 101ο αιώνα, ή σε όποιον άλλον αιώνα θέλετε του παρελθόντος ή του μέλλοντος, δρα πάντα ή θα δρα πάντα με τον ίδιο τρόπο. Το εκκεντρικό-ερωτικό στοιχείο είναι υπεύθυνο για «όλα αυτά» μέσα στο κοινωνικό-ιστορικό και την πρόοδο που αυτό πάντα φέρνει ωσάν αρχετυπικό φως, ωσάν δημιουργία και ωσάν απλώς ιστορία ως δημιουργία.

Αν το εκκεντρικό-ερωτικό στοιχείο λειτουργεί, δια της διαστροφής ή της απουσίας του, αρνητικά, όπως στην περίπτωση του Γκουλάγκ ή του Ολοκαυτώματος εναντίον των Εβραίων (αν δηλαδή εμφανίζεται ως ένας «νέος» τρόπος εξόντωσης συν-ανθρώπων), τότε, ένα νέο, πιο υγιές, πιο ανθρώπινο, εκκεντρικό-ερωτικό στοιχείο, θα δημιουργηθεί, θα αυτοδημιουργηθεί και θα καταργήσει το απάνθρωπο και απαξιωτικό  προηγούμενο «εκκεντρικό-ερωτικό στοιχείο».

Στο μικρό χωριό, την μητρόπολη και σε όλους τους πολιτισμικούς «πλανήτες» και όλες τις θρησκευτικές κοινότητες, το εκκεντρικό-ερωτικό στοιχείο εκδηλώνεται πάντα και είναι αυτό που οδήγησε «όλα αυτά» στο σημείο να είναι όπως είναι σήμερα. Διάφορες εκφάνσεις του εκκεντρικού-ερωτικού στοιχείου γέννησαν την ηθική (όπως επισημαίνει σωστά επ’ αυτού ο Νίτσε) και, ως συνέπεια της ηθικής, τη θρησκεία. Η θρησκεία, όμως, λειτούργησε ως δύναμη κατάπνιξης και θανάτωσης εκείνων ακριβώς των στοιχείων που τη δημιούργησαν, πρωτίστως δε του εκκεντρικού-ερωτικού στοιχείου. Κατά τον μεσαίωνα, το εκκεντρικό-ερωτικό στοιχείο μετατράπηκε σε εκκεντρικό-αδιάφορο στοιχείο. Η διάνοια του μεσαιωνικού ανθρώπου παρήγαγε σκέψη, φαντασία, εμπειρία και γνώση, πλην όμως το θρησκευτικό «status quo» της εποχής δεν επέτρεπε σ’ αυτά τα στοιχεία να  «ερωτικοποιηθούν», δηλαδή να γίνουν κοινό κτήμα, να βρεθούν στο επίκεντρο του κοινωνικού βίου.

Η Ιστορία, εν κατακλείδι, δεν είναι μονάχα αυτό που φαίνεται στην επιφάνεια, αλλά είναι πρωτίστως το εκκεντρικό-ερωτικό στοιχείο ως άτμητη ενότητα που τη συνέχει και την καθιστά δυνατή. «Η βιτγκενσταϊνική έννοια της αντίληψης, η οποία συνίσταται στο να βλέπουμε ακριβώς τις διασυνδέσεις»[42] είναι αυτή ακριβώς που μας επιτρέπει να βλέπουμε την προαναφερθείσα αρχέγονη μα και συνάμα τόσο επίκαιρη διασύνδεση. «Ο κόσμος είναι όλα όσα συμβαίνουν»[43] είναι η γνωστή αρχική φράση του Tractatus logicophilosophicus που στην περίπτωση του προκείμενου θέματος μπορεί να αναδιατυπωθεί ως εξής: «Ο κόσμος είναι όλη η ιστορία ως δημιουργία, ο Θεός, ο άνθρωπος και το εκκεντρικό-ερωτικό στοιχείο».  

Έτσι λοιπόν, τα παραπάνω παραδείγματα δημιουργίας που άρχισαν οι άνθρωποι να μοιράζονται μεταξύ τους, αλλά και η ιδεατή πρόσληψή τους σε πολιτισμικό επίπεδο είναι σε θέση να εξηγήσουν ικανοποιητικά τη διαχρονική σχέση του ανθρώπου με το στοιχείο της δημιουργίας, αναδεικνύουν την ιστορία ως μοναδικό σύνολο δημιουργίας και υπογραμμίζουν ότι ο  άνθρωπος υπάκουσε κάποιες λογικές αρχές, κάποιες εντολές[44], ώστε να κάνει τη ζωή του πιο εύκολη και πιο μεστή. Ο Θεός «τρεμόσβηνε» ως φαντασιακή σημασία, αλλά ουσιαστικά ο άνθρωπος «τρεμάναβε» ως συνειδητό υποκείμενο και επινόησε τον εαυτό του.

Και όπως μοιράστηκαν πολλά άλλα αγαθά, έτσι μοιράστηκε και η έννοια του Θεού, από έναν άνθρωπο και τις πρώτες κοινωνίες που την «δημιούργησαν». Έναν άνθρωπο που είναι ικανός για να οργανώσει τη σικελική εκστρατεία ή το αντίστοιχό της εγχείρημα –που στη σύγχρονη εποχή είναι η κατάκτηση της σελήνης, όπως γράφει και ο Καστοριάδης– αλλά και ικανός για να τυφλώσει ακόμη και τον ίδιο του τον εαυτό. Και έτσι είδε μέσα στην Ιστορία τον εαυτό του και ως Κύκλωπα που ονειρεύεται σπουδαίες θρησκείες, σπουδαίους Θεούς και τον εαυτό του ως μικρό άνθρωπο. Το εκκεντρικό-ερωτικό στοιχείο, όμως, ενώ ουκ ολίγες φορές λύγισε τον άνθρωπο, άλλες τόσες τον έσωσε, τον σήκωσε πάλι όρθιο, ως oρθάνθρωπο και του δίνει δύναμη ότι στο μέλλον θα τα καταφέρει καλύτερα…

 

VI.

 

Συμπερασματικά: ο άνθρωπος, αυτός ο διαχρονικός νομάς, είναι μέσα στη κοινωνία και θρυμματίζεται από διάφορες δυνάμεις, κόμματα, τη γραφειοκρατία που ξεκινά από τα έργα του Μαξ Βέμπερ και φτάνει μέχρι το σημερινό Πεκίνο, ομάδες επί ομάδων, τον εβραιοχριστιανικό μύθο που έχει λειτουργήσει ως ιστορικός τυφώνας, ομάδες τζιχαντιστών με τις κλούβιες ψυχές, ομάδες τρομοκρατών με ψυχές κατράμι και ομάδες «πρόθυμων ηλιθίων» (επίσης, αν και δεν είναι του παρόντος, ο άνθρωπος θρυμματίζεται και από εξαρτήσεις όπως αλκοόλ, ναρκωτικά και τυχερά παιχνίδια). Και άλλα πολλά στοιχεία της πραγματικότητας θρυμματίζουν και συνθλίβουν, διότι ο άνθρωπος δίνει στον εαυτό του σημασίες που έχουν καθορίσει οι άλλοι για αυτόν, σημασίες ετεροχρονισμένες και ετερόνομες. Γιατί τις αποδέχεται; Γιατί ο άνθρωπος δεν έχει μάθει σχεδόν τίποτα ούτε και από τον Καστοριάδη, τον «τιτάνα του πνεύματος»[45], τη μεγαλοφυΐα[46] που τόσο κόπιασε και θέλησε να εδραιώσει και να διαδώσει το μήνυμα πως ο άνθρωπος δύναται να κατανοήσει τον εαυτό του ως το φως και ως το αυτόνομο υποκείμενο της ιστορίας; Γιατί ο άνθρωπος ακόμη και σήμερα προχωρεί σαν να χρειάζεται έναν αφέντη με μακρύ μαστίγιο; Αξίζει να σημειωθεί πως ο Καστοριάδης που ήταν πάντα πληθωρικός στην έκφραση και δυνατός στο πνεύμα, όσο ζούσε «έμεινε στο περιθώριο κατά το κοινώς λεγόμενο», όπως δήλωσε ο βιογράφος του Φρανσουά Ντος.[47]

Πώς αυτός ο σημερινός άνθρωπος, ποτισμένος μέχρι το κόκαλο με το καπιταλιστικό φαντασιακό περί της συνεχούς και απεριόριστης ανάπτυξης[48] των παραγωγικών δυνάμεων και του κέρδους, ο άνθρωπος που ήδη βαρύνεται με το έγκλημα της εξολόθρευσης των μισών ζώων του πλανήτη[49], μπορεί άραγε να συνεχίσει; Πώς ο σημερινός άνθρωπός μπορεί να συνεχίσει απροβλημάτιστος την πορεία του, γνωρίζοντας ότι έχει προκαλέσει μη αναστρέψιμη οικολογική καταστροφή σε ένα μεγάλο μέρος του πλανήτη; Και βέβαια, ενόσω η συντριπτικά μεγαλύτερη ποσότητα του παραγόμενου πλούτου είναι συγκεντρωμένη ή συνεχίζει να συσσωρεύεται στα χέρια μερικών χιλιάδων ανθρώπων[50]; Οι αγορές του χρήματος δρουν σαν συμμορία[51] και κυριαρχούν τρόπον τινά σαν μία νέα θρησκεία που προωθεί τη συσσώρευση του ολιγαρχικού πλούτου. Ο χαρισματικός Ομπάμα δεν έχει καταφέρει, παρά τις εξαγγελίες του, να βάλει χέρι στον πλούτο αυτόν υπέρ των οικονομικά αδυνάτων. «Βασικά η προεδρία του Ομπάμα έφθασε να είναι υποκατάστημα της Goldman Sachs και των συμμάχων της.»[52] Και έτσι, η επιστροφή της πείνας στον 21ο αιώνα δεν μπορεί, δυστυχώς, να αποκλειστεί.

Η ψυχανάλυση είναι η τομή που πρέπει να λειτουργήσει υπέρ του oρθανθρώπου. Ο Καστοριάδης εφαρμόζοντας μαρξιστικά εργαλεία και μαρξιστικές αναλύσεις επί του Μαρξ παρατήρησε έκπληκτος πως λείπει κάτι πολύ ουσιώδες. Τι δεν βρήκε στον μαρξιστικό λαβύρινθο που έχει αποτελέσει ιστορικό τυφώνα; Δεν βρήκε αυτό που άλλoτε οδηγεί στο σκοτάδι και επινοεί διάφορες έννοιες του Θεού και άλλες φορές οδηγεί στο φως και σέρνει πάνω στους ώμους του το «εκκεντρικό-ερωτικό στοιχείο». Αυτό είναι, ladies and gentlemen, ΤΟ ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΟ που αποφασίζει για τα ατομικά και τα κοινωνικά θέματα, από την επανάσταση μέχρι το τι θα φάει ο άνθρωπος, πότε θα πάει διακοπές και πόσο δυνατό θα πιει το τσάι του.  Και αυτό στέκεται η μεγαλειώδης αφορμή της ενασχόλησης με την ψυχανάλυση[53]. Και πολύ σύντομα ο Καστοριάδης θα θεωρήσει τον Φρόιντ «μέγα» για όσους θέλουν να μάθουν και να δουν, δηλαδή να κατανοήσουν εις βάθος τα διάφορα ζητήματα. Εμφανίζεται έτσι ένας ρους που εμπεριέχει τη δυναμική μιας εκθαμβωτικής αναγέννησης: «…από το καντιανό υποκείμενο, στο φροϋδικό-μαρξιστικό υποκείμενο της Σχολής της Φρανκφούρτης και έπειτα στο καστοριαδικό υποκείμενο που είναι παντοδύναμο, όμως η τωρινή πραγματικότητα ίσως αποτελεί ένα ρήγμα πάλι στο υποκείμενο»[54]. Υπ’ αυτό το πρίσμα, η ψυχανάλυση μπορεί να αποδειχθεί ωφέλιμη και γόνιμη. Μέσω της ψυχανάλυσης επιδιώκουμε χάριν του ανθρώπου να ξαναδημιουργήσουμε τη σχέση του συνειδητού υποκειμένου με το ασυνείδητο. Η ψυχανάλυση μπορεί να βοηθήσει την κατανόηση του ατόμου, όπως επίσης και η λογοτεχνία[55] με τους ήρωές της, οι οποίοι είναι άνθρωποι που διαβαίνουν δια πυρός και σιδήρου. Μορφές σαν τους ήρωες του «μεγάλου» Σαίξπηρ κυβερνούν ή αποφασίζουν στον κόσμο. Πολιτικοί, διπλωμάτες και στρατιωτικοί ηγέτες της Δύσης έπρεπε πρώτα να επισκεφτούν ψυχαναλυτή προτού αρχίσουν να επεμβαίνουν στο Αφγανιστάν, κατόπιν να εξοπλίζουν τους αντάρτες Μουτζαχεντίν εναντίον των Σοβιετικών κατακτητών και κατόπιν να υποδαυλίζουν όλες τις ισλαμιστικές οργανώσεις χρησιμοποιώντας τον Θεό σαν μορφίνη και, στο τέλος, να επεμβαίνουν και να καταστρέφουν ολοκληρωτικά το Ιράκ ανοίγοντας τους ασκούς του Αιόλου για μια νέα μορφή βάρβαρου ισλαμισμού. Η ίδια η Δύση, δηλαδή, «κατόρθωσε» να δημιουργήσει τα τέρατα αυτά της βάρβαρης εκδοχής του ισλαμισμού και, έτσι, δεν έχει καθόλου άδικο η βαρόνη Μάργκαρετ Θάτσερ που επισήμανε πως «η Δύση κινδυνεύει πλέον να ηττηθεί». Από την άλλη, στη Δύση σπανίζουν οι μετριοπαθείς μουσουλμάνοι ηγέτες[56] που θα μπορούσαν να κατευνάσουν τα πνεύματα. Και στον ακήρυχτο αυτόν πόλεμο μεταξύ Δύσης και Ισλάμ χάνουν και οι δύο, όπως συμβαίνει σε κάθε πόλεμο. Η ψυχανάλυση μπορεί να βοηθήσει και σε πολλά άλλα επίπεδα· το καθοριστικό ίσως είναι η απαγκίστρωση από τη θρησκεία και είναι γνωστό πως ο «μέγας» Φρόιντ μιλά για τη θρησκεία ως αυταπάτη. Η ψυχανάλυση μπορεί να συμβάλει και στην άνθηση μιας παιδείας που πρέπει να εμφυσήσει αξίες στους ανθρώπους που συνειδητοποιήθηκαν ως άνθρωποι με το Διαφωτισμό και τη Γαλλική Επανάσταση, με «το πρόγραμμα τους να μένει ανολοκλήρωτο» όπως χαρακτηριστικά παρατηρεί ο Χάμπερμας. Μέσω της παιδείας, η κοινωνία μπορεί να αλλάζει και να ξαναθεσμίζει τον εαυτό της.

Ο Καστοριάδης μίλησε ουσιαστικά για αυτόνομο άνθρωπο και αυτόνομη κοινωνία. Ο άνθρωπος μπορεί να αλλάξει τη σχέση με την ψυχή του, την κοινωνία, το περιβάλλον και να την κάνει πιο ουσιαστική, θετική – όχι βέβαια τέλεια. Ο άνθρωπος δεν μπορεί να είναι πάντα τέλειος και καλός. Και όταν την αλλάξει, δηλαδή, τη σχέση της ψυχής του με τα ζητήματα του κόσμου, προχωρεί στη δημιουργία μιας νέας κοινωνίας. Δημιουργεί μια κοινωνία, εντός της οποίας ο άνθρωπος θα είναι σε θέση να διατηρεί την αυτονομία και την αυτοδυναμία του. Μια κοινωνία χωρίς μεσσιανικούς ηγέτες και μονολιθικά δόγματα. Μια κοινωνία απεξαρτημένη από την ανάγκη του Θεού, του Θεού που εδραιώθηκε στην ιστορία ως παντεπόπτης και μεταφυσικός καθοδηγητής της ανθρώπινης πράξης, του Θεού της νομιμοποίησης και της ανοχής της αδικίας, του Θεού της δικαιολόγησης τόσων και τόσων εγκλημάτων που διαπράττονται ανοιχτά (εν δήμω) ή σιωπηρά (στα παρασκήνια).

Πώς όμως η Google και το Facebook θρυμματίζουν τον άνθρωπο και τον μετατρέπουν διαμιάς σε φοβισμένο έρμαιο των likes; Όπως παλιότερα θρυμμάτιζε τον άνθρωπο η τυφλή αφοσίωση σε θρησκευτικές παραδοχές, ιδεολογίες, ακόμη και στο Μανιφέστο του Κομμουνιστικού Κόμματος.[57] Ο «μέγας» Μαρξ ως στοχαστής παραμένει σημαντικός, ιδίως τώρα που έπαψε η σκέψη του να συνδέεται με την υπεράσπιση κάποιων ολοκληρωτικών καθεστώτων, αφού τώρα πλέον έρχονται στην επιφάνεια οι αρετές της κατά την ανάλυση του σύγχρονου –και πλέον ολοκληρωτικού– καπιταλισμού της εποχής μας[58]. Είναι πλέον περισσότερο σημαντικό παρά ποτέ να αναλυθούν σωστά και ολοκληρωμένα οι συνθήκες που διέπουν τον σύγχρονο καπιταλισμό και προς τούτο είναι χρήσιμα και απαραίτητα τα θεωρητικά εργαλεία που μας κληροδότησε ο Μαρξ[59]. Στην εποχή μας βλέπουμε πλέον ξεκάθαρα ότι όσο πιο μεγάλες είναι οι φαντασιακές σημασίες, τόσο περισσότερο ο άνθρωπος καταστρέφεται. Φαντασιακές σημασίες στέκονται σαν σκιές πίσω από έναν κόσμο, που είναι ένας ο κόσμος της κατάρρευσης των Δίδυμων Πύργων το 2001[60], της επίθεσης στο Charlie Hebdo[61], το εβραϊκό παντοπωλείο[62] και το Bataclan το 2015, της επίθεσης στο αεροδρόμιο και το μετρό των Βρυξελλών τον Μάρτιο του 2016, των πολυάριθμων, επαναλαμβανόμενων και αιματηρών τρομοκρατικών επιθέσεων σε Ρωσία, Τουρκία, Λιβύη, Συρία, Αίγυπτο, Ιράκ, Αφγανιστάν και Πακιστάν που ως επί το πλείστον παραμένουν εκτός της πρώτης γραμμής της δημοσιότητας και όλα τούτα στο ευρύτερο πλαίσιο της ηθικής κατάπτωσης του ανθρώπου πρώτα και κύρια μέσα στις θρησκείες και έπειτα μέσα στην ατέρμονη κερδοθηρία που επιβάλλει ο αποχαλινωμένος καπιταλισμός, η οποία προκαλεί άμεσα και σε πλανητική κλίμακα το περαιτέρω άνοιγμα της ψαλίδας μεταξύ πλούσιων και φτωχών. Πρέπει, ούτως εχόντων των πραγμάτων, να προχωρήσει ο άνθρωπος σε «απομεγέθυνση των φαντασιακών σημασιών», όπως χαρακτηριστικά έγραψε ένας ερμηνευτής[63] του καστοριαδικού έργου, πριν αυτές τον καταστρέψουν και τον ρίξουν πάλι χάμω, όπως έχει γίνει ουκ ολίγες φορές στην Ιστορία. Να προχωρήσει ο άνθρωπος και σε «απομεγέθυνση» των διαφόρων θρησκειών, αλλά και σε «απομεγέθυνση» του Θεού του ίδιου. Ο στίχος του Σαίξπηρ από το έργο Hamlet θα μπορούσε να είχε γραφεί και με τη μορφή: «the world’s a prison and God one of the worst wards» («ο κόσμος είναι φυλακή και ο Θεός ένα απ’ τα χειρότερα κελιά»[64]. Τέλος, να προχωρήσει ο άνθρωπος σε μία τέχνη του βίου που θα αντιλαμβάνεται την Ιστορία ως το σύνολο των πράξεών του για τις οποίες είναι υπεύθυνος· ο Θεός δεν μπορεί πλέον να συνεχίσει να αποτελεί δικαιολογία, ο άνθρωπος δεν μπορεί να συνεχίσει να αποτελεί δικαιολογία του συνανθρώπου του, διότι το τίμημα το πληρώνουν οι ηλικιωμένοι, οι γυναίκες και τα παιδιά[65]. Ο άνθρωπος κατά την διάρκεια της έγχρονα καθορισμένης συγκρότησης του κοινωνικού του βίου, η οποία καλύπτει συνολικά εκατοντάδες αιώνες, μόλις το 1789 με την Γαλλική Επανάσταση αρχίζει να κάνει επίσημα λόγο για τα δικαιώματα του ανθρώπου και μόλις το 1935 αρχίζει να μιλά για τα δικαιώματα των ζώων με αφορμή τις φάλαινες της Αρκτικής που προηγουμένως σχεδόν αφάνισε[66]. Ο άνθρωπος φαίνεται πως δεν είναι ακόμη ούτε καν στη μέση του δρόμου προς την ηθική και κοινωνική ολοκλήρωσή του – που μάλιστα είναι χαλικόδρομος, έχοντας και ευμεγέθεις ποταμόπετρες. Σε όλη αυτή τη μακριά διαδρομή, δυστυχώς, «κάποιοι από εμάς», δηλαδή κάποιοι από εμάς τους ανθρώπους, θα επιμένουν να γυρίζουν την ανθρωπότητα πίσω μέσω και της βάρβαρης εκδοχής του ισλαμισμού, κυρίως, και να πετάνε στον κάλαθο των αχρήστων 25 αιώνες ιστορίας και φιλοσοφίας, αλλά και τον κόπο τόσων και τόσων ανθρώπων που έχυσαν το αίμα τους, τα δάκρυα τους, για μία κοινωνία με τις αξίες της αξιοπρέπειας, της αγάπης και της αλήθειας, για μία κοινωνία χωρίς αυθεντίες και βαρβαρότητα, δηλαδή, μίσος και βία. Η σημερινή κοινωνία δεν μπορεί να αποτελέσει την τελευταία σαιξπηρική τραγωδία, καθώς γνωρίζουμε πως ο «μέγας» Σαίξπηρ ήθελε στο τέλος των περίφημων έργων του, όλοι οι ήρωες να δολοφονούνται με διάφορους τρόπους ή να πεθαίνουν[67].

Το να είσαι άνθρωπος κυρίως «στη γειτονιά του Θεού» απαιτεί μεγάλο πείσμα και δύναμη. Έχεις την ευθύνη άνθρωπε να προστατέψεις τον πολιτισμό και να συνεχίσεις στο μέλλον. Το «πρόβλημα» με το μέλλον (που απαιτεί μεγάλο πείσμα και δύναμη) είναι ότι σύντομα μετατρέπεται σε παρόν.

Η ανθρώπινη ιστορία, αν ήταν για μία και μόνο στιγμή να ιδωθεί «στο επίπεδο της ζωής ενός και μόνο ανθρώπου», έχει να επιδείξει κάμποσες «ήττες, ήττες, και ήττες». Τι κάνεις τότε; Θάβεις τους νεκρούς και συνεχίζεις την πορεία σου στη ζωή. Αυτό κάνει ο κάθε άνθρωπος, αυτό κάνει και η κοινωνία. Αυτό κάνει η ανθρωπότητα[68] που είναι το σύνολο των ανθρώπων και των κοινωνιών.

Το να είσαι άνθρωπος έχει ως κύριο και μόνιμο χαρακτηριστικό τον αγώνα για να μένει κανείς ανεξάρτητος και ελεύθερος, εντός της κοινωνίας όπου μοχθεί και αναπνέει. Ο άνθρωπος ως ον είναι ταυτόχρονα Χάος και Κόσμος, μας είπε ο Καστοριάδης. Καταληκτικά, ο Θεός, είναι ταυτόχρονα Χάος και Κόσμος του ετερόνομου ανθρώπου που στρέφεται εναντίον της κοινωνίας και του ανθρώπου. Τα πάντα γύρω σου άνθρωπε είναι δημιούργημά σου: «εκ του μηδενός», είναι «το εκκεντρικό-ερωτικό στοιχείο», είναι «η ιστορία ως δημιουργία» και όχι «εκ Θεού».

 

 

Αθήνα, Ντύσσελντορφ, Παραλίμνι 2016

 

 

 

 

 

 

[1] Αυτό «το παιχνίδι των λέξεων» παραπέμπει έμμεσα σε ένα σημαντικό κείμενο από Τα σταυροδρόμια του λαβυρίνθου του Κορνήλιου Καστοριάδη, αυτό που φέρει τον τίτλο «Αξία, ισότητα, δικαιοσύνη, πολιτική:  Από τον Μαρξ στον Αριστοτέλη και από τον Αριστοτέλη σ’ εμάς». Εδώ στρεφόμαστε προς τα σταυροδρόμια του πολιτισμού, της θρησκείας, της ιστορίας, αλλά και της σκέψης πάνω στα ζητήματα αυτά.

[2] Κορνήλιος Καστοριάδης, Η Φαντασιακή Θέσμιση της Κοινωνίας, μτφρ. Σ. Χαλικιάς-Γ. Σπαντιδάκη-Κ. Σπαντιδάκης, εκδόσεις Ράππα, Αθήνα 1985. Η ιδέα της ιστορίας ως δημιουργίας ex nihilo (εκ του μηδενός, και όχι εντός του μηδενός) διέπει όλο το έργο και κυρίως το Δεύτερο Μέρος του βιβλίου, σ. 245-517. Το Δεύτερο Μέρος είναι αυτό που θα λέγαμε ότι καθιστά αθάνατο τον συγγραφέα, καθώς εκεί θίγει με οξυδέρκεια σημαντικά ζητήματα, όπως: οι θεσμοί, το κοινωνικό φαντασιακό (η έννοια του φαντασιακού / το φαντασιακό είναι δημιουργία που πηγάζει από την δημιουργική ικανότητα του ανθρώπου και έκτοτε δημιουργεί τις φαντασιακές κοινωνικές σημασίες), κοινωνικό-ιστορικό στοιχείο, θέσμιση κτλ. Και όσον αφορά τους θεσμούς, αυτό που έχει νόημα είναι η υποταγή του θεσμού στον άνθρωπο και όχι του ανθρώπου στους θεσμούς (θεσμός είναι η θρησκεία). Tο Πρώτο Μέρος του βιβλίου είναι λιγότερο συστηματικό από το Δεύτερο και ο ίδιος ο Καστοριάδης λέει πως αυτό αποτελεί μία ατέρμονη σημείωση πάνω στη μαρξιστική σκέψη, στον βαθμό που αυτή τείνει να θέτει τις οικονομικές συνθήκες και τον οικονομικό παράγοντα πάνω από τον άνθρωπο. Από την άλλη, ολόκληρο το βιβλίο μπορεί να ιδωθεί ως μία σημείωση στην ανθρώπινη δημιουργία. Το magnum opus, αλλά και τα άλλα γραπτά του Καστοριάδη πρέπει να αντιμετωπίζονται ως εκφάνσεις μιας εξελισσόμενης και διαρκούς κριτικής σκέψης. Όλα τα γραπτά του ζωογονούνται από μία αδιάκοπη και δημιουργική αμφιβολία. H αμφιβολία είναι πολύτιμο κληροδότημα (πρβλ. και την ενδιαφέρουσα «συμπύκνωση» των ισχυρών νοημάτων και των ιδεών του βιβλίου που έγραψε ο Γιώργος Ν. Οικονόμου με τίτλο: Σαράντα χρόνια από τη «Φαντασική θέσμιση της κοινωνίας», Εφημερίδα των Συντακτών, 6.5.2015).

[3] Κ. Καστοριάδης, Χώροι του Ανθρώπου, μτφρ. Ζήσης Σαρίκας, εκδόσεις Ύψιλον, Αθήνα 1995· βλ. κυρίως στις σελ. 275-297 το δοκίμιο με τίτλο: «Θέσμιση της Κοινωνίας και Θρησκεία». Το δοκίμιο ξεκινάει με τη φράση «Η ανθρωπότητα αναδύεται από το Χάος, από την Άβυσσο, από το Απύθμενο» και πιο κάτω, στη σελ. 280 «Η ιστορία είναι αυτό μέσα στο οποίο και από το οποίο αναδύεται το νόημα, όπου δίνεται νόημα στα πράγματα, στις πράξεις κλπ.».

[4] Βλ. Νικόλαος Νικολαΐδης, «14-12-19-Presentation U.S. Immigration», παρουσίαση στο Hilton της Αθήνας την 20ή Δεκεμβρίου 2014. Το Ιράν έγινε εν μια νυκτί θεοκρατικό καθεστώς και ουσιαστικά βοήθησε με τη μαζική διαρροή εγκεφάλων (brain drain) πρωτίστως την Αμερική που τόσο θέλησε να πολεμήσει, έτσι ώστε ακόμη και σήμερα οι Ιρανοί της Αμερικής να είναι από τους πρώτους σε νεοφυείς επιχειρήσεις (start ups).

[5] Έριχ Φρομ, Ψυχανάλυση και θρησκεία, μτφρ. Aιμιλία Μαρκίδη, εκδόσεις Μπουκουμάνης, Αθήνα 1974, σ. 23.

[6] Κ. Καστοριάδης, Η αρχαία ελληνική δημοκρατία και η σημασία της για μας σήμερα, εκδόσεις Ύψιλον, Αθήνα 1986, σ. 13.

[7] Κ. Καστοριάδης, «Συνέντευξη στον Ιταλό δημοσιογράφο Σέρτζιο Μπενβενούτο», L’ Unità, 1997. Εκεί λέει ο Καστοριάδης: «Πρώτα απ’ όλα ο Θεός δεν δημιούργησε τίποτα, απλώς επειδή δεν υπάρχει».

[8] O Νίτσε έκανε συγκλονιστικές επιθέσεις εναντίον της θρησκείας και της ηθικής. Για τον Νίτσε υπήρξε μόνο ένας χριστιανός κι αυτός πέθανε πάνω στο σταυρό. Οι Έλληνες θυμοσοφώντας, και είναι αξεπέραστοι σε αυτό, λένε: «παπά παιδί, διαβόλου εγγόνι!» Ο πατέρας του Νίτσε ήταν παπάς!

 

[9] Γιώργος Λ. Ευαγγελόπουλος, «Η σχέση της φιλοσοφίας με την επιστήμη και τα μαθηματικά» (εργασία που παρουσιάστηκε στο Queen Mary’s College, Λονδίνο, 27 Φεβρουαρίου 1998), σ. 33. Και βέβαια οι τέσσερις εκείνες εξισώσεις «συμπύκνωναν δεδομένα». Πιο κάτω (σ. 36), με άλλη αφορμή, γράφει ο Ευαγγελόπουλος, υποδηλώνοντας την ικανότητα του ανθρώπου να θεσμίζει και να νοηματοδοτεί: «Η καμπύλη την οποία ακολουθεί ένας σκύλος κυνηγώντας έναν λαγό ελαχιστοποιεί τον χρόνο που ο σκύλος θα φτάσει τον λαγό. Ο σκύλος “λύνει” εδώ μια διαφορετική εξίσωση!» Ίσως η διατύπωση τέτοιων νοημάτων οδήγησαν τον ίδιο τον φιλόσοφο Καστοριάδη από τη μία να χαρακτηρίσει τον Ευαγγελόπουλο –μετά από συναντήσεις τους– ως «έναν φοβερό και τρομερό νέο [στοχαστή]», τον δε συγγραφέα Ανδρουλάκη να τον αποκαλεί ως «τον πιο ευφυή Έλληνα [εν ζωή]». (Και σήμερα στην Ελλάδα για ευνόητους λόγους, έχουν εμφανιστεί πολλοί όψιμοι καστοριαδικοί, ενώ όσο ζούσε ο διανοητής οι φίλοι του ήσαν μετρημένοι. Ο Φώτης Τερζάκης, μάλιστα, θα γράψει ότι ο θάνατός του στο τέλος του 1997 «έγινε δεκτός με προσποιητή συγκίνηση».) Και για να γυρίσουμε στον σκύλο –που θα μπορούσε να ονομαστεί και Άργος, ως ένας από τους πιστούς φίλους του ανθρώπου μέσα στην ιστορική δημιουργία, δίπλα στο άλογο, τη γάτα, το πρόβατο, την κότα– ο ίδιος ο Φρόιντ θα πει στον Σμάιλυ Μπλάντον το 1929: «Τα συναισθήματα που δοκιμάζουμε για τα σκυλιά είναι όμοια μ’ εκείνα που δοκιμάζουμε για τα παιδιά. Η ποιότητα είναι η ίδια. Αλλά ξέρετε πού βρίσκεται η διαφορά; Για τα σκυλιά δεν δοκιμάζουμε κανένα διφορούμενο συναίσθημα, καμία εχθρότητα». Ο μέγας Φρόιντ τιμά με τη σειρά του, δεόντως, την ικανότητα του ανθρώπου να επεξεργάζεται με τις αισθήσεις και τον νου του «αυτό που συμβαίνει τριγύρω του» και να το εκφέρει ως νόημα μέσω των Γραμμάτων, της Τέχνης και της Επιστήμης. Και οι δε Έλληνες θυμοσοφώντας πάλι να «ενώνουν» και τα τρία στη φράση που ακούγεται συχνά, συνήθως στα χωριά, για κάποιον που μόλις πέθανε και τυγχάνει να είναι άκληρος: «Δεν είχε ούτε παιδιά, ούτε σκυλιά».

[10] Πιέρ Βιντάλ-Νακέ, «Φόρος τιμής στον Κορνήλιο Καστοριάδη», Ελευθεροτυπία, 3 Ιανουαρίου 1998. Επικήδειος λόγος που εκφωνήθηκε στις 3 Ιανουαρίου 1998 (ημέρα δημοσίευσης και ημέρα ταφής του Κ.Κ. συμπίπτουν) από τον Νικολά Πέτροβιτς. Και ο Βιντάλ-Νακέ γράφει: «Ο ελληνικός πολυθεϊσμός ήταν στα μάτια του Καστοριάδη η εγγύηση της ελευθερίας. Οι μονοθεϊσμοί τού φαίνονταν επικίνδυνοι για την ελευθερία, με μόνη εξαίρεση τον προτεσταντισμό».

[11] Antony Andrewes, Αρχαία Ελληνική Κοινωνία, μτφρ. Ανδρέας Παναγόπουλος, Μ.Ι.Ε.Τ., Aθήνα 1987. Βλ. ιδιαιτέρως την έξοχη εισαγωγή του J. H. Plumb στις σ. 13-21, που γράφτηκε για τις εκδόσεις Penguin το 1971, μτφρ. Αντιγόνη Φιλιπποπούλου. Όπως είναι γνωστό, στους αριθμούς «κατέφυγε» και ο Καστοριάδης, όπου και μελέτησε τις βάσεις της μαθηματικής λογικής.

[12] Ο Δημόκριτος, βαθύς στοχαστής όπως και ο Ηράκλειτος, ξεχωρίζει λόγω του ύφους του, δίνοντας συχνά την εντύπωση ότι φιλοσοφεί διακατεχόμενος από ευθυμία.

[13] Κ. Καστοριάδης-Ντάνιελ Κον-Μπέντιτ, Από την οικολογία στην αυτονομία, μτφρ. Άλκης Σταύρου, εκδόσεις Ράππα, Αθήνα 1981, σ. 22-23. Εκεί λέει σχετικά ο Καστοριάδης: «Κάτι άλλο έχει πάρει σήμερα τη θέση της θρησκείας και του Θεού: κάτι που δεν είναι για μας “ιερό”, αλλά που πέτυχε, κουτσά-στραβά, να στεριώσει κοινωνικά ως το πρακτικό ισοδύναμο του ιερού, ως ένα είδος υποκατάστατου της θρησκείας, ως μια ρηχή και ξεβαθαιμένη θρησκεία. Κι αυτό είναι η παράσταση, η φαντασιακή σημασιοδότηση της γνώσης και της τεχνικής».    

[14] Evelyne Patlagean, O ελληνικός Μεσαίωνας. Βυζάντιο, 9ος – 15ος αιώνας, μτφρ. Δέσποινα Λαμπάδα, Εκδόσεις Πατάκη, Aθήνα 2014.

[15] Cornelius Castoriadis, History as Creation, Solidarity Pamphlet 54, Λονδίνο 1978. Στη σ. 12 διαβάζουμε μια φράση που σε κάποιο βαθμό απηχεί ανάλογες φράσεις του Βίκο, του Χέγκελ ή του Μαρξ: «Past history is thus rational, in the sense that everything that happened in it happened in accordance with perfectly adequate causes, penetrable by our reason…». Εντυπωσιακή είναι η εικονογράφηση της έκδοσης αυτής, με σχέδια και απεικονίσεις δανεισμένα από ένα θρησκευτικό σύγγραμμα της δεκαετίας του 1890. Οι απεικονίσεις θρησκευτικών-φανταστικών στιγμών καταστροφής υποθετικά «τοποθετούνται» στις αρχές του 20ού αιώνα. Και έτσι βλέπουμε από αγγέλους με τρομπέτες, μέχρι βουνό να φλέγεται και να πέφτει μέσα στη θάλασσα, μαύρο άλογο που συμβολίζει τον λιμό, άγγελο που έχει σκελετωθεί και άλλα πολλά. Πρόκειται για απεικονίσεις που σε μεγάλο βαθμό ανάγονται στο Βυζάντιο.

[16] Μέσα στην ύστερη Δύση και όχι μέσα στην Ανατολή, όπως είναι γνωστό, δημιούργησε και ο ίδιος ο Καστοριάδης.

[17] Τέτα Παπαδοπούλου-Τάκης Χατζόπουλος, «Παρασκήνιο» (ΕΤ 1, παραγωγή εκπομπής Cinetic, 1984, 1991). Λέει ο Καστοριάδης: «Είτε θεωρούμε την αθηναϊκή δημοκρατία πρότυπο και σπέρμα, είτε είμαστε με τη βυζαντινή θεοκρατία. Όμως τα δύο μαζί δεν συμβαδίζουν». Δηλαδή, για τον Καστοριάδη διακρίνεται καθαρά η αναγκαιότητα μιας επιλογής από τη σκοπιά του σήμερα: ή η αθηναϊκή δημοκρατία ήταν σημαντική για την οικουμενική κληρονομιά του ελληνισμού, ή η βυζαντινή θεοκρατία!

[18] Κ. Καστοριάδης, Οι ομιλίες στην Ελλάδα, εκδόσεις Ύψιλον, Αθήνα 1990, σ. 25.

[19] Στην πολιτική ο Λένιν, σαν «ο Απόστολος Παύλος του 20ου αιώνα», πάνω στο έργο του Μαρξ οικοδόμησε το μονολιθικό Κομμουνιστικό Κόμμα σαν μία απόλυτη θρησκεία του μαρξισμού, χωρίς διαφωνίες και παρεκκλίσεις. O Kέυνς μάλιστα στο βιβλίο του A Short View of Russia (1925) γράφει ότι «πρέπει να θαυμάζεις τον σοβιετικό μαρξισμό σαν μία νέα θρησκεία».

[20] Κίττυ Ξενάκη (επιμ.), «Το χαλιφάτο πίσω από το χάος. Η ανθρωπιστική κρίση που έχουν επιφέρει οι τζιχαντιστές αντανακλά το όραμά τους για ένα οργανωμένο, αδίστακτο κράτος», Τα Νέα, 11 Αυγούστου 2014).

[21] Αγγελική Κώττη (ρεπορτάζ), «Ισοπέδωσαν την αρχαία πόλη Χάτρα», Το Έθνος, 9 Μαρτίου 2015. Και διαβάζουμε στο άρθρο για τον χώρο που ανήκει στον κατάλογο παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς της UNESCO: «Η Χάτρα έχει αρχαίους ελληνικούς ναούς, όπως και ναούς της Μεσοποταμίας, των Χανανιτών, αραμαϊκούς ναούς και αραβικά ιερά. (…) Πολλές ήταν οι θεότητες που λατρεύτηκαν στο έδαφός της». Οι πολλές θεότητες επέτρεπαν έναν πλουραλισμό, ο ένας Θεός όμως; Μετά από αυτήν την καταστροφή, ο ίδιος ο Θεός θα έπρεπε να είναι εναντίον του Θεού.

[22] Αυτή είναι η Μάργκαρετ Θάτσερ που η πορεία της είναι λίγο πολύ γνωστή ειδικά για την καταστολή που άσκησε εις βάρος των αγγλικών εργατικών συνδικάτων και της εργατικής τάξης, χτυπώντας έτσι καίρια τους φορείς της κοινωνικής απελευθέρωσης που κυριαρχούν στο όραμα του Καρλ Μαρξ. Ενδιαφέρον είναι το πολιτικό πορτρέτο της, όπως το παρακολουθούμε στην ταινία «Η Σιδηρά Κυρία» (2012), με πρωταγωνίστρια τη Μέριλ Στριπ.

[23] Ευρέως γνωστή είναι η φράση του Καρλ Μαρξ «Die Religion ist das Opium des Volkes» («Η θρησκεία είναι το όπιο του λαού»).  Η «συνταγογράφηση» για το όπιο αυτό (το ακατέργαστο όπιο περιέχει περίπου 10% μορφίνη) βρίσκεται αφ’ ενός μέσα στα ιερά βιβλία, όπως η Βίβλος, το Κοράνι, κτλ. και αφ’ ετέρου στα κηρύγματα και τις πρακτικές διαφόρων θρησκευτικών ηγετών.

[24] Βλ. «Πατριαρχική και Συνοδική Θεία Λειτουργία της Θρονικής Εορτής του Οικουμενικού Πατριαρχείου Ι. Ν. Αγ. Γεωργίου Κωνσταντινούπολης» (ΝΕΡΙΤ, 30/11/2014).  Ο Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος μίλησε για την ευθύνη απέναντι στην ιστορία, τον Θεό και τον άνθρωπο των χριστιανικών εκκλησιών, Ρώμης και Κωνσταντινούπολης, παρουσία του Πάπα Φραγκίσκου. Επίσης μίλησε για την ευθύνη απέναντι στην Ιστορία των δύο εκκλησιών, αλλά κυρίως απέναντι στο παρόν και το μέλλον όλων των χριστιανών αλλά και των ανθρώπων και για την «προσοχή» που πρέπει να δείξουμε απέναντι σε εχθρούς. Ο θεσμός του Πατριάρχη Κωνσταντινούπολης χρονολογείται χωρίς διακοπή από το 330 μ.Χ., εξέχουσα και βιβλικής ακτινοβολίας μορφή στον πατριαρχικό θρόνο υπήρξε σχετικά πρόσφατα και ο Αθηναγόρας. Ειρήσθω εν παρόδω, ο εδώ και χρόνια φωτισμένος και «οικολόγος» Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος περίμενε με ανοιχτή αγκαλιά έναν φωτισμένο Πάπα της Ρώμης και δεν θα μπορούσε να υπάρξει καλύτερος γι’ αυτή τη συνάντηση από τον Πάπα Φραγκίσκο ή «Πάπα των φτωχών».

[25] Δημήτρης Ελέας, Ιδιωτικός Κορνήλιος: Προσωπική μαρτυρία για τον Καστοριάδη, πρόλ. Γιώργος Η. Ηλιόπουλος, εισ. Δημοσθένης Δαββέτας, εκδόσεις Αγγελάκη, Αθήνα 2014, σ. 71. Και με την ευκαιρία, το πορτρέτο αυτό του Καστοριάδη ως φωτεινού ανθρώπου –και «αρχαίου Έλληνα» στο Παρίσι– υπογραμμίζει έμμεσα και την αντίθεση προς το πρότυπο του βίου που ενσαρκώνουν σκοτεινοί και αυταρχικοί ηγέτες, όπως ήταν π.χ. ο δήμιος Ιωσήφ Στάλιν, ο σοβιετικός ηγέτης που μπορεί να κατανοηθεί καλύτερα αν συγκριθεί με δεσποτικούς και βίαιους ηγεμόνες προηγούμενων εποχών. Ηγέτες σαν τον Στάλιν εμφανίζονται από καιρού εις καιρόν, όπως έχει εύστοχα επισημάνει ο Oδυσσέας Ελύτης στη Μαρία Νεφέλη: «Κάθε εποχή και ο Στάλιν της». Η Αλ Κάιντα, οι Ταλιμπάν, το Ισλαμικό Κράτος, η Μπόκο Χαράμ, η Αμπού Σαγιάφ και άλλες παρόμοιες οργανώσεις εκφράζουν τον φασισμό και τον σταλινισμό της εποχής μας. Με τέτοιες οργανώσεις ηχούν και πάλι τα τύμπανα του ολοκληρωτισμού!

[26] Επίσης, αργότερα μέσα στη ζωή κάθε ανθρώπου θα δούμε πώς συνδέονται η φάτνη (η αρχέτυπη κούνια της Δύσης, για όσους είναι χριστιανοί κυρίως), η κούνια του μωρού, το κρεβάτι του κάθε ζευγαριού, με το ντιβάνι του ψυχαναλυτή! Ο ρους αυτής της σχέσης φωτίζει το συνειδητό υποκείμενο σε σχέση με το ασυνείδητο.

[27] Εξαιρέσεις; Ίσως, όταν κάποιος «είναι θεός ή φιλόσοφος;» Ο Νίτσε έχει μια καλή φράση επ’ αυτού, που στα αγγλικά κάνει αίσθηση: «To live alone one must be an animal or a god – says Aristotle. There is yet a third case: one must be both – a philosopher». Κατά κάποιον τρόπο ο Νίτσε έχει εσωκλείσει τον βίο του σ’ αυτή τη φράση.

 

[28] Νίκος Σιδέρης, Όπως ειπώθηκαν εκεί και ακούστηκαν: Μυστικά και αλήθειες από το ντιβάνι του ψυχαναλυτή , Μεταίχμιο, Αθήνα 2008, σ.32. «Διάλεξα να δουλεύω με μηχανές για να μην έχω επαφή με ανθρώπους. Όμως όπως φαίνεται, από τους ανθρώπους δεν γλιτώνεις: όλο έρχονται, θέλουν το ένα, το άλλο…». Η ορθογραφία στο γλ[ι]τώνεις, είναι του βιβλίου, διότι η ορθογραφία, όπως άλλωστε και η σύνταξη είναι οχήματα για να κατανοήσεις ψυχαναλυτικά «κάποιον/α» υποστηρίζει το βιβλίο.

[29] Jean-Louis Prat, Εισαγωγή στον Καστοριάδη, μτφρ. Γιώργος Καράμπελας, Κέδρος, Αθήνα 2009. Στη σ. 130 τίθεται το ερώτημα: «Άρα τι είναι αυτό που ονομάζουμε κοινωνία, στον ενικό, αναφερόμενοι σε τόσο διαφορετικά είδη, και τι είναι αυτό που μας κάνει να μπορούμε να περνάμε από τη μία κοινωνία στην άλλη, χωρίς να παύουμε να είμαστε εκείνο το ζώον πολιτικόν για το οποίο μας μιλά ο Αριστοτέλης;» Άρα, για ποια κοινωνία έχουμε το δικαίωμα ή εξ ονόματος ποιας κοινωνίας μπορούμε να μιλάμε; Το παρόν «πυρακτωμένο» κείμενο προσπαθεί να είναι επίσης μία ιδιότυπη συμπυκνωμένη απάντηση στο ερώτημα, με όχημα την ιστορία ως δημιουργία.

[30] Κ.Ν. Πετρόπουλος, «Ο νεοπλατωνικός φιλόσοφος Πορφύριος», διάλεξη στην Αθήνα υπό αυτόν τον τίτλο, διοργανωμένη από την Ένωση Καθηγητών και Διανοουμένων για τη Διάδοση της Φιλοσοφίας (Ε.Κ.Δ.Ε.Φ.), Οκτώβριος 2014. Τη διάλεξη παρακολουθήσαμε αμφότεροι οι υπογράφοντες.

[31] Ο Καστοριάδης διακρίνει δύο κύριες δυνάμεις, πανούργες βεβαίως με θετικό τρόπο, λέγειν και τεύχειν, όπου η «πρώτη πανούργα δύναμις» είναι η ομιλία, και η «δεύτερη πανούργα δύναμις» είναι η πράξη. Μέσω των δύο ο άνθρωπος αυτοδημιουργεί / αυτοεπινοεί τον εαυτό του και μέσα από τις κοινές διαδικασίες την κοινωνία και κατ’ επέκταση την ιστορία της κοινωνίας. Και σαφώς, μέσα στο κοινωνικό-ιστορικό, το λέγειν και το τεύχειν είναι βυθισμένα μέσα στο μάγμα των κοινωνικών φαντασιακών σημασιών, ένα μάγμα «συμπύκνωσης και συσσώρευσης».

[32] Ο Wittgenstein από καθηγητής φιλοσοφίας στο Cambridge έγινε βοηθός φαρμακείου στο Guy’s Hospital το 1941. Ήταν υπεύθυνος για τη διανομή των φαρμάκων στους θαλάμους του νοσοκομείου και μάλιστα συμβούλευε τους ασθενείς να μην τα παίρνουν!

[33] Κ. Καστοριάδης, Καιρός, μτφρ. Κώστας Κουρεμένος, εκδόσεις Ύψιλον, Αθήνα 2000, σ. 27.

[34] Isaac Asimov, Το χρονικό των επιστημονικών ανακαλύψεων, μτφρ. Γιώργος Μπαρουξής-Νικηφόρος Σταματάκης, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 1999, σ. 31.

[35] Γιώργος Η. Ηλιόπουλος, «25 χρόνια από την πτώση του Τείχους του Βερολίνου: Η προσωπική μου μαρτυρία» (κείμενο που συντάχθηκε στο Meerbusch της Ρηνανίας και αναρτήθηκε σε μέσο κοινωνικής δικτύωσης στις 11 Νοεμβρίου 2014).

[36] Δημήτρης Ελέας, «Πούτιν: ο “εγγονός” της ουτοπίας του Στάλιν», The BooksJournal, τχ. 51, Ιανουάριος 2015.

[37] Vilem Flusser, Η γραφή. Έχει μέλλον το γράφειν;, μτφρ. Γιώργος Η. Ηλιόπουλος, επιμ. Διονύσης Καββαθάς, Ποταμός, Αθήνα 2006.

[38] O Καστοριάδης θεώρησε την πολιτική οργάνωση ως έναν από τους τρεις πυλώνες στο έργο του. Δηλαδή έχουμε: Ι. την πολιτική οργάνωση και την προσπάθεια για την κατάκτησή της, ΙΙ. το φαντασιακό, το οποίο εξετάζεται ως θετική δύναμη, και ΙΙΙ. τον ρου της ψυχής και την ψυχανάλυση.

[39] Η θρυλική φωτογραφία έχει τον τίτλο «Tiananmen Square Tank Man» και τραβήχτηκε το 1989 από τον Jeff Widener.

[40] Πέρα από «το εκκεντρικό στοιχείο» που ήταν παντοδύναμο σε αυτές τις κοινωνίες, διάφοροι δυτικοί διανοούμενοι είδαν κάπου στο παρελθόν την «ιδανική κοινωνική περίοδο» με την οποία ταυτίστηκαν. Ο Λεβινάς αντιμετώπισε ως τέτοια την Αλεξάνδρεια, ο Χάμπερμας τον Διαφωτισμό και ο Καστοριάδης την αρχαία Αθήνα του 5ου αιώνα. Ο Σαρτρ ταυτίστηκε με μια κοινωνία της εποχής του και αυτή δεν ήταν άλλη από τη Σοβιετική Ένωση και τη Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας. Στο μεγάλο ατόπημα αυτό, εκτός του Σαρτρ, υπέπεσαν και άλλοι Γάλλοι διανοούμενοι, με αποτέλεσμα να επισύρουν διάφορα αρνητικά σχόλια.

[41] Η «φιλοσοφία της υποψίας» που ξεκίνησε από τον Νίτσε, γύρισε πίσω στον Μαρξ και επέστρεψε δριμύτερη με τον Φρόιντ. Δηλαδή, ό,τι και να σκεφτείς ως άνθρωπος, υπάρχει κάτι ύποπτο και πρέπει να βλέπεις κι εσύ τον εαυτό σου υπό το πρίσμα της υποψίας. Σε διαφορετική κατεύθυνση κινείται η φιλοσοφία της πρώιμης ελληνικής αρχαιότητας, η οποία πρωτίστως αναπτύσσεται δυνάμει της απ’ ευθείας θέασης των πραγμάτων.

[42] Ray Monk, Ludwig Wittgenstein: Το χρέος της μεγαλοφυΐας, μτφρ. Γρηγόρης Ν. Κονδύλης, επιμ. Κωστής Μ. Κωβαίος, Eκδόσεις Scripta, Αθήνα 2002, σ. 457.

 

[43] Ludwig Wittgenstein, Tractatus LogicoPhilosophicus, μτφρ. Θανάσης Κιτσόπουλος, παρουσ. Ζήσιμος Λορεντζάτος, εισ. Βertrand Russell, Eκδόσεις Παπαζήση, Αθήνα 1978, σ. 45.

[44] Η ψυχανάλυση – ιδιαίτερος καρπός της εποχής της έμπρακτης κατοχύρωσης της αυτοδυναμίας και αυτοτέλειας του ανθρώπου, με εύλογη συνέπεια και τη διεύρυνση των τάσεων για παραβίαση λογικών εντολών και αξιωμάτων – αναπτύχθηκε εν πολλοίς μέσα από την πατροπαράδοτη εχθρότητα μεταξύ Γαλλίας και Γερμανίας, η οποία μετέτρεψε την Ευρώπη από το 1933 μέχρι το 1945 σε σωρούς από «ψυχικά και υλικά» ερείπια. Ο Φρόιντ ο ίδιος, λόγω ιδιοσυγκρασίας, υπέθαλπε καβγάδες. Αξίζει να σημειωθεί πως σήμερα τα βιβλία ιστορίας που διδάσκονται στα σχολεία των δύο χωρών έχουν συγγραφεί από κοινή ομάδα Γάλλων και Γερμανών ιστορικών.

[45] Εντγκάρ Μορέν, «Καστοριάδης, ένας τιτάνας του πνέυματος», Le Monde, 30 Δεκεμβρίου 1997.

[46] «Η Ελλάδα γέννησε μια μεγαλοφυΐα» είχε δηλώσει για αυτόν ο Πιέρ Βιντάλ-Νακέ, χρόνια πριν ο Καστοριάδης γίνει ο Καστοριάδης.

[47] Μπέκος Γρηγόρης, «Κ. Καστοριάδης: Τώρα είναι η στιγμή να φανταστούμε το μέλλον της δημοκρατίας»,  Το Βήμα της Κυριακής, 21 Σεπτεμβρίου 2014. Παρουσιάζεται η συνέντευξη με αφορμή τη βιογραφία του στοχαστή από τον γάλλο ιστορικό Φρανσουά Ντος, που κυκλοφόρησε στο Παρίσι με τίτλο Castoriadis. Une Vie από τον οίκο La Decouverte (ελληνική έκδοση: Φ. Ντος, Καστοριάδης. Μια ζωή, μτφρ. Α. Παππάς, επιμ. Α Κωσταράκου-Μ. Τσεβρένη, Εκδόσεις Πόλις, Αθήνα 2015). Ρωτάει λοιπόν σχετικά ο Ντος: «Η περίπτωση του Καστοριάδη εγείρει ορισμένα ερωτήματα. Για ποιον λόγο ένας στοχαστής τέτοιου διαμετρήματος, ένας διανοητής τέτοιας διαπιστωμένης εμβέλειας, έμεινε στο περιθώριο κατά το κοινώς λεγόμενο, γιατί αγνοήθηκε από το γαλλικό ακαδημαϊκό κατεστημένο ώς το τέλος της ζωής του, και γιατί υπήρξε εν γένει ελλειμματική η αναγνώριση του έργου του;»

[48] Κ. Καστοριάδης, Ο Θρυμματισμένος Κόσμος, μτφρ. Ζήσης Σαρίκας-Κώστας Σπαντιδάκης, εκδόσεις Ύψιλον, Αθήνα 1992, σ. 167. Γράφει χαρακτηριστικά ο Καστοριάδης: «…αποτίμηση της πείρας των δύο τελευταίων αιώνων, θα απορρίψει το καπιταλιστικό παραλήρημα της συνεχούς ανάπτυξης, το οποίο απειλεί να καταστρέψει τον πλανήτη και εμάς τους ίδιους».

[49] «Earth has lost half of its wildlife in the past 40 years, says WWF» (The Guardian, 30 Σεπτεμβρίου 2014). Ο «σοφός άνθρωπος» (homo sapiens) έχει καταφέρει να εξαφανίσει πάνω από τα μισά ζώα του πλανήτη και να έχει περιορίσει κατά πολύ το χώρο που μένει ελεύθερος για τα αλλά μισά. Και τα συνεχιζόμενα πειράματα στα εργαστήρια πάνω σε ζώα, από τρωκτικά μέχρι γουρούνια –τα μεν πρώτα έχουν κατά 98% το ίδιο DNA με αυτό του ανθρώπου, τα δε δεύτερα ομοιότητα κατά 88%– ολοκληρώνουν «το έργο» αμαυρώνοντας την εικόνα του ανθρώπου ως ηθικού και σοφού όντος.

[50] Τομά Πικετύ, Το Κεφάλαιο τον 21ο αιώνα, μτφρ. Ελίζα Παπαδάκη, Πόλις, Αθήνα 2014. Έχουμε συσσώρευση του πλούτου στα χέρια του 1%, που ήδη ελέγχει το 50% του πλούτου. Το βιβλίο αναφέρεται στον εν λειτουργία καπιταλισμό που υποθάλπει την ανισότητα σε επικίνδυνο βαθμό για την κοινωνία και κατ’ επέκταση για τη δημοκρατία. Καταληκτικά προτείνει τη φορολόγηση του κεφαλαίου σε διεθνή κλίμακα, ως όργανο αναδιανομής του πλούτου. Το 1% παραπέμπει καθαρά και στο κίνημα Occupy Wall Street και ο καθηγητής Κ. Π. Αναγνωστόπουλος θα γράψει εύστοχα: «με το σαγηνευτικό μεν, αλλά απλοϊκό, σύνθημά τού “είμαστε το 99%”».

[51] Βλ. τη συνέντευξη του καθηγητή Κωνσταντίνου Τσουκαλά στη Μαρία Β. Δημητρούκα: «Οι αγορές είναι σαν τον Ατίλλα, καταστρέφουν τα πάντα», Crash, Ιανουάριος 2012, τχ. 10. Ο Κ. Τσουκαλάς αναφέρει για τις αγορές: «Λειτουργούν σαν νομάδες, φεύγουν απο τη μία χώρα και πάνε στην άλλη, κερδοσκοπούν ασύστολα και βραχυπρόθεσμα, σήμερα αγοράζουν γιεν, αύριο δολάρια, μεθαύριο ευρώ, σπεκουλάρουν στους κινδύνους, στις καταστροφές, στοιχηματίζουν, και αυτοί οι άνθρωποι έχουν τη δύναμη και τη δυνατότητα, γιατί κανείς δεν τους αντιστέκεται, να επιβάλουν τις απόψεις τους». Δηλαδή, οι αγορές χρήματος έχουν χτίσει τη δική τους «παντοδυναμία». Σε προηγούμενες ιστορικές περιόδους, όπως και σε αυτήν του Μεσαίωνα άλλωστε, τέτοια «παντοδυναμία» είχε και απολάμβανε μόνον ο Θεός και οι επί γης «εκπρόσωποί» του.

[52] Αντώνης Καρακούσης, «Η Bαβέλ του νέου κόσμου δεν είναι πια υπερασπίσιμη!», Το Βήμα, 14 Ιανουαρίου 2015. Το άρθρο είχε τον υπότιτλο: «Γεννά βίαια γεγονότα, προκαλεί κοινωνικές συγκρούσεις. Επιβάλλεται το ταχύτερο νέα παγκόσμια συμφωνία».

[53] Και ίσως η ψυχανάλυση να είναι ο πυλώνας του καστοριαδικού έργου (βλ. και σημείωση # 38) που είναι ο πιο αγνοημένος και υποτιμημένος στην Ελλάδα. Αξίζει εδώ να σημειωθεί πως γίνονται αξιόλογες προσπάθειες ερμηνείας του λαβυρινθώδους, ως προς τη δομή και το περιεχόμενο, καστοριαδικού έργου, αλλά και αναμέτρησης με τη σκέψη του Καστοριάδη. Αναφέρουμε ενδεικτικά τους: Γιώργο Λ. Ευαγγελόπουλο, Γιώργο Ν. Οικονόμου, Θεοφάνη Τάση, Γιώργο Ν. Πολίτη. Σε αρκετούς τομείς επιτυγχάνουν αξιόλογα αποτελέσματα ερμηνείας του έργου του Καστοριάδη. Κάπως βέβαια αποτυγχάνουν σε άλλους τομείς, διότι επικεντρώνονται μόνο στους δύο από τους τρεις πυλώνες του καστοριαδικού έργου. Ο 3ος πυλώνας είναι το κλειδί της σκέψης του Καστοριάδη· στον πυλώνα αυτό «αφίχθηκε» ο στοχαστής και, αν κάποιος θέλει να κάνει μια φιλότιμη προσπάθεια αποτίμησης του συνολικού έργου του ή μέρους του, είναι καλό να μπαίνει στον λαβύρινθο κρατώντας το σωστό κλειδί, δηλαδή το κλειδί υπ’ αριθμόν 3. Η ψυχανάλυση, μια «πρακτικο-ποιητική δραστηριότητα» για τον Καστοριάδη, ήρθε προς το τέλος της μακράς πορείας του και αυτό από μόνο του δείχνει πως τα πάντα αρχίζουν από την ψυχή –η πολιτική διαδικασία πρωτίστως, η διάσταση της φαντασίας, καθώς επίσης και «το φαντασιακό» απέκτησαν τέτοιο status στο έργο του Καστοριάδη μετά την ενασχόληση του με τη ψυχανάλυση– και αν τα καταληκτικά αποτελέσματα της πολιτικής οργάνωσης δεν υπήρξαν ή δεν είναι τα ιστορικώς αναμενόμενα, είναι γιατί η ψυχή του κάθε ανθρώπου –από το ατομικό προς το συλλογικό επίπεδο– δεν στέκεται στο ύψος των περιστάσεων. Η ψυχή και η αινιγματική ικανότητα της ψυχής στον Καστοριάδη είναι η «αντίληψή της» ως ριζική φαντασία. Η ψυχή του κάθε «συνειδητού υποκειμένου» στέκεται δουλικά απέναντι στη «φαντασιακή σημασία» που είναι ο Θεός. Ίσως θα ήταν καλό οι διάφοροι μελετητές να προσπαθήσουν να διαβάσουν τον ψυχαναλυτή Καστοριάδη και έπειτα να ξαναδούν τα γραπτά τους υπό το πρίσμα αυτό. Η έλλειψη προσέγγισης του έργου του Καστοριάδη μέσω και της ψυχανάλυσης αφήνει χωρίς ουσιαστική διερεύνηση και πολλά ζητήματα πολιτικής φιλοσοφίας· ιδίως το «φλέγον» ζήτημα της αυτονομίας, που ξεκινάει «από το δέντρο και πηγάινει προς το δάσος», είναι συνδεδεμένο με την ψυχανάλυση. Και τελειώνoυμε αυτή τη σημείωση με μία φράση από «Τα Χιόνια του Κιλιμάντζαρο» (ταινία του 2011) που μπορεί να απαντήσει στο ερώτημα: γιατί ο πυλώνας ψυχανάλυση, το κλειδί υπ’ αριθμόν 3 όπως προαναφέραμε, είναι τόσο καθοριστικός; «Αν ποντάρεις σε άλογο μπορεί και να κερδίσεις! Σε άνθρωπο όμως;».

[54] Βλ. το περιοδικό Διαβάζω, Mάιος 1998, τχ. 385, θέμα του μήνα: Κορνήλιος Καστοριάδης 1922-1997, σ. 121-138. Ξεχωρίζει το εντυπωσιακό και πυκνό σε νοήματα, εκτενές άρθρο του Βρασίδα Καραλή με τίτλο: «Κ. Καστοριάδης, ένας απολογισμός, μια ερμηνεία».

[55] Νίκος Δαββέτας, «Ιστορικά φάουλ» (Εφημερίδα των Συντακτών, Δεκέμβριος 2012). Διαβάζουμε «…οι αυθεντικοί μυθιστοριογράφοι, παρά τις τυχόν [ιστορικές] αβλεψίες, αποτυπώνουν καλύτερα το κλίμα μιας εποχής εισάγοντας την περιπέτεια του ατόμου στην Ιστορία. Γι’αυτό και ο Μαρξ, ο Ένγκελς, ο Γκράμσι αργότερα, κατέφυγαν κατ’ επανάληψη στον μυθιστορηματικό λόγο ως μια πηγή πληροφοριών, απαραίτητων για την κατανόηση του κόσμου…».

[56] Σώτη Τριανταφύλλου, «It’s later than you think» (Athens Voice, 15-21 Ιανουαρίου 2015). Εκεί διαβάζουμε: «Αυτό δεν σημαίνει πως λείπουν οι μετριοπαθείς μουσουλμάνοι: ανάμεσα τους, ο Αμερικανός λόγιος Χάμζα Γιουσούφ προτείνει στους μουσουλμάνους ‘που μισούν τη Δύση’ να μεταναστεύσουν σε κάποια μουσουλμανική χώρα. Αν τολμούσε να το ξεστομίσει αυτό ένας δυτικός θα ξεσπούσε πόλεμος». Και πιο κάτω: «Ο ισλαμισμός, ως πολιτική ιδεολογία και πρόγραμμα, είναι κυρίαρχος στο εσωτερικό των μουσουλμανικών κοινοτήτων και υποστηρίζεται από ισχυρές μουσουλμανικές χώρες (Σαουδική Αραβία, Κατάρ, Τουρκία) και ισλαμικές θρησκευτικές αρχές, που διαδίδουν εξτρεμιστικά μηνύματα θρησκευτικού και πολιτικού φανατισμού».

[57] Το Μανιφέστο του Κομμουνιστικού Κόμματος, το οποίο γράφτηκε το 1848 για να εξυπηρετήσει πρακτικούς σκοπούς της περιόδου και απηχεί στοχεύσεις και οραματισμούς (ευρωπαϊκές προλεταριακές επαναστάσεις) που τότε είχαν έναν ορισμένο βαθμό βασιμότητας, εκλήφθηκε στη συνέχεια, με τον καθοριστικό ρόλο του αντιδημοκρατικού πνεύματος κατοπινών ηγεσιών, ως επιτομή εσχατολογικών προβλέψεων και μεσσιανικών επαγγελιών (πρβλ. Έ. Χομπσμπάουμ, «Εισαγωγή», Το Μανιφέστο του Κομμουνιστικού Κόμματος, Θεμέλιο, Αθήνα 1999, σ. 29-42). Εκατό χρόνια μετά, το 1948 ιδρύεται στο Παρίσι η ομάδα «Socialisme ou Barbarie» του Καστοριάδη, μαζί με τον Κλοντ Λεφόρ. Το 1949 ξεκινά και η έκδοση της ομώνυμης επιθεώρησης, η οποία ασκεί δριμεία, καταλυτική και προφητική κριτική στο Κομμουνιστικό Κόμμα της Σοβιετικής Ένωσης και στον εφαρμοσμένο μαρξισμό της εποχής. Και με εμψυχωτή τον Καστοριάδη, η επιθεώρηση διέβλεψε νωρίς πως αυτό που τελικώς εφαρμόστηκε ήταν τόσο απάνθρωπο, για 7 δεκαετίες στη Ρωσία και 4 δεκαετίες στις Ανατολικές Χώρες, που έκανε τον καπιταλισμό, όπως χαρακτηριστικά δήλωνε ο Καστοριάδης «να φαντάζει παράδεισος». Η τελική έκβαση της οικοδόμησης του «υπαρκτού σοσιαλισμού» δείχνει ότι το κομμουνιστικό όραμα, τουλάχιστον κατά τη συγκεκριμένη ιστορική φάση, λειτούργησε ως εξαπάτηση από τη μεριά των ηγεσιών και ως αυταπάτη από τη μεριά των λαϊκών μαζών.     

[58] Βλ. σχετικά το ιδιαίτερα ενδιαφέρον πόνημα του Κωνσταντίνου Ράντη με τίτλο Καστοριάδης και Μαρξ, Ύψιλον / Βιβλία, Αθήνα 2004. Μια σύγχρονη ματιά στο έργο του Μαρξ και μετά από τις καθοριστικές εξελίξεις των πρόσφατων δεκαετιών αξιοποιεί, μεταξύ άλλων, και την κριτική παρέμβαση του Καστοριάδη. Διαβάζουμε χαρακτηριστικά (σ. 40-41): «Σήμερα, και αφού ήδη κατέρρευσε ο ‘ανύπαρκτος σοσιαλισμός’, και κόπασε η μαζική υστερία για το τέλος της ιστορίας, τα πράγματα είναι εντελώς διαφορετικά [σε σχέση με την εποχή της Φαντασιακής Θέσμισης της Κοινωνίας]. Δεν μπορεί να συγκροτηθεί καμία εναλλακτική θεωρία χωρίς την κριτική της πολιτικής οικονομίας, χωρίς τη θεωρία της αξίας, έστω και αν τα προβλήματα, στα οποία αυτή εμφανώς δεν μπορεί να απαντήσει έχουν πολλαπλασιαστεί, γιατί η ουσιώδης καπιταλιστική διαδικασία συσσώρευσης και εκμετάλλευσης εξακολουθεί να υφίσταται, έστω και αν κρύβεται πίσω από νέες μορφές εμφάνισης. Η Κριτική Θεωρία πρέπει επομένως να προχωρήσει με τον Μαρξ και συνάμα ενάντια στον Μαρξ. Αυτό είναι το σημερινό παράδοξο.»

[59] Η επικράτηση του ΣΥΡΙΖΑ στην ελληνική πολιτική σκηνή το 2015 (η οποία είχε προετοιμαστεί και προαναγγελθεί στις ευρωεκλογές και τις περιφερειακές εκλογές του 2014) υπήρξε, με δεδομένο το μικρό μέγεθος της χώρας, φαινόμενο που φάνηκε να ανατρέπει διαμορφωμένες και παγιωμένες καταστάσεις και ισορροπίες, τόσο σε εθνικό όσο και σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Η εξέλιξη, βέβαια, δεν προδιαγράφεται ανάλογη των αρχικών επαγγελιών. Το βέβαιο είναι ότι μεγάλο κομμάτι της ελληνικής κοινωνίας, χάρη και στους επιδέξιους χειρισμούς σχετικά νέων και άφθαρτων πολιτικών του χώρου, εμπιστεύτηκε τον φορέα εκείνο που κατάφερε να πείσει ότι μπορεί να κάνει πράξη την ευόδωση της ελπίδας, η οποία ούτως ή άλλως αποτελούσε ζωτική ανάγκη μιας πολλαπλά χειμαζόμενης κοινωνίας. Η διαχείριση της ελπίδας, από την άλλη, είναι, όπως πάντα στην ιστορία, μια δύσκολη υπόθεση, για λόγους εξωγενείς και ενδογενείς, συνεπώς και τα διακυβεύματα υψηλά.

[60] Με το που άρχισε ο 21ος αιώνας, είδαμε μεγάλα τρομοκρατικά χτυπήματα εκτός της Νέας Υόρκης με τα 2996 θύματα, στη Μαδρίτη το 2004 με 191 θύματα και στο Λονδίνο το 2005 με τα 56 θύματα.

[61] Και μόλις λίγες ώρες αργότερα, «Je suis Charlie» ήσαν οι τρείς λέξεις που έγιναν το αυθόρμητο και λαϊκό σύνθημα της Δύσης. Και δυστυχώς, μετά την επίθεση οι αντιδραστικές δυνάμεις της Δύσης θα ξαναβρούν την ευκαιρία να προωθήσουν το δόγμα περί «σύγκρουσης πολιτισμών», περί σύγκρουσης γιγάντων, μεταξύ Ανατολής και Δύσης.

[62] Κατά τη διάρκεια της επίθεσης, ο 24χρονος μουσουλμάνος ήρωας και μετανάστης από το Μαλί Λασάνα Μπαθίλι οδήγησε περίπου 15 Εβραίους και Χριστιανούς πελάτες στο ψυγείο του παντοπωλείου, τους είπε να κάνουν ησυχία, έσβησε το φως και το αποσυνέδεσε από το ηλεκτρικό ρεύμα. Έτσι τους έσωσε τη ζωή, θυμίζοντας σε όλους πως προέχει ο άνθρωπος και έπονται οι «φαντασιακές σημασίες», με κυριότερη αυτή του Θεού.

[63] Γιώργος N. Οικονόμου, «Δημοκρατία και Απομεγέθυνση», Εφημερίδα των Συντακτών, 12 Αυγούστου 2014. Στο άρθρο αυτό ο Οικονόμου δικαίως και πολύ εύστοχα μιλάει για απομεγέθυνση των σημερινών φαντασιακών σημασιών και αυτό βέβαια θα συμβεί, ταυτόχρονα, σε μία προσπάθεια απαγκίστρωσης από τον σημερινό τρόπο λειτουργίας του καπιταλισμού (της απόλυτης οικονομικής κυριαρχίας του 1% του πληθυσμού σύμφωνα και με τον Τομά Πικετύ, πρβλ. σημ. 50) αλλά και από τον σημερινό τρόπο λειτουργίας του κοινοβουλευτικού συστήματος (μορφή εκλεπτυσμένης ολιγαρχίας). Ο Γιώργος Οικονόμου ανήκει στους ενδιαφέροντες και δημιουργικά σκεπτόμενους ερμηνευτές του καστοριαδικού έργου, με βασική έμφαση και εστίαση στη σύγχρονη ελλαδική πραγματικότητα.

[64] Η ακριβής διατύπωση του συγκεκριμένου στίχου που μας παραδίδει ο Σαίξπηρ στον Hamlet έχει ως εξής: «The world’s a prison and Denmark one of the worst wards» («ο κόσμος είναι φυλακή και η Δανία ένα απ’ τα χειρότερα κελιά»).

[65] Πριν εκπνεύσει το 2014, 135 μαθητές σε σχολείο, παιδιά δηλαδή, σκοτώθηκαν από τους ένοπλους εκτελεστές Ταλιμπάν στο Πακιστάν, κάτι που δικαιολογημένα προκάλεσε μεγάλο σοκ στην παγκόσμια κοινή γνώμη. Φαίνεται σαν να έχει σταματήσει η λογική στο μυαλό όλων αυτών που δεν έχουν κανένα όριο, αλλά ούτε και κανέναν ηθικό φραγμό.

[66] Αυτοί οι ευγενικοί γίγαντες αποδεκατίστηκαν τον 18ο αιώνα για να φωτίζει το λίπος τους τους περίπου 15000 φανοστάτες του Λονδίνου, της Μέκκας της Βιομηχανικής Επανάστασης (και της Δύσης). Και ευτυχώς που αργότερα άρχισε να χρησιμοποιείται το υγραέριο εγκαίρως, ειδάλλως σήμερα θα είχαν παντελώς εξαφανιστεί.

[67] Συνήθως, βλέπουμε τους ήρωες του Σαίξπηρ, να έχουν ένα «εντυπωσιακό» τέλος: να αποκεφαλίζονται, να δηλητηριάζονται, να μαχαιρώνονται, ακόμη και πίσω από την κουρτίνα, να αυτομαχαιρώνονται, να πηδάνε από το παράθυρο ή να τους κυνηγάει αρκούδα. Η τραγικότητα των θανάτων των ηρώων του Σαίξπηρ οικοδόμησε έτσι την αθανασία του συγγραφέα που τους δημιούργησε.

 

[68] Και όταν μιλάμε για την ανθρωπότητα, μιλάμε για όλους τους ανθρώπους και, είναι καλό να έχουμε υπ’ όψιν πως «ο τωρινός παγκόσμιος πληθυσμός αριθμεί μόνο το 7 τοις εκατό από όλους τους ανθρώπους που έχουν ποτέ ζήσει» (Financial Times, Weekend 10./11.4.2010). «Κάθε άνθρωπος στη γη είναι απόγονος όλων των αρχόντων και όλων των σκλάβων που έζησαν ως τώρα» έγραψε αποφθεγματικά o Χαλίλ Γκιμπράν.

 

 


 

 

Γιώργος H. Ηλιόπουλος (Αθήνα 1965-) είναι Διδάκτωρ Φιλοσοφίας του Freie Universität Βερολίνου, συγγραφέας και μεταφραστής (τώρα ζει στο Ντύσσελντορφ, Γερμανία). Έχει μεταφράσει στα ελληνικά, μεταξύ άλλων, έργα των Georg Hegel, Martin Heidegger και Hans-Georg Gadamer.

 

Ο Δημήτρης Ελέας (Αθήνα 1973-) σπούδασε Πολιτικές Επιστήμες στο Λονδίνο και είναι συγγραφέας/ερευνητής (τώρα ζει στο Παραλίμνι, Κύπρος). Έχει γράψει και δημοσιεύσει διάφορα κείμενα, άρθρα και βιβλία στα ελληνικά και στα αγγλικά: Γυναίκες (1994), Ten Texts (2007), Εκκεντρικές Σημειώσεις (2013), Ιδιωτικός Κορνήλιος: Προσωπική μαρτυρία για τον Καστοριάδη (2014).

 

 

 

 

 

 


Δοκίμιο: «Άννα»

$
0
0
Γράφει ο Απόστολος Θηβαίος // *

 

Σκηνές απ’ τις

σκληρές νύχτες

του κόσμου

 

 

 

Κανείς δεν θυμάται πια την Άννα. Κρατιέται ζωντανή στα κρησφύγετα του Άμστερνταμ, της Αθήνας, της Ρώμης. Κρυφογελά μες στον κλειστό της κόσμο, φυλάσσοντας μια καρδιά τρυφερή. Απ΄ τους φίλους της απέμειναν πια μονάχα κάτι πράγματα προσωπικά, κάτι στιγμές αξέχαστες και ο φόβος. Ίδιος εδώ και ογδόντα χρόνια τούτος ο κόσμος να καίγεται απ’ άκρη σ’ άκρη.

 

Η Άννα, παιδί της ερήμου μ’ ένα καινούριο άστρο στο χέρι της κάποιο βερολινέζικο πρωινό. Σαν τις φωτογραφίες της Φρίντα, μιας ηλιαχτίδας είκοσι μόλις χρόνων που σημάδεψε πριν χρόνια την καρδιά μου.

Η Άννα Φρανκ πέθανε από τύφο το 1945. Καμιά φυλακή δεν της στοίχισε γιατί η Άννα συνήθισε να ζει πίσω από κλειστές πόρτες. Στο βάθος παλιών εργοστασίων αντίκρισε τα θαύματα και χάρισε απλόχερα τη συγχώρεση που μόνο τα παιδιά κρατούν γι’ αυτόν τον κόσμο. Ήταν ποίημα, σας λέω η Άννα και οι ποιητές ανακοινώθηκε πως καμιά αξία δεν έχουν γι’ αυτήν την εποχή και γι’ αυτή τη ζωή. Έτσι, με τον τρόπο που αταβικά διδασκόμαστε, κάπως φυσικά και από ένστικτο, φτιάξαμε και για λογαριασμό της μικρής Άννας του Άμστερνταμ ένα μνημείο και κρύψαμε εκεί ότι απέμεινε απ’ την ελπίδα και τους στίχους της. Η Άννα έγινε γραμματόσημο, εξώφυλλο περιοδικών, σύμβολο μιας ολόκληρης εποχής. Κάπως έτσι εκπληρώσαμε το χρέος μας για την Άννα που εκεί έξω παλεύει μ’ όλες τις αγωνίες του κόσμου, την Άννα που σπαράζεται στο Μπέργκεν Μπέλσεν και την οδό Ιουλιανού για έναν άγνωστο θεό. Κάπως έτσι τακτοποιούμε όλες τις Άννες του κόσμου σε μια γωνιά, παλεύοντας με το αίσθημα της ήττας για εκείνο που εμείς ποτέ δεν θα κατορθώσουμε. Μια πράξη αναρχική, θεμελιωμένη πάνω στο αίσθημα και την ανθρωπιά που γεννιέται από κάθε απόλυτο, από κάθε θάνατο αδιάκριτο, συμπαγή και καθολικό. Πώς να συγκριθούμε εμείς με την πράξη ενός παιδιού, με την πράξη ενός τέτοιου ανδαλουσιανού ιππότη που χαράζει πορεία για τους ανεμόμυλους και τις φυλακισμένες δεσποσύνες, κόντρα στ’ αλφάβητα και τους κώδικες. Εμείς μες στην ξέφρενη πορεία μας, στεκόμαστε για λίγο με κάτι από προσευχή και κάτι από ανακούφιση όταν περνούν απ’ τους δέκτες μας σωροί παιδιών. Σαν την Άννα και τα εκατομμύρια των παιδιά που θα γίνουν κάποτε τα καινούρια άστρα του ουρανού. Στις ακτές της ανατολής, στα γκέτο της Αμβέρσας και του Ντόρτμουντ γεννιούνται κάθε τόσο καινούριοι ουρανοί, η ζωή ανθίζει δίχως θόρυβο και σ’ όλους τους καιρούς κάποιοι συλλέγουν συντρίμμια απ’ την κατεστραμμένη μας φαντασία. Η Άννα ανήκει σ’ εκείνη τη σπάνια σειρά, σ’ αυτές τις εξαιρετικές παρουσίες που ανέτρεψαν ολόκληρα καθεστώτα με μοναδικό όπλο τους ένα μεγάλο απόθεμα ανθρωπιάς και πίστης.

Η Άννα οδηγείται απ’ τους γκεσταμπίτες στα βαγόνια. Ο κόσμος κατά βάθος είναι καλός, λέει και ξαναλέει σαν να προσεύχεται περνώντας μέσα από κήπους και αυλές κατεστραμμένες. Στο Άουσβιτς κάθε τόσο παίρνουν τα παιδιά. Χάνονται στη γαλαρία που ‘ρχεται από τα μαγειρεία. Κάθε τόσο οι νεκροί υπενθυμίζουν πόσο σκληρή είναι η ζωή σε τούτα τα μέρη. Ο πυρετός έρχεται τη νύχτα με σπασμούς δίχως τέλος. Καθώς τρεμοπαίζει το φανάρι του πολιτισμού ένα παιδί πεθαίνει. Ένας τέτοιος θάνατος θ’ αρπάξει στα νύχια του την Άννα, ο πόνος με τον δίδυμο αδελφό του θα την χτενίσουν στο βάθος των περιβολιών ενώ συλλήπτορες, νυκταγωγείς, παντομίμες χαλασμένες απ’ τον καιρό καραδοκούν πάντα τ’ όνειρό της.

 

 

Ακόμη και αν δεν υπήρχε ποτέ η Άννα, ακόμη και αν το ημερολόγιό της είναι γραμμένο από κάποιον άλλον όπως υποστηρίζουν πρόσφατες μελέτες, η Άννα Φρανκ φθάνει σήμερα μαζί με τις χιλιάδες των παιδιών που θανατώθηκαν στην κόλαση των ναζιστικών στρατοπέδων. Το φριχτό τους τέλος, η κάθαρση μιας ολόκληρης γενιάς συνιστούν την πιο αφοπλιστική ενοχή για την ποιότητα του πολιτισμού μας. Όμως όσο κοιτάζει κανείς την Άννα στις φωτογραφίες από μια ανυποψίαστη, ολόχρυση εποχή, δεν μπορεί παρά να θαυμάσει το θάρρος αυτού του κοριτσιού. Έχουν πει πως η ελευθερία είναι μια επώδυνη διεκδίκηση και η Άννα Φρανκ το πιστοποιεί. Η θέληση για τη ζωή, η στάση που αντιμάχεται την εποχή της, η τρυφερότητα για το μέλλον που δεν θα ‘ρθει ποτέ. Σκέφτομαι πως δεν θα μπορούσε άλλος να ‘χει γράψει το συγκλονιστικό ημερολόγιο. Ένα παιδί που κινδυνεύει να χαθεί ανά πάσα στιγμή, ένα παιδί γεμάτο θάρρος και φαντασία, συνιστά την πιο σοφή γραφίδα. Η Άννα που φθάνει απόψε εδώ φωτίζει πανανθρώπινες σημασίες και ιδέες ακλόνητες. Η παιδική της ηλικία παραμένει ως σήμερα η μόνη μας πιθανότητα.

Το ημερολόγιο της Άννας θα δημοσιευτεί το 1947. Ο πατέρας της, μοναδικός επιζών της οικογένειας θα φέρει στο φως τις σκέψεις και τα όνειρα της κόρης του Άννας. Η δωδεκαετής Εβραιοπούλα θα καταγράψει την καθημερινή της ζωή στην κρυψώνα της οικογενειακής επιχείρησης. Θα συλληφθεί το ΄44 και μαζί με την οικογένειά της θα οδηγηθούν στο Άουσβιτς. Θα χωριστούν για μια τελευταία φορά. Η μητέρα της θα καταλήξει από τις κακουχίες ενώ η Άννα μαζί με την αδερφή της και με διαφορά μερικών μόνο ημερών θα κερδίσουν για πάντα την ελευθερία που τους στέρησαν.

Η Άννα αξίζει όλο το θαυμασμό της μελλοντικής ανθρωπότητας. Η πράξη της αποτελεί ένα είδος οδηγού, ένα σήμα στην δίχως αξίες, ξέφρενη πορεία μας. Είναι μια ευθεία και αδιαμφισβήτητη απάντηση απέναντι σε κάθε μορφή ιδεολογίας, σε κάθε σύστημα, σε κάθε τι που υποβιβάζει την ομορφιά της ζωής. Είναι αληθινή.

 

 

 

* Ο Απόστολος Θηβαίος γεννήθηκε στην Αθήνα το 1980. Απασχολείται στον τραπεζικό τομέα. Κείμενά του δημοσιεύονται σε ηλεκτρονικά και έντυπα περιοδικά. Γυρεύει εναγωνίως κάτι απ’ τη φωνή του.

 

 

Δοκίμιο: «Qui chasse la vie???»

$
0
0
Γράφει η Ευαγγελία Τυμπλαλέξη // *

 

 

 

 

Να ζούμε έντονα ακολουθώντας το παράδειγμα του Baudelaire, έτσι ώστε να εξοικειώνεται η σάρκα με τα δεινά;

Να ζούμε μακριά απ’ τη συνάφεια του Κόσμου σύμφωνα με τον Καβάφη, έτσι ώστε να αποφεύγεται ο ευτελισμός του βίου;

Να ζούμε βιάζοντας τη ζωή σύμφωνα με τον Αθανασιάδη, έτσι ώστε η πράξη και μόνο του «βιασμού» να συνιστά έργο πρόσφορο, που θα παρακινεί και θα γονιμοποιεί τη σκέψη;

 

Η καθημερινότητα είναι ένα σημειωματάριο, του οποίου τόσο η φυλλομέτρηση όσο και η διακειμενικότητα συνιστά τη μαγεία, η οποία υποπίπτει σε διαρκή έλεγχο του πνεύματος και της διάνοιας. Το πρόβλημα ενδεχομένως ανίχνευσης σημείων σύγκλισης-απόκλισης να είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με το πρόβλημα της περιοδικότητας και σε μία εν γένει ρεαλιστική αντίληψή του. Οι μεγάλοι τραγικοί Αισχύλος-Σοφοκλής-Ευριπίδης, εγκαινιάζουν τη διαφορετική τους φιλοσοφική προσέγγιση του δίπτυχου Άνθρωπος-Πεπρωμένο δια μέσω αναπαραστάσεων καθαρτικών κι απολυτρωτικών βιωμάτων. Ο θεατής είναι σαν να βρίσκεται παγιδευμένος σ’ ένα εργαστήρι αυτοκαταστροφής, όπου τα συμβάντα εξεικονίζονται σαν εμπειρίες και τα ψέματα  σαν καθοριστική συνύφανση αινιγματικών πεποιθήσεων. Πόσο «αντικαθεστωτικό» εν τέλει δύναται να είναι ένα άτομο απέναντι στα αναγκαστικά προτάγματα βίου, τα οποία όσο κι αν παρακμάζουν σε γρανάζια πολυμερούς διπλωματίας, απαράλλαχτα αντανακλούν την ίδια «αλλαγή»…

 

Η βούληση της ελευθερίας…

Αυτό που οι Άγγλοι ονομάζουν piecemeal reforms στον τομέα πολιτικών αναλύσεων θέλοντας να εστιάσουν στην ισχύ των επιμέρους μεταρρυθμίσεων προς πιθανή βελτίωση κάθε συστήματος, μπορεί να αναχθεί με την πρωτογενή του δύναμη στο ζητούμενο του ισόβιου αγώνα επιβίωσης-διαβίωσης σαν εποχή νευρώδους μεγαλείου με τις εντάσεις της να προοιωνίζονται ιδιώνυμους ψυχολογικούς αφοπλισμούς. Η δημόσια δραστηριότητα εσωτερικεύει κι απομιμείται κάθε μορφή ιδιωτικότητας. Η επιζήτηση του συναισθήματος υποδουλώνεται στα σχήματα της ανάγκης. Τα ένστικτα διαμορφώνονται κάλλιστα από κατεστημένους με αόρατο τρόπο φορείς ακόμη και σε ανθρώπους, οι οποίοι φαντάζονται πως εκφεύγουν ακολουθώντας ψευδαισθήσεις ικανοποίησης. Είναι οι ηδονές και τα παιχνίδια, τα οποία σύμφωνα με τον Μαρκούζε «…αναπτύσσονται μη αποβλέποντας σε εξωτερική σκοπιμότητα αλλά σε υλοποίηση του πληρώματος της ανθρώπινης προσωπικότητας».

Αφ’ ης στιγμής οι ίδιοι οι μηχανισμοί των κοινωνικών δομών απολήγουν σε φυγόκεντρες δυνάμεις προσβολής τους, οιαδήποτε προσωπικότητα αναδύεται ευνουχισμένη κι αλλοτριωμένη. Αν ο Marx στις θεωρίες του διατείνεται πως «…το ζήτημα δεν είναι να ερμηνεύσουμε τον Κόσμο, αλλά να τον αλλάξουμε», ο άνθρωπος στην πραγματικότητά του αδιαφορεί για την ερμηνεία του Κόσμου και αποδέχεται μεσοπρόθεσμους συμβιβασμούς με την εκάστοτε παραδοσιακή ή μοντέρνα εξουσία, με μόνη προοπτική τη διαιώνιση της μονομέρειάς του. Η ελευθερία είναι μία «σωματική πράξη», η οποία δίνει νόημα και περιεχόμενο στην αξία του «θνητού» και της «αθανασίας». Κατά πόσον μπορεί να επαφεθεί στην αίσθηση και τη συνείδηση του καθενός, εγείρει το μείζον θέμα των κληρονομικών προνομίων. Κατ’ επέκταση τίθεται υπό πραγμάτευση διαφιλονικούμενη, αφού πολλοί επιχειρούν να την καταστήσουν νοητή σύμφωνα με τα δικά τους δεδομένα και ευνόητη στο δικό τους πλαίσιο κινήσεων.

Ο μονοδιάστατος άνθρωπος του Μαρκούζε σπουδάζει τα φραστικά του σφάλματα. Η γλωσσική του εμβέλεια συρρικνώνεται. Το ίδιο το εκπαιδευτικό σύστημα «συμβουλεύει» προτάσεις σύντομες και σχεδόν μονολεκτικές διατυπώσεις. Οι βραχυγραφίες παρουσιάζουν το πλεονέκτημα του αδιαμφισβήτητου, στέκουν εύρωστες σε πιθανή αντιπαραβολή ή αντίφαση. Οι συντμήσεις δε εξουδετερώνουν την κριτική ικανότητα. Καμία αυτονομία δεν μπορεί να παγιωθεί, όταν η σημασιολογική εξακρίβωση των όρων αντιδρά προσεταιριστικά, με πρόδηλη την τυποποίηση της ουτοπίας. Κι έρχεται  να επικουρήσει ο Ernst Bloch με την απαράβλητη ρήση του: «Ο μαγικός τύπος του αφηρημένου Λόγου, της απαγωγικής συναγωγής από αρχές είναι τετελεσμένος, πολύ περισσότερο δε το αστικό συμφέρον που τον προκάλεσε και τον χρησιμοποίησε».

Όπως ο Ρίτσος αγωνιούσε για τα καναρίνια του και ποιος θα τα ταΐζει κατά την απουσία του στις εξορίες, συγκεκαλυμμένη δίαυλος επικοινωνίας όταν έγραφε την ποιητική του σύνθεση «Αγαμέμνων», η αυτονομία παρεμφαίνει μία πολεμική έννοια, η οποία συγκεντρώνει βλήματα αυτεπίστροφα κατά της ίδιας της υπόστασής της, ετεροκαθορίζοντας το υπερφυσικό της αυτορρύθμισής της…

 

Η βούληση του κοινωνικού…

Η κοινωνική κατάσταση είναι χαοτική. Κανείς απ’ τους δρώντες, άτομα ή ομάδες, δεν προτείνει σχεδιασμό ανέλιξης απ’ το πυρ το εξώτερον των κανιβαλικών πρακτικών. Οι διανοούμενοι, των οποίων βασικό μέλημα θα έπρεπε να είναι η άσκηση έντονης και συσπειρωμένης κριτικής στην οιασδήποτε μορφής εξουσία και στους θεσμούς, παρουσιάζουν σώμα κατακερματισμένο κι επαμφοτερίζουν σε διελκυστίνδα πρόκρισης του ιδιωτικού συμφέροντος. Ο κάθε «πικραμένος» πασχίζει να κερδίσει λίγους «πόντους προβολής», να διατρανώσει το ρίζωμα της ηγετικής του όψης, να κεφαλαιοποιήσει ακόμη και την παραμικρή χρήση αναλυτικών κατηγορημάτων.

Σαν προπατορικό αμάρτημα, οι ανισότητες είναι εδραιωμένες. Σαν αντιπολιτευτικές δυνάμεις, οι πνευματικές διαστάσεις δεν ευαγγελίζονται στην ουσία παρά ένα χάσμα μεταξύ «Είναι» και «Δέοντος», το οποίο υπερβαθαίνει αδιαλείπτως. Άριστα επαληθεύει η ρήση του Hedley Bull όταν υπερθεματίζει: «…Η χρήση κάθε είδους βίας ως αντίδραση σε αυτό που θεωρούν παραβίαση των κανόνων είναι αποδεκτή σε όλες τις κοινωνίες ως νόμιμη. Δεν υπάρχει γενικό δικαίωμα για αυτοδικία, που να ισχύει για κάθε άτομο ή ομάδα στο εσωτερικό καμίας κοινωνίας. Μόνο η ίδια η Κοινωνία στο εσωτερικό της έχει το δικαίωμα να διαπράξει κάτι τέτοιο χρησιμοποιώντας βία»…

 

Το μέλλον είναι αθώο…

Κραύγαζε ο Nietzsche πριν δεκάδες χρόνια. Ακόμη και η τάση να πραγματευτεί ένας γραφιάς, τη δυσπρόσιτη δομή της επικυριαρχίας πάνω στη ζωή του ή στις ζωές των συμπολιτών, είναι σαν να χτυπά γυμνά τα χέρια πάνω σε ακάλυπτη λάμα. Είναι ένα τεκμήριο άξιο προσοχής, ίσως και χλευασμού.

Κι όταν έχουμε ήδη φυτέψει το δέντρο μας, του οποίου η κρίση ξεχωρίζει για τη νηφαλιότητά μας και την αφυπνιστική μας επενέργεια;

Κι όταν έχουμε ήδη γεννήσει ένα παιδί, του οποίου η ύπαρξη δηλώνει τη διαύγεια των επιχειρημάτων μας και την τεκμηρίωσή τους;

Κι όταν έχουμε ήδη γράψει ένα βιβλίο, μέσα στις αράδες του οποίου ελλοχεύουν η κληρονομιά και το πρόταγμα της αυτονομίας μας;

 

Η λύπη ομορφαίνει, επειδή της μοιάζουμε…

Πόσο πιο άρτια να δώσει κανείς την έννοια της Λύπης εκτός απ’ την Τέχνη, ειδικότερα εκτός απ’ την Ποίηση, κι ακόμη ειδικότερα απ’ την πένα του μοναδικού Ελύτη…

 

 

* Το γυροσκόπιο αντίληψης της Ευαγγελίας Τυμπλαλέξη οδυνάται για τα κακώς κείμενα στον Πλανήτη. Νιώθει να πάλλεται σε χώρο μαγνητικά απομονωμένο και η πυξίδα έχει χαθεί.

 

✔ Νέες εκδόσεις: Κλασσικά και καινούργια

$
0
0
Επιμέλεια: Ελένη Γκίκα //

 

 

Ξένη πεζογραφία:

 

Αντρέι Μπέλυ «Πετρούπολη», Μετάφραση: Σταυρούλα Αργυροπούλου, εκδ. Κίχλη, σελ. 752

Στον πυρήνα του τολμηρότερου ρωσικού μυθιστορήματος του 20ού αιώνα, που μεταφράζεται πρώτη φορά στα ελληνικά, από την πλήρη εκδοχή του 1913-1914, βρίσκεται το θέμα της πατροκτονίας. Τον θυελλώδη Οκτώβριο του 1905 μια βόμβα πρόκειται να εκραγεί στο γραφείο του γερουσιαστή Αμπλεούχοφ. Το σχέδιο έχει δεσμευτεί να φέρει εις πέρας ο γιος του, που βρίσκεται στην αντίπερα ιδεολογική όχθη.
Η «Πετρούπολη» αποτελεί ξεχωριστό δείγμα του ρωσικού μοντερνισμού. Στον πολυφωνικό ιστό της συνυφαίνονται πολλά και διαφορετικά στοιχεία. Οι επαναλήψεις μοτίβων και φράσεων, οι υποβλητικές, έντονα εικαστικές περιγραφές της πόλης, καθώς και η ιδιάζουσα μουσική οργάνωση του κειμένου συνιστούν τυπικά χαρακτηριστικά της ποιητικής του συμβολισμού. Τη ρευστή, φασματική ατμόσφαιρα επιτείνουν τα διανοητικά παιχνίδια των ηρώων, καθώς οι εφιάλτες τους ζωντανεύουν και στοιχειώνουν την πόλη, που, τυλιγμένη στην καταχνιά, μοιάζει να παγιδεύει ήρωες και αφηγητή.
Συγχρόνως, η οξεία ειρωνική ματιά του συγγραφέα απέναντι στις ιδεολογικές τάσεις και τα σημαντικά πολιτικά γεγονότα του καιρού του, μη εξαιρουμένης της επανάστασης του 1905, η παρωδία θεμάτων και τεχνικών του παραδοσιακού μυθιστορήματος, καθώς και ο μετεωρισμός ανάμεσα στο δραματικό και το κωμικό στοιχείο μπολιάζουν το μυθιστόρημα με ένα ανατρεπτικό πνεύμα, χαρακτηριστικό που η Πετρούπολη μοιράζεται με άλλα έργα του ευρωπαϊκού μοντερνισμού των αρχών του 20ού αιώνα.

 

Alexandra Belinda «Άγρια λεβάντα», Μετάφραση: Αύγουστος Κορτώ, εκδ. Διόπτρα, σελ. 728

Τίποτε δεν πάει χαμένο, Σιμόν.
Η αγάπη που δίνουμε ποτέ δεν πεθαίνει.
Η νεαρή Σιμόν Φλεριέ ζει με τον πατέρα της σε μια αγροικία της Προβηγκίας πλημμυρισμένη από αρώματα άγριας λεβάντας. Μετά τον θάνατό του, όμως, αναγκάζεται να εγκαταλείψει το πατρικό της για να γίνει παραδουλεύτρα στη Μασσαλία. Απογοητευμένη από τη φτώχεια και τις κακουχίες, η Σιμόν αποφασίζει να ακολουθήσει το κρυφό όνειρό της· να γίνει μια μέρα διάσημη αρτίστα.
Βυθισμένη στα θαμπά φώτα του μεσοπολέμου, περιπλανιέται στα στενοσόκακα της Μασσαλίας. Ο Αντρέ Μπλανσάρ, γόνος πλούσιας οικογένειας, γίνεται ο μέντοράς της και ο πρώτος άντρας που θα κάνει την καρδιά της να σκιρτήσει. Η γοητεία και η φιλοδοξία της ανοίγουν τη βελούδινη αυλαία της επιτυχίας στις μεγάλες παριζιάνικες σκηνές και στα καμπαρέ του Βερολίνου.
Όταν ο ζόφος του πολέμου απειλεί για ακόμα μια φορά την Ευρώπη, η διάσημη μαντμαζέλ Φλεριέ παίρνει μια ριψοκίνδυνη απόφαση· γίνεται η Άγρια Λεβάντα και δίνει τη δική της μάχη.
Λίγο μετά την κατάληψη του κοσμοπολίτικου Παρισιού, η Σιμόν γνωρίζει την ευτυχία στο πρόσωπο ενός νεαρού πιλότου και διαπιστώνει πως η αγάπη, σαν την άγρια λεβάντα, μπορεί να φυτρώσει στα πιο απροσδόκητα μέρη…

 

 

Αστυνομικό μυθιστόρημα:

 

Ιερώνυμος Λύκαρης «Άκου, πτώμα, να μαθαίνεις», εκδ. Καστανιώτη, σελ. 320

Το » Άκου, πτώμα, να μαθαίνεις» είναι μια συναρπαστική ίντριγκα με απίστευτο φινάλε, αντάξιο της κωμικοτραγικής επινοητικότητας που γεννά η ροπή του ανθρώπου προς το έγκλημα. Ακούσιος εμπνευστής και οργανωτής της είναι ο Κόκκινος Τράγος, εισαγγελέας αποσπασμένος στη Διεύθυνση Εσωτερικών Υποθέσεων της αστυνομίας, που διαχειρίζεται την κατάθλιψή του ερμηνεύοντας τους εφιάλτες του με έναν δικής του έμπνευσης εγκληματολογικό ονειροκρίτη.
Λίγες ώρες μετά την αποκάλυψη του μεγάλου μυστικού της ζωής και της καριέρας του στον Κόκκινο Τράγο, ο υποδιοικητής της υπηρεσίας ταξίαρχος Βάθρακας ή Σκιά βρίσκεται νεκρός στο γραφείο του.
Ποια αιματοβαμμένα νήματα συνδέουν τον κακόμορφο ταξίαρχο Βάθρακα, την πανέμορφη σύζυγό του Ξανθούλα ή Χήρα Αλεπού, τον διοικητή της υπηρεσίας αντιστράτηγο Χαρομήτρο ή Μινώταυρο και την εγκληματική οργάνωση Αδελφότητα του Βορρά, που στο παρελθόν είχε παγιδεύσει τον Κόκκινο Τράγο, όταν αυτός διερευνούσε τη δράση της; Τι ρόλο παίζουν στην υπόθεση ένας δημοσιογράφος του αστυνομικού ρεπορτάζ, ο Αργοναύτης, καθώς και δύο παιδικοί φίλοι του Κόκκινου Τράγου: ο Χαμαιλέοντας, υπουργός της κυβέρνησης, που από μικρός είχε το χάρισμα της εκμετάλλευσης των περιστάσεων, και ο Μανούσος, καντηλανάφτης, περιποιητής τάφων και συμπτωματικός deus ex machina της κάθαρσης;
Στη μυθιστορηματική πλοκή ενσωματώνονται αληθοφανή ρεπορτάζ που στήνονται «για καλό σκοπό», καθώς και ένα παραλλαγμένο δοκίμιο του Μαρξ με τίτλο Η συμβολή του οργανωμένου εγκλήματος στην ανάπτυξη του πλούτου των εθνών.

 

Kate Saunders «Έγκλημα στην οικογένεια του σερ Τζέιμς», Μετάφραση: Ρηγούλα Γεωργιάδου, Εκδ. Διόπτρα, σελ. 352

Τρεις γυναίκες δολοφονούνται στο βικτωριανό Λονδίνο.
Ποιο είναι το νήμα που ενώνει τις ζωές τους;
Κρυμμένη πίσω από την άσπιλη μάσκα μιας καθωσπρέπει χήρας αρχιδιακόνου, η Λετίσια Ροντ εξιχνιάζει άλυτα μυστήρια με οξυδέρκεια και απόλυτη διακριτικότητα…
Εκείνο το μουντό απόγευμα, η κυρία Ροντ ξεκινά για το Λίνκολν­σαϊρ, όπου θα αναλάβει χρέη γκουβερνάντας στην οικογένεια του σερ Τζέιμς Κόλντερστον. Ο άνεμος σφυροκοπά τα τζάμια της άμαξας με τα υγρά κιτρινισμένα φύλλα, ενώ στο μυαλό της έχουν αποτυπωθεί τα λόγια της αγαπημένης της οικονόμου «Γιατί δεν την παντρεύεται αμέσως να τελειώνει η ιστορία»;
Την ίδια ώρα, ο νεαρός Τσαρλς Κόλντερστον είναι αποφασισμένος να προχωρήσει σε έναν ανάρμοστο γάμο με την πανέμορφη Έλεν.
Η ταπεινή καταγωγή αυτής της εντυπωσιακής γυναίκας, η σχέση της με έναν καρδιοκατακτητή και ένα ανώνυμο γράμμα που την αποκαλεί πόρνη πυροδοτούν τις εξελίξεις.
Ο ευυπόληπτος σερ προσπαθεί να εμποδίσει πάση θυσία αυτή τη σχέση του γιου του, για να μην καταστραφεί η αίγλη του στη δημόσια ζωή του Λονδίνου, και αναθέτει στον γνωστό ποινικολόγο Φρέντερικ Τάισον να ερευνήσει την υπόθεση.
Καθώς ξετυλίγεται το νήμα του παρελθόντος, η Λετίσια Ροντ διαπιστώνει ότι στα δωμάτια του αριστοκρατικού πύργου των Κόλντερστον κρύβονται πολλά άφατα μυστικά, που θα σφραγίσουν τη μοίρα αυτών των ανθρώπων.
Τα Μυστικά του Γουιστάιντ ζωντανεύουν σε μια ντινκενσιανή ατμόσφαιρα μυστηρίου και φωτίζουν τις επιπτώσεις της βικτοριανής ηθικής στο γυναικείο φύλο.
Η ακαταμάχητη ντετέκτιβ Λετίσια Ροντ υπογράφει τη λύση του μυστηρίου…

 

 

Ποίηση:

 

Βλαντιμίρ Μαγιακόβσκη «Λένιν», εκδ. Καστανιώτη, σελ. 256

Ο Μαγιακόφσκι άρχισε να γράφει το μακροσκελές ποίημα «Λένιν» στα τέλη του 1923 και το ολοκλήρωσε το φθινόπωρο του 1924, σε ηλικία μόλις είκοσι τεσσάρων ετών. Τούτη η φοβερή ελεγεία, που κατέχει εξέχουσα θέση μέσα στο όλο έργο του, συνιστά τον ακρογωνιαίο λίθο της πολιτικής του ποίησης· είναι ένα οικοδόμημα πανύψηλο, στην κορυφή του οποίου ανεμίζει σαν σημαία ο φλογερός «κόκκινος πατριωτισμός» του.
Ο Μαγιακόφσκι, προσηλωμένος στα «αρχέγονα αλλά τρομερά όπλα του στίχου», δηλαδή στο ρυθμό και στη ρίμα που χαρακτηρίζουν διαχρονικά τη ρωσική παράδοση, εξιστορεί μια περίοδο διακοσίων χρόνων, από την εμφάνιση του καπιταλισμού και του προλεταριάτου ως την επανάσταση του 1917 και την εγκαθίδρυση της σοβιετικής εξουσίας. Η τελευταία έγινε η μούσα του νεαρού ποιητή και την τραγούδησε με το ίδιο πάθος που τραγούδησαν οι μεγάλοι ποιητές τις δικές τους «Βεατρίκες».
Η κοσμογονική εκείνη εποχή που γέννησε αυτό το έργο δεν έχει να επιδείξει άλλο ποιητικό κείμενο που να την εκφράζει τόσο γνήσια κι απόλυτα, που να αποδίδει με τέτοια ένταση το ρίγος της, όπως αυτή η μεγαλόστομη «Λενινιάδα», που εδώ παρουσιάζεται στην πλήρη, μη λογοκριμένη εκδοχή της.
«Τέλειωσα το ποίημα «Β. Ι. Λένιν». Το χειρόγραφο το διάβασα σε πολλές εργατικές συγκεντρώσεις. Πολύ το ’χα φοβηθεί αυτό το έργο. Γιατί είναι πολύ εύκολο να γλιστρήσεις στην απλή πολιτική έκθεση. Η συμπεριφορά του εργατικού ακροατηρίου με γέμισε χαρά. Και μου στέριωσε την πίστη ότι το έργο αυτό είναι χρήσιμο». ΒΛΑΝΤΙΜΙΡ ΜΑΓΙΑΚΟΦΣΚΙ

 

Δοκίμια- Ποίηση:

 

Στρατής Πασχάλης «Ποίηση σε μικρόψυχους καιρούς», εκδ. Γαβριηλίδης, σελ. 272

Η μικροψυχία του καιρού δεν είναι έξω από μας. Αν η επιθυμία μας να μιλήσουμε στον διπλανό μας και να του μεταφέρουμε το πνεύμα αυτό που ονομάζουμε ποίηση είναι ισχυρή, τότε δεν θα ήταν καλό ν’ αναζητήσουμε μέσα μας τη μικροψυχία και να την κατανικήσουμε ώστε να επιτύχουμε αυτόν το σκοπό μας; Κάτι που δεν γίνεται ούτε χωρίς κόπους ούτε χωρίς θυσίες. Αυτό είναι άλλωστε και το στοίχημα των ημερών. O εγκλωβισμός του σύγχρονου ανθρώπου ίσως άδηλα μας προτείνει και κάποιους άλλους τρόπους για μια διαφορετική λειτουργία της ποίησης, παρά την αντιποιητικότητα των καιρών. Μιας ποίησης που αποτινάζει τη σκόνη των βιβλιοθηκών και ανοίγεται χωρίς συμπλέγματα σε μια κατά μέτωπο αναμέτρηση με το διαδραστικό τεχνολογικό μέλλον. Με ποιο τρόπο; Μα αυτό είναι και το ζητούμενο. Πράγμα που δίνει στην εποχή μας ενδιαφέρον συγκλονιστικό.
Γι’ αυτό και το πικρό ερώτημα του Χαίλντερλιν δεν θέλω να το βλέπω σαν μια απαισιόδοξη διερώτηση. Προτιμώ να το αντιμετωπίζω σαν μια ρητορική απορία. Στην οποία ο ποιητής απαντά με σαφήνεια.
Ερώτηση: «Μα είναι δυνατόν να παρουσιάζονται ποιητές σ’ έναν μικρόψυχο καιρό; Προς τι;» Απάντηση: «Αυτό δεν τίθεται ως ζήτημα. Ανώφελοι ή αναγκαίοι, οι ποιητές πάντα θα εμφανίζονται, σαν τους ιερείς του Βάκχου, μες στο σκοτάδι και της πιο βαθιάς νύχτας. Κυρίως τότε».
Μελέτες, άρθρα, δοκίμια, ποιητικά πεζά, εισαγωγές σε ανθολογίες, ομιλίες, παρεμβάσεις σε συνέδρια, συμμετοχές σε προγράμματα θεάτρου και αφιερώματα είναι τα περισσότερα κείμενα του Στρατή Πασχάλη που συγκεντρώνονται εδώ. Γραμμένα από τα μέσα της δεκαετίας του ’80 μέχρι σήμερα. Απηχώντας ο γενικός τους τίτλος τον γνωστό στίχο του Χαίλντερλιν, στην εποχή αυτή της κρίσης και της μετάβασης προς το απειλητικό άγνωστο, τα πεζά τούτα ας μη θεωρηθούν «δοκιμές» λόγιου ποιητή, αλλά περισσότερο εργόχειρα λυρικού στοχασμού -ακόμα κι όταν εξερευνούν πολύ πεζές διαδικασίες, όπως η λογοτεχνική κριτική- ενός χειροτέχνη της γραπτής σκέψης.

 

 

Βιβλία για παιδιά:

 

Έλενα Νταβλαμάνου «Μπορώ και χωρίς αυτά», εικονογράφηση: Γιώργος Πετρίδης, εκδ. Μίνωας, σελ. 32

Σήμερα έχουμε όλα όσα χρειαζόμαστε…
τα χρειαζόμαστε, όμως, όλα όσα έχουμε;
«Θέλω κι άλλα… θέλω κι άλλα…» λέει κάθε τόσο ο Λεωνίδας κλαψουρίζοντας, έχοντας την απαίτηση να του δώσουν, ακόμη κι αν οι άλλοι δεν μπορούν ή δεν έχουν. Έχει μια αδυναμία… Θα μπορέσει να ζήσει άραγε χωρίς αυτή; Τι γίνεται όμως όταν αυτή η αδυναμία δίνει τη θέση της στη δύναμη της φιλίας; Πόσο μπορεί να του αλλάξει τη ζωή ένας καινούριος συμμαθητής;

 

 

Λιούις Κάρολ «Η Αλίκη στη χώρα των θαυμάτων», Μετάφραση: Κατερίνα Μουρίκη, εικονογράφηση: Νέστορας Ξουρής, εκδ. Διάπλαση, σελ. 144

Η μικρή Αλίκη, ακολουθώντας έναν άσπρο κούνελο, κατρακυλάει μέσα σ’ ένα λαγούμι και βρίσκεται σ’ έναν τόπο γεμάτο παράδοξα και θαυμαστά συμβάντα. Με φαντασία, χιούμορ και πολλά αλληγορικά στοιχεία ο συγγραφέας καυτηριάζει τον συντηρητισμό και την υποκρισία της εποχής του, σκιαγραφώντας μέσ’ από σουρεαλιστικές καταστάσεις την ασφυκτική καταπίεση των παιδιών από τους μεγάλους.
Μια ευφάνταστη ιστορία που δίκαια αποτελεί ένα από τα πιο δημοφιλή παιδικά βιβλία όλων των εποχών.

 

 

Ιωάννα Μπαμπέτα «Είμαι σκέτο παιδί», εικονογράφηση: Λίλα Καλογερή, εκδ. Πατάκη, σελ. 40

Όταν χτυπάω, δεν πρέπει να κλαίω, γιατί είμαι ολόκληρος άντρας. Έτσι μου λένε. Όταν θέλω να πάω μόνος στην παιδική χαρά, μου το απαγορεύουν, γιατί είμαι μωρό. Κι εγώ μεγαλώνω και μικραίνω ασταμάτητα. Τελικά τι είμαι; Μικρό ή μεγάλο παιδί;

 

 

Η ομορφιά είναι στα αγριολούλουδα!

$
0
0
Του Νίκου Τσούλια //

 

 

Παραμελημένα και αγνοημένα από τον άνθρωπο – ιδιαίτερα στην περίοδο της λεγόμενης βιομηχανικής ανάπτυξης και του καταναλωτισμού – θα ζουν τη δική τους ξεχωριστή ζωή και ομορφιά, χωρίς να νοιάζονται για τις προτεραιότητες του πολιτισμού μας. Αλλά θα βρεις εποχές, όπου ακόμα και στα φτωχικά σπίτια του χωριού της δεκαετίας του 1960 θα βλέπεις τα πλαστικά λουλούδια να πλημμυρίζουν τα ανθοδοχεία ως δείγμα εξέλιξης και προόδου μέσα σε ένα φυσικό περιβάλλον όπου τα αγριολούλουδα γέμιζαν και ομόρφαιναν κάθε γωνιά ελεύθερης από τις καλλιέργειες γης, σε κάθε ίχνος χώματος.

      Δεν ξέραμε τα ονόματά τους για τα περισσότερα αγριολούλουδα, δείγμα της αδιαφορίας μας. Βέβαια πού να βρεθούν τέτοιες ευαισθησίες για τη γλυκύτητά τους και για την ξεχωριστή ομορφιά τους σ’ εκείνες τις εποχές όπου οι αγρότες κοίταζαν τη γη μόνο και μόνο ως προς το τι γεννήματα θα τους αποδώσει για να θρέψουν τις οικογένειές τους. Ωστόσο, αρκετά απ’ αυτά θα συνδεθούν με τη ζωή μας. Το χαμομήλι θα μαζεύεται με σπουδή και φροντίδα, θα δένεται ματσάκια και θα αποξηραίνεται με επιμέλεια, για να γίνεται το πιο εύκολο ρόφημα στις ημέρες του χειμώνα. Ανάλογη πορεία θα έχει και η ρίγανη. Τα άλλα: οι παπαρούνες, τα σκυλάκια, οι μαργαρίτες, οι σπέντζες, τα αγριοτριαντάφυλλα, οι ανεμώνες κλπ κλπ ακόμα και τα κάθε λογής αγκάθια θα αποτελούν για τα παιδιά μέρος του κύκλου των εποχών και θα φέρνουν του καιρού τα γυρίσματα, σε μια εποχή όπου κανένα ημερολόγιο δεν είχε μεγαλύτερη αξία.

      Τα αγριολούλουδα ποτέ δεν θα «ζηλέψουν» την οικόσιτη ζωή. Σα να ήξεραν την μελλοντική πορεία των καλλιεργημένων φυτών – τα οποία θα χάσουν την όποια άγρια καταγωγή τους και τα οποία θα προσαρμόζονται όλο και πιο πολύ στις προτεραιότητες του εμπορίου – αυτά θα γεύονται τη δική τους αυτόνομη και απόλυτα φυσική εξέλιξη παίζοντας με την τυχαιότητα και με τη συνέργεια όλων των συντελεστών του φυσικού περιβάλλοντος. Άλλωστε, σε οποιαδήποτε διαφορετική περίπτωση είναι σίγουρο ότι θα έχαναν τη ομορφιά και τη γοητεία τους.

      Τα αγριολούλουδα δεν θέλουν τακτοποιήσεις και απλή γεωμετρικότητα, δεν θέλουν κανονικά σχήματα και μορφές. Θέλουν ασυνταξία και τυχαιότητα στις μορφές και στις λειτουργίες τους. Πού να ήξεραν οι άνθρωποι ότι αυτό η ακανόνιστη μορφή τους συνδέεται με τις υπερσυμμετρίες και με την ανώτερη κρυμμένη γεωμετρικότητα των φράκταλς σε κάθε επιμέρους δομή τους, στα φύλλα τους και στα άνθη τους και στους βλαστούς τους. Δεν θέλουν την απομόνωση των σπιτιών και τις διευθετήσεις του εμπορίου. Θέλουν το πράσινο καμβά για να παίζουν με τους δικούς τους ξεχωριστούς χρωματισμούς, για να πολλαπλασιάζονται με τα στοιχεία της φύσης, με του ανέμου τα φυσήματα και με των εντόμων τα παιχνιδίσματα εξαπλούμενα με τους τόσους και τόσους σπόρους τους σε κάθε επιφάνεια του εδάφους.

      Αλλά ο άνθρωπος θα αναζητεί και θα ερευνά καθετί που του είναι άγνωστο, απρόσιτο αλλά και χρήσιμο στη δική του οικονομία, στις δικές του χρήσεις και σκοπιμότητες. Θέλει να προσεγγίσει κάθε γωνία του πλανήτη μας και να οικειοποιηθεί κάθε υλικό αγαθό. Θεωρεί ότι η φύση όλη είναι φτιαγμένη γι’ αυτόν και όλα υπηρετούν τις δικές του αναγκαιότητες. Γίνεται «κυνηγός» για κάθε άγριο λουλούδι που μπορεί να του φέρει οικονομικό όφελος. Όχι, δεν είναι ρομαντικός και δεν ονειρεύεται να πάει στην «άκρη του γκρεμού» για να αγγίξει την άγρια, την πρωτόγνωρη ομορφιά και να εκφράσει μέσω αυτής την ευγένεια και τα συναισθήματά του στη γυναίκα που αγαπάει.

      Ίσως να έχει και μια κρυμμένη αθωότητα το όλο εγχείρημα του, πέραν της φανερής επιδίωξής του, της άκρατης χρησιμοθηρίας. Ίσως να είναι απομεινάρια εκείνης της παιδικής πρωτοβουλίας του μικρού αγοριού ή κοριτσιού που θα πάει μόνο του να μαζέψει στη μικρή του χούφτα άγρια λουλουδάκια κομμένα με τον πιο ασύντακτο τρόπο άλλα μεγαλύτερα και άλλα μικρότερα, όπως ακριβώς επιτάσσει η ίδια η μορφολογία και το ειδικό οικοσύστημα αυτών των λουλουδιών, για να τα πάει όλο χαρά και φωνή στη μαμά του.

      Τα αγριολούλουδα θα δίνουν με πείσμα το δικό τους αγώνα για τη ζωή. Θα στηρίζονται στην ενότητα της φύσης, στην αλληλεξάρτηση των έμβιων οργανισμών. Θα παίζουν με τα παιχνίδια της τύχης, με το φύσημα του ανέμου, με το ταξίδι των τόσων και τόσων αόρατων σε εμάς σπόρων τους. Έτσι κι αλλιώς είναι πάντα ταπεινά. Θέλουν μόνο λίγο χώμα, ήλιο και υγρασία. Τα υπόλοιπα θα έλθουν από μόνα τους. Και αν ο άνθρωπος εξακολουθεί να αγαπάει την ομορφιά της φύσης και της ζωής, πάντα θα γοητεύεται να τα βλέπει και να τα θαυμάζει. Αρκεί να αποβάλλει την υπεροψία ότι καθετί στη φύση υπάρχει για τη δική του και μόνο ικανοποίηση, για τη δική του καταναλωτική μανία.

Διαβάστε επίσης:

 

 

Ο άγνωστος κόσμος των αισθήσεων

$
0
0
Του Νίκου Τσούλια //

 

 

Είναι οι αισθήσεις μας παράθυρα στον κόσμο, είναι διαρκείς αλληλοτροφοδότες της σκέψης μας και των συναισθημάτων μας. Αλλά μήπως είναι και φίλτρα περιορισμού για μια πιο άρτια ανάγνωση του περιβάλλοντός μας; Μήπως μάς δωρίζουν μόνο ένα μέρος της όλης πραγματικότητας;

Ίσως από μεθοδολογικής άποψης να έχει νόημα και αξία να προσεγγίσουμε τις δυνατότητες των αισθήσεών μας αν ψηλαφίσουμε το όλο πεδίο τους μέσα από την επιμέρους έλλειψή τους. Να αναρωτηθούμε πώς μετασχηματίζονται οι άλλες αισθήσεις, για παράδειγμα, από την έλλειψη της όρασης – ξεχωριστά της εκ γενετής έλλειψης και της απώλειας της όρασης σε διάφορες φάσεις της ηλικίας μας – και να αναλογιστούμε πώς μεταπλάθεται η όλη νοητική σύνθεση της «εικόνας» που έχουμε για την πραγματικότητα και για τον εαυτό μας. Να προβληματιστούμε πώς «γευόμαστε» τους ήχους, την ανθρώπινη ομιλία, τη μουσική όταν μειώνεται σημαντικά η ακοή μας, πώς διαμορφώνεται τότε ο παραδοσιακός τρόπος των συλλογισμών μας και πώς προσπαθούμε να αναπληρώσουμε το χαμένο έδαφος του φάσματος των ηχητικών συχνοτήτων.

      Αλλά δεν είναι ο μόνος δρόμος προσέγγισης του τρόπου λειτουργίας των αισθήσεων κάποια μερική ή γενικότερη ελλειμματική λειτουργία τους. Είναι πρωτίστως η δυνατότητα αυτού καθ’ εαυτού του κόσμου των αισθήσεων με κριτική ματιά όμως και με κουλτούρα αμφισβήτησης των ισχυρότατων προκαταλήψεων που επικυριαρχούν στο εν λόγω θέμα.

      Ας σκεφτούμε ορθολογικά για κάποιες σχετικές περιπτώσεις. Υπάρχουν υπόηχοι και υπέρηχοι που δεν τους αντιλαμβανόμαστε και το φάσμα των συχνοτήτων τους είναι πολύ μεγαλύτερο από το φάσμα της δικής μας ακοής. Πώς θα ήταν η αντίληψή μας αν το φάσμα των αντιληπτών συχνοτήτων ήταν διαφορετικό; Στην όραση το έλλειμμα είναι ακόμα μεγαλύτερο, αφού το ορατό φάσμα των ακτινοβολιών είναι αρκούντως μικρό σχετικά με το όλο πλαίσιο των ακτινοβολιών. Πώς θα ήταν η αντίληψή μας για τον κόσμο, αν μπορούσαμε να βλέπουμε τον μικρόκοσμο και τον μακρόκοσμο κάθε στιγμή και χωρίς τη βοήθεια του μικροσκοπίου και του τηλεσκοπίου; Δεν θα είχαμε διαφορετική πρόσληψη της πραγματικότητας και του διαλόγου που κάνουμε διαρκώς και αδιαλείπτως με ό,τι μάς περιβάλλει;

      Αλλά δεν χρειάζεται να εξετάζουμε μόνο τη σχετικότητα των αισθήσεών μας αυτή καθ’ εαυτή. Μπορούμε να συλλογιστούμε και επί του πραγματικού πεδίου των αισθήσεων και να θέσουμε μερικά ερωτήματα που θα αίρουν τη «σκόνη» του δεδομένου και παγιωμένου τρόπου λειτουργίας τους.

      Πόσα και πόσα γεγονότα της καθημερινής ζωής μας δεν μάς προσπερνούν χωρίς να τα γνωρίσουμε πραγματικά, χωρίς να βιώσουμε την ουσία τους και τη σχέση τους με τον κόσμο και με εμάς; Απλώνουμε τα αδιόρατα δίχτυα της φαντασίας μας, για να ψηλαφίσουμε τις πέραν των αισθήσεων περιοχές. Φτερουγίζουμε με της διαίσθησης τα ξεπετάγματα μήπως και αγγίξουμε το αδιόρατο. Ψυχανεμιζόμαστε σε κάθε φευγαλέο σημείο του πάντα ελεύθερου πνεύματός μας μήπως υπερβούμε τα σύνορα των αισθήσεών μας και περιπλανηθούμε έστω κατ’ ολίγον σε τόπους άγνωστους και απροσέγγιστους.

      Κάθεσαι δίπλα από της θάλασσας το διαρκές μιλητό της με τα μικρά βράχια της ακρογιαλιάς, ακούς τους ήχους των επαφών τους, βλέπεις όλους τους πάντα διαφορετικούς κυματισμούς του νερού και την αγέρωχη στάση των βράχων και νιώθεις ότι κάτι σου ξεφεύγει, νιώθεις ότι είναι πολλά που δεν καταλαβαίνεις, σου περνάει από το μυαλό ότι ίσως και να προσεγγίζεις μόνο ένα μέρος των επιφαινόμενων και μετά σου γίνεται βεβαιότητα ότι αδυνατείς να αγγίξεις την ουσία των όσων συμβαίνουν και το ρίχνεις στο χάζεμα και στον «ασύδοτο» στοχασμό προσμένοντας ότι ίσως αυτός να μπορεί με το χαοτικό του ξεπέταγμα να αγναντέψει τις άγνωστες χώρες από μακριά.

      Παρακολουθείς την καταιγίδα που σαρώνει καθετί στην ορμή της και αναρωτιέσαι πώς τη δέχονται φυτά και ζώα, νιώθουν την χάρη του νερού ως πηγή ζωής ή ρημάζονται από τη βιαιότητα του υδάτινου καταιγισμού; Νιώθεις ένα κενό στην πρόσληψη της όλης εικόνας και προσπαθείς με τα ερμηνευτικά εργαλεία να αναπληρώσεις ό,τι οι αισθήσεις δεν μπορούν να συλλάβουν. Αλλά και πάλι μετεωρίζεσαι: αντιλαμβάνομαι ό,τι πραγματικά συμβαίνει;

      Διαφαίνεται ότι οι αισθήσεις μας δεν είναι απλώς και μόνο «παράθυρα» που συνδέουν τον έξω κόσμο με τη σκέψη μας. Έχουν σαφώς μια ανεξαρτησία, αλλά ταυτόχρονα συνάπτονται και συλλειτουργούν τόσο με τον κόσμο των συναισθημάτων μας όσο με τον ίδιο το στοχασμό μας. Και ίσως αυτή η ενότητα να είναι το προνομιακό πεδίο στο οποίο μπορούν να μελετηθούν πιο συστηματικά και πιο αποτελεσματικά και οι αισθήσεις μας. Άλλωστε είναι πανίσχυρη η σχέση των αισθήσεων και των συναισθημάτων και αυτό είναι καθημερινό βίωμα αλλά και βαθιά συνειδητοποίηση του κάθε ανθρώπου.

Viewing all 627 articles
Browse latest View live