Quantcast
Channel: Δοκίμιο • Fractal
Viewing all articles
Browse latest Browse all 627

Ο τελειούμενος χρόνος και η σχετικότητα της εξουσίας

$
0
0
Γράφει ο Χρήστος Ντικμπασάνης // *

 

 

 

 

Τι γνωρίζουμε για το Θεό, τι για το Σύμπαν, τι για τον κόσμο, τι για τη δύναμη της επιστήμης, τι για τα άδυτα του εαυτού μας; Η ταπεινή, προσωπική μου άποψη είναι πως ακόμη ξέρουμε ελάχιστα πράγματα. Μπορούμε να μάθουμε πολύ περισσότερα και αναμφίβολα θα τα μάθουμε. Πάντα όμως είναι σωστό να βάζουμε μια σειρά στη ζωή μας, στη σκέψη μας, στις πράξεις μας, στην αναζήτηση της γνώσης και της πίστης. Παραδείγματος χάριν πριν μάθουμε τα μυστικά του Σύμπαντος, θα έπρεπε να αναρωτηθούμε τι είναι Σύμπαν και γιατί υπάρχει, δηλ. ποιος είναι ο σκοπός της ύπαρξής του;

 

Το Σύμπαν δεν υπάρχει τυχαία και αδικαιολόγητα, δεν είναι μια ατέλεια της ανυπαρξίας ούτε χωρίς μια επαρκή αιτία, γιατί είναι άμεσα μόνο από και για τον εαυτό του. Οι ποιότητες των πραγμάτων και οι τρόποι του αλληλοεπηρεασμού τους είναι πάντοτε η ποιότητα της άμεσης, κοινής και αυτοτελούς πραγματικότητας, η οποία συνεχίζει ανέκαθεν να γίνεται έμμεσα-εξωτερικά σε σχετικά μικρότερες στιγμές, ενώ αυτή σα σύνολο είναι ανέκαθεν τελειοποιημένη μέσα στα σταθερά όρια μιας ευρύτερης στιγμής με άμεσο-εσωτερικό τρόπο.

Ας μη λησμονούμε, ότι το παρελθόν και το μέλλον αποτελούν το παρόν του 100% Σύμπαντος και ακριβώς έτσι εξηγείται η σχετικότητα του χρόνου μ’έναν εκπληκτικό τρόπο.

Σχετικά εκ των υστέρων μέσα στο χρόνο των περιορισμένων πραγμάτων τα πάντα είναι και γίνονται έμμεσα-εξωτερικά σαν μέρη, χωρίς μια επαρκή έμμεση αιτία και χωρίς αυτοτέλεια, αλλά είναι ανέκαθεν και επαρκώς αιτιολογημένα από το σύνολό τους με άμεσο, διανοητικό τρόπο.

Μπορούμε να δούμε τον κόσμο με δύο αντίθετους τρόπους: σε εξέλιξη ή σταθερό σαν αφηρημένη, εξωκαθορισμένη και τυχαία υλική ύπαρξη ή σαν συνολική ποιότητα άμεσα-εσωτερικά αυτοκαθορισμένη. Είναι και οι δύο αληθινοί.

Έπειτα ζωή χωρίς διανοητική δραστηριότητα είναι ανύπαρκτη και χωρίς διαμόρφωση αυτογνωσίας ήταν, είναι και θα είναι παντού μέσα στο Σύμπαν ανεπαρκώς αξιοποιημένη και παρασυρμένη, με όποια δυνατότητα και αν τη φανταστούμε.

Στην εξέλιξη της κοσμολογικής θεωρίας και κοντά στο ζήτημα για την αρχή της ζωής, η έννοια του Θεού διατηρείται, διαφοροποιείται και σημασιοδοτείται σαν κεντρική για τα ηθικολογικά ζητήματα, μετά από το συνθετικό προσδιορισμό της σαν Συμπαντική Εσωτερικότητα. Αν με αυτόν τον τρόπο οριστικοποιείται το αναπόφευκτο ξεπέρασμα των αρχαίων θρησκευτικών προκαταλήψεων περί της σχέσης ανάμεσα στη ζωή, την ευρύτερη πραγματικότητα και το Θεό, εξίσου διασαλεύονται τα ανθρωποκεντρικά πρότυπα ζωής, τα οποία παράγονται με υπερβολική εκμετάλλευση της εμπειρίας, χωρίς να βασίζονται στη γνώση των γενικών κοσμολογικών ζητημάτων. Προς αποφυγή παρεξηγήσεων αυτό το ξεπέρασμα δεν είναι ο στόχος μας και δε βασίζεται σε καμιά θρησκεία, σε καμιά παρέκκλισή τους και σε καμιά προηγούμενη φιλοσοφική θεωρία.

Μάλιστα πρέπει να προσέξουμε πως σε μια φιλοσοφική θεωρία είναι δυνατό να υποστηρίζεται η ύπαρξη έμβιων ιδιοτήτων στην ουσία των πραγμάτων, χωρίς αυτή να είναι πανθεϊστική, όπως και αντιθέτως, ο Θεός να ταυτίζεται με το Σύμπαν ή να το περιέχει, χωρίς ωστόσο ν’ αντιτίθεται στη σύνδεσή του με μια άλλη τελείως διαφορετική πραγματικότητα ή στην ύπαρξη εξωτερικών υλικών στοιχείων. Η ύπαρξη ενός γνωρίσματος ζωής στην ουσία των πραγμάτων είναι δυνατό να υποστηρίζεται σε μια άθεη θεώρηση (π.χ. Σοπεγχάουερ, Χάρτμαν), όπως σ’εκείνη που λέγεται πανθεϊστική (π.χ. Σπινόζα, Χέγκελ, Σέλλινγκ) και όπως σε μια μη πανθεϊστική (π.χ.  Λάϊμπνιτς, Μπέρκλεϋ, Σαρντέν).

Γεννιούνται όμως και διάφορες άλλες απορίες ως επακόλουθα όλων αυτών, που αναφέραμε μέχρι τώρα και οι οποίες έχουν να κάνουν με τον ίδιο τον άνθρωπο: Ποια είναι η σωστή απάντηση στα άλυτα ερωτήματα της ανθρώπινης ύπαρξης; Πρέπει να δημιουργήσουμε κάποια ανεξακρίβωτα νοητικά κατασκευάσματα, ώστε να νιώθουμε ασφαλείς απέναντι στο άγνωστο, στη φθορά, στο θάνατο, όπως κάναμε μέσα στους αιώνες που πέρασαν; Ή ν’ αντιτάξουμε στο χάος της φύσης τα όπλα, που μόνο η επιστημονική θεώρηση και έρευνα έχει αποδείξει, ότι μπορεί ρεαλιστικά να μας προσφέρει;

Από την μια όχθη του ζητούμενου στέκει ο κόσμος, ο σκοτεινός κόσμος της δεισιδαιμονίας και των προλήψεων και από την άλλη στέκει η επιστήμη και ο χριστιανισμός, που πολλοί καλοθελητές όμως προσπάθησαν εδώ και αιώνες να τον κάνουν να φανεί πως ανήκει σε μια τρίτη όχθη, στην πλευρά της εξουσίας, του ελέγχου και των μεγαλοεκκλησιαστικών συμφερόντων. Με αυτόν τον τρόπο να επαληθεύσουμε για άλλη μια φορά το γνωστό γνωμικό: “Το χέρι που την κούνια κουνά, τον κόσμο αυτόν ορίζει”.

Αναμφίβολα ζούμε σ’ έναν κόσμο, που οι ταχύτατοι ρυθμοί των εξελίξεων συχνά μας κάνουν ανήμπορους να προσαρμοστούμε και μας γεμίζουν ανασφάλεια. Από την άλλη, το άγνωστο και το μυστήριο που η φύση αντιτάσσει σθεναρά στην διαρκή μας προσπάθεια να δίνουμε ερμηνείες σε καθετί γύρω μας, αποτελούσε ανέκαθεν τον κύριο παράγοντα αναζήτησης μεταφυσικών, υποκειμενικών στηριγμάτων από την ανθρώπινη διάνοια.

 

 

Κι όμως με τους αρχαίους Έλληνες φιλοσόφους και με το Χριστό βρισκόμασταν ένα βήμα πριν από την μεγάλη αλήθεια. Μάλιστα ο Ιησούς ενσαρκώθηκε για να έρθει στη Γη ανάμεσα στους ανθρώπους, δείχνοντάς μας από τη μια το σεβασμό στην ανθρώπινη σάρκα και κατ’ επέκταση την βαθιά εκτίμηση προς την ύλη και από την άλλη τον συνδετικό κρίκο, που πρέπει να κρατάει σταθερά τον άνθρωπο με το Θεό, τη φύση, τον συνάνθρωπο και τον ίδιο τον εαυτό του, την Αγάπη. Από όλα αυτά αφαίρεσε τον τύπο και τον αντικατάστησε με την ουσία. Η ουσία είναι πολύ μακριά από κάθε εξουσία, έλεγχο και περιορισμό. Γι’ αυτό, όταν ιδρύθηκε η πρώτη εκκλησία, δηλ. όταν πρωτοενώθηκαν οι Απόστολοι και οι πρώτοι χριστιανοί μεταξύ τους κανένας δεν ήταν αφέντης του άλλου. Αντίθετα μάλιστα ο καθένας προσπαθούσε να εξυπηρετήσει τον άλλο στο μέτρο που του ήταν δυνατόν. Γι’ αυτό και ο καθένας είχε αναλάβει μία διακονία (υπηρεσία) και είχαν σχηματιστεί και οι “αγάπες”, δηλ. τα τραπέζια προς τους φτωχούς, όπου τα αγαθά μοιράζονταν ανάμεσα σε όλους.

Όλα αυτά όμως μέχρι τη στιγμή που κάποιοι “ικανοί” κατόρθωσαν να αναλάβουν τα ηνία του κόσμου στα χέρια τους και να διαφεντέψουν τις μάζες. Μάλιστα γι’ αυτό το λόγο δεν δίστασαν να παραχαράξουν τα λόγια του Χριστού και των Αποστόλων σε σημείο εγκληματικό και να φθάσουμε έτσι εδώ που φθάσαμε σήμερα, στην απόλυτη σχεδόν εξουσία των ολίγων επάνω στις μάζες των “εφησυχασμένων” πολιτών και των πιστών. Μια εξουσία που βασίστηκε βέβαια στον καταναγκασμό, στο φόβο, στην τιμωρία, στην “πλύση εγκεφάλου” και όλα αυτά, δυστυχώς, στο όνομα της δημοκρατίας και του λαϊκισμού από τη μια μεριά ή του Ιησού και του χριστιανισμού από την άλλη. Τόσος τρόμος και τόσος επηρεασμός στο όνομα αυτών των αξιών, που ακριβώς τα αντίθετα πράγματα δηλώνουν!!! Πολλοί άνθρωποι μπροστά σ’ αυτήν την κατάσταση έφθασαν στο σημείο ν’ απογοητευτούν και άλλοι θέλησαν να προβάλουν τις δικές τους απόψεις. Στο σημείο αυτό παρατηρούμε, ότι ξέσπασαν φοβερές διαφωνίες ανάμεσα στην επιστημονική κοινότητα και τους κόλπους της εκκλησίας, όπως και στην ίδια την συνείδηση κάθε διανοούμενου. Κι αυτό παρόλο που έχουν πραγματοποιηθεί αρκετά παγκόσμια συνέδρια μεταξύ επιστημόνων και θεολόγων, όπου κατάληξαν από κοινού στο συμπέρασμα, ότι πολύ περισσότεροι είναι οι δρόμοι που μπορούν να βαδίσουν αντάμα παρά αυτοί που τους χωρίζουν, γιατί άλλα θέματα εξετάζει η Θρησκεία και άλλα η Επιστήμη. Η Θρησκεία εξετάζει το ποιος δημιούργησε τον κόσμο και γιατί ενώ η επιστήμη μελετά το πότε και το που. Έπειτα, ας μη λησμονούμε, ότι μέσα στον κάθε άνθρωπο εμπεριέχονται δύο κόσμοι που είναι δημιούργημα των δύο θεμελιωδών αναγκών του ανθρώπου, της ανάγκης για γνώση και της θρησκευτικής ανάγκης. Το θετικό είναι, ότι αυτή η κατάσταση βοήθησε για πάνω από εκατό χρόνια στην ανάπτυξη των ανθρώπινων δυνατοτήτων μέσω της όξυνσης των αντιθέσεων. Μάλιστα υπήρξε βασική πηγή έμπνευσης και προσέδωσε ανυπέρβλητο μεγαλείο στην ποίηση και τη μουσική.

Στις μέρες μας εντούτοις η διατήρηση της οξύτητας στην αντίθεση μεταξύ επιστήμης και θρησκείας επιφέρει ακριβώς αντίθετα αποτελέσματα. Αυτή η αντιπαλότητα έχει οδηγήσει σε φθορά, πλήξη, μοναξιά και αδυναμία. Η επιστήμη είναι απολύτως προσηλωμένη στο φυσικό και υλικό κόσμο. Η ηθική φιλοσοφία έχει σταματήσει ν’ αποτελεί πνευματική πρωτοπορία. Η θρησκεία μολονότι μπορεί μέχρις ενός βαθμού να επηρεάζει τις μάζες, έχει χάσει την πρωτοκαθεδρία της στην κοινωνία. Αν και διατηρεί το μεγαλείο μέσω της ευσπλαχνίας της, δεν ακτινοβολεί πλέον με την πίστη της.

Επιπροσθέτως, η τόσο ανοδική πορεία των σπουδαίων ιδρυτών των θρησκειών, των ΜΕΓΑΛΩΝ ΜΥΣΤΩΝ, όπως αποκαλούνται, αποδεικνύει περίτρανα, ότι διέθεταν μια ζωτική δύναμη, που δεν προερχόταν αποκλειστικά και μόνο λόγω της θεϊκότητάς τους. Η δύναμη τους αυτή βασίζεται σε μια αποφασιστική και ξεκάθαρη προσέγγιση εκ μέρους τους της επιστήμης και της θρησκείας, των οποίων ο διαχωρισμός έχει υπονομεύσει μέχρι σήμερα τα θεμέλια του πολιτισμού μας και μας απειλεί με τις χειρότερες καταστροφές. Κάθε προσπάθεια που γίνεται για τη συμφιλίωση μεταξύ επιστήμης και θρησκείας, μπορεί να έχει αίσιο αποτέλεσμα μόνο εάν συνδεθούν ξανά το αισθητό και το υπεραισθητό μέρος του ενιαίου κόσμου. Αυτό θα επιτευχθεί με τη βοήθεια της πνευματικής ενόρασης και της ψυχικής διαίσθησης. Αποκλειστικά και μόνο η βεβαιότητα στην αθανασία της ψυχής είναι δυνατόν να αποτελέσει ακλόνητη βάση της γήινης ζωής και μόνο η συνεργασία των μεγάλων τουλάχιστον θρησκειών με την επιστήμη είναι σε θέση να εξασφαλίσει την αδελφοσύνη μεταξύ των λαών και αυτό το ίδιο το μέλλον της ανθρωπότητας, εάν βέβαια εστιαστούν στην κοινή τους πηγή έμπνευσης που αναμφίβολα είναι ο άνθρωπος.

Τέλος, είναι αναγκαίο να καταδειχθεί, πως η θρησκευτικότητα με την ευρεία της έννοια, υπήρξε η πηγή του πολιτισμού μας και όλων όσων ο πολιτισμός συνεπάγεται (τέχνη, θρησκεία, εκπαίδευση) και ότι υπήρξε η κοιτίδα προέλευσης των μεγάλων θρησκειών της ινδοευρωπαϊκής  και της σημιτικής φυλής. Επίσης, ότι με το εσωτερικό και φιλοσοφικό τους απόθεμα οι θρησκείες οδηγούν προς μία ανώτερη ποιότητα ζωής, ενώ το ίδιο συμβαίνει και με την όλη πορεία της σύγχρονης επιστήμης. Τελικά η επιστήμη και η θρησκεία οφείλουν κάποια στιγμή να συναντηθούν και να ανακαλύψουν τα σημεία της σύνθεσής τους στον κοινό τόπο συνάντησης.

 

 

* Ο Χρήστος Ντικμπασάνης είναι ποιητής, συγγραφέας και μελετητής των θρησκειών.

 

 


Viewing all articles
Browse latest Browse all 627

Trending Articles